■Ρ ■ Bfl nnir ■H TH»w ΠηΗΙ HHp Ira WKHW m HH ■HHHHL IB HHHR Hii ΠΕΗ η in SShhBs II An ■ΗΗΓ PIP ■1 RntBffl ■■■■■■■ HIM 11 » A Bis Ι»»! Hi ig II ISiiiB ΙΙΙηΙΙΙΙ I !■ ΊΗΗΙ ■VHP MWBB i ■HbHHh llHli Qass_ji. Book Ν // COPIOUS PHRASEOLOGICAL ENGLISH-GREEK LEXICON FOUNDED ON A WORK PREPARED y by J. W. FRADERSDORFF, Ph. Dr. OF THE TAYLOR-INSTITUTION, OXFORD: REVISED, ENLARGED, AND IMPROVED BY THE LATE THOMAS KERCHEVER ARNOLD, M.A. FORMERLY FELLOW OF TRINITY COLLEGE, CAMBRIDGE, HENRY BROWNE, M.A. VICAR OF PEVENSEY, AND PREBENDARY OF CHICHESTER. LONDON: HIVINGTONS, WATERLOO PLACE. 1856. ACCUSTOMED, ε'ιθισμένος, ε'ιωθώς, συνήθης, έθάς (c. g., e. q. ου άν εθάς γενόμενος άφαι- ρεθη, Τ. 2, 44). To be a., ε'ιωθέ- ναι, ε'ιθισμένον είναι, εθος εχειν, εθάδα τινός γενέσθαι {Τ): Ι am a., εν εθει εστί μοι, Ιδιον or οίκεϊόν εστί μοι : I am not a. to athg, άηθίς εστί μοί τι, άπειρος ειμί τίνος. ACERBITY. See Bitter- ness. ACHE, v. n. My head, teeth, side, &c, a., άλγώ την κεφαλήν, τους οδόντας, την πλευράυ : to a. with fatigue, χαλεπώς κά- μνειν. ACHE. H Pain, smart] Vid. See also Headache, Tooth- ACHE $ZC ACHIEVE. See Accom- plish, Attain. ACHIEVEMENT. ^Accom- plishment] Vid. U Warlike deed, &c. ανδραγάθημα (late, Plut.), έργον κάλλιστου (θαυμαστότα- τον) : aby's a.'s, τα πραχθέντα {πεπραγμένα) υπό τίνος. See Exploit. ACHROMATIC, f Colour- less'] "Χ. 00 "?, άχρώματος. ACID, adj. See Sour. ACID, s. όζος, n. See Sour- ness. ACIDIFY. See to Sour. ACIDITY. See Sourness. ACKNOWLEDGE, «li To recognize athg and alloro it to be who.t it is or is said to be] γιγνώ- σκειν, έπιγιγνώσκειν, γνωρί- ζειν, αναγνώριζε ιν (for recog- nizing what a thing is), δέχεσθαι (to admit as rightful or valid), e. g. δόγμα, νόμου, στρατηγόν, βασιλέα), ομολογεϊν (an asser- ACQ Hon, claim, debt) : λόγου ίχειν τινός (a service, benefit). To a. one as a son, εισδέχεσθαι or ava- δέχεσθαί τίνα παΐδα : to a. aby as king, δέχεσθαί τίνα βασιλέα (oftlie people) : προσειπεϊν τίνα βασιλέα (of other kings) : to a. a person's merits, γιγνώσκεινοσων τις άξιος γέγονε (towards any one) τινί : to a. a person's bravery, επαινεϊυ την τίνος άρετήν : a person's excellencies are a.'d, ευδοκιμεί τις. ^j To confess] ομολογεϊν (έζομολογεϊν^ τι. Aho φάναι, ξυμφάναι. Not to a., εζαρνον είναι (τί τίνος): to a. in my heart, συγγιγνώσκειν τι: I a. this, ομολογώ τοΰτο : I a. that I am a sophist, ομολογώ σοφιστής είναι. Acknowledged, (6) δμολογούμενος (opp. αμφι- σβητούμενος). ACKNOWLEDGEMENT. Τί Recognition as true] άναγνώρισις. Tf Admissio?i as afaci\ ομολογία, προσομολογία, έζομολόγησις. A. of receipt or quittance, αποχή, χειρόγραφον (noteof 'hand, Pol.). ACME. 1 Edge, highest point or degree] ακμή. See Top. ACONITE. ΤΓ A plant] άκόνϊτον. ACORN, δρυοβάλανος, βάλα- νος: also u-ith the addition άπό της δρυός. Eatable acorn, άκυ- Χος. ACQUAINT. % To a. a person zvith a thing] άγγέλλειν, άπαγγέλλειν, έπαγγέλλειν τι- νί τι, άναφέρειν τι προς τίνα, μηνύειν τι προς τίνα : to a. by writing, επιστέλΧειν τινί τι : to become acquainted, to make oneself a.'d with a person or thing, εν πείρα γίγνεσθαι τί- νος, εμπειρον γίγνεσθαι τίνος, πεϊραν λαμβάνειν τιι /os, εμπει- ρίαν κτάσθαί τίνος, καταμαν- θάνειν, κατανοεΐν τι ; to be a.'d. with a thing, ε'ιδέναι, γιγνώ- σκειν, επίστασθαι (well, tho- roughly, άκρϊβώς): εμπειρον είναι τίνος or περί τι : έμπείρως εχειν τινός (D.). Not to be a.'d with, άγνοεϊν τι, άνεπιστημονα or άπειρον είναι τίνος, and by a negative with the preceding forms: to be a.'d with a person, γνώρι- μον είναι τινι, εν πείρα, γίγνε- σθαι τίνος, ο'ικείως εχειν προς τίνα (to be intimately acquainted u-ith him) : aby is a.'d with aby, γνωρίζει τίς τίνα, γνωρίμως 'έχει τις τινι (D.) : to make a person a.'d with another, συν- ιστάναι τινά τινι, γνωριμον ποιεϊν τίνα (P.). ACQUAINTANCE. 1 Knowledge] γνώσις, επιστήμη, εμπειρία (ivithathg τινός): γνώ- ρισις (also of a. ivith a person, P.). Want of a. with, απειρία, άνεπιστημοσύνη (P.) τινός : to have any a. with a thing, εν πείρα γενέσθαι τινός, επιστή- μονα or εμπειρον εΊναί τίνος. % Intercourse, familiarity] συν- ACR ηθεια, οίκειότης. To make a. with a person, εις πεϊραν Ίεναι τινός : to have a. with a person, φίλω or ο'ικείω χρησθαί τινι. A.'s, οϊκεϊοι, συνήθεις, γνώριμοι, φίλοι : an a., γνώριμος, συνήθης, ο'ικεϊος : friends and a.'s, οικείοι και γνώριμοι, συνήθεις και γνώ- ριμοι, γνώριμοι τε και φίλοι : to have many a.'s, ο'ικείως δια- κεΐσθαι προς πολλούς: to be an old a. of aby, πάλαι γνωρίμως εχειν τινί (2λ), εκ παλαιού φίλον εΊναί τινι. ACQUAINTED. ΤΓ Possess- ing a knowledge of] ε'ιδώς(ρα / τίορ.), επιστήμων, έμπειρος τίνος. To be a.'d with a thing, ε'ιδέναι τι : not to be a.'d with a thing, and the partcpp. of the verbs in to Acquaint, see to Acquaint. A. with aby, γνώριμος τινι : he has been a. with me for a long time, γνωρίμως έχει μοι και πάλαι (D.). ACQUIESCE, εναναπαύ- εσθαίτινι.στέργειναηάάγαπάν τινι or τι. ACQUIESCENCE. See Con- sent, Assent, Resignation. ACQUIRE, εργάΐεσθαι (to earn by labour), χρηματιζεσθαι (by trade or business) : περιποιείν, and the mid. ; also, κερδαίνειυ (by sparing or saving). % To learn] μανθάνειν, εκμανθάνειν, καταμανθάνειν, διδάσκεσθαι, εκ- διδάσκεσθαι. To have a.'d tho- roughly, έξεπίστασθαι. ACQUIREMENT, περιποί- ησις, εργασία, κτησις, το κτα- σθαι. ί[ Acquired knowledge] επιστήμη, εμπειρία, μάθησις and μάθημα. ACQUISITION. See Ac- quirement. ACQUIT. 1 Absolve] άπο- λύειν, άφιέναι τινά, άπογι- γνώσκειν τινός : of a charge or blame, άπολύειν, or άφιέναι αίτιας, or εγκλήματος, άπολύειν μη άδικεΐν. To be a.'d, άπολύ- εσθαι, άφίεσθαι, άποφηφισθή- ναι, άποφεύγειν : not to be a.'d, άλίσκεσθαι, άλώναι (την γραφήν), όφλισκάνειν, όφλεϊυ δίκην : not to be a.'d of a thg, όφλισκάνειν τι. T{ To a. oneself of a debt] see to Discharge, Pay. ■ff In the sense of 'to Discharge, Fulfil, Vid. ACQUITTALand ACQUIT- TANCE. H Release] λύσις, άπόλύσις, απαλλαγή, αποβολή, άφεσις. ACRE, of land, πλέθρον is used to translate the Latin ju- gerum, which supplies a word for the English acre, πλέθρον, nearly = I acre, jugerum = § . . ACRID, to the taste, αλμυρός, δριμύς, and πικρός. ACRIDNESS, δριμύτης, άλ- μυρότης. ACRIMONIOUS, χαλεπός, πικρός, τραχύς. — ly, adverbs of the above. ACR ACRIMONIOUSNESS, A- CRIMONY, χαλεπότης, τρα- χύτης. ACROSS. % From side to side] διά μέσον. if Crosswise] φορμηδόν. To set, place, lay a., χιάζειν, φοραηδόν τιθε'ι/αι. ACROSTIC, ακρο'στϊχοι/. ACT, ν. «. f 7b «dopi cer- faira behaviour or conduct] πράτ- τειν arec? ποιεΐν (Syn. in Do), έργάζεσθαι. To a. against law, ■παρανομεί», παρά τους νόμου? ποιεΐν, or δραν : to a. wrongfully, άδ ικεΐν : to a. impiously, άσεβεϊν : to a. ill, κακουργεΐν : to a. incon- siderately, unreasonably, άγνω- μονεϊν : to a. indiscreetly, αφρο- σύνη χρήσθαι. if Behave one- self towards] ποιεΐν τινά τι, χρήσθαι τινι with an adverb, προσφέρεσθαί τινι with an ad- verb. Often Crcl., with χρήσθαι, and the d. of a subst. ; often also by verbs formed from adjec- tives, e. g. to a. pliilanthropically, φιλανθρωπεύεσθαι, φιλανθρω- πία χρήσθαι : to a. openly, straightforwardly, άπλοϊζεσθαι : to a. well towards any one, καλώς ττοιεΐν τίνα, καλώ? προσφέρε- σθαί τινι : to a. unjustly towards any one, άδικεΐν τίνα, αδικία χρήσθαι περί τίνα : to a. inso- lently towards any one, ύβρίζειν εις τίνα : to a. impiously, im- morally towards any one, άσεβεϊν εις τίνα : to make a man a., κινεϊν τίνα (to stir him) : προ- άγειν τινά (εις τι) : not to a., μη κινεϊσθαι, άργεΐν. To a. from a desire of gain, τω κέρδει (υπό κέρδους) προάγεσθαι (D.). To a. bravely, honorably, άνδρ- αγαθίζεσθαι. if To act on] Something a.'s on me, εμπαθώς διάκειμαι υπό τινοι : something a.'s on me well, ill, ευ, κακώς πάσχω, or διατίθεμαι υπό τίνος. See to Affect, and Medicine. if To act a part or character] ύποκρίνεσθαι. See to Play. if To pretend, feign, dissemble] ύπο- κρίνεσθαι, είρωνεύεσθαι, προσ- ποιεΐσθαί τι, πλάττεσθαί τι. σχήμασι τεχνάζειν (specie uti dolosa, P. ). σχηματίζεσθαι ACT, s. if Deed, performance] έργον, πράζις, πράγμα, δράμα (especially in theatrical pieces), ενέργημα (Pol. 487). ποίημα (thing done : opp. πάθημα, P.). In the a., εν τω έργω, παρ' αυτά τά έργα, επ' αυτοφώρω or επαυτοφώρω : to catch in the a., επ' αυτοφώρω λαμβάνειν, καταφωραν : to be caught in the a., επ' αυτοφώρω άλίσκεσθαι, καταφωράσθαι. if Decree, re- solution] {as of parliament) ψή- φισμα, δόγμα, if Academical disputation] άγων, διάλεξις, δια- τρίβή. ACTION. See Act. To per- form an a., έργάζεσθαι έργον : to complete an a., αποτελεί!/ or (8) ACT άποδεΐζαι έργον or πράγμα : a prudent, sensible a., σωφρόνη- μα : a noble a., έργον καλόν (μέγα, λαμπρόν) : noble a.'s, τά καλά έργα, τά καλώς πρα- χθέντα : not by his words but by his a.'s, ου λόγω(-οις), άλλ' εργω(-οις) : a disgraceful a., α'ισχρόν 'έργον : a daring a., τόλ- μημα (τό, audacious a.) : a vo- luntary, involuntary a., έργον ίκούσων, άκούσιον : to perform an a., έργον εργάζεσθαι, πράτ- τειν, άποδείκνυσθαι: to perform a.'s that will never be forgotten, αθάνατα ( αείμνηστα) έργα έρ- γά"ζεσθαι : to be in a., ενεργεΐν {Α.): a beneficent a., ευεργεσία, ευεργέτημα: in all his a.'s, δ τι αν ποίηση, ποιήσειεν. If Α. at law] κατηγορία, έγκλημα, δίκη (in private matters), γραφή (in public matters), λήξις δίκης, or λήξις only (the written complaint lodged, as the commencement of a suit with tL• archon). An a. against a person, 'έγκλημα, δίκη, γραφή κατά τίνος : an a. for debt, λήξις, later τύπος : to bring, com- mence, &c, ana., άποφέρειν or ε'ισφέρειν δίκην or γραφήν, ενίστασθαικρίσιν,διώκεινδίκην, είσέρχεσθαι δίκην, λαγχάνειν δίκην or έγκληαα, against aby, τιν'ι (= intendere litem alicui ; prop, to get leave to commence tL• actioji): έπεξιέναι(τή δίκη) τινι: γράφεσθαι γραφήν (in a public action): against a person τινι, for a thing τινός. I bring this a. against him, φεύγει υπ' έμοΰ ταύτην την δίκην. if Sutyect of a play] μύθος, b (e.g. δει τον μύθον εν τι και όλον γίγνεσθαι). If An orator's movement of tlie Jiands, S[C.~\ σχήματα (postures of the body). if An a. in war. See Fight, Battle. ACTIONABLE, εισαγώγι- μης (that will be allowed to be brought into court : e. g. to declare the receiving of bribes an a. of- fence, εισαγώγιμους ποιεΤν τάς δωροδοκίας. D.) : επιζήμιος (li- able to punishment. P. JE.) : ζημίας or τιμωρίας άξιος. To be a., ε'ισαγώγιμον είναι. ACTIVE. If Considered as in movement and operation] ενερ- γός, έμπρακτος, άσχολος. To be a., ενεργόν or εν έργω είναι, εργάζεσθαι, ενεργεΐν, κινεϊσθαι pass. To take an a. part in athg, πλείστον ^ιετεχειι/ τιι /os : to show oneself a., ενεργόν παρ- έχειν εαυτόν: to be a. in good, των καλών εργάτην είναι αγα- θόν : a. obedience, πειθαρχία, προθυμία. If Inclined or dis- posed to activity] ενεργός, δρά- στη ρ ιος, δραστικός, εργάτης, πι., εργάτις f, εργατικός and έρ- γαστικός, σπουδαίος : to be a.'ly engaged about a thing, σπεύδειν τι, σπουδάζειν περί τι : to be a. in aby's cause, σπουδάζειν περί τίνα or υπέρ τίνος : to be ADA a. in a thing, σπουδή πράττειν τι. If In Gr. ενεργητικός. A verb a., ρήμα ένεργητικόν. If Opp. contemplative, πρακτικός. A. life, 6 πρακτικός βίος. ACTIVENESS, ACTIVITY. if Movement and operation] το ενεργόν, ενέργεια, εργασία, πράξις, πραγματεία, κίνησις. A person's a. is directed to athg, ή πραγματεία τιι/ό? εστί περί τι : to be in a state of a., ενεργόν είναι, έργάζεσθαι, πράττειν, κινεϊσθαι, άσχολον είναι, σφό- δρα ίργαζεσθαι: being in a state of a., ενεργός, if Inclination or disposition to work] ενέργεια, τό δραστήριον, δραστηριότης, σπουδή, φιλοπραγμοσύνη, φι- λοπονία, εθελοπονία. ACTOR, if Doer] ό δρών or δράσας, πράκτωρ, ο πράξας or ποιήσας, 6 άπεργασάμενος. if Stage player] ύποκρ ιτ?}?, μίμος . the a.'s, οι περί τον Αιόνυσον τεχνϊται. ACTRESS, γυνή ΰποκρινο- μένη εν τη σκηνή, γυναίκες, αι κατά την σκηνή v. (Both ex- presses are without ancient au- thority, for the Greeks employed only males on the boards. ) > ACTUAL, if Peal] αληθινός, άλιιθής ων, ούσα, όν. actually, adv. αληθώς, τη άληθεία, τω όντι, όντως δη. The a. things, τά όντα. if Present, noiv exist- ing] ό, ή, τό νυν : also ό νυν ών or υπάρχων, παρών, οΰσα, όν (of circumstances at tL• time). The a. time, 6 παρών καιρός : the a. relations, τά παρόντα. f ACTUALITY, if f Reality] αλήθεια, τό όν, ουσία, ΰπό- στασις, υπαρξις. ACTUALLY, τω όντι. See Really, Indeed. ACTUARY, γραμματεύς, λογιστής. ACTUATE, if Influence, move. Vid. ACUATE. See Sharpen. ACULEATE, if Sharp-point- ed] εγκιντρος, κέντρον έχων. ACUMEN, if Sharpness of mi7id] άγχίνοια φρενών, όξύτης, εύξυνίσία, ευστοχία. A thing does not escape a person's a., ου διαφεύγει τι τους λογισμούς τίνος. ACUMINATE. See to Point, to Sharpen. ACUTE. See Sharp, Clever. Acute accent, see Accent. Acute angle, see Angle. ACUTELY. See Sharply, Pointedly, Painfully. ACUTENESS. See Sharp- ness, Acumen. " AD INFINITUM," είς τά απέραντου. ADAGE, παροιμία. See Pro- verb. ADAMAMT, άδάμας(-ντος), °' ADAMANTINE, αδαμάντι- νος (propr. and also fig. = very ADA hard, #c, P.). See Indisso- luble. ADAPT. If Fit, suit] trans. άρμόττειν (-όζειν, earlier At- tic), εναρμόττειν, εφαρμόττειν, προσαρμόττειν τί τινι. συναρ- μόΊ-τειυ τί τινι {in pass., P.). εϋρνβμον ποιείν τι προς τι. Το be a.'d to, άρμόττειι» (προσαρ- μόττειν, Ρ.) τινι or προς τι. εύαρμόστως έχειν προς τι (/.). Well a.'d {for atlig ; to do athg), ικανοί, επιτήδειος (ε'ίς τι, προς τι : also with dot. and inf., ΰδάτια επιτήδεια κόραις παιζειν παρ' αυτά. P. : espy c. inf. of a verb compounded with εν : χωρίον επι- τήδειον ενιππεύειν,&.'ά forriding in). ADAPTATION, 'εφαρμογή, εφαρμογή καϊπαράθεσις(Ρΐηί.) , εφάρμοσις (Tim.Locr.). συναρ- μογή (id.). ADAPTED, ικανός (εις, προς, sufficient, adequate), ευ πεφυκώς (by natural qualifications), επιτή- δειος ε'ίς (προς) τι. συνηρμοσμέ- νος (by careful adaptation, τιν'ι or προς τι. Χ.), εΰάρμοστος (D. Ρ. Α.). Often αγαθός (good, c. inf. χώρα φυτεύειν αγαθή, a.'d for planting). Sts adjectives in ικός, ιμος will serve, φυτεΰσιμος, fyc. See Well adapted in Adapt. ADD, v. α. προστιθεναι, έπι- ,βάλλειν, προσβάλλειν. To a. action to words, επάγειν τω λόγω το έργον (Plut.) : a. that, &c., προς δε' 'έτι δε : to a. some- thing from myself, παρ' εμαυτοϋ τι προσδιδόναι : to be a.'d, προσ- γίγνεσθαι, προσκεΐσθαι. ^[ In arithmetic] προσαριθμεϊν, συγ- κεφαλιοΰν. ADDENDUM (Lat.). See Addition. ADDER, έχιδνα. εχις,εως,ιη. εχίδνιον (Α.). Stung by an a., εχιδνόδηκτος. ADDER-WORT (plant), apov. ADDICT, v. a. 1 To de- vote oneself to] Vid. In the bad sense, which is the usual one, see to Abandon oneself to. — To a. one- self to, to be a.'d to, άνακΧίνειν επί τι. άποκλίνειν ε'ίς τι (to have a bent towards any bad or vicious habit). Addicted to may also be translated by adjectt. in ικός, or by adjectt. compounded ivith φι\-. A.'d to wrangling, εριστικός: a.'d to wine, φίλοινος. See to be Inclined to. ADDICTION. To a person or thg, σπουδή (ή) περί τίνα or ,τι : to a vice, fyc, ευχέρεια (pro- pensity, πονηρίας, P., or προς τι, Luc). ADDITAMENT. See Ad- dition. ADDITION. IT Act of add- ing to] πρόσθεσις, προσθήκη, επιβολή, επίδοσις (P., increase, advance, επ'ιδοσιν λαμβάνειν, I. εχειν, P.). In a., προς c. dat. : in a. to this, προς δε τούτοις. (9) ADE ΤΙ Operation of a. in arithmetic] συγκεφαλαίωσις. % What is added] προσθήκη, επιβολή. As an a., εν προσθήκης μέρει. ^J Groicth or increase] επίδοσις, αυζησις, ανζημα. ADDITIONAL, πρόσθετος (added). ADDITIONALLY, εν προσ- θήκης μέρει. ADDLE, ADDLED. An a. egg, ωόν διαφθαρένθ7' νενοσηκός (Α.), but if used (incorrectly) in the sense of Wind-egg, Vid. ADDRESS, v. a. 1 Accost, speak to] προσαγορεύειν, προσ- ειπεΐν, τινά. προσφωνεΐν, τινά. To a. a man by name, ονόματι τίνα προσαγορεύειν : to a. a hymn to aby, έζάρχειν παιάνα τινι (i. e. to begin it to him, X. Cyr. 3, 5, 18) : to a. a person about athg, λόγοι/? προσφέρειν τινι περί τίνος, ίντυγχάνειν τινι υπέρ τίνος : a person a.'s a word to me, λόγος γίγν*-'αι παρά τίνος προς έμέ : this fable is a.'d to those who — , b μΰθος προς τους, κτλ. : to a. a request to any one, δεόμενον προσελθεΐν τινι : to a. a letter to a person, έπιγράφειν επιστολή» τινι or προς τίνα. ADDRESS, s. ΤΙ Manner] Vid. if Dexterity, readiness] δεζιότης(ΙΙ.),έπιδεζιότης(Α.). σοφία και δεξιότης (bodily and mental), ευκινησία (facility of motion). ^[ Speech to] προσ- ηγορία, πρόσρησις, λόγος. To make an a. to any one, λόγους ποιεΐσθαι προς τίνα. % Α. of a letter] η της επιστολής επι- γραφή. ΤΙ Wooing] μνηστεία ( Plut. ) , μνήστε υ μα ( poet. ) . To pay one's a.'s to a person, μνηστεύειν τινά. ADDUCE. II To state, recite] λέγειν, καταλέγειν, διελθείν, παραβάλλειν (examples, speeches, arguments ). άπομνημονεύειν (facts), παρατίθεσθαι, επάγε- σθαι,παρέχειν{Ιβ8Ηηιο^, proofs), προφέρειν, παρέχεσθαι (argu- ments and proofs). To a. exam- ples, λέγειν, φέρειν παραδείγ- ματα, χρησθαι παραδείγμα- σιν. ADDUCTION. IT Statement, recitation] προφορά (of examples, speeches, arguments), άπομνη- μόνευσις (of facts), παράθεσις (of quotations in proof), επα- γωγή (of witnesses). ADEPT, επιστήμων or τεχνί- της περί τι. με μυημένος (in mysteries). ADEQUACY.ADEQUATE- NESS, επιείκεια, συμμετρία, το επιεικές. ADEQUATE, adj. 1 Ex- actly answering the intention] άρ- τιος. TT Proportional] ανάλογος, σύμμετρος. ^T Suitable] επιτή- δειος, αντίπαλος (6, ή, Τ, that can vie with on equal terms : opp. ΰποδεή?). ADJ ADHERE, v. n. To a. to athg, προσκολλΰσθαί τινι (P.). προσ- πεφυκέναι {P.), συμπεφυκέναι τινι. ^Τ To be attached, devoted to] προσκολλάσθαί τινι {P.). άντέχεσθαι (e. g. to virtue, της αρετής), προσαρτάσθαί τινι (to let oneself be directed by a per- son), εχεσθαί τίνος, διώκειυ τινά (not to quit a person), είναι σύν τινι. φρονε'ιν τά τίνος (to be of one's party). *fT To abide by] (Vid.) εμμένειν (τινι). εχεσθαί, τινός. ADHERENCE, προσκόλλη- σις {also impropr. of attached a., Jos.), προσάρτησις [Hipp. Theoph.). TT Attachment] Vid. ADHERENT, εραστής and επιθυμητής (of persons and thgs). συνώναηά εταίρος (acompanion). ακόλουθος (an imitator in senti- ment and action), σύμμαχος (in war). The sense of this word is commonly expressed in Greek by the following terms: οι συν τινι (όντες). oi μετά τίνος (asso- ciates in undeHakings) . οι άμφί or περί τίνα (attendants, com- panions, suite), οϊ άπό τίνος (members of one's sect or school). oi τά τίνος φρονοΰντες (agreeing with him in feeling, and support- ing his cause). An adherent to the head of a party in public commotions is συστασιώτης. To be aby's a., στηναι μετά τίνος, είναι σύν τινι. τά τίνος φρονεΐν : to be aby's zealous a., δίώκειν τίνα. ADHESIVE, γλίσχρος. γλισχρώδης. γλοιώδης, 'ιξώδης, κολλώδης. ADH ESI VENESS, γλισχρό- της. το γλίσχρον. ADlAPHANOUS,ou διάφα- νης. ADIEU, χαίρε, έρρωσο. υγίαινε. See F-AREAVELL. ADJACENT, επικείμενος, προσκείμενος. πρόσορος (of places), όμορος (2).), σύνορος {Plut. coiiterminous). μεθόριος (α. to each of two countries, Τ.). ADJECTIVE, έπίθετον, επι- θετικόν. ADJECTIVELY, ίττιθετι- κώς. ADJOIN. (Trans.) προσ- άπτειν. συνάπτειν. To a thg, τινι, προστιθεναι τινι. έφαρμό- ζειν. προσπηγνύναι, τινι. ζκ/- γνύναι προς τι. ADJOIN. (Intrans.) ομορεΊν τ νι. όμυρον or π-ροσορον είναι τινι. To a. immediately, εχεσθαί τίνος. Adjoining, εχόμενος, τι- νός. πρόσχωρος. See ADJACENT. ADJOURN, v. n. άναβάλ- λεσθαι. υπερτίθεσθαι. To be a.'d, ΰπέρθεσιν λαμβάνειν or ADJOURNMENT, αναβολή, ύπέρθεσις. ADJUDGE. ΤΤ Appropriate by sentence] έπικρίνειν τινί τι. δικάζειν είναί τί τίνος, επιδι- ADJ ADM ADO κάζειν τινί τι. άνατιθέναι τινί τι. νέμειν τινί τι. προσκατα- γιγνώσκειν τινίτι. ^\ To fix as a punishment] καταγιγνώσκειν or κατα\\τηφίζεσθαί τιι /os τι. ADJUDGEMENT, κατά- γνωσις, κατάκριση. Τ[ Of α fine] έπιτίμησις. ADJUDICATE. See Ad- judge, Adjudication, Ad- judgement. ADJUNCT. ΤΓ Associate in employment] συνεργός. ADJUNCTION. See Addi- tion. ADJURATION, επωμοσία. ορκο^. επιμαρτυρία. With a.'s, όμόσας. επιμαρτυρόμενος. ADJURE. *f[ To swear to] επομνύναι. See to CONJURE. ADJUST. η[ Place right again] κατάρτιζε ιν, διορθοΰν, επανορθοΰν, άποκαθιστάναι. TJ Set in due order] διοικείν, δια- κοσμεΐν, διατιθέναι. *ft Apply, fit to] προστιθέναι, επιτιθέναι. έπιβάΧΧειντίτινι. προσάπτειν τ'ι τινι : to a. outgoings to in- come, εφαρμόζειν τάς δαπανάς ταϊς προσόδοις : to a. every thg to one's own advantage, -προς το εαυτω συμφέρον πάντα τίθε- σθαι. TJ Appease quarrels and s] διακρίνειν (by judicial \ διατιθεναι (amicably). διαΧύειν (strife, war). And when the disputes are one's own, διαΧ- Χάττεσθαι, διαΧύεσθαι, mid. ADJUSTMENT, f Setting right] καταρτισμός, διόρθωσις. ΤΙ Setting in order] διοίκησις, διακόσμησις, διάθεσις. ^[Settling quarrels] διάΧυσις. ADJUTANT. «ff Assistant officer] διάγγεΧος, ΰπηοέτης. ADMEASUREMENT,/caTa- μέτρησις, άναμέτρησις, δια- μέτρησις. AD MENSURATION. See Admeasurement. ADMINISTER, f Manage, superintend'] διοικεί ν, διαχειρί- ζειν, μεταχειρίζεσθαι. πράτ- τειν. διεπεΊν. επιστατείν τίνος, είναι επί τινι. επιτροπεύειν τι. To a. the state or govern- ment, πράττειν τά της πόΧεως. διοικείν την πάλιν, επιστατείν της πόΧεως. διεπεΐν την πόΧιν. ποΧιτεύεσθαι (to take a share in the administration of affairs). To a. property, διαχειρίζειν τά χρή- ματα. Tj To supply] προσφέρειν, χορηγείν, ΰπουργεΐν. ^j Distri- bute (as sacramental elements)'] διανέμειν, διαδιδόναι. ^j To a. an oath] επάγειν τινι ορκον. ADMINISTER. (Intrans.) Tf To contribute to] συμβάΧΧε- σθαι, mid., συμφίρειν, ποιείν, δύνασθαι : to aihg, ε'ίς τι or προς ADMINISTRATION. ^Ma- nagement, superintendence] διοίκη- σις. επιμέΧεια. επιτροπεία, επι- τρόπευσις. οικονομία, ταμιεία. Α. of the state, ποΧιτεία. % (10) Presentation, supply] προσφορά, χορηγία. το παρεχειν. το ύπουργεϊν. ίϊ Distribution] δια- νομή, διάδοσις, διαμερισμός. ADMINISTRATOR, 1 Ma- nager, superintendent] διοικητής. επιμεΧητης. επίτροπος, δ διοι- κών. Α. of the kingdom, επι- μεΧητης της βασιΧείας : to he a. of athg, διοικείν τι. επιτρο- πεύειν τι. ταμιεύεσθαί τι. ADMINISTRATRIX, δωι- κητρια. ADMIRABLE, θαυμαστό?, θαυμάσιος, θαύματος άξιος, αξιο- θαύμαστος, θαυμαστός το κάΧ- Χος, το μέγεθος, θαυμαστός ίδεΐν. See (1) WONDERFUL, (2) Excellent. ADMIRABILITY, ADMI- RABLENESS, τό θαυμάσιον or θαυμαστόν. ADMIRABLY, θαυμαστώς, θαυμασίως. ADMIRAL, «υ Naval com- mander] ναύαρχος, ηγεμών or άρχων των νεών. To he a., ναυαρχείν. άρχειν των νέων. \ Commander's ship] ναυαρχις ναΰς. στρατηγις ναΰς. A.'s flag, φοινϊκίς. ADMIRALSHIP. f Office of admiral] ναυαρχία. η των νεών άρχη. ADMIRALTY, f Board of navalgovernment]oιvεapχovvτες. ADMIRATION, θαυμασμός. ζήΧωσις (both to denote the act), θαϋμα (the state of a.). To excite a., θαϋμα εμβάΧΧειν or παρεχειν : to he struck with a., εκπΧηττεσθαι (-πλαγηναι) : I was struck with a., έξεπΧάγην (P.), θαΰμά μοι μέγιστον παρ- έστηκε (An.), ίϊ A note of a. (in punctuation)] έπιφωνητικάν. ADMIRE, υ. a. If Wonder at] θαυμάζειν and άγασθαι. (Both with accus. of object of admiration when it is mentioned simply in and for itself, e.g. I a. you, θαυμάζω σε.) I a. the good order, άγαμαι την εύταζίαν : who would not a. ? τις ουκ άν άγάσαιτο (κτλ.); If the occasion of the admiration be specially stated, and if it be in the first place a quality resting in the object, the Greeks then use either the accus. of the cause, and the gen. of the object ; or the accus. of the object, and add the cause in the dot. with επί, e.g., I a. your goodwill, θαυμάζω σου την προ- θυμίαν : I a. your wisdom, θαυ- μάζω σε επι σοφία. If the object is a neut. pron. (or πάντα, ποΧΧά, &c. ) denoting the object or objects which are admired in a person, ace. obj. c. gen. personae, which is really partitive: ο (τοΰτο, &c.) μάλιστα εθαύμασα αΰτοΰ, 'ότι, κτλ. Sts a partcp., as ορών or Ίδών, may be used to introduce the circumstance for wch a person ad- mires aby or athg, e. g. I a. your care, θαυμάζω, ορών την επι- μέΧειάν σου. Besides the two verbs given, there may also in this significationbe noticed ζηΧοΰν τινά τίνος, in wch the accessory idea of emulation or envy is implied. ADMIRED, θαυμαστός. περιβΧεπτός. ζηΧωτάς. ADMIRER, θαυμαστής, ζη- λωτ»;9, εραστής, επιθυμητής. ADMISSIBILITY, τό θεμι- τόν. ADMISSIBLE, θεμιτός, εν- δεχόμενος, επιεικής. It is a., εξεστι, ενδέχεται, εγχωρεϊ. ADMISSIBLY, θεμιτών, εν- δεχομένως. ADMISSION. Τ[ Letting in] προσαγωγή, εισαγωγή. •|| Re- ception] εισδοχή, ^f Grant, con- cession] συγχώρησις, εφεσις. ADMIT. ΤΙ Afford access] προσάγειν (to a person), ε'ισπεμ- πειν and εάν εισεΧθεϊν, παριέναι (to a place), δέχεσθαι, προσ- δέχεσθαι, εισδέχεσθαιαηά προσ- ίεσθαι (to oneself), άναδέχεσθαι, ενδέχεσθαι and άνέχεσθαι (to endure athg, and let it work on oneself as, e. g., admonition, com- fort, fyc). Not to a. athg, άπο- κωΧύειν τινός or του ε'ισεΧθεΐν προς τίνα, ε'Ίργειναηάάπείργειυ τινός. ^[ To allow, grant] έαν, ενδέχεσθαι, προσδέχεσθαι,ίφιε- ναι. περιοραν with a partcp., συγχωρεϊν, έπιτρέπειν. Not to a., ουκ εάν, κωΧύειν, ένίστασθαι. ADMITTANCE. See Admis- sion, Access, Entrance. ADMIX. See Mix. ADMIXTION, ADMIX- TURE, πρόσμιξις, άνάμιξις. Without a. with athg, άμικτός τινι : to he without a. with athg, άμίκτως εχειν. ADMONISH, ι/οϋθετεΓι/τιι/α. παραινεϊν τινι. ύπομιμνησκειν τινά (when the subject is a person). To let oneself be a.'d, νουθετεΐ- σθαι (pass.): by a person, πείθε- σθαί τινι, άκούειν and ΰπακούειν νουθετοϋντός τίνος. One who will not let himself he a.'d, άνουθέτητος : to he a.'d hy athg, νενουθετησθαίτινι. See ADVISE, Warn. ADMONISHER^apaii/iVjjs. ADMONITION, νουθέτησις. νουθέτημα. παραίνεσις. Χόγος παραινετικός, υποθήκη. Το listen to aby's a.'s, πείθεσθαι τοις τίνος Χύγοίς. άκούειν τινός παραιτοΰντος : my a.'s are fruit- less, I do no good hy them, παραινών ούδεν ες π\έον ποιώ : one whom no a. benefits, όνου- θέτητος. ADO. «υ Toil, trouble] e. g., to make much a. about a thg, δεινόν or μέγα ποιεϊσθαί τι. δεινολογεϊσθαί τι or περί τίνος. δεινοΧογία χρησθαι περί τι. ^[ Bustle, turmoil] θροΰς, όχΧος, Ρ ADOLESCENCE, ηβη. See Youth. ADOLESCENT (το be), εφηβον γίγνεσθαι, ηβάσκειν. ADO ADV ADV ADOPT, "ft TaUasachild] ε'ισποιεΐσθαί τίνα. ποιεΐσθαί or τίθεσθαί τιυα παΐδα or υ'ιόν. To get oneself a.'d, έκποίητου or είσποίητου γίγνεσθαι : to get one a.'d by a person, ε'ισποιεΐυ τίνα υϊόν τινι. είσττοιεϊν τίνα ε is τον οΊκόν TIVOS. ADOPTED, ε'ισποίητος, ποιητός, θετός. IT Take, choose, prefer] έλέσθαι. To a. an opinion, έλέσθαι γνώμην : to a. a person's opinion, προστίθεσθαί τινι or τ»ϊ τίνος γνώμη : to a. a cus- tom, έλέσθαι νόμον. χρησθαι νόμω. ADOPTION. η[ As child] υιοθεσία, είσποίησις, and simply ποίησις, where the context pre- vents mistake of meaning. Tf Choice] α'ίρεσις. ADOPTIVE. See Adopted. A. father, ποιητός πατήρ. 6 είσποιησάμενός τίνα : a. son, είσποίητος or ποιητός υιός. ADORABLE, προσκυνητός. πάσης θεραπείας άξιος. ADORATION, προσκύνησις, σεβασμός. ADORE, προσκυυεΐυ τίνα. σίβζσθαί τίνα. Χατρεύειυ τιν'ι {to pay divine worship), θερα- πεύειυ τινά (metaphor.). It is generally to be rendered by θύειν (to offer sacrifice), as that was the principal mode in which the worship of the Deity teas expressed among the ancients. Worshipt, προσκυ- νητός (prop.), θεραπευόμευος, ζηλωτός ( %.). ADORER, 6 προσκυυώυ, θε- ραπεύωυ (prop.), εραστής (met.). To have many a.'s, προς ποΧλών θεραπεύεσθαι. εραστάς or έπι- θυμητάς έχειν ποΧΧούς (fig.). We are the worshippers, she is the worshipt, ημεΐς μεν θερα- πεύομεν, η δε θεραπεύεται. ADORN, κοσμεΐυ, έκκοσμεΐν, κατακοσμεΐν, έπικοσμεΐν. καΧ- Χωπί"ζειν. καΧΧύνειν. κομμοΰν. άσκεΐν. ADORNING, ADORN- MENT. (1) As act, κόσμησις, καΧΧωπισμός. (2) As object (or- nament) κόσμημα, κοσμός. καΧ- Χώπισμα. ποίκιΧμα. ποικιλία. ADOWN, κάτω, κατά icith gen. ADRIFT (το be). 1 To be moving to and fro on the tvater] έΧαύνεσθαι. φέρεσθαι. The ship is a. on the sea, περιπΧεΐ η ναΰς. if At a loss, at hazard] εική, τυχόντως. ADROIT. See Dexterous, Clever, δεξιός, ευχερής, σοφός, δεινός. AD ROITL Υ, δεξιως, andother adverbs of the above. ADROITNESS, δεξιότης, ευχέρεια, σοφία, δεινότης. See Dexterity, Cleverness. ADRY. See Dry, Thirsty. ADSCITITIOUS. ! Added, inserted] πρόσθετος, έπίβΧητος, πρόσβΧητος. (11) ADULATE, ADULATION, ADULATORY. See Flatter, Flatter y v Flattering. ADULT, ώραΐος. τέΧειος. 6 εν ηΧικία. ήΧικίαυ έχων. έφη- βος. ADULTERATE. 1 Corrupt, falsify] διαφθείρειν, κιβδηΧεύειν and κίβδηΧον ποιεΐν. To a. wine, καπηΧεύειν τον οίνου. ADULTERATED, διεφθαρ- μένος. κίβδηΧος. αδόκιμος. ADULTERATION, διαφθο- ρά. κιβδηΧΊα. κιβδηΧεία. ADULTERER, μοιχός, 6 μοι- χεύων. ADULTERESS, μοιχεύτρια, μοιχευομένη. ADULTEROUS, μοιχικός. ο μοιχεύων (of the man), -η μοι- χευομένη (of the woman). ADULTERY, μοιχεία. In- clined to a., μοιχικός : to seduce to a., μοιχεύειν, μοιχάν : to com- mit a., μοιχεύειν, (with awoman) γυναίκα : μοιχεύεσθαι (of the woman). To he taken in a., καταφωραθήναι μοιχεύοντα. ADUMBRATE. ^ Sketch in shadow] σκιαγραφεΐν (P. in pass.). ADUMBRATION, σκια- γραφία (P.). ADUNCITY, γαμφότης, v (of a bird's beak), γρυπότης (tlie same, and of the nose). ADUST, καυστός, έπίκαυ- στος, δπτος. ADVANCE, v. a. Tf Move on] προκΊνεΐν, προφέρειν, προ- άγειν (e. g. a hedge, Src. D.). ■ff Bring forwards] ε'ισηγεϊσθαί τι (by word of 'mouth), προφέρειν (an opinion, τι : εν Χόγοις, P.), άποφαίνεσθαι. φέρειν or αγειν εις το μέσον, προφέρειν εις το μέσον. To a. an opinion, άπο- φαίυεσθαιγυώμηυ. if Tohasten, accelerate] Vid. if Raise, increase] e. g. to a. the value of a thg, πΧείονος άξιον ποιεΐν : to a. the price of a thg, τιμιώτερου ποιεΐν τι. έπιτείυειυ τι or τιμήν τίνος, έπιτιμάν τι. άνατιμαν τι : to a. a person (in respect to state), έκπρεπη ποιεΐν τίνα. προάγειν τίνα έπι τιμήν. προβιβά"ζειν (to cause any one to get forward : e.g. τινά εις άρετήν, P.). If To pay before it is due] προπαρέχειν. δανεϊζειν. To a. the costs, προ- αναΧίσκειν : to a. taxes, contri- butions for a person, προεισφέ- ρειν τινός : the sums a.'d by me, τά υπ' έμοϋ κεχοοηγημένα (2λ). ADVANCE, v.n. (Intrans.) Move on] To a. as a general or army, προιέναι. προάγειν. προ- εΧαύνειν. χωρεΐν. προχωρεΐν. πορευθηναι εις τοΰμπροσθεν: to a. far, έπι ποΧυ έξιέναι (-εΧθεΐν Τ.) : without a.-ing any further, es το πΧεΐον ουκέτι προεΧθών (Τ.) : to a. slowly, ύπέρχεσθαι (X. An. 5, 2, 30) : to a. agst the enemy, προάγειν έπι τους ποΧεμίους (of the general), έπεξ- άγειν (absol. Τ. of the general) έπιέναι επί τους ποΧεμίους. Tf Get forwards, make progress] προ- κινεΐσθαι, pass. : προβαίνειν. προχωρεΐν. έπιδιδόναι. πρόκυ- πτε ιν, and pass. The undertaking does not a., ουδέν προκόπτεται τώνπραγμάτων: thework,thing, affair, does not a., ου χωρεΐ το έργον (Aristoph. Α., also with ευ or κατά Χόγον, Pol.) : to be a.'d to a more honorable place, προ- βαίνειν εις τιμιωτέραν εδραν : to be a.'d in age, προεΧηΧυθέναι or προβεβηκέναι Trj ηΧικία : a.'d in age, τη ηΧικία or καθ' ήΧικίαυ προήκων or προβεβηκώς. πόρρω γήρως προβεβηκώς. if Pise] As the price a.'s, επιτείνεται or μείζων γίγνεται : athg a.'s in price, έπιτιμάταί τι πΧείονος. άποδίδοταί τι. ADVANCE. ίΤ Progress in space\ η εις τοΰμπροσθεν πορεία, προαγωγή. Α. towai-ds a per- son, επαγωγή, προσαγωγή. if Increase in extent and power] προκοπή, έπίδοσις. % Act of moving] το προκατάβΧημα, τό προκινεΐν. U Payment in ad- vance] προκαταβυΧή (at Athens the sum paid down by farmers of the revenue at the beginning of their term). ADVANCE-GUARD, προ- φυΧακή. προφύΧακες. πρόκοι- τοι. ADVANCEMENT. ΤΓ Act of, to higher dignity] προαγωγή. if As a thg] τιμή. μεί"ζων τιμή. ADVANCER, 6 προάγων, προβιβάζων (to further improve- ment), συνεργός (to attainment of a purpose). ADVANTAGE, το ξυμφέρον or συμφέρον, αγαθόν. ωφέλεια, όνησις (in general every further- ance to our ends) . Χήμμα. κέρδος (gain, wch a person appropriates to himself), καρπός (utility wch arises from a thg). πΧεουέκτημα. πΧεονεξία. προτέρημα, ο προ- ειΧήφέ τις (a. over others), όφε- Χος, n. (benefit, use of, P. D., Sec.) A. offered by circumstances, και- ρός: obtaining an a., πλεονεξία, τό πΧεονεκτεΐν : a.'s springing from athg, καρποί οι γιγνόμενοι εκ τίνος, αγαθά τά άπό τίνος : to watch and catch an a., πάρα- φυΧάττειντό ξυμφέρον. τηρεΐν or παρατηρεΐν του καιρόν : to look only to his own a., τά έαυτοΰ μόνον σκοπεΐν. πράττειν μόνου τό ίδιου ξυμφέρον. σπουδάζειν υπέρ των ιδίων ξυμφερόντων : calculationof a., ότου ξυμφέρον- τος λογισμός: to his own a., συν τω έαυτοΰ άγαθω. υπέρ έαυτοΰ : to the common a. of all, υπέρ των Koivrj πάσι ξυμφερόν- των: to be to one's a., είναι προς τίνος : athg happens to one's a , γίγνεται τι έττι τω άγαθω τίνος, συμφερόντως γί- γνεται τι τινι. εστί τι ΰττε'ρ ADV ADV ADV τίνος : to ttrrn athg to one's a., Is το ίδιον κατατίθεσθαί τι. κέρδος ήγεϊσθαί τι έαυτω : Ι derive a. from athg, ωφελού- μαι (pass.) άπό or εκ τίνος, καρπόν λαμβάνω or κομίζομαι άπό τίνος. αγαθά απολαύω τίνος, αγαθά εχω άττό τίνος, αγαθόν εστί μοί τι. καιρόν έχει μοί τι : I derive a. from a per- son, ωφελούμαι υπό τίνος : to derive more or greater a., πλείω or με/ζω or μάλλον ώφελεΐσθαι: ■what a. have you had from phi- losophy? τι περιγέγονέ σοι εκ της φιλοσοφίας; I am in pos- session of many natural a.'s for a war, πολλά φύσει πλεονεκτή- ματα υπάρχει μοι προς πό- λεμου : I derive a. from athg. κερδαίνω από τίνος. κέρδος ποιούμαι άπό τίνος or εκ τίνος : ahy will have no a. whatever, όφελος υύΰ ότιοΰν εσται τιν'ι (fm athg, τιι /os. D.). Ahy has an a. (great a.'s), πλεονέκτη- μα (μεγάλα πλεονεκτήματα) υπάρχει τιν'ι (tow-ards athg, προς τι. Σ).). What an a. it is ! ήλίκον εστί το πλεονέκτημα (D.). Athg hrings me a., συμ- φέρει μοί τι. λυσιτελεϊ μοί τι. όφελος εστί μοί τίνος : to afford one a., ώφελεΐν τίνα. αγαθά παρέχειν τιν'ι. άγαθοΰ τίνος αίτιον είναι τινι : to afford one a slight, small a., μικρά ώφελεΐν τίνα : to procure oneself a., πορ- σύυειν or εύρίσκειν έαυτω αγα- θά, διαπράττεσθαι έαυτω αγα- θά : there is an a. in, or joined with, athg, αγαθόν τι πρόσεστί τινι. αγαθά έχει τι : to seek one's own a., σκοπεΐν το 'ίδιον ζυμφέρον. πλεονεκτεΤν. to seek a. in a mean, low way, αισχρο- κερδή είναι, φιλοκερδεϊν : to he always seeking some fresh a., άει τοΰ πλείονος όρέγεσθαι: to have an a. over, πλέον εχειν. πλεον- εκτεϊν. προέχειν. επί προτερή- ματος γίγνεσθαι, προτερεϊν : to have a. in athg, πΧεονεκτεϊν τινι. κερδαίνειν άπό τίνος. ADVANTAGE, v. a. See to he Advantageous. ADVANTAGEOUS, συμ- φέρων, σύμφορος, ωφέλιμος, λυσιτελής, κερδιιλέος. αγαθός, χρήσιμος, επιτήδειος, καλός. To he a. for a person, ώφελεΐν τίνα. αγαθόν or καλόν εΊναί τινι. συμφέρει τιν'ι. προΰργου είναι τινι. κέρδος φέρειν τιια. καΐυόν εχειν τινί: it would have heen more a. if peace did not take place, h ειρήνη μη γενέσθαι μάλλον εΤχε καιοόν. ADVANTAGEOUSLY, συμφερόντως. συμφόρως. έπι- τηδείως. — εύ. ADVECT1TIOUS, ίπείσακ- TOS. ADVENE, προσγίγνεσθαι, επιγίγνεσθαι. ADVENT, ή (του Κυρίου) παρουσία (the second Advent of (12) our Lord to judgement). *\[ Sea- scm of ] ή της παρουσίας νη- στεία. ADVENTITIOUS. 1ί Ac- cidental, imessential] έπίρρυτος (having a property infused into it ab extra, P.). περιττός (earlier -σσ-). ό, ή, τό εζω. ADVENTURE. 1 Accident, event] τύχη. το σύμβαν. σύμπτω- μα, συντυχία (esply a fortunate event). ^J Act of 'daring] τόλμα, κινδύνευμα. παραβολή. To un- dertake an a., άναρριπτεΐν τι : a strange a., έργον θαυμάσιον : to look about for a.'s, προσευοίσκειν έαυτω κινδύνους (I.) : he is sure to meet with some unexpected a., άει αύτω παρά δόζαν τι συμ- βαίνει. ADVENTURE, v. a. See Venture, Risk, Dare. t ADVENTURER, τολμητής. ριχί/οκίνόϋνος. έθελοκίνδυνος. φι- λοκίνδννος. κινδυνευτής. παντο- ποιός. ADVENTUROUS,To\/xt,oos. φιλοκίνδυνος. θρασύς. προπε- τής. παοάβολος. ADVENTUROUSLY, τολ- μηοώς. φιλοκινόύνως. A DVE NT UR Ο USNESS, τόλμα or τόλμη, θράσος, θρα- σύτης. το τολμηρόν. το φιλο- κ'ιυδϋνον. ADVERB, επίρρημα. ADVERSARIA. Tf Note- book'] δέλτος. πίναζ, πινακίς. ADVERSARY, ενάντιος, ΰπεναντίος, ενάντιου μένος, αντ- αγωνιστής, αντίπαλος. % Op- ponent at law] αντίδικος. To be a person's a., εναντίον είναι τινι. έναντιοΰσθα'ι τινι. άντιπράτ- τειν τιιη : to have aby for an a., χρησθαί τινι ανταγωνιστή : to raise an a. agst a person, συν- ιστάναι άυτίπαλόν τινι. ADVERSATIVE. 1 In Gram.] αντίθετος. ADVERSE. 1 Contrary] ενάντιος, άντίος. See CONTRARY. Ti Against intention and wish] κακός, άτοπος, άκαιρος. A. for- tune, κακή τύχη. ADVERSELY, ίναντίως. ADVERSITY, το κακόν, συμ- φορά, το δεινόν. Domestic a.'s, οικεία κακά : to he in a., κακά εχειν : to fall into a., κακοϊς or ζυμφοραΐς περιπεσεΐν: to cause one a., κακά ποιείν or δράν or έογάζεσθαί τίνα. ADVERT. T[ To attend to] προσέχειν (with or without τον νουν), (to athg) τιν'ι. ADVERTENT, ADVERT- ENCE. See Attentive, At- tention . ADVICE. % Information] αγγελία, άγγελμα, λόγος. To bring one a., άγγελίαν φέρειν τιι/ί. ΤΙ Counsel] βουλή, βού- λευμα, συμβούλευμα. γνώμη, παραίνεσις. λόγος. Good a., ευβουλία, σοφός λόγος : to give or impart a. to one, συμβυυλεύειν. ύποτίθεσϋα'ι τινι. εισηγεΐσθαΐ Tivi(alltcithi7?fin.). &e Counsel. ADVISABLE, χρήσιμος, 2. πρόσφορος, ξύμφορος, 2. σωτή ριος,Ί. επιτήδειος,*!, καλός. It is a., συμφέρει. καλώς έχει. καλόν (εστί), αμεινον (εστί), πρέπει, προσήκει : I consider it a. to, δοκεΐ μοι (c. inf. or verb, in τέος) : It was thought a. to make the attempt, έδόκει έπι- χειρητέα είναι (Τ.) : more than a., πλέον or μάλλον τοΰ ζυμφέ- ροντος : further than is a., προσ- ωτέρω τοΰ καιροΰ : to do what is a., ποιείν or πράττειν το προσήκον, το δέον : to consider athg a., δοκιμάζειν τι or ποιείν τι. παραινεΐν τι. έπαινεϊν τι. άποδέχεσθαί τι : the most a. thg for you to do is — , κάλλιστ αν πράζειας : it was not a. that you — , ουκ έδει υμάς (c. inf.) : when it was by no means a., ουδέν δέον. Also δοκεΐ "χρηναι ποιεΐν τι, esply in negative sen- tences. It did not seem a. to give in, έδόκει χρηναι μη ένδιδόναι (Τ.) : when they decided that it was a. to do so, δεδογμένον αύτοΐς : to look upon athg as a., νομίζειν τι έπιτήδειον. οιεσθαι δεΐν (c. inf.) : it seems to me that the most a. thg for you to do is — , ταΰτα πράττων κάλ- λιστ άν πράζειας, έμοι δοκεΐν. See Expedient. ADVISABLENESS, χρησι- μότης. "χρεία, τό χρηστόν, but mly by Crcl., I doubt the a. of doing this, ου δοκεΐ μοι χρηναι (ταΰτα ποιείν). ADVISE. 1 To inform of] Vid. To a. to, συμβουλεύειν. βουλεύειν. παραινεΐν. ιίσηγεΐ- σθαι : to a. to athg, έπαινεϊν τι. συμβουλεύειν ποιεΐν τι. παραι- νεΐν τιν'ι τι or ποιεΐν τι. πείθειν τινά ποιεΐν τι. φράζειν τινί ποιεΐν τι : to join in a.'g athg, συμπαραινεΐν τι : not to a. athg, ουκ επαινεΐν τι. συμβουλεύειν τινι μη ποιεΐν τι. παραπείθειν μή ποιεΐν τι : not to let oneself be a.'d, ου πείθεσθαι : he will not be a.'d by aby, ονδενός έν- τρέπεται : to a. aby well or ill, καλοί', κακόν βουλεύειν τινί. ΰπυθέσθαι τινί γνώμην καλι'ιν or κακήν : I often strongly a.'d him to go abroad, πολλάκις περί της αποδημίας σύμβουλος έγενό- μην ιιύτώ (Ι). ADVISED. Well a., περι- εσκεμμένυς, περίσκεπτος. ευλα- βής (P.). πεφυλαγμένος. ευλα- βής και πεφυλαγ μένος (περί τι, D.). Ill a., απερίσκεπτος, αλό- γιστος, άποονόητος. ADVISEDLY, ε ύλαβώς. επι- μελώς, έξεπίτηδες. εκ προνοίας, σωφρόνως.περιεσκεμμένως. με- τά λογισμοΰ. To act a., εΰλα- βεΐσθαι (pass.), ευλάβεια χρή- σθαι. AD VISEDNESS, τό ευλαβές. See Deliberation. ADV ADVISER, σύμβουλο?, παρ- αινέτης. {Often partcp.) 6 συμ- βουλεύων, συμβούλευσα?, πεί- σας. Α. to good, σύμβουλος τών αγαθών : to be a. in athg, σύμ- βουλου είναι περί τίνος. ADVOCACY, συνηγορία (JE.). συνοικία (P. Legg., 11, extr. ; the being α συνήγορος or σύνδικος), παραίτησις. προδι- κία. δικαιολογία υπέρ τίνος. ADVOCATE, ττρονγορος. συνήγορος, πρόδικος {defender at law). παραιτητής (who en- treats for aby). σύνδικος, παρά- κλητος. To be aby's a., λόγον και δίκην ύπέχειν τιι /os. συνδι- κείν τινι, συνειπεΐν τινι. συν- ήγοοον είναι τινι. ADVOCATE, v. To a. aby's cause, συναγορεύειν (c. dot. of person or thg, T. D.). λέγειν or άπολογεΐσθαι ύπέρτινος. ύπερ- δικεϊν, τινός {e. g. του λόγου, J 3 .), ύπερμάχεσθαί τίνος (as champion). See to be an Advo- cate. AERIAL, αέριος, αιθέριος. > AERIFORM, άεροειδής, άερώδης. αέρινος. AFAR. A. off, τ»|λόσε, πόρρω : from a., τηλόθεν. πόρ- όω. μακρόθεν. AFFABILITY, εύπροσηγο- ρία (Ι.), φιλοπροσηγορία. AFFABLE, προσήγορος, εύπροσήγορος, φιλοπροσήγο- ρος. ομιλητικός {conversable : ορρ. σεμνός), δημοτικός. AFFABLY, εύπροσηγόρως. φιλανθρώπως. δημοτικώς. AFFAIR, πράγμα, πράξις. το γενόμενον or γεγεννημένον {that has taken place). Generally the word is not expressed in Greek, e.g., the public a.'s, τά κοινά : my a.'s, τά ίμά : the a.'s of the Athenians, τά τών Αθηναίων : the present a.'s, τά παρόντα, τά νυνϊ παρόντα, τά εμττοδών : to have transacted his a.'s as ambassa- dor, πεπραχέναι εφ' a tis ηλθέν τε και ων ένεκα tis έπέμφθη : to busy oneself about other persons' a.'s, άπτεσθαι τών αλλότριων, πολυπραγμονεϊν : a.'s of state, τά της πόλεως, icith or without the addition of πράγματα, τά περί την πάλιν, τά δημόσια or κοινά, τά πολιτικά : to be en- gaged in a.'s of state, μετέχει της πόλεως, του κοινού έπι- μελεΐσθαι : to arrange aby's a.'s well, εΰ διαθέσθαι τά εαυτού πράγματα : that is no a. of mine, ουδέν προσήκει μοι. ουκ εστίν έμόν. AFFECT. IT Work on, in- fluence] ποιεϊν εις τι. δύναμιν έχειν προς τι. διατιθέναι τινά (to exert influence on a person), πείθειν τινά (to decide a person's will). TI Cause, feeling, or sen- sation] αϊσθησιν παρέχειν τινι. to be α.'ό,πάσχειν, διατίθεσθαι. διακεΤσθαι : we were all of us a.'d in nearly the same way, (13) AFF πάντες σχεδόν τι ούτω διεκεί- μεθα (Ρ-). II Aim at, imitate] ζηλοΰν, ζηλοτυπεΐν. H Pretend] προσποιεΐσθαι. έπιδε'ικνυσθαι. Sts τεχνάσθαι περιέργως, κομ- ψεύεσθαι. AFFECTED, προσποιητός, καταττλαστός. Sts κεκαλλω- πισμένος. καινοτομηθείς. περί- εργος. An a. gait, βάδισμα τρυ- φερώτερον. AFFECTATION, ποοσποί- ησις (pretence, ορρ. reality), ύπό- κρισις. άκκισμός. το θρυπτικόν. περιεργία (overdone attention to minute points : ορρ. to ichat is simple), το περίεργον. το κομ- \1/όν (of what is ostentatio?is, preten- tious), καλλωπισμός (attempt to overload with ornament), τρυφή (what is opposed to simplicity of living, fyc). A. in the use of newwords, ονομάτων καινοτομία (P.). AFFECTING. 1ς. αλλόφυλος, αλλο- δαπός. ALIENATE, if ^ To transfer property to another] άλλοτριοΰν. άπαλλοτριοϋν. άποδίδοσθαι. if To a. from, estrange or withdraw from (as one person fm another), άλλοτριοΰν τινά τίνος or τινά τινι. άπολλοτριοΰν τινά τίνος : to be a.'d from aby, άλλοτριοΰ- σθαί τινι : — a thg, άλλοτρίως εχειν προς τι. if Alienated in mind] see Crazed, Insane. ALIENATION. if Transfer of property] άλλοτρίωσις, άπαλ- λοτρίωσις. άπόδοσις. if State of estrangement] άλλοτρίωσις. άλ- λοτριότης. if A. of mt7id] παράνοια, μανία, παραφροσύνη, ft των λογισμών εκστασις. ALIGHT. if To a. from] καταβαίνειν : from athg, as horse or carriage, τινός, or κατά τίνος, or από τίνος. if To a. on, έπι- πίπτειν and προσπίπτειν τιι/ί, κατασκηπτειν ε'Ίς τι. if Το α. at (a person's house), καταλύειν προς τίνα. κατάγεσθαι προς τίνα. ALIKE, adv. εξίσου, ομοίως, παραπλησίως. if A dj. as Alike in strength, weight, &C•] αντί- παλος, ισόρροπος. To be a., iv 'ίσω είναι, άντίπαλον εϊναι : nearly a., παραπλήσιος, παρ- όμοιος : to make a., ισουν, εξισοΰν. όμοιοϋν : to esteem a., εν ίσω ποιεΐσθαι. ALIKE-MINDED, όμόνους. (17) όμογνώμων. ομόδοξος : to be a. with aby, ομονοεϊν τινι. τα αυτά φρονεΐν τινι. ALIMENT. See Food, Nou- rishment, Maintenance. AL I MENTAL, τρόφιμος, θρεπτικός, προς τον βίον επι- τήδειος. ALIMENTARY, τρόφιμος. See Alimental. Α. passages (swallow, gorge, gullet), βρόχθος. λαιμός, οισοφάγος. ALIMENTATION. % Act of giving sustenance] τροφή- σι- τισμός. if Food or sustenance] σιτηρέσιον. τροφή. ALIMONY, τροφή, δια- τροφή, θρίφις. το τα επιτήδεια παρέχειν or πορΐζειν. ALIVE. if 'Living, not dead] ζωοϊ. Χ,ων, ώσα, ων. έμψυχος. To make a. Άg&VΆ,άvaβιώσκεσθaι. "ζωπυρείν. άναζωπυρεΐν : to be- come a. again, άναβιώσκεσθαι (άναβιώναι). άνεγείρεσθαι : to take (capture) a., "ζωγρεΐν. ζώντα ελεΐν : to bring a. or dead, η ζωντα άγειν ft άποκτείνειν : to eat up a., ώμόν καταφαγείν : still a. (of one about to die), ϊτι εμπνους (ων. Τ.) : to be still a., περιειναι, περιγενέσθαι. ύπό- λοιπον είναι : as long as aby is a., "ζώντος τίνος. See Lifetime. if Lively, distinct] εναργή?. VlD. if Brisk, vigorous] έμβιος, έρ- ρωμένος. To be a. to athg, οξέως, or μάλα, or σφόδρα αίσθάνεσθαι. ALL. if Whole in number, quantity, duration, extent] πάς, πάσα, πάν. A . together, one and α., άπαντες, ξύμπαντες. Α. without exception, ουδείς όστις ου. ουκ εστίν οστίδ ου. Α. and every (persons), οι καθ' έκαστου. Α. and every (thgs), αυτά έκαστα. Α. ivho or that (persons), όσοι. Α. which or that (thgs), όσα. Α. whoever, οστισοΰν, όποσοιοΰν. Α. whatever, ει τι, e. g. a. the meat and drink there was, ε'ί τι σιτίον ft ποτού fjv : of a. sorts, παν- τοίος, παντοδαπΰς: in a. points, πάντα, τα πάντα : to be a. in a. to aby, πάντα είναι τινι : they look upon him as their a., προς εκείνον μόνον άποβλέπουσιν : to do a. in my power to — , πάντα ποιεΐν, ίοστε c. infin., or όπως c. indie, fut. or c. s?%". ALL, adv. if Wholly] όλως. πάντως, παντελώς, παντάπασι (ν), τω παντί. το πάν. διάμπαξ. κομιδρ. εσχάτως, άρδην (utter- ly). Once for a., είσάπαξ. ALL, as a sub., το όλον. το πάν or σύμπαν. Among the compounds of all are — ALL- ABHORRED - ALL- HATED, υπό πάντων μισού- μενος. πάσιν επαχθής ων. ALL-CHEERING, παυτίρ- πνης. ALL-EMBRACING, περι- εκτικώτατος. πανδεχής. An a.-e. law, π εριεκτικώτατος νό- μος : a.-e. knowledge, ft τών πάντων εμπειρία : a.-e. know- ledge of a thg, επιστήμη ft ακρι- βέστατη τινός. ALL-FOURS, e. g. to go on a.-f.'s, τετραποδιστι βαδίζειν. ALL-HAIL, χαίρε. ALL-HONOURED, παρά πάντων τιμώμενος or θεράπευ- α μένος. ALL-KNOWING, πάντα ειδώς. ALL-POWERFUL, AL- MIGHTY, παγκρατης. παντο- κράτωρ, πάντων κρατών, μέγι- στον or τά μέγιστα δυνάμενος. ALL -RULING, τά πάντα διοικών. πάντων επιμελού μένος. ALL -SEEING, ALL- BE- HOLDING, πανόπτης. πάντα ορών. ALL -SUSTAINING, ό τά πάντα σώζων, εν ω έστι (or συνέστηκε, JV. Τ.) τά πάντα. ALL-WISE, σοφώτατος. τελέως σοφός. ALLAY. Trans, if To mix metals. See alloy, if To abate, weaken, repress] έλαττοΰν. μει- οΰν. συστέλλειν. κολάζειν. if To soften, mitigate] πραύνειν. καταπραύνειν. άμβλύνειν. if To quiet, appease, stop] παύειν. άπο- παύειν. καταπαύειν ( disturb- ances), κατασβεννύναι (-σβέσαι, toextinguish, θυμόν,Ρ., ταραχήν, Χ.). To a. a tumult, επέχειν. κατέχΐΐν. κωλύειν. έφιστάναι: to a. thirst, hunger, έκπιμπλάναι δίψαν, π ε Ίναν : to a. anger, παύειν or καταπαύειν την όργήν '. to have one's desire a.'d, παύεσθαι της επιθυμίας. if INTRANS. ληγειν. λωφάν. ALLAY, if Mixture of me- tals, aho abatement, repression. See Alloy. ALLAYMENT. if Abate- ment, mitigation] πράϋνσις. άνε- σις. -ημέρωσις. παραμυθία, παρ- ηγοριά. ALLEGATION, if Produc- tion or citation] προφορά (of ex- amples, sayings, arguments), if Assertion, affirmation] άπόφασις. γνώμη. if Pretence, pretext] πρόφασις. if Thg α1^βά]λόγος. τά λεγόμενα or ε'ιρημένα. False a., λόγος αβέβαιος or ουκ ορθός. ALLEGE, if Produce (as ex- ample, proof, S[C.)] προφέρειν. παρέχεσθαι. επάγεσθαι. if As- sert, affirvi] λέγειν, φάναι. φά- σκειν. άποφάναι. άποφαίνεσθαι γνώμην. if Pretend] προφασί- ζεσθαι. σκέπτεσθαι, προβάλ- £ AT?LEGIANCE. if Fidelity to one' 's sovereign or state] ττίστίδ. το πιστόν. ττιστότη?. To cause aby to take an oath of a., πιστοΰν τίνα όρκω. ALLEGORICAL, αλληγορι- κός. ALLEGORIC ALLY, iv υπό- νοια or καθ' ΰπόνοιαν. To ex- press a. (allegorize), άλληγορεϊν. ALL ALLEGORY, αλληγορία, υπόνοια. ALLEVIATE, f Lighten] κουφιζειν. έπικουφίζειν. ανα- κούφιζε ιν. % To relieve from a burden, also to soothe] ραστώνηυ παοέχειν. See to Allay. ALLEVIATION, κούφισις, ανακούφισα, κουφισμός. κού- φισμα. ραστώνη. Α. of grief, pain, &c, -παραμυθία : to procure or afford abya., ραστώνην ποιεΐν, or 'ίχειν,οτ ιταρίγειν Tivi. παρα- μυθεΐσθαί τίνα. ALLEVIATIVE, s. IT That whichalleviates]TrpavvTiKOv φάρ- μακον ( prop. ) : παρηγόρημα and παραμυθιού {metaphor.). ALLEY. H Walk between trees] όρχος. *[[ Narrow street] λαΰρα. ALLIANCE. ΤΓ In war] σπονδαί {solemnly concluded trea- ty of peace, as the termination of a war). ξυμμαχία,αΐ8θόμαιχμία (offensive and defensive. Cf. X. Cyr. 3, 2, 11). έπιμαχία {defen- sive only, ζυμμαχία is found for έπιμαχία, but not vice versa). To make or conclude an a., σπονδάς ποιεΐσθαι. σπένδεσθαι. ζνμμα- χίαν ποιεΐσθαι. In the higher style, σπονδάς or όρκια τίμυειν {Horn.) πιστά διδόυαι και λαμ- βάνειν : to agree to a proposed a., δέχεσθαι την συμμαχίαν. % Relationship by marriage] έπι- γαμβρε'ια. κήδος, n. κηδεστία (ΑΓ.). When their families were mixed by new a.'s, άνακραθέντων καιναΐς επιγαμίαις των γενών (Plut.) : he fell a victim to his a. with Dionysius, άττώλετο εκ της προς Αιονύσιον κηδείας {Α.): to form an a. with aby, έπιγαμ- βρεύειν τινί. κηδος συνάπτειν τινί. ALLIED. ΤΙ By treaty for war] ξύμμαχος. Tf By relation- ship] προσήκων τινί τω γένει, συγγενής τινι. See Related. ALLIGATE. See to Bind to. ALLIGATION, σύναψις. συναφή, συμπλοκή. ALLIGATOR, f Species of crocodile] κροκόδειλος. ALLISION, πρόσκρουσις. πρόσκρουμα. ALLOCATION, πρόσθεσις. προσθήκη. ALLOC UTION. προσηγορία, πρόσρησις. AL LO DI AL, perhaps ατελής. ALLOT, διακληροΰν. κατα- κληροΰν. διαλαγχάνειν {Η.), διαδιδόναι κλήρω. άποκληροΰν. υέμειν. άπονέμειν. To have athg allotted to aby, λαγχά- νιιν κλήρω τι. κληροϋσθαι, τί. ALLOTMENT, άποκλήοω- σις. διακλήρωσις. κληροδοσία, απονομή, άπονέμησις. ^\ A por- tion of land allotted] κλήρος. ALLOW. ( «[I Permit, & c .] συγχωρεΊν. επιτρεπειν τινι τι. εάν ποιεΐν τινά τι. έφιέναι τινί (18) ALL τι (all these of permission sought and granted), εζουσίαν διδόναι or παρέχειν τινί (to empower), θεμιτον ποιεΐν. νόαιμον ποιεΐν. προστάττειν and προστιθίναι (to permit, make lawful). It is a/d, έζεστι.πάρεστι. ενδέχεται, εγχωρεΐ. θεμιτόν εστί. θέμις εστί : it being a.'d, έζόν. παρόν : to a. oneself to do athg, τολμάν ποιεΐν τι. % Confess, acknow- ledge] όμολογεΐν. προσομολο- γεΐν. συνομολογεΐν. καθομολο- γεΐν. φάναι. συμφάναι. άποδέ- χεσθαι, τι, τινός λόγον (to ac- cept as just, valid, &c). U Grant, yield, concede] διδοναι. άποδιδό- ναι. συγχωρεΐν. συνομολογεΐν. επιτρεπειν. εάν. ΤΙ Appoint (as money for support)] τάτ- τειυ or κατατιθέναι χρήματα τινι. ALLOWABLE, θεμιτός, εκ- δεχόμενος. επιεικής, νόμιμος, έννομος, εν δέοντι γενόμενος. An a. excuse, πρόφασις or σκη- φις εύλογος : it is a., see Al- lowed under Allow. ALLOWABLENESS, τό θεμιτόν. τό εννομον. τό νόμιμον. τό δίκαιον. ALLOWABLY, θε/χιτώ?. νο- μίμως, δικαίως. ALLOWANCE, ίϊ Admis- sion, sanction, concession] συγχώ- ρησις. παραχώρησις. εφεσις. εξουσία, επιτροπή, συγγνώμη. To make a. for aby, συγγνώμην εχειν or ποιεΐσθα'ι τινι. "U -Ap- proval, consent, accordance] συναί- νεσις. αποδοχή, έπικύρωσις. συγκατάθεσις. Τϊ Confession, avowal] ομολογία, συνομολογία. ΤΙ Appointed portion, ration] τό τεταγμένον. μισθός. ^[ Com- pensation for loss or damage] αν- τικατάσταση, άποκατάστασις. άντίδοσις. ALLOY. U Mixture of baser metal ] πρόσμιζις. άνάμιξις. Without a., αμικτος. H Debase- ment] διαφθορά. ALLOY, v. προσμιγνυναι. παραμιγνΰναι. άναμιγνΰναι. επιμιγνύναι. H Debase] δια- φθείρειν. ALLUDE. To a. to, αίνίτ- τεσθαί τι, less frequently εις τι. συνεμφαίνειν τι. τείνειν προς τι. ALLURE, επάγεσθαι. επι- σπάσθαι. εφέλκειν. ^ ALLUREMENT, επαγωγή, άγωγόν. ALLURING, προσαγωγός, επαγωγός. ALLURINGNESS, επαγω- γή, τό επίχαρι. ALLUSION, α'ινιγμός. αίνιγ- μα, υπόνοια, συνέμφασις. Το α thg, τινός. With a. to a thg, κατά συνέμφασίν τίνος. ALLUVION, ALLUVIUM, πρόσχωσις. πρόσχωμα. ALLY, ν. «ϋ To tie together, unite] συνάπτειν (τί τινι). ζευ- γνύναι. δεΐν, συνδεΐν. fff Join ALR in war] ζυμμαχίαν ποιεΐσθαι : with one, τινί or προς τίνα. ALMANACK. See Calen- dar. ALMIGHTINESS, παντο- κρατορία, δύναμις η μεγίστη, δυνάμενος. ALMIGHTY, παντοκράτωρ, πάντων κρατών, μέγιστον or τά μέγιστα δυνάμενος. ALMOND. 1 Fruit] αμυγ- δαλή, άμύγδαλον. Bitter a., αμυγδαλή ν πικρά. *[[ Tree] αμυγδαλή, άμύγδαλος. ^[ Made of almonds] άμυγδάλινος. H Glands on both sides of the steal- low, tonsils] παρίσθμια, τά. ALMOND-LIKE, άμυγδα- λοειδής. ALMOST. ΤΙ Nearly] [σχεδόν, σχεδόν τι. παρά μικρόν, παρ' ολίγον, ολίγου δεΐν (as infin. absol.). ολίγου, μόνον ου. 'όσον οϋ. Α. like, παρόμοιος : a. as, παραπλήσιον c. dut. ALMS, ελεημοσύνη, δώρον. ευεργέτημα. Α. received, λήμ- μα : to give aby a., διδόναι. δεο- μένω or άπόρω τινί. εΰεργετεΐν τίνα : to obtain or receive a. from one, εϋεργετεΐσθαι υπό τίνος. ALMSHOUSE, πτωχοδο- χεΐον. πτωχοτροφεΐον. ALOE, αλόη. ALOES- WOOD, άγάλλοχον. ALOFT, άνω. εις τό άνω. ALONE. *ΤΪ Adj. μόνος (witlo- out the presence of others), αυτός, ή, 6 {without the help or suppoti of others). % Adv. μόνον. To leave a., μονοΰν. άπομονοΰν. έρη- μοΰν : to be a., μονοϋσθαι. άπο- μονοΰσθαι, έρημοΰσθαι : we are a. (i. e. without witnesses), αυτοί εσμεν : as we were a., επειδή εφ' ημών αυτών έγενόμεθα : one who is not afraid when he is a., 6 προς ερημίαν άφοβος : not a., but also — , οϋ μόνον, άλλα καί. ALONG, adv. and prep. TJ Lengthwise, through the length] παρά and ανά c. ace. ^] All along = throughout] διαπαντός. ff Along with] μετά c. gen. ^J Along of = because of] διά c. ace. ALOOF, πόρρω, μακράν. To stand a. from a thg, άφεστηκέναι or άφεστάναι τινός. See APART from, Removed. ALOUD. See Loud. To cry a., βοάν. άναβοάν. ALPHABET. II Letters of] τά γράμματα or τά είκοσι τετ- τάρα γράμματα. ^[ Table of letters, hornbook] πινακίς : (in modern Greek) άλφαβητάριον. ALPHABETICAL, κατά στοιχεΐον. Alphabetically ar- ranged, κατά στοιχεΐον συντε- θειμένος or διοικηθείς. ALPS (mountains so named), "Αλπεις, τά "Αλπεια or Άλ- πεινά όρη. Inhabiting the Α., προσάλπειος. ALPINE, "Αλπειος, Άλπει- νός. ALREADY, ήδη. ALS ALSO, ecu. ομοίως, καί. καί ούτος, αύτη, τοϋτο. και αυτός, ■η, ό. ουδέν ήττον, e.g. the Per- sians a. armed, οι ΤΙερσαι παρ- εσκενάσαντο και αυτοί. See Too, Likewise, Moreover. ALTAR, βωμός {raised struc- ture, in reference to the form), θυσιαστήριου and έσχάρα (in reference to purpose and use) . To be found on the a., επιβώμιος : standing at the a., παραβώμιος : having an a. in common, όμοβώ- μιος. ALTER, v. α. άλλοιοϋν. άλ- λάττειι/. μετάλΧάττειν. μεθ- ιστάναι. μεταβάλλειν. κινεϊυ. μετακινεΐν. ^[ Intrans. (to be altered), the passives of the verbs above given, esply άλλοιοΰσθαι. μεταβάΧλειυ. μεταπίπτειυ. πε- ριίστασθαι (mly to the worse). To a. athg in a writing or letter, μεταγράψαι τι : to a. one's opinion, άλλην λαμβάνειν γνώ- μην. άλλοιοΰσθαι την γνώμην. μεταπείθεσθαι pass, μετανοεΐν. μεταγιγνώσκειν : μετατίθεσθαι (= to a. one's opinion and assert that — , c. ace. ei inf.) : to a. aby's intention or resolution, μετα- βουΧεύεσθαι. μεταγιγνώσκειν. μετανοεΐν : not to be altered, αμετακίνητος, άτροπος. ALTERABLE, εύμετάβοΧος. ευμετάπτωτος. εΰτρεπτος. άλ- λοίωτο?. ALTERABILITY, το εύμε- τάβοΧον, εΰμετάτττωτον. εύτρε- \f/ia. το άΧΧοιωτόν. ALTERATION, μεταβολή, μετάστασις. μετάλλαξις. Το plan an a. in aby's relations to a person or thg, νεωτερίζειν eh τίνα. νεωτερίζειν περί τι. ALTERCATE. «f[ To dispute With aby about athg, ερίζειυ τινί περί τίνος. φιΧονεικεΐν προς τίνα περί τίνος. άμιλλάσθαί (aor. pass.) τινι περί τίνος. > ALTERCATION, έρις. Χόγοι ενάντιοι or εριστικοί. To have an a., δια λόγων έρίζειν. Χόγοι yiyvovTai ενάντιοι. άμφιΧέγειν. ALTERNATE, άμοιβαϊος. It is generally to be expressed by means of the reciprocal pronoun αλλήλων. A. angle, η εναλλάξ γωνία. ALTERNATE, v. H Trans. άμείβειντι. άΧΧάττειν. μεταλ- Χάττειν τι. ΤΙ Intrans. ΙπαΧ- Χάττειν. άμείβεσθαι. έκδέχε- σθαι. One thg a.'s with another, εν έκδέχεται έτερον. ALTERNATELY, εναλλάξ, παραλλάξ. έπαλλάξ. αμοιβαί- ως. ^ ALTERNATION, αμοιβή", ανταλλαγή, μετάλλαξις. παρ- άλλαξις. μεταλλαγή, παραλ- λαγή. ALTHOUGH, εί καί c. indie. καίπερ, καί, in connexion with a partcp., e. g. I will remind you, a. you know it well, ϋπομνήσω σε καίπερ ακριβώς ύδατα. It (19) ] ΑΜΒ is often expressed by the partcp. alone, in ivch case the particle καί, and by the poets, περ also, is in- serted in tlie sentence, e. g. they attacked the enemy, a. they were inferiorin number, έπέθεντο τοις πολεμίοις καί πληθει προΰ- χουσι: a. thou art brave, αγαθός περ ων (Ερ.). The partcp. may be strengthened by όμως (ivch sts precedes it) ; to do them, a. know- ing they are sinful, γιγνώσκοντα ότι πονηρά εστίν, όμως αυτά πράττειν (P.). ALTITUDE. See Height. ALTOGETHER. U Entirely, wholly] όΧως. πάντως, παντε- λώς, παντάπασι (ν), τω πάντι. το πάν. ΤΙ Every one, all] άπαν- τες, ξύμπαντες, ασαι, αυτά. See Together. ALUM, στυπτηρία. χαλκΐ- τις. ALUMINOUS, στυπτηριώ- δης. A.-schist (alum-state), σπί- νος. ALUM-MINE, μέταλλα στυπτηρίας. ALWAYS, άεί. εκάστοτε, πάντοτε, διά 7rai/Tos (χρόνου). See Ever. AMADOU, άγαρικόν. AMAIN, κατά κράτος, ανά κράτος, κατά το δυνατόν. AMALGAMATE. To a. with athg, έντηκειν τινί : to be a.'d with athg, εντετηκευαι τινί : to a. itself with athg, εγχρώζεσθαί τινι or εν τινι. AMANUENSIS, b απογρά- φων. AMARANTH, αμάραντος. AMARANTHINE, άμαράν- τινος. AMASS, v. άθροίζειν. συν- αγείρειν. συνάγειν. AMATEUR, φίλος in com- position, e. g. a. of music, φιλό- μουσος : a. of literature, φιλό- λογος, Sec. AMATORY, ερωτικός. AMAUROSIS. e f[ > Disease of the eyes, loss of sight] άμαύρωσις. AMAZE, v. ταράττειν. εκ- ταράττειν. διαταράττειν τινά. έκπλητταν τινά. θαΰμα παρ- έχειν τινί. AMAZED, εκπλαγείς, τε- ταραγμένος. ταρακτός. To be a. at athg, έκπληττεσθαί (pass.) τινι, more rarely τι. θαύμαζε ιν τι. άγασθαί τίνος. AMAZEMENT, 'έκπληξις. ίκπληξία. θάμβος. AMAZING, ταρακτικός. εκ- πληκτικός, θαυμαστός. AMAZINGLY, ταρακτικώς. εκπληκτικως. θαυμαστώς. AMBASSADOR, πρεσβευ- τής (in thepl. πρέσβεις is used). % One who has power to negotiate] θεωρός {at public religious solem- nities, e. g. a coronation). When the business of the ambassador is stated, it is expressed by the fut. partcp., and no word is used esply answering to ambassador, e. g. the ΑΜΕ Lacedaemonians sent a.'s to treat about an alliance, οι Αακεδαιμό- νιοι 'έπεμψαν λόγους ποιησομέ- νους περί σπονδών : to be a., πρεσβεύειν. πρεσβεΰεσθαι. AMBER, ηλεκτρον. ηλεκτρος. AMBIDEXTER, AMBI- DEXTROUS, άμφιδέξιος. πε- ρ ιδέζιος. AMBIDEXTERITY, ΑΜ- BIDEXTROUSNESS, περι- δεξιότης. AMBIGUITY, αμφιβολία, τό άμφίβολον. αμφιλογία, το άμφίλογον. τό διπλούν. AMBIGUOUS, αμφίβολος, διπλούς (of thgs and persons), άμφίλογος. άσαφης (of thgs). ομώνυμος (of words and expres- sions), άτέκμαρτος (not to be made out ; of an oracle, dark). AMBITION. % Desire of ho- nour] φιλοτιμία, τό φιλότϊμον. φιλοδοξία. δόξης επιθυμία. Without a., αφιλότιμος. AMBITIOUS, φιλότϊμος. φιλόδοξος, δόξης επιθ υμών. Το be a., φιλοδοξεϊν. δόξης επίθυ- μεΐν : to be a. of a thg, φιλοτι- μία χρησθαι περί τι. φιλότϊ- μον είναι επί τινι. φιλοτίμως εχειν προς τι : not to be a., άφιλοτίμως εχειν. Tf Ambitious ornaments (in style)] πομπή και ρημάτων άγλάίσμός (P.). AMBLE, s. τό κατά σκέλος βάδισμα. AMBLE, v. κατά σκέλος βα~ δίζειν. AMBLER, Ίππος ο κατά σκέ- λος βαδίζων. AMBROSIA, αμβροσία. AMBROSIAL, άμβρόσιος. AMBULATORY, περιπατη- τικός. AMBUSCADE, AMBUSH, ενέδρα, προλοχισμός. λόχος. To lay or set an a., ενέδραν ποι- εΐσθαι. ενέδραν κατασκευάζει, προλοχίζειν : an a. is laid for me, ένεδρεύομαι. λοχίζομαι : to set soldiers in a., ενέδραν ποιεΐν στρατιωτών, λοχίζειν στρατι- ώτας : to lie in a. for aby, iv- εδρεύειν τιι/ά. λοχάν, ελλοχάν τίνα. επιβουλεΰειν τινί : aby wholies in a., ένεδρεΰων. ένεδρευ- της : to draw into an a., εις ενέδραν υπάγειν : to fall into an a., εμπ'ιπτειν εις ενέδραν. εν- εδρεΰεσθαι, pass. : to start out from a., άνίστασθαι εκ της ενέδρας. AMELIORATE. ^ To bet- ter] διορθοϋν. έπανορθοΰν. άπευ- θΰνειν. μεθαρμόζίΐν. βελτίω ποιεΐν. μεθιστάναι εις or επί τό βίλτιον. AMELIORATION, έπανόρ- θωσις. διόρθωσις. έπανόρθωμα. ΑΜΕΝ. "[[ So be it] κύριον έστω. In Ecc. Gr. άμην. AMENABLE. 1 Responsible] υπεύθυνος (of persons and offices), υπαίτιος (of persons only). *^ Docile, tractable] εΰπειθης. νττ ηκοος. C 2 ΑΜΕ AMEND, «υ Trans. To clear from, faults, make better] άνορθοΰν. επανορθοΰν. διορθοϋν (of thgs). βεΧτίονα ποιεΐν or βεΧτιοΰν {of persons), ^f Intrans. To be- come better] βελτίω γίγνεσθαι, ίέναι επί τό βέΧτιον. μετανοεΐν {of moral improvement), ραΐζειν. άναραίζειν. άναρρώννυσθαι pass, (of the sick). Athg amends, εττϊ τό κάΧΧιον τρέπεται τι. επιδί- δωσί τι επϊ τό βέΧτιον. AMEND, AMENDS, f Re- compense] αντικατάσταση, εΰ- θυνα. πρόστιμον. AMENDER, εττανορθωτΜ, διορθωτής. AMENDMENT. ^Correc- tion] επανόρθωσις, διόρθωσις, επανόρθωμα, μετάνοια, μετα- γνώμη (moral α.), ραΐα, τό άναραίζειν (of a sick person). AMENITY, χάρις. άπόΧαυ- σις. τό ηδύ. AMERCE. ΤΙ Punish by fine] ζημιοΰν τίνα χρήμασι or εις τα χρήματα, τίμημα επιθεΐναί τιυι. AMERCEMENT, τι Μ »5. τί- μημα, χρημάτων ζημία or ζημία only. AMETHYST, αμέθυστος. AMIABLE. TJ Lovely] χα- ρίεις, έπίχαρις. κεχαρισμένος. γΧυκύς. -ηδύς. H Deserving love, engaging affection ] αγαπητός, αξιαγάπητος, ερά&μιος. έρα- στός. άξιέραστος. άξιοφίΧητος. εύχαρις. An a. character, έρά- σμιον ήθος της ώυχης. AMIABILITY, AMIABLE- NESS, τό εράσμιου, χάρις, τό εΰχαρι. AMIABLY, χαριεντως. επι- χαρίτως. φιΧανθρώπως. ΑΜΙΑΝΤΗ, αμίαντος. AMICABLE, AMICABLE- NESS. See Friendly, Friend- LINESS AMID, AMIDST, iv μέσω. μέσος. A. the enemy, εν μέσω των ποΧεμίων or εν μέσοις τοΐς ποΧεμίοις. When this word is used of states or conditions, it is to be translated into Greek by άρτι, e. g. a. the bloom of youth, άρτι ακμάζων την ηΧικίαν. See Α- MONGST. AMISS, πΧνμμεΧνς (offend- ing against rule). κακός and φαϋΧος (defective, unserviceable), διεφθαρμένος and ουκ ορθός (spoiled, out of order). AMITY. See Friendship. AMMUNITION, επιτήδεια τά ε'ις τον πόΧεμον. παρα- σκευή. AMNESTY, άδεια. In Plut. and writers after him, αμνηστία. To obtain an a., άδειας τυγχά- νειν, άδειαν Χαμβάνειν : to grant an a., άδειαν παρέχειν : to de- clare an a., επαγγέΧΧεσθαι μη μνησικακεΐν. ■ AMNION. 1 Membrane co- vering thef&tus] άμνιον, σκέπαρ- νον. (20) , ΑΜΟ AMCEBEAN. "[Τ Interchang- ing] αμοιβαίος. AMOSBEUM. ^ Poem in dia- logue] τά αμοιβαία. AMONG, AMONGST. m#wr- rounded by, or comprehended in] εν c. dat., εκ or εξ c. gen., παρά c. dat. A. men, εν τοΐς άνθρώ- ποις : to be found a. robbers, εν Χτισταΐς είναι : a. otber thgs also, τά τε άλλα καί : e. g. a. other tbgs they also made propo- sals for an alliance, Χόγους εποι- οΰντο περί αΧΧων τε και ττερϊ ξυμμαχίας. Generally, when a- mong is used to denote the relation of a single member to the collective whole, the Greeks put the collective word in the gen., without a prep. This is the case with adjtt. of quan- tity, as well of special as of general extent of meaning, e. g. one a. them, ε\ς αυτών: many a. men, ποΧΧοί των ανθρώπων : not one a. us, ουδείς ημών. Also with superl., e. g. the strongest a. all, πάντων κράτιστος : the oldest a. four brothers, τεττάρων άδεΧφών 6 πρεσβύτατος. Tlie prep, εκ is bid rarely prefixed to the gen. after the superl. To be a. (i. e. one of) a number or kind of thgs, εΊναί τίνων. In expressions wliere among is used to denote reciprocal rela- tions, it is to be transl. into Greek by προς c. ace. ; or by the dat. with- out a prep., e. g. to be at variance a. one another, διαστηναι προς άΧληλους. στασιάζειν προς άΧ- λήλοι /s. διαφέρεσθαι (pass.)dX- ΧηΧοις or προς άΧΧηΧους : to contend a. one another, άμιΧ- Χάσθαι άλλ»ίλοΐ5 or προς άΧΧη- Χους. διαγωνίζεσθαι άλΧηΧοις or προς άΧΧιίΧους : to agree a. one another, δμοΧογεϊν or συν- τίθεσθαι προς άΧΧηΧους. AMOROUS, ερωτικός. φιΧέ- ραστος. AMOROUSLY, ερωτικώς. AMOROUSNESS, φιλερα- στία. τό έρωτικόν. ερωτοΧηφία. AMORPHOUS. If Shapeless] άμορφος: AMORPHY, αμορφία. AMOUNT, ν. ίϊ To amount to, make up the sum of] εΊναι, άπεργάζεσθαι. καθίστασθαι. ποιεΐν. άποτεΧεΐν. είναι άμφί or περί. This verb is generally expressed by the simple gen. of the sum, e. g. on calculation I found my means to a. to five talents, λογισάμει /os εύρου την οΰσΊιιν πέντε ταΧάντων: to what num- ber do the soldiers a.? πόσον τό πΧηθυς των στρατιωτών ; οι στρατιώται πόσοι τό πΧη- θος : it a.'s to the same thg, ουδέν διαφέρει. AMOUNT. 1 Sum] αριθμός. πΧηθος. τό γιγνόμενον. τό σύμ- παν. κεφάΧαιον. The proper, true a., αξία. AMOUR, 'έρως. ερωτική ξυν- τυχία. A.'s, 'έρωτες, τά ερω- τικά. ΑΝΑ AMPHIBIOUS, αμφίβιος. Α. animals, τά επαμφοτερίζοντα ζώα (Η. Α. 6, 11, of the seal. This meaning is not given in the Lexicons, but the passage proves it.) AMPHIBOLOUS. See Am- biguous. AMPHIBRACH. If Metri- cal foot, v " w ] άμφίβραχος. AMPHILOGY, AMPHIBO- LOGY. 1 Dispute, debate] άμ- φιΧογία. AMPHIMACER. ^Metrical foot,~^ ] άμφίμακρος. AMPHISBiENA. «tf Serpent capable of moving in each direc- tion of its lenqth] άμφίσβαινα. AMPHITHEATRE, άμφι- θέατρον. AMPHORA. ΤΙ Oreek and Roman jar] άμφορεύς. AMPLE. TJ Spacious, roomy] ευρύς, ευρύχωρος. TJ Generally large] μέγας. ποΧύς. *SIeeGREAT. ΤΙ Sufficiently large] ικανός. AMPLENESS, AMPLI- TUDE, εϋρύτης, ευρυχωρία, μέγεθος. πΧηθος. AMPLIATE, AMPLIA- TION. See Amplify, Ampli- fication. AMPLIFICATION, ανευρυ- σμός. διαστοΧη. εκτασις. αϋξη- σις. επαύξησις and επαύξη(Ρ,). See Enlargement, Increase. AMPLIFY, ευρύνειν, άνευ- ρύνειν. διαστέλΧειν. εκτείνειν. αύξάνειν. See Enlarge, Mag- nify. AMPLY. 1 Greatly] μεγα- Χώς, μεγαλωστί, μεγαλοπρε- πώς. % Sufficiently, plentifully] ικανώς. δαψιλώς. AMPUTATE, τέμνειν, άπο- τέμνειυ. άποκόπτειν. AMPUTATION, απότομη αποκοπή. AMULET, βασκάνιον, ά- βάσκαντον. περίαμμα and περι- άπτου. AMUSE, εχειν and κατέχειυ τινά (to arrest the attention), δια- τριβην παρέχειν τινί. έξαρ- τάσθαί τίνα (pass time), δια- τρίβειν τον χρόνον, τέρπειν, εύ- φραίνειν, τινά (to delight), θεω- ροϋντά τίνα ευφραίνει τι (of α sight that a.'s, D.). H To hold out pleasing but fallacious hopes] To a. aby with speeches, Χόγοις άναβάΧΧειν τίνα: — with hopes, διάγειν έΧπίδίΐς Χέγουτα. AMUSEMENT. «[} Enter- tainment, pastime] διαγωγή, δια- τριβή, τέρφις (delight). To af- ford a., διατριβϊμ• εχειν or παρ- έχειν. AMUSING, επίχαρις, χαρί- εις, ψυχαγωγός. AN. See A, An. ANABAPTISM, σμυς. ANABAPTIST, στης. ANACHORITE. CHORET. αναμαπτι- αναβαπτι- See An- ANA ANACHRONISM, αναχρο- νισμός, χρονολογία ή ου δικαία, χρόνων σύγχυσις. To commit an a., σφάλλεσθαι περί τον χρό- νον. ANAGOG1C, αναγωγικός (eccl.). ANAGRAM, άνάγραμμα. ANAGRAMMATISM, ανα- γραμματισμός. ANAGRAMMATIZE, άνα- γραμματϊίειν. ANALOGICAL, ANALO- GOUS, ανάλογος, 2 : also όμοιος, παρόμοιος {like). Α. conclusion, άναλόγισμα, άναλογισμός. ANALOGY, αναλογία. ANALYSIS, άνάλυσις. ANALYTICAL, αναλυτικός. ANALYZE, διαιρεϊν. διορί- ζεσθαι. Later also άναλύειν. ANAPEST. «ft Metrical foot, Ί ανάπαιστος. ANAPESTICK, άνατταιστι- κός. ANARCHICAL, άναρχος, 2. ANARCHY, αναρχία, το άναρχον. ανομία (lawlessness). ANATHEMA, ανάθεμα (Ν. Τ.). To anathematize, άναθεμα- τίζειν. ANATOMICAL, ανατομι- κός. ANATOMIST, 6 σώματα νεκρά άνατέμνων, 6 την ανατο- μικών ασκών. ANATOMIZE, άνατέμνειν. ANATOMY, ανατομική (sc. "ancestors, ancestry, πρόγονοι, πάπποι, οι άνωθεν του γένους, προπάτορες. ANCESTRAL, πάτριος, πα- τρώος, πατρικός. See Heredi- tary, Paternal. ANCHOR. 1 A ships an- chor] άγκυρα. To cast a., άφι- έναι, βάλλειν, χαλάν την άγκυ- ραν. άγκυροβυλεϊν : to weigh a., άνασπάν, άναλύειν or α'ίρειν άγκυραν. άνάγεσθαι : to come to a., όρμ'ιζειν, προσορμϊζειν . to bring to a., δρμίζεσθαι : — at a place, καθορμϊζεσθαι ε'ίς τι χωρίον : to ride at a., επ' αγκύ- ρων or επ' αγκύρας ορμείν, also όρμεϊν alone: — at a place, έφορ- μεϊν τινι χωρίω : — in open sea, επ' άγκυρών σαλεύειν. άπο- σαλεύειν. εν σάλω στηναι επ' άγκυρών. 2) Metaphor, άγκυρα. ANCHOR, ν. άγκυροβολεΐν, άφιεναι άγκυραν. See to cast Anchor. ANCHORAGE, όρμος, άγκυ- ροβόλιον. ναύλοχον. έπίνειον. ANCHORET, ANCHO- RITE, αναχωρητής, ερημίτης, ησυχαστής. ANCHOVY, άφύη. σαρδίνη. τριχ! .?. τριχίς. ANCIENT. If Long existing, of old time] παλαιός, πολυχρό- νιος, αρχαίος (with the notion of veneration attached). 6, v, to πρϊν or πρότερον or πρόσθεν. The a.'s, oi παλαιοί, οί πάλαι. (21) ANG οί αρχαίοι. ΤΙ Aged] γηραιός, πρεσβύτης^Όη.πρεσβΰτις^ϋΙι the idea of experience and worth), γέρων. See Old. ANCIENT. 1 Ensign or standard] Vid. ANCIENTLY, πάλαι. ANCILLARY. See Subser- vient, Conducive. ANCLE or ANKLE, σφυ- ρόν. AND, και. τε και. τε — τε (encl.). μεν — δε. When to one predicate several subjects or objects are prefixed, or to one subject seve- ral attributes or predicates are added, the Greeks unite every indi- vidual to the rest by και, wch also they generally set at once before tfie first ; whereas in English the last only is connected by and with tlie foregoing one, e. g. stags, ga- zelles, wild sheep, and wild asses are harmless. — Cyrus is said to have been by nature very kind, very fond of learning, and very fond of honour, φΰναι ο Κΰρος λέγεται, κα\ φιλανθ ρωπότατος, και φιλομαθέστατος, και φιλο- τιμότατος. If negative sentences are connected with one another by and, this is effected in Greek by the negative particles ουδέ, ούτε, μηδέ, μήτε, e. g. I will not pursue the fugitives, a. nobody shall say — , ούκ'έγωγε τους φυγόντας διώξω, ουδέ. έρεΐ οΰδεις — . The Greeks often avoid the use of the copulative particle ; thus, when several states or conditions of the same subject, wch stand in actual connexion with one another, are presented together, in Greek that condition only, wch is to be regarded as the hading one, is stated as predicate, and the rest as its attributes, by means of a partcp. in agreement with the subject, e. g. he came forward a. spoke, παρελθών ελεζε : all rose up a. declared, άνιστάμενοι πάν- τες ελεγον : the Greeks sallied out a. attacked the enemy, oi "Ελληνες ορμώμενοι επιτίθεν- ται τοϊς πολεμίοις : take the book a. read, λαβών το βιβλίον άνάγνωθι : A a. not Β, Α και ου Β, or Α αλλ' ου Β, or Α ου Β : a. also, και δη. και δε και : ά. likewise, άμα τε καί : a. yet, και όμως. άλλ' όμως. καίτοι, είτα, 'έπειτα (introducing what seems inconsistent). U And that too] και ταύτα (heightening what was said). ANDANTE (in music), ava- βεβλημένον μέλος. ANDROGYNOUS, ανδρόγυ- νος, ερμαφρόδιτος. ANECDOTE, μνημόνευμα. διηγημάτιον. ANEMONE, ανεμώνη, άνεμω- νίς. ANEW αύθις. ANGEL. ΤΙ Superhuman be- ing] δαίμων, δαιμόνιον. Fair as an a., δαιμόνιος or θείος το κάλ- εκ καινής, πάλιν ANG \ος : wise as an a., φρόνιμος ύπερ ανθρώπων : my a. ! ώ φίλη κεφαλή ! an a. is flying through the room, 'Έρμης έπεισηλθε. ^[ Heavenly messenger] άγγελος (Ο. and Ν. Τ.). ANGELIC, δαιμόνιος. θεΊος. ^ ANGER. 1 Wrath, rage] οργή. θυμός, χολή (mly = ' bile' in prose), άγανάκτησις, poet, μένος, χόλος (late in prose, except Hdt.). Violent a., όργη μεγάλη or Ισχυρά : less vehement a., άμ- βλυτερα ή οργή : to provoke aby to a., excite aby's a., όργϊζειν or έξοργίζειν or παροργ'ιζειν τινά. όργήν έμποιεΐν τινι. όργήν πα- ραστησα'ι τινι. εις όργην καθ- ιστάναι or πψοάγειν τινά : to soothe aby's a., παραλύε ιν τινά της οργής : to have one's a. kindled, θυμοΰσθαι, pass, όργί- ζεσθαι (τινί). εζοργίζεσθαι. παροργϊζεσθαι, pass, προάγε- σθαι ( pass.) εις όργην. χολοΰ- σθαι (late in prose, Luc.) : to feel a. agst aby, δι όργης εχειν τινά. εν οργή εχειν τινά : to vent one's a., άναπληροΰν όργην : to vent one's a. on aby, άφιέναι or άποσκήπτειν την όργην ε'ίς τίνα. έφιέναι την όργήν τινι : to let aby feel one's a., ένσημαί- νεσθαί τιι/ι την όργήν (lit. osten- dere) : to be beside oneself with a., εξω φέρεσθαι υπ' όργης : to sup- press one's a., πεπαίνειν την όρ- γην. κατακρύπτεσθαι την όρ- γήν : to become the object of aby' a a., περιπίπτειν τη όργη τίνος : aby's a. is kindled agst me, γίγνε- ταί μοι όργη παρά τίνος : περι- πίπτω τη παρά τίνος όργη : a. cools, παρακμάζει και παρανθεΐ το της όργης : to lay aside one's Ά.,παύεσθαι της όργης or όργι- ζόμενον : disposed to a., θυμικός προς όργην ράδιος : disposition ίοΆ.,όργιλότης: to restrain one's a., κρατεΊν θυμοϋ or όργης. ANGER, v. II Enrage] όρ- γιζειν, εζοργίζειν, παροργί'ζειν. άγριοϋν, έζαγριοϋν. όργην έμ- βάλλειν τιν'ι. To be a.'d, χαλε- παίνειν. όργιζεσθαι, παροργί- 'ζεσθαι, θυμοΰσθαι, pass. : to be a.'d with aby, δι όργης εχειν τινά. εν όργη εχειν τινά. όρ- γήν ποιεϊσθαί τινι. εν όργη ποιεϊσθαί τίνα. χαλεπαίνειν τιι/ι. ANGERED, όργισθείς. όργη χρώμενος. ANGINA, συνάγχη. κυνάγ- Χ'ϊ• ANGLE. 1ί In geometry] γωνία. Right a., ορθή γωνία, όρθογώνιον. acutea.,o£uyo>i/ioi/: obtuse a., άμβλυγώνιον : interior a., ή εντός γωνία : exterior a., ή εκτός γωνία : plane a., ετί- πεδος γωνία : solid a., στερεά γωνία. IT Corner] Vid. ANGLE, άγκιστρον. ANGLE, v. άγκιστρεύειν. καλαμεύειν. To a. for athg, θηράν, θηράσθαί τι. διώκειν τι: ANG ANN ANO an a.'d fish, 6 άπ' άγκιστρου ιχθύς. ANGLING, άγκιστρεία. ANGLING-LINE, όρμία. ANGLING -ROD, κάλαμος (αλιευτικός). ANGRILY, οργή. υπ' όργης. όργιλως. δυσθύμως. δυσκόλως. βαρείας. χαλεπώς. ANGRY. ΤΙ Enraged] ό> γιζόμενος. όργισθείς. θυμούμε- νος. χαλεπός, άγριος. To be a., όργίζεσθαι, χαλεπαίνειν, άχ- θεσθαι (all, τιν'ι). δυσχεραίνειν (to be vexed ; περί τι, επί τινι, τινι). See Anger, s. and v. ANGUISH, αδημονία, αγω- νία, άλγηδώυ. άνία(ι). To bedn a., άδημονεΐν. άγωνιάν. ANGULAR, έγγώνιος. γω- νιοειδης. γωνιώδης. ANIGHTS, νυκτός, εν νυκτί. κατά την νύκτα, νύκτωρ. ANILITY, το γραϊκόν. το γραώδες. ANIMADVERSION. Jf Cen- sure] έπιτίμησις. νουβέτημα. ψόγος (Τ. P.). μέμψις. έπί- Χηψις (the taking hold of a ifig, I.). T[ Punishment] Vid. ANIMADVERT (to a. on), f To censure, find fault with] μίμ φεσθαι, τιν'ι τι. όνειδ'ιζειν τιν'ι τι. νουθετεϊν τίνα ποιοΰντά τι. ψέγειν τινά ε'ίς τι. U Chastise, punish] Vid. AN1MADVERTER, εττιτι- μητης. τιμωρός, ψέκτης. κο- Χαστης. ANIMAL, ζώον (any living creature), θηρίον (brute without reason ; also wild beast, e. g. that is hunted ; and beast opp. man ; venomous creature), βόσκημα (beast that pastures, pecus, AT.) κτήνος, τό (cattle ; seld. in sing., and tlien as collective, X.). Tame a., ζώον ημερον. See BEAST. ■ ANIMAL, adj. ζωικός, ζω- ώδης (Plut). The use of a. food, σαρκοφαγία (A.) : not to eat or touch a. food, μη απτεσθαι ζώων (Porphyr.) : not to permit the use of a. food, μη προσίεσθαι την σαρκοφαγίαν (Neanth. Cyz. αρ. eund.). ANIMALCULE, Ζώδιον, Ζω- oapiov. ANIMAL1TY, ζωότης. ANIMATE. TI Vivify, make alive] ζωοποιεΐν. ψύχουν, εμψν- χοΰν. Tf Enliven, cheer] έγεί- ρειν. παροξύνειν. παρορμάν. ANIMATE, adj., 'έμψυχος. Χ,ών. ANIMATING. 1 Giving life] Ζ,ωοττοιός. Ζ,ωπυρών. TJ Enliven- ing] εγερτικός. ANIMATION, έμχ\τυχία. ζω- οποίησις. % = Ufe, spirit] Vid. ANIMOSITY. See Hatred, Malignity. ANISE, άνηθον, άνισον. Made With a., άνηθίτης, άνισίτης^βΜ. άνισΐτις. ANNALIST, χρονικών συγ- γραφεύς. (22) ANNALS, χρονικά, άνα- γραφα'ι. ANNEAL, (perhaps) έγκαί- ειν. ANNEX. 1 To append, hang on] άναρτάν, έζαρτάν : to athg, εκ τίνος or από τίνος. Ί| Το add] προστιθέναι, προσβάλλειν τι τινι. συνάπτειν τι προς τι. To be a.'d to athg, προσκολ- Χάσθα'ι (pass.) τινι. προσπεφυ- κέναι or συμπεφυκέναι τινι. ANNEXATION, πρόσθεσις, προσθήκη. επιβολή. > ANNIHILATE, αφανίζει». άπολλύναι. διαφθείρειν. κατα- Χύειν. άναιρεϊν, καθαιρεΐν. ζυγ- χεΐν. άνατρέπειν. ANNIHILATED, άφανι- στός, άφανης. > ANNIHILATION, αφάνισα, αφανισμός, άνα'ιρεσις, καθαί- ρεσις. κατάλυσις. ανατροπή, διαφθορά. ANNIVERSARY, adj. 'ενι- αύσιος. See Yearly, Annual. Tj Yearly festival] ενιαύσιος or ενιαυσία εορτή. ANNOTATE, παραγραφών (-as) ποιεΐσθαι. σχοΧιογραφεΐν (Gramm.). ANNOTATION, παρα- γραφή (marginal note, Ι), σχό- Χιον. σημείωσις. υπόμνημα. Α Ν Ν Ο Τ Α Τ Ο R, εξηγη- τής, έρμηνεύς. σχολιογράφος (Gramm.). ANNOUNCE, έπαγγέΧλειν (of one' sown impulse). άπαγγέλ- λειν, ε'ισαγγέΧΧειν (by commis- sion from another). καταγγέλ- Χειν, παραγγέΧΧειν. προαγο- ρεύειν. π ρο ειπείν (to make known publicly). To a. oneself, ύπο- φαίνεσθαι, pass, επισημαίνε- σθαι. ANNOUNCEMENT, ίπαγ- γεΧΊα, εισαγγελία (as act and thg). επάγγελμα, κήρυγμα (as thg). A. in writing, προγραφή ; previous a., πρόρρησις : without previous a., ου προειπών. ANNOUNCER, άγγελος, έζάγγελος, b άγγεΧΧων and άγ- γεΐλας. κήρυξ. ANNOY, v. 1 Harass, mo- lest] λυμαίνεσθαι, κακουργεΐν, κακώς ποιεϊν, τίνα or τι. If Vex, tease] λυπειν, άνιάν, ένοχλεΊν. άηδης ειμί τινι. To be a.'d at athg, άχθεσθαί τινι or επί τινι. βαρέως φίρειντι. δυσχεραίνειν τι, also προς τι, επί τινι. ANNOY, ANNOYANCE, subs, πόνος, μόχθος, άχθος, το. κακόν and πάθος. ANNUAL, 6, 17, τό κατ' ενι- αυτόν or κατ έτος. ενιαύσιος, επέτειος 2, also έτειος, ετήσιος. ANNUALLY, κατ' ένιαυτόν. καθ' εκαστον έτος. δι έτους. ANNUITY,^ κατ' ένιαυτόν πρόσοδος, χρήματα τά καθ' εκαστον έτος γιγνόμενα. ANNUL, άκϋροΰν. άθετεΐν. Χύειν,διαλύειν,καταλύειν. άναι- ρεϊν. έζουθενεΐν (Ν. Τ.). ANNULAR, ANNULARY, κυκλοειδής, κυκΧωδης, κυκλω- τός. ANNUL ATED, κρικωτός. > ANNULMENT, άθέτησις. άκύρωσις. κατάλυσις. άναίρεσις. ANNUMERATE, προσ- αριθμεΐν. προσγράφειν. τιθέναι τι έν τισι. προσλογίζεσθαι. AxNNUNClATE. See An- nounce. ANNUNCIATION, αγγε- λία, επαγγελία, άγγελμα. ANODYNE, ανώδυνος, 2. ANOINT, χρίειν. άλείφειν. έντρίβειν. ( With costly, scented oils, SfC.) μυροΰν and μυρίζειν. AKOINTED, άληλιμμένος. κεχρισμενος. μυροβαφης. ANOINTING, ANOINT- MENT, μυρισμός. χρΊσις. ANOMALOUS, ανώμαλος,?. ANOMALY, ανωμαλία, τό άνώμαλον. ΑΝΟΝ. ^[ Instantly, present- ly] αύτίκα. παραχρήμα, ευθύς, ευθέως. % Now and then, at whiles] ενίοτε. Ever and a., αεί. άεί ποτέ. ANONYMOUS, ανώνυμος, 2 (of persons), άνεπίγραφος (of writings), αδέσποτος (of asser- tions and sayings). ANOTHER. H In general, for signifying any object whatever out of the indefinite multitude, with the exception of, and in opposition to, some single one, άλλος. A. did it, not Ι, άλλος τις έποίησε τοΰτο, ουκ έγωγε : a., and again a., άλλος και άλλος : hence to a. place, άλλοσε. άλλαχή : in a. way, ά'λλι;. άλλως, άλλοθι : in a. case, άλλοθι : a. time, άλ- λοτε, αύθις : one time — a. time, άλλοτε μεν — άλλοτε δε : one — ι a., ό μεν. . . 6 δέ (more fully 6 μεν έτερος . . . ό δε έτερος), οι μεν ... οι δέ. άλλος μεν . . . άλ- λος δέ. 6 μεν tis . . . 6 δέ τις or άλλος δέ τι« (in pi. οι μεν . . . οι δέ. οι μέν τίνες . . . άλλοι δέ [τιι/ε?]). One says this, a. that, άλλος άλλο λέγει : one one way, a. another, άλλος άλλον τρόπον : one this way, a. that, άλλος άλλη : one hence, a. thence, άλλος άλ- λοθεν : thus then one calling in the assistance of this man, a. of that ; now for one purpose, and now for a., ο'ύτω δη άρα παρα- λαμβάνων άλλος άλλον επ' άλ- λου,τόν δ' έπ' άλλου χρεία (P.): one helps a., ό έτερος τον έτε- ροι» ωφελεί, ώφελοϋσιν άλλτ;- λους. ΤΙ One more] by έτι (still) tvith the subst. in question ; add a. drachma, πρόσθες έτι δραχμήν. ΤΙ Reciprocal] one a., αλλήλους, ας, sts εαυτούς. If The other or second of two is properly rendered by έτερος, but this word sts serves for transl. into Greek of expres- sions wliere another is used in English, e. g. to become a. man, έτερον γίγνεσθαι. See Other, The other, and One another. ANS ANSATED, ωτα or Χαβάς έχων. ANSWER, v. 1 Reply] άπο- κρίνεσθαι (aor. mid.), άνταπο- κρίνεσθαι, άντειπιΐν : to athg, ΤΓ /oos τι. φάναι and ειπείν (with the citation of the a. itself), άμεί- βεσθαι (of alternate singing), άν- αιρεΐν. χρησαι (of oracles). To a. a letter, or in writing, άντι- γράφειν, άντεπιστελλειν : to a. an objection, άπαντάν rots ε'ιρη- μένοις: to a. beforehand, or by anticipation, προλαμβάνειν. if Requite, return] This idea is mly eoq>ressed by compounds with αντί. Vid. to Return. 1J To corre- spond with, agree with] άρμότ- τειν or άρμόζειν προς τι. εφαρ- μόζειν or εφαρμόττειν τινί. άκολουθεΐν τινι. είναι κατά τι. ομοιον είναι τινι : to answer aby's wishes, κατά νουν είναι τινι : not to a. expectation or opinion, καταδεέστερον είναι της δόξης. ANSWER, subst. άπόκρισις (given orally), απόφθεγμα (short and full of meaning), απαγγελία (communication in reply). A. to a letter, in writing, αντιγραφή, επιστολή άντεπισταλμένη : a. of an oracle, χρησμός, μάντευμα : to give or make a., διδόναι or άποδιδόναι or ποιεϊσθαι άπό- κρισιν. άποκρίνεσθαι, e.g. justly, δίκαια : to bring a. from aby, άπαγγέλλειν or λέγειν παρά τίνος : an a. is contained in the letter, άντιγίγ ραπται εν τ?} επιστολή. ANSWERABLE. «H Capable of an answer] εύαπυΧόγητος. "H Responsible] υπεύθυνος, υπαί- τιος. See Accountable. T[ Corresponding, proportionable ] Vid. ANSWERABLENESS, 'επι- είκεια, συμμετοία. ANSWER ABLY, αναλόγως, συμμέτρως. ANT, μύρμηζ. ANT-EGG, το της μύρμηκος ω όν. ANT-HILL, μυρμηκία. ANTAGONISM, το άντι- πράττειν. άντίστασις. εναντίω- σις. t ANTAGONIST, 'εναντίας, νπεναντίος, ενάντιου μένος, αντ- αγωνιστής, αντίπαλος. ANTAGONISTIC, εναντίας. ANTANACLASIS, άντανά- κλασις. ANTARCTIC, ανταρκτι- κός. ANTECEDE, ηγε Ίσθαι, προ- ηγεΐσθαι, έζιιγεΐσθαι. ANTECEDENT, τό ηγού- μενον, τό π ροηγού μενον. ANTECEDENTLY, προη- γουμένως. ANTECESSOR, ό πρότερον ων εν τή αρχή. ό προς τίνος 'έχων την άρχην. ANTECHAMBER, πρόδο- μος, προδωμάτιον. θΰραι. (23) ΑΝΤ ANTELOPE, όρυζ, υγος, 6. δορκάς, άδος, η. t ANTEMERIDIAN, ίωθινός. ό, η, τό έωθεν. 6, η, τό προ της μεσημβρίας. ANTENNA, κεραία. ANTENUPTIAL, προγάμιος and προγάμειος. ANTEPAST, πρόγευμα. ANTEPENULTIMATE, η προπαραλήγουσα (συλλαβή). ΑΝ Τ Ε ΡΟ S 1 Τ Ι Ο Ν, πρόθε- σις. ANTERIOR, 6, ή, τό πρόσ- θεν or 'έμπροσθεν, εμπρόσθιος, πρόσθιος. πρότερος. πρυγεγενη- μένος. προϋπάρχων. ANTE-ROOM. See Ante- chamber. ANTE-STOMACH, πρόλο- βος. προηγορεών. ANTE-TEMPLE, πρόναος. ANTEVERT. See to be Be- forehand with. ANTHEM, άσμα. μέλος, ϋμνος. ANTHEMIS, άνθεμίς. ANTHOLOGY, άνθολο- ^ΑΝΤΗΟΝΥ'β (St.) FIRE, ερυσίπελας. ANTHRAX, Άνθραξ, άνθρά- κωσις. καρχηδών. ANTHROPOLOGICAL, αν- θρωπολόγος. > ANTHROPOMORPHOUS, άνθρωπόμορφος. ANTHROPOPATHY, άν- θρωποπάθεια. ANTHROPOPHAGOUS, ανθρωποφάγος. ANTHROPOPHAGY, αν- θρωποφαγία. ΑΝΤΙ. ^f In composition, sig- nifying against, opposed to, reverse of J αντί. ANTI-BACCHIUS. f Me- trical foot ] άντιβάκχειος. ANTIC, adj. *ft = antique] Vid. ΤΪ Ludicrous, grotesque] γελοίος, άτοπος, αλλόκοτος. ANTIC, s. 1ί Grotesque or lu- dicrous trick] φλυαρία, ληρος. φληναφος. ϋθλος. H One who plays antics] γελωτοποιός, βω- μόλοχος. 6 φλύαρων. ANTICHRIST/AvTt'vpiaTos (JV. Τ.). ANTICHRISTIAN, άσεβης, ανόσιος. ANTICIPATE. J[ Take be- forehand] προλαμβάνειν, προ- καταλαμβάνειν. U Prevent] φθάνειν, προτερεΧν. H Per- ceive or suspect beforehand] προ- αισθάνεσθαι. προϋπολαμβάνειν. ΤΙ Taste or enjoy beforehand] προ- γεύεσθαι. ANTICIPATION. 1 Taking beforehand] πρόληφις,προκατά- ληφις. ■ff Presentiment] προ- αίσθησις (Plut.). ^[ Foretaste] πρόγευμα. To do athg by a. is generally expressed in Greek by a compound of the prep, πρό with the verb that denotes the action. ANT ANTICIPATORY, προ- ληπτικός. ANTICLY. «JT = antiquely] άρχαίως, άρχαϊκως. Tj Ludi- crously, absurdly] γελοίως. άτό- πως. ANTI-CONSTITUTIONAL, παρά τον νόμον. παράνομος. ANTI-CONVULSIVE, σπασμών παυστηριος. ANTIDOTAL, ANTIDOTI- CAL, άντίδοτος, 2. άλεξιφάρ- μακος, 2. άντίτομος. ANTIDOTE, άντίδοτον, άν- τιφάρμακον. άλεξιφάρμακον. To use a.'s, άντιμηχανασθαι. άν- τιτέμνειν. ANTILOGY, άντιλογία, εν- αντ ιολογία. ANTIMETABOLE, άντιμε- ταβόλη. ANTIMONY, στίβι, στίμμι. ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΝ, παράνομος, άνομος. ANTINOMY, αντινομία. ANTIPATHETIC, αντιπα- θής, 2. άκοινώνητος, 2. f ANTIPATHY, αντιπάθεια, άκοινωνησία. To feel an a., see to Dislike. ANTIPERI STASIS, άντι- περίστασις. ANTIPHONAL, άντίφωνος. ANTIPHONY. f Return of sound] άντιφωνία, άντιφώνησις. % An antiphon, anthem] τό άντί- φωνον (Eccl.). ANTIPHRAS1S, άντίφρα- σις. ANTIPHRASTIC, άντιφρα- στικός. ANTIPODES, αντίποδες. Land of the a., άντίχθων. ANTI-POISON, 2ντιφάρμα- KOV. ANTIPTOSIS, άντίπτωσις. ANTIQUARIAN, αρχαιολο- γικός. ANTIQUARIAN IS Μ, αρ- χαιολογία. ANTIQUARY, αρχαιολόγος. ANTIQUATE,v. α. παλαίουν, άπαρχαιοΰν. To become a.'d, άπαρχαιοϋσθαι and παλαιοΰ- σθαι, pass, (of thgs and circum- stances), καταγηράσκειν (of per- sons). ANTIQUATED (obsol.),ap- χαιότροπος,παλαιούμενος. dva- κεχωρηκώς. ANTIQUATEDNESS, dp- χαιότης, άρχαιοτροπία. ANTIQUE, αρχαίος, αρχαϊ- κός, άρχαιότροπος. πολυχρό- νιος, 2. πολυετής. ANTIQUITY, παλαιότης, άρχαιότης. A's (oZrf rarities), τά αρχαία or παλαιά. ANTISPASTIC, άντισπα- στικός. ANTISPASTUS or ANTIS- PAST. f Metrical foot ] άντίσπ αστός. ANTISTROPHE, άντιστρο- ANTITHESIS, άντίθεσις. τ, άντίθετον. άνταπόδοσις. > ANT APO APP ANTITYPE, το αντίτυπου. ANTITYPIC AL, αντίτυπο?. ANTLER. See Horn. ANTCECI, αντοικοι. ANTONOMASIA, άντονο- μασία. ANVIL, ακμών. ( ANVIL-STOCK, άκμόθετον, άκμοθέτη?. t ANXIETY. «IJ Carefulness] επιμέλεια, φροντί?, σπουδή. % Fearfidness, distressful apprehen- sion] δυσθυμία. δκνο?. φόβο?, αδημονία, αγωνία. If Distress] στενοχώρια, θλίψι?. ANXIOUS, t Careful] επι- μελή?, 2. σπουδαίο?. If Fear- ful, distressed in mind] δυσθύμω? έχων. εμφοβο?. περ'ιφοβο?. πε- ριδεή?. To be a. about athg, φοβεϊσθαι (pass.) περί τινο?. δυσθύμω? εχειν πρό? τι or περί τι. όκνεΐν τι. μέλει μοί τινο? : to make aby a., άνιάν τίνα. φό- βον παρέχειν τ ινί, followed by μη with the sub), or optat. To become a., εν φροντίδιγίγνεσθαι. t ANXIOUSLY. ^ Carefully] επίμελώ?, σπουδαίω?. Tf With fearfulness or distress] εμφόβω?, περιφόβω?. ANXIOUSNESS. See An- xiety. ANY. % Some one indefi- nitely] τι? (enclitic). 6 τυχών {any one, no matter who ; any or- dinary person). A. one who, οστι?. = a. one who pleases, 6 βουλόμενο?. U Any, with advs. (where, how, Qc.)]. A. where, πού (enclitic, used principally of place, but also of kind and man- ner) : at a. time, ποτέ (enclitic, used of time) : a. how, πώ? and πή (both enclitic, used only of kind and manner) : in a. way or man- ner whatever = in some way or other, άμωσγέπω?. άμηγέπη : in a. other way tz in some other way, αλλωδ πω? : in a. place whatever = in some place or other, πού (enclitic), άμουγέπον. AORIST, αόριστο?. AORTA, αορτή. APACE, ταχέω?. εν τάχει. σπουδτ}. APAGOGE, απαγωγή. APART, χωρί?. Ίδια. κατ' Ιδίαν, καταμόνα?. κα$' εν έ- καστοι». To set every one a., δια- τάττειι/ arid διατιθίναι : to sit a., διακαθί~ζεσθαι : a. from, άνευ, χωρί?, κεχωρισμένο?, all c. gen. APARTMENT, οίκημα, οίκο?, δωμάτιον. στέγη, σκηνή, θάλα- μο?. Dwelling a., δίαιτα, διαι- τητήριον : men's a., ανδρών, άν- δρωνΐτι?: women's a., γυναικών, γυναικωνϊτι? : visiting or recep- tion a., το άσπαστικόν : eating a., δειπνητηο'.ον. > APATHETIC, αναίσθητο?, 2. απαθή?, 2. σκληρό?, άγριο?. To be a. in regard to athg, άναισθή- τω? εχειν πρό? τι. APATHY, αναισθησία, απά- θεια. (24) ΑΡΕ, πίθηκο? οτπίθηζ. κάλ- λια? (a tame ape). A young a., πιθηκιδεύ? : to play the a., πιθη- κίζει!/. APE, v. "ζηλοϋν. "ζηλοτυπεΊν. APING, κακόζηλο?, 2. APEAK, όρθοστάδην, όρθο- στάδον. APEPSIA, άπεφία. APER, μιμητή?. APERIENT, ελατήριο?, ύπαγωγό?, 2. APERTURE, στόμα, χάσμα, οπή. APETALOUS, άπέτηλο?, 2. APEX, άκρα, άκρον, κορυφή. APHjERESIS, άφαίρεσι?. APHELION, άφήλιον (mo- dern). APHIS, άφι?. APHONY, αφωνία, τό άφω- νον. φωνή? εκλειψΐ?. APHORISM, αφορισμό?. APHORISTIC, αφοριστικό?. APHRODISIAC, αφροδί- σιο?, αφροδισιακό?, άφροδι- σιαστικό?. APIARY, μελιττοτροφεΐον. ^ελιττώι/. APIASTER, μέροψ. APIECE. See under Α. APISH. II Monkey-like] πι- θήκειο?. % Absurdly imitative] κακόΧ,ηλο?. APISHNESS, πιθηκισμό? (chiefly of ufeedling ways. Aris- toph.). Impropr. to γελοίοι/, τό παιγνιώδε?. APOCALYPSE, άποκάλυ- APOCALYPTIC, αποκαλυ- πτικό?. APOCOPATE, άποκόπτειν. APOCOPE, αποκοπή. APOCRUSTIC, άποκρουστι- κό?. APOCRYPHAL, απόκρυ- φο?. 2. αδόκιμο?, 2. APODICTIC, αποδεικτικό'?. APODOSIS (ορρ. to Protasis), άπόδοσι?. APODYTERIUM, αποδυ- τήριου. APOGEE, τό άπόγειον (διά- στηαα). APOGRAPH, απογραφή, τό απόγραφου. APOLOGETIC, αττολογί,τι- κό?. APOLOGIST, 6 άπολογού- μενο?. APOLOGISE, ν. άπολο- γεϊσθαι. APOLOGUE, aVOXoyos (P.). See Fable. APOLOGY, απολογία, απο- λογητικό? λό -yos. APONEUROSIS, άπονεύρω- σι?. APOPHLEGM ATISM, αττο- φλεγματισμό?. APOPHTHEGM, από- φθεγμα. APOPHYGE, αποφυγή. APOPHYSIS, άπόφυσι?. APOPLECTIC, άποπληκτι- KOS. APOPLEXY, αποπληξία. To be seized with a., άποπλήτ- τεσθαι : seized with a., άπό- πληΚΤΟ?. APOSIOPESIS, άποσιώπη- σίδ. APOSTASY, άττόστασίδ. To be disposed to a., άποστατικώ? εχειν, νεωτεριζειν. APOSTATE, αποστάτη? : fern, άποστάτι?. APOST ATIC AL, αττοστατι- ko's. APOSTATIZE, άφίστασθαι (άποστηναι) : from aby, τινό? or άπό τινο? : to one, πυό? τίνα. APOSTEMATOUS,a-nwT I; - ματικό?. See Ulcerous. APOSTEME, αττόστιι/ια. See Abscess, Ulcer. APOSTLE, αττο'στολο*. APOSTLESHIP, αττοστολ»} {Ν. Τ.). APOSTOLICAL, αττοστολι- ko's {j£ccl.). APOSTROPHE, αποστροφή, η απόστροφο? (γραμμή). APOTHECARY, φαρμακο- πώλη?. μιγματοπώλη?. φαρμα- κεύ?. φαρμακοποιό? (adj. The- oph.). Α. 's- shop, φαρμακεϊον (P.). φαρμακοπωλιον (a word not used by the more ancient writers) : art of the a., φαρμα- κευτική. APOTHEOSIS, αττοθεωσι?. APOTREPSIS, άπότρεφι?. APOZEM, άπόζεμα, αφέψη- μα. APPAL (Trans.), φοβεϊν, εκπλήττειντινά. φόβον έμβάλ- λειν τινί. APPAL Μ ΕΝ Τ, εκπληζι?. ταραχή. APPANAGE, σύνταζι?. χρήματα τα ε? τροφην δεδο- μένα, σΐτο?. To receive as a., καρποΰσθαι σύνταζιν : to be as- signed as a., δεδόσθαι ε? τροφήν. APPARATUS, παρασκευή, σκεύη, ών, τα. APPAREL, εσθή?. στολή, άμπεχόνη. περιβολή, σκευή, κατασκευή, σχήμα, 'ιμάτια, τά. Mean a., ταπεινόν σχήμα. APPAREL, ν. άμφιεννύναι, άμπέχειν. ενδύειν (c. double ace. of person and thg). ■ APPARENT. IT Manifest] εμφανή?, εναργή?, φανερό?. *\ Seeming] δοκών. A. existence, τό δοκεΐν είναι. APPARITION, φάσμα, φάν- τασμα, μορμών, μορμολυκεΐον. εΧδωλον. To be afraid of a.'s, φοβεϊσθαι μορμόνα?. μορμολύτ- τεσθαι. APPARITOR, δήμιο? or δη- μόσιο?. APPAY, ν. = appease] Υιό. APPEAL, ν. ίϊ In law] dva- βάλλειν τηνδίκην. παλινδικεΊν. To a. to aby, άναφέρειν την δίκην πρό? τίνα. εφιέναιεί?τινα. επικαλεϊσθαί τίνα : a process in which one may a., εφέσιμο? δίκη. APPEAL, s. 1 In law] εφε- APP σις, έπίκλησις, αναφορά, ανα- βολή, παλινδικ'ια. Α. to aby, εφεσις εϊς τίνα, προς τίνα : sen- tence agst wch there lies an appeal, κρίσιν έφέσιμος : court of a., κύριου δικαστήριον. T[ Invoca- tion] κλήσις, άνάκλησις. ευχή, προσευχή. Under a. to the gods, μαρτυρά μένος τους θεούς. APPEAR, v. 1 Become vi- sible] φαίνισθαι, άναφαίνεσθαι, προφαίυεσθαι, έμφαίυεσθαι, κα- ταφαίυεσθαι (pass.), εμφανή or φανερόν γίγνεσθαι, οράσθαι (pass.), εκλάμπειυ, έπιλάμπειυ (with splendour or pomp). To a. in public, ττροελθεΐν, έξελθεΐυ εις ανθρώπους : of writings, έκ- δίδοσθαι, διαδίδοσθαι (pass.), εκφέρεσθαι (pass.) εις το φως; to a. suddenly, έφίστασθαι, παρ- ίστασθαι,τταραστηναι(ίηβ^/οη also of ghosts and spectres). % To present oneself] παραγίγνεσθαι, άπαντάυ : at a place, εις τίνα τόπον : before a person, ευ τω εμφαυεϊ έλθεΐυ τινι. έντυγχά- νειντινί. προσεΧθεΐντινι. άπαν- τάυ προς τίνα. To a. before a court of justice, άπαντάυ επί την δίκην. εϊσιέυαι ΰπακούειν (of both plaintiff and defendant). Tl To seem] Vid. APPEARANCE. IT Coming in sight] εμφάνεια, επιφάνεια, φαντασία, εκδοσις (production or edition of a writing). By his a. he scattered the enemy, όφθεϊς διεσκέδασε τους πολε- μίους. *ff The object which ap- pears] φάσμα, φάντασμα, είδος, εϊδωΧον, όφις. A singular a., πράγμα άΧΧόκοτου. U Seem- ing] δόκησις. According to a., εκ των εικότων, κατά το εικός, ώς εοικε. απ' όψεως (e.g. to judge from outward a.) : according to all human a., όσαγε τάνθρώ- πεια : to all a. athg will be, εοικεν εσεσθαί τι. κινδυνεύει εσεσθαί τι. επίδοξου εστί τι γενέσθαι or γενησεσθαι : to all a. aby will do athg, επίδοξος εστί tis ποιησαι or ποιήσειν τι : δόκησιν παρέχει tis, ώς : to have the a. of athg, είδος εχειν τιι /os. δοκεΐν εϊυα'ι τι : the good a. of athg, ή ευπρέπεια τίνος. APPEASABLE, εύκατάΧ- Χακτος,εύδιάΧΧακτος,2. ραδιος or εύμαρης προς διαλλαγήυ. πράος' or πραύς. ευμενής, 2. APPEASABLENESS, ή προς εξιλασμού ευμάρεια, εϋ- μένεια. το εύμευές. το εύδιάλ- λακτον. πραότης. APPEASE, ν. πραυνειν, καταπραύνειν (an angry per- son). κηλεΊν (to soothe an excited and passionate one), ιλάσκεσθαι and εξιλάσκεσθaι(oneιvhow^shes to avenge a past injury), κατα- στέλλε ιν (those esply who are found in tumult and uproar), κατηρεμίζειν (to quiet, X.). ΑΡΡΕΑβΕΜΕΝΤ,ττράϋι/σι?, παϋσις. (25) APP APPELLATION. See Name. APPELLATIVE, κατηγορι- κού όνομα. APPEND, v._ ΤΓ Hang to] άναρτάν, έξαρτάν : to athg, εκ τίνος or άπό τίνος, προσαρτάν τι τινι or προς τι. έ^ά•7ττειι/ τι τίνος. ΤΙ Add to] προστιθέναι, προσβάλλειν τί τινι. συυάπτειν τι προς τι. APPENDAGE, APPEND- ICLE, προσθήκη, έφόλκιου. τά έχόμευα. τά προσκείμευα. ^ APPENDANT, 'ίδιος, προσ- ήκωυ. APPENDIX, προσθήκη, επι- μέτρου, πάρεργου, επιβολή. Το make an a. to athg, προστιθέυαι τί τιυι. επιβάλλειυ τί τιυι : in writing, προσγράφειυ. APPERTAIN, εΤναί τίνος, ίδιον είναι τίνος, ΰπάρχειν τινι. προσήκειν τινι. appertainment* αρ- PERTENANCE, or APPUR- TENANCE, τά περί τι. τά προς τι. τά κατά τι. τά έχό- μευα. τά προσκείμευα. προσ- θήκη. APPERTINENT, 'ίδιος, υπάρχων. APPETENCY, η κατά φυ- σιυ επιθυμία, εφεσις. πόθος, ορμή. ΑΡΡΕΤΕΝΤ, έπιθυμητικός. έφιέμενός τιυος. APPETITE. IT Desire in ge- neral] επιθυμία, 'έρως, ωτος, 6. πόθος. IT Desire for food] όρεξις. To give a., άυαπε'ιθειυ, έπι σίτου άγειυ : giving a., ευόρεκτος : to whetthea.,£'7rieij , yeii/T»}i/op££/i/: to have a good a., to eat with a., ήδέως προσφέρεσθαι or έσθίειν : having a good a., eating with a., εϋσΊτος : to eat without a., άηδώς εσθίειυ : having no a., άυόρεκτος, κακόσϊτος, 2 : want of a., άυο- ρεξία. κακοσιτία : I have an a. for athg, ή ψυχή προσίεταί τι : I have no a. for athg, ή ψυχή ου προσίεταί τι. ού προσίεμαί τι : to satisfy one's a., έσθίειν όσου »'? ψυχή δέχεται: the a. is allayed, η φυχη αναπαύεται. APPETITIVE, εττιθυ/^τι- κός. ορεκτικός. APPLAUD. IT To approve by hand-clapping, S[c.] άνακρο- τεΐν, έπικροτεϊν, Tifi. — επιση- μαίυειυ τιυι (Χ.), but only έπιση- μαίυεσθαι (/. D. ./£.), to signify one's approval by gestures, fyc). TT To praise in general] έπαινεΐν. ευ λέγειν, εϋλογεΐυ. έγκωμιά- Χ,ειν, δοξάζειν. APPLAUDER, έπικροτών, ^c, or επαινετής, εγκωμιαστής. APPLAUSE, κρότος χειρών and κρότος absol. 'έπαινος, ευλο- γία, θόρυβος και κρότος (ώς συυησθέντος, -των). To raise shouts of a., άναθορυβεΐν (absol., or ώς τις ευ λέγει, £{C., Χ. Ρ. So θορυβεΐυ ώς ευ λέγεται, D.). εύμευώς έπιθορυβεΐυ (Χ•). έπ- I αλάλαζε ιυ τιυι. ΑΡΡ APPLAUSIVE, επαινετικός, εγκωμιαστικός. APPLE, μήλον. APPLE OF THE EYE, κόρη. APPLE-TREE, μηλέα or μήλη. APPLE- WINE, οίνος ό άπό μήλωυ. APPLIABLE. See Appli- cable. APPLIANCE. IT Use, em- ployment] το χρησθαι, χρησις, χρεία. % Instrument, means, aid] μηχάυημα. ωφέλημα, αφορμή (resources or means for beginning, τιυός or εις τι). APPLICABILITY, APPLI- CABLENESS, χρησιμότης. το χρήσιμου. APPLICABLE, χρήσιμος, επιτήδειος. To be a. to athg, καιρόν εχειν προς τι. είναι προς τι. άρμόζειν -ττειν (to fit), πρέπειν (to be befitting). See to Apply. APPLICANT, ό Ιητώυ τι. 6 μετελθώυ τι. APPLICATION. % Act of applying or laying on, also tkg ap- plied] έπίθεσις. επιβολή, προσ- βολή, έπίπλάσις (of a plaster, Aretce.). έπίχρισις (of a salve, <§-c, Strab.). *|T Employment of means] χρήσις. If Solicitation] δέησις. αίτησις, δέημα. α'ίτημα. ^\ Attention, ^ntensethought]πpoσ- οχή. "[Τ Diligence] σπουδή, σπου- δαιότης. μελέτη. ^f Inference for use] χρησις, χρεία, παραίυε- σις. ΤΤ Reference of a fable, φ?.] To make the a. of athg to — , άναφέρειν τι προς τίνα: to make a false a., παραστρέφειυ (to per- vert Ρ ") APPLY. (Trans.) IT To lay on] έπιτιθέναι, έμβάλλειν, προσ- φέρειυ and προσάγειυ τινι τι. To a. ladders to the walls, tois τε/χεσι κλίμακας παραστησαι : to a. (a plaster or medical prepa- ration, φάρμακον) έπιτιθέναι (-θεΐναι) or έπιπλάσσειν (Η. Theoph.), or επιχρίειυ (I, Gal., of an ointment) : to a colours, χρώματα επιχρίειυ: to a. leeches to the foot, &c, βδελλί'ζειυ του πόδα ( Gal.) : to a. cupping-glasses, σικύαζειυ. TT Make use of] χρη- σθαι τιυι. ίΤ Adapt, fit] συυ- α-π-τειι/ τι Trpos τι. προσάπτειυ τί τιυι. ΤΤ Quote, adduce in speaking or writing] προσμιγνύ- υαι τι τιί Χόγω. χρησθαι τιυι κατά του λόγου. IT Direct, turn to] τείυειν, συντείνειν. τρέπειυ εις τι or προς τι. To a. one's (own) attention to athg, προσ- έχειν τον νουν τινί. ΤΤ To busy oneself with athg] άσχολεΐσθαι περί τι or κατά τι. διατρίβιιν or διατριβηυ ποιεΐσθαι άμφίτι, έπί τινι, εν τινι, προς τιυι. άντ- έχεσθαί τινυς (e.g. της θαλάσ- σης — naval affairs. F. Τ), σπου- δά'ζειν περί τι. *i[ =ito ask for] VlD. APPLY. (Intrans ) προσ- APP APP APP ηκειυ (to relate to), άναφέρεσθαι (to be referred to), άποβλέπειν (to look to : of a fable), είναι προς τίνα (of a fable). APPOINT. TI To fin, decree] τάττειν, συντάττειν. ορίζει», προορίζΐΐν. καθιστάναι. άπο- δεικνύυαι. άποφαίνειν. τιθέναι. ■f[ Make agreement ivith aby] συν- τίθεσθαί τί τινι or προς τίνα. Τί Furnish, equip'] έπισκευάζειν, παρασκευάζει», έτοιμάζειν. APPOINTER, όρισιτίβ. κατα- στάτι /s. ■ APPOINTMENT. % Order] ορισμός, τάξις, διάταξις. διά- θεσις. κατάστασις. Ά Decree] προσταγή, επιταγή. *ίΤ Thing ordained] πρόσταγμα, επί- ταγμα, διάταγμα. % Stipula- tion] συνθήκη, σύνθημα. % Equip- ment] σκευή, παρασκευή. IT Post of office] τάξις. τιμή. τέλος. ΤΤ Pay, hire] μισθός. APPORTION, συμμετρεΐν. επινέμειν. APPORTIONED συμμετρη- της. άπονειιητης. APPORTIONMENT, συμ- μέτρησις, άναμέτρησις. διανομή, άπονέμησις. APPOSE, άνακρίνειν. άνα- ζητεϊν. έξετάζειν. APPOSER, εξεταστή*. APPOSITE, προσήκων, πρέ- πων, συναρμόζων. καίριος. APPOSITELY, προσηκόν- τως, πρεπόντως. καιρίως. προς καιρόν, άξίως. δεόντως, ευπρε- πούς. APPOSITENESS, έπιτη- δειότης. ευπρέπεια, το πρέπον, το καίριον. APPOSITION, πρόσθεση, προσθήκη. (In gram.) παρά- θεσις. ■ APPRAISE, τιμά~ν % άξιούν. άναμετρείσθαί τι. κρίσιν ποι- είσθαι περί τίνος. t APPRAISEMENT, τίμησις. άξίωσις. κρίσις. άναμέτρησις. APPRAISER, τιμητής, έπι- τιμητής. APPRECIABLE, λογισμω αιρετός, αξιόλογος, τίμιος. APPRECIATE. «|ί To esti- mate, fix value] τιμαν, καθιστά- ναι τιμήν. % Esteem, prize] τιμαν, προτιμαν, δια τιμής εχειν. APPRECIATION, «fi Value, estimation] άξίωσις, καταξίωσις. τιμή, τίμησις. If Increase in price] επιτίμησις. APPREHEND. % To lay hold On] απτεσθαί τίνος, άντιλαμ- βάνειν τινός, έπιλαμβάνεσθαί τίνος. ΤΤ To arrest as a prisoner] συλλαμβάνει», καταΧαμβάνειν. άγειυ or εισάγειν εις υλακην. ΤΤ To conceive by the mind] κατα- λαμβάνειν. εννοεΐυον ίννοεΐσθαι. αίσθάνΐσθαι. «ft To think on with fear or anxiety] φοβεΐσθαι. δε- δοικέναι or δεδιέναι. *ϊ[ To th^nk,^magine]o'ίεσθaι,ηγεϊσθaι. I a., οΐμαι. (26) APPREHENDED, lici- ληπτός. APPREHENSIBLE, ληπτός, καταληπτός, νοητός. APPREHENSION. 1 Lay- ing hold on] άντίληψις. άφη. λαβή. TT Arrest] κατάληψις, έπίληψις, σύλληψις. α'ίρεσις. *Π Perception] α'ίσθησις. σύνεσις. Quick a., άγχίυοια. φρένων όξύ- της. εύξυνεσία. εϋμάθεια (Ρ•). Τί Suspicion] υποψία. ΤΙ Fear, an-xiety] φόβος. δέος. APPREHENSIVE. Tf Sen- sitive] αισθητικός. ΤΙ Quick in understanding] νοητικός, εύμα- θή*. TT Fearful, anxious] εμ- φοβος περί τίνος, περίφοβος. περιδέης. APPREHENSIVELY. If Fearfully] περιδέως. *JT Suspi- ciously] ΰπόπτως. APPREHENSIVENESS. ΤΙ Quickness of mind] see quickness of Apprehension. ΤΪ Sensitive- ness]To α'ισθητικόν. TT Fearful- ness] δειλία. % Suspicion] υπο- ψία. APPRENTICE, παϊς b πάρα- δεδομένος επί τέχνην. APPRENTICEHOOD, AP- PRENTICESHIP, APPREN- TISAGE, μαθητεία. Generally τέχνη is to be used in Greek to com- plete the expression of the modern notion. Ύο\>ε%νι\οηζ%Ά.,άρχεσθαι εκμαθείν τέχνην: to serve one's a. under aby, διδασκάλω χρη- σθαί τινι : to have served one's a., των διδασκάλων άπαλλαγη- ναι (P.) : to put a boy (out as) a., παΐδα επί τέχνην εκδιδόναι, έκ- δοΰναι : to serve an a. to the art of war, τά πολεμικά καταμαν- θάνειν : the chase is an a. for -war, προγύμνασμα του πολέμου η άγρα (Athen.) : one who is still serving his a. (i. e. is not master of his art), b πρωτόπειρος της τέχνης (Athen.) : tears were the entrance to my a., δάκρυα μοι έγένετο παροιμία τέχνης. APPRISE, επαγγέλλειντινί τι. καταμηνύειν τι προς τίνα. APPRIZE, <τιμαν,\ογίζεσβαι or Ίστάναι, συνιστάναι τιμήν τίνος. APPRIZEMENT, APPRIZ- ING, τίμησις, τίμημα, λογι- σμός, υπολογισμός. rYPPRIZER, τιμητή. APPROACH, t (Intrans.) To come near] εγγύς or πλησίον γίγνεσθαι τίνος, προσεγγίζειν, πλησιάζειν τινί. επιέναι, προσ- ιέναι, προσμιγνΰναι τινί. προσ- πλε7ν (in navigation), επιέναι and επιγίγνεσθαι (of drawing near in time), εγγύς είναι τίνος and εοικέναι τινί (to be like). TT (Trans.) Tobringnear] πλησίον ποιείν τί τίνος, προσφέρειν or προσάγειν τί τινι or προς τι. APPROACH, APPRO ACH- ΜΕΝΤ, s. f ΤΙ Drawing near] πλησιασμός. προσεγγισμός. Τί Access] είσοδος, πρόσοδος. APPROACHABLE, προσ- βατός, προσιτός. Easily a., εύ- έφοδος. ευπρόσιτος (of places), εύπρόσοδος (of places and per- sons), εφικτός, αιρετός, δυνατός έφικνείσθαι. APPROACHLESS, άβατος, άπρόσβατος, άνέμβατος, δύσβα- τος, 2. άπροσόδευτος. APPROBATION, f State of being satisfied with a person's words or actions, with athg] συναίνεσις, η (Plut.), συγκατάθεσις, η : also ξυνωδία {e. g. I appear to meet with your a., εοικά γ ε τυχείν της σης ξυνωδίας, P.). But we shall withhold our a., ημείς δε ου πει- σόμεθα αύτοϊς : to bestow one's a. on athg, άποδέχεσθαί τι : it has not my a., ούκ αποδέχομαι αυτό. ου μοι ξυνδοκεΐ τούτου περί (do not assent to). ΤΙ Ap- proval, praise as gained] έπαι- νος, b. δόξα, η. εύδοκ'ιμησις, η. τιμή-, v. To meet with aby's a., επαινον σχεΐν προς τίνος, άρέ- σκειν τινί, P. : to bestow one's a. on athg, επαινεϊν τι : to do athg with aby's a., ποιείν τι συναι- νοΰντός τίνος. TT Ouhvard ma- nifestation of a.] See Applause. APPROPRIATE, v. υίκει- οΰν, προσοικειοΰν (to make itpro- perty). To oneself, προσποιεΐ- σθαι (mid.). Ίδιον ποιεΐσθαι (mid.), and Ίδιοποιεΐσθαί τι, also Ίδιάζεσθαι, Ίδιοϋσθαι (mid.), προσοικειοΰσθαι. σφετερίζε- σθαι. IT Devote to] προσγράφειν. χαρίζεσθαι (mid.), άνατιθέναι, also άναδεικνύναι. κατονομάΧειν. APPROPRIATION, f The devoting athg to] ή άνάδειξις. η κατονομασία. The art of a., jj ο'ικειωτικη. *fT Laying claim to] η Ίδίωσις. προσποίησις. b σφε- τερισμός, or Orel, with the verbs. APPROPRIATE. IT Suitable] σύμμετρος, 2. επιτήδειος, οι- κείος (agreeing with the peculiar nature of athg), also δίκαιος (equi- tably α.), ανάλογος, 2 {propor- tionable), εύάομοστος 2 (well- suited). To be a., άρμόζειν or άρμόττειν, προσαρμόζειν τινί, also συναρμόζειν. άξιον είναι τίνος (worthy). Often by κατά c. ace. (κατά το μέγεθος, κατά άνθρωπον). APPROPRIATENESS, h συμμετρία, επιτηδειότης, oi- κειότης, ητος. η αναλογία, εύ- αρμοστία, or by the neuter adjj. in preceding article, or by verbs. APPROVE, επαινεϊν, also σνναινεϊν. άποδέχεσθαί (mid.), or συνδοκεΐ μοί τι. δοκιμάζειν (after testing, proving). To join in a.'ing, συνεπαινεΐν : to be a.'d even by the most fastidious, συν- επαινεΐσθαι και ύπό των ψέγειν εθελοντών (Plut.) : not to a., άποδοκιμάζειν (to reject), μέμ- φεσθαί τινι (to blame). APPROVAL, η σνναίνεσις. b έπαινος, or by the verbs, e. g. he went away with the a. of his APP commander, aVj /ει συναινεσαν- το? τον άρχοντος. See Appro- bation. APPROXIMATE, adj. παρα- πλήσιος, 2. παρόμοιος, 2 (like), οικείος, προσήκων to γένει (re- lated to). See Proximate. APPROXIMATE, v. See to make to Approach. APPROXIMATION, πλη- σιασμός, 6 (approach, Α.). To make an a. to athg, εγγύς είναι τίνος (e. g. του άληθοΰς, the truth). APPULSE, πρόσκρουσις, η. συμβολή, ν- APRICOT, το μήλον Άρμη- νιακόν. APRIL = nearly the Greek month of. APRON, περίζωμα, το. εγκόμβωμα, τό (espy worn by slaves, Longus). APSIS, αφίς, ΐδος, fi % APT, εύάρμοστος, 2. εφαρμο- γών (simple partcp.). ικανός, also αρμόδιος (befitting), επιτήδειος, οικείος, πρέπων, ούσα ον : also σύμμετρος, 2. εμμελής, ες. Το "be a. (to do so and so), φιλεΊν (= solere). See to be Wont; to be Inclined. APTNESS, η επιτηδειότης, ητος. χρησιμότης, χρηστότης, ητος, or τό επιτήδειου, χρήσι- μον. ay ad όν. ΑΡΤΟΤΕ, άπτωτον όνομα (Gr•). AQUARIUS, 6 ύδροχοεύς or ύδροχόος. AQUATIC, ύδρώδης. Α. bird, (ό) όρνις (ϊθος) λιμναίος or ( = sea-bird) επιθαλάσσιος: a. plant, (τό) φυτόν λιμναΊον. AQUA VITjE. See Brandy. AQUILINE, γρυπός or επί- γρυπος (having an a. nose). An a. nose, ρις γρυπή (g. ρϊνός). ARABESQUE, τό άνθεμον (espy in pi.), τα "ζωδάρια. ζω- όφυτα. To paint with a., "ζωοΰν : painted with a.'s, ζωωτικός. ARABLE, αρόσιμος, άροτή- σιμος, 3. άροτός, 3. Α. land, αρουρα, αρόσιμος γη. ARBITER, ό διαιτητής, also 6 πρόδικος and καταρτίστης or -τήρ (reconciler). To be an a., or act as an a., δίαιτα ν : in aby's case, τιν'ι and τινά : also προδι- κεΐν and καταρτίζειν (to recon- cile) : to have sentence given agst one by an a., δίαιταν όφλεΊν : belonging to an a., διαιτήσιμος : the office of an a., ή δίαιτα, προ- δικία : Strato who was a. between US, 6 διαίτων ημΐν Στράτων (D.) : to choose aby to be a., δίαιταυ επιτρέπειν τιν'ι : to be chosen a., την δίαιταν επιτρέ- πισθαι (pass., Luc): to refuse to act as a., την δίαιταν άπωθεΐ- σθαι (Luc.). < ARBITRATION, f, δίαιτα. ν διαιτή<τιμος κρίσις. Belong- ing to a., διαιτητικός, διαιτήσι- uos : to give the a. agst aby, (27) ARC καταδιαιταν (τινός or την 67- κην) : to give the a. in aby's fa- vour, άποδιαιτάν, τινός or τινός την δίαιταν : a. given in aby's favour, δίκη άποδεδιητημένη : he said that it was by my means that the a. was given agst him, έφη με καταδιαιτήσασθαι την δίκην αύτοΰ (D.). ARBITRARILY, κατά τό δοκούν, δεσποτικώς. ^ ARBITRARY, αυτεξούσιο?. ανεύθυνος, άπεύθυνος (irrespon- sible). See Despotic. ARBUTUS, ό κόμαρος (the tree), τό κόμαρον or μιμαίκυλον (the fruit). ARC, άφίς, ίδος or ΐδος, η. ARC-BOUTANT, άντηρίς. ARCADE, f Arched walk in gardens] όρχος καμαροει- δής. ΤΙ Portico in architecture] στοά. ARCH. ΤΙ Curve in building'] τόξου (fig•)• άφίς {ΐδος). καμά- ρα, φαλίς. ψαλίδωμα. κύρτωμα. To rest on, or be supported on a.'s, φαλιδώμασι συνέχεσθαι. ^[• A triumphal α., θριαμβική πύλη. τροπαιοφόρος άφίς. ARCH, v. a. % To give the form of an α.] κυρτοΰν. "[[ To a. over, cover with an α.] καμα- ροΰν. ARCH, adj. παιγνιώδης (playful). See Sly. ARCHAEOLOGICAL, αρ- χαιολογικό'?. ARCHEOLOGY, αρχαιολο- γία. ARCHAISM, αρχαϊσμός. ARCHANGEL, αρχάγγελος (Ν. Τ.). ARCHBISHOP,apxi£'7riV/co- ttos (Eccl.). Άρχιερεύς would, according to the religious notions of the ancient Greeks, be the more correct expression. ARCH-CONSPIRATOR, αρχηγός or άρχηγετης or αύθέν- της της συνωμοσίας. ARCHDEACON, άρχιδιάκο- νος (Eccl.). ARCHED, καμαρωτός, ψαλι- δωτός. ARCH-ENEMY, έ'χθιστο?. ARCHER, τοξότης. ARCHERY, το£ει'α. Skill in a., τοξική, τοξευτικύ : to ex- ercise oneself in a., μελετάν τω τόξω. άσκεϊν τοξείαν. ARCHETYPAL, αρχέτυ- πος. ARCHETYPE, αρχέτυπου. ARCHFLAMEN, άρχιερεύς. ARCH-HYPOCRITE, ύττο- κρίσει άνεπταμένη χρώμενος. ARCHIMANDRITE, αρχι- μανδρίτης (Eccl.). ARCHITECT, αρχιτέκτων, τεκτονικός, αρχιτεκτονικός. ARCHITECTIVE, ARCHI- TECTORICAL. See Archi- tectural. ARCHITECTONICS. See Architecture. ARE ARCHITECTURAL, αρχι- τεκτονικός. ARCHITECTURE, αρχιτεκ- τονία, αρχιτεκτονική. ARCHITRAVE, έπιστύλιον. ARCHIVES. 1 Records] συγγραφή, σύγγραμμα, γράμ- ματα, συμβόλαια. % Record- office] γραμματοφυλόκιον, χαρ- τοφυλακίου, φυλακτήριον των συμβολαίων. ARCH -LIKE, τοξοειδής. καμαροειδής> κυρτός, καμπτός. ARCHLY, σοφώς, ξυνετώς. παιγνιώδως. ARCH-MAGICIAN, t Chief of the Magi] μάγων πρώτος. *ff Consummate conjuror] τέλειος φαρμακεύς. ARCH-MARSHAL, perhaps πρώτος σκηπτοΰχος. ARCHNESS, τό παιγνιώδες (playfulness). ARCHON, άρχων. To be a., άρχειν. ARCHONSHIP,^toCSpxov- to? τι/χ»}. In aby's a., άρχοντος τίνος. ARCH-PASTOR, ποιμένων πρώτος. ARCH-PONTIFF, άρχιζ- ρεύς. Ιεροφάντης. ARCH-PUBLICAN, α'ρχιτε- λώνης (Ν. Τ.). ARCH-ROGUE, τριττάι/ουρ- γος. ARCH-ROOF, καμάρωμα. ARCH-TREASURER, πρώ- τος θησαυροφύλαξ. ARC Η -VILLAIN, παμπό- νηρος, πονηρότατος, κάκιστος, παμμίαρος. ARCHWISE. See Archlike. ARCTIC, αρκτικός and άρ- κτώος. A.-pole, α'ρκτι /co? ττόλο?. άρκτοι, αι. ARCTURUS, ΆρκτοΟρο?. ^ ARCUATE, adj. καμπύλος, αγκύλος. ARCUATE, ν. α. κάμπτειν. άγκυλοΰν. ARCUATION, κύρτωσις. κάμφις. ί| In gardening, plant- ing by layers] καταμόσχευσις. v ARDENT. *H Fiery] prop, εμπυρος, διάπυρος. % Fig. = very lively, passionate] θερμός, διάπυρος. γοργός. εμπαθής, σπουδαίος. ARDOUR, f Heat] prop, θερμότης. If Fig. = warmth of mind or feeling] όξυθυμία. ορμή. σφοδρότης. See Heat. ARDUOUS. TT High, lofty, steep] όρθιος, ανάντης, προσάν- της. if Hard, difficult] χαλεπός, δεινός, δυσχερής- επίπονος. ARDUOUSLY, χαλεπώς. επιπόνως. ARDUOUSNESS, χαλεττο- της. δυσχέρεια. AREA. ΤΙ Flat, open surface; clear space] πεδίον, ευρυχωρία, τόπος πλατύς. II Superficial measurement] εμβάδος or εμβα- δόν. AREFACTION, ξήρανσιι. ARE ARM ARM AREFY, v. α. ξηραίνειν. ahaivi.iv. ARENA, άγων, ώνος. To descend into the a. (impropr.), προέρχεσθαι εις μάχην. , ARENACEOUS, ψαμμώδης. αμμώδης. AREOPAGITE, subs. Άοειο- παγίτης. AREOPAGITE, adj. Άρειο- παγιτικός. AREOPAGUS, "Αρειοςπά- γος and Άρειόπαγος. AREOTIC, αραιωτικός. ARGENT, αφ', άργυροφανής. άργυροφεγγης. άργυροειδης. άργυρωδης. ARGENT, subs. χροΊαοια αρ- γύρου. ARGILLA, άργιλλος or άρ- γϊλος (Α.) ARGILLACEOUS, άργιλώ- δης or άργιλλώδης. πηλώδης, πήλινος. ARGOSY. -See Ship. ARGUE. 7[ To infer, conclude] στοχάζεσθαι. σνλλογίζεσθαι. τοπάζειν. 1ί To debate, dispute] διαλέγεσθαι, διαλογίζεσθαι. άγωνίζεσθαι. άμφισβητεΐν : α- bout athg, περί τίνος : against or with aby, τιν'ι or προς τίνα. % Discuss a case] διεξιέναι, έξηγεΐ- σθαι, διεξηγεΊσθαι. ARGUER, έριστης. ι ARGUMENT. % Proof] άπόδειξις, ένδειξις. παράστα- σις. έλεγχος. % Inference, con- clusion] λογισμός, συλλογισμός. ΤΙ Abstract of contents} περιοχή, ύπόθεσις. κεφάλαιον. % Cause, occasion'] αιτία, αφορμή, πρό- φασις. ^\ Discussion, disputa- tion] ζητησις. άπόρημα. άμφι- σβητημα. πρότασις αμφισβη- τήσιμος. ARGUMENTATION. See Argument. ARGUMENTATIVE, if Tending to proof] αποδεικτικός, τεκμηριώδης. Tf Disputatious] εριστικός. ARGUTATION, λεπτολο- γία. περιεργία. τερθρεία (Jug- glery). ARGUTE, οξύς. ακριβής, λεπτός (metaph.). ARGUTENESS, ακρίβεια, λ£7ττόχ))5 (metaph.). ARIA. See Am. ARID, ξηρός, κατάξηρος. αυος. άπεσκληκώς. ARIDITY, ARIDNESS, ξη- ρότης, ξηρασία, αύχμός. ARIES, κριός. AR1ETATE, κυρίττειν. ARIETATION, πρόσκρον- σις. ώσμο?. ARIGHT, adv. ορθώς, δι- καίως, νομίμως, εννόμως. άξίως. ARISE. % Το^ get up, stan up] άνίστασθαι, έξανίστασθαι (in reference to what one sits or lies on, e. g. έδρας, θάκου, εξ εύνης). To a. from sleep, εξαν- ίστασθαι εξ εύνης. έγείρεσθαι, άνεγείρεσθαι : to a. at early (28) dawn, εξορθρεύειν : to a. from one's seat to a person, ύπανίστα- σθαι από της έδρας τινί. ΰπ- εξανίστασθαι or ε'ίκειν τινι της έδρας (to resign it to him), δι- αναστηναι {as mark of respect) : to a. agst aby, άναστηναι επί τίνα. επ άναστηναι τινι. If To spring up, come to light]ιοι/. ARMORIAL, σημειωτικός. ARMORY, Ιπλοθηκη, σκευ- οθηκη, όπλοφυλάκιον. ARMOUR, 'όπλα, τά. σκεύη, τά. Body-a., θώραξ : full, heavy a., πανοπλία : to put on a., δπλί- ζεσθαι, έξοπλίζεσθαι, θωρακί- ζεσθαι : a.-bearer, οπλοφόρος. ΤΤ Ensign, insignia] παράσημον, επίσημον, σημεΐον. σύμβολον. ARMOURER, t Armour- maker] οπλοποιός. Τ[ His art or craft] οπλοποιία. ΤΙ To practice the same] οπλοποιεϊν. ARMPIT. See Armhole. ARMS, όπλα, τά. σκεύη, τά. In poetry, έντεα, τεύχη, τά. όπλισμα, τό. Α. for close com- bat, άγχίμαχα όπλα : under a., εν τοΊς όπλοις, ένοπλος : with a., ottXois, μεθ' όπλων, έν- οπλος : with a. in one's hands, τά όπλα εν ταΐς χερσιν έχων, συν όπλοις, ώπλισμένυς : in a., ένοπλος: to bear &., όπλα φέρειν, όπλοφορείν. ένοπλον είναι : to take up a., έξοπλίζεσθαι. άνα- λαμβάνειν τά όπλα : to lay hold on one's a., λαμβάνειν or α'ίρειν or άρπαζειν τά όπλα : to put on a., ενδΰναι τά όπλα : to lay down a., θέσθαι or καταθέσθαι τά όπλα : to throw away one's a., όίπτειvorάπoβάλλειvτά όπλα: to remain under a., μένειν επί τοΐς όπλοις : fortune is favor- able to aby's a., τό της τύχης συναγωνίζεται τινι. ARMY, στρατιά (an a. on march or on service), στρατός, στράτευμα and στρατόπεδον (an a. stationed or encamped) . An a. despatched on an expedition, στόλο?, αττόστολο? : an a. for relief or agst sudden attack, βοή- θεια : with the whole a., παν- ARN στρατιά : to set out with an a., στρατεύεσθαι. έλαύνειυ, προ- ελαύνειν στρατού : to lead an a., αγεα- στρατού or στράτευμα : to command an a., στρατηγεΐν, στρατηγόν είναι, and ήγεΐσθαι C gen. πρβεστάναι στρατεύμα- τος : to raise an a., συλλέγειν στρατού or στρατιώτας : to review the a., έξετά'ζειυ του στρατοί/ : to set (the a.) in battle array, συντάττειν or παρατάτ- τειν ε is μάχην. if A great mul- titude] πλήθος. ARNOT, υδυον. άσχιον. ARNUTS, α'ιγίλωψ. AROMA. *ff Spice] άρωμα. if Fragrance] ήδυσμα. AROMATIC, αρωματικός. To have an a. scent or flavour, αρωματί'ζείν : wood wch has an a. scent, 'ύλη άρωματίζουσα. AROMATICS, αρώματα. ARON, ARUM, άρον. AROPH. See Saffron. AROUND, πέριξ, κύκλω. See Round. AROUSE. II To excite, awaken] άυεγείρειν, έζεγείρειν. άνιστάυαι. if To stimulate] παροζύνειν. AROYNT, or AROINT, άπαγε, έρρε. ARPENT, perhaps πλέθρου. ARRAIGN. See to Accuse. ARRAIGNMENT, αιτία, αίτ'ιασις. κατηγορία, έγκλημα. ARRANGE. if To put in or- der] καθιστάυαι, διατιθέναι, συν- τιθέναι (generally in the mid. voice), τάττε ιν, συι/τάττε ιν, δια- τάττειν (according to certain rule), εύθετεϊν (to set in right place). διοικεΐν.διακοσμεΐν^ϊίΐι reference to outward decency). if To appoint, command] τάττε ιυ, ΰιατάττειν, παρατάττειν. ARRANGEMENT, τάζπ, διάταζις, σύνταξις. διάθεσις. ARRANGER, διοικητής. 6 διακόσμων. ARRANT, εμφανής, κατά- δηλος, εναργής. ARRANTLY, αίσχρώς. ARRAY. "(I Order, position] τάξις, παράταζις. κόσμος. Το put an army in battle a., see Army : to stand in battle a., τεταγμένου είναι ώς εις μάχην: to march in battle a., συντε- ταγμένους πορεύεσθαι : to lead the army in battle a. agst the enemy, συντεταγμένην τηυ δύ- ναμιυ προάγειυ έπι τους πολε- μίους : to put one's forces in a. agst the enemy, παρατάξασθαι τοΐς πολεμίοις. if apparel] ίσθής. στολή, περιβολή, παρα- σκευή, σχήμα. ARRAY, ν. α. if To arrange] Vid. To put in military a., τάτ- Τειι/, τταρατάττειν : also Mid., παρατάττεσθαι (X. Hell. 7, 5, 23, al.). In pass. (παρα-)τάτ- τεσθαι(-ταχθήναι). if To clothe] άμφιεννύναι. άμπέχειν. ενδύειν c. dupl. ace. of the person and thg. (29) ARR περιστέλλει!/, τινά τιυι. περι- βάλλειυ, τιυί τι. To a. with ornaments, κοσμεϊυ : to a. one- self (the mid. voice). ARRAYER, 6 διακόσμων, εξεταστής. ARREAR, ARREARS, AR- REARAGE, ARREARANCE, λεϊμμα, 'έλλειμμα, υπόλειμμα. The remaining in a. with athg, έκδειά (έκδειαί) τιυυς (Τ. = V κεχρεωσμένη λοιπάς(Ζοη.αηά Suid.). To be in a. with athg, έλλείπειυ τι : in a., επίλοιπος, υπόλοιπος, δέωυ. άπολείπωυ : to be in a. with taxes, &c, έλλεί- πειν τάς εισφοράς, λείπειυτήυ φοράυ. ARRECT, adj. and υ. See Erppt ARREST. ΤΙ To stay, stop] κατέχειυ, έπέχειυ. εϊργειυ, απ- είργειυ. άνακόπτειν. άπολαμ- βάνειν, κωλύειν. if To seize and detain by law or authority] συλ- λαμβάνειν (persons and thgs). επιλαμβάνεσθαι, τινός (to lay hands on, D.). άπάγειν (to carry off), αγειυ, ε'ισάγειν or βάλ- λειν εις φυλακήυοτ δεσμωτήριου (persons). ARREST. ΤΙ Stoppage, hin- drance] κώλΰσις. εποχή, δια- τριβή. ΤΙ Legal seizure and de- tention] σύλληφις. After his a., they proceeded to scourge him, συλλαβόυτες αυτόν έμαστϊ'- γουυ : after his a. he was beheaded, συλληφθείς άπετμήθη τηυ κε- φαλήυ. ARRESTATION. See Ar- rest. ARRET, γνώμη, κρίσις. ARRIERE. See Rear. ARRIVAL, άφιξις, εως: at a place, ε'ις τινά τόπον, το προσ- ελθεϊν: at home, επιδημία : of a ship, προσόρμισις, εως. At a., προσιώυ, παραγιγυόμευος : after a., προσελθώυ. παραγευό- μευος. ARRIVE. ΤΙ Come to] άφι- κυεΐσθαι. προσιέυαι. παραγί- γνεσθαι. ηκειυ: at a place, εις τιυά τόπου : at a person's house, προς τιυα, παρά τιυα : of thgs withoutlife, φοιτάν. ε'ισέρχεσθαι. είσφέρεσθαι. if To a. at, to at- tain to] έφάπτεσθαί τιυος. κατα- λαμβάνειν τι. επ ιτυγχάυ ε ιυ τι- νός. ARROGANCE, ARROGAN- CY, ARROGANTNESS, ύπερ- ηφανία. φρόνημα, χλευασία. τΰφος. See Pride. ARROGANT, υπερήφανος, υπερήφανων, μέγα φρονώυ. Α. behaviour, ΰπερηφανία του τρό- που : to be a., μέγα φρουεΐυ. τετυφώσθαι. ARROGANTLY, υπερηφά- νως. ARROGATE, if To claim vainly or unjustly] προσποιεΐσθαί τι or έχειν τι. To a. the credit of athg, επιγράφειν εαυτόν τινι ιγρ If or επί τι. ΤΙ To shew arrogance] ART υβρει καΐ ΰπερηφανία. χρησθαι. ΰπερηφανεύεσθαι. ARRONDISSEMENT (Fr.), χώρα. νόμος. ARROW, όϊστο'ϊ, Αϋ.οιστός. τόξευμα. βέλος. (Poet. Ίός,ρΙ. also -ά, Ερ. and Trag. κήλου Λ Ερ. άτρακτος, as a Lac. word, Τ., Trag., γλυφίς, ίδος, ή). Το shoot a.'s, τοξεύειυ. άφιέυαι or (poet.) ιέυαι βέλη : to shoot (hit) with a.'s, κατίΐτοζεύειν. ARROW-HEAD, ή του βέ- λους άκή. άκρου βέλος, άρδις, εως, ή, Η. ARSENAL, οπλοθήκη, σκευ- οθήκη. Keeper of the a., ό επί των όπλων : naval a., νεώριον : keeper of a naval a., νεωρός. ARSENIC, άρσενικόν. ARSON, τό ΐΓΐ/ριτολεϊι/, πυρ- πόλησις. ART, τέχνη. In the mention of particular arts, the word τέχνη is generally not introduced, but an adj., with the termination of ικός, is used for denoting the idea, e. g. the a. of horsemanship, ιππική : the a. of gaining friends for one- self, τά των φίλωυ θηρατικά : the liberal a.'s, course of instruc- tion, τέχναι ελευθέριοι. έγκύ~ κλιος παιδεία, εγκύκλια μαθή- ματα : a man who professes the same a. as another, ομότεχνος,2: a lover of the a.'s, φιλότεχνος, 2 : to work at an a., έργάζεσθαι τέχνην : to practice an a., άσκεΐν τέχνην. χρησθαι τέχνη, επιτη- δεύειυ τεχνηυ τιυά. σπο υδάζειυ περί τέχνην τιυά. if Trick, ar- tifice] τεχυη. μηχάυημα. τέχνη- μα. Evil a.'s, τεχυήματα. μη- χανήματα : to practise such, κα- κοτεχνεΐυ : one who does so, κα- κότεχνος : curious a.'s, τά 7τερ/- εργα (ΛΓ. Τ.). ■ ARTERIAL, ARTERIOUS, αρτηριακός, αρτηριώδης. ARTERIOTOMY, άρτηριο- τομία. ARTERY, αρτηρία (in later medical writers). ARTFUL. IT Skilful in art, ingenious] τεχνικός, 'έντεχνος, φιλότεχνος. if Artificial, per- formed with art] έπιτέχνητος. See Artificial. if Cunning] πολυμήχανος, πανούργος. ARTFULLY. if Skilfully-] τεχνικώς. if Cunningly] δολε- ρώς. ARTFULNESS. if Skilful- ness] τέχνη, φιλοτεχυία. if Cun- ning] πανουργία, δόλος. ARTHRITIC, ARTHRITI- CAL, αρθριτικός. ^ ARTHRITIS, άρθρΐτι?, ιδος, ARTICHOKE, σκόλυμος. κινάρα. ARTICLE. 1 As a joint, member, or portion] άρθρου. If As a grammatical term] άρθρου. ΤΙ As ά diplomatic expression, a point mentioned] τό είρημέυου. In this sense it often remains un- ART trend., e. g. it was an a. in the treaty, ην εν ταϊς σπονδαΐτ, ε'ίρητο ευ -rats σπουδαΐς : the a.'s of the treaty, τά συγκείμενα. Τί As a commercial term] ειόο?. έμπόΧημα. An a. of faith, πί- CTEoit κεφάΧαιον : without the a., άναρθρος : with the a., εναρ- βρος. ARTICLE, v. a. «ft To make a list or catalogue] καταΧέγειν, καταΧογί"ζεσθαι. TT Stipulate, make conditions] συντίθεσθαί τί τινι or προς τίνα. ARTICULAR, αρθριτικό*. ARTICULATE, adj. ^ Pos- sessing articulations or joints] έν- αρθρος, άρθρώδης. Tf Distinctly tittered] σαφής. Χαμπρός. έναρ- θρος (of speech, Plut.). ARTICULATE, ι>. α. άρθροΰν, διαρθροΰν (e. g. τον φθόγγον, Hipp.). ARTICULATELY, σαφώς. Χαμπρώς. To speak a., άρθρου ν την φωνήν. ARTICUL ATENESS, σαφή- νεια, τό σαφές, το εναργές. ^ ARTICULATION, άρθρον, άρμογη. ARTIFICE. II Art, ingenuity] τέχνη, εύμηχανία.*\ Contrivance, invention] μηχάνημα, τέχνημα. \\ Trick, deception] δόΧος. πά- Χαισμα. παΧάμημα. σκευοποί- ■ημα. άπατη, κακοτεχνία, σόφι- σμα. To employ every kind of a., παντι τρόπω τεχυάσθαι, πάντα μηχανασθαι. ARTIFICER. % Artist] τεχνίτης. Τί Workman] χειρο- τέχνης, χειρώναξ. δημιουργός. The a.'s, οι τάς τέχνας εργα- ζόμενοι or 'έχοντες. ARTIFICIAL, «If Made by art] τεχνικός, επιτέχνητος, 'έν- τεχνος, ποιητός, χειροποίητος. Α. light, επιτέχυητου φως : a. Work, τεχυίτευμα. δαίδαΧμα. χειροποίητου έργου. Tf Ficti- tious] προσποιητός, τεχνητός. ff Contrived, studied, not natural] προσποιητός. πΧαστός. ARTIFICIALITY, ARTI- FICIALNESS, τέχνη, προσ- ποίησις. ARTIFICIALLY, τεχνικά*. ARTILLERY, ai μηχαυαί. τά πυροβόΧα (Plut., the nearest to our notion). Science of a., ή περί τάς μηχανάς επιστήμη : the a. (= the soldiers icith the a.), oi επί των μηχανών : to hring the a. up to the walls, προσ- κινεϊν μηχανάς τω τείχει. μη- χανάς προσάγειυ or έφιστάναι τω τείχει : fire of a., ai των μηχαυώυ προσβοΧαί (according to the conceptions qftlie ancients) : commander of a., ό τώυ μηχαυώυ επιστάτη : a park of a., μηχανών πΧηθος : a. -wagon, μηχαυοφόρου άρμα. μηχαυοφόρος άμαξα : the a. service, τά περί τάς μη- χαυάς : an a. man, ό επί ταϊς αηχαυαϊς. ARTISAN. See Artificer. (30) AS ARTIST, τεχνίτη?, fern, τεχύϊτις. δημιουργός. A skil- ' ful a., δεινός, or fern, δεινή, την τέχνηυ. ARTLESS, άτεχυος, άτεχυί- τευτος, 2. άί/ε7πτ??<5ευτο5, 2. άποίητος, 2. άπερίεργος, 2. άφεΧής. ARTLESSNESS, άτεχυία. άφέΧεια. ARUNDINACEOUS, Α- RUNDINEOUS, δονακώδης. καΧαμώδης. ARUSPEX, ARUSPICE (Latin), Ίεροσκόπος. μάντις. ARUSPICY, ϊεροσκοπία. μαντεία, μαντική. AS. ΤΙ As a relative = in tlie manner that or which] ώς. ώσπερ. y. ηπερ. καθά (late, Polyb.). καθάπερ. οΐον. As — as or so ■ — as, y. . . ταύτη, ώσπερ. . . ούτω : as many, as great, όσος : as old, as great, ηΧίκος : such as, olos. After words of likeness, 'as' is, και [= similis atque, Src] or a correlative pron. (ίσος . . όσοσπερ, tantus . . quantus : παραπΧησιος . . ο'ι- οσπερ), or the dat. is used. I entertain nearly the same opinion as you, όμοίαν γνώμην έχω και σύ (Η.) : he has just such clothes as his brother, την αυτήν έχει έσθητα τω άδεΧφω : his fate was just the same as that man's, όμοια έπαθεν εκείνω : he must toil just as the meanest, πονεϊν δεϊ αΰτόυ κατά ταύτα, or εξ 'ίσου, τοΐς εσχάτοις : he gets as much pay as a soldier, μισθόν Χαμβάνει τοσούτου όσον στρατιώτης. At- traction generally takes place in this construction, e. g. I gladly com- ply with such a man as you, ήδέως πείθομαι ο'ίω σοι άυδρί (instead of τοιούτω άυδρί, οΊος σύ εϊ) : the citizens, as far as I see, are at variance, στασιάζουσιν oi ποΧΐται εξ ων ορώ (instead of εκ τούτων, ά δ.) : our assertion, as you confess, is true, ορθώς Χέ- γομεν, εξ ων σύ όμοΧογεϊς : as quick as possible, δ τι or ώς τάχιστα, ώς δυνατόν τάχιστα. τη» ταχίστηυ : as good as pos- sible, ό τι or ώς βέΧτιστος or κράτιστος. H As a particle of time rr when] ώς, δτε : but the Greeks generally use a present partcp. to denote this relation of sinudtaneous progress ; sts ivith μεταξύ or άμα : άμα or μεταξύ παίζων. As if, ώσπερ άν ει. ώς and ώσπερ with, a partcp. ■[[ As soon as] έπεί, έπεί (or επειδή) τάχιστα or πρώτου. Also ώς τάχιστα. Less cmly έπειδι) (or έπεϊ) ευθέως (Α".), ευθύς επειδή (Γ.), επειδή θάττου (D. 978). Sts έπειδάι• or εάν θάττον' όταν πρώτον (e. g. έπειδάυ θάττου σννίη τις τά Χεγόμενα. όταν πρώτον γένωνται νομοθέται). ΤΙ As being (= since lie, it, S[c, teas)] άτε (δή) c. partcp. Cyrus, as being a boy (was delighted), ASC Kvpos άτε παϊς ών. Less cmly οϊα (Τ). oTov (P.). Gr. 1145. Jdf § 704 : e. g. οία απροσδό- κητου κακοΰ. . . γενομένου (Τ.). ΤΙ As also, in the same manner as] καθάπερ καί. και δη καί. ΤΙ Al- though, how ever] καίπερ c. partcp., e. g. I donot give way to you, strong as you are (i. e. though you are strong, or however strong you are), ουδέν σοι ύπείκω καίπερ δεινω όντι : the worthless man gets no praise, handsome as he may be, ούκ επαινείται δ φαΰΧος, και καΧός ών or καίπερ καΧός ών. ASAFCET1DA, perhaps σίλ- φιον. ASARABACCA, άσαρον. ^ASBESTUS, αμίαντος, δ. άσβεστος, η. ASCARlS, άσκαρίς, ίδος, ή (Α.). ASCEND, v. a. and n. άνα- βαίνειν. άνιέναι. άνω χωρεϊν. See Mount. ASCENDABLE, αναβατός, 'ASCENDANT. ΤΙ What is uppermost] δ, η, τό άνω. ΤΙ Su- pertor, suipassing] κρείττων, 2. καθι/7τε'ρτερο5. To be in the a., πλείστον δύνασθαι : to begin to be in the a., επιποΧάζειν (D., to come to the top). ASCExNDANT. 1 Ascend- ency, superiority, influence over] κράτος, έπικοατεια. πΧεονεξία. ASCENDANTS. ΤΙ Relations in ascending line] oi άνω του γένους. ASCENDENCY. See As- cendant. To have a great a. over aby's mind, πλείστον ίσχυ- ειν παρά τινι. πειθόμενον έχω τινά. ASCENSION. II Rising, mounting] άνάβασις. άυαφορά. ΤΙ The Α.] δ εις ούραυόυ μετ- εωρισμός, η εις του ούραυόυ άν- οδος, η (του Κυρίου) άνάΧηψ~ις (Eccl.). ΤΙ In, astr. : of a star] έπιτοΧή. ASCENT. See Ascension. ASCERTAIN. TI Learn surely] σαφώς γιγυώσκειυ or μανθάυειυ. πυυθάυεσθαι (by en- quiry : espy in aor. ). TT Fa-, de- fine] δρί'ζειυ, καθιστάυαι. ASCERTAINABLE, τεκ- μαρτός. ASCETIC, δ άσκώυ εαυτόν (ε'ίς τι), ασκητικός (P., and as t. t. Eccl). ASCIAN, άσκιος. ASCITES, άσκίτης. ASCIT1TIOUS, πρόσθετος. επίβΧητος. ASCRIBABLE. Crcl. by δεϊ or χοή c. infinn. of verbs signifying to ascribe, refer, Qc, or by verbal adjj. of the same. ASCRIBE, έπιφέρειυ τιυί τι. άυαφέρειυ τι εις τίνα. άνα- τιθέναι τινί τι. προσάπτειν τινί τι. αίτιάσθαι, τινά τίνος, αίτιον Χέγειν or ήγεΐσθαι, τινά τίνος. εγκαΧεϊν τιιη τι. To a. ASC athg to oneself, προσποιεΐσθαί τι. λέγειν εαυτού εΊναί τι. επι- γράφειν εαυτόν τινι : to a. the victory to oneself, προσποιεΐσθαί την νίκην. άζιοϋν νικάν : to a. to oneself the good success of the undertakings,£-7riyp άφ ε ιν εαυτόν τοις κατορθώμ,ασιν. ASCRIPTION, επιφορά. άνάθεσις. ASH. ηί The tree} μελία. % Of its wood] μέλινος. if Moun- tain ash] δα or δη. ASH ΑΜΕ, v. α. α'ισχύνειν, καταισχύνειν. ποιεΐν τίνα έρυ- θριάσαι. Α. 'd to he, α'ισχύνομαι (c. partcp. to be a.'d of doing it ; c. inf. to be a. to do it, and therefore not to do it), at athg, επί τινι. εγκαλύπτεσθαι επί τινι. εν- τρέπεσθαί τίνος, δυσωπεΐσθαι (προς τίνα, Ρ. ; τι, Pint.), δια- τρέπεσθαι (D. 798; absol). Το feel a.'d hefore ahy, α'ισχύνεσθαι, καταισχΰνεσθαί τίνα. ASH AMED, ερνθριών. ai- σχυνθείς, τ/σχυμμένος. κατ- ηφής. ASHEN, μέλινος. ASHES, κόνις, εως, »';. σποδός. Of a burnt corpse, τέφρα. οστά. Hot, glowing a., θέρμη σποδιά : to turn (convert) to a., τεφροΰν, άττοτεφροϋν : to bum to a., σττο- δίζειν, σπυδοΰν: to become or turn to a., τεφροΰσθαι, άποτε- ώροΰσθαι (pass.), άφανίζεσθαι (pass.) : to cover with a., κατα- τεφροϋν : rest to thy a. ! κούφη σοι χθων επάνω πέσοι ! ASH-COLOUR, χρώμα τε- φρώδες. ASH-COLOURED, τεφρός, τεφραίος, τεφρώδης. σπόδιος. Χευκόφαιος, 2. To he a.-c.'d, τεφρίζειν. ASH-HEAP, σττοδιά. ASHORE, έπι της γης, επι or είς την γην. To go a., εκβαί- νειν, άποβαίνειν εις την γην : to set a., έκβιβάζειν '. to haul a ship a., άνέλκειν or νεωΧκεΐν ναϋν: to run a ship a., όκέλλειν, εξοκέλλειν, προσοκέλλειν την ναΰν. ASHY. See Ash-Coloured. ASIDE, Ίδια. χωρίς, κατα- μόνας. To lay a., άποτίθεσθαι : to take one a., μόνον άπολαμβά- νειν τινά, παραλαμβάνειν τινά : to call one a., εκκαλεΐν, παρ- εκκαλεΐν τίνα. ASININE, ASINARY, όνι- κός. άγροικος, 2. φορτικός. ASK. To a. a person about athg, ερωτάυ, επερωτάν (έρέ- σθαι, επέρεσθαι) τιι/ά τι. πυν- θάυεσθαί τινός τι. ΡοΕΤ. εξερε- ε'ινειν, ερεείνειν, τινά τι (Η.). To a. particularly about athg, ζη- τεΐν τι or περί τίνος, Ίστορεΐν τι or περί τίνος : to a. again, έπανερωτάν: to a. in turn, άντ- ερωτάν : it is to be a.'d, άδηλον (εστί) : σκεπτεον. σκοπεΐν δει : to a. aby for advice, συμβουλεύ- ισθαι, άνακοινοΰσθαί τινι περί (31) ASP τίνος. if To request, beg] αίτεΐν τινά τι or τι παρά τίνος. To a. for what is due, άπαιτείν : to a. more, προσαιτεΊν : the soldiers a. more pay, οι στρατιώται προσ- αιτοΰσι μισθόν. ASKANCE, ASKAUNCE, ASKANT, ASKAUNT, πλα- γίως, σκολιώς. To look a., λοξά βλέπειν. ϊλλαίνειν (metaplior.) ΰφοράσθαι. ASKER. U Enquirer] δ ερω- τών, δ ερωτησας. "ζητητι'ις. If One who requests or entreats] προσαίτης, επαίτης, μεταίτης. ASKEW. See Askance. ASKING. «If Question, in- quiry] ερώτησις, ερώτημα. if Request, entreaty] δίησις. αίτη- σις. ASLAKE. See Slake. ASLANT. See Askance. ASLEEP, καθεύδων. υπνω- θείς, κοιμώμενος, κοιμηθείς. % To fall α.] καταφίρεσθαι (pass.) εις υπνον. κοιμάσθαι, κατακοι- μάσθαι (pass.), καταδαρθάνειν. καθυπνοΰν, άφυπνοϋν. νύστα- ζε ιν : of the members of the body, άποπιεζεσθαι (pass.). To fall a. over athg, επιδαρθάνειν τινι. επικοιμάσθαί τινι. If To set a.] κοιμίζειν, κατακοιμιζειν, κοι- μάν, κατακοιμάν : to lull a. (as infants), βαυκαλάν, καταβαυ- καλάν. ASLOPE. See Askance and Slope. ASLUG, αργός, νωθης. βλάζ. ASOMATOUS, ασώματος. m ASP, ASPIC, ασπίς, ίδος, rj. εχις, εως, δ. εχιδνα (viper). ASP. If The tree] See Aspen. ASPALATHUS, ασπάλαθος. ASPARAGUS, άσπάραγος and άσφάραγος. The latter form with φ is more usual with the Attics. ASPECT, όφις, πρόσοψις. εποφις. πρόσβλεψις. All εως, η. See Appearance, Look, Sight. if To have a good a.] καλην την όφιν παρέχειν. if The manner in wch athg shows it- self] όφις. εΊδος. ASPEN, κιρκίς, ίδος, η. ASPERIT Υ,τραχύτι /s. σκλη- ρότης. Both ητος, η. ASPERNATION, κατα- φρόυησις. ολιγωρία. ASPERSE, u α. If _ 2b be- sprinkle] καταρραίνειν, επιρραί- νειν : athg with athg, τι τινι. if To defame, traduce] διαβάλλειν. κακηγορεΊν, κακολογεϊν, κακώς λέγειν. ASPERSER, συκοφάντης, δ διαβάλλων τινά. δ κακώς λέ- γων τινά. ASPERSION. ΤΙ Besprinkling] τδ καταρραίνειν. i| Defama- tion] διαβολή- κακολογία. ASPHALT, άσφαλτος. ASPH ALTITE, ASPHALT- ΙΟ,άσφαλτίτ»)?, (fern.) άσφαλ- τΐτις, άσφαλτώδης. ASPHODEL, άσφόδελος. ASS ASPHYXY, ασφυξία. ASPIC. ^ The asp] VlD. If Spike-lavender] νάρδου στάχυ? or ναδρόσταχυς. ASPIRANT, ό ζητώ» τι. επι- θυμητής τίνος. ASPIRATE, s. πνεύμα δασύ. ASPIRATE, ν. δασύνειν. ASPIRATION. If Aim at or desire for] εφεσις, εως, η. επιθυμία, θήρα. *ff Rough breath- ing in uttera?ice] See Aspirate. ASPIRE. H To desire or aim at] όρέγεσθαί τίνος, επιθυμεί» τίνος, θηραν or θηρεΰειν τι. διώκειν τι. ώρμησθαι επί τι. στοχάζεσθαί τίνος, φιλοτιμεΐ- σθαι επί τινι. To a. to do athg, άξιώ ποιεί ν τι (claim it as my due). Tf To breathe on or in] εισπνεΐν, όναπνεϊν, προσπνεϊν, έπιπνεΤν τινι. καταφυσάν τι. If To soar, mount] άνίπτασθαι. άναφέρεσθαι. ASPIRER. See Aspirant. ASPORTATION, αποσκευή, αποκομιδή, απαγωγή. ASQUINT, λοξά. See Squint. ASS. If The animal] όνος. κάνθος, κάνθων. A young a., όνάριον : the wild a., όνος δ άγριος : the a. brays, όνος όγκά- ται. A. -driver, όνηλάτης. Tf Fig.: a blockhead,simpleton] βλάζ, σχολαστικός. ASSAIL, v. a. f To attack] 1) with arms, Ίέναι or δρμάν επί τίνα. επιέναι τινι. επιγίγνε- σθαί τινι. επιθέσθαι τινι. όπλα επιφέρειν τινι. προσβάλλει» τινι or προς τι. 2) with wwds, εναντιοΰσθαί (pass.) τινι. επι- πληττειν τινι. ASSAILABLE, επίμαχος, μαχητός. ASSAILANT,ai/Tay£i>i/iffT»7?, e.g. both my a.'s and my defenders, ο'ί τε άνταγωνισταί οι έμοί και οι ζυναγωνισταί : they snatched up the arms of their hitherto a.'s, ξυυήρπασαν τά όπλα τών τέως σφίσιν αντιπάλων όντων. ASSAILMENT. See As- sault. ASSASSIN, ( ASSASSINA- TOR, φονεύς, δ φονεύων, φονεύ- σας. δολοφόνος, μιαιφόνος. ASSASSINATE, υ. α. έ£ επί- βουλης φονεύειν, δολοφονεΐν, μιαιφονεϊν. ASSASSINATION, δ έζ επί- βουλης φόνος, δολοφονία, μιαι- φονία. ASSAULT, S. προσβολή, επι- δρομή• ASSAULT, ν. α. προσβάΧ- λειν τινι or προς τι. προσ- μάχεσθαί τινι. εγκεΊσθαί τινι. ASSAULTABLE, AS- SAULTER. See Assailable, Assailant. ASSAY, εξέτασις,εξετασμός. έλεγχος, δοκιμασία, απόπειρα. ASSAY-MASTER, δοκιμα- στή?• ASSAY, ν. α. πειρά"ζειν,άπο- 7Γ£ΐράζειι/, ττίΐράσθαι, άποπει- ASS ASS ASS ρασθαι: athg, τινός, πεΐρανποι- εϊσθαι or λαμβάνειν τινός, βα- σαυϊζειν τι. έζετάζειν τι. δοκι- μάζειν τι. To let aby a. athg, ττεΐραν παρέχειν τινί τινο?. ASSAYER, oo/ci/xaffTfjs. ASSAYING, δοκιμαστική. ASSEMBLAGE, συλλογή σύλλογο?, συναθροισμός. άθροι- σμα, σύνταγμα, συμφόρημα. σύνοδος, ή (of persons). ASSEMBLANCRIMjqpear- ance] έιδος. όφις. σχήμα. Κ Assemblage] Vid. ASSEMBLE, ν. α. συνάγειν. συλλέγειν. άγείρειν. άθροίζειν, συναθροίζειν. συγκαλεΐν. ASSEMBLE, υ. η. συλ- Χέγεσθαι, άγείρεσθαι (pass.), συνιίναι (συνελθεϊν): at a place, εις χωρίον. When all were a.'d, πάντων παραγενομένων. ASSEMBLER, συλλογεύς. αθροιστής. ASSEMBLY, συνέδρων, εκ- κΧησία. Α. of a single φυλή or δήμος, αγορά, of well the regular a. (κυρία), and the extraordinary a. (σύγκΧητος), are to be distin- guished. A solemn festive a. of the people, ττανήγυρις, εως, ή : to call an a., συλλέγειν Tivas. σύλ- λογοι/ ττοιεΐσθαί τίνων, συνά- γειν βουλήν, εκκλησίαν. συγκα- λεΐν τους πολίτας : to hold an a., εκκλησίαν ποιεϊσθαι : to dis- miss or break up an a., άνιστάναι or Χύειν or διαΧύειν την εκκΧη- σίαν : to speak in an a., λέγειν or λόγους ποιεϊσθαι εν τω δήμω or προς τον δημον. See As- semblage. ASSENT, ν. α. συμφόναι. δμολογεΐν, συνομολογεΐν and συναινεΐν. ταύτα λέγειν, ουκ άντιλέγειν (in regard toexpressed sentiments and assertions), δμο- γνωμονεϊν and συνδοκεΐν (in an opinion or conclusion), επι- νεύειν. προστίθεσθαι and συγ- κατατίθεαθαι (to a proposal or plan), σύμψιιφον or δμόφηφον tlvai (in voting). ASSENT, s. ομολογία, συν- ομολογία. συναίνεσις. συγκατά- θεσε. With the a. of all, συν- δόζαν πάσι. ούδενός άντιλέγον- τος : to gain aby's a., όμογνώμονα or δμόψηφον ποιεϊν τίνα. ASSENTATION, αρέσκεια, κολακεία. ASSENTATOR, κόλαξ, κος. ASSENTER, σι/ναινετη ? . AS S Ε Ν Τ Ι Ν G L Υ, δμογνω- μόνως. ASSERT, v. α. % To affirm] φάναι, φάσκειν. άποφαίνεσθαι γνώμην. διισχυρ'ιζεσθαι, Ίσχυ- ριζεσθαι. βεβαίως φάναι. % Το maintain] κάτεχε ιν. διασώζειν. φυλάττειν- διαφυλάττειν. άντ- έχεσθαι. ^[ To claim] άξιοΰν. ASSERTION, λόγος, το είρη- μένον, τα είρημένα. άπόφασις. γνώμη. To make an a., άττο- φαίνεσθαι γνώμην. φάναι. άξι- οΰν. (32) t ASSERTIVE, άττοφαντικός. ρητός. ( ASSERTIVELY, διαρρήδην, ρητώς. ASSERTOR. 1ϊ One who as- serts] δ φάσκων. "j[ One who de- fends or protests] πρόμαχος, •προστάτης. ASSERTORY, καταφατι- κός. ASSESS, v. a. if To estimate payments'] τάττειν or εττιτάτ- τειν φόρον τιν'ι. ίΐ To fine] τίμημα or "ζημίαν, επιθεΐναί τινι. > ASSESS, ASSESSMENT, επίταζις and επιταγή του φό- ρου (of a person), φορολογία (oftJie thg assessed). ASSESSABLE, φορολό^η- τος. δασμοφόρος, 2. φόρου υπο- τελής, συντελής. ASSESSION, τταρεδρία, το τταρεδρεύειυ. ASSESSOR. H One who makes an assessment] επιτιμητής. % An abetter or assistant] πάρεδρος, σύνεδρος. To be an a., παρεδρεύ- ειν. ASSEVER, ASSEVERATE, διισχυρισάμενον λέγειν. To a. with an oath, διομνΰναι, επομνύ- ναι, επομόσαντα λέγειν. ASSEVERATION, επιμαρ- τυρία. ττίστΐ5. όρκος. ASSIDUITY, ASSIDUOUS- NESS, συνέχεια (D.). προσ- εδρεία. επιμέλεια, σπουδή. ASSIDUOUS, ενδελεχής, συνεχής, επιμελής, σπουδαίος. To be a. about athg, προσεδρεύειν τιν'ι. επιμελώς πράττειν τι. ASSIDUOUSLY, συνεχώς, επιμελώς, σπυυδαίως. ASSIGN, ν. α. η[ To appoint as a portion, place, c\c] άπονέ- μειν. τάττειν, κατατάττειν. "ff To state, declare] έκφαίνειν. άπο- δεικνύναι. άποφαίνεσθαι. If To fix, determine] τάττειν. καθιστά- ναι. δρίζειν. % To give tip, make over] άνατιθέναι τινι τι. ASSIGN, ASSIGNEE, έττί- T007T0S. ASSIGNATION. ΤΙ State- ment, declaration] ορισμός, δι- ορισμός (determination), δήλω- σις. εκφρασις. ΤΤ Appointment] απονομή, άπόδειζις. πρόσταζις. ASSIGNER, ό προστάττων. ASSIMILATE, _«. α. % Το make like] άφομοιονν, έζομοιοΰν. ΤΙ To incorporate with] ε'ισποιεΐν, εμποιεΐν. εγκαθιστάναι. ASSIMILATE, ν. α. 1 Το become like, or to become incor- porated] Passives of the above verbs. ASSIMILATION. H Render- ing like] άφομοίωσις, εζομοίω- σις. T| Incorporation] Crcl. by the verbs in the cognate sense under Assimilate. ASSIMILATIVE, αφομοιω- τικός. ASSINEGO or AS1NEGO (Shahp.), όνάριον. ASSIST, v. a. and n. U To be at, by, or near] παρίστασθαί τινι. παρεϊναί τινι. συγγίγ- νεσθαί τινι. % To aid, help] συλλαμβάνεσθαί τινι τίνος (to Join in performing athg). επαρκεΐν τινι (to suppoii with necessary means). επικουρειν. βοηθεϊν. άρήγειν. άμύνειν. άρκεϊν. έπαρ- κεΐν (to afford assistance in dis- tress and danger, chiefly in war), τιμωρεΐν (one unjustly treated), άκεϊσθαι (in sickness and misfor- tune), σνλλαμβάνειν and συν- επιλαμβάνεσθαί τιν'ι τίνος, μετέχειν τιν'ι τίνος, συμπράτ- τειντινίτι. συνεργόν είναι τιν'ι τίνος, ύπουργεϊναηά ύπηρετεϊν τινι (all these signify to lend a helping hand in any undertaking), ώφελεϊν τίνα (to aid, be of ad- vantageto). Toa. one with advice, συμβυυλεύειν τιν'ι. ΰποτίθεσθαί τινι γνώμην : to a. aby in an un- dertaking, σνλλαμβάνειν τινι ε is τι : to a. in athg, συνεργά"ζεσθαι προς τι. συμβάλλεσθαι προς τι. συνεργεϊν or συνεργά'ζεσθαι (τιν'ι τι or προς τι, or absol.). συνεργών ωφελώ» τίνα. ASSISTANCE, s. βοήθεια, επικουρία (what is afforded to the distressed), άμυνα (defence fin hostile attacks), τιμωρία (re- dress, help for the injured), ωφέ- λεια (chiefly support), υπουργία, υπηρεσία, σύλλη-ψις. ύπηρέτη- σις (help for accomplishing a bu- siness), συνεργία (working to- gether for an ofject). ύπούργημα (the a. afforded), επικούρημα and βοήθημα (means to relieve a dist?-ess). With a person's a., σύν τινι. μετά τίνος : to lend aby a., βοηθεϊν τινι. επικουρειν τινι. τιμωρεΐν τινι (in a dis- tressed condition ). ΰπηρετεΐν τινι. συνεργόν είναι τινι. συμ- μαχεΐν τινι. ύπουργεϊν τινι (for the attainment of an ofject) : to afford aby a. in athg, συμπράτ- τειν τιι/ί τι. συνεργόν ειναί τινι τίνος, συλλαμβάνεσθαί τινί τίνος: to use the a. of athg, προα- λαμβάνειν τι. προσάγεσθαί τι. παρατίθεσθαίτι: to avail oneself of aby's a., συνεργόν ποιεϊσθαί τινα.προσλαμβάνειντινά.προσ- άγεσθαί τίνα. χρησθαί τινι: to apply to aby for a., συμμαχίας δεΐσθαι παρά τίνος, συμμαχίαν α'ιτεΐσθα'ι τίνα : to promise aby Ά.,ύπισχνεΐσθαιβοηθήσειντινά: to call for a., to entreat for a., παρακαλεϊν and παρ ακαλεΐσθαι επί βοήθειαν : to run or hasten ina., βοηθεϊν. παραβοηθεΐν. επι- βοηθεΐν. επικουρειν: a. coming up, επιβοήθεια : to need no a., ούδενός επικούρου δεΐσθαι : to find a. in one's need, βοήθειαν α'ιρεΐν Trj απορία : athg becomes a great a. to a person, γίγνεταί τινί τι μεγάλη επικουρία. ASSISTANT, συνεργός, σι/λ- λήπτωρ. συναγωνιστής, παρα- στάτης. ASS AST AST ASSIZE, ASSIZES. Thea.'s (e. e. time of judicial proceedings), δικάσιμος ήμερα, άγοραϊος ήμε- ρα : a.'s are held, αγοραίοι άγον- ται : a. -court, δικαστηρίου. If Regulation by authority of weights, measures, fyc.] επίταζις, επι- ταγή. ASSIZE, v. a. See Appoint, Tax. ASSIZER, άγορανόμος. ASS-LIKE, prop., όνοείδης. ΤΙ Fig. : stupid, clownish] άγροι- κός. φορτικό?. ASSOCIABILITY. See So- ciability. ASSOC I ABLE, 'όμοιος, άρ- μοστικός. ASSOCIATE. (Tr. ) 1 TotaL• as companion or partner] παρα- λαμβάνειν. προσδέχεσθαι. 1[ To a. to or with, attach, or annex] συνιστάναι,π αριστάναι (of per- sons), προσάπτειν, προστιθέναι (of thgs). ASSOCIATE. (Intr.) ^ To consort, or keep company with] συνίστασθαί τινι or προς τίνα. γίγνεσθαι μετά τίνος, προσ- ομϊλεϊν τινι. ει? όμιλίαν ελθείν τινι. ^f To unite or be confede- rate ivith] προστίθεσθαί τινι. τάττεσθαί τινι. ξύμμαχον or συνεργόν γίγνεσθαι τινι. ASSOCIATE, adj. — ASSO- CIATED. ΤΙ Connected} συν- αφής, συνεχής. *[ Confederate] ξύμμαχος, 2. συνεστηκως (νια, ός). ASSOCIATION, f Society, union of persons] σύστασις. κοι- νωνία, εταιρεία or εταιρία. ^[ Confederacy for war] ξυμμαχία. ΤΙ Partnership in trade or busi- ness] εμπορική κοινωνία, if Con- nexion, concatenation] συμπλοκή, συναφή. ASSOCIATOR. See Asso- ciate. ASSOIL, v. a. 1 To solve, loosen] VlD. % To absolve, ac- quit] Vid. ^1 To soil] Vid. ASSONANCE, ομοφωνία, το νμοφωνον. ASSONANT, σύμφωνος, b- μο<ρωνος. ASSORT, v. α. ΤΪ Distribute into sorts or kinds] διατιθεναι καθ' εκ it στα. ASSORT, v. a. and n. U To suit, fit] συνάπτε iv (TRANS ). άρμόττειν,συναρμόττειν,εφαρ- μόττειν (TRANS, and INTRANS.). ASSORTMENT. T[ Classifi- cation] σύνταζις. σύνθεσις. δια- κόσιχησις. *[[ Selection] ίκΧογή. *\\ Supply] εύπορία. ASS ϋ AGE, v. a. t To soften, soolhe, allay] πραύνειν, κατα- πραΰνειν. κηλεΊν. παραμυθεΊ- σθαι. παρηγορεϊν. καταστέλ- λει!/. ASSUAGE, v. n. t To drop, abate] λήγειν. λωφάν. ASSUAGEMENT,Trpa.ui/o-is. κήλησις. παραμυθία, παρηγο- ριά. (33) ASSUAGER, partcp. of verbs under Assuage, v. a. ASSUASIVE, πραϋντικός. παρηγοράς, 2. παρηγορικός. ASSUME. II To take to one- self] παραΧαμβάνειν. To a. a behaviour or air, προσποιείσθαι σχήμα : — a form or shape, λαμ- βάνειν or περιβάλλεσθαι σχή- μα : — aname, χμήσθαι ονόματι, τίθεσθαι or α'ιρεϊσθαι όνομα. ■[[ Τοία&ηρ]άναΧαμβάνειν,αΐρειν. ΤΙ To suppose, take for granted] ΰπολαμβάνειν. νομίζειν. ήγεΐ- σθαι. τιθεναι and τίθεσθαι (mid.). To a. a story as true, αληθή νομιζειν τον λόγον : I a. th t you confess it, τίθημι ομο- λογοΰντάσε: it is a.'d, δέδοκται. % To claim] άξιούν εχειν τι. άντιποιεΐσθαι and μεταποιεΐ- σθαί τίνος, προσποιείσθαι τι. ΤΙ To appropriate] προσποιεί- σθαι. ίδιοποιεΐσθαι.εζιδιούσθαι. σφετερίζεσ^αι. ASSUME, v. n. f To he ar- rogant] ύβρει και ύπερηφανία χρήσθαι, ϋπερηφανεύεσθαι. ASSUMING, partcp. and adj. αυθάδης, υπερήφανος, 2. υβρι- στής. aXa^uw. ASSUMING. See Assump- tion. ASSUMPTION. 1 Assuming, taking to] παράληχΐ/ις. ^[ Taking up] άνάληψις. *[[ Supposition] ύπόθεσις. ύπόληψις. Tf Thg supposed] αξίωμα, αίτημα. ^Ar- rogation, appropriation] προσ- ποίησις. Tf Arrogance, forward- ness] αύθάδεια. ύπερηφανία. ^f Taking up to heaven (Eccl.)] άνά- Χηψις εις ούρανόν, ή εις τον ούρανόν άνοδος. ASSURANCE, f Actofas- $ηι•ίηφ]βεβαίωσις,διαβεβαίωσις. If Security, certaifity] ασφάλεια, το σαφές, βεβαιότης. % Con- viction, belief] πίστις. *R Evi- dence] το πιστόν. πίστωμα. ^| Confident boldness] θάρρος or θάρ- σος,τύ. % Impudence] αναίδεια, άδιατρεψία. If Undertaking of compensation or restoration] εγ- γύησις. ASSURE, v. a. 1 To make sure or safe] άσφαλίζειν τι. εχΰρόν ποιεΐν τι. βεβαιούν τι. m ^Toassertsolemnly]βεβaιoύσθaι, διαβεβαιούσθαι. ίσχυρί"ζεσθαι. πιστάδιδόναι. πίστινπαρέχειν. To be a.'d, πεποιθεναι. πεπεϊ- σθαι. π'ιστιν έχειν : be a.'d, ευ ΐσθι. θάρρει. ΤΙ To undertake the making compensation for the loss of a thg] εγγύησιν ποιεϊσθαι υπέρ τίνος. *[[ To a. oneself (make oneself sure) of athg, κρα- τεϊντινος. κατέχειν τι. πιστόν λαμβάνειν χι. ASSURED, ASSUREDLY. See Sure, Surely. ASSURER, partcpp. of verbs under Assure. ASTER, αστερίσκο?. ASTERIAS, αστερία?. ASTERISK, αστερίσκο?. ASTERISM. See Constel- lation. ASTERN. 1 In or on (he hinder part of a ship] επί or παρά τή πρύμνη. *U In other senses, such as towards the stern, and as a sea-term signifying be- hind, use Crcl. with πρύμνα. ASTHMA, άσθμα, δύσπνοια. ASTHMATIC, ασθματικό'?. δύσπνους. πνευστιων. To be a., πνευστιάν. άσθμάζειν. δυσπνο- ASTIPULATION. See A- gree, Agreement. ASTONISH, εκπλνττειν τινά. θαύμα παρέχειν τινι. Το be a'd., έκττλίίττεσθαι (pass.): at a thg, τινι, less frequently τι. θαυμάζειν τι. άγασθαί τίνος or τι. συνθαμβεϊν (with others, together) : to be excessively a.'d, ύ7Γερεκττλί)ττεσθαι (pass.), ύπερθαυμάζειν : I am a.'d that, θαυμάΧ,ω ει — . ASTONISHED, εκπλαγεί?. ASTONISHING, εκττλί,κτι- kos, καταττλί]κτικό?.θαυραστο'?. δεινός. To make a. progress, θαυμαστόν όσον προχωρεϊν. ASTONISHINGLY, θαυμα- στώς, θαυμασίως. Both also with ώ? : e. g. θαυμασίως ως άθλιος γίγονε (Gr. 1240). ASTONISHMENT, εκ-π-λ^ ζις, εκπληΐία. θάμβος, ους, το (P.). ASTOUND. See Astonish. ASTRADDLE. See Astride. ASTRAGAL, αστράγαλο?. ASTRAY, adv. 1 To be or go α.] άμαρτάνειν. πλανασθαι, άποπλανασθαι, περιπλανάσθαι (pass.), πορευόμενον άμαρτά- νειν or εφαμαρτάνειν της οδού. ΤΙ To lead α.] πλανάν, άπο- πλαναν. άπατάν, ίζαπατάν. παράγειν, ύπάγειν. ASTRICTION. 1 Drawing tight, contraction] συστολή', as by the action of astringent substances, στύψις. ASTRIDE, -ττεριβάο•»)!/. ASTR1FEROUS, άστροφό- ρος. ASTRINGE, ζυστρέφειν. στύφειν. στρυφνοΰν. ASTRINGENCY, στρυφνό- της, τ»;το?, ή. ASTRINGENT, στυτττικό?. στρυφνός. ASTROLOGER, άστρόμαν- τι?. άστρολόγος(ΐηΙαΐΜ•χνι•ίΙβΓ8). ASTROLOGY, άστροραί/τι- κή, άστρομαντεία. αστρολογία. ASTRONOMER, άστοοι/ο'- pos. αστρολόγο?. ASTRONOMIC,ASTRONO- MICAL, αστρονομικός, αστρο- λογικός. ASTRONOM1ZE, άστρονο- μεΐν. άστρολογεϊν. ASTRONOMY, αστρονομία, αστρολογία. ASTRUT, όγκων, ούσα, ούν. σφριγών, ωσα, ων. ASTUTE. See Cunning. D ASU ΑΤΗ ATT ASUNDER, χωρίς, δίχα. To cut, saw a., δ ίχα τέμνειν, πρίειν : to tear a., διαρρηγνύναι, καταρ- ρηγνύναι : to split, part, be broken a., ρι'ιγνυσθαι, διαρρήγνυσθαι. σχίζεσθαι. κατατρίβεσθαι. ASYLUM, άσϋλον. κατα- φυγή. ASYMMETRICAL, ασύμ- μετρος, 2. ASYMMETRY .ασυμμετρία. ASYMPTOTE, ασύμπτωτος, 2. ASYNDETON, ασύνδετου. AT, prep. Tf Coexistence or nearness, at rest, in place = in, εν c. dat., επί c. gen. and dat., κατά c. ace, παρά c. dat., περί c. dat. and ace, προς c. dat. At Rome, iv T}7 'Ρώμη, κατά την 'Ρώμην, τταρά τοΐς 'Ρωμαίοι? : at Athens, εν ' Αθήναις, Άθηνησι : at home, ο'Ίκοι : the battle at Mantinea, at Marathon, at Salamis, ή εν Μαν- τινεία, εν Μαραθώνι, εν Έαλα- μΐνι μάχη, and η περί την Έαλα- μϊνα ναυμαχία : to be at table, παρακλίνεσθαι or κατακεΐσθαι δειπνοΰντα : to have at hand, πρόχειρον or ετοιμον εχειν τι : to be at a person's house, παρα- γίγνεσθαι, συγγίγνεσθαί τινι. διατρίβειν παρά τινι or μετά τίνος : to dwell at a person's house, συνοικεΐν τινι. ^Arrival at, movement in] είς, επί, κατά, παρά, προς, all c. ace. To ar- rive at Rome, άφικνείσθαι εις 'Ρώμην : a report is spread at Rome, λόγος διαδίδοται ε'ις 'Ρώμην : to halt or land at a place, σχεΊν εις χωρίον, προσ- εχειν χωρίω or εις χωρίον, προς χωρίον, κατά χωρίον. άπο- βαίνειν εις χωρίον, κατά χωρίον. When the verb precedes, at denotes subsequent stay as well as arrival; the Greeks employ the prep, είς in this comprehensive sense, as to at- tend, to meet, at a place, παρα- γίγνεσθαι, συλλέγεσθαι εις χωρίον : to be present at a place, παρεΊναι εις χωρίον : to seek lodging at a person's house, κατα- λύειν παρά τινι or προς τίνα. *ί[ Direction or aim towards a point or object] εις, επί, κατά, προς, all c. ace. To shoot at a mark, βάλλειν επί σκοπόν : to aim at a thg, τείνειν εις τι or προς τι. στοχάζεσθαί τίνος : to place oneself at table, κατα- κΧίνεσθαι δειπνησοντα : to go at, or be at, a person or thg {col- loquial expression — to attack), έπιτίθεσθαίτινι. έπεζιέναιτινί. άπτεσθαί τινι: to look at ( = have regard to), όραν, βλέπε tv, άποβλέπειν είς τι. ^[ Coinci- dence or concurrence in time] εν c.dat., επί c. gen., εις, κατά c. ace, At that time, κατ εκείνον τον χρόνον, εν εκείνω τω χρόνω : he was well reputed' by all who lived at (in) his time, δόζη? έτυχε παρά πάσι τοϊς κατ αυτόν : at morning, εωθεν : at (34) noon, κατά μεσημβρίαν, μεσ- ημβρίας οΰσης : at evening, καθ' εσπίραν, αφ' εσπέρας, της εσπέ- ρας : at the appointed hour, είς τακτην or ρητην την ώραν : at the right time, εν καιρώ, ε'ις καιρόν : at another time, άΧΧοτε : at no time, ουδέποτε (of Vie fu- ture), ουπώποτε, ουδεπύ>ποτε (of the past) : at times, ενίοτε, έσθ' ότε : at the first, second, &c, time, το πρώτον, το δεύτερον, κτΧ. : at the beginning, at the first, εν άρχη, έζ άρχης, κατ αρχάς, αρχήν, αρχόμενος : at the end, at last, επί τελευτης, περί την τελευτηυ, τέλος, το τεΧευταΐον, τελευτών : at inter- vals, διά c. gen. ^[ Accompany- ing circumstance, occasion] επί c. dat., από and επί c. gen., διά c. ace. ; also by a dat. without a prep., or by a partcp. At a given signal, από σημείου, επί σημείω : at the word of command, από παραγγέλματος : at (on) this intelligence they proceeded to man the fleet, ε7τ' άπηγγελμένοις ναΰς έπΧηρουν : at your bidding, σου κελεύοντος or κελευσθείς υπό σου. ^ϊ Engagement, occu- pation, manner, concurrent event] επί c. dat., and in some eocpressions gen., εν, παρά. At supper, επί τω δείπνω, εν δείπνω : at the sight of him, επί τη θέα αΰτοΰ : at leisure, επί σχολής: at (in) perfect rest, επί πολλής ησυχίας : But the G?'eeks,i?i sentences of this kind, instead of an abstract subst., generally employ a partcp., e. g. at the sight of a thg, θεασάμενός or ίδών τι : at the passage of the river, διαβαίνοντες τον ποταμόν: at the capture of the city, άΧούσης της πόΧεως : to begin at athg, άρχεσθαι από τίνος or εκ τίνος : to stop at athg, ληγειν or άπο- παύεσθαι εν τινι : I am well at heart, θαρρώ, εύθυμίαν άγω : I am not well at heart, άθύμως έχω. άθυμώ : at all events, πάν- τως : at the public cost, δημοσία : at one's own cost, ίδια : at once (= together with), άμα : two, three, &c, at a time, σύνδυο, σύντρεις, κτΧ.: at best, μάλιστα, άριστα, κάλλιστα : at most, τά πλείστα : at least, το ελάχιστοι», τουλάχιστον : at least = at all events, άλλα ... γέ (after εί μι'ι, λεΐι/. AUCTIONEER, 6 πιπρά- σκων (g. t. for one icho is sell- ing). AUCTIVE, αυξητικός. t AUCUPATION. m Fouling] όρνιθοθήρα, όρνιθεία. ^f Eager and cunning pursuit] θήοα τιν< ς. AUDACIOUS, if Daring (generally in abad sense)] Ιταμός, θρασύς (bold), ακόλαστος (bold, licentious), αναίσχυντος, αναιδής. βδελυρός (impudent). % (Sis in a good sense) spirited, confident] θαρραλέος, θαρρών. AUDACIOUSLY, Ιταμώς. άκολάστως. άναισχύντως. AUDACIOUSNESS, άκολα- στία. άναισχυντία. αναίδεια. AUDACITY, θρασύτης, Ίτα- μότης. See AUDACIOUSNESS. AUDIBLE, ακουστός, επ- άκουστος, επηκοος. επίσημος, σαφής. AUDIBLENESS, τό επίση- μον. τό σαφές. AUDIBLY, εν τ;7 άκοη, εις την άκοήν τίνος. AUDIENCE, t Act of hear- ing] ακρόαση, ακοή. II Recep- tion, hearing granted, permission to speak] εντευξη. προσαγωγή, χρηματισμός. To give aby a., άκούειν τινός, χρηματίζειν τινί : to have a., εντυγχάνειν τινι περί τίνος, διαλέγεσθαι (pass.) προς τίνα : to obtain a., μεταλαγχά- νειν λόγου : I ask for a., προσ- αγωγής δεΊσθαι. καιρόν έντεύ- ξεως α'ιτεϊσθαι. ξυγγενέσθαι τινι χρήζω. "if Assembly of hearers] οι άκούοντες, οι άκροώ- μενοι, οι άκροαταί. In orations often ούτοι only. AUDIENCE-CHAMBER, χρηματιστή ρ ιόν. πυλών 6 χρη- ματιστικός. AUDIT, S. ανάκριση, εξ- έταση. The a. of (public) ac- counts, ευθϋνα or ευθύνη (more cmly in pi.) : at the a of his ac- counts, εν τάϊς ενθύναη. AUDIT, v. α. άνακρίνειν. εξε- τάζειν. AUDITIVE, AUDITORY, ακουστικός. AUDITOR, «ft Hearer] ακροα- τής. *H Examiner of accounts] λογιστής, λογοθέτης. AUDITORSH1P. 1| Office of auditor] λογιστεία. ^| Act of auditina] λογοθεσία. AUDITORY, s. t Assembly of hearers] See Audience. *j Place for hearing or lecturing] άκροατήριον. διδασκαλειυν. AUGER. AUG RE, τρύπανον. A. -hole or bore, τρύπημα. AUGHT. 1 Anything] Vid. τί (enclit.). Ότιονν. AUGMENT, v. If (Trans,) AUG To increase] αΰξειν or αύξάνειν, ίπαυξάνειν (in size and quality). πλείω ποιεΐν (in multitude). % (INTRANS.) αύξάνεσθαι, επαυ- ξάνεσθαι. μεϊζω or πλείω •γίγ- νεσθαι, επίδοσιν λαμβάνειν, προκόπτειν. AUGMENT, αΰζησκ, αΰξη- μα. επίδοσις (intrans.). AUGMENTATION. ^ Act of increasing] αύξησις, επαύξη- σις. Both εως, ή. U Quantity of increase] αύξημα. έπίδοσις. AUGMENTATIVE, αυξητι- κός. AUGMENTER, αύξήτης. AUGUR, s. ΤΓ ^ diviner by birds] ο'ιωνιστής, οίωνοσκόπος, oi ωνοττ όλος. Ij Diviner or sooth- sayer in general] μάντις, χρησμο- Χόγος, χρησμωδός. AUGUR, ν.'α. and n. If To practise augury] οιωνοσκοπεΐν, ο'ιωνί'ζεσθαι. % To divine, fore- tell, forebode] μαντεύεσθαι. θε- σπίζειν. προφητεύειν. προαι- σθάνεσθαι. όττεύεσθαι. AUGURAL, AUGURIAL, ο'ιωνιστικός. μαντικός. AUGURY, f Omen] οιωνός, οιώνισμα, οίωυισμός. Tf Fore- boding, prophecy] μαντεία, προ- φητεία, προαίσθησις. όττεία (of evil). If Act of divination] οίωνοσκοπία. Art of a., ο'ιωνι- στική. AUGUST, adj. H Magnificent, dignified] μεγαλοπρεπής, μεγα- Χεϊος. σεμνός. AUGUST, s. IT Name of a month] όγδοος μήν. Αύγουστος. AUGUSTNESS, μεγαλοπρέ- πεια, λαμπρότης. σεμνότης. AULIC, αυλικός. AUNT, θεία. τηθίς. ν του πατρός or της μητρός αδελφή. AURA, ατμός, διαπνοή, διά- πνευσις. AURELIA, χρυσαΧλίς, ίδος, ' AURICLE, οΖς. AURICULAR, f Belonging to the ear] ώτικός. ^[ Relating to liearing] ακουστικός, άκροατι- κός. ακροαματικός. AURICULARLY, άκροατι- κύ>ς. AURICULATRD. ^ Having ears] ώτ/τ»]?. IT Long-eared] ωτα έχων μεγάλα. ^ AURIFEROUS, χρυσόν έχων or καταφέρων. AURIGATION, άρμηλασία and άοματηλασία. AURIPIGMENT. See Or- Γ-ΙΜΕΝΤ. AURISCALP, ώτογλυφίς. μηλωτρίς. AURORA, εως. AURORAL, εωθινός. AUSCULTATION. See Lis- tening. AUSPICATE. See Augur and Inaugurate. AUSPIC 10 US, δεξιός, αίσιος, ίύτυχής. καίριος. AUSPICIOUSLY, σύν τύχη, (37) AUT and adverbs of adjj. under Auspi- cious. AUSPICIOUSNESS, ευτυ- χία, ευδαιμονία. AUSTERE. 1 Harsh ; prop, in taste, and fig. in manner] αυ- στηρός. See Harsh, Stern. AUSTERELY, αυστηρώς. AUSTERENESS, AUSTER- ITY, αυστηρότης, αυστηρία. See Harshness, Sternness. AUSTRAL, AUSTRINE. See Southern. AUTHENTIC, AUTHEN- TICAL, πιστός, αξιόπιστος, βέβαιος, (in later writers) αυθεν- τικός. AUTHENTICALLY, άζιο- πίστως. βεβαίως. AUTHENTICATE, βεβαι- ούν, καταβεβαιοΰν. ττιστο*/ ποι- εΐν τίνα or τι. πίστιν ποιεΐσθαι or περιτιθεναι τιι/ι. AUTHENTICATED, πισ- τός, αξιόπιστος, βέβαιος, κύ- ριος. AUTHENTICATION, βε- βαίωσις, εως, ή. AUTHENTICITY, AU- THENTIC ALNESS, τό πισ- τόν, άξιόττιστον. ή αλήθεια. AUTHOR. IT First cause, originator, producer, inventor] αίτιος, 6 εξ αρχής ποιών or ττλάτται;/, ο πρώτος ποιήσας or είσηγησά μένος, εΰρετής, 6 εύ- ρων, αρχηγός, έξαργος. ήγεμών. 6 συνθεμένος. 6 κατασκευάσας. 6 άπεργασάμενος. To be the a. of athg, αίτιον είναι τίνος, εξάρ- χειν τι or tivos. εξ άρχης ποι- εΐν τι. ίΤ The writer of a book] συγγραφεύς, 6 συγγράφας βι- βλίον τι. 6 συνθεις γράμματα. Α. of many writings, δ πολλά ξυγγράφας. ος πολλά ξυν- έγραφεν. AUTHORESS (fern, of au- thor), εύρετίς. αιτία (and femm. of participial expressions under Author). AUTHORITATIVE, f Having legal power or due autho- rity] κύριος ων τίνος, εξουσίαςοί' εξουσίαν έχων. H Arbitrary, imperious] προστακτικός, αρ- χικός, κελευστικός. αυθάδης. AUTHORITATIVELY. 1 With due autliority] κυρίως. IT Arbitrarily] προστακτικώς. αρ- χικώς. AUTHORITATIVENESS. αύθαδεία, and by Orel, with words signifying AUTHORITY. AUTHORITY, t Fullpower, lawful power] εξουσία. To have a., εξουσιά'ζειυ, κύριον είναι τί- νος : to give a., εξουσίαν διδόναι or παρέχει, having unlimited a., αυτοκράτωρ. If Commission, permission] εφεσις. επιτροπή : to have it, επιτετραμαένος είναι (c. ace): to grant it, επιτρέπειν. If Respect, influence] αξίωμα, τιμή. δόξα : to have it, αξίωμα εχειν. εύδοκιμεϊν παρά τινι. Men of a., η δυνάμενοι or δυνατοί : a AUX man of much a., άνηρ αξιώμα- τος πολλού. T| Support, coun- tenance] παραμυθία, επικουρία, ερυμα (fig.). Tf Example, testi- mony] δείγμα, επίδειγμα, παρά- δειγμα, επιμαρτυρία. U Govern- ment, magistracy] αρχή. The supreme a., ή μεγίστη αρχή : the a.'s, οι άρχοντες, οι τεταγμένοι, τά τέλη. AUTHORIZATION. ^Au- thority] επιτροπή, εξουσία. ■([ Ratification] κύρωσις, επικύρω- σις. AUTHORIZE. IT To em- power] εξουσίαν διδόναι τινί, διδόναι τινι εξουσίαν ποιεΐν τι. I am a.'d, δίκαιος ειμί ποιεΐν τι. εξουσίαν 'έχω, εξουσία εστί or δέδοτα'ι μοι. % To ratify, legalize, establish] κυροΰν, επικυρούν. καθ- ιστάναι. ^Τ To approve, justify] συναινεΐν. δικαίολογεΐν. % Το accredit] καταβεβαιοΰν. πίστιν ποιεΐν or περιτιθεναι τινί. AUTHORLESS. 1 Without authority] άπιστος, ούκ αξιό- πιστος. IT Without knoivn or ac- knowledged author] αδέσποτος (in later writers). AUTHORSHIP, f Produc- tion,co7nposition] σύνθεσις. κατα- σκευή, άπεργασία. ^[ Ofabook] συγγραφή, τό της συγγραφής έργον. AUTOCHTHON, αυτόχθων. AUTOCRACY, αύτοκρά- τεια. AUTOCRAT, αυτοκράτωρ. AUTOCRATIC^UTO/cpaTjfr, αυτοκρατορικός. AUTOGRAPH, adj % αυτό- γραφος, 2 : subst. τό αύτό- γραφον. AUTOMATIC, αυτόματος, 2. AUTOMATON, αύτόματον. AUTOPSY, αυτοψία. AUTOPTICAL, αύτοπτικός. AUTOPTICALLY, αύτοφεί or -φί. AUTOSCHEDIASTIC, αυ- τοσχεδιαστικός. AUTOS CHE DIASTIC AL- LY, αντοσχεδιαστί. AUTUMN, φθινόπωρον, μετόπωρον. To be in the a. of life, προήκειν or προβεβηκέναι τη ηλικία : a.-gathering (= au- tumnal crops or fruits), όπώρα, ή. AUTUMNAL, μετοπωρινός, φθινοπωρινός, b, ή, τό κατά or περί φθινοπωρίδος. Α. equinox, ισημερία ή μετοπωρινή or φθι- νοπωρινή. AUXILIAR, AUXILIARY, adj. επίκουρος, 2. επικουρικός, επικούριος (of the Deity). See Helping. AUXILIARY, s. επίκουρος. See Helper, Ally. AUXILIATION, επικουρία, επικούρησις, επικούρημα. See Helping. AUXILIATORY, επικουρι- κός. See Auxiliary. AVA AVO AWA AVAIL, v. a. ^[ To make use ο/]χρήσθιύ'Τίυι. ΤΙ To profit] ώφεΧεϊυ, ΧυσιτελεΊυ τίνα. συμ- φέρειν τινί. ^J To promote, fur- tlier] προβιβάζειν -τινά. AVAIL, v. (Intr.). ( IT To be of use or service] συμβάΧΧειν or συμφέρειν προς or εις τι. H To suffice] άρκεϊν, άπαρκεϊν, διαρκεΐν, εζαρκεΐν ε'ίς τι. Not to a., ούδΐν ώφελεϊν. AVAIL, s. «ft Use, benefit} χρεία. ώφέλειη. κέρδος. όφελος. Of what a. is it? τί όφελος ; it is of no α.,ούδεν όφελος (c. inf.), όφελος ουδέν εστί τίνος. See to Profit. AVAILABLE. Jf Useful] χρήσιμοι, 2. χρηστός. ωφέλι- μος, σύμφορος, 2. άνύσιμος, 2. *\\ Valid] νόμιμος, δόκιμος. AVAILABLENESS,AV AIL- MENT, f Utility] χρηστότης. ΤΙ Efficacy] ισχύς, ύος, η (force, strength). ΪΙ Validity] κΰρος,τό. το υόμιμον. το δόκιμου. AVANT = να», Α. -guard, προπορεία. το πρώτον τάγμα. το ηγούμενου της στρατιάς : &.- courier, τι ρόδρομος. προάγγε- λος. AVARICE. Tf Covetousness in general] πλεονεξία, ό τοϋ πλεονεκτέϊν or χρηματίζεσθαι έρως. επιθυμία τοϋ έχειυ or κέρδους. Base, filthy a., αισχρο- κέρδεια : insatiable a., απληστία : from a., υπό πλεονεξίας, επι πλεονεξία. ^| Specially the love of money] επιθυμία χρημάτων, φιλαργυρία and φιλοχρημα- τία. Α. is the root of all evil , πά- σης κακίας μητρόποΧίς εστίν η φιΧαργυρία. *ft Par simony] φ ει- δώλια. Dirty, miserly a., γλι- σχρότης, -τητος, η. άνελευθε- ρία. ρυπαρία. AVARICIOUS, πΧεονέκτης. κέρδους επιθυμών. φιλάργυρος, φιλοχρήματος, ανελεύθερος, 2. γΧίσχρος. αισχροκερδής. AVARICIOUSNESS. See Avarice. AVAST ! επίσχες ! επίσχου ! μεϊνον ! A VAUNT, inter}. ^ Away ! begone!] άπαγε, άπαγε σαυτόν. ερρε. AVE! (Lat.) χαίρε. AVENGE, εκδικεΐν, δίκην or τιμωρίαν λαμβάνειν. See RE- VENGE. AVENGEMENT, δίκη. τι- μωρία. See Vengeance and Τ? -ρ ττ -ρ Ttff* "ρ AVENGER,AVENGERESS, τιμωρός, ό, ή. τιμωρούμενος, τιμωρουμένη. AVENUE, ij Approach, en- trance] είσοδος, ή. πάροδος, ή. πρόσβασις. ^[ Alley of trees] δρχος, εως, ι). AVER, v. a. IT To assert po- sitively] βεβαιοϋσθαι, διαβεβαι- οΰσθαι. ίσχυρίζεσθαι, διισχυρί- ζεσθνι. φάναι. AVERAGE. *$ An arithmeti- cs) cal mean] το μέσον. On an a., καθόλου, εν καθ' ενός. ώϊ επι το πολύ. πλέον ελαττον. to take the a., προς τους μέγι- στους (τας -ας, τα -α) και ελα- χίστους (-ας -α) το μέσον σκο- πείν {Τ. ; with ref. to size). AVERAGE, v. (Intr.V Crcl. with εν καθ' ενός είναι, Sec. AVERMENT, βεβαίωσις, διαβεβαίωσις. Both εως, η. AVERSATION. See Aver- sion. AVERSE, adj. (with to or from), απεχθής, ενάντιος. δυσμε- νής, δύσνους. To be a. to athg, άποστρέφεσθαί τι. φεύγειντι. ού βυύλεσθαί τι. άχθεσθαίτινι. δυσκολαιςον δυσχερώς εχεινπρός τι. δυσχεραίνειντι: to a person, άπεχθώς έχειν τινί. άπεχθώς διάκεισθαι προς τίνα. μισεΐν τίνα. AVERSELY, άπεχθώς. δυσμενώς. AVERSENESS. See Aver- sion. ( AVERSION, αποστροφή, απέχθεια, δυσμένεια. AVERT, v. a. H To turn aside or away] άποστρέφειν. άποτρέ- πειν. παρατρέπειν. παρακλί- νειν. Τ| To estrange] άλλοιοϋν, άλλοτριοΰν, άπαλλοτριονν. ^[ To ward of] άμύνεσθαι, άπαμύ- νεσθαι. άποτρέπεσθαι. ^| Το depreciate] παραιτεΐσθαι. AVERT, v. n. «f[ To turn one- self aivay fin] άποστρέφεσθαί and άποτρέπεσθαι τίνος, εκ- τρέπεσθαί τι. AVERTER, αποτρόπαιος, 2. AVIARY, ορνίθων, ώνος, 6. όρνιθοτροψεΤυυ. ν AVIDITY, επιθυμία, όρεξις. εφεσις. ορμή. With a., εττιθυ- μητικώς. όρεκτικώς. όρμητι- κώς. AVILE, ν. α. άτιμά'ζειν. απ- αξιούν, ταπεινοϋν. AVISE, AVISO, AVISE- ΜΕΝΤ, AVIZE. See Advice, Advise. AVOID, v. α. η\ To make void, vacate] κενοΰυ. ερημοϋυ. έκλείπειν τι. ^[ To annul, can- cel] λύειυ. άθετεΐν. άκϋροΰν. ^| To escape] διαφεύγειν, έκφεύ- γειυ. εκτρέπεσθαι{ιηιά.). άπο- τρέπεσθαι, άφίστασθαί τίνος, άπέχεσθαί τίνος, εύλαβεϊσθαι, φυΧάττεσθαί τίνος. To try to a., εκκλίνειν τι (P., to endea- vour to get out of the way : e. g. τούτο εκκλίνειν kui μη πράτ- τειν. εκκλίνειν τούνομά τίνος). AVOID, ν. η. *Π To retire, withdraiv] άποχωρεΊν. άποστη- ναι. εκποδών γενέσθαι. ^| Το become void] έρημοΰσθαι. κενόν γίγνεσθαι. AVOIDABLE, f To be shunned] φευκτός, φύξιμος. % To be removed] αφαιρετός. AVOIDANCE, f Emptying, vacating] κένωσις, ίκκένωσις. ^[ Annulling] Χύσις, κατάλυσις. άναίρεσις. *fi Voidance, removal] άποκίνησις, αποσκευή• ΤΙ Drain- age] όχετεία, εξοχετεία. ^f Withdrawal from, caution of] φυγή- εκτροπή, ευλάβεια. AVOIDLESS, άφυκτος, άν- έκφευκτος. αναγκαίος. AVOIRDUPOIS, τά εΊθισμέ- να or νοιιιζόμενα σταθμά. AVOUCH, AVOUCH Ε R. See A vow, and Vouch, Vo uch er. AVOUCHABLE, άπόφαν- τος. AVOUCHMENT, άπόφασις. μαρτυρία. AVOUTER,AVOUTRY,and AVOWTER, AVOWTRY = adulterer, adultery] Vid. AVOW. ^ To say openly] φάναι. φράζειυ. άποφθέγγε- σθαι. if To declare oneself] άποφθέγγεσθαι γνώμην. ΤΙ Το admit, confess] όμολογεϊυ, καθ- ομοΧογείυ, εξομολογεϊν. AVOWAL. ΤΙ Assertion, open declaration]Xόγoς. το ε'ιρημέυον. έζήγησις. ^[ Confession] ομο- λογία, εξομοΧόγησις, ομολόγη- μα. AVOWEDLY, ομολόγου μέ- υως. AVOWER, ό απαγγελλόμε- νος . AVULSION, άποσπασμός. άπόρρηξις. AWAIT,», α. f To abide, attend on] μέυειν, άναμένειν, έπι- μένειν (all τιι/ά). ^j To expect] προσδοκάν. AWAKE, AWAKEN, v. a. ; and AWAKE, v. n. See Wake. AWAKE, adj. έγρηγορώς (partcp.), εγρηγορικός. άύπνος. AWAKENER, έζυπνιστής. AWAKENING, εγερσις, άνέγίρσις. Both εως, ή. AWARD, v. a. f To judge, adjudge, assign] επιδικάζειν, επι- κρίνειν, νέμειν, άνατιθέναι, (all) τινί τι. δικάζειν είναι τί τίνος. AWARD, v.n. 1 To judge, decide] δικά"ζειν. κρίνειυ. δια- κρίνειν. γιγνώσκειν. διαγιγνώ- σκειν. AWARD, s. κρίσις, κατά- κρισις, διάκρισις. γνώμη. AWARDER, δικαστής, κρι- τής, γνωμών, διαιτητής. AWARE, adj. To be a., αίσθάνεσθαι, επαισθάνεσθαι : of athg, τινός or τί, that, ότι, or a. partcp., καθοράν : of athg, τί, that, ότι, or a partcp., μαυθάνειν τι. I am not a. of it, φεύγει με τι, λανθάνει μέ τι : they were not a. of him, ελαθεν. AWARE! «ft Cry of caution] φύλαζαι. όρα. AWAY, adv., adj., and interj. •ft Absent, gone] φρούδος, εκπο- δών. To be a., φρούδου είναι, οϋκέτι όρασθαι. ο'ίχεσθαι : a!=: begone ! άπαγε, εκποδών άπιθι. ερρε : a. with thee, άπαγε σεαυ- τόν : a with it, εκποδών έστω. άφελε : a. with such thgs, άλ\.' εώμεν χαίρειν τά τοιαϋτα : a. AWE BAC BAC with care, άπίστω or φρούδη έστω ν φροντίς. άλλα τί δει φροντίδων ; Ti To denote con- tinuance or perseverance] αδιαλεί- πτως, συνεχώς. AWE. Τί Reverential fear] αίδώς, ους, η. σέβας, τό {poet., also όπις, loo's), σεβασμός : of a person, τίνος. Childlike a. of aby, ευσίβίΐα εις, περί, προς τίνα : ti) be in a. of aby, αΐδεΐσθαί τίνα. σέβεσθαί τίνα. δι' αίδοΰς άγειν τινά. άγασθαί τίνα. αίσχύ- νεσΰιιί (pass.) τίνα. Τί Fear in general] φόβος. See Fear, Dread. AWE, v. α. αιδώ or φόβον εμβάλ\ειvorέπισείειvτιvί. επι- κρατεί ν τιν>ς or τινι. AWEARY. See Weary. AWED, εμφοβος. AWFUL. Ti Inspiring aive] φοβερός, δεινός, σεμνός. To put on an a. look, σεμνοπροσ- ωπεΐν : to speak in an a. voice, σεμνυλυγεΐν. Ti Feeling awe] περιδεης. AWFULLY. Ti Formidably] φοβιρως. Ti Reverentially] μετ' αιδοΰς. AWFUL-EYED, φοβερώφ, φοβερωπός, 2. γοργωπός, 2. AW FULNESS, Τί Dignity, solemnity] σεμνότης, τητος, η. σεβασμιότης. Τί Fearfidness] See Awe. AWHILE, χρόνος τις. A WHIT, ολίγον τι. AWKWARD, and in old En- glish, its root, AWK. If Ill- shaped, uncouth, clumsy (both of persons and thgs)] σκόλιος, διά- στροφος. άρρυθμος (ill-propor- tioned, Χ '.). Τί Unapt, witless] ά- φνης (by nature) : at atlig, προς τι. σκαιός. αδέξιος, άμαθης, αγύμναστος (untaught, untrain- ed) : at athg, προς or ε'ίς τι. Τί Inconvenient, unseasonable] άτο- πος, άκαιρος. ΤΤ Perverse, res- tive] δύστροπος. AWKWARDLY, άρρύθμως (e.g βαδίΧ,ειν) and advv. ofadjj. under Awkward. AWKWARDNESS, άφυία (natural), σκαιότης (want of dex- terity), άμαθία, άτεχνία (want of education). δυστ ραπελ'ια,δυσ- τροπ'ια (ill manners), αγροικία, φυρτικότης (rusticity), άτοπία, άκαιρία (unseasonableness). AWL,K£i/T?';piov. όπεας,ατος, τό. όπητιον. στιγεύ?. AWLESS. Τί Irreverent] άν- αιδύμων. άφοβος. Τί Unf eared] ου φοβερός. AWNING, ουρανίσκος, σκιά- 1 AWORK, AWORKING,aift>. and adj. άσχολος. AWRY. Τί Crooked, distorted] στρεβλός, σκόλιος, διάστροφος. διεστραμμένος. Τί Perverse] δύσ- τροπος. ΑΧΚ,άξίνη (ΐ) . δpέπavov(for lopping), πέλεκυς (broad, as that of a butcher or carpenter), ξνάλη (39) (for trimming and smoothing). A. for wood-chopping, πέλεκυς ξυλοκόπος : a. -shaped, πεΧεκο- ειδης. AXIL, AXILLA, μάλη, μασχάλη. AXIOM, αξίωμα (in science), γνώμη (in morals). AX IOM ATIC AL, αξιωματι- κός, γνωμικός. ^ AXIS, AXLE, AXLE-TREE, άξων, όνος, ό. AXLE-PIN, περόνη. AY, ναί. See Yes. AYE, άεί. See Ever. AYGREEN, άείΐωον. AYRY. Ti Eyry] Vid. AZURE, κυάνεος (dark and deep).ύπoκυάvεoς(ratherl^ghter). AZYME, άζυμος (sc. άρτος). The a.'s (festival), τα άζυμα. Β Β. Β, β, βήτα, indecl. BAA. See Bleat. BABBLE, v. n. Ti To prate like a child, utter imperfectly] ψελ- λί'ζειν. βατταρίζειν. βαμβαί- νειν. Τί To prate idly and sillily'] λαλαγεΐν. σπερμολογεΐν. φλυ- αρεΐν. άδολεσχεϊν. κωτίλΧειν. φλεδονεύεσθαι. Τί As brooks of water] See Murmur. BABBLE, BABBLEMENT, BABBLING, s. Ti Prate, chat- ter] λαλαγή. Χαλάγημα. στω- μυλία. Τί Empty silly prate] Χήροι, φλυαρία. ματαιοΧογία. κενολογία, σπερμολογία. πολυ- λογία. φΧεδονεία. άδολεσχία. BABBLER, σπερμολόγος. πολυλόγος. περιττολόγος. λά- λος. πολυλαΧος. φλύαρος, φλύ- αρων, άδόλεσχος. A she-b., λα- λίστατη. BABE, BABY, νήπιον (in age or understanding), βρέφος (un- born, and at the breast), τό παι- δίον. The b. cries, τό παιδίυν βοά (Lys.) : new-born b.'s, νεω- στι γεγονότα παιδία (P.). BABEL. See Confusion. Β ABISH, Β AB YISH, νηπιώ- δης, νηπιόφρων, νηπιοπρεπης. βρεφικός. BABYHOOD, νηπιότης, νη- ΤΓ(άα. BACCHANAL, s. Τί Devotee of Bacchus] Βακχευττης, Βακχιώ- της, Βακχεύων. Ti Tippler, re- veller, boon companion] συμπότης, φιλοπότης. BACCHANALIAN, adj. Βακχικός, Βάκχιος, ΒακχεΤος, Βακχεύσιμος, Βακχιωτικός. Τί Revelling] συμποτικός. BACCHANALS, BAC- CHANALIA, Βακχεία, τά. Βάκχεια, ή. Διονύσια (at Α- ihens). BACCHANTE, Βάκχ»,, Βακ- χίς, Βακχίας. μαινάς. BACCHIC. See Bacchana- lian. To be in a b. frenzy or inspiration, βακχεύειν,έκβακχεύ- εσθαι. ενθουσιάν. BACCHIUS. Τί Metrical foot, " " "] βάκχειος (sc. πους). BACHELOR, ήίθεος (young), άγαμος (άνηρ). The life or state of a b., αγαμία (Plut.), βίος άγαμος or άΧβγος (Luc). BACK, s. νώτος masc, and νώτου neut., in pi. νώτα (wch pi. is often used as the English sing., back), ράχις, η (b.-bone ; also b. of a mountain, όρεος [Hdt.] or ορεινή '■ o,nd of a leaf, φύλλου, Thcoph). The b. of the hand, η ύ7ΓΤί'α χειρ. όπισθέναρ, αρος, τό (Hipp., back of the palm) : to lie on the b., ΰπτιον κατα- κεΐσθαι (of persons), υπτιονγίγ- νεσθαι (of thgs) : to lie down on one's b., υπτιον κατακλιθήναι: to swim on the b., εξ ύπτιας νεϊν : to fall on one's b., υπτίου καταπίπτειν : to strike aby on the b., παίειν τά νώτα τίνος: to fasten aby's hands behind his b., εις τοΰπίσω τάς χείρας άπ- άγεινκάίτω νώτωπεριπλέκειν. to tie the hands behind, the b., οπίσω τώ χεΐρε δεΐν. άποστρέ- φειν τάς χείρας, περιάγειν τάς χείρας ες τυύπίσω : to turn one's b. on aby, νώτα δούναι or επι- στρέφειντινί. άποστρέφεσθαί (pass.) τίνος : to carry on the b., επί νώτου φέρειν. νωτοφορεϊν: to take athg on the b., νωτιζεσθαί τι : carrying on the b., νωταγω- γός, 2. νωτοφόρος, 2 : in the b. (of), κατά νώτον and κατά νώ- του, όπισθεν, κατόπισθεν : to have behind one's b., όπισθεν εχειν τι : to put athg behind one's b., όπισθεν ποιεΐσθαί τι : a horse lets a rider get on its b., επί του νώτον δέχεται άναβάτην δ 'ίπ- πος (Χ.) : to do athg behind aby's b., λανθάνειν τινά ποιοΰντά τι. λάθρα or κρύφα τινός ποιεΐν τι : a charge or accusation behind aby's b., κατηγορία εξ έρημίας γιγνομένη. Τί The hinder side of athg] τά όπισθεν, τά οπίσθια. Β. of the head, όπ ισθοκέφαλον : b. of a house, οπισθόδομος : the b. (of a chair, έδρας) επίκλιν- τρον or άνάκλιντ pov : written on the b., όπισθόγραφος. Ti A vat or large tub] πίθος, λάκκος. BACK, adj. οπίσθιος, 2 (opp. fore ; in front). BACK, adv. πάλιν, εμπαλιν. οπίσω, εις τοΰπίσω. ανάποδα, άνόπιν. And by verbs compounded with μετά-, άνα-. BACK, v. α. Τί To put or drive backwards] άπωθεΐν. άποκρού- ειν. άπελαύνειν. ΤΤ To mount on the b. (as of a horse)] άναβα ί- νειν επί τι. περιβαίνειν. Το allow a rider to b. him, ίε'χεσθαι άναβάτην (X.). Ti To place on the b.] άναβιβά'ζειν επί τι. Τί To assist, befriend] επαρκείν, ίπι- κουρεϊν, συμπράττειν, συνάγω- BAC BAF BAI νίΧ,εσθα'ι nut. If To strengthen, support] ύποστηρίζειν. ύπερ- είδειν. BACK. (Intr.) IT To recede, retreat] ε'Ίκειν, ύπείκειν. ύποχω- ρεϊν. άναχάζεσθαι. ενδιδόναι, ύπενδιδόναι. τρέπεσθαι (pass.). BACKBITE, ν. α. οιαβάΧ- Χειν. κακηγορεϊν. κακολογεϊν. βασκαίνειν. συκοφαντεϊν. BACKBITER, 6 διαβάλΧων. συκοφάντης, βάσκανος. BACKBITING, διαβολή, βα- σκανία, κακολογία, συκοφαντία. Β AC Κ Β Ι Τ Ι Ν G LY, διαβό- λως. συκοφαντικών. BACKBONE, ράχις, ή. (νω- Tiuia) άκανθα (spine). BACKDOOR, όπισθία θύρα. πΧαγία θύρα. κηπιαία (garden- door). ρινοτιύΧη. BACKGROUND, τα οπίσω. To be in the b., άνακεχωρηκέναι. ΰποκεϊσθαι. ~Β AC Κ S I D Ε. f Of athg] See Back. Μ Of the body] πρωκτός, 6 (the anus, and g. t.). πϋγή. γΧουτός (Ep. and Hdt.). BACKSLIDE, v. n. άφίστα- σθα£ or άποστήναι. άποστα- τεϊν. BACKSLIDER, αποστάτης. BACKSLIDING, άπόστα- σις. In later writers, αποστα- σία. BACKWARD, BACK- WARDS, adv. t Towards the back] όπισθεν, εις τό όπισθεν, οπίσω, εις τούπίσω. To go b., άναποοίζειν. (metaphor.) ενδιδό- ναι. μειοϋσθαι {pass.) : athg is go- ing b. (— declining), εις or επί τό χείρον αποκλίνει τι : going b., όπισθοπόρος, 2 : pulled or drawn b., όπισθ άτονος, 2: to bend or pull b., άνακάμπτειν. ύπτιάζειν : to bow oneself b., ΰπτιάζειν εαυτόν. Tf On or in the back, fin behind] κατά νώτα or κατά νώτον. % Perversely] διαστρόφως. δι- εστραμμένων. BACKWARD, adj. ^ Un- willingly, averse] άκων. απρόθυ- μος, 2. T| Slow] βραδύς, οκνη- ρός. Τ[ Dull of understanding, or at learning] βραδύνους. δυσ- μαθής. ^f Late] όφιος. υστηρί- ζων. BACKWARDLY. Tf Unwill- ingly] άκοντί. ακουσίως, άηδώς. ΤΙ Perversely] διαστρόφως. BACKWARDNESS. 1[ Slow- ness] βραδυτής. όκνος. ραθυμία. ΤΙ Unwillingness] τό άπρόθϋμον. αηδία. ^\ Lateness] ΰστέρησις. όφισμός. BACON, υειουΧίπος τεταρι- χευμένον τε και καπνιστού. Α l>--liog, -χοίρος σιτευτό? : to save one s b., σώζεσθαι τό σώμα. σώον or χαίροντα άπαλλάτ- τειν. BAD. ΤΙ Faulty or defective in quality ; also physically or mo- rally evil] φαύλος, κακός (comp. χειρών, superl. χείριστος), πονη- ρός, μοχθηρός. Ab. road, δύσ- (40) πόρος οδός : b. pay, ολίγος or άδικος μισθός : a b. meal, εύτεΧες δεϊπνον : a b. soldier, δειλός or κακός στρατιώτης : b. circum- stances, condition, πονηρά πρά- γματα : to be in b. circumstances, κακοπραγέϊν. b. times, χαλεποί καιροί : b. business, μοχθηρά πράγματα : a b. (= low) race or family, ταπεινόν γένος : to be in b. odour, κακώς άκουαν, άδοξον είναι : to bring aby into b. odour or reputation, άδοζίαν or κα- κοδοξίαν κατασκευάζειν τινί. διαβάλΧειν τινά : to make aby b., κακίζειν τινά. Bad is often to be expressed by δυς in composi- tion, as b. temper, δυσκολία : a b. form, δυσμορφία : a b. smell, δυσωδία : b. treatment, α'ικία : to have b. eyes, κάμνειν τους οφθαλμούς, όφθαΧμιάν. λημάν: b. news, αγγελία κακή : 'tis b., but might be worse, δεινόνονού δεινόν εστί τι : b. as it is, it is not the worst,oi!7rt») τοΰτο δεινόν, καίπερ ov δεινόν : and what is worse, και τό δεινότατου : in the worst case, ην τι δέη. εν πάση ανάγκη : to make b. worse, πλέον θάτερον ποιεϊν or άπεργάζεσθαι (α pro- verbial expression). H In a moral sense] πονηρός, κακός (comp. κακίων, superl. κάκιστος), μοχθη- ρός. The best way to gain over b. men is to give them some- thg, τα πονηρά ανθρωπιά ουκ αν μάλλον εΧβις, η ε'ι διδοίης τι : b. actions, πονηρά έργα : b. companionship, η τών πονηρών ομιλία. % Bad in health, sick] νοσηρός or νοσερός, νοσώδης. ασθενής. ^[ Bad for athg = pre- judicial to] πονηρός (e. g. ταϊς βλάσταις, for the shoots of a tree, PL), πολέμιος, ποΧεμιώτατος (most prejudicial, PL, Prot. 334). BADGE, σημεΐον. γνώρισμα, ξύμβολον. τεκμήριον. θήλωμα, χαρακτηρ. Withoutab. or badge- less, άσημος. See Token, Mark. BADGE, V. α. σημειοΰν, επι- σημειοΰν, παρασημειοΰν. BADGER, τρόχος, ό (Α.). BADINAGE, παιδιά, σκώμ- μα. παίγνιον. χαριέντισμα. έρε- σχελία (late), γελοΐον. BADLY, ί III in general] κακώς. To be going on badly, κα- κώς εχειν or πράττειν. σφάλ- Χεσθαι. % Defectively] φαύλως. % Morally ill] πονηρώς. % Se- verely, distressfully] δεινώς. χαΧε- πώς. % In health] νοσερώς, νοσωδώς. BADNESS, φαυλότης and μοχθηρία (bad, defective, worth- less quality), κακία, πονηρία, μοχθηρία (moral depravity). Β. of character, κακοτροπία. κακοί or πονηροί τρόποι, κακοήθεια. BAFFLE, v. a. and n. 1 To elude,frustrate, defeat] σφάλλειν. παράγειναηά παράγεσθαι. φεύ- δ ε ιν (to falsify expectation), περι- έρχεσθαι (to circumvent) . μαται- οΰν, μάταιον ποιεϊν. διαλύειν. δίαφθείρειν. To b. aby's schemes or plans, ματαίαν ποιεϊν την πράζίν τινι. δίαφθείρειν or λυ- μαίνεσθαι την πράζίντινι. ciu- κόπτειν την επιβολήν : to b. a hope, ψευδή ποιεϊν την ελπίδα, σφάλλειν την ελπίδα: to b. aby's hopes, εκκρυΰειν τινά της εΧπί- δος: to be b/d, άπρακτον γίγ- νεσθαι, άτέλεστον γίγνεσθαι, ούκ άποβαίνειν : I am b.'d in athg, αποτυγχάνω τινός, σφάλ- Χομαί (pass.) τίνος : I see my hopes b.'d, εκπίπτω τών έλττί- δων : to see aby's plans b.'d, άπο- τνγχάνειν της προαιρέσεων. BAFFLING, s. έζαπάτη, άπ- άτημα. παράγωγη, διάλυσις. διαφθορά. BAG, θύλακος, 6. ασκός, 6, σάκκος, ό. βαλάντιον (purse). BAG, v. a. TJ To put into a bag (prop.)] εντιθέυαι τι it's θύλακοι/, ενιένυι σάκκω. κρύ- πτειν τι εν τω θυΧάκω. ^[ Το seize and secure (metaph.)] άναι- ρεϊσθαί τι. BAG, v. n. if To sicell as a stuffed bag] ο'ιδαν, ο'ιδεϊν, οιδαί- νειν, εζοιδαίνειν and έξοιδεΐν. BAGATELLE, Χήρος, φλή- ναφος. χρήμα or πράγμα οΰδε- νός άζιον. BAGGAGE. ^ Package, lug- gage] σκεύη, ών (pi•). To carry b., σκευοφορεϊν : carrying b., σκευοφόρος. % Λ loose woman] πόρνη. ΤΙ Λ pert, lively girl] μειρακίσκη. BAGNIO. II Λ bath-house] λουτρών. βαΧανεϊον. ^J Λ broth- el] πορνεϊον, πορνοβοσκεϊου. BAGPIPE, αύλ09. βόμβοξ. BAGPIPER, άσκαυλής. βομ- βαύλιος (a comic word). BAGUETTE, κρικίον. BAIL, s. % Legal security or caution] εγγύη, διεγγύησις. To give b., see to Bail, v. To re- quire b., κατεγγυαν τίνα. πι- στοΰν τίνα : to free on b., see to Bail out. if A surety] εγγυη- τής, εγγυος. To be b. for, see to Bail. Good, sufficient b., άξιος or άζιόχρεως εγγυητής. BAIL, v. α. έγγυάσθαι. Athg or person, πιστοΰν τι or τίνα. πιστά παρέχειν υπέρ τίνος, ίγ- γυητην εΤναί τίνος, διεγγυάν τίνα (= give bail for aby). To b. out, or set free on b., έζεγγυάν τίνα. BAILABLE, εγγυητικός. BAILIFF. 1 Subordinate officer] υπηρέτης. ^J Overseer, steward] επίτροπος, προστάτης, ταμίας. BAILIWICK, BAILY, έττι- Tp07TJJ. BAILMENT, f Deposition of pledges or goods] καταθήκη, παρακαταθήκη. U Bestoration or surrender of security] (perhaps) άπόδοσις. BAIT, s. IT Food to tempt or ensnare] δέλεαρ, ατός, τό. δεΧέασμα. έδεσμα. TJ Tempta- BAI Hon, allurement] επαγωγή, άγω• ' γου. if Refreshment] άνάψυξις. J BAIT, v. a. if To allure ani- mals with food] δελεάζει», if To entice generally] επάγει» and επάγεσθαι. if To refresh man or beast] σιτίζει», ψωμίζειν. χορτάζει». if To teaze, irritate] έρεθίζειν, επηρεάζει». ϋ To attack an animal with dogs'] ίπ- αφιέναι τους κύνας τινί. if (INTR.) To halt, fyc] καταλύει» (at aby's Iwuse, -παρά τινι). BAKE. if To cook in an oven] όπτάυ (mly with πυρί : also of pottery, £[c). ττέττειν. To b. bread, όπτειν or πέττειν άρτο», άρτοποιεϊν, άρτοκοπεϊ». if To dry in tlie sun] αύαί»ει». BAKED, όπτός, όπταλέος (α, ov). πεπεμμένος (e. g. on the coals, επ' ανθράκων). Β. in the oven, κριβανίτης, ίπνίτης (e. g. άρτος) : b. on the hearth, εσχαρό- πεπτος. BAKER, αρτοποιός, άρτο- κόπος. BAKERY, αρτοποιία (thebu- siness), άρτοκοπ'ια (tlie place). BALANCE. if Beam and scales for weighing] τρυτάνη. πλάστιγξ. ζυγός, 6 (mly τά ζυγά, but not always. Syn. 240V σταθμός, ζυγόσταθμος (Plut.). To put in the b., see to Balance. if Equality in weight, counterpoise] άντισήκωμα. ισορροπία. το ισόρροπο», if Comparison] παρα- βολή, παράθεσις. σύγκρισις. if Adjustment of an account] άυ- ίσωσις, εξίσωσις. if Overplus, excess] περιουσία, τόπεριγιγνό- μευου. if Suspense, indecision] άμφισβήτησις. απορία. BALANCE, v. a. if To weigh] σταθμάσθαι. Ίστά»αι ivith or without σταθμω. σηκοΰν. δια- βαστάζειν (in the hand), άπο- σταθμάν. ζυγοστατεΐυ. if To equalize iceights, counterpoise] άυ- τισηκοΰν. εξισοΰν. if To b. or weigh arguments] άναμετρεϊσθαι. άντεξετάζειν. αργυρά μοιβικώς εξετάζει» (Luc). if To com- pare, adjust] άπισοΰν, άνισου», εξισοΰν. BALANCE, υ. n. if To be equal in weight or effect] αντίρ- ροπο» or άντάζιο» είναι τίνος. To b. another in power, ισόρρο- πο» έχειν τη» δύυαμίν τινι. if Vibrate] ταλαντεύεσθαι. άατα- τεϊ». if To be in suspense, doubt] αμφισβητεί», επαμφοτερίζειν. απορεί». Β A LANCER, σηκωτήρ (prop, the beam of a balance). BALANCING, s. "ισωσις, εξ'ισωσις,άντισήκωσις. All twv, h. BALANCING, adj. ισόρρο- πος, αντάξιος. BALCONY, γεισιπόδισμα. δ ρ ύ φ u κτος (Heracl. ). BALD. if Bare] ψιλός (in general). φαΧακρός (only of the head: in Antliol. μαδαρός). To (41) BAL make b., ψιλοΰ». φαλακρού»: to become b., ψιΧοΰσθαι. A b. head, φαλάκρα, η. φαλάκρωμα, τό. φαΧακρότης, η : to be b., μαδά» (Ar.), φαΧακρό» είναι. BALDERDASH, φΧυάρία. BALDLY, xl /ιΧώς. BALDNESS, ψιλότης (inge- neral). φαΧάκρα, φαΧακρότης (of tlie head). άυαφαΧαυτίασις. (in a slight degree ; prop, of the eye-brows). BALDPATE, s. φαλακρός. BALDPATED, φαλακρός, φιλόκουρος, ψιλοκόρρης : in a slight degree, άυαφαλαντίας. BALDRICK, τελαμών, ώ»ος, δ. BALE, s. if A bundle, pack- age] σύνδεσμος, φορτίο» συν- εσκευασμίυο». if Harm. SfC.l VlD. BALE, v. a. if To pack into a bale] ε'ις δέσμας αναλαμ- βάνει». ε»ειλεΐ». if To throw out water by jerks or jets] εξ- αντλεί», διαντλεΐν. BALEFUL, περίλυπος, λυ- πηρός, ανιαρός. BALK. if A beam, timber] δοκός, η. if A hindrance, stoppage] έμπόδισμα, εμπόδιο». if Fail- ure, disappointment] αμάρτημα, πταίσμα, σφάλμα, ατυχία. BALK, v. (Trans.) if To cross, frustrate] εμποδίζει», κω- λύειν. άπείργειν. άνθίστασθαί. ευαντιοϋσθαι. (INTRANS.) if Το iniss, fail of an object] άμαρτά- νειν, άφαμαρτάνειν, εξαμαρτά- νειν τινός. BALL, s. if A round or sphe- rical body] σφαίρα (in general). Dimin., σφαιρίδιο» and σφαι- ρ'ιον. Ab. of differently-coloured pieces of leather, σφα'ιρα δωδεκά- σκυτος : to play at b., σφαίρα παίζει», σφαιρίζειν, σφαιρο- μαχει», σφαιροπαικτεΐ» : to hit the b., σφαίρα» κόπτει» : to strike it back, ά»τικόπτειν. if Ball for voting by ballot] ψήφος. A black b. (in respect to voting), τετρημένη φήφυς. if Musket- b.] βάλανος, ή (= glans). To face the b.'s, άπαντα» βίλεσιν. if Dancing assembly] όρχησις. χοροστάς, άδυς, ή (sc. εορτή), Callim. But mly Orel. BALL, v. (Trans.) If To make into a ball] συνάγει», σφαι- ροΰ». (INTRANS.) If Of snow] γογγυλεύεσθαι (Franz, but ?). BALLAD, and its compounds, see Song, Poet, &c. BALLAST, s. έρμα. Without b., ανερμάτιστος. BALLAST, v. ερμάζει» (Hipp.), and more only ερματί- ζειν (Franz, ?). BALLET, όρχησις, η (επί σκηνής), βαλλισμός. BALLET-DANCER, όρχη- στρία, όρχηστρίς, ίδος, ή. BALLOON, θύλακος, δ (Αη- tyll. Oribusii,p. 124, erf. Matthcei). See Air-balloon. BAN BALLOT. If Secret voting by balls] ψηφοφορία. To vote by (secret) b, φέρει» ψήφο» κρύ- βδην (P. Legg. 766). κρύβδην ψηφίζεσθαι. BALM, s. If A plant] μελισ- σόφυλλο», μελισσοβότανου, με- λισσόβοτο». μέλινον. μελίταινα or μελίτταινα. μελίτεια. *[f Healing or soothing juice] See Balsam, if Soothing application in general] πραϋντικόν φάρμα- κου (prop.), παρηγόρημα. παρα- μύθιο» (metaph.). BALMY, adj. % Balsamic] βαλσαμώδης. ευώδης. If Sofi, soothing] μαλακός, πράος or πραΰς. ήπιος, πραύντικός. παρ- ηγορικός. BALSAM. If The plant] βάλ- σαμυς, βαλσαμίυη, Tf Its fra- grant juice] βάλσαμο». If Salve] βάλσαμο», μύρο». Fig., φάρ- μακο», παραμυθία, παραμυ- θιού. Scented like b., βαλσα- μώδης. BALSAMIC, BALSAMI- C AL, βαλσαμώδης. ευώδης. BALUSTRADE, δρύφακτον or δρύφακτος. BAN, s. Tf Public proclama- tion] κήρυγμα, άνακηρυξις. παρ- άγγελμα. If Prohibition, inter- dict] άπαγόρευσις,άπαγόρευμα. άποκήρυγμα. if Proscription] προγραφή, πρόγραμμα. BAN, v. if To proclaim in general] κηρύττει», ανακηρύτ- τει», if Prohibit by proclama- tion] αποκηρύττε iv μη c. infin. following, if To curse, denounce] καταράσθαί τινι, επάράτον ποι- είσθαί τιυα. BAND, s. if A tie, connexion (prop, and fig.)] δεσμός, περί- δεσμος, σύνδεσμος (alio), άμμα, εναμμα,κάθαμμα. if A bandage, girdle] ταινία, ζώνη. if A com- pany of confederates, troops] σύ- στημα, συστροφη, σύστρεμμα. ϊλη. ταξί?, θίασος. BAND, v. if To bind, band- age] Vid. if To form into bands or companies] συστήναι, συν- Ίστασθαι. συστρέφεσθαι. συλ- λίγεσθαι. κυκλοΰσθαι. στασιά- ζει» (seditiously), if Toban,ban- ish] Vid. BANDAGE,*, ταινία, τελα- μών (for winding round), επί- δεσμος, επίδεσις. κατάδεσμος. σκέπαρνον. κειρία. To put on a b., see to Bandage. The put- ting on a b., κατάδεσις : not to allow ab. to be put on, μη προσ- ίεσθαι επίδεσμον. BANDAGE, ν. έπιδεϊν,κατα- δεΊν. To b. a wound, έπιδεϊν τραύμα or 'έλκος, τελαμωνίζειν: having his eye b.'d, τελαμω- νισθε'ις τον οφθαλμό» (Satyri Fr.,-p. \β\,ΜΜ.). BANDELET, ταινίδιο». BANDIT, λνστης. δολοφό- νος. BANDOG, κύω» κλοιω δεδε- μίνος. BAN BAR BAR BANDY, v. διαφέρειν.εϊβειν. To b. words, αντίλεγε"'• BANDY-LEGGED, ραιβο- σκελης. ραιβός. κυΧλός (with legsbentinivards). βΧαισός. βΧαι- σόπους (with legs bent outwards). BANE, S. 1 Poison] δηλη- τηρίου. See Poison. if Harm. destruction] βΧαβή. φθορά, όλε- θρος. BANE, v. Χυμαίνεσθαι. δια- φθείρει». BANEFUL. if Poisonous) δηΧητήριος. if Destructive in general] βΧαβερός. φθοροποιός, όΧέθριος. BANEFULNESS, τό βΧαβε- ρόν. το φθαρτόν. BANEWORT. See Night- shade. BANG, s. if Violent blow] ττληγ?}. κόνδυΧος. κόΧαφος. ρά- πισμα, if Zowrf, sudden noise] τύπος, xf /όφος. BANG, v. τύτττειι/. παίειν. πληγάς εμβάΧΧειν. κόνδυΧον εντρίβειν τιυ'ι. if To maltreat] α'ικίζειν. BANISH, φυγαδεύειν, φυγά- δα ποιεΐν, εξοστρακίζειν (of per- sons only). έκβάλΧειν, εξεΧαύ- νειν, εξορίζει» (of thgs and cir- cumstances also), e. g. to b. free- dom of speech, εξεΧαύνειυ την παρρησία» : to b. sobriety, ε /c- βάλΧει» την σωφροσύνην : to b. ungodliness, εξορίζει» τη» ασέβεια». To b. foreigners out of the country, ξενηλασίαν ποιεϊ- σθαί τινωυ. if To be banished (be in banishment)] φεύγει». To be banished (undergo banishment), εκπίπτει» (e. g. υπό τίνος), στερεΐσθαι της πόλεως. BANISHER, ό ΙκβάΧΧων, εκβαΧών. 6 άπεΧαύνω». BANISHMENT, φυγή. Per- petual b., άειφυγία : to send into b., φυγαδεύει» : to go into b., υπέχει» φυγή», φεύγει» : to punish with b., ζημιοΰν φυγή. ; BANK, s. if Edge of a river] όχθη. if Mound, or wall of earth] χώμα, τό. χους, 6. if Seat] See Bench. B. of oars, ζυγό», "ζυ- γός, σέλμα, ύπηρέσιου. εδώλια (pi.), if Place of deposit and exchange of money] τράπεζα. To o\ve, to pay to the b., οφείλει», αποδιδόναι επί την τράπεζα» : the sum that stands at the b., παρακαταθήκη : debt to the b., τό επί την τράπεζα» χρέος : to have borrowed of the b., εχειν από της τραπέζης. BANK, υ. υ To inclose with banks] χουν, άποχοϋ». if To de- posit money] παρακατατίθεσθαι αργύριο» τινι. To b. with aby, χρησθαι τη τραπέζη τινός. BANKER, τραπεζίτη*. A b.'s account, τραπεζιτικός Χό- γος : to call for a b.'s account, τραπεζιτικό» λόγο» απαιτεί» (Hyperid. fr.). BANKING, τό τραπεζιτεύ- ειν. (42) BANKRUPT, adj. and sub. χρεωκόπος. To become b., άφί- στασθαι των αρχαίων, χρεωκο- πεϊν (of a private person), άνα- σκευάζεσθαι (of a banker), ανα- τρέπει» or ανασκευάζει» την τράπεζαν. έξίστασθαι τών εαυ- τού or τών υπαρχόντων, τών όντων, της ουσίας. BANKRUPTCY, χρεωκοπία. τραπέζης ανατροπή or ανα- σκευή, τό τών υπαρχόντων έξ- ίστασθαι. BANNER, σημέΐον (generally in the pi.). To follow or enlist under aby's b., τάττειν εαυτόν επί τινι. άπιέναι προς τίνα άρ- χόμενον. See Flag, Colours. BANQUET, s. συμπόσιον, ευωχία. In poetry, είΧαπίνη, δαΐς, &c. BANQUET, v. συμπίνειν. κωθωνίζειν. ενωχεϊσθαι. BANQUETER, συμπότης. BANQUET-ROOM, δειπνη- τηοιον. έστιατηριον. BANTER, ν. σκώπτειν, επι- σκώπτειυ. μωμάσθαι. σιλΧαί- νειυ. χλευάζει», τωθάζει». BANTER, s. σκώψις (the act ofbanteHng). χλευασία. διασυρ- μός, κατάγελως (the jesting and the jest), σκώμμα, άπόσκωμμα. γλεύασμα (the jest only). " BANTERER, σκώπτης, επι- σκώπτης. χλευαστής, τωθα- στής. fem., σκωπτρία. γυνή ή χλευάζουσα. BANTLING, παι&ίον^παιδΜ- ριον. βρέφος, τό. BAPTISM, βάπτισις (Eccl), βαπτισμός, βάπτισμα (Ν. Τ), also Ιερόν βάπτισμα (Eccl.). Of heathen usages among the Greeks, those wch most correspond to our baptismare the άμφιδρόμια (pi.) and the δεκάτη. BAPTISMAL. The b. water, τά άγια Χουτρά (Eccl.) : b. font, τό βαπτιστήριο» (Eccl.), 6 άγιος Χουτήρ, ηρος : b. register, * κατά- λογος τών βΐβαπτισ μένων (ό). BAPTIST. if One who bap- tizes] βαπτιστής. if One of the sect of Anabaptists] άναβαπτι- στης. BAPTISTERY, βαπτιστή- ριον (Eccl.). BAPTIZE, βαπτίζει», τε- ΧεΙν. To b. again, αναβαπτί- ζει». BAPTIZER, βαπτιστής. See Baptist. BAR. if A rail or beam to stop passage] καταράκτης or καταρράκτης, μοχλός, έμβολο». ΤΙ A bolt] VlD., κΧεϊθρον. μάν- δαΧος. τύλαρος. if Hindrance or obstruction] εμπόδισμα, έμπό- διον. κώλυμα. if An impedi- ment in law] κατοχή, κώλυσις. άπαγόρευσις. έναντίωσις. if .4 cross beam or tie] διαδοκίς. στρω- τήρ. If Oblong piece or rod of metal] πΧίνθος. ράβδος. if A place fenced off with rails] εϊρκτη. δρύφακτον. κιγκΧίς, ίδος, ή (can- celli). if Court of justice] δικα- στήριο». "If A trial at law] δίκη. If The profession of an advocate] η συνηγόρου τάξις. If A counter or side table at an inn] κυΧικεΙο». if Sandba?ik at the mouth of a river] σύρτις. στήθος, ταινία, θίς, θίν. BAR, v. if To stop with bar or bolt] άποφράττειν, εμφράτ- τειν,άντιφράττει». αποκλείει». ε'Ίργει», άπείργειν. To b. the way to aby, έγκόπτειν τινά. έμποδών 'ίστασθαι or γίγνεσθαι τινι. διακλείειν τΐί/ά της οδυΰ. if To stop or hinder in general] ϊστάναι, εφιστάναι. επέχει» (prop.), κατέχει». άναστέλΧειν, καταστέλλειν. ανακόπτει», άνα- κρούειν. κωλύειv{prop.andβg.). BARB, s. if The beard] Vid. if Of an arrow or harpoon] άγκι- στρυν. όγκινος. if Horse-trap- pings] Vid. BARB, v. if To point with barbs] άγκιστρου». BARBACAN, προτείχισμα. BARBARIAN, if Not a Greek] βάρβαρος, σόλοικος, σο- Χοικιστής (in speech, Luc), if A savage (prop, and fig.)] βαρ- βαρικός, ωμός, άγριος άνθρω- πος (poet, απήνης άνηυ). BARBARIC, βαρβαρικός, ωμός. BARBARISM, if As state] βαρβαρικοί τρόποι, if Barba- rous eocpression] βαρβαρισμός, σολοικισμός. To commit b.'s, βαρβαμίζει». σολυικίζει». BARBARITY, BARBAR- OUSNESS, βαρβαρικό», τό. βαρβαμότης. wuoVijs. ^ BARBAROUS, if Uncivilized] άπειρόκαλος, 2. απαίδευτος, 2. άγροικος,2. κακοήθης. Β. state or feeling, άπειροκαλία. κακοήθεια, άγριότης. σκΧηρότης. χαλεπό- της. τραχύτΐ}ς (all -τητος, f). Syn. in Cruelty, if Savage, in- human] ωμός. άγριος, χαλεπός, τραχύς, απάνθρωπος. σόΧοικος τω τρόπω (Χ.). BARBAROUSLY, ώμώς. χαλεπώς. To treat aby b., χαλε- πότητι χρησθαι προς τίνα. χα- Χεπώς προσφέρεσθαι (τινί προς τίνα). BARBED, άγκιστρωτός. BARBEL, τρίγΧη or τρίγΧα. μύλλος (the sea-barbel). BARBER, κουρεύς, έως, ο. κουρευτής, κορσωτεύς (late) . B.'s basin, Χε κ άνη κουρική: b.'s shop, κουρεΐον: b.'s cloth, σινδών, όνος, ή. ώμόλινον: b.'s apparatus, κου- ρικά σκεύη, τά. BARD, if Celtic singer or rhapsodist] βάρδος (with a quali- fying 6 λεγόμενος), if Singer or poet] Vid. BARDED, ώπλισμένος. BARDIC, BARDISH,pa^o)- δικός. BARDISM, ραφωδική (sc. τέχνη). BARE, adj. if Naked] γυμνός, BAR ψιλός. "With a b. Lead, γυμνί} τ»} κεφαΧη. ΤΙ Plain, simple] άπλοΰς. % Alone, mere] μόνος, ουδέν άλλο, ει μη or πλην. ηύδεν αλλ' η- κενός. Ά ( With of) de- stitute of] έρημος, Attice έρημος, 'γυμνός or γυμνός και άπηρημω- μένος (P.). BARE, ν. γνμνοϋν, άπο- γυμνουν. BAREFACED, ηΤ Open, un- disguised] ανυπόκριτος, 2. ^[ Impudent] αναιδής, αναίσχυν- τος. BAREFACEDLY, άνυποκρί- τως. άναιδώς. άναισχύντως. BAREFACEDNESS, αναί- δεια, άναισχυντία. BAREFOOT, BAREFOOT- ED, γυμνόπους. ανυπόδητος, 2. (άπέδιλος, άσάνδαλος, Poet.). To go b., άνυπόδητον είναι, άν- υποδητεΐν. BAREHEADED, γυμνόςτη ν κεφαλήν, γυμνή τη κεφαλή. BARELY. 'See Bare.' f Scarcely] Vid. BARENESS. IT Nakedness] γυμνότης. το γυμνόν. ^f Pover- ty, destitution] άδεια, απορία. BARFUL, έμπόδιος. BARGAIN, s. 1 Buying] ώνη, ώνησις. U Treating for purchase] άγόρασις, εως, η. H Agreement] ξυμβόλαιον. ^[ Object bought] άγόρασμα. ωνημα. Both τά. BARGAIN, v. ητ To agree about price] ομοΧογιΐν τινι τιμήν υπέρ τίνος. % To b. away = sell, dispose of] άπεμπολάν. δια- τίθεσθαι. BARGE, σκάφη, σκάφος, τό. κελητιον. πλοιάριον. BARGEMAN, ναύτης, ερέ- της, ΰπηρέτιις. BARGEMASTER, ναύκλη- ρος. BARK, s. 1 Rind of trees] φλοιός. ^1 Small ship] See Ship. T[ Voice of dogs] ΰλακή, ΰλαγμός, υλαγμα. ^ BARK, v. J|[ Strip of bark] άπολεπίζειν, εκλεπιζειν. άπο- φλοιοϋν. ΤΙ To cry as dogs] νΧακτεΐν. κλά'ζειν, άνακΧάζειν {fig.). To b. at, εφυΧακτεΐν (c. dat.). καθυΧακτεΙν and άνθ- υλακτεϊν (c. gen.). H To scold, abuse] διαβοάν, περιβοάν. δια- βάλλειν. BARKER, υΧαξ, ΰλακτητης. BARKING, f Of trees] φλοϊ- σμός. H Of dogs] See Bark, s. BARLEY, κριθή, κριβίον (the sing, to denote the species, the pi. a quantity or supply of it). Parched b., κάχρυς : made of b., κρίθινος : to feed or fatten with b., κριθί- ζειν : pearl-b., or b.-groats, άλ- φιτον. πτισάνη : b.-beer, κρίθι- νος οίνος : b.-bran, κρίθινον πί- τυρον : b.-bread, μάζα. άρτος κρίθινος : b. -broth, κρίθινος πόΧ- τος : b.-corn, χόνδρος κρίθινος : b.-groats, ίρικίδες or έρικάδες: bread of the same, έρικίτης άρτος: b.-mcal, άλφιτα. (43) BAR BARM, ζύμη. See Yeast. BARMY, ζυμηεις. ζυμωτός. BARN, σιτοβολών, ώνος, 6. ώ ρ έϊ ovulate. Pandect.), αποθήκη. BARNFLOOR, άλως, gen. ω, η ( — area). BAROMETER, βαρόμετρον {mod. Gr.). BARRACK, στρατόπεδον. ai των στρατιωτών σκηνή. BARRATOR, «ft A litigious person] φιλόδικος. *JI A fraudu- lent person] κακότεχνος, πανούρ- γος. BARRATROUS, adj. See Barrator. BARRATRY. TI Litigious- ness] φιλοδικία. ^ Fraud] πανουργία. BARREL. TT Cash] πίθος, 6. βίκος (earthen wine-vessel), άγ- γος, τό ( — vas). H Tube] οχετός, σωλην. "H Cylinder] κύ- λινδρος. BARREN. 1 Unfruitful] άκαρπος, 2 (of plants and soil), άφορος, 2 (of the soil), άγονος, 2. στείρος (of living creatures, άγονος, also of plants and of pro- ductions of the mind), άτοκος, 2. στερίφη (only of the female sex), αλυσιτελής, μάταιος (ineffectual, useless). A b. poet, άγονος ποιη- τής : to be b., άκαρπεϊν. άγο- νεΐν. BARRENLY, άκάρπως. άτο- κως. άΧυσιτε\ίϊ)ς. ματαίως. BARRENNESS, άκαρπία (of plants and the soil), άφορία (of the soil), άγονία (of living crea- tures). BARRICADE, s. χαράκωσις. άποτείχισις. φραγμός, άπό- φραξις. εμφραξις. BARRICADE,^, φραγνύναι, άποφραγνύναι, διαφραγνύναι. πακτοΰν. BARRIER. 1 Obstacle, stop- page] εμπόδισμα. κώλυμα. ^J Border, extremity, boundary] όρος. εσχατιά, ^f Fortification to stop advance] σταύρωμα, τείχισμα, έπιτείχισμα. τείχος, όχύρωμα. ΤΙ Boundary -wall or guard] φρού- ριον. πρόβλημα, πρόβολον. BARRING, s. If Shutting, closing] άπόκλεισις. φραγμός, άπόφραζις. Β. of the gate, τό κλείειν τάς πύλας : after the b. of the gates, κεκλεισμένων τών πυλών : b. of the haven, η τών λιμένων άπόφραζις. *fl Hin- drance] εμποδισμός. κώλυσις. BARRISTER, συνήγορος, σύνδικος, παράκλητος. BARROW, «υ A small car- riage, tray, or bier] φέρετρου, φορεΐον. Wheel-b., μονόστρο- φος άμαξα. *\\ A hog] χοίρος. ΤΙ Tumulus, burial-mound] τύμ- βος, σήμα. ηρών. χώμα. BARTER, s. αλλαγή, αμοι- βαία εμπορία, ή τών φορτίων αμοιβή- μεταβλητική (sc. τέ- BARTER, ν. φορτίοις τάς άμοιβάς ποιεΐσθαι. άγοράζειν BAS τι άντϊ δόσεως άλλων φορτίων. See Exchange. BARTERER, μεταβοΧεύς. 6 τάς άμοιβάς ποιούμενος φορ- τίοις. BARTIZAN, επαλζις. προ- μαχεών. BARYTONE, βαρύτονος. Β AS ANILE, βάσανος, ή. Χί- θος Αυδία. BASE, adj. *\[ Low in place] ταπεινός. If Mean, vile] ευτελής. αισχρός, ανελεύθερος, άγεννης (of a low turn of mind). % Worthless] άνάζως. II Not genu- ine] κίβδηλος, 2. αδόκιμος, ^f Deep or Ιοιυ in sound] βαρύς. See Low. BASE, s. 1 The bottom or foundation] βάσις,εως,η. κρηπίς, ϊδος,η. θεμέλιον. βάθρον. στυλο- βάτης (of a column). In geom., βάσις. BASE, ν. ΤΙ To place on a foundation] θεμεΧιοΰν. ιδρύε tv, καθιδρύειν. *[f To debase] Vir>. BASE-BORN, νόθος. See Bastard. BASE-COURT, επαυΧις, εως, ν• BASELY, άνεΧευθέρως. φαύ- Χως. BASEMENT, θεμέλιον. υπό- βαθρον. See Base. BASE-MINDED (and equiva- lent compounds, as base-hearted, base -spirited, base-souled), τα- πεινόφρων. BASENESS, «ft Lowliness] ταπεινότης. ^f Β. of birth or conditio?)] τό άγεννές. *H B. of disposition] άνελευθερία- ΤΙ Β. of quality, or spuriuusness] κιβδη- λία. νοθεία. BASENET. See Helmet. BASHAW = pacha, σατρά- πης. BASHFUL, α'ιδημων, αΐδοΐος. δυσωπούμενος. To be b., δυσ- ωπείσθαι : he was so b. that he blushed if he but met elder per- sons, α'ιδοΰς ενεπίμπΧατο, ώστε και ερυθραίνεσθαι, οπότε σνν- τυγχάνοι τοΊς πρεσβυτέροις. Β A S Η F U L LY, α'ιδημόνως, α'ιδοίως. BASHFULNESS, αΐδημοσύ- νη, αιδώς, δυσωπία. BASIL, ώκιμον. άκινος, η. BASILICA, βασιλική (sc. στοά ). BASILISK, βασιλίσκος. BASIN. ΤΙ A semi -globular vessel, also any cavity of that form] λεκάνη. Χέβης,ητος, 6. πελϊ'κη. ΤΙ Β. for washing] νιπτήρ. Χου- τηριον. *H A dock or receptacle for ships] άναπΧοΰς. See Har- bour. BASIN-SHAPED, λίβ,ιτοεί- δης. BASIS. See Base. BASK (Trans.), άλεαίνειν. ηλιοϋν, ηΧιάζειν. BASK (Intrans). Passives of to Bask {trans.). BASKET, κό φίνος {g.t.,b.fot BAS BAT BAY *ruit, dung, S^c.) and άρριχος {large and fan-shaped), τάΧαρος {deep and pointed for fruit, A. : often for cheeses), φορμός (any wicker or plait-work, without re- gard to particular form), σπυρίς {pointed at the bottom), κανοΰν (ornamental, particularly as used, in solemn processioiis) . κάΧαθος, dim. καΧαθίσκυς (a hand-b.). κ/στ») {small, of rush, osier, or lime-tree bark: espy for provi- sions; also for clothes [Syn. 288]). TI B. in military matters, for pro- tection fin missiles'] σπαΧίων. (This is, at least in purpose and use, — our basket, though tliey differ inform). BASKET-BEARER (in festi- vals at Athens), κανηφόρος, ή. BASKET-CART, κάναθρον. BASKER-MAKER, καΧαθο- ποιός. b καΧάθους or κάνα or ταΧάρους συμπΧέκων. BASKET-SHAPED, κοφινώ- δης. καλαθοείδης. BASS. IT A fish] SeeBARSE. i[ A rush mat] ιί/ίαθοί. BASS-RELIEF, adj. πρόσ- TU7ros. A work in b., ττρόστυ- πον 'έργον : to represent in b., προστυποϋν. BAST, φΧόος. φιλύρα {of the lime-tree). BASTARD, νόθος, 2. μοιχί- διος. BASTARDIZE, νοθεύειν. BASTARDLY, νόθων. BASTARDY, νοθεία. BASTE. T[_ To beat with a stick] μαστϊγοΰν. δέρειν. ξυΧο- κοπεΐν. If To drip on roasting meat] καταψεκάζειν. περιστά- ζειν. BASTINADO, s. ξυΧοκοπία. BASTINADO, ν.ζυΧοκοπεϊν. BASTING-LADLE, άρυτήρ. See Ladle. BASTION, πρόβΧημα. προ- μαχεών. προτείχισμα. ΒΑΤ. Τ[ A cudgel or club] ρόπαΧον. βάκτρον. ΒΑΤ. Τ[ The animal] νυκτε- ρίς, Ίδος, η. BATABLE, αμφισβητήσι- μο?. BATCH. 1 Prop, bread, $c, of one baking ; but used metaph. of a sort or kind] γένος, είδος. Of one b., ομοιότροπος. BATE, v. a. and n. See Α- βατε. BATEMENT. See Abate- ment. BATH, Χοντρόν (the water for bathing, place of bathing, and the bathing itself). βαΧανεϊον (the place of bathing). Warm b.'s, θερμαί, θερμά : to use warm b.'s, θερμοΧουτεϊν or θερ/χοΧουτρεΐν : the use of warm b.'s, θερμοΧου- σία and θερμοΧουτία : to take cold b.'s, ψυχυοΧουτεΐν : taking cold b.'s, φυχροΧουσία : to go into a b., έττί θερμά βαδϊζειν. θερμαΐς χυήσθαι : an establish- ment of b.'s, βαΧανεΐον. Χον- (44) τρων : a (medicinal) course of b.'s, r, των θέρμων χρτ/ σι5 : to take a course of b.'s, θερμαΐς χυήσθαι : visit to the b.'s, απο- δημία ή προς θερμάς. BATH-CLOTHESorDRESS, Χουθριμάτιον, Χουτροφόρημα (mod. Gr.). BATH-MASTER, βαΧανεύς. Χουτροχόος : and — BATH- or BATHING- WO- MAN, Χουτροχόος, ή. BATHE, v. α. Χούειν. BATHE, v. n. Χούεσθαι. BATHING, τό Χούεσθαι. BATHING-TUB, Χουτήρ. πύεΧος. άσάμινθος(ή). εμβάτη. BATING, πΧήν. χωρίς, άνευ, c. gen. BATLET, τυπίς. ρόπτρον. βακτηρία. BATON, σκήπτρον. BATRACHIAN, βατρα- χειος. BATTAILLOUS, μάχιμος. BATTALIA, παράταζις. BATTALION, τάγμα. \ό• χος. BATTEN, υ. f To grow fat, to fare plentifully] πιαίνεσθαι. εΰωχεΐσθαι. σιτεΐσθαι. BATTEN,*. 7[ In carpentry, a lath] κάμαξ, ακος, ή : a rafter, στρωτήρ. BATTER, v. f To beat re- peatedly or continuously] άράτ- τειν. παίειν. 7τλ»ίττίΐι/. πατάσ- σειν. Τ[ To beat so as to disfi- gure or break] θραύειν, κατα- θραύειν. κατακόπτειν. συντρ'ι- βειν. ΤΙ To assault a town with engines of war] μηχανάς προσ- άγειν or επάγειν τη πόΧει. BATTER, s. if In cookery] φύραμα, στάίς or σταΐς. μάζα. BATTERER, πΧηκτης. BATTERY. H Act of beat- ing or crushing, and the blow it- self] πλήζις. κοπή. σύντριφις. U Apparatus for warlike assault] μηχαναί. μηχανήματα. BATTLE, s. II Fight] μάχη. άγων, ωνος, 6 (combat). συμβυΧή. παράταζις. Pitched b., σταδία or ή συσταδόν μάχη : b. by land, πεζομαχία : b. at sea, ναυμαχία : it came to a b., μάχη εγένετο or συνέστη : to give b. to aby, συμ- βάΧΧειν τινί or 7rpos τίνα. μά- χην ποιεΐσθαι προς τίνα. μά- χεσθαί τινι. συνεΧθεϊν εις μά- χην τινί. διά μάχης ίέναι τινί '. a b. must first be fought, μάχης δεΐ πρώτον : to venture on a b., πειράσθαι μάχης : to begin the b , άπτεσθαι της μάχης, συν- άπτειν μάχην: to win the b., νικάν την μάχην. μαχεσάμενον νικάν. κρείττω είναι μαχεσά- μενον. μάχη νικάν : to lose the b., ήττάσθαι μάχην or μάχη or μαχόμενον : to fall on the field of b., άποθανεϊν μαχόμενον or εν μάχη. μαχόμενον ττίτΓτειι/. BATTLE, ν. μάχεσθαι. δι- αγωνίζεσθαι. With one another, άΧΧήΧοις or προς άΧΧήΧυυς : about athg, περί τίνος, διά μά- χης or διά χειρών Ίέναι. See to give Battle. BATTLE-ARRAY, παρά- ταξις. BATTLE-AXE, πέΧεκυς,εως, ό. σάγαοις, ιος, ή (Scythian : = άξίνη : cf. Hdt. 5, 7, 64). BATTLEMENT, επαΧζις. προμαχεών. BATTLING. See Battle, s. BATTOLOGIST, Χογοπώ- BATTOLOGLZE, βαττοΧο- γεϊν. Β ATTOLOGY, βαττοΧογία. BAWBLE, Χήρος. φΧυαρία. φΧηναφος. χρήμα ούδενός άζιον. BAWBL1NG (Shaks.), ούδε- νός άζιος. μικρού or όΧ'ιγου άζιος. φαΰΧος. BAWCOCK, μειράκιον. BAWD, S. προαγωγός, μα- στροπός, 6 και ή. BAWD, ν. προαγωγεύειν. μα- στροπεύειν. προμνηστεύεσθαι. BAWDILY, α'ισχρώς. BAWDRY, s. J Acting as a bawd] προαγωγεία. μαστρο- πεία. If Obscenity] άσέΧγεια. α'ισχρόν έργον, κιναίδισμα. ai- σχροΧογία (in language). BAWDY. ΤΙ Obscene] άνα- γνος, 2. άσελ7'ί«• Ρ-άχΧος, 2. αισχρός. Β. talk, αισχροΧογία, Χόγοι αισχροί: totalkb.,aiaxpo- Χογεΐν : b. -house, see Brothel. BAWL, βοάν. βοή χρήσθαι. κράζειν or κεκραγεναι. κραυγά- Χ,ειν. κραυγήν ποιεΐσθαι. To b. aloud, άναβοάν. μέγα βοάν. άνα- κραγεΐν : to b. as little children, κ\αυθμυρίζειν. βΧηχάσθαι. BAWLER, κεκράκτης. βοη- τής. BAWLING, βοή. κραυγή. BAY, s. t Inlet of the sea] κόΧπος. Χιμήν. 'όρμος. 1J A pond-head or dam] φράκτης, 6. Tf Portion or wing of a barn or similar building] κώΧον. BAY, s. f % The tree] δάφνη. Β. -leaf, δάφνης φύΧΧυν : b.- berry, δαφνίς : b.-crown or gar- land, the b.'s, δαφνίς. δάφνινος στέφανος. Pig-, τά αριστεία. BAY, s. ΤΙ Stoppage in ex- pectation] καοαδοκία. ^f Con- straint, distress] ταΧαιπωρία. απορία. If Compulsory defence] άμυνα. άΧέζημα. To be or stand at b., εν άπόροις είναι, εις απο- ρίας καθίστασθαι (impropr.). τοϊς κέρασι παίειν (of a stag de- fending itself, Χ. ). BAY, adj. ^1 Reddish brown] πύρρος. ρούσιος. , BAY, v. n. ΤΙ To bark, yelp] νΧακτεΐν. κΧάζειν. BAY, v. a. f To bark at] εφυΧακτεϊν c. dot., καθυΧακτεΐν and άνθυΧακτείν c. gen. ^J To inclose, encompass] κατείργειν. συγκΧείειν, κατακΧείειν. BAYARD. U Bay horse] πύρρος or ξανθός 'ίππος. T[ A stupid stare r] κεχηνώς, ότος {with BAY gaping mouth ; partcp.). βλάξ. χάσκαξ. BAYARDLY, κεχηνότως. BAYONET, s. λόγχη. BAYONET, v. λόγχη δια- Χαμβάνειν, διατιτρώσκειν, δι- ελαύνειν. BAZAAR, δείγμα, τό. \ BDELLIUM, βδίλλιου. BE, ν. η. είναι {simply be). •γενέσθαι (become), ύπάρχειν (be already), καταστηναι. τυγχά- νειν όντα, ουσαν, όν, e. g. most of them were yet fasting, έτύγχα- vov oi πολλοί αυτών άνάριστοι όντες. This verb is to be iransl. by πεφυκέναι when the natural properties of athg are stated, by εχειν when the position and rela- tion of one thg to another are de- scribed, e. g. Cyrus is said to have been very handsome in person, ami very kindly in disposition, φΰναι 6 KOpos λέγεται είδος μεν κάλλιστο?, xl /υχην δε φιλαν- θρωπότατος : the bad seem to me to be (by nature) rather enemies than friends to one another, oi μεν πονηροί εμοιγε δυκοΰσιν άλ- λήλοις εχθροί μάλλον η φίλοι ττεφυκέναι : to be well-disposed towards a person, ευνοϊκών εχειν προς τίνα : I am well, healthy, καλώς εχω or πράττω : I am ill-disposed towards a person, δυσμινώς'έχω τινι or προς τίνα : to be (engaged) about athg, εχειν άμφί τι or -περί τι : to be by chance, or happen to be, τύγχα- νε ι ν c. partcp. : he happened to be with me, έτυχε παρών μυι : to be oneself or in oneself (i. e. in right state of mind), εν εαυτό» είναι : to be beside oneself, εξω εαυτόν είναι : to be among, in, or of (t. e. a member of a whole), είναι τίνος : he also was among the factious, και αυτόν ην των στασιαζόντων : to be one of a person's friends, εϊναι των φίλων τιι /os : to be of, part of, athg, εϊναί τίνος, γενέσθαι τινός : be it SO ! ε~ίεν ! έώμεν ουν ταϋτα ! be it SO, έστω ταϋτα. ούδεν αν- τιλέγω : who- or whatever it be, οστισοϋν, ητισυΰν, οτιυνν : be it that ... or that, ε'ίτε . . . είτε. εάν τε . . . εάν τε. ην τε . . ην Γε : it is all over with me, or all up with me, όλωλα. ερρει τα ίμά πράγματα : to be absent, sit a distance, άπεΐναι : to be be- tween, διαγίγνεσθαι. εν μέσω είναι : to be ever, always, conti- nually, διατελεΐν. διάγει!/, δια- γίγνεσθαι c. partcp., e. g., he has always been my benefactor, δια- τετέλεκεν ευ ποιών με : to be with a person, παρεΐναί τινι. παραγ*νέσθαι τινι : to be at or about athg, σπυνδά'ζειν περί τίνος, πράττειντι: itis(seeins) to me as if, δοκώ μοι c. infin. The. verb be, with tL• prep, to, or infin. of another verb, forms a peculiar future, expressing duty, obligation, or necessity, to be rendered by χρη, (45) ΒΕΑ δεΐ, or a gerundive, or by Orel., e.g. such people are to be punished, τους τοιούτους δεϊ κολάζειν : men are to serve the gods, oi θεοί θεραπευτέοι άνθρώποις or άνθρώποις θεραπευτέον τους θεούς. Sts to be expresses a simple future, answering to μέλλε tv, as, ask not what is to be, μη ερώτα τι μέλλει εσεσθαι. Often in con- ditional clauses, ti μέλλει, e. g. if the proof is to be complete, εί «ε'λλει τελοδ ή άπόδειξις ίχειν (P.). BE, as a prefix to English trans, verbs, is generally to be rendered by κατά in composition. BEACH, ακτή (steep, rough, and stony), αιγιαλός (smooth and fiat). BEACHY, άκτιος. α'ιγιά- λειος, 2. BEACON, if Signal] σημείον, σήμα. if Especially by fire] φρυκτοί: ρΐ.,φρυκτώριον. πυρ- σωρίς, Ίδος, η (Suid.). To com- municate by b. fires, συνοράν αλ- λήλους (Χ., according to Kruger and Hertlein). διαπυρσεύεσθαι (Pol.), διασαφεΐν δια τών πυρ- σών. BEAD, σφαιρ'ιον and σφαι- ρ'ιδιον. χόνδρος. BEADLE, δήμιος or δημό- σιος (δούλος), ραβδούχος (staff- bearer), κήουξ (crier). BEADLESHIP, ραβδουχία. BEAGLE,"\aywwt/ca, η (mod. Gr •)• BEAK, στόμα (of birds in ge- neral), ρύγχος, ράμφος, both τό (the Iiooked b. of birds of prey). The b. of a ship, τό τών νεών εμβολον : to cany in the b., φέ- ρειν τω στόματι. BEAKED, επικαμπής. BEAKER, ίκπωμα. ποτή- ριον. (ύάλινον [?]). BEAL, s. if A pustule or boil] φλύκταινα, φλυκταινί- διον. BEAL, v. if To become tumid or ulcerous] φλυκταινοϋσθαι. ελκοϋσθαι. BEAM, s. if Long timber] δοκός, dim. δοκ'ις. if B. of a balance) "ζυγός, if Pole of a car- riage] ρυμός. if Weavers δ.] μέσίίκλον. BEAM, s. if Ray of light] άκτίς. αυγή. βολή. See Ray. BEAM,!), άκτινοβολεΐν. λάμ- πειν, άπολόμπειν. στίλβειν, άποστίλβειν. BEAMING, s. ακτινοβολία, φέγγος, τό. λαμφίς. BEAMLESS, άναύγητος, 2. άλαμπής, άλάμπετος, 2. BEAM-TREE, κράτα ιγος. BEAMY, if Emitting beams, glittering) ακτινωτός, στιλπνός, λαμπρός, if Resembling beams or rays] άκτινοειδής. BEAN, κύαμος (the plant and the fruit ). To appoi η t (by lot η ot ballot) with the b., άπό κυάμου καθιστάί /ui : appointed by theb., ΒΕΑ κυαμευτός : appointment by the b., κυαμευτη ψηφοφορία. BEAR, v. (Trans.) if To support, sustain (as a weight or burden)] φέρειν. βαστάζειν. if To carry, convey] περιφέρειν. κομϊζειν. if To wear] φορεΐν. if To prop] ερε'ιδειν. if To en- dure] φέρειν. ϋφ'ιστασθαι. ύπ- έχειυ. νπομένειν. τολμάν (^sus- tinere: in neg. sentences: c. inf.). To b. labours, νφίστασθαι πό- νους : to b. a misfortune, ύπομέ- νειν ζυμφοράν. καρτερειν. if To b. in mind or memory] δια μνήμης εχειν or φέρειν τι. To b. friend- ship to a person, φιλία χρήσθίΐΐ περί τίνα. προσφιλώς διακεϊ- σθαι προς τίνα. if To suffer or undergo (as punishment)] ΰπέχειν, πάσχειν, τληναί τι. if To suf- fer, allow, pass over, patiently] εάν. π εριοράνϋ. partcp. independ- ent sentence, ησυχίαν άγειν or εχειν. επιτρέπειν τινι τι. if To admit or be capable of] οϊόν τε είναι, δύνασθαί. προσίεσθαι. if To bring forth or produce] φέρειν. γίγνεταί τι εκ τίνος, φύειν (of the soil and of plants), άνιέναι (of the soil) The tree b.'s fruit, καρπούς φέρει τό δένδρον. καρ- ποί γίγνονται άπό του δένδρου, εν γαστρί φέρειν or εχειν (of animals), if To give birth to (as a native place)] τίκτειν. λοχεύ- ειν. γεννάν. if To possess] κεκτή- σθαι. εχειν. άγειν. εστί μοι. χρη- σθαί τινι. To b. a name, όνομα εχειν. όνομα εστί μοι. if To b. away or off: prizes, S[C. (i. e. to gain orwin)]φέρεσθaι. λαμβάνειν, a'i- ρεσθαι. άναιρεΐσθαι. To b. away the victory, νικάν. κρατεΐν. π*ρι- γίγνεσθαι. άναιρεΐσθαι νίκην. ή νίκη εστί μετά τίνος : to b. away the prize, φέρεσθαι άθλον. τά πρωτεία φέρεσθαι. άριστεύ- ειν : to b. the credit, λαβίΐν or κτήσασθαι δόζαν. if To b. part (i. e. to contribute or share)] συμ- βάλλεσθαι. συμφέρειν. if To relate, state as testimony] επι- δείκνυσθαι. άποφαίνεσθαι. if To take consequences] ύπομένειν. άνέχεσθαι. if To b. cost, sus- tain expense] χορηγεϊν τινι. παρ- έχειν or ύποφέρειν άναλώματα or δαπάνην τινός, if To b. one- self, behave] παρέχειν εαυτόν τίνα, e.g. to b. oneself decorously, παρέχειν εαυτόν κόσμιον : to b. oneself towards another, γίγ- νεσθαι περίτινα. παρέχειν εαυ- τοί» τινι with an adj., e. g. obe- diently, ενπειθή. if To b. back, repel) άπελαύνειν. άπωθεϊν. άπο- στέλλειν. if To b.down (trans.), depress] καταπιέζειν : (intrans.) sink, καταφέρεσθαι (pass.), if To b. out, support or defend^ άντ- έχεσθαί τίνος. ποοίστασθαί τίνος, άνιστασθαι υπέρ τίνος. To b. through, διάγειν. διεζά- γειν : to b. up, κατέχειν, επ- έχειν. κωλύειν μη πεσεϊν. BEAR, v. (Intrans.) if To ΒΕΑ ΒΕΑ BEC endure] πάσχει», πονεΐυ. if Be patient] καρτερεί». if To be productive'] φέρειν. if To suc- ceed] γίγνεσθαι ευ or ες δέον. άποβαίνειν καλώ?, προχωρεΐν. if 7b oe situated] κεΐσθαι. if 7b Λ. wpo??, ίο reZafe ίο] άνήκειν, σκοπεΊν εις τι. if 7b have effect on] ποιεΊν εις τι. δύναμιν έχειν προς τι. if 7b press] πιέζειν. if To imply, signify] σημαίνειν. απαγγέλλει». if To ό. up] καρ- τερεί», προσκαρτεοεΐν. BEAR. Ι The animal and tJie constellation] άρκτος, η. The male b., ό άρκτος : the great and the little b. (constellations), oi άρκτοι. BEARABLE, ανεκτός, ΰποι- ffxos, μέτριος. BEARABLY, άυεκτώς. με- τρίως. BEAR'S -BREECH, άκαν- θος. BEAR'S-EAR, έλλέβορος. BEARDS-HIDE or BEAR- SKIN, άρκτου δορά. άρκτου δέρμα, άρκτιί. BEAR-LEADER, 6 τάς άρ- κτους περιάγω». BEARD, πώγων, ωνος, ό (on the chin and about the mouth), γέ- νειυν (on the chin), ύπηυη (on the upper Up), γευειάς,άδας (poet.), αθήρ, έρος, 6 (of barley, ressed ; and in denoting time, sometimes πρότερον c. gen. B. the town, προ της πόλεως: b. the door, προ της θύρας (at some distance fin it). εμπροσθ\ν της θύρας, προς τη θύρα (immediate- ly by it) : to be b. the door (= to stand close b. it), μέλλειν και μόνον οΰπω παρεΐναι. προκεϊ- σθαι : to stand b. athg, στηναι έμπροσθεν τίνος, προστηναί τί- νος, στηναι ενώπιον τινυς, προς τινι. παραστηναί τινι : to have aby b. oneself, έμπροσθιν or επί- προσθεν έχειντινά : b. this war, προ τονδε του πολέμου : a year b. the capture, ενιαυτώ πρότερον της αλώσεως : b. sunrise, προ or πρότερον ηλίου ανιόντος : shortly b., νεωστί. άρτι : an age b., long b., 7τάλ«ι: two days b., τρίτην ήμέραν ταύτην, and so universally for definite and num- (48) BEF hered portions of time, as, e. g. four days b., πέμπτην ημέραν : two or three years b. this, τρίτον η τέταρτον έτος τουτί. In re- gard to time, the Greeks use also υπέρ c. ace, and sis πριν c. infin., e. g. b. the Persian war, υπέρ τα Μηδικά : b. sunset, πριν ηλιον δϋναι : b. day-break, πριν ημέραν γίγνεσθαι : b. aby's feet (eyes), προποδών. εμποδών. U In sight of, in presence of] έξ εναντίας c. gen., kv c. dot., προς and εις c. ace, επί c. gen., προς c. gen., ενώπιον c. gen. To stand b. the glass, to step b. the glass, εξ εν- αντίαςτοϋ κατόπτρου'ίστασθαι (στηναι) : to speak b. the people, λέγειν or λόγους ποιεϊσθαι εν τω δήμω or προς τον δημον or εις τον δημον : to speak b. well- informed persons, εν εί<5όσι ποι- εϊσθαι τους λόγους : to strip in the sight of the public, ες τό φανερόν άποδύεσθαι{άπυδϋναι): to exhibit athg b. the eyes of the world, is 7τάι/ταδ ανθρώπους άποφαίνεσθαι or επιδείκνυσθαί τι : to float b. the eyes, εν όφθαλμοΐς οράσθαι : to show oneself b. witnesses, εμφανή γίγ- νεσθαι έπι μαρτύρων or εν μάρ- τυσι : b. a court of justice, επί δικαστηρίου, επί τών δικαστών, εν δικαστηρίω, εν τοϊς δικα- σταϊς : just b. God and men, προς θεών και ανθρώπων δίκαιος. ^[ To denote preference] πρό c. gen., διαφερόντως c. gen., and more rarely by εκ c. gen. To choose somethg b. every thg else, έλέσθαι τι πρό πάντων τών άλλων : b. all thgs, μάλιστα πάντων, πρώ- τον δέ : b. all others (more than all others), διαφερόντως τών άλλων ανθρώπων : to be distin- guished b. all, έ /c πάντων προ- τιμάαθαι. U To denote direction towards the fore part, in the pre- sence or sight of athg] προς c. ace, εις c. ace, ενώπιον e gen., έμπροσθεν e gen., πρό e gen., ΰπό c. ace (this of places only). To set b. a person or thg, 'έμ- προσθεν τίνος τάττειν or κ<ιθ- ιστάναι : to bring a matter b. the judge, άναφέοειν τι προς τον δικαστην : to lead the army b. Troy, υπό την "ϊλιον άγειν τό στράτευμα. BEFORE, adv. f In advance, in front, forwards, previously] πρόσθεν, έμπροσθεν, πρότερον. τό πρότερον. τό πριν. προτού, τον παρελθόντα χρόνον. ενχρό- νω τω παρελθόντι. Long b., ττάλαι. ττροτταλαι : a little b., όλίγω πρότερον. ολίγον or μι- κρόν έμπροσθεν : to stand b., πρώτον καταστηναι or τεταγ- μένον είναι : to go b., ηγεϊσθαι, πρυηγεΐσθαι. Where this adv. is joined to verbs, the Greeks cmly form compounds with πρό, or use the verb φθάνειν in connexion with ι a partcp., e. g., to die b., προ- j αποθνησ κειν : to take, possess, BEG b., προκαταλαμβάνειν. φθάνειν καταλαβόντα : to signify b. y προσημαίνειν : to think b., προ- σκοπεϊν : to define b., προορί- ζειν : to notice b., προαισθάν- εσθαι : to know b., προειδί- ναι. BEFOREHAND, έμπροσθεν, πρότερος and πρώτος, πρό in composition with verbs, e. g. to consult b., to discuss b., προδια- λέγεσθαι : to choose b., προεκ- λέγειν : to proclaim b., προαγο- ρεύειν. BEFORETIME, τό πριν. προτού or πρό του. ττάλαι or τό πάλαι, εκπαλαι. τό άρχαϊον. ποτέ (enclit.). BEFOUL, v. (Trans.) άνα- μοΧύνειν. ρυπαίνειν. ρυποϋν. BEFRIEND, v. (Trans.) εύνοϊκώς εχειν τινι. εύνοΰν εϊναί τινι. βοΐ)θεΐν. άρίίγειν. ωφε- λεί ν. BEFRINGE, v. (Trans.) κροσσοϋν. BEG, v. (Trans.) ΤΙ To ask for earnestly] αιτεϊν and αίτεΐ- σθαί τινά τι or παρά τινός τι. δεήσεις ποιεϊσθαι περί τίνος, λιπαρεϊν τίνα. δεήσεις πολλάς ποιεϊσθαι. συντεταμένως δεϊ- σθαι. άντιβολεϊν. To b. sup- pliantly or imploringly, ικεσίας or Ίκετείας ποιεϊσθαι. λιτανεύ- ειν : to fall down and b., προσ- κυνησαντα δεϊσθαι. ικέτη προσ- πεσεΐν : to b. for life, 7Γ«ραιτεϊ- σθαι την ψυχή ν : to b. pardon, συγγνώμην αίτεϊσθαι. παραι- τεϊσθαι : to b. one of, έζαιτεΐ- σί)αί τίνα. ^[ To ask alms] πτω- χεύειν. προσαιτεΐν, έπαιτεϊν. To collect by begging, άγείρειν τινι τι. Tf Το Ι), the question, take for granted] ΰπολαμβάνειν. ΰποτιθέναι. BEGET, v. (Trans.) γεννάν. τίκτειυ. φύειν. To b. children, τταιδο^οΐίΐσθαι.τε/ίΐ'ο'ΤΓοιεϊσθαι. τέκνωσιν ποιεϊσθαι. BEGETTER, s. γεννητωρ and γεννητης. γενετής. 6 φυ- σάς, ό γεινάμενος. (fern.) γεν- νητειρα and γενέτειρα, η τε- κοϋσα. BEGETTING, s. γένεσις, γέννησις. τέκνωσις. Β. of chil- dren, παιδοποιία. τεκνοποιία. BEGGAR, s. πτωχός. 6 πτω- χεύων. προσαίτης, επαίτης, μεταίτης. αγύρτης. BEGGAR, ν. ^ To impover- ish] πτωχϊζειν, LXX. ^} Το exhaust, surpass] έκκενοϋν. ύπερ- βάλλειν and ΰπεραίρειν τι. BEGGARLINESS, ευτέλεια. BEGGARLY, t Mean, sor- did] ευτελής, γλίσχρος. ^f Con- ditioned as a beggar] πτωχικός. άγυρτιηός. BEGGARY, έτταίτι/σιν. ά- γυρτεία. πτώχεια. To come to b., εις ίσχάτην άπορίαν ε\θεϊν or καταστηναι. έζίστασθαι τών υπαρχόντων πάντων: to bring Ι to b , πτωχόν ποιεϊν, ες πτω- BEG χείαν or ες πενίαν την εσχατην καθιστάναι. BEGGING (act of), s. πτώ- χεια, προσαίτησις, επαίτησις. BEGGINGLY, adv. t In- treatingly] αιτητικώς. ^[ As a beggar] άγυρτικώς. BEGILT, έ-7τίγ_ρι/σο5,2. κατά- χκυσος, 2. χρυσωτός. BEGIN, υ. (Trans, and In- trans.) T[ ( TV.) To make a be- ginning] άρχειν and άρχεσθαι TLvo'i (ike Act., when one of a num- ber is the first to do athg, the Mid., on the contrary, when one for the first time undertakes athg, or en- ters into a condition), κατάρχειν, ΰτταρχειν, έζάρχειν Tit/os. άρ- χην ττυΐεΐσΰαί τίνος. To b. war, b. as aggressor, άρχειν τον πολέμου, άρχειν χειρών αδίκων : to b. a quarrel, a faction, νπάρ- χειν έχΰρα•;, στάσεως : to b. the song, εζάρχειν ωδής : athg is begun, αρχήν λαμβάνει τι. αρχή γίγνεταί τίνος. The circumstance wch is begun is variously stated tvtth άρχεσθαι, either in the infin. or in the partcp., according as an event is to be indicated, either merely at its first commencement, or at its point of beginning with further respect to its progress and end, e. g., I b. to learn, άρχομαι μανθάνειν (I acquire the first ideas of a sulject). άρχομαι μανθάνων (Γ make the beginning of a study to be continued). "Ij To undertake, set about] άπτεσθαι c. gen., επι- χειριίν C dat. ενίστασθαί τι (e. y. έργον, λόγοι/), δρμάν επί τι. μηχανάσβαι, πράττειν, έπινο- ειν τι c. infin. ^[ (Intr.)] άρ- χεσθαι, άρχεσθαι γίγνεσθαι, άρχην Χαμβάνίΐν, e. g. the dis- ease, the winter, b.'s, ή νόσος, δ χείαών άρχεται γίγνεσθαι : to b. with athg, άρχεσθαι, or την άρχην ποιεΐσθαι άπό τίνος : to I), at or by athg, άρχεσθαι άττό τίνος, εκ τίνος : to b. to, άρ χεσθαι c. infin., πρώτον ποιεϊν τι. e. g. I b. to totter, άρχομαι σφαλήναι. πρώτον σφάλλομαι. The Greeks occasionally form inchoative verbs, or compounds with the prepp. εκ and άνά, to denote the beginning if a circumstance, e. g. to b. to have a beard, γενειάσκειν : to b. to burn, έκφλέγεσθαι : to b. to cry out, άναβυάν : the day b.'s, διαυγάζει (underst. ήλιος), επι- λάμπει η ημέρα. BEGINNER. ^ Originator, one who begins] ηγεμών. αρχηγός, υπάρχων, ίϊ One engaged in the rudiments of athg] δ περί τα στοιχεία σπουδάζων, πρωτό- πειρος : in athg, τινός. BEGINNING, αρχή, καταρ- χη. Β. (occasion) of athg, Αρχή τίνος, αφορμή τίνος : b. of a speech or of a treatise, προοίμιον : in the b., κατ' αρχάς, το πρώ- τον, τά πρώτα, άρχόμινος, η, ον : from the b., έζ Αρχής, την αρχήν : from b. to end, ί£ άοχης (49) BEH μέχρι τέλους, αρχόμενος και δια τέλους, εκ πυθμένος εις κορυφην (proverb) : by, at, with the b. of any circumstance, άμα γιγνομένω τιν'ι. αρχομένου τι- νός, e. g., at the b. of spring, αμ' ήρι γιγνομένω : at the b. of summer, αρχομένου του θέρους : 1 make the b., i. e. 1) take the lead, ηγούμαι : 2) I am the first to do, άρχω. προτερώ : I make the b. with or by athg, άρχομαι, την άρχην ποιούμαι, δρμώμαι (pass.) εκ τίνος or άπό τίνος : to do athg, άρχομαι τίνος or ποιών τι . without b., άναρχος, 2 (in time, or as to origin), ακέφαλος, 2 (as to matter or con- tents) : a speech without a b., λόγος ακέφαλος : to have or get a b., άρχεσθαι γιγνόμενον or γίγνεσθαι, την άρχην λαμβά- νειν, το πρώτον γίγνεσθαι. BEGIRD, f To girdle] περι- ζωννύναι. ^[ To surround, en- circle] περιέχειν. περικυκλοϋν. περικλείειν. BEGIRT. Partepp. of Be- gird. BEGONE, interj. άπαγε, ερ- ρε. άπαγε σεαυτόν. BEGRAVE. See Bury. BEGREASE. See Grease. BEGRIME, ρυπαίνειν. BEGRUDGE, φθονεϊν τινί τίνος. ? BEGUILE. 1 To trick, cheat] άπατάν, εζαπατάν (lead astray), παράγειν, ΰπάγειν. περιιέναι. if To cause to pass unheeded (as time, 8rc.)] διατρίβειν, κατατρί- βειν. BEGUILER, άπατεών, δ έξ- απατών. See Deceiver. BEHALF or BEHOOF, s. ωφέλεια, όφελος, χρεία, χάρις. In b. of, προς and εις c. ace, επί c. dat., ένεκα c. gen. In b. of what? προς τί; ίπι τω; to be engaged in b. of, μισθωθήναι επί τινι. BEHAVE, v. (Trans.) διά χειρός έχειν. διαχειρίζειν,μετα- χειρίζειν and μεταχειρϊζεσθαι. διοικεϊν. BEHAVE, v. (Intrans.) εχειν, τρόπον 'έχειν. τρόπω χρησθαι. To b. towards aby, γίγνεσθαι περί τίνα. παρέχειν εαυτόν τινι. προσφέρεσθαι (pass.), τινί or προς τίνα c. adv. : to b. oneself well (mannerly), παρέχειν εαυτόν κυσμιον. BEHAVIOUR, τρόπο?, τρό- ποι, ήθη. Outward b., σχήμα. See Manners. Disorderly b., αταξία : rude b., αγροικία, u- σχημοσύνη. τρόποι κακοί. BEHEAD, v. (Trans.) To b. a person, άχοτέμνειν or άφαι- ρεΐν τίνος την κεφαλήν, καρα- τομεΐν : they were b.-d, άπετμή- θησαν τάς κεφάλας. BEHEADING, s. τράχηλο- κοπία. άποτομή, αποκοπή της κε φαλ ης. It is mly to be expressed by means of a partcp., e. g. on BEL the b. of the robbers, των δε λη- στών άποτμηθέντων τάς κεφά- λας. BEHEST, s. ηΐ Command, or- der, bidding] VlD. κέλευσμα. At thy b., σον κελεύσαντος. BEHIGHT (obsol.) See Call, Name, Promise. BEHIND, prep, and adv. όπι- σθεν c. gen. (of place only), κατ- όπιν c. gen. (of place and time), μετά c. ace, επί c. dat. (of place and time), υπό c. dat., and αντί c. gen. (of place only). To stand b. a tree, αντί δένδρου or υπό δένδρω εστηκέναι : to put one- self b. athg or person, 'έμπροσθεν ποιεΐσθαί τι or τίνα : to be b. athg, όπισθεν γίγνεσθαι τίνος : to leave b. oneself, όπισθεν ποι- εΐσθαί (to get in advance of), άπολείπειν (to quit, abandon) : to stay b. aby, λείπεσθαί τίνος : one b. another, έζής, εφεξής, άλλος επ' άλλω. Adv., όπισθεν, κατόπισθεν, κατόπιν, οπίσω. Β. and before, άνω και κάτω. ένθα και 'ένθα. BEHINDHAND, adv. (= in arrear). άπολείπων, ούσα, ον. To be b. in paying taxes, έλλεί- 7Γειι/τά9 εισφοράς, λείπειν την φοράν. BEHOLD, v. (Trans.) βλέ- πειν εις τίνα or τι, άποβλέπειν προς τίνα or τι. προσβλέπειν τινά. ε'ισοράν τι. ένοράν τινι. εφοράν τι. προσοράν τι. άθρεΊν τι. BEHOLD, interj. ίδού,'ίδεσθε. BEHOLDEN, adj. To be b., χάριν όφείλειν : I am b., δει με χάριν έχειντινί. χάριν εκτέον μοί τινι. BEHOLDER, s. δ θεώμενος, δ θεασάμενος, θεατής, θεωρός. BEHOLDING. «[Τ Seeing-] θεάσθαι, θεωρεϊν. "R Obligation] η οφειλομένη χάρις, καθήκον, προσήκον. BEHOOF, s. όνησις. See BE- HALF. BEHOVE, v. (Trans.) πρέ- πειν. προσηκειν, εοικέναι. δί- καιον είναι. δεϊν. χρεών είναι. BEING, s. if Essence, pecu- liar quality, individual existence] όν. υπάρχον, χρήμα, ουσία, φύσις. All the b.'s in the world, πάντα τά εν τω κόσμω υπάρ- χοντα χρήματα. BEING (partcp. pres. ο/βε), ων, ούσα, όν. It b. so, επεί, επειδή- ότι. διότι. BELABOUR, v. (Trans.) μαστιγοΰν. δέρειν. BELAY, ίϊ To overspread? bestreiv] στρωννύναι. ΊΙ To over- lay] ίπιτιθέναι. Τ} To beset, beleaguer] προσκαθήσθαί τινι, περικαθήσθαί τι. "(| To block up, close] φράττειν. ε'ίργειν, εμ- φράττειν. "\\ Lie in ambush for] ένεδρεύειν. ^j To decorate] έπι- κοσμέϊν. παρνφαίνειν. BliLCH, v. (Intrans.) έρεύ- γεσθαι, ερυγγάνειν, άνερυγγα.•*. BEL BEL BEN νειν, ίξερεύγειν. έξεμεΐν. έξε- ράν. n BELCH, BELCHING, s. ερευξις, ερυγή, έρευγμα and έρυγμα, ερευγμός and έρυγμό*. BELDAM, s. if Graudam, old woman] γραίδιον or γ ράδιου. if Witch] φαρμάκι?. επωδός, ή. BELEAGUER, v. (Trans.) if To besiege'] πυλιορκεΐν τι, προσκαθίζεσθαι and προσκαθη- σθαί τινι, περικαθησθαί τι (all these of regular and continued siege). κατακλείειν and περι- στρατοπεδεύεσθαι (to enclose, in- vest), προσκεϊσθαί τινι (nietaph. : to urge, press on). BELEAGUERER, s. Use partcpp. of verbs under Be- leaguer. BEL-ESPRIT, s. (perhaps) κομψοί άνήρ και φιλόκαλος. BELIE, f To charge with, or convict of falsehood] ελέγχειν, εξελέγχε ιν τινά. έπιδεϊξαίτινα φευδόμενον. if To contradict] e. g. to b. oneself, εναντία λέγειν αυτόν έαι/τω. if To counterfeit] παραποιεΊν and παραποιείσθαι, ΰποποιεΐσθαι. if To misrepre- sent, calumniate, tell lies against] καταύ/εύδεσθαι. BELIEF. if Faith, conviction, and its object] πίστις, εως, ή. if Opinion] δόξα. if Creed, con- fession of faith] ομολογία τί /s πίστεων, επαγγελία της πίσ- τεως, σύμβολον της πίστεως, δόγμα. BELIEVABLE, πιστός, πι- θανός, αξιόπιστος, 2. BELIEVE, v. (Trans, and Intrans.) if To receive as true on authority] πιστεύειν. πε'ι- θεσθαι. δέχεσθαι. άποδέχεσθαι. if To hold (practically)] νομί- ζειν. To b. in the gods (i. e. re- gard as gods), νομίζειν θεούς : b. me (colloquial expression), ευ ϊσθι: to b. a person, πίστιν εχειν τινί: not to b. athg, άπιστεΤν τι, ά- πιστιαν εχειν περί τίνος : they b. me, πιστεύομαι, if To adopt a conviction on argument and evi- ά6ηοβ]ηγεϊσθαι. άξιοΰν. lb. con- fidently, πέποιθα. iJ To fancy, think] δοκείν. δοκώ μοι. δοξάζειν. οϊεσθαι. νομίζειν. Aslb^l^ot δοκεΐν. Tf To suppose, suspect] ύπολαμβάνειν. οϊεσθαι. προσ- δοκάν. γνώμην εχειν. I do' not h that he will come, οΰκ οΊμαι αυτόν ηξειν : I b. (colloquial ex- pression), οΐμαι. BELIEVER, s. πιστός, 3. εύπιστος. In t/ie religious sense, ευσεβής. BELIEVING, 5. See Belief. BELIEVINGLY,7nar£ s .£U- πιστώς. BELIKE, adv. είκότως. ως το εικός, ώς ε'ικάσαι. ώς δοκεΊν. BELL, s. κώδων. κρόταλον (only a small instrument of metal to clink or rattle, the large bells of the moderns having been unknown to the ancients). ' χάλκωμα and χάλκευμα may serve as a general expression for this instrument, al- though tliese words were not used in that sense by the ancients. To pull or ring the b., κρούειν τον κώδωνα. κωδωνίζειν. κροταλί- ζειν. ϋ Cup of a flower] κάλυξ, υκος, η. if To bear the 6.] πρω- τεύειν. BELLIED, γαστροειδής, γαστρωδης. κολπώδΐ}ς. ογκώ- δης. A b. vessel, γάστρα, η. BELLIGERENT, πολέμων, οΰσα, οΰν. μετέχων (ούσα, ον) του πολέμου. BELLOW, υ. (Intrans.) IT As a bull] μυκάσθαι. Tf To cry aloud] βοαν. μέγα φθέγγεσθαι. if As tlie sea] ροθεϊν. BELLOW, BELLOWING, s. if Of cattle] μύκημα, μυκη- θμός. 1 Loud cry] βοή. it Of the sea] ρόθος. BELLOWS, φύσα. BELLY. 1 Of man and beasts] γαστήρ, γαστρός, η (ca- vity of the abdomen), κοιλία (g. t.). νηδύς, ύος, η (in prose, Lu- cian.). if Of the human body only] υπογάστριον. ήτρον (i?te outer pait). ύποκοίλιον (tlte in- ner), τά υποχόνδρια (both outer and inner), "ft Of inanimate thgs] όγκος, κόλπος. if TJie womb] VlD. γαστήρ (e. g. εν γαστρ'ι φέρειν, λαβείν). BELLY, β. (Trans.) ϋ Το make to sivell] όγκοΰν, διογκοΰν. BELLY, v. (Intrans.) if To become swollen] άναφυσάσθαι. όγκοΰσθαι. See Puff. BELLYACHE, χωλικί, νό- σος. BELLYBAND, κοιλιόδεσμος. BELLYBOUND, στεγνός. BELLYFUL, κόρος, πλησμο- νή. See Enough, Glut. BELLY-PINCHED, λιμώ- δΐ)ς, λιμόξηρος, 2. BELLY-SLAVE, 6 τγ y άστρι δουλεύων. κοιλιόδουλος. BELLMAN, κήρυξ, υκος, 6. BELONG, v. (Intrans.) ϋ To relate to a person or thg (as property, quality, attribute, busi- ness)] εϊναί τίνος, 'ίδιον είναι τίνος, προσήκειν, καθήκειν, ύπ- άρχειν τινί. είναι προς τι. άν- ήκειν εις τι. εχειν άμφί τι. άνηρτησθαι είς τι. κρεμάσθαι εκ τίνος. It b.'s to me, προσ- ήκει μοι or προσήκει c. ace. and infin. προς εμού εστίν, έξεστί μοι. δίκαιος είμι. έμόν έστιν 'έργον, εστί μου or εμόν. κέκτη- μαι. ίδιον έχω : to b. to a sort or kind, είναι εν τισι : to b. (as an essential quality), ο'ικεΐον είναι τίνος : to b. (as in connexion with), εχεσθαί τίνος : to b. to an order or condition, τελεΐν εις τάξιν τι//ά. τελεΐν εϊς τινας : thereto also ο.'δ,έχόμενον τούτων εστί καί. τοιούτον εστί και : thgs belonging to, τά προς τι (viz. όντα) : it does not b., ού δίκαιον (εστί), ού θέμις εστί. > ουκ άξιον εστί : it b.'s to me (I have a right) to do athg, δίκαιος είμι ποιεϊν τι : athg b.'s to such a place, τιθέναι χρή τι εν τινι τοπω. BELONGING, partcp. and adj. ίδιος. BELONGING, s. u Quality, property] το ίδιον. BELOVED, partcp. αγαπη- τός. BELOW, prep. = beneath, un- der, u In place] υπό c. gen. and dat., κατά c. gen. if Inferior to, in rank, merit, dignity] e. g., to be b. me in any point, λείπεσθαί τινός τι or εις τι. τιττω είναι τινός τι. ^[ Unworthy of] as to be b. (unworthy of) aby, άν- άξιον είναι τίνος, if Less in number or value] εντός c. gen. See Within, if In time = after] μετά. BELOW, adv. κάτω, = down- wards, εις τά κάτω. From b., κάτωθεν : to sit b., τελευταίοι; καθίζεσθαι. In reference to the contents of a speech or book, the more ancient Greek winters express below by όπισθεν and οπίσω, the later ones, on the contrary by έμ- προσθεν and ένδον (comp. Phry- nich., ed. Lobeck, p. 11), e.g. as will be stated b., ώς έμπροσθεν δηλωθήσεται : Ave shall speak of it b., λέξυμεν εν τοϊς έμπροσθεν : further b., ένδοτέρω. BELT. IT Girdle] ζώνη. ζω- στηρ, ηρος, 6. \ώσμα. στροφός, στρόφιον {breast ό.). if Sword- δ.] ξιφιστήρ, ηρος, 6. τελαμών, ώνος, 6. ij Bandage] ταινία, if Of a planet] ζώνη. if Narrow strip of land or other surface] ταινία, ζώνη. BEMA {Greek), if Raised steps (as a speaker's pulpit), chancel of a chirch] βήμα. BEMIRE, πηλακίζειν, προ- πηλακίζειν. καταμολύνειν. BEMOAN, θρηνεΊν. όδύρε- σθαι. όλυφύρεσθαι. ο'ιμώζειν, άνοιμώζειν. BEMOANER, όδύρτης, and partcpp. of verbs signifying be- moan. BENCH, s. if Long seat] βά- θρον, το. κλισία, η. Β. of row- ers, or bank of oars, ζυγόν, τό. ζυγός, 6. σέλμα,τό. ύπηυέσιον. εδώλια, τά: topmost b. (of three, one above the other), θρόνος, 6. if Court of justice] δικαστηρίου. il The judges collectively] οι δι- κασταί. BENCH, v. (Trans.) θρονί- ζειν. BENCHER (when it means a judge), δικαστής. BEND,v. (Trans.) To curve, make crooked] κάμπτειν. κλίνειν. έπικλίνειν. κυρτοϋν. άγκυλοΰν. To b. down, συγκάμπτειν, κατα- κάμπτειν: to b. backwards, άνα- κάμπτειν, άναστρέφειν, άνα- κλίνειν, τι : to b. sidewards, επικάμπτειν, παρακάμπτειν, BEN παρακλίνειν : to b. the knee, j κάμπτειν γόνυ, γόνατα : to b. ■ one'snecktotheyoke, ΰποτιθέναι αυχένα Χ,υγω : to b. the fist, κον- δυλοΰσθαι : to b. the eyes down- wards, καθυράν. καταθεασθαι. ! if To draw to an arch {as a bow)] έντείνειν or επιτείνειν or δια- \ τ tint iv τό τόζον. if To direct towards] τείνειν, συντείνειν, τρέπειν, εις τι or προς τι, κατευθύνειν, άπευθύνειν. If Το ί bend the mind] προσέχειν τον ! νοΰντινι. έπιμέλειαν ποιεΐσθαίΐ τίνος, επέχειν τον νουν, την Ι διάνοιαν, την γνώμην τιν'ι or J επί τι. if Fig. = to subdue the I will] κάμπτειν {T. -P.). κάμπτειν και συγκλάν (P.)• γνάμπτειν (jEsch.). κατακλάν (rrfrangere, J 3 .). έπικλάν τί/ν γνώμην {Τ), ταπεινοϋν τίνα {make humble), j BEND, v. (Intrans.) κάμ- ! τττεσθαι (of trees, ^c, also of persons), κλίνεσθαι. To b. for- wards, κυρτοΰσθαι. if To stoop] κύπτειν.προκύπτειν.προνεύειν. j if Submit to] ΰποτάττειν or ΰπο- βάλλειν εαυτόν τινι. ΰποτάτ- τεσθαί τινι. BEND, BENDING, s. κύρ- τωσις. κάμφις. καμπή, ή. καμ- πτήρ, ήρος, 6. BENDABLE, καμπτός, εΰ- j καμπής, εϋγναμπτος, άνάκλα- στος,2. Fig., πιθανός, εΰπειθής. BENEATH, if Under, be- low (in reference to ivhat is imme- diately above)] υπό. ΰποκάτω {also c. gen.). From b., υπο- κάτωθεν {P.). if Below in rank, merit, consideration] ΰπό. if B. r= unworthy of, unsuitable to] ανάξιος. BENEATH, if Opp. to above] κάτω. if On earth, as opposed to in heaven] 'εν τη γη. BENEDICTION.' if Pro- nunciation of or prayer for, bless- ing] ευφημία, ή. επευχτι, ή. ευ- λογία, ή. if Giving thanks] ευ- χαριστία, χάριτος ομολογία, if Solemnity of institution or dedica- tion] εγκαίνισις. τελετή. BENEFACTION, if Doing good] ευεργεσία. if A good deed] εϋεογεσία, ευεργέτημα. BENEFACTOR, ευεργέτης, ου, 6. 6 ευεργετών or εΰεργετή- σας. 6 ευ ποιών, οϋντος. The greatest b., 6 τα μέγιστα εΰερ- γετήσας : to be aby's b., εϋερ- γετεϊν τίνα. αγαθά ποιεΐν τίνα. ευ ποιεΐν τίνα. BENEFACTRESS, εΰεργέ- tis, ιδος, ή. ή ευεργετούσα or εϋεργετήσασα. BENEFICE, επικαρπία, ή (g. t. for tlie usufruct of a pro- verty). Sis εκκλησία (church) or παροικία (parish) will serve, εκ- κλησιαστική πρόσοδος. BENEFICED, prps (πρεσβύ- τερος) παροικίαν πιστευθείς or πεπιστευμένος. b εκκλησία {τινι) επιτεταγμένος πρεσβύ- τερος {aft Epiph, Hcer, 69). (51) BEN BENEFICENCE, τό εΰεργε- τικόν. τό ευ ποιεΐν. άγαθοποιία. φιλανθρωπία. To be surpassed by af^>-in b., ήττάσθαί τίνος εύ ποιοΰντα. BENEFICENT, ευεργετικό'?, άγαθοποιός, 2 (of persons). BENEFICIAL, αγαθός, κα- λός {g. tt. = good), χρήσιμος, 2. ωφέλιμος, 2. σύμφορος, 2 {of things). To be b. for aby, λυσι- τελής, 2. συμφέρειν τινι. ώφε- λεΐν τίνα. καλόν είναι τινι : it is b., συμφέρει. BENEFICIALLY, χρησί- μως. ώφελίμως. BENEFICIALNESS, τό κα- λόν, χρηστότης. ωφέλεια. BENEFIT,*, εΰεργεσία,εΰερ- γέτημα, τό. αγαθόν, τό. A b. for or to aby, ευεργεσία τινός : to confer a b. on aby, ευεργετείς τίνα. ευ ποιεΐν τίνα. κατατί- θεσθαι εύεργεσίαν ε'ίς τίνα or προς τίνα. δράν or ποιεΐν τίνα αγαθόν τι : to confer many and great b.'s upon aby, πολλά και μεγάλα εύεργετεΐν τίνα : I have already rendered aby b.'s, προ- ϋπήρξα ευεργεσίας τινι or εις τίνα. εφθην εύεργετήσας τινά : to lavish b.'s on aby, ευεργεσίας προΐεσθαί τινι : to receive a b. from aby, εύεργετεΐσθαι ΰπό τίνος, εΰ πάσχειν ΰπό τίνος, αγαθά πάσχειν ΰπό or παρά τίνος : to submit to receive b.'s, ευ παθόντα άνέχεσθαι : to al- low aby to confer b.'s upon one, παρέχειν εαυτόν τινι εύ ποιεΐν : to repay b. with b., άντευεργε- τεΐν τίνα. άμείβεσθαί τίνα δω- ρεαΐς : a b. is returned (to me), άποΚαμβάνω εύεργεσίαν. άντ- ευεργετοϋμαι : to lay a person under obligation by b.'s, χάριν κατατίθεσθαι παρά τινι : to be indebted for a b. received, εύερ- γεσίαν όφείλειν. if Utility, ser- vice] ωφέλεια, ή. όφελος, τό. καρπός, 6. τό συμφέρον, οντος. χρεία, ή. κέρδος, τό. BENEFIT, v. (Trans.) λυσιτελεΐν τινι, συμφέρειν τινί. προΰργου είναι, καλόν είναι τινι or προς τι. καίριον or επι- τήδειον είναι προς τι, ώφελεΐν τι, βοηθεΐν τινι, είναι προς τί- νος, όνινάναι τινά {— confer o.'s οτί). See in Benefit, s. BENEFIT, v. (Intrans.) ώφελεΐσθαι {pass.), κερδαίνειν από τίνος. BENEVOLENCE, φιλαν- θρωπία, τό προσφιλές, οΰς. φιλοφροσύνη, ή. ευγνωμοσύνη (JEscMn.). Β. towards aby. See Goodwill. BENEVOLENT, φιλάνθρω- πος, φιλόφρων. ευγνώμων, ευ- μενής. To be b., φιλανθρωπεύ- ειν. φιλάνθρωπον είναι. BENEVOLENTLY, φιλαν- θρώπως. φιλοφρόνως. εΰγνωμό- νως. ευμενώς. BENIGN, adj. εΰνους, 2. φι- λόφρων. εΰιανης. πράος or BES πραύς, εΐα, υ. 'ίλεως, 2. See Kind. t BENIGNITY, φιλοφροσύνη, ή. φιλανθρωπία, ή. πραότης, ητος, ή. BENIGNLY, φιλοφρόνως. ευμενώς, πράως. BENISON. See Benediction. BENT, s. if Curvature] καμ- πή, έπικαμπή. καμπτήρ, ηρος, ό. κύρτωμα, σκολίωμα. if In- clination towards] a) prop., κλί- σις, επίκλισις, ροπή. b)fig., επι- θυμία, προθυμία, ορμή. σπουδή. if Tendency] στροφή, επιστρο- φή, ίπίκαμφις. if Determina- tion] γνώμη, προαίρεσις. if Hu- mour, turn of mind] θιάθεσίϊ τή? ψυχής. BENT -Gfi ASS, σχοΐνος, 6 and 17. θούον, τό. BENUMB, v. (Trans.) vap- κοΰν {Hipp.), άμβλύνειν, άπ- αμβλύνειν. BENUMBED, partcp. and adj. αμβλύς, αναίσθητος, 2. vap- κώδης. BENUMBEDNESS, ναρκή. νάρκωσις(Ηιρρ.). άπονάρκωσις. ^ BEQUEATH, υ. (Trans.) διαθέμενον or κατά διαθήκας καταλείπειν or διδόναι τινί τι. διαθέμενον καταλείπεσθαί τινί τι. διατίθεσθαί τινί τι. κληρο- δοτεΐν τινί τι. BEQUEST. ^ Act of bequeath- ing] διαθήκη, διάθεσις. κληρο- δοσία, if Thing bequeathed] κλη- ροδοσία. BEREAVE, v. (Trans.) if Rob of] στερίσκειν and άπο- στερίσκειν τινά τι and τινά τι- vos. άφαιρεΐν and άφαιρεΐσθαι τινά τι or τιι>ο? τι (both in gene- ral to take away ; the first more in reference to the person robbed, the latter to tJie robber), γυμνοΰν and ερημοϋν τινά τίνος {to strip a person entirely of athg). op- φανίζειν {principally to b. a pa- rent, but also others). BEREAVED or BEREFT, ορφανός (e. g. πατρός' also παί- δων, P.). γυμνός, and the partcpp. of tJie verbs given above. I am b. of athg, αφαιρούμαι τι. απο- στερούμαι τι or τίνος. BEREAVEMENT, στέρησις and άποστέρησις, άφαίρεσις. BEREFT. See Bereaved. BERRY, κόκκος, 6. ράζ, ρα- γός, 6 {espy of the grape). B. of the bay or laurel, δα φνίς, ίδος, ή. BERYL, βήρυλλος, 6 and ή. βηρύλλιον, τό. BESEECH, v. (Trans.) ^ εΰ- χεσθαι,προσεύχεσθαί τινι. έπι- καλεΐσθαίτινα. άντιβολεΐν τ ινα. To b. aby for protection, ικετεύ- ει!/ τινά, ϊκέτην γίγνεσθαι or προσπίπτειν τι//ί, προστρέ- πεσθαί τίνα : I b. you, ικνυΰμαι (often parenthetical in poet, only pres.). BESEEM, πρέπειν. προσ- ήκειν. BESET, v. (Trans.) πολιορ- E2 BES kf?v (Jit. besiege : fig. pester, 8[c.). πιίζειυ τινά. εγκεϊσθαί τινι. ενοχλεϊντινι. To beb., πολιορ- κεϊσθαι. πιεζεσθαι. ταλαΐ7τω- ρεϊσθαι. άπορεϊν. άπορίαις έν- ίχεσθαι. if Tab. a road, pass, $£C. } (προ)καταλαμβάνειν τι (e.g. την παρόδου), κύκλω περι- καθέζεσθαι (if the place is sur- rounded). BESHREW. See to Curse. BESIDE, prep, if By, at the side of, near] προς c. dot., παρά c. dot. of the person, but c. ace. of the thing. See By. To shoot b. the mark, τταραμαρτάνειν του σκο- πού : to go (i. e. speak) b. the ίπιΐΐι,λεγειΐ' παρά την άληθειαν or παρά τα άΧηθή. if Over and above] προς c. dot. προς τούτοι?, προ? δε. εν δέ. και άμα. if Except} πλην (all c. gen. — πλι'ιν also as conjunction with verb to be supplied fin the other clause), χωρίς, άνευ. In comparisons, παρά c. ace., e. g. b. this there is no other remedy, έστιπαρά τοΰτ άΧΧο φάρμακον ουδέν. if Out of] εξω, εκτός. To be b. himself, έκτο? εαυτού είναι. BESIDES, adv. if Moreover] προς τούτοις, προς δέ. προσέτι. ετι δέ. άΧλως τε κ<ιί. The Greeks often form verbs com- pounded with προς, in which the idea of the English word besides is contained, e. g. to obtain b., προσΧαμβάνειν : to give or be- stow b., προσδιδόναι, προσπαρ- έχειν : to owe b., προσοφείΧειν, and the like, if Except] See Be- side. BESIEGE, v. (Trans.) See Beleaguer. The besieged, ol ποΧιορκούμενοι. οι εν tij πόΧει or εν τω τείχει : the besieging army, ol πυΧιορκοΰντες. στρατιά 77 ποοσκαθημένη. BESMEAR, if To daub on} επιχρίειν. περιπΧάττειν, κατα- πλάττειν. περιαΧείφειν. if To befoul, stain~\ μια'ινειν, καταμιαί- νειν. μυλύνειν. BESOM = broom, κόρηθρον, σάρωθρον, τό. σάρος, 6. BESOT, μωοαίνω. παράγειν. BESOTTED, μώρος. BESOTTEDLY, μώηως. BESOTTEDNESS,irapa<&>- BESPATTER, v. (Trans.) καταπάσσειν. BESPEAK, if To order be- forehand} επιτάττειυ or προσ- τάττειν τινι ποιεϊν or παρα- σκευάζειν τι. κεΧεύειν τινά ποι- εϊν τι. To b. a pair of shoes, κεΧεύειν τον σκυτοτόμον ποιεϊν ζεύγος υποδημάτων, if To speak ίο^ΜΓβεδ^προσαΎορεύειν.προσ- ειπεΐν if To indicate, show] δη- λοΰν. άυαφαίνειν. άττοφα'ινειν BESPECKLE, v. (Trans.) ποικίλΧειν, διαποικΊΧΧειν. στί- ζειν. BEST, if In reference to the : pleasantest, loveliest] Ί)δι- (52) BET στος, κάλλιστο?, άριστο?. The b. scent, οσμή ηδίστη. if In reference to the nature, purpose, or use of an object = the most perfect, most useful} άριστος, κράτιστος, βέΧτιστος. χρησιμώτατος, χρη- στότατος, δεινότατος. The b. fruits, καρποί άριστοι : the b. remedies, φάρμακα χρηστότα- τα : the b. speaker, Χέγειν κρά- τιστος or δυνατώτατος or δει- νότατος : it is b., κράτιστόν εστίν : to advise for the b., συμ- βουΧεύειν το άριστον, την του συμφέροντος συμβουΧίαν ποιεϊ- σθαι : as may appear to be b., ως άν δοκή κάλλιστα έχειν : the b. of athg, άνθος, τό (^flower), if In reference to moral quality} if'/* b. to. Sec.} δοκεΐ (videtur). έλ τιστος. χρηστότατος. άριστον είναι νομίζω (τι). Το do one's b., πάντα κάΧων εν- τεϊναι έζιέναι or πάν ποιεϊν ζυντεινόμενον 'όπως (c. fit. in- die.) or διατείνεσθαι (c. inf.). BEST,ao?v. μάλιστα, άριστα, κάλλιστα, if Greatest in qua- lity} See Greatest, Most. BESTEAD, v. (Trans.) See Profit, Help. BESTIAL. See Beastly. BESTIALITY, τό θηριώδες BESTIR, κινεϊν : oneself, κι- νεϊσθαι (pass.), σπεύδειν. BESTOW, v. (Trans.) if To give, supply] διδόναι τινί τι. Το b. a favour on aby, χαρίζεσθαί τινι. παρέχειν. παρασκευάζειν. πορίζειν. if To apply to] χρή- σθαί τινι, ε'ίς τι or προς τι. if To spend, lay out on} δαπανάν or καταδαπανάν τι εις τι or άμφί τι or προς τι. κατατί θεσθα'ι τι ε'ίς τι. καταναΧίσκειν τι ε'ίς τι. προσαναΧΊσκειν τι τινι. if To store, lay up] θησαυ- ρίζειν. τηρεϊν. άποτίθεσθαι. BESTOAVAL, BESTOW- ΜΕΝΤ. MlyCrcl. with the verbs. See Gift, Disposal. t BESTOWER, 6 δωρούμενος. 6 διοικητής. BET, s. if Wager] περίδοσις, εως, η. ρήτρα, ή. BET, υ. (Trans.) if Towage?•] περιδίδοσθαι περί τίνος, ρητραν ποιεΐσθαι περί τίνος. To b. with aby, περιδίδοσθαι τινι. BETAKE, v. (Trans.) if To commit, deliver} παραδιδόναι, επιδιδόναι. επιτρέπειν. έφιέναι. if To b. oneself to] τρέπεσθαι επί τι or προς τι. άπτεσθαί τίνος, προσιέναι τινί, Ίέναι επί τίνα. προσχωρεΐν τινι. κατα- φεύγειν προς τίνα. προστρέ- πεσθαί τίνα. BETHINK, v. (Trans.) με- μνησθαι, άναμιμνησκεσθαι. BET HUMP, δέρειν, παίειν, κόνδυλον έντρίβειν τινί. BETIDE, γίγνεσθαι, συμ- βαίνειν. προσπίπτειν, παρα- 7τί-7ΓΤίΐι/. καθίστασθαι. BETIMES, εν καιρώ, εν ωρα. καίριος. To rise b., πρω'ι άν- BET ίστασθαι : to come b., ταχέα»? τταραγίγι/εσθαι. BETOKEN, if To signify} δηΧοΰν. δεικνύναι. σημαίνειν. if To foreshoiv] προσημαίνειν. προαγγέλλειν. BETONY, κέστρον. BETRAY, v. (Trans.) if To surrender treaclierously] προδιδό- ναι, καταπρυδιδόναι. if To re- veal treacherously or injuriously] ΰποφαίνειν. μηνύειν. κατηγο- ρεϊν. if To reveal generally] έκ- φέρειν. εκλαλεϊν. εξαγγέλλειν. if To mislead] παράγειν. άπ- ατάν. BETRAYER, προδότης, 6. 6 προδιδούς or προδούς, δόντος. BETROTH, υ. (Trans.) εγ- γνάν. άρμόζειν. ομολογεϊν. νυμ- φεύειν. To b. one's daughter to a person, εγγυάν τινι την θυγα- τέρα : to be b.'d to a man, νυμ- φεύεσθαι άνδρί : to b. oneself to a young woman, νυμφεύεσθαι or εγγυάσθαι παϊδά τίνα. BETROTHED, εγγυυτό?. νυμφίος, 2. BETROTHING, BETROTH- MENT. if Act of] εγγύη, έγ- γύησις. if Celebration of] νυμ- φεϊα, τά. κατεγγυητικά, τά. άνακαΧυπττίρια, τά. BETTER, adj. compar. The most general t. is άμείνων. if in reference to tlie outward senses — pleasanter] ηδίων. καΧΧίων. άμεί- νων. A b. look, κάΧΧιυν είδος : a b. scent, όσμη ήδίων. if In reference to the nature, purpose, or use of an object = more perfect, more suited, more useful, more wholesome] κρε'ιττων, άμείνων, καΧΧίων. δεινότερος, δυνατω- τερος, χρησιμώτερυς, χρηστό- τερος. To be b. than another in athg, διαφέρειν τινός τινι or εις τι. ύπερβάΧΧειν τιυά τινι : he is a b. orator than Lysias, Αυσίου εστί δεινότερος λέγειν: to make athg b., βέλτιον ποιεϊν τι : to become b., βελτίω γίγνεσθαι, Ίέναι επί τό βέλτιον, μετανοεϊν (of moral improvement) : to be getting b., ραΐζε ιν, άναραίζειν, άναρώννυσθαι (pass.), μετριά- ζειν (of the sick) : athg is be- coming b., ε7τΐ τό κάλλιον τρέ- πεται τι. έπιδίδωσί τι επί τό βέλτιον. if In reference to moral quality} βελτίων, άμείνων. if In reference to the state or rela- tions of men] καΧΧίων. He finds himself in b. circumstances, κάλ- λιον πράττει, ράον διάγει : to get into b. circumstances, αύξά. ε,Γ σϋαι (pass.). BETTER, adv. μάλλον, κάλ- λιυν. βέλτιον and βελτιόνως. άμειυον. That pleases b., μάλ- λον αρέσκει τούτο : thgs go b. with him, κάλλιον διάγει : that suits you b., μάλλον πρέπει σοι : it is b. so, οίίτω? άμεινον: to know b., σαφέστερον or ακρι- βέστερου ε'ιδέναι : to do athg b. than another, κάλλιον or βίλ- BET των τι iroiiiv άλλου τινός, νι- κάν τινά τινι or ποιοΰντά τι. BETTER, s. 1 That wch is superior] πλεονεξία, ή. πλεον- έκτημα, τό. προτέρημα, τό. Το have the b. of, κρατεϊν τινός τινί. κρείττω είναί τινός τι: to get the b. of, επικρατεϊν. καθ- υπέρτερον γίγνεσθαι, περιγίγ- νεσθαι. νικάν. προτερε.ύειν or προτερεϊν : aby's b.'s, οι πρω- τεύοντες, υπερέχοντες τίνος. BETTER, v. (Trans.) «Π Το make b., bring to a b. state] άνορ- θοϋν, επανορθοϋν, διορθοΰν (of ihgs). βελτίονα ποιείν or βελ- τιοϋν (of persons). ϋ Reflexive and intr. : to b. oneself or simply to b.] αΰζάνεσθαι (pass.) and επί- δυσιν λαμβάνειν (of means and outward circumstances). BETTER, 6 περιδιδόμενος περί τίνος. BETTERING, s. διόρθωσις, επανόμθωσις (the making better) . BETWEEN, BETWIXT, prep, and adv. μεταξύ c. gen., εν μέσω c. gen., kv c. dot., εις C. ace. Space b., τό μεταξύ, το μέσον : b. ourselves, ώς εν ημϊν είρησθαι. ώς προς σε, BEVEL, s. πλαγιότης, ητος, η. τό πλάγιον. BEVEL, v. (Trans ) f To make oblique or slanting] πλα- γιοΰν, πλαγιά'ζειν. BEVERAGE, s. ποτόν, τό. πόμα, τό. See DRINK. BEVY. See Troop, Band, Flock. BEWAIL, v. (Trans.) όδύ- ρεσθαι, κατοδύρεσθαι, όλοφύ- ρεσθαι, κατολοφύρεσθαι. θρη- νεϊν. BEWARE, v. (Intrans.) φυλάττεσθαί τι (e. g. την κύνα). εύλαβεϊσθαί τι. πρόνοιαν ττοι- εϊσθαί τίνος. To b. of doing atlig, φνλάττεσθαι, followed by μή or ώς μ ή, ivith the subjunct. or optat. εύλαβεϊσθαί ποιεϊν or μη πυιεϊν τι, ίΰλαβεϊσθαι μη or 'όπως μτη with the subjunct. or optat. or fid. indie. BEWILDER, «ft To mislead] πλανάν, άπυπλανΰν. άπατΰν, ίξαπατΰν. παράγειν. U Tocon- fuse] ταράττειν, διαταράττειν. ένοχλεΐν. BEWILDERED, ταρακτός. άκριτος, π ε φν ρ μένος. BEWILDERING, ταρακτι- κόν, ταραχώδης. BEWITCH, v. (Trans.) 1 To affect by witchcraft] γοητεύ- ειν, καταγοητιύειν τινά. μαγ- γανεύειν τινά. έπάδειν τινί. (κατα)φαρμάττειν τινά (P.). Also βασκαίνειν τινά (Α. [?] and Ν. Τ). 1 To get hold of a per- son by means of superior charms] θέλγειν. κηλεϊνα?^ κατακηλεΐν. BEWITCHER, γύης^ ητος, 6. μάγος, φαρμακεύς, εως, ο. επωδός, ο. BEWITCHERY. See Witch- ery (53) BID BEWITCHING,BEWITCH- FUL, επωδικός. μαγικός, κε- λητηριος, κηλητικός. θελκτη- ριος. BEWRAY, δηλοϋν. σημαί- νειν. ΰποφαίνειν. BEYOND. 1ί On the further sideof further off than] επ' εκείνα or επ εκείνα, πέραν c. gen., υπέρ c. gen., εκτός and εζω c. gen. *\[ Out of reach of, apart fm\ εκτός, έζω. ϋ Above, more than, sur- passing] υπέρ. BEYOND, adv. επέκεινα. BIAS, s. ϋ Inclination side- ways] άπόκλισις, η. άπόνευσις, η. εκτροπή, ν• αποκάμεις, ι). ΤΙ Impulse toivards] ορμή, η. προ- τροπή, ή. To have a ο. in favour of, ρέπειν επί τι (/.), εϊς τι (P.). BIAS, v. (Trans.) H To turn sideways] άποκλίνειν. έκτρέπειν. Τί To impel] προτρέπειν. παρ- ορμά v. BIBBER, φιλοπότης, 6. φι- λοπότις, η. φιλοποσία. BIBLE, S. ιερά γράμματα, ui θεϊαι γραφαί. τά θεϊαβιβλία. To study one's b., σπουδάζειν περιτά Ιερά γράμματα. BIBLICAL, έκ των ιερών γραμμάτων, ίντοϊς Ίεροΐςγράμ- μασιν. BIBLIOPOLIST, βιβλιοπώ- λης, βιβλιυκάπηλος. BIBULOUS, σομφός. πλαδα- ρός, κάθυγρος, 2. BICKER, v. (Intrans.) II To quarrel] έρί'ζειν, φιλονεικεϊν τινι. if To quiver] κινεϊσθαι (pass.). BICKERER, έρισττ,ς, ο. φι- λόνεικος, 6. BICKERING, έρις, ιδος, η. φιλονεικία, ή. BICORN, BICORNOUS, δι- κέρως, δικέρων, gen. ωτος. BICORPORAL, δίσωμος, 2. BID, v. (Trans.) «II Tocall,in- vite] καλεϊν, παρακαλεΊν, προσ- καλεϊν. ϋ To order] κελεύειν τινά ποιεϊν τι (the ace. subject being often to be supplied fin the context, c. inf. prces. or aor.). A Iso in pass. To do what one is b., τά κελευόμενα ποιεϊν. See to Order, to Command. To b. aby good morning, προσειπεΐν τίνα χαίρειν. λέγειν τινι χαί- ρειν. προστάττειν,έπιτάττειν. προσαγορεύειν. παραγγέλλειν. ϋ To offer a price] To b. a price, ΰπισχυεϊσθαι διδόναι τ'ι, υπέρ τίνος : I would not b. any thing for it, ούκ ήβουλήθην τι/χ^ι/ ού- δεμίαν λέγειν ώς άποδώσων άντ αΰτοΰ : to b. agst aby, άντωνεϊ- οθαι, τί (D.) : to b. more, ΰπ(ρ- βάλλειν, κατά τιμήν τίνος, επι- τιβέναι ττϊ ώνη. ^| Το ό. defi- ance] See to Defy, καταφρονεϊν τίνος. — dangers, δμόσε χωρεϊν or ιέναι τοϊς κινδΰνοις. BIDDEN. II Invited] κλητός. ΤΙ Commanded] κελευστός. BIDDER, partcp. of Bid. BIL | BIDDING. 1 Invitation] κλησις, πρόσκλησις, παράκλη- σις. ΤΙ Command] πρόσταγμα, έπίταγμα. κέλευσμα, τό. εν- τολή, ή. παράγγελμα, τό. "^ Announcement, declaration^ επ- άγγελμα, κήρυγμα, τό. BIDE, v. See Abide. BIENNIAL, διετή?, δυοϊν ετών. δύο ετη έχων, ούσα, ον. έτος δεύτερον άγων, ούσα, ον. BIER, φέρετρον, τό. κλίνη, η. λέχος, τό. BIFID, BIFIDATE, διχο- τόμο?, 2. BIFURCATE, δικροΖς, δί- κρόα, δικροϋν. δίκρανος, 2. δι- όζος, 2. BIG, adj. if Having size] See Great, Large, αδρός. "H Preg- nant] έγκυος and εγκύμων, κυο- φόρος, εν γαστρί φέρουσα or έχουσα. If Full of] πλήρης τιι /os. ΤΙ Vain, pompous] μεγα- λοπρεπής, μεγαλεϊος. BIGAMIST, δίγαμος, 2. BIGAMY, διγαμία. BIG- BELLIED, γαστροεί- δης. γαστρώδης. A b.-b. vessel, γάστρα, η άγαν θρησκεία. BIGHT, κόλπος, ο. όρμος, ' BIGNESS. See Size, Great- ness. BIGOTRY. 1 Blind, unthink- ing devotion] κενή ευσέβεια. ^[ Obstinacy] τό άπειστον. BIGOT, ισχυρογνώμων, πε- ριττός εις τά θεϊα. θρήσκος. BILATERAL, δίπλευρος, 2. BILE, s. χολή. To stir aby's b., χολην κινεϊν τινι : my b. runs or boils over, άκροχολώ. χολή έττιζίϊ μοι. BILIARY, χολικός, χολο- ποιός, 2. χολώδης. B1LINGUOUS, δίγλωσσος, 2. BILIOUS, χολικός, επ'ιχολος, 2. To be b., μελαγχολάν. BILK, v. (Trans.) άπατάν, έζαπατάν. σφάλλειν. BILL, s. II The beak of a bird] ρύγχος, τό. ράμφος, τό. ^[ Hooked axe or chopping knife] άρπη. if Battle-axe] πέλεκυς, εως, ό. διβολία, η. BILL, s. *\\ Any written paper] γραφή, ξυγγραφή, V- γράμμα, ξύγγραμμα, τό. % A written accusation] γραφή, αντιγραφή, άντωμοσία, ή. H Memorial of debt] συγγραφή, ή• χειρόγρα- φου, τό. if Short written ac- count] γραμματίδιον, χάρτιον, τό. κατάλογος, ό. πίναζ, ακος, ό. il Reckoning] λογισμός. BILL, v. (Intrans.) H Kiss as doves] καταγλωττί"ζειν. φι- λεΐν αλλήλους τω στοματι. κυνεϊν αλλήλους. BILLET. ΤΙ Short note or letter] γραμματίδιον. il Small logofivood] σχίζα, ης, η. σχίδη. σχίδαζ, ακος, η. σχίδιον, τό. BIL BILLET, v. (Trans.) IT As- sign quarters for soldiers] κατα- σκηνοΰν, διασκηνοϋν. καταστα- θμεύειν, ετπσταθμεΰίΐν (also=z to be billeted, Plut.). % A bil- hted sohiier~\ b έπισταθμεύων, καταλύτης, b. BILLOSV, s. κύμα, τό. κλύ- δων, ωνος, ό. See WAVE. BILLOW, v. (Tntrans.) kv- ματονσθαι (pass), κυμαίνειν. BILLOWY, adj. κυματηρός. κυματώδης. BIN, s. κιβώτιου, κίστη. BINARY, αφ', σύνδυο. BIND, v. (Trans.) 1 To fas- ten or tie about athg] δεΐν περί τι. περιδέΐν τι τινι. περιβάλ- Χειν τί τινι. To b. aby's sandals to his feet, ύποδεϊσθαι υποδή- ματα. % To fasten to athg by a band] δεϊν, άναδεΊν προς τι or εκ τίνος, δεσμεύειν, άναδεσμεύ- ειν προς τι. άναρτάν εκ τίνος, έζάπτειν εκ τίνος. % To fetter, to restrain free movement by bonds] δεΊν. δεσμοΰν. δεσμούς έμβάλ- Χειν τιυί. δεσμοϊς περιβάΧΧειν τινά. To b. the hands behind the back, οπίσω τάς χείρας δεΐν. ΤΙ To b. together into one whole] συνδεΐν. σννδεσμεϊν. συνάπτειν. σφίγγειν, συσφίγγειν κατα- Χαμβάνειν δεσμοϊς. To b. with chains, or ropes, σιιράζειν: to b. a chaplet or garland, στέφανον πΧίκειυ or συμπΧεκειν : to b. sheaves, σφίγγειν δράγματα. % Fig. = to restrain freedom of ac- tion] καταΧαμβάυειν τινά τινι. To b. aby by oaths, καταλαμβά- νειν τινά ορκοις : to b. by a law, νόμω κατακΧείειν or ε'ίργειν τινά (c. in fin.) : to b. aby's tongue, γλώττάν τίνος εγκλείειν : to be bound by athg, κατα"ζεύγνυσθαι υπό τίνος, έγκαταζεύγνυσθαί τινι. κατείργεσθαι ύπό τίνος, άναγκάζεσθαι ύπό τίνος (to be unable to do otherwise) : to be bound to do athg, προσήκει μοι or χρή με ποιεΤν τι : to b. one- self to do athg, ύπισχνεϊσθαί τι. ύποδέχεσθαίτι. έπαγγέλλεσθαί τι : to be bound to athg, ύπο- τάττεσβαί τινι. εχεσθαί τίνος : not to let oneself be bound to athg, μηδέν ύπήκοον είναι. *\\ To b. up (as a wound)] επιδεΐν τραΰμα or 'έλκος. Tf To lay under obligation] κ αταλα μ βάνε ιν, κάτεχε ιν τινά. ^[ To constipate] στεγνοϋν. *H To b. out (as ap- prentice)] παραδονναί τινά τινι (διδασκάΧω). U To b. oneself] άναδέχεσθαιΟΓ ύποδέχεσθαί τι, όφείΧειν τι. BIND, v. (Intrans.) IT Το become thick or stiff] παχννεσθαι, στηριζεσθαι (pass.), στεγνοϋ- σθαι, pass, (to become costive). BINDER, s. «ft Who or what binds] Use parfcpp. of Bind. ^| A band or bandage] Vid. Book- b., ό τ« βιβλία σνμπτύσσων. BINDING, s. See Band, Bandage. (54) BTR BIOGRAPHER, ό τόν βίον συγγράΦας. BIOGRAPHY, βίος,ο. ν περί τοϋ βίου συγγραφή. BIPAROUS, δίτοκος, 2. BIPARTITE, διμερής, διχο- τόμος, 2. BIPARTITION, διχοτομία. BIPED, s. δίπου.ς, πουν, gen. δίποδος. BIPEDAL, adj. δίπους and δίποδης. BIPENNATED, δίπτερος, 2. BIRCH. IT The tree] σημύ- δα, as, 17. ίΤ The wood] ξύλα τα άπό της σημύδας. B.-twigs, -rod, -broom, κΧών&ς οί άπό της σημύδας. BIRD, s. όρνις, ιθος, ό and ν, ace. -ιθα and όρνιν, Plur. reg. ; and .poet, όρνεις, όρνέων. όρνεον, τό. πτηνόν, τό. Β., from the flight of which auguries are taken, οιωνός, b : to catch, chase, b.'s, όρνιθεύειν, όρνιθοθηράν : relating to b.'s, όρνίθειος or όρνίθιος. όρνεακός : treating of b.'s, όρνιβο- Χόγος : a b. -fancier, όρνιθομανής, οΰς, ό : to be a b. -fancier, όρνι- θομανε'ιν: to become a b., όρνι- βοΰν, άπορνιθοΰν. BIRD, v. (Trans.) f To catch birds] όονιθεύειν. BIRD-CAGE, ορνίθων, ωνος, b. όρνιθοκομεϊον, τό. See A- VtARY. BIRD-CATCHER, όρνιθοθή- ρας, a, b. όρνιθευτής, οΰ, b. Ίξεύτης, ου, b. BIRD-CATCHING, όρνιθο- θήρα, η. όρνιθεία, v. The art of b., όρνιθευτική : relating to b., όρνιθευτικός. BIRD-FANCIER. See in Bird. BIRD-LIKE, ορνιθοειδής, όρ- νιβώδης. BIRD-LIME, Ίξός, ου, ο. BIRD-LIMED, Ιξώδη*. BIRD'S -NEST, (όρνιθε'ια) καλιά, η. — with the young ones, νεοττιά, η. BIRTH. IT Propr.] γενεά, η. γενεσις, εως, η. γέννησις, εως, η. From aby's b., εκ γενεάς or γενέσεως, εκ γενετής (poet.) : at his b., άμα γιγνόμενος : im- mediately after his b., ευθύς γενό- μενος or γεννηθείς (απέθανε) : be- fore his b., πριν γενέσθαι αυτόν, πριν και γεγονέναι : from the day of his b., εξ ότουπερ εγένετο (aft. neg.). "}[ Race, lineage] γένος, ους, τό. γενεά, η. Illustrious, noble b., ευγένεια, η : by b., τό γένος (ace. of closer specifica- tion) : noble by b., γεννάδας, ου, b : of illustrious b., ευγενής, γεν- ναίος, γεγονώς πατέρων εύδοκι- μούντων (Ι.), ών εξ οικίας με- γάλης (P.) : to be of noble b., καλώς γεγονέναι : of low b., κακώς γεγονέναι. άγεννής. ^] That weh is born, produce, issue] γέννημα, τό γεννώμενον. τόκος, ο. Χόχευμα, τό. γονή, ή. Un- BIT timely b., άμβλωμα, εξάμβλω- μα, τό. IT Parturition] τόκος, ο. τό τίκτειν. Χοχεία, η. *\ Origin] γένεσις. αρχή. MlSCELL. New b., παλιγγενεσία : to have two at a b., διδυμοτοκεΐν : to give b. to, τίκτειν. γεννάν : an unna- tural b., τερατοτοκία, τερατο- γον'ια : to produce an unnatural b., τερατοτοκεΐν. τίκτειν τέ- ρας. BIRTHDAY, γενέθλια, ων, τά. γενέθλιος (ημέρα), η. Β. feast, γενέθλια, ων, τά : to keep a b., γενέθλια άγειν. γενέθλια εστιάν. γενεθλιάζειι/. ^ BIRTHPLACE, πατρίς, ίδος, ή. πατρίς πόλις, ή. BIRTH WORT, ά/κστολοχία, V. BISCUIT, διπυρίτης or δί- πυρος άρτος, ο. BISECT, δίχα διαιρεΊν. δίχα τέμνειν and διχοτομεϊν (also in geom.). ήμισεύειν. BISECTION, διχοτομία. BISEGMENT. See Half. BISHOP, επίσκοπος, b. BISHOP, v. (Trans.) 1 To do the office of a b.] επισκοπείν, επισκοπεύειν (Eccl.). BISHOPRIC, επισκοπή (Eccl). BISON, ουρος, βούβαλος, βό- νασος. ο. BISSEXTILE. See Leap- Year. BISTORT, άρον, τό. BISULCOUS, δίχηλος, 2. BIT, s. 1 Of a bridle] χαλι- νός, b. To champ the b., χαλι- νοί» ένδακεΐν. BIT, v. (Trans.) χαλινούν. BIT. ψ Morsel] φωμός. ψώ- μισμα,τό. ψωμίον, τό. ^\ Small piece~\ μικρόν τι. ολίγον τι. βραχύ τι. Not even a b., ούδε μικρόν, ούδ' όΧιγοστόν : aby who has the least b. of sense, ό και μικρόν νουν έχων : to wait a b., μικρόν επισχείν. BITCH, κύων, κννός, η. σκύ- λαξ, ακος, η. Β. -wolf, λύκαινα, V. BITE, υ. (Trans.) δάκνειν : as snakes and insects, πλήτ- τειν, πατάσσειν : as snow and cold, καίειν : as smoke, επιδά- κνειν, e. g. the smoke b.'s the eyes, ό καπνός επιδάκνει τάς όψεις : to b. into athg, δάκνειν τι : to b. the lips, όδάξ εχειν τά χείλη : to be able to b. athg, οΊόν τε είναι βρύκειν τι : to b. off, ά7τοτρώγειι/, άποδάκνειν : to b. at, επιδάκνειν. BITE, s. δηγμός, b. δήζις, η. TT Injury caused by biting] δήγμα, τό. U Painful impression] όδα- γμός. κνήσις. δριμύτης, ητος, η. BITING, adj. δηκτικός, πι- κρός, καθαπτικός (fig. of words). Β. to the taste, οξύς. δριμύς, εΐα, ύ (the last also of smoke and cold). ^[ Having power or pi-opensity to bite] δηκτήριος, 2. καρχαρόδους (neut. ov, gen. οντος). BIT BITTER, πικρός and στρυ- φνό? {prop, and fig. πικ.ο/α pungent, στρ. of an astringent bitterness), τραχύ? {only fig.). To be b., πικρόν είναι {γεόσασθαι). ττικρίζειι/ : b. hatred, εχθιστον or δεινόν μίσος: to assail aby with b. reproaches, δεινώς επι- πλτιττειν τινί : very b., εκπι- κρος {Α.) : to make very b., εκ- πικροΰν {Hipp.) : to grow very b., έκπικροΰσθαι {Hipp. A.) : to be b., πικραίνεσθαι {with ref. to the bitterness of anger). BITTERISH, u-rroVi/cpos. BITTERLY, πικρά*, τρα- χέως. βαρέως. To laugh b., δια- μυλλαίνειν {Aristoph.) : to weep b., κλαίειν μετ άλγηδόνος. κΧαίειυ και άγανακτείν : to la- ment b., δεινώς {μεγάλως) όδύ- BITTER-GOURD, κολοκυν- θίς, ίδος, h. Β Ι Τ TERN, ερωδιός αστερίας, ό. όκνος, ό. BITTERNESS, ττικρότης, στρυφνότης, both ητος, ?';. Syn. in Bitter, το πικρόν {prop, and metaph.). πικρία {embitter- ing, harsh treatment). BITTERSWEET, γλυκόπι- κρος, 2. BITTERWORT, γιντιανη. BITUMEN, άσφαλτος, f,. BITUMINATE, άσφαΧτοόν. BITUMINOUS, άσφαλτώ- δης. BIVALVE, δίπτυχος, 2. BIVIOUS, δίπορος, 2. BIVOUAC, άγραυλία, ή. To b., αϋλίζεσθαι, άγραυλεΐν. BLAB, v. (Trans, and In- trans.) If To prate foolishly] λαλαγεΐν. σπερμολογεϊν. φΧυ- αρεϊν. άδολεσχεϊν. φλεδονεύ- εσθαι. if To tell or reveal indis- creetly or treacherously] ίκλαλεΤν. έξαγορεύειν. έξαγγέΧΧειν. εκ- φέρειν. BLAB, s. 7\ Silly prate] λα- λαγη. φλυαρία. % A prater] σπερμολόγος. πολυΧόγος. πο- λύλαλος. άδολέσχης, ου, ο. BLACK. 1ί In colour] μέλας, αινα, αν. To be b., μίλαν είναι, μελανεΐν. μεΧανόχρουν είναι : to make b., μελαίνειν, μεΧανοΰν: clothed in b., μελανείμων, 2. μελανόστολος, 2. μελανηφόρος and μεΧανοφόρος,2: tobeclothed in b., μελαυειμονΐΐν. μελανηφο- ρεΐν and μελανοφορεϊν : of b. complexion or hue, μελανόχρους, ου, ό, η, and μελανόχρως, ωτυς, ό, η : b. spot, μεΧανία, ας, -η : to have athg in b. and white, έγ- γραφοι/ εχειι/ τι. if Gloomy, or sullen in look] σκυθρωπός and στυγνός. To look b., σκυθρω- πάζειν. H Β. {fig.)] See Hor- rible, Direful, Unutter- able. BLACKAMOOR, ΑΙΘίοψ, οπός, ό. μέλας άνθρωπος. BLACKBTRD,/a;«// 1 xos,/coV συφος and κόττυφ<•ς > ό. (£5) BLA BLACK-BREAD, μάζα, t'j. BLACKEN, μελαίνειν, μελα- νοϋν. if {Fig)! διαβάλλειν. BLACKENING, μέλανσις, ή. μελασμός, ό. BLACK- EYED, μελανόμμα- τος, μελανόφθαλμος, 2. γλαυ- κωπός, 6, η. γλαυκώπις, ιδος, h. BLACK-FOOTED, μέΧανας τους πόδας έχων, ούσα, ον. BLACK-FOREST, 'ύλη μέ- λαινα, ν. ^ BLACKGUARD, πανούργος, 6. άπατεών, ώνος, 6. κακούρ- γος, 6. BLACK-HAIRED, μελανό- θριξ, -τριχος, 6, η. BLACK-HEADED, μεΧανο- κόμης, ου, 6. μελανοκόμος, 6. μελανοχαίτης, ου, 6. BLACK-JACK, άσκος, ό. BLACKING, το μίλαν. με- λασμα, τό. Shoe-b., μελαντη- ρία, η. χαλκάνθη, ν. BLACKISH, υπομέλας, αινα, αν. μελανίζων, ούσα, ον. Το look b., μελανίζειν. BLACKNESS, μελάνια, ή. τό μέλαν. BLACK -PUDDING, αϊμα- τϊτις χορδή, V• άΧΧας, αντος, °' BLACKSMITH, σιδηρουρ- γός, ό. BLACKTAIL, κεστρευς όξύρρυγγος, 6. μελάνουρος, ο. BLACKTHORN, ράμνος, η. BLADDER. if The urinary] κύστις. εως, η. if Vesicle on the skin] φΧύκταινα, η. % Bubble] πέμφιξ, ιγος. πομφόλυξ, υγος, ?';. if Blister] φανσιγξ, ιγγος, η. 'έγκαυμα, ατός, τό. BLADDERED, φυσητός. BLADE. if Long, narrow leaf {as of grass)] πέταλον, τό. if Thin plate of metal] πέταΧον. έλασμα, τό. if Cutting part of a weapon] ζίφος, εος, τό. if Flat expanded surface] πλάτη {espy blade of an oar). Shoulder-b., ωμοπλάτη : breast -b., όστοΰν ξιφοειδές, τό. BLADED, πεταλωτός. BLAIN, εμπύημα, απόστημα, τό. φλεγμονή εμπυος. BLAME, $. μέμψις. μομφή {tlie last more poetical), ψόγος, επιτίμησις. κατηγορία, κατ- ηγόρημα. To incur b., τυγχά- νειν ψόγου or έπιτιμησεως : to be exposed to b., ψόγον or μέμψιν έχειν: to be subject to severe b., επιπλήξεις εχειν : to deserve b., μέμψεως άξιος είναι : that is deserving of b. from them, τοίτο αΰτυΊς άξιον μέμφεσβαι. if Fault] κακόν, τό. κακία, η. βλά- βη, η. Without b., άμε μπτος, 2. καθαρός, καλός, χρηστός. BLAME, v. (Trans.) μίμ- φεοθαί τινι or τίνα. ψέγειν τινά. επιτιμάν τινι. καθάπτε- σθαί τίνος, έλέγχειν τινά. κακί- Ιειν τινά. To b. harshly, se- verely, σφόδρα or Ισχυρώς μέμ- BLA φεσθαι. καταμέμφεσθαί τίνα. £7ri7r\jjTT£ti> τινι : to b. athg in a person, φέγειν τινά ε'ίς τι. λοιδορεΐσθαί τινί τι. μέμφεσθαί τινί τι. κατηγορεΐν τινός τι : to b. a person for athg, μέμφεσθαί τίνα ε'ίς τι. φέγειν τινά επί τινι. επιτιμάν τινι περί τίνος : to b. aby for his faults, όπερ ών νμάρτηκέ τις έλέγχειν αυτόν : to be b.'d, φέγεσθαι. ελέγχεσθαι. κακϊζεσθαί. μέμψιν or φόγον εχειν : 'tis easier to b. than to mend, μωμησεταί τις μάλλον η μιμήσεται. ^[ To dishonour, shame] καταισχόνειν. BLAMEABLE, μεμπτός, επ'ιμεμπτος, 2. επίφογος, 2. έπονείδιστος, 2. αιτίας άξιος. To be b., άξιον εΊναι μέμφεσθαί' μέμψιν εχειν. BLAME ABLY, έπονειδί- στως. μεμπτώς. αιτίας άξίως. BLAMEABLENESS,ai/\o- της, ητος, ή. πλημμέλεια, ν. τό πλημμελές, ους. BLAMELESS, άμεμπτος, 2. άνεπίληπτος, 2. άκακος, 2. BLAMELESSNESS, άμεμ- φία, η. τό άμεμπτον. BLAMER, έπιτιμητιϊς, ό. ψεκτι'ις, ό. Also partepp. of verbs under Blame. BLAMEWORTHY, -INESS, See Blameable, Blameable- NESS. BLANCH, v. (Trans.) f To whiten] λίυκοΰν,Χΐυκαίνειν,άπο- λευκαίνειν. % To cleanse] ρύ- πτειν. If To b. by sun and air] ήλιουν. ^T To peel, skin] άπο- λεπίζειν, εκλεπίζειν. "f[ Toslight, pass by, overlook] Vin. Ti To evade, shift] Vid. ^f To cover metals icith tin] κασσιτεροΰν. γανονν. BLAND. If Soft, mild] πέ- πων. μαλακός. *H Kind, cour- teous] πράος or πραύς, εΊα, υ. r /μερος. αίμύλος. BLANDILOQUENCE, κολα- κεία, θωπεία, ν• BLANDISH, άσπά&σθαι. ύποκορί'ζεσθαι. κολακεύειν. θω- πεύειν. άρεσκεύεσθαί τίνα. BLANDISHER. See Flat- terer. BLANDISHMENT, BLAN- DISHING, άσπασμα, τό. α- σπασμός, ό. φιλοφροσύνη, η. ύποκόρισμα, τό. υποκορισμός, 6. θώπευμα, το. BLANK, adj. f White] Vid. if Empty, void] κενός, διάκινος. έρημος, 2. γυμνός. If Pale, co- lourless] άχρους, 2. ωχρός. BLANK, s. 1 What is empty or valueless] τό κενόν. BLANK, v. (Trans.) If To ef- face, destroy] έξαλείφειν. άφαν'ι- ξειι>. έξαφαιή'ζειν. BLANKET, χλαίνα, σισύρα, ' BLANKLY, κενά*. BLASPHEME, v. (Trans. and INTRANS.) βΧασφημειν sis τίνα, κατά τίνος. BLA BLI BLI BLASPHEMOUS, βλάσφη- μος, 2. t BLASPHEMY, βλασφημία, V- . BLAST. «|J Violent wind, or gust of wind] καταιγισμό?, 6. πνεύματος καταφορά, η. άνε- μος βιαίτερον πνέων or πνεύσας. «if Sound of a trumpet or otlier wind-instrument] ( σάλπιγγος ) φθέγμα. «if Pestilential air] λοι- μικόν πνίγος, μίασμα. % De- structive infliction] φθορά. λύμη. «if Fire-flash] πρησμα, τό. BLAST, v. (Trans.) άπο- ζηραίνειν(Ταβορ?ι.). καταύειν{ίο dry up by fire, Alan.), έπικαίειν (to parch up ; either of heat or excessive cold, ψύχη, Theoph.). λυμαίνεσθαι (g. t. of injuring crops). B.-d by the wind, άνεμό- ψθορος (LXX). «ff To destroy hopes, <$£C.] έκκρούειν τινά της ελπίδος. To see one's hopes b.-d, σφάλλεσθαι, ψεύδεσθαι της ελ- πίδος (or ων έλπισαν). "R Blow up rocks, &±c] (prps) άναρρήξαι (ύπό πυρός). BLASTER. See Spoiler, Destroyer. BLAZE, s. iT Flame] Vid. «if Rumour, fame] VlD. BLAZE, «.(Intrans.) φλέ- γεσθαι, εκφλέγεσθαι. λάμπειν. BLAZE, v. (Trans.) f To publish abj-oad] See Divulge. BLAZING, αιθόμενος. BLAZON, v. (Trans.) {prps) παράσημα Χ,ωγραφεΐν. BLAZON, έπίσημον, τό. παράσημον, τό (device on a shield, &c.) BLEACH, v. (Trans.) if To make white] λευκαίνειν. ρύπτειν. ηλιοΰσθαι. BLEACH, *>. (Tntrans) «jf To become white] Passives of tlie above. BLEACHING, τό λευκαίνειν. τό ρύπτειν. τό πλύνειν. BLEACHING-GROUND, πλυντηριον. BLEAK. if A small while fish] λευκίσκος. BLEAK. «IT Cold, Sec Λ Vid. - BLEAKNESS. % Cold] Vid. If Coldness of air] αιθρία. BLEAR, v. (Trans, and In- trans.) «if Dim] Vid. BLEAREDNESS, λύμη. BLEAR-EYED, γλαμυρός. γλαμώδης. γλάμων, 2. BLEAR-EYES, οφθαλμοί γλαμυροί or γλαμώδεις. To have b., λημάν. γλαμάν. BLEAT, v. (Intrans.) βλη- χάσθαι. βοΰν. BLEAT, BLE ATING, s. βλη- χν, η. βληχηθμός, 6. βληχημα, τό. BLEB. See Blister. BLEED, v. (Intrans.) αίμα χεΐν or εκχεΐν or στάζειν. α'ιμορ- μοεΐν. The wounds still b., τα τραύματα ετι νεαρά παραμένει : my heart b.'s, δάκνομαι (pass.) την ψυχ>Ίν. «Jf Metaph. = die\ (56) σφάττεσθαι (pass.), προΐεσθαι τηνψυχνν. άπολλύναι τό σώμα. BLEED, v. (Trans.) «fl To let or draw out blood] άφαιμάτ- τειν. διατεμεϊν or σχάσαι φλέ- βα, φλεβοτομεΐν. BLEEDING. If Passively, flowing of blood] α'ιμόρροια, η. Β. at the nose, α'ίματος άπό- σταζις, ή. η εκ τών ρινών άπό- σταξις. «If Actively, letting blood] φλεβοτομία, η. BLEMISH, s. «if Stain, im- purity] κηλίς, ϊδος, η. σπίλος, 6. «If Defect, detriment] σάθρον, τό. κακόν, τό. «If Disgrace, disfigure- ment] όνειδος, τό. αίσχος, τό, and αισχύνη, η. To hide a b., όνειδος συγκρύπτειν : without b., αμίαντος, 2. καθαρός, αμεμ- πτος, 2. ακέραιος. BLEMISH, v. (Trans.) κη- λιδοϋν. σπιλοΰν. ρυπαίνειν. μο- λύνειν. κακ'ιζειν. BLENCH, v. (Intrans.) See Flinch. BLEND, v. (Trans, and In- trans.) See Mix. BLESS, υ. (Trans.) εΰχεσθαί τινι πάντα τά αγαθά (to eocpress wishes for aby'sgood). εύδαίμονα ποιεϊν τίνα. καλην την τύχην διδόναι τινί (to cause aby^sgood). To b. athg (prosper it), τρέπειν τι εις τό καλόν : God b. your efforts ! καλώς πράζειας συν θεώ. εύπραγίας τύχοις παρά θεοΰ : to b. a person with athg (grant it abundantly), αφθονον παρέχειν τινί τι : to be blest, καλή τη τύχη χρησθαι : to be blest with athg, άφθονον εχειν τι : b. me ! (interj. of astonish- ment), ω Ζεϋ και θεοί] BLESSED, BUE&T.HHappy, divinely favoured] όλβιος, 2. εΰ- δαίμων,'2. μακάριος, πανόλβιος, 2. Β. state, όλβος, 6. ευδαιμο- νία : b. year, ευετηρια, η : b. day, ευημερία, n. «ff Solemnly and thankfully praised] εύλογη- τός (Ν. Τ.). See Holy. BLESSEDLY, όλβίως. εύδαι- μόνως. ^ BLESSEDNESS, S. μακάρια, η. μακαριότης, ητος, η. ευδαι- μονία, η. BLESSER, ό ποιών τίνα εύ- δαίμονα. BLESSING. If Wish or prayer for good] ευφημία, ή. επευχη,η. ευλογία, ι). % Prosperity, happy issue] God's b., θεία μοίρα, η. τό τών θεών ευμενές : through or with God's b., συν θεώ, συν θεοϊς : it brings a b., συμφέρον εστί τι. ώφελεϊ τι : it brings no b., άκερδές εστί τι. «If (In pi. =) prosperity, well-being] VlD. BLIGHT, s. «ff On plants] μίλτος, έρυσίβη. η. «if Pestilen- tial influence in general ] See Blast. BLIGHT, v. (Trans.) See Wither. To be blighted (as plants), ερυσιβαν, ερυσιβοΰσθαι. BLIND, adj. «if Deprived rf sight] τυφλός (prop, and fig.), πηρός, with or without the addi- tionofToh? οφθαλμούς, διεφθαρ- μένος τους οφθαλμούς. To be b., τυφλόν είναι, τυφλοΰσθαί. τυφλώττειν : to be b. to athg, τυφλόν είναι τίνος, τυφλοΰσθαί περί τι. μη προοραν τι : then Ι suppose I am b. ? άλλ' η ου καθ- ορώ ; though you have eyes, you are b., ορών ουκ όρας. ορών ού γιγνώσκεις : born b., τυφλός γεγονώς or εκ γενέσεως, τυφλο- γενής : to be born b. (specially of bears and other animals), τυφλυ- πλαστοΰσθαι : a b. man may see it, δηλον και τυφλό) : b. hope, απερίσκεπτος έλπίς : b. trust, άλογον θάρρος : b. fear, κενός φόβος. *ff Dark, undistinguish- able] Vid. BLIND, v. (Trans.) «ff To make blind, deprive of sight] τυφλοΰν. εκτυφλοϋν. άποτυ- φλοΰν. «if To hinder temporarily the use of the eyes] άμαυροΰν τάς όψεις τινί. διαφθείρειν τους οφθαλμούς τινι. «if Fig. : to deprive of mental insight and right judgement] γοητεύειν. δια- φθείρειν. έζαπατάν. παράγειν. *}f To shade, conceal] έπισκοτεϊν. άποκρύπτειν. BLIND, s. «if A curtain, screen] σκέπη, ή. σκέπασμα, τό. πέ- τασμα, τό. παράβλημα, τό. «if Pretence] πρόφασις, ή. πρόσχη- μα, τό. BLINDFOLD, adj. κεκαλυμ- μένος την όψιν. BLINDFOLD, υ. (Trans.) περικαΧύπτειν την όψιν. BLINDLY, μύων, καταμύων (adj.). άπερισκέπτως. προπε- τώς. άφρονως. άνοητως. BLINDMAN'S-BUFF, χαλ- κη μυΐα, η (Hesych.). η ψηλα- φίνδα or μυΐνδα παιδιά. Το play b., ψ^λαφίνδα or μυΐνδα παί- ζειν. BLINDNESS, τυφλότης, ητος, η. πηρωμα τών οφθαλ- μών, τό. To smite with b., τυ- φλότητα ίμβάλλειν τινί (both prop, and fig.) : smitten with b., θεοβλαβής (only fig.). BLINK, v. (Intrans.) σκαρ- δαμύττειν. βλεφαρ'ι'ζειν. δενδίλ- λειν (to move the eyelids rapidly), μύειν, έπιμύειν (to shut the eye- lids). Without blinking, άσκαρ- δαμυκτεί or άσκαρδαμυκτί. BLINK, s. If Hasty glance, glimpse] βλέμμα, όψεως βολή, ή. BLINKING, S. σκαρδαμυ- γμός, ό. Adj. σκαρδαμυκτικός. BLINK-EYED. See Blink. BLISS. See Blessedness. BLISSFUL. See Blessed. BLISSFULNESS. See Bless- edness. BLISSLESS. See Unblest. BLISTER, s. φλύκταινα (raised on the ski?i). φαύσιγξ, ιγγος, η, and 'έγκαυμα, τό (by burning). BLI BLO BLU BLISTER, v. (Intrans.) if To sicell as a blister] φλυκται- νοΰσθαι. BLISTERS. If Excoriating plasters] εκοόρια (sc. φάρμακα), τ ά. BLITHE. BLITHEFUL, BLITHESOME. See Cheer- ful. BLITHELY. See Cheer- filly. BLITHENESS, BLITHE- SOMENESS. See Cheerful- ness. BLOAT, v. (Trans.) See to Swell, to Puff up. BLOAT, v. (Intrans.) if To be puffed up] ο'ιδεϊν, or passives if the above verbs. BLOATED, έμπεπρησμένος (-πρήθω• of a sow, Aristoph.). οίδων. εζωδηκώς. BLOATEDNESS, διόγκωσα (trans.), όγκβς, 6. φύσημα, το (intrans.}. BLOB, BLOBBER. See Bladder. BLOCK, s. if Ofivood, stone, 4"'-"•] στέλεχος, τό. κομμός, δ. ζύλυν, τό (of icood only), έπί- ξηνον (chopping-block) . άκμόθε- τυυ, τό (anvil -block). if Case for a pulley (as in ships)] τροχα- λία, η. if Obstacle, stoppage] Υιό. % Mould] τύπος, 6. BLOCK, υ. (Trans.) if To hinder] έπέχειν, κατέχειν, κω- λύειν. BLOCK UP, φράσσειν. εμ- .φράσσειν (Τ.), άποφραγνύναι (Τ.), or άποφράσσειν (P., e.g. T)τία5, ΟΙ», 0. (See Brave. «ft Foncard, impu- dent] θρασύς. Ιταμός, αναιδής. To make (be) b., θαρρεϊν. "ft Prominent (as in a picture)] εξ- έχων, ούσα, ov. "If -Stee/) (as α roc&)] απότομο?, 2. άπορρώξ, ώγος, ό, »j. BOLD-FACE, BOLD- FACED. See Impudence, Im- pudent. BOLDLY, τολμηρώς. θαρρα- λέων, άδεώς. θαρρούντως. BOLDNESS, τόλμα or τόλ- μη, η. εύτολμία, ή. θρασύτηι, ητος, η. θάρσος, θράσος, τό (the latter in P., but more definitely afierwards, in a bad sense). See Courage. BOLE. «ft Stem of a tree] Vid. EOLL, s. λοβός, 6. λόβιον. κεράτιον. BOLL, v. (Intrans.) ελλο- βίζεσθίΐι. ελλοβον "γίγνεσθαι. (In LXX σπερματϊζειν.) BOLSTER, s. «ft For a bed] πρυσκεφάλαιον (L.). τύλη, η, more Att. τυλεΐον, was rather the matt)-ess. «ft Compress for surgery] άγκτηρ, ηοος, ο. σπληνιον, τό. BOLSTER (with up), v. (In- trans.) To b. up, see to Prop up. BOLSTERED, «ft Swollen] κολπώδης. ογκώδης. "ft Sup- ported] Vid. BOLT. ^ An arroio] βέλος, τό. οιστός, 6. *H Door-bar] εμ- βολεύς, έως, δ. εμβολον, τό. Syn. tinder Bar. "ft A pin or peg] γόμφος, δ. πάσσαλος or πάτταλος (of wood). "ft Thun- der-b] κεραυνός, δ. βελεμνίτης, ου, δ (tlie b. -stone). *fr A sieve or strainer] See Sieve. BOLT, v. (Trans.) «ft To fasten wi'h a b. (as a door)] See Bar, v. "ft With pins or pegs] γομφοΰν. "ft To thrust or throw out] έξωθεΤν. έκβάλλειν. «ft To sift] Vid. BOLT, v. (Trans.) «ft To staH forth suddenly] εκπίπτειν. εζορμαν and εζορμασθαι. εκ- φέοεσθαι ( pass.). BOLTER. 1 Miller's sieve or strainer] διυλιστήρ, ηρος, δ. i /θμός or ηθμός, δ. σάκκος, δ. BOLTING = barring] μοχλού επιβολή, ή. άπό<[>ραζις, η. BOLUS, «ft Large pill] See Pill. BOMB, s. "ft Sudden loud sound] φόφος, ό. «ft Stroke of a (59) BOO bell] φθόγγος, δ. πάταγος, δ. πατάγηαα, τό. BOMB, v. (Intrans.) ψο- φεΐυ. BOMBARD. To b. a town, μηχανάς προσάγειν Trj πόλει. μηχαναΐς καθαίρειν τά τείχη. BOMBARDMENT^jjxa/viJy "προσαγωγή or επαγωγή. BOMBAST, όγκος, δ^ κόμ- πος, δ (either ivith των λόγων), τό διθυραμβώδες της λέζεως. ή των λόγων μεγαλοπρέπεια, σεμνολογία, η. BOMBASTIC, διθυραμβώδης. κομπώδης. οιδών υπό κομπασμό- των (Aristoph.). BONA FIDE, απλώς, αλη- θώς. BONASUS, βόνασος, δ. BOND, s. «ft Band] Vid. «ft Cliain for confinement] αλυσις, η. δεσμός (pi. δεσμά). In b.'s (pi. = imprisonment), τό δεδέ- σθαι. δεσμοί, οι. φυλακή, «ft Connexion, zinion] σύναφις, συνα- φή, συνάφεια, η. συνέχεια, η. σύνδεσμος, δ. B.'s of duty, τά δέοντα, «ft Written obligation] συγγραφή, η (g.t.). συμβόλαιον (nilypl. acknowledgement of money lent): BOND, adj. «ft Opp. free] δούλος (e. g. άνδράποδα και δοΖλα και ελεύθερα, Τ), «ft Bound under obligation] ενεχό- μενος, 'ένοχος, 2. BONDAGE, δουλεία, η. ^ Το be in b., δουλεύειν. υποχείριου είναι : to bring into b., δουλοΰν, καταδουλοϋν (and mid.) : to suf- fer b., δουλείαν ΰπομένειν. BONDMAN, -WOMAN, -SLAVE, δούλος, δ. δούλη, η. Also αγώγιμος (D. 624, 12 = delivered into bandage). Bonds- men (= enslaved subjects), είλω- τες, ol : to be bondsmen to aby, εϊλωτεύειν τινί. BONDSERVICE. See Bond- age. ^ BONDSMAN, «ft A surety] εγγυητής, οΰ, δ. BONE, όστοΰν, οΰ, τό (dim. όστάριον). Small b. (in the el- bow, &c.), περόνη : to break a b., όστοΰν ρηγνύναι. «ft Spine of fish and serpents] άκανθα, η. «ft Bones = dice] Vid. BONE, v. (Trans.) «ft To taL• old the bones] ίζοστεΐζειν. BONELESS, oi/oVr £ os(i7(?s.), 2. όνάκανθος, 2 (of reptiles). BONNET. See Cap, Hat. BONNY, χαρίεις, εσσα, εν. εύχαρις, ιτος, δ, η. ηδύς, εΊα, ύ. καλός. BONUS, δώρον, τό. BONY, «ft Made of bone] όστινος and όστέ'ίνος. «ft Re- sembling bone] όστοειδης and όστώδης, ώσπερ όστοΰν or οστά. όστοΰ or οστών δίκην. BOOBY, σκαίός. βερέσχεθος (Aristoph.). BOOK, s. 1 In wch to read or write] βίβλος, ή. βιβλίον, τό. BOO Dim. βιβλάριον,βιβλαρίδιον,τό. «ft With reference to the written contents] συγγραφή, η. γράμμα, τό. To write a b., συγγράφειν, or συντιθέναι βιβλίον. "ft Part of a work] λόγος, δ. «ft For ac- counts] γραμματεϊον, τό. απο- λογισμός, δ. To keep b.'s of ac- counts, άπολογίζεσθαι. "ft With- out b.] See by Heart, "ft To bring to p.] See to call to Ac- count. BOOK, v. άπογράφειν. BOOK-KEEPER, _ γραμμα- τεύς, άντιγραφεύς, δ. δ επι- καθημενος (επϊ της τραπέζης). BOOKBINDER, ό τά βιβλία συμπτύσσων. In mod. Gr. βι- βλιοδέτης, ου, δ. BOOKCASE, βιβλιοφυλά- κιον, τό. BOOKISH, βιβλιακός, 3. φι- λόβιβλος, δ. BOOKISHNESS. See Book- learning. BOOK-LEARNED, γραμμά- των έμπειρος, δ. BOOK-LEARNING, γραμ- μάτων εμπειρία, ν• BOOKLESS, άβίβλης, ου, ο. αγράμματος, 2. BOOKMAKER, BOOK- MAKING. See Author, Au- thorship. BOOK- ROOM, βιβλιοθήκη, η. See Library. BOOKSELLER, βιβλιοπώ- λης, βιβλιοκάπηλος, δ. BOOK- STORE, βφλιοπω- λεϊον (for sale), τά υποκείμενα βιβλία (repository), βιβλιοθήκη, ή. βιβλίων θησαυρός, δ (library). BOOK -TRADE, βιβλιοπω- λία, η (without authority). BOOKWORM, σίλφη, ή. σης, gen. σεός, δ (prop, and fig.). BOOM, s. See Spar and Beam. BOOM, v. "ft To swell (as waves)] κυματοΰσθαι. "ft To sound] βρέμειν. BOON, s. «ft Gift] Vid. BOON, adj. «ft Μβν)Ί/]ιλαρός. εύθυμος, 2. A b. companion, συμπότη?, ό. "ft Bounteous] VlD. BOOR, "ft Farmer] γεωργός, δ. "ft Countryman] δ κατ άγρόν. "ft Rustic] αγροικος, δ. BOORISH, αγροικος, 2. άγροικικός. To beb., άγροικεύ- εσθαι. ^ BOORISHNESS, αγροικία, 'BOOT, v. & καταψρονητης, ου, ο. t BRAVE, v. J To defy aby] άνθίστασθαι προς τίνα. ^f To hold out stubbornly] θρασύνεσθαι. αυθαδιάζεσθαί. BRAVELY, ανδρείως, θαρ- ραλέως. γενναίως, καλώς, μεγα- λοπρεπώς. BRAVERY. % Courage] Vid. ανδρεία or άνόρία, η. άρε'τ»;, ή. H Worth, excellence] χρηστότης, ή. καλοκαγαθία, η. % Finery, splendour] κόσμος, ό. κομφότης, μεγαλοπρέπεια, ή. BRAVO, φονεύς, δ. μιαιφό- νος, δ. BRAVO ! adv. καλώς (είπες, εποίησας, κτλ.). BRAWL, v. (Intrans.) έρί- "ζειν. φιλονεικεΐν. BRAWL, s. H Quarrel] ερις, ιδος, ή. διαφορά, η. λοιδορία, ή. ΤΙ Round dance] εγκύκλιος χα- ράς, δ. BRAWLER, φιλόνεικος, ό. εριστής, οΰ, δ. BRAWLING, s. νεΐκος, τό. φιλονεικία, η. ερις, ιδος, ή. BRAWLING, adj. φιλόνει- κος, 2. εριστικό?. BRAWLINGLY, ερωτικώς. BRAWN. 1 Boar] Vid. % Muscular flesh] See Muscle. BRAWNINESS, ρώμη, {,. εύτονία, ή. BRAWNY, f Muscular] μυώδης, 2. *H Strong] εΰτονος. 2. BRAY, υ. (Trans.) %To pound to pieces] κατατρ'ιβειν, συντρίβειν. θραύειν, καταθραύ- ειν. To b. a fool in a mortar, λίθοι» εφειν (prov.). BRAY. TI Generally to utter a loud Jiarsh sound] κτυπεΐν. % As an ass] όγκάσθαι. 9 BRAY. 1 Voice of the ass] όγκημα, τό. όγκηθμός, δ. ^ A mound] χώμα, τό. γήλοφος, δ. BRAYER. ^ f Shrieker] κε- κράκτης, ου, δ. βοητής, οΰ. δ. ^[ Mortar for pounding] See Mortar. *JI One who grinds] τρίπτης^ ου, δ. BRAZE, v. (Trans.) % To solder metals] στεγνοΰν. συγκρο- τεΐν. κολλαν. κρατύνειν χαλκω (fasten with b)'ass). BRAZEN. See Brasen. Tf Fig. : shameless] Vid. BRAZENNESS. SeeSHAME- LESSNESS. BRAZIER. See Brasier. BREACH. «ίΤ Act of break- ing] ρηξις, ή. % State of being broken] ρήγμα, τό. ρηγή, ή. IT Gap made in a wall or fortifi- cation] τείχους ερε'ιπιον, τό. πτώμα, τό. To make a b., see Breach, v. To enter by the b., παρεισιέναι δια του πτώματος. ΤΙ Separation, discord] διαφορά, ή. There is a b. between friends φίλοι προσκρούυυσιν or διαφέ- ρονται άλλήλοιν. ^f Dissolution of treaty, allegiance] κατάλΰσις, η. Violation, infraction] παρά- βασις, ή. σύγχυσις, e. g. σπον- δών (Τ), νόμων (Ι.). Β. of a law, παρανομία, ή : b. of a treaty, άσυνθεσία, ή. BREACH, v. η\ To batter through a wall, Qc] μηχαναϊς κατερείπειν του τείχους τι. μηχαναΐς διαιρεϊν τα τείχη. Bread, άρτο?, ό (of wheat). μάζα, ή (of barley). To bake b., άρτο7τοιεΐν. ^ί Food in general\ σίτος, ό. άλφιτα, τ ά. % Sus- tenance at large] βίος, ό. τροφή, ι]. Daily b., ή καθ' ήμέραν τροφή, τα καθ' ήμέραν επιτή- δεια: to earn one's daily b., τά καθ' ήμέραν πορίζεσθαι. The chief compounds are — ^ BREAD-BAKER, αρτοποιός, 6. BREAD-BASKET, άρτοφο- pov, TO. BRE BREAD-BOXorB.-CHEST, άρτυθηκη, ή. BREAD-CHIPPER (= but- ler), άρτοκόπον, 6. BREAD- CORN, σίτο*, 6. κριθαί, αϊ. ^ BREAD-CRUMB, τό τοΰ άρτου ΰγρόν. Β. -crumbs, χί/ΐχες. άρτου χόνδροι. ^ BREAD -KNIFE, μάχαιρα, ' BREAD-LEARNING, μελέ- ται αϊ επι τω κέρδει ποιούμεναι. BREAD-MEAL, άλευρα, άλ- φιτα, τά. BREAD-SHOP, άρτοπω- Χεϊον, \.\ίωμοπωλεϊον, τό. BREADLESS, ουκ έχων βίον. πάντων των επιτηδείων or των προ? τον βίον ενδεής. State of being b., βίου σπάνις, η. σίτου ένδεια, η. BREADTH, εύρος, τό {extent in width), πλάτος, τό, and πλα- τυτι /s, tj-ros, j) {extent in width with flatness of form). In b., to εύρος, τό πλάτος. BREADTHLESS. See Nar- row. BREAK, v. (Trans.) ^ To part by violence'] ρηγνύναι. άγνύ- ναι. θραΰειν. κλαν, επικλάν, κατακλαν, διακλαν. To b. one's chains, διαρρηγνύναι τά δεσμά. H To burst or open by force] ρηγνύναι, διαρρηγνύναι. ^[ To pierce through (as, the sun b.'s through the clouds)] ό 'ήλιος εκ- λάμπει διά των νεφελών. ^[ Το destroy, annul] λύειν, καταλύειν. διαιρείν. ^1 To reduce the strength of body or mind] θραύειν τινός δύναμιν. καταγνύναι θυμόν or ψυχην. H To appul abfs spirit] κατακλάσαι τινός θράσος. ^[ dismiss fin office] καταπαΰειν τινά τίνος, καταλύειν τινά. ^[ Violate an agreement, fi[c] παρά- βαιναν, λύειν or συγχείν τάς σπονδάς. To b. tbe law, παρα- νομεί v. ■ff To tame an animal] ημερυΰν, έζημερυΰν. τιθασσίύ- tiv. To b. a horse, δαμάζειν 'ίπ- πον. TJ Lessen the violence of a fall, S[C.] μειοΰν, έλαττοΰν. ^[ To stop, interrupt] επέχειν, επι- ταράττειν. See INTERRUPT. To b. ground, see Plough. Fig. : see Begin. To b. the ice (fig.), ηγεΐσθαί τίνος, ε'ισηγεΐσθαί τι. εζάρχειν τινός : to b. wind, πέρ- δεσθιιι. ^[ To b. doivn] καθ- αιοεΐν.καταβάλλειν. κατασπάν. ^[ Το 6. off, a) separate fm] άπορρηγνύναι. άποκλάν: b) dis- continue] άποτίθεσθαι, τί. εζ- ίστασθαι ( ίκστηιαι ), τινός, άπαλλάττεσθαι, τινός. To b. off speaking, doing, &c, άπο- παύεσθαι λέγοντα, πυιοΰντα, κτλ. *\\ To b. open a house, door] ίκκόπτειν o'ikiuv, θύρας. BREAK, v. (Intrans.) 1 To become parted, burst] ρήγνυ- σθαι (puss.), (pf έόρωγα). λύε- σθαι (pass.). κατάγνυσθαι(κατ- έαγα) of vessels, Qc. ^j Fall,orbe (03) BRE daslied in pieces] διαρρηγνυσθαι, περιρρηγνυσθαι. Tj To become opened (UL• a tumour, φ?.)] άνοί- γεσθαι. % Expand] άναπετάν- νυσθαι. To b. of itself, αυτό- ματου άνοίγεσθαι. ^f To open (as the morning)] ΰποφαίνεσθαι (pass.) and ύποφαίνειν. Day b.'s, ύπολάμπει or υποφαίνει η -ημέρα, διαυγά'ζει. ^[ To be- come bankrupt] άνατρέπειν or ανασκεύαζε iv την τράπεζαν. εζίστασθαι των εαυτοΰ or των υπαρχόντων, των όντων, της ουσίας. TJ To decline in health, strength, or force] ελαττοΰσθαι and μειοΰσθαι (g. t.). μαραί- νεσθαι and παρακμάζειν (to pass into decay), λωφάν. ληγειν and άποπαύεσθαι (to abate). ^[ To b. away fm] μεθίεσθαι or άφίε- σθαι, τινός. *ft To b. forth or out] ίζορμάν and εζορμάσθαι : as boils and pustules, εζανθεΐν. ^[ To b. in, a) as thieves] βία έσιέναι, βία παριέναι είς οικ'ιαν. τοιχω- ρυχεΐν. διορύττειν τηνο'ικίαν: b) as enemies, εμβάλλειν, είσ- βάλλειν εις χώραν : c) enter suddenly, επιέναι. έπιγίγνεσθαι. καταλαμβάνειν. ^J To b. off] παύεσθαι and άποπαύεσθαι, also άποτρέπεσθα'ι τίνος or ποιοΰντά τι. ^Γ Το 6. out = commence] An illness is breaking out, νό- σος άρχεται γίγνεσθαι : a war b.'s out, πόλεμος γίγνεται or καθίσταται : to b. out into laughter, όρμάν εις γέλωτα, έκ- γελαν : — into complaints, άνα- βοάν or εκβοάν εις ο'ιμωγην : — into tears, δακρυρροεϊν : — into screams, εκβοάν : — into tumult, άναθορυβεϊν : — into anger, έζ- οργίζεσθαι (pass.). % To b. through] εκπίπτειν. εκδΰναι, δια- δΰναι,διεκδΰναι. διεκπαίειν. Το b. through the enemy's ranks, ρηγνύναι, διαρρηγνύναι, δια- κόπτειν τάς των πολεμίων τάξει?, διέχειν τους πολεμίους, ελαύνειν διά των πολεμίων, διε- λαύυειν τους πολεμίους (of tL• cavalry) : to b. through the line of the enemy's ships, διέκπλουν ποιεΐσθαι. ^[ To transgress] παραβαίνειν. ^[ To b. up] λύ- εσθαι, καταλύεσθαι (and — b. off Υιό.). 1Ϊ To b. with, part friendship] διαλύειν την φιλίαν. U To open one's mind to a per- son] κοινολογεΐσθαίτινι. διαλέ- γεσθαί (pass.) τινι or προς τίνα. λόγους συμβάλλειν τινι περί τίνος, λόγους προσφέρειν τινι περί τίνος, συνελθεϊν ες λόγους τινι περί τίνος. BREAK, f Broken state, opening] ρηζις, η. ρήγμα, τό. P>iyw, h• IT Pause, interruption] έποχη,η. έγκοπη,η. άνάπαυσις, ή. διάλειφις, η. ϊ[ At daybreak] άμα τω διαυγά'ζειν. άμα χ»; εω. ϋπολαμ.πούσης ημέρας. BREAKAGE, ρηγύ. f = thi?igs broken] ρήγματα, τά. κλάσματα, τά. BRE BRE ΑΚΕ R. % One u ho breaks] Partcpp. active of verbs under to Break. TJ Rocks or sa?ids on wch waves break, and the breaking of the waves tliemselves] ραχία, ή. ανακοπή κυμάτων (the breaking of the waves), ρηγμίν,ΐνος, 6. A coast with b.'s, αιγιαλός ραχιώ- δης. BREAKFAST, s. άριστον, τό. άκράτισμα, τό. To take b , see Breakfast, v. To make b., άριστοποιεϊν: one who has taken no b., άνάριστος. άναρίστητος, 2 : the taking a slight b., όλιγ- αριστία, η: at b. they conversed together, άριστώντες or άριστο- ποιούμενοι διελέγοντο προς αλ- λήλους : after b. they parted, άριστησαντες or άριστοποιησά- μενοι, απηλλάγησαν άλλ?ίλωι/ : to give aby b., άριστϊζειν τινά. BREAKFAST, v. άριστάν. άριστοποιεΐσθαι. άκρατϊζεσθαι. They began the battle without having b.-d, άνάριστοι συνήψαν μάχην. BREAKFASTING, άκρατι- σμός, 6. BREAKFAST-TIME, τ, το5 άριστου ωρα. BREAKING, f Dissolution] λύσις, κατάλυσις, ή. If Bank- ruptcy] Vid. ΤΙ Β. in, incursion] εισβολή, η. ΤΙ B.-upof aschoo(\ See Holidays. BREAKWATER, χώμα, τό. όχθη, η. BREAST, s. H Upper part of the body in front] στέρνον, τό. στήθος, τό (poet., and of the b. of beasts), θώραζ, άκος, 6 (only in later writers and physicians). To strike oneself on the b. (as a sign of grief), τύπτεσθαι, κό- πτεσθαι, στερνοτυπείσθαι : to press the b., έναγκαλίζεσθαι. άσπάζεσθαι. ΤΙ Dug or udder] μαζός, μαστός, ό. θηλή, τιτθη, ή. τιτθος, ό. To put to the b., θηλά"ζειν, παρέχειν μα"ζούς : to give the b., επέχειν την θηλην. τιτθόν δούναι: to lie at the b., τιτθίζειν : a child at the b., ΰττο- τίτθιον, τό. ΤΙ The heart (as the seat of feeling)] στήθος, τό. θυμός, 6. φνχη, η. BREAST, v. H To meet in front] ένίστασθαί τιιη. άνθίστα- σθαι προς τίνα. BREAST-BAND, στροφών, τό. BREAST-BONE, όστοϋν ξι- φοειδές, τό. κλείς, κλειδός, η (collar-bone). BREAST-BOX = cliest of the body, θώραζ, ακος, b. BREAST-CLOTH = stomach- er, προστερνίδιον, τό. BREAST-HEIGHT, στήθι- αΐον, τό. BREAST-PLATE, θώραζ, ακος. ό, also with the addition of περί τά στέρνα or περί τοϊς στέρνοις. — for horses, προ- στερνίδια or προστηθίδια όπλα, τά. BRE BRI BRI BREAST-STRAP {for horses = martingale), λέπαδνον, τό. BREAST-WORK,Iiro\gte,tj. BREATH, πνεϋιχα, τό. πνοή, αναπνοή, ή. To fetch b., πνεΖν, άναπνεΐν : to recover b., άνα- πνεΐν : short, bard b., άσθμα, τό. πνεύματος κολοβότης, η : to draw hard b., άσθμαίνειν : to stop b., άπνευστιά'ζειν. συνέχειν τό πνεύμα : in a b., απνευστί : to the last b., εις εσχάτην άνα- πνοήν. "|J Rest, pause] ανα- πνοή, άναφυχή, άνάπαυσις, η. BREATHE, v. (Trans, and INTRANS.) πνεΤν, άναπνεΐν, in nearly the same uses as the English verb, to breathe into, inspire, είσ- πνεΐν. To b. out, expire, εκ- πνεΐυ : to b. on, έπιπνεΊν. If To live] Vid. To be still b.-ing, ίτι εμπνουν είναι : to b. one's last, εκπνεΐν. τελευτάν. Ί[ Ut- ter in the least degree] γρύζειν. BREATHING, s. 1 Breath] Vid. "Jf Orifice for admission of air] διαπνοή, η. If Rest, refresh- ment] αναψυχή, άνάπαυσις, ή. If Place for rest] ανάπαυλα, ης, ■ή. άναπαυστήριον, τό. *|f De- gree of aspiration in grammar] πνεύμα, τό. BREATHING, adj. εμπνους, ' BREATHLESS, άπυευστος, 2. άπειρηκώς, υϊα ό? {put of breath after exertion). BREATHLESSNESS, a- πνοια. η. τό απνευστον. BRED, adj. «ff Born of] γεν- νητός. if Brought up] θρεπτός. BREECH. *If Hinder part of the body] πυγή, ή. πρωκτός, ό. if Hinder part in general] τό οπίσθια, τα όπισθεν. If Back- strap or crouper in horse-harness] ύπονρίς, ίδος, ή. t BREECHES, θύλακοι, ol. άναξυρίς, Ί6ος, ή (both loose trou- sers of the Orientals), βράκα ι, ων. αί [tighter trews of the Gauls). BREED, v. (Trans.) if To procreate, generate] γεννάν. φύ- ειν. τίκτειν {of females ; all prop, and fig.), φέρειν {of land). See Beget, if To bring up, nur- ture] τυέφειν, άνατρέφειν, Ικ- τρέφειν, διατρέφειν. if Edu- cate] παιδεύειν. Bred, -,εννητός {begotten), πεπαιδευμένος (edu- cated). BREED, v. (Intrans.) κυεΐν or κύειν. εγκυον είναι {be preg- nant), κυοφορεϊν. νεοττεύειυ {of birds). νεοτροφεΐν(ίο rear young ones), παιδοτροφεϊν (to b. a fa- mily). BREED. 1 Distinct hind of things bred] γένος, τό. γενεά, ή. φύσις, ή (nature), φϋλον, τό, and φυλή. ή (tribe). BREEDER. ^ One u-ho gene- rates or produces] γεννητής, οΰ, 6 ό γεννήσας, φύσας, ποιήσας] *Ί\ Educator] τροφεύς, ό. παι- δευτής, ό. παι " παιδεϋων, παιδ )«γωγοδ, ύσας. (04) BREEDING. «IT Procreation, production] γένεσις, γέννησις, η. The b. of cattle, η προβατευτική (ΑΓ.) : a country fit for the b. of cattle, προβατεύσιμος χώρα. II Bringing up, education] τροφή, αγωγή, παιδεία, παίδευσις. II Manners, behaviour] τρόπος, b. εζις, ή. παιδεία, ή. Good b., αστείος τρόπος : a man of good b., άνηρ αστείος or καλώς πε- παιδευμένος : without b., απαί- δευτος, 2. BREESE, οίστρος, b. μύωφ, ωπος, b. BREEZE, αύρα, ή. SeeWlSD. BREEZELESS, άνήνεμος, 2. BREEZY, άνεμώδης, ύπηνέ- μιος, 2. BREVIARY, BREVIATE. See Abridgement, Abridge. BREW, V. εψειν. μιγνύναι. To b. beer, "ζυθοποιεΊν (icithout authority), if Fig. : to be coming on] προσελαύνειν, επιέναι. A storm is b.-ing, συστρέφονται νεφέλαι. BREWER, ζυθοποιός, b (icith- out authority). BRIBE, s. δώρον, τό {gift; the purpose from the context). Inac- cessibility to b.'s, άδωροδοκία. BRIBE, v. διαφθείρειυ, with or icithout χρήμασιν or άργυρίω. πείθε ιν χοήμασι. δεκά"ζειν and συνδεκάζειν (esply judges). To let oneself be b.-d, δωροδοκεΊν, διαφθείρεσθαι (pass.), λαμβά- νειν χρήματα επί τινι. One who cannot be b.-d, άδωροδόκος. BRIBER, partcpp. active of verbs signifying to Bribe. BRIBERY. (1] Trans.) δώρων προσφορά, ή. δώρα, τά. τό διαφθεΐραι. διαφθορά, ή. δεκασμός, ο. (2] Pass.) δωρο- δοκία, -ή. δωροδόκημα, τό. δώρα or χρήματα τά ληφθέντα. Το convict aby of b., δώρων έλεΊν τίνα : to be convicted of b., δω- ροδοκοΰντα εζεΧέγχεσθαι : in- dictment of b., δώρων γραφή. BRICK, s. πλίνθος, ή. Burnt b.,07TT»7: unburntb., ωμή. Dim. πλινθίον, τό, and πλινθίς, ίδος, η. A course of b.'s, επιβολή πλίνθων (Τ.) : to shape or make b.'s, έλκε ιν πλίνθους, πλινθουλ- κεϊν. πλινθουργεϊν : — of earth, πΧινθεύειν τ>/ι/ γην : to burn b.'s, όπτάν πλίνθους. BRICK (as adj.), πλίνθινος. πλινθιακός. BRICK,*;. ir\ivBevtiv(toform b.'s ; also to cover with, or build of h.). BRICK -BUILT, πλίνθινος, πλινθυφής (poet.). BRICK-BURNER, BRICK- MAKER, πλινθουλκύς, πλιν- θουογός, b. BRICK- CLAY, BRICK- EARTH, κεραμΐτις γη, ή. κεραμίς. ίδος, η. BRICKDUST,Tr\iVeoi/caTa- τετριμμένοι. BRICK-KILN, πλ ινθεΐον, τό. κάμινος κεραμευτική, η. BRICKLAYER. See Mason, BRICK-LIKE. B.-SHAPED. πλινθοειδης,πλινθωτός,2. Adv. πλινθηδόν. BRICKMAKER^Xu^utj}?, οΰ, ο. πλινθουργός, οΰ, ο. t BRICKMAK1NG, πλινθεία, ο. πλινθοποιία, πλίνθευσις, η. BRICK-TROWEL. See Trowel. BRICKLE, adj. = brittle. Vid. BRICKLENESS. See Brit- TLENESS. BRIDAL, adj. επιθαλάμιος, 2. γαμήλιος, 2. νυμφικός, νυμ- φίος. BRIDAL, s. γάμος (thenuptial ceremony), γάμοι, οι (the feast). See Marriage, Wedding. BRIDE, νύμφη, ή. μνηστή, ή. BRIDE- BED, θάλαμος, b. γαμήλιος εύνή or κλίνη, η. BRIDE-CHAMBER, θάλα- μος, ο. νυμφίϊον, τό. BRIDEGROOM, νυμφίος, ο. BRIDEMA1D, νυμφοκόμος, ή. νυμφαγωγός, η. BRIDEMAN, παρανυμφίος, ο. νυμφαγωγός, ο. νυμφευτης, οΰ, ο. BRIDE WELL, κολαστήριον, δεσμωτήοιον, τό. BRIDGE, γέφυρα, ή. Το throw a b. over a river, γεφυροΰν ποταμόν. γεφύρα "ζευγνύναι ποταμού : there is a b. over the river, γέφυρα εττεστι τω ποτά- μιο. BRIDGE, v. See to throw a Bridge over a river. BRIDGE-BUILDER, γεφυ- ροποιύς, γεφυρωτής, ου, ό. BRIDGE-BUlLDING,7 £( /)u- ρονργία, η. BRlDLE, s. χαλϊνός,ό. ηνία, ή. See Bit, Rein. BRIDLE, v. χαλινοΰν. — a horse, τόν "ιππον. See to Rein. BRIDLE, v. (Intrans.) To b. up, άνασπάν or άνασπάσθαι τάς όφρΰς. μέγα φρονεϊν. έπαί- ρεσθαι. BRIEF, adj. See Short. BRIEFLY. See Shortly. BRIEFNESS. See Short- ness. BRIEF, s. if Abstract, sum- mary] περιοχή, ή. κεφάλαιον, τό. A papal b., επίταγμα ιερα- τικόν. BRIER, άκανθα, η. βάτος, ή. Sweet b., κυνόσβατος, ή. κυνά- κανθα, ή. BRIERY, ακανθώδης. BRIG «ff Prop. : two-masted vessel] κέλης, ητος, ό. κελήτιον, τό (small swift vessel). BRIGADE, μυρίων ανδρών tc££is, »;'. BRIGADIER, μυρίαρχος, ό. BRIGHT. *H Clear, shining] λαμπρός, φαιδρός. *U Distinct, conspicuous] φανερός, περιφανής, καταφανής. *j| Illustrious] εκ- πρεπής. BRI BRIGHTEN, v. (Trans.) •[[ To make to shine] λάμπρυναν, φαιδρύνειν. H To enlighten'] φωτίζειν, εκφωτ'ιζειν. ^| To cheer] φαιδρύνειν or φαιδροΰν τιι/α or τι. εύφραίνειν τινά. *ff To polish {as metals)] λεαίνειν, ζύειν. ^J To make illustrious] Χαμπρύνειν. Χαμπρόν ποιεΐν or καθιστάναι. ^[ To sharpen the wit or intellect] άσκεΐν την διά- νοιαν. BRIGHTEN, v. (Intrans.) φαιδρύνεσθαι (pass.). The sky or weather b.'s, ατταιθρια'ζει, διαιθριάζει. άνακαθαίρεται ό αήρ. BRIGHTLY, λαμπρά*, φαι- δρών, έπιφανώς. BRIGHTNESS. ^ As qua- lity] Χαμπρότης, ητος, ή. λαμ- πάδων, όνος, η. στίλβη, ή. ΤΙ As appearance] αυγή, »/• έκλαμ- U/is, »;. φέγγος, τό. ^f Fig.: for splendour of character or action] Χαμπρότης, ητος, η. τό λαμ- πρού, μεγαλοπρέπεια, εκπρέ- πεια, η. The b. of honour, τό της Ύΐμη<ϊ λαμπρού. ^] Smooth polish of furniture, 8π.] λειότης, γλισχοότΐ/δ, ητος, η. BRIGHT-EYED, Χαμ- πρόφβαλμος. BRILLIANCY, f Shine, glitter] αύγτ], η. φέγγος, τό. στίλβη, η. λίΐμπρότης, ητος, η. Τί Magnificence, dignity] μεγα- λοπρέπεια, ?). τό λαμπρόν. BRILLIANT, «fl Glittering, shining] λαμπρός, στιλβός and στιλπνός. Syn. in BRIGHT. *\[ Splendid (fig.)] μεγαλοπρεπής, εκπρεπης. επιφανής. BRILLIANT, s. ^Sparkling jewel, diamond] άδάμας, αντος, ο. BRILLIANTLY. See Brightly. BRILLIANTNESS. See Brilliancy. BRIM, s. f Outer edge] χεΐ- Χος, τό (the edge of a cavity or vessel), τα έσχατα, also εσχατιά, η. IT Brink] Vid. BRIM, v. (Trans.) f To make a b. or edge] κρασπεδοΰν. H To fill to tlte top] ύπερπιμπλά- ναι. έπιπληροΰν, ύπερπληροΰν. BRIM, v. (Intrans.) If To be full to the top or overful] ύπερ- ε μπίπλασθα'ι τίνος, ύπεργέμειν Til/09. ΰ'7Γερ7Γλ?7θί11'. BRIMFUL, άνάπλεως, κατά- πλεως, ων. ύπερχειλης (only of 'vessels ) BRIMFULNESS, αφθονία, περιουσία, η. BlilMLESS, αχειλος, 2. BRIMSTONE (= sulphur), θεΐον, τό. BRIMSTONY, θειώδης. BRINDED. 1 Prop.: burnt- colour, reddish] πυρρώδης. H Streaked] βαλ ιός. ποικίλος, ποι- κιλόδερμος, 2. BRINDLE, BRINDLED. See preceding word. BRINE, s. f Salt water] (65) BRI άλμη, η. άλμυρίς, ίδος, ν- To steep in b., άλμεύειν. 1J The (salt) sea] άλς, άλό?, jj. % Fig.: tears] Vid. BRINE, V. άΧμεύειν. BRINY, BRINISH, άλμυρώ- δης, άλμώδης, άλυκώδης, αλμυ- ρός, άΧυκός. BRINE -PAN or Β. -POT, άλία, ή. άλία πνζίνη, η. BRINE-PIT, άλοπηγια, τά. BRING, v. (Trans.) φέρειν, προσφέρειν (the latter indicating the reception of what is brought, of things for the conveyance ofwch the simple power of the bearer is sufficient, and for welt no special appliances are needed, viz. of or- ders, gifts, news, £[C.). κομ'ιζειν, προσκομίζειν (of things for the conveyance of wch care or special means are requisite), αγειν (of the transport of living beings or large masses), έρχεται, άφικνεΐ- ται, ηκει τις φέρων or άγων τι. To b. towards, to, a place, φέρειν, αγειν ε'ίς τι χωρίον : to b. up to the citadel, άναφέρειν, ανάγειν εις την άκρόποΧιν : to b. over, διαβιβά'ζειν (over a river or any extended level), ύπερβιβάζεΐν (over a height) : to b. a person to another, προσάγειν τινά τινι (in local contiguity), συνιστάναι τινά τινι (into personal intercourse) : to b. intelligence, άγγελίαν φέ- ρειν. άγγέΧΧειν, άπαγγέλλειν: to b. a person another's salutation or compliments, προσαγορεύειν (προσειπεΐν) τινά παρά τίνος. ϊί Improp. : to produce, cause] φέρειν. έχειν. The land b.'s fruits, καρπούς φέρει or έχει η χώρα : to b. income, προσόδους φέρειν or έχειν : wrong doing b.'s punishment, η αδικία ζημίαν φέρει : tob. advantage, disadvan- tage, κέρδος, ζημίαν, φέρειν, έχειν, έργάζεσθαι : a thing b.'s me benefit, harm, ώφεΧοΰμαι έκ τίνος, βλάπτομαι έκ τίνος; to b. honour, shame, τιμήν, αίσχύ- νην, φέρειν, έχειν, περιάπτειν : to b. great dangers, μεγάλους κινδύνους έχειν : to b. vexation, άγανάκτησιν έχειν. % In con- nexion tvith prepp. and advv. = to effect that a person or thing ar- rives at a place or at a state, or is removed fm a place or state] τιθέ- ναι, καθιστάναι tvith a prep, or partcp. ποιεΐν c. infin. following. To b. to a dwelling, κατοικίζειν εις χωρίον, εν χωρίω : — to a new dwelling, μετοικϊζειν εις χωρίον : to b. to day, to light, αγειν or εκφέρειν ε'ις τό φως. δηλον or φανερόν or καταφανές ποιεΐν. άποφαίνειν. δηΧοΰν: to b. a thing to a person, άναφέρειν τι προς τίνα (a proposal, a de- cision) : to b. aby to beggary, εις έσχάτην πενίαν καθιστάναι τινά : to b. over to aby's side, αγειν τινά προς τίνα (to b. into connexion) : συγγνώμονα ποιεΐν τινά τινι (to b. to the same mind) : BRI to b. aby over to one's own side, προσάγεσθαί τίνα : to b. on the tapis (start or set forward a sub- ject), ε'ισφέρειν, προφέρειν, τι- θέναι εις τό μέσον : to b. a mat- ter against aby, έγκαΧεΐν τινι τι. επάγειν, ε'ισφέρειν τινι την ai- τίαν τινός : to have nothing to b. ngainst aby, μηδέν έχειν εγ- καΧεΐν τινι : to b. aby over to an opinion, άναπείθειν τινά, ως: to b. aby to another opinion, μετα- πείθειν τινά : to b. into a state, αγειν εις τι, e. g. into slavery, αγειν εις δουλείαν. καθιστάναι ε'ίς τι, or with a partcp., e. q. into perplexity, καθιστάναι εις άπορίαν or άποροΰντα. εμβάΧ- λειν τινά ε'ίς τι, e.g. into danger, misfortune, perplexity, fear, έμ- βάλλειν ε'ις κίνδυνον, άτυχίαν, άπορίαν, φόβον : to b. into sus- picion, εμβάλλειν εις ύποφίαν : with aby, διαβάΧλειν τινά προς τίνα. περιβάΧΧειν τινά τινι, e. g. into shame, misfortune, dan- ger, expense, περιβάλλειν τινά αισχύνη, ζυμφοραΐς, κινδύνοις, δαπάναις. παρέχειν τινίτι, e.g. into anxiety, grief, terrour, παρ- έχειν φροντίδα, Χύπην, δεΐμα. ποιεΐν τίνα c. infin. following, e. g. ποιεΐν τίνα κινδυνεύειν, κακο- παθεΐν into danger, distress. To b. to order, τάττεΐί/. αγειν εις τάξιν. διατάττειν. διακοσμεΐν: to b. to an end, αττοτελεϊι/. επι- τελεΐν. έργω άποδείκνυσθαι : to b. to oblivion, άφανϊζειν. κρύπτειν. λήθη παραδιδόναι : to b. to remembrance, μνείαν ποιεΐ- σθαί τίνος, μνείαν εμβάλΧειν περί τίνος, ύπομιμνησκειν τι : to b. with oneself (be accompanied by), έπόμενον or παρεπόμενον έχειν τι. παρέπεταί τι τινι. πρόσεστί or συνεστί τι τινι : to b. under aby's power, υ φ' έαυτω ποιεΐσθαι. καταστρέφε- σθαι : to b. athg before the judges, άναφέρειν τι προς τους δικα- στάς : to b. together, όμοΰ or άμα ποιεΐν (disunited members), συν- WTavai(individualpersons)^uX- Χέ~γειν, συνάγειν, άθροί'ζειν, α- γείρειν, συναγείρειν (masses) : to b. things about, that, ποιεΐν or διαπράττεσθαι, ώστε : to en- deavour to b. it about, that, μη- χανάσθαι, όπως (c. fut.) : to b. into the world, τίκτειν : to b. (a woman) to bed, μαιεύεσθαι : to b. again or back, άνακομϊζειν, ανάγειν : to b. away, έκκομί'ζειν, άπάγειν : to b. down, κατάγειν, καταφέρειν,κατακομϊζειν,ελατ- τοΰν, μειοΰν ([sc. την τιμήν] in price or value) : to b. off" (rescue), σωζειν : to b. up, see Educate. Β RINGER (= bearer, Vid.), 6 φέρων, 6 ένεγκών, 6 κομίζων, 6 κομίσ•ας, κτλ. BRINK, χείλος, τό (edge of α cavity), όφρύς, ύος, ό (brotvofa precipice), όχθη, η (bank of a river). To stand on the b. of the grave, προς τω στόματι or τέρ- BRI BRO BRO uceti είναι τοΰ βίου : I stand on the b. of the grave, έμοι τό τοΰ βίου τέλος ηδη πάρεστιν : a iickness which brought me to the b. of the grave, τοιαύτη νόσος, εξ ης ες τό έσχατου νλθον or έζ ?)s 7ταρά μικρού ήλθον άποθα- νείυ. BRISK. «fl £t«e&, cheerful'] ιλαρός, γαλερό? α?26? εΐ/θυμο?, 2. ΤΙ Active, vehement] όζύς. σφο- δρός. ^| Nimble, stirring] σπου- δαίο?. > BRISK, w. (tna up). (Trs.) άναλαμβάνειν. εύφραίνειν. BRISK, v. (Intrans.) εγε'ι- ρεσθαι {pass.), εύφραίνεσθαι (pass.). BRISKLY, ιλαρως. γαλερώς. εύθύμως. οξέως, σφόδρα, σπου- δαίως. ( BRISKNESS, όζύτης, ί,τοδ, η. σφοδρότης, ητος, ?) (liveliness, activity), το φαιδρού, ευθυμία (cheerfulness). BRISTLE, S. χαίτη, ή. ^ μη- ριγζ and σμήριγζ, ιγγος, η. BRISTLE, ν. ορθόν άνιστά- ναι. ορθόν φρίσσειν. άντιτεί- νειν. άντερείδειν. άνθίστασθαι. αναχαιτίζει». To b. up against, άντιφρίσσειν. BRISTLY, λάσιοι (furnished with bristles), δασοί (like bristles). BRIT or BRET, πλατίστα- ΚΟς, 0. BRITTLE, θραυστός. εύθραυ- στος, εύθλαστος (Λ.), εύθρυ- πτός. φαθαρός and ψαθυρός. κραΰρος (P.). BRITTLENESS, φαθυρότης, ?/tos, η. το φθαρτόν. BRIZE. See Breese. > BROACH. ηΤ Λ spit] όβελός, οβελίσκος. *ff A pricker or awl] κεντηριον, τό. στιγεύς, έως, ο. *jj Pin for fastening dress] περόνη, η. βελόνη and βελονίς, ίδος, ή. BROACH. If To fix or pierce ivith a spit] πείρειν όβελω' thence to pierce, g. t. πείρειν, άναπεί- ρειν, διαπείρειν. *JT To tap] παρακεντεϊν. κατασταμνίζειν. άνοίγειν πίθον' ivhence fig. to begin athg, απτεσθα'ι τίνος. Tf To divulge] διαδιδόναι. διασπεί- ρειν. διαθρυλεΐν. BROACHER. «ff Spit} See Broach, s. % Divulger] b δια- σπειρων. BROAD. *T[ Extended in space as distinguished from long, ευρύς, also as opposed to narrow, «ft Large or great] μέγας, πολύς. H Extended and flat] πλατύς. In statements of measure connected with numbers tL• Greeks use the ace., τό εύρος and τό πλάτος, e. g., the river is three stadia b., 6 ποταμός τρία έχει στάδια τό εύρος: as b. as long, ίσος (η, ον) τό εύρος και τό μήκος : to make b., πλατύνειν : to speak b., πλατειάζει», πλατυστομεΐν. ^[ Coarse, indecent] ουκ αισχρός. (66) ευπρεπής, BROAD-BREASTED, εύρύ- στερνος. εύουστήθης. BROAD-HORNED, εύρυκέ- pWS, 60TOS. BROAD-LEAVED, πλατύ- φυλλο?, 2. BROADLY, «fl Extensively] ευρέως, πλατέως (flatly). *TT Openly] φανερως. If Indecently] αίσχρώς. BROADNESS. ^Breadth. BROAD-SHOULDERED, παχεϊς τους ωμούς έχων. BROAD-SPREADING, εκ- τεταμένος, ευρύχωρος, 2. BROAD-TAILED, ττλατύ- κερκος. BROCAGE. 1[ Broker's gain or payment] προξενητικόν, τό. IT Trade in all sorts of small zvai-es] παντοπωλία, η. *§ Pan- dering] προαγωγεία, μαστρο- πεία, rj. BROCK. See Badger. BROGUE. «ff Shoe] Vid. «ff As g. t.for bad accent] κακοστο- μία, r\. BROID, BROIDER, BROID- ERY. See Braid, Embroider, Embroidery. BROIL, s. «ft Quarrel] ερίς, ιδος, η. ^[ Meat cooked by broil- ing] τό φρυκτόν. τό πεφρυγμέ- vov. BROIL, v. (Trans.) 1 To cook over coals] φρύγειν and φρύττειν. ιπνεύειν. όπτάν. BROIL, v. (Intrans.) U To be in scorching lieat] έζαύεσθαι (pass.). BROILER. «TT A quarrelsome person] φιλόνεικος. εριστικός. *ϊ[ An instrument for broiling] φρύ- γετρον. φώγανον,τό. φρυγεύς,ό. BROKE, v. 1 Toactasbro- ker] προζενεΐν (to do business for otliers). π αντοπωλειν (be a gene- ral dealer), προαγωγεύειν, μα- στροπεύειν (to pander). BROKEN. Partcp. pass, of Break. Vid. BROKEN-BELLIED or B.- BODIED (== ruptured), εντερο- κηλ-ητης, ου, ό, or εντεροκηλι- κός, 6. BR0KEN-HEARTED,7r £ pi- λυπος, 2. BROKENLY, ου συνεχώς, εν μέοει. BROKENNESS, άνομοιότης, ητος. ή. ανωμαλία, ή. BROKEN- WINDED, πνευ- στιωι/, ώσα, ων. BROKER, προζενητής, οΰ, 6. (one who negotiates for others), παντοπώλης , ου, 6 (a general dealer), προ αγωγός, μαστροπός, ου, 6 (a pander). BROKERAGE, BROKERY. See Brokage. BROME- GRASS, ζιζάνιον, τό. BRONCHOCELE, βρογχο- κήλη, η. BRONZE, χαλκός, 6, with or without the addition κεκραμένος. Made of b., χαλκούς, rj, οΰν. BRONZE, v. (Trans.) χ«λ- κοΰν. BROOCH. 1 Spit] t See Broach. % Breast-pin] πόρπη, ■η. πόρπημα, τό. BROOD, v. (JNTRANS ) επώ- αζε ιν (to sit on eggs), νεοττεύειν (to nestle over young birds). *1T Fig. : to b. over athg] κυεΊν τι. μελετάυ τι. λογίζεσθαί τι προς εαυτόν. BROOD, v. (Trans.) τρε'- φειν, θεραπεύειν τι. BROOD, s. γονή, η. γόνος, ο. τόκος, 6. θρέμμα, τό. νεοττιά, ή. BROOK, ρεϊθρον, τό. ρύαζ, ακος, ο. A wild b. swollen by rain or melted snow, χείμαρρος. BROOK, v. (Intrans.) «IT To endure, put tip with] άπαλγεΐν τι. λήθην ποιεϊσθαί τίνος. Not to be able to b. an injury, μνησι- κακεϊν των κακών. BROOM (for sweeping) , κόρη- θρον, σάρωθρον, τό. σάρος, ο. BROTH, ζωμός, ο. βάμμα, εμβαμμα, τό. Particular kinds of fine broths among the Greeks were άβυρτάκη, η (of high-fla- voured herbs) : γάρον, τό (of salted fish), and καρύκη, -η. BROTHEL, πορνεϊον, χαμαι- τυπείον, πορνοβυσκεΐον, τό. ερ- γαστηρίου, τό. οίκημα, τό. Το keep a b., πορνυβοσκεΐν. ( BROTHELRY^op^oaK/a, ■η. πορνεία, ή. BROTHER, άδελφός,ο. σύγ- γονος,ό. Full or whole b., αύτά- δελφος, 6 : b. on the father's side, αδελφός δμοπάτριος : b. on the mother's side, αδελφό? όμομ-η- τριος : b.- in -law, γαμβρός, ό της γυναικός αδελφός, ό τοΰ ανδρός αδελφός, ό της αδελφής άνήο. BROTHERHOOD. IT As a state] αδελφότης, ητος (the rela- tionship of brothers), οίκειότης, ητος (intimacy), «ft Union of persons] οι αδελφοί, εταιρία, ?;. BROTHERLESS,ai/ao £/ ^os, 'brotherlike, BRO- THERLY, αδελφικός Adv., -ως. BROTHERLOVE, φιλαδελ- φία, η. BROW, «ft Of. the eye] See Eyebrow. IT The forehead] Vid. To knit the b.'s., συνάγειν τάς όφρνς. συνοφρυοΰσθαι : to draw up or raise the b.'s, άνασπάν or α'ίρειν τάς όφρΰς. «fl The coun- tenance] Vid. IT B. of a hill] όφρύς,ύος,-η. In Herod, όφρύη, ή. BROW. IT To form an edge or boundary] όρίζειν. BROWBEAT, ταπεινούν τίνα, συστέλλειν τινά, κατα- 7τλ?;ττειι/ τινά (ivith the addition of words to signify by look, speech, &c). BRO WBOUND (= crowned), περιστεφής, 2. BROWLESS (= shameless), BRO BUC BUG αναιδής, 2. αναίσχυντοι, 2. aoV σώπητος, 2. BROWN, αφ". . (Trans.) στ<λ- βοΰν, στιΧπνοΰν, Χαμπρύνειν. B.-d, στιλπνός. BURNISH, v. (Intrans ) Χαμπρύνεσθαι (pass.), στίλ- βειν, άποστίλβειν. BURNISHER, ξυστήρ, ηρος, 6 (smoother, person and tool), στιλβωτής, οΰ, 6 (polisher), στίλβωτρον, τό (tool). BURNISHING, ξέσις, η. λείαισις,ΐι (bath smoothing). στίΧ- βωσις, η (brightening). BURNT-OFFERING, ϊμπυ- ρος θυσία, η. To present a b., οΧοκαυτεΐν and όΧοκαυτοΰν. BURR, λοβός, 6. BURROW. H Underground hole of an animal] εύνη ύπόγαιος. όρυγμα νπόγαιον. That lives in b.'s, τρηματώδης (opp. άτρη- τος. A. Hist. An. 1, 1). τρω- γλοδυτικός (but this of serpents, lizards, Qc). To live in a b., φωλεύειν (but these principally of torpid animals). BURROW, v. «ft To make a b.] όρύττειν την γην (A.) or όρύττειν only (both of moles. A. Hist. An. 8, 26, and pseud.- A. Mir. Ausc. 124). ύπορύττειν. ύποκοιλαίνειν. BURSAR, 6 των χρημάτων ταμίας. έπιμεΧητής, ό. επίτρο- πος, ό (steward). BURSARSHIP, ταμιεία, η. επιτροπή, η. BURSARY, ταμιεΊον, τό. BURST, v. (Trans.) ρηγνύ- ναι, διαρρηγνύναι, άναρρηγνύ- ναι. διακόπτειν. διαιρεΐν. σχί- ζειν, διασχίζειν. To b. the gates, ρηγνύναι or κατασχίσαι or δι- αιρεΐν τάς πύλας : to b. a door, a lock, βία άνοιγες. BURST, v. (Intrans) 6η- γνυσθαι, διαρρήγνυσθαι, άναρ- ρηγνυσθαι, συρρήγνυσθαι, κατ- αρρηγνυσθαι, άπορρήγνυσθαι (pass.), διαλακεϊν. To b. with envy, διαρραγηναι υπό φθόνου: — with anger, rage, διαρραγηναι όργι'ζόμενον, μαινόμενον. % Το b. away fin] άποπηδάν. άπεΧ- θεϊν δρόμω. To b. upon, περι- πίπτειν έζ απροσδόκητου : to b. out or forth, εζορμάν and έξ- ορμάσθαί. προφα'ινεσθαι, εκ- φαίνεσθαι (pass.), εκδύεσθαι, άναδύεσθαι : — as a fountain, άναβλύζειν : to b. into (suddenly begin), άρχεσθαι γίγνεσθαι : — a laugh, όρμάν εις γέλωτα, εκ- γελαν. άνακαγχάζειν : — tears, μηκέτι οϊόν τ' είναι μη ου δακρύ- ειν. εμοΰ γε και αυτού βία και άστακτι χωροΰσι τά δάκρυα : to h. out into a cry, άναβοαν or έκβοάν εις οιμωγήν : — anger, έξοργίζεσθαι (pass.). BURST, S. ρηξις, διάρρηξις, ή (act of breaking), ρήγμα, τό. ρηγή, ή (broken place), εκρηξις, έκβοΧή, ή (sudden breaking out). BURSTEN. See Ruptured. BURSTER, ρηκτης, ου, 6. BURTHEN. See Burden. BURY, v. θάπτειν. εκφέρειυ (to carry to the grave), κρύπτειν γη (to inter : in the higher style), κηδεύειν τινά and τά νομι- ζόμενα έπιτελεΊν τινι (to per- form a funeral for aby). To b. BUR BUT BUT aby alive, "ζωντα κατορύττειν τιι/ά : to b. athg in oblivion, άφαν'ιζειν την μνήμην τιι /os. if To dig in the earth] κατορύττειν (a treasure, #c). BURYING-GROUND. See Burial-Place. BUSH, if A spreading shrub] θάμνος, 6. ρώπιον and ρωπεϊον, το. if Thicket] λόχμη, ή. θάμνοι, οι. ρωπεϊα,τά. τόπος θαμνώδης or άλσώδης, λάσιο? τόττος. ϊο spread like a b., λοχμοϋσθαι. BUSHEL, μέδιμνος, 6 {as the nearest Attic measure). Holding a b., μεδιμναΐος : to measure money by the b., μεδίμνω άπο- μετρεϊσθαι άργύριον. BUSHY, δασύς, λάσιος, λο- χμώδης. BUSIED. See Busy. BUSILY, άσχόλως. σπου- δαίους. > BUSINESS, ασχολία, η. άσχόλημα, τό (ορρ. leisure), έργον, τό. εργασία, ν {task), πραγματεία, ή. διατριβή, -ή (oc- cupation), πράγμα, τό (affair). Proper, regular b., ε7τιτϊ;οευσΐ5, ■η. επιτήδευμα, τό : to make atbg one's b., έργον ποιεΐσθαί τι. επιτηδεύειν τι : b. about athg, διατριβή or εργασία η ττερί τι. έπιτήδευσίς τίνος, χρηματισμός, 6 (money δ.). Sts the Greeks do not express it by a particular sttbst., but merely join to the verb είναι the gen. of the person to ichom the b. properly be- hngs, e. g., it is the b. of a soldier, στρατιωτών εστίν : urgent b., τά κατεπείγοντα : daily b., τά καθ' ήμέραν έργα : to go about one's b., 7rpos έργα τρίπεσθαι. άπιεναι επί τά προσήκοντα : it is my b., έργον εστί μοι. έρ- γον έχω : I have nothing to do with a b., ου γιγνομαι επί τίνος εργασίας, ου μετέχω της πρά- ξεως: to take a journey on any b., κατά τίνα πράζιν or εργασίαν π-ορεύεσθαι or άποδημεΐν εις χω- ράν τΐί/ά : to follow a b., πράτ- τει έργον τι. πραγματεύεσθαι. επιτηδεύειν πράγμα : thefollow- ing a b., πραγματεία, η : to do much and various b., πολυπρα- γμονεϊν : to do b. (in trade, im- plying to gain), χρηματίζειν. έρ- γάζεσθαι : to do b. (in trade) with a person, χρηματίζειν and συναλλάττεσθαί τινι : to have b. to do with a person, σπουδά- Χ,ειν προς τίνα : b. is concluded, συμβόλαια γίγνεται : to make fitter for b., πρακτικώτερον ποι- εΐν : without b., άπράγμων, 2, opp. σχολή : to mind one's own b., πράττειν τά εαυτού : to med- dle with other η^η'βο.,ά'τττεσθαι τών αλλότριων, πολυπραγμο- νεΐν : that is no b. of mine, ούδεν προσήκει μοι. ουκ έστιν εμόν: the b. of the state, see Affair : to _set about the b., άπτεσθαι του έργου. Ίίναι επί τό πράγμα, επιχειρεΐν τω πράγματι : to (70) make an end of a b., περαίνειν τό έργον. BUSKIN, κνημίς, ϊδος, ή. Tragic b., κόθορνος, δ. BUSK, BUSKET, BUSKY. See Bush, Bushy. BUST, if In statuary] εικών της όψεως, or simply ε'ικών, όνος, ή. προτομή, ή. άγαλμάτιον,τό. if Pile oficood] ζύλων σωρός, 6. πυοά, ?]. BUSTARD (in ornith.), ώτίς, ίδος, ή. BUSTLE, ν. σπεύδειν, σπου- δά"ζ>ιν. εγκονεϊν. κινεϊσθαι. πραγματεύεσθαι. θορυβεϊν. BUSTLE, s. if Restless ac- tivity] πολυπραγμοσύνη, φιλο- πρσγμοσύνη, ασχολία, περιερ- γ ία, η. if Tumult, uproar] θό- ρυβος, όχλος, κλόνος,δ. ταραχή, η. To be in a b., see Bustle, v. To make a b., ψόφον ποιεΐν or άποτελεΐν. θορυβεϊν. BUSTLER, πολυπράγμων άνήρ. νεωτεροποιός, 6. BUSTO. .See Bust. BUSY, «φ*. άσχολος,Ί. σπου- δαίος, 2. ενεργός, 2 (occupied), δραστήριος, πραγματικός, πο- λυπράγμων. φιλοπράγμων (all of the habit). To be b., άσχολον είναι, άσχολίαν έχειν : to be very b., εν μυρίίΐις εΐζ/αι άσχολίαις: to be b. about athg, άσχολεΊσθαι (pass.) περί τι, κατά τι. δια- τρίβειν or διατριβην ποιεΊσθαι περί τι, άμφί τι, επί tlvi, έν τινι, προς tlvi. εΊναι έν τινι or προς τινι, or περί τι or άμφί τι. έχειν άμφί τι. To be very b. about athg, σπουδά"ζειν περί τι. προσκαθίζεσθαίτινι. if Curious, meddling, inquisitive] περίεργος, BUSY, v. έργον or άσχολίαν or πράγματα τταρέχειν τινί. άσχολίαν ποιεΐν or κατασκευ- άζειν τινί. To b. oneself with many things, orwith other people's affairs, πολυπραγμονεΐν : to be always b.-ing oneself, διατελεϊν πράττοντά τι : to be very b., πολλήν άσχολίαν or πράγματα πολλά έχειν. BUSY-BODY, άνηρ πολυ- πράγμων, περίεργος, φορτικός. BUT, conj. and adv. if Ex- cept] πλην (as conjunction, when a verb must be supplied ; or as prep. c. gen.), ει μη. ό τι μν. After negative expressions, άλλ' η and πλην άλλ' ?;' e. g. money 1 have none, but a small sum, άργύριον ουκ έχω άλλ' η μικρόν. See Except, if Yet, nevertheless] μέντοι (only in objec- tions). B. yet, γε μην. πλην αλλά. όμως δε. άλλ' όμως : b. now, άλλα γάρ. άλλα μήν : b. nevertheless, μέντοι γε. τοι γάρ. και γάρ τοι. if On the contrary, moreover, besides, also ; and in- troductory particle as now, then, in connexion of sentences] δε (ex- cept at the beginning of a sentence, has inly a corresponding μεν in the foregoing sentence), άλλα (al- ways at the beginniyig of the sen- tence expresses tJie opposition more sharply and strongly than δε), if OtJiericise, than] άλλη, άλλως, ετίρως. if Unless] ει μή. See Unless, if Unless that] πλην. άνευ. χωρίς, if If it were not that] See But = Except, if Only, merely] μόνον. BUT, a•, if End] άκρον, τό. if Thick stumpj] κυρδύλη, ή. if Mark for aiming at] σκοπός, 6. See Butt. BUT, v. See to Abut. BUTCHER, . See By-end. ^ BY-WAY, εκτροπή οδοΰ, ή. BY-WEST, Trpos ίσπέραν. BY-WORD. See Proverb. BY-WORK, πάρεργον, το. πράγμα ου σπουδαϊον or ουκ άζιύλογον. To treat athg as a by-w., εν παρέργω τ'ιθεσθα'ι τι. πάρεργον or π εριττόν ποιεϊσθαί τι: as a by-w., εν πάρεργου μέρει, εν προσθήκης μέρει. BYE (in good bye). To bid good b., χαίρειν λέγειν τιν'ι. BYGONES, τά γεγενημένα or τά παροιχόμενα. BYSSUS, βύσσος, ή. ΒΥΖΑΝΤΙΝΕ, s. Βυζάντιου (sc. νόμισμα), τό. Ί CABAL, s. συνωμοσία, στά- σίΓ, εως, ή. κ.τ.λ. See INTRIGUE, Faction. CABAL, v. έριθεύεσθαι. CABBAGE, κράμβη,ή. Dim. κραμβίον or κραμβεϊον (Hipp.), ράφανος, ή. White c, λευκό- CAB CAL CAL κράμβη : to grow c.'s, λαχανεύειν (g. t. to groto vegetables) : a c- Stalk, ό της κράμβης καυλός. CABBAGE, v. {slang term). See to Steal. CABIN. % Of a ship] σκη- νίς, ioOs, ή. οίκημα της νεώς, τό. δίαιτα, ή. στέγη, ή. % Α hut] Vid. if A small room] See Cabinet. CABINET. ^ A small room] οίκημα, τό. δίαιτα, η. "|f A re- pository for artistical objects] κει- μηλιάρχιον, τό. μουσεΐον, το. if Meton. = ministry] συνέδριον βασιλικόν, τό (Diod. ϋ. 5). /JoiAfi, tj (the place where a coun- cil is held). A c. minister, ό tVi των απορρήτων : a c. order, πρόσταγμα παρά βασιλέων, τό. σκυτάλη, η. CABINET-MAKER, ξυλουρ- γό?, 6. κλινοποιός (lit. maker of beds and couches). CABLE, κάλω^,ω,ό. πείσμα, τό (g. t.). άγκύρια, τά (for the anchor), άπόγαιον or επίγειοι/, τό (any rope to fasten a vessel on shore), πρυμνήσια, τά (stern- ropes to fasten a ship with). CABRIOLET. See Car- riage. CACHINNATION, καγχα- σμός, 6. See Laughter. CACKLE, κλάζειν. κλαγγά- ζειν. if Metaph. = to gossip] λαλαγεΐν. άδολεσχεΐν. CACKLING, κλαγγ,ί, η. Metaph. λαλαγή, η. λαλάγημα, τό. CADAVEROUS, πέλιος or πελιδνό?, 3 (pale as a corpse). C. smell, οσμή νεκρών, δυσωδία από νεκρών, ή (of a corpse), or ■ή από τών νεκρών δυσωδία. (JADE, χειροήθης, 2. τιθασ- σός, 2. CADE, ν. τιθασσεύειν or τιθασεύειν. ήμεροΰν. CADENCE. See Rhythm CADET, (παις) νεώτερος. CADGER, κάπηλος, ό. αγο- ραίος, ό. CjESTUS, ιμάντες, pi. (ιμάν- τας περιειλίττεσθαι, to put, lit bind on the c. P.). μύρμηζ, ηκος ό (armed with metal studs). CAGE, οικίσκος (a cage or coop ; also lock-up house for pri- soners), ζωγρεΐον (to keep any ani- mals in), ε'ίρκτη (lock-up-house), όρνιθοτροφεΐον, Qc. = poultry- yard. TJ A prison] Vid. CAGE, υ. εϊργειν, καθειργνύ- ναι, έγκαθειργνύναι. έγκλείειν, κατακλείειν, άποκλείειν. σηκά- Χ,ειν. If To imprison] Vid. CAJOLE. See to Flatter. CAJOLER. See Flatterer. CAKE, πΧακους, οΰντος, ό. πίμμα, τό. πόπανον, τό. Α thin c., λάγανον, τό : the baking of c.'s, πλακούντων σκευασία, V. CAKE, v. See to Congeal. CALAMINE, καδμεία or κάδμια, η. (72) CALAMITOUS, δυστυχές, άθλιος, ταλαίπωρος (poet.), λευ- γαλέος. λυγρός. κακά πλείστα έχων, ούσα, ον. πλείστων κακών αίτιος, 3. ολέθριος, 3. See Un- fortunate. CALAMITY, κακή τύχη, or simply, τύχη, ή (g. t.). ατύχημα (misfortune), or δυστύχημα, τό (stronger term), also σφάλμα, πταίσμα, τό (ill success, failure), ταλαιπωρία, η (wretched or mi- serable condition), ξυμφορά, ή (contrary or untoward event), πάθος, τό (suffering), κακόν, τό (evil), also δυστυχία or κακο- τυχία, ή (tribulation, bad luck). To bring c. upon aby, ταλαιπω- ρεϊν τίνα. κακοΰν τίνα : to suffer C, ζυμφορα χρησθαι. εν κακοϊς είναι, ταλαιπωρείν and ταλαι- πωρεΐσθαι. κακώς εχειν. κακά πάσχειν or εχειν. CALCULATE, ψηφίζειν, ψήφοις λογίζεσθαι (prop.), λο- γίζεσθαι, έκλογίζεσθαι (prop, and metaph.). σκοπεΐν and άνα- μετοεΐσθαι (metaph. only). To c. athg minutely and impartially, δικαίως λογί'ζεσθαί τι. κατα- στηναι δίκαιον λογιστήν τίνος: to c. the time, ημερολογεϊν τον χρόνον (Hdt.) : to c. athg by athg, ζυμμετρεΐσθαί τι τινι : athg cannot be c.-d, ου δυνατόν εστί λογισμω εύρεΐν τι : to C. the gain and expenditure, άπολογί- ζεσθαι λήμμα και άνάλωμα : to c. the revenues, ίκλογίζεσθαι τάς προσόδους (2Ε.). if To c (safely) upon] ττιστεύειζ/ τινί. πεποιθέναι εσεσθαί τι. μένει μοί τι. βέβαιον 'έχω τι. I can α upon aby's assistance, υπάρχει μοί τις βοηθός : I may safely c. upon athg, απόκειται μοί τι. See to Reckon upon. CALCULATED, επιτήδειος and δίκαιος, 3 (suitable, ft for the puipose). CALCULATION, λογισμός, έκλογισμός, ό. By way of c, λογισάμενος, η, ον : to give a rough c. (of athg), λογίζεσθαί τι φαύλως, μη xj /ήφοις άλλ' από χειρός (Aristoph.). See Ac- count. CALCULATOR^ λογιστής, οΰ, ό. αριθμητής, ου, ό. An ex- perienced c, λογιστικός άνήρ. CALDRON, λέβης, ητος, ό. τρίπους, ποδός, ό. χαλκεΐον, τό (of copper). CALENDER, ήμερολόγιον, τό. έφημερίς, ίδος, ή. παρά- πηγμα, τό (a tablet on wch laws, astronomical and chronological calculations, &c, were written). To mark out in the c, παραπή- γνυσθαι. CALENDS, νουμηνία, ας, ή. καλάνδαι, ών, αϊ. CALF. ΤΓ A young cow] μό- σχος, 6. νεοττός, ό, and σκύλαξ, ακος,ό (of 'other animals), νεβρός, ό (of a stag and roe). if Of the leg] γαστροκνημία, ή. κνήμη, ή. CALIX, κάλυξ, υκος, ή (of flowers and plants). CALK, διανάττειν ναΰν (Strab.). CALL. if Sound of the voice] φωνή, ή. φθέγμα, τό. φθογ- γή, ή. φθόγγος, ό. if A call- ing] κλησις, ή. φωνή, ή. Το come at aby's c, υπακούει or πε'ιθεσθαΐ (pass.) τω καλονντι, κληθέντα παρεΐναι or παρα- γίγνεσθαί τινι. μετάπεμπτον παραγίγνεσθαι (if one kas been sent for). if A visit] εντευζις, ή. συνουσία, ή. ασπασμός, 6. To make a c, έπισκοπεΐν τίνα. προσιέναιτινι άσπασόμενον. εν- τυγχάνειν τινί. έ'ντευζιν •7Γ0ί- εΐσθα'ι τινι. φοιταν προς τίνα or ες (την ο'ικίαν) τινός : to re- ceive a c, δέχεσθαι έπισκοποϋν- τας or ασπασμένους : I shall be glad to receive a c. from you, ήζεις μοι ήδομένω, άσμένω. See Visit, s. CALL, v. if To name] όνομά- Χ,ειν (g. t.). προσαγορεύειν, λέ- γειν and καλεΐν (to give athg a predicate), άποκαλείν (to impose any name upon), όνομα τιθέναι or τίθεσθαι (to give a name). By what name are you really c.-d ? τί αν ειπών σέ τις ορθώς προσ- είποι ; to α (aby) with a loud voice, άνακαλεΐν : to c. aby by his name, όνομαστι λέγειν τινά : to c. athg one's own, 'ίδιον εαυτού λέγειν τι : c.-d, or that is c.-d, έπωνομασ μένος, 3. επωνυμίαν 'έχων, ούσα, ον. κληθείς, εΐσα, έν : the so-called, ό καλούμινος or ονομαζόμενος : the A as it is c.-d, τό Α όνομαζόμενον : to be c.-d, όνομάζεσθαι, καλεϊσθαι(κε- κλησθαι). έπικαλεΐσθαι. όνομα εχειν. όνομα εστί μοι. ^[ Το raise a sound (intr.)] φωνεΐν (to sound), φθέγγεσθαι. Toe. loud, βοαν, άναβοάν. ( Trans.) καλεϊν : to call aby to one's assistance, έπικαλεΐσθαι. % To c. after] επιβοάν. επιφωνείν. ^[ To c. aside] έκκαλεΐν, παρεκκαλεΐν τίνα. "[[ To c. back] άνακαλεΐν (e. g. from exile ; the dogs), ^f To c. away] άποκαλείν, έκκαλεΐν. μετακαλεΐν (to another place). ^[ To c. for (i. e. to take away tviih one), a) To go to fetch] μετιέναί (μετέρχεσθαι) τινά or τι. Ίέναι άξοντά τίνα (to go to a place for the sake of fetching), άγειυ τινά and τι. φέρειν, κομίζειν τι (to take with one). I have called for aby, ηκω άγων τινά. b) To re- quire] δεΐσθαί τίνος, κτλ. VlD. "II To c. forth] προκαλεΐν. έκ- καλεΐν. "ff To c. in (prop.)] ε'ίσω καλεΐν. εισκαλεΐν. To c. in a physician, Ίατρόν καλεΐν. Fig.: to make a c] καταλύειν προς τίνα. If To c. off] άνακαλεΐν (e. g. hounds, P. ). If To c. out (prop.)] έκκαλεΐν, προκαλεΐν. Fig. : ίο^αΙΐ6^β]προκαλεΐσθαι : (of troops) περιαγγέλλειν, συν- άγειν > συλλέγειν : (to exclaim) CAL βοαν, αναβοάν. φωνεΤν, άνα- φωνεΐν. άναφθέγγεσθαι. "H Το c. on or upon, a) To visit] έπι- σκοπεϊν, έφοράν τίνα (to visit a friend, S^c, to see how he is, or to inquire after him), άσπάζεσθαί τίνα, έντυγχάνειν τινι and δεϊ- σθαί τίνος (for the sake of asking athg). ε'ισιίναί προς τίνα, παρά τίνα, επί τίνα, ως τίνα. φοιταν προς τίνα and παραγίγνεσθαί τιι/ι (to visit). To c. frequently upon aby, θαμίζειν επί τίνα. θαμινά εισιέναιπρόςτινα. θαμί- "ζειν its τίνα τόπον (at any place), b) To appeal, urge, fyc, a man to do athg] To c. aby to do athg, άζιοΰν τίνα ποιεΐν τι. δεΐσθαί τίνος ποιεΐν τι. ^[ To c. together] συγκαλεϊν. άγείρειν. If To C. up] άνεγείρειν, έξεγείρειν. άν- ιστάναι. % To c. over] λογίζε- σθαι,διαλογίΧ^εσθαι. άναγιγνώ- σκειν, αναγιγνώσκοντα διελθεΐν (ρ; recitare). ^[ Miscellaneous] To c. names (= to revile), κακί- Χ,ειυ τινά. κακώς λέγειν τινά. λοιδορεΐν τίνα. λοιόορεΐσθαί τινι. όνειδϊζειντινί : to c. athg in question or doubt, άττιστεΐι/ τινι, or c. infin. seq. μή : I call athg in question, αμφισβητώ μη είναι τι or ώς ουκ εστί τι. κατα- μέμφεσθαί τινι : to c. aloud, see to Call out : to c. to aby's mind, άναμιμνήσκεσθαί τίνος or τι : to c. athg to a person's mind, ΰπομιμνήσκειν τινά τι. άναμι- μνήσκειν or επαναμιμνήσκειν τινά τι or τίνος. CALLER. See Visitor. CALLIGRAPHY, καλλι- γραφία, η (Plut.). f CALLING. «ΤΙ Prop.] βοή, ή. φθόγγος, 6. κλήσις, ή. το καλεΐν. ΪΙ The sphere of aby's duty] έργον, τό. προσήκοντα, καθήκοντα, τά. τα εαυτού. See Condition, Station. CALLOSITY, πώρωμα or (Hipp.) έπιπώρωμα. σκίρρωμα, άποσκίρρωμα. σκλήρωμα.σκλή- ρυσμα. τύλωμα, τό. σκίρρος, 6. τύλος, ή. τύΧη, ή. To produce or bring on c, see to render Cal- lous. CALLOUS, σκληρόδερμος, 3. σκιρρώδης, 2. σκιρρός, 3. τυλώ- δης, 2. To render c, πωροΰν, σκιρροϋν. τυλοϋν. σκληροϋν, άποσκληροϋν, σκληρύνειν. ^| Trop. = insensible] σκληρός, 3. σκληρόφϋχος, 2. απαθής, 2. άν- ιλεήμων, 2. CALLOUSNESS, σκληρυ- σμός. πώρωσις, ή. σκληρότης, ijtos, ή (trop.). σκληρόν, τό. αναλγησία, ή. See INSENSI- BILITY. CALLOW, απτερος, 2. also άπτήν,ηνος,2. C. young., νεοτ- τία, τά. CALM. If The state of the sea when there is no storm] νηνεμία, ή. εύδία,ή. γαλήνη, ή. "ft Tran- quillity] ησυχία, ή. ηρεμία, ή (absence of motion as well as of (73) CAL noise). εΙρήνη, ή (peace), άτα- ραξία, ή (inner tranquillity), also ευκολία, ή. ευδία, ή. απάθεια, ή. σωφροσύνη, ή. σιωπή, ή (ab- sence of noise or disturbance), ευθυμία, ^j Fig. : of the mind] See Tranquillity. CALM, adj. ήσυχος, 2 (g. t.). ακίνητος, 2 (without motion), άτρεμής, 2 (without inner emo- tion), ήρεμαΐος, 3 (without exer- tion), αθόρυβος, 2 (without noise), άπράγμων (without energy), ά- τάρακτος, 2 (without losing one's composure), απαθής, 2 (not dis- turbed by passion), άφοβος, 2. άδεής, 2. θαρραλέος, 3 (without fear or anxiety), εύκολος, 2. σώ- φρων, 2 (of firm disposition). ^[ Of air, weather, and the sea] εΰδιος, 2. — of the sea, ακύμαντος, 2. γαληνός, 3. λεΐος, 3. % A c. mien or countenance] άφοβου or κατεσταλμένον τό πρόσωπον : a c. temperament, ευκολία, ή : a c. or peaceable life, 'ήσυχος βίος. άπράγμων βίος (without business): a c. disposition, αταραξία, ή. τό απαθές : c. speech, language, or words, ήσυχος φωνή (speaking sedately), άφοβοι λόγοι (fearless expressions), πραείς λόγοι (ut- tered without passion) : to be c, ήσυχίαν εχειν or αγειυ. ησυχία χρησθαι : be c. ! ήρέμει ! εχ' ήσύχως (do not excite yourself), σιώπα, ευφήμει (be silent), μή θορυβεί (do not disturb, do not ut- ter disapprobation) : to be c. under athg, άτρεμεΐν επί τινι. πράως φέρειντι. θαρραλέως εχειν προς τι (to look things coolly in the face), ήσυχίαν εχειν or άγειν. ησυχία, χρήσθαι. ήρεμεΐν (tokeep quiet). CALM, v. παύειν, άναπαύ- ειν, καταπαύειν, καταστέλλειν (of violent emotions in general), πραύνειν, καταπραύνειν (aby who is in a rage), παραμυθεϊσθαι (aby afflicted or in distress). κηλεΐν (aby who is excited or in a passion). Ίλάσκεσθαι and εζιλάσκεσθαι (one who is about to revenge him- self). CALMLY, ήσυχη and ήσύ- χως (g. t.). άτρέμα(ς). ήρεμα. To expect athg c, θαρραλέως εχειν προς τι. CALMNESS. See Calm, s. CALORIFIC, θερμαντικός (P. Α.). θερμαντηρίος (Hipp.), καυματηρός, 3. καυματώδης, 2 (glowing with heat). CALOTTE. See Cap. CALTROP, τρίβολος, ό (Po- ly cen.). CALUMNIATE, διαβάλλειν. κακηγορεΐν, κακολογεΐν, κακώς λέγειν, βασκαίνειν. συκοφαν- τών (all c. ace), λοιδορεϊσθαί τινι. βλασφημεΐν περί τίνος or κατά τίνος. To c. aby (to aby), διαβάλλειν τιι/ά προς τιι/α. CALUMNIATOR, συκοφάν- της, ου, ό. ό διαβάλλων τινά. ό κακώς λέγων τινά. βάσκανος, CAN CALUMNIOUS, κακολογι- κός, 3. κακολόγος, 2. συκοφαν- τικός, 3. βάσκανος, 2. CALUMNY, διαβολή, ή. βα- σκανία, ή. λοιδορία, ή. κακηγο- ρία, κακολογία, ή. συκοφαντία, ή. συκοφάντημα, τό. CALVE, ν. τίκτειν (g. t.). CAMBRIC. See Linen. CAMEL, κάμηλος, b (usually ή). C.Vskin or -hide, καμήλου δορά, ή. CAMEL-DRIVER, καμηλη- λάτης, ου, ό. καμηλοκόμος, ό. ό επί ταΐς καμήλοις (the person who had the care of the camels). C Α Μ Ε L Ο Ρ A R D, καμηλο- πάρδαλις, εως, ή. CAMELOT. See Syn. in Cloth. CAMOMILE, άνθεμίς, ίδος, ή. χαμαίμηλον, τό. CAM Ρ, στρατόπεδον, τό. στρατοπέδευμα, τό. στρατοπε- δεία, ή. σκηναί, αι. παρεμβολή, ή. όπλα, τά. To pitch a c, α) on the part of the general] στρα- τόπεδον καταλαμβάνειυ. καθ- ίΧ,ειν τό στράτευμα, b) With ref. to the army] στρατοπεδεύειν and στρατοπεδεύεσθαι. καταστρα- τοπεδεύειν. στρατόπεδον ποι- εϊσθαι or βάλλεσθαι. τίθεσθαι τά όπλα. καθίζεσθαι. To break up the c, άνιστάναι or κινεΐν τον στρατόν. μεταστρατοπε- δεύειν. άναζευγνύναι : to pitch the c. at a place, ίνστρατοπεδεύ- εσθαί τινι τόπω : to pitch the c. opposite the enemy's, άντιστρα- τοπεδεύεσθαι. άντικαταστρα- τοπεόεύειν. άντιπαραστρατο- πεδεύειν : to make the army pitch their c, Ίδρύειν τον στρα- τού. CAMPAIGN. 1 The time during wch an army keeps the field] στρατεία, κτλ., or more exactly ενιαύσιος στρατεία (Polyb.). To have already served five c.'s, πέντε ενιαυσίους εχεινήδη στρα- τέ ίας (Pol. 6, 19) or πέντε ενιαυ- σίους στρατείας είναι τετελε- κότα (ib.) : to serve twenty c.'s in the infantry, πεζί} στρατεύειυ είκοσι στρατείας ενιαυσίους. See Expedition. The c. is over, ή στρατεία λήγει. To have served in many c.'s, πυλλάς στρατεύ- σασθαι στρατείας. Sts 'έτος, year (τό), ivill serve. CAN, s. κάλπις, ιδος, ή. κάνθαρος, ό. χους, ό (a measure for liquids), gen. χοός and χοώς (the latter composed of χοέως fin a nom. χοεύς, used by the Ionians). CAN. TJ I) To possess power, the faculty, S[C.] δύνασθαι. δυνα- τόν είναι, οϊόντε είναι, εχειν. Ίσχύειν. C. you tell me ? 'έχεις μοι ειπείν ; I can't help or avoid (doing athg), ονκ εχω όπως μή, e. subjunct. or optat. I could say much more, άλλα πολλά εχω ειπείν, as much as aby possibly c, όσον δυνατόν μάλιστα, ως οϊ- όντε μάλιστα, ό τι μάλιστα, ώς CAN CAN CAP πλείστα. Tf II) = To be possible or alloiced] οΤόντε είναι, εζεστι. πάρεστί μοι. υπάρχει, μοι. One (= people) can, εστί. εζεστι. ττάρεστί. ενεστι : it can hap- pen or be. a) There is nothing contradictory in it] ενδέχεται, δυνατόν έστι. b) It is not impro- bable that, Sfc] γένοιτ' αν. φψ If subjective possibility or probability is expressed by tlie verb can (a rare ■use in English), the Greeks iise in independent clauses the optat. mood, in connexion with the par- ticle av : but in depe?ident or sub- ordinate clauses either the optat. or conjunct., and after ώστε the infin. You can [/ dare say] hit upon many expedients, πολλάς αν ε'ύροις μηχανάς : a man could not find a blacker dog, κύνα μελάντερον ουκ άν τις εύροι. So of objective possibility : what c. be the reason of this ? τί δή -ποτέ τούτου αίτιον άν ε'ίη ; who could maintain ? τίς άν φήσειε ; Since we as frequently say, " I could not have thought," " Who could have thought it ?" as " I should not have thought," "Who would have thought it?" could, could have, are sts to be transl. by av, with the imperf. or aor. of the indicat. To say " I could not have thought it !" " Who could have expected?" &c, το λέγειν '"ουκ άν ωόμην'" " τίς άν ήλπισε ταΰτα γενέσθαι ;" μέγιστον είναι μοι δοκεϊ σημεϊον απει- ρίας, ipjr• Verbal adjtt. in τος and σιμός imply physical possi- bility, e. g. that c. be conquered, άλωτός, 3. άλώσιμος, 2 : that C. be passed or traversed, διάβατος, 2. In other instajices, the notion of can is sup/pressed in Greek and rendered by periphrasis, e. g. I can't praise those (persons), ουκ επαινώ εκείνους : 1 cannot dis- approve of it, ου μέμφομαι εγω- γε : aby cannot find fault with cvr blame, ουδείς φθόνυς. ^f III) To have gromids or reason (for athg)] δίκαιον είναι, εχειν. He can't find fault with or blame us, ου δίκαιος εστίν or ουκ έχει έγκαλέσαι ήμΐν. If IV) Topos- sess dexterity, skill, the requisite knou-ledge, φ?.] έπίστασθαι (c. inf.). πεπαιδεΰσθαι ποιεΐν τι (e. g. γεωμετρεϊν). I c. make speeches of enormous length, έπί- σταμαι ρήσεις παμμήκεις ποιείν (Ρ.) : I cannot count, άριθμεϊν ουκ έπίσταμαι {P.). i [f Miscell.] I cannot help it, οΰκ εγωγε αίτιος τούτων : no man can say it was my fault, ουκ εμοί δεϊ επι- φέρειν την αίτίαν. See to be Able. CANAL, οχετός, δ. δχέτευμα, το. αυλών, ώνος, δ. διώρυξ, υχος and υγος, ή (if drawn off a river). To conduct by c.'s, όχετεύειν, άποχετεύειν, παροχετεύειν. CANARY-GRASS, φαλαρίς, ίδος, h. (74) CANCEL, διαλείφειν, εξαλιί- φειν,διαγράφειν,διασμην. Easy to be c.-d., εύεζάΧειπτος, 2. Syn. Annul. CANCER, t Prop.-] See Craavfish. if Meton. : a viru- lent sore] καρκίνος, b. g^ Also = tlie constellation Cancer. For sore also καρκίνωμα (τό) is used. To bring on a c, καρκινοΰν. CANCEROUS, καρκινώδης. CANDID, άπΧοΰς, η, οϋν. αληθής and άφευδής, 2. αληθι- νός, 3 (of persons and things), ανυπόκριτος, 2 (of persons only), άδολος, άπλαστος,2 (of different objects, e.g. άδολος λόγος, ειρήνη, σπονδαί. άπλαστος εύνοια, προ- θυμία). To be c, άληθεύειν and άληθεύεσθαι. See Syn. in Sin- C ANDIDLY. ^Sincerely. CANDIDATE, δ ζητών τι. ό μετελθών τι. εραστής, τινός, επιθυμητής, tiro's (g. t.). A C for a post or office, ό παραγγέλ- λων αρχήν : a rival c, ό άντιπαρ- αγγέλλων αρχήν τινι. δπαραγ- γελλων και αυτός την αρχήν, δ την αυτήν τινι αρχήν μνηστευ- όμενος. συνεπιθυμητής, οΰ, δ (all in the sense of competitor) : to be a c. for post or office, παρ- αγγελλειν αρχήν : — for a prize, άμιλλασθαι περί άθλων, or sim- ply άμιλλάσθαι (pass.) : a c. for a prize, &c, άμιλλητής, οΰ, δ. CANDLE, κηρός, δ (esply in plur.). δας, δάδος, ή. λαμπάς, άδυς, ή. To light a c, άπτειν λύχνον. καίειν φως. SeeSyn.in to Light. CANDLE-LIGHT, τό των δάδων or κηρίων φέγγος. Bye, προς φώς. προς τον λύχνον. υπό δάδων. CANDLE -SNUFFER, λυ- γμοί; άπόμακτρον, τό. ( CANDLE-STICK, λυχνία, ■η (Lucian ; a stand on wch the λύχνος was placed. Matt. 5, 15. Lob. Phryn. 313). Χυχνεΐον,τό (Ath.). To put a candle on a c, λύχνον επί λυχνίαν τιθέναι (St. Matt.). CANDOUR. See Sincerity. CANE, κάλαμος, δ. δόυαζ. ακος, δ. ήλακάτη, ή. κάννα, ή (all theproduce of nature), αυλός, δ (artistical produce). See Reed and (for walkinq-c. ) Stick. CANE -CHAIR, καλαμίνη έδρα, η. CANE, v. See to Beat with a stick. CANINE, κυνικός, 3. σκυλα- κώδης. κυνώδης, 2. CANISTER, θήκη, ή. κιβώ- τιου, τό. πυζίς, ίδος, ή (of box- tvood). See Box. CANKER. See Cancer. CANKER-ROSE, κυνορόδον, τό. CANKER-WORM, βροΖχος (Joel. 1, 4. Nahujn 3, 15). CANKER, v. κατιοΰν (Diosc. Arr. St. James Ep. 5, 3). To be c.-d, κατιοΰσθαι (ό χρυσός κατίωται, Jam. 3, 15). CANNON, μηχάνημα, τό (aft. the notion of tlie ancients ; to wch πυροβόλον may be added). To range or point the c.'s, τα μηχα- νήματα έφιστάναι. t CANNONEER, αφέτης, ου, δ. CANOE. See Boat. CANON, νόμος, δ. κανών, όνος, δ. See Syn. in Rule. CANONICAL, κανονικός. CANONIST, κανονιστής, oZ (Eust). CANOPY, σκιάς, άδος, ή. ουρανός, δ. ουρανίσκος, δ. Prps also αυλαία, ή (cf. Heindorf on Hor. Sat. 2, 8, 54). κωνωπεΊον (was a bed with a c. or curtains of fine gauze as a defence agst gnats). If Fig. : c. of the heavens] δ τον ουρανού κύκλος, ουράνια άψίς, ή, or prps κλίνη ούρανυφόρος, η (oft. σκηνή ούρανοφόρυς, αρ. Athen. ii. p. 48). CANT. Ac. term, όνομα τεχνικόν, τό (a technical term), or τέχνης όνομα, τό. CANTER, s. and v. See Syn. in Gallop. CANTHARIDES (sing.), κανθαρίς, ίδος, ή. μάλαγμα, τό (g. t., a blister). CANTICLE. See Chant. CANTO, ώδ?ί, n. νόμος, b. See Song. CANTON, νομός, δ. See Dis- trict. CANTON, v. διασκηνεΐν. καταστρατοπεδεύεσθαι. CANTONMENT, καταστρα- τοπεδεία, ή. To retire into c.'s, καταστρατοπεδεύεσθαι : to order or send into c.'s, καταστρατο- πεδεύειν. ( CANVASS, οθόνη, n (g. t). ρώπος, δ (for packing). η[ Sail- cloth] οθόνη, ή. φώσων, ωνος, δ. If = sail] e. g. to sail with all the c. set, or to set all the c, Ίστιο- δρομεΐν. if An asking for votes] παραγγελία, ή. §§2* More usu- ally by the partepp. of verbs under to Canvass. CANVASS, V. μνηστεύειν χειροτονίαν (e. g. παρελήλυθα ου χειροτονίαν μνηστεύσων, Isocr.). If To investigate] Vid. See to be a Candidate for. CAP, μίτρα, ή. κυνη, ή (of dogskin), κεκρύφαλος, δ. καλύ- πτρα,ή( for a female), επικεφά- λαιος κόσμος, ό. κοσμήματα τά έπϊ ttj κεφαλή or περί την κεφαλήν (a female liair- or head- dress). To take off aby's c, περι- ελέσθαι πίλου. CAP, v. if Fig. : to top with athq] επικαλύπτειν. επισκέπειν. CAPABILITY. See Syn. in Capacity. CAPABLE, δυνατός, 3. ικα- νός, 3. επιτήδειος, 3 and 2. olos, οία, οίον, e. g. otos or ικανός παραλαβεΐυ or μαθεϊν,κτλ. επι- δεκτικός, 3. εύ πεφυκώς προς CAP CAP CAP τι. κατακώχιμος (2) Trpos τι {susceptible of an emotion, &c.), or υπό (εκ) τίνος (Α.). &• °f learning, εύμαθής, 2 : to be c, οΤόντε είναι, δύνασθαι : to be c. of doing, &c, δυνατόν or οΐόντ είναι ποιεΐν τι {to be able to do), έοικέναι ποιοΰντί τι. φιλεΐ,ν ττοιεΐν τι (to feel an inclination for) : to be c. of committing a crime, προσίεσβαι αμάρτημα, τολμαν πράττειυ έργον ανό- σιου : to be C. of athg, μηδεμιάς άπέχεσθαι πονηρίας. $g§* Many adjj. implying capacity or fitness for tlie act wch the verb expresses, are formed in Greek with the term- ination ικός, e. g. c. or fit to go- vern, αρχικός, 3 (fm άρχειυ) : c. of comprehending, μαθητικός, 3 (fin ααθέΐυ, μανθάνειυ). CAPACITY, φύσις, εα>9, ή. οργή, ή. 'έξις, εω?, ή. Good (bad) c.'s, see Abilities. % Size, room] ευρυχωρία, ή. περιοχή, ή. See Circumference. *U Condi- tion, character] e. g. the political C. of aby, το πυλιτικόν αξίωμα τίνος. In otJier cases it must be rendered by periphrasis with ων, ούσα, όν. άτε or οία ων, ούσα, όν. ων δή. e. g. as (=■ in his c. of) king he gave the law, βασιλεύς ων εβιικε τον νόμον : in his c. of general he enforced it, έκράτησεν ά'τε στατηγός ων. CAPARISON, εφίππων, τό. CAPE. ^1 Promontory] άκρω- τήριον, τό. άκρα, η. ι\ Of* α cloak] παρυφή, ή. παρύφασμα, τό. παταγεΊον, τό. CAPER, ν. διασκιρτάν. δια- πηδάν, περιπηδάν (to jump α- bout), περισκιρτάν : also γαυ- ριάν. άγάλλεσθαι {by way of merriment or joy). CAPER, κάππαρις, εως, ή. "[[ Ajump]πήδημa, τό. πήδησις, ή. σκίρτησα, ή. σκίρτημα, τό. άλμα, τό. σκίρτημα, τό. Το cut c.'s, άνασκιρταυ. CAPER-SAUCE, άβυρτάκη, ή. CAPER -TREE, κάππαρπ, εως, ή. CAPILLATRE, άδίαντον (adiantnm, Plin. 22, 21, 30; a plant called Maiden-hair). CAPITAL. ΤΪ Chief city] μη- τρόπολις, εως, ή. πρώτη πόλις, ή. ΤΤ Principal laid out at in- terest] τό του αρχαίου κεφα- λαίου (the original stock of a business). κεφάλαων, τό. χρή- ματα τά υπάρχοντα (a sum of money), χρέος, ους, τό. δάνειου, δάνεισμα, τό (c. lent out). αρ• χαϊον, τό {ορρ. interest), αφορμή, η (put into some business). To pay both the c. and the interest, και τό άρχαων κα\ τους τόκους άποδοΰναι {Ι.) : we cannot reco- ver even our ο.,ονδε τό αρχαίου άναλαβεΐν δυνάμεθα (D.). CAPITAL (of a pillar), κιουό- κράνον or κίόκρανον (Χ.), έπι- στύλιον is the architrave. (75) CAPITAL, adj. εξαίρετος, 2. άριστος, 3. διαφέρων, ούσα, ου. κάλλιστος, 3. ίκπρεπής, 2. δει- νός, 3. The most c, κράτιστος, πρεσβύτατος. πρώτος, ούδευός δεύτερος {no second like it, Sec). IT Chief, principal] VlD. ^f A c. article] κεφάλαιον, τό. τό άκρον, ακμή, ή. άνθος, τό. *([ Α c. letter] τό πρώτον or άκρον γράμμα. *[[ Having the penalty of death attached to it] φονικός, and Crcl. with θάνατος. A c. cause, φονικόν έγκλημα, τό. γραφή, ή. φονική δίκη, η. θανα- τική κρίσις. To bring a c. charge agst aby, περί φονικών έγκαλεϊυ τινι or γράφεσθαί τίνα : to make athg a c. crime, θάνατον ορίζειυ εϊναι την ζημίαυ επί τινι. θάνατος επίκειται τινι, or θανάτου "ζημία επίκειται : c punishment, θανάτου "ζημία, ή, or simply θάνατος, ό (e. g. θάνατος επίκειται τινι) : any one has committed a c. offence, θανάτου άζιός εστί τις. οφείλει τις θάνατον, θάνατος ζημία εστί τινι : to inflict c. punishment on aby, θανάτω ζημιοΰν τίνα : to accuse aby of a c. offence, θανά- του ΰπάγειν τινά. ^[ Capital!] See Bravo ! t CAPITALIST, τοκιστής, od, 6. δανειστής, οΰ, b. πλούσιος χρημάτων, ό. CAPITALLY, διαφερόντως. έξαιρέτως. ούχήκιστα. δεινώς. μάλιστα. CAPITATION, έπικεφά- λαιον, έπικεφάλιου, τό. To pay a c. tax, κατά κεφαλήν ε'ισφέ- ρειν άργύριον. ΟΑΡΙΤυΕΑΤΕ,ιηοοσχωρεϊι/. ζύμβασιν ποιεϊσθαι. ενδιδόναι. παραδιδόναι την πόλιν επί ξυμ- βάσει. έπικηρυκεύεσθαι. ( CAPITULATION,OMτακαΐον τάρι- yos, τό. CAVITY, f Hollow] See Cavern. % Concaveness and con- cavity] κοιλάς, άδος, ή. κοίλον, εγκοιλον, τό. κοιλότης, ητος, ή. βόθρος, ο. εΊσοχή, ή. That has c/s, συριγγώδης, 2. CA\V, κράΧ,ειν and κρώζειν. CAWING, κρωγμός, ό. CEASE. % To leave of, discon- tinue] παύεσθαι, άναπαύεσθαι, άποπαύεσθαι, καταπαύεσθαι (c. gen. or partcp., e.g. he c.-d speak- ing, or to speak, έπαύσατο του λόγου or λέγων), λήγειν,κατα- λήγειν (c. gen. or partcp.), e. g. he c.-d hunting or to hunt, έληξε της θήρας, άφίστασθαι (c. gen.). e. g. he c.-d to have the adminis- tration of the state, άττε'στη της πολιτείας : to cause to c, παύειν, καταπαύειν (c. gen. or partcp.). In some cases the Greeks render the notion of ceasing by compound verbs formed with άπό, e. g. to c. working or to work, άποπονεΐν : to c. weeping or to weep, άποδα- κρύειν. Tf Tohaveanend]λωφav. CEL Χήγειν, καταλήγειν. τεΧευτάν. παΰλαν λαβεϊν. παύεσθαι, άνα- παύεσθαι, άποπαύεσθαι, κατα- παύεσθαι. The aor. and fut. are formed, in the second sense of the word, by the passive, whilst in the first sense the mid, and the pass, are respectively used, the mid. denoti7/g a ceasing or cessa- tion resulting fm subjective voli- tion, and the pass, a cessation caused by external influeuce, e.g. the danger c.-d, 6 κίνδυνος έπαύσθη : they c.-d to work, εργαζόμενα έπαύσαντο : they c.-d to be ill (= their illness c.-d), επαύσθη- σαν νοσοϋντες. ggp The above distinction, however, is not always adhered to, since the mid. is fre- quently met icith, esply in later writers, where strictly speaking the pass, would be more correct. The cough c.-d, λωφά b βήξ: his anger c.'s, συστέλλεται ή οργή: the malady c.'s, παρακμάζει r) νόσος. CEASELESS, άπαυστος, ά- κατάπαυστος, άδιάπαυστος, 2. άληκτος, 2. αδιάλειπτο?, 2. συν- εχής, 2. μηδέν επισχών, οΰσα, όν. μηδένα χρόνον διαλιπώυ, οΰσα, όν. CEASELESSLY, συνεχώς, αδιαλείπτως, άεί. άεί ποτέ. To do athg ε., διατελεΐι; «ει ποι- οΰντά τι. διάγειν ποιοΰντά τι, διαγίγνεσθαι ποιοΰντά τι. CEDAR, κέδρος, ή. CEDAR-WOOD, ξύλα τά άπό της κέδρου, κέδρινου ξύλον, τό. Made of c.-w., κέδρινος, 3: utensils of c.-w., κέδρος, ή: laid in with c.-w., κεδρωτός, 3. πε- ποικιλμένος (η, ον) κέδρω. CEDAR-WOOD (= forest), κέδρων, αίνος, 6. CEDAR-OIL, κέδρινου, with or without ελαιον. κεδρέλαιον, τό. κεδρία, ή. To anoint with c.-o., κεδροΰν : anointed with c- O., KtOpWTOS, 3. CEDE. See to Yield. 1 To make over to aby] παραχωρεΊν or ΰπείκειντινί τίνος, έξίστασθαι or άφίστασθαι τιν'ι τίνος, παρ- ιέναι τιν'ι τι. άποδιδόναι τινί τι. CEIL or CIEL, σανιδοΰν (to board), φατνοϋν (with compart- ments), όροφοϋσθαι (with or with- out δοκοΐς. Plut.). CEILED or CIELED, ό'ρο- φωτός (Eust). φατνωτός and φατνωματικός, 3. C.-d-WOrk, φάτνωμα, τό. CEILING or CIELING, ορο- φή, καταστέγασμα (της ορο- φής), φ ατ ν άλματα, τ ά (with com- partments), δοκοί {beams. LXX). CELEBRATE, f To give praise to] ΰμνεΐν. έγκωμιάΧ,ειν τινά and τι. — on account of athg, τινά επί τινι or τινά κατά τι. λαμπρύνειν. λαμπρού ποι- εΐν or καθιστάναι. περίβλεπτου or ενκλίά ποιεϊν. δοξάζειν. κο- σμεϊν, επικοσμεϊν. *ff To solem- CEL nize] εορτάζεα/. άγειυ. τεΧεΊυ. θύειν, e. g. γενέθλια, χαριστή- ρια (a birth-day, a day of thanks- giving). Κ To praise or laud, S[C.] ΰμυεΐυ. εγκωμιάζει?. See to Praise. CELEBRATED, περιβόητο?, διαβόητος, εύκΧεής, 2. ονομα- στό?, 3 (of whom much is said), ένδοξος, εΰδοξος, ευδόκιμος, 2 (of whom a high opinion is en- tertained). Χχμπρός, 3. περί- βΧεπτος, επίσημο?, επιφανής, 2. φανερός, 3 (bright, brilliant, distinguished). C. for or on ac- count of athg, ευδόκιμος επί τινι, ευ τιυι, περί τι, προς τι : to become c, λαμπρόν, 'ένδοξου, περιβόητου, εΰκΧεά γίγνεσθαι, δόξαυ Χαμβάυειυ, δόζης τυγχά- νειυ. εΰκλειαυ κτάσθαι : a re- public celebrated for its wisdom and power, 7ro\ts εις σοφίαν και Ίσχύυ εύδ.>κιμωτάτη (P.) : to ren- der or make aby c, ένδοξου, εν- κΧεά,Χαμπρόν καθιστάναι τινά. Sofcauor κΧεος περιάπτειν, περι- τιθίναι, παρασκευάζειν, παρ- έχειυ τινί : to be α, εϋδοκιμεϊυ. δόξαυ or κΧέος έχειυ. ε'ύκΧειαν κεκτηπθαι. περιβόητου or Χαμ- πρόυ είναι. t CELEBRATION, τεΧετή,ν. εορτασμός, δ. At the c. of the Olympic games, των ΌΧυμπίωυ άγομίυωυ. "f[ Act of panegyriz- ing, #£c] Crcl. with the forms given for to make Celebrated. CELEBRITY, εΰκλεια, επι- φάνεια, δόξα, η. Χαμπρότης, ητος, η. Χαμπρόυ όνομα, τό. To acquire C, δόξης τυγχάυειυ. ένδοξου γίγνεσθαι : — for athg, εΰδοκιμεϊν επί τινι. έυευδοκι- μεϊν τινι : c. acquired in the course of aby's life, δόξα εξ άπαντος τοΰ αιώνος συνηθροι- σμέυη. CELERITY. See Quickness, Spffh CELERY, σέΧΊυον (g. t. for apium, <$"c.). CELESTIAL, ουράνιος, 3. έπουυάνιος, 2. θεΐος, 3. CELIBACY, άζυγία, αγα- μία, ν. μοναυΧία (with ref. to avoiding the expense of an esta- blishment. P.). To live in c, άγάμως (or εν αγαμία) ζην. CELL, σκηνή, ή (of bees and wasps). κοϊΧου, τό. θυρίς, ίδος, ■η. κύτταρος, 6 (Α.). To build their C.'s, πλάττειυ τα κηρία. CELLAR, Χάκκος, 6. ταμι- εΐον or ταμείου, τό. θήκη, η. οίκημα υπόγειου, τό. Wine-c, οίνων, ώυος. 6 (Χ•)• ο'ινοθήκη (Geop.). Thec.-door, η τοΰ Χάκ- κου θύρα. CELLULAR, αραιός (Att. ά- : porous, spongy), μανός (nearly the same ; rarus, e. g. οστά, σάρ- κες. P.). τρηματόεις (Anth.). CEMENT, κονία, ή. φάμμος. άμμος, ή. ΧιθόκοΧΧα, η. πισσό- κηρον. τό. CEMENT, ν. «fl Prop.] δια- (81) CEN κοΧΧάν, συγκοΧΧάν. συυάπτειυ (τι τιυι). δεΐν, συυδεϊυ (τι τιυι, to fasten together), προσάπτειυ τ'ι τιυι (to join, unite firmly). To c. athg, στηρίζειν, ασφαΧώς καθ- ιστάναι, εμπεδοΰυ (to give ad- hesion and firmness of position). 1[ Fig.~\ βεβαιούν, κρατύυειυ (to afford or give consistency, secure, establish firmly). Not to be c.-d, Ίσχνρόν ουδέν έχειυ. CEMENTING (prop.), κόΧ- Χησις, η. CEMETERY, ποΧυάνδριον, τό. κοιμητηρίου, τό. CENOTAPH. See Grave. Tomb. CENSER, θυμιατήριον, τό. CENSOR, τιμητής, οϋ, b. To be c, τιμητεύειυ : the office of a C, τιμητεία. τιμητική αρχή, ή. Τ[ Pig.] έπιτιμητής, οΰ, 6. μεμφόμενος, 6. φέγων, οντος, 6. CENSORIOUS, φιΧόφογος, 2. φιΧεπιτιμητής, οϋ, 6. φιΧαί- τιος. 2. επιμεμπτικός, 3. CENSORIOUSNESS, φιΧο- Χοιδορία, η. φθουερία. η (Α.). φόγου επιθυμία, η. φθουητικη 'έξις, η (propensity for censur- ing). CENSORSHIP, τιμητε'ια.τι- μητικη αρχή, η. CENSURABLE. See Blam- ABLE. CENSURE, CENSURER, v. and s. See Blame. CENT, έκατόυ (hundred), η έκατοστύς, ύος (a hundred). One per c, εκατοστή, ή : two per c, πευτηκοστή, η: five per c, εικο- στή, ή : ten per c, δεκάτη, ή : to charge one per c. interest, έκα- τοστηυ εις τους τόκους Χογί- ζεσθαι : to pay ten per c. interest, τους επιδεκάτουςτόκουςτεΧεϊν: to lend at twelve per c, επί δραχμή δάνειζε ιν (i. e. so that one drachma per month was paid for every mina) : to lend at six- teen, eighteen, per c, επί οκτώ όβοΧοϊς, επ' εννέα ύβοΧοΐς δανεί- $611/. CENTAUR, Κένταυρο* and Ίπποκένταυρος, 6. θήρ, θηρός, CENTENARY, εκατοντα- ετής, 2. έκατόυ έτώυ (aged or lasting a hundred years), δι εκα- τοστού ένιαυτοΰ (that occurs or takes place every hundred years). CENTESIMAL, εκατοστός, 3. CENTO, (prps) ποίημα εκ διαφόρων συνηρανισμένον (oft. Phot, de Stobcei Eclogis). CENTRAL, ευ μέσω τινός και τίνος ων. To be c, δια μέσου είναι. CENTRE, τό μέσον, κέντρον, τό. The c. of a disc, a circle, &c, όμφαΧός, b : hence the c. of the earth, όμφαΧός γης (terra? umbilicus) : the c. of a circle, κύκΧου τόρνος, b : the c. of an army, τάξις ή μέση. τό της CER στρατιάς μέσον : thee, of gravity, ροπή, ή. κέντρον ροπής or των βαρέων, τό. CENTRE, v. (Tr.). συνάγειν. εις ταυτό. See the next word. CENTRE, v. (Intr.), or to be Centered. To c. in aby or athg, ανηρτησθαι εις τίνα or τι, εκ τιυος. είναι or κεΐσθαι εν τινι : every thing is c.'d in you, πάυτ επί σοι άνάκειται. CENTUPLE, εκατουταπΧα- σίωυ, 2. CENTURION, εκατοντ- άρχης, ου, and έκατόνταρχος (Χ. Hdn.). κευτυρ'ιωυ, ωυος, ο (St. Mark), ταξίαρχος, b and ταξιάρχης, ου (both Polyb. for Rom. Cent.). CENTURY, έκατονταετηρίς, ίδος, ή. αιών, ώνος, b (the latter =r age, in general). CERATE, κήρωμα, τό. κη- ρόπισσος. η. CERE-CLOTH, οθόνη κηρω- τή, ή. CEREMONIAL, τά νομιζό- μενα (e. g. ποιεΐυ περί τό ιερόυ τά υομιζόμευα, Hdt.). See Ce- remony. CEREMONIOUS, e. g. to be c, περιεργάζεσθαι. προφασί- ζεσθαι. See Ceremony. ^For- mal] ViD. CEREMONIOUS Ν ESS, περιεργία. περιττοΧογία, ή (in speaking), ακρίβεια, ή (exactness, punctiliousness) . CEREMONY. 1i Festivity] τά νομιζόμευα. τά προς την έορτήν. πομπή, η. To perform the usual c.'s, ποιεΐυ τά υομιζό- μευα περί τι (Hdt.). if Cere- monious behaviour] e. g. to make c.'s, άκκίζεαθαι. περιεργάζε- σθαι. προφασίζίσθαι : without any c.'s, μηδέν προφασιζόμενος, έυη, ενόν. μάΧα προθύμως. CERTAIN. U Sure, to be de- pended on] άσφαΧής, 2, and βέ- βαιος, 2 (as well of external se- curity as internal assurance), ά- φευδής, 2, and πιστός, 3 (with- out deceit or deception, of persons and things). δηΑος, 3. κατάδη- λος and σαφής, 2, and φανερός, 3 (clear, evident), εναργής and άκρϊβής, 2 (settled), ώρισμέυος, 3 (determined). To know athg for c, σαφώς or άκρϊβώς ε'ιδέναι τι. έξεπίστασθαί τι : it is c, δηΧόν εστί. φαίνεται (but φαί- νεσθαι is usually employed person- ally. See Gr. Gr.) : e.g. it is c. that he has accomplished the act, δή- Χός εστί or φαίνεται τοϋτο τό πράγμα ποιήσας : to believe (athg), to be c, πεποιθέναι. ά- σφαΧώς νομίζειν : to have C. news respecting athg, σαφώς πυθέσθαι τι : to be c. of athg, ακριβώς ε'ιδέναι τι. πεπεϊσθαι (seq. infin.) : to take the c. for the uncertain, αιρεϊσθαι τά ευ χερσιν άντι τών άδήΧων όντων όπως άποβήσεται. H A c. (per- son) = some one (generally speak• G CER CHA CHA ing)~\ τις, τι {end.). In a c. manner, τρόπον τινά : there are c. (= some) people, ε'ισί τίνες : at a c. time, ττοτε (end.) : in c. respects, πή. πώς. ττού. τι {all end.). Tj Adverbially — without donht\ See Certainly. CERTAINLY, ασφαλώς βε- βαίως, σαφώς, φανερώς. ακρι- βώς, εναργώς. δη γε. γε δη. Then you c. will experience, τότε γε δη πεύσει : if not the whole, yet c. a part, εί μη όλον, άλλα μέρος γε : c. if, ε'ίπερ γε : quite C, αμελεί, πάντως : c. not, οΰ μεντοι. ούμενοϋν. ου μη (c. conj.). Before an emphatic assertion, η, η που, e. g. c. he would have heen lost, η που αν άπώΧετο. U Ironically {implying doubt)] πού (end.), δήπου. γαρ δή. μεντοι. You will c. (I presume, or, I dare say,) set to work about it, σϋ δηπου επιχειρήσεις πράγματι τοιούτω. CERTAINTY, ασφάλεια, η. βεβαιότης, ή. το σαφές, ους. ακρίβεια, η. With c, σαφώς, ακριβώς : to know athg with c, σαφώς or ακριβώς είδέναι τι. έξεπίστασθαί τι : I know athg with absolute c, καταδηλόν εστί μοί τι. CERTIFICATE, γραφαΐ πί- στα ί, αι. CERTIFY, βεβαιούν τι γραφί}. επιααοτυυεϊν τινι. CERULEAN, αέρινος, 3. άε- ροειδής, 2. κυάνεος, 3. CERUSE, φιμύθιον, τό. ψί- μυθος, 6. To paint with α, φι- μυθιοΰν. CESS. See to Rate, to Levy. CESSATION, παύλα, η. τε- λευτή, η. κατάπαυσις, η (α ceasing entirely). "Without any c, άδιαΧε ίπτως, ακαταπαύ- στως. If Λ cessation of arms or hostilities] ανοχή, η, or (pi.) άνοχαί, αϊ. εκεχειρία, η (de facto, not based on any truce or agreement). To agree on a c. of hostilities, άνοχάς or άνακω^ην or έκεχειρίαν ποιεϊσθαι προς τίνα. άνοχάς σπένδεσθαί τινι. γίγυεταί μοι εκεχειρία προς τίνα : to propose a c. of hostili- ties for the sake of carrying away the dead, α'ιτεΐν τους νεκρούς ύποσπόνδους : to grant a c. of hostilitiesforcarryingoff the dead, υποσπόνδους άποδιδόναι τους νεκρούς. CESSION, παραχώρησις, η. αποστασις, η. CETACEOUS, κητώδης, ες. CHACE. See Chase. CHAFE. 1 To rub] τρίβει, ■φήχειν. τείρειν. ^ To inflame with rage] όργίζειν or εξοργίζω or παροργίζειν τινά. εις όργην καθιστάναι or προάγειν τινά. CHAFF, σινίασμα, τό. άχυ- ρου, τό. κάρφος, τό. φορυτός, ο. A heap of c, άχυρμιά, η] άχυρων, ώνρς, ό : full of c, άνυ- (82) * ρώδης, 2 : to put c. among athg, άχυροΰν τι. CHAFFER, έλάττω τον μι- σθόν or την τιμήν ομολογεϊν. CHAFFINCH, σπίνος, 6. > CHAFING-DISH, ίσχάρα. εσχαρίς, ίδος, η. πύραυνον, τό. CHAGRIN, λύπη, η. άγανά- κτησις, η. οργή, η. See GRIEF. CHAGRIN, v. See to Vex, to Grieve. CHAIN. 1 I) = catena] άλΰ- σις, η (both in the sense of orna- ment and fetter) . δεσμός, 6 {pi. usually δεσμά, fetters). Tied with c, άλυσίδετος, 2. άλύσεσι δε- δεμένος, 3 : the c.'s of a captive, πέδαι, ων, ai : to put in c.'s, δεϊν, καταδεϊν, πέδαις δεϊν : to lie in c.'s, πέδαις δεδέσθαι : the c.'s fall off, αί πέδαι περιρρέου- σιν : to carry athg suspended by a c, φορεΐν τι έζ άΧύσεως ήρτη- μένον : a small c, άλύσιον, τό. ^f ^ torques] στρεπτός, 6. στρεπτόν, τό. όρμος, 6. άλυσις, η. Τ[ Λ connected series] συμ- πλοκή, η. συνέχεια, συνάφεια, η. σύνταξις, v. They hold to- gether indissolubly like a c, άλύ- σεωςτρόπω συνηρμοσμένα εστίν ίόστε μη διακεκόφθαι (Luc): a c. of mountains, συνέχεια ορών, η. όρη συνεχή, τά. όρη διατε- ταμένα, τά. CHAIN, ν. δεϊν, καταδεΊν, πέδαις δεϊν. συνδεϊν. συνάπτειν. συμπλέκειν. To be c.-d, πέδαις δεδέσθαι : c.-d, άΧυσίδετος, 2. άλύσεσί δεδεμένος, 3 : to c. to athg, προσδεΐν, προσδεσμεύειν, προσπατταΧεύειν τινι or προς τι : to c. together, συνδεϊν άλυ- σεσι. "ζευΎνύναι άΧύσεσι : to be c.-d together, άλύσεσι προς αλ- λήλους συνέχεσθαι. CHAIN-ARMOUR, CT ioV us θώραξ ϋπό τον χιτώνα (Diod. xiv. 2). αλυσιδωτός θώραζ, 6 (Polyb., Diod., £c). CHAIR, έδρα, καθέδρα, η. θρόνος, 6 (for kings and magis- trates), βήμα, τό (of a judge). A large c, δίφρος, 6. κλισία, η (with a back to it), κλισμός, 6. κλιντήρ, ηρος, ό : a c. at table, κλίνη, ή (according to the custom of the ancients) : to move from one c. to another, επί κλίνης άπό κλίνης διάβαινε ιν : the leg of a C, δίφρου πους, 6. κνημία, η. See Sedan. CHAIRMAN, πρόεδρος, 6. CHAISE, άρμάμαζα, ή. όχ}}- μα τό δημόσιον or κοινόν {a post- c). CHALICE. See Cup. CHALK, λευκή γη. τίτανος, η {lime or chalk), γύψος, η {plas- ter of Paris). To draw or paint with c, λευκογραφεϊν : as diffe- rent as c. from cheese, όσω δια- φέρει σϋκα καρδάμων. CHALK, ν. λευκογραφεϊν. CHALLENGE, παρακαλεΐν επί τι. προκαλεΐσθαι επί τι, ε'ίς τι. προτρέπειν επί or προς τι. κελεύειν ποιζϊν τι. To c. a person, προκαλεΐσθαι : to c. for single fight or a duel, προκαλεΐ- σθαι ε'ις μονομαχίαν. ^[ To claim as due] See to Claim. CHALLENGE,^ πρόκλησις, rj. To accept a c, ύπακούειν προς την μάχην. CHAMBER, οίκημα, τό. δω- μάτιον,τό. ταμιεϊονΟΓταμεϊον, τό (for keeping utensils, <§•£•). A small c, οίκημάτιον, τό. See Apartment, % C. (Meton. in abstracto) = assembly] βουλή, ή. πανηγυρις, εως, η. σύστημα, τό. CHAMBER-COUNCIL. See Chamber. CHAMBER-FELLOW, σύ- σκηνος, 6. To be aby's c, σύ- σκηνον εΊναί τινι. σκηνοΰν μετά τίνος. CHAMBERLAIN, ταμίας, ου, 6. CHAMBERMAID, θεράπαι- να, η. ή θεραπεύουσα τό σώμα. άβρα, ή. κομμώτρια, η. CHAMBER-POT, άμίς, ίδος, ?;. ούρητρίς, ίδος, η. ενουρήθρα, ' CHAMELEON, χαμαιλέων, οντος, 6. f CHAMFER, ραβδοΖν. C.-d, ραβδωτός, 3. CHAMFER, ράβδωσις, η. CHAMOIS, δορκάς, άδος, η. αιζ αγρία or ορεινή, ή. A c hunter, 6 τών αιγών τών ορεινών θηρατής. CHAMOIS-CHASE, η τών αιγών τών ορεινών θήρα. CHAMP, ίνδάκνειν. To c the bit, χαλινοί/ ενδακεΐν (P.). (A horse) that c.'s the bit, χαλι- νοφάγος (Callim.). CHAMPIGNON. See Mush- room. CHAMPION, αγωνιστής, υπερασπιστής, οΰ, 6. The c. of athg (of any cause), ό διαμαχό- μενος υπέρ τίνος. CHANCE. 1 Fate, acddent] τύχη, η. τό αΰτόματον. σύμ- πτωμα, τό. Athg was not the result of (mere) c, ονκ άπό ταύ- τομάτου γέγονέ τι : to consider athg (a matter of) mere c, τύχης έργον νομίζειν τι : the power of c, τά της τύχης : c. does a great deal (in effecting athg), τό αΰτό- ματον συμβάλλεται μεγάλα προς τι : by c. άπό τύχης, άπό ταύτομάτου. άπό συμπτώμα- τος, εκ τύχης {P.). κατάτύχην (P.) : that happens by c, αυτό- ματος, 2 : by c, εική : athg hap- pens quite by c, ξυμβαίνει (c. infin.). ^p In most cases, how- ever, it is rendered by periphrasis with τυγχάνω in connexion with a partcp., or by συμβαίνει with infin., e. g. by c. the matter did not come to his knowledge, ετυ- χεν ουκ αίσθόμενος. ξυνέβη αύτω μη αίσθέσθαι : I submit or act according to c, ο τι αν τύχω (sc. πράττων), τοΰτο CHA πράττω, ο τι αν συμβζ, ποιώ or πάσχω : to trust to c. in one's undertakings, τά συμβάντα διώ- \ κειν. H To stand the c] τη τύχη I επιτρίπειν. κινδυνεύειν, κυβεύ- \ ζ ιν. Τ] An event whose cause is j unknown] συντυχία, ή. συμβάν, άντος,τό. συμβεβηκός, ότος,τό. | ζυμφορά, η. περίστασις. περί- ί 7τέχεια, η. το συμπίπτον, συ μ- \ ιττωμα, περίπτωμα. Exposed to c, τΓερίΤΓτωτικός, 3 : an un- favorable C, ατυχία, η. ατύχη- μα, τό. Tf Game of e.] κυβεία, V. To play it, κυβεύειν. CHANCE. ^ To happen} γίγνεσθαι, συμβαίνειν.αΐεοσυμ- βαίνειν γίγνεσθαι, συμβαίνειν γιγνόμενον. Often πρόσπιπτε ιν, παραπίπτειν, παραβάλλειν (e. g. εϊ τις ανάγκη παράβολοι). Often εκ τύχης or κατά τύχην (accidentally) may be used: or Crcl. with τυγχάνω. He c.-d to be present, έτυχε παρών : it hap- pens by c. that, ξυμβαίνει (ace. c. infin.). CHANCELLOR, {prps) λο- γοθέτης, ου, ό, or ο γραμματεύς, ε ω?, ό (Ezr. i. 4, transl. " Chan- cellor"'' in E. B.). (ό του βασι- λέως) σφραγιδοφύλαξ (Hesych., as keeper of the great seal), or ό όρφανοφύλαξ (as managing the affairs of icards in chancery). CHANCE-MEDLEY, 6 μη or (ουκ) εκ προνοίας φόνος. See Homicide. CHANCERY. No ancient term. CHANDELIER, λυχνία, h. λυχνεΐον, τό. CHANDLER, κάπηλος, 6. CHANGE. (Intrans.) μετα- βάλλει!/, ες τουναντίον καθίστα- σθαι. άλλοιοΰσθαι (pass.), άλλον γίγνεσθαι, περίστασθαι (mly for the worse, e.g. sis τοϋτο περι- στησεται τά πράγματα). To C. incessantly, συνεχείς ποιεΐσθαι τό? μεταβολάς : to c. for the better, iivai επί τό βέλτιον (mo- rally), επίδοσιν λαμβάνειν (of circumstances), άναραιζειν, άυαρ- ρώννυσθαι (pass.), μετριάζει!/ (with regard to Jiea/th) : athg c.'s for the better, επί τό κάλλιον τρέπεται τι. επιδίδωσί τι επί τό βίλτιον : to c. for the worse, τρίπεσθαι επί τό χείρον, άπο- κλίνειν προς or εις τό χείρον, εττιτείνεσθαι (of illness) : the state of affairs having c.-d, της τύχης μεταπεσονσης (Ι). CHANGE. (Trans.) ητ To c. one for anotlier] άμείβεσθαι. μεταβάλλειν. άλλάττειν, μετ- αλλάττειν, καταλλάττειν. Το C. one's clothes, μεταβάλλεσθαι τά Ιμάτια, μεταμφιίννυσθαι. μετενδΰναι. στολή ν ελέσθαι άλ- λην : to c. one's dress, την σκευ- >/υ μεταλαμβάνειν : to c. one's place, χώραν άμείβειν or άμεί- βεσθαι: to c. colour, τρίπειν την χρόαν. άλλοιοΰσθαι (pass.) τό χρώμα : to c. horses, μετά- (83) CHA λαμβάνειν άλλον εζ άλλου "ιπ- πον : to c. masters, μεταβάλλ ε ιν τον δεσττότην : to c. one's beha- viour, άλλοιοΰσθαι (pass.) τον τρόπον. μεταβάλλεσθαι (-βα- λέσθαι, aor.) τους τρόπους (Τ.) : they have c.-d their country not their character, ου τον τρόπον άλλα τον τόπον μετηλλαζαν (JEsch.) : to change one's opinion, άλλην λαμβάνειν γνώμην. άλ- λοιοΰσθαι την γνώμην. μετα- ■7τείθεσθαι (pass.), μετανοείν: to c. one's mind or resolution, μεταβουλεύεσθαι, μεταγινώ- σκειν: to change one's residence, μετοικεΐν. μετοι/αζεσθαι. μετ- ανίστασθαι or μεταναστηναι : he was so c.-d, εις τοσαύτην μεταβολην ηλθεν (I.) : the form of government was entirely c.'d, μετέβαλεν η τάζις πάσα της πολιτείας (Α.). ^[ Το α money] κερματιζειν, διακερματίζειν. % To c. by way of mistake] μετα- λαμβάνειν τι αντί τίνος. CHANGE, s. άλλαγη, μετ- αλλαγη,η. μεταβολή, η. τροπή, η. άλλοίωσις, -η. άλλοίωμα, τό. μετάστασις, η. μετάλλαζις, παράλλαξις, -η. A c. of circum- stances or fortune, 77 της τύχης τροπή : α of weather, τροπή η 7τερΐ τον αέρα : c.'s of the sea- sons, α'ι τοΰ έτους τροπαί : a c. affects me, or I am affected by a C, μεταβολή χρώμαι: to be sub- ject to C, μεταβολην εχειν. ου βέβαιον or ου μόνιμον είναι, ου μένειν : c. of sentiment, μετά- νοια, η : c. of residence, μετοι- κεσία, μετοίκησις, η. μετοικι- σμός, ό : to undergo a c, λαμβά- νειν or εχειν μεταβολάς. χρη- σθαι μεταβολή, μεταπίπτειν : to undergo a favorable c. or a c. for the better, μεταβολής τυχεΐν επί τό βίλτιον : to experience no great c, ου πολύ μεταβάλ- λειν. % So many "c.'s of rai- ment" in the Ο. T. are so many στολαϊ ιματίων. If C. = ex- change] Vid. ΤΓ C. — small coin] κερμάτια, τά. To get c, κερματί'ζειν, διακερματ ζειυ. CHANGEABLE, εύμετάβο- λος, ενμετάπτωτος, 2. εύτρε- πτος, 2. άλλοιωτός, 3. άγχί- στροφος, 2. σφαλερός, 3. — of men, άλλοιότροπος or άλλό- τροπος, 2. κουφός, 3 : c. in one's tastes and habits, άφίκορος, 2. CHANGEABLENESS,to £ u- μετάβολον. είιμετάπτωτον. εύ- τρεψία, η. τό άλλοιωτόν. τό άγχίστρυφον. τό σφαλερόν. κουφότης, ητος, ή. C. in taste and inclination, άψικορία, ή. CHANGER. See Money- changer. CHANNEL, οχετό?, ό. όχέ- τευμα, τό. αυλών, ώνος, 6 (pipe- like), διώρυξ, υχος and υγος, η (turned offfm a river). To con- duct by c.'s, όχετεύειν, άποχε- τεύειν, παροχετεύειν. ^Fig.: CHA means for attaining athg] πόρος, 6. ίϊ A strait] πόρος, ο. CHANT. See to Sing. CHANT, 'ύμνος, ό. CHAOS, χάος, τό. CHAOTIC, άο-ιάτακτο•?, 2. άκριτος, 2. CHAP, v. (Intrans.) όηγνυ- σθαι, διαρρήγνυσθαι (pass.), ρήγμα λαβείν. To have c.-d hands, χειριαν. See Chap, s. CHAP, s. f On the hands] χειράς, άδος, η (prop. : on the hand, also on the foot). To have c.'s, χειριάω (also written χει- ράω). % Chink, cleft] Vid. CHAPEL, σηκός, 6. σήκωμα, τό. εδος, τό. καλιά or καλιάς ιερά, ή. To build a c, καλιάδα ιεράν ιστάναι. CHAPMAN. See Dealer. CHAPTER, κεφάλαιον, τό. 1Ϊ Clergy of a cathedral as a body] (prps) τό των κανονικών συν- εδριον or (mod. Greek) συνέλευ- σις. CHARACTER. H Mark, im- pression] χαρακτηρ, ηρος, 6. τύ- πος, 6. Written c.'s bearing a mystical sense, ιερογλυφικά, τά. ΤΙ Mark of distinction between objects] χαρακτηρ, ηρος, ό. φύ- σις, η. τρόπος, ό. διάθεσις, ?;. ΤΙ Individual c] όργη, η. ήθος, τό, and τρόπος, ου, 6 (usually in plur.). Sts διάνοια (e. g. ώστε π ρεπουσαν φαίνεσθαι τηνμεγα- ληγορίαν αύτοΰ τΓ] διάνοια). Α harsh, morose c, τρόπων χαλε- πότης, η : an amiable c, εντρο- πία, η (with adj. εΰτροπος) : a bad c, κακοήθεια, η (ivith adj. κακοήθης, 2) : in c, tous τρό- πους, την όργήν. κατά φύσιν: it is a peculiar feature of his c, προς τοΰ τρόπου εστίν αύτοΰ. τοΰτ αύτω φύσει υπάρχει, αΰτη η φύσις αύτοΰ : to remain faithful to one's c, ίγκαρτίρεϊν τω ηθει. εμμένειν τοις ηθεσιν : a feature of c, ήθους έξις, r, : fortitude of c, τό ρωμαλίον τοΰ ϊΊθους : weakness of α, μαλακία (tvith or without τοΰ ήθους, η), αρρώστια, η : the description of aby's c, χαρακτηρισμό?, ό. ΰ7το- γραφη της φύσεως και τών τρόπων, η : peculiarity of c, τό φύσει ίδιον : want of c, τό άΐ)βε?, άστάθμητον : without C, ά»?θι>?, 2. αστάθμητο?, 2. ^j Personage on the stage] πρόσωπον, τό. % Title, official dignity] τιμή, η. τά?ι?, η. CHARACTERISTIC, s. τό φύσει 'ίδιον. *[ί As gram, term] τό χαρακτηριστικόν γράμμα. CHARACTERlSTJCor-AL, 'ίδιος, 3. χαρακτηρικόςίαίβ, Dion. Hal., e. g. the most c. mark of Lysias's style, τών Λυσίου έργων τό χαρακτηρικωτατον (Dion. Hal.) : it is c. of aby, έ'στι προς τίνος (person or thing) : it is c. of women, 7τρό? γυναικός εστιι/. CHARACTERIZE, ύττοτυ- G2 CHA CHA CHA πουν, χαρακτηρί"ζειν {prop, and fig.). διαγράφειν. ακριβώς Χέ- γειν (improp.). CHARACTERIZING, χαρα- κτηρισμής, χαρακτήρ, ό. CHARCOAL, άι/0/οαζ, ακος, 6. CHARGE. If 4*satZ] ΐε'ι/αι oropaai' επί τίνα. επιίναι τι ί. επιχειρεΐν τιιη. επιτ'ιθεσθαί Tii/i. όπΧα έπιφέρειν τινί. προσβάΧΧειν tlvl or προς τίνα. προσπίπτειυ or επιπίπτειν tlvl (to fall upon), εφορμάν tlvl (suddenly). Of cavalry mly επ- εΧαύνειν. They c. each other, άλλί/λοι? ειτεΚαυνονσι (ΑΓ.). T[ To c. = load] VlD. 1 To c. with (a commission, task, §• CHIPPINGS,oiroppiv»i/xa, όπόξυσμα, τό. See Chip. CfilRP, τερετίζεις, πιππί- Χ,ειν. τιτίζειν. λαλεϊν (of a swal- low) : also φθέγγεσθαι άδειν. CHIRPING, τερετισμός, 6. τερέτισμα, τό. CHIRURGEON. See Sur- geon. CHIRURGERY. See Sur- gery. CHISEL, κοπεύς, εγκοπεύς, έως, 6, and γλαρίς, ίδος, ή (for rough tvork). γλυφεΐον, τό, and κολαπτήρ, ήρος, 6 (for more delicate work), ζοίς, ιδος, ή (of a broad slope, for polishing off). To work with a c, κολάπτειν. ζεΐν, άποζεϊν, άποζνειν. γλύ- φειν CHISEL, ν. γλύφειν. κολά- πτειν. ζεΐν, άποζεϊν, άποζύειν. Si/n. in Chisel, s. 'CHIT. See Child. CHIT-CHAT,,\i>n,oL φλή- ναφοι, οι. φλυαρία, ή. (87) CHO CHITTERLINGS. See Bow- els, Guts. CHIVALROUS, b, ft, τό των ιππέων. In the sense of the mid- dle ages, φιλόκαλός τε και φιλό- πονος, ίϊ Adventurous] VlD. CHIVALRY, ή τών ιππέων τάξις. Ίππάς, άδος, ft (as condi- tion or dignity), οι ιππείς, έων {the knights). To belong to the order of the c, ιππάδα or εις ιππάδα τελεϊν. ε'ις τους ιππέας τελεΐν. CHIVES, κρόμμυον καρτόν, τό. καρτόν, τό. κοπτή, ft. CHOICE, α'ίρεσις, ft (a choos- ing fm inclination or motives), σκέψις, ή (a balancing or weigh- ing tlie circumstances attending our choice), κρίσις, ft. εκλογή, ή (a fixing upon the better), χειροτο- νία, ή. ψηφοφορία, ή (adeclaring one's opinion by stretching out tlie hand, or by sujfragium or tablets). To give aby his c., α'ίρεσιν διδό- ναι or προτιθέναι or προβάλ- λειν τιι/ί, or simply διδόναι τινί (seq. infin.) : leave them no c, μή επί δυοϊν άγκύραιν ορμεΐν αυτούς έάτε (prov.) : athg is left to my c., I have my c., έ'στι or γίγνεταί μοι α'ίρεσις. δέδοταί μοι α'ίρεσις. λαμβάνω α'ίρεσιν : I have no c. in the matter, οϋκ εστί μοι α'ίρεσις του πράγμα- τος : there is no c. (in the mat- ter), οϋκ 'έχει τι α'ίρεσιν : to offer a c, α'ίρεσιν ποιεϊσθαι : a c. is proposed or offered, α'ίρεσιν γί- γνεταί : to make one's c., αιρει- σθαι : to offer aby a c., α'ίρεσιν προτιθέναι or προβάλλειν τινί: if the c. were offered me, ε'ί τις α'ίρεσιν μοι δοίη (Ι.) : without c., άκρίτως (icithout selection) : athg is left to my own c, επ' έαοί έ'στι τι. κύριος ειμί τίνος. ΤΙ Selection] εκλογή, ή (a choosing or selecting), επίκρισις, ft. έζαί- ρεσις, ft. % The result of c. = that is chosen] εκλογή, ή. παρ- εκβολή, ή (chiefly of selected pas- sages). CHOICE, adj. λεκτός,3. άπό- λεκτος, εκλεκτός, επίλεκτος, εξαίρετος, 2. εκκριτος, πρό- κριτος, 2. αιρετό?, 3. Athg e., or very c., ούχ ό τυχών, ούχ ή τυχούσα, ού τό τυχόν : c. dishes, ήδύσματα. λιχνεύματα. τά έιά τοϋ στόματος ηδέα : c. wine, οίνος πάνυ ηδύς. ^j The best] τό άκρον, ακμή, ή. άνθος, τό (the flower). In a c. manner, διαφερόντως. έζαιρέτως. δεινώς. ύπερβαΚλόντως. ούχ ήκιστα. άριστα. CHOICENESS, όρετή,ή. δει- νότης, ητος, ή. CHOIR, e. g. the chanting in the c., χορικόν, τό. χορωδία, ι): the chant of the c, ωδή, ft. CHOKE (Intrants.), πνίγει!/, άποπνίγειν, καταπν'ιγειν, συμ- πνίγειν (pass.). Toe, or be c.-d by, νπό τίνος, εκ τίνος or τινι. Tf To stop up] έμβύειν, επιβύ- CHO ειν, άποβύειν. εμφράττειν, επι- φράττειν, διαφράττειν. άπο- στεγνοϋν. Το α up or block (i.e. build) up a passage, άποικοδομεϊν or διοικοδομεϊν την ε'ίσοδον. CHOLER. If Bile. Fig.: anger] Vid. CHOLERIC, άκράχολος, 2. To be c, to be of a c. temper, φύσει άκράχολον εΊναι. CHOOSE, αιρεισθαι. προκρί- νειν. εκλέγειν. Stronger terms are, έξαιρεϊν, εκκρίνειν. To c. for oneself, αιρεισθαι, ίζαιρεϊ- σθαι, εκλέγεσθαι : to c. aby as a leader, αίρεϊσθαί τίνα άρχον- τα, άποδεικνύναι τινά άρχοντα (to appoint) : to c. (aby) by raising or lifting up hands, χειροτονείς : — by voting, ψηφίΧ,εσθαι, ψη- φοφορεΐν : that has been chosen, αιρετό'?, 3 : to c. athg in pre- ference, αίρεϊσθαί τι πρό τίνος or αντί τίνος, αιρεισθαι τι μάλ- λον τίνος or ή τι : I c. this in preference, αϊρετώτερόν εστί μοι (seq. infin.) : to c. athg oefore any other thing, 7rpo πάντων ποιεϊ- σθαι τι. πρό πάντων έλέσθαι τι. CHOP, κόπτειν, συγκόπτειν and συντίμνειν (to c. up or cut into small pieces, e.g. meat), σχί- "ζειν and τέμνειν (of wood), c.'d meat, περικόμματα, τά (= a hache) : to c. into pieces or in two, κόπτοντα σχίζε ιν. δια- κόπτειν. διασχί"ζειν. διατέμνειν. ΤΤ To c. of] άποκόπτειν (ofivood a?id other solid bodies), τέμνειν, άποτέμνειν (chiefly of the head and other members of the body), τινός τι. To c. off the ends or points of athg, άκρωτηριάζειν τι : aby has his head chopt off, άπο- τέμνεταί τις την κεφαλήν. *H To exchange] Vid. % Toe. round (of the 7i'ind)] See to Change. CHOP, f A piece cut off (g. t.)] τόμος, 6. τέμαχος, τό (tlie latter only used by good ivriters offish ; comp. Lobectts Phrynich., p.2l,S[c.). Ac, άπανθράκισμα, τό. κρεάδιον, τό (a small piece of meat in general). CHOP, ραγός, άδος, ή. ρωγή. διαρρωγή, ή. έγκοπή, ft. CHORAL, χορικός. C. song, χορικόν, τό (Α.). χορωδία, ft. CHORD, χορδή, ft. νενρον and νευρίον, τό. The highest c, ή νήτη : the lowest c, ή υπάτη: to strike or touch the c.'s, κρού- ειν, ψάλλειν or κινεϊν τάς χορ- δάς :' the melody of c."s, ό τών χορδών φθόγγος. CHORISTER, ό χορικός (οι χορικοί. Aristoph.). ό αδων, ον- τος. αοιδός and ωδός, 6 (g.t. for singer), μελωδός, b. The leader of the c.'s, κορυφαίος, b. έζαοχος, b. CHORUS, χορός, b. To lead the c, χορηγεϊν (also to defray tlie expense of the c). CHOUGH, κολοιός,ο. CHOUSE. See to Cheat. CHR CIR CIR CHRISTENDOM, ol άπό του Χρίστου. CHRISTEN. See to Baptize. CHRISTENING. See Bap- tism. CHRISTIAN, χριστιανό*. χριστώυυμο*, 6. The C."s, ol άπό τοΰ Χρίστου. CHRISTIAN, adj. χριστια- νικό*, 3. ευσεβή? και 'όσιο*. CHRISTIANITY, χριστια- νισμό*, 6. μαθήματα τα άπό Χρίστου. CHR1STIANLY. Tobe formed with the adjj. under Christian. CHRISTMAS, γενέθλια Χρί- στου, τά. CHRISTMAS-BOX, δωρον iv τοΐ* γενεθΚίοιν Ίησοΰ Χρί- στου προσφερόμενον. CHRISTMAS - DAY. See Christmas. CHROMATICS, κρασί* των χρωμάτων, η {the mixture of tints in a painting). CHROMATIC, adj. χρωμα- τικό*. 3 CHRONIC, μακρό* {e.g. μα- κρά νόσο*, opp. χαλεπή νόσο*). CHRONICLE, χρονικά, τά {annals : but rather rationes tem- porum. Them.), άναγραφαί, at. In Eccl. Hist " the Book of Chron- icles" is τά παραλειπόμενα, and the c.'s of a given king ( of Israel, S[C.) are βίβλο* λόγων των ήμε- ρων (c. gen. of the king's name). See Memoirs, Annals. CHRONICLE, v. See to Re- cord, to Register. CHRONICLER, λό Ύ ω* {opp. αοιδό*. Η.), λογογράφο* {Τ.), λογοποιό* (Η. Ι. ; these two of the old 'chroniclers'' before H.). χρονογράφο*, 6 (Strab.). CHRONOLOG-ER, -1ST, χρονογράφο*, 6 (Strab.) χρονο- λόγο*, 6. CHRONOLOGICAL, -LY, κατά χοόνυυ*. CHRONOLOGY, χρονολο- CHRYSALIS, χρυσαλλί*, ίδο*, ή. C Η R YS Ο L Ι Τ Ε, τπτάζιον, το. τοπάζιο* λίθο*, 6. χρυσό- Χιθο*. ό. CHUB, πέρκη, η. CHUBBY, πίων, 2. λιπαρό*, 3. π<ιχύ*. 3. CHUCK, v. (of a hen), κλώ- Χ,ιιν. κακκαβίζειν {of a partridge). ΤΙ To touch lightly] Vid. % To throw] Vid. CHUCK, s. κλωγμό* and κλωσμό*, 6. CHUM, σύσκηνο*, ομόσκηνο*, ο. To be aby's c., σύσκηνον είναί τινι, συσκΐ)υεΙν τινι. CHURCH. t The c. 'in con- creto, 1 or the visible c] ιερόν, τό (a temple). νεώ*,ώ,ο. βασιλική, V (of the oriental c"s, fm their being built by Constantine like the colonnades so called). % Divine sej-vice] ιερά, ων, τά. εκκλησία, V, Κ. S. To be in c. to perform (83) divine service, τά ιερά. ποιεΐσθαΐ'. to go to c, παραγίγνεσθαι προ* τά ιερά. ΤΙ Thee, 'in abstracto' (as a sacred institution or a body)] εκκλησία, κοινόν, τό {the congre- gation). The c. of Christ, oi άττό του Χρίστου, ^f = clergy] Vid. CHURCH-HISTORY, ή Ιερά ιστορία. CHURCH -TOWER, 6 ίπϊ του ιεροϋ πύργο*. CHURCH-YARD, τέμενο*, τό. τό περί τό ιερόν. 1Ϊ Burial ground] πολυάνδριον, τό. κοι- μητήριον, τό. CHURL, άγροικο*. φορτικό* άνθρωπο*, ο. CHURLISH, σκαιό*, 3. άβέλ- τερο*, 2. άπειρόκαλο*, 2. C. behaviour, σκαιότη*, jjtos, ή. CHURLISHLY, σκαιω*. ά- βελτέρω*. άπειροκάλω*. CHURLISHNESS, τρόπων σκαιότη*, ητο*, ν. CHURN, πίθο*, 6 (g. t. for any wooden vessel). CHYLE, χυλό*, 6. CHYMIC or CHYMICAL, χυμικό*, 3. CHYMIST, χυμικό*, 6. CHYMISTRY, (prps) χυ- μεία or χυ/ιευτικι'ι, h. CICATRIZE {of a wound), e.g. επουλοΰται or άπουλοϋται τό Tpuu/ma. CIDER, olvo* 6 άπό μήλων. CIMETER. See Sword. CINCTURE. See Girdle. CINDER. See Ashes. CINNABAR, τιγγάβαρι. κιννάβαρι, eos, τό. — of a c. colour, τιγγαβάρινο*, κινναβά- ρινο*, 3. CINNAMON, κίνναμον and κινυάμωμον, also κίναμον, τό {the wood), κασία and κασσία, ν {the rind). C.-oil, κινναμώμινον ελαιον, τό. CINQUEFOIL, πεντάφνλ- λο*, 2. CIPHER, γράμμα, τό. ση- μεΐον, τό. στοιχεϊον, τό. ψή- φο*, η. ΤΙ Nothingness] αριθμό*, 6. ουδέν, δενό*, τό. αριθμό* οϋ- δει* ούτε λόγο*. To be a mere c, εν οΰδει/ό* μέρει είναι, ούδεν δύνασθαι. ^[ Conventional or oc- cult writing] στεγανή γραφή, ή. The art of writing in c.'s, στε- γανογραφία, η. CIRCLE ( prop.), κύκλο*, 6 (g. i.). γϋρο*, 6 (a circular motion ). A c. of surrounding objects, στέφανο*, 6 : in a c, κύκλω : to move in a c, κυκλο- φοριΐν. κυκλεϊν. to turn or move in a c, κυκλουσθαι (pass.), κυ- κλυφορεΐσθαι (pass.), κύκλω φέρεσθαι (pass.) περί τι : to form a c. round athg, κυκλοΰσθαί τι. περικυκλουντι. κύκλω περι- ίστασθαί τι: a c. is formed, συνίσταται κύκλο* : to place onself in a c, κυκλουσθαι (pass.), κύκλον άγειν : to describe a c, κύκλον γράφειν (= trace it). γΰρον αγειν. ει* γΰρον περί- άγειν {with ref. to motion) : a c. in argument or reasoning, ό διάλ- ληλο* τρόπο* {Sedt. Empir.),also κύκλο* : to draw up the ships in a c, κύκλον των νέων τάσ- σεσθαι {Τ). \\ Friendly or fa- miliar c] χορό*, b. σύστασι*, ή. ομιλία, ύ]. A number of per- sons sitting in a c, συνεδρία, η. "[[ Metaph. : a division {relative to some countries = department, province, as in Germany of old)] νομό*, 6. % Province (fig.) = sphere] περιοχή, ή. The c. of aby's occupation or duty, τό σύμπαν τη* πραγματεία* : to limit aby to a very narrow c. in practical life, συστέλλειν τιι/ά ε'ι* όλιγοδρα- ν'ιαν. CIRCLE, v. If To move round in a c.] περιφέρεσθαι (pass.), κύκλω περιφέρεσθαι. δινεΐν. περιιέναι (περιέρχεσθαι). περι- βμίνειν τι {to go round athg). περιπέτεσθαι (to fly round). To c. round athg, περιστρέφεσθαί τι. T| To have its direction round a place] See to Encircle. CIRCUIT, ηΐ Compass] περί- οδο*, η. κύκλο*, 6. ΤΙ Circum- ference] See Revolution, άνα- κύκλησι*, ή. % Of a judge] αρχή, ή. δικαιοδοσία, η. τά περί τά* δίκα* (matters refative to the administration of justice in general), τά του δικαστού or κριτοϋ (the province of the judge in the abstract, i. e. that comes or falls within the limit of his admi- nistration). CIRCUITOUS, e.g. ac.road, περίοδο*, η. κύκλωσι*, -η : to take or use a c. way, κύκλω πο- ρεύεσθαι. ου τη συντομωτάτη χρησθαι. πολλά περιπλανά- σθαι (pass.) : by c. ways, περι- ωδευμένω*. CIRCULAR, κυκλοειδή*, 2. κύκλιο*, 3. εγκυκλο*, 2. κυκλο- τερη*, 2. γυρό*, 3. A c. mo- tion, κύκλησι*, ή. η εν κύκλω περιφορά, η κύκλω φορά. κυ- κλοφορία, η. CIRCULAR (letter), ζύγ- γραμμαπεριφερόμενονκαιπαρ- ΐγγυώμενον τοΐ* καθ' εκαστον. To send c.'s, διαπέμπειν. περι- πέμπειν. CIRCULATE. 1 (Trans.)] e. g. to c. a report, διαδιδόναι φημην or λόγον. εκφέρειν λό- γον: the report has been c.'d, διιιδίδοται λόγο*, πολύ* εστίν 6 λόγο* : to c. a report every- where, θρυλεΐν or διαθρυλεΊν φη- μην. διασπείρειν λόγον. CIRCULATE, f (Intrans.)] πλανάσθαι (pass.), διατροχά- "ζ,ειν. περιτρέχειν. κυκλουσθαι (pass.; to move in a circle), also κυκλοφορεΐσθαι (pass.), κύκλω φέρεσθαι (pass.). To c. round athg, περιστρέφεσθαί τι. CIRCULATION, άνακύκλη- σι*, η. περιφορά, η. περίοδο*, V. διέξοδο*, η. δρόμο*, περί- CIR δρόμος, δ. περιδρομή, ή. The c. of the blood, ή του αίματος κυκλοφορία : to set a report in C, διαδιδόναι φήμην or λόγον, also εκφέρειν λόγοι/ : a report is in c, διαδιδυται λόγος, πολύς εστίν δ λόγος. CIRCUMCISE, περιτέμνειν {prop.). CIRCUMCISION, περιτομή, περικοπή, ri. CIRCUMFERENCE, περι- φέρεια, η (Ρ. Α.). In a wider sense, περίοδος, ή. περιβολή, ή. κύκλος, δ. περιοχή, ή. περι- γραφή,ή (the circumscribed space). The c. of a circle, tj περιέχουσα γραμμή τον κύκλον (pseud.-A.). ή γράφουσα γραμμή τον κύ- κλον (id.), γραμμή περιφερής {id.). % Compass] Vid. C. of an empire, αρχής μέγεθος or μέτρον. CIRCUMFLEX, 77 περισπω- μένη. To place the c. (over a word), περιππάν (c. ace). C1RCUMFLEXED, περι- σπώμενος (-σπάω). CIRCUMLOCUTION, μετά- φρασις, παράφρασις, περ'ιφρα- σις, ή. To render athg by a c, μεταφράζει», παραφράζειν, περιφράζειν. μεταλάμβαναν : to use a long c, μακρολογείν : what is all this c. about ? τί δεΐ μακρολογείν ; to speak without c, από του εύθέος or δι ευθείας or απλώς or συντόμως λέγειν. ff A beating about the bush] περι- αγωγή, ή. μακρολογία. To ΏίΆ]ίβθ.''$,περιπλαι/άσΰαι (pass.), prps ελιγμούς λόγων πλανά- σθαι. CIRCUMLOCUTORY, e. g. to speak c. See phrases under Circumlocution. CIRCUMNAVIGATE, περι- πλεϊν. πλέοντα περιιέναι (περι- έρχεσϋαι). One who has c.-d the w»rld. See the following art. CIRCUMNAVIGATOR, ό περιπλέων or περιπλεύσας ά- πασαν την γήν. CIRCUMNAVIGATION, περίπλους, ου, δ. CIRCUMSCRIBE, περιορί- ζειν or δρίζειν. τιθέναι or καθ- ιστάναι 'όρους τιvόςorτιvΊ. περι- γράφων τι. ε'ίργειν. συστέλ- λειν. συντέμνειν. κολάζειν. κατ- έχειν. To be c.-d within a small space, καθειργμένον είναι εν ολί- γω χωρίω. C.-d, ολίγος, 3 (of time and number), μικρός, 3 (of space), ώρισμένος, δριστός, 3 (limited, bound), περίγραπτος 2. κερατοειδής, 2 (opp. unlimited, boundless). A c.-d. mind, a man of c.-d capacity, άφυης άυήρ. ου δεινός την φύσιυ: to possess only c.-d faculties, την φύσιν κατα- δεεστέυαν εχειν. CIRCUMSCRIPTION, ορι- σμός, ό. περάτωσις, ή. περι- γραφή, ή. συστολή, η. κόλασις, ή. Syn. under to Circumscribe. στενοχώρια or στενότης, jjtos, CIR V (relative to space), όλιγότης, μικρότης, ή (relative to number or measure). CIRCUMSPECT, προνοητι- κός, ξυνετός, 3. ευλαβής, 2. πεφυλαγμένος, φυλακτικός. Το be c., εύλαβεϊσθαι (pass.). See Cautious. CIRCUMSPECTION, ευλά- βεια, προμήθεια, ξύνεσις,ή. ευ- βουλία, ή. πρόνοια, ή. ευλά- βεια, ή. φυλακή (caution). With ο.,πεφυλαγμένως. εύΧαβώς : to act with c, πρόνοιαν ποιεϊσθαι. εύλαβεϊσθαι (aor. pass.), ευλά- βεια χρήσθαι. φυλάττεσθαι : with as much c. as possible, ως όϊον τε μάλιστα πεφυλαγμέ- νως : without any c, απερίσκε- πτος, 2. αφύλακτος, 2. CIRCUMSPECTLY, β. g. to act c, πρόνοιαν ποιεϊσθαι. See CIRCUMSPECT, πεφυλαγμένως, £[ΰ.,προνοητικώς. επιμελώς (e.g. χρήσθαι τινι). CIRCUMSTANCE, πράγμα, τό. περίστασις, ή. το γιγνόμε- νον, γεγενημένον. τό ζυμβάν. ξυμβε βηκός (accident, occurrence). C.'s (== condition, state), εζις, ή. κατάστασις, -η. II Tlie Greeks do not, generally speaking, render t7ie notion ofc. by a subst.,but use some general expression to convey it, e.g. the present c.'s, τα παρόντα, τα καθεστώτα : aby's c.'s, τά τίνος (πράγματα), τά περί τίνα : the c.'s attending athg, τό κατά τι. τό περί τι γεγενημένον: as c.'s may happen to be, εκ τών ενόν- των : under present or similar c.'s, ωδ' εχόντων τών πραγ- μάτων, ούτως εχόντων, οτε τουθ' ούτως έχει. εκ τούτων τοιούτων όντων : under such c.'s, ευ τοιούτοις πράγμασιν. ώδ' εχόντων τών πραγμάτων : fa- vorable c.'s, καιρός, δ. ■([ Pe- cuniary condition] See Wealth, <£c. To be in good c.'s, εύθηνεϊν, εΰπορεΐν. εύπορία χρήσθαι. κα- λή τη τύχη χρήσθαι : to be in bad c.'s, κακοθ ηνεϊν. κακώς εχειν: to improve in one's c.'s, εύπορία παραγίγνεταί μοι : aby's c.'s are very good, ευ or καλώς φέ- ρεται τά πράγματα τίνος : to live in straitened c.'s, ύποδεέστε- ρονπράττειν: to fall into bad c.'s, εΚαττοΰσθαι (pass.) την τύχην. CIRCUMSTANTIAL, ακρι- βής (exact), λεπτομερής 2 (Ptol.). To give a c. account, διεζελθεϊν λέγοντα καθ' εν εκαστον τών πραγμάτων : a c. account, ή άκρϊβης κατά πάντα διήγησις. CIRCUMSTANTIALLY, ά- κριβώς. επιμελώς, επ' ακρίβεια. Most c, ακριβέστατα : to relate most c, καθ' εν εκαστον διελθεϊν. διη^εϊσθαι : to set forth α, εκ- διδάσκειν. CIRCUMVALLATE. See to surround with a Rampart. C1RCUMVALLATION. U The act] χαράκωσις, ή. άπο- τείχισις, ή. πιριτειχισμός, δ. CIT άποτάφρευσις, ή (trenches or ditcltes). Τ[ C. (in the concrete) \ άποτείχισμα, τό. σταύρωμα, περισταύρωμα, τό. χαράκωμα, τό. χάραξ, ακος, δ. ερυμα, τό. To surround with lines ofc, ερύ- ματα περιβάλλειν τινί. See to CIRCUMVALLATE. CIRCUMVENT, έξαπατάν δόλω. κατασοφίζεσθαι. παρα- κρούεσθαι. παραλογισμούς ποι- εϊσθαι κατά τίνος, καταστρα- τηγεΐν τίνα. CIRCUMVENTION, πάρα- λογισμός, δ. CIRCUMVOLUTION, περι- κύλισις. άνακύκλησις. άνακύ- κλωσις, ή. CIRCUS, ιππόδρομος, ό. CISTERN, ύδροθήκη, ή. λάκ- κος, δ. CITADEL, ακρόπολις, εως, ή (of a town), φρούριον, τό. δχύ- ρωμα, τό. CITATION. 1 A summoning a person] κλήσις, πρόκλησις, ή. If Quotation] Vid. CITE, if Summon] καΧεϊν, ε'ισκαλεΐν, άνακαλεΐσθαι (before ajudge). κλητεύειν. εισάγειν. προσκαλεϊν, and Mid. (of the plaintiff). "If To quote] Vid. CITHERN, κιθάρα, ή. CITIZEN, πολίτης,δ (as mem- ber of the state), αστός, δ (as in- habitant of a town), δημότης, ιδιώτης, ου, δ (in contradistinc- tion to a civil officer and a noble). A patriotic c, πολίτης εϋνους : to be a c. of a state, μετέχειν τής πολιτείας : to live as a c. in a state, πολιτεύεσθαι εν τινι πά- λει : female c, άστη, ή. πολϊ- -rts, ιδος, ή. δημότις, ιδος, ή : the right of a c, πολιτεία, ή : to acquire the rights of a c. ,τυγχά- vtiv τής πολιτείας, παραλαμ- βάνειν την πόλιν. κατασκευά- ζεσθαι πολιτείαν: I am a c. of Athens, εστί μοι πολιτεία παρά τοις Άθηναίοις. μετουσία εστί μοι τής πόλεως παρά τοις Άθη- ναίοις : to confer upon aby the rights of a c, πολιτείαν διδόναι τινί. μεταδιδόυαιτής πολ ιτείας : that has had the rights of a c. con- ferred upon him, ποιητός πολί- της : the faith or loyalty of a c, ή τών πολιτών πίστις. τό φιλό- πολι: a c.'s daughter, παϊς αστι- κή, η. παϊς Ίδιώτου, ή. CITRON, κιτρόμηλον, τό. μήλον Μηδικόν, τό. κίτρον, τό. CITY, πόλις, εως, ή (as place and as collective sum of the citi- zens), πόλισμα, τό. άστυ, εος, τό (as place). A fortified c, 7ro\ts περιτετειχισμένη. πό- άτίίχιστοδ : a rich c, 7roXts ευδαίμων : fm c. to c, κατά πόλεις, καθ' έκάστην την πό- λιν : to found a c, κτίζε ιν or ο'ικιζειν πόλιν : to live in the c, διατρίβειν εν πόλει : to frequent the c, be very often in the c, λισμα όχυρόν. τείχος, τό : an fortified c. or town, πόλις CIT CLA CLA τά 7Γθλλά εσω πυλών or εν τω άστε ι άλινδεϊσθαι : to carry or send utensils or implements fm the country to the c, είσκομί- ξεσθαι εκ τώυ άγρώυ την κατα- σκευήν: a small c, ττολισμάτιον, πολ'ιχνιον,τό. άστυρου,τό: the territory belonging to a c, αγροί oi προς τη ττόΚει. τά 7τερί την πόλιν : the men of the c, αστοί, ών, oi. oi εν τη πόλει : the C. wall, περίβολος, 6. τό της πό- λεως τείχος : c. ditch., τάφρος η περί την πάλιν : c. gates, ai της πόλεως πύλαι : c. police, αστυνόμοι, οί : c. school, διδα- σκαλεΐον τό κατά την πάλιν or εν τη πόλει : the news of the c, το θρυλούμενον ευ τη πόλει. νεώτερου τι κατά την πάλιν : the magistrates of the c, oi της πόλεως άρχοντες : the life in the c. or town, ό ίν τη πόλει βίος. η εν τη πόλει διαγωγή : c- or town-council, βουλή, η. oi εν τέλει. CITY, adj. e. g. c. -magistrate, c.-school, &c. See compounds un- der City, s. CIVET {the animal). In mod. Greek, μ,οσχοπόντικος, m. CIVIC. See Civil. C. crown, στέφανος, 6. CIVIL. H Belonging to the state, civic'] πολιτικός, 3. C. affairs, πολιτικά, τά : c. conten- tions and disturbances, στάσεις, εων, ai : c. war, πόλεμος οι- κείος or έττιδήαιος, 6. στάσεις εων, ai : c. officer, άρχων, οντος, ο. επιστάτης, προστάτης, ου, 6 : the c. officers, τά τέλη or οι εν τέλει (sc. οντες). οι έπι τών πραγμάτων : to choose a c. officer, άρχαιρεσιάζειν : c. rights, πολιτεία, η : to obtain c. rights or privileges, τυγχάνειν της πολιτείας, παραλαμβάνειν την πάλιν. κατασκευάζεσθαι πολιτείαν : I enjoy c. rights at Athens, εστί μοι πολιτεία παρά τοΐς Άθηναίοις. μετουσία εστί μοι της πόλεως παρά τοϊς Άθη- ναίοις : to confer c. rights upon aby, πολιτείαν διδόναι τινί. μεταδιδόναι της πολιτείας : c list, (prps) 'ίδια χρήματα or ίδια, τά. τά είς τροφην δεδο- μένα. CIVIL. ΤΙ Polite, £α] See Courteous. CIVIL-LAW, oi περί τών ιδιωτικών ζυμβολαίων νόμοι. CIVILIAN, ό περί τους νό- μους or την δικαιοδοσίαν σπου- δάζων, 'έμπειρος τών νόμων, ό, η. 6 τών δικαίων διδάσκαλος. ο την τών νόμων παρέχων δι- δασκαλίαν. νομοδείκτης, ου, 6 CIVILITY. SfeeCouRTEOus- ness, Politeness. < CIVILIZATION, παίδευσις, η. ημέρωσις, η (relative to man- ners, a raising out of a state of ivildmess ; cultivation), ήμερος βίος, 6, and 'ήμερος δίαιτα, η (the state of mental cultivation or refinement). (90) ' παιδεία, η (a forming or culti- vating, the state of culture or mo- ral training). CIVILIZE, παιδεύειν. ημε- povv (to train, to humanize) : also έξημεροΰν, ήμερου ποιεΐν (to raise fn a state of barbarity), ήθοποιεΐν (to form morals. Plut.). C.-d, παιδευτός and πεπαιδευ- μένος, 3. CLACK, s. κρότος, 6. πάτα- γος, 6. παταγή. πλαταγή, η (the sound). CLACK, κροτεϊν, έπικροτεϊν. παταγεΐν. πλαταγεΐν (to pro- duce such a sound) : also κροτά- λιζε tv. CLAIM, V. άξιοΰν τυχεϊν τί- νος, άξιοϋν (seq. infin.). μετα- ποιεΐσθαί τίνος, άμφισβητεΐν τίνος or υπέρ τίνος. To c. athg as one's property, επιλαμβάνε- σθαί τίνος : to c. athg (fm aby), άξιοΰν τυχεϊν τίνος παρά τίνος, δεϊσθαί τίνος : I can α athg le- gally, επίδικου εστί μοί τι : to c. legally or in a court, έπιδικά- ζεσθαί τίνος. CLAIM, s. άξίωσις, δικαί- ωσις, η. To lay c. to athg, άξι- οϋν τυχεϊν τίνος, άξιοΰν (seq. in- fin.). μετιιποιεΐσθαί τίνος, άμ- φισβητεΐν τίνος or υπέρ τίνος: to urge one's c.'s on aby, άζιοΰν τυχεϊν τίνος παρά τίνος, δεϊ- σθαί τίνος : to have a c. upon aby, αξιώματα εχειν προς τίνα : I have a c. upon athg, δίκαιος ε'ιμι τυχεϊν τίνος, άξιος ειμί τίνος : my c. is better than . . ., άξιώτερον εϊμί τίνος. CLAIMANT. Fm verbs in to Claim. CLAMBER. See to Climb. CLAMMINESS, γλισκρό- της, τητος, η. CLAMMY, γλίσχρος, 3. εγ- γλίσχρος,2. ιξώδης, κολλώδης, 2. γλοιώδης, 2. CLAMOROUS, θορυβώδης, ταραχώδης, 2. όχλνρός, 3. CLAMOUR, θόρυβος, ό, and ψόφος, 6 (noise of any descrip- tion), θροΰς, ου, 6 (of voices), όχλος, 6, and ταραχή, η (of a multitude). To raise a c, κραυ- γάζειν. κραυγηυποιεϊσθαι. βοάν και κεκραγέναι (the latter stronger term). See Cry, s. CLAMOUR, v. See Cry = to shout out. βοάν. βοη χρησθαι. κράζειν or κεκραγέναι. κραυ- γάζειν. κραυ-γήν ποιεΐσθαι. άνα- βοάν, μέγα βοάν. μεγάλη τη φωνί) βοάν. άνακραγεϊν (stronger terms) : also λαρυγγίζειν. ίκ- τεταμένως or δεινώς βοάν (ii'ith all one's might). They all c.-d at the same time, πάντες άμα κε- κράγησιν. CLAMP, (prps) συνάρθρωσις, V• CLAMP, v. συναρθροΰν (to join together), σιδηροδετιϊν (to bind with iron. Heracl.). CLAN. See Tribe. CLANDESTINE, κλοπι- μαίος, 3. κρύφιος, 2. λαθραίος, 3. αφανής, 2. CLANDESTINELY, λάθρα, κρύφα. To do athg α, κλέπτειν τι : to take c, ύττοκλετττεΐί/ or υπεκκλέπτειν. CLANG, φθόγγος, 6. φθε- γμα, τό. φωνή, ή. ψόφος, ήχος, 6. CLANK, ψόφος, 6. CLANK, ν. ψοφεΐν. CLAP (g. t.). f To strike'] παταγεΐν. κροτεϊν. ψοφεϊν. πατάσσειν. To c. hands, συγ- κροτείς τώ χεϊρε. ταϊς χερσιν or τάς χείρας άνακροτεϊν : — (by way of applause), έπικροτεΐν. συνεπικροτεϊν. άνακροτεϊν. % To join to] See to Join. CLAP, s. ^[ Sound] πάτα- γος, 6 (also of the sound of thun- der), πατάγημα, τό. ψόφος, b (also the sound of thunder). A c. of thunder, βροντή, h. κεραυνός, 6 (thunder-bolt), βρόμυς or βρό- μος και πάταγος (the roar and crash of thunder. Α.). U Mark of appj-obation (by clapping hands)] κρότος, 6. CLAPPER, f Of a bell, &c.] Prps Crcl. by πληκτρον, τό (i.e. the stick icith tech any instrument is beaten), ΰπερον, τό, and ύπερος, ' CLAPPING (of the hands), κρότος, ό. κρότησις, ή. CLARIFY, διυλίζειν. διηθεϊν (P.). καθαίρειν. έκτήκειν (by melting. P. F., but ?). CLARIFYING or CLARI- FICATION. A c.-d liquor, διύ- λισμα (Gal.), διύλισις, εως, η (Eccl.). διήθησις,εως,ή (Tlieoph.). CLARION. See Trumpet. CLASH, (Trans.), συμβάλ- λει (g. t). CLASH, (Intrans.). συμ- βάλλειν. συνάγεσθαι (pass.) ει? ταΰτό (g. t.). συγκροϋεσθαι, συγκροτεΐσθαι (pass. ; of bodies which produce a sound). % In a hostile manner] συμβάλλειν τινί. συμπίπτειν τινί. ^\ To be op- posed to] εναντίον είναι or κατα- στί/ναί τινι. άνθίστασθαί τινι. ενίστασθαι προς τι. άνταγωνί- ζεσθαίτινι. έναντιοΰσθαι (pass.), τινι. CLASH, -ING, ττροσκο-τττ;, ή. πρόσκρουμα,τό. σύγκρουσις,ή. συμβολή, ή (trans.), συνέχεια, τ). ^Γ Discrepance, hostile oppo- sition] τό εναντίον or διάφορου. CLASP, S. λαβίς, ίδος, ή. περόνη, ή. To fix with a c, ε7τι- πορπαν. ^[ Embrace] ασπα- σμός, ό. CLASP, ν. Τ[ To fix with a c] See Clasp, s. TJ To embrace] περιβάλλειν. πεοιλαμβάνειν. ττροσπτύσσεσθαι (c. ace), πεοι- ιτλέκεσθαι(ρα88.; c.dat.). % To grasp] Vid. CLASS, Tii£ts, ή. φυλή, ή. φΰλον, τό. To belong to the c. of animals, είναι τών ζώων : to put or arrange in c.'s, τάττειν, CLA συντάττειν τι εΪ9 γένη. δια- λαμβάνειν or διαιρεϊν. ^[ Sta- tion (in life)] τάξις, η. The bet- ter or higher c. of people, oi επι- φανείς : the lower c, ταπεινή ™X'li "h '• one of the lower c.'s, άνϊφ έκ δήμου. CLASS, CLASSIFY. See to arrange in c.'s under Class, s. CLASSIC, των παλαιών τις (old writers), ξυγγραφεύς έγ- κριτος, 6 (select, £{C.). C. writers, oi συγγραφείς και ποιηται οι πρωτεύοντες, οι έγκριτοι : the c.'s, οι ττάλαι. CLASSICAL, έγκριτο*, 2. To put down or establish as c, έγκρίνειν. CLASSIFICATION, κατά- ταξις εις φυλάς, ε'ις γένη. ξύν- ταξις, ή. CLATTER, ψοφεΐν. H Chat- ter] άδολεσχεΊν. ληρεϊν. φλυά- ρεΤν (to talk nonsense). CLATTER, s. κρότος, ψό- φος, b. άραγμός, 6. άραγμα, τό. πάταγος, 6. κτύπος, 6. κρο- ταλισμός, 6. CLAUSE. 1 Of a sentence] κώλον, τό. άπόθεσις, η. % Con- dition] Vid. CLAW, όνυξ, υχος, 6 (sharp and pointed, e.g. of birds, fyc). Crooked c.'s, γαμφώνυξ, υχος, b, rj. γαμψώνυχος, 2. CLAW, άμύττειι/, ξαίνειναηά ξείν (to wound with t/ie nails or c."s). CLAY, κεραμϊς or κεραμϊτις yv, h. CLAYEY, CLAYISH, άρ- γιλώδης, 2. πηλώδης, 2. CLEAN, v. See Cleanse, e.g. a room, εκκορεϊν. καθαίρειν, έκκαθαίοειν, σαίριιυ. CLEAN, adj. καθαρός, 3. φαιδρός, 3 (also = free fin mix- ture). To be c, καθαρεύειν. καθαρός. See Pure, if Free fm moral impurity] See Pure, Clear. CLEAN, adv. 'όλως. πάντως, παντελώς, παντάπασι(ν). τω παντ'ι or τό παν. εσχάτως, διαμπάξ. εις τέλος, CLEANLINESS,Koeapto'T»js, ητος, η. τό κόσμιον. κομφότης, ητος, η. CLEANLY. See Clean. CLEANNESS. See Clean- liness. TI Moral purity] ακα- κία, η. τό άκακου. CLEANSE, καθαίρειν, άπο- καθαίρειν. καθαρόν ποιεϊν (τί- νος), καλλύνειν. είλικρ'ινειν. — fm sins, άγνί'ζειν. άφοσιοΰν : that has a c.-ing effect, c.-ing, καθάρσιος, καθαρτικός, 3. CLEANSING, καθαρμός, b. καθάρσιος, άποκάθαρσις, η. — of sin or guilt, άγνεία, η. CLEAR. 1 Transparent (of fluids)] καθαρός, 3. διαφανής, 2. ΤΙ Of the air] αίθριος, εΰδιος, 2. A c. sky, αίθρός ευδία, η. ΤΙ Perspicuous, intelligible] σαφής, 2. εναργής, 2. εμφανής, καταφα- (91) CLE νης, 2. φανερός, 3. δήλος, 2. Α c. voice, λαμπρά φωνή: to make (athg) c, σαφηνίζειν. φανερόν ποιεϊν : it is c, φαίνεται, φανε- ρόν εστί : it is c. that I, that thou, &c, φανερός or δηλός ε'ιμι, φαίνομαι, φανερός or δήλος εΤ, φαίνει (a?id =zpartcp.). ^J Free (fm), unimpaired] See Free. C. of crime, άναμάρτητος, 2. άκα- κος, 2. καθαρός, 3 (innocent) : to get c. of athg, άπαλλάττειν (andpass.) : also σώΧ,εσθαι (pass.) : to come off c, χαίροντα άπαλ- λάττειν : to keep or steer c. of, πόρρω γίγνεσθαι τίνος, άπέχε- σθαί τίνος, φεύγειν τι. CLEAR, ν. ίΐ To make clear, bright, <$c] καθαίρειν or άπο- καθαίρειν. καθαρόν ποιεϊν (τί- νος), καλλύνειν. ε'ιλικρινεΐν. Το α oneself of athg, άπολύεσθαίτι (of suspicion, Qc, e.g. διαβολήν, ΰποψίαν, <$£c). Ά To gain by athg] κέρδος ποιεϊν άπό τίνος, κερδαίνειν άπό τίνος. I c. some- thing by it, περίεστί μο'ι τι έκ τίνος or άπό τίνος : to c. one hundred talents in fifty, or to c. two hundred per cent., επϊ τοϊς πεντήκοντα ταλάντοις επιλαμ- βάνειν εκατόν. ΤΙ To remove, <$£c] To c. (athg) out of the way, εκποδών ποιεϊν. άποκίνεϊν. άν- αιρεϊν : to c. off a debt, άποδι- δόναι or διαλύειν τό χρέος, also διαλύεσθαι τα χρέα. ί[ To c up (fig.)] σαφηνίζειν, διασαφη- νίζειν. The sky is c.-ing up, άπαιθριά'ζει, διαιθριάζει. άνα- καθαίρεται ο άήρ. CLEAR, adv. See Clean, adv. CLEAR-HEADED, ευφυής, 2. A c. person, ευφυής άνήρ, b. άγχίνους, 2. ευξύνετος, 2. εύ- στοχος, 2. CLEAR-SIGHTED, όξύ δε- δορκώς, υϊα. ός. οξυδερκής, 2. CLEARSiGHTEDNESS,ay- χίνοια, fj. εύξυνεσία, ή. ευστο- χία, V. CLEARLY, σαφώς, φανε- ρώς. εναργώς (visiblu, manifestly). αναφανδόν (openly before all men. P.). One sees c. that . . ., φανε- ρόν δτι . . . : he is c. doing so and so, φανερός (or δηλός) εστί (ποιών τι). CLEARNESS. IT Transpa- rency, brightness ] καθαρότης, ητος, η. διαφάνεια, η. τό δια- φανές (of the sky), αιθρία, η. ευδία, η. <\[ Perspicuity] σαφή- νεια, ενάργεια, η. τό σαφές. With c, σαφώς, έναργώς. ( CLEAVE (το). (Intrans.). έχεσθαι (pass.), τινός, ένέχεσθαι (pass.), τινί. έμπεφυκέναι τινί. παραπεπηγέναι τινί. ουκ άπαλ- λάττεσθαι (pass.), τινός, προσ- ηρτησθαι,τιν'ι or προς τινι. Το c. or cling to life, γλίχεσθαι του CLEAVE. (Trans.), σχίζειν. διατέμνειν. To c. (e. g. wood), σχϊζειν ξύλα. ξυλοκοπεΐν : — CLI aby's head, διατέμνειν την κεφα' λην : cleft or cloven, σχιστό?, 3. δίκρους, ουν, e. g. δίκρουν σπέρ- μα : that has cloven feet, δίχηλος, 2 : to have cloven feet, δίχηλον είναι, διχηλίύειν. CLEAVER. See Hatchet. CLEMENCY,7rpaOTtis,»jTos, η. ημερότης, η, also συγγνώμη, ■η (towards offenders), επιείκεια, η (kindness), ευεργεσία, η (chari- ty). C. of weather, of climate, ευκρασία, η. CLEMENT, πράος orπpaύς, εϊα, όν. μαλακός, προσηνής, 2. επιεικής, 2. ήμερος, 2, also εύερ- γετητικός, 3. ευεργέτης, ου, ο. CLENCH, e. g. one's fist, συν- άγειν πυγμήν. with one's c.-d fist, πύξ. *ff To grasp in one's hand] See Grasp. CLERGY, η τών'ιερέωντάξις. ιερείς, έων, oi. That belongs to the c, κληρικός, 3. CLERGYMAN, Ιερεύς, 6 (priest), πρεσβύτερος (presby- ter), κληρικός, b (t. t.). CLERICAL, ιερός, 2. ιερο- πρεπής, 2. CLERK. *1ϊ Clergyman] Vid. H A writer] γραφεύς, έως, b (the author of athg as well as secretary) . γραμματεύς, έως, b (in the pub- lic service). To be a c, γραμμα- τεύειν. CLEVER, δεξιός, 3. εύχερτ,ς, 2 (esply of bodily dexterity), έμ- πειρος^, επιστήμων, 2. σοφός, χρηστός, δεινός, αγαθός, 3 (with refi to art and science). I am very c. in athg, κράτ ιστός ειμί CLEVERLY, δεξιώς. έμπεί- ρως. έπιστημόναις. εύφυώς. δει- νώς. To manage athg c, επι- σταμένως πράττειν τι. CLEVERNESS, δεξιότης, ητος, η. ευχέρεια, ευμάρεια, εύμηχανία, η. τέχνη, η. δεινό- της, ητος, η, also ευφυία, η (good abilities). CLEW, τολύπη, η. άγαθίς, Ίδος, η. CLIENT, πελάτης, ου, ο. προστρόπαιος, b. The class of c.'s, τό πελατικόν. (Αειη.)πελά• τις, ιδος, -η- The body of c.'s, πελατεία, η. CLIFF, κρημνός, απότομος πέτρα. C.'s, κρημνοί. CLIMACTERIC, -AL, κλι- μακτηρικός ενιαυτός, ο. κλι- μακτηρικόν έτος, το. CLIMATE, κλίμα, τό. αήρ, έρος, ο. ν του αέρος κράσις. Α mild or fine c, ευκρασία τοϋ αέρος or τών ωρών, η. CLIMAX, κλΐμαξ, ακος, ν• CLIMB, πειρασθαι άναβαί- νειν. άναβαίνείν μόλις. To C precipices, κρημνοβατεϊν '. to G. up, εζακρίζειν. φηλοπονεΊν άνα- βαίνοντα. έξικνΛΪσθαι. πάνω και μόλις άναβαίνείν or έζικνεϊ- σθαι. CLING, t To cleave to] See to Cleave (to). *ff Improp.: CLI to be attached to or in favour of] άντέχεσθαι (e. g. της αρετής). To c. to an opinion, ιτείθεσβαι ( puss.) γνώμ-η : — to a person, εχεσθαι (pass.), τινός, διώκειυ τινά : to c. to life. γλίχεσθαι τοΰ "ζην. γλίσκρως έπιθϋμεϊν "ζην. φιλυφυχεϊν (P.) : to c. to old customs, μΐ)δεν κινε'ιν των Καθεστώτων. CLINIC, κλινήρης, κλινοπε- τής, 2. CLINK, φοφεΊυ. CLINK, s. ψόφος, ό, or κώ- δωνες, οι (if repeated or lasting). CLIP, περιτέμυειυ, εττιτέ- μνειν, συντίμνειν. περικόπτειν. κολάζε ι ν (of trees and plants in ge- neral), άμπελουργεΐν (of grapes). To c. the branches of trees, κλα- δεύειν δένδρα. CLIQUE, συγγένεια, r). θία- σο?, δ. To belong to aby's α, τοϋ θιάσου τινός είναι. CLOAK, ιματίου, τό (or with crasis) θο'ιμάτιον. περιβόλαιον, τό. περιβολή, ή. An old shabby α, τριβών, ωνος, δ. τριβώνιον, τό : to put on one's c, περιβαλ- έσθαι Ιμάτιον : wrapped up in a C, περιβεβλημένος ιμάτιον. CLOAKorCLOKE,t>. «f To conceal by a pretext] κρύπτειν, συγκμύπτειυ,άποκρύπτειυ. επ- ■ηλυγάζειν (the Mid. if subjective) . προφασίζεσθαι. CLOCK, ώρολόγιον. ώροσκο- πεΐου, τό. γνωμών, όνος, δ. < CLOCK-MAKER, τεχνίτης ο κατασκευάζωυ τα ωρολόγια. In modern Greek, δ ωρολογάς. CLOD, βώλος,ν. CLOD. _ IT Cloum] Vid. CLOG, ιστάυαι, έφιστάυαι. επέχειυ (only prop.), κάτεχε ιν. άι/αστελλειι/, καταστέλλειι/. άνακότττειν, άνακρούειν (prop, and metaph.). κωλύειν. έμποδώυ είναι, παύειν, καταπαύειυ (only metaph.). "[[ To burden] See to Burthen or Burden. CLOG. ^Fetter] Vid. f Λ hind of wooden sfoe] κρούπαλα, τά. CLOISTER, κοινοβίου, τό. μάνδρα, η. μάυδρευμα, τό. η- συχαστήριου, τό. To shut up in a c, ενσηκάζειν. ένλακκεύειν. H A walk supported by columns] περίστωου or περίστοου, τό. περίστυλου, τό. CLOISTRAL. See Monas- tic.* l. CLOSE, κλείειν,κατακλείειν, e.g. to c. the gates, κλείειν τάς πύ\ας. συγκλείειυ (to shut ; esply of the mouth or eyes): also μύ- ειυ, καταμύειυ, ίπιμύειυ τους οφθαλμούς (to c. one's eyes), or συγ κλείειν τά βλέφαρα. To c. the mouth and eyes of a corpse, συλλαμβάνειν το στόμα και τυύς οφθαλμούς (P.). καθαιρείυ (καθελεϊυ) δσσε or οφθαλμούς (Horn.) • to c. one's hand, συυ- άγειυ την χείρα : to c. (intr.), συυάγεσθαι (pass.), συμμύειν (9 2) CLO (of (he mouth and eyes). % To bring to a close] τελευταν τι. τέλος ποιεϊσθαί τιυος. περι- γράφειυ τι. To c. a procession, ούραγεΐυ, άπουραγεΐυ : to c. a letter, περιγράφειν επιστολήν. to c. with (the enemy), εις χεϊρας Ίέυαι or συνιέναι τινί. δμόσε Ίέναι, χωρεϊν, γίγνεσθαι τινι. συυάπτειυ χείρας or μάχην τινί. συμπλέκεσθαί τινι κατ' άνδρα. ΤΙ To c. in] See to Enclose. CLOSE, s. Tf The end] τελευ- τή, -η. τέλο?, τό. καταστροφή, ή. πέρας, τό. επίλογος, δ (the end of a drama). See End. At the c. of the year, τελευτώντος τοΰ ενιαυτοΰ. U Small enclosed field, &c] See Field. CLOSE, adj. κεκλεισμένος, 3. κλειστό?, 3. κατάκλειστο?, 2 (enclosed), πυκνός, 3. άθροός, 2 (crowded). H Of the atmosphere] καυματώδης, καυσώδης, 2. καυ- ματηρός, 3. Tj Secret] σιωπη- λός, 3, arid σιωπηρός, 3. ^[ Saving] άκρϊβής, 2. ακριβολό- γος, 2. CLOSENESS, κρυπτού, τό. αφάνεια, ή. τό αφανές, οΰς. % Savingness] ακρίβεια, η. CLOSET, οίκημα, τό. δίαιτα. V- CLOT, θρόμβος, δ (esply of any coagulated mass). CLOT, v. πήγυυσθαι, κατα- πήγνυσθαι. To cause to c, πη- γνύναι or έκθρομβοΰν : c.-d, πηκτός : a c-ing (of a mass), έκ- θρόμβωσις, ή. CLOTH, κατασκευή, ή (stuff, material for dress), υφαντά, τά (woven materials), λίνου, τό. οθόνη, ή (of linen), σινδών, όνος, h (cotton). U As object (e. g. table-C.)] επιτραπέζιος οθόνη, ή (unknown to the ancients). &$* Ap. Lucian. χειρόμακτρου is used to express the notion in accordance with a later custom. CLOTHE, ένδύειν. στέλλειυ, περιστέλλειν. άιχφιεννύναι. πε- ριαμπέχειν. περιβάλλειυ. Το bec.-d,ά ; u7Γε}^εσ0αt, άμττισχυεΐ- σθαι, ημφιενμένον είναι : — in athg, τι, also χρησθαι ϊματίοις : well c.-d, see Dressed under Dress: poorly c.-d, δυσείμωυ, 2: to be poorly c.-d, δυσ( ιματεΰ/. CLOTHES, στολ»?, ή. σκευή, ή (both as act and thing), έσθής, ητος, ή. άμπεχόνη, ή. ιμάτια, τά (as thing). A stock of c, ιματισμός, δ. ιμάτια τά υπάρ- χοντα : to furnish aby with c, ιμάτια παρέχειν. 0}Γ It may also be rendered by Orel., as περι- εσταλμένος, η, ov, e. g. Cyrus made his appearance in the same c. or dress as his soldiers, ό Κΰρος ώφθη περιεσταλμένος ωσπερ και οι στρατιώται : simple c. or dress, μετρία εσθής, ν : to put on (one's) c, ενδύεσθαι. στέλ- λεσθαι, περιστέλλεσθαι. περι- βά\λεσθαι. άμφιέννυσθαι : to wear c, to have on c, χρησθαι CLU Ίματίοις or εχειν ιμάτια, άμπ- έχεσθαι or άμπισχνεΊσθαι. στο- λην α'ιρεΐσθαι or λαμβάνειν : to wear expensive c, χρησθαι ιμα- Ttots 7ΓολυτελεσίίΛ CLOTHIER, ίριουργός, δ. υφαντής, ου, δ. CLOTHING. See Clothes. CLOUD, νεφέλη, ή. νέφος, τό : also τό επινέφελον with or without εναιώρημα. A thick or dense c, 7ταχεΐα νεφέλη : a dark c. (metaph.), "ζοφερός αήρ τοΰ βίου (Lucian) : surrounded with c.'s, συννεφής, 2. εττιι/ε'φελοδ, 2 : without a c, άυέφελος, 2. CLOUD, v. ξυνυεφεΐυ. επι- νεφε'ιυ. C.-d, ξυννεφής and ξυν- υέφελος, 2. επινέφελος, 2 : a c.-d sky, ξυνυέφεια, ή : the sky is c.-d, ζυννένοφε : to be c.-d, ζυννέφειυ. έπιυέφελον εΊυαι. CLOUDINESS, ξυννέφεια.η. Ο,0υΏΥ,νεφελώδης,2. συν- νεφής, 2. The sky is c, ξυνυέ- υοφε. II Dark] VID. CLOUT, ράκος, τό (a rag). CLOVE. See Spice. CLOVEN -FOOTED, δίχη- λος, 2. To be c, διχηλεύειν. CLOVER, τρίφυλλου, τό. μελίλωτου, τό (a peculiar kind, which smells like honey). CLOWN, σκαιός, δ. αγροι- κος, δ. φορτικός, δ. CLOWNISH. See Rustic. σκαιός, 3. άγροικος, 2. όβέλτε- ρος, 2. άττειρόκαλο?, 2. C. man- ners, see Clownishness. CLOWN1SHNESS, τρόπων σκαιότης, ή. άβελτερία, ή. άπει- ροκαλία, -η• CLOY, ύπερε μπιπλάναι. άυα- μεστοΰυ. C.-ing, πλησμονή, ή. κόρος, δ. CLOYING, adj. πλ^σμ,ος (Plut.). Prob. ύπεργλυκύς (tho' not found). CLUB. ^ As means of de- fence or weapon] ρόπαλον. ρό~ πτρον, τό. κορύνη. κορδύλη, ή. To strike with a c , ροπαλίζειυ : in the shape of a c, ρυπαλικός, 3. ρυπαλοειδής, 2. κορυνώδης.,2. ΤΙ Society] εταιρεία, ή, or εται- ρία, -η. To form or establish a C, συνίστασθαι (συνστηναι) : a c. is formed, συνίσταται κοιυω- CLUB-L AW, χειροκρατία,ή. According to c.-l., ευ χειρών υόμω : c.-l. prevails, δίκη εν χερ- σίυ έστι. CLUB, ν. συμβάλλεσθαι (Mid.), συμφέρειυ, ποιεϊυ, δύ- νασθίΐι (to contribute to an object), ε'ισφέρειν, έραυιζειυ (to pay a share towards athg). To c. to- gether, δύνασθαι : — for athg, εις τι or προς τι. ε'ισφέρειν (to put in, contribute), συμβαίνειν εις ταύ-τό (to join or meet for any purpose) : also δμοΰ γίγνεσθαι. CLUCK, κλώζειν. κακκαβί- ζειυ. CLUCKING, κλωγμός and κλωσμός, δ. CLU CLUE. Mly by ιχνο?, τό {trace), or τεκμήριον, σημεϊον {sign). To follow a c, 'έπεσθαι, TlVt. CLUMP. See Lump, Clot. if -4 #γομ/> (e. g. of trees)] δέν- δρων, ώνο?, ό. CLUMSILY, σκαιώ?. άγρο'ι- κω?. φορτικών. CLUMSINESS, παχύτης, tjtos, η. τό όγκώδεν, ους. άτοο- πία, ή. δυστραπελία, η. βραδυ- τή?, ητο?, ή. αγροικία, η. το φορτικόν. φορτικότη?, ητο?, tj. σκαιότη?, η. SeeSyn. zkClumsy. CLU MS Υ, όγκώδης,2. παχύ?, εϊα, ύ. αδρό?, 3 (ο/ are unshapen mass), άτροπο?, 2. δυστρά-ττε- Aos, 2. βραδύ?, εϊα, ύ. άγροικος, 2 {unmannerly), φορτικό•;. 3. άκομψο?, 2. σκ -atos, 3 (οτζζν ο/ persons). C. manners, άγοοί/αα, ή• τό φορτικόν. φορτικότης, ητος, >'/. τό ακομψον : to be c, άγροικί"ζεσθαι : in a c. manner, συλοικοτερος τω τρόπω. CLUSTER, s.' {of grapes), βό- τρυ?, uos, ό. σταφυλή, ή. A dried c, σταφ /s. άσταφί?. στα- φύλι?, ίδο?, ή : the c.'s are be- ginning to form, άμπελο? βο- τρυοϋται. if A heap, swarm] Vid. CLUSTER, υ. [of a vine), άμ- πελο? βοτρυοΰται. if To collect, congregate] συλλέγεσθαι [pass.), συνάγεσθαι (pass.), άγείρεσθαι (pass.), συνιέναι {συνελθείν). συναγείρεσθαι (pass.), άθρόον or άθμόον συνελθείν. In c.'s, σωρηδόν (of things). CLUTCH, if To seize, grasp] Χαμβάνειν τινά or τι. Χαμβά- νεσθαί τινο?. άντιλαμβάνεσθαί τινο?. εχεσθαί τινο?. αίρεϊν τι. απτεσθαίτινο?. επιχειρεί ν τινι. To c. aby, λαμβάνειν and λαμ- βάνεσθαίτινά (inthe act of athg) τινο?. επιβάλλειν τα? χεΐρά? τινι. CLUTCH, s. See Grasp. To fall into aby's c.'s, υποχείριον γίγνεσθαι τινι. ει? χείρα? εΧ- θεϊν (τινι. Χ. Cyr. 7, 4, 10). CLYSTER, κλυστήρ, ηρο?, 6. κλύσμα, εγκλυσμα, τό. ένεμα, τό. To apply a c, κλύζειν, έγ- κλύ"ζειν τινά. ενεματ'ιζειν τινά: to have a c. applied, κλύζεσθαι (pass.) : the act of applying a C., υποκλυσμό?, 6. COACH, άρμάμαζα. άμαξα, v. See Syn. in Carriage. The box of a c, όκρίβα?, α ντο?, 6. άρμάτειο? δίφρο? : to drive a c, άρματεύειν. άρματηΧατεΐν. COACH-HORSE, ζύγια? 'ίπ- πο? (draught -horse). A pair of C.'s, 'ίππων "ζεϋγο?, τό. άρμα και 'ίπποι (c. and horses). COACH-HOUSE, θήκη, i,. παράθεσι?, -η (Polyb.), or η των άρμαααζων παραθισι?. COACH-MAKER, άρματο- πηγό?. άρματοποιό?. άμαξοπη- γό?, δ. COACHMAN, ηνίοχο?, ο. (93) COA άρματηΧάτη?, ου, δ. The C.'s box, όκοίβα?, αντο?, ο. COADJUTOR, συνεργό?, δ. συμπράκτωρ,ορο?,6. συμπράτ- των, οντο? (partcp.). βοηθό?, δ. συνεπιμελησόμενο?, ο. To be aby's α, συνεργόν εϊναί τινι τι- νο?. συμπράττειν τιι/ί τι. βοη- θεΐν or παοαβοηθεΤν, τινι. COAGULATE. (Trans.) πη- γνύναι. έκθρομβοΰν. if (INTR.)] πήγνυσθαι, καταπήγνυσθαι (pass.). C.-d, πηκτό?, 3. COAGULATION, πηξι?. σύ- στασι?, ή. εκθρόμβωσι?, ή. COAL, άνθραζ, ακο?, δ (mly in pi. άνθρακε?, g. t. but esply charcoal: to define pit-c. we must use ανθραξ γαιώδη? or εκ τη? γη?. A small c, άνθράκιον : a live C, ανθραξ εμπυρο? or ηρμέ- νο? : to burn or reduce to a c, άν- θρακοΰν, άπανθρακοϋν : like c, or of the nature of c, άνθρακώδη?, 2. ανθρακίτης* ου, ό. (fern.) άν- θρακίτι?, ιδο?. ή : of the colour of c. άνθρακώδη?, 2 : a heap of C s, άνθρακιά, ή. ανθράκων σώ- ρευμα, τό : a dealer in c.'s, άν- θρακοπώλη?, ου, δ : the smoke of c.'s, δ άπό των ανθράκων ατμό? : hot c.'s, άνθρακιά, ή. COAL-BLACK, άνθρακ'ια?, δ (a c.-b. man. Luc). COAL-FIRE, άνθρακιά, η. To make a c. under athg, ϋποτι- θεναι άνθρακιάν : prepared over a c, άπ' άνθρακιά?. COAL-DUST, άνθρακΐτι? κό- VI?, η. μαρίλη, ή. COAL -VESSEL, άνθρακα? άγουσα ναΰ?. COALESCE, αμα or δμοΖ γίγνεσθαι, συνιέναι. συνίστα- σθαι. COALESCENCE, συνάφεια, η- COALITIOJi, σύζευξι?, f,. συναφή, ή. συνάφεια, ή. σύστα- σι?, ή. εταιρεία or εταιρία, ή. α between parties, συναγωγή. διαΧΧαγή, ή : a c. having been brought about, δμοΰ γενόμενοι, κοινή γενόμενοι, συμμίξαντε?. COARSE, άδρόν, 3. άδρομε- ρή?, 2. παχύ?, εϊα, ύ (ορρ. fine, tender). — of the voice, βαρύ?. if Ill-mannered] άγροικο?, 2. άκομψο?, 2. σκαιό?, 3. φορτι- κό?, 3. απαίδευτος, 2. COARSENESS, αγροικία, ή. τό ακομψον. σκαιότη?, ητος, ή. τρόπων χαλεπότη?, ή. if Rough- ness] τραχύτη?, ητο?, ή. σκλη- ρότη?, ητο?, ή. COAST, παραΧία, η. αιγια- λό?, δ. τα πηρά την θάλατταν: also παραθαΧάσσιο? χώρα, η (Diod.). The inhabitants of a c, επιθαλάσσιοι, οι, or οι έπι τ»; θαλασσή οίκοΰντε?. υϊ κάτω κατοικοϋντε? : the land along the c. (pi.), τά παραθαλάσσια, επι- θαλάσσια : a town on the c, παράλιο? πάλι?, ή : that navi- gates along the c, ό παραπΧέων, οντο?, δ παρά την γην πΧέων. COC COAST, ν. παραπΧεΊν (τό- πον or παρά τόπον), παρά την γην πλεΐν. παραλέγεσθαι γην or νησον (Diod. Strab. ; oram le- gere). A c.-ing voyage, παρά- πλου?, δ. COASTER, ό παρά την γην πλέων. COAT, χιτών, ώνος, δ. Ιμά- τιον, τό. ΤΙ Covering of the flesh] See Hide. U Rind) Vid. A c. of dirt, σκίρο?, δ (Eupol.). if Λ layer of athg] See Coating. COAT OF ARMS, παράση- μον, επίσημον, τό. σημεΐον, τό. σύμβολον, τό. COAT, ν. καλνπτειν, περι- καΧύπτειν τι. To c. athg with athg, περιτείνειν τινι τι (to ex- tend or spread around athg). κα- Χύπτειν τι τινι (to cover an ob- ject tvith athg). περιχεΐν τινι τι (to do over with athg). To c. with gold, silver, copper, &c, κατα- χρυσοΰν, καταργνροΰν, κατα- χαλκοΰν : — with leather, skin, &C, καταβυρσονν τι. βύρσα? περιτείνειν τινι : to c. with clay or loam. περι~χρίειν πηλόν τινι: athg is c.-d with slime, ΊΧύ? επι- χεϊταί τινι. COATING, if A layer of athg] e.g. to lay on a c. (of gold, silver, &c), καταχουσοϋν, κατ- αργνροΰν, καταχαλκοϋν : to co- ver with a c. of clay or loam, περι- χρίειν πηλόν τινι : to put on a c. of athg (e. g. of slime or mud), ίλύ? επιχεϊταί τινι. COAX, κοΧακεύειν τινά. θώ- πεύειντινά. άρεσκεύεσθαί τίνα. σαίνειν τινά. θεραπεύειν τινά. COAXING, κολακεία, θω- πεία, ή. αρέσκεια, η: also κοΧά- κευμα. θώπευμα, τό. Syn. in Flattery. COBBLE, ίζακεΊσθαι. ρά- πτειν, συρράπτειν (g. t. to mend, repair), υποδήματα νενρορρα- φεΐν (of shoes). COBBLER, νευρορράφος, δ. COBWEB, άράχνιον, τό. α- ράχνη? ύφασμα, τό. Like c.'s, άραχνιώδης, 2 : as thin as a c, άραχνοϋφή?, 2 : to be like a c, άραχνιοΰν. άραχνιοϋσθαι : to spin a c. (of the spider), ύφαί- νεσθαι άράχνιον. ^ COCK, if A male bird] ap- ρην, ενο? (g. t.). άλεκτρυών, όνο?, δ. αλέκτωρ, ορο?, δ (seldom and chiefly poet.). Of or belong- ing to a c, άλεκτόρειο?, 2: the c. is crowing, ό άλεκτρυών άδει. if C. of a tube, Qc] επιστόμιον, τό. κρουνό?, δ. στρόφιγζ, ιγ- γο?, η. if Of a gun] ξ^§° Prps δράκων, though the thing was un- known to the Greeks ; but bracelets and necklaces of that shape were called by them by thai name. COCKFIGHT, συμβολή ά- Χεκτρυόνων, ή. COCKER. See to Fondle, Indulge. COCKLE, κόγχη, ή. κόγχος, δ. όστρεον, το. A small c, coc COI GOL κογχάριον and κογχίον, τό : in the shape of a c, κογχοειδης, 2. κογχώδης, 2. όστρεώδ>ιν, 2. COCKLE-SHELL, κόγχος, ο. οστράκου τό της κόγχης. COD, v. See to Husk. COD, δρχις, ids, and εως, ο. CODFISH, όνος, ό. ya<5os, ό. CODE, ή τώυ νόμων συγ- γραφή or σύνταζις. οι νόμοι. CODICIL, ε-πιδιαΗκη, ν. CODLE or CODDLE, θρύ- πτειν, όΊαθρύτΓτειυ, άποθρύ- πτειν. θηλύνειν, άποθηλύνειν, καταθηλύνειν. άπαλύνειν. χλι- δαίνειν. σκιατραφεΐν. COERCE, άναγκάζειν, κατα- ναγκάζειν (c. ace), βιάζεσθαι (c. ace), κρατεΐν (p. yen. and ace). viKav(c.acc.). χειρούσθαι(ο.α€ΰ). κατέχειν (c. ace.). COERCION. See Compul- sion. COERCIVE. See Compul- sory. COEVAL, ομόχρονος, σύγ- χρονος, 2. ομοϋ ων, ούσα, όν. κατά τον αυτόν χρόνον γιγνό- μενος, 3. κατάλληλος, 2. C. with, ότε ταΰτα ην. COFFEE, (pips) κύαμος 6 'Αραβικός: COFFEE-HOUSE, θερμοττώ- Χιον, τό. COFFEE-ROASTER, φρύ- γετρον, τό (used by the ancients for roastiny barley) . σε ίσων, όνος, 6 (for shaking beans). COFFER, κιβωτός, f,. κιβώ- τιον, τό. κίστη, η. ρίσκος, 6 (chest), θησαυροφυλάκιον. άργυ- ροθήκη. θησαυρός. γα"ζοφυ\ά- κιον. ταμιεϊον (treasury). 1J C?s (meton. for treasures)] See Trea- sury. COFFIN, σορός, η. νεκρο- 6?j/oj, η. σαρκοφάγος, b and η. Χάρναζ η του νεκρόν έχουσα. COG. t Flatter] Vid. COG (of a wheel), prps οδούς, όντος, b (y. t. for any prong, spike, COGENCY, δύναμις, εως, η (y. t. =z efficiency, force, power, cf-c, both physical and mental), κράτος (the poiver of overcominy or prevailing). To give c, ισχύν εντιθέναι. ρώμην παρέχειν. κύ- ριον ποιεϊν τι (to yive validity) : to have C, ρώμην or δΰναμιν εχειν. δυνατού είναι. κύριον είναι (to be valid, have consistency) : to have no c., Ίσχυρόν ούδεν εχειν. COGENT, βαρύς, εΐα, ύ (weighty), δεινός, 3. ισχυρός, 3 (powerful), κύριος, 3. βέβαιος, "COGENTLY. Formed with the adjj. under Cogent. COGITATE. See to Medi- tate, Think COGITATION, φρόνησις, η. διάνοια, η. «See Thought. COGNATE, ο, η, το εγγύς or σύνεγγυς, αδελφός, Β. προσ (94) κείμενος, 3. 'όμοιος, 3. παραπΧή- σιος, 2 and 3. To be c. with, εγγύς είναι τίνος, γειτνιαντινι. COGNATION. See Affinity. COGNITION. See Know- ledge. COGNIZANCE. See Know- ledge, ^f Judicial notice or decision] κρίσις, -η. To take c. of athg, κατασκευάζεις κρίσιν or εϋβύνας επί τίνα. εζέτασιν ποι- εϊσθαί τίνος or περί τίνος (judi- cially), σκοπεϊν or σκέψιν ποι- εϊσθαι περί τίνος (philos. only). ζήτησιν ποιεϊσθαί τίνος (judi- cially). To come to, or arrive at, the c. of athg, καταμαθεΐν τό COGNOMEN. SeeSuRNAME. COGNOSCIBLE, νοητός, 3. ευγνωστος. COHABIT, f To dwell to- gether] συνοικεΐν τινι. σύσκηνον είναι τινι. συντρέφεσθαι(ρα88.) εν τη αύτη οικία. ^[ To dwell together as husband and wife] συγ- καθεύδειν τινί. συγγίγνεσθαί τινι. συμμίγνυσθαί (pass.) τινι. COHABITATION, συνουσία, μΐζις, η. COHEIR, ό μετέχων or κοι- νωνός της κληρονομιάς : to bee, μετέχειν or /χετεστί μοι της κληρονομιάς. COHERE, συνεχή ειυαί τινι. εχεσθαι (pass.), τινός, άρτάσθαι (pass.) εκ τίνος. H To ayree with] See Agree. COHERENCE, -ENC Υ, συν- έχεια, η. συνάφεια, η. συναφή, η. αλληλουχία, η. κοινωνία, η. C. of a speech, η τον Χόγου ακρί- βεια or ακολουθία (conteod). συν- έπεια, η, and σύμφρασις, η (the connexion of ideas) . To have c, see to Cohere. COHERENT, συνεχής, 2. εν- δελεχής, 2. TJ Of speech] άκρϊ- βης, 2. To deliver a c. discourse, ξυνείρειν λόγον. COHESION, σύναψις, η (con- nexion), σύνδεσμος, b. Syn. in Connexion. To have no c., ισχυροί/ ούδεν εχειν. COHESIVE. See Coherent. TI Glutinous] γλίσχρος, 3, or εγγλισχρος, 2. Ίζώδης, 2. κολ- λώδης, 2. γλοιώδης, 2. COHORT, στρατιωτών τά- γμα or τάζις. COIF. > See Cap. COIL, ενειλεΐν, άνειλεΐν. πε- ριελίττειν τι τινι. COIL, τολύττη, η. άγαθίς, Ίδος, ?7. COIN, νόμισμα, τό. κέρμα and κερμάτιον, τό. χάραγμα, τό. Copper c, χαλκός, b. χαλ- κούς : good C, δόκιμον τό νόμι- σμα : bad c, νόμισμα άδόκιμον. παραχάραγμα, τό. COIN, ν. ΤΙ Prop.] κόπτειν or χαράττειν νομίσματα, άρ- γυρυκοπεΊν. To c. bad money, παραχαράττειν. παρακόπτειν: c.-d metal or silver, επίσημον νόμισμα or άργύριον. ^f Fiy. : to invent] μηχανασθαι. ποριζειν μηχανάς, πόρους, or τέχνας. COINAGE. It Coined money] See Coin, if Whatever relates to coininy] νομισματική (e. y. τέχνη), η. τά ττερί τά νομίσμα- τα, τό τυΰ νομίσματος εττίση- μον (the stamp or impression of a coin). % Invention] Vid. COINCIDE, συμττίτττειν. εις ταύτό συυιέναι. ομοϋ γίγνεσθαι, άφικνεϊσθαι εις ταύτό. ομολο- γεΐν τινι. συντίθεσθαί τινι. συμβαίνειν τινί. To c. with athg, κατά τόυ αύτου χρόνον γίγνε- σθαι τινι (relatively to time), συμ- φωνείν τινι (to accord) : also όμοιον είναι τινι. "ίσον είναι τινι. παραπλησιον εΊναί τινι (to be equal) : our opinions c., ταύτα γιγνώσκομεν: to c. in point of sentiment, ομονοείν τινι. τά αυτά φρονεϊν τινι. ττρός του τρόττου τινός είναι : not to c. with, διαφωνεΊν ττρός τι. COINCIDENCE, συντυχία, η. συμβολή, η. συνάντησις, η. ΤΙ Ayreemeni] ομόνοια, η. ομο- λογία, η. συμφωνία, η. COINCIDENT, σύμφωνος, 2. σύμψηφος, 2. ομογνώμων, 2. Syn. Coincide. COINER, άργυροκο'7το?, ό. Τ[ Counterfeiter] τταραχαράκτης, ο. ^-SP ο εττί του νομίσματος = the director of a mint. COITION. See Cohabita- tion. *ff Act of two bodies coming toyether] σύγκρουσις. συγκρότη- σις, 77. COLANDER, διυλιστήρ, η- ρος, b. ηθμός or ΐιθμός, b. σάκ- κος, b. To strain or pass through a C, διασήθειν, διαττάν. COLD, ψυχρός, 3 (prop, and fig.)• ψυχεινός, 3 (producing c). απυρος,2 (of food), αμβλύς, 3 (of sentiments or affections). C. re- past, άττυρον άριστον: to render C, ψύχειν, ψυχοϋν, ψυχαίνειν : it is getting c, ψύχος γίγνεται: it is c, ψϋχός εστί: it is very c, ψΰχος υπερβάλλον εστί. χει- μών γίγνεται ττολύς : to bathe in c. water, ψυχρολουτεΐν : a bath, or bathing in c. water, ψυ- χρολουσία, ν : to drink c. beve- rage, ψυχροττοτεϊν : the drinking of c. water, ψυχροττοσία, ή: c- water-drinker, ψυχροττότ?}?, ό : with c. blood, ττράως. ήσύχως, καθ' ήσυχίαν. ευκόλως : to re- main c, ορώντα or άκούοντα or πάσχοντα τι μη ταράττεσθαι (pass.) την ψυχην : to be c. agst athg, άμελεΐν τίνος, όλιγοιρεΐν τίνος: a c. fever, άμφημερινόςο?' άμφήμεοος πυρίτός, ο. COLD, s. 1 Prop.] ψύχος, τό (chiefly plur. ψύχη), κρύος, ριγός, τό. κρυμός, ό. A violent or intense c, ψύχος υπερβάλ- λον, ίί Metaph.] ψυχρότης, ητος, η. τό ψυχρόν (/rigidity ; also, coldness of heart). U An ill- ness produced by c] ψυγμός, b. κατάψυζις, η. That brings on COL a c, καταφυκτικός, 3 : to take c, καταφύχεσθαι (pass.), κα- κών πάσχειν υπό ψύχους : liable to take c, καταψυκτικός, 3: that has taken or caught a c, κατά- ψυκτος, 2. COLDISH, ύπόφυχρος, 2. ψυχρότερος, 3. COLDLY, φυχρώς. φυχει- νώς. To treat aby c., άμελεϊν Τίνος. όλιγωρεΐν τίνος. COLDNESS. See Cold, s. COLE, COLEWORT. See Cabbage. COLIC, κωλικη νόσος or διά- θεσις, t). δυσεντερία, ή. Apt to suffer fin c., κωλικός, 3. COLLAPSE. «IT Prop.] συμ- ττίιττειυ. καταφέρεσθαι (pass.), or άνατρέπεσθαι (pass.), μαραί- υεσθαι (pass.), τήκεσθαι (pass.). COLLAR, παρυφή, ή• παρύ- φασμα, το. παταγείον, τό. Το seize aby by the c, συλλαβεΐν τίνα. ^f Necklace] περιδέραιον. υποδέραιον,τό. όρμος, 6. κλοιός, 6 (the latter only for dogs). To put on a c., κλοιω δεΐν τον κύνα. if Neck-iron] κλοιός and κλωός, 6. τραχηλοκάκη, ή. κύφων, ωνος, 6. To put a c. on, κλυιοϋν τίνα. COLLAR, v. συλλαβεΐν τίνα (to seize by tlie c). COLLAR-BONE, κλειδίον, τό. PI. αϊ κλείδες. COLLATE, παραναγιγνώ- σκειν : — &thg, τι παρά τι. C.-ing, παρανάγνωσις, ή. COLLATERAL, e. g. a c. line (prop.), πλαγία γραμμή, ι). if Pig : of relations] συγγενείς, ίων. C. direction, άπόκλισις, ή. άπόνευσις, η. COLLATERALLY, είς τά πλάγια, εκ πλαγίου. COLLATION, παρανάγνω- σις, ή (a comparing of documents or writings). if A slight repast] δεΐπνον ευτελές, τό. COLLATOR, ό διδούςο7•δούς : — of athg, τί. ό απονέμων τι. 6 μεταδούς τίνος. 6 παρέχων τι. COLLEAGUE, ό μετέχων του 'έργου or της τιμής, κοι- νωνός, 6. i$gr Sts by Crcl. with the partcp. of a verb compound with συν, e. g. 6 συυάρχων τινί (in t/ie field). 6 συνυπατεύων τινί (of a consul). COLLECT. II To gather] συλλέγειν, and Mid. συνάγειν (to c. what is scattered) . άθροιζε ιν. άγείρΐΐν, συναγείρειν (to c. into a body or mass), θησαυρίζειν (to store tip). To c. the materials or facts for athg, έρανίζειν. if To compose oneself or one's ideas] συναγείρεσθαι (pass.), άναλαμ- βάνειυ εαυτόν. εντός εαυτού γίγνεσθαι, if (INTRANS.)] συλ- λε'γεσθαι. άθροιζεσθαι (pass.). To c. taxes, φορολογεΐν. δασμο- λογεΐν. πράττειν or εισπράτ- τειν τον φόρυν. τελωυεϊν. if Το c. (persons)] See Congregate. (95) COL COLLECT. 7[ Of money] See Collection. if Church prayer] See Prayer COLLECTION, if A collect- ing (as act)] συλλογή, ή. συν- αγωγή, ή. άθροισμός, 6. θησαυ- ρισμός, ό. if The result or pro- duce of a c] συλλογή, ή. σύλ- λογος, ο. άθροισμα, τό. σύν- ταγμα, τό. συμφόρημα, τό. if An assembly (of persons)] συν- αθροισμός, ο. σύνοδος, ή. if Α c. of arlistical objects] τέχνης έργα συνειλεγμένα, τά. if C, e. g. of money (for any given pur- pose)] 'έρανος, 6. συμβολή, ή. συλλογή, ή. To make a c., ερα- ν'ιζειν : to be supported by a c, ερανϊζεσθαι προς τίνος. COLLECTIVE, σύμπας. άπας, ασα, αν. αθρόος or αθρόος, 3. δλο?, 3. ακραιφνής, 2. C. force, αθρόα ή δύναμις : with the c. force, αθρόοι, 3 : c. sum or number, ό πάς αριθμός : also τό σύμπαν πλήθος, κεφάλαιον,τό. πλήρωμα, τό. COLLECTIVELY, άπαντες, ασαι, αντα. ο'ι καθ' εκαστον. COLLECTIVENESS, τό σύμπαν, αντος. τό ζύνολον. ol άπαντες or σύμπαντες, or with adjj., e. g. πάντες όμοΰ. COLLECTOR, συλλογεύς, έως, ό. συλλέγων or συνάγων, συναγαγών, όντος, 6. συλλέζας, αντος, 6 (g. t.). if Of taxes, %[c] φορολόγος, δασμολόγος, 6. ο του φόρου εισπράκτωρ. τελώ- νης, ου, 6. COLLEGE. if An assembly of persons tvho follow the same pursuit] συνέδριον, τό (of official persons in the state), βουλή, ή. σύστημα, τό. if The place of assembly] βουλευτήριον. πρυ- τανειον, τό. βουλή, ή. if For students] διδασκαλεϊον, τό. σχο- λή, ή. See also University, if Lectures] διδασκαλία, ή. To go to c, φοιτάν ε'ις τά διδασκαλεία, or προσφοιτάν τινι. COLLEGIAN, ό περί τά γράμματα σπουδάζων, ο των γραμμάτων μελέτην ποιούμε- νος. COLLEGIATE, e.g. c. school, see College. COLLIER, άνθρακεύς, έως, ό. As black as a c, άνθρακίας, ου, ό. COLLIERY. Not known to the ancients. COLLIQUATE. SfeetoMnxT. COLLISION. (Trans.) σύγ- κρουσις, ή. συμβολή, ή. If (INTRANS.)] συνέχεια, η. Το come into c, συγκρούε σθαι or προσκρούεσθαι (pass.), συμπί- τττεΐί/. περιπίπτειν άλλήλοις (of things). If To come hostilely in contact (of persons)] συμβάλ- λειν. συμμιγνύναι, προσμιγνύ- ναι άλλήλοις (to come to blows), προσκρούειν άλλήλοις (fig. : to fall out). COLLOP, κρεάδιον, τό. COL COLLOQUY, λόγος, ο, and λόγοι, ol. τό διαλέγεσθαι. ομι- λία, η. To have a c. with aby, διαλέγεσθαι τινι or προς τίνα. λόγους συμβάλλειν τινί : — about athg, περί tiios. διαλογί- ζεσθαι προς τίνα (on a philoso- phical topic). ( COLLUSION, κοινή βουλή, ή. συνωμοσία, η. σύστασις, ή. COLLUSIVE, κακοπράγμων, 2. πανούργος, 2. μηχανορράφος, COLLUSIVELY, e.g. to act C, μηχανορραφεΐν. κακοπραγ- μονεΐν. COLLYRIUM,Ko\\upioi/,TO. COLON, μεσ»] στιγμή, η. Το put a c. after a word, ύττοστίζειι/ προς λέζιν τινά. COLONEL, ταξίαρχος, ό (of infantry), φύλαρχυς, 6 (of caval- ry). See Chief. COLONIAL, e. g. c. settle- ment, see Colony. COLONIST, άποικος, γεωμό- ρος, 6. έποικων, οΰντος, 6. ο'ική- τωρ, ορός, 6. κληροΰχος, ο. έπ- οικος, 6. To go out as a e, είσ- οικίζεσθαι (pass.) εις χώραν. έν- οικίζεσθαι (pass.) χώρα. κατοι- κεΐν and έποικεΐν εν χώρα. άποικεϊν εις χώραν. COLONIZATION, οϊκισις, κατοίκισις, ή (g. t. for popu- lating) : also κατοικισμός, 6. απ- οικισμός, ό. αποικία, ή. The c. of a place is going on, κατοικίζεται χωρίον τι : to send out persons for c., έκπέμπειν άποικίαν. See Colony. COLONIZE, ο'ικίζειν or κατ- οικίζειν χωρίον τι or οικίζειν χώραν τιι/ά. οϊκ?;τορα5 εγκαθ- ίσταται (c. dat.). COLONS ΑΌΕ,περίστωον or περίστοον, τό. περίστυλον, τό. COLONY, αποικία or άποι- κος πόλις, ή. εποικία, η. άποι- κοι, 'έποικοι, οι (the former ivith respect to the mother country, the latter relative to the new settle- ment), αποικισμός, b. To found or establish a c, ο'ικιζειν or κατ- οικίζειν χωρίον τι : the founding of a c, άπυίκισις, jj. αποικισμό? : the founder of a c, οικιστής, b. b κτίσα?, αντος : to send out a C, έκπέμπειν άποικίαν. ποιεΐ- σθαι άποικίαν. άποικίζειν. έκ- πέμπειν ο'ικήτορας. COLOR ΑΤΕ. See to Colour. COLOSSAL, κολοσσικός and κολοσσιαίος, 3. υπερμεγέθη, 2. COLOSSUS, κολοσσός, b. όγκος, b. COLOUR. 1 The property of abody] χρώμα, τό. χρόα,η. Fine, healthy, beautiful c, εΰχροια, ή : to nave a healthy or fresh c, εΰχροεϊν. of ahealthyc.^uypoi»?, 2. ιΰχρως, ωτος, ό, ή : to change one's c, άλλοχροεΐΐΛ τρε'7τεσθ«ι or διαφθείρειντό χρώμα: to get C, χρωματισθήναι. έγχρωσθή- ναι : to give a c, χρωματίσαι or επιχρώσαι : artificial c. βαφή, h. COL COM COM If Paint] φάρμακον, To. χρω- μάτων, τό. βαφή, η. βάμμα, εντριμμα, τό. Without c, ά- χρου?, άχρώματο?. % Metaph.] άνθισμα, τό. καλλώπισμα, τό. βαφή, ή. 1 Pretext] Vid. U Character] e. g. a man s true co- lour, see Character. COLOURS [military), ση μείον, τό (chiefly in plur.). σημαία, h. To plant up the c, τά σημεία α'ίρειν: to follow aby's c.'s, τάτ- τειν εαυτόν επί τινι. άπιέναι πρό? τίνα άρχόμενον. % Na- val] ιστίον,τό. επισείων, οντο?, 6. πτερόν του πλοίου, τό. Α vessel with black c. displayed, ναϋ? έχουσα ιστίον μέλαν. See Flag. COLOUR, v. χρωνυύναι (of a dyer). See to Dye. To c. with blood, μολύνειν or μιαίνειν α'ί- ματι. καθαιμάττειν : C-d or dyed with purple, πορφυροβα- φή<3. πορφυρόβαπτο?. *ff Intr. (e. g. of grapes)] To c, περκά- Χ,ζιν. ΤΙ To palliate, make plau- sible] προκαλύπτεσθαί τι. χρη- σθαί τινι προφάσει. προφασί- ζεσθαί τι. σκήπτισθαί τι. προί- στασθαί τι. πρόσχημα ποιεΐ- σθαί τι. J To blush] VlD. COLOURING, f = colour] VlD. A fine or bright c, εύχροια, ■η. ΤΙ Embellishment (e. g. in rhe- toric)] 6 των λόγων κόσμος. To give any c. to a speech., περιπέτ- τειν τι εν τοΐ? λόγοι? : to give a.thg a c, κοσμεΐν λόγοι?. ^J Pretext] πρόφασι?, η. προκά- Χυμμα, παραπέτασμα, τό. Το useathgas ac, προκαλΰπτεσθαί τι : under some false c, προφά- σει χρώμευο?. προκαλυψάμενο?. COLOURLESS, άχρου?, ά- χρώματο?, 2. CO LOURM ΑΝ,χρωματοπώ- Χη?, ου, 6. COLT, πώλοι, 6. πωΧίον, τό. An ass's c. όνάριον, τό. COLTER, άροτρόπου?, πο- δο?, ο. υνι? or υννι?, εω?, η. COLUMN, κίων, όνος, υ (dim. κιονίσκο?), στήλη. See PlLLAR. H C. of soldiers] τάζι?, η. τά- γμα, τό. λόχο?, 6. μίρο? του στρατού or τη? στρατιά?. 1η c, κατά κέρα?, επ'ι κέρω?. όρ- θιοι? τοΐ? λόχοι? : to move (troops) in c., ε'ι? κέρα? (επί κέ- ρω? or κατά κέρα?) άγειν. όρ- θιου? άγειν του? λόχου? : to march an army in c.'s, ήγεΐσθαι όρθιου? ποιησάμενον του? λό- χου? : to charge or attack in c.'s, όρθιοι? τοΐ? λόχοι? προσβάλ- λειν πρό? τι. COMB, κτεί?, κτενό?, 6. The c. of a bird, &ο.,λόφο?, 6. λοφία, ή. 1ί C. of a mountaiti] όφρύ? ορεινή, η. COMB, πέκτειν. ποκϊζειν (only of wool), κτενίζειν. κοσμεϊν and εύθετεΐν τά? τρίχα? (to c. one's hair). COMBAT, άγων, ώνο?, 6 (c. of emulation or any exertion to (96) overcome). αμιλΧα (zeal), μάχη, η. έργον, τό (in war), συμπλο- κή, η (a coming to blows or close fight, a closing of two armies), άθλο?, 6 (a ghting for a prize). πάλη, η, and πάΚαισμα, τό (a wrestling), πυγμή, ή (with fists). A c. for life, άγων περί ψυχή? or περί τών μεγίστων: to engage in a c. for one's life, τον αγώνα περί ψυχή? δραμεΐν, or simply τον περί ψυχή? δραμεΐν '. to engage in a α, ε'ι? αγώνα or μάχην καταστηναι : single c, μονομαχία, ή : to challenge aby to single c, προκαλεΐσθαι ε'ι? μονομαχίαν : to engage in a single C, μονομαχεΐν. Ίδια μάχεσθαι. COMBAT, v. See to Fight (against). COMBATANT, μαχόμενο?, μαχεσάμενο?, 6 (in war), αγω- νιστή?, οΰ, 6 (in any contest), αθλητή? (in public games), πα- λαιστή? (= wrestler), πύκτη?, ου, 6 (pugilist). COMBINATION, σύναψι?, συναφή, συνάφεια, ή. συνέχεια, ή. σύνδεσμο?, 6. κοινωνία, ή. U Metaph. : association] VlD. To be in c. with, συνήφθα'ι τινι. έχεσθαί (pass.) τινο?. συνεχή είναι, έζαρτάσθαι (pass.) τινο? : a secret c, see Conspiracy. COMBINE. (Trans.) συν- άπτε ιν(τί τινι). ζευγνύναι. δεΐν, συνδεϊν (τί τινι, to fasten toge- ther), συνιστάναι. κοινωνεΐν ποιεΐν (to bring in contact with each other), εχειν τι μετά τινο? (to possess several qualities com- bined). To c. men, συνιστάναι άνθρωπου? : to c. energy with knowledge, μετά του δυνατού τό ζυνετόν εχειν: C.'d, συναφή?, 2. συνεχή?, 2 : to be c.'d with, έχεσθαί (pass.) τινο? (in place or room), όμοΰ είναι τινι. είναι μετά τινο? (in place and time), πρόσεστ'ι τί τινι. έπεστί τί τινι. εχειν τι μεθ' εαυτού, προσ- μέμικταί τί τινι (to be associated with an object collaterally or ac- cessorily). άκόλουθον εχειν τι. παρεπεσθαί τινι. συνεπόμενον 'έχειν τι (to result as a consequence). To be c.'d with danger, κίνδυνον εχειν. έπικίνδυνον or ουκ ακίν- δυνου είναι. See Connect, ^f (Intrans.)] To c. with or to- gether, συνίστασθαί τινι (trans.). ϊστασθαι μετά τινο?. προστί- θεσθαί τινι. τάττεσθαι συν τινι : to c. agst aby, συνίστασθαί επί τίνα. COMBUSTIBILITY, τόκαύ- σιμον. COMBUSTIBLE, καύσιμο?, 2. καυστό?, 3. πύρινο?, 3. COMBUSTION, κα5σι?,/«ζτ- άκαυσι?, ή. κατάφλεζι?, ή. % Metaph. : commotion] Vid. COME. ΤΙ Of animate beings] ίέναι (έρχεσθαι), παριέναι (παρ- έρχεσθαι); προσιέναι (προσ- έρχεσθαι). παραγίγνεσθαι. άφ- ικνεΐσθαι. ηκειν. To c. on ϊοοϊ,π ροσιεναι (π ροσ έρχεσθαι) '. to c. on horseback, ηκειν ελαν- νοντα. προσελαύνειν : to c. by water, προσπλεΐν : to c. late, όψίζειν : to c. too late, ύστερεΐν, καθυστερεΐν : to c. to a place, παραγίγνεσθαι ε'ι? or επ'ι τόπον τινά: toe. as far as, &c, έζικνεΐ- σθαι πρό? τι : to c. to town, άφικνεΐσθαι or παραγίγνεσθαι ε'ι? τηνπόλιν : to c. in aby's way, εντυγχάνειν or έπιτυγχάνίΐν or παρατυγχάνειν τινι : έμποδών γίγνεσθαι τινι : to c. home, ol- καδε ελθεΐν : νοστεΐν, άπονο- στεΐν : to α to aby, παραγίγνε- σθαι τινι or πρό? τίνα. προσ- ελθειν τινι : to c. often (to see aby), προσφοιτάν τινι : to order aby to c, μεταπέμπεσθαί τίνα. καλεΐν τίνα. προσκαλεΐν τίνα. κελεύειν προσάγε ιν τινά. κελεύ- ειν τιι/ά παραγίγνεσθαι : to c. among the people, ίζελθεΐν ε? τό φανερόν or ε'ι? του? ανθρώπου? : to c. fm aby, 'ήκειν παρά τινο? or άπό τινο? : to c. fm (a place), άπιέναι άπό τινο?. γίγνεσθαι άπό τινο? (the latter fm athg, e.g. an occupation). C. here ! δεϋρο έλθέ ! πρόσελθε ! c. with me, ακολουθεί μιτ ε μου. % Of in- animate objects] παραγίγνεσθαι. έπιγίγνεσθαι. έπιέναι. φέρε- σθαι. φοιτάν. γίγνεσθαι and συμβαίνειν, also παραπίπτειν (to c. to pass or occur). The time c.'s, παραγίγνεται καιρό? : a share c.'s to aby, επιβάλλει τί τινι : summer is c.-ing, τό θέρο? επέρχεται : I see the thing c.- ing, ορώ τό πράγμα πρυβυΐνον: athg c.'s to hands, επιτυγχάνω τιι/ί : athg c.'s into my head, επέρχεται μοι. παρίσταται μοι : athg c.'s to my ears, ακούω, πυνθάνομαι. άγγ έλλεται,άπαγ- γέλλεται, επαγγέλλεται μοι : athg c.'s before aby, λέγεται τι πρό? τίνα. αναφέρεται τι πρό? τίνα. Τ[ To c or get into various conditions, or to experience changes] περιπίπτειν τιι/ί. To c. in mo- tion, κινεΐσθαι (pass.): toe. into ( = get into) prison, δίδοσθαίΟΓπαρα- δίδοσθαι (pass.) ti? φυλακήν. έμπίπτειν ε'ι? τό δεσμωτήριον : to c. to harm, περιπίπτειν κίν- δυνοι?, ε'ι? κινδύνου? ελθεΐν : to c. to light (=.to be divulged), φαί- νεσθαι (pass.), δηλοΰσθαι (pass). φανερόν γίγνεσθαι : it c.'s to blows, to a fight, άχρι χειρών προβαίνει, μάχη γίγνεται : that c.'s to the same, ούδεν διαφέρει or τό αυτό δύναται: how c.'s it? τί δε εν αιτία ; τί δέ ; how may it c. that ? τί δή ποτέ ; how does that c? πόθεν τούτο; ^[ To c. about (rr to happen)] See Hap- pen, il To C. after] άκολυυθεΐν or επακολουθεΐν τινι. επεσθαί τινι. έπιγίγνεσθαι τινι. 'ύστε- ρον γίγνεσθαι τινο? (of persons), έπιγίγνεσθαι. προσάγεσθαι cr προσκομίζεσθαι (pass.) ύστερον, ύστερον παραγίγνεσθαι (of COM tilings), ^f To c. again] άνέρχε- σθαι, επανέρχεσθάι, κατέρχε- σθαι. πάλιν ερχεσθαι. άνα- στρέφεσθαι. ύποστρέφεσθαι. αύθις or πάλιν άφικνεϊσθαι or ηκειν (all of persons, but επανέρ- χεσθάι and πάλιν ερχεσθαι also of abstract things). αύθις γίγνε- σθαι (of things only). % To c. along] προχωρεΐν. προβαίνειν, διαβαίνειν : and πορεύεσθαι (pass.). C. along! ακολουθεί μετ εμοΰ. i U To c. asunder] δια- λύεσθαι (pass.). IT To c. at] έζικνεΐσθαι, tij/os, ε' /s τι, προς τι, επί τι. άνύτειν εις τι (only relative to place), ηκειν and άφι- κνεϊσθαι εις τι (of place and time). ^[ To c. away] άπιέναι (άπέρχεσθαι). άττιίναι εκ τό- που τινό<ί (fm a place), άπαλ- Χάττεσθαί (pass.) τίνος (fm a person). "\\ To c. back] επανιέναι, άνιέναι, πάλιν Ίέναι (ερχεσθαι). ύποστρέφεσθαι (pass.), άνα- κάμπτειν, or simply άφικνεϊσθαι and ηκειν (of persons and move- able objects), κατάγεσθαι, κατα- κομ'ι'ζεσθαι (of seamen), πάλιν •γίγνεσθαι (of circumstances). To c. back the same day, άτταυθ- ημερίζειν. U To c. by (= to OB- TAIN, <£c)] Vid. H = to c. past] παριέναι (παρέρχεσθαι) χωρίον, παροδεύειν. πιιραμείβεσθαι : — atlig, τί : of things, παραφέρε- σθαι or παρακομίζεσθαι (pass.). If To c. down] κατιέναι. κατα- βαίνειν. καθικνεΐσθαι. Metaph. ελαττούσθαι (pass.), ταπεινοΰ- σθαι (pass. ). συστέλλεσθαι (pass.), κλίνειν επι το χείρον. to c. down in the world, έλατ- τοΰσθαι τά χρήματα. ^J To fall in] καταπίπτειν. καταρ- ρεϊν. καταφέρεσθαι (pass.). ^[ To c. for (aby, i. e. to fetch him)] See to Call for. Tf To c. forth] προϊεναι. εζορμαν and έξορμά- σθαι. προφαίνεσθαι, έκφαίνε- σθαι, άναφαίνεσθαι (pass.), εκ- δύεσθαι,άναδύεσθαι. εκβλαστά- νειν. άναβλαστάνειν (to spring up, germinate), ^j To c.forivard] προϊεναι (προερχεσθαι) '.-also προερχεσθαι εις μέσον, προβαί- vtiv. εκφαίνεσθαι (pass.), φανε- ρόν γίγνεσθαι (to make its appear- ance). To c. forward as plaintiff, &c, ε'ισιεναι, ύπακούειν: to c. forward (— make one's appear- ance), καταστηναι εις όφιν. αΰτόι; παρεϊναι or παραγίγνε- σθαι. επαγγέλλεσθαι or άνα- δέχεσθαί τι (i. e. by offering one's service or support) : to c. forward (to speak: of an orator), παριέναι (παρελθεϊν) sts with επι το βήμα. άναστηναι (to rise to speak). i[ To c. in (prop.)] ε'ισιεναι (ε'ισ ερχεσθαι). ε'ίσω παριέναι. παραγίγνεσθαι. also παριέναι ε'ίς τι. παραγίγνεσθαι προς or ε'ίς τι. ε'ίσω παριέναι. Not to allow (aby) to c. in, κω- λύει» μη ε'ισελθεϊν or κωλύειν της εισόδου: c. in! ε'ίσελθε. (97) COM εϊσιθι. il Melon.: toe. in (for a share)] μεταλαμβάνειν τινός, κοινωνεϊν τίνος : — for an equal share, Ίσον εχειν or Ίσομοιρεΐν (τινί τίνος, with aby). των Ισων μετέχειν τινί : I c. in for a por- tion, /ιέτεστί μοί τίνος, μετ- έχω τινός, κοινωνώ τίνος. Τ| Το c. near] πλι\σίον or εγγύς γίγνε- σθαι or προσιέναι. προσπελά- ζειν (with ref. to place), εγγύς τι τείνειν or είναι τίνος (in essence and proportion), προσπλεΐν (of navigators). ^[ To equal] εγγύς εϊναί τίνος and εοικέναι τινί. % To c. of (= be born of, descend fm)] γεγονίναι or γένος εχειν άπό or εκ τίνος, πατρός εΊναί τίνος, αίτ'ιαυ εχειν άπό τίνος. If To be the consequence of] This c.'s of, &c., αιτία δε τού- του ηδε. αίτιον δε τούτου τόδε, or simply αιτία δε. ^[ To C. off (= deviate)] εκκλίνειν. άπο- κάμπτειν. εκτρέπεσθαι (pass.). εκβαίνειν, παραλλάττειν (τι- νός. ΤΙ To separate itself, fall off] See under to Fall. To c. off (of colour or paint), άναχρων- νύναι. ΤΙ Fig. : to c. off] σώ'ζε- σθαι (pass.), άπαλλάττειν (and pass.), also χαίροντα άπαλλάτ- τειν (= to c. offivith impunity; in neg. clauses). To c. off pretty well, μετρίως άπαλλάττειν : — badly, κακώς, S[C. If To c. on] προσ- ιέναι, επιέναι (ερχεσθαι). προσ- ελαύνειν. παραγίγνεσθαι. πλη- σίον παραγίγνεσθαι. See also ς To c. near. 1 % To thrive] αύ- ξάνεσθαι (pass.). See to Get on. C. on ! αγε ! "ιθι δή ! (as term of encouragement). % To c. over] διαβαίνειν. περαιοΰσθαι (pass.), προσχωρεϊν. To c. over (or cross) a river, διαβαίνειν τον ποταμόν. περαιοΰσθαι (pass.) ποταμόν. ^f To c. out (prop.)] έζιέναι (έζέρχεσθαι). προϊεναι (προερχεσθαι). εκχωρεΐν. ^[ Fig. : of writings (=. to be pub- lished)] διαδίδυσθαι, εκδίδοσθαι (pass.). If To be discovered] δ ια- δίδοσθαι, δηλοϋσθαι. εκφέρε- σθαι (pass.), έκφοιταν. Athg c.'s out, δηλοΰταί τι. διαδίδοταί τι. φανερόν γίγνεταί τι. % Το c. to] εζικνεΐσθαι. συντελεϊν εϊς τι or προς τι. παραγίγνεσθαι, παρεϊναι, or simply ηκειν. άφι- κνεϊσθαι. TT Fig: to amount to] είναι, άπεργάζεσθαι. I found on calculation that my property came to five talents, λογισά- μενος ευρον την ούσίαν πέντε ταλάντων : athg c.'s to a good deal, μεγάλοι; αγοράζεται τι or πολλού καθέστηκέ τι. Tf To C. to pass] See to Happen. To c. to oneself, άναΧ,ωπυρεϊν εαυτόν and εν εαυτω πάλιν γίγνεσθαι, also άναλαμβάνειν εαυτόν (after ter- rour,S£C. ), also επανιέναι ες αυτόν, εντός εαυτού πάλιν γίγνεσθαι or άναμι μνήσκεσθαι εαυτού : to come to hand, Χαμβάνειν (g. t.). άφικνεϊταί μοί τι. κομίζεσθαι COM (of things that are sent or brought) : to c. to an end, προς την τελευ- την ηκειν. ληγειν, καταληγειν. τέλος εχειν : to c. to light, φαί- νεσθαι, άναφαίνεσθαι (pass.), δηλοϋσθαι (pass.), φανερόν γί- γνεσθαι : to c. to one's or aby's knowledge, καταμανθάνειν. πυν- θάνεσθαι. παραλαμβάνειν. ai- σθάνεσθαι. πυνθάνεσθαί τίνος or παρά τίνος : to c. to one's ears, προσπίπτειν τινί. εις άκοάς η- κει τί τινι: toe. to the throne, πα- ραλαμβάνειν την άρχην. κατα- στηναι ες την άρχην or έλεΐν or έλέσθαι την αρχήν, καθίζεσθαι επι θρόνου (only prop. = to ascend [i. e. seat oneself on] the throne) : to c. to nothing, άφανιζεσθαι. εκ- φθείρεσθαι. άπόλλυσθαι (pass.). διαλύεσθαι (pass.) ε'ις καπνόν. % To c. together] συνιέναι. ομού γίγνεσθαι, συλλέγεσθαι (pass.). σύνοδον ποιεϊσθαι. άθροίζεσθαι (pass.) : — with aby, συγγί^νε- σθαί τινι. % To c. up] άνιέναι (άνέρχεσθαι). άι/ατε'λλείΐ /^oWse, e.g. on the horizon), άνω χωρεϊν e. g. an elevation), προκινεϊσθαι (pass. ; to occupy a higher place), άνίστασθαι, εζανίστασθαι (to rise on high), αύξάνεσθαι. Fig. άναφύεσθαι (to get on, prosper). T| To c. zip to] εφικνεϊσθαί τίνος, εφάπτεσθαί τίνος (to be equal) ες το 'ίσον άφικνεϊσθαι τινι (in athg, Tiui). Not to come up to (in athg), λείπεσθαί τινι or τί- νος, έλλείπεσθαί τίνος or ποι- ούντά τι. *f[ To c. up with] α'ιρεϊν (with or without διώκοντα). καταλαμβάνειν, επικαταλαμ- βάνειν. επιγίγνεσθαί τινι. ^[ To c. upon] επιπ'ιπτειν or προσ- πίπτειν or εμπίπτειν τινί. επι- γίγνεσθαί τινι (of persons and things, §c.). επισκηπτειν (of ill- ness, £[C.). επιφέρεσθαι (pass.) and εγκεΐσθαί τινι (as an enemy). To c. upon aby (for the perform- ance of athg), δεϊσθαί τίνος ποι- εϊν τι. άξιούν τίνα ποιεΐν τι. ^[ To come (of future time)] See Coming. COMEDIAN, κωμωδός, b. TJ Actor] Vid. COMEDY, κωμωδία, η. The representation of a c, κωμωδοδι- δασκαλία, η. COMELINESS, εύσχημοσυ- νη, η. το πρέπον, οντος. το κο- σμιον. ευπρέπεια, αξιοπρέπεια, η. επιείκεια, ή. With c, πρε- πόντως, εύσχημόνως, κοσμίως : to observe α, εύσχημονιϊν. See also Decorum. COMELY, adj. εύσχημων, 2 (chiefly of external objects, as rela- tive to dress, action, <$fc). κόσμιος, 3. επιεικής, 2 (of behaviour, com- portment), ευπρεπής, αξιοπρε- πής, 2 (bearing the expression or type of inward dignity) . πρέπων, ούσα, ov (behoving, becoming). C. conduct or behaviour, κοσμιότης, εύσχημοσύνη,ή: it is c, πρέπει: in a c. manner, see Comely, adv. Η COM COMELY, πρεπόντως, εύ- σχημόνως, κοσμίων. COMET, κομήτης, ου, δ. The appearance of a c, κομήτου αστέ- ρος έπιτολή. COMFIT, γλύκυσμα,τό. με- Χίτωμα, τό. πέμματα, τα. COMFORT, υ. U To console] VlD. Τί To refresh, Qc] άνα- λαμβάνειν. άναψύχειν, κατά- ψυχαν. άναΧ^ωπυρεϊν (to revive failing strength). κηλεϊν, εΰφραί- νειν, ψυχαγωγεϊν, τέρπειν (to delight), παρέχειν ρώμην or Ίσχύν or δύναμιν {to impart strength), also ρωννύναι or έπιρ- ρωννύναι. To c. aby, τέρπειν τινά. τέρψιν παρέχειν τινί (both sensuously and spiritually) . ήδονήν παρέχειν τινί (sensuously), ψυχ- αγωγών τίνα or θέλγειν τινά (spiritually) : to be c.-d by athg, ηδεσθαί (pass.) τινι. τέρπεσθαί (pass.) τινι. άπολαύειν τινός. COMFORT,*. ■[} Consolation] Vid. "tf Comfortable position or condition] ευμάρεια, ευχέρεια, ή. ευχρηστία, η. ο'ικείωμα, τό. ηδονή, η (objective pleasantness), προσφιλές, ους. εΰάρεατον, τό. τέρψις, ή. ψυχαγωγία, η (c. in the abstract), τερπνόν, τό. ηδονή, ή (trie comforting thing). A c. (as object or thing), άπόλαυσις, η. διατριβή, ή. τό ηδύ, έος : far aby's ο.,πρός εύμάρειάν τίνος; hope affords c. in danger, ελπίς κινδύνω παραμύθιόν εστί', there is some c. in athg, παρηγοριά εστίν άπό τίνος : with α, δι' ευ- μάρειας, εύμαρώς, άπόνως : to procure aby some c, εύφραίνειν τινά. διατριβήν παρέχειν τινί. εύεργετεϊντινα. ευ ποιεϊν τίνα. See also to Comfort. COMFORTABLE, παραμυ- θητικός, 3. παρηγορικός, 3 (g. t.). κεχαρισ μένος, 3. ηδύς, 3. προσ- φιλής, εύάρεστος, 2 (pleasant, agreeable, 8[c.). άρμόττων, κα- \ώς 'έχων, ούσα, ον. ο'ικεϊυς, κα- λός, 3. εύθετος, 2. χρηστός, 3. εύχρηστος, 2. εύμαρής, ευχερής, 2. μαλακός, 2. επιτήδειος, χρή- σιμος, 2, and εύθετος, 2 (all in tlie sense of affording comfort). To be c, καλώς έχειν (objective), ευκόλως "ζην: c. things, τα καλά. οίς εΰφραινόμεθα : to make aby C, διατριβην παρέχειν τινί. ευ ποιεϊν τίνα. COMFORTER, παραμυθη- τής, οϋ, 6. In the Bible, 6 Παρά- κλητος. COMFORTLESS,a/3on0»,Tos, 2 (of circumstances), άπαραμύθη- τος. απαρηγόρητος (of persons). άτερπής,2. a»joYis,2. ούδεν ηδο- νής έχων, ούσα, ου. ου καλός, 3. άχαρις, ι, gen. ιτος. ανιαρός, 3. δυσχερής, 2 (affording no com- fort; of things). To be c, αηδών εχειν. δυσαρεστεϊν. COMIC, κωμικός, 3. κοιμαι- διακός and κωμωδικός, 3. A c actor, κωμωδοποιός, δ. κωμωδο- ποιητής, ου δ. κωμικός, δ. υπο- (98) COM κριτής, οΰ, δ. μίμος, ο. κωμωδός, δ. A c. play, see Comedy. A c. poet orwriter, κωμωδιογράφος. κωμωδοποιός, δ. COMING, ό μέλλων, ερχό- μενος, έσόμενον. See Future. COMMA, διαστολή, ή. ύπο- στιγμή,ή. To put a C, ύποστί- "ζειν : — after a wold, 7rpos ρήμα : we should place a c, ύποστικτέον (sc. εστί). €ΟΜΜΑΝΌ,ν.προστάττειν, έπιτάττειν τινί τι (to give a pre- cept to be followed), προτιθέναι (less strong term, e. g. of parents relative to their children), κελεύ- ειν (to demand, order, enjoin ; also, to order strictly. (Haf* The construction is that of jubere, with ace. c. infin., although the infin. pass, is not used, if the per- son who is ordered to do athg is notnamed). έπιστέλλειν (by writ- ing or by an envoy), προαγορεύ- ειν (by an edict), παραγγέλλειν and παρεγγυάν (of the military word or command, wch is passed fm man to man ; and παραγγέλ- λειν also of the commands of magis- trates), σημαίνειν (given by a sign or signal), τάττειν or καθιστάναι τινά επί τινι (to give orders for athg). To be c.-d to do athg, τάττεσθαι επί τινι : without being c.-d, άκέλευστος, αύτοκέ- λευστος, 2. μηδενός κελεύοντος. ΤΙ To have the chief c. (in the army)] άρχειν, ήγεϊσθαι, στρα- τηγε'ιν (all c. gen.). To c. a vessel, fleet, or naval force, ναυ- αρχεϊν : but mly στρατηγεϊν for the c. of an Athenian fleet. U To be master of] κύριον είναι τίνος, κυριεύειν τινός, κρατεϊν and επικρατεϊν τίνος, έπιστα- τεϊν τίνος, άρχειν τινός. I have to c., εστί τι έπ' έμοί. ^ Of places situated on an eminence] ϋπερέχειν τινός, καθάπτεσθαί τίνος (relative to a fortress and its artillery). To c. or govern one's passions, κρατεϊν or κρείττω είναι or εγκρατή είναι των επι- θυμιών, κολά'ζειν τά πάθη. COMMAND, s. πρόσταγμα, επίταγ μα,τό.επ ιταγή,ή.π ροσ- ταχθέντα, π ροστεταγ μένα, τά (relative to the position of the infe- rior to the superior), παράγγελ- μα, τό. παραγγελία, ή (of a magistrate, and chiefly of a gene- ral), εντολή, ή (an order or com- mission), κελευσμός, δ. κέλευ- σμα, τό (encouragement, impulse). A written c. or order, διάγραμ- μα, επίσταλμα, τό: at the c, κελεύοντος. ούσης, οντος, or κελεύσαντος, άσης, αντος (ab- sol. c. gen.) : by c. of the people, δημοσία (sc. γνώμη) : to send or give aby a c, προστάττειν τινί or κελεύειν τινά ποιεϊν τι. (Of the general) παραγγέλ- λειν, e. g. he gave the c. to take up arms, παρήγγεΐλεν είς τ4 'όπλα : I send aby a c., πέμ- πω προς τίνα πελεύωρ. πέμπω COM Trpos τίνα τον κελεύοντα : to execute a c, τά προσταχθέντα δραν or περαίνειν or ποιεϊν. τά εντεταλμένα δραν : to follow or obey the c, ύπακούειν τοϊς παρ- αγγέλμασιν. πειθαρχεϊν προς τά παραγγελλόμενα : to subject or submit oneself to the c, Ίέναι ες τά παραγγελλόμενα. ^J Chief command (milit.)] αρχή, η. ηγεμονία, ή. στρατηγία,ή. επι- στασία. The c. of the fleet or naval force, ναυαρχία, η : to have the c. of a ship, the fleet, &c, ναυαρχεϊν : — of an army, στρα- τηγειν : to be under aby's c., υπό τινι είναι : under aby's c, ηγουμένου τινός, άρχοντος τί- νος, e. g. they sent an army under the c. of Μ — , στρατιάν 'έπεμψαν Μιλτιάδυυ ηγουμένου or άρχον- τος : to have the c. of athg, ήγε Ϊ- σθαι or άρχειν τινός, στρατη- γειν. ιππαρχεϊν (of tlie horse), ναυαρχεϊν (of a naval force) : to take the c. fm aby, ά-π-αλλάττειι; τινά της άρχης. άποστράτηγον ποιεϊν τίνα : to place oneself un- der aby's c, ποιεϊν ό τι άν παρ- αγγέλλη τις : to be under aby's c, άρχεσθαι υπό τίνος. ^[ The order or c. given to the soldier (= word of command)] παράγ- γελμα,τό. παράγγελσις,ή. τά παραγγελλόμενα or παραγγελ- θέντα. At the c, άπό or έκ παραγγέλματος or παραγγέλ- σεως : to follow strictly the word of c, όζέως δέχεσθαι τά παρ- αγγελλόμενα : by or at aby's c, e. g. σου παραγγείλαντος or κελεύσαντος or παραινέσαντος : athg is at my c. (or disposal), πάρεστί μοί τι. υπάρχει μοί τι. πρόχειρόν εστί μοι τι. 'έτοι- μον έχω τι : to obey aby's com- mands, ποιεϊν or περαίνειν τά υπό τίνος προσταχθέντα. COMMANDER, άρχων, ον- τος, δ. ήγεμών, όνος, δ. στρα- τηγός, οΰ, δ (of an army), πέζ- apxov,o(ofthefoof). 'ίππαρχος, δ (of the horse), ναύαρχος, δ (of a naval force), λοχαγός and ταξίαρχος, δ (of separate divi- sions of the army), 'έπαρχος, δ. In Persia, σατράπης, ου, δ : with the Lacedaemonians, αρμοστής, οΰ, δ (the governor of a town or province). To be c, άρχειν, ήγεϊσθαι, έπιστατεϊν (c. gen.), ιππαρχεϊν (of the horse), ναυ- αρχεϊν (of a naval force) : the c. of a stronghold or fortress, φρούρ- αρχος and φρουράρχης, ου, δ : a c. in chief, άρχων δ πρώτος, άοχων δ κύριος or κυριώτατος (chief leader, liead in general), ήγεμών, όνος, δ. στρατηγός αυτοκράτωρ, δ : the post or rank of a c, αρχή, στρατηγία. επ- αρχία, ή (in the province). COMMANDING, προστα- κτικός, αρχικός. κελευστικός,3. αυθάδης (a), 2 (of persons), άναγ- ΚΡΪρς, 3 (of circumstances). A c. disppsition, ανθάδεια, ή, also επι- COM 3. κρατών, ούσα, ουν. κύριο? νομιζόμενος, η, ον. COMMANDMENT, πρόσ- ταγμα, επίταγμα, τό. προσ- ταχθέν, έντος, τό. κέλευσμα, τό. έιτολή,ή. παράγγελμα, τό. At our c, σοΰ παραγγείλαντος or κελεύσαντος or παραινέσαν- τος : to execute aby's c.'s, ποιεΐν or περαίνειν τά υπό τίνος προσ- ταχθέντα. COMMEMORATE, μνήμην σώζεσθαι (τιζ /os). εν μνήμη φυ- λάττειν (τι : to preserve the re- collection of it). To c. by a yearly festival, (prps) ενιαυσία έορτί} εν μνήμη φυλάττειν τι. Often θύειν, έορτάζειν, willdo: e.g. the anniversary of athg, &c, e. g. γενέθλια, χαριστήρια, SfC. To C. a victory, έπινίκια θύειν. νικη- τήρια έστιάν. ίΐ = Relate, Qc] VlD. COMMEMORATION, μνη- μεϊον, μνημόσυνον, τό. μνήμα, τό. εόρτασμα, τό {any festivity). ενιαύσιο? έ»ρτή (g. t. for yearly festival also). The c. of a victory, εττινίκια or νικητήρια (sc. ιερά), τά : also επινίκιος εορτή, ή : games in c. of a victory, επινί- κιοι αγώνες, πομπαί. COMMEMORATIVE, μνή- μην τινός σωζόμενος. COMMENCE. 1 (Intrans.) To make the beginning] See to Begin. An illness, winter, &c, c.'s, ή νόσος, 6 χειμών άρχεται γίγνεσθαι : to c. with athg, ap- χεσθαι (c. gen. or partcp.). άπτε- atiai(c.gen.). έπιχειρεϊν (c.dat.), or ορμάν επί τι (or c. infin.). την άρχην ποιεϊσθαι από τίνος. H See to Begin (Trans), t To undertake athg] έπιχειρεϊν τινι. μηχανασθαι, πράττειν, επινοεϊν τι (or c. infin.). To c. business, προς έργα τρέπεσθαι. άπιέναι επί τά προσήκοντα, κτλ. : to c. hostilities, απτεσβαι τοΰ πολέ- μου, or αρχειν χειρών αδίκων: to c. the war, έτπχειοεΐι/ τω πολέμω. ορμάν or ορμασθαι εις πόλεμον. COMMENCEMENT. See Beginning. COMMEND. U To deliver over to notice* protection, &c] επι- τρέπειν (of persons ana things), συνιστάναι τινά τινι and προ- ξενεϊν τινά τινι (only of persons, to recommend to favorable notice), α'ινεϊντίτινι (only of things), παρ - αινιΐν τιι/ι. επισκήπτειν τιν'ι (seq. infin. ; to encourage aby to do athg, to recommend, athg to aby). Athg c.'s aby (procures him praise), κοσμεί τ'ι τίνα. ποιεί τι εϋδοκιμεΐν τίνα. καλόν εστί τι τιι/ι : to c. oneself by athg, εΰνοίαν or χάριν λαβΐϊν, κτή- σασθαΐ εκ τίνος, πράττοντά τι χαρίζεσθαί τινι : to c. oneself to aby's favour or protection, προστρέπεσθαί τιι/α. τά εαυ- τού επιτρέπειν ητινί : to endea- vour to c. oneself, φιλοτιαεΐσθαι (99) COM ( pass.) προς τίνα. άρέσκεινπει- ράσθαί (pass.) τινι. COMMENDABLE, επαινε- τός, 3. επαίνου άξιος, 3. χρη- στός, 3 (worthy of commendation), συστατικός, 3. έπίχαρις, εύχα- ρις, ιτος, 6, η. εύάρεστος,2. Το be very or highly c, επαίνου άξιον είναι. COMMEND ΑΤΙΟΝ, έπαινος, ο. σύστασις, η. See Recom- mendation. COMMENDATORY, e.g. a c. letter or writing, επιστολή συστατική, η. See COMMEND- ABLE. Beauty is the best c. in- troduction, τό κάλλος πάσης συστατικώτερον επιστολής. COMMENDER. To be form- ed with the resp. verbs in to Com- mend. COMMENSURABILITY, ή προς αλλήλους (-ας, -α) συμ- μετρία. To reduce them to c. with each other, (πράγμασι) προς άλληλα συμμετρίας ίμ- ποιε'ιν (P.). COMMENSURABLE,-ATE, σύμμετρος, 2. ανάλογος, 2. ανά λόγοι/, ανάλογος και σύμμετρος (P.). προς αλλήλους (-ας, -α) σύμμετροι (οι, α). ομογενής (homogeneous). To be c, συμμέ- τρως εχειν (προς oMjjXous, -as, -a) : athg is c, ό αΰτόβ λόγος εστί περί τίνος: to be C, είναι κατά τι, e.g. τό κακόν ουκ εστί κατά την ώφέΚειαν. COMMENT (on or upon), v. % Annotate] εξηγεϊσθαι, έρμη- νεύειν, διερμηνεύειν. φράζειν, σαφηνίζειν. ΪΙ To remark, cen- sure] See Comment, s. COMMENT, s. γλώσσημα, τό. σχόλιον, τό. σημείωσις, ή (the annotation in the abstract) , also παρασημείωσις, ή (to an author), υπόμνημα, τό. ση μα or ση μείον, τό (the mark or note itself placed at any passage to be commented upon). To make or write a c. upon (an author), εξηγεϊσθαι, διηγεϊσθαι περί τίνος, σημειοΰ- σθαι προς τι. "[Ι Remark, cen- sure] 'έλεγχος, ό. μέμ\1/ις, η (as mark of dissatisfaction). To c. upon (by way of disapprobation), μέμφεσθαιαηάέπιτίμάν (c.dat.). α'ιτιασθαι, έπαιτιάσθαι (to point out as morally wrong), ελέγχειν (to disapprove of as incorrect), κολάζειν (to castigate) : to make c.'s upon aby's doings, μέμφεσθαί τιι/ί τι. μέμφεσθαί τινός τι (or τίνα ε'ίς τι), επιτιμάν τινι περί τι. ελέγχειν τινός τι. τι- μωρεϊσθαί τιι/ά τιι /os. COMMENTARY, υπομνημα- τισμός, 6. υπόμνημα, τό. Το write a c. on an author, see Com- ment, s. COMMENTATOR, εξηγη- τής, οΰ. ερμηνεύς, έως, 6. The art or profession of a c, ερμηνευ- τική (sc. τέχνη, n) : the writings of a C, εξήγησις, ή. ερμηνεία, ή. COMMERCE, s. «fl Transac- COM Hon relative to interchange ofgu< ids] εμπορία, ή (esply wholesale uvd colonial), καπηλεία, ή. αγορα- στική, ή (retail), χρηματισμός, 6 (in species or bullion, Qc). επι- μιξία, η (any transaction in gene- ral), κοινωνήματα, τά (commer- cial intercourse or connexion), χρεία, η (a turning over one's capital), συμβόλαια, τά ταΐς χρείαις μεταπίπτοντα (business, or a carrying on commercial trans- actions). To carry on c, χρημα- τίζειν. εμπορεύεσθαι : to carry on c. (= do business in athg, trade, deal in), καπηλεύειν τι : to carry on c. with foreign nations, επι- μίγνυσθαι προς αλλότριους : a country that has no c, γη άπραγ- μάτευτος : to carry on c. or bu- siness (with aby), επιμιξία χρη- σθαι προς τίνα. χρηματίζειν προς τίνα. COMMERCE, v. See the pre- ceding article. COMMERCIAL. If Belong- ing or relating to commerce] e. g. c. transactions, τά περί την-εμ- πορίαν : c. association or conigpx- ion, ξυμβόλαια, τά. επιμιξία, ή. αλλαγή, ή : α law, οι περί τά ξυμβόλαια νόμοι, also εμπο- ρικός νόμος, 6. νόμος 6 περί των συμβολαίων: ο. liberty, επι- μιξία, ή: c. partner, κοινωνός, 6, or 6 μετέχων της πραγματείας : c. business, χρηαατισμός, 6. πραγματεία, ή. ξυμβόλαιον, τό : to go abroad for c. purposes, κατ' εμπορίαν άποδημεϊν,πλεΐν, άφ- ικνεϊσθαι είς χωράν : to have c. business to transact with aby, γίγνεταί μοι ξυμβόλαια προς τίνα. ξυμβόλαια ξυμβάλλειν προς τίνα : α society, εμπορική κοινωνία, ν : C. consul, προστά- της τοΰ εμπορίου, 6 : c. town, εμ- πόριον,τό: c. place, t. q. c. town. COMMINGLE, συμμιγνύναι. κεραννύναι, συγκεραννύναι. φύ- ρειν, συμφύρειν. §§Γ Also μι- γνύναι, the latter, however, only denotes the coming into contact of the component parts, whereas κε- ραννύναι expresses tlte fusion of such parts into one compound sub- stance. See also Syn. to Mix. COMMINUTE. See Syn. ίο COMMISERATE, ελεεϊι/, κατελεεϊν, οίκτείριιν, κατοι- κτείρειν. To c. aby on account of athg, τινά τίνος and τινά επί τινι. συμπάσχειν τινι τίνος. See to Pity. COMMISERATION, έλεος, ο. ελεημοσύνη, η. οίκτος, 6. οίκτιρμός, 6. To have or show C. for aby, έλεεϊν, κατελεεϊν τίνα. ο'ικτείρειν, κατοικτείρειυ and κατοικτίζΐσθαί τίνα. See phrases in Compassion. COMMISSARIAT, σιτορ- χία. τά κατά τάς σίταρχιας (Pol.). To establish or regulate the c, τά κατά τάς σιταρχίας ετοίμαζε ι ν (Pol.) . Often phrases COM COM COM with τα επιτήδεια (=: commeatus will do). To be in thee, σιταρ- γεϊν. ^ COMMISSARY, επίτροπος, b. διοικητής, οΰ, 6. Χεκτός, 6. ξύνεδρος, 6. To appoint c.'s, ξυνέδρους ελέσθαι. COMMISSION,^ ^ Appoint- ment of an officer in the army'] λοχαγία, η. To give a c, χρη- σθαί tlvi εις λοχαγίαν. *\\ A trust or warrant] εντολή, ή. πρόσ- ταγμα, τό. To give aby a c, πρ ο στάττ ε ιιι τινί (of a superior), έντέλλεσθαί τινι. έπιτρέπειν τινί. έττιστελλειν (τι τινι). την πράξιν ποιεϊσθαι επί τινι : to be charged with a c, to have a c. to perform, κελεύεσθαι (pass.) : I have a c. to perform, προστέ- τακταί μοι. έπιτέτραμμαι (τί) : to have a c. to give to aby, λέγειν τι προς τίνα : to perform or exe- cute a c, λέγειν τα εντεταλ- μένα, άπαγγέλλειν α χρή (by word of mouth), έπιτελέϊν τα εντεταλμένα, πράττειν or ποι- εΐν τό προστεταγ μένον (by the act itself) : to perform aby's c, λέγειν or άπαγγέλλειν τα παρά τίνος. - II A number of persons appointed for any given transac- ϋυη]τακτοί. λεκτοί, ων, οι. Σύν- εδροι, οι. επιτετραμμένοι, ων, οι. "Tf Act of co mm itting a crime] To be rendered by Crcl. with άδι- κεΐν, έττιτελεϊν, έρ-νάζεσθαι (e.Q. έργον). πΑημμενε ιν, αμαρτανειν, διαμαρτάνειν. See Syn. to Com- mit. COMMISSION, v. m To en- trust ivith, charge with the execution of athg] έπιστέλλειν τινί (seq. infin.) : also έντέλλεσθαί. προσ- τάττειν. έπισκήπτειν. To c. aby with athg, έπιτέλλειν, έπι- τρέπειν τινί τι : to be c.-d with athg, έπιτετραμμένον Civa'i τι. επιμελές εστί μοί τι. δέδοταί μοί τι : to c. aby with the execu- tion of athg, την πράξιν ποιεΐ- σθαι έπί τινι. COMMISSIONER^ επίτρο- ποι, ο. προξενητής, ου, 6. ξύν- εδρος, 6. To appoint c.'s, ξυν- έδρους ελέσθαι: also επιστάτης, προστάτης, ου, 6. διοικών (οΰν- τος) τι (the manager, superinten- dent, Qc, of athg) : a custom- house C, τελωνάρχης, ου, 6 : to be aby's c, έξουσίαν εχειν, εξου- σία δέδοταί μοι. κύριον είναι τίνος : to appoint aby to be one's c, διδόναι τινι έξουσ'ιαν ποιεϊν τι. έπιτρέπειν τινί τι. COMMIT. 1 To entrust to aby's care, <$c] πιστεύειν, δια- πιστεύειν, έπιτρέπειν τινί τι. παρακατατίΟεσθαι and παραδι- δόναι τινί τι. To c. the perform- ance of an office to aby, πιστω τινι χρησθαι εις αρχήν τιν'α (Xen. An. 1. 4. 15) : to c. my- self to the care or protection of aby, προσανατίθεμαι and επι- τρέπω τινι τα ίμά or έμαυτόν: athg is c.-d to my care, έπιτέ- (100) τραμμαί τι (c. ace. ret), παρα- καταθήκην 'έχω τινός : one to whose care or protection athg has been c.-d, πιστευτείς or επι- τετραμμένος τι. ΤΙ To imprison] συλλαμβάνειν. άγειν or ε'ισ- άγειν εις φυλακήν, also άγειν or έμβάλλειν τινά εις δεσμωτή- ριον, or βάλλειν τινά εις φυλα- κήν. To be c.-d to prison, είναι εν φυλακή or είναι εν δεσμωτη- ρίω. Τ[ To be guilty of (e. g. a wrong)] άδικεϊν. χρήσθαι αδι- κία. To c. a great wrong, μεγά- λα άδικεΐν : to c. an act, ε7τι- τελεΐν 'έργον : to c. a vile deed, έργάζεσθαι άνόσιον έργον : to c. a crime, αμαρτανειν αμάρτη- μα, κακουργεϊν : to c. a fault, πλημμελεϊν, αμαρτανειν, δια- μαρτάνειν : to c. an errour, ά- μαρτάνειν: to c. a folly, άπο- ληρεΐν : to c. an act of impru- dence, άγνωμονεϊν. αβουλία χρη- σθαι. COMMITMENT, σύλληφις, h. See Arrest. COMMITTEE, αιρετοί, λεκ- τοί, οι. α'ίρεσις, ή. οι εκκλητοι (fm among the people). COMMIX. See Commingle. COMMIXTURE, «r^ts, άνά- μιξις, σύμμιξις, ή. κράσις, σύγ- κράσις, ή. COMMODIOUS. 1 Fit and proper for the accomplishment of a purpose] πρέπων, ούσα, ov. άξιος, 3. προσήκων, ούσα, ov. δέων, ούσα, ov. ικανός, 3. δί- καιος, 3. έπιτήδίίος, 3. To be C for, άρμόττειν προς τι. συναρ- «όττειν τινί. άξιον είναι τίνος. ΤΙ Affording convenience and com- fort] άρμόττων, καλώς 'έχων, ούσα, ον. οικείος, καλός, 3. εύ- θετο?, 2. χρηστός, 3. εύχρη- στος, 2. εϋμαρής, ευχερής, 2. μαλακός, 3. To be α, καλώς εχειν. εΰχρηστεΐν : — for athg, τινί or προς τι : at a c. time, έν καιρώ : a c. place, ή πρεπωδε- στάτη χώρα : in a c. manner, έκ τών προσηκόντων. COMMODIOUSLY, αξίων. προσηκόντως, εις δέον. εκ τών προσηκόντων. Ικανώς. To ar- range or furnish c, καλώς παρα- σκευάζειν. COMMODITY, ίϊ Whatpos- sesses the quality of ease, comfort] ευμάρεια, ευχέρεια, ή. ευχρη- στία, ή. ο'ικείωμα,τό. For aby's c, προς εύμάρειάν τίνος. ^[ Profit] See Syn. in Gain. ί[ Merchandize] α τις πωλεΐ (g. t. relative to any one individually), ώνιον, τό, or pi. έμπολή, ή. έμ- πόλημα, τό. COMMON. ΤΙ That in wch persons or objects participate] κοι- νός, 3 (g. t.). δημόσιος, 3 (public, belonging to the state), καθολικός, 3 (concerning the whole), εγκύ- κλιος, 2 (comprising the several members of a whole or community). ^sp It may also be rendered in certain cases periphrastically, by adverbial phrases, e. g. έν πάσι, παρά πάσι, υπό πάντων, S^c. To have athg in c. with aby, κοινωνεΐν τινί τίνος, κοινόν τι εχειν τινί. συμμετέχειν τινί τί- νος, κοινοϋσθαί τινι (with ref to an existing fellowship between persons), or συγκοινωνεΧν τινι : at c. expense, κυινή, δημοσία : to make c. cause with aby, κοινο- πράγέΐν τινι : to possess athg in c. with aby, κοινή εχειν τί τινι : to have a c. purse, κοινοθυλακεϊν (Aridoph.) : to submit athg to c. consideration, συμβουλεύεσθαι Koivrj or μετ αλλήλων : to take c. counsel with aby, κοινολογεϊ- σθαι (τινί, Η. ; or προς τίνα, Th.) : to have nothing in c. with aby, μηδέν κοινόν εχειν τινί. άπέχεσθαι της προς τίνα ξυνουσίας, or άμίκτως εχειν τι- νός : the c. weal or good, τό κοι- νόν αγαθόν, τό της πόλεως αγαθόν. U C to the greater number of individuals generally met with] κοινός, 3 (of persons, things, and circumstances), αγο- ραίος, 2. νομιζόμενος, 3 (that is met with every where, of actions and circumstances). άγελαΊος, 3 (to be found in great number, esply of animals and plants), δ τυχών, η τυχούσα, τό τυχόν (without pro- minent characteiistic or quality). This custom is very c, outos ο νόμος έπι πολύ κρατεί: to become or grow c. (of fashion and customs), επικρατεϊν. επι- χεΐσθαι (of things that are put in circulation, e. g. money, Sec.), διαδίδοσθαι εις πάντας \qf say- ing and reports) : a c. saying, παροιμιαζόμενος λόγος, b. τό λεγόμενον : to become a c. say- ing, παροιμιώδη γίγνεσθαι : af- ter a c. saying, κατά τ?;ν παροι- μίαν : ώς φασι τό λεγόμενον. ΤΙ That is usual or takes place in most cases] ε'ιθισμένος,3. ε'ιωθώς, via, os, 3. εν εθει γενόμενος, 3. συνήθης, 2. A c. disease, ξύν- τροφυς νόσος, ή : it is c, νομί- ζεται, νομίζουσιν. καθέστηκε. φιλοΰσί πως : athg quite c, τά εν 7τασί : e. (good) sense, γνώμη άνθρωπου or ανθρωπινή, η : of c. sense, ύγιης την φυχήν : to have c. sense, ϋγιαίνειν τόν νουν or την φυχήν: c. food, ή καθ" ήμέραν τροφή. U Of inferior rank] δημοτικός, 3. δημώδης, 2, also άνήρ έκ δήμου, δημότης, ιδιώτης, ου, 6. The c. herd, τό πλήθος, οι πολλοί. 6 πολύς όμιλος : a α soldier, ιδιώτης, ου, ο : the c. soldiers, οι στρατιώται. 6 δήμος τών στρατιωτών. *[[ Uncultivated, unrefined] άπειρό- καλος, 2. άγροικος, 2. δημοτι- κός, 3. φαύλος, 3. χυδαίος, 2. To be or grow α, χυδαΐζειν : e. language, c. expression, c. place, χυδαιολογία, ή. χυδαιάτης τοΰ λόγοι/, ή. ^[ Generaf] VlD. COMMON-COUNCIL, βου- λή ή μεγίστη., ν. ίίνω βουλή. COM COM COM θεσμοθεται, οι. νομοφύλακες,οί. κοινοδίκαιον (c.-c. or court. Pol.). COMMON CRIER, κήρυξ, υκος, 6. COMMON-GOOD, τό κοινού αγαθόν, τό της -πόλεως αγαθόν, τό κοινή ξύμφορον. τό δημωφε- Χές. κοινωφέλεια. To establish athg with a view to the c.-g., πα- ρασκευάζειν τι ώστε κοινή ώφε- Χεΐσθαι την πάλιν : tending to the C.-g., κοινωφελής, δημωφε- Χής (P.) : for the c.-g., κοινωφε- Χώς. δημωφελώς. COMMON -LAW, νόμο*, ο. τό νόμιμον. εθος, τό. COMMON-PLACE (expres- sion), χυδαιολογία, ή. χυδαιό- της του λόγου, h. ^[ In rheto- ric] τόπος (Α., τόποι — Cicero's loci communes), χρεία (a pas- sage to be worked up. χρείαι = collections of bon-mots, &c). COMMON-PRAYER {book of), ευχολογίου, τό (g. t. for prayer-book, after Suidas). COMMON-PROPERTY, κοι- νόν αγαθόν, τό. κτήσεων or χρη- μάτων κοινωνία, r). To intro- duce a law concerning c.-p., κοινά πασι πάντων τα χρήματα ποι- εΐν. COMMON-SENSE. See un- der Common. COMMONWEALTH, δημο- κρατουμένη πόλις, ή (the repub- lic) : also πολιτεία, r). τό κοινόν. and πόλις, εως, r) only (= a city with a republican constitution). COMMONALTY,y\^ s,To'. οι πολλοί, όχλος, 6. One of the c, άνηρ 'εκ δήμου or δημότης. Ιδιώτης, ου, 6. όμιλος, b (the great mass). COMMONER. See Common. C Ο Μ Μ Ο NTS. ^ The people in their relation to the state] δήμος, 6. Belonging to the c, δημόσιος, 3. Tf Daily fare or allowance] (prps) r) καθ' ήμέραν τροφή. COMMONLY. To be formed with the adjj. under Common ; but in most cases by Crcl., e. g. ευ πασι (in the sense of gene- rally) : also παρά πασι or υπό πάντων, απάντων, συμπάντων, S[C ; e. g. to be c. admired, ΰπό πάντων θαυμά'ζεσθαί. ως επί τό πολύ. ώς επί πλείστον, εκά- στοτε (usually, in most cases): also τά πολλά, τά πλεΊστα. μάλι- στα : to be c. known, πασι δή- λον είναι, τεθρυλήσθαι : it is c. acknowledged, εν πάσιυ ομολο- γείται : as it c. happens, οποΐα φιλεϊ γενέσθαι, κατά τό εί- ωθός. COMMOTION, θόρυβος, ο. ταραχή, ή. στάσις η. The whole city was in a c, πάσα r) πόλις ην εν στάσει or κατείχετο θορυ- βώ : to put the people in c, or produce a c. among them, ταράτ- τειν τό πλήθος: to cause a c. among the citizens, στασιά'ζειν or ταράττειν τους πολίτας. θόρυβον or ταραχήν ποιεΐν των πολιτών : also ε'ις στάσιν εμ- βάλλειν τους πολίτας : to be in a state of c, στασιάζειν, εν στά- σει είναι: to take an active part in a c, συστασιάζειν: to quell a c, παύειν την στάσιι/. Tf C. of tJie mind] πάθος, τό. To be in a violent c, περιπαθή είναι. COMMUNE. See to Con- verse, to Talk. COMMUNICABLE, διαδό- σιμος. COMMUNICATE, f To im- part] μεταδιδόναι τινί τίνος, παρίχειυ or παρέχεσθαί τινί τι (to grant, allow, or cause aby to have), if To reveal, impart know- ledge] λέγειν, φράζειν. άυατ'ι- θεσθαι (by word of mouth), κοι- νοϋν (e.g. την επίυοιαν, his plan, τινί. Τ.), άνακοινοΰυ or άνακοι- νος, also έπικοινοΰν τινί τι (α thought, a plan, £[C.). φράζειν τινί λόγον. παραδιδόναι τινί λόγου (by narrative) . To c. wi th- out reserve, παρρησιάζεσθαι προς αλλήλους. % To c. with] κοινω λόγω χρήσασθαι. κοινο- λογεϊσθαί τινι. ξυνελθεΊν εις λόγους τινί. διαλέγεσθαί τινι or προς τίνα. όμιλεϊν τινι. εν- τευξιυ ποιεΐσθαί τινι or προς τίνα. *!} Partake of the Lord's Supper] των αγίων δώρων or τών άχραντων μυστηρίων μετα- λαμβάνειν or κοινωνείν. COMMUNICATION, μετά- δοσις, r) (of athg concrete, or of' any condition), λόγος, ο (bywords). άνακοίυωσις, η (of thoughts or plans). To make a c. to aby, φράζειν τινί λόγον. «See to Com- municate. C. of one's thougbts by words, ερμηνεία, ή : to make c.'s to one another without re- serve, παρρησιάζεσθαι προς αλ- λήλους : c.'s by word of mouth, ακοή, v : fm c.'s received fm others, εξ ακοής : to know fm c.'s received fm others, ακοή εί- δέναι. ακοή μανθάνειν or παρα- λαμβάνειν. H Conversation, con- ference] διάλεξις, διάλεκτος, r). (κοινοί) λόγοι, οι. κοινολογία, ή. ομιλία, ή. εντευξις, η. δια- τριβή, jj. To have a c. with aby, see to Communicate with. "[[ Connexion, intercourse, Sfc] επιμιξία, ή. κοινωτήματα, τά. To have or be in c, επιμίγνυ- σθαι άλλήλοις or προς αλλή- λους, επιμιξία χρήσθαι προς αλλήλους : to have no c. with aby, μηδέν κοινόν εχειν τινί: to cut off the c, ΰποτέμνειν τινά τίνος, ε'ίργειν τινά τίνος : to cut off (the enemy's) c, άποκλεί- ειν τινά τών επιτηδείων, περι- κόπτε ιν την άγοράν. ^f Passage for c] προσαγωγή, ή. είσοδος, πάροδος, ή. πρόσβασις, ή. εισ- βολή, ή. πόρος, 6. COMMUNICATIVE, μετα- δοτικός (Α.; disposed to give a share), ομιλητικός, 3. κοινός, 3. φιλόφρων, 2. ευπροσήγορος, 2 (condescending, affable, Qc). φι- Χοπροσήγορος, 2 (ready to talk or to enter into conversation), πο- Χύλογος, 2 (that speaks a great deal). COMMUNICATIVENESS, ευπροσηγορία, φιλοπροσηγο- pta, ή. πολυλογία, ή. COMMUNION, κοινωνία, ή. κοινότης, ητος, r). κοιυώνησις, ή. μετουσία, r). That belongs or relates to a c. of persons, κοινω- νικός : to have or maintain c. with aby, κοινωνείν, συγκοινω- νεΐν τινι. κοινοΰσθαί τινι. χρη- σθαί τινι : to have no c. with aby, μηδέν κοινόν εχειν τινί. άπέχεσθαι της προς τίνα ξυν- ουσίας. άμίκτως εχειν τινός. "f[ Lord's Supper] δείπνον κυριακόν, τό. ευχαριστία, r) (Eccl.) COMMUNITY, f The state] τό κοινόν. See State. H Com- mon possession] κοινόν αγαθόν, τό (with ref. to the state), κτή- σεων or χρημάτων κοινωνία, r) (with ref. to private affairs or in- dividuals, opp. κτήσεων άκοινω- νησία. Α.). COMMUTABILITY, εύμε- ταβλησία, ή. τό άγχίστροφον. ακαταστασία, r). CO Μ MUTABLE, ευμετά- βλητος or εΰμετάβολος, 2. άλ- λοιώδης, 2. s COMMUTATION, αμοιβή, αλλαγή, μεταλλαγή, ανταλλα- γή, τ), άντίδοσις, ή (c. gen. of the thing exchanged, e. g. ν τών φορ- τίων αμοιβή). See CHANGE. COMMUTE, άμείβειν and άμείβεσθαι. μεταμείβειν. άλ• λάττειν, άνταλλάττειν, μεταλ- λάττειν, διαλλάττειν. μετα- βάλλεσθαι. See to Change, Exchange. COMPACT, αδρός, 3. άδρο- μερής, 2. στερεός, 3. πυκνός, 3 (tight), στιφρός and στερρός, 3 (firm, staunch). COMPACT, ν. συστρέφειν. συστέλλειν. συνωθεϊν. συυ- άγειν. συνειλεϊν. COM'PACT, s. συνθήκη, ή (usually in pi.), ομολογία, r). ξυν- κείμενον, τό. ομολόγου μενον, τό. ξυναλλαγή, ή, and ξυμβό- λαιον, τό. ξυγγραφή, ή. Syn. in Contract. A written c, ξύγγραμμα, τό. συνθήκαι, ai : to enter into or conclude a c. with aby, συντίθεσθαί τινι or προς τίνα. ξυνθήκας or ομολογίαν ποιεΐσθαί προς τίνα : a c. is drawn up or concluded between parties, ξυνθήκαι γίγνονται : to sign a c, συγγράφειν προς τίνα : to abide by the terms of a C, εμμένειν ταϊς ξυνθήκαις. εμπεδυΰν or διαφυλάττειν ξυν- θήκας : to violate the terms of a c, παρά τάς ξυνθήκας ποιεϊν. Χύειν τάς σπονδάς or ξυνθήκας: to act contrary to the terms of a c, παραβαίνειν ξυνθήκας. φεύ- δεσθαι ξυνθήκας. COMPACTLY. Tobe formed with adjj. under Compact. COM COM COM COMPACTNESS, στιφρό- tjjs. άδρότης. πυκνότης. στερ- ρότης, jjtos, η. το άθρόον. COMPANION, κοινωνό*, 6 {he who partakes or shares in athg) . συνεργός, 6 {in an undertaking), εταίρο*, 6 {a friend), συνοδοιπό- ρος, 6 {on a journey), επόμενος, συνεπόμενος. ακόλουθος, 6 {all three of inferiors who accompany asuperior, attendants), συμπλέων or συμπλεύσας, b {at sea), ομι- λητής, οΰ, 6. συνήθης, ους, 6. συνών, όντος, 6 {one who keeps one company). A c. for life, ήλι- κιώτης, ου, 6 : one's c.'s, οι συν- όντες. οι άμφ'ι τίνα. οι περί τίνα. οι συν τιι/ι. οι μετά τί- νος : to be a good c, συνουσια- στικόν είναι, έπίχαριν είναι εν ταΤς συνουσίαις : a drinking or pot -α, συμπότης, ου, 6 : a tent α, σύσκηνος, 6 '. to be aby's tent C, σύσκηνον είναι τιι/ι or σκη- νούν μετά τίνος : a c. in arms, ό συστρατευσάμενος {aby's, τιν'ι) : a travelling α, 6 της όδοΰ κοινω- νό*, σύμπλους, ου, 6 {the latter at sea only) : to be aby's c, συν- οδοιπορεΐντινι. συμπορεύεσθαί τινι. επεσθαί τινι προς την πορείαν : a α in misfortune, for- tune, &C, ό μετέχων {οντος) των πόνων, αγαθών, κακών: to choose aby for one's c, to be aby's c, ομϊλεϊν, προσομιλεΐν τινι. όμι- Χητην γίγνεσθαι τινι. πλησιά- ζειν τιν'ι. χρησθαί τινι. συνεΐ- να'ι τινι. εντυγχάνειν τιν'ι, or {stronger term) οίκε'ιω χρησθαί τινι. ο'ικείως δίακεϊσθαι προς τίνα : be, as well as his c.'s, αυτός και οι συν αυτω or περί αυτόν or μετ αυτοϋ. COMPANIONABLE, κοινω- νικός. 3. ομιλητικός,^, εντευκτι- κός, 3. εύξύμβολος, 2. εύπροσ- ηγορος, 2. That is not α, άμι- κτος, 2. άκοινώνητος, 2. COMPANION ABLY. Fmthe adjj. above. COMPANIONSHIP, f Con- nexion among comrades'] κοινωνία, η. εταιρεία, η. οίκειότης, ητος, η {the latter implying the notion of greater intimacy). To make or establish c. with aby, οικειότητα συνάγειν προς τίνα. *[[ The per- sons who form c] εταιρία, η. κοι- νωνία, η, or εταιρεία. See So- ciety. COMPANY. T[ Society, con- nexion] κοινωνία, μετουσία. συν- ουσία, ομιλία, η. σύνοδος, συν- εδρία, η. Worthless or bad α, ανωφελείς ανθρώπων όμιλίαι : to keep (aby) α, συνεΐναί τινι : to keep aby c. at dinner, συν- δειπνεϊν τινι : in c. with, συν τινι. μετά τίνος : to be in c. with aby, εφομιλεϊν τινι : to live in c., κοινή ζην. δμιλεΐν : to re- tire fm aby's c, leave aby's c., άποχωρεΐν της συνεδρίιις : to be good c. {fig.), συυουσιαστικόν είναι {of a person), or έπίχαριν είναι εν ταΐς συνουσίαις : good (102) * α, όμιλίαι χρησταί or ΰγιειναί {ορρ. όμιλίαι κακαί, bad c.) : to keep bad c, -rots πονηροϊς πλη- σίαζε ιν : we usually like the c. of those of our own age, ώς το πολύ ηλικες άλλήλοις σύί/ίίσι (ΑΓ.) : in the c. of the wise you will grow wise yourself, σοφοϊς ομιλών αυτός εκβήση σοφός {Prov. Iamb.). ί[ A collection or association of persons for a com- mon purpose] κοινωνία, η. σύστα- σις. σύλλογος, ό. συνουσία, ή. συνόντες, οι. εταιρεία arid εται- ρία, η. θίασος, ό. To belong to, or be one of, the c., μετέχειν της συνουσίας : there was a large c., ττολύ ην το τών παραγενο- μένων πλήθος, πολλοί ήσαν οι παρόντες or συνόντες : to go into α, προσφοιτάν φίλοις: the c. is breaking up, οι συγγενόμενοι άπαλλάττονται αλλήλων. % A commercial company] εμπορικοί κοινωνία, η. If Division of infan- try] τάξις, η. λόχος, ό. εκατον- τάς, άδυς, ή. COMPARABLE, παραβλη- τός {Plut.). αντάξιος {equivalent, equal), παοαπλήσιος, 2 and 3. COMPARATIVE, ώςπρόςτι {i.e. if one compares) . παράτινα. παρότι, παράβαλλα μένος {ένη, ενόν) τιι/ί. συγκρινόμενος προς τι {the gender to be determined fm tlie content ; all = in comparison with athg). ΤΪ Grammat.] ό συγκριτικός {τρόπος), το συγ- κριτικού {sc. όνομα). COMPARATIVELY, £ '#c παραβολής. COMPARE, συμβάλλειν τί τινι or τι προς τι. παραβάλλειν τι προς τι or τι παρά τι or τί τινι. συγκρίνειν τι προς τι. παρατιθέναι τί τινι. εικάζειν or άπεικάζειν τί τινι. παρα- θεωρεΐν τι προς τι. C.-d with, or if one c.'s, lis 7rpos τι : to c, writings, παραναγιγνώσκειν or άνταναγιγνώσκειν γράμματα, βιβλία. γράμματα έξετάζειν προς άλληλα. φ$* In later au- thors the latter notion is conveyed by άντιβαλείν and άντεξετάσαι {comp. Lobeck ad Phryn., p. 217, $c.). COMPARISON, παραβολή, η. παράθεσις, ή. σύγκρισις, η. εικασία, άπεικασία, ή. To make ΆΟ.,παραβοληνποιεΐσθαι. άντι- παραβάλλειν τί τινι : in α with, παρά τι. παραβαλλόμενός {ενη, ενόν) τινι. συγκρινόμενος προς τι. ώς προς τι : that bears α, εοικώς, νια, ός. παραπλήσιος, 2 and 3 : that admits of no c, άπαράβλητος, δυσπαράβλητος, 2. εξαίρετος, 2. πάντων διαφέ- ρων, ούσα, ον. ασύγκριτος. 2 : beyondallc.,(5ia<££pdi>Tws. ύπερ- βαλλόντως {P. Ι. ; excessively). ι COMPARTMENT, φάτνη, η, and φάτνωμα, τό {on tapestry or carpets), κώλον, τό {in a build- ing). COMPASS, v. μέτρον,τό,αηά ι μέγεθος, τό {expansion with ref. to space, μέτρον also with ref. to quantity), πλήθος, τό, and αρι- θμός, ό {with ref. to quantity ; πλήθος also implying qualitative relation), περίοδος, ή. περιβολή, η. κύκλος, ό. περιοχή, ή. περι- γραφή, ή (tlie place or room oc- cupied by athg). The c. or extent of power, τό της δυνάμεως πλή- θος. ^1 The instrument {a pair of C.'s)] διαβήτης, ου, 6. To draw with a pair of c.'s, κυκλο- γραφεΐν. COMPASS, v. 1 To enclose with] See Enclose. 1J To go Γουη<Γ]περιιέναι {περιέρχεαθαι), περιβαίνειν τι. Τ| Encompass] περιλαμβάνειν, περιβάλλειν, and άμπέχειν. Syn. ENCOMPASS. COMPASSION. See Pity. C. for aby, ελεός τίνος or πρό* τίνα : to feel c. for, συμπάσχειν, συναλγεΐν, συγκάμνειν, all τιν'ι : to feel c. for the unfortunate, toIs άτυχοΰσι συναλγεΐν. COMPASSIONATE, ίλεή- μων, 2. ο'ικτ'ιρμων, 2. συμπαθής, 2. συμπάσχων, ούσα, ον. φιλ- οικτίρμων, 2 {inclined towards compassio?i). COMPASSIONATELY. See ' with Pity.' COMPATIBILITY,^ εύάρ- μοστον. Crcl. icith COMPATIBLE. COMPATIBLE, όμοιος, 3. πρέπων, ούσα, ον. άρμόττων, ούσα, ον. C. with, σνναρμόζειν τιν'ι : not α, ασύγκριτος, ασυν- άρτητος, 2. ανοίκειος, 2 : to be c. with, ο'ικείως εχειν προς τι : not to be c. with, άλλότριυν είναι τίνος, άλλοτμίως εχειν προς τι. εναντίον είναι τιι/ι. άπεοικέναι προς τι. άπάδειν άπό τίνος or προς τι. ου συμφωνεϊν. COMPATRIOT, πολίτης, ό. ομόφυλος, ό. πατριώτης, ό {of slai-es). Our α, ημεδαπός, ό : your α, ΰμεδαπός, ό. {pi.) ομο- εθνείς, ών, οι. COMPEER. See Companion. COMPEL, άναγκάζειν, κατ- ανα^/κάζειν {c. ace. ; to place in the necessity), βιάζεσθαι (c. ace. ; to c. by force), κρατεΐν {c. gen. and ace.) νικάν {c. ace.), χειροΰ- σθαι {c. ace), κατέχειν {c. ace.; to overpower, subdue, submit to the will of the oppressor). I am c.-d, αναγκάζομαι, ανάγκη or άναγ- κάϊόν εστί μοι : I am inevitably c.-d, πάσα ανάγκη εστί μοι : one who must be c.-d, άναγκαστός. COMPELLABLE. Circl. by ον άναγκάζειν δύναται τις, Src. COMPENDIOUS, βραχνός, εϊα, ύ {g. t. = short, brief), ό, η τό oY ολίγου, σύντομο*, 2. συν- εσταλμένος, 3. Syn. in Brief. To make a c. abstract, συνελεΊν βιβλίον : to give a c. view of the heads of a subject, κεφαλαιοϋν. λέγειν κεφάλαια τίνος : to set (the matter) forth in a very c. manner, ώς οΐόντε δια βραχυτά- των ειπείν or δηλώσαι. COM COMPENDIOUSLY, βραχέ- ως. διά βραχέων, βραχέα. To state it c, ώ? συνελόντι ειπείν. ώ? συντόαως διαλεγεσθαι. See Compendious. COMPENDIUM, επίτομη, η. παρεκβολή* η. To make or give a c. of a work, συνελεϊν βιβλίου: by way of a c, εν κεφαλαίω, κατά κεφάλαιον. COMPENSATE, επανορθούν. παραμυθεϊσθαι. άκεΐσθαι. άντ- αποδιδόναι. άποκαθ ιστάναι. άν- τικαταλλάττειν (all in tlie sense of making up for athg). 'εκπλη- ροΰν [any deficiency or want). To c. aby for athg, άντικαθ ιστάναι or άττοκαθ ιστάναι τιυ'ι τι. άν- τιδιδόυαι τιι/ί τι. C Ο Μ Ρ Ε Ν S AT Ι Ο Ν, άντι- κατάστασις, η. άντίδοσις η (α giving or gift in return), παρα- μύθιον, τό, and παραμυθία, η (motiey or athg to pacify a person for any suffered injury), άντιμοι- ρ'ια (D. ; c.for property toasted). — for athg, τινός. To give or of- fer (athg) as a c , δούναι τι αντί τίνος; άντιδουναί τίνος : to re- ceive athg as a c, λαβείν αντί τίνος : to be a c. for athg, ΰπάρ- χειν or είναι αντί τίνος, παρα- μυθεϊσθαι τί : to make a c. for the expenses, άντεκτίνειν άναλώ- ματα : to offer or make aby a c. for athg, άντικαθ ιστάναι and άποκαθιστάναι τ.νί τι. άντιδι- δόναι τινί τι (to return ivhat is his) : — for a loss inflicted, &c, έπανορθοϋσθαι βλάβην. άναμά- χεσθαι φθοοάν. COMPENSATORY, αντίρ- ροποι (counterbalancing). COMPETE (with), άντιφέ- ρεσθαί (pass.) τινι. άμιλλασθαι (pass.) τινι. διαγωνί'ζεσθαί τινι or προς τίνα. To be in a position to c. with aby, άζιόμαχον εΊναί τινι. εφάαιλλον είναι τινι. έζι- σούσθαί (pass.) τινι : to c. with aby for athg, see Competitor, Candidate. COMPETENCE, -ENCY. H What one can live on] αφ' ών ζ?7 τι?, βίοι, δ. To have a c, Ίκα- νδν βίον εχειν. εχειν άρκοϋντα : U Sufficiency] τό Ί>.ανόν. ικανό- της, ητος, η. «ύτάοκεια, η. See Sufficiency, Ability. COMPETENT, Ικανός 3. αυτάρκης, 2. To be c, ικανόν είναι, άυκεϊν, έζιιρκεϊν. ΤΙ Suf- ficient, possessing the necessary qucdification (for any given pur- pose)] κύριος, 3. επιτήδειος, 2. άζιόχρεως, 2. C. to perform an office or the duties of it, άζιος (ία, ιον) τιμής, επιτήδειος προς την αρχήν : to be c. to perform athg, δονατόν or νΤόντ' ε"ιναι ποιεΐν τι : to possess c. knowledge of athg. έζεπίστασθαί τι. άκρϊ- βύ>ς είδίνιιΐ τι : a c. judge (of athg = connoisseur), εμπείρως έχων. ούσα. επισταμένος : a C. knowledge of things, πραγμάτων εμπειρία, η. (103) COM COMPETENTLY, Ικανως. αρκούντως or έζαρκούντως. άλις (enough). COMPETITION, άντιπαρ- αγγεΧία, η (g. t.). The c. for a prize, άμιλλα, η : athg is still open to c, ετι εν μνηστεία εστί τι : to enter into c. (with* aby), διαγωνίζεσθαι or άμιλλασθαι, τινί or προς τίνα. άνθαμιλλά- σθαί τινι : — for a prize, άμιλλά- σθαι πεοί άθλων. COMPETITOR, συνεπιθυμη- τής, οΰ, δ. δ παραγγέλλων κα'ι αυτός την αρχήν, δ την αυτήν τινι άρχην μνηστευό μένος, δ άντιπαραγγέλλων αρχήν τινι (these three only if the post in ques- tion is an αρχή). To enter one's name as a c, άντιπαραγ^εΧΧειν (τί) or και αυτόν μετιέναι τι : — for a prize, άμιλλασθαι περί αθΧων, or simply άμιλλασθαι (pass.) : c. for a post or public function, see ' to enter into Com- petition.' COMPILATION, εκλογή (ex- tract), λόγος εκ διαφόρων συν- ηρανισμένος (cf. under to Com- pile), συναγωγή ρακ'ιωνπαντα- χόθεν συνειλεγμένων (Franz), παραγραφα'ι, αι (collected se?i- tences, collectanea), κλέμμα, τό (a copying f mothers), παρεκβολή, η (an extract). COMPILE, συνερανίζειν or εκ διαφόρων συνερανί'ζειν (i. e. to collect contributions, e. g. έπαι- νος φιλοσοφίας εκ διαφόρων αύτω συνηρανισμενος. Phot.), συναναγράφειν (e. g. δόζας πα- λαιάς. Id.). Franz gives έκ- γράφειν, εκστρ έφειν τά των άλ- λων συγγράμματα, συλαν τά? των έτερων Μούσα?. συΧΚίγειν and Mid. (g. t. to collect). To c. by way of extracts, συνελεΐν βιβΧίον. COMPILER, ό εκ διαφόρων συνεραν'ιζων (λόγους, συγγράμ- ματα, δόζας). δ εκγράφων τά των άλλων, ρακιοσυρραπτάδης (Aristoph. Com.). COMPLACENCE or COM- PLACENCY. See Pleasure, Satisfaction, εΰαρέστησις, η. ηδονή, η. I regard, view, &c, athg with great c, εν ηδονή εστί μοί τι. εΰαρεστοϋμαί τινι. ευ- δοκώ τινι. ΤΙ Self-complacency] αυταρέσκεια, αύθάδεια, η (the latter as reproach), αυτάρκεια, ν (in a qood sense). COMPLACENT. &e Civil, Affable, Soft. COMPLACENTLY, άρε- σκόντως. COMPLAIN. 1 To express lamentation] όδύρεσθαι (περί τί- νος, ΰπίρ τίνος, about athg). όλο- φύρεσθαι. θρηνεϊν. πένθος ποι- εΐσθαι. θρήνους ποιεΐσθαι. §ϋρ• If judicially, see Complaint. ί[ To blame (ivith complaint of wrong or pain inflicted)] μέμφεσθαί τινι (of a person), αίτιάσθαί τίνα. έγκαλεϊν τινι. γίγνεταί μοι COM Ι έγκλημα προς τίνα. To have (reason) to c. of aby, εγκλήματα εχειν προς τίνα or κατά τίνος : to have no reason to c. of aby, μηδέν εγκαλεΐν εχειν τινί, or άνέγκλητός εστί μοί τις : to C. of one's fate, sufferings, &c, μεμφιμοιρεϊν, δεινοπαθεΐν : he c.-d of his brother's injustice, του άδελφυΰ κατηγορεί άδικίαν: to c. to a person or agst aby, όδύ- ρεσθαι προς τίνα : to c. bitter- ly, δεινολογεϊσθαι, δεινοπαθεΐν, δεινόν ποιεϊσθαι. COMPLAINANT. H = Ac- cuser, prosecutor] Vid. COMPLAINER. Partcpp.of the verbs under Complain. COMPLAINT. 1 Utterance of affliction, Qc] θρήνος, δ. όδυρ- μός. όλοφυρμός, δ. όΧόφυρσις, η. To break out in c.'s, όδύρε- σθαι. θρήνους ποιεϊσθαι. "fl C. of or about a person or thing] εγκλημα,τό. αιτία, η. αΐτίασις, ή. μέμφις, εως, η. έγκλημα ε'ίς τίνα or κατά τίνος : — about aby, έγκλημα, τινός or υπέρ τινυς (about at/ig). To make c.'s, εγκλή- ματα ττοιεΐσθαι : — agst aby, εγκαλεΐν τινι : — about athg, ε7τι τινι, or with ώς, 'ότι : also εν αιτία or δι αιτίας εχειν τινά. κατηγορεΐντινος. έγκλημα εχειι» προς τίνα or κατά τίνος : I have a c. to make about or agst aby, γίγνεταί μοι έγκλημα προς τίνα : a c. is made concerning athg, αιτία εστί περί τίνος : to have a c. to make agst aby, εστί μοι εγκλήματα προς τίνα. εγ- κλήματα εχειν κατά τίνος. ^[ C. before a court] See Action, Charge. COMPLAISANCE, αρέσκεια, η. προθυμία, η. To act with c, see Complaisant. COMPLAISANT, επ'ιχαρις, ι (itos). αρεσκος, 3. βε/οα-π-ευτι- κός, 3. πρόθυμος, 2. To show oneself c. towards aby, χαρίζε- σθαί τινι or θεραπεύειν τινά : to behave in a c. manner, άρε- σκίύεσθαί τίνα. μετά (πολλής) πραότητος προσφέρεσθαι προς τιυα (Ι.). COMPLEMENT, άι/αιτλή,οω- σις, η. πλήρωμα, εκπλήρωμα, άναπλήρωμα, τό. Full c , αρι- θμό? δ άπηρτισμένυς : to furnish athg with its full c, έκπληροϋν (e. q. ναΰς, Η.) άπαρτίζειν. COMPLETE, adj. δλοτελής. δλομερή•:, 2. ακέραιος, 2 (g. tt.\. όλος, 3. ολόκληρος, 2 (of the col- lective 7nass or sum of component parts), εντελής, 2 (of the compo- nent parts of a multitude or great number), τέλειος, 3 a?id 2. παν- τελής (that comprises all the inci- dents of any given state or condi- tion), άρτιος, 3 (corresponding in every respect ivith its final purpose), άκρος, 3. άμεμπτος, 2 (entire, perfect). To make (athg) c, τέ- λειου ν or τ ελεούν, άπαρτί'ζειν: to be c. in every respect, άμεμπτα COM COM OM πάντα εχειν : a c. victory, τελεία or παντελής νίκη : to be c, τέ- λειοι/ είναι or τέλος εχειν, e. g. τέλος έχει -η άπόδειξις. COMPLETE,^ % To bring to an end\ τελεΐν, άποτελεΐν, επι- τελεΐν. περαίνειν,διαπεραίνειν. άνύτειν, εξανύτειν. έξεργάζε- σθαι, άπεργάζεσθαι, κατεργά- "ζεσθαι. καταπ ράττειν,διατι ράτ- τειν. To c. what has been begun, τέλος επιτιθέναι τη αρχή: c.-d, άποτετελεσμένος, 3. τε'λειο?, 3. διαπεπραγμένο?, 3 : athg has been c.-d, πέρας έχει τι. If 7b fill up what would otherwise be deficient] έκπληροΰν. άναπλη- povv (ivith ref. to vacuity), τέλει- ου ν (ivith ref. to imperfection). COMPLETELY, τελέω*. α- κριβώς, άπηρτισμένως and άπ- αρτί. όλως. πάντως, τω παντί, το πάν (entirety, fully), also κο- μιδή. εσχάτων, άρδην (to the very foundation), e. g. to destroy a town c, άρδην άνατρέπειν or κατα- σκάπτειν την πάλιν. COMPLETENESS, τελειο- της, ητος, η. ολοκληρία, η. COMPLETION, άναπλήρω- σις, η. πλήρωμα, εκπλήρωμα, άναπλήρωμα (a supplying what is wanted toivards completeness). Ti A state of perfection] παντέ- λεια, εντέλεια, συντέλεια, ν• 1ί In the abstract (a finishing)] τελεί- ωσις,η. τελεσιουργία,ή. άπερ- γασία, η. άπυτέλεσμα,τό. πλη- ρωσις, η. διάπραξις, η. He died after the c. of important acts, έργα μεγάλα διαπραξάμενος or άπυδειξάμενος άπέθανεν. COMPLEX, σύνθετος, 2. To be c, συγκεΐσθαι. συνίστασθαι. συνηρμόσθαι. See also CON- CRETE. % Metaph.] ούχ άπλοϋς, ή, ονν (not simph). πολύπλοκος (embroiled). COMPLEXION. t Colour of the face] χρώμα, τό. A good, healthy, fair c, ευχροια, η : to have a healthy c, εύχροεΐν : of healthy, good c, εΰχρους, 2. εΰ- χρως, ωτος, 6, η. Τϊ Temperament of the body] φύσις, η. οργή, η. τρόπος, 6. See Temperament. > COMPLEXITY, περιπλοκή, εμπλοκή, -η : also ταραχή, η. αταξία, -η. σύγχυσις, ή (of out- ward conditions), ακρισία, η (of inner quality), ασαφές, οΰς, τό (of a discourse). i COMPLIANCE, προθυμία, h. πειθαρχία, η. χάρις, ιτος, -η. τό χαρίζεσθαι. ΰπηρέτησις, η. To force aby to c, πειθόμενον παρέχειν τι : to secure aby's c, πειθόμενον παρέχειν τινά : in c. with, κατά (c. ace., e. g. κατά τα γεγραμμένα, inc. with his written orders, κατά τον νόμον). See Assent. Accord. f COMPLIANT, ευπειθώς, 2. υπήκοος,^ 2. πρόθυμος, 2. ΰπη- ρετητικός, 3. See also to Com- ply. COMPLICATE. H To Join] (104) ^ J ο-υμ'7Γλε'κειι/(τιι/ί). % Toentangle, ϊηνοΙνβ]εμπλέκειν,περιπλέκειν, συμπλέκειν. ταράττειν, διατα- ράττειν, καταταράττειν (to em- broil, confound). C.-d (prop.), έμπεπλεγ μένος, περιπεπλεγμέ- νος, 3. εμπλακείς, εϊσα,έν. περί- πλοκος, 2. ΤΙ Fig.] ουδαμώς σαφής, 2. άσαφης,2. πολύπλο- κος, 2. δύσκριτος, 2. A c. cause or law-suit, δύσκριτος δίκη. δίκη και πράγματα. COMPLICATED. See Com- plicate. COMPLICATION, f Prop.] περιπλοκή, εμπλοκή, η. U Fig.] ταραχή, κλόνος, 6. διαπλοκή, h. See Confusion. COMPLICE. See Accom- plice. COMPLIMENT, s. f Saluta- tion, greeting] προσηγορία, η, and ασπασμός, 6 (theact). άσπασμα. προσηγόρημα, τό (the salutation itself) : also πρόσρησις, -η. To make one's c. to aby, άσπάζεσθαί τίνα. προσαγορεύειν τινά, also προσειπεϊν. χαιρετίζειν: tosend one's c.'s to aby, χαίριιν λέγειν or φάναι τινί. χαίρειν κελεύειν τινά : the king sends you his c.'s, 6 βασιλεύς ΰμΐν χαίρειν (φησί) : to request aby to give one's c.'s to aby, προστάττειν τινι κελεύ- ειν χαίρειν τινά : to present aby's c.'s to aby, κελεύειν χαίρειν τινά παρά τίνος : he sends or presents his c.'s to you, χαίρειν σε κελεύει, λέγει or φράζει σοι χαίρειν. U Demonstration of civility] 'έπαι- νος (praise), άρέσκευμα, τό (α flattering speech). To make aby a c, άρεσκεύεσθαί τίνα (to say something flattering}, επαινεΐν τίνα (to praise), θωπεύμασιχρη- σθαι προς τίνα (to flatter) : it is quite a c, προς χάριν λέγεται τι τινι. COMPLIMENT, v. «R By way of saluting] προσκυνεΐν τίνα. ΤΙ By way of praise, flattery, fyc] άρεσκεύεσθαί τίνα. See COM- PLIMENT, s. To c. a person upon athg, see Congratulate. COMPLIMENTAL, -ARY, αστείος, 3. θεραπευτικός or άρεσκευτικός. υπηρετικός, 3. To be c. towards aby, άρεσκεύ- εσθαί τίνα : a c. speech, κολα- κευτικός λόγος, 6, or θώττευμα, τό. COMPLIMENT ALLY. See Civilly. COMPLOT, s. ξυνωμοσία, η. σύντασις, η. παρασκευή, η. See Conspiracy. COMPLOT, v. See to Plot, to CONSFIRE. COMPLOTTER. See Con- spirator. COMPLY (with athg), e. g. with aby's wishes, desires, χαρί- ζεσθαι. ΰπηρετεϊν (both dot.), θεραπεύειν (ace), πειθαρχεϊν (dat). ΰπακούειν (c. gen. or dat.). επαρκεΐν (dat.). συγχωρεΐν or παραχωρεΐν τινι. χαρίζεσθαί τινι (to yield to aby's wishes, £[c). πείθεσθaι(toaby , sremonstrances). To c. with aby's commands, Ιέναι εις τά παραγγελλόμενα. πράτ- τειν or περαίυειν τό προστα- χθέν : I shall α with every one of your wishes, πάντων, ων αν δέ-η, τεύξη παρ' εμοΰ : to c. en- tirely with aby's wishes, καθιστά- ναι τινι ό βούλεται μάλιστα : to c. with athg, ε'ίκειν, ϋπείκειν τινί (ί. e. to yield to it), also ένδι- δόναι τινί. ύπομένειν. συγχω- ρεΐν τινι. COMPONENT. «II Ε. g. C. parts of a thing] Sing, στοιχεΐον (element), μέρος, τό. τό υπάρχον (of a thing, εν τινι or κατά τι). Blur, εξ ών σύγκειται τι. Το be, form, or constitute a c. part of a whole, ΰπεΐναι or ΰποκεΐσθαί τινι. νπάρχειν εν τινι. COMPORT, f Agree with] Syn. in Agree. Tj Reflex. : to c. oneself] See to Behave. To c. oneself in a friendly manner to- wards aby, φιλανθρώπως προσ- ομιλεΐν τινι. φιλοφρονεΐσθαί τίνα : — in a very rude manner, κατασχημονεΐν τίνος. COMPORTMENT. See Be- haviour. COMPOSE. II To form a compound] See to Compound. 1J C. as a musician] μέλη ποιεΐν, or simply, ποιεΐν. *H To c. as a writer or an author] ξυγγράφειν or συντιθέναι γράμματα : also συγγραφικόν είναι (to be a writer). To c. athg in a very flowery style, άνθηρογραφεΐν : — in a very pure style, χρησθαι λέξει καλή. if Mechanically (as a printer)] (prps) συντιθέναι τύ- πους, συντάττειν τους τών γραμμάτων τύπους. ΤΙ To set- tle amicably (e. g. a difference)] διατιθέναι. διαλύειν (e. g. δια- φοράν, πόλεμον). παύειν δια- φερομένους άλληλοις. $β$* In case of differences of ones own, διαλλάττεσθαι or διαλύεσθαι Mid. are used. To c. matters amicably, λόγοις εξαιρεΐν τάς διαφοράς. U To arrange] δια- τάττειν. διακοσμεΐν. εύθετεΐν. (καλώς) διατιθέναι. ^[ To be composed of, or formed of, S[c] συνεστάναι εκ τίνος, συγκεΐσθαι εκ τίνος, or, if conveying a nume- rical notion, είναι τίνος, e. g. the army is c.-d of five hundred men, h στρατιά εστί πεντακοσίων ανδρών : whatever it be c.-d of, όποιον αν τι rj : the parts a thing is c.-d of, έ£ ων σύγκειται τι. H To calm, appease] παύειν, άνα- παύειν, καταπαύειν, καταστέλ- λειν (of 'emotions, passions), πραύ- νειν, καταπραύνειν (a person in a passion), παραμυθεΐσθαι (one who has been injured oris afflicted). To become c.-d, ησυχίαν αγειν, άναπαύεσθαι or καταπαύεσθαι : to c. oneself, άναλαμβάνειν εαυ- τόν, εν έαυτω πάλιν γίγνεσθαι (to come to oneself), άναθαρρεΐυ COM COiM COM (aflerterrour,S[C.). κατέχειν εαυ- τόν {after anger), μετρίων φέρειν πάθος τι (in affliction) : a c.-d air or countenance, άφοβου or κατεσταΧμένον το πρόσωπον: a c.-d speech (i. e.freefm passion), πραεΤς λόγοι. COMPOSEDLY. See Calm- ly. CO MPOSEDNESS.See Com- posure. COMPOSER, ο συνθείς or κατασκεύασαν. 6 άπεργασάμε- νος : — of a literary work, συγ- γραφεύς, 6. 6 συγγράψας (τι). ^1 Of music] μεΧοποιός, b. To be a ο., μέλη ποιεΐν, or, fin the context, simply ποιεΐν. % Com- positor] Vid. U C. of differences] Crcl. ivith verbs in Compose. COMPOSITE, σύνθετο*. COMPOSITION. II The act of compounding] σύνθεσις (εκ πολΧών), ή. συναρμογή, ή. % The mass composed (= mixture)] συγκέρασμα, τό, or by partcp., e. g. χαλ /cos συγκεκραμένος, 6. See Mixture. "j[ Act of composing] κατασκευή, άπεργασία : — of a literary work, συγγραφή. ^| Agreement by way of compromise] διάλυσις, ή. δίαιτα, ή. ζύμβα- σις, ή. όμοΧογία, ή. ^[ A mu- sical c] ποίησις μουσική, ή. συμφωνία and αρμονία, ή : to write a musical c, μεΧοττοιεϊν. C Ο Μ POSI TO R. TT In a print- er's office] b τά γράμματα συν- απτών.• ο συι/τάττωι/ τους των γραμμάτων τύπους. COMPOST, κόπρος, ή. πί- ασμα, τό. COMPOSURE. f Arrange- ment of words with ref. to style] See Arrangement. "f[ Adjust- ment of a difference] See Ad J ust- ment. U Mental tranquillity] σύΧΧογος, 6, and συλλογή, ή (της φυχης). παράστημα, τό. ■ησυχία, η. To make aby lose his C, ταράττειν, διαταράττειυ, θορυβεΐν τίνα. ευοχλεΐυ τινι : to lose one's C, ταράττεσθαι, διαταράττεσθαι (pass.) : — about athg, προς τι. έκπλήττεσθαι (pass.; τ ινί,επί τινι,διά τι) : also εκφοβΰσθαι (pass.), έζίστασθαι του σωφρονεΐν. εκτός εαυτού tlvai : to preserve one's c, μηδέν ταράττεσθαι (pass.) : to recover one's c, εν εαυτω πάλιν γίγνε- σθαι. άναΧαμβάνειν εαυτόν, SfcC See to Compose (oneself). COMPOUND, v. ! To join Iter] συντιθέναι.σννιστάναι. συνάπτειν. συναρμόττειν. C.-d, σύνθετος, 2 : to be c.-d, συγκεΐ- σθαι. συνίστασθαι. συνηρμό- σθαι. 1Ϊ To adjust differences] See to Compose. To c. with aby about athg, συντίθεσθαί τινι or προς τίνα περί τίνος, χρημάτι- ζε ιν προς τίνα. ομολογεί ν τινι περί τίνος. See also Compact. "fi To be c.-d of] See Composed in Compose. COMPOUND, σύνθετος, 2. (105) To be c, συγκεΐσθαι. συνίστα- σθαι. συυηρμόσθαι. συνθέσει εκ ποΧΧων είναι (Α.) : c. words, δι- πλά ονόματα. TJ C. interest] ανατοκισμός, 6. If we add to- gether the principal and the c. in- terest for twelve years, εάν τις σι/ι/τιθί? τό τ' άρχαϊον και τό έργον των δώδεκα ετών. COMPOUND, s. μΐζις, ή. μϊγμα,τό. συγκέρασμα, τό (com- position. Vid.). COMPOUNDER. Crcl. with verbs. COMPREHEND, f To com- prise (with ref. to space)] See to Comprise, "ff With ref. to mental comprehension] Χαμβάνειντη διά- νοια, τω νω, εν τη φυχη. νοεΊν εννοέΐν, καταυοειν. μανθάνειν : also παρακοΧουθεΐν τινι (to be able to follow what a person sets forth), α'ισθάνεσθαι (to see clearly, perceive, S[c). συμβάλλειν (to infer or conclude by refection). To c. a doctrine or argument, δέ- χεσθαι Χόγον : I c. athg, νοώ, κατανοώ τι. μανθάνω τι. δηλόν εστί μοί τι. εύμαθώς έχει μοί τι : I cannot c. athg, ού δύναμαι λαβείν τ;; διάνοια, απολείπο- μαι (pass.), τινός : to α readily, εύμαθη είναι προς τι: to be slow in c.-ing, δυσμαθώς έχειν : easy to c, εΰκατάληπτος, 2. ράδιου νοησαι : difficult to c, χαλεπόν νοησαι : I can't c. how or why, &c, θαυμάζω, ότι or ει (i. e. I am surprised, or at a loss) : one who c.'s athg easily, εύμαθής, 6, η '• — slowly, δυσμαθης, 6, η. COMPREHENSIBLE. f By the mind] νοητός, ληπτός, κατα- Χηπτός, 3. εύμαθης, 2 (only with ref. to the mind), σαφής, 2. άπλοϋς, 3, and δηΧος, 3 (with ref. to the senses, char, not hidden). That is perfectly c, δηλον δη τούτο: athg is c. tome, see Com- prehend : that is not c, ακατά- ληπτος, αδιανόητος, 2. COMPREHENSIBLENESS, εύμαθές, σαφές, οΰς, τό. COMPREHENSIBLY. See Clearly. COMPREHENSION, f As act of embracing mentally] μάθη- σις, ή. ξύνεσις, η. εύμάθεια, ή (the latter with accessory notion of ready c). γνώμη, ν (the mental ca- pacity of comprehending, intelli- gence), νους, ο (the sum or total of thought, as result of mental c). νόησις, έννοια, η (a comprehend- ing or embracing with the under- standing). The power of c, σύν- εσις, -η, also νους, b : a quick c, άγχίνοια, ή : of quick c, εύμα- θής, b, ή : of slow or dull c, δυσμαθής, b, η : athg is beyond my c, ε'ίρηταί τι υπέρ εμέ : to be within the reach or limits of human c, άνθρωπου γνώμη ai- ρετέον είναι. COMPREHENSIVE, ίπι πολύ διήκων, ούσα, ον. εκτετα- μένος, 3 (of space). Fig. πολύς, πολλή, ποΧύ. επί ποΧύ. Very c, δια πλείστου: to be very c, μακράν εκτεταμένου είναι, πο- Χύν είναι: possessing c. know- ledge, πολυμαθής, 3, or επιστα- μένος πολλά. See also Exten- sive. COMPREHENSIVENESS. See Syn. in Compass. COMPRESS (in surgery), s. άγκτήρ, ηρος, b. σπΧήνιον, τό. To put a c. on, άγκτηριάζειν. σπΧηνοΰν : the putting on, or the application of, a c, άγκτηρια- σμός, b. COMPRESS, υ. πιέζειν, συμ- πιέζειυ. αυνθλίβειν. συστέΧ- Χειν (with or without εις ταύτό, Α.). συνέχειν. συναθ ροίζειν (Α .). To be closely c.'d, πολύ εις ολί- γον τόπον πιΧηθηναι (Α.): — In, πιλεϊν και (κατα)πυκνοϋν. 1J To condense, contract] Vid. COMPRESSIBLE, ττιεστο'δ (A. Mel. 4, 9, 19, ορρ. άπίεστος). COMPRESSION, πίεσις, ή. To be capable of c, ωθούμενου τι είς αυτό συνιέναι δύναται (Α., as defin. of πιεστός). COMPRISE, περιέχειν. περι- Χαμβάνειν and άμπέχειν. Το c. athg (in other things), περι- λαμβάνειν, καταλαμβάνειν ευ τισι. τιθέναι εν τισι. καταριθ- μεΐν εν τισι, also νομίζειν ειναί τίνων : to be c.-d in athg, κοινω- νεΐυ, /(χετεχειν τινός, έχεσθαί τίνος, ένεϊναί τινι or ευ τινι. είναι τίνων (to be reckoned among a certain class) : συμπεριειληφθαί τινι. COMPROMISE, v. ^ Tosettle by arbitration] έπιτρέπειν κοινω δικαστηρίω. ^[ To c. a person] βλάβην επιφέρειν τινι. ελατ- τοΰν τίνα. βΧάπτειν τινά. έμ- βάλλειν εις κινδύνους. σφάΧ- λειν (of persons and things), προ- διδόναι. COMPROMISE, s. ομολογία, ή. ζύμβασις. A c, τά συγχω- ρηθένται (= concessa) : to yield something in the way of c, έλατ- τοϋσθαί τι και συγχωρεΊν (D. ; of volunteering to accept less than one's strict right). COMPTROLLER, άντιγρα- φεύς, έως, b (checking-clerk). To act as a c, άντιγράφειν. επί- τροπος, b. See Superintend- ent. COMPULSION, ανάγκη, h. βία, ή. Free fm c, αβίαστος, 2. άνανάγκαστος, 2. εκών, ούσα, όν. εκούσιος, 3 : by c, fm α, βία. ανάγκη, υπ' ανάγκης or κατ- ηναγκασμένος. αναγκασθείς, εϊ- σα, εν. ανάγκη πεισθείς, είσα, έν. ύπ' ανάγκης : a means of c, άναγκαστήριον, τό : to have re- course to c, προσάγειν άνάγκας (τινί). βία χρησθαι : virtue re- jects any c, το καλόν άβίαστον: (athg) amounts to c, ε is ανάγκην άφικνεΐσθαι : friends are not made by c, η τών φίλων κτη- σις ουδαμώς εστί συν τη βία ι COM let there be no c, επάναγκε* μη- δέν 'έστω {P.). COMPULSORY, βίαιο* {P.). βεβιασμένο*. αναγκαστικό* {hav- ing a c. power, coercive). Crcl. in βία. ανάγκη, ϋπ' ανάγκη*, κατηυαγκασμένω*. A c. loan, βίαιο* εισφορά, η : c. measures, ανάγκη, η. άναγκασττιριον, τό : to resort to c. measures (agst aby), προσάγειν ανάγκα* τινί : it is c, επάναγκε* (εστίν). COMPUNCTION, δηζι*, {,. κατάνυζι* (Ν. Test.), η. To have compunctious visitings, κατανύσ- σεσθαι : to feel c. (about athg), δηχθηυαι τον θυμόν. ταράτ- τεσθαι (pass. ; with or without την φυχήν). δειμαίνειν και ζην μετά κακή* έλπίδο*. έγκαΧεϊν έαυτώ α'ισχρόν τι. COMPUTATION. See Cal- culation. COMPUTE. See Calculate. COMRADE. See Companion. CON, v. See to Study. CONCATENATE, συμπΧέ- κειν. συνάπτειν. ζυνείρειν. CONCATENATION, συμ- πλοκή, συναφή, V- CONCAVE, σιμό*, 3. κοΊλο*, 3. CONCEAL, συγκρύπτειν, or simply κρύπτειν. κατακρύπτειν, άποκρύπτειν, επικρύπτειν. α- φανή ποιεϊν. κατέχειν (e.g. τον φθόνον). To c. athg fm aby, κρύτττειν and κρύπτεσθαί τινά τι (the Mid. is used with ref. to inner states or conditions) : also έπικρύπτεσθαί τ»ι/ά τι or τι πρό* τίνα : to c. fm aby, that &C, έιτ ικρύπτεσθαί τίνα, ώ* : you will not be able to c. from your father the wrong you have committed, άδικήσα* ου λήσει* τον πατέρα : to c. oneself be- hind athg, έπηΧυγάζεσθαί τι. εττίτΓροσθεν ποιείσθαί τι : to be c.-d, άποκεκρύφθαι. αδηΧον εΐ- ναι. Χανθάνειν : — fm aby, τυ/ά: to c. oneself in a place, κατακρύ- πτειν εαυτόν ε'ί* τι or εν τινι : c.-d, κρυπτό*, κρυφαϊο*, κρύ- φιο*, 3. άφαντη*. 2 : in a c.-d manner, κρύφα, κρυφή, κρύβδην. Χάβρα. t CONCEALMENT, κρύψι*, έπίκρυψι*, άπόκρυφι*, κατά- κρυφι*, η. A place of c, τό άφανέ*, οϋ*. προΧοχισμό*, δ : fm or out of a place of c, εκ του άφανοΰ*. CONCEDE. 1 Grant] δμο- Χογειν, συνομολογεΐν. συγχω- ρεΐν. επινεύειν. φάναι. συμφά- ναι. διδόναι. If we were not to C this, εί μ)) τούτο δοίιιμεν: this being c.-d, τούτου δμοΧογουμέ- νου : but even c.-d that &c, καί- τοι και τούτο, ει (c. optat.). % To confer upon, consent to] χαρί- ζεσθαι. συγχωρεϊν. διδόναι. Not to c, έναντιυύσθαί (pass.) τινι. ουκ εάν τι. rii /τε ιττεΐί/ πρό* τι. κωΧύειν τι. άντιτείνειν ττρό* τι or περί τινο*. άνανεύειν τι. (106) CON Athg is c.-d to me, τυγχάνω τι- νά*, δίδοτα'ι μοί τι. διδομένον Χαμβάνω τι : to c. to aby's re- quest, εκτεΧεΐν ων τι* δεΊται. CONCEIT, S. ΤΙ Notion] ενθύ- μημα, τό. έπίνοια, v. A witty c, Χόγο* αστείο* or κομφό*: to have a witty α, κομφεύεσθαι. ΤΙ Self-c. (or ' great c. of oneself)] φρόνημα, τό. τύφο*, b. ύπερη- φανία, η. αύθάδεια, η. κατοίη- σιν, 6. Vain or empty c, κενο- δοξία, ν (i- e. imagination), or κενή δόζα, ι), άμαθία, η (arro- gance) : to be full of c, κατοί- εσθαι. ύπερηφανεύεσθαί. αύ- θιιδιάζεσΰαι : to have a great deal of c, μέγα φρονεϊν or τε- τυφώσθαι, also μεγαΧύνεσθαι. αΐρεσθαι and έπαίρεσθαί (pass.) τινι : full of c, see Conceited ; to be out of c. with athg, μεστόν είναι τινο*. δυσχεραίνειν τι. δυσανασχετεϊν τι. αχθεσθαί (pass.) τινι : I am out of c. with aby, δυσχερώ* έχω ττρό* τίνα : — with athg, δυσχεραίνω τι. δυσχερίο* εχω ττρό* τι. άχθυμαί (pass.) τινι, also αΧι* μοί εστί τινο*. CONCEIT, v. See to Fancy. CONCEITED, δοκών (είναι τι), αυθάδη*, υπερήφανο*, 2. To be C, κατοίεσθαι. αύθαδιά- ζεσθαι. μέγα φρονΛν. τετυφώ- σθαι : to be somewhat c, μετοι- ώτερον φρονεϊν : to be very c. (about athg), μεγαΧύνεσθιιι (pass.), ύπερηφανεύεσθαί. Mid. μέγα φρονεϊν επί τινι, also αΐ- ρεσθαι and έπαίρεσθαί (pass.) τινι : a very c. person, άνηρ φρονημιιτο* πολΧοϋ. CONCE1TEDNESS. See Con- ceit. CONCEIVABLE, νοητό*, X v - πτό*, καταΧηπτό*, 3. εΰμαθΐι*, 2 (capable of being comprehend- ed), σαφή*, 2. άπΧοϋ* and δ?~ι• Xo*, 3 (that may be seen, clear), also νοήσει περιληπτό*, 3. Athg is not c, ουκ έχει νουν ονδένα. οΰχ οίόντε : athg is c, α'ισθητόν εστί τι. α'ίσθησιν παρέχει τι (sub intelligentiam cad it). CONCEIVE, f Compreliend] συΧΧαμβάνειν, καταΧαμβάυειν (P.). εννοεΐν, κατανοεΐν. συν- ιέναι. μανθάνειν, καταμανθάνειν. "f[ To form an idea (of athg)] έν- νοιάν τινο* εχειν. έννυιάν τινο* Χαμβάνειν. ε'ικάζειν τι. εικασία καταλαμβάνειν τι, also εννοεΐν τι. ΰπονοεΐν τι. ύπυΧαμβάνειν τι. παρίστασθαί τι. I can well C, δηΧόν εστί μοί τι. εύμαθώ* έχει μοί τι : not to be able to c, άγνοεΐν τι. ουκ εννοεΐν or ου μανθάνειν τι : easy to be c.M, ράδιου νοησαι or εύκατάΧηπτο*, εύκαταμάθητο* (Hipp.), εύκατα- νόητο* : difficult to be c.'d, δυσ- κατάΧιιπτο* (Marc. Ant.) : dif- ficult to, &c, χαΧεπόν νοησαι : I can'tc^ai/iua^tu (Iamsurprised at or wonder how), 'ότι or ει. ^f / c. (= am of opinion, mean)] CON δοκεΐ μοι. οΤμαι. See also Be- lieve. H To become pregnant] κυεΐν or κύειν and κυϊσκεσθαι. εγκύου γίγνεσθαι, εν γαστρι Χαβεΐν. πΧηροϋσθαι (pass.), also κυεϊν παϊδα (to have c.-d). εν γαστρι φέρειν or εχειν. κατά γαστρό* εχειν. κυοφορεϊν (τί). ίΐ To draw up writings, §c.)] See to Write. The oath is c. -d in these terms, ούτω* εν τω νόμω γίγραπται (D.). *i\ To have a feeling or sentiment] See to Think, to Imagine. CONCENTRATE. H (Trs.)] σννάγειν ει* ταύτό. άθρο'ιζειν, συναθροίζειν. To c. troops, συλ- Χέγειν or συνάγειν or άθροιζε ιν orάγείpειv στράτευμα : to be c.-d (of troops), άθροίζεσθαι (pass.) and ξυνεστάναι : to c. at one point, συνάγειν ει* εν χωρίον or ει* ταύτό : to c. one's thoughts, εφιστάναι την γνώμην κατά τι. H (INTRS.)] άθροίζεσθαι, συναθροίζεσθαι (pass.), άθρόον γίγνεσθαι. CONCENTRIC, -AL, ομό- κεντρο* (Ptol., Strab.). CONCEPTION. If Act or power of comprehending] σύΧΧη- φι*, κατάΧκ,ψι* (comprehension: term of 'the Stoic philosophy), γνώ- μη, η. σύνεσι*, ή. νου*, δ. μά- θησι*, η. Ready α, εύμάθεια, ή : quick c, άγχίνοια, ή : athg surpasses my c, ε'ίρητίίί τι ύπερ έμέ : slowness of α, δυσμάθεια. βραδύνοια (Diog. Laert.). % A notion, idea] έννοια, rj. επιστήμη, η. ιδέα, η. δόζα, tj. φιιντασία, »';. A c. of athg, έννοια or επι- στήμη τινά* : a wrong c, άΧΧο- δοξία, η. φάντασμα, τό : a cor- rect C, δόζα άΧηθη* or ορθή, ν : to have a c. of athg, εννοιάν τι- νο* εχειν : to have no c. of athg, ουκ εννοεΐν τι : to form a c. of athg, ε'ικάΧ,ειν τι: εικασία κατα- Χαμβάνειν τι. ΰπονοεΐν τί. ΰπο- Χαμβάυειν τι: to form a correct C, όρθην εχειν δόζαν. όρθώ* or ορθά δοζάϊειν. οϊεσθαι άΧηθη : to have a clear c. of athg, γνωρί- ζειν τι : I have no c. (= am at a loss to conjecture) how &c, θαυμάζω, ότι or ει. ^[ The act of c.-ing (of women)] σύΧΧηψι*, ή. κύησιν, n. κυοφορία, ι). CONCERN, v. t To regard] προσϊικειν τινί. άνήκειν ε'ί* or πρό* τι. είναι πρό* τι. τείνειν εϊ* τι or πρό* τι. έπιβάΧλειν τινί. As far as I am c.-d, τό κατ' εμέ. τό πρό* έμέ : C.-ing a matter, τά πρό* or κατά or περί τιπράγμα. έ* Χόγον τινό*: that does not c me, ουδέν μοι μέΧει τούτων, ου κατ έμέ τούτο : how does that c. me? τί προσήκει μοι τούτων ; % To c. oneself about, to be c.-d about] Χόγον εχειν or ποιεΐσθαί τινο*. προσ- έχειν τινί. έπιστρέφεοθαί τι- νο*. έντρέπεσθαί τινο* (to take an interest in, turn one s attention to), φροντιζειν τινό*. προνοεϊν CON τίνος or πρόνοιαν ποιεϊσθαι τί- νος, μέλει μοί τι. επιμέλεσθαι or επιμελεϊσθαι (pass.), τινός {to trouble oneself, be c.-d about athg) : also φοβεϊσθαι υπέρ τι- ι /os. δυσθύμως έχειν προς τι or περί τι. όκνεϊν τι. To be little c.-d about athg, βραχέα φροντί- Χ,ειν τιι /os. όλιγωρεΐι/ τιι /os : not to be c.-d about athg, άμελεϊν τί- νος; αμελώ•: εχειν τινός or περί τι. ύπεροράν τι : I am c.-d about athg, μέλει μοί τίνος or τι. επι- μελούμαι τίνος, φροντίζω τι- νός, λόγοι/ ποιούμαι τίνος : that does not c. me, τοΰτό ye ου ζητώ. τούτου λόγου ποιούμαι ούδένα, or ουκ επιστρέφομαι τούτου : c.-d, δυσθύμως έχων, 3. βαρύθϋαος, 2. περίφοβος, περι- δεής, 2. CONCERN, s. H -Negotium] πράγμα, τό. πράζις, e.g. διά πράξεις τινάς πρεσβευτην άφι- κέσθαι προς τίνα, but in other cases it is expressed in Greek by Crcl., e. g. τά εμά {my c.'s). τα τών 'Αθηναίων. To meddle with or mix oneself up with other peo- ple's C.'s. πολυπραγμονεΤν. ^[ Care, anxiety] See Care. Athg is aby's own c, αυτού τίνος έρ- γον εστί τι : the rest is my c, εμοι μελήσει τά λοιπά: athg gives me c, φροντίζω τινός : that gives or causes me the least c, σμικρότατα μέλει μοί τι. Σκι- στά φροντίζω τινός. CONCERNING. See About. The things c. myself, τά ttoo's or κατά or περί τι πράγμα, is λόγοι/ τινός. C. myself or me, to κατ έμέ or τό προς εμέ. CONCERNMENT. SeeCoN- 'CERN. CONCERT, s. 1 Agreement] ομόνοια, h- ομολογία, η. συμφω- νία, ή. That is in c. with athg, ό/ιολογούμ* i/'/s, 3. ανάλογος: in c. with, εκ των δμολογουμένων: to act in c. with aby, κοιντ} πράτ- τειν σύν τινι. % Musical per- formance] συμφωνία, η. ζυναυ- λία, η. To give a c, έπιδείκυυ- σθαι συμφωυίαν : to sob a piece in C, ξυναυλίαν κλάειν {Arist. Equ. 9). CONCERT, v. i[ To agree upon or to settle] κρίνειν, κατα- κρίυειν, διαγιγνώσκειν. To c. athg with aby, συντίΰεσθαι προς άΚλήλους. δμολογεϊν or συντί- θεσθαί τι τινι or προς τίνα. κοι- νολογεϊσθαί τινι περί τίνος : a c.-d signal, συγκε ίμενον σημεϊον. % To deliberate'] βουλεύεσθαι : — about athg, περί τίνος : to c. athg with aby, συμβουλεύεσθαί τινι περί τίνος, άυακοινούσθαί τινι περί τίνος. CONCESSION, συγχώρησις, η. παραχώρησις. συγχώρημα, τό [thing conceded. Polyb.). Also by Crcl. with the verbs under Con- cede. With or by aby's c, συγ- χωρήσαντός τίνος, βουλομένου <ν τη γι (107) CON out c, εναντιουμένου or άι/τει- πόντος τινός, άκοντος τίνος : we must make a (the) c, σνγχωρη- τέον. CONCILIATE, άνακτάσθαι or άναρτάσθαι {ανθρώπους, i. e. to c. the hearts of men), παραστη- σασθαι {lit. to place or range by one's side ; to win by kindness, έθνη, πάλιν. Th.). Sts δμογνώ- μονα ποιεϊν τίνα {to bring them to the same mind), προσποιησαι {Τ, adjungere, a state, Qc). To try to c. the friendship of persons, θηράν ανθρώπους, φίλους : we cannot c. men by force but only by kindness, ν των φίλων κτη- σις ουδαμώς εστί σύν βία, άλ- λα μάλλον σύν τ?; ευεργεσία: to c. a person by money, διαφθεί- ρειν {with or without χρημασιν or άργυρίω). πείθειν χρνμασι. See to Bribe. CONCILIATION, συναλλα- γή {reconciliation), ψυχαγωγία {the attracting of men's mi?ids. P.). προσαγωγή {the bringing over ; e. g. of allies. T.). Means of c, εζ'ιλασμα, ιλαστιψιον or έζιλαστήριον, τό. CONCILIATOR, ίιαλλακτ^ or συναλλακτής, οΰ, δ. δ διαλύ- ων, οντος. διάλυσης, αντος. CONCILIATORY,"7r,oo ff ay w - γόβ. επαγωγός {attractive, per- suasive), εύσυνάλακτος {easy to deal with. Plut.). εξιλαστήριος (propitiatory). διαλλακτήριος {Dion. H. ; having a tendency to reconcile), ψυχαγωγικός {P. ; winning the mind). C. disposition, »7 irpos εζιλασμόν ευμάρεια, εύ- μένεια, η. CONCISE, πυκνός, 3. αθρόος or άθρους. σύντομος {of style in writing). A c. style, συντομία, η. τό σύντομου. CONCISELY, βραχέων, βραχέα. See BRIEFLY. CONCISENESS, πυκνότης, ητος, η. τό άθρόον. C. in writing, συντομία, f}. το σύντομον : — in speaking or expression, βραχυ- λογία, η. τό τοϋ λόγου ζύντο- μον : to apply oneself to or study c. in speaking, &c, συντομίας στοχάζεσθαι : to communicate or say athg with the utmost c, (is οιόι/τε διά βραχυτάτων ει- πείν or δηλώσαι. CONOLAMATION. SeeSyn. in Call, s. CONCLUDE. 1 To end] τελευτάυ τι. τε'λοε ττοιεΐσθαι τιι /os. περιγράφειν τι. To c. a speech, περαίνειν {a speech; e.g. c. as you began, πέραιν ώσπερ ηρζω. P.). τέλος ποιεϊσθαι τών λόγων, παύεσθαι or άποπαύ- εσθαι λέγοντα : to c. a letter, περιγράφειν επιστολήν : to c. a letter with these (= the following) words, τελευτώι/τα λέγειν ευ Ttj έπιστολΓ}. TT To bring about] e. g. to c. a contract with aby, συνθηκην ποιεϊσθαι προς τίνα or συντίθεσθαί τινι : — an al- CON liance, &c, σπονδάς ποιεϊσθαι προς τίνα. σπείσασθαί τινι '. peace with aby, ε'ιρήνηυ ποιεϊ- σθαι προς τίνα : — a bargain, ξυμβόλαιον ξυμβάλλειυ. ^J Το draw an inference] στοχάζεσθαι. συλλογίζεσθαι. τυπάζειν. πε- ραίνειν {a term techn.,esply of the Stoical logic; but also A. An. Prior. 1. 25). To c. fm athg, τεκμαίρεσθαί τινι or εκ τιι /os or άπό τίνος, άποτεκμαίρεσθαί τίνος, εντεκμαίρεσθαί τινι : to c. fm present (events) or things to come, τά μέλλοντα τοϊς γεγενη- μένοις τεκμαίρεσθαί. % (INTR.)] τελευτάν. καταπαύεσθαι{ραε8.). λήγει v. IT To determine, decide] Vid. CONCLUSION. 1 Theclosing, finishing] τελευτ»}, rj. λήξις, ή. To bring to a c, περαίνειν τι. τελευτάι» τι. λήγειν, καταλή- γειν τινός, άποπαύεσθαί τίνος. ΪΙ Tlte end] τελευτ»}, ή. τελο«, τό. καταστροφή, η. πέρας, τό. The α of a writing, a letter, a verse, &c, ακροτελεύτιοι/, τό : — of a speech, a treatise, a drama, &c, επίλογος, δ : at the c, τε- λευτών. άποπαυόμενος : at the c. of the year, τελευτώι /Tos too ένιαυτοΰ : to be at the c. of athg, περί την τελει/τ^ι/ τίνος είναι. ΤΙ Determination, decision] γνώ- μη, ή. δόγμα, τό. βούλευμα, τό. βουλή, -η. H C. of a syllogism] συμπέρασμα, τό {Α.). λογισμός, συλλογισμός, δ. επακολούθημα, τό {the necessary consequence) : also έπακολούθησις, fi. επιχεί- ρημα, τό {short of a demonstrated conclusion). To draw a c, λογί- ζεσβαι. συλλογίζεσθαι : from athg, τεκμαίρεσθαί τινι or εκ τίνος, άποτεκμαίρεσθαί τίνος, συλλογίζεσθαι εκ τίνος, πορί- ζεσθαι άπό τίνος, εκ τίνος {the latter of a mathematical c). έπι- χειρεϊν {of an attempted proof ) : to draw a false or wrong c, παραλογΐζεσθαι : the c. of a sen- tence or writing, τά εν άκρο- τελευτίω λεχθέντα : — of a syllogism [i. e. in sensu strictiori), τό ληγον, οντος : words at the c, τελευταίοι λόγοι, οι. τελευ- ταία ρήματα, τά. τό ακροτελεύ- τιου. CONCLUSIVE, ακόλουθος, επακόλουθος, 2 {that necessarily follows), συνεκτικός, 3. ακριβής. C. proof, τό συνεκτικόν. ιι*ανόν τεκμήριον : to show or demon- strate athg in a c. manner, σαφές καθιστάναι τι: to give or offer a c. proof of athg, έλεγχοι/ διδόναι τιι /os. Jf' == • decisive, Vid. CONCOCT. «|f To digest] Vid. IT To striL• out {a plan)] συσκευάζειν or εσθαι {D. ; e. g. κατηγοοίαν). See to CONTRIVE. CONCOCTION. IT A liquid boileddown] ά-Η-όζεμα, αφέψημα, τό. IT Digestion] Vid. C0NC0"M1TANT, adj. δπα- ρακολουθών orπapaκoλoυθησaς, CON CON CON ο συνεπομενος. ο παρεπόμενος (bothpartcp.). ακόλουθος. 6 μετά (τινός) . Chiefly rendered by com- pounds formed with συν, or by Crcl., e. g. c. cause, αιτία δευ- τέρα, αίτιος και αυτός, αιτία και αυτή, αίτιον καϊ αυτό : to be c, συνα'ιτιον or παραίτιον είναι {i.e. collateral or secondary) : c. circumstance, παρεπόμενον πράγμα, τό, or πράγμα ελάτ- τονος άζιον, τό (of second rate importance) : to be c. (of things), συνέπεσθαι. παρέπεσθαι. συμ- παρέπεσθαι. παρακολουθεϊν (of circumstances ; e. g. fortune, dis- eases, <$£C. D.). ομοΰ φίρεσθαι ( t)dss ^ CONCOMITANT, s. ακόλου- θος, or the partcpp. under Con- comitant, adj. All sort of evils are the c.'s of old age, πάντα τα κακά ες τό γήρας συνερρύηκε. CONCORD, ομόνοια, -η. όμο- φροσύυη, ?;. συμφώνησις, ή (α- greement). To live in c, δμοφρό- νως or έν ομόνοια διάγειν. ομο- θύμως "ζην ; to establish c. among the citizens, ομόνοιαν εμποιεϊν τοΐς πολίταις : the temple of c, όμονοεϊον, τό. TJ H~armo?iy] αρ- μονία, συμφωνία, ή. To promote or produce c. between, ποιεΐν τι- νας σφίσιν αύτυΐς όμολογοΰν- τας (of persons), ποιεΐν τίνα σφίσιν αύτοΐς ομολογούμενα (of things) : to be in c, συμφωνεϊν : not to be in c. with, άπάδειν από τίνος or προς τι. άλλοτρί- ως εχειν προς τι. Conf. HAR- MONY. CONCORDANCE. See A- greement. Biblical c, (prps) τών εν τοις ϊεροϊς γράμμασι λεζέων σύνταγμα, τό. CONCORDANT, σύμφωνος, 2. σύμψηφος,'2 (agreeing in judg- ment), όμογνώμων, 2 (agreeing in opinion), ομολόγου μένος (ge- nerally agreed upon), ακόλουθος, 2. ανάλογος, 2 (corresponding, agreeing), έναρμόνιος, 2. εΰ- άρμοστος, 2 (harmonizing). To be c, συμφωνεϊν : not to be C with athg, άλλοτρίως εχειν προς τι. CONCORDAT, συνθηκαι ai προς τον 'Ρωμαϊκόν άρχιεπί- σκοπον. CONCOURSE, συνδρομή, ν . πλήθος ανθρώπων συλλεγομέ- νων, or simply πλήθος ανθρώ- πων, τό. πολλοί άνθρωποι, οι. όχλος, b (the mass) : also σύστα- σις, η, or σύνοδος, ή. There is a c. of people, συνέρχονται πολ- λοί : aby attracts a great c. of people, πλείστους τους ξυνιόν- τας or ζυνισταμένους έχει τις (at any performance or exhibition), πλείστους τους ζυλληψομένους έχει τις (to aid in an undertaking). CONCRETE, συγκεκριμένος, ' CONCRETION, σύμμιξις, {, (mixture). CONCUBINAGE, παλλα- (108) κε'ια, v. To live in c, παλλα- κεύεσθαι : — with aby, τινί (of the woman), παλλακτ} χρησθαί τινι (of the man). CONCUBINE, παλλακή. παλλακίς, ίδος, η. CONCUPISCENCE, 77 διά του σώματος ηδονή• ηδονή κακή. κακαί έπιθυμίαι. CONCUR. ΤΙ To agree] Υιό. % To meet together] συντυγχά- νειν (accidentally), ομοΰ γίγνε- σθαι, άφικνεϊσθαι εις ταΰτό. κατά τον αυτόν χρόνον γίγνε- σθαι τινι (ivith ref to time), συρ- ρεΐν, συνερρυηκέναι (to flow or have flowed together ; fig.), ξυμ- βαίνειν γιγνόμενα or γενόμενα (to happen or have happened ; of occurrences, fyc. P.). All these causes c. to make him beloved by his subjects, ταύτα εις τό φιλεϊ- σθαι υπό τών αρχομένων συν- ^CONCURRENCE. «H Prop.] συντυχία, ή. Cf. to CONCUR. See Concourse (fig). H Agree- ment] ομόνοια, η. ομολογία, fj. συμφωνία, ή. By a general c, εκ τών όμολογουμένων : through or by aby's c, συνεργοΰντός τί- νος, συνεφαπτόμενου τιι /o's. TJ Assent] συγκατάθεσις, ή. ομο- λογία, ή. καταΐνεσις. To se- cure aby's c, όμογνώμονα ποι- εΐν τίνα έαυτω. όμολογοΰντα λαμβάνειν τινά : with aby's c, όμολογοΰντός τίνος : with the c. of all, πάσι συνδόζαν (ace. ab- sol.) : without aby's c, άκοντος τίνος : I am doing atbg without aby's c, πράττω τι οΰ πείσας τινά. CONCURRENT. See Con- comitant. CONCURRENTLY, όμοΰ (gen. or dat.). άμα (dot.), κοινή. ^ CONCUSSION, σύγκρουσις, ή. συμβολή, ή. σεισμός, διασει- σμός, ό. CONDEMN, καταγ ιγνώ- σκειν, καταδίκαζε ιν. καταφη- φίζεσθαι (of the judge), κατα- χειροτονεΐν τίνος (of an assem- bly or the people), καταδιαιτάν (of an arbiter), αίρει ν (of things weft prove aby's guilt). To c. aby to athg, καταγ ιγνώσκειν τι- νός τι. καταδικά\ειν τινός τι. καταφηφίζεσθαί τινο'ς τι. κα- ταχειροτονεϊν τινός τι : I am c.-d to athg, κατέγνωσταί μοί τι (by juridical sentence) : to c. to death, καταγ ιγνώσκειν τινός θάνατον: to be c.-d, άλίσκεσθαι, and by the pass, of the above verbs, e.g. to be c.-d for a theft, άλίσκε- σθαι κλέπτουτα or κλοπής : aby is c.-d to death, θάνατος καταγι- γνώσκεταί τίνος : to be c.-d to (such or such) a punishment, δί- κην or ζημίαν όφείλειν : to be c.-d to pay a fine of twenty minas, όφείλειν είκοσι μνάς : to be c.-d in the costs or to pay damages, όφείλειν βλάβην : c.-d, or, a per- son c.-d, κατάδικος, κατάκριτος, 2 : — to athg, τινός. if To cen- sure, disapprove of] άποδοκιμά* ζειν τι. άπαρέσκεσθαί τινι. μέμφεσθαί τι or τινι. εγκαλεϊν τινι. ουκ επαινεϊν τι. See also to Blame, Censure. CONDEMNABLE. % Prop.] καταγνωστός, 3. κατακρίσιμος and κατάκριτος, 2. *[ Fig] μεμπτός, 3. επίμεμπτος, 2. παράνομος, 2. κακός, 3. αδόκι- μος, 2 (to be rejected), also ου χ αιρετός. See CENSURABLE. CONDEMNATION, κατά- γνωσις, ή. καταδίκη, ή. κατα- φηφισμός, 6. κρίμα, τό. κακία, ή. A sentence of c, καταδίκη, ή. κατάκριμα, τό. κατεψηφι- σμένη, ή (γνώμη) : to pronounce a sentence of c. on aby (*. e. of death), καταγιγνώσκειν τινός θάνατον. ΤΙ Blame, censure] VlD. CONDEMNATORY, κατα- γνωστός, 3. κατακρίσιμος or κατάκριτος, 2. A c. sentence, καταδίκη, -η. καταψηφισμένη (γνώμη). CONDENSE, πηγνύναι. σω- ματοΰν : also άθροίζειν καθ' εαυτό. Τί (iNTRANS.)j άθροίζε- σθαι (pass.) καθ' εαυτό, άθρόον γίγνεσθαι, πυκνοϋσθαι (pass.), πεπηγέναι. After evaporation to be c.-d again into a liquid form, άτμίσαντα (-ασαν, -αν) πάλιν ε'ις ΰγρόν συστήναι (Theoph). ^[ Fig. (of words, thoughts, φ?.)] συστρέφειν. C.-d, πυκνός, 3. αθρόος or αθρους, 2. (Of style), σύντομος. A c.-d style or mode of writing, συντομία, ή. CONDESCEND, καταβαί- νειν, συγκαταβαίνειν εις τι. Το c. to aby, θεραπεύειν (c. ace.; to be complaisant), πειθαρχεϊν (c. dot.), ΰπακούειν (e. gen. and dat). CONDESCENDING, κοινός, φ 3. φιλόφρων,Ί. εύπροσήγορος, 2. φιλάνθρωπος, 2. A c. de- meanour, κοινότης, ητος, ή. τό κοινόν. εύπροσηγορ'ια, ή. φιλαν- θρωπία, ή: to be c, or act in a c. manner towards aby, θεραπεύειν τινά. άρεσκεύεσθαί τίνα. CONDESCENDINGLY, άρε- σκόντως, or formed with tfie adjj. in Condescending. To act or behave very c. towards aby, θερα- πεύειν τινά. CONDESCENSION, κοινό- της, ητος, ή. τό κοινόν. εύπροσ- ηγορία, ή. φιλανθρωπία, ή. Το act or behave with great c. towards abv, θεραπεύειν τινά. CONDIMENT, ηδυσμα, τό. άρτυμα, τό. gfs^ A favorite c. with the Greeks was prepared of fine fierbs, άβυρτάκη, η : or of fish, γάρον, τό, and καρύκη, η. A good appetite is the best c, ε7τι- θυαία του σίτου εστίν όύιον. CONDITION. II State] 'έξις, ή, and διάθεση (inner state, and the circumstances resulting fin it), σχήμα, τό (the external state of CON an object), πάθος, τό (involving the notion of external influence by ivch an object is affected or liable to), κατάστασις, στάσις, ή (ar- rangement, mechanism of athg). περ'ιστασις, ή (an attending event, circumstance). ^* In many cases the neuter article is simply used, without a substantive, to convey the above notion: e. g. the c. of the state, τά της πόλεως, τά περί την πάλιν, τά κατά την πόλιν : the present c, τά παρόντα, τά καθεστώτα: ourc, τά ημέτερα, τά τταρ' ήμΐν: a nourishing c, καλά πράγματα, τά. ακμή, ή. εύθηνία, ή. ευδαιμονία, ή: being in a flourishing c, ακμάζων, ούσα, ov. ευδαίμων, 2 : to be in a pros- perous c, ευ φέρεσθαι. ευ or καλώς πράττειν. άκμάζειν. εύ- θηνεΐν. εύδαιμονεΐν : to be or find oneself in a c, διακεΐσθαι or έχειν (with advv.): to be in a wretched c., κακώς διακεΐσθαι. ταλαιπωρεΐν and ταλαιπωρεΐ- σθαι : to be in a most distressing C, εσχάτως διακεΐσθαι : beiugin such a C, τοιούτος ών, τοιαύτη ούσα, τοιούτον όν. ταύτη τη έξει χρώμενος, 3. ούτω διακείμενος or παρεσκευασ μένος, 3. ταύτην την φύσιν έχων : his c. is hope- less, άιπάτω? έχει : they will not be able to get out of this c. be- fore . . ., ταύτα -πάσχοντες ου πρότερον παύονται', to place in Άβ.,διατιθέναι (c. adv. orpartcp., e. g. to place in the same c. as ourselves, διατιθέναι ούτως, ώσπερ ημάς) : to place in a mi- serable c, ταλαιπωρεΐν : to place in a good c, εύδαιμονίαν or εύ- πορ'ιαυ κπτασκευάζειν τιν'ι : to place in, or restore to, its former c, άποκαθιστάυαι : to restore to a good c, επανορθοϋν : to keep in a good c, σώζειν or οιασώ- ζειν τι : to be in a c. to do, &c, athg, όίόν τε είναι (ποιεΐν τι) : to pass fin one c. into another, μεταπίπτειν εις τουναντίον : to be in a terrible c, δεινώς διακεΐσθαι : to be in a worse c. than any one, κάκιον πράττειν Tifos. ενδεέστερα πράττειν τι νός. μείον έχειν tivos : to be in a better c. than aby, κάλλιον πράττειν τινός : I see in what c. we are, ορώ εν ο'ίοις εσμέν : to be satisfied with one's c, στέρ- γειν τά παρόντα or τοις παροϋ- σιν : to be discontented with one's C, μεμφιμοιρεΐν. μέμφεσθαι τϊ) τύχη : not to be in a c. to do (or to suffer) athg, εκτός είναι τοϋ (c. infin. fut.) : to be in the same c. as &c, εξ ίσου Civai τινι. ταύτα πάσχειν τιν'ι. 'όμοια και ϊσα πάσχειν τιν'ι : I find myself placed in the same c. as yourself, e. g. το αυτό πάσχω σοι. συμ- βαίνει έμοϊ τό αυτό όπερ και σοι. % Rank, position in society] τάξις, ή. τύχη, ή. αξία, η. σχή- μα, τό. High, superior c. or rank, ευγένεια, ή : people of high c. or (109) CON rank, ο'ι επιφανείς. See CLASS. Of high c, έντιμος, 2. ευγενής, 2 : a person of low c, άνήρ έκ δήμου, il Natural disposition] See Disposition. If Stipulation] ομολογία, ή. συνθήκη, ξύμβασις, η (agreement), τό ξυγκείμενον, ε'ιρημένον (a single point or clause of an agreement), υπόθεσις, ή (that has been assumed or accepted). The c.'s, τά δμολογούμενα (as agreed upon) : to fix or establish a c, ύπόθεσιν υποτιθέναι : to make a c, συνθήκας ποιεΐσθαι : to make athg a c, άξιοΰν, λέγειν εν ταΐς σπονδαΐς : it has been made a c, εϊρηται. ξύγκειται : to make or prescribe c.'s, επι- τάττειν : to accept c.'s, δέχε- σθαι or άποδέχεσθαι ξυνθήκας or λόγους (Τ.), όμολογεΐν : to accept all the c.'s, συγκαταβαί- νειν εις πάν. όμολογεΐν ο τι τις λέγοι : to observe or fulfil the c.'s, έμμένειν ταΐς ξυνθηκαις or τοις ομολόγου μένοις. διαφυλάτ- τειν τάς ξυνθήκας : not to fulfil the c.'s, παρασπονδιΐν. λύειν τάς ομολογίας. §f$* Very fre- quently also by Crcl. with an adj., e. g. under (or on) the express c, επϊ ρητοΐς : at this, or at the following c.'s, έπι τούτοις : to agree to all the c.'s, ενδιδόναι προς άπαντα : on c. of the ships being delivered up, έπι τη παρα- δόσει τών νεών : on very equi- table c.'s, έπι tois "ισοις και όμοίοις : to be the bearer of the c.'s on which peace will be granted, άπαγγέλλειν εφ' οΊς ποιοΐτό τις ε'ιρήνην : on c. that or to, εφ' ω and εφ' ωτε (by attraction, in- stead of έπι τούτω ώστε, wch is also met with ; mly with infin., seldom with indie, fut.). ώστε (seq. infin.) CONDITION, v. f To pro- vide with a c] See Condition, s. If To stipulate] Vid. CONDITIONAL. Crcl. with verbs. In a philosophical sense, υποθετικός. % The c. (mood)] έγκλισις υποθετική. CONDITIONALLY, έ£ υπο- θέσεως, ούχ απλώς, έπι ρητοΐς (on expressed terms), κατά ξυνθή- κας (according to the terms of a treaty). CONDOLE (with aby), συλ- λυπεΐσθα'ι (pass.) τινι. συναλ- γεΐν τινι. κατοικτϊίειν τινά. CONDOLENCE, οίκτος, ό. τό συναλγεΐν. τό συλλυπεΐσθαι. A letter of α, (prps) γράμματα συναλγητικά, τά. CONDUCE, συμβάλλεσθαι (mid.), συμφέρειν, ποιεΐν, δύνα- σθαι : — to athg, ε'ίς τι or προς τι : toe. towards, συνεργάζεσθαι προς τι (to co-operate towards it. X. Cyr. 7, 1, 33). See to be Con- ducive. CONDUCIVE, προ'ύργου (prop.), προ έργου (mly adverb- ially, but also adjectively used. More c, προύργιαίτερος, 3). ώ- CON φέλιμος,2. όνήσιμος,2. άνύσι- μος, 2. καίριος, 3. To be c. to athg or object, ώφελεΐν τι. συμ- φέρειν τι /u : this is very c. to happiness, τοΰτο ούκ ελάχιστον μέρος προς την εύδαιμονίαν συμ- βάλλεται (Ι.) : not to be at all c. to the safety of the state, ουδέν ε'ις την πόλεως σωτηρίαν συμ- βάλλειν (Lys.). CONDUCT, s. 1 Behaviour, manners] τρόπος, ό. τρόποι, οι. ήθη, ών, τά. σχήμα, τό (outward demeanour), α πράττει τις (aby's doings). Becoming or gentlemanly C, κομφότης, ητος, ή : gentle, friendly, &c. c, see Behaviour : one's c. towards a person, τρ ottos 6 περί τίνα. ως χρίεται τις τινι. ΤΙ Escort] φυλακή, ή. αγωγοί, προπομποί, οι. παρα- πομπή, ή (the act of escorting). If Administration] διοίκησις, ή. η οικονομία (of domestic matters). But generally by Crcl. with verbs under to Conduct. If Safe-c] See Escort. CONDUCT, v. If Lead] &- γειν (g. t.). To c. aby (to a place), άγειν τιι/ά. ήγεΐσθαί τινι : to c. or lead aby to the king, ε'ισ- άγειν τινά προς τον βασιλέα (Jm the antechamber), άνάγειυ τινά ως or προς τον βασιλέα (fin the province) : to c. aby to prison, άπάγειν τινά εις τό δεσ- μωτήριον. παραδιδόναι τινά εις δεσμούς : — to the scaffold, άγειν τινά έπι θανάτω : — aby over a river, διαβίβαζε ιν : — across a mountain, ύπερβιβάζειν. See more in to Lead, "[f To ad- minister] διοικεΐν τι (g. t.). δια- τάττειν and συντάττειν τι (to be the leader of athg). To c. the affairs of the state, ήγεΐσθαί της πόλεως, έπιστατεΐν της πό- λεως, διοικεΐν την πάλιν, also πράττειν τά τής πόλεως : to c. the business of the house or the domestic affairs, ο'ικεΐν or διοι- κεΐν την οίκίαν. If To c. by ivay of escort] See Escort. % Toe. on one's way (as a friend)] παρα- πέμπειν, προπέμπειν τιι/ά. ή- γεΐσθαί τινι : to c. aby to athg, άγειν τιι/ά έπι τι'. — on a jour- ney, συμπορεύεσθαί (pass.) τινι. Tf To c. oneself] τρόπον έχειν. τρόπω χρήσθαι. To c. oneself well in athg, χρηστόν γίγνεσθαι προς τι or περί τι. παρέχειν εαυτόν αγαθόν ε'Ίς τι : to c. one- self (so and so) towards a person, γίγνεσθαι περί τίνα, seldom ε'Ίς τίνα. προσφέρεσθαί (pass.) τινι. χρήσθαι τινι. $^F The manner of aby* s conduct is expressed in the first instance by an adj., and in the second by an adv. To c. oneself with impropriety towards aby, κατασχημονεΐν τίνος : — respect- fully, άρεσκεύεσθαί τίνα. CONDUCTOR, ό άγων (g. t. one who hads). 6 ηγούμενος (of aby, τινί). ακόλουθος, ό (an at- tendant, follower). To have aby CON CON CON for a c, εχειν τινά μεθ' εαυτού. See Companion. The c. or ma- nager of any undertaking, &c, διοικών, οΰντος. εττιμελ jjt?7S, οΰ, 6. διοικητής, οΰ, 6 : to be the c. of athg, έπιτροπεύειν τι. διοι- κεί// τι. CONDUCTOR {of lightning), prps σκηπτών or κεραυνών προ- φυλακή, τι. CONDUIT, σωλήν, ήνος, 6. σίφων, ωνος, 6. αυλός, ό. οχε- τό?, ό : also υδραγωγοί αυλός, 6. CONE, κώνος, 6 {asmathematic body), e. g. κώνος ισοσκελής, σκα- \ηνός. The form of a c, κώνου σχήμα, τό : in the shape of a c, κωυοειδής, 2. κωνικός, 3. στρο- βιλώδης, 2. CONFABULATE. See to Chat. CONFABULATION. See Chat, s. CONFECTIONARY, γλύ- κυσμα, τό. μελίτωμα, τό. 7τεμ- αατα. τά. CONFECTIONER, πλακουν- τοποιός, 6. πεμματουργός, ο. 6 του μέλιτος εψητής. CONFEDERACY, ξυνθήκαι, αϊ. σπονδαί,αι. ζυμμαχία, έπι- μαχία, ή. See ALLIANCE. To conclude or enter into a c, σπον- δάς σπείσασθαί τινι, ξυνθήκας ποιεϊσθαι -προς τινι : to receive aby into the c, συμπεριλαμβά- νεσθαί τίνα εν ταϊς ζυνθήκαις : to exclude fin the c, εκσπονδον ποιεϊν : to enter into a c, ε'ισ- εΧθεϊν εις σπονδάς : to break the terms of the c, παρασπον- δεΐν. παραβαίνειν ξυνθήκας : a member of the c, ει/σιτοι/οο?, ό : the Achaean c, τό των Αχαιών κοινόν. CONFEDERATE, ενσπονδος, 6{g.t.). ζΰμμαχος. επίκουρος, ό (the forme?• chiefly of an offensive, the latter with ref to a defensive league). To be aby's c, ξύμμα- χον είναι τινι. ξυμμαχεϊν τινι. επικουρεϊν τινι : to strengthen one's cause bye's, προσάγεσθαι ζυμμάχους.προσλαμβάνειν ξυμ- μάχους : a c. army, στράτευμα το αϊτό των ζυμμάχων συνει- Χεγμένον or σννεστηκός. τό ξυμμαχικόν. σύνταξις, ή ; the c. army of the Greek states, σΰυ- ταζις Ελληνική, ή : c. state or town, ξύμμαχος or ξυμι^αχις πόλις, ή. TJ Of a conspiracy] (as subst.) συνωμότης, ου, 6. (In crime, vice, S(C.), συνεργός, 6. εταίρος, ο. υπηρέτης, ου, 6. οϊ συν τιμ (pi.), οι μετά τίνος; or Crcl. ivith verbs, e. g. 6 συμ- πράξαν, ό συνεπιβουλεύων. CONFER, ηΐ To discourse with] See Discourse. 1 To con- tribute] Vid. m To compare] Vid. ^ To bestow upon] παρέχειν, δι- δόναι and έπαρκίΐν (g. t ). νέ- μειν, εττιυίμίΐν (as aby's due share), περπιθέναι (of any out- ward condition, e. g. τιμιίι/, δό£αν (110) c δύναμιν). περιποιεϊν (of an in- ward and outward quality, e. g. έμπειρίαν, σΰνεσιν). μεταδιδό- ναι τινι τίνος (as a common pos- session, c\c.,e. g. πολιτείας). To c. a public post upon aby, πιστά) τινι χρήσθαι εις αρχήν τίνα (see Xen. An. 1, 4, 15). CONFERENCE, λόγοι κοι- νοί, οι. To have a c, ξυνιέναι ες Χόγους. κοινώ λόγω χρήσα- σθαι. κοινοΧογεϊσθαι. ΪΙ Com- parison] Vid. CONFESS, δμολογεϊν,εζομο- λογεΐναηά έζομολογεΐσθαι. συν- ομοΧογεϊν, άνθομολογεΐν. συμ- φάναι, καταφάναι. Not to c, άποφάναι. άρνεϊσθαι, εζαρνεΐ- σθαι (aor. pass.), εζαρνον είναι, άποκρύπτεσθαι : to c. without constraint, or of one's own accord, αΰθομολογεΐσθαι. H To c. to a priest] έζομολογεΐσθαι την ά- μαρτίαν or τά αμαρτήματα (Λ^. Τ). CONFESSEDLY, σαφώς, φανερώς, or by Crcl., e. g. δήλος ει μισών με or δήΧος ει, ότι μι- σείς με (tlwu c. hatesl me). CONFESSION, ομολογία, εξ- ομολόγησα, ή. δμοΧόγημα, τό. By your own c, έξ ων συ όμο- Χογεϊς : after every body's c, εκ τών όμολογουμένων πάσι or ■παρά -πάντων : athg is an open c. of aby's weakness, έζομολόγι;- σις ασθενείας εστί τι : is it not plain fm your own c. that &c. ? οΰκουν δηΧον έζ ων συ γε ομο- Χογεΐς ; to make a C, εζομολο- γεΐν and εζομολογεϊσθαι : to force aby to a c, καταναγκά- ζει ν τιι/ά δμοΧογεΐν. *[[ Ο. in eccl. sense] εζομοΧόγησις or δμο- Χογία τών αμαρτημάτων, η (Ν. Τ). To make a c, see to Con- fess. CONFIDANT, -πιστός tis. τών ττιστών ειδ. Aby's c, συν- ήθης ων τινι. ο'ικείως έχων προς τίνα. πιστός or αξιόπιστος ων τινι : to be aby's α, ο'ικείως εχειν or διακεϊσθαιπρόςτινα. ο'ικείως χρήσθαί τινι. CONFIDE (in aby or athg), πιστεΰειν τιν'ι. πιστόν εχειν τινά. πεποιθέναι τινι. θαρρεϊν τίνα or τι. ελπίδα εχειν εν τινι (to place one's hope upon). To c. in athg, θαό/όεΐι; τιπ. πιστόν εχειν τι (to put faith in): not to c. in, άπιστεΐν. φοβεϊσθαι (pass.), όκνεϊν : not to c. in a person, ά7πστεϊι> τινι. ού πιστόν εχειν τινά. % To entrust (athg to aby)] πιστεΰειν, διαπιστεύ- ειν, επιτρεπειν τιν'ι τι. παρα- κατατίθεσθαι and παραδιδόναι τινι τι. To c. oneself to aby, παραδιδόναι εαυτόν τινι. προσ- ανατίθεσθαί τινι : I c. myself to aby's faith, πρυσανατίβεμιιΐ and επιτρίνω τινι τά εμά or εμαυ- τόν : athg is c.-d to me (or to my care), επιτέτραμμαί τι. παρα- καταΰνκην εχω τιι /os : a person c.-d in or with, ττιστει/θείδ or επιτετραμμένος τι : to c. a se- cret to aby, μηνΰειν τινι τι τώι/ λανθανόντων, κεκρυμμενον τι δηλοϋν τινι: to c. oneself to aby's protection, προστρέπισθαί τινι. CONFIDENCE, πίστις, εως, η. θάρρος or θάρσυς, τό. εΧπ'ις Ίδος, η. To have c, θαρρεϊν and θαρσεϊν : to have c. in aby, πιστεΰειν τιν'ι. πεποιθέναι τινι or εν τινι : — in athg, θαρρεϊν τι : to have the greatest c. in aby, μάλιστα πιστεΰειν τινι : to place one's c. in aby, άποβλεπειν προς τίνα : our c. is in you, εν σοι εσμεν. προς σε άποβΧέπο- μεν: to tell aby athg in confidence, Ίδια ε'ιπεϊν τιν'ι τι. δι απορρή- των ε'ιπεϊν τιν'ι τι : unlimited C, άλογον θάρσος : my c. is not entirely ungrounded, οΰ παντά- πασιν άλόγως θρασύνομαι or θαρρώ : to favour aby with one's c, ττιστω χρησθα'ι τινι : I do not possess aby's c, οΰ πι- στεύομαι (pass.) or άπιστοΰμαι (pass.) : c. in oneself, φρόνημα, τό : proud or haughty self-c, αΰχημα, τό : to have or possess self-c, φρόνημα εχειν. πιστεΰ- ειν έαυτω. πιστεΰειν γνώμη : full of c, ττιστόδ, 3. θαρρών, οΰσα,οΰν. θαρραλέος, 3 : to have C, 7τε7Γεΐσθαι. βεβαίως ελπί- ζειν. ισχυρώς προσδοκάν. θαρ- ρεϊν (all c. infin.). CONFIDENT,ir/ ff TOs, 3. θαρ- ρών, οϋσα, oij. θαρραλέος, 3 (without disquietude). Ισχυρός, 3. βέβαιος, 2. ασφαλής, 2. C. hope, πίστη και βέβαιος εΧπίς. % Convinced] To be c, πεπεϊσθαι. πεποιθέναι. ιτιστευειν. ευ ειδέ- ναι. την γνώμην εχειν (c. gen. absol. and ώς), e. g. you may be c. that I shall set to work the same way as you, ως οΰν εμοϋ ιόντος όπη αν και ΰμεϊς, ούτω την γνώμην έχετε : to be c. of the correctness of athg, πεπεϊ- σθαι ορθώς εχειν τι : to be per- fectly C, πείθεσθαι τη φυχίϊ : be c, ευ ίσθι. ίϊ Bold] θμασΰς and ιταμός, 3. C. in speaking, θρα- σΰστομος, 2 (as reproach), θρα- συμήχανος (in acting) : to be c, άποθρασύνεσθαι. CONFIDENTLY, βεβαίως, πεποιθότως. άσφαΧώς. θαρ- ροΰντως. CONFIGURATION, σχήμα, τό. CONFINE, υ. See Border (upon). CONFINE, s. See Border, s. CONFINE, v. (Trans.) H To limit by boundaries] όρίζειν. τιθέναι or καθιστάναι όρους τι- νός or τιν'ι. περιγράφειν. αφό- ριζε ιν (to separate by a border), also διυρίζειν. όροθετεϊν (to fix the boundary). C.-d, ώρισμένος, όριστός, 3. περίγραπτος, 2. περατοειδής, 2 (ορρ. the infinite). TJ To restrain] 'όρους τιθέναι τι- νός, τέλος επιθεϊναί τινι. περ~ α'ινειν τι. περιγράφειν. εϊργειν. CON συστέλΧειν. συντέμνειν. κολά- ζειν. To be c.-d to athg, συν- εσταλμένοι/ είναι εις τι. "fl Το confine in a prison] εϊργειν, καθ- ειργνύναι, εγκαθειργνύναΑ εγ- κλείειν, κατακλείειν, άποκΧεί- ειυ. σηκάζειν. H To be c.-d to one's bed] κατακλίνεσθαι (pass.) or κατακεΐσθαι νοσοΰντα. δι- άγε ιν εν κ\ίνη. ^[ To be in child- bed] Χοχεύεσθαι or άναττεσεϊν Χοχευομενην. CONFINEMENT, περιγρα- φή, ti. συστολή, V- κάλασις, η. ^f Imprisonment] Vid. To put a person in c, εϊργειν τινά : to be put in c, είρχθήναι (illegally, αδίκως, D.). % Childbed] λοχεία, η. To be close to her c, άνα- ττεσεϊν Χοχευομενην : to be in her c, Χοχεΰεσβαι. CONFINES. See Border. μεθόρια, τά (neut. adj.). To be on the c. of Argolis and Laconia, μεθόριον είναι της Άργείας και Λακωνικής. CONFIRM. 1 To render valid] κυροϋν, επικυροΰν (to give legal force), άποδεχεσθαι, έπι- κρίνειντι αηάπροστίθεσθαί τινι (to give one's assent to), πιστοΰν τι,πίστιν παρεχειντινί (localise it to be believed), μαρτυρεϊν,επι- μαρτυρεϊν (to bear witness to), βεβαιούν, καταβεβαιοΰν and εμ- πεδοΰν (to give it solidity or force), also διαβεβαιοΰν (to give stabi- lity). Ίσχϋρόν ποιεϊν (to strength- en), επιρρωννύναι κρατΰ'νειναηά αύζάνειν (to give solidity or in- ward strength). To c. by an oath, ενορκον εΊπεΐν τι. επομόσαντα ειπείν, or simply επομνύναι (επ- ομόσαι) πράγματι (Τ): to c. by one's testimony, διαμαρτυρεϊ- σθαι. ισχυρίζεσθαι and διισχυ- ρίζεσθαι. βεβαιοΰσθαι: to find an assertion c.-d by the fact, τον Χόγον ισχυρού εν τω παραδεί- γματι βΧέπειν: c.-d by the fact, έργω αποδεδειγμένος. t CONFIRMATION, κύρωσις, επικύρωσις, η. κΰρος, τό (ratifi- cation, t/ie rendering valid), πί- στις, ?ι. επιμαρτυρία, η. βε- βαίωσις, η (c. of reports, S[C.). π'ιστωσις, εως, τι (P. ; the accre- diting) . H The Church ordinance] V άγια μύρωσις. τό μυστήριου της μυρώσεως (mod. Greek). ?) των (του επισκόπου) χειρών επί- ρΟΝ¥ΙΒΟΑΎΕ,δημεύειυ. δη- μόσιον ποιεϊν (both to c. for the state), άποσημαίνεσθαι (mid.). To be C.-d, δημεύεσθαι. δημ,όσιον or της πόΧεως γίγνεσθαι '. to c. aby's property or estates, άποση- μαίνεσθαι, δημεύειν or δημοσι- οΰν τά τίνος : also δημόσιον ποι- εϊν τι : c.-d goods, δημιόπρατα, τά (publicly offered for sale). CONFISCATION, δημευσις, η. δημευσία (Plut.). CONFLAGRATION, πυρ- κάίά, h- εμπρησμός, 6 (g. t.). εμπρησις, η (a burning), φλόζ, CON ογός, η (the fame). To cause a c, εμπιπράναι τι. πΰρ εμβάλ- Χειν τινί (to set fire to) : also ϋφά- πτειν or επιφλεγειν τι : to put out a c, κατασβεννύναι πυρ- καϊάν : damage caused by a c. βΧάβη ή ύπό του πυρός or η διά τό πΰρ. CONFLICT, v. t Combat] Vid. ΤΙ To be at variance with] εναντιοΰσθαί (pass.) τινι. εναν- τίον είναι or καταστήναι, τινί. άνθίστασθαί τινι. ενίστασθαι προς τι. άνταγωνίΧ,εσθαί τινι. CONFLICT,*. '^Battle, en- gagement] See Combat, ^f Dif- ference, contest, strife] Vid. CONFLUENCE, συρροή, v. συμβοΧή, η. C. of two rivers, εισβολή, ή. ■[[ Fig. : assembly, concourse (of persons) ] See Con- course. CONFORM, v. IT (Trans.)] συμμορφοΰν(Ν. Τ.), συμμορφί- ζειν (St. Bas.). σύμμορφον ποι- CONFORM (oneself), or C. (intrans.), συναρμό'ζειν or -μότ- τειν (intrans. τινί, also εις τι, P. Χ.). εφαρμό"ζειν εαυτοί/ (to the will, &e., of aby) τινι and συμπεριφέρεσθαί (pass.) τινι. επακολουθεϊν τινι. Χόγον ποι- εϊσθαί τίνος (with aby's requests or commands), δμοιοΰν εαυτόν τινι (to follow aby's example), πείθεσθαί (pass.) τινι. προσ- εχειν τον νουν τινι, also δουλεύ- ειν τινί. συνοικειοΰν εαυτόν τινι. Το α oneself to every thing, συν- αφομοιοΰν και συνοικειοΰν εαυ- τόν απασιν : to refuse to c. with athg, άναδύεσθαί τι. εναντιοϋ- σθαί (pass.) τινι. άντιτείνειν μη γίγνεσθαι τι : to c. to athg (e.g. of time, circumstances) , ε'Ίκε ιν τινι . συγχωρεϊν τινι. ΰπομενειν τι : to c. one's mode of living to one's pecuniary circumstances, εφαρ- μόζειν τάς δαπανάς ταϊς προσ- όδυις. CONFORMABLE, 'όμοιος, 3. ό αυτός, η αυτή, τό αυτό. άνά- Χογος, 2 : also άκόΧουθος, 2. άζιος, 3, and οικεϊος, 3 (c. gen.), προσήκων, πρέπων, συναρμό- ζων, ούσα, ον. επιτήδειος, 2 (c. dat.). To be c. to a thing, άζιυν είναι τίνος, είναι τίνος, πρεπειν τινί. συναρμόττειν τινί : c. with the size, κατά τό μέγεθος. CONFORMABLY, ακολού- θως (c. dat. and gen.), κατά (c. ace), από and έκ (c. gen.) "ft in conformity with (e.g. tlte law, S[c.)] αΰν (c. dat.). κατά (c. ace.), εκ (c. gen.). C. with the law, συν τω νόμω, e. g. την ψήφον τίθέ- σύαι (to pronounce a sentence). ^| Suitably] άζίως (c. gen.), προσ- ηκόντως (c. dat). Entirely c. with the object, ουκ από τοΰ πράγματος. CONFORMATION, τό ομοι- ον. ομοιότης, ητος, η. τό Ισον. τό αυτό. πΧάσις. διάπΧασις, η. διαπΧασμός, 6 (the act ofform- CON ing, of concrete objects), μορφή, η. είδος, ους, τό (the external form at/ig assumes), τύπος, 6 (the type). The c. of the body, 77 τοΰ σώμα- τος φύσις, τό του σώματος εί- δος. Syn. in Figure. t CONFORMITY, ομόνοια, ή. ομοΧογία, ry. συμφωνία, ή. In c. with, see Conformably. CONFOUND. 1Ϊ To mix to- gether in confusion] ταράττειν, διαταράττειν, επιταράττειν, άναταράττειν, καταταράττειν. συγχεΊν. κυκαν. ενοχΧεϊν (c. dat.). θορυβεΐν (c. ace.), εμπο- δών εΊναί τινι. To c. aby's plan, διακόπτειν την επιβοΧήν. δια- φθείρειν or Χυμαίνεσθαι την πράζίν τινι : to c. aby's hopes, έκκρούειν τινά της εΧπίδος : Ι see my hope c.-d, εκπίπτω των έΧπίδων : to see one's projects c.-d, άποτυγχάνειν της προαι- ρέσεως. Tf To take in a wrong sense] συγχειν τί τινι. μετα- Χαμβάνειν τι αντί τίνος, ουκ ορθώς γιγνώσκειν (to comprehend in the wrong sense), also παρεκ- δεχεσθαι. ί[ To abash] δυσω- πεΐν. ποιεΐν τίνα ερυθριάσαι (to produce a feeling of shame or repentance), καταισχύνειν (fm his conviction of guilt). εΧεγχειν or εξελέγχειν (by proving or convincing him of any defect or fault). καταπΧηττειν, εκπλητ- τιιν (stronger terms). % To de- stroy] Vid. To c. a person's plans, hopes, &c, see the beginning of this A rticle. CONFOUNDED, ταρακτός, 3. άκριτος, 2. πεφυρμενος, 3. εκπλαγείς, εΤσα,εν. τεταραγ μέ- νος, 3. To be α, εκπλαγήναι, καταπλαγήναι. εκτεταράχθαι: to be c. about athg, εκπεπλήχθαί Tivior επί τινι. καταπεπλήχθαί τινι or τι. θορυβεΐσθαι περί τι : a c. rascal or knave, μιαρός, 6. πονηρότατος, ό. τριπάνουργος, ' CONFRATERNITY. See Fraternity. CONFRONT, t To stand op- posite to aby or athg] άνθίστα- σθαί, άντικαθίστασθαι (of per- sons), άντικε'ισθαι (of things). ^[ To hold together in order to com- pare] See Compare. U To place opposite each other] άντικαθιστά- ναι. άντιπαρατάττειν. CONFRONTATION, άντι- κατάστασις, ή. CONFUSE, συμμιγνύναι. κεραννύναι or συγκεραννύναι. συγχειν. συμφύρειν (to mix up together), ταράττειν, διαταράτ- τειν, επιταράττειν. άναταράτ- τειν, καταταράττειν. κυκαν. εν- οχΧεϊν (c. dat. ; to put into con- fusion). If To throw into con- sternation (of persons)] See to Confound. U To abash] ποι- εϊν τίνα ερυθριάσαι. δυσωπεϊν. έντρέπειν and διατρεπειν. CONFUSED, ταρακτός, 3. άκριτος, 2. πεφυρμένος, 3. ατα- CON CON CON ktos, 2 [intricate, not properly arranged) : also σύμμικτος, 2 (mixed up together), ταραχώδης, 2 (thrown into disorder), ασαφής, 2 (of a speech). This is rather a c. affair, έχει ποικίλω? πως ταΰτα. H Mentally (of persons)] εκπλαγείς, εΐσα, εν. τεταραγ- μένος, 3. To be C., εκπλαγη- ναι or καταπλαγηναι. εκτετα- ράχθαι : to make (aby) α, εκ- πλήττειν or καταπληττειΐ'. δια- ταράττειν. εκταράττειν: to be- come or get c.j ταράττεσθαι, διαταράττεσθαι ( pass. ; about athg, προς τι), εκπληττεσθαι (pass.; τινί, επί τινι, διά τι). έκτος εαυτού είναι. CONFUSEDLY, ατάκτως (without order). συμμικτώς (Strab.). ταραχωδώς (D.). CONFUSION, ταραχή, τά- ραξις, τ), τάραχος, ταραγμός, 6. σύγχυσις, η. τύρβη, η. ένό- χλησις, -η. ακρισία, η. πράγ- ματα τεταραγμενα, τά. Gene- ral c. in a state, άπαντα τά πράγματα τεταραγμενα. αναρ- χία, ν : a great c. takes place, πο- Χυς τάραχος γίγνεται : to throw into c, ταράττειν, διαταράτ- τειν. συγχεϊν : to fall into c, ταράττεσθαι (pass.) : my mind is in great c, τετάραγμαι την γνώμην: to remove the c, κατα- σβεννύναι την ταραχην : to be exposed to c, ταραχωδώς δια- κεϊσθαι. TJ Blushing] δυσωπία, 77. κατήφεια, η. αιδώς, οΰς, η, and αισχύνη, ?';. U Mental α] εκπληξις and έκπληξία, κατά- πληξις, η. ταραχή, η. Fm C, υπό τοΰ εκπεπληχθαι, or εκ- πλαγείς, εϊσα, εν : to be in great c. about athg, εκπεπληχθαι τινι or επί τινι. καταπεπληχθαί τινι or τι. θορυβεϊσθαι περί τι : to put into great c, καταπλητ- τειν or εκπληττειν. t CONFUTATION, έλεγχος, ο. διάλυσις, -η. ανατροπή, η. ανασκευή, η. Fit for c, ελεγ- κτικός, 3. CONFUTE, ίλέγχειν, l£- ελέγχειν τιι/ά and τι. διελέγ- χειν τιζ/ά. έλεγχοι/ ποιεΐσβαί τίνος, διαλύειν,άνατρέπειν,αηά άνασκευά'ζειν τι. To c. an ac- cusation, suspicion, errour, &c, διαλύειν δόξαν ψευδή, διδάσκειν or άποδεικνύναι ψευδή ουσαν την δόξαν. διαλύειν αίτίαν, έγ- κλημα, ύποψίαν : to c. athg (re- lating to ourselves), διαλύεσθαι, άπoλύεσθaιorάπoτpίβεσθaι αί- τίαν, έγκλημα, ύπόνοιαν : that cannot be c.-d, ανέλεγκτος, αν- εξέλεγκτος, 2 : that can be c.-d, ελεγκτός, 3. CONGE'. ^[ A bow, compli- ment] Vid. il Discharge] VlD. H Leave] See Farewell. CONGEAL, m (Trans.)] πηγνύναι. έκθρομβοΰν. U (In- TRANS.)] πήγνυσθαι, καταπη- γνυσβαι (pass.). C.-d, πηκτός, 3. See to Freeze. (112) CONGELATION, πηξις. σύ- στασις, -η. έκθρόμβωσις, ν. CONGENIAL, ό, ν, τό εγγύς or σύνεγγυς (closely related) : also αδελφός, 3. προσκείμενος, 3. όμοιος, 3. συγγενής, ομοιότρο- πος, ομόφυλος, 2 (of the same kind or nature), παραπλήσιος, 2 and 3. To be c. to, εγγύς εί- ναι τίνος, γειτνιάν τινι, also όμοιον είναι τινι : not to be c, ουδέν όμοιον έχειν τινί. CONGENIALITY, τό όμοιον. τό ομοειδές, ους. ομοείδεια, ομοιοτροπία, η. τό συγγενές or ομόφυλου. CONGLOMERATE, f (Tr.)] συνειλεΐν. συνελίττειν (to make up in the shape of a ball), προσ- κολλάσθαι (pass.) άλληλοις. συμπεφυκέναι άλλήλοις. έχε- σθαι (pass.) αλλήλων : also συμ- φορεΊσθαι (pass.), κνλινδούμε- νον συνάγεσθαι (pass.). CONGLOMERATION, συν- είλησις, or Crcl. with the verbs. CONGLUTINATION, συγ- κόλλησις, εως, r/. CONGRATULATE, συνήδε- σθαί (pass.) τινι επί τινι. συγ- χαίρειν τινί επί τινι. εύχαρι- στέΐν επί τινι. C.-ing, συγχα- ρητικός or συγχαρτικός, 3. CONGRATULATION, ευφη- μία, η. ευχαριστία, η (a demon- stration of joy), ασπασμός, 6. To offer aby one's c, συνήδεσθαί (pass.) τινι. CONGRATULATORY, συγ- χαρητικός or συγχαρτικός, 3. CONGREGATE. % (Trs.) To collect at one point] See Col- lect, v. If To assemble or form themselves into an assembly] συλ- λέγεσθαι (pass.), συνάγεσθαι (pass.), άγείρεσθαι (pass.), συν- ιέναι (συνελθεΐν) : — at one place, εις χωρίον: when they had all c.-d, πάντων παραγενομέ- νων. CONGREGATION, σύλλο- γος, 6 (a coming together, assem- bling, and the persons congregated), συναγωγή, η. συναθροισμός, 6. σύνοδος, ν. συνέδριον, τό. See Syn. and phrases in Assembly. CONGRESS, ξύλλογος, 6. ξυνέδριον, τό. t CONGRUENCE, ομόνοια, f,. ομολογία, ή. CONGRUENT. See Con- gruous. CONGRUITY. See Congru- ence. CONGRUOUS, ανάλογος and σύμμετρος,2 (in proportion with). επιτήδειος (to the purpose) . προσ- ήκων, ούσα, ov, 2. οικείος, 3 (suitable) : also πρέπων (proper, becoming), συναρμόζων, ούσα, ov (agreeing with). C. with athg, άξιον τίνος : to be c. with, συμ- φωνεΐν. εΊναί τίνος, πρέπειν τινί : not to be c, άλλοτρίως έχειν προς τι. CONGRUOUSLY, άξίως (c. gen.), προσηκόντως (c. dat.). ακολούθως (c. dot. or gen.), κατά (c. ace). CONIC, CONICAL, κωνοει- δτης, 2. κωνικός, 3. στροβιΧώδης, 2. A c. form or shape, κώνου σχήμα, τό : c. section, κώνου τομή, η. κώνου τμήμα, τό. το- μεύς, 6 : to make c. sections, κω- νοτομεϊν. CONJECTURABLE. See Conjectural. CONJECTURAL, _ είκαστι- /cos, 3. δοκών, ούσα, οΰν. CONJECTURALLY, έκ τών δοκούντων or δοξάντων. ώς τό εικός, ώς ε'ικάσαι. ώς δοκεΊν. CONJECTURE, ν. ε'ικάζειν. δοξά'ζειν. τεκμαίρεσθαι. κατα- στοχάζεσθαι. ΰποτοπεϊν. ΰπο- λαμβάνειν (toconceive). ύποπτεύ- ειν. ΰπονοεϊν (implying suspicion) . ξυμβάλλεσθαι. To c. right, κα- λώς or ευ στοχάζεσθαι. τά- ληθη δοξάζειν : to c. fm (a cir- cumstance), τεκμαίρεσθαι τινι : one may c, είκάζειν ένεστι : they c.-d fm the traces that there must have been nearly two thousand horse, ε'ικά'ζετο είναι 6 στίβος ώς δισχιλίων 'ίππων: the faculty of c.-ing, τό είκαστικόν : skilful in c.-ing, στοχαστικός. CONJECTURE, s. ε'ικασμός, ο. εικασία, η. καταστοχασμός, 6. Poet., στόχος, ο. τρόπος φρενός (JEsch. Choeph., 742). — founded on signs, τέκμαρσις, η : with the collateral notion of sus- picion, υποψία, υπόνοια, -η. ύπό- ληφις, ή. προσδοκία, η (expecta- tion), δόξα, η (opinion). .After or according to (my,&c.) ο.,ε'ικάζων, ούσα : to have some c, δόξαν έχειν. δοξά'ζειν. είκάζειν : I should wish my c. to prove false, ουχί βουλοίμην αν ε'ικάΧ,ειν ορ- θώς : athg gives rise to many c.'s, ύπόνοιαν πολλην έχει τό πράγ- μα : by way of mere c, εξ υπό- νοιας, ώς ε'ικάσαι : contrary to aby's c, παρά δόξαν. παρά γνώ- μην. CONJOIN. See Connect. CONJOINT, κοινός 3. CONJOINTLY, Koivy. To act c, κοινοπραγεΐν τινι. CONJUGAL, εγγάμιος, 2. γαμικός, 3. $fjp But generally by Crcl., e. g., περί τον γάμον, κατά τον γάμον, περί τους γά- μους, κατά τους γάμους. The c. connexion or life, συνοίκησις, η. σύζευξις, συζυγία, ν : c. couch, γαμήλιος εύνή, ν : c. peace or happiness, ανδρός και γυναικός ομόνοια, ν : α or matrimonial affairs, τά περί τους γάμους : c blessing, εύτεκνία, πολυτεκνία, n (wedlock blessed with children) : c. compact, όμολογίαι περί γά- μων αϊ (i. e. promise of marriage) : c. rights, γαμικοϊ νόμοι, οι. oi περί τους γάμους. CONJUGALLY. See Conju- gal. CONJUGATE, κλίνειν (Grammat.). CON CONJUGATION, συζυγία, ι), κΧίσις, ή (Grammat.) CONJUNCTION. II Asso- ciation, connexion] Vid. *JI Gram- mat.~\ σύνδεσμο?, 6. CONJUNCTIVE, υποτακτι- κή, η (sc. εγκΧισις, Grammat.). CONJUNCTURE, f With ref. to time or affairs] συντυχία. See Condition. Crisis. CONJURATION. H Conspi- racy] Vid. TJ A charm (for spirits] δαιμόνων επαγωγή, η (a calling spirits to appear), επωδή, η (a banishiiig of spirits, as well as the formula). To practise c, επάγειν or επάγειν δαίμονας (in calling spirits), έπάδειν (in ban- ishing them). CONJURE. U To entreat ear- nestly] See to Protest, to En- treat. % To enchant] See Charm, v. *\[ To evoke the spi- rits qftlie dead] εττάγειν δαίμο- νας (to call their assistance, also εττάγειν simply), έπάδειν τιν'ι (to c. away). % As a juggle?•] γοητεύειν. θαυματοποιεΐν, θαυ- ματουργεΐν. μαγγανεύειν. φη- φοΧογεΐν, φηφοπαικτεΐν (tlie two last with pebbles). CONJURER, μάγος, 6 (g. t.). γόης, ητος, ό. θαυματοποιός, δ. μαγγανευτης, οΰ, δ. φηφοΧό- γος. ψηφοπαίκτης and φηφο- κΧέπτης, ου, δ. To play as a α, γοητεύειν, &c. See Conjure. CONNATE, σύμφυτος,'!, εμ- πεφυκώς, κυΊα, κός. 5eelNNATE. CONNECT, συνάπτειν. συμ- πΧέκειν. ζυνείρειν. ζευγνύναι, συζευγνύναι. συναρμόττειν. προσαρτάν : — athg, τ'ι τινι. To be c.-d with, προσηρτησθα'ι τινι. ουκ άνευ τινός είναι, συν- εχή είναί τινι. έχεσθαί (pass.) τίνος, άρτάσθαι (pass.) εκ τίνος, also δμυΰ είναί τινι. είναι μετά τίνος (in space or time), πρόσ- εστί τ'ι τινι. επεστί τ'ι τινι. εχειν τι μεθ' εαυτού, προσμέ- μικταί τί τινι (to be joined to athg as collateral). άκό\ουθον εχειν τι. παρέπεσθαί τινι. συν- επόμενον εχειν τι (to result as a consequence), έπόμενον εχειν τι. To be c.-d with danger, κινδύνων μεστόν είναι, ουκ άκίνδυνον εί- ναι : to be c.-d by relationship, προσήκων τινι τω γίνει, συγ- γενής τινι. See also Combine. CONNECTEDLY, ομού. κοι- vrj. μετ αλλήλων, άπαντες, ασαι, αντα (all together). CONNEXION, σύναψις,συν- αφη, συνάφεια, ή. συνέχεια, η. σύνδεσμος, δ. κοινωνία, ή. Το be in c. with athg, συνηφθαί τινι. έχεσθαί (pass.) τίνος, συνεχή είναι τινι. εξαρτάσθαί (pass.) τίνος (with ref. to space, the latter also of causal c). δ μου είναί τινι. σννεΤναί τινι. είναι μετά τίνος (ίο form a community), κοι- νωνεΐν τινι {to have community), έπιιιιζία χρησθαι προς τίνα (to be connected ivith aby i\ (113) CON To he in no c. with athg, μηδέν κοι- νόν εχειν τινι. κεχωρίσθαι τι- νός : to enter into c. with aby, συν- ίστασθαί τινι : προσμιγνύναι τινί : to establish a c. with aby, συνίστασθαί τινι. ζυμμαχίαν ποιεΐσθαι τινι or πμός τίνα : to bring into c, effect a c, συν- άπτειν (τί τινι). ζευγνύναι. δεΐν, συνδεΐν (τί τινι). Tf Similitude] το εγγύς, το σύνεγγυς, κοινω- νία, ή. To be in c. with, εγγύς είναί τίνος, κοινόντι εχειν τιν'ι: there is a c. between the soul and the divine essence, h φυχη μετέχει της θείας φύσεως : to be in no c, ουδέν όμοιον εχειν τινί. κοινόν ούδεν εχειν άλλ//- λων. % Coherence] συνέχεια, η. συνάφεια, συναφή, η. άΧΧηΧου- χία, η. κοινωνία, η. ^| In speech, or the words of a speech] η του Χόγου ακρίβεια or άκοΧουθία. συνέπεια, η, and σύμφρασις, η (the context). If Intercourse with αρβ}•8θη]δμιΧίατινός. Intimate c, οίκειότης, ητος, η '• to have c. with aby, υμΐΧεΐν or προσομι- Χεΐν τινι, also ομιλητή ν γίγνε- σθαι τινι : to have an intimate C, ο'ικε'ιω χρησθαι τινι. οικείως διακεϊσθαι προς τίνα : persons with whom we keep up a c, oi δμιΧοΰντες. oi συνόντες : to judge of aby by the c. he keeps, ύπο- Χαμβάνειν τινά τοιούτον είναι, οϊοίπερ είσιν οΐ? δμιΧεΐ. ^[ Re- lations and cSs] ο'ι οικείοι, oi προσήκοντες (τω γένει). CONNIVANCE. Crcl. with verbs in Connive. CONNIVE, περιοράν, παρο- ράν τι. περιοράν τίνα ποιοΰντά CONNOISSEUR, f Relative to fine arts, Src] βραβευτής, οϋ, δ. βραβεύς, έως, δ. κριτικός, δ. επιστήμων or τεχνίτη? περί τι. i0p It is also rendered by Crcl. ivith adjj. in i\os, e. g , a c. in the art of painting, γραφικός, άνηρ ρητορικός (a judge of rhetoric). T| A c, in a general sense] γνω- μών, όνος, δ. έμπειρος, δ. εμ- πείρως έχων, b (of athg, τιι /os). επισταμένος, δ (of athg, τ'ι). σο- φός, δ (of athg, περί τι), δεινός, δ (of athg, τ'ι). A profound c, ακριβών, οΰντος, δ. έζεπιστά- μενος, δ : to examine athg as a c, έπιστάμενον έζετάζειν τι. διά- κρισιν ποιεΐσθαι περί τίνος: the opinion or judgement of a c, διά- κρισις, η. CONNUBIAL. See Conju- gal. CONQUER, νικάν (g.t.). κρα- τεΐν. κρείττω γίγνεσθαι, περι- γίγνεσθαι. αιρεΐν τι. ποΧέμω κτησασθαίτι. κύριον γίγνεσθαι τίνος or κύριον καταστηναί τί- νος or Χαμβάνειν τι. To be C.-d, άΧίσκεσθαι : to c. a coun- try and retain it in one's posses- sion, καταστρέψασθαι χώραν. ύφ' έαυτω ποιεΐσθαι χώραν : difficult to c, ίυσάλωτοδ, 2 : CON easily or easy to c, ευάλωτο?, 2: to c. entirely, παντεΧώς κρα- τεϊν : to c. together, συννικάν μετ άΧΧήΧων : to c. aby, κρα- τεΐν τίνος or τίνα. νικάν τίνα. περιγίγνεσθαί τίνος : to c. in a battle, νικάν μάχην: — in the Olympic games, νικάν ΌΧύμ- πια : to be c.-d, νικάσθαι υπό τίνος, ηττάσθαί τίνος, ηττω (ηττονα) είναί τίνος. ^\ To re- duce to ones poicer by moral influence] ύπάγεσθαί τίνα. To c. one's passions, κρατεΐν των επιθυμιών : to c. or overcome (all) difficulties, obstacles, &c, άποσκε υάζειν τα έμποδών. δια πάντων διαδύεσθαι : to c. or sub- due one's anger, hatred, &c, κατ- έχειν or καταστέλΧειν την όρ- γνν, τδ μΐσος. κρείττω γίγνε- σθαι όργης, μίσους: to c. one- self, κρατεΐν τών επιθυμιών, also κοΧάζειν τά πάθη. κρείττω εί- ναι τών επιθυμιών. Tf To C towns, countries, &c] See to Take. CONQUERABLE. Fmverbs in Conquer. That is not c, ανίκητος, ακαταμάχητος or ά- μαχος, άκαταπάΧαιστος, άκατ- αγώνιστος. CONQUERED. By the past partcpp. of verbs in to Conquer. CONQUEROR, ό νικών, ών- τος. δ κρατών, οϋντος. δ νικη- σας. δ κρατησας, αντος. δ νενι- κηκώς, ότος. κρείττων, όνος, δ. δ νικών την μάχην (in a battle). Fem. η νικώσα. η νικήσασα. ^| Of towns, nations, S[c] δ κατα- στρεφάμενος πο\Χά έθνη or ποΧΧην χώραν. δ ποΧέμω κτη- σάμενος αρχήν or προσκτησά- μενος χώρας ποΧΧάς. δ έκπο- Χιορκησας πόΧιν τινά. δ έΧών πόΧιν τινά. CONQUEST, νικν (victory), α'ίρεσις, αΧωσις, ν (act of taking). To make c.'s, προσΧαμβάνειν χώραν : great c.'s, ποΧΧών κύ- ριον γίγνεσθαι, καταστρέφε- σθαι χώρας ποΧΧάς, έθνη ποΧ- Χά. ^gp• It is frequently rendered by tlie partcpp. εΧών, ούσα, όν, and άΧούς, οϋσα, όν. See VIC- TORY. The c.'s of Alexander, τά υπό ΆΧεξάνδρου κατεστραμ- μένα : he extended his c.'s to Asia, πάντα μέχρι της 'Ασίας κατεστρέψατο : the c. of Persia paved the way for that of India, καταστραφεΐσα f] Ήερσίς τω τοις Ίνδοΐς έπιχειρεΐν προωδο- ποίησε. CONSANGUINITY, δμαι- μότης, ητος, η. άναγκαιότης, ανάγκη, rj. There is or exists c, between persons, προς αίματος εΊναί τινι. CONSCIENCE, συνείδησις, η. το συνειδός, ότος. A good c, ευσυνειδησία, η. δσιότης, ητος, ή : with a good, clear c, εύσυν- είδητος, 2. όσιος, 8 : I have a good C.j σύνοιδα εμαυτω κα\όν [αδικον, άσεβες] οϋδεν ποιήσας οί'ποιήσαντι. ούδεν έμαυτω συν CON CON CON επίσταμαι πονηρόν δράσαντι : my c. tells me, σύνοιδα έμαυτω (c. partcp.) : to be c. of athg, ίτται- σθάνεσθαι (τι or τιι/ό? = ίο have a perception of it) : for c. sake, αφοσιώσεων 'ένεκα : to make a c. of athg, ένθύμιον ποιεϊσθαί τι. ενθύμιου γίγνεταί μοι : he called upon him to state on his c., ηρετο αυτόν κεΧεύσα? ειπείν τάΧηθη. ηρετο προ? θεών : I ask you on your c., προ? θεών (parentheti- cally used) : to the best of my knowledge and c, γνώμη τη δι- καιότατη : without c, ανόσιο?, 2. ραδιουργό?, 2 : to act without c, άσεβεΐν. ραδιουργεϊν : want of c, ραδιουργία, η : to make athg a matter of c, or a case of c, ένθύμιον ποιεϊσθαί τι : ahy's c. stings him, ταράττεσθαι (pass.) with or without την φυχήν. δει- μαίνειν και Xjjv μετά κακή? έΧ- πίδο?. έγκαΧεΐν εαυτω αισχρόν τι. CONSCIENTIOUS, ευσεβής, 2. 'όσιο?, 3 δίκαιο?, 3. όσιο? καϊ δίκαιο?, εϋορκο?, 2 (esply of the judge, but also in a more extended sense). To act in a c. manner, ευσέβεια χρησθαι. See CON- SCIENTIOUSLY. CONSCIENTIOUSLY, e. g. to act c, see above Art. To keep the oath c, εύορκεΐν: to admi- nistrate C, δικαίω? πράττειν τι or έπιμεΧεϊσθαί τινο? : to ob- serve c, εν μάΧα φυΧάττειν τι. ευσέβεια χρησθαι περί τι : to keep the tieaty c, φροντίζειν τη? συαμηχία?. CONSCIENTIOUSNESS, ευ- σέβεια, η. όσιότη?, ητο?, η. το υσιον. εύορκον. CONSCIOUS. To be c, με- μνησθαί τινο? (or with partcp.). σννειδέναι εαυτω τι (or with partcp. in nom. or dat.), e. g. I am not c. of any guilt, σύνοιδα έμαυτω μηδέν αδίκησα? or άδι- κησαντι : I am c. of the wrong I have done, γιγνώσκω εμαυτόν άδικήσαντα : I am in possession of athg without being c. of it, ΧέΧηθα εμαυτόν 'έχων τι : with- out the others being c. of it, άσνν- ειδητω? τοΐ? άΧΧοι? (Plut.), better\adu>v (του? άλλου?) : with- out being c. (of athg), άγνοών. ουκ εΐδώ? : I am c. that I must die, οΊδα θνητό? ων. CONSCIOUSNESS, συνείδη- σι?, η. το συνειδέναι. συνειδό?, οτο?. τό. Whosoever has the c. of having lived a holy life, enjoys a sweet hope, τω μηδέν έαυτω άδικον συναδότι ηδεία έΧπι? αεί πάρεστιν : he who lias the c. of having acted rightly, οστι? συνοιδεν εαυτω όρθώ? πράξα?. VjU.NoCRIP Γ, ο συντεταγμέ- νο?. 6 εκ καταΧόγου. (όπΧ'ιτη?) άναγκαστό? στρατεύων {Τ.). The c.'s, οι εν καταΧόγω : a list of c.'s, κατάλογο?, ό : raw c.'s, άρτιστράτευτοι (== tirones. App.). f The c. fathers (z=Ro- (114) man Senate)] η σύγκλητο? : as distinguished fm the other fathers, οι συγγεγραμμένοι πατέρε?. CONSCRIPTION, άνδροΧο- yia, η. κατάλογο?, 6. Those who are subject to the c, οϊ εν καταΧόγω : those who have passed or are beyond the age of c, oi ύπερ τον κατάΧογον : the c- list, κατάλογο?, ό. CONSECRATE. H To make holy by ceremony] έγκαινίζειν τι and κατάρχεσθαί τιυυ? (of pro - fanething*). άφιεροΰν, καθιεροΰν, άφοσιοΰν, καθοσιονν (with reli- gious ceremonies), ιερόν ποιεϊν or τιθέναι τι θεού τινο? (to c. or dedicate athg to a deity). To c. (= offer up) as holy, καθαγϊζειν. άι/ατιθε'ι/αι: — to a god, αναθή- ματα άνατιθέναι θεω τινι '. to c. the premises to a deity, άπάρ- χεσθαι τω θεω : to c. a spot for a sanctuary, τεμεν'ιζειν χωρίον: c.-d to a god, ιερό? θεοΰ τινο? (or by tlie partcpp.). U To dedi- cate] Vid. CONSECRATION, έγκαίνι- σι?,η. έγκαινισμό?,6. καθιέρω- σι?, άφιέρωσι?, h• τελετή, η (the ceremony), καθαγισμό?, 6. ίΐ Dedication] Vid. CONSECUTIVE, συνεχή•?. For several c. days, ττολλά? έξη? ημέρα?. t CONSECUTIVELY, έξη?, έφεξη? (often after π άντε?, απ av- τε?). συνεχώ?. άΧΧο? μετ άΧ- Χον. αΧΧο? έπ' άΧΧω. CONSENT, ν. συναινεΐν, έπ- αινεΐν (Τ. Χ.) τι. συν επαινεί ν c. ace. ; (Χ. An. 7, 3, 36). συγ- κατατίθεσθαί τινι (to any offer, proposal, &[C.). κατανεύειν, έπι- νεύειν (to accord, assent to), εύ- δοκεΐν τινι (to agree, be pleased with), πείθεσθαι (to allow oneself to be persuaded, to feel induced). όμοΧογεΐν (to give a promise). C.-ing to, συυέπαινο? (τινι). CONSENT,s. εύό"οκ»,σι?,σι/γ- κατάθεσι?, η. κατάνευσι?, η. όμοΧογία.η. συγχώρημα (Pol.). To consider that silence gives c, την σιγην συγχώρησιν θεϊναι (Ρ. ) . ipSr• But mly by the partcpp. of verbs under Consent, e. g. nothing was undertaken without his C, ουδέν έπράχθη αύτοϋ μη συναινοϋντο?. CONSENTANEOUS, -LY. See Conformable, -ably. COxNSEQUENCE. % The following of one thing after another, fyfi.] άκοΧουθία, η (the most gene- ral term), συνάφεια, συνέχεια, η (connexion after a certain order) . h ταξί?, εω? (natural order). *J[ Result (with ref to cause and ef- fect)] άποβάν, άντο?, τό. άπό- βασι?, η. τό διό τι γιγνόμενον, (or γενόμενον or, of a future c, γενησόμενον). τό έπόμενόντινι. The c's. of athg, τά μετά τι : if we calculate the c.'s which may arise fm it for the state, εάν Xo- γί\ηταί τι? τά μετά ταϋτα τη πόΧει γενησόμενα : bad c.'s of athg, τά επιτίμιά τινο?. ή από τινο? ζημία : athg has (such or such) c.'s, γίγνεταί τι εκ τινο? or από τινο?. προβαίνει τι εκ τινο? : it is uncertain what c.'s athg will have for me, άδηΧά έστι τά από τινο? γενησόμενα μοι : the c.'s of athg are favorable to me, καΧώ? or έ? καΧόν απο- βαίνει μοί τι : athg is ac. of athg, περαίνεταί τί τινι. συμβαίνει τι εκ τινο? : the c. of it is this, είτα συμβέβηκεν εκ τούτου (c. in fin.) : fm this it follows as a necessary c, συμβαίνει εκ τού- των πράγμα άναγκαϊον και ΐσαι? ε'ικό? : in c. of athg, άκοΧούθω? τινι. κατά τι. % A hgical c] άκοΧούθημα, επακοΧούθημα,τό. See Conclusion. In c. whereof, άκοΧούθω? τούτοι?, εκ τούτου or τούτων, κατά τούτο : that is no necessary c. (= does not fol- low), τοΰτ ουκ άκοΧουθεϊ. ουκ άναγκαΐόν γ ε τούτο, fl Im- portance, moment] μέγεθο?, τό. άξια, η. αξίωμα, τό. σπουδαι- ότη?, ητο?, η. ροπή, η. Of great c, ττολλοΰ άξιο?, 3 : of no c, άρμεπή?, 2, or ούδενό? άξιο?, 3: it is of c, μέγα 'εστί. ποΧΧοΰ άξιον έστι : it is of great c, εν τοϊ? μέγιστοι? εστί. πΧεϊστον διαφέρει : it is of the greatest c. for me, ττλείστου άξιον εστί μοι : to be of little c, ούκ έχειν ροπήν. παρ' οϋδεν είναι, εν ού- δενό? είναι μέρει : he considers nothing of so much c. as &c, ου- δέν προνργιαίρερόν εστίν αύτω η : to consider athg of the utmost c, περί ποΧΧοΰ or παντό? ποι- εϊσθαί τι : to speak of matters of c, σπουδαιοΧογεΐν : what is, however, of the most c, τό δε μέγιστον. και τό μέγιστον. τό δε κεφάΧαιον : a man of c, άνηρ άξιώματο? ποΧΧοΰ or δυνατό? τώ άξιώηατι. CONSEQUENT, άκόΧουθο?, 2. προσήκων, ούσα, ον. έπακό- Χουθο?, 2. CONSEQUENTLY, οΰν. άρα. τοίνυν (never used at the beginning of a sentence), ούκοΰν and ώστε (both at the beginning, expressing a strictly drawn consequence), είτα. 0$» At a repetition of the same notion δή is used in Greek. With negative, ούκ άρα. ούκουν (c. not). CONSERVATION, φυΧακύ, η. σωτηρία, η. τό σώζειι/, δια- σώζειν. CONSERVATIVE. Crcl.with verbs in Conserve. διαφυΧα- κτικό? (of athg, τινά?), διατηρη- τικό? (Μ. Anton.). *\\ In a po- litical sense] 6 (μάΧιστα) τά πα- Χαιά διασώζων (I.) or διασωίζειν βουΧόμενο?. CONSERVATOR, έπιμεΧη- τ»??, ου, ό. φύΧαξ, ακο?, 6. ό μάΧιστα διασώζων (τι). CONSERVATORY, φυτούρ- γιον, τό. CONSERVE. -See Preserve. CON CONSERVES. See Pre- serves. CONSIDER. 1 To inspect carefully] σκοπεϊν, επισκοπεί», κατασκοπεϊν. θεάσθαι, κατα- Θεάσ0αι, θεωρεϊν. άφοράν εις τι. βλέπειν, άποβλέπειν προς τι. If To reflect upon] σκοττεΐ μ and mid. (σκέπτεσθαι), σκοπεϊν και θεωρεϊν. νοεϊν, εννοεϊν and έννοεΐσθαι (c. aor. pass.), ενθυ- μεϊσθαι (c. aor. pass.), λογίζε- σθαι. \ To take, look upon as] νομίζει», ήγεϊσθαι. ύπολαμβά- νειν. To c. athg (as) a misfor- tune, συμφοράν ήγεϊσθαι or ποιεΐσθαί τι. κρίνειν. γιγνώ- σκειν. τ'ιθεσθαι (to put down as). What do you c. piety to consist in? ποιόν τι νομίζεις την εύσέ- βειαν είναι ; to c. aby one's friend (enemy), φίλον (έχθρόν) νομί- ζειν τινά : to c. aby one's adver- sary or antagonist, άνταγωνιστην ΰπολαμβάνειν τινά : to c. as of great importance, μέγα ποιεΐσθαί τι. περί πολλού ποιεΐσθαί τι. παρά ποΧύ or μέγα τ'ιθεσθαι : to c. to be the same, Ίσον νομί- ζειν. το αυτό νυμίζειν. εξ ίσου τ'ιθεσθαι : to α as insignificant, παρά μικρόν τίθεσθαι. ύστερον or kv υστερώ τ'ιθεσθαι : to α (athg) just, δικαιυϋν : to α (athg) vile, αίσχρόν νομίζει» or εν αί- σχρώ τ'ιθεσθαι : not to c. athg, άμελεΐν τίνος, άμελώς 'ίχειν τι- νός, λόγον μηδένα ποιεΐσθαί τίνος, όλιγωρεΐν τίνος. ^} Το weigh over in one's mind] σταθμά- σθαι. ένθυμεΐσθαι (aor. pass.), σκοπεϊν (σκέψασθαι). λυγίζε- σθαι, διαλογίζεσθαι. θεωρεΐν. άθρεϊν. εν νω Χαβεΐν or εννοεϊν (to turn or weigh over in one's mind) : also Xoyov ποιεΐσθαί τί- νος, άφοράν ε'Ίς τι. CONSIDERABLE, αξιόλο- γος, 2. έλλόγιμος, 2. ούχ ό τυ- χών, ούχ h τυχούσα, ου το τυ- χόν (with re/', to intrinsic value, Q[C.). ευμεγέθης, 2. ικανός, 3 (with ref. to size, §c.). συχνός, 3. ποΧύς, πολλή, πολύ. ουκ όΧί- γος, 3 (with ref. to number or mass). To make a c. difference, μέγα διαφέρειν. % Weighty, of im- portance] αξιόλογος, 2. λόγου άξιος, 3. πολλού άξιος, 3. σπουδαίος, 3 (of persons and things), μέγας, άλη, a (of things only), δυνατός, 3 (of persons). A c. work, μέγα 'έργον: athg makes a c. difference, μέγα διαφέρει : c. property, ουσία συχνή : c. sums, συχνά χρήματα : not c, άρρεπής, 2. obhtvos άξιος, 3: not to be c, ούκ έχειν ροπή». See Inconsiderable. CONSIDERABLY, πολλω. πολύ or κατά πολύ. C. better, πολλώ βελτίων. CONSIDER ATE, περιεσκεμ- μένος, 3. πιρ'ισκεπτος,Ι. ευλα- βής, 2. πεφυλαγμένος, 3. See Cautious. CONSIDERATELY, σωφρό- (115) CON [ νως, περιεσκεμμένως. μετά λο- γισμού, έξεπίτηδες. To act c, Ι εύλαβεΐσθαι (pass.), ευλάβεια χρήσθαι. CONSIDERATENESS, εύ- λάβεια, ή. περίσκεψις, η. λο- γισμός, 6. \ CONSIDERATION. 1 Re- flection, examination] σκέψις, ή. γνώμη, ή. λογισμός, δ. πρό- I νοια, η. ένθύμησις, η. Without : C, άπερισκέπτως. εική. προπε- τώς : to take athg into c, σκέφιν Ι ποιεΐσθαί περί τίνος, ένθυμεΐ- ί σθαι (aor. pass.), τι and τινός. j λόγον ποιεΐσθαί τίνος, άναθρεΐν J τι : not to take into c, άμελεΐν, ! παραμελεΐν τίνος, λόγον ού- δένα ποιεΐσθαί τίνος, παραλεί- ' πειν τι : having taken all this into c. I found that he was wrong, ένθυμούμενος ταΰτα πάντα άδι- I κοΰντα αυτόν ευρον : to judge after due c, καλώς βουλευσάμε- ! νον ποιεΐσθαί την γνώμην : to act ! with c, γνώμη πράττειν : athg ι is done with c, υπό γνώμης γί- I γνετα'ι τι. *\\ Weight, authority] j See Consequence. «f[ Regard] e. g. fm or out of c. for aby, δι' αισχύνη» τινός : to do athg out of c. for aby, α'ιδούμενόν τίνα ποιεί ν τι : to have some c. for aby, α'ισχύνεσθαί (pass.) τίνα : j to have no c. for aby, άμελεΐν j Tii/os. καταφρονεΐν τίνος : in c. of athg, άπιδών προς τι. σκο- πών or επισκοπών τι (i.e. taking into c.) : to have no c. for athg, ούδένα λόγον ποιεΐσθαί τίνος, ου φροντίζει» τινός, όλιγωρεΐν τίνος : without having c. for athg, όλιγωρών τίνος, βραχύ φρον- τίδων τινός : in a certain c, πή (end.), τρόπον τινά. τί (end.) : I am prompted to do athg fm a c. of gain only, ονδεν άλλο σκοπών η το σύμφορον ποιώ τι. ^| Com- pensation] Vid. If Esteem] To treat aby with c, αίδεΐσθαί τίνα. θεραπεύειν τιι/ά. τιμάν τίνα. CONSIDERING. % As partcp.] λογιζόμενος or σκοπών (the gram, case is determined by the context) οτι (or c. infin.). *\[ As a particle of limitation] ώς, ώς κατά. <$£C. He grows fat very fast c. his height, τάχιστα επιδί- δωσιν εις παχύτητα ώς κατά μέγεθος (Α.). See ' For' (of li- mitation). CONSIGN, άνατιθέναι τινί τι. προστάττειν τινί τι. επι- τρέπειν τιι/ί τι. ποιεΐν τι ε7τι' τινι. επιτρέπει» αρχήν, 'έργον, fyc To c. to writing, to one's memorv, see Commit. CONSIST, συνεστάναι εκ τί- νος, συγκεϊσθαι εκ τίνος, είναι τίνος, e. g. the army c.-d of five hundred men, η στρατιά έστι πιντακοσίων ανδρών: to C. in athg (= have its essence in athg), είναι τι : whatever it may c. of, οποίον άν τι η See Composed. CONSISTENCE or -ENCY, στερρότης. βεβαιότης, ητος, ή. CON βέβαιον, ίσχϋρόν. στερρόν, τό. πυκνότης, ητος, ή. ευστάθεια, η. without c, άπαγής, 2 : to gain ο., συμπήγνυσθαι (pass.), πυκνού- σθαι (pass.) : that has c, ενπα- •> ης, 2. πυκνός, 3 (tight and firm), ευσταθής, 2, and βέβαιος, 2 and 3 (lasting, enduring) : to have no c, ισχυροί/ ουδέν έχε ιν. ^Con- stancy (of persons)] τό ρωμαλέου του ήθους (firmness of character), βεβαιότης, ητος, η : but chiefly Crcl., e. g. to display c, δμολο- γεΐν or συμφωνεΐν or συνάδειυ εαυτώ (i. e. to remain true to one's character) : one who displays c, ευσταθής την διάνο lav. U De- gree ofdenseness] πυκνότης, ητος, 'CONSISTENT. H Harmo- nizing with] Se Congruous. As far as is c. with the human frame, κατά λόγον του σώμα- τος : c. with the size, κατά το μέγεθος : to be c. with, άρμότ- τειν προς τι. συναρμόττειν τινί. άξιον είναι τίνος. % Mo- rally] ευσταθής την διάνοιαν, 2. To be c, δμολογεΐν or συμφω- νεΐν or συνάδειν εαυτώ : he is C, ουκ εναντιοΰται αυτός αύτω (P.) : to be c. (in what one says), ούκ εναντ ιολογ εΐν εαυτω : to act c, see ' to display Consist- ency.' CONSISTENTLY, άξίως (c. gen.), προσηκόντως (c.dat.). κατά (c.acc). εκ (c. gen.). σύν(ο. dat.). συν τω νόμω την φήφον τ'ιθε- σθαι (i. e. c. with the law). CONSOCIATE, υ. See As- sociate. CONSOCIATE,s. See Com- panion. CONSOCIATION. See Com- panionship. CONSOLABLE. See Con- sole. CONSOLATION,irapaMi/0ia,- ή. παραμύθιον,τό. παρηγοριά, ή. Somec.,7rap))yopiaTis: there is some c. in athg, παρηγοριά εστίν άπό τίνος : to give aby some C -,παραμύθιον λέγειν τινί: c. in athg, παραμυθία τινός : hope affords c. in clanger, έλπις κινδύνω παραμυθιού Ιστι : to say something to aby's c, παρα- μυθοΰμενον λέγειν τί τινι: with- out C, άπαραμύθητος. απαρη- γόρητος, 2. CONSOLATORY, παραμυ- θητικός, 3. παρηγορικός, 3. Α c. address, discourse, παραμυθη- τικός λόγος, ό. παραμυθιού, τό. CONSOLE, παραμυθεϊσθαι. παρηγορεΐν. Poet, παραφύχο- μαι (e.g. επέεσσι. Theoc). Το c. aby, παραμύθιον λέγειν τινί or παραμυθού μενον λέγειν τί τινι : to c. aby in misfortune, κουφίζειν την άτυχίαν. CONSOLIDATE, στηρίζειν, ασφαλώς καθιστάναι, έμπεδοϋν (to give solidity or stability), βε- βαιούν, κρατύνειν (to impart συνάπτειν, συναρμό- I 2 CON CON CON ζειν, σνμπλέκειν, συζευγνύναι, τί τινι (to combine, <^c). συνα- γειν ε'ι? ταύτό (tobring together). CONSOLIDATION, συμ- πλοκή, συναρμογή, σύζευξι? (combination), στήριγμα?, 6 (Α. Plut. ; the setting firmly). To be without c, ίσχϋρόν ουδέν εχειν. CONSONANCE. See Har- mony. CONSONANT, adj. σύμφω- νο?, 2. σύμψ-ηφο?, 2. See Con- formable, Consistent. CONSONANT, s. γράμμα σύμφωνου, τό. CONSORT, s. % Companion] Vid. 1Ϊ Spouse] άντιρ, ανδρός, 6. γαμέτη?, ου, 6. Pern, γυνή, γυναικά?, ή. γαμέτη, ή. Poet, σύνευνο?, f]. gpjjr" νύμφη, η, is α young bride. CONSORT, v. See to Asso- f CONSPICUOUS, φανερό?, ά, όν. εμφανή?, εναργή?, εκπρεπή? (distinguished , for athg, τινί, e. g. τη εϋμορφ'ια). See MANIFEST, Remarkable, &c. θαυμαστό? and θαυμάσιο?, 3 (to be admired, Src). υπερβάλλων, ούσα, ov. CONSPICUOUSLY, φανε- ρά)?, εναργώ?. έκπρεπώ?. δια- φερόντω?. εξαιοέτω?. t CONSPIRACY, ξυνωμοσία, ■η. σύυταξι?, ή. συγκρότησι?, η. C. agst aby, επίβουλη, ή : to form a c, συνάγειν. ξυυωμοσίαυ : the head of a c, αρχηγό? τη? επι- βουλή? : to discover a c, κατ- αγορεύειν επιβουλήν : a c. is breaking out, πράττεται τό πράγμα τή? επιβουλή?. CONSPIRATOR, ξυνωμότη?, ου, 6. 6 μετέχων τή? ξυνωμο- σία?. ο ων εν τη ξυνωμοσία. CONSPIRE, συνομνύναι and συνόμνυσθαί τινι, ξυνωμοσίαν ποιεΐσθαί τινι. ξυνίστασθαί τινι. συνάγειν ξυνωμοσίαν. CONSTANCY. ΤΓ Duration] τό συνεχέ?, ενδελέχεια, ή. τό μόνιμον. διαμονή, ή. % Perse- verance] ευστάθεια, παραμονή, ■η. ασφάλεια, ή. C. in friendship, το τή? φιλία? πιστόν. CONSTANT, ίϊ With ref. to duration] συνεχή?, 2. αδιάλει- πτο?, ακατάπαυστο?, 2. *ff Per- severant] μόνιμο?, βέβαιο?, ασφα- λή?, ευσταθή?, αμετάβλητο?, αμετάθετο?, 2. To be c, μέ- νειν, προσμένειν, παραμένειν, εμμένειν (all c. dat.) : a c. friend, φίλο? πιστό? : to be c. in athg, διαμένειν εν τινι, επί τινι. εμ- μένειν τινί or εν τινι (in one's duty, or in any condition), παρα- μένειν τινί (in any conneocion). μέυιιν επί τινο? (in one's ivill, ?, κυΐα, κό? (innate). CONSTRAIN. See to Com- CONSTRAINED. Bythepast partcpp. of verbs under to Com- pel. ^[ Not natural] προσποι- ητό?, κατάπλαστο?, 2, also πε- πλασμένο?, 3. φ!^ Only late ivriters make it an adj. of three terminations with accent on the last CONSTRICT. See to Con- tract. CONSTRICTION. See Syn. in CONSSHACTION. CONSTRUCT. See to Build. ΤΓ To arrange] A well-c.-d piece or plot, μΰθο? εΰ συνεστώ?. CONSTRUCTION. «H The act of raising a building'] ο'ικοδό- | μησι?, οίκοδομία κατασκευή, ή. H A building] οικοδόμημα, κατα- σκεύασμα, τό. οίκοδομία, ή. ^[ Of the body or human frame] ή τοΰ σώματο? κατασκευή. 1J Grammat.] σύνταξι?, ή. κατα- σκευή, ή (mathematically speak- ing), σύνθεσι?, ή (philosoph.). ^[ Pig. = meaning, interpretation] e. g. to put a wrong c. on athg, σφάλλεσθαι (pass.) τή? περί τινο? κρίσεω? : to put an unfa- vorable c. upon what aby says, μέμφεσθαί τινί τι or τίνα ει? τι or ουκ ει? καλόν δέχεσθαι : to put a different c. on athg, ουκ όρθώ? γιγνώσκειν. παρεκδέχε- σθαι. CONSTRUCTOR. See Builder, Founder. CONSTRUE, συι/τάττ£ΐι/ τά ονόματα και τά ρήματα, τά? λέξει? (to construct). *fi = Το translate] Vid. CONSUBSTANTIAL, ομο- ούσιο? : — with the Father, τω Ύίατρί (Eccl.). Ίσοφυη? (A. Hist. An. 1, 13, 2). CON S U Β S Τ ΑΝΤΙ ALIT Υ, ομοούσια and όμοουσιότη?, τη- το?, ή (Eccl.). CONSUL, ύπατο?, b. To be c, ΰπατεύειν : the office or dig- nity of a c., ύπατεία, ή : belong- ing or relating to a c, ύπατικό?, ' CONSULAR. See Consul. CONSULATE, -SHIP, ύπα- τεία, ή. Under the c. of aby, ΰπατεύοντό? τινο?. CONSULT. 1 To ask aby's advice (about athg)] άνακοινοΰ- σθαί τινι περί τινο?. συμβου- λεύεσθαί τινι περί τινο?. Το C the oracle, χρήσθαι μαντεία, έπερωτάν τον θεόν. μαντεύ- εσθαι. % To take counsel with aby]βoυλεύεσθaιor βουλεύεσθαι περί τινο? : also σκυπεΐν. δια- λογίζεσθαι. To c.with aby, κοι- νολογείσθαι or άνακοινοϋσθαί τινι περί τινο?. παραλαμβά- νειν τινά ει? συμβουλίαν. σύμ- βουλου ποιεΐσθαί τίνα. συμ- βουλεύεσθαί τινι περί τινο?. CONSULTATION, συμβού- λια, συμβουλή, βούλευσι?, ή. To hold a c. with aby, σύμβου- λου ποιεΐσθαί τίνα. παραλαμ- βάνειν τινά ει? συμβουλίαν. §§§*• Generally, however, it is rendered by a past partcp., e. g. after the c. they dispersed, βουλευσάμενοι διέστησαυ. CONSUME. 1 To destroy] άναλίσκειν. επιτρίβειν. κατα- τρίβειν. καταχρήσθαι(ίοηεβηρ; e.g. money), τρύχειν. κατατρύ- χειν. Of fire, νέμεσθαι. διαφθεί- ρειν. Of grief τήκειν, εκτήκειν. Tohe c. -ά,σμύχεσθαι. τήκεσθαι (pass.), φθίνειν: to c. beforehand, προαναλίσκειν (= spend, use up CON "beforehand). % To use for the sustenance of the body] κατεσθίειν (aor. φαγεϊν) άναΧίσκειν, κατ- αναΧίσκειν. καταβιβρώσκειν. U To c. one's property or money] δα- παυαν, καταδαπαναυ χρήματα. CONSUMER, άναΧωτης, ol•, 6 : and part cpp., b άναΧίσκων or καταναΧΊσκων, S[C. CONSUMMATE, περαίνειν. έργω καθιστάναΐ. έζεργάζεσθαι, άπεργάζεσθαι. διαπράττειν. CONSUMMATE, adj. ^ τέ- λειο?, 3 and 2. άκρο?, 3. εντε- λή, ιταντεΧη?, 2. ευμεγέθη?, 2. δεινοί, μέγιστο?, 3 (very great), εξαίρετος, 2. To possess c. skill or knowledge, αμεμπτα πάντα εχειν. έξεπίστασθαί τι. ακρι- βώς ε'ιδέναι τι: a c. orator, άνήρ δεινός or δυνατός Χέγειν : a c. rogue, see Complete. CONSUMMATELY, διαφε- ρόντως. έξαιρέτως. δεινώς. μά- Χιστα. εις άκρον, καθ' ΰπερβο- Χην. CONSUMMATION. See Completion. CONSUMPTION, f Act of consuming, fyc] δαπάνη, ή. άνά- Χωσις, η. άνάΧωμα, τό. ^[ Λ disease] φθίσις, η. φθινάς νό- σος, η. φθόη, η. τηκεδών, όνος, ij. To have a c, see (to be) Con- sumptive : to die of the c., φθι- vav. φθίνε iv. _ CONSUMPTIVE, φθισιών, ώσα, ών. φθισικός, 3. φθινώδης, 2. To be c., φθισιαν : to look as if c., διακεκναισμένον είναι τό χρώμα. CONTACT, σύγκρουσις, η {trans.), συνέχεια, η (intrans.). ιτρόσκρουμα, τό (the actof coming into c. with). To come into c. with a person, έν πείρα γίγνεσθαι τίνος: to avoid coming into c. "with aby, άπέχεαθαι της προς τίνα ξυνουσίας. άμίκτως εχειν τινός, μηδέν κοινόν εχειν τινί : a point of c., κοινόν, τό : 1 very frequently come in c. with aby, συμπεριφέρομαι (pass.) τινι κατά ποΧΧά. CONTAGION, μίασμα, τό. θίγμα, τό. μοΧυσμός, b. But usually by the verbs. To be com- municated by c, ερπειν (i. e. to spread itself, whether by c. or as an epidemic) : to infect by c. (prop, and fig.), άναπιμπΧάναι τινά (also c. gen. of the disorder), χραίνειν, νοσοποιεϊν, διαφθεί- ρειν,προσδιαφθείρειν (αΙΙτινά): to be infected by a c, άναπίμ- πΧασθαι or μετέχειν της νόσου : the spreading or communicating by c, άνάχρωσις, η. CONTAGIOUS, Χοιμώδης, 2, Χοιμικός, 3. 'έρπων, ούσα, ον. Α c. disease, Χοιμικόν πάθος. Χοι- μώδες νόσημα : also Χοιμός, ο. Χοιμικη νόσος, η. φθορά, η. λύ/ι»ι, V. CONTAIN, χωρεΐν. εχειν, ιτεριέχειν. The letter c.'s athg, έγγέγραπταί τι iv τη επι- (117) CON στοΧη. τά γράμματα λέγει τι : to c. a certain property, μετέχειν τινός, /χέτεστί μοί τίνος : to be c.-d in athg, ένεΐναί τινι or εν τινι. είναι έν τινι. εχεσθαί τί- νος, μετέχειν τιι /os. κοινωνέΐν τίνος. Τ| To c. oneself (= re- strain fm)] άνέχεσθαι. καρτε- ρεΐν, κρατεϊν εαυτού (to suppress an outbreak of passion). To c. one's passions, κρατεϊν τών επι- θυμιών : to c. one's tears, κατ- έχειν τά δάκρυα or τό μη δα- κρύειν : not to c. oneself, ουκ άνέχεσθαι. CONTAMINATE, μοΧύνειν, σπιΧοΰν, κηΧιδοΰν (externally). μιαίνειν and καταμιαίνειν (by crime, assassination, 8[c). αΊσχύ- νειυ (one's glory, virtue, δόξαν, όρετην). To c. with blood, καθ- αιμάσσειν : c.-d, κηΧιδωτός, 3. μιαρός, 3 : c.-d with blood, καθη- μαγμένος, 3 : c.-d with murder, μιαιφόνος, 2. ΟΟΝΤΑΜΙΝΑΤ10Ν, Μ όλ„ι/- σις, -η. μιασμός, 6. But chiefly formed with the infin. and partcp. of verbs under Contaminate. CONTEMN. See Despise. CONTEMPLATE, σκοπεΤν, έπισκοπεΐν, κατασκοπεΐν. θεά- σθαι, καταθεασθαι, θεωρεΐν. άφοραν εις τι. βΧέπειν, άπο- βΧέπειν προς τι. % To consider, weigh over in one's mind] σκο- πεϊν (and mid. σκέπτεσθαι), σκοπεϊν και θεωρεΐν. νοεΐν, έν- νοεϊν, and έννοεϊσθαι (c. aor. pass.), ένθυμεΐσθαι (c.aor. pass.). Χογίζεσθαι. If To intend] γνώ- μην ποιεϊσθαι. σκοπεϊν. μέΧ- Χειν (seq. infin.) To c. athg, τει- νειν προς τι, also διανοεΐσθαι. προαιρεΐσθαι. CONTEMPLATION, θέα, θεωρία, η (prop.), σκέψις, η. σκέμμα, τό. Χυγισμός, ο. ένθΰ- μησις, -η. θεώρησις, ή (mentally). To submit to or make athg an object of one's c, θεασθαι, έπι- σκοπεϊν, κατασκοπεΐν. See CON- TEMPLATE. ΤΙ Meditation] διά- νοια, -η. το διανοεΐσθαι. σκέψις, η. μεΧέτη, η. Χογισμός, b (usu- ally in pi.). Serious c, φρον- τίς, ίδος, η : worthy of c, άξιο- Χογος, 2. Χόγου άξιος, 3 : to have (athg) in c, γνώμην ποι- εϊσθαι. σκοπεϊν. βούΧεσθαι. τεί- νειν προς τι. CONTEMPLATIVE, σύν- νους, 2. μελετών, ώσα. Χογιζό- μενος, 3. φροντίζων, ούσα. CONTEMPORARY, ομόχρο- νος,σύγχρονος,2. ομοϋ ών,οΰσα, όν. κατά τον αυτόν χρόνον γι- γνόμενος, 3. Aby's c, ό κατά τον αυτόν χρόνον γενόμενος. ηΧικιώτης, ου, 6. 6 κατά τίνα or επί τίνος (ζών) : our c.'s, οι καθ' -ημάς. οι εφ' ημών. Fem., ηΧικιώτις,ιδος,η. To be aby's c, συγχρονίζειν, ομοχρονεϊν τινι. συμβιοΰν τινι. CONTEMPT, καταφρόνησις, ■η. καταφρόνημα,τό. υπεροψία, CON η. όΧιγωρία, η. σκυβαΧισμός, ό (all subjectively of the person who contemns), ατιμία, r). άδοξία, η. ταπεινότης, ητος, η. τό καταφρονεϊσθαι (as state or con- dition of the person who is con- temned). άμεΧεια, η (in either of the above relations). To suffer c, καταφρονεϊσθαι. άδοξον είναι, εν ούδενί λόγω είναι, ταπεινώς ζήν : to be or live in utter c, καταφρονούμενον και άτιμαζό- μενον ζην : in c of athg, e. g. to act in c. of the law, παρανομεΐν : to treat aby with c, έν ατιμία εχειν τινά. καταφρονεΐν τίνος, υπεροψία χρησθαι περί τίνα. ύβρίζειν τινά or ε'ίς τίνα. όΧι- γωρεΐν τίνος, ούδένα Χόγον ποι- εϊσθαι τίνος : to treat aby with utter c, έν ατιμία ποΧΧη εχειν τινά. ΤΙ Juris.: c. of court] To condemn aby for c. of" court, ερή- μην καταδικάζεινοΐ'καταγιγνώ- σκειν τινός, έρημη γίγνεται κατά τίνος (both for non-appear- ance). CONTEMPTIBLE, εύκατα- φρόνητος, 2. άτιμος, 2. οϋδενός άξιος, 3. φαΰΧος, 3. To render aby c. with aby, ποιεΐν τίνα εν ατιμία είναι παρά τισιν. CONTEMPTIBLY, εύκατα- φρονητως. φαύΧως. CONTEMPTUOUS, κατα- φρορητικός, 3. υβριστικός, 3. To treat aby in a c. manner, έν ατιμία εχειν τινά. καταφρονεΐν ' See ' TEMPT. τίνος. See (to treat with) Con- CONTEMPTUOUSLY, κα- ταπεφρονηκότως (D.). κατα- φρονητικώς (Χ.), υβριστικώς (Ρ. Χ.). To treat aby c, &c, see Contempt (to treat with). CONTEND, f To fight] See Combat, v. ■[[ Fig. (in argu- ment)] διαΧέγεσθαι, διαΧογίζε- σθαι. άγωνίζεσθαι. άμφισβη- τεΐν : — about a subject, περί τίνος : — with aby, τινι : also άντιΧέγειν τινί or προς τίνα or περί τίνος. έΧέγχειν or έξεΧέγ- χειν τινά and τι (to confute) ^[ To quarrel] Vid. If To main- tain] έρίζε ιν (c. infin. ; in contra- diction to others), άποφαίνεσθαι γνώμην. άξιοΰν. α'ιτιάσθαι (by giving reasons for athg). To c. strongly or positively, βεβαίως φάναι : to c. that athg is not so, άμφισβητεϊν προς τι or περί τίνος, αμφισβητώ μη είναι τι or ως ουκ εστί τι. U To c.for] See to Strive. CO NTENTor-TENTED, adj. εύθυμος, 2. εϋκοΧος, 2. IXa^os, 3 (without mental disturbance), αυτάρκης, 2 (that does wish for no more than he has). To live c, πάνυ εύκόΧως ζην. αυταρ- κέστατα ζην : to be c. with athg, άρκεϊσθαί (pass.) τινι. αγαπάν τινι or τι. στέργειν τινί or τι. άγαπητώς εχειν τι (with ref. to one's position or fortune), άρέσκεσθαί τινι (to be satisfied CON CON CON with) : to be quite c. with little, ιτάυυ μικρά κεκτημένου 'έχειυ άρκοϋντα : to be c. or satisfied with aby, επαινεΐν τίνα. ου μέμφεσθαί τιυι. ουδέν έχειν μέμφεσθαί tivl : to be c. that, αγαπάν or στεργειι/, 'ότι, ει, ην (or c. partcp.) : to make or render aby c, άμεμπτον ποιεΐν τίνα. άρεσκεσθαί rivu. καταπραύνειν τινά. πείθειυ τινά : I am c, αρκούμαι, άπόχρη μοι : he was not c. with having committed all these wrongs, ουκ έξήρκεσευ αυ- τό) τοσαΰτα άδικησαι (Antiph.) : the richest man is he who is c. with the least, ο ελάχιστοι? άρ- κούμευο? πλουσιώτατο? (Socr.). CONTENT, V. άμεμπτουποι- εΊυ τίνα. άρέσκεσθαί τίνα. κα- ταττραύνειν τινά. ττείβειν τινά. CONTENTor-TENTMENT, S. ευθυμία, η. ευκολία, η (absence of mental disturbance), αυτάρ- κεια, -ή (c. with what one possesses), αποδοχή, η. έπαιυο?, b (approval of an act, approbation). To live in great c, αυταρκέστατα "ζην. CONTENTED. See Content. CONTENTEDLY. To be formed by the adjj. in Content. To live very c, ττάνυ εύκόλω? "ζην. αυταρκέστατα Xjjv. CONTENTS, περιοχή, h (that is comprehended in time and space), τά ενόντα (that wch exists within it), τά εγγεγραμμένα (that is written in it), ΰπόθεσι?, η (sub- ject matter). The c. of a letter were as follows, έυεγέγραπτο τάδε ευ tjj επιστολή : the c. of the letter are of importance, ττερι σπουδαίων γέγραπται η επι- στολή : the chief c. of a work, κεφαλαίου, τό: table of c, κατά- λογο?, ό. πίι>αζ, ακο?, ό. ; CONTENTION, άγων, ώυο?, 6 (g. t.), e. g. αγώνα 'έχειυ πρό? τίνα. Tf Difference (of any de- scription^ διαφορά, η. ερι?, ιδο?, 77. νεΐκο?, το. φιλονεικία, η. αμφισβήτησα, -η (in word or act), άντιλογία, η. διαδικασία, ν (in words). What is this c. all about? περί τούτου η διαδικασία αυτή εστίν; ^[ (With collateral notion of) emulation] αγώνισμα, το. μουσικό? άγων (in literary or scientific matters). To be en- gaged in c. with aby about athg, άγωνίζεσθαι or διαγωυϊζεσθαί τινι περί τιυο?. έρί"ζειυ τιυι περί τιυο?. See also phrases in Con- test. CONTENTIOUS, φιλόνεικο?, 2. εριστικό?, 3. φιλόδικο?, 2. To be c, φιΧουεικεΐυ. φιλουει- κια χοήσθαι. φιλοδικεϊυ. CONTENTIOUSNESS, φι- λονεικία, ή. έρι?, ιδο?, η. φιλο- δικία, η. CONTENTMENT. See Con- tent, s. CONTEST, v. έυαυτιοϋσθαί (pass.) τινι. άμφισβ,,τεΐν πρό? τι or περί τινο?. I c. athg, αμ- φισβητώ μη είναι τι or ώ? ουκ (118) εστί τι : also έλεγχου ττοιιίσθα'ι τιυο? (to confute) : to c. a point with aby, ερϊζειυ τιυι περί τι- νο?. άντιλέγειν τινι περί τινο? or διαφέρεσθαι πρό? τίνα περί τινο? : that may be c.-d, έλεγ- κτό?, 3 : not to be c.-d, ανέλεγ- κτο?, ανεξέλεγκτο?, 2. CONTEST, s. 1 With ivea- pons~\ See Combat. U With ivords] See Contention or Dis- pute. To enter into or engage in a c, ει? έριν καταστηυαΐ or έλθεΐυ τιυι. προσκρούεσθαίτιυι (either in words or act) : also γι- γνεταί μοι άντιλογία or άμφι- σβητησι? πρό? τίνα (i?i ivords) : to produce or cause a c. between seαί τίνος. CONTRAST,^•, όίπ-ιτιθει/αι τί τινι. άντιτάττειν τί τινι. άντεζετά'ζειν τι ττρόδ τι. See to Compare. COix CONTRAVALLATION, άν- τιτείχισμα {Τ.). CONTRAVENE. ^ To he or act Contrary] Vid. CONTRAVENTION, παρά- βασις, η. C. of a law, &c, η τοΰ νόμου παράβασις. παρανομία, 37 : c. of the conditions of a treaty, άσννθεσία, η : to act in c. of a law. see ' to act Contrary" to.'. CONTRIBUTE. % (G. t.) To assist in effecting athg] συμ- βάΧΧεσθαι (mid.), συμφέρειν, ποιεϊν, δύνασθαι : — to athg, εις τι or προς τ: : to c. to athg in order that, ποιεϊν ώστε (c. infin.). συμβάΧΧεσθαι εις το (c. infin.). See ' to be Conducive.' ■[[ E. g. as by subscription, &e. (= to give one's share towards)] συμβάΧ- Χεσθαι, έρανίζειν. είσφέρειν. μεταδιδόναι. CONTRIBUTION, συμβολή, ν. τό ίκνούμενον μέρος, 'έρανος, 6 (for a common purpose, esply for a banquet, support of others, &c). εισφορά, q (into the common chest or exchequer), άργΰριον τα- κτοί/, τό. σΰνταξις, η : to levy a c. upon, εττιτάττειν τινί χρή- ματα τεΧεϊν. άργυροΧογεϊν τί- να, also χρήματα πράττεσθαί τίνα : to pay c.'s, τάς συντάξεις ύποτεΧεΐν. τεΧεϊν χρήματα: to collect c.'s for athg or aby, see Subscription : to pay a c. (t. e. into the public treasure), συμ- βάΧΧεσθαι or έρανίζειν, μετα- διδόναι, είσφέρειν : to give a e., εράνους φέρειν or είσφέρειν : — - for aby, τιυί : — towards athg, ε'ίς τι, or simply εις. φέρειν τινί, εις τι, είσφέρειν τινι ε'ίς τι. χρήματα συμβάΚΧεσθαί τινι ε'ίς τι : to collect c.'e fm aby, to call upon aby for a c, έρανί'ζειν τιι/ά or παρά τινι. εράνους σνΧΧέγειν παρά τίνος : to leave a c. unpaid, Χείπειν εραυον or είσφοράυ : to lay aby under c, δασμοΧογεΐν τίνα (t. ; prop, and fig.). CONTRIBUTOR, 6 τεΧών or εισφεοων. έοανιστής, οΰ, 6. CONTRITE, περίΧύπος, 2. μεταμεΧό μένος, ένη, ενόν. μετα- μεΧητικός, 3. συντετριμμένος {την καρδίαν. Eccl.). CONTRITION. 1 Prop.: the act of miking or reducing into powder] σύντριψις, άπότμιχύις. κατάτριψις, η. διάθρυψις, η. Τί Fig. : deep repentance] See Re- pentance. CONTRIVANCE, ε'ύρεσις, εξεύρεσις, η (g. t. = an intuit- ing) : also το εύρεΐν. εύρημα, έζεύρημα, τό (tL• result of con- triving, i.e. invention), τέχνασμα, μηχάνημα, τό (an artful means). To have recourse to c, μηχανά- σθαι : to resort to all manner of C.'s, παντί τρόπω τεχνασθαι : πάντα μηχανάσβαι : to make a C, καταστάσει χρησθαι. παρα- σκευάζεσθαι. διατιθέναι, διοι- κεΐν, διατάττειν τι (make some arrangement) : a clever c, εύκο- (120) CON σμία, -η• ευκοσμον, τό : to make a c., or such c.'s, as &c, ούτω παρασκενάζεσθαι, ώστε. See likewise phrases in to Contrive. To effect some c, πορίζειν /x»j- χανάς or πόρους or τέχνας. CONTRIVE, ίπινυεΊν and περινοεϊν (of plans and means), ευρίσκειν, έξευρίσκειν and έκ- πορί~ζειν (of means), σοφίζε- σθαι (of ivell calculated plaits). To c. some means, πορϊζειν μη- χανάς or πόρους or τέχνας: to c. (or manage) so as &c, ούτω παρασευάζεσθαι, ώστε : to c. cleverly or cunningly, μηχανά- σθαι. συντιθέναι : to e. by some plan. &c, διάνο εΐσθαι (aor.pass.). CONTRIVER, ό εύρων or έξευρών, όντος. εϋρετης, οΰ, 6. CONTROL, S. προστασία, η *(g. t.). αντιγραφή, η. άντιΧο- γισμός (by a checking clerk), επι- κράτεια, η (power over others), εγκράτεια, σωφροσύνη, η (cover one's passions), μετριοπάθεια (over one's temper. Plut.). αν- άγκη, »ι (coercion), εξουσία, η (power). To exercise a c. over one's passions, κοΧάζειν τα πάθη or εγκρατή είναι τών επιθυμιών: to have some self-c, έγκρατεύ- εσθαι. εαυτού εγκρατή είναι, σωφρονεΐν: without α, άνανάγ- καστος, 2: to have under one's e., κρατεϊν or έπικρατεϊν τίνος, κατέχειν τι. ύποχείριον or ύφ' έαυτω έχειν τι : to exercise a c. over (athg, e. g. over one's passions, &C.), εγκρατή είναι τίνος. See above. To exercise a c. over aby, δύνασθαι είς or προς τίνα. άκρα- της, 2. CONTROL, v. m To keep in check] κρατεΐν. κατέχειν. συ- στέΧΧειν. κοΧάζειν. ηνιοχεΐν (e. g. την διάνοιαν) : also περιγρά- φειν. εϊργειν. συντέμνειν (to re- strict, limit, Qc). To c. one's passions, μετριοπαθεϊν (Ν. Test. Jos.). κοΧάζειν τά πάθη or εγ- κρατή είναι των επιθυμιών : to c. oneself, εαυτού εύκρατη είναι, σωφρονεΐν : not to be able to c. oneself, άκρατη είναι εαυτού. άκοΧάστως έχειν. ?;ττω είναι τών επιθυμιών : to c. one's de- sires, κρατεϊν τών επιθυμιών: to c. one's anger, πεπαίνειν την όργην. κατακρύπτεσθαι την όρ- γην. CONTROLLER, f Prop. : of accounts] άντιγραφεύς, έως, ο. U Fig. : one who checL•] See Governor, Ruler. CONTROVERSIAL. A c. work, γράμμα εναντιοΧογικόν. διατριβί) εριστική. CONTROVERSIALIST, άμ- φισβητητικός (a disputatious person). See Disputant. CONTROVERSE, -VERSY, "ζι'ντησις, ή. άπόρημα,τό. άμφι- σβήτημα, τό. πρότασις αμφι- σβητήσιμος, η. διάφορον, τό. Α c. (in writing), γράμμα εναντιο- Χογικόν, τό. διατριβή εριστική, τινι. ιγοντι : — CON h : to propose a c., επάγειν άπο- ρ'ιαν. προτείνειν \ήτησιν : the subject of a c, διάφορον, τό: also άμφίΧογον or άμφισβητοΰμε- νον : a c. arises on a subject, άμφίΧογον γίγνεταί τι : to have a c, άμφισβητεΊν : — about athg, περί τίνος : — with aby, τινί. CONTROVERT, εναντιού- σθαι, τινί. άντιτείνειν προσμάχεσθαι, τινι λε•} upon any subject, άμφισβητεΊν περί τίνος (e. g. Χόγου). άντι- Χαμβάνεσθαι, τινός. άντιΧέγειν, τινί, προς τίνα or τι μη (c. inf.) : also ώς ουκ έστι (Η.). CONTROVERTIBLE, αμ- φισβητήσιμος and άμφισβητη- τος, 2. άμφίΧογος,Ί. διάφορος, 2. άκριτος, 2. A point of a c. nature, or c. point, άμφισβή- τημα, τό. CONTUMACIOUS, ανυπό- τακτος, 2. στασιώδης. ταρα- χώδης, 2. άπειθης, 2. To be very c, ταραχωδέστατα διακεΐ- σθαι. ΤΙ A legal term. (= re- fractory, i. e. showing contempt of court)] See the phrases under Con- tumacy. CONTUMACY, m Obstinacy] απειθαρχία, η. τό δυσήνιον. Sts αταξία, η. % In Ιαιυ (contu- macia)] έρημη or έρημος (δίκη), η. φυγοδικία (the avoiding of a law-suit by non-appearance in court. Philox. Gloss.). To con- demn aby fore, [in contumaciam), ερήμην καταδικάζειν or κατα- γιγνώσκειν τινός, φυγοδικίαν καταδικάζειν τινός: aby is con- demned for c. (= contempt of court), έρημη γίγνεταί κατά τί- νος : to gain a cause by the ad- versary's being condemned for c, ερήμην αίρεΐι; : to be condemned for c. (in contumaciam), έρημον δίκην όφΧισκάνειν or άΧίσκε- CONTUMELIOUS, α'ισχρός, 3. ανάξιος, 2. έπονείδιστος, 2. υβριστικός, 3. βΧάσφημος, 2. A c. treatment, α'ικία, η. Χώβη, η : c. language, Χοιδόριιμα, τό. υβριστικός Χόγος. όνειδιστικός Χόγος, 6 : to use c. language agst Ά\)\,βΧασφημίαςποιεϊσθαιπρός τίνα or κατά τίνος, or βΧασφη- μία χρησθαι προς τίνα or περί τίνα, also όνείδεσι περιβάΧΧειν τινά. κακοΧογεΐν τίνα. CONTUMELIOUSLY, ai- σχρώς. έπονειδίστως. υβριστι- κώς. To treat c., αΐκίζεσθαι. Χωβασθαι. Χυμαίνεσθαι. ύβρί- ζειν, έφυβρί'ζειν, καθυβυίζειν. CONTUMELY, Χοιδόρημα, τό. βΧασφημία, η. κακοΧογία, η. Χώβη, η. To assail aby with c., see Contumelious. CONTUSE. See 'to cause a Contusion.' CONTUSION, ΘΧάσμα. ίκ- ΘΧιμμα, τό. σύντριμμα, τό. μώ- Χω\!/, ωπος, ό. To cause or pro- duce a C, ΘΧαν or περιθΧάν. άΧοαν. μωΧωπ'ιζειν : to get a c., CON άλοάσθαί (pass.) τι. συντρίβε- σθαί (pass) τι. CONVALESCENCE, paia, η. άνάληφις, ή. ανάρρωσα, ή. αποφυγή της νόσου. 0§* It is however mly rendered by verbs, e. g. after his c. he departed, απο- φυγών την νόσον άπέπλευσεν. t CONVALESCENT (το > be), ραΐζειν, άναρραΐζειν. άυαρρών- νυσθαι, έπιρρώννυσθαι (pass.) άναλαμβάνειν εαυτόν, άποφεύ- γειν την νόσον. άνίστασθαι (with or tcithout εκ της νόσου), περι- γίγνεσθαι. εζαναφέρειν. CONVALESCENT, adj. Partcp. of the verbs, εύκρϊνής (having experienced a favorable crisis. Hipp. I.) CONVENE. See to Convoke (trans.), Assemble (intrans). CONVENIENCE, ευμάρεια. ευχέρεια, ή. ευχρηστία, η (Pol.), οικίίωμα, τό. At aby's c., προς εΰμάρειάυ τίνος : to suit aby's c, see Convenient (to be). * -Ac- commodation, 8[c] Vid. This house has many c.'s, η οικία προς πάσαν χρήσιν κάΧλιστ έχει ενοικοΰντι. η οικία καλλίστη ένοικεΐν εστίν. CONVENIENT. % Fit, pro- per] πρέπων, ονσα, ον. πρεπώ- δης, 2. επιτήδειος, 2. οικείος, 3. ^1 Suitable] καίριος, 3. επικαί- ριος, 2. εύθετος, 2. αγαθός, κα- κός, 3. if Affording convenience] εύχρηστος (serviceable, προς τι. Ρ. Χ.). See Commodious. To be c, καΧώς or συμφόρως εχειν or εΰχρηστεΐν (Pol.) : — for athg, τινί or προς τι. εύάρμοστον είναι, επιτήδειον είναι, προσ- αρμό'ζειν (to suit), εν καιρώ γί- γνεσθαι : a c. time or opportunity, ο'ικεϊος καιρός, or simply καιρός : at a c. time, εν καιρώ : the most c. place, ή πρεπωδεστάτη χώρα : if it is c. to you, ει μη σοι βαρύ- τερόν εστίν, ε'ί σοι φίλον εστίν. CONVENIENTLY, άπόνως (ivithout trouble), εύμαρώς. ευ- χερώς, ραστα (easily). καΧώς (ivell). συμφόρως (usefully), εν καιρώ (seasonably). CONVENT. See Cloister. CONVENTICLE. See Con- gregation. CONVENTION. If An as- sembly] See Congregation. "Π" Contract] VlD. CON VENTIONAL, -ALLY, εκ τών ομολογουμένων. από συν- θήματος, από προειρημένου. Α C. sign,συγκείμ^vov σημεϊον. σύν- θημα, τό. CONVERGE, συγκύπτειν (e. g. of the wings of an army when the road is narrow, Src. X. An. 3, 4, 19). E. g. to c. to athg, τελευτάι/ or άπολήγειν ε'ίς τι : e.g. — to one point, εις άκραν, 11 CONVERSABLE. See Af- fable. CONVERSABLENESS. See Affability. (121) CON CONVERSABLY. &* Af- fably. C Ο NVE R SAN Τ, έμπειρος, ουκ άπειρος τίνος, εντρεχής εν τινι. επιστήμων τινός. Not c., άπειρος, 2. ΐδιώτι;?, ου, 6: to be c. with athg, εμπείρως εχειν τι- νός : to be thoroughly c. with athg, ουκ άπειρον είναι τίνος, άκρϊβώς είδέναι τι, also εζεπί- στασθαί τι. γνωρίζειν τι : one who is c. with (athg), σοφός or φρόνιμος περί τι. γνωμονικός, 3. σώφρων, 2 (that has experience in athg). CONVERSATION, λόγο*, 6, and λόγοι, οι. διάλεκτος, διά- λεζις, ή. τό διαλέγεσθαι. όμι- λία,ή. Afamiliarc., λόγοι προσ- φιλείς : an interesting α, λόγος εύχαρις : a general subject of c, θρύλημα, τό : to enter into c. with aby, συνάπτειν λόγους τινί : to have a c. with aby, διαλέγεσθαι τινι or προς τίνα. λόγους συμ- βάΧλειν τινί : to engage in a c, ε'ις λόγους Ίέναι τιι/ί. εις Χόγους άφικνεΐσθαί τινι : to carry on a C about athg, διαλέγεσθαι περί τίνος, λόγον εχειν περί τίνος : — with aby, διαλέγεσθαι τινι or προς τίνα : to hold or have a philosophical c. with aby, διαλο- γίζεσθαΐ προς τίνα : to continue or carry on a c, μετιέναι τον λό- γον : to have a long c. with aby, λόγους πολλούς ποιεΐσθαι προς αλλήλους, διατελεΐν διαλεγομέ- νους προς άΧΧήλους : the c. turns upon a subject, λόγος γίγνεται or εμπίπτει περί τίνος : a sub- ject of c. is brought forward, έμ- βάλλονται λόγοι : in the course of c, διαΧεγόμενος, η, ον : ar- ranged in the form of, or by way of, a c, διαλογικοί, 3 : a learned or scientific c, ακρόαμα, τό : a c. of great interest, ή εν τω διαΧέ- γεσθαι πιθανότης : to enter into a long c, έμβαλεΐν ομιλίαν μήκος εχουσαν : the topic of a c, ομί- λημα. τό. CONVERSE, διαλέγεσθαι τινι or προς τίνα. όμιλεϊν τινι. διατρίβειν μετά τίνος; — on a subject, διαλέγεσθαι or διαμυ- θολογεΊν προς τίνα περί τί- νος : to c. very eagerly with aby, σπουδαιολογεΐσθαί τινι or προς τίνα : c.-ing on various subjects they arrived at the town, διαλε- γόμενοι προς άλΧήΧους άφίκον- το προς την πόΧιν. CONVERSELY, τουναντίον, τάναντία. εμπαλιν. τοΰμπαλιν. CONVERSION. «[Ι Act of changing] See Change. Ί| With ref to opinion, creed, Qc] τό μεταπείθειν. αποτροπή η από της κακίας (in a moral sense). CONVERT, v. 1 To turn to a different opinion] μεταπείθειν (with ref. to opinion), άποτρέπειν της κακίας or πονηρίας, σωφρο- νίΧ,ειν (in a moral sense), έπι- στρέφειν (Luc. and Ν. Τ.). To be c.-d, έπιστρέφεσθαι (D.). CON μετανοείν. μεταγιγνώσκειν. με- ταλλάττειν την γνώμην. ΤΤ To change] See to Change, to Turn. CONVEX, κυρτός, 3. CONVEXITY, κυρτότης, η. CONVEY. 1 To carry (in all its various meanings, with prepositions, e. g. into, over, φ?.)] See to Carry, to Bear. ■[[ To make over (of property, <%c.)] παραχωρεϊν or ύπείκειν τινί τί- νος, έζίστασθαι or άφίστασθαί τινί τίνος, παριέναι τινί τι. άποδιδόναι τινί τι. ^[ To C a meaning] e. g. ol λόγοι ούκ εχουσι νουν (c. no meaning) or b λόγος ούδεν λέγει : not to see the meaning wch is c.-d by athg, την ύπόνοιαν μη έπίστα- * CONVEYANCE. Jtf As act] αγωγή, προσαγωγή, ή. κομιδή, η. άποκίνησις. ϊ[ A means of c] αγώγιμα, τά. Se also CAR- RIAGE. "f[ Ε. g. of property, Qc] παράδοσις. εκδοσις, ή (g. t.) παραχώρησις, ή. CONVEYANCER, γραμμα- τεύς, έως, b. νομικός, b. CONVICT, v. ! It is hoicever usually rendered by πωλεϊσθαι (i. e. to be sold) or ώνιον είναι (to be saleable or for sale) : e. g. what does this cheese c. ? (what is the price of it ? how is it sold?) πόσου ώνιος 6 τυρός; athg c.'s me a good deal (1] prop. : with ref. to money), εχω τι Xa- βών πολλών χρημάτων : (2] fig.), πολλά άνάΧωκα εϊς τι : it c.'s some trouble, πόνων or επι- μελείας δει. εστίν επιμελείας : athg c.'s a good deal of trouble, πόνου πολλού εστί τι : it c.'s no trouble at all, πόνος ούδεϊς πρόσ- εστι τω πράγματι : it has c. me a good deal of exertion to ac- quire athg, πολλά πράγματα εχω (c. partcp.) : athg c.'s my life, άναΧίσκω την ψυχην ε'ίς Tt : the war has c. a great many lives, πολλούς άνδρας άνεϊΧεν 6 πόλεμος. COSTIVE, στεγνός (Hipp.). To render c, στεγνού ν την γα- στέρα or κοιΧίαν. έφιστάναι την κοιΧίαν : c. constitution or state of the stomach, άνεκκριτος κοιλία, η. ^ COSTIVENESS, εμφραζις, η. έμφραγμα, τό : also στεγνό- της της γαστρός or κοιλίας. κοιΧίας έπίστασις, η. COSTLINESS, εκπρέπεια, η (exquisite quality). πολυτέλεια, ή (great value). μεγαΧοπρέπεια, ν (luxury). COSTLY, πολύτιμο?, 2, and πολυτελής, 2 (of great value), δαπανηρός, ά, όν (of things — causing much outlay, πόΧεμος, D. Χειτουργία, Α.). πο\υδάπανος, 2 (Η.; of things : of persons, the two last = extravagant). Sts εξ- αίρετος, 2. έκ7Γρε7Γ?79, 2. περι- φανής, 2. διαφέρων, ούσα, ον (distbiguished). μεγαλοπρεπής, 2, and Χαμπρός, 3 (icith ref to luxury and splendour). A c. thing, χρήμα πολυτελές or τίμιον or κάΧΧιστον, τό. κειμήλιον, τό : to dress in c. apparel, χρήσθαι ιματίοις πολυτελέσιν. COT or COTTAGE, καΧύβη, σκηνή, ή. αύλιον, τό. A small C, καλύβιον, τό. κΧίσιον (hut; υρρ. regular dwelling. L.). σκη- νίδιον, τό : to build a c, καλυ- βοποιείσθαι. σκηνοΰν. σκηνο- ποιεϊσθαι: to dwell in a c, εν καλύβη διαιτασθαι (Τ. ; in a hut). σκηνάν. σκηνιϊν. COTTAGER. Crcl.withverbs σκηνάν. σκηνεϊν. ■[[ = Peasant] Vid. COTTON, s. "tpia τα άπό (125) cou ζύλων. βύσσος, ή. C. -plant, έριόζυΧον, ζύΧον, τό. COTTON, αφ*, βύσσινο*, εύ- Χινος, 3. COUCH, v. Tf (Trans.). Το lay] See the Syn. under that Ar- ticle. To c. (athg) in writing, ζυγγράφειν, καταγράφειν : to be c.-d in writing, γεγραμμένον κεΐσθαι. if To c. (= operate) abyfor the cataract] παρακεντεΐν τίνα. άφαιρεΐσθαί τίνα την των όφθαΧμών ΰπόχυσιν. ϋφεΧκειν την των όφθαΧμών ΰπόχυσιν. One who c.'s for the cataract, παρακεντητής, οΰ, 6. COUCH, v. Tf (Intrans.)] κατακΧίνεσθαι (pass.), κατακεΐ- σθαι,αΐεο κατακοιμασθαι. κατα- πίπτειν (of an ill person). If Of αηνηα^όκλάζειν. ύποπτήσσειν. If To lie in ambush] ένεδρεύειν τινά. Χοχάν, εΧΧοχάν τίνα (in order to wait for or spy athg out) : also έπιβουλεύειν τινί. COUCH, s. κλίνη (g. t. bed or c. ; dim. κΧΊνίδιον or κλϊνάριον). κΧιντήρ, ήρος, 6 (Horn. Od., Theocr.). άνακλιντήριον, άνά- κΧιντρον, τό. άνακΧισμός, 6. σκίμπους, ποδός, 6, and σκιμπό- διον (low c. z=. grabatus), τό. κρά- βατος, ο (= grabatus). Χίκτρον, τό (Horn. ; later mly in pi. = marriage-bed). COUCH-GRASS, άγρωστις, ιος and εως, ή. COUCHANT, κατακΧιθείς, 8[c. See to Couch. COUCHER, παρακεντητής, οΰ, 6. COUGH, s. βήζ, βηχός, 6. A violent c, βήζ Ισχυρός : a c- medicine, φάρμακον βηχικόν '. to have a c, /ϊίίττειν or βήσσειν. COUGH, v. βήττειν or βήσ- σειν. COULTER, άροτρ07του?, 7ro- δος, b. ϋνις or υνυις, εως, ή. COUNCIL, βουΧή, ή. συμ- βούΧιον, τό. γερουσία, ή. συν- έδρων, τό. βουΧεντήριον, τό. βουΧευτικόν,τό. βουΧευταί, ών, οι (the members of the c). The great c. at Athens, ή άνω βουΧή. ή των πεντακοσίων βουλή : to convoke the c, συυάγειν or συγ- καΧεΊν βουΧήν : to lay athg be- fore the c, άναφίρειν τι εις or προς την βουΧήν. *fl A member of the c] βουΧευτής, οϋ, 6. b μετέχων της βουλής. % C. of war] ή τών στρατηγών or ηγε- μόνων βουΧή. ζύλλογος τών στρατηγών, ο. ζυνέδριον τών στρατηγών. To hold a c. of war, βουΧήν προτιθέναι εν τοις ήγεμόσιν. συνεδρεύειν μετά τών ηγεμόνων. συμβουΧεύεσθαι περί τών ποΧεμικών. If Cabinet c] See Cabinet. COUNCILLOR, σύμβουΧος, b. βουΧευτής, συμβουλευτής, οΰ, b. σύνίδρος, b. COUNSEL. If Deliberation] συμβούλια and ζυμβουλή, ή. άνακοίνωσις, ή. βούΧευσις, ή. COU To take c. with aby about athg, έπικοινοΰσθαι or άνακοινοΰσθαί τινι περί τίνος. συμβουΧεύεσθαι τινι περί τίνος : also Χόγους προσφέρειν τινί. or λόγους ποι- εΐσθαι προς τίνα : to take c. with oneself, βουλεύεσθαι. ένθυμεΐ- σθαι. Χογίζεσθαι. If Advice] βουλή, ή. βούλευμα, συμβού- λευμα, τό. Good c, ευβουλία, ή. σοφός Χόγος, b : to give aby c, συμβουΧεύειν τινί (c. in fin.) : to assist aby both with c. and help, ώφεΧεΐν τίνα kui Χόγοις και έργω : to ask for aby's c, to fol- low aby's c, &c. see Advice. COUNSELLOR. If Adviser] σύμβουΧος, b. συμβουλεύων or συμβουΧεύσας, b. παραινέτης, ου,ο, πείσας, αντος, ο. φράσας, αντος, ο. % Advocate] VlD. COUNT, s. «if Computation] Vid. COUNT, v. άριθμεϊν (stronger καταριθμεΊν, διαριθμεΐν, to c. up), αριθμώ καταΧαμβάνειν. αριθμόν ποιεϊσθαί τίνος. To c on a table, άριθμεϊν δια τραπέ- ζης : to c. among athg, καταλέ- γειν or καταριθμεϊν τι εν τισι. τιθέναι τ'ι τίνων or εν τισι : to c. aby among the number of one's friends, ήγεΐσθαί τίνα τών φί- Χων είναι. See also Syn. in to Consider, if To c. over] Χογί- ζεσθαι, διαΧογίζεσθαι. άναμεμ- πάζειν. If To reckon or depend upon] πιστεύειν τινί. πεποιθέ- ναι εσεσθαί τι. μένει μοί τι. βέβαιον εχω τι. I can c. safely upon athg, απόκειται μοί τι, e.g. συγγνώμη, έλεος : to c. on aby's assistance, υπάρχει μοί τις βοη- θός. If To calculate] Vid. COUNTENANCE, s. f The face, as image of the inner man] πρόσωπον, τό. όφις, ή: also είδος, τό. τό τοΰ προσώπου σχήμα. To recognize a person by his c, φυσιογνωμονεϊν τίνα : that has a sad, sullen c, σκυθρω- πός, 3 : to have a dull, sullen c, σκυθρωπά"ζειν : to have a bright C, φαιδρόν είναι τό πρόσωπον. to assume a serious c, σπουδαίως Ίστάναι τό πρόσωπον : a ve- nerable C, σεμνοπροσωπία, ή. όφρύς, ύος, ή : to assume a dig- nified C, σεμνοπροσωπεΐν. άνα- σπαν τάς όφρΰς : a calm c, καθεστώς πρόσωπον, τό: to change c, see tinder Colour : to put aby out of c, ποιεΐν τίνα έρυθριάσαι : to keep one's c, κατέχειν τον γέλωτα : I can hardly keep my c, μόλις κατέχω τον γέλωτα : to give c, see the following A rticle. COUNTENANCE, v. If = Encourage, α8$Ϊ5ί]ύπηρετεϊντινι. To c. aby's plans or designs, ύπ- ηρετείν τω τυχεϊν ά βούλεταί τις : to be c.-d by aby, ωφελού- μαι υπό τίνος or εκ τίνος. COUNTER. If Of a money- changer, Qc] (g. t.) τράπεζα, ή. if An imitation of coin] ψήφος, cou cou cou V. ψηφί?, Ίδος, η. ^J A stone or mark in playing] πεσσός or πεττός, ό. COUNTER. See Against. COUNTERACT, άντιπράτ- τειυ. άντιτείυειν. εναντιοϋσθαι (pass.). COUNTERACTION, αντι- πάθεια, η. τό αντιπαθές, ους. COUNTERBALANCE,* σή- κωμα. άντισήκωμα, τό. To ef- fect or establish a c, άντισηκοϋυ. άντισταθμεϊυ : to act as a c, ισόρροπου tlvai τιυι. COUNTERBALANCE^•, άν- τισηκοϋυ. άντισταθμεϊυ (in an active se?ise). αντίρροπου or ισόρ- ροπου είναί -rti/t (in an intrans. COUNTER-CHARGE, «Wi- κατηγορ'ια,ή. αντιγραφή,?]. To "bring a c.-c. agst aby, άυτιγράφε- σθαι. άυτικατηγοοεΐυ. COUNTERFEIT, υ. παρα- ποιεΐν and παραποιεΐσθαι. ΰπο- ποιεϊσθαι. To c. coins, παρα- κόπτειν : — a seal, παραγλύ- φειυ : he c.-d the seal and open- ed the letter, παραποιησάμενος σφραγίδα λύει τάς επιστολάς : to c. a writing, διαφθείρειν or μεταγράφειν γραμματείον. See to Forge. ^[ To put on tlie ap- pearance of (= s : .mulare)] προσ- ποιεΐσβαια?ιά σκέπτεσθαι, σχη- ματίζεσθαι. COUNTERFEIT, -FEITED, adj. κ'ιβδηλος (espy of coin ; but also fig.), παραπεποιημένος (g. t.). νπόβλητος, υποβολιμαίος (supposititious), αδόκιμος, 2 (re- probate) : also προσποιητός, 2 (pretended, not real ; e. g. friend- ship), ουκ αληθής, 2 (not genuine), ψευδής, 2 (false). πΧαστός, 3 (rr fictus). C. coin, κίβδηΧου νό- μισμα. See False. COUNTERFEIT, s. Crcl.with the adj. κίβδηλος (e.g. άνήρ, πρά- γμα πιοιπυίητυς, 8{C.). COUNTERFEITER, ό δια- φθείρωυ, κιβδηΧεύωυ, παραποι- ούμενός τι. COUNTERMAND, ν. προ- αγορεΰειν or παραγγέλλειν μη είναι τι. προστάττειν μη ποι- εϊν τι. άντιπαραγγελλειυ. COUNTERMAND, s. άντι- παραγγελία* ή. . COUNTERMARCH, s. ίπ- άυοδος, άφοδος, η. άυαχώρησις, ΰποχώρησις, η. COUNTERMARCH, ν. πο- ρεύεσθαι εις τοΰμπαλιν. άνα- χωοεϊυ. άττιίυαι. COUNTERMINE, s. Ε. g. to make or work at a c. άνθυπ- ορύττειν. COUNTERMINE, v. άνθυπ- ορύττειυ (Pohian ) COUNTERPAIN : -POINTS. See Coverlet. COUNTERPART, τό άυτί- στροφου. But more usually ex- pressed by an adj. following the subst., e. g. η εργασία ταύτης or ταύτη αντίστροφος. To afford (126) the c. of athg, αντίστροφα τίνος πράττειν. COUNTERPLEA. See Countercharge. COUNTER-PLOT, v. άντ- επιβουΧεύειν (τινί. Τ.), άυτι- σοφίζεσθαι (τι. Α.). COUNTERPOISE. See Counterbalance, s. and adj. COUNTERSIGN, (prps) παο- υπογράφεσθαι or ΰπογράφειν (to tcrite below, e. g. τό εμαυτοϋ όνομα). COUNTERWORK. See Counteract. COUNTLESS. See Innume- rable. COUNTRY. 1 In contra- distinction to town] χώρα, q. α- γρός, 6 (usually in pi. αγροί). In the c, κατ άγρόν. εν άγροΊς: to live in the c, διατρίβειν εν άγροΐς. χωριάζειυ : the life in the c, άγροικος δίαιτα, η κατ' άγρόν δίαιτα : to go into the c, εϊς άγρόν άπέρχεσθαι : to come fm the c, εξ άγροΰ επαυερχε- σθαι. Ί[ A division or part of a h.md, a region, spot] τόπος, ό. χώρα, η. χωρίον, τό. A flat c, πεδαιάς, άδος, η. πεδίον, τό : a hilly or mountainous c, ορεινή, ή [χώρα] : in this C, παρ' ημΐν. ενθαδε : fm what part of the c. ? πόθεν ; fm what c. ? πυδαπός ; 3 : fm another c, αλλοδαπός, 3 : fm a distant c, τηλεδαπός, 3 : in the c, ο'ίκοι : up the c, ε /s την μεσόγαιαν. άνω. εις τά άνω : to go up the c, άναβαί- υειν. άνω πορεύεσθαι or Ίέναι : the custom of the c, πάτριος νό- μος, 6 : the law of the c, κεί- μενος νόμος, ό : the religion of the c, κοινοί θεοί, οι. κοινά ιερά, τά : the custom of the c, τρό- πος επιχώριος, 6. τά κατά την χώραν νόμιμα : the language of the c, η επιχώριος γλώσσα : the costume of the ο.,ίπιχώριος στολή, πατριώτις στολή, ή. στολή η νομιζομίνη or ίγχωρία έσθής, ή: the c. of a friendly na- tion, φιλία [χώρα], η : the ene- my's c, ποΧεμία, η. ή των πολε- μίων [χώρα] : to invade the ene- my's ft, εισβάλλειν εις την πο- λεμίαν : to order aby to leave the C, φυ-^αδεύειν τιι>ά. έκβάλλειυ τινά της χώρας : to be ordered to leave the c, φυγαδεύεσθαι. φεύ- γειν. εκπίπτειν της πόλεως or πατρίδος. ^\ In a restricted sense (= fatherland)] πατρίς, Ίδος, η. η οικεία [χώρα]. ^° It may also be rendered by χώρα simply, or πόλις, in cases where the mean- ing is clear fm the context. With- out a c, that has no c, άπολις, ιδος, ό, ή : that loves his c, φι- Χόπολις, ιδυς, b, η : fm the same C, της αυτής χώρας . to leave one's c, λείπειν την πατρίδα, άποδημεϊν : to be far fm one's c, άποδημείν : to show oneself grate- ful to one's c, άποδιδόναι τά τροφεία Trj πατρίδι : wherever we are well off, there is our c. (ubi bene, ibipatria),TOi καλώς πράσ σοντι πάσα γη πατρίς, πάσα γη καλή πατρίς, πατρίς γάρ έσ-τι πάσ' 'ίν αν πράττη tis ε υ '. love of one's C, ό της πατρίδος έρως. φιλοπατρία, ή : alover of his c, see Patriot. COUNTRY -AIR, 6 κατά τους αγρούς or εν τοϊς άγροϊς άήο. COUNTRY- ESTATE, χ ω - ριον, το. χωρά. η. αγρός, ο. Α small c.-e.. γήδιον, τό. COUNTRY-GIRL, παρθένος or παις άγροϊκος, ή. COUNTRY-HOUSE, επαυ- λις, εως, ή. επαύλιον, τό (build- ing on a farm). ( COUNTRY-LIFE, αγροικία, η. ν εν άγρω διατριβή. 6 ευ τοϊς άγροϊς βίος. η εν το'ις άγροΐς δίαιτα. COUNTRYMAN, f = Fel- low-counti-ymun] πολίτης, 6, or συμπολίτης, ομόφυλος, ό. πα- τριώτης, 6 (only of slaves) . Our ft, ήμίδαπός, ό : your c, ϋμεδα- πός, υ. PI. ομοεθνείς, ώυ. πο- λϊται, οι. COUNTRY-PEOPLE. ^ = Rustics'] VlD. οι άγροΊκοι. τό χωριτικόυ πΧηθος (Plut. Vit. Pericl., 34) : also οι ευ άγουΐς. COUNTRY-SEAT.' See Country-house. COUNTRY -TOWN, στόλι- σμα, πολισμάτιον, τό. κώαη, ή. COUP DE SOLEIL, άστρο- βλησία, άστροβολία, ή. άστρο- βολισυ,ός, ο. σειρίασις, ή. One suffering fm a c, άστροβλής, ήτος, ό, ή : to suffer fm a c, άστροβολεΐσθαι (pass.), σειριάν. COL T PLE, S. "ζεύγος, τό. συ- ζυγία, ή. συνωρίς or ζυυωρίς, ίδος, ή. A married ft, άνήρ και γυνή : this ft, άμφω τούτω. ^[ Pig. : a fete] ευιοι, αι, α. ολίγοι, αι, α. Ϊ1 Band, link] σύνδεσμος, ό. COL'PLE, ν. "ζευγνύναι, συν- άπτειυ, συνδεΐν. COURAGE, θάρσος, τό. θυ- μός, ό. εύφυχία, ή. τόλμα, η. άνδρία, η. φρόνημα, τό. Το show ft, θυμόν εχειν. θαρρεΐν. τολμάν. άνδρείον είναι: to have great c, μέγα φρονεΐν. φρο- νήματι χρήσθαι : to take C, θάρσος λαμβάνειν, θαρρύνεσθαι (pass.), θάρσος εγγίγνεταί μοι. θαρρεΐν : to take c. again, άνα- θαρρεϊν. άναλαμβάυειν θυμόν : to inspire aby with c, θάρσος or ρώμην or θυμόν έμποιεϊν or εμ- βάλλειν or παρεχειν τινί. θαρ- ρύνειν τι^ά. θαρρεϊυ ποιείν or κελεύειν τινά : to raise aby's ft, θήγειν τήυ φυχήυ or τό φρόνη- μα τίνος, παραθαρρύνειν τινά : to raise aby's c. again, άναθαρρύ- υίΐυ τινά. άντικαθιστάναί τινά επ\ τό θαρρείυ : to lose one's ft, άναπίπτειυ. καταπεσεΐν τώ θυμω. άποβάλλειυ τον θυμόν. άθυμεΐν. άθυμία εγγίγνεταί μοι. cou μεΐον φρονεΊν : to lose one's c. in doing athg, άθύμως έχεινπρός τι : to break aby's c,, καταδου- λοΰν την φυχήν or τό φρόνημα τίνος : want of c, άθυμία, ή. ατολμία, η. άνάπτωσις, η. COURAGEOUS, θαβραλέος or θαρσαλέος, 3. ευθαρσή?, 2. μέγα φρονών, οΰσα, οΰν. εύθυ- μος, 2. εϋψϋχος, 2. εΰτολμος, 2. ανδρείος and ανδρικός, 3. έρ- ρωμένος, 3. To be c., θαρραλέοι» είναι, θαρρεϊν : to render aby C., ρώμην παρέχειν or έμποιεΐν τινι. θαρρεϊν ποιεϊν τίνα. παρα- θαρρύνειν τινά. επιρρωννύναι τινά. COURAGEOUSLY, θνμω. θαρραλέως. σφόδρα, εύθύμως. COURIER, δρομοκήουζ, υκος, 6. πτεροφόρος,δ. βιβλιαφόρος, 6. Ίππεύς, δ. To send a c., ιπ- πέα πέμψαι. άποστέλλειν βι- βλιαφόρον: c.'s are coming, πτε- ροφόοοι φοιτώσιν. COURSE, δρόμος (g. t), δ. φορά, η (espy of the quick motion of animals and lieavenly bodies), ρους, οΰ, δ, and ρεΰμα, τό (only of a river), πλους, οΰ, δ (of a ship). The c. of a planet (round the earth or sun), περιφορά, η. κύκλος, δ : also όγμός (poet.) : to take its c., φέρεσθαι φοράν : to take its c. to such or such a place or in some direction (of a river), τετραμμένον εχειν τό ύδωρ ώς επί τι : to complete its c. (of a heavenly body), πληρούν κύκλον. ί[ Progress] προχώρη- σις. προκοπή, η. To check the c. of athg, κολούειν τι. σνστέλλειν τι. κωλύειν τι του μή λαβείν επίδοσιν : to let athg take its c, ου κωλύειν τι : to liave its free c, προχωρεΐν or άποβα'ινειν κατά τό δν : in the c. of time, προϊ- όντος του χρόνου, συν τω χρό- νιο προϊόντι : the c. of worldly things, τά εν άνθρώττοις γιγνό- μενα. τά ανθρώπεια πράγματα : in the c. of nature, κατά την φύσιν. ΤΪ C. (= mode) of ac- tion] To follow such or such a C, χρησθαι τρόπω τιν'ι. U C. of exchange] ή των νομισμάτων άξια. The c. of exchange is rising, έπι μείζον χωρεΐ ή άζία : the c. of exchange is going down, έπ' έλαττον βαδίζει η άζία. ^[ A c. of dishes] περίοδος, η. περι- φορά, η, also τράπεζαι, at : e.g. the first, second c, πρώται, δεύ- τεραι τράπεζαι. % Race-c] στάδιον, τό (pi. στάδιοι). δρό- μος, δ. ΤΙ C. of life] βίος, δ. αιών, ωνος, ο. ο προσήκων or τεταγμένος τοϋ βίου χρόνος. ^| Of c] φαίνεται γε τυΰτο. άν- αμφίλογον τοΰτο. δ λόγος αι- ρεΊ. A matter of c, αύθομολο- γούμενον πράγμα : that is a mat- ter of C, οΰ δη θανμαστόν γε τοΰτο : I must of c. do this, αν- άγκη γε τοΰτο ποιεϊν με. και μην ποιητέον γε τοΰτο. COURSE, v. m = To hunt (127) COU Iiares] λαγοθηράυ (Aristoph.). One who is fond of c.-ing, λαγο- θήρας, ου, δ. In the general senses see to Hunt, to Chase. COURSER, δρομεύς, έως, δ. δρομίας or δοομικός 'ίππος, δ. COURSING, τό Χαγοθηράν. See Hunting. COURT, s. 1 Both an open place in front of or behind a house] αυλή, η. ^f C of a sovereign αυλή, η. βασίΧεια, ων, τά. θύ- ραι βασιλέως, al (tL• household of a prince). The c. (in the ab- stract), οι έπι ταΐς θύραις τοΰ βασιλέως, οι περί τον βασι- λέα, οι τοΰ βασιλέως φίΧοι (the courtiers). Of or belong- ing to the c, αυλικός, 3: to go, or be introduced, or presented, at C., φοιτάν εις βασιλέως, ίέναι or άφικνεϊσθαι or παρα- γίγνεσθαι έπι τάς θύρας βα- σιλέως, παραγίγνεσθαι τω βα- σιλεϊ or προς τον βασιλέα : at Ο., έπι or εν ταϊς θύραις τοΰ βασιλέως : an attendant or ser- vant at c, θεράπων τοΰ βασιλι- κοΰ οίκου, δ : favour at α, η παρά των βασιλέων εύνοια : residence of the C, διατριβή ή τοΰ βα- σιλέως : c. intrigue, κακοπραγ- μοσύνη αυλική, ή (Polyb.) : fa- shion at C, ΰπερηφανία, η. με- γαλαυχία, η : a c. lady, θερα- παιυίς της τοΰ βασιλέως γυναι- κός, ή. ή| To pay ones c. to aby] θεραπεύειν τινά. ff C. of jus- tice] δικαστήριον, τό. άρχεϊον, τό. ί[ The c. (in the abstract)] δικασταί, ων, οι. To bring athg before a c, άναφέρειν τι 7rpos τους δικαστάς : to place aby before a c, άγειν τινά προς τους δικαστάς, or simply είσά- γειν or ύττάγειν τινά : to address the C, εν τοΐς δικασταΐς ποιεϊ- σθαι λόγους : to summon before a c, ε'ις δίκην άγειν, or simply ΰπάγειν : to he summoned to appear before a c, δικάζεσθαι (pass.) : to appear before a c, παραγίγνεσθαι or παρεϊναι εν τοϊς δικασταϊς or δίκην ΰπέχειν. εις κρίσιν καταστηναι : to ap- pear for aby in c, συνδικεΐν or συναγορεύειν τιν'ι : the c. is sit- ting, κρίσις or δίκη γίγνεται. COURT, v. U To pay one's c. to] θεραπεύειν τινά. To c. aby (by flattery), to c. favours, &c, άρεσκεύεσθαί τίνα. άνα- κτασθαίτιναθωπεύμασιν. υπο- δύεσθαί τίνα. μυηστεύειν την παρά τίνος εΰνοιαν. % As α lover] μνάσθαι, μνηστεύειν and μνηστεύεσθαι (τινά). One that c 's for another, προμνήστωρ, ορός, δ. συνεργός τω γαμεϊν έπι- χειρήσαντι (Xen. Cyr. viii. 4. 17). COURT-BARON, (prps) oi περί την κληρουχί /tv νόμοι. COURT OF CHANCERY, όρφανοφύλακες, oi. Tbe pro- perty of a ward in the c, όρφα- νικά χρήματα, τά : a ward in c, κόρη, ή. γλήνη, η. GOV " COURT- DAY, δικάσιμος ημέρα, η. αγοραίος ημέρα, η. COURT-LIKE. See Cour- teous. COURT-MARTIAL, στρατ- ηγοί oi Is κρίσιν συνελθόντες or συγκληθέντες. κρίσις, ή. Το try aby by a c.-m., κρίσιν ποιεΐ- σθαι περί τίνος: to hold a c.-m., στρατηγούς συγκαΧεΐν ε'ις κρί- σιν. COURT-MINION, αυλικός, δ (g.t) : or by Crcl., e.g. δ βασι- Χεύς φιλεΐ τίνα. COURT-YARD. See Court. COURTEOUS. See Polite. COURTEOUSLY. See Po- litely. COURTEOUSNESS. ^Po- liteness. φιΧανθρωπία,η. To display c. towards aby, treat him with c, θεραπεύειν τινά. COURTESY, φιΧικώς (e.g. προσφέρεσθαί[ρα88.]τινι). See i^OLITET Υ COURTESY, s. 1 = Cour- Vid. If Reverence by women] E. g. to make ac, (prps) κύπτειν,προκύπτειν. προσκυνεΐν τίνα. COURTIER, f Prop.: one who lives at court] αυλικός, δ. PI. oi εξ αΰλης. αυλικοί, oi. "i\ Fig. : to act thee] μεγαλαυχεΐν. ΰπερ- ηφανεύεσθαι (to have haughty manners). COURTLINESS. See Cour- teousness. COURTLY. See Courteous, Polite. COURTSHIP, μνηστεία, η (Pint.), μνηστευμα, τό (Eur.) : or by vei-bs under to Court ; prps also λόγοι περί έρωτος, oi (i. e. the declaration itself), λόγοι περί γάμου, oi. COUSIN, άνεφιός, δ. A fe- male C, ανεψιά, ή. COVE. See Bay, Shelter. COVENANT, s. See Com- pact. COVENANT, v. TI To make a Compact] Vid. COVENANTER, ό συμβάλ- λων or συμβαλών, όντος. COVER, s. 1 Any moveable thing ichich is placed on another] έπίβλημα, επίθημα, στέγασμα, πώμα, το. πωμαστήριον, το (g. tt.). Τ| Of a pot] ύρτάνη, η. if In a more extended sense] στρώ- μα, περίστρωμα, τό (any outer covering that is placed or wrapped round athg) : also σκέπη, η. σκέ- πασμα, τό. κάλυμμα, πέτα- σμα, περιπέτασμα, τό. δέρρις, εως, η (a leather covering). A c. of wicker-work, &c, φορμός, δ. φίαθος, η : to make or plait c.'s, φορμορραφεϊν : a woollen c. or coverlet, χλαϊνα, η : the c. or roof of a coach or vehicle, σκηνή, η. $gf A ny envelop, encasement, Qc, may be rendered by the term περίπτυγμα, τό, or έλυτρον, τό. To put a c. on athg, see to Cover. *T[ Protection (fig.)] Vid. A c. cov (agst athg), σκέπη (τινός) : also φυλακή, η (a guard, protection), άμυνα, η {any defensive contri- vance) : to afford a c, σκέπην παρέχειν or παρέχεσθαι : to be under c. (= shelter) of athg, εν σκέπη είναι τίνος. *H Metaph. : pretext] προκάλυμμα, παραπέ- τασμα, τό. πρόφαση, η. Το use athg as a c, προκαλύπτεσθαι τι. COVER, V. σκέπαν, έπισκέ- πειν. σκεπαζειν, στέγαζαν (with athg, by way of preserving it). στρωννύναι (to put a c. upon, by way of ornament) . όροφονν (e.g. οικίαν). στέγειν, καταστεγά- Χειν, έπιστεγάζειν (with a roof), καλύπτειν, επικαλύπτειν,περι- καλύπτειν (to wrap round, c. with any integument) . καταλαμβάνειν, κατέχειν (to occupy, be spread over athg). κρύπτειν, άποκρύ- πτειν (to conceal), επιτιθέναι (to put on a ft, e. g. πώμα τινι, a lid on athg). Poet., καταστορεν- νύναι. στορέσαι (of something spread over, e. g. "Έ,κτορα λά- εσσι, κώεα θρόνοισι. if.). To c. myself with glory, δόξαν (α'ισχϋ- νην) έμαυτω περιποιώ : to c. aby with shame, καταισχϋ'νειν τινά : the snow c.'s every thing, χιών κατείληφε or αποκρύπτει τά πάντα : to c. all over, καταοτε- γνοΰν : to c. the sea with ships, εμπιπλάναι την θάλατταν τρι- ηρών : the plain is c.-d with flow- ers, άναπέπλησται τό πεδίον ανθέων : c.-d, κατάστεγος, 2. στεγανοί, 3 (with a roof, S^c). κεκαλυμμένος, 3 (wrapt up ivith athg). κρυπτός, 3 (concealed) : c. with trees, δασύς δένδρεσι (Χ.). "f[ To protect, guard] Vid. % To copulate (of COVER, s. Covert] Vid COVERING, «ft Whatever is placed on or over any object] See Cover, if Dress] See the Syn. under that Article. ^ COVERLET, χλαΐνα,σισύρα, η. περίστρωμα, τό. COVERT, s. f Fig.: a place for shelter or retreat] καταφυγτι, αποστροφή, η. χωρίον όχυρόν, τό. To place oneself under c. agst, φυλάττεσθαι. εύλαβεϊσθαι (pass.) : — agst athg, τι or από τίνος : to be under c, ασφαλώς ί-χειν. εν ασφάλεια είναι. ^[ A thicket] δάσος, τό. δασύ, έος, τό. λόχμη, η. σύνδενδρον, τό. ΤΙ A lurking-place] μυχός, 6. απόκρυφη, η. ^ Of animals] φωλεός, 6. φωλεά, τά (lurking- plaice ; espy of torpid animals), κοίτη, j;. κευθμών, ώνος, 6. εύνή, ■h (lair of wild animals; form of a hare). Ion. pi., ίίθεα, τά (haunts). If = thicket, Vid. COVERT, adj. «U Skeltered] See Covered,' prop, and fig., un- der to Cover. η[ Concealed] κρυπτός, 3. άποκεκρυμμένος, 3. άδηλος, 2. (128) coz COVERTLY, κρύφα. λάθρα. COVET, έπιθϋμεΤν, όρέγε- σθαι, εφίεσθαι, τινός (to have a strong desire after), ποθεΐν, έπι- ποθειν τι (stronger term), α'ιτεϊ- σθαι and άξιονν τι, also δεϊσθαί τίνος (to demand), ερωτικώς or έπιθυμητικώς εχειν τινός, κιτ- τάν τίνος (to lust after). COVETABLE. See Desira- ble. COVETOUS, 'επιθυμών, oD- σα, οΰν. έφιέμενος, 3. επιθυμη- τικός, 3. πλεονέκτης, ου, 6. κέρ- δους επιθυμών, οϋσα, οΰν. αι- σχροκερδής, 2 : also επιθυμητι- κός, 3 (stronger term). To be α, έπιθυμεϊν τίνος, έράν τίνος, δι- ψην or πεινην τίνος : to make aby c, επιθυμίαν έμβάλλειν τιν'ι. See also to Covet. COVETOUSLY, καϊ πάνυ. προθύμως. COVETOUSNESS, πλεον- εξία, η. 6 του πλεονεκτεΐν or χρηματϊζεσθαι 'έρως. επιθυμία τοΰ έχειν or κέρδους, η. Vile c, α'ισχροκερδία, η : insatiable c, απληστία, η : out of or fm c, υπό πλεονεξίας, επί πλεονεξία. COVEY. See Brood. COW, βοϋς, βοάς, η : also θή- λεια βοΰς. δάμαλις, εως, η. Α young α, πόρτις, ιος, η : to feed the c.'s, βουκολεΐν. COW-DUNG, βόλιτον, τό. βόλιτος, ό. COW-HAIR, τρίχες βόειαι or αϊ από τών βοών. COW-HERD, βουκόλος, 6. COW-HIDE, βοεία, ή. βό- ειον δέρμα, τό. COW-HORN, κέρας βόειον, τό. COW-HOUSE, βοαύλιον, τό. βούσταθμον, τό. βοών, ώνος, ό. COWARD, δειλός και κακός άνθρωπος, βλάξ,βλακός,ό. μα- λακός, ο. άνανδρος, 6. συκομά- μας, ου, ό. To be or act as a c, άποδειλιαν. μαλακίζεσθαι (pass.), βλακεύειν. t COWARDICE^itXia^a/a'a, άνανδρία, η. μαλακία, ή. COWARDLINESS. See Cowardice. COWARDLY, δειλός, άναν- δρος, 2. κακός, άτολμος, 2. In ac. way, δειλώς, όνάνδρως, άγεν- νώς, άτόλμως, also άκόσμως (e. g. φεύγειν. Hdt.). C. behaviour, μαλακία, η. άνανδρία, η : to act in a c. manner, άποδειλιαν. μα- λακίζεσθαι (pass.), βλακεύειν. COWER, πτήσσειν, ϋπο- πτήσσειν. όκλάζειν. ύποκαθί- ζεσθαι. COXCOMB, σχολαστικός, 6. μώρος, 6. ηλίθιος, ό. COY, κόσμιος, 3. α'ιδήμων, 2. εύσχημων, 2. σώφρων, 2. βαυ- κός. COYLY, αιδημόνως. κοσμίως. COYNESS, α'ιδώς, ούς, η. τό κόσμιον. εύσχημοσύνη, v. See Modest. COZEN. See to Cheat. CRA COZENAGE. See Trickery. COZENER. See Cheat. CRAB, καρκίνος, 6 (stands both for crawfish and the constellation Cancer). "[J A morose fellow] See Crabbed. CRABBED, σκυθρωπός, 2. στρυφνός, 3. αυστηρός, 3. δύ- σκολος, 2. δυσάρεστος, 2. % Difficult, confused] VlD. ^ CRABBEDLY, σκυθρωπώς. δυσκόλως. αυστηρώς, δυσαρέ- στως. CRABBEDNESS, σκυθρω- πότης, ητος, η. αύστηρότης, η. τρόπων χαλεπ ότης, η. δυσκο- λία, η. CRACK, s. 1 The sound of athg cracking] πάταγος, 6. πατά- γημα, τό. -ψόφος, 6. ^[ A chink] ρήγμα, τό. διαρρωγή,η. ραγάς, άδος, η. To get c.'s, διαρρήγνυ- σθαι (pass.). CRACK, v. H (TRANS.)] σχί- ζεις, άνασχί'ζειν, κατασχϊζειυ. διαιρεϊν. To c. nuts, κάρυα συν- τρίβειν or κατατρίβειν : to C. aby's skull, συρρήξαι την κεφα- CRACK, ν. "υ (Intrans.) To produce a sound] ψοφεϊν. πατ- αγεΐν, πλαταγεϊν. ^ To open in chi?iks] ρήγνυσθαι, διαρρήγνυ- σθαι, καταρρήγνυσθαι (pass.), σχίζεσθαι, διασχίζεσθαι (pass.). U Fig. : to boast] Vid. CRACK-BRAINED. See Crazy. CRACK-HEMP orC.-ROPE, μαστιγίας, ου, b. CRACKLE, ψοφεϊν. See al- so to Crack. A c.-ing noise, ψόφος, b. κνοΰς, οΰ~, 6. CRACKLING. See tc Crackle. CRACKNEL, (prpe) στρε- πτός, b (Dem. de Cor., p. 314, § 260). CRADLE, s. εύκίνητον κλινί- διον,τό. σκάφη, η. λεΐκνον or better λίκνον (Η.)• Fm one's c, εκ σπάργανων, από της γενεάς, ευθύς εκ παιδός. εκ παίδων, εκ νηπίου. To rock in a c, λικνί- ζειν or λεικν'ιζειν. ΤΙ Metam. : origin, birth] VlD. CRADLE, v. f To lay in a ft] (p)ps) εις την σκάφην ε'ισ- τιθέναι. CRAFT. If A manual trade] See Trade. "f[ Cunning] Vid. TI A small vessel] See Ship, Ves- CRAFTILY. See Cunning- ly. CRAFTINESS. See Cunning. CRAFTSMAN. -See Trades- man. CRAFTY. See CvsmxG,adj. CRAG. See Rock, Cliff. CRAGGED or f CRAGGY, πετραϊος, 3. πετρώδης, 2. από- κρημνος, 2. κρημνώδης, απότο- μος, 2. σκληρός, 3 (of the soil). CRAGGEDNESS, τό από- κρημνο v. CRAM, v. στοιβάζειν. βύειν. CRA σάττειν. έμπληροΰν. Toe. into, ενστοιβάζειν. εμφράττείν. έμ- βύειν: to c. athg into athg, εμ- βύειν τι τινι. ε'ισάγειν τι τινι. εμφράττείν τι τινι : to c. be- tween athg, διαστοιβάζειν τι διά τίνος : to c. full, έμπιπλά- ναι. έπιπληροΰν τι. If To c. (as poultry)] πιαίνειν. σιτεύειν. εύωχεΐν. καταλιπαίνειν. C.-d, σιτευτό^, 3. CRAM (oneself), χαρίσασθαι τ?ι γαστρί. άδηφαγεϊν. λαι- μάττειν. CRAMP, s. If Spasm] σπα- σμός, ο. σπάσμα, τό. σπαδών, όνος, ή. To get the c., σπάσθαι, προσπάσθαι (pass.), σπασμό? λαμβάνει με. if A c.-iron] έχμα, τό. αρμός, 6. πόρπη, ή. σύνδε- σμος, 6. To fasten together with ΆΟ,.,ΤΓορτταν. συσφίγγειν. περι- λαμβάνειν εχμασι. προσάπτειν. CRAMP, ν. % To have the c, or l)e c.-d] σπάσθαι, προ- σπάσθαι (pass.), σπασμός λαμ- βάνει με. if To fasten together tvith a c] See under Cramp, s., codr. ^J To confine] Vid. To be c.-d in one's circumstances, μετρί- ως "ζην. μετρία τη διαίτη χρη- σθαι : to be c.-d, συνεσταλμίνον είναι εις τι. CRAMP-FISH, νάρκη, η. CRAMP-IRON. .See Cramp, s. CRANE. If The bird] γερα- νός, η. The keeping of c.'s, γε- ρανό βοτ α, η (P.). if A machine for raising iveights] γερανός, γε- ράνιον. καρχήσιον, τό. όνος, 6 (Η.). To raise or haul up with a c. (rather prps windlass), όνεύιιν CRANE'S BILL (a plant), γεράνιον, τό. CRANNY. See Chink. CRAPE, 'ύφασμα Κεπτόν or λεπτότατον, τό. Mourning c, πένθιμον κάλυμμα, τό. CRAPULENCE, κραιπάλη, ■η. μέθη, μέθυσις, η. To sleep off one's c, άποκραιπαλάν. έκ- νήφειν. CRAPULOUS. See Drunk- en. CRASH,??. (Intrans.). ψο- φεΐν. παταγείν. CRASH, s. πάταγος, 6. πα- τάγημα, τό. CRASSITUDE, -τταχο^ τό. παχύτης, ητος, η. πυκνότης, ητυς, η. CRATCH, φάτνη, η. κρα- στήριον, τό. CRATE, ταρσός, 6 (for dry- ing or straining things on ; e. g. cheeses). CRATER (of a volcano), κρα- τήρ, ηρος, b. στόμιον, τό. χά- σμα, τό (g. t. for any yawning opening). CRAVAT, επίσθμιον, τό. CRAVE, if To ask, beg for] Ίκετεύειν or δεϊσθαι (c. infin.). To desire, long for] Vid. CRAVEN. See Coward. (129) CRE CR A VING, επιθυμία, εφεσις, η. πόθος, b. CRAUNCH, λεαίνειν, συλ- λεαίνειν (to grind with the teeth, τοΐς όδοΰσι). φλαν, τι (esply of crunching it up greedily. Com.), μασάσθαι (to chew). CRAW, πρόλοβος, b. προ- ηγορεών, ώνος, b. CRAWFISH, πάγουρος, b (prob. the common crab). CRAWL, s. ίχθυοτροφεΐον, τό. CRAWL, v. See to Creep. To come c.-ing along, εφέρπειν, προσίρπειν. CRAWLING, ερπυσμός, b. CRAYON, κυκλομόλυβδος, b (a pencil), λευκή γη. κιμωλία γη, η. To draw in c.'s, λευκο- γραφεΐν. CRAZE. if To pulverize] Vid. if To turn the brain] διαταράττειν την τίνος γνώ- μην. έζιστάναι τιι>ά του φρο- νεϊν. παραπληγα άποδεικνύναι τινά. CRAZED, παράπληκτος, 2, and παραπληζ, ήγος, ό, η. παρά- φορος, 2. μαινόμενος, 3. μανείς, εΐσα, εν. μανικός, 3. παράφρων, 2. To become c, παραπλήτ- τεσθαι (pass.): to bee, παρακι- νητικούς εχειν. μαίνεσθαι (pass.), μανίαις ένέχεσθαι. CRAZ1NESS. If Ofthebody] ασθένεια, η του σώματος or περί τό σώμα. if Of tlie mind] εκστασις τών λογισμών, η. See Madness. CRAZY. If Weak, impaired] ανάπηρος, κατάπηρος,2. σαθρός, 3. ασθενής, 2. αβέβαιος, 2. if With ref. to the mind] παραπληζ, ηγος. παράπληκτος. παράφρων, ο,η. μανικός. <5ββ Crazed. To be C, παρακινητικώς εχειν. παρα- κεκροΰσθαι τών φρενών, παρα- παίειν. μαίνεσθαι (pass. ;stronger term) : to become c, παραπλήτ- τεσθαι (pass.), έξίστασθαι του φρονεΐν. διαφθείρεσθαι (pass.) την γνώμην : to turn or make aby c, διαταράττειν την τίνος γνώμην. έξιστάναι τινά του φρονεΐν. CREAK, ψοφεΐν. κροτεΐν. CREAKING, s. ψόφος, ο. xf /όφημα, τό. The c. of shoes, κνοΰς, οΰ, ο. CREAKING, adj. E.g.&c. noise, see Creaking, s. CREAM, τό παχύ του γάλα- κτος, τό τοΰ γάλακτος άνθος or τό τοΰ γάλακτος πΐον. Whipt c, άφρόγαλα, τό (frothed milk. Gel.) : fig. κενολογία, if Met- on. : the flower, the best of athg] See Flower. CREASE, πτύξ, πτυχός, η. That has a c. or c.'s, πτυχώδης, 2. See Fold. CREATE. if To produce, bring forth what did not exist] ποι- εϊν. φύειν. δημιουργεϊν. άπερ- γάζεσθαι. άποδεικνύναι : also κατασκευάζειν (to shape, frame). CRE κτίζε ιν (to lay thefoundation of: so N. Test), «[f To elect, appoint] άποδεικνύναι. άναγορεύειυ. άπο- φαίνειν. καθιστάναι (all c. double ace). Ε. g. στρατηγόν άπέδει-• ξεν αυτόν ο βασιλεύς. if Το cawse] ττοιεΰ;. παρέχειν, S[c. See to Cause. To c. laughter, γέλω- τα ποιεΐν or κινεΐν : to c envy, εχειν φθόνον : to c. a disturbance, θορυβείν: to c. a sensation, θαύ- μα παρέχειν (τινί). θιιυμάζεσθαι (pass.) προς τίνος : to c. admi- ration or astonishment, θαύμα, S^c. (see ante) : to c. pity or sym- pathy, όϊκτον παρέχειν τινί or ελεον εχειν : to c. a wish or de- sire, έμβάλλειν or έμποιείν έπι- θυμίαν. to c. disturbances among the people, ταράττειν τό πλή- θος or εις στάσιν έμβάλλειν or καθιστάναι τό πλήθος. if Το invent] Vid. CREATION. If A bringing forth (in general)] τό γεννάν or φύειν. κατασκευή, δημιουργία, η. γένεσις, η (the latter word how- ever is occasionally met with to express the sum of created things, as in Plat. Phadr. 245, ε), γέ- νεσις τοΰ κόσμου or τών πάν- των, η. Fm the c. of the world, από καταβολής κόσμου (New Test). if The sum of thifigs created] τα όλα. πάντα τά υπάρχοντα or πεφυκότα. κό- σμος, ο. φύσις, ή. Thee, of the universe, »7 τών όλων σύνταζις: the day of c, η της γενέσεως ημέρα. if Election to an office] See Election. CREATIVE, ποιητικός, 3. γόνιμος, 2. δεινός, 3. CREATOR, ο ΐ£ άρχης ποι- ών, ο φύσας or κατασκευάσας, αντος. δημιουργός, b (he that bringeth forth), b κτίσας (τινά. Ο. Test.), εύρετής, οΰ, b (in- ventor), ο πρώτος εύρων or ποι- ήσας or είσηγησά μένος, also ο πατήρ (lie that is the cause of athg). The c. of the world, ό τον κόσμον συντάζας or φύσας: the c. of mankind, b πρώτος ποιών ανθρώπους : the c. of a work, b έργασάμενος or άπερ- γασάμενος or κατασκευάσας 'έρ- γον : c. of an art, b εύρων τέχνην τινά : remember thy c, μνή- σθητι τοΰ κτίσαντός σε (Old Test). CREATURE, κτίσμα,τό. 'έρ- γον, τό. φύσις, η. A living α, Χ,ώον, τό : to serve the c. more than the creator, λατρεύειν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα (St. Paul), if Servile, dependent] πε- λάτης, ου (P. ; hireling, depend- ant), φίλος or b ύπό τινι ων. The c.'s of Pompey, ol υπό ΐίοιχ- πηίου προηγμένοι : low c, κά- θαρμα, τό : a good c, (prps) αγα- θόν τι χρήμα ανθρώπου. CREDENCE. See Syn. in Faith. "If A letter of c] See Credentials. CREDENTIALS, γράμματα CRE CRE CRI τά εις ιτίστιν δεδομένα, γράμ- ματα πίστεως σημεία. To give aby his c, γράμματα εις ιτίστιν διδόναιτινϊ φέρειν. πίστιν περι- τιθέναι τινί γράμμασιν. CREDIBILITY, πιθανότης, ητος, η. τό ττιστόν. πίστις, £ios, η. αξιοπιστία, η. The c. of athg is rather doubtful, η πί- στις τινός επισφαλής εστίν. CREDIBLE, πιθανός, 3. πι- στός, 3. αξιόπιστος, 2. εχέγ- γυος, 2. άξιόχρεως, ων. CREDIBLY, άξιοπίστως. CREDIT, s. π'ιστις, εως, η (conviction). Togive c. to athg,7rt- στεύειν τινί : to find c, κρατεΐν. πίστιν Χαμβάνειν or εχειν. πι- στεύεσθαι (pass.; of persons and things), e.g. the flatterers will in- jure those who may think them deserving of c, οι κολακεύοντες τηστει/ϋει/τε? άδικούσι τους πιστεύσαντας; deserving of c., αξιόπιστος, 2 : to give or attach c. (to athg), πιστεύειν, πείθεσθαι (pass.), δέχεσθαι or άποδέχε- σθαι or πιστεύειν είναι τι (i. e. to believe it to be) : to give or at- tach no c. to athg, άπιστίαν εχειν περί τίνος, άπιστεΐν τι : they attach c. to what I am saying, πιστεύομαι (pass.). Tf Reputa- tion] αξίωμα, τό. δόξα, επιφά- νεια, η. τιμή, ή. To enjoy great α, αξίωμα εχειν. τιμάσθαι (pass.) προς τίνος, θεραπεύεσθαι (pass.) προς τίνος. U To do aby c. (= is praiseworthy, φ?.)] Athg does me c, προς έπαινον ηκει μοι. κόσμον φέρει μοι. κα- Χόν εστί μο'ι τι. δόξαυ Χαμβάνω από τίνος (stronger term) or ευ- δοκιμώ επί τινι : athg does me no c., αίσχρόν or έπονείδιστόν εστί μοι τι. όνειδος εστί μοί τι. αϊσχΰνην φέρει μο'ι τι. % In a commercial sense] πίστις, εως, η (as the ground of trusting aby). άναβοΧή (the deferring of payment). To give (athg) on c, δανείζειν : on c., ε7τ' αναβολή : to buy (sell) on c, ίπ' αναβολή ώνην, πράσιν πυΐεϊσθαι (Ρ.) : to give aby c, πιστεύειν or ε'ις πίστιν διδόναι (τινί τι), έπ' ανα- βολή πράσιν ποιεΐσθαί τινι: to set athg down to aby's c, Χογί- ζεσθαί τινί τι : c. given to aby on a bill, δάνειον επί συγγραφή or επί τω σώματι πεπιστευμέ- νον : c. is the soul of commerce, π. αφορμή τών πασών μεγί- στη προς χρηματισμού (D.) : aby's c. is good, πιστεύεται τις προς απαντάς : a letter of c, (prps) συγγραφή πίστιν περι- θεϊσά τινι. CREDIT, v. 1J To believe, to take to be true iviihout sufficient proof ] νομίζει». *[J To take athg on aby's word] πείθεσθαι (pass.). ύποΧαμβάνειν. δέχεσθαι, άπο- δέχεσθαι. To c. what aby says, πιστεύειν τινί τι : to c. athg, πιστεύειν είναι τι : not to c. athg, άπιστίαν εχειν περί τίνος. (130) άπιστεΐν τι : they c. what I am saying, πιστεύομαι (pass.). U In a mercantile sense] See ' to give Credit.' CREDITABLE. U Respect- able] Vid. If Laudable, honor- able] Vid. See ' is a Credit to one.' CREDITABLY. See Honor- ably, Resfectably. CREDITOR, δανειστής, od, 6. 6 δανείσας, αντος. δ συμβα- Χών, όντος (sc. τό χρέος), χρή- στης, ου, δ (c. gen. pi. χρηστών). To satisfy one's c.'s, άπ-αλλάτ- τειν τους χρήατας. άποδοΰναι τοΐς χρήσταις τά οφειλόμενα : to cheat one's c.'s., παραγράφειν τους δανειστάς. CREDULITY, εύττείθεια, ή. τό εϋπειθές, οϋς. CREDULOUS, εύπειθής, 2. εϋπιστος. εϋπειστος, 2. To be Ο., ταχύ πείθεσθαι (pass.). CREED. ΤΤ Confession of faith] σύμβοΧον της πίστεως, τό. ορός της πίστεως, δ (Κ. S.). U In a narrower sense] δόξα, η (opinion). CREEK. See Bay. CREEP, ερπειν (g. t). έρπύ- ζειν(Η.; also of plants, e. g. the ivy. In Att. only aor. 1, to supply aor. to ερπειν). Of worms, ΊΧυσπά- σθαι. To c. on all fours, τετρα- ποδιστί δδεύειν: to c. into, ένδύ- εσθαι, ε'ισδύεσθαί τι : to c. out of athg, εκδύεσθαί τίνος. % Fig.: (= be servile)] See Servile. % To move on slowly] ερπειν. βρα- δύνεσθαι (pass. ; both of animate objects). μέΧΧειν (of time, to c. o?i). έφέρπειν, προσέρπειν. If To c. in (as a mistake)] αμάρτημα είσρεΐ. CREEPER. U One who creeps] Crcl. icith the verbs. H Creeping pfont] See Creeping, adj. CREEPING (assubsl.), ερπυ- σμός, ό (prop.). CREEPING (as adj.), ερπυ- στικός. C. animals, τά ερπετά. IT Servile] Vid. % Of plants] χαμαίκαυλος, 2 (icith a low c. stalk. Theoph. χaμaίζηXoς^slow, groicing low. χαμ. φυτά opp. δένδρα, Α. : so χαμαιπετής, Pol.), χαμερπης (c. on the ground. Anthol.). υπέρ γης κεχυμένος (c. on the ground with abundant foli- age. St. Basil), περιαλλόκαυλος, έπαΧΧόκαυλος (both Tlieoph. ; growing round or attaching itself to other plants or trees). CREEPINGLY. See Slowly. CREPITATE, δουπεΐν. κρο- τεϊν. ψοφεΐν- CREPUSCULAR, κνεφαως. CRESCENT, σεΧήνη διχοτό- μος (c. and decrescent), σελήνη τικτομένη (if waodng). σεΧήνη φθίνουσα (if waning). σεΧήνη μηνοειδής (the first and last quar- ter). In the form of a c, σεΧη- νοειδής, μηνοιδής, 2. CRESS, κάρδαμον, τό. CRESSET. See Beacon. CREST. % Of animals] Χό- φος, δ. Χοφιά, η. ^Τ The c. of a helmet] Χόφος, δ. κώνος (the apex of a helmet), δ. σόβη, η. έπίκρανον, τό (the plume). *& A coat of arms] επίσημου, τό. ση- μεϊον, τό. σύμβολου, τό. CREST-FALLEN. See De- jected. CREVICE. See Crack, s. and v. CREW. % Multitude] ΪΧη, ι), συστροφή, ή. σύστρεμμα, τό. όχλος, δ. όμιλος, δ. H Of α ship] υπηρεσία, η. έπιβάται, οι. πληρώαατα, τά : also ναϋται, ών, οι. CRIB. 1 For horses, f Μ φάτνη, η. κραστήριον, τό. 5ί The stall of an ox] βοών, ώνος, δ. βούσταθμον, τό. βουστάσιον, τό. βουστασία, η. % A child's c] See Cradle. CRIBBLE, s. 1 Sieve] Vid. CRIBBLE, v. t To pass through a sieve] διασήθειν. διατ- ταν. ύποσείειν. κοσκιν'ιζειν. CRICK. See to Creak. CRICKET, τεττιξ, ιγος, δ. CRIER, κήρυξ, ϋκος, δ. CRIME, αμάρτημα, τό. κα- κούργημα, τό. αδίκημα, τό. έρ- γον άδικον or άνοσων, τό. άνό- μημα, παρανόμημα, τό. κακόν ipyov, τό. έργον άσεβες και άνοσων, τό. To commit a α, έργάζεσθαι έργον κακόν or άνο- σων. πΧημμελεΐν. άδικείν. άμαρ- τάνειν αμάρτημα. κακουργεΊν: athg is punished as a capital c, θάνατος επίκειται τινι : to make athg a capital c, θάνατον δρίζειν είναι την ζημίαν επί τινι : to be tried for a capital c, περί θανάτου κρίνεσθαι : capital c, φονικόν αδίκημα (Lye), φονικίι δίκη, η. θανατική κρίσις, η : to commit so great a c, τοσαύτην παρανομίαν παρανομεΐν : such were the c.'s he had committed, τοσαΰτα κακά είργάσατο: stain- ed with c.'s of the deepest dye, πάσης αδικίας μεστός. CRIMINAL, αφ*, κακούργος, 2. παράνομος, 2. άδικος, 2. ανό- σιος^, ζημίαςον τιμωρίας άξιος, 3. επιζήμιος, 2. Athg is α, "ζη- μίας άξιον είναι, ζημίαν όφεί- Χειν: a c. court, δικαστήρων, τό : a c. cause, η δημοσία δίκη (Ulp. ; the state being prosecutor) : a c. charge, δημόσιον έγκλημα (Ulp.): a c. case or proceeding, γραφή, η : to commence a c. proceeding agst aby, γράφεσθαί τίνα. CRIMINAL, s. κακούργος, δ. A vile c, πονηρός άνθρωπος, δ: to confess to be the greatest c, προ πάντων άμαρτωΧών δμολο- γεΐν εαυτόν, καταγ ιγνώσκειν έαυτοϋ πάσαν άδικίαν. a great C.j άΧάστωρ, ορός, ο. CRIMINALITY. See Wick- edness, τό άδικον. τό ανόσιου. CRIMINALLY. «H Wickedly] Vid. If With ref. to the law] e. g. to prosecute aby c, γράφεσθαί CM τίνα. See ' Criminal prosecu- tion.' CRIMTNATE. See Accuse. CRIMINATION. See Accu- sation, Charge. CRIMINATORY. Crcl.with verbs in to Accuse. CRIMSON, ύσγινοβαφής, 2. κόκκινος, 3. κοκκοβαφήν or κοκ- κινοβαφής, 2. CRINGE. «ft To how or fawn] To c. before aby, ΰποτρέχειν τινί. υπέρχεσθαι, τινά. ΰπυπί- πτειν, τινά (D.) : also θωπεύειν τινά. CRINGING, θωπευτικόν (poet, θωπικός). In a c. man- ner, θωπευτικών. CRIPPLE, s. ανάπηρο*, 2. To make aby a c., άναπηροΰν : like a c., ανάπηρος, 2. κυλλός, 3. CRIPPLE, v. f Prop. : to make a c. of] άναττηροΰν. πη- ροΰν τίνα τύπτοντα (by beating). ϋ Fig. : to debilitate, impede] VlD. CRISIS, διάκρισις, η. ροπή, ■η. καιρός (== critical opportunity). To find oneself in a c, επισφαλή είναι. $&t If = critical point (of athg), καιροΰ ακμή, or sim- ply ακμή, η. At a C., επϊ ροπής, εν ροπή. επι ζύρου ακμής (on α razors edge) : in the very c. of the danger, εν αυτω τω κινδύνω : to push athg to a c, προελθεϊν εν το εσχατόν τίνος : the c. of an illness, ή γόνιμος with or with- out η αέρα. CRISP, adj. if Curled] See to Curl. H Brittle] Vid. CRISP, v. See to Curl. CRISPING-IRON, καλαμίς, Ίδον, η. CRISPNESS. -See Brittle- CRITERION, κριτήριον, TO. σημεΐον, τό. τεκμήριον, το. τε- κμαίρεσθαι εκ τίνος or από τί- νος. CRITIC, f A judge of any literary or artistical object] βρα- βευτής, ου, b. βραβενς, έως, 6. κριτικός, 6. An excellent c, κριτικώτατος, b. "\ A severe censor] μεμφόμενυς, b. φέγων, υντοϊ, b. επιτιμητής, ov, b. \\ιε- κτης (that criticizes fm indigna- tion or finds fault with) : also φιλ- επιτιμητής, ου, b. CRITICAL, ίϊ Belonging or referring to criticism] κριτικός, 3. A c. author, κριτικός, b : to give a c. opinion on athg, κρίνειν περ'ιτινος. άνακρίνειν τι. εξετά- ζειν τι. Τ| Censorious] φιλόψο- γος, 2. φιλεπιτιμητής, οΰ, ο. φιλαίτιος, 2. επιμεμπτικός, 3. ϊί Belonging to a crisis and thus dangerous] αμφίβολος, επικίν- δυνος, 2. δυσχερής, 2. φόρον έχων. ούσα, ον. άπορος, 2. επι- σφαλής, 2. σφαλερός, 3. U With ref to disease'] κρίσΊμος. γόνίμον. υ Decisive] κύριος (on wch all depends). See Crisis. The c. dav of an illness, η γόνιμος (131) CRO with or without ήμερα, κρίσιμος ήμερα (Hipp.) : the c. point, τό κρίσϊμον (of a disease. Hipp.) : a c. year (of one's life), γόνιμον έτος. CRITICALLY, κριτικών. To treat or investigate athg c, κρί- νειν περί τίνος, άνακρίνειν τι. έζετά"ζειν τι. επισκοπεΖν, θεω- ρεί ν. CRITICISM. Tf Examination (espy according to artistical rules] See Critic. CRITICIZE, κρίνειν περί τί- νος, άνακρίνειν τι. έζετά'ζειν τι. % To reprehend] μέμφεσθαί τινι or τίνα. ΰπερ ών ήμάρτηκέ τις έλέγχειν αυτόν (aby' s faults). To be c.-d, φέγεσθαι. κακί"ζε- σθαι. μέμφιν or φόγον εχειν. CROAK, f As a frog] βοάν. κεκραγέναι. "[j As a raven, %c] κράζειν and κρωζειν. To c. at, κατακρώζειν. επικρωζειν (both Α.). CROAKER (improp.), κακό- μαντις, εως, b or ή. CROAKING, κρωγμός, b. CROCK. See Pot. CROCKERY, κέραμος, b. CROCODILE, κροκόδειλος, b. CRONE, γραΰς, γραός, ή. CRONEY, φίλτατοδ, οίκειό- τατος, ο. CROOK, s. «υ Curve, bend] Vid. 1 Hook] Vid. η[ A shep- herd's C.] ποιμενική ράβδος, ή. Poet, καλαΰροφ, οπός, ή (Η. and Anthol.). χαϊος, ο (Apoll. Rhod.). ίΐ By hook or by c] δι- καίως καί αδίκως (D.). όπως δη ποτέ. οποίω δη τρόπω (in some way or other). CROOK, v. H To bend] Vid. CROOK-BACKED, κεκυ- φώς (υΐα, os) τά νώτα. CROOK-SHANKED, ραιβο- σκελής, 2 (bent inwardly), βλαι- σόπους, ποδός, ο, ή (bent out- wardly) . CROOKED, διεστραμμένος, 3. στρεβλός, 3 (that is not straight grown, e. g. στρεβλόν δένδρον). ραιβόν, 3 (bent inwards), or κυλ- λός (of the legs), βλαισός, 3 (bent outwards), γρυπός (of the nose), γαμψός, 3 (of a beak), ελικοει- δής (winding. Plut.). κυρτός (rounded ; e. g. of the shoulders, κυρτώ ώμω. Η.). Poet., αγκύ- λος, άγκυλοειδήν. παλίρροπος (Eur.). To walk c, κεκυφότα βαδίζειν. % Pig.•' perverse] σκο- λ ιός (Η. Hes. , Η. P. ; not straight- forward), διάστροφυς, 2. ουκ ορθός, 3. σκαιός. άτοπος, 2. *See Perverse, ελικτός (poet. Eur.). To walk in c. paths, σκο- λιαΐς οδοΐς πατεΐν (Hes.). σκό- λια πράττειν (P.). CROOKEDLY, διεστραμμέ- νων, στρεβλών, See. σκολιώς. CROOKEDNESS. 1 Per- versely] σκολιότης (e.g. ofaboiv; also — perverseness) . διαστροφή, ή. άτοπία, ή. H Fig. : perverse- CRO ness (of mind)] ακρισία, ή. μω- ρία, ή. σκαιότης, ητον, ή. CROP, s. f The craw of a bird] πρόλοβον, b. προηγορεών, ώνος,ο. % The fruit of the earth] b τής γής καρπός (g. t.). σίτος, b (corn, both if warehoused or standing as c.'s in the fields), λήϊον, τό (if standing in the fields), πύ- ροι, οι (if housed). Deficient c.'s (of corn), σιτοδεία. σπανο- σιτ'ια. σπανοκαρπία, ή : abun- dant c.'s, πολυκαρπία, ή. καρ- πών αφθονία, ή : to get in the c.'s, θερίζειν (of corn), κομί'ζε- σθαι, συνκομίζεσθαι or συλλέ- γεσθαι καρπούς (of any kind of fruit) : the gathering of the c.'s, καρπολογία, ή. CROP, v. κολούειν. κολοβοΰυ (to dock, fyc). To c. the tail, κολούειν or κολοβοΰν την ούράν (of a horse, την σόβην) : to c. flowers, άποδρέπεσθαι. Poet., άπολωτ'ιζειν (Eur.) : — ears of corn, άττοκνί'ζειν τι : — (of ani- mals) grass, &c, ερέπτεσθαι, τι', πόαν : having a c.-d tail, κολοΰ- ρος. κολοβυΰρον (Hesych.) : to c. trees, κλαδεύειν δένδρα (■= lop). See to Cut. "[J To gather the c.'s] See Crop, s. CROP-FULL. See Full. CROSS, s. ηΐ 1) As figure] χί, τό. χίασμα, τό (if lying), χι όρθόγωνον, τό (if erect). To mark with a c, χιάζειν : in the shape of a c, χιαστός, 3. εναλ- λάξ : to put in the shape of a c, έι/αλλάττίΐι/. χιάζειν : to make a c, ίμπτύειν εις τον κόλπον (with, an intent of warding off athg unfortunate). *\ 2) As means for executing criminals] σταυρός, b. To put to death on a c, άνασκο- λοπίζειν. άνασταυροΰν : to nail to a c, σταυρό? προσηλοϋν : to die on the c, άνασταυρωθέντα άποθσνεΐν : the death on the c, άνασταύρωσις, ή : to die the death on the c, άνασταυρωθέντα άπυθανεϊν : in the form of a c, χιαστός, 3. ενιιλλαγμένος, επ- ηλλαγ μένος, 3: to take up his c, αϊρειν τον σταυρόν αύτοΰ (Ν. Test.) : one that bears his c, ό τον σταυρόν κομίζων (prop.). Τ[ Fig. : adversity, suffering] τα- λαιπωρία, ή. ζυμφορά, ή. CROSS, adj. "[J Transverse] χιαστός (placed or put across). See also Cross- wise. Two c. sticks, χιάσματα, τά. "[j Con- trary] e. g. c. accident, ατυχία, κακή τύχη, ή. If Sullen, ill- tempered] δύσκολος, 2. To be c, δυσθετε~ισθαι (pass.), δυσκολαί- νειν. άηδεϊν : to make aby c, έξαγριαίνειν τινά. ερεθϊζειν τι- νά : to be c. with aby, χαλεπαί- νειν τινί. CROSS. See Across. CROSS, v. «fi (Trans.) To lay crossiuise] χιάζε ιν. φορμηδόν τιθέναι. εναλλάττειν. C.-d (= laid across), χιαστόν, 3 : to c. (one another), σχίΧ,εσθαι (pass.). Κ 2 CRO CRO CRU If To go across"] περαιοΰσθαι, διαπεραιοΰσθαι (pass.), διάβαι- ναν, πέραν, διαπεράν. To c. a ditch, ύπερβαίνειν, ύπερπη- δάν or διαπηδαν τάφρον : to c. a river, a bridge, &c, διαβαίνειν ποταμόν ,γ έφυραν : toe. a moun- tain, ύπερβαίνειν or ύπερβάλ- Χειν όρος : to c. athg (of persons), διαβαίνειν τι : to make (troops) c., διαβιβάζειν (e. g. τους οπλί- τας. X.) : to c. a place (of per- sons) or at a place, παριέναι. παρελαύνειν. παραλλάττειν. παραμείβεσθαι χωρίον τι. πα- ραπλεϊν (of a vessel) : easy to c, εύπορος, 2. ευβατος. ιππάσι- μος, 2 (for cavalry) : difficult to c, δύσβατο?, 2. If Of in- animate objects] e. g. δρεσι δι- εζώσθαι (to be c.-d by a ridge of mountains). To c. athg (in such or such a direction), τέμνειν τι (with or without μέσον : also δια- χωρεϊν, χωρείυ διά τίνος (only of things) : to c. each other, or one another, επαλλάττειν άλληλοις. Tf Of a river] τετραμμένον εχειν τό ύδωρ cos επί τι. If To thivart] e. g. to c. aby's plans or design, ματα'ιαν ποιείν την πραζίν τινι. διαφθείρειν or λυμαίνεσθαι την πραζίν τινι. διακόπτειν την επιβολην : to c. aby's hope, εκ- κρούειν τινά της ελπίδος : to be c.-d (of plans, cjr.), άπρακτον or άτ έλεστον γίγνεσθαι : I see my hope c.-d, εκπίπτω των ελ- πίδων : (one's plan) άποτυγχά- νειν της προαιρέσεως. If Toe. aby's mind] e. g. athg c.'s in y mind, έννοια εγγίγνεταί μοι. ενθυ- μούμαι, επέρχεται μοι. *[f Το c. out] διαΧείφειν, ίζαλείφειν, διαγράφειν. g^" To c. oneself (if used with the collateral notion of its being done with a supersti- tious view of averting any impend- ing fatal accident, may be rendered by a phrase expressive of similar superstitious practices explained by the phrase itself)] Tpts άποπτύ- ειν εις τον κόΧπον προς τι. CROSS-BAR, ζυγός, 6. ζύ- γωμα, τό. διάζυλον, τό. CROSS-BEAM, διαδοκίς, ίδος, η στρωτηρ, ηρος, 6. ζυ- γός, ό. CROSS-BOW can only be ren- dered by the general term of τ όζον, τό (a bow). CROSS-EXAMINATION, (prps) άντικατάστασις, η. η των μαρτύρων άνάκρισις. CROSS-EXAMINE, άντι- καθιστάναι. CROSS-LINE, πΧαγ'ια γραμ- CROSS- STREET, πΧαγία Χαύρα, η. ; CROSS- WAY, πλαγία οδός, 'CROSSING, «π The act of going across] διάβ«σις, η. περαί- ωσις, διαπεραίωσις. A c. of the borders, υπερβολή του όρους : after the c. of the river, διαβάς (132) (διαβάντες) τον ποταμόν. If Α [=s cross-way)] πλαγία οδός, η. CROSSLY. «If Peevishly] c. (=r cross-way)] πλαγία οδός, ν δυσκόλως. CROSSNESS, δυσκολία, η. τρο7Γα)ΐ/ χαλεπότης, η. σκυθρω- πότης, ητος, η. CROTCH. See Crook.^ CROUCH, κύπτειν, εγκύ- πτειν : (if fm fear) πτησσειν, ΰποπτησσειν,κατσπτησσίΐν. "|[ To salute in a servile manner] To c. at aby's feet, ύπιέναι (ύπ- έρχεσθαί) τίνα. προσκυνεΐν τί- να, ύποπίπτειν τινί: αΐ8οπροσ- π'ιπτειν προς τα γόνατα or προς τοις γόνασί τίνος or τινι. προκυλινδεϊσθαί (pass.) τίνος. CROW, s. 1 The bird] κο- ρώνη, η. A young c, κορωνι- δεύς, έως, ό. If An instrument] A c.-bar, μοχλός, ό. "ft C.-foot (a herb)] κορωνόπους, ποδός, ό. κορωνοπόδιον, τό. CROW, ν. φωνεΐν. κοκκύζειν : (of a cock) αδειν. φθέγγεσθαι. H Fig.: to c. (= to boast)] θριαμ- βεύειν άπα τίνος (to triumph over), μεγαληγορεϊν. μεγαλαυ- χεΐσθαι. μεγαλύνεσθαι. αλαζο- νεία χοησθαι. CROW-FOOT. ! Λ plant] See Crow, s. If Caltrop] Vid. CROWD, s. πλήθος, τό. Ομι- λος, ό (esply of persons), όχλος, ό (a large and noisy assembly). τάζις, η (only of soldiers), σω- ρός, ό. σώρευμα, τό (of things oizly). οι πολλοί, b πολύς όμϊ- λος (a great crowd) : also πλή- θος ανθρώπων, τό. πολλοί άν- θρωποι, οι. τό των ενοικούντων πλήθος. A dense c, πολυαν- θρωπία, η : to collect in c.'s, άθρόον or άθρόον συνελθεΐν : to be crashed by the c, ώθεϊσθαι (pass.), πιέζεσθαι (pass.) ύπό του τών παρεστώτων πλήθους. *ff Of inanimate objects] See Heap. CROWD, v. (Trans.) See to Cram and to Fill. CROWD, v. T[ (Intrans.). To c. together in a mass (of per- sons)] αθρόον or άθρόον συν- ελθεΐν. See also to Congre- gate, to Flock (together). (Of things) αύζάνεσθαι. συναγείρε- σθαι (pass.), πληθύειν. To be c.-d, see next Article. CROWDED, πληρης,2. ανά- πλεως, εμπλεως, 2. μεστός, 3, and άνάμεστος, 2 (with athg, τι- νός). CROWN, s. στέφανος, ό. στέμμα, τό. τιάρα, η. διάδημα, τό. To place the c. upon aby's head, τό διάδημα της βασιλείας περιθεϊναί τινι : to come to the C, καθίστασθαι εις την άρχην or βασιλείαν : the heir to the c, διάδοχος or κληρονόμος της βα- σιλείας, ό. If Metaph.: the c. (— summit, <$£C.) of athg] έκπρε- πέστατος, η, ov. She is the c. of female perfection, πασών έκ- πρέπει γυναικών : to put the c. on athg, επιτιθέναι τελευτι'ιν τινι. ωσπερ κεφάλαια επιτιθέ- ναι τινί. "ff Meton. : the state] Vid. CROWN, V. στεφανοΰντινα. περιθεϊναί στέφανυν or διάδημα τινι. To c. aby as king, βασιλι- κοϊς παρασημοις κοσμεϊν τίνα. τιάραν περιτιθέναι τινι επί τ»} βασιλεία, καθιστάναι τινά βα- σιλέα : the end c.'s the work, 7rpos τά ξυμβάντα κρίνεται τά πράγματα. CROWN-PRINCE. See 1 heir to the Crown.' CRUCIAL, χιαστός. To make a c. incision (of a surgeon), χιά- ζε ιν. CRUCIATE. See Excru- ciate. CRUCIFIXION, άνασκολο- πισμός, ό. άνασταύρωσις, η. CRUCIFY, άνασκολοπίζειν. άνασταυροΰν (to a cross like that of Jesus). To be c.-d with CHRIST, Χριστώ συο τα υροΰσθαι (New Test.). f CRUDE, f Unwrought] ακατ- έργαστος (also ' undigested] of food. Α.), 2. άκατασκεύ αστός, 2. αυτοφυής, 2 (undigested, un- ripe). If Raw, unfinished, 8^c] άπεπτος, 2. ωμός, 3 (undigested ; ωμός also = raw), b, η, τό κατά φύσιν. αγροικος την φυχήν. άμαθης (without cultivation) : also απαίδευτος, 2 (mentally only), or άγριος. 3. άπειρόκαλος, 2 (defi- cient in taste). CRUDELY, ώμώς, cjfe. See Rudely, Ignorantly. CRUDENESS, ώμότης, ητος, η (g. t. rawness and unripeness), άπαιδευσία, η. άμαθία, η. α- γροικία, η (want of cultivation), άπειροκαλία, η (want of taste), άγριότης, ητος, η (want of man- ners), τραχύτης, η. χαλεπό- της, ητος, ij (hardness, harshness), τό φορτικόν. αγροικία, η (want of polish). CRUDITY. See Crudeness. If Indigestion] Vid. CRUEL, ωμός, 3. άγριος, 3. χαλεπός, 3. τραχύς, εϊα, ύ. σκληρός, 3. δεινός, 3. απάνθρω- πος, 2. άγριος, 3. θηριώδης, 2. A C. act, σκληρότης, η-τος, η. απανθρωπιά, ή. ώμότης, ητος, ή. CRUELLY. Formed with ike adjj. under Cruel. CRUELTY, ώμότης, άγριό- της, χαλεπότης, τραχύτης, δει- νότης, σκληρότης, ητος, η. άπ- ανθρωπία,η. To commit c.'s to wards aby, χαλεπότητι χρησθαι περί τίνα. χαλεπώς προσφέρε- σθαί (pass.) τινι. CRUET, λαγύνιον, ληκύθιον, τό (any small flask), λήκυθος, η. όλπη, η (for oil), όζίς, ίδος, η. όζηρόν κεράμιον, τό (for vine- gar). CRUISE, s. t Cruet] Yid. If Of a vessel] ναυτιλία, η, or πλους, οΰ, ό (g. t.). περίπλους, ου, b, or το περιπλεϊν (the sail- ing round). To sail on a c, see to Cruise. CRU cue CUL CRUISE, v. περιπλε'ιν (g. t.). To c. (as a pirate-vessel), πειρα- τεύειν. CRUISER, ναυς περιπλέου- σα. IT = Pirate vessel] Vin. CRUMB, φιξ, ψίχός, b or fi- φωμός. 6 (any small piece). C. of bread, τό τον άρτου υγρόν. ψΐχε? (pi•)• Άρτου -χόνδροι : also άπομαγδαλία (fm the Greeks wiping their hands on it. A ristoph.): to pick up c.'s, φιχολογεϊν : a small c, ψϊχίον (Ν. Test.), ψω- μιού, τό. φακάς, άδος. ή. *[f Fig. : to pick up one's c.'s] εΰσαρκος γί- γνομαι. εύσωματώ (Eur.). CRUMBLE or CRUM, θρύ- πτειν. συντρίβειν. ψωμίζειν. xf /ήν. κατατρίβειν. καταθραύειν. t CRUMPET (of bread), prps επίπαγος, ό. CRUMPLE, ρυτιδοΰν. πτύσ- σειν. πλέκειν. ρυσσοΰν. φαρκι- δοΰν. CRUPPER, υπουρίς, ίδος, η. CRUSADE, Ιερός στόλος, 6. CRUSH, s. See Contusion. *U A dense crowd] See Crowd. CRUSH, v. συγκόπτειν, κα- τακόπτειν. συντρίβειν, κατα- τρ'ιβειν. κατίίθλαν. πτίσσειν, καταπτίσσειν. άποθλαν. κατα- θλίβειν, συνθλίβειν. συμπατεϊν, καταπατεϊν. θραύειν,καταθραύ- ειν. θρύπτειν. λεαίνειν. κατά- λυαν (all in the sense of beating, breaking, reducing into atoms). ^[ Fig.] καθαιρεϊν. άναιρεΐν. δια- λύειν. άφανίζειν. διαφθείρειν (to destroy utterly). CRUST (of bread), επίπαγος, ό (congealed c. on the top ofathg). το εξω (τοϋ άρτου, outside of a loaf). To have hardly a c. to eat, τρυπαν άλιάν (to scoop out the salt-cellar). *\[ An outer coat- ing, rind] See Rind. CRUST AC EOUS. E. g. c. animals, όστρακηρά ζώα, τα. οστρακόδερμα, τα. CRUTCH, s. βακτηρία, f,. To walk on c.'s, βακτηρία επ- ερείδίσθαι (pass.). CRUTCH, V. στηρίζειν, ύπο- στηρίζειν. ΰπερείδειν (to support by a prop, fyc). CRY, v. H To shout out] βοάν. βοη χρησθαι. κράζειν or κεκρα- γέναι. κραυγάζειν. κραυγην ποιεΐσθαι. To c. loud, άναβοάν. μέγα βοαν. μεγάλ-η τη φωνή βοάν. άνακραγεϊν : to c. with all one's might, λαρυγγίζειν. εκ- TtTitjut'i/ios or δεινώς βοαν : to C. after athg, κράζειν τι : they all c.-d out together, πάντες άμα κεκράγασιν: to c. for help, βοαν: to hear aby c, άκούειν βοώντος τίνος : to c. over or about athg, δεινόν ποιεϊσθαί τι. όδΰρεσθα'ι τι. Τ| To c (= to weep)] δακρύ- ειν (to shed tears), κλαίειν or κλά- ειν. To c. about athg, δακρΰειν επί τινι (or c. partcp.). κλαίειν τι (or c. partcp.). To c. at one's misfortune, δακρΰειν επί τω πά- θει or κλαύσασθαι τα πάθη : (133) without c.-ing, άκλαυστί : to make (aby) c., κλαίοντα καθ- ιστάναι or καθίζειν (lit., set aby c.-ing). T| Of little children] κλαυθμυρίζεσθαι. βληχάσθαι. U To C. out] άναφωνεΐν, άνα- φθέγγεσθαι. κηρύττειν, άνακη- ρύττειν (by a herald, Sfc). "ΓΓ Το c. down] διαβοάν, περιβοάν. δια- βάλλειν. κακοδοξίαν κατασκεύ- αζε ι ν τιν'ι. TJ To c. unto] See to Invoke. ί| To c. up] See to Praise. % To c. out agst (aby)] μέμφεσθαί τινι. έγκαλεϊν τινι. ίπαιτιάσθαί τίνα. CRY, s. κραυγή, η. βοή, η* βόημα, τό. άναβόησις, ή. επι- φώνημα, τό (exclamation). See also Clamour. To utter a c, κραυγιιν ποιεΐσθαι. άναβοαν. άνακράζειν (to utter a loud c). (ττενάζειν (with pain) : a c. of joy, άλάλαγμα, τό. χαρά μετ' αλαλαγμού, η : to utter a c. of joy, άναβοαν or κραυγην ποιεΐ- σθαι υπό χαράς, άλαλάζειν : a c. of joy is raised, χαρά γίγνε- ταί τινι μετ αλαλαγμού. *\ The c. of hounds] κυνών ύλαγ- μός, ό. ^Ι A battle-c] άλαλα, as, -η. To raise a battle-c, άλα- λάζειν. CRYSTAL, s. κρύσταλλος, with and without λίθος, b. Trans- parent as c., κρυστάλλινος, 3. κρυσταλλοφανης, 2 : to be as clear as c, κρυσταλλίζειν. CRYSTAL or -TALLINE, adj. κρυστάλλινος, 3. κρυσταλ- λοειδής^. ΤΙ Clear, transparent] κρυσταλλοφανής, 2. To be of a c. nature, κρυσταλλίζειν (Ν. Τ). CRYSTALLIZE, v. (Intr.). (prps) εις κρυστάλλου συμπή- γνυσθαι (συμπεπηγεναι). CUB, s. άλωπεκιδεύς, εως (young fox), άρκτύλος, ό (young bear). % The young of other ani- mals] See "Whelp, Puppy. CUB, v. τίκτειν. άποκυεΐν. CUBE, κύβος. In the shape of a c, κυβοειδής, 2. άστραγα- λώδης, 2. κυβικός, 3: a c. (= c. number), στερεός or κυβικός αριθμός, ό. κύβος. ^[ As adj.] The c.-root, κυβική πλευρά, η. CUBIC or CUBICAL, κυβι- κός, 3 (in form), στερεός, 3 (i. e. solid). A c. foot, στερεομε- τρικός πους, ό : c. number, στε- ρεός or κυβικός αριθμός, ό, or simply κύβος, ό. CUBIT, πηχυς, εως, ό. One, two, three, four, c.'s long, πηχυ- αίος, 3. δίπηχυς, τρίπηχυς, τε- τραπήχυς, 2 : ten c.'s long, δω- δέκατη] ^us : half a c. long, ήμί- πηχυς, 2. CUCKOLD, κερατίας, ου, ό. κερασφόρος άνήρ, ό. To make aby a c, κέρατα ποιεΐν τινι (prov. αρ. Artemid.). CUCKOO, κόκκυζ, υγος, ό. To cry c, κοκκύζειν : α ! (the cry), κόκκυ (indecl.) : to sing a c. cry, τό αυτό άδειν άσμα. CUCUMBER, σ'ίκυος or σι- κυός, ό. σίκυς, υος, ο. A α bed, σικυών, ώνος, ο : c. seed, σίκυον, τό. CUD. Ε. g. to chew the α, άναμασάσθαι and άναμασσά- σθαι. άναπολεΐν. μηυυκάζειν or μηρυκάν (also in mid.), μηρυκί- Χ,ειν. Chewing the c, μηρυκι- σμός,ό. άναπόλησις, ή. ^j Fig.: to think upon] See Consider, v. T| Cud, = mouthful] Vid. CUDGEL, s. ρόπαλον, τό. ξύλον, τό. ράβδος, ή (stick, rod). To beat with a c, ραβδίζειν. ροπαλί'ζειν (Hes.). πληγάς εμ- βάλλειν or προστρίβειν τινι. ζυλοκοπεΤν τίνα. δερειν τινά. CUDGEL, ν. See 'to beat with a Cudgel.' CUDGELLING, πληγαί. po- παλισμός, b. To get a c.-ing, πληγάς λαβείν, δαρηναΐ. CUE. H A hint] Vid. •[[ Humour] e. g. to be in a c. for athg, see Humour. CUFF, πύζ παίειν. CUFF, s. 1 A bloiv] Vid. To come to fisty-c.'s (with aby), εις χείρας Ίεναι or συνιίναι τινι. ομόσε Ιεναι, χωρεΐν, γίγνεσθαι τινι. συμπλέκειν τάς χείρας τινι. CUIRASS, θώραζ, ακος, ο. To put on a c, θωρακϊζεσθαι. περιβαλεσθαι θώρακα. CUIRASSIER, θωρακίτης, ου, ο. ιππεύς θωρακοφόρος, ο. Α α regiment, θωρακοφόρων τάξις, η. CULINARY. Ε. g. the c. art, μαγειρική, όψοποιική. όφαρτυ- τική, η. όφαρτυσία, n '■ c. uten- sils, &C, μαγειρικά σκεύη, τά. CUL-DE-SAC, to'ttos άνίκ- βατος (Th. 3, 98). CULL. See to Gather, to Choose, to Select. CULLION. See Knave. CULMINATE, f Prop. : of a star, S[c.] μεσουρανεΐν. ^1 Fig. : to be high or at the summit] άκρον είναι, επί τό εσχατον άφϊχθαι. εν άκμη είναι, ακμάζειν. Το reach the c.-ing point (of athg), επ' άκρον τινός ελθεΐν. άκμην ^CULMINATION f Prop.: of stars] μεσουράνησις, η. Crcl. with verbs, e. g. to reach or have reached its point of c, μεσουρα- νεΐν. % Fig. : moment of the highest development of power] α- κμή, h- To reach its point of c., άκμάζειν. εν άκμη είναι, άκμήν iX CULPABLE. See Blame- able. CULP ABLENESS or -BILI- TY. See Blameableness. CULPABLY. See Blame- ably. CULPRIT. .See Criminal. CULTIVATE. If Of land] εργάζεσθαι, γεωργεϊν. ήμεροϋν, εξημεροΰν:αΙ$οθεραπεύειν. λαμ- βάνειν εκ της γης. κατοικίζει» (to colonize). I c. (a piece) of CUL CUR CUR land, θεραπεύω την γην : to c a field, άρουν, άροτριάν. ΤΙ Of intellectual cultivation] παιδεύειν (g. t.). παιδεύοντα άποδεικνύ- ναι τινά τίνα. βελτίω ποιεϊν τίνα. διυρθοϋν. έπικοσμεϊν. To c. oneself, become c.-d, βελτίω γίγνεσθαι. επιδιοοναι or προ- κόπτειν επι or προς το βί\τιου : plants or fruit highly c.-d, ήμερα φυτά, 'ήμεροι καρποί: to c. athg, σπούδαζαν περί τι. έπιτηδεύ- ειν τι. επιμελεΐσθαί (pass.) τί- νος, επιμελώς πράττειν τι : to c. virtue, άσκεΐν άρετήν : to c. an art, εργάζεσθαι τεχνην or σπουδάζειν περί τεχνην τινά or άσκεΐν τεχνην. έπιτηδεύειν τεχνην τινά : to c. the sciences, διατρίβειν περί τά μαθήματα or γράμματα : to c. aby's ac- quaintance, εις πεΐραν ίέναι τι- νός : to c. aby's friendship, φι- \ίαν ποιεΐσθαι or κατασευάζειν προς τίνα. συντίθεσθαι φιλίαν προς τίνα. CULTIVATION, ήμέρωσις, εξημέρωσις, ή (the bringing into c, the reclaiming waste ground), εργασία, η. θεραπεία, η. επι- μέλεια, ή. τά κατά τον άγρόν έργα, or simply έργα (the work itself), γεωργία, γεωπονία, ή (tJte c. of the soil or land). Fit for c, εργάσιμος. ^j Intel- lectual c. ] παιδεία, παίδευσις, η. εύμουσία, ή. ή επι or προς το βέλτιον προκοπή. The c. of one's manners, ήμέρωσις, f]. διόρθωσις, ή (a rectifying, im- proving) : the c. of science, ή περί των γραμμάτων σπουδή. See also Study. The c. of the arts, το έπιτηδεύειν. επιτήδευσις των τεχνών, ή. φιΧοτεχνία, η. CULTIVATOR. 1ϊ Withref. to agriculture] γεωργός, 6. δ την ■) ήν εργαζόμενος. % In an intellectual point of view] 6 προ- άγων, προβιβάζων, οντος (one who furthers athg in general). To be a c. of science or knowledge, &c, διατρίβειν περί τά μαθή- ματα or γράμματα : to be a c. of an art, σπουδαζειν περί τεχνην τινά. CULTURE, γεωργία, ή. θε- ραπεία or εργασία της γης. το θεραπεύειν τηυ γην. See AGRI- CULTURE. H Mentally or intel- lectually speaking] ήμερος βίος, 6, and ήμερος δίαιτα, η. παιδεία, ■η (cultivation, both as an art and state of mental c). ήμέρωσις, ν (a raising out of the natural ivild state or condition). CUMBER. See to Burden, Incumber. CUMBERSOMEor-BROUS. See Burdensome. CUMBERSOMENESS. See BURDENSOMENESS. CUMIN, κΰμινον, το. καρνα- βάδιον, τό. κάρον, τό. CUMULATE. (Trans, and INTRANS.) συναγείρειν. επι- συνάγειν. σωρεύειν, επισωρεύ- (134) ειν. Syn. in to Accumulate, Heap. if (Intrans.)] αύζάνε- σθαί. συναγείρεσθαι {pass.). πΧηθύειν. CUNNING, s. πανουργία, η. δόλος, δ. πολυτροπία, ή. Χε- 7Tto't-j/s, η (Aristoph.). °H As act] τέχνη, η. τέχνημα, τέχνασμα, τό. μηχανή, η. μηχάνημα, τό. απάτη, η. σκευοπυίημα, τό. πάλαισμα, παλάμημα, τό. Το have lecourse to c, τεχνάσθαι, τεχνάζειν. μηχανάσθαι: to take in b) r c, άπατη ελεΐν. CUNNING," adj. If Crafty] πανούργος, 2. πολυμήχανος, 2. δολερός, 3. 7τολύτηο7Γθ5, 2. κερ- δαλέος, 3. To devise c. plans, μηχανάσθαι μηχανάς or κατα- σκευάζειν τέχνας. ποικίλος (poet.). % Knowing] See Skil- ful. Iji c. woman] μάντις, CUNNINGLY, δολερώς. κερ- δαλεώς. Χεπτώς. δεξιώς (δεξιώ- τατα). CUP, S. φιάλη, ή (g. t.). ποτή- ριον, τό. εκπωμα, τό. κύλιξ, ικος, ή. κώθων, ωνος, δ. κύαθυς, δ. κύπεΧΧον,τό. κυπελλίς, ίδυς, ι), κοτύλη, η (all drinking vessels). 1ί The c. of a flower] κάλυζ, υκος, ή. CUPBEARER, οινοχόος, δ. To be a c, οίνοχοεΊν. CUPBOARD, τραπεζοφόρον, τό. κυλικεΊον, τό. CUP, V. σχάζειν, άμύσσειυ. σικυάζειν. έγχαράττειν. α'ιμάσ- σειν. m CUPIDITY, επιθυμία, ή. έρως, ωτος, δ (g. it.), πόθος, δ (a strong longing for), ορμή, όρεζις, ή. ζήλος, δ. CUPOLA, άκρα στέγη, ή. θόλος, ή. CUPPING-GLASS, σικύα, σικυώνη, σικυωνία, η. κύαθυς, δ. To put c.-g.'s, see to Cup. CUR. See Dog. CURABLE, Ίατός, άκεστός, 3. Ιάσιμος, θεραπεύσιμος, εύία- τος, 2. CURATOR, επίτροπος, δ. CURB,s. 1J Prop.. -for curb- ing a horse] φάλιον, έπιψάΧιον, τό. χαλαστόν, τό. H Fig. : re- straint] ανάγκη, -η. βία, η. ά- ναγκαστήριον, τό. CURB, ν. *[ί Prop. : for curb- ing a horse] χαλινούς και στόμια έμβάλλειν. Ί[ Pig.] κατέχειν or κολάζειν (of passions, e. g. την όργήν or κρατεΐν της ορ- γής). To c. one's desires, κρα- τεΐν των επιθυμιών or καλάζειν τά πάθη. CURD or CURDLE, v. (In- trans.). πήγνυσθαι, καταπή- γνυσθαι (pass.), θρομβυύσθαι (of milk. Diosc). C.-d, πηκτός, 3. σύμπηκτος (e. g. σύμπηκτον γά- λα. Philox.) : the art of c.-ing, πηζις, σύστασις, η. εκθρόμβω- σις, ή : to cause to c, πηγνύ- ναι. εκθρομβονν. c.-d milk, see Curd, s. CURD or CURDS, s. όξύ- γαΧα, Χακτος, τό. γάλα πη- KTOV. CURDY or CURLED. See to Curl. CURE, s. 1 Of a disease] θεραπεία, η. ϊασις, ή. A quick and dangerous c, σύντομος και παράβολος θεραπεία : a very- critical c, θεραπεία απεγνω- σμένη : to attempt the c. of aby, θεραπεύειν τιι/α. προσιέναι vo- σοϋντι : to prescribe a method of C, συντάττειν θεραπείαν και δίαιταν : to apply a method of c, θεραπείαν τινά προσάγειν τινί : to effect a c, άκεϊσθαι κακόν τι. θεραπεύειν : past all c, ανήκε- στος or ανίατος, 2 : to be past all c, άνηκέστως or άνιάτως vo- σεΐν. "f[ C. of souls] η της ψυ- χής επιμέλεια. CURE, ν. θεραπεύειν (to at- tend, tend). Ίάσθαι. άκεϊσθαι, έζακεϊσθαι. ύγιοποιεϊν. εύ- τρεπίζειν. Easy to c, or that may easily be c.-d, εύίατος, ενθεράπευτος, 2 : difficult to C.j δυσίατος, δυσθεράπευτος, 2 : that cannot be c.-d, ανήκε- στος, 2. ανίατος, 2 : to c. a dis- ease, άκεϊσθαι κακόν τι : to be c.-d of a disease, παύεσθαι έχον- τα κακόν τι. TJ Preserre] ταρϊ- χεύαν. C.-d meat, κρέα ταρι- χευτά or τεταριχευμένα, τά. τάριχος, δ or τό. CURIOSITY. 1 The desire of seeing something novel] φιλο- πευστία. περιεργία, η. πολυ- πραγμοσύνη, η. To show some α, πολυπραγμόνων, περιεργά- ζεσθαι. fj A thing not often oc- curring] θαυμάσιόν τι χρήμα, θαύμα, τό. θέαμα, τό. άγαλμα, τό. f[ As object] πράγμα or χρήμα άζιόλογον or άζιοθέατον (of an object of sight), απομνη- μόνευμα, τό. To show a stranger the c.'s (of a place), ξενάγεϊν τίνα νέηλυν όντα (Luc). CURIOUS. 1 Inquisitive] φιλοπευθής (Plat.), or φιλοπεύ- στης (fond ofaskiny about things), φιλομαθής (fond of learning. P. Χ.), φιλίστωρ, ορός, δ (eager after ir, 'formation), περίεργος, 2 (busily inquisitive), πολυπράγ- μων, 2 (meddling). To be c, φιλοπευστιϊν (Pol.), φιλομα- θεϊν. φιλιστορεϊν.πολυπραγμο- νεϊν. περιεργάζεσθαι. ^| Rare] σπάνιος, 3 (rare), θαυμαστός, 3. θαυμάσιος, 3 (remarkable), άτο- πος, 2 (strange), αλλόκοτος, 2 {strange). That seems some- what c.j θαυμάσιόν φαίνεται μο'ι τι : is not it very c? πώς ούχ ύπερφνές ; that would indeed be c, άτοπον άυ ε'ίη. παρά- δοξου άν ε'ίη : a c. fellow, άνήρ άτοπος or ιδιότροπος or αλλό- κοτος, δ. if Worthy of being seen or noticed] αξιοθέατος, 2. θέας άζίος, 3. ΤΙ Accurate] άκρϊβής, 2. επιμελής, 2. σαφής, 2. See Accurate. CUR CURIOUSLY. ΤΙ Inquisitively, S^c. ] φιλσμαθώς. περιέργως, πυλυπραγμόνως. To enquire c. into the causes of things, πυλυ- πραγμονεΐν tos αιτίας έρευ- νώντα (P.) : if you gaze c. upon the beauty of another, αν περιερ- γάση κάλλος άλλότριον (St. Chrys.) : to feel c, θαυμάσια παθεΐν. If = strangely, Vid. CURL, v. (Trans.) σπειράν (to twist). εΚίττειν (to wind) : also ενουλ'ιζειν. ούλον ποιεΐν. βο- στρυχίζειν. βοστρυχούν. Alock of c.-d hair, τριχίον επεστραμ- μένον : to c. one's hair, κατα- σκευάζειν or κοσμεΐν or καλ- Χύνειν την κόμην or τάς τρίχας, πλοκίζειν or άναπλέκειν την κό- μην. άναπλέκεσθαι. CURL, v. (Intrans.) στρε'- φεσθαι, ελίττεσθαι (pass.), ελιγμούς ποιεΐσθαι. κυρτούσθαι (pass.) : also ουλον γίγνεσθαι, βοστρυχούσθαι (pass.). One whose hair c.'s, see Curly. CURL, s. βόστρνζ, υχος, b. βόστρυχος, b. όστλιγζ, ιγγος, η. πλοκαμίς, ΐδος, ή. πλόκιυν, τό. κίκιννος or κίκινος, ο. CURLING-IRON, τρ,χολά- βιον, τό. καΧαμίς, ΐδος. CURLY, ονΧος, 3. εΧιζ, ικος, ο, η. One that has c. hair, ού- Χόθριξ, τριχος, ο, ή, or ούλην έχων την κόμην. CURRANT, σταφίδων, τό. CURRENCY, m Fluency] Vid. fj Course of things'] See Course. ■[[ Current coin] See Coin. The c. of a country, το νόμιμον. νόμισμα, τό (stamped coin in general) : the lawful c, δόκιμον τό νόμισμα : the paper c. of a country, *νόμισμα παπύ- ρου or βύβλινον, τό : silver α, νομίσματα αργύρου, τά. CURRENT, adj. νόμιμος, 3 and 2 (legal), αγώγιμος, 2. εί- θισμίνος, 3. ε'ιωθώς, νια, ός (that is usual in most cases) : also, εν εθει γενόμενος, 3. συνήθης. The ironcoinage of the Lacedaemonians was not c. in the rest of Greece, τό σιδηρούν νόμισμα τ ών Λακε- δαιμονίων ονκ ήν άγώγιμον προς τους άΧΧους"ΈΧΧηνας : c. coin, τό νόμιμον or δόκιμον τό νό- μισμα : a coin is c, (prps) κοι- νός, -η, όν (of money) : a coin is c, χωρεί τό νόμισμα, άγώγιμον εστί τό νόμισμα. CURRENT, s. f Stream, tide] ρους, ρου, b. ρεύμα, τό. ρείθρου, τό. φορά, ή. To follow the c, τά συνήθη ποιεΐν. εζεπι- σπάσθαι ύπό τού κοινού κακού. For prop, signif. of to swim or sail with or agst the c, sec Stream. ^1 The course wch athg takes] See Course. CURRENTLY. H Fluently] Vid. ΤΪ Commonly] Vid. Athg is c. reported, θρυλείται τι. CURRIER, βυρσοδέψης, ου, b. To be a c, βυρσοδεφεΐν : the trade of a c, βυρσοδεφική, η. (135) CUR CURRISH. See Cross. CURRY, v. TI To dress lea- tlier] δεφεΐν, βυρσοδεφεΐν. μα- λάττειυ. ^f Fig. : to beat, thrash] See to Cudgel. TJ Meton.] To c. favour with aby, άρεσκε ΰεσθαί τίνα. άνακτάσθαί τίνα θωπεύ- μασιν. ύποδύεαθα'ι τινά. CURRY (α horse), φνχειν, στλεγγϊζειν, άποστλεγγιζειν, άποτρίβειν. CURRY-COMB, ξύστρα, h. ζυστρίς, ίδος, ή. ζύστρον, τό. στλεγγίς, ίδος, η. ψήκτρα, ή. CURSE, υ. 1ί To utter im- pious words] βλασφημεΐν. See to Swear. ή[ To utter impreca- tions agst (aby)] άράσθαι, κατ- αράσθαι, επαράσθαί τινι. κακά επεύχεσθαί τινι : also αράς επ- αράσθαί or επεύχεσθαί or ποι- εΐσθαι τινι. επάρατον ποιεΐσθαι τίνα. άράν επεύχεσθαί τινι. C.-d, κατάρατος, επάρατος, 2. μιαρός, 3 : a c.-d thing, ανάθεμα, τό : may he be c.-d, τ»; άρα έν- οχος έστω. CURSE, s. if An imprecatory expression] βλασφημία, η. άρά. λόγος άσεβης και ανόσιος, ο. *\\ Malediction] κατάρα, ?'; (the c. itself), άρά, ή (the c. and the re- sult) : cdso κατάρασις, v. To ut- ter or pronounce a c, επαράσθαί, καταράσθαί τινι. αράς επαρά- σθαί or επεύχεσθαί or ποιεΐ- σθαί τινι : there is a c. en athg, επάρατον εστί : may c.'s fall upon him, Trj άρα ένοχος 'έστω. ΤΙ Meton.: cause of mischief] διαφθορά, -η. λυμεών, ώνος, ο. άλιτήριος, ο : more seldom κήρ, ηρός, h (only of persons). CURSED. See to Curse. CURSER. With pres. partcp. of verbs under to Curse. CURSING, βλασφημία, v. CURSORILY. See'inaCuR- sory manner.' CURSORY, ταχύ?, 3. έζεπι- πολης. In a c. manner, εν παρ- έργω. εκ πάρεργου, ως εν παρ- όδω : to do athg quite in a c. manner, εκ πάρεργου ποιεΐν τι : to go over athg in a c. manner, διαθεΐν. διατρέχειν. CURTAIL, συγκόπτειν, συν- τέμνειν, επιτέμνειν and συστέλ- λειν. To c. one's expenses, συν- τέμνειν τάς δαπανάς : he has c.-d my wages, μικρόν ύφεΐλε του μισθού. See to Cut off, to Abridge. CURTAIN, παραπέτασμα, περιπέτασμα, καταπέτασμα, τό. προκάλυμμα, τό. αυλαία, ή (csply before a tent, or at the stage, ^r In the latter sense also κατάβλημα, τό, if it lets down ; a drop). To draw a c. before athg, παραπεταννύναι. προκα- Χύπτειν. προτείνειν. CURVATION, κύρτωσις, ν- κάμψις, -η. CURVATURE, καμπή, έπι- καμπή, η. καμπτήρ, ηρος. άγ- κών, ώνος, ο. ελιγμός, b (a bend). CUS CURVE, s. σκόλια (ορρ. όρθη) or καμπύλη γραμμή. CURVE, ν. κάμπτειν, έπι- κάμπτειν. κυρτούν. άγκυΧοΰν. γρυπούν. σκοΧιούν. CURVE, adj. See Curved. CUR VED, καμπτός, 3. στρε- βλός, 3. καμπύλος and αγκύλος (bent, esplyof a circular curvature — cuvrus; poet, γναμπτός). σκό- λιος, ά, όν (implying deviation fm what is straight ; hence ' crooked,' in a bad sense, often = pravus). κυρτό?, επίκυρτος. δρεπανοει- δής, 2 (in a sickle-shaped way), ραιβός ([pot/cos] bent inwards, of the leas). A c. line, see Curve, s. CURVET, v. σκιρτάν. ( CURVET, s. σκίρτησις, εως, CURVILINEAR, καμπυλό- γραμμος. CUSHION, στρώμα, τό. προσκεφάλαιον, τό. στιβάς, άδος, ή. τύλη, η. τύλος, ο. υπο- κεφαλαίου (for the head only). To move one's c. or pillow, δια- κινεϊν τό προσκεφάλαιον. CUSP, κέρας (gen. κέρως), τό (horn), κεραία, ι) (of the horn of themoon. Arat.). See Crescent. CUSTODY. % Imprisonment] φυλακή, ή. Vid. To give aby in c, εις φυλακην παραδιδόναι τινά : to keep aby in c, συλλη- φθέντα τινά φυλάττειν : also συλλαμβάνειν τινά or βάλλειν τινά εις φυλακην : to be in α, είναι εν φυλακή, είναι εν δεσμω- τηρίω. •[} Charge] φυλακή, η. Vid. To give into c, κατατίθε- σθαι, τι : to have athg in one's c, έπιστατεΐν τίνος, επισκο- πεΐν τι. επιμελεΐσθαί (pass.) τίνος. CUSTOM, εθος, τό. νόμος, ο. εθισμός, ο. εθισμα,τό. συνήθεια, v. Fm a c. or habit, ίξ έθου,, ΰπ' έθους. εθει. είθισ μένος, προ- ειθισμένος, 3 : to have a c, έθος έχειν. εΐωθέναι. νομιζειν. νό- μον εχειν : they have the α, νό- μος εστίν αύτοϊς or καθέστηκεν αύτοΐς ; to grow into a c, οίκεϊον γίγνεσθαι, ίδιον γίγνεσθαι, εκ- νικάν : it is a c. with them, έθος καθέστηκεν or έστιν αντοϊς. 'έθος έχουσι. είώθασι : it is the c. of their country, πάτριόν εστίν αύτοΐς. εν εθει εστίν αύτοΐς. εις έθος καθέστηκεν αύτοΐς. νο- μί'ζουσι : according to c, τρόπον (e.gen.) : agst the c, or contrary to c, παρά (c.acc). άπό τρόπου: it is the c. so, c. requires it, οίίτα» νομίζεται : it is aby's c, νόμιμόν εστί τινι. νομίζει τις : it is an old c. with aby, πάτριόν εστί τινι. If Habit of purchasing] oi χρώμενοί τινι. οι προσφοιτών- τέςτινι. οϊ δεόμενοί τίνος : the c. of a merchant, ώνητής, ού, b. εργοδότης, ου, ο. ο χρώμενός, τιι/ι. ο δεόμενός τίνος (ofatrades- man, &c). CUSTOM-HOUSE, τελω- νεΐον, τό. A c.-h. officer, τελώ- cus CUT CUT i/rjs, ου, 6 : the head or inspector of the C.-h., τελωνάρχης, ου, 6 : c.-h. regulations, νόμοι οι περί τά τέλη or τελωνικοί : c.-h. duty, όποφορά, η. τελοδ, τό. φόρο?, 6. τελώνιον, τό. δεκάτη, η : to pay the c.-h. duty, ε'ισφε- ρειν or άποφερειν τέλη. See also Duty. CUSTOMARILY, ώς επί τό πολύ, ώς επί πλείστον, εκά- στοτε. CUSTOMARY, είθισμίνος, 3. ε'ιωθώς, υΐα, ός. νομιζόμενος, 3. εν εθει γενόμενος, 3. συνήθιις, 2. As is c, ώς t7ri τό ττολύ : it is c, νομίζεται, νομίζουσιν. καθέστηκε. φιΧοΖσ'ι πως : to hecome a c. thing, οικείοι/ -γί- γνεσθαι : it is c. among them (i. e. a nation), νόμος εστίν αύ- toIs or καθίστηκεν αύτοΐς : to render athg c, εθος or νόμον καθιστάναι : it is thus c, ούτω νομίζεται. CUSTOMER, ώνητής, od, 6. εργοδότης, ου, 6. 6 χρώμενός τινι. 6 δεόμενός τίνος. SeeSyn. in Custom. CUT, v. (Trans.) τίμνειν. διατεμνειν. κόπτε ιν. κατατεμ- νειν. συγκόπτειν (to c. into bits). To c. the corn, τίμνειν, αμάν or θερίζει» τον σΐτον : to c. stones, γΧύφειν, κολάπτειν, χαράττειν Χίθους; to c. into stone, or c. athg in stone, ε-γγλύφειν, εγκο- Χάπτειν, εγχαράττειν λίθω. See to Carve and Engrave. To c. with a saw, πρ'ιειν, διαπρί- tiv: to c. boards, ττρίειν σανί- δας : to c. grimaces or faces, διάστρεφαν or οίαστρίφεσθαι πρόσωπον : also άπομυλλαίνειν: to c. (aby's) throat, σφάττειν, άποσφάττίιυ. λαιμοτομεΐν : to c. one's throat, άποσφάττεσθαι : to C. oneself, τ pad μα λαβείν από της μαχαίρας. τραυματίζειν εαυτόν τ»7 μαχαίρα : to c. trees or plants, &c, κοΧάζειν. περι- τίμνειν, περικόπτειν: also δ(ν- δροτομεΐν. κλ<ιδεύειν δένδρα (of' trees) : to c. one's hair, τριχοτο- μεΐν. κείρειν or άποκείριιν τάς τρίχας or την κόμην : to α one's nails, αυτού όνυχας άφαιρεΐν. άπονυχίζεσθαι τάς χείρας : to c. wood, τίμνειν ξύλα : to c. a road through a wood, όδόν ποιεί- σθαι τέμνοντα την ύλην '. to α with a sword, παίειν or πλήτ- τειν τω ξίφει : to c. with an axe, πελεκίζειν, πελεκάν (= to shape xoith an axe). ^[ (Intrs.) To e. ; of an instrument (= to be sharp)] E.g. the knife c.'s, όξεΐά εστίν η μάχαιρα: the knife c.'s well, οξυτάτη εστίν ή μάχαιρα. ΤΙ Metaph.] δάκνειν. κνίζειν. καίειν. (Of the wind, cold, $c), καίει τό κρύος, τραχίως πνεϊ Or επιφέρεται ό άνεμος. Α c.-ing cold, δριμύ τό ψύχος or δεινόν τό κρύος. ^\ Fig.] Το c. a poor figure, άσχημονεΐν : to C a great figure, μεγαλοπρεπώς (136) προεΧθεΐν : to c. one's teeth, όδοντοφυεΐν : to c. (=: Run a- way), Vid. To CUT AWAY. See to Cut OFF. To CUT DOWN, t a) To fell] κόπτειν, κατακόπτειν, τί- μνειν : also δενδοοκοπεΐν, εκ- κόπτειν (κατατίμνειν, άποτε- μνειν) δίνδρα. «U δ) To kill] σφάττειν or κατασφάττειν or άποσφάττειν πολεμίους (of the enemy). To be c. down, κατα- κοπηναι, τμηθηναι (of trees), συγκοπηναι, πληγέντα άποθα- νεΐν (of living beings). To CUT INTO, ίπιτεμνειν, διατεμνειν. επιχαράττειν. εγκό- πτιιν. Το α into small pieces, συγκόπτειν, διχοτομεΐν. μι- στύλλειν. διατεμνειν : toe. athg (e. g. bread), into athg (e. g. into soup, <$[C.), κατατρίψαντα ίμ- βάΧλειν. t To CUT OFF. TT a) Prop.] άποτεμνειν, τέμνοντα άφαιρεΐν, or simply άφαιρεΐν (a mem/jer or part fm the whole) . Toe. off with a pair of scissors, άποφαλίζειν : to c. off one's hair, άφαιρεΐν τρί- χας, κείρειν την κόμην (aby's, τινός) : to c. off the points (of athg), άκροτομεΐν : to c. off aby's head, άποτεμνειν τινός την κε- φαλήν : — aby's nose and ears, στερίσκειν τινά και ρινών και ώτων : — aby's hands and feet, άκρωτηριάζειν τινά. % b) Fig. : to impede athg or aby in any course] E. g. to c. off the enemy or their communications, &c, ύποτίμνειν, άπολαμβάνειν,άπο- τίμνεσθαι τους πολεμίους. ύπο- τίμνειν and ύποτίμνεσθαι την όδόν τινι : to c. off athg, άφαι- ρεΐσθαί τινός τι or τινά τι, e.g. the water, the resources, &c, τό ύδωρ, τους πόρους : to c. off the communication or the supplies, άποκλείειν τινά τών επιτηδεί- ων, περικόπτειν την άγοράν : to c. oif the enemy's retreat, της επανόδου διακλείειν τινά. ^[ To deprive of an inheritance] άπό- κληρον ποιεΐν. To CUT OPEN, σχίζειν, δια- σχίζειν. διατεμνειν. To α open the body, άνατίμνειν. To CUT OUT (= to shape), εκτεμνειν, εκκόπτειν. H Fig.] To. c out some plan, κατασκευ- άζεσθαι βυυλην. εξευρίσκειν or ίκπορίζειν. πορίζειν μηχανάς or πόρους : to be c. out (for athg, i. e. be equal to or fit for it), ικα- νός and επιτήδειος προς τι : to be quite c. out for athg, διαρκεΐν προς τι. άξιον είναι πράττειν τι. if To c. out (a dress, fyc.)] χιτώνας συντίμνειν. To CUT SHORT. See to Abridge. To CUT THROUGH, δια- τεμνειν, διακόπτειν. ^} Fig. : milit.] E. g. to cut one's way through the enemy, διεκπίπτειν, διαπίπτειν, διεκπαίειν. βιάζε- σθαι διά τών πολεμίων, διακό- πτειν and διεχειν τους πολεμί- ους, διελαύνειν διά τών πολε- μίων (of cavalry), βιάζεσθαι εις χωρίον τι (to any place). To CUT UP (into small pieces), διατεμνειν. διχοτομεΐν. διαιρεΐν. μιστύλλειν. To c. up a dead body, άνατίμνειν. U Of an army] See to Cut down, if Fig. .• to satirize] π ροσπαίζειν τινι. επι- σκώπτειν τινά or εις τίνα. CUT, s. τ/χί/σΐ5, η. τομή, η (g. t.). κατατομή, η (an incision), or καταγλυφή, η. εγκοπή, δια- κοπή, η. To make a c. into athg, ίπιτεμνειν τι. ^f With a sharp weapon or instrument (as a sword)] μαχαίρας πληγή, η. % The wound inflicted] πληγή, ή. τραύ- μα, τύμμα, τό. κοπή, εγκοπη, η. To make a c. at aby, 7tXjjt- τειν τινά πλιιγήν (e. g. κατά της κεφαλής, at aby's head) : to get a c, τραύμα λαβείν, ττλήτ- τεσθαι (pass.; e.g. across one's head, την κεφαλήν), ^f The c. of a dress] τρόπος, 6. σχήμα, τό. After an old fashioned c, κατά τον παλαιόν τρόπον. ^[ A sarcastic remark] σκώμματα τά μετ επισυρμοΰ. σαρκαστι- κοί λόγοι, οι. ίΐ A channel (made by art)] διώρνξ, υχος and υγος, ν. ΤΙ A fragment of a whole] τμήμα, τό. τομή, η. τίμαχος, τό. CUTANEOUS, δερματώδης, 2. ύμενοειδής, 2. A c. disease, εξανθήματα, τά. CUTICLE, ύμήν, ίνος, 6. See also Membrane. CUTICULAR. See Cuta- neous. CUTLASS, κοπίς, ίδος, h. προβόλιον, τό. CUTLER, μαχαιροποιός, 6 (D.). μαχαιροπώλης, ου, 6 (as vendor). A c.'s shop, μαχαιρο- πώλιον, τό : a c.'s factory, μα- χαιροποιεΐον (D.). σιδηρουρ- γεΐον (where iron is wrought ; smithy). See Ironmonger. CUTLERY, σιδήρια, τά (tools of iron or steel), σιδηρότευκτα (with or without όργανα, tools). CUTLET, κρεάδιον, τό. CUT -PURSE, κομβολύτης, ου, ό. βαλαντιοτόμος, ό. γόης, ητος, ό. To be a c. -^.,.βαλαν- τιοτομεΐν. CUTTER. Ε. g. stone-c, Xt- θοκόπος, λιθοξόος, ό. ^[ A cut- ting instrument] See CHOPPER. Tf A sort of small fast-sailing ves- sel] ταχεία or ταχυναυτοΰσα ναύς, η. ταχεία τριήρης, η. CUTTERS (teeth), κτένες, ών, οι. (Sing.) οδούς οιόστ ών τί- μνειν or ό πρόσθεν οδούς, γελα- σΐνος οδούς, ο. CUT-THROAT. See Assas- sin. CUTTING, s. 1 Of trees (to be planted in the ground] μόσχευ- μα, τό. παραφυάς, άδος, η. CUTTING, adj. «|J = Pene- CUT DAM DAN trating] δζύς, εΐα, ύ. δριμύς, 3. πικρός, 3. τραχύς, εϊα, ύ. χαλε- πός, 3. όζύτονος, 2. C. cold, δρι- μύ τό ψΰχος. δεινού τό κρύος : a c. pain, βαρύ or δεινόν άλγος, όδύναι, αϊ. ώδΐνες, αϊ: a α wind, άνεμος χαλεπός or εξαίσιος : it is a c. wind, τραχέως πνεΐ or επιφέρεται 6 άνεμος : it is a c. cold, καίει το κρύος. CUTTLE or C.-FISH, ση- πία, η. CYCLAMEN (a plant), κυ- κΧάμινος, δ. CYCLE. See Circle, Cir- cuit. CYCLOPEDIA. See En- cyclopaedia. < CYCLOPS, Κύκλωφ, ωπος, 6. CYGNET, *κύκνειος νεοσσός. CYLINDER, κύλινδρος, ου, ' CYLINDRIC or -DRICAL, κυλινδοικός. CYMBAL, κύμβαλον,τό. To play the c.'s, κυμβαλίζειν : a playing of the c.'s, κυμβαλισμός, 6 : a c. player, κυμβαλιστης, οΰ, 6. CYNIC, κυνικός. C. philo- sophy, κυνισμός, δ : the c. sect, κυνικοί, oi. CYNOSURE (the constella- tion). See Bear. CYPRESS-TREE, κυπάρισ- σος or κυπάριττος, η. Made of the c.-t., κυπαρίσσινος, 3: a c.-wood, κυπαρίσσων άλσος, τό. κυπαρίσσων, ώνος, δ : wood of the c.-t., κυπαρίσσινα ζύλα, τά. D. DAB, v. % To strike gently] κούφως άπτεσθαι, θιγγάνειν, DAB, s. 1 A spot] Vid. 1 A gentle blow] Syn. in Blow. If An adept] Vid. DABBLE. If (Intrans.) To besprinkle] κυλινδείσθαι (εν τινι or κατά τι). If To do aihg su- perficially] αύτοσχεδιάζειντι (to do it of hand) : (prps) 'ιδιωτικώς απτεσθαί τίνος. DABBLER, Ιδιώτης, ου, δ. To be a d. in athg, Ιδιωτεύειν τινός or κατά τι or περί τι or προς τι. άπειρον εΊναί τίνος. DAD or DADDY, πάππας or πάπας, ου, δ. To call d., παππάζειν. DAGGER, εγχειρίδιον, τό. ζιφίδιον, τό. κοπίς, ίδος, η. Το stab with a d., διαλαμβάνειν εγχειριδίω : to draw one's d., σπάσασθαι τό εγχειρίδιον : a wound produced by a d., πληγή από τοΰ ε-γχειριδίου. If Fig.] At d.Vdrawing, κατ εριν. ερί- Ζων, ούσα : to be at d.Vdrawing (137) with aby, διαγωνίζομαι προς τίνα. νεϊκος συνηπταί μοι προς τίνα. DAILY, adj. δ, -η, τό καθ' ■ημεραν. καθημέριος, 2 and 3. εφημερινός, 3. εφήμερος and εφημέριος, 2 : also καθ' έκάστην την ημέραν. ανά πάσαν ημέραν (every day, day by day). The d. bread, η καθ' νμέραν τροφή. DAILY, adv. See ς ever ν Day.' DAINTILY. E. g L to live d., τρυφερώς "ζην. τρυφαν. DAINTY, ηδύς, γλυκύς, έϊα, ύ : also αβρός, 3. τρυφερός, 3. ηδιστος, 3. A d. bit or morsel, ηδυσμα, τό. σιτίον, τό. πεμ- μάτιον, τό: ad. dish, a d., λί- χνευμα, τό. τό διά τοΰ στόμα- τος ηδύ : to live in a d. manner, τρυφερώς "ζην. τρυφαν. If Of persons] λίχνος, 3. δύσκολος, 2 (particular choice) : also τρυφε- ρόβιος, 2. τένθης, ου, δ. To be d., λιχνεύεσθαι. τενθεύειν. DAINTINESS, τενθεία, λι- χνεία, η. DAIRY, (prps) γαλακτοδό- χον (Schol. Theocr. 5, 58, any re- ceptacle for milk), τυροκομεϊον (for cheeses), or τό τοΰ γάλα- κτος ταμιεϊον (ταμαΐον). A d.- maid, (pips) παρθένος η τό γάλα πωλούσα (i. e. milk-maid). DALE. See Valley. DALLIANCE. See Caress- es. If Delay] Vid. DALLIER. To be formed with the corresponding verb. DALLY, if To caress] Vid. I To delay] Vid. DAM, s. Tl = Matrix] Vid. II For confining water, &c] χώ- μα, τό (g. t.). όχθη, η (of a pond), or κρημνός, δ. To raise a d., χουν χώμα : to separate or pro- tect by a d., διαχοΰν, χώματι εϊργειν : to dig through a d., διαιρεΐν χώμα. DAM (up), v. χουν χώμα. προσχοΰν : also χωννύναι or άναχωννύναι. DAMAGE, s. βλάβη, h (g. t, any injury or detriment), ελάτ- τωμα, το (loss of any advantage), κακόν, τό {any disadvantage), ζημία, fi (any detriment brought on by one's own fault). Χύμη, η. τρΊφις, η (the d. done to athg). To cause or do some d., βλάβην ποιεΐν. βλαβερόν εϊναι. βλά- ■π-τειι;. See also to Injure. To suffer some d., βλάπτεσθαι or ζημιοΰσθαι. κακόν λαμβάνειν : — great d., μεγάλα βλάπτεσθαι or ζημιοΰσθαι : — by athg, υπό τίνος or ποιοϋυτά τι : also κα- κόν τι πάσχειν or εχειν από τίνος or ποιοΰντά τι. ζημιοΰ- σθαι εν τινι : to cause some d. to the country, κακώς ποιειν or κακυποιεϊν την χώραν. σίνεσθαι την γη v. See also Hurt. If Damages] Ε. g. to condemn in costs and d.'s, see Cost. DAMAGE, υ. βλάπτειν. Χυ- μαίνεσθαι. σίνεσθαι. κακώς ποι- εΐν. τρίβε ιν (to spoil by using athg, wear out). DAMAGEABLE, βλαβερός, 3. επιβλαβής, 2. ασύμφορος, 2. ζημιώδης, 2. κακός, 3. Syn. in Damage. DAME, γυνή, -ναικός, η. DAMN. -See Condemn, Curse. DAMNABLE, μεμπτός, 3. επίμεμπτος, 2. παράνομος, 2. κακός, 3. καταγνωστός, 3. κατα- κρίσιμος,Ί. κατάκριτος,2. κατ- άράτος (Trag.). DAMNABLY, παρανόμως, κακώς, See. DAMNATION, καταδίκη, f,. κρίμα. τό. κακία, η. DAMNATORY. Formedwith present partcp. of to Condemn. D. sentence, κατεφηφισμένη, η [sc. γνώμη], or κατάκριμα, τό. DAMNED, m Condemned} See Condemn, v. DAMP, adj. υγρός, 3. κάθυ- γρος, 2. νοτερός, 3. To be d., ύγρόυ είναι or (pass.) καθυγραί- νεσθαι : to make or render d., ύγραίνειν. νοτϊζειν. καταβρέ- χειν. If Of the air or weather] υγρός τε Kal φυχρός, 3. If Fig. (Milton) : downcast] Vid. DAMP, s. 1 Mist, vapour] Vid. If Fig. : of aby's spirits] See Syn. Depression. DAMP, v. ύγραίνειν. νοτί- ζειν. βρέχειν, καταβρέχειν : also άνυγραίνειν. If Fig. (aby's spi- rits, courage, Qc.)] See to De- press, to Dull. DAMSEL. See Maiden. DANCE, S. δρχημα, τό. op- χησις,η. χορός, δ. χόρευμα,τό. To lead the d., ηγεΐσθαι τοΰ χοροϋ. ΙπιτεΧεΐν χορόν : to go to a d., ίέναι ε'ις χορόν. If Poet.] όρχηθμός, δ. φ^• χορεία, η, if attended with singing, fyc. DANCE, ν. όρχεϊσθαι. δρχη- σιν ποιεϊσθαι. χορεύειν. όρχη- σμόν ποιεϊσθαι (esply of panto- mimic dances). To d. on one leg, άσκωλιάζειν : to learn to d., μαν- θάνειν την όρχηστικίιν or μαν- θάνειν χορεύειν. % Fig.] Tod. to aby's pipe, πάντα πειθαρχεϊν τινι : to d. for joy, άγάλλεσθαί (τινι) : to d. a waltz or polka, όρχεϊσθαι τον στρόβϊλον : to d. on a rope, see Rope. DANCER, όρχηστής, οΰ, δ. χορευτής, οΰ, δ. Syn. in DANCE. Fern, όρχηστρίς, ίδος, η. A good d., ορχηστικός, χορευτικός, δ. ^Ρ ουγχορεύτρια, ή, = partner (fern.). Rope-d., see Rope. DANCING, δρχησις, η. χο- ρεία, η. χόρευσις, η. The art of d., ορχηστική, η : a d. -master, όρχηστοδιδάσκαλος, δ. χοροδι- δάσκαλος, δ : a d.-room or place for d., χορεΐον, τό. ορχηστικός τόπος, δ : also όρχηστικόν μελε- τητήριον, τό (for practice, Qc.) : to be always at, or to frequent d.- places, iv Tats αύλητρίσι δια- DAN DAR DAT τρίβΐΐν: d. on the (tight-) rope, see Rope. DANDRUFF. See Scurf. DANDY. ##«. Coxcomb. DANGER, κίνδυνος, b. άγων, wi/os, 6. δεινόν,τό. περίστασις, ■η. To expose oneself to d., Uvai or έμβαίνίΐν εις κίνδυνον. κιν- δυνεύεινοΐ'παρακινδυνεύειν : also ύφίστασβαι or νποδύεσθαι κιν- δύνους, καθιστάναι εαυτόν εις κινδύνους : — for aby, or for the sake of any one, προκινδυνεύειν ti^os. κινδυνεύειν υπέρ τίνος : d. impends, έπαρτάται κίνδυνος (D.) : to expose one's life to d., παραβάΧΧεσθαι την ψυχήν : to be exposed to d., κίνδυνος εστί tivl. κινδυνεύει tis: to throw oneself headlong into d., ρίπτειν or διδόναι εαυτόν εις κίνδυνον. φέρεσθαι (pass.) εις τά επικίν- δυνα : to face a d., go through d., κινδυνεύειν κίνδυνον. διακινδυ- νεύειν. ύπομέυειν or έχειν κίν- δυνον : to go through many d.'s, ποΧΧά κινδυνεύειν : to be in d., περιπίπτειν κινδΰνοις. κινδυνεύ- ειν. εν κινδύνω είναι : athg (be- longing to me) is in d., κινδυνεύω περί τίνος, e. g. my life, περί ψυχής : to be in so much greater ά.,τοσούτω εν δεινοτεροις είναι : to share in the same, or be ex- posed to the like d., συγκινδυ- νεύειν τινί : to be in imminent d., περί των μεγίστων, περί των εσχάτων κινδυνεύειν or εν παντί {κακοΰ) είναι or γενέσθαι: to get into the greatest d., ε is παν κακοΰ άφικνεϊσθαι : to escape a d., άποφεύγειν κίνδυ- νον. ίζίστασθαι κινδύνου, άπ- αΧΧίττεσθαι κινδύνου or εκ κιν- δύνου, σώζίσθαι (pass.) : to a- void a d., άφίστασθαι κινδύνου, φείδεσθαι κινδύνου : there is no d. for aby, ουδείς κίνδυνος εστί τινι (seq. μή) : to expose oneself to one of two impending d.'s, δυοΐν κινδύνοιν ύποκειμένοιν θάτέρου μετασχεΐν or τον έτε- ρον εΧέσθαι : there is no d., κίν- δυνος ουδείς (that, μη) : there is no d. whatever, ποΧΧη εστίν άδεια : to be out of all d., πάν- των των κακών άπαΧΧαχθηναι. άσφαΧώς εχειν. εν άσφαΧεΐ καθεστηκίναι : to be connected with some d. (for aby), έπικίνδυ- νον είναι τινι : to avert a d., δια- Χύειν κίνδυνον : without any d., άνευ κινδύνου, άδεώς. ακινδύνως: at the d., see Risk : not attended by d., ακίνδυνος, άσφαΧτις, άδεης, 2, or (Crcl.) μηδέν διακινδυνεύ- οντα. if D. of one's life] μέ- γιστος κίνδυνος, b. κίνδυνος 6 περί του βίου or περί της ψυ- χής : to be or stand in d. of one's life, περιπίπτειν τοΐς μεγίστοις κινδύνοις. κινδυνεύειν περί ψυ- χής or περί του βίου or περί των μεγίστων or περί πάντων. DANGEROUS, επικίνδυνος 2. έπισφαΧης, 2. σφαΧερός, 3. παράβοΧος. 2. δεινός, 3. γαλε- (138) λ also κινδύ- Τχωι/, ούσα, πός, 3. άπορος, 2 νους or δεινότητας ον. ουκ ακίνδυνος, 2. A d. si- tuation, τά δεινά, περίστασις έχουσα δεινότητας : to be d. for aby, έπικίνδννον είναι τινι : to be in a d. position. χαΧεπώς δια- κεΐσθαι. DANGEROUSLY, επικινδύ- νως. έπισφαΧώς. To be d. ill, έπισφαΧως νοσεϊν. χαΧεπώς διακεΐσθαι υπό της νόσου. σεΧί- νου δεϊσθαι (Prov.). DANGLE. if To hang loose] See to Hang (intrans.). if To d. after aby] άκοΧουθεΐν κατόπιν τινός (Aristoph.). άρτάσθαί τί- νος (to depend on). DANGLER. See Syn. Fol- lower. DAPPLE, adj. βαΧιός, 3. ποι- κίΧος, 3. ποικιΧόδερμος, 2. D.- grey (horse), ψαρός or βαΧιός 'ίππος. 6. DAPPLE, v. Syn. to Spot. DARE. if To possess boldness or courage to do athg] τοΧμάν. επιχειρεϊν. ύφίστασθαι. άνέχε- σθαι. To d. to do athg, τοΧμάν ποιέιν Tt. παραρρίπτειν ποι- εΐν τι. έπιχειρεΐν τιιί or ποι- εΐν τι. ύφίστασθαι τι. if To d. aby] άνθίστασθαι προς τίνα. See also to Challenge. DARING. Syn. Bold, Cou- rageous. DARINGLY. Syn. Boldly, Courageously. DARINGNESS. Syn. Bold- ness. DARK, αφ". if Void of light] σκοτεινός, 3. άμαυρός, 3. άφεγ- γης, 2. It is d., σκότος εστί : getting d., άμα τω κνέφει or άμα κνέφα: it is getting d., σκό- τος γίγνεται. κνέφας or σκό τος or νύξ επέρχεται, συσκοτά "ζει : he came when it was growing d., κνεφαϊος or σκοταϊος ηΧθε. if Fig. : of countenance or aspect] Sec Gloomy. if Dim, prevent- ing the rays of light to enter] άμαυ- ρός, 3. θοΧερός, 3. if Of colour] μέΧας, αινα, αν. if Not clear or intelligible] άφανης, 2. ασα- φής, 2. άδηΧος, 2. άσημος, 2. άγνωστος, 2. σκοτεινός and σκότιος, 3 (of an expression), α'ι- νιγματώδης, 2 (enigmatical). DARK or DARKNESS. if = Tenebrce] σκότος, τό and 6. κνέφας, τό : gen. κνέφους, dot. κνέφα and κνέφει : aho τό σκο- τεινόν. όρφνη, η. άχΧύς, ύος, η. In the d., εν σκότω. υπό σκό- τους : to come or walk in the d , σκοταΊον or κνεφαΐον ίέναι, 'ήκειν, παραγίγνεσθαι : the d. of the infernal regions, 'έρεβος, ους, τό. if Fig. : obscurity, un- certainty] αφάνεια, ασάφεια, η. τό άδηΧον, ασαφές, αφανές, ους. τό α'ινιγματώδες, ους. To be in d., άδηΧον or ασαφές είναι : athg is wrapped or hidden in d., σκότος εστί πρό τίνος : to be in the d. about athg, άγνηεϊν περί τιι /os. άπορεΐν περί τί- νος. DARKEN, σκοτυΰν (g. t). αποσκοτονν τι (to deprive of light or optic poiver), or επισκοτέίν τινι (prop, and fig.), άμανροΰν (to deprive of its brilliancy), έπ- ηΧυγάζειν τι. άποκρύπτειν τι (to reduce or decrease the brightness of athg). Athg is d.-d, επισκο- τεϊ τινι : — by athg, τ'ι. if Fig. : to render unintelligible or obscure] See the adjj. if To d. aby's door] επί θύρας έΧθεϊν τίνος. DARKISH,i-7ricr/aos,2. άμαυ- ρός, 3. DARKLY. See Obscurely. DARKNESS. See Dark, s. DARKSOME, if Darkish] Yid. DARLING, άγαπώμενος, b. άγαπωμένη, η. αγαπητός, η. κεχαρισμίνος, η. My d. ! κεχα- ρισμένε τω εμω θυμω ! to be aby's d., άγαπάσθαι υπό τίνος. DARN, άκεϊσθαι. περιρρά- 7ττειι>, καταρράπτειν. DARNING-NEEDLE, ν πη- τριον, τό. άκέστρα, η. DART, s. See Syn. in Jave- lin. DART, v. if To hurl] Yid. if To d. upon (fly at, attack)] See Syn. Attack, v. if To emit (of beams)] See to Beam. DASH. (Trans.) if To strike or knock agst athg)] κόπτει ν , κρούειν, προσκρούειν, προσ- αράττειν τι (g. tt.). πταίε ι ν προς τι : also προσκόπτειν, προσπταίειν τινί (prop, and im- prop.). καταθραύειν, συντρίβειν, διαΧύειν (to d. to pieces). To be d.-d to pieces, διαρρηγνυσθαι, περιρρηγνυσθαι, συντρίβεσθαι: — agst athg, παίοντα προς τι διασφενδονάσθαι : to d. (athg) agst a rock, προσαράττειν τι πέτρα : to d. aby's brains out, συρρήζαι την κεφαΧήν : to d. on the ground, καταπΧηττειν or κατακόπτειν or βάΧΧειν προς τό έδαφος, if Fig. : to put out of countenance] See to Confuse, Confound, if To frustrate] Yid. if To d. out] See to Erase, if To beat down (e. g. abys spirits, hope, $£c.)] Syn. in to Discou- rage, Depress. DASH, s. if Collision] Yid. if Violent and sudden onset] Syn. Attack, s. To make a d. agst the enemy, έπιτίθεσθαι or προσ- π'ιπτειν τοίς ποΧεμίοις. if A small portion or admixture of athg] To have a d. of athg, (prps) έπι- μεμιγμένον or έπιμιχθεν εχειν τι : a d. with a pencil, κατα- φορά, η (tlie act itself). γραμμ?ί, η (the visible line itself) : to make a d. through athg, διαγράφειν DASHING. See Dash. DASTARD. See Coavard. DATA, ύ-7Γοθε'σεΐ9, αϊ (as the substrata of reasoning), τά συγ- κεχωρημένα (as granted). To DAT collect d. for athg, άγε'ιρειν τεκ- μηοιά τίνος. DATE.s. II The fruit of the •palm-tree] βάλανος ή τοΰ φοί- νικος or ή άπό τοΰ φοίνικος, φοίνιζ, Ίκυς, δ. δάκτυλος, δ. ^[ Tlie tree itself] φοίνιζ, ικος, 6. A d. grove, άλσος φοινίκων, τό: d.-wine, οίνος έκ της βαλάνου της άπό τοΰ φοίνικος πεποιη- μένος, or simply φοινικίτης or φοινίκων οίνος, δ. DATE, s. ημέρα, ή. To put a d. to a letter, τον χρόνον παρα- γράφειν τη επιστολή ^| Fig.] To grow out of d., άρχαϊον εί- ναι : out of d., see Antiquated. DATE, v. E. g. a letter, see Date, s. To d. (ivith ref. to the time of an event), δρίζεσθαί τι εΊναι άττό τίνος : I d. fm that day the commencement of his ac- tually being at war with us, άττό ταύτης της ημέρας εγωγ' αυτόν πολεμεϊν ορίζομαι. DATE, v. (Intrans.) E.g. athg d.'s fm such a time (e. g. an event), Crcl. δρίζ^σθαί τι είναι άττό τίνος : to d. the Avar fm such a time, see the phrase in Date, v. (trafis.). DATIVE, δοτική (πτώσις),ή. In the d. case, δοτικως. DAUB, m To besmear] επι- χρίειν, περιπλάττειν, κατα- ττλάττειν, περιαλείφειν. μιαί- νειν, καταμιαίνειν, μολϋνειν, άναμολύνειν, διαμολύνειν. α'ι- σχύνειν, καταισχύνειν (convey- ing the notion of making foul). TJ To defile] Vid. U To cover with something specious] See to Cloak (fig-). "Π" To coat over with athg] See to Coat. % To fatter gross- ly] See to Flatter. D.-d with (athg), μιαρος, 3. σπιλωτός, 3. καταπλέω?, 2 (τινός). DAUGHTER, θυγάτηρ, ,-γα- τρός, ή. παΐς, παιδός, ή. εκγο- νος, η. To adopt as one's d., ε'ισ- ποίεΊσθαι θυγατέρα, θυγατέρα θέσθαι. θυγατρυθετεΐν: Deiani- ra the d. of (Eneus, Αηϊάνειρα ή Οίνέως : little d., θυγάτριον, τό. παιδίσκη, η : d.'s child, δ της θυγατρός παΐς : θυγατριδοϋς, οΰ, δ. θυγατριδή, ή : d.'s hus- band, γαμβρός, ο. 6 της θυγα- τοός άνήρ. ' DAUNT. See to Frighten. DAUNTLESS. See Fear- less. DAUNTLESSNESS. See Fearlessness. DAW, κολοιός, δ. To chatter as a d. ( fig.), κολοιάν. DAWDLE. See to Delay, v. DAWDLER. Formed with pres. partcp. of the verb. DAWN, v. The morning d.'s, ημέρα ύποφαίνει or ύπολάμπει. φως γίγνεται. διαυγάζει. όρ- θρος εστ\ βαθύς. H Fig. : to un- fold itself (e. g. aby's genius)] See 'to Develop.' DAWN, s. εως, ω, η (prop. Aurora, the coloured sky before (139) DAY sun-rise), όρθρος, δ (tlie time be- fore day-break) : also ημέρα ή έπιλάμπουσα. At d., άμα τω διαυγάζειν. αμ' ημέρα, αίμα τή ημέρα, άμα εω γιγνομένη or ημέρας γενομένης οΐ'έπιλαμπού- σΐ]ς : before d., προ ημέρας : the d. of the morning is approaching, it is near d., προς ημέραν εστί. ημέρα μέλλει γενέσθαι. DAY. If Ορρ. night] ημέ- ρα, η. φως, φωτός, τό : poet, ήμαρ (ήμα-τος), τό. ήλιος, δ. Before break of d., προ ημέ- ρας, πριν ημέραν γενέσθαι, πριν φως γενέσθαι : until the d. breaks, εως αν φως γένη- ται : the time before break of d., τό περίορθρον. τό περιόρ- θριον: it is getting d., ΰπολάμ- πει, ύποφαίνει, έπιφώσκει, γί- γνεται ημέρα : when it was get- ting d., επειδή προς ημέραν ην : as soon as d. breaks, έπειδάν ημέρα γένηται•: it was already d., ήδη ην ημέρα : it is broad d., ήδη όψε της ημέρας εστίν : fm the beginning of d., αφ' ημέρας : at d., μεθ' ημέραν, also ημέρας (ούσης) : to go to bed whilst it is still d. (— before night), ημέρας ετ ούσης κατακλίνεσθαι : sts rendered by ημερήσιος, δ, ή : one who sleeps by d., ήμερόκοιτος, δ, tbe d. gomg down, κατα- φέρεται jj ημέρα. λ?;γει ή ημέ- ρα. ΤΙ The d. (in the abstract), with ref. to time] Prop, ημέρα, ή : poet, ήμαρ, ατός, τό. A calm, serene d., ημέρα εύδιος, ευδία, ή : ευημερία, ή : a happy d., ευημε- ρία, ή : one who enjoys happy d.'s, εύήμερος, δ, ή : one that has good d.'s, εύδιος, δ, ή : an un- happy d., ημέρα αποφράς, -η : to spend the whole d. in athg, διημε- ρεύειν ποιοϋντα, τι : — with aby, διημερεύειν μετά τίνος : — at some place, ήμερεύειν, διημερεύ- ειν, πού : in one d., εν μια ημέ- ρα : on the same d., τή αύτη ημέρα : the very same d., αυθη- μερόν : the d. before, τή προτε- ραία : the d. after (= next d.), τή ύστεραία : a few d.'s after, οΰ πολλαϊς ήμέραις ύστερον : the greater part of the d., τό πλεί- στον της ημέρας : for the rest of the d., τό λοιπόν της ημέρας : d. by d., or d. after d., καθ' εκά- στην την ημέραν. καθ' εκάστην ημέραν. άν εκάστηνήμέραν. καθ' ημέραν, δσημέραι : also ήμερο- λεγδόν : pnet. εφ' ημέραν, έπ' 77yUaTi : fm d. to d., ε /s ημέραν : for a d., εφ' ημέραν : some of these d.'s (= some d.), εν ταύ- ταις τα\ς ήμέραις. κατά ταύτας τάς ημέρας : on that d., ταύτην την ημέραν. εν τήδε τη ημέρα : a d. (= each d.), της ημέρας, e. g. to eat, to take a meal, twice — , δις ποιεϊσθαι τό δεϊπνον : the whole d., all the d., την ημέραν. δι ημέρας : for to-d., for the next d., εις την σήμερον, εις την επιοϋσαν ημέραν. ε'ις την επι- DAY οΰσαν εω : the third d., ε /s τηυ τρίτην ημέραν : for every d., εφ' ημέραν : for some d.'s, ολίγας ημέρας : the whole d., της ημέ- ρας 'όλης. την ημέραν όλην. πασαν την ημέραν : not to fight for ten d.'s, μη μάχεσθαι δέκα ήμερων : every other d., παρ' ημέραν. ημέραν παρ' ημέραν : every third d., διά τρίτης της ημέρας : three d.'s ago, τρίτην ημέραν ταυτηνί. τρίτη ημέρα αύτηί : three d.'s previously, τρι- σίν ήμέραις πρότερον : d.'s and years have past since, παρελή- λυθεν ήδη ενιαυτός. πολύς χρό- νος, έζ ου : to fix or appoint a d., τάττειν ημέραν : the appoint- ed d., ή τεταγμένη, συγκειμένη, τακτή, ρητή ήμερα : on the d. appointed, &c, (παρέσεσθαί) εις ρητήν ημέραν (Xen.) : d. and night, ημέραν και νύκτα, και ημέρας και νυκτός: neither by d. nor by night, ούτε νυκτός ούτε ημέρας : to reckon by d.'s, ήμερολογεϊν τον χρόνον : the d. is approaching, έφέστηκεν ημέρα, e. g. the decisive (d.), 17 κυρία : to celebrate a d., kop- τάζειι/ ημέραν: those who live to see the glorious d. of vic- tory, οϊ αν νικήσαντες έπίδω- σι τήν πασών ήδίστην ημέραν (Xen.) : for or since ten d.'s, δέκα ήμερων : hardly thirty d.'s ago, ούπω τριάκονθ' ημέρας : a jour- ney of fm two to three d.'s, δυοΐν ή τριών ήμερων δδόν : on the third, fourth d., τριταίο?, τίταρταΐοδ, α, ov : the tenth (twelfth) d., δεκαταίος, δωδεκα- ταΐος, a, ov, e. g. on the twelfth d. when he was on the funeral-pile he was restored to life, δωδεκα- ταΐος επι τη πυρά κείμενος άνε- βίω (Plat.) : some d., or some of these d.'s, κατά τάς επιούσας ήμέρα-ς : good d. ! χαίρε ! to wish good d., χαίρειν ειπείν, κελεύ- ειν, τινά. if Fig.: life time] ηλικία, ή. βίος, δ. Vulgo, I have not seen such a thing all the d.'s of my life, έ£ ου, έζ ότου ζώ, πνέω, ούδεπώποτε εΤ,δον τοιού- τον. Comic, άλλ' ούδεπώποτ', έζ ότου 'γώ ρύπτομαι, ούτως έδήχθην ύπό κονίας τάς όφρύς (Aristoph.) . Now-a-d., εν τω νύν χρόνω. καθ' ημάς. εφ' ημών : people living now-a-d., οι καθ' ημάς άνθρωποι : a d's journey, ήαέρας μιας οδός (πλους, CjfC.) : also ημερησία οδός : a good or long d.'s journey, ημέρας μά- λα μακράς οδός : to live or see good d.'s, καλώς, ευ πράτ- τειν. εύδαίμονα βίον εχειν. ευ- κόλως ζήν : to have d.'s of lei- sure, σχολή διάγειν τον βίον. σχολήν άγειν : to procure aby tranquil d.'s, ποιεϊν τίνα ευκό- λως "ζήν : to finish one's d.'s, τελευταν τον βίον : in these d.'s, now-a-d.'s, το' γε νύν έχον. εν τω νύν χρόνω. τω νύν είναι: for d.'s together, δι ημέρας, ε'ις ήμέ- DAY DEA DEA pav. ava πασαν την ημεραν : every d., see Daily. DAY-BOOK, εφημερί?, ίδος. εφημερίδες, αι. ημερήσιον (βί- βλων), τό. ημερολόγιον, τό. υπομνήματα, τά. To keep a d.- b., άπογράφεσθαι τά καθ' ημέ- ραν. DAY-BREAK, όρθρος, ο. εως, ω, η. ημέρα, η. φως, ωτός, τό. at d.-b., άμ' ημέρα, άμ' εω or άμα τη εω : towards d.-b., προς ημέραν or περί τον όρθρον : be- fore d.-b., προ της εω. C/.OAWS. DAY-LABOUR, εφήμερου, ημερήσιον έργον, τό. τό δι' ημέ- ρας έργον, or simply εργασία, 'DAY-LABOURER, ό δι η- μέρας εργαζόμενος, τι. 6 έπι μισθω εργαζόμενος. 6 μισθοφό- ρος or μισθάρνης. Tbe condi- tion of a d.-l., θητεία, έριθίία, η: [/em.) γυνή η θητεύουσα: to be a d.-l., εργασίαν ποιεϊσθαι. D AY FLIGHT, ηλίου φως, τό. φως, φωτός, τό. ήλιος, ο. Το begin drinking by d.-l., αφ' ημέ- ρας πίνειν. DAY-TIME, η της ημέρας 'ώρα. Τη the d.-t., see Day. DAZZLE. 1 Prop.] άμαυ- ροΰν τάς όψεις τινί. διαφθεί- ρειν, άμβλύνειν, τιι /l τους ο- φθαλμούς : prps also [but it is a doubtful reading, Long. 34, 1], κα- ταφέγγειν, τινός. He d.'s our eyes by tbe excess of his beauty, τ;7 υπερβολή του κάλλους τους οφθαλμούς ημών περιαστρά- τττει (St. Basil). ^ Fig.: to blind the mental sight or judge- ment] τυφλην ποιεΊν τίνος την φρένα, διαφθείρειν την γνώμην τινί, την της ψυχής όψιν (P.). Why do you let yourself be d.-d by tbe glittering of gold? τι τοσούτον επτόησαι περί τον πλούτον ; (St. Basil). DEAD, t Deprived of ani- mal life] νεκρός, ά, όν. άψυχος, b, η : αίχοτεθνεώς, τεθνηκώς. To be d., τεθνάναι ; poet οιχεσθαι: ad. man ( = d. body), νεκρός, 6. τεθνε- ώς, ό : also ψυχή, η. νέκυς, ο : the d. (= those icho are dead.), oi νεκροί, oi τεθνεώτες. οϊ καμόν- τες : poet, οι ένεροι. οι νέρθεν: the abode of the d. (after Greek notions), "Αιδης, 6 : tbe d. body, see Corpse : to raise fm the d\, άυιστάναι εκ θανάτου, τινά : to rise fm the d., see Arise, v. : to lie on the ground like a d. man, εκτάδην, οίον νεκρόν, κεΤσθαι : to strike d., συγκόπτειν, άπο- κτείνειν, κτείνειν,τινά : to shoot a man d., κατατοζεύειν, τινά : to flog a man till he is d., παίειν τινά εις θάνατον : to say aby is d., αγγέλλιιν τινά ως αποθανόν- τα : to bury one who is d., έκ- φέρειν νεκρόν : d. flesh, νεκρι- μαϊον, θνησιμαϊον κρέας, τό. κε- νέ βρε ιον, τό : laden with d. bo- dies, νεκροβαρης, b, η (ofavessel) : one who dresses the d. before in- (140) terment, νεκροκόμος, 6 : one who buries the d. (= undertaker), νε- κροστόλος, νεκραγωγός, 6 : one who plunders the d., νεκρόσϋλος, 6, η : the plundering of the d., νεκροσυλία, η. U a) Fig. : de- prived of vegetative life] νεκρός, ά, όν. Comp. to Die away, b) Of inanimate things] άψυχος, b, η (as ε'ικών, Fur.) : also νεκρός, ά, όν, e. g. a d. language, *νεκρά γλωσσά ; ά. drunk, see Drunk : d. capital, a d. calm, d. water, see the resp. Substt. The d. sea, θά- λαττα η νεκρά. % Impropr. : of the fingers, §c] To be d., άποτεθνηκέναι (έοίκασιν άπο- θνησκειν οϊ δάκτυλοι, Ach. Tat. Cf Eur. Hec. 246). DEADEN. 1 To weaken, de- bilitate] Vid. 1 To blunt (fig.)] άμβλύνειν, άπαμβλύνειν (to blunt). DEADLY, adj. θανατηφόρος, 2. θανάσιμος, 2. θανατώδης, 2. ολέθριος, 2. ΤΙ Of wounds and blows] καίριος, 3 and 2. A d. ene- my, εχθιστος, 6. αδιάλλακτος εχθρός, 6 : d. enmity, άσπονδος έχθρα, η : ά. ill, έπιθάνατος, ο, η, or επιθανάτιος, εσχάτως έχειν, εγγύς είναι τού τεθνάναι, θανά- σιμον ηδη είναι : d. sin, αμάρ- τημα άξιον θανάτου, τό : ad. cup, or cup of d. poison, κύλιξ η τού φαρμάκου : d. poison, ιός, 6 (metallic, vegetable, and animal) : also δηλητηριον, τό (any deadly means). DEADLY, adj. E.g. d.pale, πελιδνός or πελιτνός, 3: to be d. pale, πελιαίνεσθαι, πελιδνοΰ- σθαι (pass.). DEADNESS, νέκρωσις (New Test). See Bluntness (fig.), Languor. DEAF. «Π Prop.] κωφός, 3. άνηκοος, 2. To make (aby) d., κωφοΰν, εκκωφοΰν : to be d., κωφόν είναι, έκκεκωφώσθαι. Κ Fig. : without feeling, Qc. ] To be d., to turn a d. ear to aby, άνή- κοον tlvai τίνος, ούχ ύπακούειν τινός, ού πείθεσθαι(ραί8.),τινί: to preach to d. ears, κωφω αδειν. ΤΙ D. and dumb] κωφός', 3'. DEAFEN, κωφοΰν, εκκω- φοΰν. To be or become d.-d, έκ- φρονα γίγνεσθαι, έκπληττε- σθαι. άναισθήτως έχειν (g. tt.) : to d. by a clap of thunder, κατα- βροντάν, έμβροντάν. See to 'ren- der Deaf.' DEAFNESS, κωφότης, ητος, η. κώφωμα, τό. άνηκοϊα, η. DEAL, s. ΤΙ A considerable quantity] πλήθος, τό (g. L). εύ- πορία, η (sufficient stock of things for use), αφθονία, η (superfluous store of athg). gfj= These three terms are used in Greek of per- fectly homogeneous bodily objects, in other cases the notion is rendered by πολλά γένη or πολλά είδη, τά, or by tL• adj. πολύς. See Many. A d. or a great d. of wood, πολλά ξύλα : a d. of mo- ney, ποΧλά χρήματα or χρημά- των πλήθος : a very great d., πλείστος, 3. πάμπολυς, παμ- πόλλη, πάμπολυ : no or not a great d., ολίγος, 3. σπάνιος, 3 : a d. (or good d.) bigger or larger, πολύ μείζων, πολλω μείζων : there is a great d. (rr very much) wanting towards — , πολλού δεϊ — : to think a good d. of oneself, νομ'ιζειν είναι τι : to think a great d. too much of oneself, μέγα φρονεϊν. ύπερ άνθρωπον φρονεΊν : to think (= make) a good d. of athg, περί πολλού ποιεϊσθαι : not worth a great d., μικρού or ού πολλού άξιος, 3. φαύλος, 3 : a great d. of pain, δεινόν άλγος : a great d. too big, υπερμεγέθης, 2. περιττός, 3 : a great d. too much, άμετρος, 2. παρά τό μέτριον : by a great or considerable d., διά πολλού, παρά πολύ : to give or pay a great d. for athg, πολλού πρί- ασθαί τι. επί πολλω δέχεσθαί τι. ΤΙ Deulwood] See Fir. DEAL, v. if To d. out] See to Distribute. H Comic: to d. blou-s] See Blow. 1 To d. with aby (prop.)] See 'carry on Trade, Business. with.' ^[ Fig. : to behave (towards)] E. g. to d. harshly with ^α^,σκληραγωγεί,ν. χαλεπώς or τραχέως προσφέ- ρεσθαί τινι : to be badly dealt with by aby, κακώς πάσχειν ύπό τίνος : to d. in a shameful man- ner with aby, άσεβεϊν περί τίνα : to d. very fairly by aby, καλώς προσφέρεσθαί τινι : to d. with aby as a friend, φιλανθρώπως προσομιλείν τινι. φιλοφρονεΊ- σθαί τίνα : he has dealt with me in the most friendly man- ner, 7Γθλλ;7 tj7 φιλία κέχρηται περί εμέ. % Manage, handle] έχειν άμφί τι. διατρίβειν περί τι. γίγνεσθαι εν τινι. εργά- ζεσθαί τι. επιτηδεύειν τι. Το know how to d. with a subject, επίστασθαί τι. εμπείρως έχειν τινός, έμπειρον είναι τίνος : to know exactly how to d. with athg, εύ χρησθαί τινι : he is a man difficult to d. with, ίδιος άνθρωπος εστίν. See also BE- HAVE. ^| To d. in (— to carry on a trade with athg)] πωλείν or άπεαπολάν τι. πιπράσκειν τι. καπηλεύειν τι. To d. with aby, χρηματιζειν προς τίνα. επι- μιξία χρησθαι προς τίνα. DEALER (in athg), ο πωλών (c. ace. rei), also compound substt. with -πώλης, ου, ό. A cattle-d., προβατοπώλης : fern, πωλις : a retail d., κάπηλος, 6. μικρέμ- πορος, ό. JEsop, αγοραίος, 6. ρωποπώλης, ού, 6. To be a d. in athg, see ' to Deal in.' U Meton. : to be a plain or fair d.] ούδεν κακόν έπινοεΊν. To be a foul d., to be athg but a fair d., διαλύεσθαι, ποικίλλε ιν, πανουρ- γία χρησθαι. If Fig. (in the sense of Swift : ' these small rf.'s DEA in wit,'' ';ΐ/ διάνοιαν. T[ To refuse politely] άποτρίβεσθαι. παραιτεΐσθαι. If Todeviate (fm)] Vid. ^[ To d. a word (gram.)] κλίνειν. πλαγιάζειμ. DECLIVITY, κρημνό*, ό. τό κρημνώδες, ου?, καταφέρεια, η (stronger t.). DECOCT, άφέψειν. } DECOCTION, άττόζεμα, αφέύ/ημα, τό. DECOLLATE. See ' to Cut off aby's head.' DECOLLATION, τραχηλο- κοπία, n. αποκοπή or απότομη τη? κεφαλή?, η : or Crcl., e. a. (144) 9 των δη ληστών άποτμηθέντων τα? κεφαλά?. DECOMPOSE, διακρίνειν. διαλύειν, άναλνειν. See DIS- SOLVE. DECOMPOSITION, διάκρι- σι?, η. άνάλυσι?, η. DECOMPOUND. See De- compose. DECORATE, επικοσμείν, εκ- κοσμεϊν. To d. the stage, σκη- νογραφεΐν, χορηγεΐν : to d. the walls of a room, στρωννύναι, έπι- στρωννύναι. κοσμεϊν or επικο- σμείν τάπισι. DECORATION, παρασκευή, η (g t.). σκηνογραφία (scene- painting), χορηγία, η (of ^stage). τάπη?, ητο?, δ (of a room). DECORATOR, σκηνογράφο? (theatrical d.). Crcl. with verbs. See Decorate. DECOROUS. See Decent, Becoming. DECOROUSLY. See De- cently. DECORTICATE, άπολεπί- ζειν, έκλεπίζειν. DECORTICATION. Crcl. ivith verbs in the preceding Ar- ticle. DECORUM, το πρέπον, ov- to?. εύσχημοσύνη,ή. ευπρέπεια, αξιοπρέπεια, η. επιείκεια, η. τό κόσμων. To observe d., εύ- σχημονεϊν : with d., πρεπόντω?, εύσχημόνω?, κοσμίω? : to disre- gard or not obsen'e d., όλιγω- ρεϊν του πρέποντο? : to disre- gard all d., όλιγωρότατον είναι του πρέποντο?. DECOY, ν. 1ί Prop.] δελεά- "ζειν. παλεύειν (with a bait), ^f Metaph.] ίπάγειν, ΰπάγεσθαι. έφέλκειν. To be d.-d, έφέλκε- σθαί (pass.) τινι. έπισπάσθαί (pass.) τινι : to d. aby, παλεύειν τινά: a d.-ing, τό δελεάζειν (prop.), επαγωγή, υπαγωγή, η (metaph.). DECOY, S. το δελεάζειν. τό παλεύειν (a d.-ing ivith a bait), δέλεαρ, ατο?, τό. έδεσμα, τό (the bait). U Metaph.] επαγω- γή, υπαγωγή, η. DECREASE, ν. β (Trans.)] μειοΰν. έλαττοΰν. ελαττον ποι- εΐν. συστέλλειν.συνάγειν.άφαι- ρεΐν τινο?. Τ[ (INTRS.)] ελατ- τοϋσθαι and μειοϋσθαι (pass.; g. t.). μαραίνεσθαι and παρ- ακμάζειν (of inner strength), λω- φαν, λήγειν and άποπαύεσθαι (of an existing condition or state). έπιλείπειν, άπολείπειν and έκ- λείπειν (of concrete objects). My strength is d.-ing, ασθενέστερο? or άμβλύτερο? γίγνομαι : my intellectual power is d.-ing, μει- οΰμαι την διάνοιαν: aby's zeal is d.-ing, ΰφίεσθαι τη? σπονδή?: aby's anger is d.-ing, συστέλλε- ται η οργή : the illness is d.-ing. παρακμάζει η νόσο? : the vio- lence of the cough is d.-ing, λω- φά 6 βήξ. DECREASE, s. ελάττωσι?, μείωσι?, η. See DECLINE, s., and Diminution. DECREE, v. ψήφισμα ποι- εϊσθαι. δοκεϊ μοι (or other dot. of agent: = visum est mihi, illis &c.) : also τάττειν, έιατάττειι/, 7τροστάττειν (to fix, ordain), έπι- στέλλειν (if by writing), προαγο- ρεύειν (προειπεΊν). παραγγέλ- λειν (to issue an order), διδόναι or έκδιδόναι γράμμα. See Syn. a?id phrases in Command. %^° Note. Where we use forms with 'should' the Greeks mly used the present iniin. DECREE, s. ψήφισμα, τό. έπίταγμα, τό. διάταγμα, τό. παράγγελμα, τό. προγραφή, η (in writing). A d. of the senate, βουλή? γνώμη, η: ad. of the people, ψήφισμα, τό. χειροτο- νία, ν : to ordain by a d. of the people, ψηφίζεσθαι : to issue a d., προγράφειν. προαγορεύειν (προειπεϊν). παραγγέλλειν. DECREPIT, φθαρτό?, 3. έζί- tjjXos, 2. θνητό?, 3. επισφαλή?, 2. αβέβαιο?, άσταθη?, 2. ακατά- στατο?, 2. ασθενή?, 2. To be d., ο'ίχεσθαι. φεύγειν. DECREPITUDE, τό φθαρ- τοί/, έζίτηλον. επισφαλέ?. α- καταστασία, η. ασθένεια, η. DECRY, διαβοάν, περιβοάν. διαβάλλειν. κακοδοζίαν κατα- σκευάζειν τινί. A d.-ing, περι- βόησι?, η. DECUPLE, δεκαπλάσιο?, 3. DECUR10N, δεκαδάρχη?,δε- κάδαρχο?, ο. DECURSION, απορροή and απόρροια, τ). DECURTATION, (prps) άποτομή, ή. DECUSSATE. See Cross. DEDICATE. If Consecrate] (prps) καθιεροΰν, τινί τι. ποι- ιϊσθαί τίνα την καθιέρωσιν, τινό? : aho επιφημί"ζειν, τινί τι. κατονομάζειν, έπονομάζειν (Max.Tyr.). % To inscribe to aby (e.g. a book)] άνατιθέναι τινί τι. προσγράφειν, προσφωνείν τινί τι. γράφειν τι πρό? τίνα. U Of a temple, fyc] (prps) καθ- ιέρωσι?, η. ^[ To devote] VlD. DEDICATION, προσφώνη- σι?, η. That relates or belongs to a d., προσφωνηματικό?, 3. DEDICATOR. Crcl. with verbs under to Dedicate. DEDITION. Sec Surren- der. DEDUCE, κατάγειν από τι- νο?. To d. one's race fm — , γε- νεαλογεΐν (ivith or ivithout την γενεαλογίαν or κατάγειν τό γέ- νο? άπό τινο?). άνατείνειν τό γένο? εΊ? τίνα. To d. athg (e.g. a state, condition) fm athg. φάναι or ήγεΐσθαί τι αίτιον είναι τι- νο? : to d. by way of logic or ar- gument, see Syn. tinder Con- clude. DEDUCEMENT, καταγω- γή, η. αναφορά, η. See DEDUC- TION. DED DEF DEF DEDUCT, άφαιρεΐν τί τιι /os (g. t. ; also used arithmetically for ύφαιρεΐν). λαμβάνειν {gen. of ob- ject). He has d.-d a portion of my wages, μικρόν ύφεΐλε του μισθού. DEDUCTION. % Abatement] ύφαίρεσις, ή : also Crcl. with verbs under Deduct. % Syllo- gistic inference] See Conclusion. DEED, s. % The thing done] See Act, Action. If Deed {in contradistinction of word)] E. g. to assist aby not by words only but by d.'s, σύμβουλου και συνέρ- γου γίγνεσθαι τινι. συμβουλεύ- ειν τε και συμπράττειν τιυί. ώφελεΐυ τίνα και λόγω και έρ- γω {with word and deed). f[ In deed (:= really, truly, 8(c)] έργω. αληθώς, ais αληθώς, όντως. *[f — Fact] Vid. U With collateral notion of praiseworthy (= achieve- ment) ] E.g. z. good, brave, noble, &c. d., έργον καλόν, ανδραγά- θημα, το. το καλώς πραχθέυ or πεποιημέυου (in abstracto and objectively) : a happy or fortunate d., κατόρθωμα, τό : a praisewor- thy d., αριστεία, η. άρίστευμα, τό : to accomplish a (noble) d., ίργαζεσθαι or κατεργά"ζεσθαι έργον, πράττειυ or διαπράτ- τειν έργον, άποδείκυυσθαι έρ- γον. DEED, s. % Writing contain- ing a Contract] Vid. To draw up a d., συγΎράφειν {περί τίνος), συγγράφεσθαι {προς τι). DEEM. See Consider. DEEP, βαθύς, εϊα, ύ {g. t. in all relations). {Of the voice), βα- ρύς, εΐα, ύ. Ό. water, d. snow, d. sand, βαθύ ύδωρ, βαθεΐα or πολλή or παμπλήθης χιών, βα- θεΐα or πολλή ψάμμος : d. peace, βαθεΐα or ποΧλή ειρήνη: ά. sleep, βαθύς ύπνος : to be in a d. sleep, βαθύν {'ύττνον) κοιμάσθαι {pass.) : when they were all in a d. sleep, περί -πρώτου ύπυου : a d. cut, a d. wound, βαθεΐα τομή, βαθεΐα πληγή : a d. voice, βαρεία φω- νή : d. or profound knowledge or insight of athg, δεινή ζύνεσις or πολλή εμπειρία, η : to fetch a d. sigh, μέγα στευάζειυ or βαρύ στευάϊ,ειυ : that has struck d. root, βαθύρριζος, 2 : d. affliction, μέγα or δε>υόυ πένθος, δεινή or βαρύτατη άλγηδών : to be in d. affliction (about athg), μέγα τό πένθος ποιεϊσθαι : d. misery or distress, έσχάτ»; or μεγίστη τα- λαιπωρία : to preserve a d. si- lence, μακράν σιγήν σιγάν : what a d. sleep you were in ! ως βαθύν {sc. υπνον) έκοιμήθης ! {Luc.) : to be d. in thought, σύννουν είναι. πεφροντικός βλέπειν. προς τινι είναι μελετώντα. £W In measurement the ace. τό βάθος is used to express the notion of depth, e. g. the lake is fifty fathoms d., η λίμνη πεντήκοντα όργυιάς έχει τό βάθος : so deep as, &c , τοσούτος {-αύτη, -οΰτον) τό βάθος. If Of a battle-array (Η5) {so many deep, fyc.)] Ε. g. έπϊ πολλών {or επι ποΧλούς), έπ' ολίγων {or έπ' ολίγους) τεταγ- μένοι ε'ισϊν οι στρατιώται {i. e. is many men or only a few d.). ^[ Fig. : profound] VlD. D. know- ledge, δεινή ζύνεσις. πολλή εμ- πειρία, ή '■ a d. thinker, ψυχής βάθος έχων, ούσα, ον : Α. pene- tration, τό της γνώμης δεινόν. άναθεώρησις, η. ^\ Dark {of colour)] βαθύς {e. g. βαθύ χρώ- μα). ΐ| Cunning] VlD. DEEP, s. f Sea] Vid. DEEPEN, βαθύνειν. κοιλαί- νειν, έκκοιλαίνειν {to hollow out). διατρυπάν. χαράττειν {with an instrument). If To make darker, deepen the darkness] See to Darken. DEEPLY, βαθέως. To be d. in debt, κατάχρεων είναι, βεβα- πτίσθαι όφΧήμασιν : I am d. afflicted, πάνυ αχθομαί {pass.) τιι/ι : to be d. grieved at athg, δεινώς άλγεΐυ επί τινι or δεινώς λυπεϊσθαι {pass.) τινι or έπί τινι : d. rooted, βαθύρριζος, 2 : to enter or penetrate d., επί πολύ δύεσθαι or δεικνεΐσθαι : to im- press itself d. on one's mind, Ίκανώς καταδύεσθαι εις την ψυ- χήν. βεβαίως τίθεσθαι εν τη ψυχή {trans.) : d. thinking, ψυ- χής βάθος έχων, ούσα, ον. ξυν- ετώτατος, 3 : d. afflicted, μέγα Χυπούμενος, η, ον. ταπεινός και κατηφής. "[[ Cunningly] VlD. DEEPNESS. ΤΓ Depth] Vip. Craft, cunning] Vid. DEER, έλάφος, 6, η {g. t.for stag, deer ; as generic term, ή in Att.). Young d., ελαφιού : as adj. έλάφειος. PL μεγάλα θη- ρία, τά {as collective hunting term). DEFACE. See Disfigure. DEFACEMENT. Crcl. by verbs in Disfigure. DEFALCATE. See De- fraud. DEFALCATION. Crcl. by verbs in Defraud. DEFAMATION. See Ca- lumny. DEFAMATORY. See Ca- lumnious. DEFAME. See to Calumni- ate. DEFAMER. See Calumnia- tor. DEFAULT, s. f Defect] Vid. H Default {as legal term)] See Contumacy, if Failure] έκλει- ψις, έλλειψις, η {absence, omis- sion), απορία, ή {want or absence of means), σπάνις, εως, η {rareness of athg). έρημία, ή {privation of athg). In d. of atbg, απορία or ένδεια τινός, δι άπορίαν or έν- δειάν τίνος, άπορων {ούσα) τί- νος {i. e. fin want of it), έκλεί- ποντος {ούσης, οντος), τινός {by way of omission). DEFAULTER. Crcl. fin verbs κλέπτειν, ύπεκκλέπτειν. vo- σφΐζεσθαι. σφετερίζεσθαι. παν- ουργία χρήσθαι. πλεουεκτεΐυ. DEFEAT, v. Of an army] σφαγην ποιεΐυ τών πολεμίων, διαφθείρειν τους πολεμίους. See more under Defeat, s. TJ To frustrate] ματαιοΰν, μάταιου ποι- εΐν. διαλύειυ. σφάλλειν. δια- φθείρειυ. To d. aby's plan or design, ματαίαυ ποιεΐυ τήυ πρά- ζίυ τιζ/ι. διαφθείρειυ or λυμαί- υεσθαι τήυ πραξίυ τινι. διακό- πτειν την έπιβολήυ : to d. one's hope, ψευδή ποιεΐν την ελπίδα. σφάλΧειν την ελπίδα : to d. aby's hope, έκκρούειν τινά τής ελπίδος : I see all my hopes d.-d, εκπίπτω τών ελπίδων: to see one's plan d.-d, άποτυγχάνειυ τής προαιρέσεως. U To resist {as an attack)] τρέπειυ {τους έπιόυτας), άπωθεΐσθαι, άπο- κρούειυ and άποκρούεσθαι : also άπομάχεσθαι τους πολεμίους. For stronger terms see Defeat, s. DEFEAT, s. ήττα, ή (clades). ήττημα, τό. σφαγή, ή. δια- φθορά, ή. To inflict a d., σφα- γηυ ποιεΐυ τώυ πολεμίωυ. δια- φθείρειυ τους πολεμίους : to suf- fer a d., meet with a d., ήττα- σθαι, ττλ»ίττεσθαι {pass.), γί- γυετα'ι μοι ήττα : — by the enemy, ήττάσθαι τώυ πολεμίωυ. μάχη ήττάσθαι ύπό τώυ πολε- μίωυ. ήττα συμβαίυει τινι ύπό τώυ πολεμίωυ. 7}ττω είναι τώυ πολεμίων. *\\ Frustration] VlD. DEFECATE. See to Clari- fy. DEFECATION. See Clari- fication. DEFECT, το ελλεΐπου, ού- τος {g. Ι.), κακία, ή, and κακόυ, τό {in a positive sense — vitium), e. g. κακόυ τι έχειν. α'ίσχιστου πεπονθέναι {stronger term) . That is without or has no d., τέλειος, 3. αμεμπτος, 2 : that has some d., κακός and φαύλος, 3. % Chiefly negative sense] τό ελλιπές, ους. ατέλεια, ή {imperfection). ΤΙ Faultiness] φαυλότης, ητος, ή {d. in the abstract), πλημμέ- λεια, ή. τό πλημμελές, οϋς. κα- κία, ή : also (==/«#//) τό σαθρόυ. έλλειμμα, τό. τό έυδεές,ούς. Το have a bodily d., έυδεές τι έχειυ έυ τω σώματι : d.'s in the re- presentation, κακίαι ai περί τήυ ύπόκρισιυ : a d. in one's under- standing, αι/οια, 77 : full of d.'s, έυδεής or επιδεής {having imper- fections), σαθρός, 3. κακός, 3. πη- ρός, 3. ανάπηρος, 2 {in a positive sense). Cf. Defective. DEFECTION, άπόστασις, ή. απιστία, ή. προδοσία, ή {stronger terms). DEFECTIVE, f Not perfect] ενδεής, έπιδε7]ς, καταδεής, 2. ατελής, 2. ελλιπής, 2. H In α positive seiise] σαθρός, 3. κακός, 3. πηρός, 2. ανάπηρος, 2. A d. state or condition, ατέλεια, ή. τό σαθρόυ. τό ελλιπές, ους. DEFECTIVELY, ευδεώς. ελ- λιπώς, ελλειπόυτως. DEFENCE, t Protection DEF DEF DEF (g. t.)] σκέπη, ή (τινό?). πρόβλη- μα, τό. προβολή, η. άμυνα, η. Syn. in Protection. In defence oimay often be transl. by υπέρ. In d. of one's country, ΰττίρ πατρί- δος. ΤΙ Defence (in the abstract)] απολογία, ν (with words in gene- ral), δικαιολογία υπέρ τίνος {juridically), επικουρία, η. βο?Ί- θεια, ή. άμυνα, ?) (in an active sense). To annihilate aby's d., διαλύειν την άπολογίαν. If A means of defence {fig.)] έπι- κούρημα, τό. άλέζημα, άλεζη- τήριον. φυλακτήριον, τό. όχύ- ρωμα, τό. έρυμα, τό. % (In concrete•) military] πρόβολον or πρόμαχου, τό. προβολή, ή. Α wall of d., έπαλζις, ή. πρόβλ}]- μα, τό. άντίφραγμα, τό : point of d., όχυυόν, τό : state or posi- tion of d. (e. g. to place oneself in ϋ),παρασκευά"ζεσθαι ώς άμυνού- μενον or άμύνεσθαι : to place athg in a state of d., ποιεϊν τι ϊκανόν άπομάχεσθαι or φρουράν έγκαθιστάναι χωρίω τιν'ι : pre- parations for d., άντιπαρασκευή : a war of d., see Defensive : wea- pons or amis of d., άμυντήρια (with or without όπλα, τά) : to carry on a war of d., άμύνεσθαι τους ίπιόντας τω πολεμώ: pre- parations for d., τά προς άμυναν παρεσκευασμενα : without d., άπαράσκευος and άπαρασκεύα- στος, 2 (with ref to positive means), αφύλακτος, 2 (unpro- tected), βοηθών έρημοι, 2 (unas- sisted by others). ^ In a court of justice] See at the beginning of the Article: also απολογητικός λόγος, ό. A written d., άπολο- γητικόν γράμμα, τό : the coun- sel for the d., συνήγορος, 6. If Works of defence] See above, or Fortification. DEFENCELESS, άπαρά- σκευος and άπαρασκεύαστος, 2 (without defensive preparations), αφύλακτος, 2 (unprotected), βοη- θών έρημος, 2 (without an ally). DEFEND. U To defend aby actively] άμύνειν τιν'ι. άμύνε- σθαι υπέρ τίνος, βοηθεΐν τινι. έπικουρεΐν τινι. βοήθειαν or έπι- κουρίαν ποιεϊσθαί τινι. συμμα- χέΐν τινι. πρυμάχεσθαί τίνος. To d. athg, άμύνεσθαι υπέρ τί- νος or περί τίνος, μάχεσθαι υπέρ τίνος, άντέχεσθαί τίνος, εν'ιστασθαι υπέρ τίνος, προ- ΐστασθαί τίνος : to d. oneself, άμύνεσθαι. άπομάχεσθαι (also of a fortified place, to d. it- self) : to d. oneself agst aby, άμύ- νεσθαι τίνα. άντέχειν τιν'ι or προς τίνα. άπωθεϊσθαί τίνα. άλέζασθαίτινα. ^ To defend (in concrete (by fortifying] έχυροΰν or όχυροϋν, έυυμνοΰν, κρατύ- With words] λέγειν υπέρ τίνος, απολογίαν ποιεΐοθαι υπέρ τι- ιπολογι υπέρ τίνος or περί τίνος, άπολογίαν προ• ΐσχεσθαι. λέγειν υπέρ εαυτοί; (146) (to d. oneself) : ■ — in any cause, άπολογείσθαι περί τινυς : to d. oneself agst athg, άπολογείσθαι προς τι : — agst aby, άπολογεί- σθαι προς τίνα : — before or in the presence of aby, άπολογεί- σθαι προς τίνα : to d. aby in a c. of justice, συνηγορεϊν τινι. DEFENDANT (in a court), συνήγορος, 6. διωκόμενος, φεύ- γων, κινδυνεύων, υπόδικος, 6 (the d., inasmuch as lie is accused). The counsel for the d., σύνδικος, ο, or (as above) συνήγορος, 6. DEFENDER, πρόμαχος, 6. προστάτης, ου, 6. επίκουρος, 6. φύλαζ, ακος,ό (in active defence), άπολογού μένος, 6 (in words), gup Also Orel, with the latter verb; partcp. aor. and fut. respectively, according to the context. A d. of liberty, ό της ελευθερίας άντε- χόμενος. DEFENSIVE (e. g. treaty), έπιμαχία, η. To be or keep one- self on the d., άμύνεσθαι τους πολεμίους, βοηθείαις πολεμε'ιν: to conclude or enter upon a d. al- liance with aby, see Defence : a d. war, πόλεμος έν ω αμύνονται τους έπιόντας : to carry on a d. war, πολεμεΊν μόνον όσον άμύ- νεσθαι τους έπιόντας : d. wea- pons, άμυντήρια (with or with- out όπλα, τά) : also όπλα σκε- παστικά (Ath.) : to conclude a d. alliance, συνθήκας ποιεϊσθαί, ώστε τ;7 αλλήλων βοηθεΐν, εάν τις έπϊ την του ετέρου ϊη : d. preparations, έχυρά or οχυρά, ών, τά. παρασκευή, ν• άντιπαρα- σκευη. τά προς άμυναν παρ- εσκευασμενα : to act on the d., άμύνεσθαι μόνον. άμύνεσθαι τους έπιόντας τω πολέμω or πολεμεϊν μόνον όσον άμύνεσθαι τους επιοντας. DEFENSIVELY. Ε. g. to act d., see 'on the Defensive,' in preceding Article (extr.). DEFER, U To put of] άνα- βάλλειν, and more usually ava- βάλλεσθαί τι. ύπερβάλλεσθαι. άνατίθεσθαι,ΰπερτίθεσθαι,άπο- τίθεσθαι (mid.), άναβολην ποι- εϊσθαί τίνος. ξβ§» άνατίθεσθαι and ΰπερτίθεσθαι are only used by later writers. Comp. Lob. ad Phryn., p. 214. ^ % To pay de- ference, to] πειθόμενον παρέχειν τινά. πειθαρχεΐν (dat.). ΰπακού- ειν (dat. or gen.), έπαρκείν (dat.). DEFERENCE, προθυμία, ή. πειθαρχία, ή : also χάρις, ιτος, ή, or τό χαρ'ιζεσθαι. ύπηρέτη- σις, ή. To show or pay d. to aby, πειθόμενον παρέχειν τινά or χαρϊζεσθαι. ύπηρετεΐν (both c. dat.). θεραπεύειν (ace), πειθαρ- χεΐν (dat). ύπακούειν (gen. or dat). έπαρχεϊν (dat.). See Com- PLAISANCY. DEFERENTIAL. See Re- spectful. DEFERENTIALLY. See' to pay Deference,' and Respect- fully. DEFIANCE, f Challenge] Vid. To bid d. (prop.), see to Challenge. ^[ Fig.] αύθάδεια, ή. θράσος, τό. απείθεια, ή. τό άνένδοτον. To bid (aby) d. (= to set aby at d.), άνθίστασθαι προς τίνα : to def) T athg, or set athg at d., καταφρονεΊν τίνος, άνταίρειν προς κακόν Tt(e. g. an evil) : to bid d., αύθαδίζεσθαι, θρασύνεσθαι, άπειθεϊν {to be haughty, refractory, <§-c.) : in d. of aby, βία τιι/ός : in d. (— spite) of the multitude, και έν τοσού- τω πλήθει. DEFICIENCY, σπάνις, εως, ή. D. of food, ένδεια σίτου : d. of money, απορία χρημάτων or άχρηματία, ή (stronger t.) : d. of fruit, σπανοκαρπία, η: d. of corn, σπανοσιτία, ή: d. of understanding, άνοια, r) : d. of water, ανυδρία, ή : d. of proper judgement, άβουλ ία, η. άγνωμο- σύνη, ή : d. of counsel, αμηχα- νία, ή. απορία, ή : to have (or suffer fm) a d. of athg, ένδεώς έχειν τινός, ένδεά είναι τίνος, σπανϊ^ειν τινός : great d., απο- ρεί ν τίνος : to supply aby's d., άρκεϊν or έζαρκεϊν άποροΰντί τινι : fm a d. of athar, απορία or » * / / «-. . s ' / r ■ » ενοεια τίνος, οι αποριαν or εν~ δειάν τίνος : great or extreme d. (of athg), ένδεια σφοδρά : there is an entire d. of athg, δεϊ τίνος, ένδεΐ τίνος, απορία εστί τίνος. ΤΙ Deficiency (in a moral se?ise] See Imperfection. DEFICIENT, ενδεής, επι- δεής, καταδεής, 2. ατελής, 2. ελλιπής, 2. To be d. in, απο- λείπει μέ τι. ένδεώς έχω τινός (g. t. = to be wanting, Vid.) ^[ Morally] ου τέλειος, 3. ουκ εις πάντα καλός (imperfect, Vid.). επιπόλαιος, 2 (superficial; e.g. education, παιδεία). To do athg in a d. manner, αΰτοσχεδιάζειν τι : d. in athg (=: not well ground- ed or informed), άδίδακτος, άμα- θης, άνήκοος, 2, τινός. See De- fective. DEFIER. Crcl. by verbs un- der Defy. DEFILE, v. See Contami- nate, Dishonour, il Of troops] έκμηρύεσθαι. To make the troops d., έκμηρύειν and έκμηρύεσθαι : to d. (past a place), παρελαύνειν. DEFILE, S. χαράδρα, στε- νοχώρια, ή. χωρίων συγκλινίαι, αι : also στενοπορία, ή. στενά, τά. στενόπορον, τό. στενωπός οδός, ή. DEFILEMENT. % Moral] See Contamination. ^ Of a woman] φθορά or αισχύνη γυ- ναικός, τ). DEFILER, αίσχυντήρ, ηρος, ό. φθορεύς, έως, 6. DEFINE, t To determine the extent of athg with precision] See Determine. % To give a logical definition] όρίζειν, διορί- ζειν (a?id mid.), περιγράφειν. φάναι είναι τι (to d. so and so ; DEE e. g. in what manner, or by what term, had we best d. wisdom ? σοφίαν τι αν φαΐμεν είναι ; DEFINER. Crcl. with verbs under Define. DEFINITE. ΤΓ Certain} α- σφαλής, ακριβής, ιταψιί?, 2. Syn. in Certain. 1 can say nothing d., ουδέν σαφές εχω ειπείν : to speak in a d. tone, θαρραλέως λέγειν. % Fixed, determined upon] τακτός, τεταγμένος, ώρι- σμένος, άφωρισμίνος. See FIX- ED, ρητός, ειρημένος, προθέ- σμιος, 3. διαρρήδην λεγόμενος or λεχθείς (stated in express terms). D. cases, άφωρισμένα (A.) : on d. conditions, επί ρη- toTs. DEFINITELY, άφωρισμέ- νως (D ). σαφώς, ακριβώς. To maintain d., Ισχυρώς or -παγίως λέγειν, διισχυρί'ζεσθαι, άπισχυ- ρίζεσθαι : most ά.. ακριβέστατα, σαφέστατα. *\• Certainly] VlD. DEFINITION, ορισμός, δ {act of defining), όρος, δ {definition of a term. A. ; also terms of a pro- position. Eucl.). διορισμός, δ. To give a d. of athg, δρίζεσθαί τι or όρί'ζειν,διορί'ζι- ιν {and mid.): I consider the d.'s of geometry to be the most certain, τους γεωμε- τρικούς όρους σαφέστατους -η- γούμαι {Sy?i"s.). See Define. DEFINITIVE, ώρισαένος {de- fined, fired), κύριος {decisive, on ickick all depends) . See Positive, Express, adj. A d. proposal, see Ultimatum. DEFINITiYELY,K-upia>s.cV αβρήδην {expressly) . See Posi- tively, Expressly. DEFLECT. (Trans.) παρα- κλίνειν {to bend or turn aside; both trans, and intrans., prop, and fig.), άποκλίνειν {in Att. mly in- trans. προς τι, ε'ίς τι : also im- propr., e. g. -προς θηριώδη φύσιν, P.). εκκλίνειυ {to bend out of the regular line ; also intrans. and impropr., e. g. εις όλιγαρχίαν, Α.). DEFLECTION, εκκλισις, εω?, ν [Plut. 2, 929). See De- viation. DEFLORATION, φθορά or αισχύνη γυναικός, ή. DEFLOUR, διακορεύειν or διακορεϊν {Ar. Luc), διαπαρθε- νεΰειν {Hdt.). φθείρειν or δια- φθε'ιρειν γυναίκα. βιά"ζεσθαι γυναίκα. DEFLUXION, καταρροΖς, δ {of humours. P.). OEFOR^l, διαφθείρειν.άμορ- φιαν or δυσμορφίαν κατασκευ- αζειν τιν'ι. λυμαίνεσθαι. λωβα- σθαι. α'ισχύνειν, καταισχύνειν. αίκίζεσθαι. _ DEFORMATION,«$iad>0opa, r?. δυσμοοφία, ή. DEFORMED, δύσμορφος, ά- μορφος, κακόμορφος. 2. δυσει- δής, 2. αισχρός, 3. ανάπηρος, 3 {a cripple), κυλλός, 3 {if the arms or legs turned inwards), βλαι- (147) DEG σος, 3 {turned outicards). κε- κυφώς {υϊα, ός) τά νώτα {of the back), στρεβλός, 3 {not straight). See Crooked. To be d., αισχρόν είναι την μορφήν. DEFORMITY {as a state, the result of deformation), αμορφία, ή. δυσμορφία, ή. αίσχος, τό. οικία, η. δυσείδεια, ή. κακομορ- φία, αμορφία, η DEFRAUD, παράγειν, ύπ- άγειν, περιιέναι {by intrigue or Craft), φεύδεσθαι and φενακί- ζειν {by false pretence). To d. aby of athg, σφάλλε ι ν τινά τί- νος, άποστερείν τινά τι or τινά τίνος, νπεζελέσθαι τινός τι. DEFRAUDER, φέναξ, ακος, δ. xl /εύστης, ου, δ. πανούργος, δ. DEFRAY {expense, necessary means, <$£C.), διοικεΊν τι. χορη- γεϊν τινι {to furnish the means for maintaining athg, e.g. ταΐς Ιδί- οις χρείαις χορηγεΊν). To d. the cost, ΰποφέρειν or παρέχειν and παρέχεσθαι τά άναλώματα : to d. aby's expenses, χρήματα τινι έπϊ τάς δαπανάς χορηγεΐν : to he able to d. the expense, ύφί- στασθαι τά άναλώματα : the d.-ing of an expense, χορηγία, ή. διυίκησις, η. DEFRAYER. Crcl. by verbs in Defray. DEFRAYMENT, διοίκησις, ειος. η. χορηγία, ή. DEFT, -LY. See Apt, Apt- ly, adv. f DEFUNCT, τεθνηκώς, υϊα, os, or τεθνεώς, ώσα, ώς. απο- θανών, οΰσα, όν. νεκρός, 3. Those that are d., οι τεθνεώτες. οι κάτω. οι εν αδυυ. οι ο'ιχόμενοι. DEFY. See to Challenge. To d. a thing, καταφρονεϊν τί- νος : to d. dangers, δμόσε χω- ρεϊν or Ίέναι τοις κινδύνοις. DEGENERACY, -RATION, διάστασις. ή {of plants. Theoph.). μεταβολή, ή : and Crcl. by verbs in Degenerate. DEGENERATE, v. έζίστα- σθαι της εαυτού φύσεως or τοΰ τρόπου, ίζαλλάττειν εις 'έτε- ρον γένος, μεταβάλλειν. παρ- εκβαίνειν. μεθίστασθαι εις τι. μεταβάλλειν ε'ίς τι. μεταπί- πτειν ε'ίς τι. της των προγεγο- υότων άνδραγαθίας έζίστασθαι {to d. fin one's ancestors). % Stronger tt. {with collateral notion of deterioration)} χείρω γίγνε- σθαι, διαφθείρεσθαι {pass.), έζ- αγριοϋσθαι {pass. ; the latter of plants only). DEGENERATE, -RATED, άγεννής, άφυής, 2. παρηλλαγ- μένος, διεφθαρμένος, 3. παρ- εκτραπείς, εΊσα, έν. Stronger tt. in Corrupt. DEGRADATION. ^Formal act of deposing a person] ή της τάζεως ταπείνωσις or έλάττω- σις. ατιμία, άτίμωσις, ή. ^\ In a wider sense] αισχύνη, η. ά- ■ δοξία, η. αισχρά δόξα, η. Το DEG look upon athg a9 a d., εν αι- σχύνη or δι αισχύνης τίθεσθαί τι : also όνειδος ήγεΊσθαί τί DEGRADE. \\ To depose {by icay of punishment)] ελιιττούν or ταπεινοϋν τίνα την τά£ιι- {to remove to a lower ra?ik). άτ'ιμον καθιστάναι τινά. άτιμοϋν or άτιμάζειντινα {της τιμής), άτϊ- μον πυιεΐν της τιμής. *f[ In α wider sense] απαξιούν, άτΐμά- ζειι/. α'ισχΰνειν, καταισχύνειν. έκφλαυρίζίΐν. α'ισχύνην και ό- νειδος περιάπτειν, τινι {P.). H To disgrace] άτιμον πυιεΐν. δια- φθείρειν {stro7iger t.). "[f De- grading] αισχρός, 3. α'ισχύνην κατασκευά\ων, ούσα, ον. άτι- μος, 2. ατιμωτικός, 3. ^f De- graded] άτιμος {actually degrad- ed ; punished by ατιμία), κατ- ησχυμμένος a?id διεφθαρμένος, ο. DEGREE, t In a mathema- tical or geographical sense] μοίρα, η. Half a d., ημιμοίριον, τό : amounting to one d., μοιριαΊος, 3. ■[[ As qualitative and quan- titative measurement] ποσότης, ητος, η, and τό ποσόν {quanti- tatively), ποιότης, ητος, ή {qua- litatively). A high d. of athg, ττολύ τι {e. g. of cold, insanity, S[C, πολύ τό κρύος, πολλή μα- νία) : in a high d., επί πολύ. μάλα : to attain or reach a high d. of athg, επι πολύ προελθεΐν τίνος', to reach so high a d. of athg (as. &c.), sis or ίπϊ τοσούτον άφικέσθαι or ελθε'ιν τίνος, ε'ις τούτο προελθεΐν τίνος : thehigh- est d., τό άκρον, άκρατης, ijtos, ?';. τό εσχατον : in the highest d., εσχάτως, εις άκρον, έπ' ά- κρον, επι πλείστον, μάλιστα, ύπερβαλλόντως : to attain the highest d. of athg, έξικνεϊσθαι εις τό εσχατόν τίνος, προελθεΐν επι τό εσχατόν τίνος : the high- est d. of injustice, ή εσχάτη αδι- κία : to fall into the lowest de- gree of misery, sis εσχάτην άπο- ρίαν μεταπίπτειν : this is the highest d. of all, τοΰτ' ουκ έχει ΰπερβυλι^ν τίνος : in a common or an ordinary d., μετρίως : in a certain d., or to a certain d., εττι ποσόν, πώς, πή {end.) : to con- fer athg, accord athg, to aby in a certain d., μεταδιδόναι τιν'ι τί- νος : the d.'s of a man's age, ai της ηλικίας άκμαί : to raise one- self to the highest d. of honour, τυγχάνειν τιμής της μεγίστης: don't you perceive to what d. of misfortune you are reduced ? ούχ δρας ϊν ει κακοΰ ; by d.'s, άεΐ ανζανόμεν^ς, ένη, ενόν. κλιμα- κηδόν. βαθμηδόν {the ttvo latter adverbially) : also κατά μικρόν {by little and little), or κατά βραχύ, ηρέμα. βάδην, δ, ή, τό κατά μικρόν, ήρεμαϊος. 3 {ad- jectively only) : to accomplish athg by d.'s, λανθάνειν αποτελούντα τι. g^» The construction xcith λανθάνειν is chiefly used icith ver- L 2 DEI bal phrases as in the above exam- ple. Tf In ref. to consanguinity] •γενεά, as, η. To be related to aby in the sixth d. of consan- guinity, από της 'έκτης γενεάς τινι προσηκιιν. U Standing point in the ascending scale of ho- nours] tlixti. To rise to a higher d., αύζάνεσθαι ταϊς τιμαΐ? : to raise aby to the highest d. of ho- nour, προς τάϊ μεγίστας τιμάς άνάγειν τινά. See RANK. ^f Academically speaking] (prps) επωνυμία or προσωνυμία η εις τιμήν διδομένη or προσαγόρευ- μα τιμητικόν, τό. By d.'s, see Gradually. ^ DEIFICATION, ίκθειασμός, 6. άποθέωσις, η. άπαθανάτισις, V• DEIFY, άνάγειν τινά εις θε- ούς, έκθειάζειν τινά. άποθεοΰν or έκθεοΰν τίνα. απαθανάτιζε ι ν τινά. DEIGN. See to Condescend. DEITY, θείον, τό. θεός, 6. δαίμων, όνος, ο. δαιμόνιον, τό. DEJECT. If Fig.] Ε. g. to d. aby (as regards his hope), &c, έζεΧεϊν τίνος την ελπίδα : — as regards aby's spirit, λυπεΐν τίνα : — as regards aby's courage, άθυ- μίαν παρέχειν τινί. ταπεινυϋν τίνα. συστέΧλειν τινά. κατα- πλήττειν τινά: he "was not, or did not allow himself to be, d.-d., ουκ έπεσε τω φρονήματι : d.-ing, ταπεινωτικός, 3. καταπληκτι- κός, 3. DEJECTED, άθΰμος, 2. ύφει- μένος, 3. To be or become d., αθυμου γίγνεσθαι. άποδειΧιάν. άναπίπτειν. άποβάΧΧειν θυμόν. υφίεσθαι. έκκακεϊν : to become or be d. about athg, άθυμεΐν τινι. υφίεσθαι όρώντα or λογιζόμε- νοι/ τι : to be or to feel ά., άθυ- μεΐν. άθύμως εχειν or διακεΐ- σθαι or διάγειν. άδηιιονιϊν [at athg, τινί. P.; also άδ. την φυ- χην. Χ.), κατωπιάν (to be down- cast. Α.). πτησσειν : to make aby feel d., άθυμίαν παρέχειν or κατασκευάζει!/ τινί. ποιεΐν τί- να άθυμεΐν. DEJECTEDLY, άθύαως. DEJECTION, άθυμία, ή. α- τολμία, η. άνάπτωσις, η. άπο- δειΧίασις, η. To take away abv's d., rouse him fm his d., παύειν τινά της άθυμίας or άθυμοΰντα : to cause or create a feeling of d. in aby, άθυμίαν παρέχειν or κατασκευά'ζειν τινί. ποιεΐν τίνα άθυμεΐν. t DELAY, υ. If To put of] άναβάΧΧειν and άναβάΧΧεσθαί τι, άναβοΧην ποιεΐσθα'ι τίνος ΰπερβάλΧεσθαι. See DEFER. Athg is d.-d, μέΧΧεταί τι. επ'ι- σχεταί τι. «ft (INTRANS.) To linger, loiter] μέΧΧειν, διαμέΧ- Χειν, διατρίβίΐν, διατριβην ποι- εϊσθαι. χρονίζειν. έπέχειν. βρα- δύνειν^όκνεΐν (cunctari). Not to d., χρόνον οϋδενα ποιεΐν : to d. at a place, διατρίβειν εν τινι (148) DEL χωρίω or ενδιατρίβειν χωρίω (to sojourn in general). IT To impede, arrest in its course] εχειν, κατέχειν (= arcere) or έπέχειν (inhibere) : also ε'Ίργειν, άπείργειν. άνακόπτειν. (Eocci- pere) δέχεσθαι, έκδέχεσθαι, ΰπο- μένειν (an enemy). (Cohibere) άποΧαμβάνειν, κωΧύειν, διακω- Χΰειν, έπικωΧύειν. εμποδ'ιζειν, διατρίβειν, βραδϋνειν. DELAY, S. άναβοΧη, ij (g.t). μέΧΧησις, η. όκνος, 6 (fm want of spirit), τριβή, διατριβή, η (hifidrance ; then also sojourn at a place), or έγκοπή, η. επίσχεσις, ή. εμπόδισμα, τό. μονή (the waiting at a place), also 'έδρα (stay in or before a place. T. 5, 7). Without d., αμελλητί, ανυπερ- θέτως, οΰδεμίαν άναβοΧην ποι- ησάμενος (e. g. ηλθεν) : to cause a d. (of athg), άναβοΧην ποιεΐν τίνος : to suffer a d., άναβοΧην εχειν : to cause d., χρόνον or διατριβην έμποιεΐν. διατριβην παρέχειν : athg does not admit of d., τΰ πράγμα μέΧΧησιν και διατριβην οΰκ ανέχεται. ΤΙ Ap- plication for ' delay' in a court of justice] άναβοΧή, η. An appli- cation for d. made upon oath, ΰπωμοσία (wch was met by an άνθυπωμοσία) : η ένορκος άνα- βοΧή (as granted) : to apply for d., άναβοΧην α'ιτεΐν : to grant an application for d., την διαδικα- σίαν άναβάΧΧεσθαί. DELAYER. Orel, by verbs under to Delay. DELECTABLE. See De- lightful. DELEGATE, v. 1 To send with power to transact business] άποστέΧΧειν (g. t.). κύριον ποι- εΐν τινά τίνος (to se?id aby loith full power to act), or έπιτρέπειν τινί τι (to commission aby, as a charge d' affaires) or διδόναι τινί έζουσίαν ποιεΐν τι (to give him authority to act). To be d.-d, έζ- ουσίαν εχειν, έζουσία δέδοταί μοι. κύριον εϊι αί τίνος : to d. a person (as an envoy, &c), πρεσ- βεύεσθαι. See DELEGATE, s. DELEGATE, s. άπόστοΧος, 6. πρεσβευτής, οΰ, b : pi. πρέσ- βεις. To be or act as a d, πρέσ- βεύειν : to send a d., πρεσβεύ- εσθαι, πέμπειν αγγεΧον. iggf The latter however is omitted wher- ever the object of the mission is stated, wch is done by the partcp. future, e. g. ol Αακεδαιμόνιοι έπεμψαν Χόγους ποιησομένους περί σπονδών (to conclude an al- liance). DELEGATION, επιτροπή, DELETERIOUS. See Inju- rious, Hurtful. DELF. ΤΪ A mine] Vid. f Earthenware] Vid. DELIBERATE, v. If To con- sult togetlier] βυυΧεύεσθαι (about athg, περί τίνος), e. g. they said they would d. whether the war DEL should be carried on any longer, εφασαν βουΧεύεσθαι περί τοϋ στρατεύεσθαι, ε'ι έπι πΧέονποι- ησοιντο την στρατειάν : to d. with aby about athg, βουΧεύεσθαι, συμβουλεύεσθαί τινι περί τί- νος : sts κοινοΧο -y εΐσθαί τινι περί τίνος, άνακοινοΰσθαί τινι περί τίνος (P.). Poet, συμφρά- ζεσβαι βουΧάς, τινί (Horn.). ^f To weigh in one's mind] σταθμά- σθαι, ένθυμεΐσθαι (aor. pass.). σκοπεΐν (σκέψασθαι). Χογί"ζε- σθαι, διαΧογίΧ,εσθαι. θεωρεΐν. Χόγον ποιεΐσθα'ι τίνος (athg). έννοεΐν, διανοεϊσθαι (to take in consideration) : also έπιΧογίζε- σθαι or άναΧογ ίζεσθ « ι. σκέψιν ποιεϊσθαι περί τίνος. See CoN- DELIBERATE, adj. εσκεμ- μένος, 3. βεβουΧευμένος, 3. ττε- φροντισμένος, 3. ευ περιεσκεμ- μένος, 3. εύβουΧος, 2. ευγνώ- μων, 2. A d. answer, πεφρον- τισμένη άπόκρισις : to resolve upon (athg) after a d. considera- tion, καΧώς βουΧευσάμενον ποι- εϊσθαι την γνώμην : ά. choice, προαίρεσις, εως, η : to act with d. choice, γνώμη πράττειν : to be d., εύλαβεΐσθυΐ (pass.), σω- φρονεΐν. εύΧυβεία χρησθαι. DELIBERATELY, έκ προ- νοίας (with design), εκ προαιρέ- σεως (of deliberate choice), περι- εσκεμμένος, μετά Χογισμοΰ, έξ- επίτηδες. To act d., γνώμη πράττειν. εύΧαβεία χρησθαι. σωφρονεΐν, SfC See preceding Article. Athg is done d., υπό γνώμης γίγνεταί τι (with deli- beration), ^sp In the sense of athg being done with intent or purpose the advv. ενιτηδε? and έξεπίτηδες are used, or έκ προ- θέσεως, εκ προνοίας, Qc. Wrongs done d., τα κατά προαίρεσιυ αδικήματα (Α.). See DESIGNED- LY. Deliberately (= with bad intent), κακόν νοών : I have not done it d. (= / had no bad in- tent), ουδέν κακόν έπινοήσας τού- το επρυζα. DELI BERATE Ν ESS. See next Article. DELIBERATION, t Act of consulting together] βυύΧευσις, εως, η. σνμβουΧη, η : also συμ- βουΧΊα, η (Η.). κοινοΧογία (con- sultation ; e. g. of physicians. Hipp.). To admit aby to one's d.'s, παραΧαμβάνειν τινά is συμβουΧίαν. χρησθαι τινι συμ- βούΧω. IJ Mental deliberation] σκέψις, η. γνώμη, η. Χογι- σμός, ό. πρόνοια, i). A gene- ral d., συμβουΧία, η: without d., άπερισκέπτως. εϊκη. προπε- τώς : to judge after mature d., καΧώς βουΧευσάμενον ποιεϊσθαι την γνώμην : to act with d., γνώμη πμάττειν. εύΧαβεία χρη- σθαι : athg is done with d., υπό γνώμης γίγνεταί τι : power of d., ξύνεσις, η. See DELIBERATE- LY. If Hesitation] Vid. DEL DELIBERATIVE. E.g. ad. body, see Council. DELICACY. H Softness,fine- ness] λετττότης, ητυς, ή (thinness; also d. of body. P.). άτταλότης, ητος, η (Jtenderness). λιτότ»)?, ητος, η (thinness), άβρότης (fine- ness of substance), κομφεία (re- finement of language ; in a bad sense, ' prettiness*). εΰτραττεΧία, ή, and άστειότης, ή (in acting, speaking), ενκοσμία, rj. εΰσχη- μοσύνη, ή, and κόσμιου, τό (mo- rally, of manner, conduct, &&). His (or her) complexion and skin are of an extreme d., άτταΧόχρουν έχει τό σώμα και Χετττόδερμον : d. of taste (irnpropr.), φιΧοκαΧΊα, άστειότης : d. of feeling, α tocos, ους, 77. II In the concrete] See Dainty. i[ TFitfA re/1 ίο state of nealth]See Delicate. TJMasceZ/.] Athg is a matter of great d., χα- λεποί/ εστί. δεινόν εστί. άττορόν εστί. DELICATE, λετττο'δ, 3. άττα- Xos, 3. μαλακό?, 3 (tender), Χε- νττοφυή*, 2 (ο/" rf. nature or growth), ακέραιος, 2. καθαρό?, 3. εΐλικριι /rjs, 2 (refined), δόκιμο?, 2 (ο/' approved quality). D. in manners or one's mode of acting, εύτράττεΧος, 2. άστίΐο?, 2 : of d. complexion, άτταλόχρου?, ουι/ (^era. οι»), από? άτταλόχρω?, wtos, ό, v. άτταΧόσαρκος* 2 (w;i7& re/! to the fleshy part) : d. feeling, αι- δώς, οΰ?, T7 : d. work or d. work- manship, Χετττουργία, t) : to do some d. work, λετττοι/ργεϊι/ : having a d. taste, φιΧόκαΧος: en- joyment of a d. nature or suited to a d. taste, οΰκ αμουσος ηδονή : to judge of these matters requires a nicer and more d. taste, τό τοι- αύτα κρίνειν των αβρών μαΧ- \ον και αστικών αν ε'ίη (Luc.) : of a d. texture or tissue, Χετττόμΐ- tos, 2. λετττοϋφ»)?, 2 : a d. con- stitution, ασθένεια r\ του σώμα- τος or ττερι τό σώμα : d. (ivith regard to health or constitution), ασθενής τό σώμα. άρρωστος, 2. ΐ Difficult to manage} See Dif- ficult. DELICATELY. «[[ Tenderly, softly] άβρώς. μαΧακώς. λε- τττώς. άτταΧώς. To live d., άβροδιαιτάσθαι : to bring up too d., θρύτττειν, δια- or άττοθρΰττ- τειν: brought up too d., εν χλιδή τίθραμμενος, 3. if Finely, ele- gantly] Vid. DELICIOUS. Fm superla- tives ofadjj. under Delightful. DELICIOUSLY. Fm super- latives of advv. under Delight- fully. DELIGHT, s. ηδονή, h. τερ- φις, ή- τό τερττνόν. τό ήδϋ, ίος. χαρμονή, ή- ψυχαγωγία, r/. ηδυττάθεια, r\. θε'λγ«α, τό. θελκτήριον, τό. διαγωγή, h• To feel a d., ηδεσθαι^ (pass.). άττοΧαΰειν ηδονής, τέρττεσθαι (pass ). άγάΧΧεσθαι : it is a d., ήδιστον or γλυκύτατόν έστι : (149) DEL overpowered with d., ηδονή μαι- I νόμενος, ένη, ενόν : a great d, κή- Χησις, ή : to cause a great d., κ η- Χεΐν, θέΧγειν, εΰφραίνειν: to take a d. in athg, τέρττεσθαι, ηδεσθαι (pass.) τινι. εΰφρα'ινε- σθαι (pass.) έττ! τινι or εύθυμίαν 1 εχειν εκ τίνος. άττοΧαΰειν τι- , νος. J DELIGHT, v. (Trans.) κη- ί Χεϊν. ΘέΧγειν. εΰφραίνειν. τταρα- I φέρειν. τέρττειν. φυχαγωγεϊν. D.-d, ενθονσιάζων, ούσα, ον. τταράφυρος, 2 : to be d.-d, ευ- φραίνεσθαι (pass.). ηδεσθαι (pass.). See also ' to d. in athg' (infra). To be considerably more d.-d, ττοΧΧαττΧάσια εΰφραίνε- σθαι : I am d.-d with athg, εύ- φραίνομαί τινι or άττό τίνος, εΰθυμίαν αγω εκ τίνος : I am d.-d to hear, to see athg, χαίρω άκούων or Ίδών τι : to d. aby, νδονην τταρέχειν τινι : to be d.-d to do athg, ήδομένως ττράττειν τι. T[ (Intrans.)] Το d., χαί- ρειν. εΰφραίνεσθαι, ηδεσθαι (pass.): to d. in athg, τέρττε- σθαι, ηδεσθαι τινι. εΰφραίνεσθαι (pass.) εττί τινι. εΰθυμίαν εχειν εκ τίνος. άττοΧαΰειν τινός, εν ηδονή εστί μοι. DELIGHTFUL, τερπνά*, 3. έ•7Γΐτερ7Γτ/5, εΰτερττής, 2. ηδύς, γλυκύ?, 3. κεχαρισμ.έΊ/ο?, 3. χα- ρίεις, εσσα, εν. έττίχαρις, ιτος, ο, η. θεΧκτήριος, 2. ηδιστος, 3 (stronger t.), or έττίχαρις, ι (e.g. of a spot or landscape). Athg is d. to me, εν ηδονή εστί μοι : a d. view, όφις σκηνογραφική : to afford a d. aspect, γραφικην τταρ- έχεσθαι την ττρόσοφιν : to be d. to athg, e. g. to the eye, the ear, &c, see to Delight (trans.). DELIGHTFULLY. Fmadvv. Delightful. DELIGHTFULNESS. See Delight. DELINEATE, tf To draw (g. t.)] Vid. il To draw the out- lines of athg] διαγράφειν, ΰττο- γράφειν, σκιαγραφεΐν. ΰττοτυ- ττοΰν. τύττω Χιιμβάνειν τι. δια- τιθέναι. διοικίϊν. ΤΙ Fig.: to set forth briefly] See to Describe. DELINEATION, 7τε ρι γρα- φή, διαγραφή, ΰττογραφή- ΰττο- τύττωσις. γραφή, η. ιχνογρα- φία, σκιαγραφία, ή• σκιαγρά- φημα, τό. τΰττος, ο. διάθεσις, ή. διοίκησις, ή- To give a d. of athg, see Delineate. Fig. : de- scription] Vid. DELINQUENCY. See Crime. DELINQUENT. See Crimi- nal. DELIQUESCENCE, τηξις, DELIQUESCENT, τχ^κόμε- νος. άυατηκόμενος. Χειβομενος. DELIRIOUS (to be), άΧΧο- γνοεΊν. DELIRIUM, τταράνοια, ry. DELIVER. ΤΙ To set free] έΧευθεροΰν, έΧεΰθερον καθιστά- DEL ναι or τιθέναι (e. g. out of sla- very, fm oppression, <§c, then also fig. out of trouble, fm affliction, fyc.). Χύειν, άττοΧΰειν (out of his prison, bondage, fetters, &c), or εξάγειν (withref. to legal prose- cution), άφιέναι (to free fm, e. g. obligations, as τοΰ στρατεύ- εσθαι). άτταΧΧάττειν and εξαι- ρεί ν (fm danger, out of troubles, &c.). — aby fm athg, τιι/ά τινο<ί. To d. by paying a ransom, λυ- τροϋν, εκΧυτροΰν. — by one's en- treaties, ε£αιτεΤσθαι : to d. one- self, ελευθεροίσβαι (pass.), ελεύ- θερον καταστηναι, άτταΧΧάτ- τεσθαί (pass.) τίνος. If To de- liver up] εκδιδόναι, άττοδιδόναι, τταραδιδόναι, ττροδιδόναι. To demand aby to be d.-d over, έζαι- τε'ιν or εζαιτεϊσθαί τίνα : to d. (=z hand over), έγχειρίζειν. τταρ- έχειν. τταρεγγυάν : to d. oneself up to aby, έττιδιδόναι εαυτόν τινι. έγχειρίζειν εαυτόν τινι : to d. a city up to the enemy, see to Surrender. If To deliver or hand down (e. g. to posterity)] See to Hand (down). H To save, redeem (fm athg)] σώζειν τινά εκ τίνος. έΧευθεροΰν τιι/ά τιι/09. άττοΧυτροΰσθαί τίνα (by ransom, <$j~c.). ΤΙ To deliver (in child-bed)] μαιεΰεσθαι. To be d.-d, Χοχεΰ- εσθαι (pass.), also τίκτειν. γεν- vav(ofachild,Tra^a). U To de- liver a speech, discourse)] Χόγους 7τοιεΐσϋαι, or simply λέγειν (be- fore aby, ττρός τίνα or ε'ίς τίνα or εν τινι) : — on a subject, ττερί τίνος or διεΧθεΊν τι Χέγοντα. διαΧέγεσθαι ττερί τίνος : a dis- course d.-d on moral philosophy and politics, λόγος -ηθικός και ττολιτικός : also διέρχεσθαι or διεζέρχεσθαι Χόγον : to d. a speech of considerable length, ττοΧΧά διεΧθεΐν, ττοΧΰν εΊναι Χέ- γοντα. DELIVERANCE, έΧευθέρω- σις, η. άτταΧΧαγή, ή- Χύσις, άττόΧυσις, ή '■ fm athg, tiios. DELIVERY, f Manner in wch aby delivers himself (rhetori- cally)] λ έζις, ή- To have a good d., έ7Γΐτλ)δειοι/ είναι Χέγειν. λό- γω χρί}σθαι καλώ. H With ref. to pronunciation] έκφώνησις, η. ττροφορά. A badd., κακοστομία, η. ήχος, 6 (the mode in wch a word is to be pronounced) . μορφα- σμός, 6. χειρονομία, ή (gesticu- lation or rhetorical action). "[[ Act of bringing forth animals] μαίευσις, ή. τόκος, 6. Relating to a woman's d., μαιευτι /cos, 3. DELTA, δέλτα, τό. The or a Delta (e. g. in lower Egypt), ΑέΧτα, τό. An inhabitant of the D., Δελτΐ'τΐ)5, ου, 6. DELUDE. See Deceive. DELUDER. See Deceiver. DELUGE, s. See Flood. DELUGE, v. See Inundate. DELUSION. If Act of delu- ding] See Deception, if Delu- sive representation] ττΧάνη (errour, DEL DEM DEM mistaken notion). ^ Errour] δόξα ή φευδή*, or sts merely δόξα, ή. δόκησι*, η. ο'ίησι*, τ), ΰπόλη- φι*, ι). To be under a d., πλάυ η κατέχεσθαι : to be freed fm a d., πλάυη* άτταΧλάττεσβαι (.P.) : to see one's d., άπαλλάττισθαι της δόξης : to convince aby that be is under a d., μεθιστάυαι την δόξαν τινός or εξίίίρεΐσθαί τί- νος την δόξαν : an optical d., φάντασμα, τό : without d., ά- φευδής, 2. άψευστος, 2. DELUSIVE, δολερό*, 3. α- πατηλό*, 3. άπιστος, 3. σφαλε- ρό*, 3. DELUSIVELY, δολερω*. σφαλερωδ. DELVE. See to Dig. DELVER. 5fee Digger. DEMAGOGUE, δημαγωγό*, ό. To be a d., όι/μαγωγεΐι/ : like a d., δημαγωγικό*, 3. DEMAND, v. 1 Claim] al- τεΐν τινά τι or τι παρά τινο*. άπαιτεϊν {athg nhat ahy is enti- tled to ask), πράττεσθαι [ur- gently), αίτεΐν and α'ιτεϊσθαι (to ask), άξιοϋν, δικαιοϋν (to claim as a rigid). To d. athg of or fm aby, αίτι-ϊν and αίτεϊσθαί τινά τι : to d. of aby to do athg, άζι- οϋν τίνα ποιεϊν τι, or δεΐσθαί τιυο* ποιεϊν τι : he d.-d general submission, άξιοϊ πάντα* εϊκειν εαυτω : to d. (athg) over and above, προσαιτεϊυ, e. g. the sol- diers d. higher wages, οι στρα- τιώται προσαιτυΰσι μισθόν. TJ To require (—to he of necessity)] δεϊσθαι (gen.), "ζητίϊυ (ace.), εί- ναι (gen.). The times in wch we live d. our serious conside- ration, ό παρών καιρό* πολ- λή* δεϊται φροντίδο* : as cir- cumstances may d. it, εκ των καιρών : equity d.'s it, δίκαιον ποιεϊν τι : duty d.'s it, χρη ποι- εϊν τι : as the present state of things d.'s, εκ των παρόντων, κατά τά παρόντα. DEMAND, s. ΤΓ Claim: as act] α'ίτησι*, άξίωσι*, δικα'ι- ωσι*, η. To make a d., αϊτησιν ποιεϊσθαι. α'ιτεϊσθαι, εξαιτεϊυ. άξιοΰν. See to Demand. ^| Objec- tively (i. e. the thing demanded)] α'ίτημα, τό. αξίωμα, τό, and άζ'ιωσι*, η. δικαίωμα and δί- καιον, τό. Ad. (of money), ~Χβίο*, ου*, τό. όφείλημα, τό. όφειλόμευον, τό. ^} In a wider and abstract sense] δέησι*, η. κέ- λευσμα, τό. The d. they make is beyond what I am able to ac- complish, πηοστάττεταί μοι μεί- "ζω rj kutu δύναμιν : to comply with, grant, resist aby's d.. see Re- quest. "[J Of goods, $•<•., in de- mand] πράσι*, διάπρασι*, διά- θ« σι?, ύ (ready sale). To be in d., διάθεσιυ εχειν. διαπιπράσκεσθαι (pass.; of the article itself), εχειυ οποί διαθέσθαι (with 'ref. to the seller) : to be in great d., πιπρά- σκειν πολλά, ραστα εχειν δια- θέσθαι (with ref to the selle?•). κα- (150) ' \ην εχειν την διάθεσιν (of the article), ώνητά* εχειν πολλού* (ivith ref. to the seller and the ar- ticle sold) : there is no d. for such an article, άπρατον γ'ιγνετα'ι τι. άπρασία εστί τινο* : want of d., άπρασία, ή. H Claim for pay- ment] See Claim. DEMANDANT,-MANDER, Orel, by verbs in to Claim, De- mand. DEMARCATION, όρο*, 6. όρισμα, τό. A line of d., μιθ- όρια, τά. τεΐχο* τό εν τοϊ* μεθόριοι* (if a wall), τάφρος η εν τοϊ* μεθόριοι* (if a ditch), χωρίον τό εν τοϊ* μίθορίοι* (if a village). στήλη η ευ τοϊ* μεθό- ριοι* (if pointed out by a path). DEMEAN. See (1) ' to Be- have oneself;' (2) 'to Debase oneself.' DEMEANOUR, f Conduct, behaviour (towards others)] Vid. In most cases expressed by a subst. combining the notion of the beha- viour and the peculiar nature of the latter, e. g. unassuming d., ευ- κολία, η. επιείκεια, η, or Crcl. μέτριου τό φρόνημα : courteous d., κομφεία, κομφότη*, κοσμιό- ti;s, ητο*, η. άστειοσύνη, ι), φιλανθρωπία, η : affable d., κοι- νοτη*, ητο*, ή. εϋπροσηγορία, η: engaging d., αρέσκεια, in προ- θυμία, ή : liberal d., ελευθεριό- τη*, ητο*, η : haughty d.. ΰπερ- ηφαυία, η. αυθάδεια, ή. ύβρις, εω*, η : savage, brutal d., τό θηριώ- δες, αναισθησία, ή: unseemly d., άκαιρία, η. τό επαχθές, οΰ* : lawless d., ανομία, τ). See Con- duct, Behaviour. % Deport- ment, carriaqe] VlD. DEMERIT, v. Tl To be in fault] See Fault. DEMERIT, s. 1 Blame, fault] Vid. DEMI (in composition), ημι-. See the Compounds. DEMIGOD, ηρω*, ωο*, 6. ημίθεο*, 6. ήμίθυητο*, ό. (Fem.) ημιθέαινα, η*, η. ηρωίνη, η. DEMISE, s. 1 Decease (of aby)] η τοΰ ζην απαλλαγή, άπο- βίωσι*, η. τελει/τ»), ή. ΤΙ Con- veyance by lease or wilt] παραχώ- ρησι*, η. άπόστασι*, r) (g. t.). εκδοσι*, εκμίσθωσι*, ή (by lease). See also Conveyance. DEMISE, v. See to Be- queath. DEMITONE, νμιτόνιον (Pint). DEMOCRACY, δημοκρατία, in δήμο*, 6 (the latter in the phrase of λΰειν and καταλύενν τον δή- μου, to subvert the democratical constitution). ^ DEMOCRAT, δημοτικό* or δημοκοατικό* άυήρ. 6. DEMOCRATICAL, δημοτι- κό* (= popularis). δημοκρατι- κός, 3. To have a d. constitution or government, δημοκρατεϊσθαι (pass.). DEMOLISH, καθαιρεϊν, διαι- ρειν. κατασκαπτειν. περιαι- ρεϊν (the latter of a surrounding wall), καταβάλλειν. To d. a bridge, λύειν, καταλύειν γέφϋ- pav. also άνασπαν, άποκόπτειν '. to d. thoroughly, άποϋε/χελιοί/ι/. κατασκαπτειν ει* τό έδαφος, κατ άκρας εξαιρεϊν. See to DE- STROY. DEMOLISHER. See De- stroyer. DEMOLITION, κατασκαφή, καθαίρεσις, καταβολή, η. See Destruction. DEMON, δαίμων, όνος, 6 : (pi. genii = tutelary spirits), Δαίμο- νες, ων, οι. A good d., αγαθό* δαίμων, άγαθοΰ δαίμονο* : evil d., κακοδαίμων, b '. to be pos- sessed by an evil d., κακοδαιμο- νάν : proceeding fm an evil d., δαιμόνιος, 2. and δαιμονιώδη*, 2. δαιμονικό*, 3. DEMONIACAL. See De- mon (extr.). DEMONSTRABLE, άπόδει- κτο*. 2. εναργή*, τ). DEMONSTRATE, ανάγκα- ζε ι ν (g. t.). δεικνϋναι, αποδει- κυύναι. άποφαίνειν. ελέγχειν, εξελέγχε ιυ (the truth, or fallacy of athg). επιδεικνύναι, παρέχειν (a?id Mid.), ενσημαίνεσθαι (to evince display) : also επίδειξίν τινο* ποιεϊσθαι. Eudemus d/s this in the third book of his phy- sics, ταύτα δ' Έυδημο* εν τω τρίτια τώυ φυσικών παρίστησι : to d. (athg), παρέχ*σθαι τεκμή- ρια (g. t.). εκφέρειυ παράδειγμα τιυο* or περί τιυο* (by an exam- ple) : also πεϊραν διδόυαι τινό*. σημεϊον εκφέρειν τινός : to d. in a convincing or irrefragable manner, ελεγχον διδόναι τινός: to d. one's friendly feelings, φι- λικά έργα άποδείκνυσθαι. φι- λοφρονεΐοθ'ΐι. DEMONSTRATION. ί[ Proof by example] άπόδειξι*, ή. ανάγκη, ή: better, άπόδειξις και ανάγκη (P.). έλεγχο*, ο. You do not even attempt to prove it to d., άπόδειξιν δε και ανάγκην ούδ' ήντινουυ λέγετε (P. Thea?t., 162, ε) : to prove athg to d., ελεγχον διδόυαι τιυός. ^J Εχ- hibition, manifestatio7i] A d. of friendship, φιλικά έργα, τά : to give a d. of it, φιλικά έργα άπο- δείκνυσθαι. φιλοφρονιϊσθαι or φιλίαν επιδε'ικυυσθαι or άπο- δείκνυσθαι. ^ In a military sense] επίδειξις, t). To make a military d., επίδειξίν ποιεϊσθαι. προδεικνύναι : — agst or before anv place, κατά τόπον τινά. DEMONSTRATIVE, άττο'- δεικτος, 2. πιθιινός, φαυερός, 3. A d. proof, Ίκανόν τεκμήριον : to consider athg d., δέχεσθαι τ( καήριον : a d. argument (for athg). μέγα τεκμήριον τιυο*. DEMONSTRATIVELY. Fm adjj. in Demonstrative. See Clearly. You do not even at- tempt to prove it d., see under DEM DEN DEP Demonstration. To establish, set forth, or prove d., σαφές καθ- ιστάναι. άποφαίνειν. δηλον or φανερού ποιεΐν. έλεγχαν, εξ- ελέγχε ιν (seq. partcp. ; to prove what is denied). DEMONSTRATOR. Crclby verbs under Demonstrate. DEMORALIZATION, δια- φθορά, h {trans, and intrans.). ανομία, r) (intrans.). See COR- RUPTION. DEMORALIZE, διαφθεί- ρειν. To d. the people, ανομία? αρχειν τ?} πάλει. See to Cor- rupt. DEMULCENT. Crcl. with Alleviate, Assuage. j DEMUR, v. % To hesitate] άπορεϊν. άμφιγνοεΐν. άμφι- δοξεΐν. όκνεΐν. ούκ έχειν. % Le- gal term (— exceptione uti. Ulp. and Paul. Dig.)] prps προφάσει χρήσθαι (q. t.). άντομνΰναι. DEMUR, s. 1 Hesitation]ViO. H Legal term (= exceptio. Ulp. and Paul. Dig.)] E. g. to put in ad. (=: excipere adversus qm), άντομνΰναι. See to Demur. DEMURE. The nearest term prps is σεμνό•; or σεμνοπρόσ- ωπος. To assume a d. look, σεμ- νοπροσωπείν. DEMURELY. By partcp. ί : we d. upon you, εν σοι έσμεν, προς σε άποβλέ- πομεν (= look up to you) : every one d.'s upon others, 'έκαστος τις πιστεύίΐ άλλον τινά πρόζειν υπέρ εαυτοΰ. 'έκαστος τις δια- νοείται, ώς άλλος εσται 6 πράτ- των : d. upon it, ευ ΐσθι. θάρρει DEPENDANCE or -ΕΝΟΕ (152) if Connexion; e. g. the depend- ance of circumstances on each other] See Connexion. If Subjection] υποταγή, ή. ύπόταζις, r\. τα- πεινότης, ητος, ή. To be in a state of d. upon aby, είναι υπό τινι or επί τινι. αρχεσθαι or κρατεϊσθαι (pass.) υπό τίνος. See Dominion. DEPENDANT or -DENT, ύποτεταγ μένος, 3. υποχείριος, 2. To be d. upon aby, είναι υπό τινι or επί τινι. α'ιωρεϊσθαι εν τινι : to make or render d. upon oneself, ύφ' εαυτω ποιεϊσθαι. ύποτάττειν έαυτώ : to make oneself d. upon aby, άναρτάν εαυτόν ε'ίς τίνα. ύποτάττειν εαυτόν τινι. if Subject] δούλος, 3. ταπεινός, 3. Not d., ανυπό- τακτος, 2. ελεύθερος, 3. αυτό- νομος, 2 : ad. (as a client, S[c.), υπήκοος, 6. ύποτεταγ μένος, b. υποχείριος, 2. See Creature (= dependent). DEPICT, if Prop.] See to Paint. if Improp.] See to Pourtray, to Describe. DEPLORABLE. See Mise- rable. DEPLORABLENESS. See Misery. DEPLORABLY. See Mise- rably. DEPLORE. if To feel com- passion] ο'ικτείρειν, κατοικτεί- ρειν, εποικτείρειν, άποικτίζε- σθαι, έλεεΐν. if To entertain un- pleasant feelings about athg, to feel grieved] αχθεσθαί (pass.) τινι orέπίτιvι. βαρέως φέρειντι. λυ- πεϊσθαί (pass.) τινι. άλγεΐν τι. (Stronger tt.) πενθεΐν (both by feel- ing or by signs), θρηνεΐν and όλο- φύρεσθαι,άπολοφύρεσθαι, κατ- οιμώζειν (by loud complaints), κόπτεσθαι and τύπτεσθαι (by beating one's breast), τίλλεσθαι (by plucking out one's hair) . κατ- οικτείρειν and κατοικτϊζεσθαι (within one's heart). DEPLUME, τίλλειν, άπο- τίλλειν, εκτίλλειν. φάλλειν. πτερών γυμνοΰν. άποσπαν τά πτερά. DEPONENT. Crcl. with verbs λέγειν, φάναι (g.tt.). ομολογεΐν (of one who is questioned), άπ- αγγέλλειν (of a reporter), μαρ- τυρεϊν (of a witness). if Gram, term] έπιμεσον ρήαα, τό. > DEPOPULATE, έκκενούν. άνάστατον ποιεΐν. ερημοΰν. αν- θρώπων έρημου ποιεΐν. See to Devastate. DEPOPULATED, ανάστα- τος, έρημος, 2. DEPOPULATION, ίρήμω- σις, ή. άνάστασις, ή. DEPOPULATOR. See De- vastator. DEPORT. See to Demean, Behave, if To banish] ίζορί- ζειν. See to Banish. DEPORTATION, έξορισμός, 6 (Dion. H. Pint). See Ban- ishment. DEPOSE. if To deprive of a high station: a) to Dethrone] Vid. if 6) To reduce fm another high station] καταπαύειν τινά της αρχής or άρχοντα, κατα- λύειν τινά, (e. g. στρατηγόν). εκβάλλειν τινά. if To depose as a witness] Χέγειν, φάναι (g. t.). ομολογεΐν (of one who is ques- tioned), άπαγγέλλειν (by way of report), μαρτυρεϊν (by way of evidence). To depose (as a wit- ness) agst aby, καταμαρτυρεϊν τίνος. DEPOSIT, v. if Of liquids allowing extraneous particles to settle down] To d. an earthy se- diment, ύπόστασιν γεώδη έχειν. if Prop. : to lay down, give into the keeping of aby] κατατιθέναι, άποτιθέναι τι. παρακατατίθε- σθαι, e. g. άργύριόν τινι (money with aby). To be d.-d for any purpose, παρεσκευάσθαι τινι : to d. athg with aby, πιστεύειν, διαπιστεύειν, επιτρέπειν τινι τι. παρακατατίθεσθαι and πα- ραδιδόναι τινι τι : to d. as a pledge, ύποτιθέναι ενέχυρον : to be d.-d with aby as a pledge for athg, ύποκεϊσθαι τινι τίνος. DEPOSIT, s. υποθήκη, ή. εν- έχυρου, τό. άσφάλισμα, τό. καταβολή, ή (of a sum of money), παρακαταθήκη, ή (a pledge or legal d. made in a court of justice). To give a d., τιθέναι or ύποτι- θέναι ενέχυρου : to give athg as a d., επ' ενεχύρω διδόναι τι : to ask aby a d.. ίνεχυρά'ζεσθαί τίνα, ενέχυρα λαμβάνειν παρά τίνος: to lodge a d. (of money) with aby, παρακατατίθεσθαι άργύριόν τι- νι. if Earnest money] άρραβών, ώνος, 6. επίχειρον, τό. άργύ- ριόν ε'ιλημμένον εφ' υποθήκη. DEPOSITARY, εν υποθήκης μέρει (i. e. by way of a deposit). if The holder of a deposit] 6 έχων ενέχυρα. DEPOSITION. 1 Depriva- tion of rank] κατάπαυσις, απο- πομπή, ή. See to Depose. if Declaration by way of evidence] λόγος, 6. τά λεγόμενα or είρη- μένα. ομολογία, ή. See to De- pose. The d. of a messenger, απαγγελία, ή: d. of a witness, μαρτυρία, ή : a false or calum- nious d., ψ-ίυδομαρτυρία, ή : but usually Crcl. by verbs under to Depose, e. g. in consequence of, on the strength of, your d., εξ ών σύ λέγεις or ομολογείς : all the d.'s made on the subject agree, πάντες ταύτα λέγουσι περί τούτων, ταύτα εν άπασιν ομο- λογείται : to make a d., see to Dispose. DEPOSITOR. Crcl. by verbs κατατιθέναι, κατατίθεσθαι, πα- ρακατατίθεσθαι (with αργυρίου τινι, if the deposit consists in mo- ney). DEPOSITORY, παράθε- σις, n. αποθήκη, ή. ταμιεϊον, τό. DEP DEP DER DEPOT, εμπόρων, τό. See Depository. DEPRAVATION. See Cor- ruption. DEPRAVE. See Corrupt, v. DEPRAVED. See Corrupt. DEPRAVITY. See Corrup- tion, Corruptness. DEPRECATE, παραιτεΐ- σθαι. To d. athg, ουκ εάν ποι- εΐν τινά τι (to prevent aby doing athg). DEPRECATION. Crcl.with verbs in Deprecate, οΰκ έάν πυιεΐν τινά τι (to put in or make a d. respecting athg). DEPRECIATE, f To lessen the price] μειοΰυ, έλάττω κατ- ιστάναι την τιμήν. If Metaph.] περί σμικρόν ποιεΐσθαι. ολί- γου αζιον νομιζειν (g. tt.). άπ- αζιοΰν, άτιμάζειν, ταπεινοΰν (or ταπεινοΰν και συστέλλειν, P.), καταισχύνει and εζουδενϊζειν or έκφΧαυρίζειν (withref'. to per- sonal value or esteem, &c). ουκ ορνως γιγνωσκειν or κρινειν, e. g. — the real nature or charac- ter of athg, της φύσεως τινός or του όντος : to d. oneself, e. g. one's abilities, &c, εαυτόν ayvo- εΐν. εαυτοΰ επιλανθάνεσθαι : not to d., άναγνωρ'ιζειν : not to d. aby's deserts, γιγνωσκειν Οσων τις άζιος γέγονε : to be d.-d, άμελεΐσθαι, παραμελεΐσθαι (pass.), εν οϋδενός είναι λόγω (to be past by unnoticed). < DEPRECIATION, μείωση η (prop.), άπαζίωσις, η. διαβο- λή, η (with ref. to esteem and va- lue, Src.). άγνωσία, η. άγνοια, η. το άΧΧογνοεϊν. See Depre- DEPREDATE^pira^ii/.dp- παγην ττοιεΐσθαι. ληστεύειν. aytiv και φέοειν. συλάν. DEPREDATION, αρπαγή, διαρπαγή, η. ΧεηΧασία, ας, η. πόρθησις, η. D EPRED ATOR, ληστής, ου, ο. % Devastator'] Vid. DEPREDATORY, Χηστικός or Χηστρικός, 3. αρπαξ, άγος, 6, η, άρπακτήριος, 2. αρπακτι- κός, 3. DEPREHEND. 1ϊ To catch al>y in athg] See to Catch. "J[ To detect] Vid. DEPREHENSION, σύλλ η - xj /ις, h (both in the sense of ' ar- resting'' and of ' comprehending" 1 ) . DEPRESS. IJ Propr.] κατα- βάΧΧειν, κατακάμπτειν, κατα- πιέζειν (to cast-, bend-, press- down ; the last late. Jos.), ^f Impropr. : to render dejected] λυ- πεϊν, τινά. άθυμ'ιαν έμποιεΐν, τιν'ι. ταπεινοϋν, τινά. κατα- πΧήττειν,τινά. κατακλάν(ίΐΆτι- gere), την καρδίαν τινός. DEPRESSING, ταπεινωτι- κός, καταπληκτικός. DEPRESSION, άθυμία, η (intr.). κατάπληζις, ή (intr. and trans.). To labour under mental d., εν άθυμία είναι, άθυμ'ιαν (153)• εχειν : to feel a great d. of spirits, εν πολλή άθυμία είναι : to cause a d. of aby's spirits, άθυμ'ιαν παρ- έχειν τιν'ι. δειλόν καθιστάναι τιι/ά. See to Depress. DEPRIVATION, f The act of depriving (or subjective depri- vation)] ΰφα'ιρεσις, άφαίρεσις, παραίρεσις, άποστέρησις, η (e. g. της άκοης. Τ). *f[ Depriva- tion (objectively)] See Want, Need. DEPRIVE, στερεϊν (fut. στε- ρησομαι, with pass, meaning. T. X.), but inly άποστερεΐν in Att. prose). To d. aby of athg, άπο- στερεΐν τινά τι and τινά τίνος, ϋφαιρεΐν or ύπολαμβάνειν τι- νός τι. άφαιρεΐν and άφαιρεΐ- σθαι, τινά τι or τινός τι. παρ- αιρεΐν and παραιρεΐσθαι, τινός τι. ύπεζάγειν τιν'ι τι. άπαλ- Χοτριοΰν τινός τι (of property, pleasure, <£c.) : to d. oneself of athg, εζίστασθαί τίνος, iav or κεΧεύειν χαίρειν τι : I am d.-d of athg, αφαιρούμαι τι. αποστε- ρούμαι τι or τίνος : to d. aby of his life, άποστερεΐν τίνα τοΰ βίου, τοΰ ζήν : not to d. the state of his services, μηδέν παύεσθαι των της πόλεως πράττοντα (Lys.). ^\ Stronger terms] γυ- μνοΰυ and ερημοΰν τινά τίνος. To d. of one's armour, arms, &c, σκυΧεύειν τινά : to d. of every thing, άγειν και φέρειν τίνα : to d. aby of his liberty, his power, &c, άφαιρεΐσθαί τίνα την έΧευθερίαν : — of his authority, την έζουσίαν : — of one's means, τά χρήματα : to d. of reason, εκπλήττε ιν τον νουν. έζιστάναι τοΰ φρονεΐν : to d. of the use of one's limbs, χωΧοΰν, άποχωλοΰν : to d. of sight, εκτυ- φλοΰν. άφαιρεΐν την όψιν. tod. aby entirely of athg, ύποτεμνειν τινί τι (i. e. to cut off y e. g. all prospects) : to d. aby of his hope, άφαιρεΐσθαί τίνος τάς ελπίδας, στερίσκειν or έκκρούειν or εκ- βάλλειν τινά της ελπίδος. For more phrases see to Rob. DEPTH, βάθος, ους, τό. τό βαθύ (g. tt., also of intelligence), βαρντης, ητος, η (only of voice or somid). βράχος, τό (d. of a place = abyss ; usually in pi. only, βράχη) : also τέναγος, τό. For ' in depth,' see ' so many feet, &c, Deep.' TJ Of the mind] τό βαθύ (g. t.) : also ζύνεσις, η. τό της γνώμης δεινόν, άναθεώρη- σις, η. γνώμης δεινότης, η (d. of knowledge or understanding), δεινή ζύνεσις. DEPUTE, άποστελΧειν. To be d.-d, πρεσβεύειν : to d. aby, πεμπειν άγγελον. See Dele- DEPUTATION, αποστολή, αποπομπή, άπόπεμφις, εως, η (but better by verbs), πρεσβεία, πρίσβευσις, εως, η. (Collectively) οι πεμφθίντες παρά τίνος Λ κτοι υπό τίνων. λε- DEPUTY, απόστολος, 6. 6 πεμφθείς or λεκτό?. A d. of the people, αντιπρόσωπος, b (mod .-Greek) : chamber of d.'s, συνίδριον των αντιπροσώπων (mod.-Greek). DERACINATE. See Root up. DERANGE, f To put out of ο^β^διαταράττειν,ταράττειν, τι. κλονεΐν, τι : also κυκάν (= miscere), τι. μετακινεΐν, άποκι- νεΐν (to move), παραφερειν. Το be d.-d, (δια-)ταράττεσθαι. ^f Of the intellect] διαταράττειν την τίνος γνώμην. εζιστάναι τινά τοΰ φρονεϊν. DERANGED. 1 Put out of its place] μετακινητός, 3. "ff Mad] παράπληκτος, 2, and παραπληξ, ηγος, 6, η. παρά- φορος, 2. μαινόμενος, 3. μανείς, εΐσα, εν. μανικός, 3. παράφρων, 2. To become d., παραπΧήτ- τεσθαι (pass.), παραφέρεσθαι (pass.), εζίστασθαί τοΰ φρο- νέΐν. τιαρακινεΐσθαι or διαφθίί- ρεσθαι (pass.) την γνώμην. to be d., παρακινητ ικώς έχειν. μα- νίαις ενίχεσθαι. παραπαίειν. μαίνεσθαι (pass.). DERANGEM ΕΝΤ. %Propr.] μετακίνησις, παρακίνησις, άπο- κίνησις, η. See CONFUSION. Tf Metaph.-.ofthemind] παράνοια, η. μανία, η. παραφροσύνη, η. η των λογισμών εκστασις. Το suffer fm, or to be in a state of, mental d., παρακινητικώς εχειν. μανίαις ενίχεσθαι. παραπαίειν, μαίνεσθαι (pass.). DERELICTION. 1ί The act of forsaking] άπόλειφις, η. προ- δοσία, η. Ij Morally (of duty, £[c)] αμέλεια (τοΰ δέοντος), ή. Το be guilty of a d. of duty towards aby, άμελώς εχειν τινός or περί τίνα. άσεβεΐν περί τίνα : also (absol.) λείπειν την τάζιν or ελλείπειν τοΰ δέοντος, μη εθέ- λειν τά δέοντα ποιεΐν. (To- wards oneself and one's neighbour) οΰτ αυτόν εαυτω ούτε φίλια τά δίοντα πράττειν. DERIDE. See Laugh (at), and phrases in Derision. DERIDER, σκώπτης, επι- σκώπτης, ου, ό. χλευαστής, οΰ, 6. εμπαίκτης, ου, 6. γεφυρι- στής, οΰ, 6. τωθαστής, οΰ, ο. DERISION, σκώφις, V/ (as act), χλευασία,η. διασυρμός, 6. κατάγεΧως, ωτος, 6 (as act and thing), σκώμμα,άπόσκωμμα,τό. χλεύασμα, τό (only as thing). To make athg an object of d., χλευ- ά'ζειν τι. χλευασία χρησθαι περί τι : to hold aby in d., κατ- αντλεΐν γελωτά τίνος. γέΧωτα και παιδιάν ποιεΐν τίνα : to be- come an object of d., καταγεΧά- σθαι (pass.), γέλωτα όφλισκά- νειν : to say athg in d., or by way of d., επισκώπτοντα or κατα- γελώντα λέγειν τι : to be an object of d. to his fellow-citizens, κατάγεΧων παμπολυν τοΐς δη- μόταις παρέχειν (Aristoph.). DER DES DES DERISIVE, χλευαστικό?, 3. σκωπτικό?, 3. όιασυρτικ05, 3. A d. smile, σαρδόνιος or σαρδό- νιος γέλως, b : d. woids or lan- guage, σκώμματα, άποσκώμμα- τ«, τό. σκωπτικόν γράαμα, το (if couched in writing) : to use d. language, άποσκώπτε ιν ε'ίς τίνα : to utter athg in a d. manner, επι- σκώπτυντα or καταγελώντα λέ- γειν τι. DERISIVELY, έπί καταγέ- Χωτι. To speak d. of atlig, άπο- σκώπτειν ε'ίς τίνα. σκώπτειν tts τι or έπισκώπτειν τι. μω- μάσθαίτι. εμπαίζειν τινι. χλευ- άζειν τι. εντρυφάν τινι : to speak d. of the most sacred things, τά σεμνότατα διασΰρειν. ύβρ'ι- ζειν περί τά θεΐα. DERIVATION,7raprt«:ti/i}ais, ■η. παρωνυμία, η. παραγωγή. By a slight change of d., παρα- γώγων : to give the d. of a word, παρυνομάζειν. παράγειντι όνο- μα παρά τι. See Derive. DERIVATIVE, s. (Gram, t.), παρακίνημα, το. DERIVATIVE, adj. παρ- ώνυμος (Α.). παρωνύμιο? (P. ; formed fm a word by a slight change, as Φοίβο? fm φοίβη, Α.). To call hy a d. name, παρωνυ- μιάζω (Α.). DERIVE. 1 One's genealogy or origin, Sj;c , fm aby] γενεαλο- γεΐν (iL'ith or ivithout την γενε- αλογ'ιαν). κατάγειν το γένος από τίνος, άνατείνειν τό γένος ε'ίςτινα. *\\ Grammatically] άπ ο- φα'ινειν όνομα ον από τίνος, παρονομάζειν ρήμα (a word, S^c, fm another, or fm another lan- guage), παρωνυμιάζειν (A.) and παρωνύμως λέγειν από τίνος (Α.). To be d.-d fm, παρωνύ- μως λέγεσθαι από τίνος (Α.). ΤΙ Metaph. : to derive (= ac- quire) fm a source or channel] πορίζειν. εύρίσκειν. τεκμαίρε- σθαί τινι or εκ τίνος (to d. some information fm athg) or γιγνώ- σκειν εκ τίνος or μανθάνειν εκ τίνος. To d. some hope, Χαμ- βάνειν έΧπίδα : to be d.-d, mly γίγνεσθαι εκ- : all the mischief was d.-d fm this source, αυτή πάντων αιτία κακών έγένετο : I d. a benefit, or some gain, or an advantage fm athg, κερδαίνω από τίνος, κέρδος ποιούμαι από τί- νος or εκ τίνος, συμφέρει μοί τι (athg profits me). καρπόνΧαμ- βάνω or κομίζομαι από τί- νος, αγαθά απολαύω τινός, ωφελούμαι (pass.) από or εκ τί- νος : (fm aby) ωφελούμαι από τίνος; what benefit did you d. fm your philosophical pursuits? τ'ι περιγίγονέ σοι εκ της φιλο- σοφίας ; advantages d.-d fm athg, καρποί οι γιγνόμενοι εκ τίνος. αγαθά τά άπό τίνος DEROGATE. 1 Disparage (followed by 'from? eg. aby's dignity, honour, <|-c.)] απαξιούν and άτιμάζειν and ταπεινούν or (154) καταισχύνειν, έξουδενίζειν. εκ- φλαυρίζειν (esteem or value). To d. fm aby's credit, διαβάΧλειν τιζ/ά 7rpos τίνα : to d. fm aby's fame, άμαυρούν την δόξαν. DEROGATION, απαξίωση, η. διαβυΧή, ή (of esteem and va- lue). DEROGATIVE or -TORY, βλαβερός, 3. έπιβλαβιίς, 2. α- σύμφορος (hurtful, injurious), αί- σχύνην κατασκευά"ζων, ούσα, ον. ατιμωτικός, 3. To act in a manner d. to one's character, κατ- αισχύνεσθαι (pass.) : to say athg d. to aby's character, άμαυρούν την δόξαν : to consider athg d. to one's dignity, άνάξιον ήγεϊ- σθαί τι. αίσχρόν νομίζειν είναι τι εαυτω : to commit nothing d. to the dignity of the state, μηδέν άνάξιον της πόλεως πράττειν : to decline athg as d. to one's cha- racter, απαξιούν τι. ούκ άξιονν (seq. infin.). DESCANT. ! Propr.] See to Chant. IT Impropr, ; to be pro- lix on any object] μακρολογεΐν, μακρηγορεϊν. DESCEND. *I Tocomedotcn] καταβαίνειν. κατιέναι (κατέρ- χεσθαι). καθικνεΐσθαι. κατελαύ- νειν. καταπέτεσθαι (of a bird), κατιιρρεΐν, άπορρεΐν. καταλεί- βεσθαι (of water, a river, ^c). καθηκειν (to come or reach down to ; intrans.). κατατρέχειν (to run down) or καταβαίνειν δρό- μω. καταφέρεσθαι (pass.; of persons and things), καταλείβε- σθαι (of fluids), καταπλεϊν (in a boat or vessel). To d. (get dou-n) fm one's horse, καταβαίνειν : to d. (= let oneself down), Ιέ ναι εαυτόν κατά τίνος (e. g. τού τείχους) or καθιέναι εαυτόν εκ τίνος (e. g. by a rope, εκ καλω- δίου). ΤΙ To descend (of customs, traditions, S^c.)] παραδίδοσθαι. ^f Impropr. : to come down to what is loiv or mean] καταβαίνειν, συγκατάβαιναν εϊς τι. αίσχύνε- σθαι or καταισχύνεσθαι (pass.). To be reduced to or d. to a state of slavery, μεταπίπτειν εις δου- Χείαν. ΤΙ To be descended fm (with ref. to origin, cf"C.)] γεγο- νέναι or γένος έχειν (fm aby) εκ τίνος (of close relationship), από τίνος (of remote relationship), γε- γονέναι τινός : also γένος εχειν άπό or εκ τίνος, πατρός ε"Ίναί τίνος, αϊτίαν έχειν άπό τίνος : to d. or be d.-d fm a good family, καλώς γεγονέναι : — fm a low family, κακώς γεγονέναι : he pretended to be d.-d fm him on his mother's side, απ' αυτού έγενεαλόγει μητρόθεν: he main- tained that he was lineally d.-d fm him, εις τίνα την τού "γένους διαδυχην άναφέρειν. ^] To de- scend (= make a descent upon)] See Descent (= hostile attack). U To descend (objectively of pro- perty, <§"C.)] E. g. περιέρχεται τι είς ίμέ. επιβάλλει τι τινι (to fall upon aby as his share, or aby comes in for a share). DESCENDANT, ϊκγονοτ (stirps), or απόγονος, 6. 6 άπό τίνος. 6 γεγονώς or ο 'έχων την γενεάν άπό or εκ τίνος. To be aby's d., γεγονέναι άπό τίνος, εκ τίνος g^= See difference be- tween άπό and εκ under Descend. τό εκ τίνος γένος, τό άπό τί- νος γένος. ΡΙ. οϊ έπιγιγνόμενοι. οι 'έπειτα γιγνόμενοι or εσόμε- vol. παϊδες, ων, οι. To have nu- merous d.'s, παϊδας or εκγόνους έ'χεινοτ* καταλιπέσθαι πολλούς : to beget male d.'s, άρρενοτοκείν: to leave d.'s, καταλιπέσθαι παϊ- δας : our d.'s, ol εξ ημών γιγνό- μενοι : to be aby's d., see ' to be DESCEND-ed fm aby.' DESCENT, t In concrete] τό πρόσαντες (with ref. to one belotv it), τό κάταντες (ivith ref. to one on the top). ^\ In the ab- stract = extraction] γένος, τό. γενεά, -η. Of good or noble d., ευγενής, 2 : by d., τό γένος, e. g. I am of noble or good d., καλός είμι τό γένος or γονέ- ων ειμί αγαθών: to prove aby's d., γει/εαλογεϊν τίνα. U Hostile attack] άπόβασις, η, or άπόβα- σις εις την γην. άπόβασις της γης. To effect or make a d., άπόβασιν ποιεΐσθαι : an offer- ing made to the gods for a success- ful d., άποβατηρια, τά. DESCRIBE. If To show or present by ivriting or in tcords] συγγράφειν, άναγράφειν, διεξ- ιέναι, διηγεϊσθαι (to go through or over a subject), or περιηγεΐ- σθαι, διασαφηνίζειν, ακριβώς λέγειν, εκφράζειν. χαρακτήρι- ζε ι ν (by pointing out any charac- teristic mark inherent in the indi- vidual, <$*c). IT Geomet. term : e. g. to describe a figure] περι- γράφειν, διαγράφειν, άναγρά- φειν, ύπογράφειν, ύποτυπουν. τύπω λαμβάνειν. To d. a ma- thematical figure, κατασκ ευάζειν. DESCRIBER. Crcl. with verbs under to Describe. DESCRIPTION. ^ A written representation] συγγραφή, h (as act and thing), διήγησις, περι- ήγησις, ή (as act), διήγημα, τό (as thing). ^\ By words] περι- ήγησις, ή. τύπος, b (a brief d.). To give a d. of athg, λόγω διελ- θεϊν τι : beyond or surpassing all d., ύπερ λόγον: athg surpasses all d., κρεϊττόν εστί τι λογού : athg is beautiful beyond all d., κρεϊττόν λόγου τό κάλλος εστί τίνος, ^ϊ Geomet.] υπογραφή, διαγραφή, ή. DESCRY, κατασκοπεΐν. κα- τασκοποΰντα μανθάνειν (to spy out), also σκοπεϊν τι : and the verbs in (1) to See, (2) to Disco- ver. DESECRATE, βεβηλούν. μι- αίνειν. αισχύνειν. άσεβεϊν (e.g. περί τά ιερά.) D.-d, βέβηλος, 2. DESECRAT10N,/3i/^\wais, DES DES DE i; : — of a temple, τα ιερά. ησε- βημένα. DE'SERT, S. ερημία, η. έρη- μος χώρα, ή. γή κεχερσωμένη. χέρσος, ή. To turn into a d., έρημοϋν. χερσοΰν : to lie waste as a d., χερσεύειν and χιρσεύ- εσθαι. DESE'RT, s. 1 Worth] «£{g^ fj. According to aby's d.'s, κατά την άξίαν or κατ άξίαν. προς την άξίαν. άξίως: to reward aby according to his d.'s, άξίαν νέμειν τινί : to appoint aby according to his d.'s, άριστίνδην αϊρεϊσθαι, καθιστάναι : above or beyond aby's d.'s, ΰπερ την άξίαν. πάρα. την άξίαν. Τ[ Action with ref. to its quality ; (1) meritorious ac- tion] αρετή, ή {excellence), έργον K(i\ov^ro\the good work itself), ευεργεσία, ή (beneficent act, with ref. to the doing it), ευεργετή- ματα (as thing). Their wives and children also shall be restored to them in consideration of their former d.'s, άπυλήφονται και γυναίκας και τέκνα της πρόσ- θεν 'ένεκα περί έμε αρετής. ^[ (2) Action generally] έργον, τό. See Action. DESERT, υ. (Trans.) λεί- πειν, άπολείπειν, έκλείπειν (e. p. a spot, place. See to Leave). To d. one's post, λείπειν την τάξιν or λειποτακτεΐν. έξαν- ίστασθαι (έξαναστήναι) της 'έδρας or χώρας, καταλύειν την φυλακήν (of a sentinel) : to d. aby, άπαλΧάττεσθαί τίνος or από τίνος. άπολείπίΐν τινά (g. tt. = to leave), άφίστασθαί or άποστήναί τίνος, άποστρέφε- σθαί (pass.) τίνος, άπολείπί- σθαί (mid.) τίνος (to leave aby's party, fyc). προλείπειν. πρόδι- δα ναι τινά (stronger t. = to leave in t/ie lurch), έρημοΰν τίνα (to abandon, leave in distress) : to d. aby as soon as fortune d.'s him, συν τη τύχη άποστραφήναί τί- νος : to d. one's work, άποπαΰ- εσθαι του έργου : to be d.-d by one's friends, έρημον είναι φί- λων. DESERT, v. (Intrans.) άπο- διδράσκειν. Χειποτακτεΐν, Χει- ποστρατεΐν (to d. to the opposite party). To d. to the enemy, μεταστήναι. αντομολεϊν, άπαυ- τομολεϊν (προς τίνα). DESERTER, αυτόμολος, 6 {g. t., one that joins the enemy). Χειποστράτιος,ό. Χειποτάκτης, Χειπυστρατιώτης, ου, 6 (a run- away). To be a d., άποδιδρά- σκειν, Χειποτακτεΐν or λειπο- στρατεϊν. αΰτομολεϊν. μετα- στήναι. DESERTION, άπόδρασις, απάλειψης, ή. Χειποταξία. D. to the enemy, αΰτομολία, ή. DESERVE, άξιον ε\ναί τίνος, άξιον or δίκαιον or επιτήδειον είναι παθεϊν τι. προσήκει μοί τι. To d. a reward, τιμής άξιον tlvai τινι (fm aby) : to d. cen- (155) sure and reproach, άξιον μέμ- φεως είναι και κατηγορίας : to d. death, άξιον είναι θανάτου. $§jf I d. to — is often best transl. by δίκαιος ειμί c. infin. He fully d -s to perish, δίκαιος εστίν άπο- ΧωΧέναι. Many adjj. compound- ed with άξιο- are used to express the notion of ' deserving.' To d. to be seen, άξιοθέατον είναι : to d. to be recorded, άξιαφήγητον είναι (Hdt.) : to d. to be men- tioned, άξιομνημόνευτον είναι : as aby d.'s, άξίως τινός, προσ- ηκόντως τινί. 'όμοιος (υία, οίον) τινι. κατά την άξίαν τιι /os : without d.-ing it, άναξίως. See Undeservedly. To d. well of aby, ποΧΧοΰ άξιον είναι τινι, or simply ώφεΧεΐν τίνα. εΰερ- γετεϊν τίνα, ευ ποιεϊν τίνα : one who has d.-d well of the state, άνήρ αγαθά ποΧΧά πεποιηκώς την πόΧιν. DESERVEDLY, άξίως. προσηκόντως, κατά τϊ\ν άξίαν. κατ άξίαν. προς την άξίαν. Το treat or reward aby d., άξίαν νε- μειν τινί. DESERVING, «fl Subjectively] πλείστου άξιος, 3. ποΧΧοΰ άξι- ος, 3. αγαθά ποΧΧά πεποι- ηκώς, νια, ός. χρηστός, 3. Α d. action, έργον καΧόν, τό. ευερ- γέτημα, τό : d. praise, επαίνου άξιος, 3. αξιέπαινος, 2. επαινε- τός, 3 : d. punishment, ζημίας άξιος, 3. τιμήματι or επιτιμ'ι- οις or τω νόμω ένοχος. DESHABILLE, (prps) χΧαΐ- να, η. 7/ κατ' οίκον στολή. Ίμά- τιον άφεΧές, τό. DESICCATE. See Dry (up). DESICCATION. Crcl. with verbs under to Drv. DESIGN, v. II To purpose, intend] προαιρεϊσθαι. διανοεΐ- σθαι, επινοεΐν (thesetwo with aor. lpass.form). γνώμην ποιεΐσθαι. σκοπεΐν, βυύΧεσθαι, μέΧΧειν (c. infin.). To d. athg, τείνειν προς τι. ^f To draw an outline or sketch athg] See to Describe. DESIGN, s. 1 Purpose] προ- αίρεσις, η. περιβοΧή, η : also διάνοια, επ'ινοια. γνώμη, βουλή, ή. τό βουΧόμενον. επιβολή (Τ.). Bad d., επιβουλή : good ά., καλή γνώμη : with a good d., άπό κα- λής γνώμης, άπ' εΰνοίας : with a bad d., κανόν νοών : with a simi- lar ά., μετά τής αυτής διανοίας: with what d. ? τί βουλόμενος; τί νοών; I did not do it with any bad d., οϋδεν κακόν έπινοή- σας τοΰτο 'έπραξα : I am doing athg with some d., ποιώ τι βου- λόαενός τι or επί τινι : I say athg with a d. of forwarding — , of impeding athg, λέγω τι επ' ωφέλεια. επι βλάβιι: without d., εική άλλως : with d., γνώμη, εκ προαιρέσεως, εκ προνοίας. έττιτΐ)δε5 : to have some d., βού- Χεσθαι or επινοεΐν τι. προαι- ρεϊσθαι τι : to have a d. upon athg, έπιβουλεύειν τινί (= in- sidiari : of a bad d.). επιθυ- μεΐν τίνος, στοχάζεσθαί τίνος. Τ[ Objectively (the thing designed)] σκοπός, ο. τό βουλόμενον, έπι- νοούμενον. The true or real d., το βουλόμενον τής γνώμης; aby has a particular d. in (do- ing, &c.) athg, ί<5ία τι διαφέ- ρει τινί : an artful d., μηχά- νημα, τέχνημα, τό : to conceive or strike out some d., έπιβάλλε- σθαι. επινοεΐν. προαιρεϊσθαι. βουλεΰεσθαι. παρασκευάζισθαι βουλην : to conceive an artful d., μηχανάσθαι. παρεσκευάσθαι (seq. ώς and partcp. fut., e. g. he has the d. of surprising us, παρεσκεύασται ώς επιθησόμε- νος ή μι ν) : to carry out a d., ποι- εϊν α επινοεί τις. περαίνειν or διαπράττειν την γνώμην. επι τέλος άγειν την προα'ιρεσιν : to give up a d., άποστήναι επιβο- λής, άναπαύεσθαι τής διανοίας: to frustrate or bring to nought aby's d., διακόπτειν την επιβο- λήν : to discover or confide one's d. to aby, δηλονν τινι την επιβα- λήν : to divulge one's d., φανε- ρώς λέγειν την έπιβολήν : to see through aby's d., ΰφορΰοθαι την έπιβολήν τίνος, ^f A sketch] υπογραφή, διαγραφή, ή. διά- γραμμα, τό. ιχνογραφία, ή (e.g. for a building). To draw a d. for athg, διaγpάφεtvor ΰπογράφειν τι. ^[ A drawina] VlD. DESIGNATE^rjjuEioDi;, εττι- σημιιοϋν, παρασημειοΰν, σημαί- νειν, κατασημαίνειν. σημείοις διαλαμβάνειν (for the purpose of disti?iguishing between hvo objects), δηλοΰν (by ivords or name), τυ- ποΰν σφραγϊδι, έπισφραγίζειν, χαρακτηρίζειν (by impressing a characteristic mark). To d. athg (by imposing a name), see to Call. DESIGNATION. ^ As act] σημείωσις, παρασημείωσις, ή. χαρακτηρισμός, ό. See DESIG- NATE, ση μεϊον, τό (the visible mark of athg). όνομα, τό (names). Tf Metaph. : Locke; of a word ( — signification)] νους, νου, 6 (i. e. the notion conveyed). See Name, s. DESIGNEDLY, ίπντηδέςαηά έξεπίτηδες. γνώμη and προθέ- σεως, εκ προνοίας, εκ προαιρέ- σεως, κατά προα'ιρεσιν. εκών, οΰσα, όν. εκουσίως, εξ επιβο- λής (Diod.). I am doing athg d., ποιώ τι βουλόμενός τι or επί Tin : not d., μάτην, εική την άλλως or τηνάλλως (to no purport) : ά. (implying notion of bad intent), κακόν νοών : I did not do it d., ονδεν κακόν επι- νοήσας τοΰτο έπραξα. DESIGNER. 1 Of a plan (in concrete) ] Crcl. icith verbs δια- γράφειν, ΰπογράφειν, κατα- γράφειν. ΰποτυπονν. σκιαγρα- φεϊν. H In the abstract] Crcl. with verbs βουλεΰεσθαι. διανο- εΐσθαι (pass.), προαιρεϊσθαι. μη- | χανάσθαι (esply of ill design). διαπραγματεύεσθαι, ενθυμεί- DES DES DES σθαι. παρεσκευάσθαι (seq. ws, See Design). % One wlu> draws de- sign^ 6 την γραφικην επαγγεΧ- Χόμενος. See Drawing -mas- DESIGNING, κακομήχανος (Horn.). See Deceitful. DESIRABLE, euktos, έπευ- κτός, 3. ευκταίος, 3. έπιπόθη- tos, 2. ποθεινός, 3. ζηΧωτός, 3. αί/θίτ -os, 3. Athg is hardly d., ού<5' εΰχεσθαι £εΐ Tt. οΰδ' επι- θυμεϊν δει twos: athg is more d. to me, α'ιρετώτερόν εστί μοί τι. προαιρούμαι or (προτιμώ) τί TLVOS. DESIRE, s. m Wish] Yid ; If Inner impulse or inclination} επι- θυμία, η. έρως, ωτος, 6 (g. tt.). (Stronger tt.) ορμή, ορεξις, η. ζήλος, ό. πλεονεξία, ή. έφεσις, ■η. πόθος, ό. An intense d., επι- πόθησις, ή. 'ίμερος, b: to feel an intense d. of athg, Ίμείρεσθαί τί- νος, επιποθεϊν τι: a strong or violent d., έρως, ωτβ;, ό. δεινός πόθος, 6. δίφος, τό : to have or feel a strong or violent d. of athg, εραν τίνος, προπετώς φέρεσθαι (pass.) προς τι or ε'ίς τι: to entertain a d. of athg, φέρεσθαι (pass.) πάθω τινός, όρέγεσθαί τίνος, άντιποιεΐσθαί τίνος. ^[ Stronger tt. (sensual desires = lust)] ai δια του σώματος ήδο- να'ι. To kindle aby's d., έπιθυ- μίαν έμβάΧΧειν τιν'ι: kindling, or that kindles, aby's d.'s, ορε- κτικός, 3 : to burn with ά. for athg, εφίεσθαί τίνος, ερωτικώς or έπιθυμητικώς έχειν τινός, όρέγεσθαί τίνος, κιττάν τίνος (tL• latter chiefly of the 'longing 1 of pregnant women). TJ Objectively (the thing desired)] ου or ων τις επιθυμεί, ό or α τις εύχεται. I have no greater d. than &c, οΰδ' άν εύρεΊν δεξαίμην μαΧΧον ή (seq. infin.). ουκ έχω ο τι αν μείζον εΰζωμαι γενέσθαι μοι : to have one's d. accomplished, εις τό πέρας άφικέσθαι της ευ- χής, τυγχάνω ων επιθυμώ : what is your d. ? τί βούλει ; it is related of him that he enter- tained the d. of &c, εΰχήν τίνες αύτοΰ εκφέρουσιν, ως εΰχοιτο. DESIRE, υ. έπιθΰμεΐν τίνος, εφίεσθαί τίνος, όρέγεσθαί τί- νος. Ίμείρεσθαί τίνος. See De- SIRE, s. ποθεΐν τι (to long for, e. g. ποθώ τι), or πάθω φέρεσθαι (pass.) τίνος, διφήν τίνος (strong- er t). πεινήν τίνος. ^[ To enter- tain a wish] εΰχεσθαι, επεΰχε- σθαι. βούλεσθαι (stronger t.) : also ϋπερεπιθυμεΐν, μάλιστα βούλεσθαι (to d. much). To d. athg, see above. % To express one's^ desire (= to demand)] δεΐ- σθ αϊ (pass.) τίνος, εθέλειν τι (to wish to have) . αιτεί ν and ui- τεϊσθαι (to ask for), άζιοΰν, δι- καιονν (to d. what one has a right to ask). To d. aby to do athg, άζιοϋν τίνα ποιεΐν τι. δεΐσθαί τίνος ποιεΐν τι. (156) DESIROUS, επιθυμητής τί- νος (of athg) and Crcl. with verbs under to Desire, e. g. to be d. of athg, ποθεΐν, επιθυμεΊν τίνος, or with infin. ; also (= to enter- tain a wish) εΰχεσθαι, ίπεύχε- σθαι (seq. infin.) : to make aby d., επιθυμίαν έμβάλλειν τινί: to become d., φέρεσθαι (pass.) πά- θω τινός, όρέγεσθαί τίνος, άν- τιποιεΐσθαί τίνος : he is d. of having an interview with you, χρήζει σοι συγγενέσθαι : to be d. that aby should do athg, άζι- οϋν τίνα ποιεΐν τι. DESIST (from), άφίστασθαι or άφεστάναι τίνος, παύεσθαι and άποπαΰεσθαι, also άποτρέ- πεσθαί τίνος or ποιοΰντά τι. εάν τι. To d. fm athg in conse- quence of exhaustion, discourage- ment, &c, άποκάμνειν ποιοΰντά τι : to d. fm one's project, μετα- γιγνώσκειν. DESK, άνάβαθρον τό γραφι- κόν. DESOLATE, adj. έρημος, 2 and 3. χέρρος or χέρσος, 2. στεΐ- ρος, 3. στερρός, 3. άγριος, 3. Α d. country or district, χέρσος, ή. γή κεχερσωμένη. έρημος χώρα, ή : to render d., έρημοΰν, χερ- σοΰν: to be d., χερσεύειν and χερσεύεσθαι : a d. place, ερη- μιά, ή. DESOLATE, v. ερημοΰν.χερ- σοΰν. See to Devastate, to lay Waste. DESOLATENESS. &e De- solation. DESOLATION. «IT Act of laying ivaste] διαφθορά, ή, and λύμη, η (g. t.). δήωσις, ή. τμή- σις, ή (of lands and fields), καθ- αίρεσις, η. κατασκαφη, η (of buildiiigs). έρημωσις,η. άνάστα- σις and άναστάτωσις, ή (with ref to population). ΤΙ State of being bereaved] τό άπαραμΰθη- τον. άνεΧπιστία, η. τό άνέΧ- πιστον. DESPAIR, s. τό άνέΧπιστον. άπόγνοια, άπόγνωσις, άπόνοια, η. άθυμία, η. D. of or in athg, άπόγνοια τίνος : to reduce aby to d., ε /s άπόνοιαν καθιστάναι τινά. άθυμίαν παρέχειν τινί : to fall into or be reduced to d., άθυμία εγγίγνεται or εμπίπτει μοι : to deliver oneself up, or give way, to d., προς τό άνέΧπι- στον τ ραπίσθαι (τη γνώμη. Τ.) : to be in d., άνεΧπίστως έχειν. εν άθυμία είναι, άθΰμως έχειν '. to be in utter d., εν ποΧΧη άθυ- μία και άπογνώσει είναι, εσχά- τως άπορείν or διακεΐσθαι : his friends are in d. about him, πένθει μυρίω περιβάΧΧει τους πυοσηκοντας (P.) : like a man in d., άπεγνωκότως, άπεγνωσ- μένως. DESPAIR, ν. άπονοείσθαι (aor. pass.). άπεΧπιζειν. To d. of athg, άπελπί'ζειν τινός or περί τίνος, άπογ ιγνώσκειν τι- νός or τι : also έαυτοϋ (D.). άθύ- μως εχειν προς τι. απορείν and άπορείσθαί τίνος : to d. completely of or in athg, έξαπο- ρεΐν and έζαπορεΐσθαί τίνος, σωτηρίας ουδεμία έΧπίς εστί μοι: to make aby d., άφαιρεΐ- σθαί τίνος τάς έΧπίδας. στε- ρίσκειν or έκκρούειν τινά της έΧπίδος : aby d.'s of me, άπογι- γνώσκομαι ΰπό τίνος; to d. that &C, άνέΧπιστον είναι (seq. in- fin.) : to d. of aby's recovery, &c, άπογιγνώσκειν τινά. άπεΧπί- ζειν τινά : d.-d of, απεγνωσμέ- νος : to d. of a person, άπογιγνώ- σκειν τινά (D.). DESPAIRFUL, απονενοημέ- νος. 3. ; DESPAIRING, ανεΧπις,ιδος, 6, ή. ελπίδων έρημος. Crcl. e.g. to be d., άνεΧπίστως έχειν. εν άθυμία είναι, άθύμως έχειν. DESPATCH,*;. 1 TV* send of liastily, 8{0.Λ άποστέΧΧειν, έκ- πέμπειν (of persons), άποπέμ- πειν (of things), with adv. = ' quickly," '"hastily" if necessary. To d. an envoy, &c, πρεσβεύ- εσθαι. πέμπειν άγγεΧον : to d. a courier, ιππέα πέμψαι. άπο- στέλΧειν βιβΧιαφόρον. ^[ Το finish, e.g. busitiess, §c ] διαπράτ- τειν. περαίνειν. Business that has been d.-d, τα ειργασμένα : that (business) is now d.-d, τυντο δη άπη\Χακται. See ' to bring to a Close.' ^ To kill] Vid. DESPATCH, s. H As act] τό πέμπειν. εκπομπή, η. ^f The object despatched] αγγελία, ή (g. t.). έπιστοΧη, ή (the letter) : also τά παραγγεΧΧόμενα or παρηγγεΧμένα : fm aby, από τί- νος : I receive a d. fm aby, παρ- αγγέλλεται μοι ΰπό τίνος, gfy* With the Laced cemonians, σκυτά- λη, ή, e. g. σκυτάλην λαμβάνω. ΤΙ A bringing to a close (of busi- ness, S[C.)] άπεργασία, η. διά- πραξις, ή. *\\ Haste] VlD. DESPERATE. H Hopeless to an extreme] απεγνωσμένος, 3. άπορος, 2. άνεΧπίατως έχων (being in despair, of persons [P.] or things). Of a person, απονε- νοημένος,^ υπονοηθείς is exactly = our ' desperate, and therefore l to be feared' (T. X.). A d. situa- tion, ή εσχάτη απορία : a d. re- solution, άνάλγητον βούλευαα. Φωκέων άπόνοια, ή (proverbially only) : a d. affair or concern, περί- στασις έχουσα δεινότητας : I am in a d. position, σωτηρίας ουδεμία έλπίς εστί μοι : to be in a most d. situation, δεινώς δια- κεϊσθαι. είναι εν ταΐς εσχάταις άπορίαις : in the d. state of your affairs, τίιν πραγμάτων άνεΧ- πίστως εχόντων : when he saw that his state was d. (t. e. his re- covery hopeless), επειδή τοΰ ζήυ άπέγνω (Diod.) : we ought not to risk a battle agst d. persons, oh χρη άποκινδυνεύειν προς ανθρώ- πους απονενοημένους (Τ.) : to make a d. defence, άπονοηθέντα DES διαμάχεσθαι : like a mad and d. fellow, άττεγι/ωκότωδ. DESPERATELY. H Propr.] άτΕγι/ωκοτω!. απεγνωσμένων (Pint.). To fight or defend one- self d., άπουοηθέυτα διαμάχε- σθαι. % Fig. : in a superlative degree, to an extreme] εσχάτως. εν τά μάλιστα. ύπερβαΧΧόυ- των. έν το έσχατοι/, ss τά έσχατα, εσχάτων. To be d. off, εσχάτων διακεΐσθαι, τά έσχατα πάσχειυ : to go on quite d., προ- εΧθεΐυ εν το έσχατου τινον. περϊ ψυχήν or περί εαυτού τρέ~ χειν : to be d. in love, έρωτομα- νεΐν: — with aby, έπιμαίυεσθαί (pass.) τιι /t. DESPERATION. See De- spair. DESPICABLE. See Con- temptible. DESPISE, καταφρονεΐν and ύπερφρονεϊυ τινον. όΧιγωρεΐυ τινον. άφροντιστεϊν τινον. εν ούδευϊ λόγω ποιεϊσθαί τίνα. ου- δέυα λόγοι/ ττοιεϊσβαί τινον. ΰπεροράυ τίνα or τι. άμεΧεΐυ τινον. άποπτύειυ τι. άτιμάζειν τινά or τι. φαυΧί'ζει.υ τι. σκυ- βαΧίζειν τι. Despised, κατά• φρυνηθείν, εΐσα, εν. ατιμον. 2. αδοξυν, 2. άΐλεΧούμενον, 3 : a d.-d person or object, σκυβάΧι- σμα, τό : to be d.-d, καταφρο- νεΐσθαι άδοζου είναι, εν ούδευϊ λόγω είναι, ταπεινών Χ,ην : to be utterly d.-d, καταφρονούμε- νον και άτιμαζόμενον Χ,ην. DESP1SER, καταφρονητήν, ου, ό. καταφρονών, οΰντον, 6. ύπερόπτην, ου, 6. DESPITE, s. t See Hatred, Malice, Defiance. For ς in despite of,' see ' in Spite of.' DESPITE, v. See to Vex, Affront. DESPITEFUL, -FULLY. See Malicious and adv. DESPITE FULNESS. See Malice. DESPOIL. See to Rob, to Deprive. DE SPOILER. See Plun- derer. DESPOLIATION, αρπαγή, διαρπα/ή, η- πόρθησιν, ή. σκυ- Χεία, »; (the latter of an enemy). DESPOND, αττελττιζίΜ/, άπο- γιγνώσκειυ. άθυμεΐν, καταθυ- μεΐν. άθύμων εχειν. άποβάΧ- Χειν τον βυμόν. άποδειΧιαν. καταπΧαγηναι. See also phrases under Despondent. We must not d., ουκ άθυμητέου : he did not d., ουκ έπεσε τω φρονήματι : do not d., θάρρει : d.-ing, see De- spondent. DESPONDENCY, άθυμία, τ). To give way to d., άποβάΧΧειν τον βυμόν. άττοδειΧιαν : don't give way to d., θάρρει. DESPONDENT, άθύμον, 2. κατηφήν,2. ταπεινόν, 3. ταττει- νόφιιων, 2. καταττΧαΎεΊν, εΐσα, εν. δειΧόν, 3. άτοΧμον, 2. άθαρ- σήν, 2. ανανδρον, 2. μαΧακόν, 3. (157) DES κακόν, 3. όκνηρόν, 3. To be or become d., άνεΧπίστων εχειν (P.). άπεΧπίζειν. (εαυτόν) άπο γιγυώσκειυ. άποβάΧΧειυ τον θνμόν. άθύμων έχειυ or άθυμεΐυ. καταθυμεΐυ. καταττΧαγηναι. DESPONDING. Ε. g. to be d., see to Despond. DESPONDINGLY. See De- jectedly. DESPOT, τύραννον, 6. δυυά- στην, ου, 6. αυτοκράτωρ, ορον, 6. δεσπότην, 6 (of onental de- spotic rulers). DESPOTIC(-AL), τυραυυι- κόν, 3. β'ιαιον, 3 and 2. δεσπο- τικόν (inclined to tyranny. P.). A d. mind, τυραννικού, οΰ, τό : to proceed in a d. manner, βί- αιου είναι, βιάζεσθαι. βία or ϋβρει χρησθαι: a d. government, δεσττοτεία and τυραννίν, ίδον, 'DESPOTICALLY, τυραννι- κών, δεσποτικών. To act d., βιάζεσθαι. βία or υβρει χρή- σθαι. βίαιου εϊυαι: to be govern- ed d., δεσπό'ζεσθαι, δεσποτεΐ- σθαι : states d. governed, αϊ δε- σποζόιχευαι πόΧειν (P.). DESPOTISM, τυραννίν, ίδον, ή. δυναστεία, τ), δεσποτεία (esply of oriental despots. P. I.), τό δεσποτικόν (P.). To live under a d., δεσποτεΐσθαι. δεσπό- ζεσθαι (P.). DESSERT, δεύτεραι τράπε- ζαι, αι. τραγήματα or τρωγά- Χια, τά. έπιφόρημα, τό (cf. Becker, Charikl. i. p. 448, S[c.) : also έπίδειπυου, τό. έπιδειπυίν, ίδον, ή. DESTINATION, f Destiny] VlD. ΤΙ The aim, or what has been fixed as such] opov, 6. τάξιν, fj. τέΧον, τό. To recover one's (or its) former d., άποΧαμβάνειν πάΧιυ την εαυτού τάζιυ or τό εαυτυΰ σχήμα. ^[ Place of d.] Ε. g. to arrive at the place of d., άφικυεΐσθαι ol δει (of persons), διακομίζεσθαι ol δεϊ (of things). To set out for the place of one's d., πορεύεσθαι ένθα πέμπεται τιν: what is the place of your d.? ττοΓ τί'ιυειν όδόυ; DESTINE, καθιστάναι τινά επί τινι. τάττειν τινά επί τινι or επί τι (for a given purpose) . άποτάττειν τι ε'ίν τι (to assign a given use or purpose to athy). προτιθέυαι τιυί τι (to reserve for a given puiyose). To d. athg for aby, see Intend : to d. aby for athg, προκρίυειν τιυά ιΐυαί τι : Ι am d.-d for athg by fate, ε'ίμαρ- ταί μοι (c. infi?i.) or πέφυκα (c. infin.) : I am not d.-d for athg, ουκ ευ πέφυκα πρόν τι (or c. infin.) : this spot was d.-d to become the capital of Italy, ην τω τόπω πεπρωμένου εκε'ινω την 'Ιταλία? κεφαΧί] γενέσθαι (Pint.) : a man's unhappy d., τά τιυον δεινά or κακά : the money d.-d for any purpose, τά άποτε- ταγμέυα ε'ίν τι χρήματα. DES DESTINED. See under Des- tine. DESTINY, τύχη, ή. μοίρα, ή. εϊμαρμέυου, τό. ειμαρμένη, πεπρωμένου, τό. τά συμβάντα, πεπρωμένη, ή. χρεών, τό. Α happy d., καλή τύχη, ή. ευτυχία, τ) : unhappy d., κακή τύχη, ή. κακοτυχία, δυστυχία, ή : it is my d., εϊμαρταί μοι : to fulfil or accomplish one's d., τό πεπρω- μένου τεΧεϊν : dragged on by his d., υπό μυίραν τινον άγόμενον (Χ.). 4sF- Usually Crcl., e. g. the d. of mankind, τά των αν- θρώπων, τά ανθρώπινα, τά εν άνθρώποιν : to be ordained by d., εζ άρχην εϊμαρμέυου or πεπρω- μέυου εΐυαι. εζ άρχην επικεκΧώ- σθαι : such was my d., ο'ύτων ε'ίμαρτό μοι πράξαι. U The des- tinies (objectively)] τύχη, r). άυ- άγκη, τ), θεοί, οι. The d.'s have thus ordained, έκ θεώυ πεπρω- μέυου εστί. εξ ανάγκην πρόκει- ται τι : the blows of d., άυαγ- καΐαι τύχαι, αϊ. DESTITUTE. 1 Deprived of athg] ερημον, φιΧόν, γυμυόν, (all τιι /os). ένδεήν (lacking, τι- νον). To be d. of athg, έρημον είναι, τινόν. άπεστερησθαι, τι- νον. γυμνό ν είναι or καταστη- ναι, τινόν : to render aby d., γυ- μυοϋν, γυμυόν or έρημου ποιεΐν (τινον). ΤΙ Excessively poor] πενέστατον, 3. πάντων ένδεήν, 2. εν tuIv εσχάταιν άπορίαιν ών, ούσα, όν. To be d., πένε- σθαι, 7Γί'ι/>}τα εϊυαι, πευία έυ- έχεσθαι (pass.) : to be entirely d., τττωχευείΐ/, εϊυαι εν ταϊν εσχάταιν άπορίαιν, ευ πάση απορία είναι : to become quite d., ε'ιν εσχάτηυ άπορίαυ κατα- στηναι or ίΧθεϊυ : a most d. si- tuation or life, έυδεια ή τώυ αν- αγκαιοτάτων, πενία ή εσχάτη. See Poor. ϋΕβΤΙΤυΤΙΟΝ,τττωχεία,/ί. 'ένδεια ή των άυαγ καιοτάτωυ. πευία τ) εσχάτη. To be in a State of d., εϊυαι εν ταΐ? εσχά- ταιν άπορίαιν, εν πάση απορία είναι : to be reduced to entire d., sis έσχάτην άπορίαν καταστί}- ναι or έλθεΐν or καθίστασθαι, έζίστασθαι των υπαρχόντων πάντων : to reduce aby to d., πτωχόν ποιεΐν, έν πτωχείαν or εν πενίαν την έσχάτην καθιστά- ναι : utter d., πτωχικόν βακτη- ρίου, τό (fig. : beggar s staff). DESTROY, καθαιρεϊυ, άυαι- ρεΐυ, έζαιρεϊυ. έκπέρθειυ. κατα- σκάπτειυ, καταβάΧΧειυ (of con- crete or material objects), άνα- στατοϋυ, άυάστατου ποιεΐν (of countries and places), άνατρέπειυ and καταστρέφειυ (of bodily ob- jects and conditions), διαιρεΐυ, δια- σπάυ (athg composed or coiistructed of parts, e. g. γέφυοαυ, a bridge). καταΧύειν, διαλύειν (in the ab- stract, e. g. order, arrangement). άναΧΊσκειν and διαφθείρειυ, δι- οΧΧύυαι, άποΧΧύυαι. άφαυίζειν DES DET DET {e. g heath, ore). To d. with fire, ίμπρήθειν. πυρπολεί v. to d. utterly or fm the foundation, άποθεμελιοΰν, κατασκάπτειν εις το έδαφος, κατ' άκρας εξαι- ρεΐν : to d. by fire, πυρπολεϊν. κατακαίει : to be d. -d by flames, καταφλίγεσθαι (pass.) : to d. by fire and sword, τίμνειν και καίειν : to d. the fruits of tbe field, εκκόπτειν and περικό- πτειν : to d, life (= to kill), κατασφάττειν, άποσφαττειν, κατακτε'ινειν, διαφθείρειν (e. g. tlie inhabitants of a toivn) : to d. oneself, άττοκτείνειν or άποκτιν- νΰναι εαυτόν, διαφθείρειν εαυ- τόν, διαχρήσασθαι and κατα- χρήσασθαι εαυτόν, ύφ' εαυτού άποθανεΐν. βιάζεσθαι εαυτόν : to d. (by way of wearing, e. g. clothes, §c), κατατρίβειν : to d. one's health by athg, την του σώματος ακμή ν καταναλίσκειν (εϊς τι) : to d. aby's peace of mind, ένοχλεϊν τη τίνος ευδαιμονία: to d. the enemy, σφάττειν or κατασφάττειν or αποσφάττειν πολεμίους : to d. a country, &c, see Devastate : to d. aby's plan or project, διακόπτειν τ'ην επι- βολήν : to d. aby's hope, άφαι- ρεϊσθαί τίνος τάς ελπίδας, εκ- κροΰειν or ίκβάλλειν or στερί- σκειν τινά της ελπίδος. t DESTROYER, άνατροπεύς, εως, 6. ανάστατης, ου, 6. καθ- αιρετης, ου, δ. δ καθελών, άν- ε\ών, όντος. δ απολεσας, αντος. άφανιστής, οϋ, δ. διαφθορεύς, εως, δ. λυμαντήρ, ήρος, δ. See to DESTROY, άνηρ στασιαστι- κός or νεωτεροποιός, δ. ποΧυ- πράγμων άνθρωπος, δ (of public peace or tranquillity) . ^g» In most cases Crcl. with paiicpp. of verbs under Destroy. DESTRUCTIBILITY, x]/a- θυρότης, ητος, η. το φθαρτόν. See Corruptibility. DESTRUCTIBLE, θραυστός, 3. φθαρτός, 3. εύθραυστος, 2. εϋθρυπτος, 2. ψαθαρός and \ba- θυρός, 3. DESTRUCTION, καθαίρεσις. λύμη, ή. άνα'ιρεσις, ή. κατα- σκαφή, ή (the razing: of a city, dfC.). άνάστασις. άναστάτωσις, V- ανατροπή, η (removal of the inhabitants), κατάλυσις, η. δια- φθορά, ή. «See Destroy, άφάνι- σις, -η. αφανισμός, δ (entire over- throw, a blotting out). D. of a country, &C, δήωσις, ή. τμ^σι?, ν : — of a building, κατασκαφή, V : — of people, inhabitants, &c, ερήμωσις, r/. άναστάτωσις, ή. ΤΙ Afeton . : (abstract and concrete) destroyer] δ άποΧέσας, αντος. αφανιστής, οΰ, δ. διαφθορεύς, εως, ο. Χυμαντηρ, ηρος, δ : and Orel, with verbs in Destroy. DESTRUCTIVE, βλαβερός, 3. επιβλαβής, 2. ασύμφορος, 2. ζημιώδης, 2. κακός, 3. Χυμαν- τήριος, Χυμαντικός, 3. δεινός, 3. φθαρτός a?id φθαρτικός (stronger U.). To be d. to athg, βΧάπτειν or Χυμαίνεσθαί τι. κακώς ποιεϊν τι. κακόν εΊναί τινι. DESTRUCTIVELY, βΧαβε- ρώς. άσυμφόοως. δεινώς. DESTRUCTIVENESS, το βΧαβερόν. το κακόν. Χύμη, η. κακία, η. πονηρία, ή. DESUETUDE, παλαίωσις, εως, η (not άήθι-.ια — insolentia, novitas). To fall into d., πα- Χαιοΰσθαι (P. Α.). άπαρχαιοϋ- σθαι. άφανίζεσθαι. DESULTORILY. See ' in a Desultory manner. 1 DESULTORY, πάρεργος (as a bye-work) or δ (ή, το) εκ πάρ- εργου (both of things). Sts επι- πόΧαιος (supeificial) . αμελής (carehss). In a d. manner, εκ πα- ραδρομής ('en passant.' A.Pol.). Later ακροθιγώς (touching tlie surface only) . εν πτιρέργω. παρ- έργως or παρέργως άΧΧ' υύ μετ επιστάσεως. εκ παραδρο- μής αλλ' ου μετ επιστάσεως (Pol.). ^» To do athg in a d. manner is also άφοσιοΰσθαί τι or περί τίνος ('re defungi per- functorie.' P.). Not in a d. man- ner, ου παρέργως άΧΧά μετ' επιστάσεως. οϋκ εκ παραδρομής άΧΧά μετ επιστάσεως (e. g. θεωρητεον, Pol.). DETACH. H Separate, dis- engage] Χύειν, διαΧύειν, άναΧύ- ειυ, άποΧύειν. άποΧυτροΰν (to untie), δίχα ποιεϊν. διαζευγνύ- να ι (to separate ichat has been con- nected or combined, to unyoke), άποσπάυ, διασπά ν (forcibly). To d. frn athg, άπαΧΧάττειν τινός, εκλύε ιν τινός : to d. fin a cause or party, άφιστάναι (άποστή- σαι, e. g. την Ίωνίαν τών Περ- σών, Τ.), παρασπάσθαι (e. g. πόλεις Φαρναβά^ου, Χ.). A d.-d house, οικία πασών τών άΧΧων κεχωρισμενη : to d. itself (as a rind, bark, S[C.), άποΧεπϊζειν, άποτρίβεσθαί τι : to be d.-d (= (free) fm athg, ελεύθερον εΊναί τίνος, εζω εΊναί τίνος. άπηλ- λάχθαιτινός. H To detach troops] λοχίζειν. άποτάττειυ. άπονί- μειν. στρατιώτας εξαίρετους τινάς εκπεμπειν. DETACH ΜΕΝΤ, τάγμα, τό. τάξις, ?;. ϊΧη, ή (of cavalry). By d.'s, κατ' ΪΧας : in small d.'s, κατ' όΧίγους. DETAIL, S. πάντα και καθ' έκαστου, τά καθ' έκαστα. In d., καθ' εν εκαστον. πάντα έξης : to work out in d., εκΧεπτουρ- γείν : to state in d., ιστορικώς Χεγειν (A. Hist. An. 3, 8.) : I shall set forth or treat upon all these topics in d., διεξιών φράσω εκαστον τούτων : to enter upon the minutest d.'s, μικροΧογεϊ- σθαι. DETAIL, V. διηγεΊσθαι. εκ- διδάσκειν. καθ' εν εκαστον δι- εΧθίΐν. εκΧεπτουργεΊν. I shall d. the whole matter, διεξιών φρά- σω εκαστον τούτων \ d.-d, λε- πτομερης, 2 : in a d.-d manner, τό καθ' αυτόν, αυτήν, αυτό. τό καθ' εκαστον. DETAIN, κατεχειν, επίχειν (g. tt.). άσχοΧίαν παρέχειν τι- νί (to disturb aby in his business). To d. aby fm doing athg. άσχο- Χίαν πιιρίχειν τινι τυΰ (c. in- fin.) : to be d.-d by athg, άσχο- Χον είναι διά τι. ^[ To delay athg in its course (= morari)] άποΧαμβάνιιν, κωΧύειν, διιικω- Χύειν, επικωλύειν. εμπυδίζειν, διατρίβειν, βραδύνειν. To be d.-d at a place by contrary winds, υπ ο άνεμων και υπό άπΧοίας ενδιατρίβειν χωρίω τιν'ι. ^[ Το keep in custody] συΧΧηφθεντα τινά φυΧάττειν. "ζώντα or ζω- γρηθέντα εχειν (of prisoners of war), εν φυλακή εχειν (in cus- tody). To be d.-d in prison, εν φυΧακΓ] είναι: to be d.-d with- out hope of recovering one's li- berty, εαΧωκεναι άφυκτον άΧω- σιν. DETECT, ευρ'ισκειν, άνευρί- σκειν, έξευρίσκειν. See to DIS- COVER. DETECTION, ευρεσις, άνεύ- ρεσις, ή. See DISCOVERY. DETENTION, κώΧϋσις, επ- οχή, ή. κατοχή (a keeping back), διατριβή, ή (a delaying, checking), but usually Crcl. with verbs under Detain, ^f In custody] φυλα- κή, ή. DETER (aby fm athg), δεδιτ- τόμενον θορυβεί ν, άποτρίπειν, τινά (μή c. inf.) : also εκφοβιΊν άποτρέττειν, άποσπεύδειν (all τινά and μή c. inf. — from — -ng). άπεΧαύνειν φόβω. φόβον παρέχειν τιν'ι του ποιησαί τι. φόβω άποτρεπειν τινά τίνος. He has been d.-d, φόβω or φο- βηθείς ου πράττει τοΰτο : to suffer oneself to be d.-d, άποτρί- πεσθαι (pass.) : to inflict a pun- ishment for the sake of d.-ing others fm crime, αποτροπής ένε- κα κολά"ζειν. See to Prevent, S[C, if the notion of '■fear'' as the preventive cause is evanescent. DETERGE. See Purge. DETERGENT, ίλατιίριοι/, τό (as remedy), σκαμμωνία, ν (deterging herb), σκαμμώνιον, τό. συρμαία, η (a juice pressed fm the above herb). DETERIORATE, χεΤρον ποιεϊν. διαφθείρειν. τρέπεσθαι (pass.) or φερεσθαι (pass.) επι τό χείρον. άττοκΧίνειν προς or εις τό χείρον. επιτείνεσθαι (pass. ; the latter only of the state of abifs health). DETERIORATION, διαφθο- ρά, ή. ή εις τό χείρον μεταβολή, έπίτασις, ή (the latter of the state of aby's health). DETERMINATE, v. Seeto Limit, to Fix. DETERMINATE, adj. ώρι- σμένος, άφωρισμένος (defined, limited), σαφής (clear). Every science has a d. object, των έπι- DEI στημών εκάστη περί τι γένος άφωρισμένον εστί {Ale). DETERMINATELY, ώρισ- μένως. σαφώς. To maintain d., to speak d., &c, ibid. DETERMINATION. ^ Act of determining] ορισμοί, διορι- σμός, υ. θεσμός, ό. τάξι?, κρί- σιν, κατάστασις, η. % The act of determining a cause] κρίσιν, διάκαισιν, ή. "γνώμη, ι), ψήφος, h- δίαιτα, ή (of a judge or arbi- ter). Athg comes to a speedy d., ταχεΐαν την κρίσιν έχει τ'ι \ to leave to aby the d. of athg, εττι- τρέπειν τινι τι or περί τίνος, έπιτροπήν διδόναι τινι περί τίνος or κύριον ποιεΐν τινά τί- νος. ΤΙ Resolution] γνώμη, -η. προαίρεσις, ή. δόγμα, τό. βού- λευμα, τό. Fm an unbiassed d., από γνώμης, εκουσίως or εκού- σια (sc. γνώμη), αφ' εαυτού : to come to a d., προαιρεΐσθαι. γνώ- μην ποιεϊσθαι. βουλεύεσθαι. γι- γνώσκειν, διαγιγνώσκειν: I have come to a d., γνώμην έχω. εν νω εχω. έγνωκα. διανοϋμαι (aor. pass.) : to alter one's d., μετα- βουλεύεσθαι (gen. of object) or άπελθεΐν εις άλλην γνώμην. ^[ End, conclusion] Vid. T| De- cision of character] τόλμα, -η, εΰ- τολμία, -η- τό εΰτολμον. See Courage. DETERMINE. % Terminate by a decision] κρίνειν, διακρίνειν. γιγνώσκειν, διαγιγνώσκειν : — athg, περί τίνος. βουΧεύεσθαι or γνώμην ποιεϊσθαι περί τίνος (to take a resolution, make up one's mind about athg). To d. upon athg, αιρεΐσθαί τι. δικάζειν (as a judge) : I have power to d. athg, κύριος ειμί τίνος, επ' εμοί εστί Tt : to d. a dispute, παύειν or διαλύειν or συΧΧύειν διαφοράν or νεΐκος: to d. differences among one another, διαΧύεσθαι τά διά- φορα: a suit at law that is not d.-d, άδίκαστος δίκη, η. ^[ To settle, fix] τ ιθ tvai. δρίζειν. προει- πεϊν. γιγνώσκειν: αΐεοτάττειν. συνιστάναι, καθιστάναι. To d. the measure of athg by another, ζυμμετρεϊσθα'ι τι τινι : to d. unanimously, σνντίθεσθαί τι: to d. aby to do athg, πείθειν, άνα- πείθειν. if To limit, confine] ορίζειν and όρίζεσθαι, διορίζειν, π ροορίζειν τι. D.-d, ωρισμένος: not d.-d, αόριστος : there is no- thing that has not been foreseen and d.-d beforehand, ουδέν άνεξέ- ταστον ούδ' αόριστον ήμέληται (£>.). % To resolve] προαιρεΐ- σθαι. γνώμην ποιεϊσθαι. βου- Χεύεσθαι. γιγνώσκειν, διαγι- γνώσκειν (by vote or to d. a cause, decide), διέγνωστο αϋτοϊς τάς σπονδάς ΧεΧύσθαι (Τ). I have d.-d upon, or am d.-d to, &c, δε- δογμίνον εστί μοί τι or with προαιρεΐσθαι τι γνώμη: d.-d to die rather than surrender, προ- ηρημένος θανεϊν μάΧΧον η έκδο- τος γενέσθαι. (159) DET DETERMINE (intrans.orab- sol.), προειπεΐν (ίο pronounce up - on or concerning athg). DETERMINED, as adj. = bold, courageous, Vid. DETERSIVE. E. g. lotion, medicine, Qc, see Detergent. DETEST, άποστρίφεσθαι. δυσχεραίνει, στυγεϊναηά άπο- στυγεΐν. μισεΐν (of persons and things), άποπτύειν, διαπτύειν, έκπτύειν. μυσάττεσθαι. βδε- Χύττεσθαι and καταβδελύττε- σθαι. σικχαίνειν (only of things). To be d.-d by aby, άπεχθάνεσθαί (pass.) τινι. δι απέχθειας γί- γνεσθαι τινι. μίσος έχειν παρά τίνος. μισεΐσθαι (pass.) υπό τίνος. DETESTABLE, άττοτττυ- στοδ, κατάπτυστος, 2. βδελυ- κτός, βδεΧυρός, 3. αποτρόπαιος, 2. μιαρός, 3. στυγερός, 3. Το render oneself d. to aby, άπ- εχθάνεσθαί τινι: a d. thing, βδέ- Χυγμα, τό. DETESTABLY, καταπτύ- στως. βδεΧυρώς. κάκιστα. DETESTATION, άττυστοο- φή, V. βδεΧυγμός, δ. DETESTER. Fm verbs under Detest DETHRONE, εκβάλλειν της αρχής, άφαιρεϊσθαι την αρχήν. The d.-ing of aby, η τής αρχής άψαίρεσις. φ§ρ Usually Orel, by verbs. DETONATE. See to Sound. DETORT. See to Contort. DETRACT (fm). E. g. aby's reputation, merits, &c, αμαυροϋν την δόζαν. άποφαυλίζειν, κατα- φαυλίζειν.διαβάλλειντινάπρός τίνα. DETRACTION, διαβολή, f,. τό άποφαυλίζειν (with ref to aby's reputation, <§r.). See Ca- lumny. DETRACTORY. &ί- κεσθαι {pass.), φθίνειν : d.-ing, τηκτικό?, 3. τηκεδονικό?, 3. DEVOURER, αδηφάγο?, γα- στρίμαργο?, 6. καταφαγά?, α, ό {a glutton). άναΧωτή?, οΰ, 6: and Crcl. with verbs under De- vour. DEVOUT, εύφημο?, 2 {g. t.). ευσεβή?, θεοσεβή?, θεοφιλή?, 2 {fearing and loving the gods) . θρή- σκο? {Ν. Τ. ; often with censure), 'όσιο?, 3. άμεμπτο? i? τά θεία {pious, trusting to the gods). A d. act, εύσέβημα, τό : to be d., εΰ- σεβεΐν. θεοσεβεΐν, ευσεβεΐν περί or πρό? or ει? του? θεού?, θρη- σκεύειν: a d. prayer, Ικεσία, ίκε- τεία, ή. ικέτευμα, τό : they were approaching in d. prayer, δεόμίνοί τί και Χιτανεύοντε? προσέρχονται : a d. heart or dis- position of mind, ευσέβεια η περί του? θεού?. DEVOUTLY, εύφήμω?. εν- σεβώ?. όσ'ιω?. To act d., θεοσε- βεΐν. ευσεβεΐν περί του? θεού?. DEVOUTNESS. See Devo- tion. DEW DEW, v. δροσϊζειν, δροσοβο- λεΐν. ψεκάζειν. DEW, s. δρόσος, η. A d. drop, ψεκάδιον, τό. ψεκάς, άδος, η: the d. is falling, δρόσος καταφέ- ρεται : to cause the d. to fall, δροσοβολεΊν : like d., δροσώδης, 2 : the morning d, έωθινη or εωθεν δρόσος, ν : the evening d., ι) κατά την έσπέρκν δρόσος. DEW-BESPRINKLED, υπό- δροσος, 3 (Theoc). See DEWY. DEW-DROP, δρόσου φεκάς, η. πρώξ, -ωκός, δ (poet. Call.). DEW- LAP, λωγάνιον or λωγάλιον, τό. λαμυρίς, ίδος, h. DEWY, δροσερός, 3. ερση- εις, εερσήεις (Η., Anth.). DEXTERITY, δε£ιότ»?, έττι- δεξιότης, ητυς, η. ευστροφία, η (bodily and mental), ευχέρεια, ευμάρεια, ελαφριά, η {bodily only), ευτραπελία, η (in com- portment, speaking, 8(c). εμπει- ρία, εϋπορία,η (acquired by prac- tice), έλαφρότης, ητος, η. ταχυ- της, ητος, ft (quickness in the exe- cution of athg). ευμάρεια, εύμη- χανία, ft (in handicraft). Natu- ral d., ευφυία, ft: d. in hitting the aim, ευστοχία, ft : with d., δεξιώς. ταχέως; with great d., όίζιώτατο. DEXTEROUS, δεξιός, 3. εύ- τρεττης, επιδέξιος, 2. αγαθός, 3. εύστροφος, 2 (bodily and men- tally), ευχερής, 2. ελαφρός, 3 (bodily), ευτράπελος, 2 (i?i one's carriage or in speaking), κοΰφος, 3. ταχύς, εϊα, υ (quick). Very d., άμφιδέζιος, 2 : d. in doing athg, πρακτικός, 3 : a d. fellow, ευφυ- έστατος or ξυνετώτατος άνήρ : d. in athg, επιδέξιος προς τι, DEXTEROUSLY, δεξιώς, ταξέως. επιδεξίως (Pol.). Very d., δεξιώτατα. DIABETES, διαβήτης, ου (Med.). DIABOLIC, -CAL. See De- vilish. DIADEM, διάδημα, τό. See Crown. DIAGONAL, διαγώνιος, 2. b (η, τό) εκ διαμέτρου. A d., διαγώνιος, διάμετρος, f). DIAGRAM, διαγραφή, υπο- γραφή, V• διάγραμμα, τό. πα- ράδειγμα, τό. To give or make a d. of athg, διαγράφειν or ϋπο- γράφειν τι. DIAL, γνωμών, όνος, b. The d. points out the fifth hour of the day, b γνώμων σκιάζει την πέμ- πτηυ. DIALECT, γλώσσα ΟΊ'γλώτ- τα, ης, η. διάλεκτος, ft (late only). The Attic, Ionian, &c, d., ft Άτθις, 'lots, Αωρίς, Αίολίς διά- λεκτος : to speak the Boeotian d., βυιωτιάΖ,ειν τη φωνή. DIALECTIC, adj. διαλεκτι- κός, 3. DIALECTICIAN, διαλεκτι- κός, b. (161) DIC DIALECTICS, s. ft διαλε- κτική- DIALOGUE, διάλογος, b. To hold a d. with aby, εντευξιν ποι- εΐσθαί τινι or προς τίνα. κοινο- λογεΐσθαί τινι. διαλέγεσθαί τινι or προς τίνα. διά γλώτ- της Ίέναι τιν'ι. DIAMETER, διάμετρος, η. DIAMETRICAL, ό κατά διά- μετρον (e. g. η κατά διάμετρον σύ"ζευξις, Α.). DIAMETRICALLY, ίκ δια- μέτρου. Τί Fig.] D. opposed, ώς οϊόντε ευαντιώτατος or εκ διαμέτρου αντικείμενος (Luc). DIAMOND, άδάμας, αντος, ο. λίθος Ινδική, ft- Of or like a d., αδαμάντινος, 3 : to set with d.'s, έπικοσμεϊν λίθοις : set with d.'s, λιθοκόλλητος, λιθόκολλος, λιθόστρωτος, 2. gJJ 3 " λίθος πο- λυτελή?, b =: any precious stone. Prov. diamond cuts d., προς Κρητα κρητϊζειν. DIAPASON, ft διά πασών (χορδών συμφωνία). DIAPENTE, ft διά πέντε or διαπέντε (χορδών συμφωνία), τό διά πέντε, ν δι' οξειών. DIAPHORESIS, διαφόρησις, εως, η (Gal.). DIAPHORETIC, διαφορητι- κός (Gal.). Ίδρωτικός, 3. ιδρω- τοποιός, 2. DIAPHRAGM, διάφραγμα, τό. διάζωμα, τό. φρένες, αι. DIARRH03A, ταραχή or ού- σις της κοιλίας, η. διάρροια (της γάστρας), η. ρέουσα κοιλία, η. I am suffering fm an attack of d., κάτω τι διαχωρεϊ μοι : to cause d., εκταράττειν την κοιλίαν : causing d., γαστρός εκταρακτι- κός, 3. DIARY, εφημερίς, ίδος η (usually in.pl!). ημερήσιον, τό. DIATESSARON, ή διά τεσ- σάρων (χορδών συμφωνία). DIATONIC, διατονικός or διάτονος. A melody of the d. kind, γένος, or μέλος, διάτονον or διατονικόν. DIATRIBE. See Disputa- tion. DIBBLE, s. μάκελλα, f, (for removing light soil), δίκελλα, η (with double prongs). DIBBLE, v. σκάλλειν and λαχαίνειν (of light soil). DICE, s. κύβος, b. αστράγα- λος, b (sing, die; the first six-sided, the second four-sided with the other two sides rounded off). To play at d., κνβεύειν. άστραγαλιζειν. σκιραφεύειν : to decide by cast- ing the d., έκκυβεύειν: as = the game of d., κυβεία, η. άστραγα- λισμός, b : to ruin oneself by playing at d., κατακυβεύειν τά όντα (Lys. i. 541,2). κυβεύοντα άπολλύναι τά υπάρχοντα χρή- ματα : one that plays at d., κυ- βευτης, οΰ,ο. σκιραφευτής, οΰ,ο. DICE, V. κυβεύειν. αστραγα- λίζειν. σκιραφεύειν (περί τίνος, επί τιιπ and επί τίνος). DIE DICE-BOARD, άβαξ, b. DICE-BOX, πύργος, b. DICER, κυβευτής, οΰ, ο. σκι- ραφευτή?, οΰ, ο. DICING, κυβεία, η. άστρα- γαλισμός, ο. DICTATE, v. f To suggest] δοϋναι εις την ψυχήν. εντιθέναι, έμβάλλειν. ύποβάλλειν {and mid.), ύποτίθεσθαι. παριστά- ναι. ε'ισπνεϊν (of divine inspira- tion). IJ To utter what another is to write down] ύπαγορεύειν (== prseire verbis. X., £).). To d. to two secretaries at the same time, ύπαγορεύουτα δυσϊν ομοΰ γράφουσιν εξαρκεΐν. U To com- mand] Vid. DICTATE, s. See Command. υποβολή, ή (the thing suggested, or whatever is or has been sug- gested), also παράστημα, τό. λό- γοι, οι (pi. dictates), υποθήκη, η. To act by aby's d.'s, ώσπερ προσ- τάττει τις, ούτω ποιείν. πεί- θεσθαι (pass.) or πειθαρχείν τι- νι : in compliance with the d.'s of aby, προδεδιδαγ μένος υπό τίνος, ύποθεμένου τινός. DICTATION. Crcl with verbs under Dictate. If = Com- mand, Vid. DICTATOR, δικτάτωρ, ωρος, b (in Rom. Hist.), αυτοκράτωρ, ορός, b. To be d., δικτατωρεύ- £11». DICTATORIAL, προστα- κτικός, αρχικός, κεΧευστικός,Β. αυθάδης, 2. D. manners or con- duct, αύθάδεια, ft. DICTATORSHIP, δικτάτω- ρ ία, η. DICTION, Χεξις, ft (mode of delivery), λόγος, b, and λόγοι, οι. ρησις, η (the speech itself), τό' της γραφής είδος (the mode of expressing oneself, style). To use a flowery d., όνθηρογραφεϊν : an energetic or emphatic d., εμφα- σις, ή. διάθεσις, η (declamatory style). DICTIONARY, λεξικόν, τό. λέξεις (collection of peculiar words), γλώσσαι (glossary, lexi- con). A writer of a d., λεξικο- γράφος, b. DIDACTIC. E.g. Ad. poem, διδακτικοί/ or παραινετικόν 'έ- πος, τό. DIE, s. κύβος, b. αστράγα- λος, b (see difference ofsyn. under Dice, and phrases). The d. is being cast, κύβος πίπτει : the d. has been cast, άνέρριπται or ερ- ριπται κύβος: the number (fi- gure, point) on a d., τρήμα, ση- μεΊον, τύπος, γραμμή '• a small d., άστραγάλιον, τό. άστραγαλί- σκος, ο : in the shape of a d., κν- βοειδής, 2. άστραγαλώδης, 2. κυβικός, 3 : a lucky throw of the dice, ευστοχία, η : to make such a throw, εύστόχως βάλλειν. DIE, V. άποθνησκειν, θνή- σκειν. τελευταν (with or without τον βίον). μεταλλάττειν (with or without τον βίον). άπαΧΧάττε- Μ DIE DIF DIF σθαι τοΰ "ζην. καταστρέφειν or καταΧύειν τον βίον. εξ ανθρώ- πων άφανιζεσθαι. έζ ανθρώπων •γίγνεσθαι, ε'ις θεούς άπιέναι. ίέναι υ?• άπιέναι εις τό χρεών, ο'ίχεσθαι. To die an easy death, ευ θνήσκειν. §fy= See more under Death. He is d.-ing, σελίνου δεΐται. ηδη προς τω τεΧευ- τΰν έστι : to d. of an illness, διαφθείρεσθαι or άπόΧΧυσθαι (puss.) νόσω τινί or ύπό νοσή- ματα? τίνος : to d. of poison, εκ φαρμάκων άπυθνήσκειν : to d. of hunger, άποθνι'ισκειν Χιμώ : to d. with laughing, έκθνήσκειν γέΧωτι : to d. of fear, θνήσκειν ύπό δέον? : to d. hefore aby, irpo- αποθνήσκειν τινά? : to d. for aby, άποθνήσκειν υπέρ τίνος, ύπερ- αποθνήσκειν τινός, δούναι την φυχήν αντί τίνος : to d. after aby, έπαποθνήσκειν τινί : to d. a natural d., αύτομάτω θανάτω τελει/τάν or άφαιρεισθαι τον βίον : in case I should d., ει Tt πάθοιμι. ην τι πάθω : when he Was about to d., ηδη προς τω τελει/τάν ων : to d. the death of a hero, άριστα or κάλλιστα μα- χόμενον τελει/τάν : to d. of old age, άποθανεϊν ύπό του γήρως καταναΧωθέντα. ΤΙ Fig. : to die aivay~\ έκθνήσκειν, άποθνήσκειν (g. t.). f Of plants, limbs, $c] μαραίνεσθαι, άπομαραίνεσθαι, αύαίνεσθαι(ρα88.),φθίνειν. άπο- γηράσκειν {of plants), also παρα- κμάζειν. To d. away gradually by decay, &c, φθορά εστί τίνος, διαφθείρεσθαι (pass.): to moul- der away and d., σ-ηπεσθαι, άπο- σήπεσθαι, κατασήπεσθαι (perf σεσηπέναι). ΤΙ Melon, (=: he- bescere)] άμβΧύνειν, άπαμβΧύ- νειν. άμαυροϋν, or άπαμβΧύνε- σθαι (pass.). άμαυροΰσθαι(ρα88.). DIET, δίαιτα, ης, η. The d. of the athletes, ασκησις, η : to prescribe a d., διαιτάν τίνα : to follow or observe a certain d., διαιτασθαι (pass.), διαίτη χρη- σθαι : to live after a certain d., φυΧάττειν δίαιταν : a preparing the system by d., προδιαίτησις, v : to deviate fin one's usual d., εκβαίνειν της τεταγμένης, ε'ι- ωθυίας διαίτης : a cure effected by attention to d., Χιμοκτονία, ή (Protag. p. 354, a) : the d. of a patient, τα τοις άσθενοΰσι διδό- μενα σιτία. DIET, ν. διαιτάν τιχα. Το d. oneself, διαιτασθαι. DIET-DRINK, ποτόν φάρ- μακον, τό. DIETETICS, διαιτητική, η. DIFFER, διαφέρειν. διαΧ- Χάττειν. κεχωρίσθαι. These two things d. very essentially, τό μεν 'έτερον, τό δ έτεροι/ έστιν αυτών : to d. fm athg, έ£ΐ)λλαγ- μένου εΊναί τίνος, διαφέρειν τι- νός, κεχωρίσθαι tii/os or από τίνος. διιιΧημμίνον είναι από τίνος : in what does athg d. fm another ? τί διαφέρει τί τι- (162) νος ; to cause to d., άΧΧοιοΰν. άΧΧάττειν, διαΧΧάττειν . to d. in opinion (fm aby), ού ταύτα δυζαζειν. γνώμην εχειν αΧΧην : to d. in opinion and views (fm aby), άφεστάναι τινός, διαφω- vtlv τινι (= discrepare) : to d. fm athg, διαφωνεΐν προς τι : to d. in one's statement, &c, ού ταύτα Χέγειν (fm aby, τινί) : not to d. fm aby in opinion, συγγνώμονα εΊναί τινι. συγ- γνωμονεϊν τινι. προστίθεσθαι τ»7 τίνος γνώμη : not to d. in sentiment or feeling fm aby, τά αυτά φρονεΤν τινι. όμογνώμο- να εϊναί τινι. προς τοΰ τρό- που τινός είναι, εκ τοΰ ήθους Tu/os είναι : not to d. fm athg in the least, ουδέν διαφέρειν τινός. Ισον και όμοιον είναι τινι. Τί To differ (z=. have some differences] άφίστασθαι, διίστασθαι (άφ- εστάναι, διεστάναι). είς διαφο- ράν καταστηναί τινι. See DIF- FERENCE. DIFFERENCE, διαφορά, η, διάφορον, τό. τό διαΧΧάττον, οντος. άΧΧοιότης, άνομοιότης, η. διάστασις, ή. παραΧΧαγή a?id παράΧΧαζις, η. Without d., άδιαφόρως : with some d., δια- φόρως : to detect some d. in athg, διαφοράν Χαμβάνειν εν τινι : I see no d. in it whether a person is whipt with or agst his will, ουκ οΊδ' ο τι διαφέρει ε- κόντα η άκοντα μαστιγοϋσθαι : to make a d. (α] tra?is.), διορίζειν or διαιρεΐν τι και τι : — between athg, ηγεΐσθαι διαφέρειν τί τίνος, (ό] intrans.) διαφέρειν : I make this d. between injury and accusation, Χοιδορίαν κατ- ηγορίας τούτω διαφέρειν ηγού- μαι : there is no d., or it makes no d., for aby, ουδέν διαφέρει τινί : there is a great d. between one thing and another, μέγα δια- φέρει τί τίνος : there is a mate- rial d. between to he and to say, πλείστον κεχώρισται τό τε εί- ναι και τό φάσκειν : there is a vast or essential d. between this and that, τό 7rai< διαφέρει τό τού : d. of language, άΧΧυγΧωσ- σία, ή : there is little d. between your habits and mine, όΧ'ιγον σου τοις έπιτηδεύμασιν άφίσταμαι (Ι.) : there is often a great d. between words and actions, ποΧ- Λομ? tois Χύγοις τά έργα δια- φωνεί. TJ Misundersta?iding~\ δια- φορά, η. τό διάφορον. διαφω- νία, ή. πρόσκρουσις,η : also οΊα- φώνησις, ή, and άπήχεια, η. Το have some d.'s with aby, ε is δια- φοράν καταστηναί τινι. προσ- κρούειν τινί : to submit our d.'s to arbitration of our common friends, περί ων διαφερόμεθα τοις ο'ικείοις έπιτρέπειν (D.). Τί Logical 'differentia'] διαφορά (Α.). τό διάφορον. DIFFERENT, διάφορος, 2. ανόμοιος, 2. άλλοΐο?, 3. ε^λ- Χαγμένος, 3. έτερο?, 3. κεχω- ρισμένος, 3. διηρημένος, 3 (d.fm another), ούχ 6 αυτός, ούχ ή αύ- τη, ού τό αυτό (not the same). To be d., διαφέρειν. διαΧΧάττειν. κεχωρίσθαι : also διαφωνεΐν (to disagree, τινί, A. P. άΧΧήΧοις, Α.): those are two very d. things, τό μεν 'έτερον, τό ό' 'έτερον έστιν αυτών : to be d. fm, έ£);λ- Χαγμένον εΊναί τίνος, διαφέρειν tu/os. κεχωρίσθαι τινός, διει- Χημμένον εΊναι άπό τίνος : in what are two things d. fm one another? τί διαφέρει τί τίνος or και τι ; (e. g. τί διαφέρει η αρετή και ή δικαιοσύνη ; Α.) : to make or render d., άΧΧοιοΰν. άΧΧάττειν, διαΧΧάττειν: to be of d. opinion, ού ταύτα δοξά- ζειν. γνώμην εχειν αΧΧην : at d. periods or times, κατά διεστη- κότας χρόνους : not to be at all d. fm athg, ούδεν διαφέρειν τι- νός, 'ίσον και όμοιον εΊναί τινι : not to be d., συμπίπτειν. σνμ- βαίνειν. εις ταΰτό συνιέναι. ξννομοΧογεΊν(=ζίο agree) or συν- αρμόττειν. συμφέρεσθαι (pass.), όμοιον ει; αι (τινί) : not to be of d. opinion, συγγνώμονα εΊναί τινι. συγγνωμονείν τινι. DIFFERENTLY, διαφερόν- τως (g. t.). άΧΧη (othencise) or άΧΧως. ετέρως. ού ταύτη. Το live d., ού ταύτη or ούχ ούτω Xfiv : to think d., ού ταύτην την γνώμην έχιιν : to make or do d., άΧΧάττειν, μεταβάΧΧειν : to turn out d., μεταπίπτειν. ού ταύτη συμβαίνειν : to place d., μεθιστάναι, /χετατάττε ιι/ : to speak d. fm what aby thinks, άλ- λα μεν εν νω εχειν, άλλα δε Χέ- γειν. DIFFICULT, χαλεττό?, 3 (d. to execute or perform), δεινός, 3. δυσχερής, 2 (not easy to manage or deal with), επίπονος, 2. ερ- γώδης, 2 (troublesome), προσάν- της, 2 (combined or attended tcith exertion), άπορος, 2 (not easily at- tainable). δύσκοΧος,2 (not easy to agree with ; also impropr. of un- manageable things: Jn δύακοΧος και χαΧεπός (e. g. δυσκόΧου όν- τος φύσει και χαΧέπου τό βου- Χεύεσθαι, D.). D. to perform, to attain, οΊ/σκατάττρακτο*, 2 : to be d., χαΧεπόν εΊναι. ού pa- διον εΊναι. έργον εΊναι. ούχ εκά- στου εΊναι. ού τοΰ τυχόντος εΊναι. έργον εχειν. πόνους εχειν: a hard or d. struggle, δεινός άγων. άθΧος, 6 : athg is d., χαΧεπόν έστι. έργον εστί : I find athg d., πράγματα παρέχει μοί τι. πόνον έχω ποιών τι. ^^* If ' difficult ' is followed by the par- ticle ' to ' with ivfin., δυς is sim- ply prefixed to the verb to wch the difficulty relates, e. g. d. to take or conquer, δυσάΧωτος, 2 : d. to make war agst, δυσποΧέμητος, 2 : d. to answer, δυσαπόκριτος, 2 : d. to prove, όυσα7τόίεικτοϊ, 2: d. to unlearn, δυσαποδίδακτος, 2 : d. to bear, δύσοιστος, 2. δυσφό- DIF ρητό?, 2 : d. to understand, δυσ- νόητο?, δυσκατανόητο? : d. to pass or travel through, δύσοδο? : d. to deal with, δυσχε pi'i?, 2. <5ι/σ- μετ-«χί£'ρίστο? (ο/" things) : it •would be d. (to say, &c), πολύ αν είη έργον (e. g. ειπείν). DIFFICULTY, χαλεπότη?, ητο?, η. δυσχέρεια, η. δυσκο- λία, η. απορία, η. Insurmount- able d., αμηχανία, η. απορία η εσχάτη : athg has or offers some d.'s, χαλεπόν or δυσχερές εστί τι. δυσχέρεια? έχει τι. έργον εστί τι : to present insurmounta- ble d.'s, αμήχανου είναι: to put d.'s in aby's way, to cause aby d.'s, πράγματα παρέχειν τινί : to cause greater d.'s, χαλε-ττώ- τερον είναι. πλείου? παρέχειυ πό.ου? or δυσκολία? : with great d., χαλεπών και μόγι? : to be surrounded with d.'s, πολ- λοί/ δυσκολίυν έχειν {of things. D.) : there is no d. whatever in athg, ράδιον και πόνο? ούδε'ι? πρόσεστι τω πράγματι (Ι. ) : to be in d.'s, άπόρω? έχειν. απο- ρία ενέχεσθαι : to be in great d.'s, εν πολλή απορία είναι : to bring aby into d.'s, αμήχανου ποιεΐν or τιθέναι τινά. ταράτ- τειν τινά. ε'ι? άπορίαν καθιστά- ναι : to get into the greatest d.'s, ε'ι? πάντα κίνδυνου έλθεΐν : to extricate aby fm his d.'s, άκεΐ- σθαι τα? απορία? τινά?, άπο- λύειν τινά τη? απορία?, §gr" Many compounds with δυ? prefixed to a verbal subst. denote a difficulty of performing the action. D. of breathing, δύσπνοια : — of mak- ing water, δυσουρία (Hipp.) : to make d.'s, όκνεΤν : a d. is over- come, εξαντλεΐν κακά (of an evil), μετηλλάχθη 6 πόνο?: con- nected with d.'s, εργώδη?, 2. προσάντη?, 2 : I find some d. in (doing) athg, άχθυμαί τινι or επί τινι. πράγματα παρέχει μοί τι. πόνον έχω ποιών τι : one that has d. in breathing, δύα- πνου?, 2 : — in hearing, δυσήκοο?, 2. υπόκωφο?, 2 : to have d. in hearing, δυσηκοεΐν. ^[ With ref to money matters] χρημάτων απο- ρία or ένδεια, -η- To be in great d's., άπορεϊν χρηαάτων. DIFFIDENCE,-™ αΐδείσθαι. αιδώ?, οΰ?, -η. δυσωπία, η. το εαυτω άπιστεΊν. Fm d., α'ιδού- μενο? (tlie case will depend on the context), ευλάβεια, -η : to show or feel nod., φρόνημα έχειν. πι- στεύειν εαυτω. πιστεύειυ γνώ- μη : I feel some d. in doing athg, απορώ, όκνώ (c. infin.) : to have no d., θαρρεϊυ, πιστεύειν. τολ- μάν. DIFFIDENT, αΊδήμων, 2. αίσχυντ}ΐλό?, 3. εύλαβη?, 2. Το be d., δυσωπεϊσθαι (pass.), αιδη- μονεΐυ : I feel d., απορώ, όκνώ (c. infin., of shrinking fm an action) : not to be or feel d., θαρρείν. DIFFIDENTLY, αίδημόνω?, αισχυντηλώ?. Sec. (163)* DIG DIFFUSE, v. εκχεΤν, προ- χεΐν (to pour out), καταχεΐν τι- vo? (over athg). διαδιδόναι, σπεί- ρειν, διασπείρειν (to spread), also διασκεδαννύναι. διαχείν : — at a place, ει? τι : — among a crowd, ε'ι? πολλού?, δια πολλών: to d. a report, θρυλείν, διαθρυλεΐν. σπείρειν λόγον (to disseminate) : to d. an odour, άποφέρειν or προσβάλλειν εύωδίαν : to be d.-d, διαδίδοσθαι (pass.), χωρεΐν. δι- ηκειν. διέρχεσθαι: to be d.-d (in a devastating manner, as miasma, pestilence, Sfc), επινέμεσθα'ι τι : the report is widely d.-d, b λό- γο? πολύ? ενέσπαρται : to be generally d.-d at a place, έπιδη- μεΐν χωρίω τινί : the news has been d.-d that aby &c, άγγέλ- λεταί τι? (c. infin.). DIFFUSE, adj. 6, h, τό δια μακροτέρων. διεξοδικό?, 3 (Pint, and later ivriters, of an exposition). A d. speech, μακρηγορία, μακρο- λογία, η. λόγο? μακρύτερο? : to be d., μηκύνειν τον λόγον. λό- γοι? μακροτέροι? χρησθαι. πο- λύν είναι λέγοντα, περιεργά- ζεσθίΐι λέγοντα : to relate in a d. maimer, δια μακροτέρων λέ- γειν, διελθεϊν λέγοντα έκαστα : to be d. (in speaking), μακρολο- γεΊν, μακρηγορεΐν. DIFFUSELY, δια μακροτέ- ρων, Sec. To relate, speak d., see preceding Article. DIFFUSENESS, αακρηγο- ρία, η (in speaking) : also μακρο- λογία, η. λόγο? μακρότερο?. To set forth with great d., δια μακροτέρων λέγειν, διελθεΐν λέγοντα έκαστα, περιεργάζε- σθαι λέγοντα (to go round and round) . DIFFUSION, διάδοσι?,τι. δια- σπορά, η. DIG, όρυττειυ (to make a hole in the ground), σκάπτειν (to dig up the soil). To d. for or after athg, άνασκάπτειν. άνορύττειν: — at a place, χωρίον τι : also όρύττοντα "ζητεϊν τι : to d. out, εξορύττειν, άνορύττειν : to d. out metal, μεταλλεύειν : to d. through or over, διασκάπτειν (e. g. a garden), διορύττειν (to d. an opening) : to d. through a dike, διαιρεϊν χώμα: to d. round, γυ- povv : to d. up with the root, pi- ξοθίΐ/ εκκόπτειν (lit., to cut off fm the root) : to d. up the roots of plants, όιζωρυχεϊν : to d. a- round, περισκάπτειν : also ύπο- σκάπτειν and ύπυκονίειν (of dig- ging under a tree, i. e. round it. Theoph.) : to d. under, ύποσκά- πτειν, ύπορύσσειν (= under- mine) : to d. athg round another, περιορύσσειν τι (e. g. λίμνην, to d. a lake round. Η.), τάφρον (P.) : to d. for treasures, άναπέμ- πειν or άνορύττειν θησαυρού?: to d. up a treasure, άναιρεΐσθαι θησαυρόν. DIGEST, πέττειν, καταπέτ- τειν, διαπέττειν, εκπέττειν. DIG άφέψειν. Easy to d., εύπεπτος, εύέφητο?. εΰκατέργαστο?, 2. διαχωρητικό?, 3: to d. one's food well, δεινόν είναι κατά την κοι- λίαν : d.-d., πεπτό?, 3 : not d.-d, άπεπτο?, 2. ωμό?, 3: that cannot be d.-d, άπεπτο?, 2. ^[ Arrange in order] διατάττειν. διυικεΐν. διατιθέναι (to bring under a sys- tem), κόσμω τιθέναι or διακο- σμεϊν, κατακοσμεϊν. To d. athg very judiciously, καλώ? διακο- σμεί v. DIGESTIBLE, πεπτό?, 3, and εύπεπτο?, 2. Very d., εύ- κατέργαστο?, 2. διαχωρητικό?, 3: to render more d., εϊκατερ- γαστότερον ποιεΐν. DIGESTION, πέψι?, διάπε- φι?, V• άφέφησι?, η. κατεργα- σία, η. A good d., εύπεφία, η : bad d., δυσπεψία, η : want of d., άπεφία, η : to have a good d., δεινόν είναι κατά την κοιλίαν : a medicine, &c, good for the d., πεπτηριου and πεπτικόν, τό (sc. φάρμακου) : difficult of d., άπεπτο?, 2 : to suffer fm want of d., άπεπτεΐν : to have a slow d., βραδυπεφεΐν: slowness of d., βραδυπεφία (both Med.) : the completed process of d., η παντε- λή? πέφι? (Gal.). TJ Act of put- ting into order] See Arrange- ment. DIGESTIVE (e. g. means or medicine) , πεπτηριου and πεπτι- κόν. τό (i. e. φάρμακου). DIGGER, σκαφεύ?, σκαπα- νεύ?, έω?, ό. ό σκαπτών, σκά- φα?. A grave-d., see Grave. DIGNIFIED, σεμνό*, 3. ευπρεπή?, 2. A d. behaviour, σεμνότη?, ητο?, η. ευπρέπεια, h. DIGNIFY. If Elevate to rank, to raise] α'ίρεινοτ επαίρειυ (g. t.). α'Ίρειν μέγαν. αύζάνειυ. άνάγειν, άναβιβάζειν. μέγαν or μείξω or εκπρεπη ποιεΐν τίνα. προάγειν. προαγαγείν τίνα επι τιμά? με- γάλα?, έπαυξάνειν τινά τιμαΐ? (to raise to a dignity). A d.-d style, η του λόγου μεγαλοπρέ- πεια, τό του λόγου σεμνόν : να. a d.-d manner, σεμνώ?. εύπρε- πώ?. H Adorn] Vid. DIGNITARY, ό έχων τιμήν. ΡΙ. οι έχοντε? τα? τιμά?. DIGNITY, άξια, ή. αξίωμα, τό. άξίωσι?, η (worth of a per- son), τιμή, η (honourable posi- tion), σεμνότη?, ητο?, η. τό σε- μνόν. ευπρέπεια, η (inner icorth). With d., σεμυώ?. εύπρεπώ?: d. of style, η τον λόγου μεγαλο- πρέπεια, τό του λόγου σεμνόν: after or according to (aby's) d., κατά την άξίαν. άξ'ιω? : not after (aby's) d., 7ταρά την άξίαν. uv- αξίω? : not to be treated accord- ing to one's d., ανάξια παθεΐν : to arrive at or attain rank and d., μεγάλα? τιμά? λαμβάνειν : to have reached rank and d., έν- τιμον είναι, διαφέρειν τιμή : to raise aby to rank and d., προ- M2 DIG DIL DIM αγαγειν τίνα επι τι/χα? μεγα- λας. έπαυζάνειν τινά τιμαΐς : to be equal to aby in d., την αυ- τήν τιμϊιν εχειν τινι : to occupy higher rank and d. than some one else, προέχειν τινός τιμή. προ- τάττεσθαί τίνος : to consider athg below one's d., απαξιούν tl. ούκ άζιούν (c. infin.). άνάζιον fiytladui τι. αισχρόν νομίζειν εϊναί τι εαντω : not to compro- mise the d. of the state, μηδέν άν- άζιυν τη? πόλεως πράττειν. DIGRESS, άποπλανάσθαι της υποθέσεως (aor. 1 pass.), εκ- βαίνειν, παρεκβαίνειν. πλανα- σθαι από τίνος, παραφέρε- σθαί (pass.) τίνος, εζω γίγνε- σθαι or φίρεσθα'ι τίνος : to d. (in a speech), εκπίπτειν τινός. άποΧείπειν τι. έκβολην του λόγου ποιεΐσθαι (fin one's sub- ject or topic). To cause to d., παραφέρειν,παρατρέπειν,πλα- vav, άποπλανάν : I am d.-ing, παρατρέπομαι, παραφέρομαι, ■πΧανώμαι (pass.). DIGRESSION, πΧάνη, άπο- πλάνησις, η. εκβολή, εκτροπή, η. παρεκτροπή, η. αποστροφή, V• παρέκβασις, ή. ή του λόγου εκβολή or εκτροπή. To make d.'s, άποπλανάσθαί τίνος, πλα- νασθαι από τίνος, εζω δρόμου φέρεσθαι (pass. ; fin one course or object), έκβολην του λόγου ποιεΐσθαι (in a speech) : I am afraid of making too long: a d., όεόοικα μη πόρρω λίαν της υπο- θέσεως αποπλανηθώ (Ι.). DIGRESSIVE, παρεκβατι- κός (given to digress). DIJUDICATE, την διαγνώ- μην ποιεΐσθαι. την κρίσιν ποι- εΐσθαι (in a juridical sense). DIKE, χώμα, επίχωμα, τό. To raise a d., χουν χώμα : to protect by a d., διαχοΰν. χώματι ε'ίργειν : to dig hrough a d., δι- αιρεΐν χώμα. DILACERATE, σπαράττε ιν, κατασπαράττειν, διασπαράτ- τειν. περιδρύπτειν, καταδρύ- πτειν. άμύττειν (g. tt.). To be d.-d, θηρόβρωτον γίγνεσθαι (by wild beasts), λυκοΰσθαι (by a wolf) : to d. a corpse, σπαράττειν νεκρόν : to d. a man, διασπάν ανθρωπον. See ' to Tear to pieces.' DILACERATION, σπαρα- γμός, 6. διάσπασις, η. DILAPIDATE, f Tobecome a ruin] συμπίπτειν. κατερεί- πεσθαι (pass., also aor. 2 and perf. act.), καταρρεΐν, περικατ- αρρεΐν (of buildings) . Ό.-ά,ερεί- φιμος, 2. σαθρός, 3 : to become d.-d, ελαττοΰσθαι, διαφθείρε- σθαι (pass.) : to be in a d.-d con- dition, κακώς εχειν. Τίταπεινώ- σθαι. ΤΙ To dissipate] Vid. Tf To destroy] Vid. DILAPIDATION. ^ Of a building] έρείφιμον, τό (dilapi- dated state or condition) . % Ruin] κατάπτωμα, τό. διαφθορά, η. (164) Ρ ' ελάττωμα, τό. To be in a state of d., see preceding Article. DILATABIL1TY, υγρότψ, γλισχρότης, ητος, η. τό ύγρόν, γλίσχρον, but mly by Crcl. DILATABLE. Crcl. or υγρός, 3. γλίσχρος, 3. DIL AT A TION, εκτασις, εως, η (extension), παράτασις, η. δια- στολή (d. of the heart ; opp. συστολή). DILATE, πλατύνειν (g. t. to make broad), έκτείνειν, διατε'ι- νειν, άνατείνειν, άποτείνειν,πα ρατείνειυ. % Enlarge upon a subject] πολύν είναι λέγοντα περί τίνος, μακρόν άποτείνειν τον λόγον περί τίνος. To d. on a subject to a tedious length, see the phrases under 1 " to be Diffuse.' DILATORINESS, όκνος, 6. μέλλησις, η. διαμελλησις, η. νώθεια, η. ραθυμία or ραδιουρ- γία, η. επισυρμός, ο. άμέΧεια. ανεσις, εως, η. βλακεία, η. Το display some d., βλακεύειν. νω- θρεύειν (also with mid.), άργεΐν (if = carelessness. Vid.). DILATORY, βραδύς, εΐα, ύ (slow), νωθρός, 3. νωθής, 2. αμε- λής, 2 (unconcerned), or ράθυμος, ραδιονργός, 2 (careless), βλάζ, βλακός, 6, ή. οκνηρός, 3 (idle). To be d., βλακεύειν. νωθρεύειν. ραθΰμεϊν. βλακεύεσθαι : to be d. in athg, καταμελεΐν τίνος, ραθυμεΐν περί τι : to act in a d. manner, ραδιουργεΐν : to do athg in a d. manner, έπισύρειν τι. άμελεία χρησθαι περί τι: ad. person, μελλητής, οϋ, 6. οκνη- ρός, 6. DILEMMA. 1 In logic] δί- λημμα, τό (= complexio. Cic). ΤΙ State of perplexity] See Dif- ficulty. DILETTANTE, Ιδιώτης, ου, 6 (g. t.). φιλόμουσος, 6 (for mu- sic), or φιλόμουσος άνήρ, 6. Some dilettanti may be found in athg, επιθυμητός λαμβάνει τι. DILIGENCE, σπουδή, η. προ- θυμία, η. συνέχεια, ή (g. t.). φι- λοπονία, φιλοπραγμοσύνη, η : also εθελοπονία,η. πραγματεία, ή. δραστήριον, τό (a liking for work), σπουδαιότης, ητος, η, and μελέτη, η (zeal, a stirring dispo- sition), επιμέλεια, η (care, care- fulness), ακρίβεια (nicety, exact- ness). Steady d., προσεδρεία, ή : with d., σπουδή, σπουδαίως. επι- μελώς, ακριβώς (distinctions given above) : to display some d. in athg, ίπιτηδεύειν τι. σπουδά- ζειν περί τι. επιμελώς άσκεΐν τι. συντεταμένως ποιεΐν τι. έπείγειν τι : made or performed with d., έσπουδασμένος, 3. σπου- δή πεποιημένος, 3. σπουδαίος, 3: to use or exhibit d. in athg, έπιμελεΐσθαί (aor. pass.) τίνος, σπουδάζειν περί τι : to exhibit no d. in athg, άμελεΐν τίνος. DILIGENT, σπουδαίος, 3, and πρόθυμος, 2. επιμελής, 2. φιλόπονος, 2, and δραστήριος, I 3. εκτενής and επισπερχής, 2. ακριβής, 2. See Diligence. To be d., σπουδή or σπουδαιότητι χρησθαι. φιλοπονεΐν,φιλοπ pa- γμονεΐν : to be d. in doing athg, σπουδάΧ^εινπερί τι. προσεδρεύ- ειντινί. επιμελώς πράττειν τι: to be very d., λιπαρεΐν. DILIGENTLY, σπουδή, σπουδαίως. επιμελώς, ακριβώς, προθύμως. φιλοπόνι-ς. To do or perform athg d., έπιμελεΐσθαί τίνος or σπουδάζειν περί τι. επιμελώς πράττειν τι : not to do athg d., άμελεΐν τίνος. ■[[ Frequently] συχνώς, συχνόν, συ- χνά, e. g. to visit, wait upon aby, συχνόν προσφοιτάν τινι. See Carefully. DILUENT. Crcl. with verbs in next A rticle. DILUTE, ύγρότερον ποιεΐν τι. ύγρόν or 'ύδωρ έπιχεΐν τινι. κεραννύναι τι (of liquids). A vessel for d.-ing wine, κρατήρ, ηρος, 6. Tl Fig.: to iveaken] \ t id. DILUTED, ΰδατι μεμιγμέ- νος (with water), υγρός and α- ραιός, 3. DILUTION, κρϊσις, r, : but chiefly Crcl. with verbs under Di- lute. DIM, s. αμβλύς, εΐα, ύ, and αμυδρός, 3 (of light and the eye). συννεφής, 2, and νεφελώδης, 2 (misty), άμαυρός, 3 (of brilliant objects), θαλερός, 3 (of light), μέ- λας, αινα, av (of colour), αφα- νής, 2 (indistinct). To render d., νεφοΰν, συννεφεΐν, άμαυροΰν (of light and brilliant objects) : d.- sighted, άμβλυωπός and άμβλυ- ωπής, 2. μύωψ, ωπος, 6, η : to be d. -sighted, άμβλυωπεΐν, άμ- βλυώττειν. μυωπιάζειν : aby's sight is d., άμβλύτερον βλέπειν. άμβλυωπεΐν or άμβλυώττειν : the eye grows d., or aby's eyes wax d., η όφις λήγει της άκμης. ΤΙ Fig.] αμυδρός (e. g. έλπίς τις αμυδρά). DIM, ν. νεφοΰν, συννεφεΐν, άμαυροΰν. To d. aby's eyes or sight, άφαιρεΐσθαι την όψιν. DIM -SIGHTED, άμβλυω- πής. To be d.-s., άμβλυωπεΐν. DIM-SIGHTEDNESS, άμ- βλυωπία. DIMENSION, διάστασις, ή. Withoutd., άδιάστατος,Ί (Plut.). άμερής (without parts) : to take the d.'s of athg, εκμετρεΐν, κατα- μετρεΐν, άναμετρεΐσθαι. See Measure, s. DIMINISH, έλαττοΰν, μει- οΰν. συστέλλειν. έπικόπτειν, συγκόπτειν. ταπεινοΰν. κατα- τρίβειν. συντέμνειν, also έλατ- τον ποιεΐν. συνάγειν. άφαιρεΐν τίνος. Athg (I possess) is d.-d, έλαττοΰμαί (pass.) τι. μειοϋ- μαί (pass.) τι : he has d.-d my wages, μικρόν ύφεΐλε τοΰ μι- σθού, if (INTRANS.)] έλαττοΰ- θαι and μειοΰσθαι (pass.; g. tt.). μαραίνεσθαι and παρα- κμάζειν (of inner strength). Κω- DIM φαν, Χύγειν and άποπαύεσθαι (of prevailing circumstances), επι- Χείπειυ, άποΧείπειν and έκΧεί- πειν (of objects in daily use). My physical strength is d.-ing, ασθε- νέστεροι or άμβΧύτερος γίγνο- μαι : my mental energies are d.- ing, μειοΰμαι την διάνοιαν : aby's zeal is d.-d, ύφίεσθαι της σπου- δής : the violence of the cough is d.-d, Χωφα 6 βηζ '• the acute- ness of the malady is d.-d, παρα- κμάζει rj νόσος. See to LESSEN. DIMINUTION, έΧάττωσις, μείωσις, ή. συστολή, συναγω- γή, η. ελάττωμα, μείωμα, τό. κατάτριφις,ή. σύντομη, ih εττι- κοπη, η. DIMINUTIVE, s. ύποκορι- στίκόν όνομα, τό. DIMINUTIVE, adj. See Small. DIMISSORY, συστατικό* (if also ' recommendatory.'') Letters d., συστατικοί επιστοΧαί. DIMNESS, σκότος, τό and δ. See Darkness. D. of sight or the eyes, άμβΧωσμός (Hipp.), άμβλυωγμός (Hipp.). ή των όφθαΧμών άμαύρωσις. Later άμαυρότης (Eus.). άμυδρότης (Gal.). DIMPLE, νύμφη, v. D. in the cheek, γεΧασϊνος, b. DIN, s. φόφος, 6. The d. of arms, θόρυβο* δ αϊτό των όπΧων. DIN, v. To d. aby's ears, έκ- κωφοϋν. DINE, δειπνοποιεϊσθαι. δεΐ- πνον ποιεΐσθαι. δειπνεϊν. To d. with aby, συνδειπνεϊν τινι. δειττνεΐν μετά τίνος : to d. with a person, εστιάσθαι παρά τινι or εν Tii/os (as a guest) : to ask aby to d.. συνδεϊπνου ποιεΐσθαι τίνα. DINGY. See Dirty, Black- ish. DINING-ROOM, δειπνητη- ριον. τό. εστιατηριον and εστι- ατοριον, το. ανώγεων, ω, τό. παστάς, άδος, η. ανδρών, ώνος, δ (the latter of a smaller size). DINNER, δεϊττνον, τό (the principal meal, tg^jp It was taken ?cilh the GreeL• toivards evening). To take one's d., δειπνοποιεϊ- σθαι : to ask aby to d., σύνδει- πνον ττοιεϊσθαί τίνα. DINT, s. if Blow] Υιό. if By dint (= by means) of] To be rendered by διά (gen.), άττό (gen.), μετά (gen.), ευ (dat.), χρώμενος, ένη, ένον (dat.), or simply by dat. case, if Mark of a blow or stripe] μώλωψ, ωπος, δ (mly a ski?i- wound). DINT, v. See Indent. DIOCESE, διοίκησις, εως, r\ (Eccl.). τταοοικ'ια (Eccl.). DIOPTRICS, τά διοτττρικά (Plut.). t DIP, v. if (Trs.)] βάτττειν, εμβάτττειν, καταβάτττειν. εμ- βαπτϊζειν. καταδΰειυ. To d. into athg, εμβάτττειν τινι or ε'ίς τι. άττοβάτττειν ε'ίς τι. if (In- (165) DIR TRS.)] καταδύεσθαι, υποδύεσθαι, ε'ισδύεσθαι. if Incline] κατακΧί- νειν, εγκΧίνειν. if Engage in] άπτεσθαί τίνος, επιχειρειν τινι. Ίέναι ε'ίς τι. προσομιΧεΐν τινι. ττροσίεσθαί τι. μεταΧαμβάνειν τινός. if To enter slightly into] αύτοσχεδιάζειν τι. διαθεϊν, δια- τρέχειν (to go through cursorily). διεΧθεϊν τι αναγιγνώσκοντα or εττιτρέχειν αναγιγνώσκοντα. άνεΧΊττειν (both = to run through a book). DIP, s. if Divergency] επί- κΧισις, -η. εγκΧισις, -η. DIPHTHONG, δίφθογγος, η. DIPLOMA, (prps) γράμμα- τα, τά. μαρτύρων, τό. Byway of d., ες μαρτυρίαν. DIPLOMACY, (prps) h κατά πρεσβείας πολιτική. Cf DI- PLOMATIC. DIPLOMATIC, πρεσβευτι- κός, 3. ^* More frequently by Crcl. with gen., τών πρέσβεων. A d. report, άποπρεσβεία,ή. άπ- αγγεΧία, η : to send in a d. re- port, άποπρεσβεύειν. άπαγγέΧ- \ειν : a d. post, πρεσβευτοΰ τάζις, ή. πρεσβεία. DIRE, -FUL. See Fearful. DIRECT, v. if To point athg in a straight line towards an ob- ject] τείνειν, συντε'ινειν,τ ρέπειν: — towards, agst, or to athg, εις τι or προς τι. To d. one's at- tention to athg, προσέχειν τον νουν τινι. έπιμέΧειαν ποιεΐσθαι τίνος : to d. one's thoughts to athg, επέχειν τον νουν, την διά- νοιαν, την γνώμην τινι or επί τι : to d. aby's attention to athg, τρεπειν τον νουν or την διάνοιάν τίνος εις τι or επί τι : to d. one's endeavours towards an object, προθυμεϊσθαί (pass.) τι (or c. infin.) : to d. aby's endeavours to- wards athg, προτρίπειν τιι/ά επί τι : to d. one's looks towards athg, βλέπειν προς τι. την όφιν άπ- ερείδεσθαι επί τι : to d. one's eyes, &c, towards an object, πα- ραβάΧΧειν ε'ίς τι or προς τι τους όφθαΧμούς or τά ωτα : the eyes of all are d.-d towards you, προς σε άποβΧεπουσιν άπαν- τες : to be guided and d.-d in one's mode of acting by another person, εφάρμοζε ιν εαυτόν τινι and συμπεριφέρεσθαί (pass.) τινι. δμοιοϋν εαυτόν τινι (accord- ing to his example) : to be d.-d in one's mode of acting by athg, επακοΧουθεΐν τινι. πείθεσθαί (pass.) τινι. προσέχειν τον νουν τινι : to d. in a straight line, op- θοΰν. εύθύνειν, άπευθύνειν, κατ- ευθύνειν : to be d.-d towards athg, βΧέπειν or δραν ε'ίς τι or προς τι. τετραμμίνον είναι προς τι (to look out, to be turned towards) : athg is d.-d agst aby, εστί τι κατά τίνος. $Sjf° In the latter sense, however, more usually by Crcl. with verbs comprising the subject, e. g. κατ εμοϋ εΐρηταί τι (that expression or saying is DIR J d.-d agst me). That (expression ; in his letter) is d.-d agst me, κατ' | εμοΰ επέσταλκεν. Tod. itscourse, φέρεσθαι φοράν (of things), τε- τραμμίνον εχειν τό ύδωρ ώς επί τι (of a river) : to d. one's course to a place, εχειν εις or επί χωρίον. επιπΧεϊυ, προσπΧεΐν (in a ship) : to d. a gun, see to Point, if To guide] άγειν τινά (g. t. = to give a direction), ήγεΐ- σθαί τινι (c. dat. of person who takes the lead). ηγεΊσθαί τίνος (gen.ofthe object), διοικεϊν τι (to arrange athg). εύθύνειν (to d. in a proper or judicious manner), επιστατεϊν τίνος, διατάττειν and συντάττειν τι (to be the lea- der of athg). To d. the affairs of the state, ηγεΐσθαι της πόΧεως. επιστατεϊν της πόΧεως. διοι- κεϊν την πόΧιν. If To enjoin, prescribe] διαγράφειν (ifbyivrit- ing). τάττειν, διατάττειν, προσ- τάττειυ (to order). To d. aby to perform athg, προστάττειν τινι or κελεύειν τινά ποιεϊν τι: Ι am d.-ing aby by letter (to do athg), πέμπω προς τίνα κεΧεύ- ων. πέμπω προς τίνα τον κε- Χεύοντα : to do as aby has been d.-d, ύπακούειν τοις παραγγεΧ- μασιν or πειθαρχεΐν προς τά παραγγεΧΧόμενα. *[f To address] Ε. g. to d. a letter to aby, επι- γράφειν επιστοΧην τινι or προς τίνα. DIRECT, adj. if Straight] ευθύς, εϊα, ύ (whether horizontally or perpendicularly), ορθός (esply perpendicularly). A d. road, εύ- θεϊα οδός : (to go) on a d. road, την ευθείαν, την όρθην. επ' ευ- θείας, ευθύ : d. line, εύθεϊα (tvith or witliout γραμμή) : in a d. line, κατ ευθείαν : to go on a d. way, ενθυπορεϊν. if In a direct line, of relations in a direct line] to γένος (relationship), if Imme- diate] Vid. DIRECTION, if Act of di- recting and the state resulting fm it] θέσις. κατάστασις, η (with ref. to a body at rest), φορά, ή (of a body in motion) . A straight- forward d., όρθότης, ητος, h• «ύ- θύτης, ητος, ν- εύθυωρία, η. τό ευθύ, έος : that is in or has a straight ά., ορθός, 3. ορθώς εστώς, ώσα, ώς : in a straight d., όρθο- στάδην and όρθοσταδόν (adver- bially only) : to be in a straight d., ορθόν στηναι or καταστηναι : motion in a straight d., εύθυφο- pta, ri : progress, or proceeding, in a straight d., ευθυπορία, η : a slanting or oblique d., εγκΧισις, η : in an opposite or contrary d., αντίστροφος. 2 : to give an op- posite d., άντιστρέφειν : to carry on in one or the same d., έκτεί- νειν : to follow the d. of athg, άντιπαράγειυ or άντιπαρεξ- άγειν τινι : — at sea, άντιπαρα- πΧεϊν (i. e. steer in the d. of one's course) : — of cavalry, άντιπαρ- ιππεύειν. if Determination after DIR DIS DIS a given point] σκοπό?, 6. τίλος, τό : to give a matter a certain d. towards athg, τείνειν τι προς τι or επί τι : to give a straight d., εΰθύνίΐν : to have a d. towards, τείι/ειν προς τι : in a straight d., ευθύ : in the d. of athg, ώς επί τι. προς τι : to take a wrong d., ίγκΧίνειν προς τό χείρον {fig. ; of an undertaking), άποκλίνειν ες τό κακόν. IT Direction [in the abstract) = a directing] τό Ιστά- ναι. εΰθυνσις, η. ΤΙ Injunction, prescription] πρόσταγμα, επί- ταγμα, τό. πρόγραμμα, το. προγραφή, η• νόμος, b. To give the necessary d.'s for athg, διδά- σκειν, ώς χρη ποιεΐν τι {with ref. to the application or perform- ance of athg) : to give aby d.'s, προστάττειν τινί {how to act) : to act according to aby's d.'s, 7τεί- θεσθαι {pass.) or πειθαρχεϊν τινι. ώσπερ προστάττει τις, ο'ύτω ποιεΐν : according to (aby's) d.'s, κατά τους νόμους : to give d.'s, διατάττειι/ : to give (aby) written d.'s, διαγράφειν. U Ma- nagement of affairs {in general)] αγωγή. V (<7• t•)• ηγεμονία {chief d., principal management), διοί- κησις, n {administration), αϊ υπό τίνος γενόμεναι διατάξεις {aby's d.'s in the management of athg), or επιστασία, η. To have the d. of athg, επιστατεϊν τίνος, διοικεϊν τι. κυβερνάν τι : under or ac- cording to aby's d., ηγουμένου τινός : to follow aby's d.'s, ε7τι- τρίπειν εαυτόν τινι. επεσθαι or άκοΧουθεΐν τινι. If Direc- tion {in concretd)] οι προστάται or οι έφεστώτες {body of direc- to?s). επιμεληταί, ων. TJ Of a letter] η της επιστολής επιγρα- φή- To write a d. on a letter, επιγράφειν επιστοΧην τινι or προς τίνα : to write a d. on athg, επιγράφειν τι, άναγράφειν τι: with a d. to it, or that has a d. written on it, έπιγεγραμμένος, 3 : without a d. to it, άνεπίγρα- φος, 3. DIRECTLY. 1 In a straight line] ευθύ {c. gen.), κατ εΰ'θυ- ωρίαν. See Straight, adv. ^f Immediately] Vid. DIRECTOR, έτπστάτ? )ε , προστάτες, ό. 6 διοικών (ονν- tos) τι. To be the d. of athg, προστατεϊν and προστατεύειν τινός, επιστατεϊν τινι or τίνος, είναι επί τινι. τεταγμενον εί- ναι επί τινι : also διοικεϊν τι or κυβερνάν τι : the d. of an estab- lishment, business, company, &c, επίτροπος, ό. υπηρέτης, ου, 6. συνεργός, 6 : a court of d.'s, oi προστάται or εφεστωτες. επι- μεληταί, ων. oi. DIRECTORY. 1 The office of a director] επιτροπεία, η. έπι- τρόπευσις, η. προστατεία, ή. προστασία, η. αρχή, V- διοίκη- σις, -η. if The directors as a body] επιμεΧηταί, ων, oi. oi προστά- ται or έφεστώτες. (166) DIRGE, επιτάφιου μεΧος,τό. ι DIRK. See Dagger. DIRT, s. βόΧιτον, τό. βόλι- τος, 6. κόπρος, η. σκώρ, σκα- τάς, τό {excrements of animals). πέΧεθος, 6 {of men), βόρβορος, ό {dung), αύχμός, 6, and ρύπα- σμα, τό {filth), or ρύπος, 6. ρυ- παρία, η. τό ρυπαρόν. τό πινα- ρόν {filth, refuse, fyc, of 'any kind). πηΧός, ό {in the street). θοΧός, 6. ιλύς, ύος, η. πάτημα, τό, and πηΧός, ό {mud, dirt, into wch one puts one's foot). A heap of d., κοπριά, η : to pelt with d., κατα- μοΧύνειν: to throw d. at aby (fig.), προπηλακίζειν: a spot of d., κη- Χίς, ΐόΌ?, η : road d., πηλός κατά την όδόν. Prov. To let the d. lie, μη κ'ινει Τϋαμάριναν, ακίνη- τος γαρ άμείνων. DIRT, v. See to Dirty. DIRTILY, ρυπαρως. ΟοΧερώς, αΰχμηρώς. Fig. αισχροκερδώς, φαύλως. γΧίσχρως. DIRTINESS. See Dirt, f Fig.: meanness] φαυΧότης, ητος, η. αισχροκέρδεια, η (dirty ava- rice). ή[ Obscenity (of language)] αισχροί λόγοι. αΙσχροΧογία, ri- DIRTY, adj. ίΤ Propr.] πηλώ- δης, ΊΧυώδης, 2. θοΧερός, 3. ρυ- παρός, 3. ρύπων, ώσα, ών. πινα- ρός, 3. αυχμηρός, 3. κόπριος, βορβορώδης, 3. To be d. , ρυπάν : it is d., πηΧός εστίν : to get d., ρυπαίνεσθαι (pass.). % Fig. : ob- scene] αισχρός, 3 : D. language, αισχροί Χόγοι. αισχροΧογ'ια,η : to use d. language, αίσχρολογεϊν. U Mean] αισχροκερδή?• γΧί- σχρος. D. avarice, αισχροκέρ- δεια, η : also ρυπαρία, η. γΧι- σχρότης, ητος, η. άνελευθερία, η : a d. trick, φαυΧότης, ητος, η : to display d. avarice, αισχρο- κερδεΐν. αισχροκερδή εΊναι. DIRTY, ν. μοΧΰνειν, άναμο- Χύνειν, διαμοΧύνειν. μια'ινειν, καταμιαίνειν. α'ισχύνειν, καται- σχΰνειν. ρυπαίνειν, ρυποΰν. Το have d.-d oneself, ρυπάν : d.-d with, μιαρός, 3. σπιΧωτός, 3. κατάπΧεως, 2: — with athg, τι- νός. DISABILITY, άδυνασία, αδυ- ναμία, η. τό αδύνατον, ασθέ- νεια, η. άνεπιτηδειότης, η (g. tt.). άφυία, άμαθία, ή (want of natu- ral abilities or learning). To lie under a d., οΰχ οΊόντε εΊναι. ούκ εχειν, αμήχανον πεφυκέναι (not to be equal to athg), or οΰχ ικανόν εΊναι τινι or simply άδυνατεΐν : — of doing athg, αδύνατον εΊναι ποιεΐν τι : of taking the field, ου πολεμικόν εΊναι. ; DISABLE (aby to do athg), άφαιρεΐσθαί τίνος τό ποιεΐν τι. ποιεΐν τίνα μη δύνασθαι πράτ- τειν τι : to d. for any object, διαφθείρειν. % Stronger it.: ren- der unfit for any purpose, enervate ; a) bodily] παραΧύειν, έκΧύειν (g. tt.). άφαιρεΐν ρώμην και δύ- ναμιν. aaQtvf) ποιεΐν (to deprive of its efficacy), κατατρίβειν, κα- ταπονεϊν (to lame, destroy by over- working), θρύπτειν, διαθρύπτειν (to weaken by enervating). To d. a person for athg, ίμποδών εΊναι τινι. άδυνασίαν or όμηχανίαν κατασκεύαζε ιν τιν'ι : to d. for anv purpose, διαφθείρειν. DISABLED, αν επιτήδειος, 2. άχρηστος, 2. αδύνατος, 2. ασθε- νής, 2. ούχ οΊός τε. ούδενός άξιος or ανάξιος, αχρείος, 2. άνόνητος,2. άνωφεΧής. φαΰΧος, 3. To be d., άπειρηκέναι (προς τι) : also άδυνατεΐν. οΰχ οΊόντε εΊναι. οΰκ εχειν. αμήχανον πε- φυκέναι : to be d. to do athg, αδύ- νατον εΊναι ποιεΐν τι. οΰχ Ικα- νόν εΊναί τινι : to be d. to carry on the war, οΰ πολεμικόν εΊναι : a d. soldier, αδύνατος, 6. άχρη- στος, 6. U Stronger tt. (= to be enervated, <|"C.)] ασθενή εΊναι, εξ- ασθενεΐν. άρρωστεϊν. άδυνάτως εχειν. άπειρηκέναι. DISABUSE, υ. μεταπείθειν (to persuade to the contrary), άναδιδάσκειν, δίδάσκειν κατά τό όν. μεταδιδάσκειν (to learn better; both absol. and with ace. object. P.). To be d.-d of an er- rour, άπαΧΧάττεσθαι της πλά- νης : to be d.-d, διδάσκεσθαι (pass.), μανθάνειν : to d. aby, εκ- διδάσκειν τινά or σωφρονί'ζειν τινά. μεθιστάναι την δόξαν τι- νός (to take away an erroneous opinion), έξαιρεΐσθαί τίνος την δόξαν: to allow oneself to be d.-d, άπαΧΧάττεσθαι της δόξης : I have been d.-d, η άγνοια μοι άπόΧλυται. DISACCUSTOM, αττεθίζειι/. DISADVANTAGE, βλάβη, η, and κακόν, τό (any detriment), ελάττωμα, τό (an injury), ξΐ)- μία, η (if caused by one's own fault), η άκαιρ'ια τινός (resulting fm aby's circumstances). To my d., τω εμώ κακω or επι τω εμώ κακω. επι τη έμη βΧάβη. κακώς εμοί : to cause a d., suffer d., &c, see Hurt, s. ; Loss : to be a d. to aby, βΧάπτειν τινά. κακόν εΊναι τινι. Χ,ημίαν φέρειν τινι. Χ,ημία εστί τί τινι or £?;- μιοΰν τίνα : to be exposed to or suffer some d., βλάπτεσθαι. 'ελαττοΰσθαι.Χ ι ημιοϋσθαι(ρα88.). ζημίαν πάσχειν. άπολαύειν τι- νός. μεταΧαμβάνειν τινός : to suffer some d. by or through aby, βλάπτεσθαι υπό τίνος; — by athg, βλάπτεσθαι τινι or άπό τίνος, "ζημιοϋσθαι εκ τίνος : to do athg to one's own d., μετά βλάβης ποιεΐσθαί τι. οΰκ εις δέον or οΰκ εις τό καλόν, οΰκ είς καιρόν ποιεΐσθαί τι : to be at a d., εΧαττον or μεΐον εχειν, also μειονεκτεΐν : towards aby, τινός : έλαττοΰσθαί (pass.) τίνος : do not think it any d. that . . ., μη δόξητε τοΰτο μείον εχειν, οτι or εί : some d. results out of athg, βΧάβη γίγνεται εκ τίνος. DISADVANTAGE,^ βΧά- DIS βην ποιεΐν or φέρειν : aby, βΧά- πτειν τινά. κακόν είναι τινι. ζημίαν φέρειν τινι. ζημία εστί τι τιυι. ζημιοϋν τίνα. DISADVANTAGEOUS, κα- κός, 3. βλαβερός, 3. έπιβΧαβής, 2. ζημιώδης, 2. επιζήμιος, 2. To be d. for ab} 7 , κακόν είναι τιυι. βΧάπτειν τινά: to put aby's character in a d. light, διαβάΧ- λίΐι/ τινά προς τίνα. άδοζίαν εργάζεσθαι or κατασκευάζειν τιν'ι. DISADVANTAGEOUSLY. See Injuriously. D1SAFFECT, άΧΧοιούν, άΧ- Χοτριοΰν (τιι/ά τινι). άφιστά' via τιι/ά τίνος (of a connexion) : also άθυμίαν κατασκευάζειν τι- νί. To d. aby, άΧΧοτριοΰν τινά τίνος or τινά τινι. άπαΧΧοτρι- οΰν τινά τίνος. DIS AFFECTED, άΧΧότριος, 3. δυσμενής, κακόνους, ου, 2. Το be d., κακόνουν είναι τινι (to aby). άΧΧοτρίως, δυσμενώς, δυ- σκόΧως έχειν or διακεϊσθαι or διατεθεΐσθαι προς τίνα. Το render aby d., άλΧοτριοϋν τίνα. See to DlSAFFECT. άθυμίαν κα- τασκευάζι-ιν τιυι. To become d., άλλοτριοΰσθαί τινι. DISAFFECTION, κακόνοια, άΧΧοτριότης, ητος, η : — towards aby, -προς τίνα {want of affection). άττόστασις, ή (stronger t.). -προ- δοσία, η. απιστία, ή (breach of loyalty or faith). To bring about d., άφιστάυαι τινά τίνος or από τίνος : to be inclined to d , άπο- στατικώς ίχειν. νεωτερίζει». DISAGREE, διαφωνεί»: — with athg, ττρός τι. άντιγνωμο- νεϊν. τά εναντία φρονεΐν. Το d. with aby in sentiment, ου ταΰ- την την γνώμηυ ΐχίΐν, and Orel. with negation in conjunction with verbs under to Agree. To d. with aby, εναντίαν έχειν την γνώμην : to d. in one's views, ου ταύτα δυζάζειυ or γνώμην έχειν αΧΧηυ. *(] Of things] άΧΧότριον εϊναί τίνος. άΧλοτρίως έχειν προς τι. εναντίον είναι τινι. άπεοικέναι προς τι. See to DIF- FER. % Of food] Orel, with άποΧαύειν σιτίων. δέχεσθαι σ ι- τιά, in conjunction with a negative particle. ■{[ To be at variance with aby] To d. with aby, διαστήναι προς τίνα. διαφέρεσθαί (pass.) τινι or προς τίνα : — about athg, περί τίνος, διαφωνεϊν τινι περί τίνος : to d. among each other, ταράττεσθαι (pass.) εν άΧΧήΧοις. στασιάζειν προς άΧ- ΧήΧους : to d. in a statement, οΰ ταύτα Χέγειν. a DISAGREEABLE, άηδης, 2. άχαρις, 2 (gen. ιτος). άτερπής, 2. δυσχερής, 2. βαρύς, εΐα, ύ. ανιαρός, 3. Χυπηρός, 3. πικρός, 3. χαΚεπός, 3. άυύποιστος, 2. δυσάνεκτος and δυσανάσχετος, 2 (stronger tt.). ουκ ανεκτός, 2. επαχθής, 2. βαρύτατος, 3. χα- Χεπώτατος, 3 (highlit d.). To (167) ' 9 DIS find athg d., or athg is d. to me, άχθομαι (pass.) τινι or ποιών τι. άχθόμενος ποιώ τι. άνια με τι : we do not consider these windings d., ουκ άχθόμενοι ταύ- τα περιπΧανώμεθα : it is d. for me to do athg, άνιώμαι ποιών DIS AGREE ABLENESS,«V δία, η. Χύπη, ή. ανία, η (as sen- timent), κακόν, τό. άχθος, τό. το δυσχερές, οΰς. δυσχέρασμα, τό (as thing), δυσχέρεια, ή. DISAGREEABLY. Fmadjj. under Disagreeable. DISAGREEMENT, άΧΧοι- ότης, άνομοιότης, ητος, ή (dissi- milarity), διαφορά, ή. τό δια- φερον, διαΧΧάττον, οντος, D. between persons, διαφωνία, ή. διαφορά, ή. έρις, ιδος, η (conten- tion), or νεΐκος, τό. διχόνοια, η : to produce some d. between per- sons, διιστάναι τινά προς τίνα. συμβάΧΧειν τινά εις έριν τιν'ι : to have some d. with aby, εις δια- φοράν καταστήναί τινι or προσ- κρούειν τιι/ί : the cause of some d., τό διάφοοον. DISALLOW, μη δέχεσθαί τι. υυκ επαινεί» τι. έγκαΧεΊν τινι. αποδοκίμαζε ιν τι. άπα- ρεσκεσθαί τινι. If we were to d. this, ε'ι μη τούτο δοίημεν : not to d., see to Concede, Accept. DISANNUL, διαλύειν. Tod. an action or suit brought agst aby, άποψηφίζεσθαι δίκην. DISAPPEAR, άφανίζεσθαι (pass.), οΐχεσθαι. εκποδών άπ- ιέναι (άπέρχεσθαι). εζίτηΧον γίγνεσθαι, αφανή or άφαντον γίγνεσθαι. To cause to d., άφα- νίζειν. αφανή ποιεΐν : to have d.-d, ήφανίσθαι. αφανή or εκ- ποδών είναι, ούκέτι όράσθαι. DISAPPEARANCE, άφά- νισις, ή. αφανισμός, 6. τό άφα- νίζεσθαι. φυγή, ή. DISAPPOINT, ν. φεύδειν τινά εΧπίδος (Soph.), and also εΧπίδας (Χ. Cyr. 1, 5, 13). τής εΧπίδος έκκρούειν (οΐ'έκβάΧΧειν) τιι/α. To be d.-d in one's expec- tations, διαμαρτάνειν ών τις ήΧ- πισεν. φεύδεσθαι τών εΧπίδων: to be d.-d in a person or thing, διαφεύδεσθαί τίνος. σφάΧΧε- σθαι τής περί τίνος γνώμης : Ι am or have been d.-d, αποτυγ- χάνω τινός (in athg). ονκ απο- βαίνει μοί τι: I am d.-d in my hope, άμαρτάνω or ψεύδομαι or σφάΚΧομαι (pass.) τής έΧπίδος or εκπίπτω τών εΧπίδων. See phrases towards end of Article. To be d.-d in one's hope of real- izing a plan, άποτνγχάνειν τής προαιρέσεως : to d. aby (with ref to a promise), δμοΧογήσαντα έζαπατάν. ψεύδισθαι περί τί- νος or κατά τι (in athg), also Χύ- ειν την πίστιν or ου φυΧάττειν την ττι'στίί/ (by not keeping word) . άνατίθεσθαι α ύπεσχετό tis or άνατίθεσθαι τά εϊρημένα {by re- tracting one's word, promise) : not DIS to d. aby, επιτεΧεϊν α ύπεδέζα- τό tis. ύποσχόμενον μη ψεύδε- σθαι. δεζιάν δόυτα βεβαιούν (fig.) : to be d.-d in one's hope, ψιύδεσθαι, σφάλΧεσθαι, άπο- σφάΧΧεσθαι τής εΧπίδος. απο- τυγχάνει» εΧπίσαντα : I am d.-d in my hope, αποτυγχάνω ώνήΧπικα. ατυχώ τής έΧπίδος: to d. aby in his hope, ψεύδεσθαι τήν εΧπίδα : to be d.-d of an al- liance with the Athenians, όπο- σφαΧήναι τής προς τους Αθη- ναίους συμμαχίας. DISAPPOINTMENT. Orel, with ΙΧπίδες ψευσθεϊσαι, φ?, τό τής εΧπίδος σφάΧΧεσθαι, S[C Sis σφάΧμα (failure), αμάρτημα (errour ; the missing an object). What age is not full of d.'s? τι μέρος τής ήΧικίας ου τών ανια- ρών (sc. εστί, P.) ; to meet with a d., διαμαρτάνειν ων τις ηΧπι- σεν or φεύδεσθαι τών εΧπίδων or σφάΧΧεαθαι, άποσφάΧΧε- σθαι (άποσφαΧήναι) τής εΧπί- δος. αποτυγχάνει» εΧπίσαντα (with ref. to a hope, an expecta- tion), άτυχεϊν παρά τίνος (by way of being refused athg) : to cause aby a d., see to Disappoint : you shall not meet with ad. (with ref. toyour request), πάντων τεύξιΐ or τεύζη ών αν δέ-η : I have met with a d., αποτυγχάνω τινός, ουκ αποβαίνει μοί τι (resulting fm bad success) : also άμαρτάνω or ψεύδομαι or σφάΧΧομαι (pass.) τής εΧπ'ιδος. εκπίπτω τών εΧπίδων (with ref. to hope or eocpectation) . άποτνγχάνειν τής προαιρέσεως (with ref. to a plan or project) : to cause a person some d. by not keeping one's word, a promise, &c, see phrases ' to Disappoint aby,' in preceding Article. DISAPPROBATION, αποδο- κιμασία, ή. μέμφις, ή. To meet with (aby's) d., μέμφιν έχειν. άποδοκιμάζεσθαι (pass.). See Censure. DISAPPROVAL. See Dis- approbation. DISAPPROVE, αποδοκιμά- ζει» τι. άπαρέσκεσθαί τινι. μέμφεσθαί τι or τινι. εγκαΧεϊν τινι. ούκ επαινεϊν τι. See to Censure. DISARM, τά οπΧα άφαιρεΐ- σθαι or παραιρεΐσθαί τίνος, έκ- δύειν τιι/ά τά οπΧα. παροπΧί- ζειν, άφοπΧ'ιζειν. II Fig.: an adversary] έζεΧέγχειν τινά. πραύνειν τήν όργην τίνος (aby's wrath, &c). DISARRAY,^. See 1 to throw into Disorder ;' to Undress. DISARRAY, s. See Confu- sion, Undress. DISASTER, ατυχία, δυστυ- χία, κακή τύχη, h (as condition, indicating non-realization of pur- pose). άπώΧεια,έξώΧεια, ή. ατύ- χημα, δυστύχημα, τό. σφάΧμα, πταίσμα, τό (misfortune, as thing, or of a single case). A d. in an DIS DIS DIS undertaking, κακοπραγία, τ) : to meet with a d., περιπίπτειν κα- κοί? or ξυμφορα. ζυμβαίνει μοι κακόν, περιπίπτω ζυμφορά. ζυμφορά καταλαμβάνει με. ηκει μοι κακόν : to bring a d. upon aby, εμβάλλειν τινά εις κακόν : (or stronger t.) εις εσχάτην τα- Χαιπωρίαν εμβάΧΧειν τινά. See Destruction. If I should meet with any d., ε"ι τι πάθοιμι, ην τι πάθω. if A disaster caused by discomfiture (= clades)] ήττα, ή. ηττημα, τό. σφαγή, ή. διαφθο- ρά, ή. To cause a great d., σφα- γην ποιεί ν των πολεμίων : to meet with a d. in the field, μάχη ηττάσθαι υπό των πολεμίων. See Discomfiture. DISASTROUS, κακοδαίμων, 2. άθλιος, δεινός, 3. άνόλβιος and άνολβος, 2. τλήμων, 2. τά- \a DISBURDEN, άπογεμίζειν, άποφ (,τίζεσθαι, άποσκευάζε- σθαι. άφαιρεϊν τό άχθος (to take off a burden). To d. one's heart (by lamentations), ποΧύν είναι όδυρόμενον. DISBURSE, άναΧίσκειν or δαπανάν. καταβάΧΧειν (to lav (168) ' down). Sts άποτίνειν, έκτΊνειν, εζαριθμεϊν, άποδιδόναι. DISBURSEMENT, εκτισις, άποτίσις, εζαρίθμησις, τ) (the making a payment in general). άνάΧωμα (τό υπέρ τίνος). DISBURSER. Crcl.tvith verbs under Disburse. DISC, δίσκος, b (the quoit of 'the ancients). κύκΧος, b (any circular and fiat body), τροχός, b (used by potters for moulding). πΧάζ,πΧα- κός, η (any plate of solid material). if Fig.] The d. of the sun, 6 του ηλίου κύκλος: — ofthemoon, b της σελήνης κύκλος. DISCARD, άφιέναι. άπο- πέμπειν. άπολύειν. To d. aby fm office, παύειν τινά άρχοντα or καταπαύειν τινά της άρχης. See DISMISS, εκποδών ποιεΐσθαι (to put aside or remove an object), άφαιρεϊν, ΰπεζαιρεΐν (to remove any given state or conditioii). δια- Χύειν, έπαλλάττειν (to remove a doubt, quarrel, fyc.). άναιρεΐν εκ μέσου (to get out of the way), άπορρίπτειν.προΐεσθαι (tothrow away). DISCERN. if To see, per- ceive] bpav (g.t., to see), εννοεϊν, κατανοεϊν (perceive), μανθάνειν (learn), αίσθάνεσθαι (τί τίνος, g. t., to perceive), if To distin- guish betiveen several objects] δι- αιρεΐν τι. διαλαμβάνειν τι. See to Distinguish. if Fig. : to discern mentally] bpav, ivopav, συνιδεΐν (both with tlie eye or the mind), αίσθάνεσθαι, μανθάνειν, καταμανθάνειν (by tlie perception of tlie senses), γνωρίζειν, άνα- γνωρ'ιζειν. γιγνώσκειν, αναγι- γνώσκει, επιγιγνώσκειν, δια- γιγνώσκειν (to know or d. by cer- tain eodernal marks wch charac- terize the object). DISCERNIBLE. See Visi- ble, Perceptible. DISCERNIBLY. See Per- ceptibly. DISCERNING, άγχίνους, 2. εύζύνετος, 2. εύστοχος, 2. όζύς or δεινός την γνώμην. ακριβής, 2. A d. eye or look, see Discern- ment. DISCERNMENT, άγχίνοια, r). ζύνεσις, εως, η. οικεία ζύνε- σις. φρενών όζύτης, η. εύζυνε- σία, ή. ευστοχία, τ). That has d., όζύς or δεινός την γνώμην: nothing escapes aby's d., ου δια- φεύγει τι τους λογισμούς τίνος : a man of great d., άνηρ ζυνετός or γνωμονικός : to possess d., φρονεϊν. ζύνεσιν εχειν. ζυνετόν είναι. if The distinguishing be- tween oljects] See Distinction. DISCHARGE, s. if Emission of a fluid] απορροή, απόρροια, η. εκροή, τ), εκρους, ου, b (tlie act of flowing and what floivs out), ρεύμα, τό (any morbid d. or mat- ter) : also ρευματισμός, b. The d. of a eore, πυόρροια, πύωσις, πύη, η : that causes such a d., πυοποιός, 2 : to have a d. (g. t.), ρευματίζεσθαι : a d. of blood, αιμόρροια, αιμορραγία, τ), αι- ματηρός ρους, ο : to have a d. of blood, αϊμορροεϊν, αιμορραγεϊν : the monthly d. of women, τό επιμήνιον αίμα γυναικών, μή- νια, καταμήνια, τά : a d. of blood fm the nose, r) εκ τών ρι- νών αιμορραγία or άπόσταζις. α'ίματος άπόσταζις τ). if Dis- missal] αποπομπή, κατάπαυσις, τ), άφεσ.ς, τ). To give aby his d., see to Discharge. if Of ar- tillery] Crcl.by verbs ιέναι. άφ- ιεναι βέλος. βάΧλειν. if Dis- charge of a prisoner by acquittal] άφεσις, άπόΧυσις, η. To effect or bring about aby's d., ποιεϊν άφεθηναί τίνα. DISCHARGE, v. If (Trs.) To disburden (g. t.)] Vid. if Dis- miss (fm office)] άφιέναι. άπο- πέμπειν (g. tt. to send off), παύ- ειν τινά άρχοντα, καταπαύειν τινά της άρχης. To d. troops, see to Disband, άποζωννύναι (to d. a soldier for misconduct). καταΧύειν τινά (e. g. στρατη- γόν). See Dismiss. "If To pay a debt] άποφέρειν, ε'ισφέρειν (e. g. χρήματα or είσ φοράν). τεΧεϊν (e. g. άποφοράν τίνα είς τον πόλεμον, contributions of war). άποτελεϊν, ύποτελείν (esply of taxes into the public treasure), άπάγειν. άποδιδόναι χρήματα, εκτίνειν, άποτίνειν, διαλύειν τό χρέος (of a debt in general), διαλύειν τινϊ or προς τίνα (to d. a debt due to aby, to pay), διαλύειν την τιμήν τίνος (to make returns for any value re- ceived) : also άποδιδόναι, άποτί- νειν τά οφειλόμενα. To com- pel aby to d. a debt, είσπράττειν, άναπράττειν (τινά τι). £§§* The Mid. of these verbs is used if the debt is owing to the same person who makes the demand, if To perform a duty, acquit oneself of an obligation] τά δέοντα ποιεϊν or πράττειν. τών δεόντων έπι- μελεΐσθαι : — towards aby, τά δέοντα πράττειν τινί. εύσεβεΐν περί τίνα. ευσέβεια χρήσθαι περί τίνα. To d. neither any duty towards oneself nor one's neighbour, ούτ αυτόν εαυτω οΰτε φίλω τά δέοντα πράττειν : not to d. , or to neglect d.-ing, one's obligations, άμελεΐν. λείπειν την τάζιν. ελλείπειν τοΰ δέοντος : — towards aby, άσεβεΐν περί τίνα : to d. carefully what is our duty, φυλάττειν τό προσήκον εαυτω. if To discharge a com- mission] επιτελέΐν τά εντεταλ- μένα, πράττειν or ποιεϊν τό προστεταγμένον. άπαγγέλλειν τά παρά τίνος. Χέγειν τά εν• τεταλμένα or άπαγγέλλειν α χρή (by way of an errand), if To discharge a gun, S[c] ιέναι. άφιέναι βέλος. βάΧλειν. if To discharge itself into (of rivers)] See to Disembogue, if (Intrs.) E. g. a wound discharges, or an DIS DIS DIS ulcer discliarge itself] πυορροεΐν. πυεΐσβαι (pass.). To cause a wound to d., πυεΐν, άποπυίσκειν πυοΰν. πυοποιεΐν. ελκοΰν : d.- ing itself, πυώδης, εμπυος, πυόρ- ρους, 2. DISCIPLE, S. μαθητή, οΰ, 6 (g. t.). ομιλητής, οΰ, δ (the follower ofaby), or φοιτητής, οΰ, 6. The d. of Socrates, oi τω Σωκράτει συνόντες : to be aby's d., προσφοιτάν τινι. φοιτάν προς or ως τίνα : — in atbg, επί τινι. φοιταν ε'ίς τίνος (se. διδα- σκαλεΐον). συνεΐναί τινι. δμι- Χεΐν τινι. μαθητεύειν and μαθη- τεύεσθαί τινι : aby's d.'s, οι συν- όντις τιν'ι. οι περί τίνα. οι από τίνος. DISCIPLE, ν. διδάσκειντινά τι or ποιεΐν τι (g. t.). παιδεύ- ειν τινά τι or ε'ίς τι. καταστοι- χίζειν or στοιχειοΰν (to initiate, imbue with the principles or rudi- ments of athg). To have aby d.-d, διδάσκεσθαί τινά τι : d.-d, παι- δευτός, 3. πεπαιδευμένος, 3. δι- δακτός : to be d.-d in athg, έμ- πειρίαν εχειν τινός, επίστασθαί DISCIPLINARIAN, κολα- στής, οΰ, δ. A strict d., ό των στρατιωτικών νόμων ακριβέ- στατος φύλαξ (of military disci- pline), δ τραχέως παιδεύων τους παϊδας (of domestic discipline). DISCIPLINE, s. παιδεία, ή. παίδευσις, ή. Good or strict d., εύταζία, ή. πειθαρχία, η : to make aby submit to d., πειθόμε- νον παρέχειν τινά : to exercise a strict d. over one's children, τραχέως παιδεύειν τούςπαΐδας : without any d., ατάκτως, άκό- σμως. άναιδώς : to observe strict d., εΰτακτον -γίγνεσθαι : to com- mit a breach of d., άτακτεΊν : severe d., σκληραγωγία (hardy training. Philo). i\ Military dis- cipline] εύταζία, ή. To observe good d., εύτακτεΐν. πειθαρχεΐν: to keep up a strict d. in the army, εύτακτονντας or εύτακτους or πειθαρχοΰντος or πειθομένους παρέχειν τους στρατιώτας : the rules of military d., oi στρατιω- τικοί νόμοι. DISCIPLINE, v. πειθόμενον παρέχειν τινά. τραχέως παι- δεύειν τους παϊδας (to faep chil- dren zinder strict d.). σωφρονί- Χειν (to d. the mind). To have well-d.-d children, άποδεΐζαι or έπιδεΐξαι παΐδας βέλτιστους or καλώς τραφέντας. See to EDU- CATE. To d. the army, see the phrases under Discipline, s. DISCLAIM. See to Disown, to Deny. DISCLAIMER, άπόφασις, ε ως, ή (denial), or Orel, with verbs in Disown. DISCLOSE, άνοίγειν, έζαν- οίγειν (to open), έκκαλύπτειν, άποκαλύπτειν, άνακαλύπτειν. άποφα'ινειν. σαφηνϊζειν (to un- ravel, develop, fyc). δηλοΰν (to (169) make clear) or φανερδν ποιεΐν. σαφηνίζειν. άποδείκνυσθαι.προ- ειπεϊν. κατηγορεΐν. απαγγέλ- λε ιν (to divulge, make known), or κατειπεϊν. μηνύειν. άναγορεύ- ειν or προαγορεύειν (to tell pub- licly, to proclaim, φ?.), άνακοι- νοϋσθαι or λέγειν. To d. one's misfortune to aby, λέγειν προς τίνα τάς εαυτού συμφοράς : to d. a hidden mistake, errour, &c, έξελέγχειν (e. g. ανοιαν, άμα- θίαν, α'ιτίαν, Qc). κεκρυμμένον τι δηλοΰν : not to d. a secret con- fided to one, τηρεϊν λόγων παρα- καταθήκην: to d. itself, διαπτύσ- σεσθαι, άναπτύσσεσθαι, άνα- πετάννυσθαι (pass.), άναφαίνε- σθαι (pass.) : to d. (as a bud, Qc), εκβλαστάνειν, άναβλαστάνειν, άνατέλλειν, εκφύεσθαι (pass.) : to d. oneself or one's opinion, &c, to aby, see Discover. i DISCLOSURE, ανακάλυψη, η. άποκάλυψις, η. μήνυσις, η. άνακοίνωσις, t). See DISCLOSE. 0}Γ But generally Crcl. with verbs, e. g. to make a d. to aby, δηλοΰν τί τινι. άποφα'ινειν τι τινι. άνακοινοΰν τί τινι : to make a d. to aby of one's misfortunes, λέγειν προς τίνα τάς εαυτού συμφοράς : — of a secret, μηνύ- ειν τινι τι τών λανθανόντων or κεκρυμμένον τι δηλοΰν τινι : a d. made before a magistrate, &c, μήνυσις, δεΐζις, ενδειξις, ή : (ob- jectively) μήνυμα, ενδειγμα, επ- άγγελμα, τό (i. e. the thing dis- closed). To offer a reward for any d. (juridically), μηνυτρά τίνος κηρύττειν. DISCOLORATION, r) του χρώματος διαφθορά. DISCOLOUR, άλλάττειντό χρώμα, διαφθείρειν τό χρώμα, άλλοχροεΐν. τρέπεσθαι τό χρώ- μα. DISCOMFIT. See Defeat, DISCOMFITURE, -COM- FIT. See Defeat, s. DISCOMFORT, s. αηδία, f,. λύπη, Λ. ανία, ή [unpleasant feel- ing), κακόν, τό. άχθος, τό. τό δυσχερές, οΰς. δυσχέρασμα, τό (as things), άνεπιτηδειότης, ητος, η, or τό άνεπιτηδειον. Athg causes me d., δυσθυμίαν παρ- έχει μοί τι. λυπεί μέ τι : do- mestic d.'s, τα κατ οίκον ανια- ρά : to have or be exposed to all sorts of d.'s, πράγματα εχειν. DISCOMFORT, v. πράγμα- τα παρέχειν τιν'ι (to put aby out), λυπεϊν τίνα (to cause vexa- tion), or ενοχλεΐν τινι. άνιαν τί- να, άθυμίαν έμβάλλειν τιν'ι (to distress, afflict). DISCOMPOSURE, ταραχή, ή. To feel any d., ταράττεσθαι, διαταράττεσθαι (pass. ; about athg, προς τι), or έκπλήττεσθαι (pass. ; about athg, τιν'ι, επί τινι, διά τι) : I evince some d., τετά- ραγμαι την γνώμην : to recover fm a state of mental d., εν έαυτώ πάλιν γίγνεσθαι, άναθαρρεΐν. κρατεί ν εαυτού (after anger), κατέχειν εαυτόν. DISCONCERT. 1 Disar- range, defeut plans] ματ α ιού ν, μάταιον ποιεΐν. διαλύειν, σφάλ- λειν. διαφθείρειν. To d. aby's plan, &c, ματαίαν ποιεΐν την πράζίν τινι : also διαφθείρειν or λυμαίνεσθαι την πραζίν τινι. διακόπτειν την έπιβολήν : to see one's prospects d.-d, άπο- τυγχάνειν της προαιρέσεως. ^[ To unsettle a person's mind] τα- ράττειν, διαταράττειν. θορυ- βεΐν τίνα. ενοχλεΐν τινι. I am entirely d.-d, τετάραγμαι την γνώμην. DISCONCERTED. See Con- fused. DISCONFORMIT Υ. See Dis- agreement. DISCONGRUITY. See Dis- agreement. DISCONNECT, διαιρεΐν (g. t. zz to take to pieces, to separate the parts of a ichole). διαχωρί- ζειν (to separate, in space), λύειν, διαλύειν, άναλύειν. δίχα ποιεΐν. διαζευγνύναι (mly in pass.) or διαζευζιν ποιεΐσθαι (to disjoin what has been tied together or was connected), άπαλλάττειν (to make loose, undo) . To d. athg fm athg, χωρ'ιζειν τί τίνος and από τί- νος : to be d.-d fm, κεχωρίσθαι, διεζεΰχθαι, τινός or από τίνος, διαστήναι άπό τίνος, χω^ις γί- γνεσθαι τίνος. DISCONNEXION, διάζε υξις, εως, η. χωρισμός, δ. χώρισις, τ) (separation), διαίρεσις, διάλυσις, άπόλυσις, σύλλυσις, η. DISCONSOLATE, άπαρα- μύθητος, απαρηγόρητος (com- fortless), περιαλγής (greatly dis- tressed ; about athg, τιν'ι. Τ.). ύπεραλγής (Soph. Pol.). To be d. about athg, τινι or επί τινι πεpιaλγεΐvor ύπεραλγεΐν. (πά- νυ) λυπηρώς φέρειν τι (Ι.). DISCONSOLATELY,;*»^. περιαλγών, φ?., or λυπηρώς. DISCONTENT, s. δυσκολία, t). δυσαρέστησις, η. μέμψις, κατάμεμψις, η. Sts άθυμ'ια, ή. λύπη, r). To produce d. in aby, άθυμίαν or άηδίαν παρέχειν τι- ν'ι. λυπεϊν τίνα : d. with one's fate, μεμψιμοιρία, ή : d. with one- self, κατάμεμψις εαυτού : to ex- press or display d. (e. g. respect- ing one's position, fate, ^ΰ.),δυσκό- λως εχειν επί τινι. μεμφιμοι- ρεΐν επί τινι : to feel some d. about athg, δυσαρεστείς and δυσ- αρεστεΐσθα'ι τινι. οϋκ αγαπάν τινι. μέμφεσθαί τινι. DISCONTENT, -ED, adj. ουκ (μη) αγαπών, τί or τιν'ι. δύσκολος, 2. δυσάρεστος. Ό. with one's position or fate, μεμ- ψίμοιρος, 2 : to be d. with one's fate, μεμψιμοιρεΐν : to be d. with athg, δυσαρεστεΐν and δυσαρε- στεϊσθαί τινι. ουκ ά-γαπάν τινι. δυσκόλως εχειν επί τινι. μεμ- DIS DIS DIS •φιμοιρεΐν επί τίΜ. δυσχερα'ι- νειν τι. μέμφεσθα'ι τινι. DISCONTENTMENT. See Discontent, s. DISCONTINUANCE, -TI- NUATION, διάλυσις,η. εποχή, ■η. έγκοπή, η. άνάπαυσις,η. διά- λειφις, η [a leaving off ) . παΰλα, η. τελευτ?/, 77. κ ατάπ αυσις, η (a ceasing or cessation). Without any d., αδιαλείπτως, ακαταπαύ- στως. DISCONTINUE. See to Cease, to Leave off. DISCONTINUOUS, ου συν- εχή^, 2. διαλείμματα έχων, ού- σα, ον. ασυνάρτητος, 2. DISCORD, s. 1 Propr. [in music)] άπήχησις, άπήχεια, η. άναρμοστία, ή- άμουσ'ια, ή- δια- φώνησις, διαφωνία, ή- To be or produce a d., διαφωνεΐν. άπ- ιίχεΐν. άναρμοστεΐν. άπάδειν. ΤΙ Fig.~\ άπάδειν από τίνος or προς τι (to disagree). ^[ Want of symmetry] See Dispropor- tion, ^i Want of harmony] άπ- ήχησις, άπήχεια, η. άναρμο- στία, η. IT Dissension, strife] δια- φορά, η. ερις, ιδος, ή- φιλονει- κ ία, ή- στάσις, διάστασις, ή. Το live in d. together, στασιαστι- κώς εχειν προς αλλήλους : there is some d. among the inhabitants, διέστηκε πόλις : to produce d. among persons, διιστάναι τινάς. $β$Ρ το διάφυρον (objectively). DISCORD, v. -See 'to be Dis- cordant." DISCORDANCE. See Dis- cord. DISCORDANT. «ΙΪ Propr. and impropr.] άπηχης, 2. ανάρ- μοστος, 2. To be d., διαφωνεΐν. άπηχεΐν. άναρμοστεΐν. άπάδειν : to be d. with athg, άπάδειν άπό τίνος or προς τι. διαφωνεΐν προς τι. Τ[ Impropr.] διχογνώ- μων, 2 {with ref. to sentiment, fyc). διάφορος, 2. To entertain d. sen- timents towards aby, διαφοράν εχειν τιν'ι or προς τίνα. διαστη- vui προς τίνα. DISCOUNT (v.), by the ge- neral term = remit (a portion of the price), ΰφαιρεΐν or άφίΐιρεϊν τί τίνος (g. tt.). άνιέναι της τι- μής or ελαττω τίθεσβαι οτπρο- τιθέναι την Tinnv. DISCOUNT (s.) must be ex- pressed by the terms in ' abatement? &C, ΰφαίρεσις, η. To allow a α., ΰφαιρεΐν τί τίνος, άνιέναι της τιμής or ελαττω τίβεσθαι. See the verb. DISCOUNTENANCE,??, t To discourage, frown upon] With μη ωφελεΐν (τίνα), and the nega- tive form of verbs under Approve, Aid, Encourage. Sts οϋκ εάν τίνα ποιεΐν τι. ου περιοραν τι γιγνόμινον. ίναντιοΰσθαι (dat. of object or infin. with μη), άνθί- στασθαι or ένίστασθαι (with same construction as ίναντιοΰ- σθαι). DISCOUNTENANCE,*, φυ- (170) χρόν, τό. φυχρότης, ητος, η (cold indifference about athg). κώ- λυσις, ν (an impeding athg). απο- δοκιμασία, ή (disapprobation), or Crcl. with verbs, e.g. to show d., ου περιοραν τι γιγνόμενον, S[C. See the preceding Article. DISCOURAGE, «ft To de- prive of courage] άφαιρεΐυ or εζαιρεΐν τον θυμόν τίνος, άθυ- μίαν παρέχειν τιν'ι. δειλόν καθ- ιστάναι τιι /ci. To be d.-d, εν άθυμία είναι, άθυμ'ιαν εχειν. άθυμεΐν : to be totally d.-d, εν πολλή άθυμία είναι. % To dis- suade or deter fm] Vid. ^[ To discountenance] Vid. DISCOURAGEMENT. % The act of discouraging and the thing wch discourages] άθυμία, η (intrans.). κατάπληζις, η (trans. and intrans.). To feel some d., εν άθυμία είναι, άθυμ'ιαν εχειν. άθυμεΐν : to be a d., to cause d., οκνον φέρειν (sc. τι : a shrinking fm the risk. Τ.), άθυμ'ιαν παρ- εχειν τιν'ι or άφαιρεΐν or έζαι- ρεΐν τον θυμόν τίνος. U Dis- suasion] VlD. DISCOURAGER. Crcl. with verbs in Discourage. DISCOURSE, s. TI Conver- sation] Vid. "[j A regular speech] λόγος, 6, and λόγοι, οι. ρησις, η. A learned d., ακρόαμα, τό : a well-connected or logical d., ζυνεχης ρησις : to hold or deli- ver a d., λόγους ποιεΐσθαι : to deliver a long d.,Tro\Xa διελθεΐν. πολΰν είναι λέγοντα : — onathg, λόγους ποιεΐσθαι περί τίνος, διελθεΐν τι λέγοντα, διαλέγε- σθαι περί τίνος : a d. on ethics and politics, λόγος ηθικός και πολιτικός. DISCOURSE,-», διαλέγεσθαί τινι or προς τίνα. όμΐλεΐν τινι. κοινολογεΐσθαί τινι. διατρίβειν μετά τίνος, εντυγχάνειν τιιΰ δια λόγων, κοινοΐς λόγοις χρη- σθαι προς τίνα. δια 'y/X.coTTjjs Ίέναι τιν'ι. % To discourse on a subject (= hold or deliver a d.)] διέρχεσθαι. έζηγεΐσθαι or δι- ηγεΐσθαι. λέγειν or διαλέγεσθ ui περί τίνος, λόγους προσφέρειν τινι περί τίνος. DISCOURTEOUS. See Un- civil or Incivil. DISCOURTEOUSLY. See Uncivilly. DISCOURTESY, -TEOUS- NESS. See Incivility. DISCOVER. 1 To find out] εΰρίσκειν, άνευρίσκειν, εζευρί- σκειν. α'ισθάνεσθαι, έπαισθάνε- σθαι. εντυγχάνειν τινι. To d. athg in aby, παρευρ'ισκειν τί τινι or ε'ίς τίνα. ^J To disclose (athg)] Vid. DISCOVERABLE, εΰρετέος (Τ), εΰρετός (Soph.), ράδιος (ου χαλεπός) εΰρεΐν. DISCOVERER, εΰρετήι, ου, 6. άνευρων, όντος, b (inventor). DISCOVERY. If The act of finding out] ευρεσις, άνεύρεσις, η. To make a d., εΰρίσκειν, εζ- ευρίσκειν : a voyage of d., πορεία ijv ποιείται τις βουλόμενυς άνευ- ρίσκειν καινάς χώρας, "ζήτησις, η. πλους επϊ ζήτηο ίν τίνος, ^f The result of it (i. e. the thing dis- covered)] εύρημα, τό. % Disclo- sure] Vid. See Invention. DISCREDIT, s. άδοζία, v . κακή δόζα, η. To get or fall into ά., άδοζία περιπ ίπτειν . άδοζεΐν : to be in d., κακώς άκούειν. άοοζ- εΐν: to bring d. upon aby, δια- βάλλειν τινά. άδοζίαν φέρειν or παρασκευά"ζειν τινί. υβρίζειν τινά or ε'ίς τίνα : athg is a d. to aby, όνειδος είναι τινι. εις άτι- μίαν καταστησαί τίνα. όνειδος παρακολουθεί τινι : athg is a d. to me, όνειδος εστί μοί τι : to be a great d. to aby, α'ισχύνην φέ- ρειν or περιάπτειν τινι: to bring great d. upon aby, άδοζίαν κατα- σκευάΧ^ειν τιν'ι or άτιμίαν φέ- ρειν τιν'ι : to consider athg to be a great d. to oneself, όνειδος ηγεΐ- σθαί τι. εν αισχύνη or δι αι- σχύνης τίθεσθαί τι. DISCREDIT, ν. 1 To deprive of good reputation] διαβάλλειν τινά. άδοζίαν φέρειν or παρα- σκεύαζε ιν τιν'ι. α'ισχύνην φέρειν or περιάπτειν τινί. άδοζίαν κατασκευάζειν τινί. άτιμίαν φέρειν τιν'ι. ■[[ To disbelieve] άπιστ'ιαν εχειν περί τίνος, ά- 7τιστεΐί/ τι. καταμέμφεσθαί τινι (to be doubtful about athg). Not to d., ΰπολαμβάνειν. δέχεσθαι or άποδέχεσθαι : not to d. what aby says, πιστεύεις τινί τι : they do not d. what I am saying, πι- στεύομαι (pass.). DISCREDITABLE, άδοζος, 2. άκλεής, 2. οΰ καλός, 3. αι- σχρός, 3. άτιμος, 2. Athg is d. to me, αίσχρόν or επονείδιστόν εστί μοί τι. όνειδος εστί μοί τι. α'ισχύνην φέρει μοί τι : this is, or I consider the matter, athg but d. to me, δόζαν λαμβάνω άπό τίνος, ευδοκιμώ επί τινι. DISCREET, εύλφ)ς (P.). φρόνιμος, 3. εσκεμμένος, 3. βε- βουλευμένος, 3. πεφροντισμέ- νος, 3. A d. reply, πεφροντι- σμένη άπόκρισις. See CIRCUM- SPECT. DISCREETLY, σωφρόνως. φρονίμως. γνώμη, εΰλαβώς. πε- φροντισμένως. βεβουλευμένως. To act d., γνώμη πράττειν. εΰ- λαβεΐσθαι : athg is done d., υπό γνώμης γίγνεταί τι : to weigh over a matter, or consider it, very d., καλώς βουλευσάμενον ποιεΐ- σθαι την γνώμην. DISCREETNESS. See Dis- cretion. DISCREPANCE. See Dif- ference, Disagreement. DISCREPANT. See Differ ENT. DISCRETE. Formed withpast partcp. of to Separate. DISCRETION, f Prudence] φρόνησις, εως, η. τό φρόνιμον DIS DIS DIS (P. ; practical good seme). ε υβου- λία. πρόνοια (forethought), ή. ευλάβεια, ή. τό ευλαβές (cau- tion), σωφροσύνη, ή (considera- tion), άγχίνοια, σκέψις, ή (cir- cumspection), or γνώμη, η. λογι- σμός, 6. With d., σωφρόνως. φρονίμων, γνώμη : athg is done with d., υπό γνώμης γίγνεταί τι : to act with d., γνώμη πράτ- τει» : it requires considerable d., σωφρόνων εστί (c. infin.) : with- out d., άβουλεί, and other adverbs in ως fm adjj. tinder Indis- creet. To act without d., άγνω- μονειν. αβουλία χρήσθαι: to do athg without due d., αύτοσχεδι- ά'ζειν τι : want of d., αβουλία, άλογιστία, άγνωμοσύνη, ή. ^[ Power of acting without confront] εξουσία, ή. α'ίρεσις, η. To leave athg to aby's d., επιτρέπει» τι τινι. ποιεΐν τίνα κύριόν τίνος : athg is left to aby's d., αύθαίρε- τόν εστί τι. εθελούσιου εστί τι : it is left to my d., επ' εμοι εστί : after aby's d., ώ? τις βού- λεται. ώς αν τις βούληται. ο τι άν δοκή : to surrender at d., παραοοΰυαι εαυτόν τινι χρήσα- σθαι ό τι βούλεται or ο τι άν βούληται. επιτρέπω τινι γνώ- ναι ο τι βούλεται περί εμαυ- του. DISCRETIONARY, αυτεξ- ούσιος, εθελούσιος {voluntary, optional). DISCRIMINATE, διακρί- νειν, άποκρίνειν, εκκρίυειν^. t.). διορίζειν τι (externally), διαγι- γνώσκειν τι (as the result of dis- crimination, to d. with the mind), or διάγνωσιυ ποιεΐσθαί τίνος, διακρίνει» τι. To d. minutely, διευκρίνείν : to d. things, or be- tween them, διακρίνειν, διαγι- γνώσκειν τι από τίνος, διαλαμ- βάνειν or διαιρεΐν τι προς τι : easy to d., ευκρινής, 2 : difficult to d., άδιάγνωστος, 2. αδιάκρι- τος, 2. DISCRIMINATING. ^ Sub- jectively] άγχίνους,Ί. εϋζύνετος, 2. εύστοχος, 2. οξύς or δεινός την γνώμην. ακριβής, 2. A d. mind or faculties, φρενών όξύτης, ή. ευξυνεσία, ή. ευστοχία, ή. *U Objectively] Ε. g. a d. mark, γνώ- ρισμα, τό. τεκμήριον, το. ξύμ- βολον, τό : to be a d. mark, τε- κμήριον είναι : to conclude or in- fer fm some d. features of the ob- ject, τεκμαίρεσθαι. DISCRIMINATION, f The act of discriminating] διορισμός, b. διαίρεσις, η. διάκρισις, διά- γνωσις, η. κρίσις, ή. εκλογή, ή (the selection of the better). With- out d., άκοίτως. TJ Mental dis- crimination] άγχίνοια, η. εϋξυνε- οία, η. ευστοχία, η. φρενών όξύτης, ή. Nothing escapes aby's d., ου διαφεύγει τι τους λογι- σμούς τίνος. DISCURSIVE. 1ί Roving] Ασταθής, 2. αβέβαιος, 2. άνίδρα- στος, 2. πλάνης, ηνος, ο. ΤΙ Ar- (171) gumentative] λογιστικός (skilled in reasoning). D. faculty, τό λο- γιστικόν (Α.). DISCUSS, άκριβολυγεΊσθαι. λεπτολογεί», διερευνά», έξερευ- νάν or διεξιέναι, εξηγεϊσθαι, δι- εξηγεΐσθαι (to lay a fact before aby). To d. a subject, άκρι- βώς διελθεΐ». διεξέλθει», δια- πραγματεύεσθαι : to d. a philo- sophical question with aby, κοινή σκυπεϊν μετά τίνος : to d. a sub- ject, σκοπεί» or σκέψι» ποιεΐ- σθαι περί τίνος (to investigate phi- losophically). DISCUSSION, κρίσις, διάκρι- σις, διευκρίνησις, η. εξίτασις, ή. 'έλεγχος, ό. εξήγησις, η. Το have a d. with aby on any point, see Discuss. DISDAIN, s. ολιγωρία, ή. καταφρόνησις, η. υπεροψία, ή. αποβολή, ή. To look down upon or treat with d., see next Article. DISDAIN, v. καταφρονεί» τί- νος, ολιγωρεί» τίνος, ύπεροράν τι (to contemn), μισεΐν τι (to be disinclined towards), αποβάλλει» τι. άποπτύει» τι (to reject with scorn), ου δέχεσθαί τι. ου βού- λεσθαίτι. παραιτεϊσθαίτι. φίύ- γειν τι. άπέχεσθαί τίνος (notto receive athg, not to use it), άπ- ωθεΖσθαι or διωθεΐσθαί τι (to ward off, push aside). I d. doing athg, ουκ άξιώ ποιεΐν τι : d.-d, απόβλητος, 2. καταφρόνητος, 2. άμελούμενης, 3. DISDAINFUL, καταφρονη- τικος, 3. υπερήφανος, 2. υπερ- οπτικός, 3. μεγαλόφρων, 2. αυ- θάδης (α), 2. υβριστής, οΰ, δ. To be d., μέγα φρονεϊν. μεγα- λοφρονεϊν. ύπερηφανεύεσθαι. αΰθαδιάζεσθαι. ύπερ ανθρωπον φρονεί» : to treat aby in a d. man- ner, see next Article. DISDAINFULLY. See Con- temptuously. To treat a per- son d., ε» ατιμία έχει» τινά. καταφρονεί» τι»ος. υπεροψία χρήσθαι περί τίνα. υβρίζει» τι- νά or εϊς τίνα. όλιγωρεΐν τίνος, ούδένα λόγο» ποιεΐσθαί τίνος : to treat aby very d., εν ατιμία πολλή έχει» τινά. DISEASE, S. νόσος, δ. νόση- μα, τό. άρρώστημα, τό. πάθος, τό. σύμπτωμα, τό. A long or tedious d., μακρά νόσος, μακρο- »οσία, ή : an epidemic d., λοιμός, ό. λοιμικη νόσος, ή. φθορά, η. λύμη, η. κοινή νόσος : a violent d., dangerous d., χαλεπή νόσος : an acute d., όξεΐα νόσος : a con- tagious d., λοιμικόν πάθος, λοι- μώδες νόσημα : to communicate a d., νοσοττοιεΐν. άναπιμπλάναι τινά (τίνος : infect him ivith it) : to be infected by, or to take, a d., άναπ! μπλασθαι or μετέχειν της νόσου: to have a d., be laid up with a d., νοσεϊν : to bring upon oneself a d., νόσο» κτήσασθαι : to catch a d., be attacked by a d., περιπίπτει» νόσω. ληφθήναι νό- σω : I have an attack of a d., a d. attacks me, εμπίπτει μοι νό- σος, περιπίπτω νόσω. άπτεται μου νόσος : an (infectious) d. at- tacks aby, νόσος (λοιμός, &c.) επι- λαμβάνει τινά (Τ. 2, 51. Η. 8, 115) : to bring on a d., νοσάζειν. νοσοποιεϊν. νόσου αίτιον είναι: to dispel or repel a d., άπαλλάτ- τειν νόσους, επικουριΐν νόσω : to attend or wait upon aby in a d., νοσηλεύει» τινά. θεραπεύειν vo- σοΰντα : to recover from a d., άνακύπτειν εκ νόσου, άναλαμ- βάνειν εαυτόν, άναραΐζειν or άν- αρρα'ιζειν : to die of a d., άπο- θνήσκειν νόσω or εκ νόσου, τε- λευτάν νόσω : free fm any d., άνοσος, 2 : that has a d., suffering fm d., νοσώδης, 2. επίνοσος, 2: to infect with d., see Infect. DISEASE, v. See to Infect. DISEASED, νοσώδης, 2. έπί- νοσος. D. in mind, νοσών (οΰσα, οΰν) την ψυχή»: a d. state, έξις νοσώδης, ή: a d. state of mind, ψυχής νόσος, ή, or τό της ψυ- χής or εν τή ψυχή κακόν. DISEMBARK; εξάγειν, ΐκβι- βαζειν and άποβιβάζειν (of per- sons and things). *H (Intrans.) To land, go on shore] αποβαίνει» (with or ivithout εις την γήν). εκ- βαίνειν της νεώς or από της νεώς or εις τή» γήν, or simply εκ- βαίνειν. There is a convenient place for d.-ing, άπόβασίς έστι κατά τι χωρίον or εν τινι χω- ρίω. DISEMBARKMENT, α'ττο- βασις εις την γήν, h (the act of getting on shore), άπόβασις τής γής, or simply άπόβασις, ή. To effect the d. of persons (e. g. troops), άπόβασιν ποιεϊσθαι : a place for d., προσβολή, η. κάτ- αρσις, ή. See also the phrases under Disembark. (^" άποβα- τήρια, τά, were offenngs made for a successful landing.) DISEMBARRASS, λύει», απολύει», άπολυτροΰ». To d. oneself of athg, άπαλλάττεσθαί (pass.) τίνος or ελεύθερον κατα- στήναί τίνος, μεθίεσθαι or άφ- ίεσθαί (pass.) τίνος, εκδύεσθαι or εκδϋναί τι : — of aby, άπαλ- λάττειν τινά. άφίεσθαί (pass.) τίνος. See to Free, to Extri- cate. To d. aby, ακεΐσθαι τάς απορίας τινός, απολύει» τινά τής απορίας. DISEMBARRASSMENT, άπόλυσις, ή. ελευθέρωσις, η. DISEMBODIED, f Dis- banded] Vid. ΤΙ Deprived of the body] γυμνός (naked), άνευ or εκ του σώματος, ασώματος (incorporeal). DISEMBODY, f Discharge from military service] See Dis- band. DISEMBOGUE. (Trs.) έζ- ερεύγεσθαι (pass.), έκβάλλειν, είσβάλλειν (of rwers). συμβάλ- λειν (of a smaller river that empties itself into a larqer one). DISEMBOWEL, εξαιρε'ιν. DIS DIS DIS εκκοιΧιάζειν : also ίξαιρείν την κοιΧίαν or νηδύν. εξεντερ'ιζειν. DISENCHANT, άναλύειν^,ν επωδήν. DISENCHANTMENT, άι/ά- Χυσις τής επωδής, -η. DISENCUMBER, άποφορ- τίζεσθαι. άφαιρείν τό άχθος, κουφίζειν. Tod. oneself of athg, άποβάλΧειν άχθος. άπαΚΧάτ- τεσθαί (pass.) -τίνος or αϊτό τί- νος, εκδύεσθαι, διαδΰεσθαι, άνα- δύεσθαί εκ τίνος, εξίστασθαί τίνος, άποφεύγειν tl. χαίρειν εάν τι (to dismiss it from one's mind). See phrases in Disem- barrass. D1SENCUMBRANCE, λι5- σις, άπόΧυσις, ή. άπαΧΧαγή, r\. άποβοΧή, ή. DISENGAGE, λύειν, άποΧύ- ειν. άποΧυτροΰν. To d. fm athg, άπαΧΧάττειν τινός. ΙΧευθεροΰν τίνος. έκΧύειν τινός: to d. one- self fm athg, άπαλΧάττεσθαί (pass.) τίνος : — fm aby, άπαΧ- Χάττειν τινά. άφίεσθαί (pass.) τίνος. See the phrases in Disem- barrass. DISENGAGED. «[J Detached] Fm past partcp. of the verbs. To be d. (fm athg), ελεύθεροι/ είναι τίνος, έξω είναι τίνος. άπηΧ- Χάχθαι τινός. *\\ Unoccupied, at leisure] άπράγμων, 2. σχοΧαΙος, 3. σχολήν άγων, ούσα, ον. Το be d., σχοΧάζειν. σχοΧήν αγειν. πράγμα μηδέν εχειν : I am d., σχοΧή εστί μοι : to be entirely d., πράγμα οΰδεν εχειν. ευ εχειν σχοΧής : not to be d., άσχοΧον είναι. DISENGAGEMENT, άπό- Χυσις, ή. έκΧευθερωσις, ή. άπ- αΧΧαγή, ή. ^} Vacancy, leisure] Vid. DISENTANGLE. ΤΙ To un- ravel] άνειΧεΙν. αι-ελ/ττει»/, έξ- εΧΊττειν (explicare). ^[ Fig. : to disentangle athg obscure (as a no- tion, S[C.)] διασαφηνίζειν. See Develop. H To free fm diffi- culties, Qc] E. g. to d. oneself, άναδύεσθαι, διαδΰεσθαι (to eodri- cate oneself). άναΧύεσθαι εκ τί- νος. άπαΧΧάττεσθαί (pass.) τί- νος : to d. aby, άποσπάν τινά τίνος or από τίνος. See to Ex- tricate. To d. oneself out of some embarrassment, μηχανά- σθαι έξοδον : to be unable to d. oneself, άμηχάνως εχειν. DISENTHRONE. See De- throne. D1SESTEEM,i>. όΧίγουποι- εΐσθαί τι. όΧιγωρεΐν τίνος, κα- ταφρονεΐν τίνος, ύπεροράν τι. φαυΧίζειν τι. όΧίγον άξιον νό- μιζε ιν (the latter r= to depreciate, of thinqs only). ^ DISESTEEM, s. όΧιγωρία, η. καταφρόνησις, r). See CON- TEMPT. DISFAVOUR,*, όργή,ή. δυσ- αρίστησις, r). σκορακισμός, ό (Plut.). To incur aby's d., δι' ορ- γής γίγνεσθαι τινι. εκπίπτειν (172) τής φιΧΊας τινός. άποβάΧΧειν την τίνος χάριν. άποστηρεΐ- σθαι (pass.) της εύνοιας τινός, σκορακίζεσθαι (pass.) υπό τίνος. DISFAVOUR, v. See Dis- countenance. To be d.-d, see 'to incur Disfavour.' DISFIGURATION, DISFI- GURING, δυσμορφία, αμορφία, ■η. διαφθορά, τ) (the latter ivith ref to the effect produced by d.). DISFIGURE, αμορφον or δΰσμορφον ποιεϊν. διαφθείρειν. Χυμαίνεσθαι. καταισχύνειν. See Deform. DISFIGURED, άμορφος, δύσμορφος, 2. δυσειδής, 2. αι- σχρός, 3. διεφθαρμένος, 3. DISFIGUREMENT, αμορ- φία, ν (as state), διαφθορά τής μορφής or διαφθορά only (as act). DISFRANCHISE, ττολιτείαι/ άφαιρεΐσθαι, τινά (to take away his rights of citizenship) . άτιμον ποιεϊν τίνα (to punish him with ατιμία). άποΧιν ποιεϊν (D.). DISFRANCHISEMENT, * άφαίρ^σις τής ποΧιτείας. ατι- μία (civil death). Or Crcl. DISGORGE, f Propr.] άπο- πτΰειν, εκπτύειν. εξίμεΐν. See Vomit, ίξερεύγειν (Hipp. ; im- propr. of rivers. H.). "[I Fig. : to deliver up (athg)] εξεμείν (to d. ill-gotten ivealth. A. Ach. 6). άποδιδόναι πάΧιν. άποκαθιστά- ναι. DISGRACE, S. αισχύνη, v. όνειδος, τό. Χώβη, η. Χύμη,ή. α- τιμία, ή. άδοξία, ή. αισχρά δόζα, η. α'ικία, η (the latter, if brought on by positive insults), ύβρις, εως,η (jn jury, mortification). Xoi- δορία, ή, or Χοιδόρημα, τό. βΧα- σφημία, ή {brought on by injurious words). To inflict a d. upon aby, see to Disgrace : the d. of athg, αισχύνη τινός or από τίνος : to be a d. to aby, όνειδος είναι τινι. εις άτιμίαν καταστήναί τίνα : athg is a d. to me, αισχύνη συμ- βαίνει μοι : athg is a greater d. to me, πΧείονα αισχύνην όφΧι- σκάνω : to consider athg a d. to oneself, όνειδος ήγεΐσθαί τι. εν αισχύνη or δι αισχύνης τίθε- σθαί τι : athg brings d. on aby, α'ισχράν δόξαν κτάσθαι από τί- νος : athg is a d. to me, αίσχρόν εστί μοί τι : to suffer a d., to have d. brought upon one through aby, κακώς or τά 'έσχατα πά- σχεινύπότινος. ϋβρίζεσθαιπρός τίνος : to blot out a d., άπαΧ- Χάττειν αισχύνην. % Objectively (i. e. degrading thing)] αίσχος, τό (physically and morally), πο- νηρία, r/. τό άνόσιον (morally only), αισχρόν έργον or πράγμα, έργον άνόσιον, τό (e. g. εργάζε- σθαι or πράττειν or άποδείκνυ- σθαι έργον άνόσιον. To get one- self into d., α'ισχρως διατίθεσθαι (pass. ; propr. of a disgraceful condition). % Disfavour] Vid. To fall into d., δι' οργής γίγνε- σθαι τινι (to incur disfavour). DISGRACE, v. άτιμάζειν. καταισχύνειν τινά. Χωβάσθαί (aor. pass.) τίνα. Χυμαίνεσθαι τη τίνος δοξ-η. άτιμίαν κατα- σκευάζειν τινι. Χυμαίνεσθαι τί- να, αισχύνην φέρειν or περι- άπτειν τινι. άτιμίαν φέρειν τι- νι. Athg d.'s aby, or aby is d.-d by athg, όνειδος είναι τινι. εις άτιμίαν καταστήσαί τίνα : I am d.-d, αισχύνη συμβαίνει μοι : lam still more d.-d, πΧείονα αισχύ- νην όφλισκάνω : to consider one- self d.-d by athg, όνειδος ηγεΐ- σθαί τι. εν αισχύνη or δι αι- σχύνης τίθεσθαί τι": to be d.-d by athg, αΐσχράι; δόζαν κτάσθαι άπό τίνος : I am d.-d by it, αι- σχρόν εστί μοί τι. όνειδος εστί μοί τι: aby is d.-d, όνειδος παρ- ακοΧουθεΙ τινι : to d. oneself, άν- αζια πράττειν. καταισχύνειν εαυτόν. % To put out of favour (e.g. at court)] καταπαύειν τινά τής αρχής or άρχοντα. άφεΧέ- σθαι τιμήν δοθεΐσάν τινι. έκ- βάΧΧειν τινά. To be d.-d. (prps) τής τοΰ βασιΧέως (των αρχόν- των, #£C.) εννοίας εκπεσεΐν. εν οργή τοίς άρχουσιν είναι, δι' απέχθειας γίγνεσθαι (τινι). % To disgrace a woman] See Dis- honour. DISGRACEFUL, αισχρός, 3 (physically and morally), ανάξιος, 2. επονείδιστος, 2. υβριστικός, 3. βΧάσφημος, 2. όνειδος έχων, ούσα, ον. ανόσιος, 2. μιαρός, 3. κάκιστος, 3 (morally). To act in a d. manner, αισχρά πράτ- τειν. αίσχροποιείν: d. treatment, Χώβη, ή. α'ικία, ή : d. act, αι- σχρόν έργον or πράγμα, or sim- ply αισχρόν, τό. έργον άνόσιον, τό : d. acts committed both pub- licly and secretly, τά τ εν τω φανερω και τά εν τω άφανεΐ αισχρά : to commit (be guilty of) a d. action, εργάζεσθαι or πράττειν or άποδείκνυσθαι έρ- γον άνόσιον : to treat in a d. man- ner, see adv. Disgracefully: a d. mode of acting, αισχροποιία, α'ισχροπραγία, ή : to do d. things, αίσχροποιείν, α'ισχρυπραγε'ιν : to be reduced to, or to get oneself into, a d. condition, αισχρώς δια- τίθεσθαι (pass.). DISGRACEFULLY, ai- σχρώς. άναξίως. κακώς (opp. ευ). To act d., αίσχροποιείν, ai- σχροπραγιΐν, also αισχρά πράτ- τειν : to behave d. towards aby, αικίζεσθαί τίνα. Χωβάσθαί τί- να, νβρίζειν ε'ίςτινα. άτιμάζειν τινά : acting d., or that acts d., α'ισχρονργός, 2. DISGRACEFULNESS. See Disgrace. DISGRACIOUS. See Disa- greeable. DISGUISE, s. TF A counter- feit habit] (prps) άΧλοτρία δια- σκευή. παρακάΧυφή (a wrap- ping), σχηματισμός (theassuming of a shape, 8fc. ; an assumption of what does not belong to one. DIS Plut.). μετασχημάτισα {Α.) μετασχηματισμός ( change of form. Plut.). Crcl. with verbs, e.g. to put on or conceal in a d., περι- καλύπτειν : to make aby appear in d., σκευην περιτιθέναι τιυί : to appear in d., ενδύεσθαι ιμάτια άλλου τινός [to put on another person's dress) or περιβάλλεσθαι σχήμα άλλότριον. σκευηυπερι- τίθεσθαι. διασκευάζεσθαι. ^[ Pig.] πρόσωπου (a mask. Vid.). μορμολΰκειον or μορμολυκεΐον, τό. μορμολύκη, η. 1J Metaph.] προσποίησις, η (simulatio).'Trpoff- ποίημα, τό {objectively only) . To lay aside all d., πάσαν άφιέναι την είρωνείαν : to use athg as a d., προκαλύπτεσθαί τι : to take or assume some d., ύποκρίνεσθαι σχήμα : to throw off a d., μηκέ- τι παρακαλύπτεσθαι or ύποκρί- νεσθαι. άποκαλύπτειν την ύπό- κρισιν. άφιέναι τό πλάσμα : un- der d. of friendship, -προσποιού- μενο? φίλος είναι ($S$F the case is to be determined by the context). DISGUISE, v. IT Propr.-.to put on a disguise] See ^preceding Article. To d. oneself in another person's dress, ενδύεσθαι ιμάτια άλλου τινός. περιβάλλεσθαι σχήμα άλλότριον. σκευην περι- τίβεσθαι. διασκευάζεσθαι: tod. a person, or make him d. himself, σκενην περιτιθέναι τινί. ^[ Fig. : to hide by a counterfeit appear- ance] ύποκρίνεσθαι σχήμα άλ- λότριον (g. t. of any kind of d.). προσποιεΐσθαι and σκηπτεσθαι (simulare, to assume the appear- ance of any absent quality, Sfc). άκκίζεσθαι (to pretend to be disin- clined to do, ι: to d. it- self, or to be d.-d, fm athg by &c, or inasmuch as &c, διά- φερε ιν τινός ν : easy to d., ευ- κρινή?, 2 : hard, difficult, or not to d., Λδιάγνωστος, 2. αδιάκρι- τος, 2. "[f Meton. : to distinguish in point of honour] τιμάν, προ- τιμάν. διαφερόντως τιμαν τίνα. To d. oneself (a] absolutely), έκ- πρεπη είναι (by qualities), άρι- στεύειΐ' (by acts) : b] above otJiers, by athg] διαφέρειν τιι -os τινι or ε'ίς τι. προέχιιν th/os τινι. Το d. oneself above all the rest, πάν- των διαφέρειν or π ροέχειν. κρα- τιστεύειν, άριστεύειν, πρώτευ- ε ιν : to d. oneself in athg, διαφέ- ρειν επί τινι or περί τι. εύδοκι- μεΐν επί τινι. άξιόλογον ε"ιναι εν τινι : to be d.-d (= to d. one- self), see the preceding phrases. DISTINGUISHABLE, γνώ- ριμος, 2. εύγνώριστος, 2, or εϋ- γνωστης, 2. νοητός, 3 (that may he knoivn or recognized). Easily d., ευκρινής, 2 : not d., άδιάγνω- στος, 2. αδιάκριτος, 2 : to be d. by athg, γνωρί'ζεσθαί τινι. DISTINGUISHED, επίση- μος, επιφανής, εμφανή?• φανε- ρός, 3. εξαίρετος, 2. διαφέρων, ούσα, ον. διαπρεπή?, εκπρεπής, 2. See Distinguish. If Emi- nent] πρώτος, 3. κράτιστος, 3. πάντων διαφέρων, ούσα, ον. If Of distinguished birth, rank, po- sition, <|"C.] ευγενή?, 2. τίμιος, 3. πρωτεύων, ούσα, ον. δόκιμος, 2 (esply of statesmen). To be d. in athg, see ' to Distinguish one- self :' to be more d. in athg than aby, διαφέρειν τινός τινι or ε'ίς τι. κρατεϊν τινός τινι : in a d. manner, διαφερόντως. εζαιρέ- τως. ούχ ηκιστα. δεινώς. μά- λιστα. See Illustrious, Re- markable. DISTORT, διαστρέφειν, εκ- στρέφειν,παραστρέφειν. στρε- βλούν : and simply στρέφειν (στρέψεσθαι, pass.; of limbs. Hdt. P.). To ά. the eyes, δια- στρέφειν τώ όφθαλμώ. ΐλλω- πεϊν : to d. the face, συστρέφειν την όψιν (to make ivry faces at drinking a potion. Satyri Fr. ed. Muller) : a d.-d limb, στρέμμα, διάστρεμμα, τό. έξάρθρωμα or παράρθρημα, τό : d.-d eyes, στραβισμός, 6 : with d.-d eyes, στραβών, ώνος, ό : to d. the truth, διαστρέφειν τό αληθές : to d. the law, διαστρέφειν τά δίκαια or τον ηττω'λόγον κρείττω ποι- εϊν. ανω καί κάτω στρέφειν τά δίκαια. DISTORTED, διάστροφος, 2. στρεβλός, 3. σκόλιος, 3. Α d. limb, &c, see under to Dis TORT. DISTORTION, διαστροφή, εκστροφή, ή- D. of the eyes, ή τών οφθαλμών ΪΚλωσις : d. of a limb (if = dislocation), έζάρ- θρωσις, παράρθρησις, ν- παρα- κίνησα, ν {as act), διάστρεμμα, τό. έζάρθρωμα, τό (objectively). DISTRACT, άποστρέφειν. άποκλίνειν. άποτρέπειν, έκτρέ- πειν, παρατρέπειν (to turn off fm any object, to turn in another direction) : — fm athg, τινός or από τίνος : to d. the mind fm athg, άπάγειν την γνώμην άπό τίνος : to d. the attention of the enemy, περισπάν τους πολεμί- N2 DIS DIS DIS ους : to d. aby's thought fm grief, τό λυπηρόν εκπλήττε ιν : to d. aby's thoughts or attention fm athg, άποτρεπειν τινά τίνος, άποσπάν τινά τίνος : atbg d.'s me, ταράττει με τι. ενοχλεί μοί τι : to be d.-d, διατεταρα- γμένον είναι την γνώμην : to be d.-d by a number of occupations, προς πολλά πράγματα διασπά- σθαι. ασ*χο\ον είναι ττρόϊ πράγ- ματα πολλά. DISTRACTED, άσύννους, ουν (gen. ου), απρόσεκτος, 2. διατεταραγ μένος, 3. See the phrases under to Distract. II Stronger tt. (= out ofone^s mind)] See Insane. DISTRACTEDLY. See Mad- ly, Wildly. DISTRACTION. See (1) Confusion, Perturbation, (2) Madness, (3) Recreation. To love aby to d., δυσέρωτα είναι Til/OS. DISTRAIN, ενεχυράζειν τα χρήματα τίνος, ρυσιάζειν τινά. I am or have been d.-d. ενεχυρά- Χ,ομα'ι τι, e. g. τα χρήματα (Ari- stoph.) : one that has been d.-d, ενεχυραστός, 3. Distraint, ενεχυρασία, ■>). ενεχυρασμός, 6. The right of levying a d., σύλη or συλά, ?; : to have the right of levying a d. agst aby, σύλαν εχειν κατά τί- νος : to levy a d., ενεχυράζειν τα χρήματα τίνος. See preceding Article. t DISTRESS, s. f Calamity] ανάγκη, τι. απορία, η. κακά,τά. ταΧαιπωρία, ή. άθλιότης, ητος, V- δυστυχία, κακοπάθεια, ή. Το be in d., εις άνάγκας άψϊχθαι. άπορεΐν. ταλαιπ<-ρεΐσθαι (pss.) : to be in d. all one's life, κακο- παθοϋντα διαζήν τον βίον : to reduce aby to d., περιβαΧε'ιν τίνα κακοϊς. For stronger tt., see Cala- mity. Fm d., δι άπορίαν. υπ' αμηχανίας : to be in the greatest d., εσχάτως διακεΐσθαι : to get in the most trying d., εις άνάγκας τάς άλγεινοτάτας εμπίπτειν. if Law term] See Distraint. To put a d. upon athg, 'ενεπισκήπτε- σθαί τινι. προσενεχυράζειν τι. κατεγγυάν τι : to have the right of putting in a d., σύλαν εχειν κατά τίνος : to grant aby such a right, σύλαν διδόναι τινι κατά τίνος. DISTRESS, v. 1 To make miserable, to mortify] λ υπεΖν. ά- νιαν. δάκνειν. άδικεΐν (to wrong), βλάπτε ιν. See Afflict. To d. aby wilfully, επηρεάζειν τινι. ΤΙ To disti-ess aby (= put into or reduce him to misery)] ποιεΐν τίνα άμηχανεΐν. ^ ε is άπορίαν καθ- ιστάναι τινά. ταλαιπωρεϊν τί- να or πράγματα or οχλον παρ- εχί/ν τινι. To be d.-d, άπορεΐν. εν άπόροις είναι : to become d.-d, εις άνάγκας or απορίας καθίστα- σθαι. άπόρως διακεΐσθαι : to be much d.-d, εσχάτως διακεΐσθαι: (180) to be d.-d for athg, ενδεώς εχειν τινός, ενδεά έινα'ι τίνος : to be greatly d.-d for athg, άπορεΐν τί- νος. σπανίΧ,ειν τινός : to be ex- tremely d.-d for athg, έρημου εί- ναι τίνος. *|f Greatly concerned] Ε. g. to be d.-d about athg, δυσ- θύμως εχειν προς τι or περί τι. φοβεΐσθαι (])ass.) περί τί- νος, if To be distressed for mo- ney] άπορεΐν χρημάτων. DISTRESSFUL. See Dis- tressing. DISTRESSING, πικρός, 3 (causirig painful feelings), δεινός, 3. βαρύς, εΐα, ύ (hard), ταπει- νωτικός, 3. καταπληκτικός, 3. άθλιος, 3. ταλαίπωρος, 2. ακλ»)- ρος, 2 (miserable, poor, oppressed). A d. tone, οικτρά φωνή or φωνή λυπουμένου. See PAINFUL. DISTRESSINGLY, οίκτρώς, &c. See Painfully. DISTRIBUTE,?;, διαδιδόναι, διανέμειν, επινέμειν τί τισι. See ' to Divide amongst.' To d. lands among the emigrants, κατα- κληρουχεΐν την χώραν τισίυ : the whole weight of the cuirass is d.-d over the shoulders and the chest, διείληπται b θώραζ το βάρος το μεν υπό των ώμων, το δε υπό του στήθους : to d. the troops in cantonments, διατάτ- τειν στρατιώτας : all who are not d.-d amongst the garrisons, Οσοι μι) εν τοις φρουρίοις ε'ισίν άπυτεταγμίνοι (D.). DISTRIBUTER. Crcl. with verbs under Distribute, Divide. DISTRIBUTION, διανομή, v . ταμιεία, ταμίευσις, η. διάδοσις, ή. διαίρεσις, η. See Division. A d. of corn, διανομή σίτου, ή. σιτοδοσία, ή. DISTRIBUTIVE, -LY. Crcl. with verbs under to Distribute. DISTRICT, χώρα,^ v. δήμος, νομός, 6. τέμενος, τό. τά περί xt χωρίον. To be situated within a certain d., εντός ορών τινός είναι : the d. of a town, κώμη, ή. DISTRUST, v. άπιστεΐν τι- νι. μή πιστεύειν τινι (both with ref. to persons and facts), άπί- στως εχειν or διακεΐσθαι προς tivu. άπιστίαν εχειν τιν'ι. ΰπό- πτως εχειν τινι or προς τίνα. ύποψίαν εχειν κατά τίνος, υπο- ψία χρήσθαι προς τίνα. I am d.-d, άπιστοϋμαι (pass.) : to d. aby wrongfully, ουκ ορθώς άπι- στεΐν τινι. DISTRUST, S. άττ ιστία, δυσ- πιστία, ή. υποψία, ή. To en- tertain d. towards aby, άπιστεΐν τινι. άπίστως εχειν or διακεΐ- σθαι προς τίνα : — about athg, υποψία χρήσθαι περί τι. See to Doubt. I am regarded with d., άπιστοϋμαι (pass.) : to feel an undeserved d. of aby, ουκ ορ- θώς άπιστεΐν τινι. See Suspi- cion. DISTRUSTFUL, άπιστος, δύσπιστος, 2. ύποπτος, 2. To be d., ύποπτεύειν. ύπόπτως εχειν : to be d. of aby, απίστων εχειν or διακεΐσθαι προς τίνα. ύπόπτως εχειν τινί. See to Dis- trust, to Suspect. DISTRUSTFULLY, άπι~ στως. ύπόπτως. To treat aby d., see 'to be Distrustful,' to Distrust : to look upon athg d., ύφοράσθαί τι. DISTURB, ταράττειν, δια- ταράττειν, επιταράττειν (c. acc). θορυβεΐν (ace), ένοχλίΐν (dat.). εμποδών είναι τινι, also συνταράττειν (τινά), άνιάν τί- να, πράγματα παρέχειν (aby). To d. oneself (= be disturbed), θορυβεΐσθαι, άνιάσθαι (pass.), δυσθύμως εχειν : to feel oneself or to be d.-d by athg, άδημονεΐν τινι or υπό τίνος : not to allow oneself to be d.-d., θαρρεΐν : — by athg whatsoever, οΰκ ένοχλεΐ- σθαι (pass. ; in o«e's repose), ύπ' ούδενός κινεΐσθαι (pass. ; in one's mode of acting) : to d. aby's re- pose, ενοχλεΐν τινι : to d. the public peace, ταράττειν την πά- λιν or τό κοινόν : to d. aby's peace of mind, ενοχλεΐν τΓ) τίνος ευ- δαιμονία : my peace (of mind) is d.-d, ταράττομαι (pass.) την γνώμην : one who d.'s the peace, στασιαστής, οΰ, ό. στασιαστι- κός, ό ; to d. the tranquillity of the state, στασίαζε ιν την πάλιν : εις στάσιν έμβάλλειν τους ττο- λίτας : to d. aby in his sleep, έζ- εγείρειν καθεύδοντα : to d. aby's happiness, ενοχλεΐν τη ευδαιμο- νία τινός : athg that d.'s, d.-ing, or of a d.-ing nature, ταραχώδης, 2. όχληρός, 3. ανιαρός, 3. ( DISTURBANCE. if As act] ένόχλησις, ή. ταραχή, ή. κώ- λυσις, ή. κώλυμα, τό. if As state] ακαταστασία, ή (continual motion), ταραχή, ή. θόρυβος, ο (internal or external state of con- fusion), φροντίς, ίδος, ή (of the mind). D. of or in the state, στά- σις τών πολιτών, ή : to cause aby d., όχλονπαρέχειν τινί. ενοχλεΐν τινι. ταράττειν or διαταράτ- τειν τινά : to cause d.'s in the state, see ' to Disturb the tran- quillity of the state :' to be in a state of d., στασιάζειν, εν στά- σει είναι : to quell or put down a d., παύειν την στάσιν : an ex- citer of d.'s, στατιωτικός,ό. νεω- τεριστής, οΰ, 6, or νεωτεροποιός, ό. DISTURBER (as g.t), Crcl. with the verbs in Disturb. if In a political sense] A d. of the pub- lic peace, άνηρ στασιαστικός or νεωτεροποιός, ό. πολυπράγ μων άνθρωπος, ό. DISUNION. If Separation] VlD. if State of being disunited] διάστασις, ή. διαφορά, -η. To cause d. among the citizens, στα- σιάζειν τους πολίτας or την πά- λιν, εις στάσιν έμβάλλειν τους πολίτας. DISUNITE. «|f To separate] Vid. if To set at variance] δι- DIS DIV DIV ισταναι τινας or τίνα τίνος, συγ- κρούειν τινά τινι. διαβάΧΧειν τινά προς τίνα. To be d.-d, δι- ίστασθαι, διαφέρεσθαι (pass.), διχοστατεΐν. γίγνεταίτινος δια- φορά προς τίνα. διαφοράν ποι- εΐσθαι προς τίνα. ιέναι εις δια- φοράν τινι : to become d.-d, τα- ράττεσθαι (pass.) εν άΧΧηΧοις. στασιάζειν προς άΧΧήΧους : to d. the citizens, see Disunion : one who d.'s the citizens, στα- σιάρχης, οι», ό. 6 άρχων της στάσεως. *\\ (INTRS.)] διίστα- σθαι, διαφέρεσθαι (pass.), διχο- στατεΐν. στασιάζειν προς άΧ- ΧήΧους. See above. DISUSE, s. το μη χρησθαι. See next A Hide. DISUSE, v. (Trans, rare), άπεθϊζιιν τινά ποιεΐν τι. άπο- διδάσκειν τινά τι or ποιεΐν τι. To d. oneself, μεΧέτη παύεσθαι ποιοΰντά τι. άπομανθάνειν τι or ποιεΐν τι. DITCH, s. όρυγμα, τό. σκάμ- μα, τό (g. t., for any hole dug in the ground), τάφρος, η (chiefly in fortifications; hence όρυγμα and τάφρος, Τ. iv. 20). διώρυζ, υχος and υγος, η (a canal, esply for taking off a portion of a mass of water), οχετός, 6. αύΧών, ώνος, ό (a canal). To make a d., τα- φρεύειν or τάφρον τείνειν or όρύττειν : — before or in front of athg, τάφρον παρατείνειν τι- νι : to block up or make inacces- sible by d.'s, άποσκάπτειν. DITCH, v. ταφρεύειν. τά- φρον τείνειν or όρύττειν. See Ditch, s. DITCHER. See Digger. t DITHYRAMB, διθύραμβος, ο. To write d.'s, διθυραμβογρα- φεΐν. διθυραιχβοιτηιεΐν. DITHYRAMBIC, διθυραμ- βικός, διθυοαμβώδης, 2. A d. poet, διθυραμβοποιός : composi- tion of d. poetry, διθυραμβοποιία. DITTY, άσμάτιον, τό. DIVE. ( If Propr.] κατακο- Χυμβάν, ϋποδύεσθαι, καταδύ- εσθαι (subire). To d. under (wa- ter), ϋποδύεσθαι (-δΰναι), ΰπο- νήχεσθαι and ύπονεΐυ. κυβιστάν (to plunge headlong, εις). ^1 Fig. : to penetrate (mentally)] έξερευ- νάν. έζευρίσκειν. διεζετάζειν. άνερεννάν. DIVER, κοΧυμβητης υφυ- δρος, 6. κατακοΧυμβητής, κο- Χνμβητής,οΰ,ό. κατακοΧυμβών, ώντος. 6. άρνευτήρ,ηρος, 6. κϋ- βιστητήρ (Ερ. Trag.), ό. κυβι- στών (one who pitches headlong into tlie water). i[ A waterfowl] κολυμβίς, ίδος, η. α'Ίθυια, ή: also κόΧυμβος and κοΧυμβητης, 6. DIVERGE, σχίΧεσθαι (to di- vide itself: of a river branching into different arms ; of a road. H.). παρεκκΧίνειν {to deviate towards, ε is. Α.). To lose their way by d.-ing fm the main road, διασχισθέντας τρίβω τινι πΧα- νάσθαι (of soldiers becoming se- (181) ' parated fm the army). See to Deviate. DIVERGENCEor-GENCY, παρέκκΧισις (a turning aside fm the way. Stob.). διάστασις, εως, η (a d. of opinions). See Devia- tion. DIVERGENT. By the pres. partcp. of verbs under Diverge. DIVERS (— several), πΧεονες or πΧείους, οι, αι. πΧέονα or πΧείω, τά. DIVERSE. See Different. DIVERSIFICATION. Crcl. with verbs tinder Diversify. DIVERSIFIED^Troi/aXjut- νος, αμοιβαίος, 3. DIVERSIFY. ποικίΧΧειν (to d. , to vary ; e. g. a mode of life, a constitution, ^c. P. X.). To d. by introducing ornamental parts, επικοσμεΐν, κατακοσμεΐν, δια- κοσαεΐν. See to Vary. DIVERSION. ΤΓ A turning fm its course] εκτροπή, παρα- τροπή, παραγωγοί, ν (as act). ΤΙ Fm work (= recreation, amuse- ment)] άνάπαυΧα πόνων, η. ανε- σις, η. ραθυμία, η. σχοΧη, η. τέρφις, fj. To indulge in a little d. after work, πορΊΧ,εσθαι άνα- παύΧας των πόνων, τρίπεσθαι προς άνεσιν: to procure abysome d., εύθυμίαν παρίχειν τινι. % Military t.] (κατ εξοχήν) περι- σπασμός, αντιπερισπασμός, 6. περιοΧκή, η. άντιπερ'ισπασμα, τό. To effect a d., άντισπάσα- σθαι, άντιπερισπάν or περιεΧ- κειν τους ποΧεμίους. DIVERT, m To turn off fm its course] άποτρεπειν, έκτρέ- πειν, παρατρέπειν. άποστρέ- φειν. άποκΧΊνειν. παράγε ιν (fin athg, τινός or άπό τίνος). Το d. the mind fm athg, άπάγειν την γνώμην άπό τίνος : to d. the subject of a conversation, παρατρέπειν τον Χόγον : to d. the course of water, παρατρέ- πειν or εκτρέπε ιν άΧΧη τό 'ύδωρ: to d. the progress of athg, κωλύ- ειν τι του μη Χαβεΐν έπίδοσιν : to d. the attention of the enemy, περισπάν τους ποΧεμίους. ^f With refi to thoughts and the mind, Sec] To d. aby's attention or thoughts, άποτρεπειν τινά τίνος, άποσπαν τινά τίνος : to d. aby (in an agreeable manner), εύθυ- μίαν παρέχειν τινι : to d. aby's grief, άποτρεπειν τινά των με- ρίμνων : to d. oneself, or to be d.-d by athg entertaining, τρέπε- σθαι προς άνεσιν. DIVERTING, επίχαρις, ι (gen. ιτος). χαρίεις, εσσα, εν. ψυχαγωγός, 2. DIVEST. 1ί Prop. : to strip (of clothes, <§"£.)] έκδύειν, άποδύ- ειν. περιαίρειν. To d. aby of athg, έκδύειν τινά τι. γυμνοΰν τινά τίνος, περιαιρεΐσθαί τινά τι. ^1 Fig. : to deprive] Vid. To d. oneself of athg, άποδύεσθαί τι (e. g. τά aXXa . . εν τω Χόγω, have d.-d ourselves of other con- siderations in the argument: hut Bait. andSauppe άπεΧυσάμεθα). άφίστασθαί (άποστηναί) τίνος, έζίστασθαί τίνος, ύφίεσθαί τί- νος (e.g. of one's rights, άφίστα- σθαί των δικαίων) : to d. oneself of one's official dignities, ά-ποκη- ρύττειν or άπειπεΐν or κατατί- θεσθαι or άποτίθεσθαι αρχήν : to d. oneself (e. g. of an opinion, habit, $"ίως. θεόθεν^ divine power) . δαιμονίως (^mar- vellously). To honour d., τιμάν ωσπερ θεόν : d. inspired, θεόλη- πτος, 2. ενθεος, 2. H Fig.] See Incomparably. DIVINER, μάντις, εως, 6. προφήτης, ου, 6. χρησ μολόγος, χρησμωδός, 6. Fein, γυνή χρη- σμολόγος, ή. προφητις, ιδος, ή. Ίεροσκόπος (d. by sacrifices), oi- ωνοσκόπος (by birds, aiigur). τε- ρατοσκόπος (by portents), έμπυ- ροσκόπος, also θυοσκόπος or πυρκόος (by the flame of the sacri- fice). To be a d., μαντεύεσθαι, See the verb and Divination. DIVINITY. 1 Deity] Vid U Theology] θεολογία, ή. θεία επιστήμη, ή. θεοσοφία, ή. οι περ'ι τον θεόν (heatlien, τους θεούς) λόγοι. DIVISIBILITY,™ /ιεριστο'ί/. διαιρετόν. DIVISIBLE, μεριστός, 3. δι- αιρετός, 3. DIVISION. H The act of di- viding into parts] μερισμός, 6. διαίρεσις, ή (the separation into parts), νομή, διανομή, ή (into shares or lots), διάταζις, διακόσμησις, ή (into or according to classes). To make a d., διαμερίζειν, διαλαμ- βάνειν and διορίζειν. διαιρεϊν. See Divide, ^f As thing (objec- tively)] μέρος, μόριον, τό. άπο- δασμός, ό. The d. of an army, τάξις, ή. τάγμα, τό : in small d.'s, κατ ολίγους. ^[ A division (amongst persons)] See Distri- bution. T| A scientific division (of a subject)] διάθεσις, ή (the se- ries), τάζις, διάταζις, σύνταζις, διακόσμησις, ή (the normal αι<- rangement). To make a scientific d., συΛ/τάττειν τι εις γένη. ^f The division of a literary work] κεφάλαιον, τό ( principal d., head), τομή, απότομη, ή. τμή- μα, τό (section, paragraph), κώ- λον, τό. and περίοδος, ή. περι- οχή, ή (in a speech). ^\ A divi- sion (in the concrete)] b εν μέσω or δια μέσου τοίχος (a partition). ^| Difference, disunion] See Dis- cord. If In arithmetic] παρα- βολή (opp. multiplication). DIVISOR, (prps) 6 μερίζων (sc. αριθμός). DIVORCE, s. ή -rod γάμου διάλυσις (g. t.). άπόπεμψις, ή (repudiation on the part of the husband), άπόλειψις, ή (on the part of the wife). DIVORCE,*?, άποπέμπεσθαι or άποδίδοσθαι or έκπέμπειν or εκβάλλειντήνγυναΊκα (tod. one's DO wife), άπολείπειν or άπολύειν τον άνδρα, διαστήναι του αν- δρός (if the separation takes place on the part of the wife). DIURNAL. See Daily, adj. DIURNALLY. See Daily, adv. DIVULGE, δηλούν, άπαγ- γέλλειν, έκφαίνειν τί τινι. εκ- φέρειντι προς τίνα (toaby). Το d. by way of report, έκφέρειν, διαδιδόναι, διαφημίζει ν, διαγ- γέλλειν, διαθρυλλεΐν : — pub- licly, προαγορεύειν (προειπεϊν), προτιθέναι and άποδεικνύναι (to proclaim, ore.) : to be d.-d, φ<ι- νερόν or εμφανή γίγνεσθαι, δη- λουσθαι. γιγνώσκεσθαι : to d. a secret, μηνύειν τινί τι των λαν- θανόντων, κεκρυμμένον τι δη- λοϋν τινι. See to PUBLISH, to Proclaim. DIVULGER. Crcl. with verbs under Divulge. DIZEN. See Bedizen or De- corate. DIZZINESS, 'ίλιγγος, 6. σκοτοδινία,ή. σκότωμα, τό. δϊ- νος, 6. πίρίτροπος, 6. To be subject to, or to be affected with, d., Ίλιγγιάν. σκοτοδινεϊν and σκοτοδινιάν. ΌΙΖΖΥ. 1 Subjectively] ίλιγ- γιών,ώσα,ών. σκοτοδινιών,ώσα, ών. To make (aby) d., σκοτυΰν : to become orbe d., ίλιγγιάν. σκο- τοδινιάν. περιτρέπεσθαι. DO, ποιεϊν (g. t. ''to effect? ''to bring alwut? ' to make? ^j" but only with refi to external or visible effect, and not to the intention and the means employed), πράτ- τειν (to carry on, ifijp with pe- culiar ref. to the means employed, and expressive of intent and pur- pose), δράν and ίργά'ζεσθαι (to bring about by means and exer- tion or energy). To have (some- thing) to do, έργον or πράγμα- τα or άσχολίαν έχειν. εργάΧ,ε- σθαι. άσχολον είναι, άσχολεΐ- σθιη (pass.) : to have nothing to do, 'έργον ουδέν έχειν. μηδέν έχειν οτι ποιής. σχολάζειν. σχο- λή ν άγειν : to have something to do with aby, ομιλεϊν τινι (to have intercourse) : I do not wish to have athg to do with a person, φεύγω τινά : to have something to do with athg, μετέχαν τινός, μέτ- εστί μοί τίνος (to be interested or concerned in athg) : I have much to do with, or much ado about, athg, έργον εστί μοί τι. ου ρα- δίως προχωρεί μοί τι. ούκ άπό- νως τυγχάνω τινός '. to give aby some work to do, προστάττειν τινι έργον : to do what is right, δίκαια δράν or πράττειν. δικαί- ως πράττειν : to do well (= act properly, judiciously), ορθώς or καλώς ποιεϊν. ες καλόν πράτ- τειν : to do one's best, πράττειν τό εφ' έαυτω. πράττειν τά καθήκοντα : I don't know what to do, ούκ έχω, τί ποιώ : to do the best in one's power, or athg DO DOE DOI that possibly can be done, μηχα- νασθαι πάσας μηχανάς. πάση μηχανή πειράσθαι ποιεΐντι: to do aby harm, λυπεϊν τίνα. άδι- κεΐν τιυα (to injure him), κακώς or κακά ποιεϊν or δραν τίνα. κα- κουργεΐν τίνα (stronger tt.) : to do good to aby, ευ or καλώς ποι- εΐν τίνα. εύεργετεϊν τίνα : to do aby a good turn, or a favour, kindness, &c, χαρίζεσθαί τινί τι. προς χάριν τινός ποιεϊν τι : to do aby harm or injury, βλά- πτιιν τινά. κακώς ποιεϊν τίνα : athg does me good, ζυμφέρει μοί τι. ωφελεί με τι. όνίνησί με τι. §§Ρ When ' do ' is used in English to affirm an act, expressed by a preceding verb, the Greeks de- note this by the repetition of the verb itself, e. g. to be able to show oneself grateful and not to do it, δύνασθαι μεν χάριν άποδοΰ- ναι, μη άποδιδόναι δέ : to do athg which another person has advised, •πείθεσθαι (pass.) : not to do athg, οΰ πείθεσθαι. άρνεϊσθαι (pass.). ^^ In an antithetical proposition, introduced by 'what else followed by ' but,' the Greeks suppress the verb ' do,' e. g. what else are you 'doing 1 but bearing false wit- ness? άλλο τι η φευδομαρτυ- ρεϊς ; lifawise in an affirmative proposition, e. g. you ' do' nothing else but ask questions, ουδέν αλλ' ν ερωτάς. U To effect, manage, £[C.] E. g. how are you to do it? πως επιχειρήσεις τω .what is to be done? τί δει πραττειν ; τί ποιητέον ; what else could be done? τί αν τις ποιοι άλλο; what is one to do with him ? τί δει χρησθαι αύτω ; what is to be done with it? τι' όφελος ίστι τούτου ; there is nothing to be done with it, ούδεν όφελος εστί τίνος. &§* //"'do' is used em- phatically, it must be rendered by particles, such as on or δήπου or yap (denoting certainty on the partofthe speaker), e.g. — Apollo- dorus — you do know him, Άττολ- Χόδωρος, γιγνώσκεις yap : you do (=r certainly) know, οίσθά yε. κάτοισθα δη. U To do tveli] εΰ- ρίσκεσθαι or πορίζεσθαι τον βίον (ivith ref. to getting a living), ευ πράττειν. εύπορία χρησθαι or καλή τη τύχη χρησθαι (to be in good circumstances). Aby is doing very well, καλώς έχει τί τις : to do badly, κακώς εχειν. Have done (= leave off) ! αλλ' εασον δη τούτο χοίρειν. παύσαι ουν τούτων: done! εμ- βαλ' ε7τΐ τούτω την δεζιάν. % That won't do ] προφασιζόμε- νος ονδίν πράττεις (your excuses are of no avail). ^1 To do again] δεύτερον ποιεϊν or εκ καινήν ποι- εϊν. ΤΙ To do over (ivith athg)'] See ' to Coat with. 1 ^f To do array (with athg)] See ABOLISH. *i\ To do up] See ' to Pack up.' 1 To do without] E. g. I can eas ly do without athg, ούδεν διϊ (183) μοί τίνος or επιθυμώ τιι /os : I can't well do without, άναγκαίως χρησθαι τινι. DOCILE. IT Easy to be taught] εϊιμαθής, 2 (that learns without difficulty). TJ Tractable] αγώγιμος, 2. εύπειθής, 2. DOCILITY, αρέσκεια, η. πειθαρχία, εύαγωγία, επιείκεια, η- DOCK, s. ί[ Stump of a tail] ουρά κεκολασμένη or κεκολου- μενη or κολοβός, η. % A station for ships] ναυπήγιον, τό. νεώ- ριου, τό (usually pi.), επίνειον, τό (g. tt. for ship-yard). <$&F A place for ships to enter is κρουνός, b, or άνάπλους, ου, b. An over- seer of a d., νεωρός, 6. If The weed] λάπαθον, τό. DOCK, v. 1 To curtail] Vid. TJ To cut off] κολούίΐν, κολο- βοΰν. άκροτομεΐν. ακρωτηρία- ζε ιν. ^Γ Theadj. κόλουρος (2) has a particular form for the fern., κολουρίς, ίδος, η (that has its tail cut off) : also (masc.) κολοβόκερ- κος, 2. Τί To dock a ship] (pi-ps) νεωλκεΐν (to put on the stocks for the sake of repairing, fyc). όρμί- ζειν την ναΰν. κατάγειν or κατ- αίρειν την ναΰν (to harbour a vessel) DOCTOR, S. διδάσκαλος, 6 (g. t., in a literary sense). Ιατρός, b (a physician). DOCTOR, v. See to Cure. DOCTRINAL, ύφηγητικός, DOCTRINE, θεώρημα, τό (g. t.). δίδαγμα, τό (that icch is taught as being true). PL λεγό- μενα, τά : also μάθησις, η. μά- θημα, τό. See Precept. To adopt or accept a d., μάθησιν δέ- ζασθαι. £§§* λόγοι, oi (doctrines, as the sum of all truths and pre- cepts of any given kind). DOCUMENT. 1 Precept] VlD. Tf Deed] χρηματισαός, b. συγγραφή, η. σύγγραμμα, τό. γράμματα, τά. γραμματεΐον, τό (g. tt.). πιστά, τά. τεκμή- ριον, τό (the concrete proof). To prove by d., πιστόν ποιεϊν τι. ίπιααρτυρεϊν τινι. DODGE, ν. Τ To deal ivith tergiversation] διαδύεσθαι. ποι- κίλλει v. πανουργία χρησθαι (to use shifts). To d. aby, παρατεί- νειν τινά. περιοδεύειν τινά (to circumvent aby). ΰπάγειν, έζ- απατάν (to deceive, Vin.). DODGE, s. πανουργία, ή. διάδυσις, ή. σόφισμα τό. Το use a d., διαδύεσθαι. See the verb. DODGER. Crcl. with verb to Dodge. DOE. ελαφος, ή. DOER, b δρώνοι-δράσας. πρά- κτωρ, ορός, ΰ. ο πράζας or ποι- ήσας. ο άπεργασάμενος. A d. of evil, κακούργος, ο. κακοποιός, ο. άδικος, ο. ανόσιος, 6 : ad of good, b ευ ποιών, οΰντος. b ευ εργετών. DOG, s. κύων, κυνός, 6 and ή. A young d., σκύλαξ, ακος, b and η. κυνίσκος, b : a savage d., κύων χαλεπός : a little d., κυνάριον, κυνίδιον, τό. σκυλά- κιον, τό : like a d., σκυλακώδης, κυνώδης, 2 : the barking of d.'s, κυνώυ ύλαγμός, b : to keep d.'s, τρεφειν κύνας : to set the d.'s at aby, επαφιίναι τινι κύνας. κυνη- λατεΐν τίνα : a house-d., κύων ο'ικουρός or σύντροφος, b or ή : the d. tax, ό άπό τών κυνών τε- λούμενος φόρος : the bite of a d., κυνός δήγμα, τό : d.'s hair, κυ- νάς, άδος, ή : a d.'s head, κυνός κεφαλή, ή : with a d.'s head, that has a d.'s head, κυνοκεφαλος, 2. Tl Meton. : tlie constellation] See Dog-star. TT As term of con- tempt] κάκιστος, b. If Fig.] To treat aby like a d., εν ατιμία πολλή εχειν τινά : to be as tired as a d., άπειρηκέναι : to go to the d.'s, εΐ9 εσχάτην άπορίαν έλθεΊν or καταστήναι. εξίστα- σθαι τών υπαρχόντων πάντων. DOG, ν. άνευρίσκειντή οσμή. ρινηλατεΊν. DOG-BRIAR or -ROSE, κυ- νόσβατος, ή, or κυνάκανθα, η (— the shrub), κυνόσβατον, τό (= the hip, or fruit). DOG-COLLAR. See Col- lar. DOG-CHEAP, εύτελε'στα- τος, 3. εσχάτως εΰωνος, 2. DOG-DAYS, ημεραι κυνάδες, αι. όπώρα, ή. DOG-HOLE, -KENNEL, ό τών κυνών σηκός. DOG-LOUSE, κρότων, ωνος, b (tick). DOG-SKIN, κυνη, ή. κυνός διφθέρα, -η. A knapsack of d.-s., κυνυΰχος, b. DOG-STAR, μαΐρα, η. Σεί- οιος, ο. DOGGED, «υ Churlish] Υιό. Τ| Stubbornly persisting] ανένδο- τος, απειιττος. DOGGEDLY, f Churlishly] Vid. To maintain d.. 'ισχυρώς κατατεΐνειν. DOGGEDNESS. f Churlish- ness] Vid. TI Stubbornness] Vid. DOGGISH. See Churlish. DOGMA, δόγμα, τό. θεώρη- μα, τό (a p?-oposition). DOGMATIC, δογματικός, 3. DOGMATIST, δογματικός, δογματιστής, ου, b. DOING or DOINGS. See Ac- tion. That is my d., τούτων εγωγε αίτιος : to know aby, or judge of aby by his d.'s, ίκ τών έργων κρίνειν τινά : athg is my own d., επ' εμε ήκει τό έγκλη- μα υπέρ τίνος : that is not my d., ουκ εγωγε αίτιος (it is not my fault), εγώ μεν ουκ ηδίκησα. igfj^ In the sense of 'event' or ' things past,' it is rendered by Crcl., e. g. τά περί τι or τά τίνος. There are some strange or laughable d 's going on, γίλοϊόν τι συμβαίνει or εστίν Ίδεϊν : jolly or merry DOL DOO DOT d., τερψι?, η. άθυρμα, τό : to have some noisy d.'s, θόρυβον ποιεΐν or ποιεϊσθαι or κινεΐν. DOLE, s. ΤΓ Act of dis- tribution] Vid. *|t The thing distributed] δόσις, επίδοσις, r\. δωρεά, η. δώρον, τό. νομή, ή [chiefly in pi.), έρανο?, 6. ^[Pro- vision or money distributed in cha- rity] σιτοδοσία, ij. διανομή σί- το υ , ή {of provision or corn) . χρη- μάτων δώρου, τό. χρήματα τα δοθέντα {in money). DOLE.s. 1 Grief] Vid. DOLE, v. See to Distribute. DOLEFUL, -7ΓερίλυτΓ09,2. λυ- πηοός, άνιαοός, 3. See DlSMAL. DOLEFULLY. Fm the adj. Doleful. ■. DOLEFULNESS, λύπη, >). άθυμία, δυσθυμία, βαρυθυμία, η, ανία, ή. άλγος, τό. See Grief. DOLL, κόρη, f], άγαλμα, τό. αγαλματίου, τό. ^g 3 υευρόσπα- στον, τό, is said of the moving figures of a puppet-show. A. d.- maker, κοροττλάθος, 6. "[f Fig.: as term of contempt [of affected women) E. g. to be a regular d., άκκίζεσθαι (pass. ; with ref. to manners), κομφεύεσθαι (ivithref. to dress). DOLLAR, (pi'ps) στατήρ, η- ρος, ό (four drachms ; =a Rhenish florin). DOLOROUS. See Doleful, Painful. DOLOUR. -See Grief, Pain. DOLPHIN, <5ελφ/9 or δελφίν, ΐνος, 6. DOLT. See Clown. DOLTISH. See Clownish. DOLTISHLY. See Clown- ishly. DOLTISHNESS. See Clown- ISHNESS. DOMAIN, αγροί, οι. κτήμα, τό. ίδιου, τό. βασιλείου, τό (in Persia). DOME, άκρα στέγη, ή. θό- λο?, ή• DOMESTIC, s. See Ser- vant. DOMESTIC^• -TICAL, adj. 6, 77, το κατ οίκου (g. t., what- ever belongs to the house) : also τό ένδον. % Of animals ( — tame)] ήμερος, 2 (domesticated), τιθασ- σός or τιθασός, 2. χειροήθης, 2 (mansuefactus, i. e. used to the hand), πράος, ου, and πραύς, εΐα, ν (not icild). A d. animal, ζώου συντρόφου or οικείου or ήμερου, τό. % Domestic affairs] οίκεΐα ωυ, τά. τά περί του οίκου or τά κατά τον οίκου, τά ένδον. D. occupations, ai κατ' οίκου ερ- γασίαι: d. misfortune, δυστυχία περί τά οικεία. ^[ The domes- tics] οΐκέται, ωυ, οι. % Liking home] ο'ικουρικός, 3, and οίκου - pas, 2 (staying at home, retired). To be d., οικουρεΐι/. i DOMESTICATE, ήμεροΖυ, έξημεροϋυ. τιθασσεύειυ or τι- θασεύειυ (g. tt.). D.-d, τιθασ- σευτός or τιθασευτός, 3. (184) DOMICILE. See House, Re- sidence. DOMINANT, κρατών, ούσα, οϋυ. άρχων, κυριεύων, ούσα, ου. κύριος, 3. έπ πτολάζων (rising to the top ; impropr.). To be d., κρατεΐν, επικρατεϊν. άκνά'ζειν. εκνικάν. έπιπολά"ζειν (to be in the ascendant). DOMINATE. See' to be Do- minant. 1 DOMINATION. See Go- vernment. DOMINEER, ύπερηφαυεύ- εσθαι, ύπερηφαυείυ. To d. over aby, ΰβρίζειν τινά or ε'ίς τίνα, προς τίνα (to behave haughtily), or καθυβρίζειν τινός or τινά : d.-ing manners or character, αύ- θάδεια, ή. See also next Article. DOMINEERING, προστα- κτικός, αρχικός, κελευστικός, 3. αυθάδης, 2 (of persons), επιθυ- μώυ του άρχειν. A d. mode of acting, αΰθάδεια, n : to be d., or to act in a d. manner, αύθα- διάζεσθαι. υπέρ άνθρωπον φρο- νεϊυ. ϋΟΜΙΝΙΟΝ,βασιλεία, η. αρ- χή, ι), δυναστεία, η. επικρά- τεια, ή- δεσποτείααηάτυραννίς, ίδος, ii (absolute). See Rule, s., Power. To have d. over athg, see ' to Rule over : 1 to bring or reduce under aby's d., ποιείυ υπό τινι. DONATION, δωρεά, >). δώ- ρηαα, τό. See Gift. Donative, επίδοση, v. DONE (as form of accepting a wager, $c), έμβαλ' επί τούτω τηυ δεζιάν. DONJON. See Prison. DONOR, ό δωρούμευος or δω- ρησάμευος. DOOM, v. H To condemn] Vid. f To destine] Vid. D Ο Ο Μ , s. 1 Decree of fate] τύχη, 77. μοίρα, η. ειμαρμευου, πεπρωμευου, τό. ^[ Fated de- struction] See Fate, Destruc- tion. ΤΙ Judgement, sentence] Vid. DOOMSDAY, .δικάσιμος ήμε- ρα, ή• αγοραίος ήμερα, ή- DOOR, θύρα, ή- πύλη (chiefly pi.). The d.'s of a house, τά θυ- ρώματα : to take the d.'s out of their hinges, άποσπάν τά θυρώ- ματα : a sham d., φενδόθυρον, τό : to shut the d., προσθεΐναι, επιθεΐυαι, έπισπάσαι θύραν : to bolt the d., επιβάλλειν τον μοχλού ταΐς θύραις or μοχλοϋυ τάς θύρας : a d. that is shut, προσκείμεναι θύραι: to slam the d., επιρρηγνύναι θύρας : to shut the d. in aby's face, προσαράτ- τειν τινι εις τό μίτωπον την θύραν : to lock the d., κλείειν, εγκλείειν, συγκλείειν θύραυ: to open the d., ο'ιγνύναι, άνοιγνύ- ναι, άναπετανυύυαι θύραυ : the d. opens or is opened, άνοίγνυται or άυαπετάνυυται η θύρα : an open d., άυεωγμέναι θύραι or πύ- λαι. άυαπεπτάμεναι θύραι or πύλαι : my d. (= house) is open to aby, άυεωκται ν θύρα ή εμν είσιέναι τω βουλομενω or δεομε- νω : to knock at the d., κόπτειυ or κρούειν or πατάσσειν θύραν. θυροκοπεϊυ : to open the d. for aby, ύπακούειυ τινός or τινι (to attend to or ansiver the door, of the porter) : at the d., επί ταΐς θύ- ραις : out at the d., θύραζε : to show aby the d., άπελαύνειυ τι- νά: to turn aby out of d.'s, εκβάλ- λειυ τινά εκ της οικίας. *{[ Fig.] To be or lie at the d. (= at hand), έπικεΐσθαι : to lay athg at aby's d. (e. g. the fault of athg), αίτι- άσθαί τίνα αίτιον εϊναί τίνος or επιφέρειν or άνατιθεναι τινι την αίτίαν τινός : the fault does not lie at my d., ουκ εγωγε αί- τιος, εγω μευ ούκ ήδίκησα : the blame lies at my d., επ' Ιμε ηκει τό έγκλημα υπέρ τίνος. DOOR-HANDLE, έπισπα- στήρ, νρος, ό. DOOR-KEEPER, θυρωρός, πυλωρός, 6. To be a d.-k., θυ- ρωρεΐυ : the d.-k.'s lodge, θυρω- ρείου, τό. DOOR-KNOCKER, κόραζ, ακος, 6. λύκος, 6. ρόπτρου, τό (Χ. and Plut.). DOOR-POST, παραστάδες, αι. σταθμά, τά. DOOR-SILL, 77 της θύρας βά- σις or βαθμίς. ό της θύρας οδός. ύπερθύριον or υπέρθυρου, τό. DORIC, Αωριακός and Δω- ρικός, 3. DORMANT. 1 Propr.: sleeping] VlD. TJ Fig.] ησυχά- ζων. λήγων, μηκέτι or μηδέπω εγειρόμενος. κείμενος. DORMITORY, θάλαμος, 6. δωμάτιον, τό. κοιμητηριον, τό. κοιτών, ώνος, ό (only late). DORSEL or DORSER. See Pannier. DOSE, s. f Portion of medi- cine] δόσις, jj. To take a d. of medicine, προσίεσθαι or πίνειυ φάρμακον : to prescribe a d. of medicine for aby, επιτάττειν or προστάττειν φάρμακον. DOSE, v. f To order or give a dose of medicine] See preceding A rticle. DOT, s. στίγμα, τό (mark with a pointed instrument), στι- γμή, ή• τελεία στιγμή, ή (used for punctuation in writing ; στι- γμή = mathematical point). To put a d. over athg, στίξε ιν τι. διαλαμβάνειν τι στίγμασι. DOT, v. See ' to put a d.,' in preceding Article. DOTAGE, ληρσς, δ. φλυα- ρία, 7j. τερθρεία, η. To be in his d., μάλα πρεσβύτης ων. πόρ- ρω της ηλικίας ωυ. % Excessive fondness] See Doting, *. DOTAL. Ε. g. d. gift or pro- perty, προίζ, οικός, η• φερνη, η. DOTARD, γερόντιου, τό. μά- λα πρεσβύτης, ων. DOTATION, έκδοσις, ή (as act of giving a marriage portion), προίζ, n (as thing). DOT DOTE, v. Χηρεΐν. φλυαρεΐν. τερθρεύεσθαι. ■[[ To dote upon athg] μαίνεσθαι (pass.) tj; τίνος επιθυμία, επιμαίνεσθαί τινι. DOTING, S. η άγαν φιλοστορ- γία, φιλοστοργία r) ου δικαία. DOTINGLY. Ε. g. to be d. fond of athg, see to Dote. DOUBLE, adj. διπλοΰς, 3 (tivo-fold, or consisting of tivo parts). διττός, 3, and δίδυμος, 2, and αδελφός, 3 (double — that is extant tivice). διπλάσιο?, 3. δις τοσούτος, τοσαύτη, τοσού- το^) : (as great or large again, as much again, twice as much). The d., το διπλάσιον. δις το- σούτον : d. ration, διμοιρία, r) : the d. value or prize, διπλά- σιον, τό. διπλασία τιμή '. a d. mark or token, σημεϊον διπλούν : of d. signification, διπλοσημαν- tos, 2 : a d. door (i. e. with d. folds), δικλίδες (ivith or without θύραι), ai : d.-tongued, άμφίγλωσσος, 2 : that has a d. sense, άμφίβο- Xos, 2 (ambiguous) : a d. meaning, αμφιλογία, ή. το άμφίβολον: you cannot accuse me of d. -deal- ing, διπλούν ουδέν μου οΰτε ποι- ησαντος ουτ είπόντος έχοιτ αν κατηγορησαι (neither in words nor in deed) : a d. consonant or vowel, δίφθογγος, r): to see d., δίχα οράν. DOUBLE, s. το διπλάσιον. δις τοσούτον. διμοιρία, r) (d. portion), διπλασία ti/ujj (the d. value or price). DOUBLE, v. H (Trs.)] δι- πλασιαζειν. διπλάσιον ποιεΐν. άναδιπλασιάζειν. ^[ (INTRS.)] διπλάσιον γίγνεσθαι, διπλασι- άζεσθαι, διπλασιοΰσθαι (pass.). ΤΙ To sail round athg] πλέοντα περιιέναι (περιέρχεσθαΐ). περι- πλέων τι (athg). ΤΙ To double (= fold athg)\ περιπτύσσειν (and Med.), περιπλέκειν. % Fig. : to double and turn] διαδΰεσθαι. ποικίλλειν. πανουργία χρησθαι. DOUBLE-DEALER. See De- ceiver. DOUBLE-DEALING. See Deceit, Duplicity, and under Double. DOUBLE-ENTENDRE, αμ- φιβολία, διλογία, αμφιλογία, διπλόη, r). διπλοσημαυτον (ρή- μα). That has a d.-e., άμφίλο- γος, 2. λοζός, 3. DOUBLE-FACED, διπρόσ- ωπος. Sec Deceitful. DOUBLE-MEANING. See Double-Entendre and under Double. DOUBLE-MINDED, άγχί- στροφος, 2. εΰμετάβολος or ευ- μετάβλητος, 2. παλ'ιμβολος, 2. άλλοιώδης, 2. ποικιλόνους, 2. άπιστος, 2. To be d.-m., μετα- βάλλεσθαι. εύμετάβολον είναι. DOUBLE - MINDEDNESS, S. διπλόη, h (duplicity), ποικι- λία, ή. ποικιλοφροσύνη, τ). DOUBLET, χιτώνων, τό. θώ- ραξ, ακος, ο. χλαμύς, ύδος, η. (185) DOV DOUBLING. ^Ρ™ρι:]περι- πτυχή, r). 1J Fig.] τό ευμετά- βολον. τό της γνώμης άγχί- στροφον. DOUBLY, δίχα (intwo parts), διχη. διχώς (in two ways), δι- πλή (twice over, twice as much), διπλασίως. DOUBT, V. άμφισβητεϊν. δι- στάζειι/. άπορεΐν. ένδοιάζειν. To d. about athg, άμφισβητεΐν περί τίνος, άμφιγνοεϊν περί τιυος. άπορεΐν προς τι : athg can no longer be d.-d of, οΰκέτ εν άμφισβητησίμω εστί τι : it cannot be d.-d, άναμφίλο- γόν εστί. ασφαλώς 'έχει : I d. whether athg be, αμφισβητώ μη εΊναί τι or ώς ουκ έστι τι : to be d.-d, άμφισβητεΊσθαι : that is to be, or must be d.-d, άμφι- σβητητον or άμφισβητησί/υιον είναι. To d. athg, άπιστείν τινι (or c. infin. and μη : to have no faith in), see Mistrust, Suspect. I d. athg will be, see Fear, Mis- give. To raise or start a d., παρ- έχειν or ΰποβάλλειν τινι άμφι- σβητησιν περί τίνος. DOUBT, s. δισταγμός, 6. άφισβήτησις, τ), απορία, τ), εν- δοιασμός, ο. απιστία, r). To be in d., to have one's d.'s about thg, see the verb: to solve one d. by another, άπορίαν απορία λύειν : there is no d., άναμφίλο- γόν έστι. ασφαλώς έχει : with- out ά.,νη Αία. άμέλει. δηλονότι, δηπου : I have no d. about it, σαφώς or σαφέστατα or μάλ' ακριβώς έπίσταμαι or οΊδα : no d. (affirm, answer), πάνυ γε. πώς γάρ οΰ ; DOUBTER, ένδοιαστης, οΰ, 6. σκεπτικός, άπορητικός, ο. DOUBTFUL. If Subjective (τ= entertaining doubt)] άπορος, 2. άπορων, οΰσα, οΰν. To bed., see Doubt, v. U Objectively (un- decided)] αμφίβολος, άμφίλο- γος,2. αμφισβητήσιμος, 2. ασα- φής-, 2. To be d., άμφίβολον εί- ναι. DOUBTFULLY. Fm adj. Doubtful. DOUBTFULNESS, τό άμφί- βολον. DOUBTINGLY, ώς άπορων. DOUBTLESS,»^. SeeSuRE. DOUBTLESS and DOUBT- LESSLY, adv. See Surely. Interj. d. ! νη Αία ! See ' with- out Doubt. 1 He will d. fall upon us, ουκ εστίν όπως ουκ επιθήσε- ται ημϊν : fine talk, d. ! καλά γε' ου γάρ ; DOUCEUR. See Present, s. DOVE, περιστερά, ή. A young d., περιστεριδεύς, έως, 6. περι- στερίδιον and περιστέρων, τό. 02» πελειάς, άδος (= a icild or wood pigeon [Fi'rf.], also φάττα, η, in the latter sense.) ^f As term of affection] φάττιον, τό. DOVE-COT, περιστερεών, ώνος, 6. περιστεροτροφεϊον, τό. 6 τών περιστερών σηκός. DOW DOVETAIL, s. f An archi- tect, t.] πελεκΊνος, 6 (i. e. a kind of cramp or bracket in the shape of a hatchet ; Lot. securicula). DOVETAIL, v. f To join by dovetail] prps πελεκινοΰν or Crcl. ivith the aljove Article and a verb to Join, to Fasten. D.-d, πελεκινωτός. DOUGH, φύραμα, τό. στα'ις or σταϊς, σταιτός, τό. μάζα or μάζα, η. To knead the d., μάτ- τειν. δέψειν. See Knead. DOUGHTY. See Brave. DOUSE. See Plunge. DOWAGER, χτ)ρα, η (g.L, a widow). A d.'s settlement or estate, αγαθά τά ες την χηρείαν δεδομένα. DOWER or DOWRY, «ff Of a widoiv] See preceding Article ; also άποτίμημα, τό. ^[ Of pa- rents, settled on their daughter] προίξ, οικός, τ), φερνη, η. With- out d., άπροικος, 2. ανέκδοτος, 2 : to settle a d. on one's d., έκ- διδόναι θυγατέρα. DOWERED, έκδοτο? (of a bride). ξ^° If of a widow, by Crcl., αγαθά τά is την χηρείαν δεδομένα. See DOWER. DOWERLESS, άνέκδοτος,2. απροικος, 2. DOWN, adv. κάτω (g. t.). Up and d., άνω και κάτω. φ^° In composition κατά and (bid more seldom) υπό, rarely κάτω. ^[ Prep.] κατά (c. gen., with notion of motion fm above), e. g. d. the steps or the ladder, κατά της κλί- μακας : d. the river, κατά tow πόταμου (but κατά τον ποτα- μόν, d. along or with the river, down-stream). U As a separable particle in composition, e. g. cast, cut, throw, look, &c, down, it is variously expressed by compounds or otherwise, e.g. bring d., κατα- βιβάζειν : fig. ταπεινοΰν, συ- στέλλειν : to break d., καταρρη- γνύναι, άπορρηγνύναι : to break d. in a speech, εκπίπτειν τοΰ λόγου, ταράττεσθαι μεταξύ λέ- γοντα. See the simple Verbs. Ups and downs, ai (της τύχης) μετα- βολαί. DOWN, s. 1ί Soft feather] πτ'ιλον, τό. Collective, χνοϋς, οΰ, 6. μνοΰς, οΰ, ο (poet.). Made of d., πτέρινος, 3 : a bed of d., στρώμα πτέρινον, το. στρωμνη πτιλωτή,η. % Fig.: soft beard] χνοΰς, οΰ, 6. λάχνη, r). 'ίουλος, ό. D. (on fruit), άχνη, r). DOWN, s. λόφος, 6. γηλο- φος, 6. DOWNCAST. IT In mind] άθυμος, 2. ταπεινός, 3. τα7τε:- νόφρων, 2. κατα-ττλαγεί?, εΐσα, έν. if In look] κατηφής, 2. κάτ- ωπος. To be d., άθνμείν, κατ- αθυμεϊν. άθύμως έχειν. κατα- πλαγηναι. κατωπιάν (JEl. Hist. An. 8, 24, 4), also κατηφεϊν (fin sorrow or shame ; poet.) . Stronger, οίον ά πόπΧ ηκτος κάτω κύπτειν. DOWNFALL, πτώμα, τό. DOW πταίσμα, τό. συμφορά, η. τα- Ι πείνωσις. η. όλεθρος, ο : aho καθάίρεσις, ή (e. g. της αρχή?, του τυράννου). To cause or pro- duce the d. of athg, άπολλύναι τι. ποιεΐν τι άπολέσθαι : to ap- proach its d., διαφθείρεσθαι (pass.). καθαιρεΐσθαι(ρα83.). See Destruction. DOWNHEARTED. See De- jected. DO WNHILL, επικλινή, κα- ταφερής, κατάντης, 2. DOWNRIGHT, adj. If Ab- solute] άπλοϋς, ij, οϋν (uncondi- tioned, simple), παντελής, 2. τέ- λειος, 2. σύμπας, ασα, αν. όλος, 3 (entire, whole, altogether, per- fect, £f;c.). A d. bad one, παμ- πόνηρος, 2 (or by the superl. πάν- των). φ§ρ Often formed with pre- fix: τρις or τ pi, e. g. a d. knave, τριττάνουργος, πανουργότατος, ο: ad. thief, κλεπτίστατυς, 6. DOAVNRIGHT, adv. άντι- κρυς (without reserve, straightfor- wardly), σαφώς, φανερώς, περι- φανώς (in the widest sense). To call aby d. a robber, άντικρυς άποκαλεΐν ληστι'ιν : to be d. mad, φανερώς μαίνεσθσι (pass.). §fy* Also rendered elliptically by την εΰθεϊαν, έπ' ευθείας, όμθήν (in a straiaht icay, struiqhtivay). DOWNWARD, κάτω. κατά (gen. and ace.). To go or proceed d., κάτω γίγνεσθαι: going d., καταφερής, κατάντης, 2. DOWNY, χνοώδης, 2 (that has fine down), έριώδης, 2 (woolly). See Soft. DOWRY. See Dower. DOZE, βριζειν. ύπνου τυγ- χάνειν. νυστάζειν. To d. away one's life, ώσπερ όνειροπολοϋν- τα διατρίβειν. DOZEN, δωδεκάς, άδος, η. δώ- δεκα, ο'ι, αϊ, τά. By the d., κατά δώδεκα. DOZINESS. U Propr.] νύ- σταζις, η. νυσταγμός, 6. If Fig.] νώθεια, η. βραδυτής, ητυς, η. όκνος. DOZY, ij Propr] ύπνώδης. 2. ύπνηλός, 3. κάθυπνος, 2. νυ- σταλέος, 3. To be d., ΰπυώτ- τείί/. ^J Fig.~\ νωθης, 2 (idle), άτονος, 2. βραδύς, εϊα, ύ. οκνη- ρός, 3. DRACHMA. ΤΙ As coin and weight] δραχμή, η. Worth or weighing one d., δραχμαΐος and δμαχμίαΐυς, 3: worth or weigh- ing two d.'s, διδραχμιαΐος, 3, or δίδραχμος, 2. ^f> In a similar manner the other compounds with numbers. DRAFT (order for money), prps διαγραφή, η. To give Ά ά., διαγράφει». DRAG, s. prps όχημα ώστόν, τό. ^ϊ A net] σαγήνη, ή. DRAG,», υ (Trs.)] σπάν. ελκειν. συρειν. Το d. aby out of athg, άνασπάν τίνα εκ τίνος : to d. people after one, συνεπ- άγεσθαι ανθρώπους : the horses (186) DRA are d.-ing aby along the ground, oi 'ίπποι σύρουσί τίνα : to be d.-d along on the ground by horses that have run away, συνεφέλ- κεσθαι τη φορά των 'ίππων. If With accessory notion of' coercion''] To d. along or on, άφέλκειν, άπο- κομίζειν. άφαρπάζειν, άναρπά- ζειν (of men or slaves that are d.-d along to be sold), οϊχεσθαι φέ- ροντα or έχοντα or άγοντα : to be d.-d away as a slave, άνδραπο- δίζεσθαι (of the inhabitants of a town by the enemy), ανάρπαστου γίγνεσθαι (of free men by pirates, &c). If (INTRANS.)] σύρεσθαι, επισύρεσθαι (pass.). To let or make (athg) d. along, συρειν, επι- σΰοειν. DRAG- CHAIN, έποχλεύς, έως, 6. τροχοπέδη, η. Hi?" Eu- stathius gives the following defini- tion of έποχλεϋς, διαβαλλόμε- νον ζύλον δια τών τροχών, ότε εις τόπους κατάντεις έρχοιντο, κωλϋον αΰτοΰς έκτρέχειν κατά πρανούς έπι βλάβη του ζεύ- γους. DRAG-NET, σαγήνη, V- DRAGGLE, σύρεσθαι, επι- σύρεσθαι (pass.). DRAGON, δράκων, οντος, 6. Like a d., δρακοντοειδής, 2: d.- wort (a plant), δρακόντων, τό. DRAGOON. See Cavalry. DRAIN, S. άποφορά, η. οχε- τός, 6. DRAIN,», όχετεύειν, άποχε- τεύειν, παροχετεύειν,έζοχετεύ- ειν (by a canal or drain). To d. (= empty by drinking), έκπί- νειν. DRAINAGE, όχετεία, έξ- οχετεία, η. DRAKE, νηττα η άρρην. DRAM. 1 The weight] δρα- χμή, ή. Weighing a d., δρα χμιαϊ- ος, 3. If The quantity swallowed by a draught] ολίγον τι πόμα. See Draught. DRAMA, δράμα, τό. DRAMATIC, δραματικός, 3. DRAMATICALLY, δραμα- τικώς. DRAMATIST, δραματουρ- γός, δραματοποιος, ο. DRAMATlZE,Trpoaa)7ro7roi- εΐν. DRAPER, έριουργός,ό. υφαν- τής, ου, 6. Linen-d., όθονιοπώ- λης, ου, 6. DRAPERY. 1ϊ Cloth] Vid. If Dress (of figures, S^c.)] p)ps περιβολή, στολή, η. DRAUGHT. i[ Action or state of drawing] έλκυσις, η. ελκυ- σμός, 6. αγωγή, ή. συρμός, 6 : also ολκή, η. ολκός (trans. ; as act), φορά, ή. ορμή, ή. αγωγή, ή (intrans. ; as state). A beast of d., υποζυγίου, τό : pi. υποζύ- για, τά. *ΤΪ With a net] δ του δικτύου βόλος. \ In drinking] πόσις, κατάποσις, η. έγκαφος, δ (mouthful). A good or large d., άμυστις, ιδος, η: to take a d., σπάν : to drink off at one DRA single d., αμυστι π'ιυειν. αθρόου πίνειν : to drink large d.'s, χαν- δόν πίνειν. άμυστίζειν. *|f Of medicine] ποτόν φάρμακον, τό. To take a d. of physic, φαραά- κοις χρησθαι. φαρμακοποτέϊν '. to prepare a d., φαρμακοποιειν : to prescribe a d., έπιτάττειι/ or προστάττειν φάρμακον. *\\ Sketch] σκιαγραφία, η. διαγρα- φή, υπογραφή, -η. ^f A draught (— Writing)] γραμμάτιον, τό. λόγοι εγγεγραμμένοι or παρ- εσκευασμένοι,ο'ι. σχήμα, τό. Το make a d. of athg, συγγράφειν περί τίνος. DRAUGHT-HORSE, ζύγιον or ύττοζύγιος 'ίππος, δ. DRAUGHTS, prps πεττεία, V• πεττοί, οι. διαγραμμισμος, ο. To play at ά.,πεττεύειν, ττεσ- σονομεϊν. DRAUGHTSMAN, πεσσός or 7Γεττο5, ό : to move it, πεσ- σονομεΤν. DRAW. Tf (Trans.) To pull forwards slorvly (propr.)] σπάν. ελκειν. συρειν. άγειν. To d. a carriage, άγειν άρμα or άμαζαν: to d. water from a well, άντ\εϊν ύδωρ εκ του φρέατος : to d. a bow, τείνειν τό τόζον : to d. a sword, σπάσασθαι, ελκειν, έξ- έλκειν τό ξίφος : to d. aby out of athg, άνασπαν τίνα εκ τίνος, έρύεσθαί τινά τίνος : to d. up- wards, άνασπάν. έ-παίρειν: tod. (a vessel) on shore, άνέλκειν or άνασπάν: tod. (a vessel) into the water, καθέλκειν : to d. lines, άγειν or ελκειν γραμμάς : to d. a liquid (e. g. wine, fyc.) from a cask, κατασταιινίζειν (Athen.). If To represent by pictures] γρά- φειν, διαγράφειν, ΰπογράφειν. διασχηματίζειν. άπεικάζειν γραφή, ^f Phrases (more or less idiomatical) with 'to draw*)] To d. bit, άποχαλινοΰν : to d. blood, άφαιμάττειν (to bleed), διατε- μεΐν or σχάσαι φλέβα or φλε- βοτομεϊν : to d. tears, προάγειν τινά ε'ις δάκρυα, δάκρυα παρ- ιστάναι τινί : to d. a conclusion or inference, λογίζεσθαι, συλ- λογίζεσθαι : fm athg, τεκμαίρε- σθαί τινι or εκ τίνος, άποτε- κμαίμεοθαί τίνος : to d. a wrong conclusion, παραλογίζεσθαι. To d. (e. g. a hare), έκκοιλιάζειν, έξεντερίζειν, έξαιρεΐν την κοι- λίαν or ν))δύν : to d. a tooth, άρ- πάζειν οδόντα : to have a tooth drawn, έζελέοθαι οδόντα. To DRAW ASIDE, παρέλκειν τινά. λαμβάνειν τινά ιδία or χωρίς. To DRAW away, άποτρέ- πειν (to turn away), or άφιστά- ναι τινά τίνος, άφέλκειν τινά τίνος (aby fm athg). To d. away by force, άποσττάν. άνθ ελκειν : to d. away aby's chair, carpet, ύποσπάν την εδραν, τό στρώμα τίνος. To DRAW BACK, άνασπάν, άνέλκειν, άνθέλκειν. άνάγειν, DRA DUE DRE υπάγε iv. To d. back one's foot, άναφέρειν τον πόδα. άναχάΧ,ε- σθαι : to d. back one's hand, ΰπάγειν την χεΐρα : to d. back fm athg, άπιέναι οπίσω, νπο- στέλλεσθαι (mid.). To DRAW between. E. g. to d. the tail between the legs (as a dog), υπό την γαστέρα άγειν την ουράν. ύπειλεΐνοΓ ύπίλλειν την ουράν. To DRAW down, καθέλκειν. κατάγειν. To DRAW in. ΤΙ Propr.] ύπ- aytiv, συνάγειν. συστέλλειν, ύτΓοστέ\λειν(β.£. την ουράν). ^[ Fig.~\ έπισπάν. έμβαλλειν τινά εις τι. περιβάλλειν τινά τινι (in misfortune, danger, Qc .). To DRAW near, εγγύς or πλησίον yίγvεσθaί τίνος, πλη- σιάζειν τιν'ι (athg) or έπιέναι, προσιέναι, προσμιγνύναι τιν'ι (with ref. to space only), εττιεναι and έπιγίγνεσθαι (of time). To DRAW off (fm a cask). i&e'to Draw (of liquids).' To DR AW off. See ' to Draw away.' To d. off the mind fix. athg, άπάγειν την γνώμην από τίνος : to d. off the attention of the enemy, περισπάν τους πολε- μίου? : to d. off the skin, άπο- δέρειν. έκδέρειν, άποδερματοϋν. To DRAW over (e. g. a gown, garment), πι-ριβάλλεσθαι. επεν- δύεσθαι. H Fig. : to a party, an opinion, £j-c] όμογνώμονα ποι- εϊν τίνα (with ref. to opinion), προάγειν, έξάγειν (to determine for any purpose). To d. over by- money or presents, διαφθείρειν tcith or without χρήμασιν or άρ- γυαίω. πείθειν χρήμασι. To' DRAW out. η| To pull Out] έκσπάν, άποσπάν, άνασπαν. εζέλκειν, άφίλκειν, παρέλκειν. % To stretch out] έκτείνειν, απο- τείνει», διατείνειν. To d. out the dart that has remained in the wound, έγκε'ιιιενον τω τραύματι παρέλκειν το άκόντισμα : to d. oneself out of athg, άναδύεσθαι εκ τίνος. To DRAW TIGHT, σφίγγειν, άποσφίγγειν, έπισφίγγειν. ά- ποβροχίζειν. To DRAW UP (in writing), συγγράφειν περί τίνος, άπο- ypa'f ειν. DRAW- BRIDGE, πτερόν, τό. καταρράκτης, ου, 6. DRAWER (of a chest), prps κιβωτός, η. ζύγαστρον,τό. λάρ- ναξ. ακος, η. DRAWING, γραφή, διαγρα- φή, η. διάγραμμα, τό. To make a d. of athg, διαγράφειν τι: the art of d., γραφική, ν : lessons or instruction in d., η της γραφι- κής διδασκαλία : a d. master, ό της γραφικής διδάσκαλος. 6 την γοαφικήν έπαγγελλόμενος. 'DRAWING-ROOM, εξέδρα, π. άνώγεων, ω, τό. Dim. εζ- ίδριον, τό- DRAWL, πλατειάζειν, π\α- (187) τυστομεΐν. A d.-ing speaker, βραδύγλωσσος, 2: a d.-ing voice, βραδεία φωνή, ή : an embarrassed and d.-ing speech, ένισχόμενος και έπισεσυριιένος λόγος, 6. DRAYorDRAY-CART. See Cart. DRAYMAN. See Carrier, Cartman. DREAD, s. See Fear. DREAD, v. See to Fear. DREAD, adj. *ft Terrible] Vid. t Awful] Vid. DREADFUL, f a) Causing dread] φοβερός, 3. εκπληκτι- κός, 3. ταραχώδης, 2. b) Caus- ing a violent and unpleasant im- pression] δεινός, 3 (g. t.). άγριος, 3. ωμός, 3 (wild, cruel, <|"c). «i- σχρός, 3 (abominable), στυγνός, 3 (gloomy, sullen). To look upon as something d., δεινόν ποιεϊσθαί τι. See Fearful. DREADFULLY. Fm adjj. under Dreadful. DREADLESS. See Fear- less. DRE A M, s. ενύπνιον, τό.δνε ι- ρος, 6. g^* The forms όνείρατι, όνείρατα, and όνείρασι are used interchangeably with the homolo- gous forms of όνειρον. ovitp, τό (only as 7iom. and ace). To have a d., bpav όναρ. ονείρω συνε'ιναι : to send a d. (said of some god), φαίνίΐν όναρ: I had ad. (sent by a deity), όναρ ορώ από θεοϋ τί- νος : in a d., όναρ or κατ όναρ : not even in a d., οΰδ' όναρ : to interpret, to explain a d., κρίνειν or λέγειν or φράζειν όνειρον. ^[ Metaph. : a vision, an appearance in a dream] όφις, εως, η. εν- υπνίου or όνείρατος όφις, η. τό έπιφαινόμενον εν τω υπνω. »'; εν τοϊς όνείροις φαντασία. Το have or see a vision in a d., όναρ Ίδεϊν. όράν ενύπνιον. A book of d.'s, όνειροκριτικά,τά: one that explains d.'s, όνειροκρίτης, ου, 6. όνειρόμαντις, εως, 6. όνειροσκό- πος, 6. ξ&Τ The two latter also fern, (ή) : ονείρων υποκριτής, ό. An interpretation of a d., όνειρο- λογία, η. όνειροκριτική, η : the god of d.'s, "Ονειρος, 6. DREAM, v. όνειρώττειν. όνειροπολεΊν. όναρ Ίδεΐν. εν- υπνιαζειν and ένυπνιάζεσθαι. Ι dreamt or was d.-ing, καθ' υπνον εδοζέ μοι. είδον όναρ : to d. of athg, όνειροπολεΊν Ti(propr. and metaph.) : to d. about many such- like things, πολ λ ά τοιαύτα όνει- ροπολεΙν εν τη γνώμη : riches that people d. of, όνειροποληθεις πλούτος. DREAMER,ei/i;7ri/iaffTijs,ou, ό. ονειροπόλος, 6. κάθυπνος, 6. 1Ϊ Fig. : enthusiast; an idler] Vid. DREAMING (as abstract no- tion), όνειροπολία, η. όνείρωζις, ή- DREAMY, ονειρώδης, 2. υπνωτικός, 3. κάθυπνος, 2. Το be d., νύσταζε ιν. DREARINESS. SeeDiSM Al- ness or Gloom. DREARY. See Dismal, Gloomy. DREGGISH, τρυγώδης, 2. DREGS, τρύξ, τρυγάς, ή (that rises, e.g. in wine, S[c.). υποστά- θμη, η (that is precipitated), also ύπόστασις, ν, and ΰπόστημα, τό (that remains dozen on the bot- tom), άμόργης, ου, 6 (of olive oil). % Fig.] όχλος, 6, and συρ- φετός, 6 (= faex civitatis). ^[ Refuse] κόρημα, κάθαρμα, σά- ρωμα, τό. DRENCH, υ. % To water] άρδεύειν. βρίχειν. ύδραίνειν. ύδωρ επιχεϊν τινι (to dilute). άποπλύνειν, έκπλύνειν. Stronger terms, διαβρέχειν, καταβρίχειν, καθυγραίνειν. D.-d all through, διάβροχος, διαβρεχής. SeeΛVΈ,T. H Fig. : tcith trine, <£c.] To d. aby with drink, μεθύσκειν, εξοι- νοϋν : d.-d with wine, μέθυσος, 3 : to d. oneself with wine, με- θύσκεσθαι (pass.), βρέχεσθαι (pass.). *[[ Drenching] άρδεία, άρδευσις, ΰδρεία, ή. DRENCH, s. αμυστις, ιδος, -η. ΤΙ Physic for an animal] See Me- dicine. DRESS, s. If Clothes] άμπε- χόνη, η. περίβλημα, σχήμα, τό. ιμάτια, τά (athg with wch aby is dressed). TJ A suit or garment] έσθής, ητος, η. 'ένδυμα, τό (g.t.). Ίμάτιον, τό (frequently with crasis θο'ιμάτιον). περιβολή, η. περι- βόλαιον, τό (chiefly an tipper gar- ment), χιτών, ώνος, 6 (a mans d.). χιτώνιον, τό (an underd. for women). A worn-out or shabby d., τριβών, ωνος, ο : a state d., full d., λαμπρά έσθής, -ή. ζύ- στις, ιδος, ή : holiday d., έσθης ή εις εορτάς : simple d., μετρία or άφελι)ς έσθής, ή : house d., ή κατ' οίκον στολή : to wear ad., χ^^σθαι Ίματίοις : toAvearafine d., ευ or καλώς περιεσταλμένου είναι : a man with a handsome d. on, άνηρ ευσταλής or καλώς περιεσταλμένος or κ(Κοσμημέ- νος : to put on a d., ένδύεσθαι or περιβάλλεσθαι Ιμάτιον. ^'Of- ten Orel, by the partcp. of a verb, c. g. Cyrus appeared in the same d. as his soldiers, ό KOpos ώφθη περιεσταλμένος ώσπερ και οι στρατιώται. DRESS, ν. II (Trs.)] άμφι- εννΰναι, ένδύειν (both with double ace. of person and the dress) τι- νά τι. περιστέλλειν τινά τινι, περιβάλλειν τιν'ι τι : also άμπ- έχειν,περιαμπέχειν. ^1 (Ιντί.)] ένδύεσθαι (ένδϋναι, ένδεδυκέναι), ένδύνειν, περιβάλλεσθαι : also στέλλεσθαι or περιστέλλεσθαι, άμφιέννυσθαι (in the sense of put- ting on one's d. or getting d.-d). χρήσθαι Ίματίοις. To d. like a Median, αιρεΐσθαι στολήν Mjj- δικήν : to d. elegantly, χρησθαι Ίματίοις πολυτελέσιν : to be d.-d, άμπέχεσθαι, άμπισχνεϊ• DRE DRI DRI σθαί, ήμφιεσμένον είναι (in athg, τί) : elegantly d.-d, καλώς άμ- πεχόμενος or ηφιεσμένος : bad- ly, shabbily d.-d, δυσείμων, 2: to be meanly d.-d, δυσειματεΐν. H To give aby clothes'] ιμάτια τταρέχειν. See to Clothe. U To ornament atlig externally] κο- σμείν. παραμπέχειν. περιστέλ- Χειν. TJ Fig. : to dress a wound] επιδεΊν τραύμα or έλκος. Tod. aby's wounds, θεραπεύειν τετρω- μίυου : with (his, &c.) wounds d.-d, τραύματα έπιδεδεμενος : a Λvound not d.-d (== undressed), άνεπίδετον ελ /cos. U Miscell. phrases] To d. a garden, &c, see Cultivate, Till: to d. aby's hair, κατασκευάζει or κοσμεϊν or καλλύνειν την κόμην or εύ- θετεΐν τάς τρίχας. πλοκίζειν or αναπλέκειν την κόμην : to d. one's hair, άναττΧέκεσθαι : to d. leather or hides, δέφειν, βυρσο- δεφεϊν. μαΧάττειν: tod. a vine, άμπελουργεΐν : to d. a horse, ψύ- χε ιν, άποτρίβειν, κτλ. See to Currycomb. H To prepare victuals for the table] παρασκευ- άζειν, καταρτύειν : also κατα- σκεύαζε ιν εδέσματα, όψοποιείν or όψαρτύειν (to season, spice) , or καταρτύειν τροφην. DRESSER, έλεόν, τό. έλεος, 6 (in a kitchen). \ Of a vineyard] αμπελουργός, 6. DRESSING. if In a culinary sense] όψοποιία, ι), όφαρτυσία, V- όψου σκευασ'ια, η (the mode of d.). Tj Of a wound] έπίδεσις, κατάδεσις, h. The d. of aby's wounds, θεραπεία, η. ^[ In the concrete (= cataplasm)] Vid. TI Com.] To give aby a good d., πληγάς εμβάλλειν or προστρί- βειν τινί (g. t.). ζυλοκοπεϊν τί- να, δέρειν τινά. DRESSING-BOX, αβαζ, α- κος, 6 (g. t. for ' toilet,'' in the con- cvctc\ DRESSING - GOWN, έφε- στρίς, Ίδος, η, or prps χλαίνα, η (morning dress). DRESSING-TABLE, &βαζ, ακος, 6. ( DRESS-MAKER, άκεστρια, r\. άκεστρίς, ίδος, η. DRESSY, ιματίοις έγκαλλω- πιζόμενος. καΧλωπισμόνφιΧών. φιλοκαλλωπιστης. DRIBBLE, σιαλίζειν. See Drivel. DRIBLET (a little drop). By d.'s, ώσπερ στάγδην. DRIFT, s. t Impulse] Vid. TT Violence] Vid. % Tendency] See Design. To have such or such a d. (= to tend toivards any given object), σκοπεϊν τι or προς τι. στοχάζεσθαί τίνος, also σκο- πεϊν τι or 'όπως (fut.) : that is the d. of it, τούτο φρονεί or εθέλει or δύναται τι : the d. of a discourse or of what aby is say- ing, τό δηλούμενον εν τω λόγω : not to see the d. of athg, την ύπόνοιαν μη επίστασθαι. *j[ (188) Drift of snow, cjfC.] νιφάδες, αϊ. συρμός νιφετών, 6. χιών πολλή or βαθεΐα συνηγμένη or συμπε- φορημένη υπό του πνεύματος. DRIFT, v. See to Drive. 1 (INTRANS.)] έλαύι/εσθαι (pass.), φέρεσθαι (pass.). ^ Of a ves- sel] E. g. περιπΧεΊ η νανς. ^[ Of snow] The snow d.'s, τό πνεύ- μα συμφορεΐ την χιόνα. DRIFT-ICE, κρυστάλλου όγκοι (or πΧακες) υπό του ρου καταφερόμενοι (or -αϊ) or συν- νενημενοι(αι). DRIFT -WOOD, ξύλα ύπό τών κυμάτων συνηγ μένα or συμ- πεφορημένα. DRILL. U To perforate] Vid. β ΓΓ To exercise troops] συνεθίζειν Tats ποΧεμικαϊς έμπειρίαις. DRINK, s. ποτόν, τό. πόμα, τό. To take a d. (of athg), πιεΐν. ροφεΐν : to give aby a d., δοΰναί τινι ροφεΐν τίνος : to be fond of d., άττοκλίυειι/ προς φιλοπο- σίαν. DRINK, υ. πίνειν (gen. if speaking of once, but ace. if either habit or fondness of drinking is spoken of), e.g. to d. water (as u- sual beverage) , πίνειν ύδωρ (ace), bid πιεϊν ύδατος (gen. ; z=z to take a d. of water), ελκειν (to d. long draughts, to take a strong pull), άμύζειν (to d. continuously by sloio and short draughts). ^= Or by compounds when speaking of usual drinking, e. g. to d. wine, oivo- ποτείν : to d. milk, γαλακτο- ποτεϊν : to d. water, ΰδροπο- τεΐν : to cause to d., or make (aby) d., ποτίζειν. πιπίσκειν : to wish to d., διφην : without d.-ing, aVoTos, 2. ^[ To drink to athg (fig.)] E. g. to the suc- cess of athg, &c, σπείσαντα ε'ύ- χεσθαι τοις θεοϊς γενέσθαι τι : to d. aby's health, φιΧοτησίαν προπίνειν τινί. έπίχυσιν λαμ- βάι-ειν or ποιεϊσθαί τίνος, επι- χεϊσθαί τίνος. DRINK in. See Absorb. DRINK UP, έκπίνειν, κατα- πίνε IV. DRINKABLE, ttoto's, 3. πό- τιμος, 2. DRINKER, πότης, ου, ό. A hard d., φιΧοπότης, άκρατοπό- της, ου, ό : fern, φιλοπότις, ιδος, »/. ποτίστατος, ό (a xcine-bibber) . Tf Stronger tt.] μεθυστής, οϋ, ό. μέθυσος, 3 or 2. οινόφλυζ, υγος, ό (a drunkard, VlD.). To become ad., εις φιλοποσίαν προάγεσθαι (pass.). ( DRINKING, ττο'το?,ό. πόσις, fj. ^" In composition, ποσία, e. g. wine-d., οινοποσία, η : wa- ter-d., ύδροποσία, η : propensity for d., φιλοποσία, η : to be fond of d., φιΧοπότην είναι, ποτικώς εχειν : in d., or whilst in the act of d., εν ο'ίνω. παρ' όίνον : hard d., μέθη, η : to take to d., άπο- κΧίνειν προς φιΧοποσίαν : a d, companion, συμπότης, ου, 6 : fern, συμπότις, ιδος, η : d. com- panions, συμπόται, οι : a ά. -ves- sel, ποτηριον, τό. εκπωαα, τό. DRINKING-BOUT, συμπό- σιον, τό. πότος, η εν τοϊς πό- τοις συνουσία, συμποτών συνου- DRINKING-CUP. See Cup. DRIP, v. στάζειν, ψακάζειν (trans, and iiitrans.). σταΧάζειν (trans.). Χε'ιβεσθ'αι (pass.; in- trans.). ενστάλαζε iv (into athg, Tt εις τι), also ρεϊν (to be d.-ing). To be d.-ing with athg, άποστά- ζειν or σταλάζειν τι. ρεΊν τινι: d.-ing, στάζων, ούσα, ον. ρεόμε- νος, 3 : d.-ing wet, διάβροχος, άμφίβροχος. See Wet. To be d.-ing wet, διαβρέχεσθαι. καθ- υγραίνεσθαι. DRIPPING-PAN, τύγανον, τό. χαλκίον, τό. DRIVE, υ. If To put in mo- tion any object ivithout or contrary toitsivilF] ελαύνειν. αγειν. ώθεΐν. κινεΐν. $SF As hunter's tt., see Xenoph. Cyrop. ii. 4, 20, όγμεύ- ουσί τίνες, ως επιόντες τα θη- ρία εζανιστώσι. To d. the cat- tle to the pasture, έζάγειν τά βοσκηματα επι or εις την νο- μην : to d. the cattle to one spot, εφιέναι or επάγειν τά βοσ κύ- ματα επί τι χωρίον : to d. aby away fm athg, άττελαύι/ειν τιι/ά τίνος : to d. aby out of the town, έκβάλλειν_ or έζελαύνειν τινά. της πόλεως or εκ της πόλεως : to d. a nail into athg, ηλον εμ- βάλλειν Ttf ί. H Fig. : to urge y compel] επείγειν. άναγκάζειν. Necessity or want d.'s me to it, ανάγκη (εστί) μοι. αναγκάζο- μαι (pass.), προτρέπειναηάπαρ- ορμάν επί τι (to urge, push on) : to be driven by necessity or want, ανάγκη επάγεσθαι or πεισθη- ναι. To be driven, ελαύνεσθαι, φέρεσθαι. κινεΐσθαι : tobedriven out of his course or path, παρα- φέρεσθαι. εκτρέπεσθαι. ^f To drive at (fig. = to attack, set upon)] Vid. ^f To drive aivay] άπελαύνειν, έζελαύνειν. ^[ To drive forward] προελαύνειν.προ- κινεϊν. προάγε ιν. 1j To drive back] άπελαύνειν. άπωθεΊν,παρ- ωθεϊν. άναστέλλειν, συστέλ- λειν. To d. back the enemy, τροπην ποιεΐν τών πολεμίων, άναστέλλειν τους πολεμίους, άπωθεΐσθαι τους πολεμίους, ε'ις φυγην τρέπειν τους πολεμί- ους. ^[ To drive from] See to Drive away. % To drive into (propr.)] είσελαύνειν (e.g. cattle t occ. ; fig.), ενάγειν. εμβάλλειν (e. g. a wedge, S^c). % To drive out] έζελαύνειν, άπελαύ- νειν (of animate objects). εζάγειν 1 προάγειν (of things). To d. out by force, βία έζελαύνειν. έζ- ωθεΤν, έκβάλλειν: to be driven out, έκπίπτειν. ^[ To drive off (propr.)] See to Drive away. (Fig. — to put off)] άποτίθεσθαι (mid.), άναβολην ποιεϊσθαί τί- νος. See to Delay. ^[ To drive DRI DRO DRO together] συνάγειν. συνεΧαύνειν. συνειΧεΐν. TJ To drive aby out of his mind or mad] εκμαίνειν τινά. μανίαν έμβάΧΧειν τινί. Ι shall be driven mad, εκφέρομαι or παραφέρομαι (pass., seq. dot., by athg). To DRIVE (a carriage, <§-c), άρματεύειν, άρματηΧατεϊυ. ε- Χαύυειυ. όχεΐσθαι. To a. (as a coachman), ήνιοχεΐν. To DRIVE. (Intrs.) όχεΐ- σθαι or φέρεσθαι (pass.), έφ' άρματος or άρμαμάζης. εΧαύ- νειυ άρμα or εφ' άρματος, άρμα- μάζης (to d. in a carriage ; both trans, and intrs.). To d. through the country, διεΧαύυει,υ την χω- ράν. TJ Fig. : to drive one's car- riage (= have coach and horses) ] άρματα τρέφειν. άρματοτρο- φεΐν. The d.-ing or keeping of ones carriage, άρματοτροφία, η. DRIVE, s. εΧασία. περιέΧα- σις, ή. To take a d., εζεΧαύ- νειν, περιεΧαύνειν, or περιεΧαύ- νειυ εφ' οίρματι. DRIVEL, TJ Propr.] σιαΧί^ ζειν. TJ Fig.: to dote] VlD. DRIVELLER. «See Dotard. DRIVER, TJ That drives a carriage] δ άγων or εΧαύνων το ζεύγος. άρματηΧάτης, ου, δ. φορταγωγός and φορτηγός, δ. ηνίοχος, δ. To be a d., άρματεύ- νειν. άρματηΧατεΐν. TJ A driver of cattle] νομεύς, έως (g. t), or βουκόΚος, δ. δ εΧαύνων βόας or βοϋς (of oxen). The d. of a mule, όρεωκόμυς, δ. TJ A ramming instrument] See Beetle. DRIZZLE. See the intrans. forms under to Drip. It d.'s, ψακάζει : d.-ing, σταΧακτός, 3 (propr.). φεκάς or φακάς, άδυς, η (a d.-ing rain). DRIZZLY (e. g. rain). See the preceding Article. DROLL, adj. πίΐίγνιος,2,αηά γεΧοΐος, 3 (of things), παιγνι- ώδης, 2 (of persons and things). γΧαφυρός, 3. θαυμάσιος, 3. A d. fellow, γεΧωτοττοιός, δ. γε- Χοιαστης, οΰ, δ. παιγνιώδης άν- θρωπος, δ. εϋτράπεΧος άνηρ, δ. DROLL, s. See Droll, adj. DROLL, v. γεΧοιάζειν. γε- Χωτοποιείν. σκώπτειν. παίζειν. παιδιά χρησθαι. DROLLERY, το παιδιώδες, ους. το γεΧόΐον, also γεΧωτο- ποιία, η. βωμοΧοχία, ι). DROMEDARY, κάμηλο? ν Βρομάς. DRONE, s. TJ A bee] κηφήν, ηνος, δ. ΤΙ A sluggard] VlD. TJ A humming sound] βύμβησις, η. βόμβος, δ. DRONE, ν. TJ To live in idle- ness] άργεΐν. άργόν "ζην. νωθρεύ- ιιν. ραθυμε'ιν. TJ To emit a dull Sound] βομβεϊν. φιθνπίζειν. ΌΚΟΝΙΧα,βόμβν.σις, ή. βόμ- βος, δ. ψιθυρισμός, δ. ψιθύρι- σμα, τό. DRONISII, νωθρός, 3. βΧάζ, (189) βΧακός, δ, η (idle), κάθυπνος, 2 (dreamy). To be d., νυστάϊ,ειν. DROOP. II To sink doivn- wards] καθ'ιεσθαι, ϋπονοστεΐν, ΰποχωρεΐν (fm a height), καθί- ζεσθαι. 'ίζημα ΧαβεΊν (to lower or become lower, take a downward tendency. See to Decline). TJ To languish, lose spirit, fyc] δια- φθείρεσθαι (pass. ; g. t.). άπο- μαρα'ινεσθαι (pass.), τηκεσθαι, συντήκεσθαι (pass. ; to ivither aivay). φυΧΧοβοΧεϊν, φυΧΧορ- ροεΐν, φυΧΧοχοεΊν (of the d.-ing of leaves), άθύμως εχειν or δια- κεΐσθαι or διάγειν (of aby's cou- rage). To allow one's courage to d., καταπεσεΐν τω θυμω : I find my courage (or spirits) d.-ing, a- θυμία έγγίγνεταί μοι : he did not allow his courage to d., ουκ 'έπεσε τω φρονηματι. See DIS- COURAGE. DROP, s. σταγών, όνος, η. στάΧαγμα, τό. ραν'ις, Ίδος, η (of rain or dew), φακάς, άδος (small d.). By d.'s, στάγδην : that comes out by d.'s, στακτός, 3 : a rain-d., ύδατος or ΰετοΰ στα- γών, fi. δμβριος σταγών, η '. a dew-d., δρόσου φακάς, η. TJ Far-ring] Vid. DROP, ν. TJ To pour in drops] στάζειν. φακάζειν (trans, and intrans.). σταΧάζειν (trans.). Χεί- βεσθαι (pass. ; intrans.). It d.'s, φακαζει. ρεΐν (to flow) : to d. άονπι,καταΧείβεσθαι. καταστά- ζειν : to let, or make to, d. down, φεκάζειν, καταφεκαζειν. κατα- σταθεί v. TJ To let fall] άφιέναι (and mid.). εκβάΧΧειν (e. g. εκ της χειρός). I happened to d. it, εκπίπτει μοί τι της χειρός : to d. down, κάτω φέρεσθαι (pass. ; g. t.) : to d. down fm athg, κατα- πίπτειν από τίνος. Fig. to d. a tear, άφιέναι or εκβάΧΧειν δά- κρυ or (pi.) δάκρυα εκπίπτει τινί or δάκρυα Χείβεται κατά των παρειών. To d. anchor, άφ- ιέναι, βάΧΧειν, χαΧάν την άγ- κυραν or άγκυροβοΧεΐν. TJ Το intermit, to cease] άφιέναι (and mid.), προίεσθαι, άποβάΧΧειν (give over, of concrete things ccs well as thoughts, expectation, S[c). εάν τι and άφεστάναι τινός (e. g. a plan, design, S[C.). See Give up. To d. the notion or idea (of doing athg), άπογιγνώσκειν μη ποιεϊν τι. To d. a subject, μη διισχυρίζεσθαι, καταΧείπειν άν- εζέταστον, εάν (not to inquire into it any longer) : to d. the conver- sation, μεταξύ τον Χόγον κατα- Χείπειν. καταΧύειν τον Χόγον. μεταξύ Χέγοντα άποπαύεσθαι : to d. the matter, παύεσθαι Χέ- γοντα περί τίνος, εάν Χέγειν περί τίνος (say no more about it) : I d.-d the matter, εκείθεν άπ- έΧιπον : where (= at the point) you d.-d or left the subject, όθεν άπέΧιπες (sc. τον λόγοι/). To d. aby's acquaintance, διαλΰειν την φιΧΊαν. TJ To drop in or into (= fall in)] Vid. To d. in (at aby's), καταΧύειν προς τίνα. εντυγχάνειν τινί (call uponhim) : to d. out, see Fall out. To d. abya line, λέγειν τινί δι επιστο- Χών. γράφειν τινί or προς τίνα. άντεπιστέΧΧειν τινί (the latter, if in return, as answer). DROP. (Intrs.) See under Drop trans, and intrans. DROPPING, σταΧαγμός, δ. DROPSICAL, ύδερικός, 3. ύδρωπικός,3. ύδα,τώδης, 2. υφυ- δρος, 2. To be d., ύδιριάν, ύδε- ραίνειν. ύδεροΰσθαι, ύδατοΰσθαι, ύδατα'ινεσθαι (pass.), ύδρωπιάν. ύδρωπικόν είναι. DROPSY, ϋδερος,δ. ΰδρωφ, ωπος, δ. ύδερίασις, η. ΰδερικόν άρρώστημα, τό. To have the d., see ' to be Dropsical.' DROSS. TJ Of metal] σκωρία, η. κάθαρμα, τό. Like, or of the nature of, d., σκωριοειδης, 2: free fm d., καθαρός, 3. εΊΧικρινης, 2. TJ Refuse] σίδηρου or χαΧκοϋ Χεπίς, η (d. of iron or copper, i. e. the portion remaining when wrought), παράθραυσμα, άπό- τριμμα, τό (propr.). TJ Melon.] κάθαρμα, τό. έζώΧης, 2. DROSSY, σκωριοειδης 2 (propr.). Ιώδης 2 (rusty). DROUGHT. ΤΙ Dry weather] αύχμός, δ (as state of temperature, also used in pi.), καύμα, τό (great or parching heat), ανομβρία, η (want of rain), ανυδρία, η (want ofivater at any given spot), θέρος άνομβρον (a dry summer or sea- son). TJ Meton. (as effect)] η των καρπών φθορά (failure of groicth, scarcity), also άκαρπία, ή. TJ Fig.: thirst] Vid. DROUGHTY. TJ Wanting rain] ζηρός, 3. κατάξηρος 2 (g. It. = dessicated). See Drv. A d. season or summer, θέρος άνομ- βρον : d. state of weather, ανομ- βρία, η (i. e. want of rain). TT Fig. : dry with thirst]SeeT H1RSTY. DROVE. TJ Of cattle or sheep] άγέΧη, η (esply of larger cattle), ποίμνη, ν, and ποίμνιον, τό (of small cattle), νομή, η, and βοσκη- ματα, τα (of draught cattle). In d.'s, άγεΧηδόν. κατ' άγέΧας : to be together in d.'s, άγεΧάζεσθαι (pass.) : a d. of oxen, άγέΧη βοών, ή. βουκόΧιον,τό. ^Croivd] Vid. DROVER, νομεύς, έως, δ. βου- κόΧος, δ. χοιροπώλης, ου, δ. DROWN, πνίγειν ϋδατι. άπο- πνίγειν. To d. in the sea, κατα- ποντϊζειν, καταποντούν, άπο- ποντούν. βυθίζειν. ^Metaph.: to drown (thought, conscience, or the like)] κατέχειν, επέχειν : (with change of metaph.) άπίΐμβΧύνειν, κατασβεννύναι. TJ To overflow] έπικΧύζειν, κατακΧύζειν, συγ- κΧύζειν. ποιεϊν Χιμνάζειν (prop., of fluids, cjfe.). έπιχεϊσθαί (pass.) τιι/ι (fig., to spread all over). To be d.-d in pleasure or revelry, κατοΧισθάνειν ε'ιςτρυφην: — in DRO DRY DUC vice, διεφθάρθαι υπό κακού τί- νος, βυθί'ζεσθαι ει? κακά. Το d. the tone or sound, ύπερφθέγ- γεσθαι. ΰπερηχεΐν: to d. aby's voice, καταβοάν or ύπερβοάν τί- να. Χαρυγγιζειν τινά : to d. a noise, έκκοφούν. κρείττω -γίγνε- σθαι or είναι τίνος, or by com- pounds with αντί, as άντιπατα- γεΐν, e. g. the noise of the enemy's approach heing d.-d hy the wind, ψόφιο τω εκ του προσιέναι αυ- τούς άντιτταταγοΰντος του άνε- μου: to have one's voice d.-d hy ahy, διαθυυλεϊσθαι ύπό τίνος : to d. oneself with drink, ύπερ- πΧησθηναι μέθης. Tf (InTRS.) η: to be drowned] πνίγεσθαι, άποπνίγεσθαι (pass. ; with or without I) out ι). % Reflexive: to drown oneself] ρίπτειν or άφ- ιέναι εαυτόν εις τό ύδωρ (g.t. for ' to throw oneself into tlie iva- ter"). DROWSE. «ΙΪ (Trs.) Propr.] κατακοιμίζειν, κατακοιμαν. κα- ταβαυκαλάν (e. g. by singing lul- laby, Qc). "ji (INTRS.)] ύπνώτ- τειν. άποκνεϊν. ναρκάν. DROWSILY. Fm adjj. un- der Drowsy. DROWSINESS, νύσταζα, η. νυσταγμός, ό (propr.). νώθεια, 7]. βραδυτης, ητος. η. όκνος, δ. DROWSY, m Sleepy] ΰπνώ- δης, 2. ύπνηΧός, 3. κάθυττνος, 2. νυσταλέο?, 3. To be d., ύπνώτ- τειν : I feel d., ΰττνώττω. ύπνου επιθυμώ. ^| Metaph.] νωθής, 2. άτονος, 2. βραδύς, εΐ«, ύ. οκνη- ρός, 3. ήμιύπνος (half-asleep). νττνω κάτοχο?. Τί The drowsy disease] Χηθαργία, η. κώμα, τό, also κατοχή, η, or κατά λ η φ ι?, η (if with open eyes). To have the d. disease, ΧηθαργίΧ,ειν. DRUB, v. See Beat, v. DRUB, s. See Blow, s. DRUBBING. E. g. to give aby a good d., ζυΧοκοΊτεϊν τίνα. δέρειν τινά. μαστιγοΰν. εκδί- ρειν. See to Beat. DRUDGE, v. καταπονεΐσθαι (pass ). πόνοις άπομαραίνεσθαι (pass.), άποκάμνιιν. Drudging work, έργον άναγκαΐον, τό (i e. performed by constraint more than by choice). ταΧαιπωρία, κακο- πάθεια, η. To do d.-ing work, άναγκαζόμενον ποιεΐν τι or μο- χθεϊν (also ivith -κερί τι or επί τ.ι /t) : to d. along, be d.-ing, κα- κοπαθεΤνπερίτι. ταΧαιπωρεΤν άμφ'ι τι (or seq. paticp.). πρά- γματα or πόνον έχειν (seq. partcp.). DRUDGE, s. Crcl. by to Drudge, e.g. to be a d., see pre- ceding Article. DRUDGERY. See 'drudging work.' under to Drudge. DRUDGING, μοχθηρός, 3. επιπονώτατος, 3. <5ε£ΐ/ο'τατο?, 3. κοπώδης. 2. DRUDGINGLY. From adj. Drudging. DRUG, v. See to Mix. (190) DRUG, s. φάρμακα, τά (pi.), θυμίαμα, τό. άρωμα, τό. Το mix d.'s, φαρμακοποιεΊν : to take some d.'s, φαρμάκοις χρη- σθαι or φαρμακοποτείν : to ad- minister d.'s, προποτιζειν. DRUG GIST, άρωματο•7τά>λί)?, ου, ό. See Apothecary. DRUGGIST-SHOP, prps φαρμακοπώΧιον, τό. DRUM, s. τύμπανον, τό. To beat the d., τυμπανίζειν : in the shape of a d., τυμπανοειδης, 2. DRUM, V. τυμπανίζειν. DRUMMER, τυμπανιστής, οΰ, 6. DRUMMING, 6 άπδ των τύμπανων ψόφος. DRUNKARD, μεθυστης, ου, ό. μεθυστικός, δ. μέθυσος (adj.), 3 or 2. φιΧοπότης, ου, δ. πάρ• οίνος, δ. ο'ινόφΧυξ, υγος, δ. Το be a d., φιΧοποτεΐν. φιΧοττότην είναι : to become a d., άποκΧί- υειν προς φιΚοποσίαν. DRUNKEN or DRUNK, με- θΰωυ, ούσα, ον. μέθυσος, 3 or 2. πάροινος, εξοινος,Ί. κραιπαΧών, ωσα, ών. To be d., μεθΰειν, με- θύσκεσθαι (pass.) : to make d., μεθύσκειν. έξυινονν : to get d., οίνούσθαι (pass.). βρέχεσθαι (pass.) : to be d. (with wine), ητ- τω γενέσθαι του οίνου : to be quite d., ϋπερπΧησθηναι μέθης: a d. fellow, see preceding Article. TJ Fig.] μεθΰων (ούσα, ον) ύττό χαράς (d. ivith joy). To be d. with joy, ΊΧιγγιάν επί τινι. με- θύειν τινί. DRUNKENLY, ύπό μέθης : also by paiicp. μεθΰων, ούσα, ον. DRUNKENNESS, φιΧοπο- σία, φιΧοινί(ΐ, η. ο'ινοφΧυγία, ή (the habit or love of drinking), μέ- θη, η (the state). In a state of d., υπό μέθης, μεθΰων. μετ οίνου, παρ' ο'ίνω : to fall into the vice of d., ει? φιΧοπυσίαν προάγε- σθαι (pass.) : a deed or act com- mitted in a state of d., παροινία, η : to ill-treat aby in one's d., παροινεϊν. DRY, ξηρός, 3. αυος, 3 (with- out moisture). σκΧηρός,3. αυχμη- ρός, 3 (icithered, and thus brittle), κατάξηρος, 2 (dried up), άπ- εσκΧηκώς, ι/Τα, ό? (withered α- way). άτροφος, 2. λε7ττο'?, 3. ισχνό?, 3. άσαρκος, 2 (without flesh, lean). σκεΧιφρός, 3 (hag- gard). A d. summer, θέρος άνομ- βρον : d. land (= soil), γη άνυ- δρος : the d. land (opp. sea), ή ήπειρος, or simply rj γη : d. wood or sticks, φρύγανα, τά . to grow d. by the heat of the sun, εκκαί- εσθαι τω ήΧίω : to turn or make d., ζηραίνειν, αύα'ινειν, άποξη- ρα'ινειν, μαραίνειν, άπομαρα'ι- νειν. άπισχνα'ινειν, Χεπτΰνειν : to be or grow d., ξηραίνεσθαι. μα- ' ραίνεσθαι (pass.), αύχαεΐν. αΰ- \ αίνεσθαι : d. weather, αϋχμός, δ : to eat d. bread, άρτον μόνον ί εσθίειν. If Metaph. (= without wit or spirit)] ψυχρός, 3. D. language or discourse, ψυχροΧο- γία, ή : to say athg in d. words, άπλώ? ε'ιπεΐν τι : to answer dry- ly, άποτόμως άποκρ'ινεσθαι. DRY,i). «ft (Trs.)] ξηραίνειν. αύα'ινειυ. To d. fruit, ϊσχναί- νειυ : to d. in the sun, αΰαίνειν προς τον ηλιον : to d. linen, &c, θειλοττεδεόειν. άναψύχειυ: tod. by heat, φρύγειν, φυΰττειν. ΤΙ To dry out or up] διαξηραίνειν, άποζηραίνειν, καταζηραίνειν, καταυαίνειν. έξικμάζειν (of juicy things), άπομαραίνειν, έκμαραί- νειν (to take away its strength). TI To wipe aivay] Vid. Tf (1n- TRS.)] ζηραίνεσθαι, αυα'ινεσθαι ( ztass ι DRYING (the act of), ξήραν- σ * δ » ξηρασία, η. ζηρασμός, δ. αΰανσις, η. DRYING-GROUND, θειΧό- πεδον, τό. DRYNESS, ξηρότης, ητος, η. ξηρασία, η. αΰχμός, δ (often used in pi., droughts). σκΧηρότης (des- sicated state in respect of juice), καύμα, τό (heat), ανυδρία (want of water). D. of temperature, ανομβρία, η : ά. (=: weakness) in sentiment or expression, ψυχρό- της, ητος, η. τό ψυχρόν. DRYNURSE, S. τιθήνη, η. παιδοτοόφος or παιδοκόμος, ή. DRYNURSE, ν. τιθηνεΐσθαι παιδίον. DRYSHOD, άβρέκτοις τοϊς ποσίν. Prps Crcl. διαβαδίζειν or δι' ύδατος πε'ζεύειν. DUAL, δυ'ίκά, τά. δυ'ϊκός or δυδικός, δ (sc. αριθμός). DUB. 7 To confer a dignity] See Confer. DUBIOUS. See Doubtful. DUBIOUSLY. See Doubt- fully. DUBIOUSNESS. See Doubt- fulness. DUBITABLE. See Doubt- ful. DUCAL, ηγεμονικός, 3. ό, h το του ηγεμόνας. DUCHESS, η του ηγεμόνος γυνή. DUCHY, η του ηγεμόνος χωρά. DUCK. s. νηττα, ή. A brood or nest of d.'s, νεοττιά η της i/jjttjj?. νεόττια τά της νήττιις: d. -hunting, ή των vijttwi/ θήρα: one that hunts d.'s, ό τά? νήτ- τας θηρών : d.'s meat, i/ijttuio κρέα, τά : a d.'s cot, νηττοτρο- φείον, τό. D.'s and drakes (the game), εποστρακισμός (Poll.) : to play at d.'s and drakes, έ-π-- οστρα/α'ζείν. DUCK, v. 1Ϊ (Trans.)] βά- πτειν, έμβάπτειν, έμβαπτίζειν. καταδΰειν. IT (TNTRS.)] κατα- δύεσθαι, ύποδύεσθαι (-δυσαι). ύποννχεσθαι and ύπονεΐν. DUCKER. See Diver. DUCKING. % Propr. (Trs.)] βαπτισμός, δ. βαπτισις, η. •[} (IntrS.)] κατάδυσις, ύπόδυσις, ή. ΤΙ Fig. : e. g. to get a duck• DUG ing] διαβρέχεσθαι. καθυγραί- νεσθαι. DUCT. See Canal. DUCTILE, ελατό?, 3 (capable of being drawn out as wire, or hammered out), γλίσχοος, 3 (tough), υγρός, 3 (that can be led hither and thither like water), ^f Flexible] Vid. f Fig. : tractable] πιθανός, 3. εύπειθής, 2. DUCTILENESS or DUC- TILITY, ελατοί/, τό. γλίσχρον, γλισχρότης, j;tos, ή. τό υγροί/, ι/'γρότι /s. ^[ Flexibility] εύκαμ- DUDGEON. 1\ Λ small dag- ger] See Dagger. ^[ Malice] Vid. To take athg in ά., βαρέως or χαλεπώς φέρειν τι. άγανα- κτεΐν or δυσκολαίνειν επί τινι. χαλεπαίνεσθαί τινι or προς τι. DUE, adj. 1 Owed] δέων, ούσα, υν. οφειλόμενος, 3. Athg is d., αποδίδομαι δει or χρή τι : the day or time when athg is d., •προθεσμία, ή : the bill has fallen d., ελήλνθεν ή προθ. του χειρο- γράφου : — is overdue, τταρελ»?- Ανθεν or παροίχεται ή π. : athg (e. g. wages) is due to me by aby, οφείλεται μοι (μισθός) : to re- main d., ελλείττειν. ουκ άποδί- δοσθαι (pass.) : thanks are d. to aby, Crcl. by όφε'ιλειυ τινι χά- ριν, υπόχρεων ελν~\. χάριτι. ^[ Proper, becoming J προσήκων, καθήκων, ούσα, ον. άξιος, 3. Αν- αγκαίος, 3. πρέπων, ούσα, ον. δέων, ούσα, ον. ικανός, 3. δί- καιος, 3. επιτήδειος, 3. The d. and proper size, μέγεθος ευπρε- πές : the d. share or portion, τό επιβάλλον or γιγνόμενον μέρος. IT Fig.] According to aby's d., εκ των προσηκόντων, προσηκόν- τως : beyond what is d., ϋπερ- βαλλόντως. ΰπερ τό μέτριον. ύπερ την άξίαν : as is d., προσ- ηκόντως, άξίως : to receive a d. reward, τιμήν άξίαν φέρεσθαι. DUE, adv. Ε. g. to keep d. on (Shah.), ευθύ, όρθήν. ορθώς (in a straight direction), κατευθύ (straight on ον forward), ευθύ τί- νος (towards any object). D.-west, ευθύ προς εσπέραν or δυσμάς, προς ε. or δ. μάλιστα. DUE, s. IT That ivch is due, that wch aby has a right to] αξία, V- προσήκον, καθήκον, δέον, πρέ- πον, οντος, τό. οφειλόμενου, τό. οφειλή, ή. To claim as one's d., άξιοϋν : to receive one's d., τυγ- χάνειν των αξίων : to give or let aby have his d., δίκαια ποιεΐν περί τίνος, άξίως προσφέρεσθαί (pass.) τινι: to give every man his d., άποδιδόναι εκάστω τό δφειλόμενον. lj What custom or law requires to be done] See Duty. % Imposts] See Custom. Duty. DUEL or DUELLI NG, s. μο- νομαχία, ή. To challenge aby to fight a d., προκαλεϊσθαι ε'ις μο- νομαχίαν : to fight a d., μονομα- χείν. ιδία μάχεσθαι : one who fights a d., μονομάχος, δ. (191) DUL DUEL, v. See Duel, s. DUELLER, DUELLIST, μο- νομάχος, b. DUET, ωδη αμοιβαία, η. μέ- λος άμοιβαΐον, τό. DUG. % Breast] Vid. DUKE, ήγεμών, όνος, δ. άρ- χων, οντος, δ. DUKEDOM. See Duchy. DULCET. See Melodious. DULCIMER^rps/oUtooKU/u- βαλον, τό. To play on the d., κλειδοκύμβαλον κρούειν (mod. Greek). DULL, adj. αμβλύς, εΐα, ύ (g. t. propr. and fig. in all rela- tions — hebes, hebetatus). κω- φός, 3 (of the organs), άμαυρός, 3 (of the sight), άβέλτερος, 3. ψυχρός, 3. ανόητος, αναίσθητος, όξύνετος, 2. ηλίθιος, 3 (without intellect and judgement), άφυής, 2. αμβλύς την φύσιν. βραχύ φρονών, οϋσα, οΰν (without men- tal capacities), άβαθης, 2 (that cannot comprehend). To be d. at comprehending athg, δυσμαθώς εχειν or διακεϊσθαι. βλάξ (stu- pid), βραδύς, εΐα, ύ. νωθής, 2 (sloiv). αδύνατος, 2 (without pow- er, languid), δυσαίσθητος (im- paired, with ref. to the senses). D. of hearing, υπόκωφος, 2. δυσ- ήκοος, 2 : d. of vision, άμβλυ- ωπής, 2. άμβλυωπός, 2. μύωψ, ωπος, δ, η (short-sighted), ασθε- νής την όψιν : to be d. of vi- sion, άμβλυωπιίν. αμβλύ δραν. μυωπιάζειν. *|[ Dark, gloomy, Qc.)] άμαυρός, 3 (witlwui bright- ness), σκοτεινός, ή, όν. άφεγγής, 2 (without light), εύρώεις, εσσα, εν. εΰρωτιων, ώσα, ων (of places or things d.fm neglect, situs). D. (of weather, air, fyc), νεφελώδης, 2. συννεφής,2. σκυθρωπός and στυ- γνός, 3 (without cheerfulness, of ubys looks, air, $c). '% Ill-tem- pered, morose] λυπηρός, 3. δύσ- κολος, 2 (of the mind). To look d., σκυθρωπάζειν. στνγνόν εί- ναι δραν : a d. look, τό σκυθρω- πού, σκυθρωπασμός, δ. D. (= not exhilarating, tedious), ψυ- χρός, 3. ανιαρός, 3. εμβριθής, 2. δυσχερής, 2 (heavy, e. g. a dis- course that does not move), ταπει- νός, 3 (flat). TI Drowsy] Vid. If Of dull colour, £[c] μέλας, αινα, αν. θολερός, 3 (of turbid liquids), προσώπου χρως θολε- ρός (a d. muddy complexion). *\\ Dull of sound] φαιός, 3. άααυ- ρός, 3. βαρύς φθόγγος. Α ά. sound, δοΰπος, δ : in or with a d. voice, βαιά tj; φωνή. To render d., άμβλύνειν, εξαμβλύνε ιν, κατ- αμβλυνειν. θολοϋν, όναθολοΰν (of liquids) : to become d., άπαμ- βλύνεσθαι (pass.), άμαυροΰσθαι (pass.), νεφοϋν,σνννεφεΐν,άμαυ- ροϋν (of the air, brightness, Sfc). It is getting d., συννέφει : it is d. (of weather), έπινεφη or έπι- νέφελά εστίν. To render or make aby d , ταράττειν, λυπεΐν : to make aby feel d., άθυμίαν παρ- DUN εχειν τινι. ταπεινοΰν, κατα- πλήττειν, άνιάν, καταπονεΐν, or κοπούν, τινά : to be or feel d., άθυμέΐν, καταθυμεΐν. άθύμως εχειν : to make aby's life d., έπι- σκιάζειν τον βίον τινός. DULL, v. (Trs.) See the Adj. DULLARD, s. and DULL- WITTED, βραδύνους, 2. βρα- δύς, εΐα, ύ. αμβλύς (εΐα, ύ) την φύσιν. αναίσθητος, 2. απαθής, 2. βλάξ, ακός, δ, ή. ψυχρός, 2. DULLY. Fm adj. Dull. DULNESS. «II Mentally] άμ- βλύτης της φύσεως, ή. βραδύ- νοια, ή. βραδυτής, ητος, ή. αν- αισθησία, ή. τό άναίσθητον. απ- άθεια, ή. ψυχρότης,η. βλακεία, ή (with ref. to understanding). D. of sight, άμβλυωπία, ή. άμβλύ- της, ητος, ή. ^[ Blunlness] άμ- βλύτης, ητος, η (g. t. in all rela- tions), κωφότης, ητος, η. κώ- φωμα, τό (esply of the human organs). D. of feeling or of the senses, δυσαισθησία,άναισθησία, ή. If Drowsiness] Vid. DULY, άξ'ιως. προσηκόντως, καθηκόντως. εις δέον. εκ των προσηκόντων. Ίκανώς. δικαίως, πρεπόντως. κατ άξίαν. See Due. DUMB, ενεός, 3. κωφός, 3 (incapable of speaking), άφωνος, άναυδος, 2 (not speaking). To be perfectly d., των ιχθύων άφω- νότερον είναι (lit., as a fish) : one that is d., κωφόν πρόσωπον. See Mute. % Deaf and dumb] gir rendered by the same term, κω- φός, 3. To strike d., εμφράτ- Ttiv τό στόμα τινός or τινι. επιβύειν τό στόμα τινός or επι- στομίζειν τινά (to makehimhold his tongue) : to be struck or grow d., κωφοΰσθαι (pass.; propr. — to lose ones speech), άφωνον γί- γνεσθαι (to say nothing more), or μηδέν ετι άι/τιλεγειν. άποσιω- πάν. < DUMBNESS, κωφότης,ητος, ή. κώφωμα, τό. ένεότης, ητος, ή (fm nature), αφωνία, η. τό άφωνον (if designedly). DUMBFOUND. % To strike dumb] Vid. DUMPS, δυσθυμία, v. To be in the d., δυσθυμεΐν. λυπεΐσθαι. άνιάσθαι. δυσθύμως εχειν. διά φροντίδος είναι, δυσκολαίνειν. DUMPY, βραχύς καϊ παχύς (εΐα, ύ). DUN, adj. If Dark, gloomy] Vid. (propr. and fig.) TJ Dun- coloured] μελάγχλωρος, 2. πε- λιτνός, 3 (dark, brown). DUN, V. άπαιτεΐν (aby, τιι/ά τι or τι παρά τίνος), πράτ- τειν or πράττεσθαί τιι/ά τι. To be d.-d, άπαιτεΐσθαί τι. TJ Stronger tt.] ένοχλεΐν τινι or τι- νά άπαιτών τι. προσιών πολ- λάκις άπ. τι. To d. aby by let- ter, δι' επιστολής άπαιτεΐν τίνα τό χρέος. DUN, s. δ άπαιτών, οϋντος. δ πραττόμενος. A letter received DUN fm a d., απαιτητική επιστολή, ν• DUNCE, βλάξ, ακός, ό, ν• See Dullard. ταλαίπωρος 6. βερέσχεθος, 6 (Aristoph. Eq. 635). DUNE, ΘΊς, θινός, 6 and η. λόφος ψαμμώδης. DUNG, S. κόπρος, η. π'ιασμα, τό. σπυραθία, η, and σπΰραθος, 6 or η (d. of sheep and goats). To carry d. on a cart, κοπραγωγεϊν: to bring together d. , κοπρολογεϊν : the act of placing d. on a field, κόπρισις, ν• κοπρισμός, 6 : to clear out the d. (e. g. of a stable), έκκοπρί'ζειν, εκκοπροΰν: a clear- ing out the d., εκκόπρωσις, η. D. -beetle, κοπριών, νονός, b: d.- cart, κοπροφόρον άρμα, τό : d.- fork, δίκρανον κοπρικόν, τό: d.- hill, κοπροβολεϊον. κ. βέσιον. κ. δοχεΐον, τό. κοπρών, ώνος, 6. κοπριά, η. κόπρου σωρός, 6. βολεών, ώνος, ό. DUNG, ν. κοπρϊζειν, έπικο- πρίζειν (to used.), κοπροΰν. See to Manure. Act of d.-ing, κό- πρωσις or κόπρισις ή. DUNGEON, ειρκτή, η. δε- σμωτήριον, τό. DUPE, s. εύηθης, 2. απατη- θείς, εΐσα, 6, η. φενακισθείς, έΐσα, 6, η {the person d.-d). εύ- απάτητος, 2 (easily d.-d). 6 ταχύ πειθόμενος or εναγόμενος (easily led or credidous). To find a d., εύηθει τινι έντυγχάνειν: to make aby one's d., φενακιζειυ : — by promises, &c, παρακρούειν τιι/ά Χόγοις : to be the d. of aby, δια- ψεύδεσθαί τίνος : to be the d. of one's own expectations, διαμαρ- τάνειν ών τις ηλπισεν. ^* Or Crcl. objectively by εύεξαπάτη- tos, 2 {that may be easily de- ceived). They are making you their d.'s, ΰπ' απάτης ύπάγε- σθε. DUPE, υ. See phrases ihDupe, s., or to Deceive. To d. out of athg, άπομΰττειν (Cf.Lat. emun- gere). t DUPLICATE, άντίγραφον, άπόγραφον, τό. To make a d. of athg, ποιεΐσθαι or Χαμβάνειν αντίγραφα τίνος. $W The an- cient Attics also used the pi. in this sense. DUPLICATION, διπλασια- σμός, άναδιπλασιασμός, b. DUPLIC ATURE, διπλόη, ή. πτυ^ι?, fi. DUPLICITY, διπΧόη, f,. See Deceitfulness, Deceit. DURABILITY or-RABLE- NESS, βεβαιότης, ητος, η. στε- ρεοτης, η. βέβαιον, τό. μόνιμου or επίμονον, τό. DURABLE, βέβαιος, 3 and 2. μόνιμος, 2. έμμονος, 2. ασφα- λής, 2. πολυχρόνιος, 2. To be d., μένειν, σνμμένειν, διαμένειν, παραμένειυ. μόνιμον or βέβαιον είναι : not d., see Frail. DURABLY. Advv.of Dura- BLE. (192) DUS DURANCE. ^Imprisonment] See Custody. DURATION, χρόνος, 6 {length of time). "\\ Continuance] Vid. μονή, διαμονή, η. Uninterrupted d.,T. DWINDLE, φθίνειν. μαραί- νεσθαι,κατα -or άπομαραίνεσθαι (pass.), τήκεσθαι (pass.). See DECREASE, ρικνοΰσθαι, ρυτιδοΰ- σθαι, κραυροϋσθαι, άποσκέλλε- σθαι (pass.), perf. άπεσκληκέναι (all in the sense of ''falling off] ' shrinking together''). DYE, v. U To colour (in ge- neral)] Vid. ^ By a dyeing process] βάπτειν, καταβάπτειν (χρώμα βάπτειν, PL), δευσο- ποιεΐν (to d. of a beautiful lasting colour). To d. the purple cloth, άλουργίδα βάπτειν. βάπτειν έρια ώστε είναι άλουργά (PL) : d.-d with purple, πορφυροβαφής, πορφυρόβαπτος, άλουργοβα- φης, 2 : to d. red, ερυθροδανοΰν. 1 Fig.] To d. with blood, μολύ- νειν or μιαίνειυ α'ίματι. καθαι- μάττειν. DYE, s. χρώμα, τό (βαπτά χρώματα, PL), χρωμάτιον, τό. βαφή, η. βάμμα, τό. εντριμμα, τό. Substance for d.-ing, φάρ- μακου, τό : for d.-ing red, ερευθέ- δανον, έρυθρόδανον, τό. δευσο- ποιόν φάρμακον, τό. See Co- lour, s. The bloom of the d., άνθος, τό : to prepare stuffs to take the bloom, θεραπεύειυ 'όπως δέξεται τό άνθος : to strike a d., χρώμα εντρίβειν : a dealer in d., χρωματοπώλης, ου, δ: a d.-pot, λήκυθος, ή : a preparer of d., one that makes d.'s, φαρμακοτρίβης, ου, δ. ΤΙ Black dye] το μέλαν, ανος. μέλασμα, τό (as substance) . To be of a black d., μελανίζειν. H Fig.] See Heinous. Crcl. with μέλαν ήθος. DYER, βαφεύς, έως, δ. A d.'s shop, βαφείου, τό (i. e. the building). DYEING. Act of d., βάφις, h : art of d., βαφική, n : d.- house, βαφείου, τό : d.-vat, λάκ- κος βαφικός, δ. See under to Dye. DYNAMICS, prps μηχανική [τέχνη], η. ΌΥΝ ASTY, βασιλικόνγένος, τό. DYSENTERY, δυσεντερία, Ε. EACH, έκαστο?, άστη, αστον (the definite or single individual), πας, πάσα, πάν (the indefinite, or any individual of the same species or genus), πάς τις, έκαστος τις (every one), or πάς άνήρ. πάντες, άπαντες, πάντες και πάσαι. ουδείς 'όστις ου (no one but that, or that is not, #c). εις 'έκαστος (each one individually), or 'έκ- αστος τις. Ε. one (of a number or multitude), οι καθ' εκαστον, άπαντες (all) : e. several (thing), αυτό καθ' αυτό or αυτά καθ' 'έκαστα : e. (•=ζ every) time, εκά- στοτε : in e. instance, έκαστα χί; : in e. place (= every where), ίκα- σταχή and -χοΰ : on e. (= every) side, έκασταχοθι : fm — , έκα- σταχόθεν : to — , εκασταχόσε : e. of the two, έκάτερος, 3 : on e. (r^ eitlier) side, άμφοτέρωθι, έκατέρωθι : e. of the ambassa- dors, oi πρέσβεις εκατέρων (col- lectively), οι άπό εκατέρων πεμ- φθέντες. ^[ Each other (= one another)] αλλήλων, more seldom in the dual form άλλήλοιν, 3. You look at e. other, ε /s αλλή- λους οράτε : connected with, or in connexion with, e. other, συν- εχής, 2 : with e. other, μετ' αλ- λήλων, κοινή (i. e. jointly). See ' one another' under Another. EAGER. 1Ϊ With an object expressed] επιθυμών, οΰσα, οϋν. εφιέμενος, 3. έπιθυμητικός, 3. One who is e. after or for athg, επιθυμητής τίνος : to be e. after athg, έ7Γΐθι/μεϊν τινυς. εράν τί- νος, διφήυ or πεινην τίνος: also όρέγεσθαί τίνος, ζήλουν τι. δι- ώκειν orθηpάv or θηρεύειν τι (to hunt after it), σπούδαζε ιυ προς τι (to make exeiiions to obtain) or άμφί τι : to be e. to bring about athg, σπουδάζειν or πράττειυ όπως (seq. subj. or oplat. or indie, fut.). έπιθυμεΐυ του (infill.) : to be very e. after athg, προπετώς φέρεσθαι (pass.) προς τι or εις τι. ϊμε'ιρεσθαί τιυος. ποθεΐν or επιποθέΐν τι. πόθω φέρεσθαι (pass.) τίνος, δρμάν επί τι. ^ϊ Ardent] Υ id. *ff Sharp, acid] Vid. f Eager (tech. t. = brittle] VlD. E. g. e. iron, περισκελης σίδηρος (Soph.). EAGERLY, προθύμως, εκ- τενώς, κα'ι πάνυ. δεινώς. μάλα. σφόδρα. To wish or desire e., see under Eager. To hope for athg e., καραδοκεΐν τι : to look for e., περισκοπεΐν τι. ^jp Also rendered by a ' verbum desidera- tivum,' e. g. I am e. looking out for war, πολεμησε'ιω. EAGERNESS, επιθυμία, h (g. t.). εφεσις, η. πόθος, δ, or επιπόθησις, -η. 'ίμερος, δ (stronger t.) Extreme e., 'έρως, ωτος, δ. δεινός πόθος, δ. δίψος, τό. EAGLE, αετός, δ. A young e., άετιδεύς, δ. EAGLET, άετιδεύς, ο. EAR, ους, ώτός, τό. Large e.'s, μεγάλα ώτα : pointed e.'s, ώτα όρθια or εστώτα : to prick up its e.'s, ορθά ϊστάναι τά ώτα (propr., of an animal), επιμε- λώς προσέχειν (tropic), έπι- κλίνειν τά ώτα (Χ.) : to hang down its e.'s, καταβάλλειν τά Ο EAR EAR EAR ωτα ( propr.). τά ωτα επι τών ώμων εχειν (tropic, of per- sons) : to hear with one's (own) e.'s, τοϊς ώσιν or δια των ώτων α'ισθάνεσθαι. Si' ακοή? α'ισθά- νεσθαι : to come to or reach aby's e.'s, προσπίπτειν τινί : athg comes to aby's e.'s, ah άκοάς ήκει τί tivl : to be pulled by one's e., to have one's e.'s plucked, τοϋ ώτ -oe άνατείνεσθαι : to whisper in aby's e., προς το ους λέγειν : to stop up one's e.'s, επισχέσθαι τά ώτα : to give e. to aby, άκού- ειντινός. άκροάσθαίτινος.προσ- έχειν τινί : ■ — to athg, τάς ά- κοάς άναθεϊναί or τά ώτα παρ- έχειν τινί: to have no e. for athg, to turn a deaf e. to it, ουκ άκούειν τινός, καταφρονεϊν τί- νος, όλιγωρεϊν τίνος, άμελεϊν τίνος : pleasant, agreeable to the e., ηδύ ταΐς άκοαϊς : disagree- able, offensive to the e., βαρύ ταΐς άκοαϊς or ανιών τά ώτα : to offend or grate aby's e., άλ- γεΐν ποιεϊν τίνα άκούοντα : men trust less to their e.'s than to their eyes, τά μεν ώτα τυγ- χάνει τοις άνθρώποις όντα ά- ΊΓίστότερα τών οφθαλμών : to stun aby's e.'s, make his e.'s ring, ώτοκοπεϊν : a ringing in the e., βόμβος τών ώτων, ό : I have a ringing in my e.'s, βομβεΐ μοι τά ωτα. διατεθρύλημαι τά ώτά τινι (stronger t.), or Orel, βομ- βειν ταΐς άκοαΐς (lit., to ring in one's e.'s) : a pain in one's e.'s, ώταλγία, ή : to have such a pain, ώταλγεΐν, ώταλγιάν : a tumour in the e., παρωτίς, ίδος, ή : the hole of the e., κυψέλη, ή. ακοής τρήμα, τό. κόγχη, ή : the lap- pet of the e., λοβός, 6 : a box on the e.'s, κόνδυλος, 6. ράπισμα, τό : to box aby's e.'s, επί κόρρης πατάζαι τινά. κατά κόρρης τύ- τττειν τινά. κόνδυλον διδόναι τινί : to get or have one's e.'s boxed, ραπίσματα λαμβάνειν : in the shape of an e., ώτοειδής, 2. ΤΙ Fig.] An acute e., όξυ- ηκοία,ή: a dull e., βαρυηκοια, η : to have an acute (dull) e., ταχεω?, βραδέως άκούειν : to give a willing e. to aby, προθύ- μως εθέλειν άκούειν τινός; — to athg, δέχεσθαί τι or ύπακούειν προς τι or ε'ισακούιιν τι. ΤΙ Mituph.] To set people together by the e.'s, διανιστάναι and επ- εγείρειν τινά προς τίνα. παρ- οξύνειν τινά επί τίνα : to fall together by the e.'s, εις χείρας ίεναι or συνιίναι τινί : to bring people about one's e.'s, κτάσθαι or κατατίθεσθαι εχθραν. συν- άγειν έαυτω μίσος. ΤΙ Ear — handle] ους,' ώτός, τό. λαβή, ή. λαβίς, ίδυς, ή. Without an e., αωτος, 2. ΤΙ Ear of corn] στά- χυς, υος, δ. αθήρ, ίρος, δ. That has or bears e.'s, σταχυηρός, 3 : to gather e.'s, σταχυολογεΐν : to produce or shoot forth e.'s, στα- χυοβολεΐν : to begin to shoot or (194) form e.'s, άποσταχυεΐν : like an e., in the shape of an e., σταχυ- ώδης, 2. EAR, v. ΤΙ Obsol. : to plough] VlD. EAR-ACHE, ώταλγία, r;. To have the e.-a., ώταλγεΐν, ώταλ- γιάν : to bring about or cause the e.-a., ώταλγικός, 3. EAR-PICK, ώτογλυφίς, ίδος, ή. ώτόγλυφον, τό. μηλωτρίς, ίδος, ή. ΕΑ R-RING, έλλόβιον, τό. έκ τών ώτων έζηρτημένος κρίκος, δ. ενώτιον, τό. EAR-WITNESS, αύτήκοος, δ. To be an e.-w., αύτήκοον εί- ναι τίνος, παρόντα άκούειν τι. EARED. ΤΙ Of corn, $c] σταχυηρός, 3. Ε A RLINESS. Orel, with adjj. EARLY, adj. πρωί and πρώ. πρώιμος, 2, and πρώϊος, 3 (both with ref to tlie time of the day, as likewise of season and time in ge- neral), όρθριος and ορθρινός, 3: and the adverbial forms, εωθεν, ύπ' όρθρον (only of the time of the day). To be up e. in the morn- ing, όρθρεύεσθαι, όρθρίζειν : an e. hour, e. in the day, όρθρος, δ : that is done at an e. hour, op- θριος, 3, or έωθινός : the e. hours or time in the morning, δ έωθινός χρόνος : quite at an e. hour, ά μ' δρθμω, άμα τή εω: the e. dawn, όρθρος, δ : it was the e. hour of dawn, όρθρος ήν βαθύς : the e. spring, summer, &c, άρχόμενον τό έαρ, θέρος, κτλ. : e. ripe. προ ώρας πεπαινόμενος, 3, and πρόδρομος, 2 (only of e. fruit). An e. death, άωρος θάνατος or άκαιρος θάνατος, δ : to arrive too e., προ καιρού ελθείν : ear- lier, πρότερος, 3, and tlie advv. πρότερον and θάττον (anterior as to time), δ, ή, τό πρόσθεν, δ πρότερον ών. δ πριν γενόμενος (with ref. to time past, e. g. ol πρόσθεν άρχοντες, i. e. the lead- ers of an earlier (= former) pe- riod. See Former. Fm his e. youth, εκ παίδων, εκ παιδίας. άπό πρώτης ηλικίας, ευθύς έκ νέων. EARLY, adv. See preceding Article. Earliest (with ref. to tlie past), εξ αρχής, αρχήν, ευθύς (fm the very beginning). > EARN, TT Gain by labour] έργάζεσθαι, κτααθαι, εύρίσκειν. πορίζεσθαι. λαμβάνειν, περι- ποιε'ισθαι. χρημάτιζε ιν. To e. (one's) wages, μισθόν λαμβάνειν or άπολαμβάνειν. μισθόν φέ- ρειν or φέρεσθαι. μισθοφορεϊν. ΤΙ Make oneself worthy of athg] See to Deserve, Merit. TT Earninq] See Earnings. EARNEST, adj. σεμνός, 3. σπουδαίος, 3. ίσπουδακώς, κυΐα, κός. TT Emphatical] εμβριθής, 2. βαρύς, οξύς, εΐα, ύ. An e. word or saying, σεμνολόγημα, τό. σεμνός λόγος, δ: to be e., σεμνόν είναι '. to speak in an e. tone of voice, σπουδαιολογεΊν : to say athg with an e. look, speak in an e. tone, μάλα έσπουύακότι τ ώ προσώπω ειπείν τι : to put on an e. face, to look e., σεμνόν βλέπειν. See Serious. Tj Eager] Vid. EARNEST, s. ^ Opp. joke] σπουδή, ή. σπουδαίος λόγυς, δ. In e., σπουδαίως. σπουδή, μετά σπουδής, χωρίς παιδιάς : in e. ? or are you in e. ? άλ ηθες ; έτεόν; to say (athg) in e., to mean in e., σπουδά^ιν: to take athg in e., έκλαβεΐν τι ώς έσπουδασμένον. Τί Eagerness, zeal] σπουδή, ή. επιμέλεια, ή. ζήλος, δ. To set to work about athg in good e , σπουδαιως or επιμελώς πράτ- τειν τι. σπουδάζειν περί τι. ^[ Calm dignity] σεμυότης, ητος, ή. σεμνοπρέπεια, ή. σπουδαιότης, ή. A man of great e., άνήρ δει- νός τε και σεμνός : to speak with dignified e., σεμνολογεϊν. ^[ Se- verity] ακρίβεια, ή. αύστηρότης, EARNEST-MONEY, άβόα- βών, ώνος, δ. προτίμιον, τό. ξύμβολον, τό. επίχειρον, τό. πρόδοσις, ή. EARN ESTL Υ. Fm adjj. un- der Earnest. To speak e., σε- μνοΚυγεϊν : to set e. to work at athg, σπονδή πράττειν τι. EARNESTNESS. II Serious- ness] σπουδαιότης, σεμνότης, βαρύτης, ι\τος, ή. εμβρίθεια, ή. Affected* e., βαρύτης κατάπλα- στος. ΤΙ Opp. joke] See Ear- nest, s. Tf Moral severeness] α- κρίβεια, ή. αύστηρότης, ή. ΤΓ Eagerness] σπουδή, ή. έπιμέλιια, ή. "ζήλος, δ. To do athg with e., σ7τοι/<5αιωδ or επιμελώς πράτ- τειν τι. σπυυδάζειν περί τι. EARNINGS. See Wages. A day's e., εφήμερος μισθός, δ. ήμε- ρήσιον, τό : a week's e., weekly e., δ καθ' εβδομάδα αποδιδόμε- νος μισθός. EARTH, s. γη, γής, ή. Poet, χθων, ονός, ή. 'έδαφος, τό (the soil), γή πάσα, ή. οικουμένη, ή (the e. collectively, the orb), γής σφαίρωμα, τό (the e. as a globe). a clod of e., γής βώλος, ή : the fruit of the e., οι της γής καρ- ποί : a growth of the e., γης φυτόν, τό : a heap or mound of e., χώμα γής, τό : the sur- face of the e., ή επιφάνεια τής γής : the pole of the e., άξων, όνος, δ. πόλος, δ : on e., κατά γήν : poet, επιχθόνιος, 2 : un- der the e., κατά τής γής. ύπό γήν : poet, ύποχθόνιος, κατα- χθόνιος, 2. ΤΙ Metaph.] Our life on e., ό κατά την γήν βίος. δ ενθάδε or νυν βίος : an inhabit- ant or son of this e., ό κατά γήν άνθρωπος : the pleasures of this e., ai κατά γήν ήδυναί. τά κατά γήν or εν άνθρώποις καλά : goods or possessions of this e., το κατά γήν or εν άνθρώποις or ενθάδε αγαθόν or αγαθά. ΤΙ Colloq.] EAR What on e., &c? τι δήποτε; no- thing on e., ούδεν τών πάντων : tlie cleverest artist on e., τών όν- των τεχνικώτατος. TJ Com- pounds : potter s earth] κεραμίς or κεραμΐτις γη, ή. κέραμος, 6. πηλός, ό. A fox's e., 6 της «λώ- πεκος κευθμών (ώνος). αλωπε- κία, ή. EARTH, v. (Trans.) κατ- ορύττειν. κρύπτειν γή. See to Dig. EARTH-BOARD {ofaplough), prps ομαλίστρα, ή (any instru- ment serving the purpose of level- ling down). EARTH-BORN, γηγενής, οΰς, 6. 6 κατά γην άνθρωπος. EARTHEN, κεράμους, η, οΰν. κεράμειος, 3. κεράμου {as gen. of tlte material), γήϊνος, 3. An e. vessel, κεράμιον, τό. κέραμοι, b. όστρακου, τό. EARTH-FLAX (asbestos, or stone-fiax), αμίαντος, 6. άσβε- στος, ή. t EARTHENWARE, κέραμος, EARTHLING. See Earth- born. EARTHLY, κατά γήν, and poet, έπιχθόνιος, 2 (that is found or met with on earth), επίγειος, 2. ό, ή, τό εν τη y;7 or εν τοις άνθρώποις. Ανθρώπινος, 3. θνη- τός, 3. γήινος, 3. This e. taber- nacle, θνητόν σώμα : this e. life, 6 κατά την γήν βίος. 6 ένθάδε or νϋν βίος : e. possessions, hap- piness, pleasures, &c, see under Earth. EARTHQUAKE, σεισμός της γης, 6. συσσεισμός,ό. There is an e., γίγνεται σεισμός, σείει 6 θεός. σείει την γην (sc. Ζιεύς) : — at a place, σείεται or κινείται χωρίον. EARTHWORM. See Rain- worm. EARTHY, γεώδης,2 (contain- ing or consisting of earth), γήινος, 3. EASE, s. IT Absence of exer- tion, rest] ησυχία (g. t.). παϋλα, η. άνάπαυσις, ή. σχολή, η. ανε- σις, η. απραξία, απονία, η. Το be at (one's) e., σχο\ήν άγειν. ήσυχίαν έχα-ν or άγειν : to live at e., εν ησυχία διάγειν τον βίον or ήσύχως ζην. ΤΙ With particular ref. to comfort] ευμά- ρεια, ευχέρεια, η. ευχρηστία, η. ο'ικείωμα, τό (in the abstract, the property of affording comfort or e.). To be at one's e., ραθυμεΐν. ραδιουογεϊν (lire an easy life), or ήδέως κατιιβιώναι του βίον (an agreeable life) : to be able to live at one's e., έχειν τά προς τον βίον οτεχίΐν τά επιτήδεια (have enough to live on or the means of living) : I can live, or have enough to live, at my e., βίος εστί μοι ικανός από τίνος. % Absence of constraint] τό έκούσιον, έθελού- σιον. άπλότης, ητος, η. With great e. (= without any exertion), (195) Ε AS ελαφρώς μάλα. εύπετώς μάλα. ^j Alleviation] κούφισις, άνα- κούφισις, η. κούφισμα, τό. ρα- στώνη, η. Ε. in pain or afflic- tion, παραμυθία, ή : to give or afford to aby some e., ραστώνην ποιεΐν or έχειν or παρέχειν τιν'ι. κουφίζειν, έπικουφίζειν τινά τίνος, παραμυθεϊσθαί τίνα. EASE, ν άποφορτίζεσθαι (g. t. = to disburden), or άφαι- ρεΐν τό άχθος, κουφιζειν, έπι- κουφ'ιζειν, άνακουφίζειν (to free fin a burden or charge, to exone- rate), ραστώνην παρέχειν or παρασκεύαζε ιν τιν'ι τίνος (to give a lift), ράδιον ποιεΐν (to promote the progress ofathg). To e. aby's troubles, &C, παρηγορεΐν or παραμυθεϊσθαί τινι την συμ- φοράν. έπικουφίζίΐν συμφοράν. to e. the pain, παραμυθεϊσθαί τό άλγος : to e. aby of some por- tion of his toil, κουφίζειν τιυά πόνου. EASEFUL. See Quiet. EASEL (of painters), όκρίβας, αντος, ό. EASELESS. See Restless. EASEMENT, κούφισις, άνα- κούφιαις, η. κουφισμός, 6. ρα- στώνη, η. παραμΰθιον, τό. ευ- μάρεια, η. To afford some e., see Ease. EASILY, ραδίως. κούφως. εϋπετώς. άπόνως. εΰμαρώς. ευ- χερώς, ελαφρώς, τάχα, ταχύ. To be e. put in a passion, προς όργην είναι ράδιον. $fjf• It is frequently rendered in connexion with the particle γέ, or by &v c. optat., e. g. you may e. imagine, εννοείς γε. μανθάνεις γ ε : a child even may e. see that — , τοΰτο καν παϊς γνοίη — : that may e. be done, τάχ' αν γένοιτο, γένοιτ αν : it may e. be comprehended, ραδιόν εστί νοησαι : I may e. do that, ραδίως τοΰτο ποιώ : e. to be done, &ο.,ράδιος (seq. infin.). giSr" In adjj. it is in Greek fre- quently compounded with ευ, see under Easy. Tj Tranquilly, quiet- ly] Vid. To bear athg e., ρα- δίως or πράως φέρειυ. πράως ΰπομένειν. άτρεμεΐν επί τινι : to look for or expect the issue of athg e., θ(ΐρραλέως έχειν προς τι. See phrases under Compo- sure. II Without exertion or la- bour] ήρεμα. Very e., ελαφρώς μάλα. εύπετώς μάλα : take it e. ! ήρέμει. μη θορυβεί. H In an unconstrained, natural manner] εκοντί, έθελοντί. EASINESS, ραδιουργία, ή (in acting, at icork, a[C.). ευχέρεια, η (in the treatment ofathg). ελα- φριά, ή. εύπέτεια, η (nimbleness, adroitness in doing athg). εύπορία τινός (the e. with wch athg may be performed). With much e., ελαφρώς μάλα. εύπετώς μάλα. EAST, αϊ του ηλίου άνατο- λα'ι or simply άνατολαί. 'έως, ω, ή. ήλιος ό ανατέλλων. Fm the e., άφ' ηλίου ανατέλλοντος., έζ EAS ηλίου ανατολών : towards thee., προς ηλίου άνατυλην. προς η- λιον ανατέλλοντα, προς την εω or προς εω. To the e. of athg, προς εω τινός ; fm the e. to the west, άφ' ηλίου ανατολών μέχρι δυσμών. άφ' Ηλίου ανατέλλον- τος μέχρι δυομένου. U The fast (in the concrete)] άνατολαί, ών, ai. τά προς την ηλίου άνατο- λήν or προς ηλιον τον ανατέλ- λοντα τετραμμένα or τά προς την εω τετραμμένα. Fm or that comes fm the e., ανατολικός, 3 : a person fm the e., an inhabitant of, &c, b ευ άνατολαϊς or έζ ανατολών : to thesouth-e., προς μεσημβρίαντε και ηλίου ανατο- λάς : towards the north-e., προς άρκτον τε και την ηλίου άνατο- λην : north-e. wind, καικίας, ου, ο : south-e. wind, εΰρος, ο. φοι- νικιάς, ου, ο. EAST -WIND, άπηλιώτης, ου, ο. άνεμος ο έζ ανατολών πνέων. South-e. wind, f ύρος, b : north-e. wind, καικίας, ου, b. EASTER, πάσχα, τό (Eccl). EASTERLY, προς ήλιου άυα- τολήν. προς την εω. An e. wind, see East-wind. EASTERN. See East, East- erly - . The e. countries, τά προς τήν εω τετραμμένα : the e. na- tions, ^r" formed by the pi. of b εν άνατολαϊς or έζ ανατολών. EASTWARDS, προς ήλιου άνατολήν or προς ηλιον ανα- τέλλοντα, προς τήν εω or προς ε ω. EASY. 1 Not difficult] ρό- διος, 3 (g. t.). εύπετής, 2. εύμα- ρης, 2. πρόχειρος, 2. ού χαλε- πός, 3. It is e. to comprehend, ράδιον εστί νοησαι. 1J Of things that are to be learnt] εύμαθής, 2. An e. art (to learn), εύηαθής τέ- χνη. It is an e. thing, ού χαλε- πόν. ούκ εστίν έργον : it is' an e. thing for me, or it is e. to me, to do this, or, I find it an e. thing to do, ραδίως τοΰτο ποιώ : e. to (c. infin.), ράδιος infrequently ex- pressed also with adjj. compounded with ευ, e.g. e. to answer, εύαπό- κριτος, 2 : e. to compiehend, εύ- ληπτος, εύμαθής, 2 : e. to take or conquer, εύληπτος, 2. εΰάλω- τος, 2. άλώσιμος, 2 : e. to heal or cure, εύίατος, 2 : e. to shape or to be wrought, ενεργός, 2 : e. to digest or of digestion, ενκατ- έργαστος,2. εύπεπτος, 2: e. to wipe off, to obliterate, εΰί£άλίΐ- tttos, 2 : e. to wound, τρωτός, 3: e. to amend or correct, εύ- επανόρθωτος,2: it is e. for a child even to see that — , τοΰτο καν παϊς γνοίη — . H Not difficult to bear or to endure] ελαφρός, 3. κούφος, 3. βραχύς, εϊα, ύ. μέ- τριος, 3. άπονος, 2. Ε. (=zslight) pain, έλαφρόν άλγος : an e. trouble, κούφος πόνος or ολί- γος πόνος : an e. death, άπο- νος θάνατος, ο. ευθανασία, ή. τό καλώς άποθανεΐν: that dies 02 EAT ECC EDA an e. death, εύθάνατος, 2. κα- Χώς αποθανών, οΰσα, όν. Το take athg e. (see Easily), iv εΧαφρω ποιεΐσθαί τι. κούφων φέρειν τι. οΰ χαλεπώς φέρειν τι : not to take athg quite e., ούκ εν εΧαφρω ττοιεΐσθαί τι : to be or make oneself e. about athg, θαρρεΐν περί τίνος, άτρεμεΐν επί τινι : — as to the result or issue, θαρραλέως έχειν προς τι: to make oneself perfectly e., ίσχυ- ρώς θαρρεΐν : you may make yourself perfectly e., φόβο? or κίνδυνος ουδείς (seq. μη c. subj. or optat.). Be e. (= without fear), μη φρόντιζε : be e. (= quiet, Vid.) ^f Attended with ease or comfort] καλός, 3. επιτήδειος, 2. χρήσιμος, 2. εύχρηστος, 2, and εύθετος, 2. To lead or live an e. life, ραθνμεΐν. ραδιουργεΐν (in reprehens. sense) : to lead an e. and pleasant life, ήδέως "ζην. η- δέως καταβιώναι τον βίυν : to render aby's life e., procure bim an e. life, ράθυμόν τινι καθιστά- ναι τον βίον : to be in e. circum- stances, εύθηυεΐν. εύπορεΐν. εύ- πορία χρησθαι. καλή τ?7 τύχη χρησθαι. 1J Complying (as to temper)] πραύς or πράος, εΐα, ΰ or ον. ήσυχος, 2. μέτριος, 3. απαθής, 2. άτάρακτος, 2. κατ- εσταΧμένος, 3 (in a good sense), ράθυμος, 2. ανόητος, 2. αλόγι- στος, 2. ελαφρός, 3. ραδιουρ- γός, 2. κοΰφος, 3. άκόΧαστός, 2 (in a reprehensible sense). To be very e., or of an e. disposition, ταχύ πείθεσθαι (pass. ; i. e. easily led or persuaded), ραδιουργεΐν (to act inconsiderately)] % With- out co?istraint, unforced] ανυπό- κριτος. 2. άπΧοΰς, η, οΰν. > EAT. «|ί (Trs. and Intrs.)] έσθίειν (aor.). φαγεΐν (g.t. = consume anyhow; gen. and ace), προσφίρεσθαι (to take), σιτεΐ- σθαι and σιτίζεσθαι (to takefood, to nourish oneself), τρώγειν (e.g. fruit for desert), κρεωφαγεΐν, σαρκοφαγεΐν (to eat meat), όψο- φαγεΐν (to eat with bread, as sauce, φ?.). Ίχθυοφαγεΐν (to eat fish). To e. a great deal, άδη- φαγεΐν: to e. one's dinner, see Dine. Toe. any meal, έστιάσθαι (pass.) : to e. until one's appe- tite is satisfied, εύωχεΐσθαί τι. εμπΧησθηναί τίνος : to e. gree- dily, κάπτειν : to e. too much, ύπερεμπίπΧασθαι (pass.) : to e. little, γαστρός φείδεσθαι : to have eaten nothing, άσιτον είναι : to give to e., σιτϊζειν. τροφην or σΐτον παρεχειν. See Feed. Without e.-ing, άσιτος, 2 : to e. once a day, μονυσιτεΐν : to have eaten, από δείπνου γενέσθαι. % To eat up (i. e. to leave none)] lit. κατεσθίειν : fig. (to consume to an end), άναΧίσκειν, κατανα- ΧΊσκειυ. καταβιβρώσκειν. To e. up one's property, δαπανάν, καταδαπανάν χρήματα : to e. up one's own words, παλινωδεΐν. See (196) Retract. "H To eat away or into] See to Corrode. EATABLE, εδώδιμος,*!, εδε- στός, 3. τρώζιμυς, βρώσιμος, 2. Τϊ Eatables] 'έδεσμα, βρώμα, τό. τρώζιμον, τό. To buy e.'s, όψω- νεΐν. EATER, τρώκτης, ου, 6. Α great e., ποΧυφάγος, αδηφάγος, 6 : a great e. and drinker, τρ υ- φών, ώντος, ο. τρυφητής, οϋ, 6. γαστρίμαργος, 6. γαστρών, ωνος, 6. See Devourer. To be a great e., άδηφαγεΐν : to be a little e., γαστρός φείδε- σθαι. EATING (iheactof^TOkatii- ειν. Too much e. causes uncom- fortable feeling, το έσθίειυ ποΧ- Χά άτερφίαν παρέχει : to ab- stain fm e., άπέχεσθαι σίτου, σίτου μη άπτεσθαι. U Food] VlD. EATING-HOUSE, θερμοπώ- Χιον, εφθοπώΧιον, καπηλεΐον, τό. EAVES, υδρορρόα, ή. EAVES -DROP, ν. ώτακου- στεΐν. τηυεΐν, παρατηρεΐν. EAVES -DROPPER, ωτα- κουστής, οΰ, 6. EBB, s. άνάρροια, μετάρροια, η. αμπωτις, εως, η. Flood and e., διαρροή του ώκεανοΰ η άνω τε και κάτω, or simply διαρροή του ώκεανοΰ. παλίρροια, η. αύ- ξομείωσις, η. % Fig.: e.g. to be at a Ion• ebb (of price)] μειοΰ- σθαι or έλαττοΰσθαι (pass.) την τιμήν. H With ref to circum- stances] έλαττοΰσθαι (pass.) την τύχην. If Of abys purse] άπο- I ρεΐν χρημάτων. EBB, V. άναρρεΐν, άπορρεΐν, εκρεΐν, διαρρεΐν (g. t. rr to flow off or down), μεταπίπτει πΧημ- μυρίς (the ebbing of the sea). See Ebb, s. f EBONY, 'έβενος, η. ζύΧα τά από της εβένου. Of, or made of e., εβένου (gen. of material), έβένινος, 3. EBRIETY, EBRIOSITY. See Drunkenness. EBULLITION, f Propr.] ζέσις, -η (as produced by boiling). κΧύδων, ωνος, 6 (as result of the sea wlien disturbed). ^[ Fig.] θυ- μός, 6. οργή, h (of the mind in an excited state). To be in a state of e., άναφΧύ"ζειν, έκβρά- ζεσθαι (only propr.). κυμαίνειν and άναζεΐν (propr. and fig.), εκ- φέρεσθαι (pass.; only metaph.). ECCENTRIC, f Propr.] "έκ- κεντρος, 2 (astronom. t.). *\\ Fig.] άΧΧόκοτος, 2. ίδιόκοτος, 2 (that deviates fm the normal state) , or 6, η, τό παρά φύσιν. IT Singu- lar in manners, Qc.] ιδιότροπος, 2. ίδιογνώμων, 2. Ίδιόκριτος, 2 (of persons), ύπομανείς, εΐσα, έν (approaching to insanity). ECCENTRICITY. ^ Propr.] έκκεντρότης, η (astron. t.). *\\ Fig.] άΧΧόκοτον, τό, <^c. See Ec- centric. ECCLESIASTIC, -AL, 'ιερο- πρεπής, 2. An e., ιερεύς, 6. ECHO, ηχώ, οΰς, η. άνταπό- δοσις, η. άντήχησις, η. άντανά- κΧασις, η. άντανακΧασμός, ο. To produce or return an e., άντ- ανακλαν, άνταποδιδόναι : that returns an e., άντίτυπος, 2 : there is an e. (of athg) in the mountains, τά όρη άνταποδίδωσί τι. ECHO, v. See Echo, s. ECLAT, Χαμπρότης, η. Χαμ- πρόν, τό. κΰδος, τό. With e., Χαμπρώς. μεγαλοπρεπώς, επι- κυδώς : to make or cause an e. (with aby), περίβλεπτον γίγνε- σθαι έν τινι. θαυμάζεσθαι (pass.) προς τινός, θαΰμα παρεχειν τι ν'ι : athg makes quite an e., λαμ- πρόν φαίνεται τι. ECLECTIC, εκλεκτικός, 6. ECLIPSE, s. η (τοΰ ηλίου or της σελήνης) εκλειφις. εκλ. ηλιακή, σεληνιακή- ήλιος έκλεί- πων, 6. σελήνη έκλε'ιπουσα, η. There is an e. of the sun or moon, ό ήλιος, η σελήνη, εκλείπει : there is a partial e. of the sun or moon, τοΰ ηλίου, της σελήνης, έκλιπές τι γίγνεται. ECLIPSE, ν. σκοτοΰν, άπο- σκοτοΰν τι. έπισκοτεΐν τινι. Το become e.-d, έκλείπειν. έπισκο- τεΐσθαι (pass.), άφανίζεσθαι (pass), αφανής γίγνεσθαι. ECLIPTIC, εκλειπτική, ή. λοζιάς, άδος, ή. ECLOGUE, εκλογή, η. άσμα βουκολικόν, τό. ECONOMIC, -AL, ο'ικονομι- κός, 3. ΤΙ Saving] φειδωλός, 3. ευτελής, αφελής. ECONOMICALLY. Fm adj. Economical. ECONOMISE, ταμιεύειν. φείδεσθαι (use sparingly ; e.gen.). ECONOMIST, οϊκονόμος, 6. To be a good, a bad, e., καλώς, κακώς, οίκονομεΐν or διοικεΐν, ot- κον or ο'ικίαν or προίστασθαι οι- κίας. ECONOMY, οικονομία, h (g. t.). r\ των οικείων επιμέλεια or διοίκησις. Rural e., η τών αγρών θεραπεία: political e., η τών δη- μοσίων χρημάτων ταμίευσις or ταμιεία. η της πόλεως or τών κοινών διοίκησις. πολιτική, η. ECSTASY. ΤΙ Prophetic trance, Qc] έκστασις φρενών, η. ενθουσιασμός, ο. ένθονσίασις,η. παροξυσμός, 6. To be in an e., ένθουσιάζειν and ενθουσιάν : to get into an e., έζίστασθαι τοΰ φρονεΐν. έκμαίνεσθαι. See RAP- TURE, Enthusiasm. ECSTATIC. ^ f In a preter- natural rapture] ένθεος, 2. ένθυυ- σιά"ζων, ούσα, ον. μανικός, 3. To be in an e. state, ενθουσιά- ζειν or ένθου σ ιαν. μαίνεσθαι ΰπό θεοΰ (the latter if approaching to fury). See Rapturous. EDACIOUS, αδηφάγος, πο- λυφάγος, λαίμαργος, γαστρί- μαργος, 2. λάβρος, 2. βορός, 3. φαγεΐν δεινός, 3. EDA EDA CITY, άδηφαγία,πολυ- φαγία, λαιμαργία, γαστριμαρ- γία, ή. ή του φαγείν επιθυμία, ή. γαστήρ, γάστρας, ή. EDDISH, χόρτος όψιος or όφιμος, ο. EDDY, prps ύδατος σνστρο- φή, ή. δίνη, ι), δΐνος, 6. EDENTATED, ανόδους, ού- τος, ό, ή. EDGE, s. H Margin] κρά- σπεδον, τό, and τά 'έσχατα, also εσχατιά, ή (the extreme part of a body), χείλος, τό (tlie extreme of an opening or cavity), όφρύς, ύος, ή, and κρηπίς, ϊδος, •η, and άμβων, ωνος, b {the elevated part of a round surface). See Brim, Corner. The e. of a book, στό- μα, τό : the e. of a garment, κρά- σπεδου, τό. 1j Of a cutting instru- ment] άκή, ακμή, η. στόμα, τό. οδούς, όυτος, ό. The e. of a knife, rj της μαχαίρας ακμή. H Fig•] τό όζύ, έος. όζύτης, ΐ)τος, ή (== acies). if Phrases] To set an e., θήγειν προς τι {to athg) : — to a saw, χαράττειν πρίουας: to give an e. to one's appetite, έπιθήγειν την όρεζιν : to blunt the e., άμ- βλύνειν, έζαμ,βλύνειν : to lose its e., άπαμβλύνεσθαι {propr.) : to take off the e., έζαμβλύνειν. See Blunt. To have one's teeth set on e., αϊμωδιάν, with or without τους οδόντας : the teeth are set on e., αιμωδοΰσιν {εΐν) οι οδόν- τες : the sensation of — , αιμω- δία or ήμωδία. αιμωδιασμός : to put to tbe e. of the sword, σφάττειν, άποσφάττειν : (the matter) stands on a very fine e., επί ζυροΰ ακμής ϊσταται {at a most precarious crisis), προς όζύ και ακραν ακμηυ περιεστηκε τά πράγματα. EDGE, υ. H Border] παρ- υφαίυειν {g. t.). κρασπεδοϋν {α garment). if To sharpen] όξύ- νειν. θήγειν. ■[[ Embitter] παρ- οργ'ιζειυ, παροζύυειν. εζαγρι- οΰν. πικραίνειν. To e. in, παρ- είρειν, παρεμβάλλειν {trans.), παρεισδΰναι {intrans.) : to e. off, άποκλίνειν. άπονεύειν: toe. out of a scrape, χαίροντα or κακόν ούδεν παθόντα άπαλλάττεσθαι (pass.) or σώζεσθαι τό σώμα. EDGED, f Of a dress] παρ- ύφαντος, 2. *[f Sharp] όζύθη- κτος, 2. Two-e., αμφίστομος, δίστομος, 2. EDGELESS. See Blunt. EDGING. See Edge. EDIBLE, εδώδιμος, 2. εδε- στό?, 3. τρώζιμος, βρώσιμος. EDICT, παράγγελμα, τό. προγραφή, η. To issue an e., προγράφειν.προαγορεύειν(προ- ειπεϊν).παραγγέλλειν,αΐ8θπρο- τιθίναι έπίταγμα or διάταγμα. EDIFICATION (fig. only; with ref. to the mind), ανάγωγη, 7j. ή προς άρετην προτροπή, προάγειν προς άρετην. EDIFICE. See Building. EDIFY (fig.), άνάγειν θυμόν. (197) EFF EDIFYING, αναγωγικός, 3. EDIT, εκδιδόναι (a writing). To e. writings, εκδιδόναι or δια- διδόναι γράμματα, εκφέρειν ες τό φως (lit., ' to bring to light '). εις μέσον τιθίναι. EDITION, εκδοσις, ή. To publish an e., εκδιδόναι : to pub- lish a second e., άποδιδόναι πά- λιν, άποκαθιστάναι. EDITOR, ό εκδιδούς or διαδι- δούς βιβλίον. EDUCATE, τρέφειν (g. t., in a physical point ofvieio). παι- δεύειν (in a moral point ; <^» hence frequently joined, τρέφειν και παιδεύειν). παιδαγωγεϊν (of an appointed instructor), άνά- γειν and εκτρέφειν (to bring up), αγειν (to lead, guide, have con- trol over), τιθηνέΐν (of young children, to nurse). To e. in a se- vere manner, σκληραγωγεϊν: to be e.-d together with aby, συν- τρέφεσθαί τινι : παιδεύεσθαι σύν τινι : to e. one's children well, άποδεΐξαι or επιδεϊξαι 7Tiu5«s βέλτιστους or καλώς τραφίντας : one that has been e.-d together with another, σύν- τροφος, συντετραμμένος, συν- τραφείς τινι. EOVCATION, τροφ^,-η (phy- sically speaking), παιδεία, παί- δευσις, ή (intellectual and moral) . ξ^ Often joined, τροφή και παι- δεία, αγωγή, παιδαγωγία, ή (the guidance, control over, a pu- pil). To have (the advantage) of an e., τρίφεσθαι και παιδεύ- εσθαι, e.g. a good e., καλώς : a liberal e., έλευθερίως or εν ελευ- θέριο σχήματι τρέφεσθαι. τυγ- χάνειν παιδείας, e. g. an excel- lent e., άριστης : what kind of e. has he had? ποία τινι παι- δεία επαιδεύθη; to complete aby's e., εκτρέφειν και εκπαιδεύειν τιι/ά : to charge or entrust aby with the e. of one's child, διδό- ναι τινι πάΐδα τρέφειν και παι- δεύειν. EDUCATOR, τροφεύς, έως, 6. παιδαγωγός, 6. παιδεύων, οντος, ο. παιδεύσας, αντος, 6. παιδευτής, οϋ, 6 (the latter in an intellectual and moral point of view ; see also to Educate). EDUCE, EDUCT. See to Draw out. EEL, εγχελυς, υος, ή : pi. εγ- χέλεις, εων. Of or belonging to an e., εγχέλειος, 2 : e. cooked for food, έγχέλεια, τά : a piece of ο.,έγχέλειοντέμαχος: asmall e., εγχελύδιον and εγχέλειον, τό : an e.-skin, εγχέλειον δέρ- μα, τό : an e.-pond, a bed of e.'s, έγχβλεών, ώνος, ό. EFFACE, εξαλείφειν, συν- αλείφειν. εχτρίβειν. διαλύειν. To e. the vestige of athg, a writ- ing, &c, άμαυροϋν τά ίχνη, τά γράμματα, εκτρίβειν τά γράμ- ματα : to e. the colours, συγχρώ- ζειν. If Fig.] άφανιζειν, έζ- αφανίζειν (= delere). See to EFF Blot out. That may be easily e.-d, εύεξάλειπτος, 2. EFFECT, s. εργασία, ή. εν- έργημα, τό. δύναμις, εως, ή. δράσις, ή (the act and power of effecting), έργον, τό (the result of the act, i. e. the thing ejected). The e.'s of the influence of the stars, τά τών άστρων αποτελέσματα : what will be the e. of this, τά έκ τούτων άποβησόμενα : to take e., (έργω) άποβαίνειν. άπόβα- σιν εχειν : the medicine takes e., τό φάρμακον ενεργεί : to have an e., ενεργή (ες) είναι : — a great e., πολύ δύνασθαι or Ίσχύ- ειν : the thing has the desired e., θέλοντί τινι or κατά γνώμηυ αποβαίνει τό πράγμα : to have an e. upon aby, (ευ, καλώς, S[C.) διατιθέναι τινά : athg has a pow- erful e. upon me, εμπαθώς διά- κειμαι υπό τίνος : — a good or bad &c. e. upon me, ευ, κακώς, £[C, διατίθεμαι (pass.) or πά- σχω υπό τίνος : to have a bene- ficial e. upon aby, ώφελεϊν τίνα. πολλοΰ αζιον είναι τινι : to bring to good e., κατορθοϋν τι : to be of no e., ούδεν δύνασθαι. μά- ταιον είναι, εις ούδεν άποβαί- νειν : it was to no e., μάτην έγένετο. άπράκτως απέβη : my defence produces an e., πλέον τι ποιώ άπολογούμενος : your cen- sure has no e., φέγων ούδεν ες πλέον ποιείς : to take pains to no e., άποτυγχάνειν πονοΰν- τα. ούδεν πράττειν κάμνοντα. μάτην πονείν : that has no e., or is of no, or to no, e., άκαρ- πος, 2. μάταιος, 3. See Conse- quence. If That wch strikes the senses, excites attention, 6[c] δύ- ναμις, ή. To produce an e., a'i- σθησιν παρέχειν. κινεΐν, διακι- νεΐν. ΤΙ In effect] See Fact, REALITY. ε«γω. αληθώς, ως αληθώς, όντως. "f[ The purport of a speech, $•&] E. g. the letter was to this e. that &c, ενεγέγρα- πτο or ε'ίρητο τάδε εν τή ίπι- στολή : to what e. ? τ'ί βουλό- μενος; τίνοών, (to what purpose.) If Effects] χρήμα, τό. κτήμα, τό. 'έπιπλα, τά (pi. ; esply move- ables), σκεύη τά. To pack up one's e.'s, συσκευάζεσθαι. EFFECT, v. If To produce or be of an effect] See Effect, 5. If To bring about] εργάζεσθαι, άπεργά"ζεσθαι. 'έργω άποδεικνύ- ναι or καθιστάναι. εξανύτειν. διαπράττειν. διανύτειν. έπιτε- λεΐν. α'Ίτιον είναι τίνος or του (c. infin.). μηχανασθαι, όπως γενήσεταί τι. To e. nothing, πλέον ούδεν ποιείν. άπρακτου είναι : to e. the passage, την διά- βασιν ποιεϊσθαι. EFFECTIBLE, πρακτός, 3. δυνατός, 3. άνυστός, 3. Not e., άδιάνυτος, 2. αμήχανος, 2: athg is not e., ούκ εγχωρεί or ενδέχε- ται. EFFECTIVE. 1 Producing an effect or some effect (usually EFF EFF EGR said of tilings)] ενεργής, 2. εν- εργός, 2. ενεργητικός, 3. πρα- κτικός, 3. άνυστικός, 3. άνύσι- μος, 2. έμπρακτος, 2. ισχυρό?, 3. To be or prove e., δύνασθαι : to be more e., κρείττω or κυριώ- τερον είναι. πλέον δύνασθαι or Ίσχύειν : to be very e., πολύ δύ- νασθαι or ίσχύειν. See Effect, s. and v. *\\ Milit. t. [— able to carry arms or to fight)] oi iv ηλι- κία (with ref. to age), or Crcl. icith adjj. μάχιμος, 2. άλκιμος, 2. ττο- λεμικός, 3. ανδρείος, παρεσκευ- ιισμίνος ως εις μάχην. έξωπλι- σμίνος, 3. ευσταλής {well-armed and accoutred). The e. force of the army is 20,000, τό στράτευ- μα τω δι/τι (or έργω) εστί δυείν μυριάδων (or εστί δισμυρίωντόν άριθιχόν or τό πλήθος). EFFECTIVELY. Fm adjj. under Effective. EFFECTLESS. Seeunder Ef- fect. EFFECTOR. See Author. EFFECTUAL, «j Producing the effect intended (effective = ■producing an effect) ; always said of things] ενεργός, 2. αποτε- λεσματικός, 3. άνυστικός, 2. έμπρακτος, 2. To be or prove e., έργω άποτελεΖν or περαί- νειν. άι/Γ;τειν. The poison is e., διαφθείυει τό φάρμακον. EFFECTUALLY. Advv. of Effectual. Athg is done e., έζείργαστα'ι τι, τετέλεσται, πεπέρανται, or τέλος έχει. EFFECTUATE. See Effect, v. EFFEMINACY, άνανδρία, v. χλιδή, ή (g. tt.). μαλακία, ή. μαλακότι^ς, ή. γυναίκισις, ή. τό γυναικώδες. διάθρυψις, ή. ήδυπάθεια, ή. To produce e., see Effeminate, v. EFFEMINATE, adj. γυνιιι- κώδης, 2. γυναικείος, 3. γυναι- κικός, 3. άνανδρος, 2. μαλακός, 3. θηλυκός, 3. θηλυδριώδιις, 2. Ane.life,-ro άβροδ'ιαπον. χλιδή, η. άνανδρία, ή : to render e., see the verb following : to be e., μα- λακίζεσθαΐ (pass.), άβρύνεσθαι (pass.) : to live an e. life, τρυ- φερές "ζήν. χλιδαίνεσβαι: an e. person, γυναικ'ιας, θηλυδρίας, μαλακίας, ου. ό. άβρυντής, 6. μαλακίων, ό : to act in an e. manner, θηλυκεύεσθαι. γυναικί- ζεσθαι and γυναικιζειν. γυναι- κοπαθεΖν. EFFEMINATE, v. (Trans.) άποθηλννειν. άπαλύνειν. θρύ- πτειν, διαθρύπτειν. μαλακί- ζειν. EFFEMINATELY. Fm adjj. Effeminate. EFFERVESCE, άναφλύζειν, εκβράζεσθαι. κυμαίνειν and άνα- ζεΐν (the latter propr. and pZq.). EFFERVESCENCE. Orel, with verbs under Effervesce EFFETE, t Propr.] άκαρ- πος or άγονος, 2. γεγονώς, νια, ds. H Fig.] τω σώματι (or τω (198) νώ, <|r.) άπειρηκώς or παρηκμα- κώς. εζεστηκώς. έωλος, 2. See ' Worn out.' EFFICACIOUS. U Apt to effect, effective and likely to prove effectual (always of things)] ενερ- γής, 2. ενεργός, 2. ενεργητι- κός, 3. πρακτικός, 3. άνυστι- κός, 3. άνϋσιμος, 2. δραστήριος, 3. έμπρακτος, 2. ισχυρός, 3. A most e. remedy, φάρμακον πανακέστατον, τό. EFFICACIOUSLY. Fm adjj. under Efficacious. EFFICACY, ενέργεια, ή. δύ- ναμις, εως, ή. ισχύς, ύος, ή. See Effect. EFFICIENCE, -CIENCY, τό ποιητικόν. τό δραστήριον. δραστεριότης, ή. A man of e., άνήρ δραστήριος, 3. See EFFI- CACY, <|-e. EFFICIENT, ποιητικός, 3. αίτιος, 3 (causing to be). E. cause, αίτιον αυτοτελές, τό (causingby itself ; opp. to concurrent or par- tial cause, συναίτιον). U Of per- sons] δραστήριος, 3. He has shown himself very e., πυλλοΰ άζιος (or πολλών αίτιος) γέγο- νεν. EFFICIENTLY. Fm adjj. under Efficient. EFFIGY. See Image, Por- trait. EFFLORESCENCE, f Propr] άνθη, τά. άνθησις, ή. 1 Fig. : of the skin (med. t.)] εξανθήματα, τά. EFFLORESCENT, εζανθών, οΰσα, οΰν. Ε. salt (as nitre, φ?., on the ground), άλες έξανθοΰσαι, νίτρον έζανθοΰν, τό. > EFFLUENCE, ^απορροή, απόρροια, ή. εκροή, ή. έκρονς, ου, ό. EFFLUENT. Fm verbs un- der ' to Flow out.' EFFLUVIUM, ατμός, 6. τό άποφερόμενυν. οσμή, ή. Noi- some e., δυσώδες πνεύμα, τό. EFFLUX. See Effluence. EFFORCE. ^ See to Force. EFFORT, σύντασις, εντασις, διάτασις, ή (as act), συντονία. πόνος, 6 (as thing or condition). With e., διατεταμένως. συντε- ταμένως. συντόνως : by dint of great e.'s, σνν πάνω. επιπόνως. μάλα μόγις. χαλεπώς kui μό- λις : without e., άκονιτί : to make an e., άποτείνεσθαι, διατε'ινε- σθαι. ΊσχυρΊΧ,εσθαι. προθυμεΐ- σθαι (puss.), σπεύδειν. σπουδά- "ζειν. εψίεσθαι. προαιρεΐσθαι. πειράσθαι (mid.), μελετάν. φι- λοτιμεϊσθαι (mid.). fyjXoHv : to make even* e., ττερί παντός ποι- εϊσθαί τι (about athg) : to make e.'s to accomplish athg, προθυ- | μεΐσθαι (pass.) ποιείν τι : to I make great e.'s, σπουδήυ πολλήν \ πυιεΐσθαι or έχειν. πολλά πρα- I γματεύεσθαι περί τι : what e.'s did not he make to bring about a cessation of hostilities ? τι ουκ εποίησε σπονδάς αϊτών; it re- quires some e., επιμελείας ίεΓ. πόνων εστίν : the greatest e.'s are required, εργωδέστατόν εστί : it is not worth making any e. a- bout it, ουκ εχ -t ύπόθεσιν σπου- δής : to make vain e.'s, ματαιο- πονεΐν. EFFRONTERY, θρασύτης and ίτα /uOTijs, ijtos, ή. άδυσώ- πητον, τό. ακολασία, ή. άναι- σχυντία and αναίδεια, ή (impu- dence), άσέλγεια,ή. Apieceofe., άναισχύντημα, τό: e. in speak- ing, θρασυστομία, η : e. in acting and speaking, υπομονή αισχρών έργων τε και λόγων : to display great e., θρασΰνεσθαι. άσελγαί- νειν and άσελγεϊν. άνσισχυν τεΐν. τό μετωπυν παρατρί\]/α- σθαι (Strabo) : to speak with much e., θρασΰνεσθαι λέγοντα, θρασυστομεΐν. EFFULGENCE. See Ra- diance, φέγγος, τό. λάμφις, ή. ή του φέγγους αυγή. άπαυ- γή, ή. απαύγασμα, τό. άπαυ- γασιιός, 6. EFFULGENT. See Radiant. στιλπνός, 3. λαμπρός, 3. Το be e., λάμπειν, άπολάμπειν. στίλβειν, άποστίλβειν. άπαυ- γάζειν (e. g. την χροίαν, to have the shin e.) : to be e. with glory, σεμνόν άπολάμπειν. EFFUSE, έκχεϊν, προχείν : — at a sacrifice, σπένδειν, λεί- βειν: to e. over aby, καταχεΐν or κατασκεδαννύναι τινός. EFFUSION, εκχυσ is, ή. σπον- δή, λοιβή, ή (at a sacrifice) : also πρυχοή. ή. ροή, ή. % Fig.: e.g. of blood] φόνος, 6. σφαγή, ι). Without any e. of blood, άναι- μωτί : — of the heart, ή της ψυ- χής διάχυσις, εως, ή : — of words, λόγων or ρημάτων πρόχυσις, εκχυσις : an unpremeditated e., αύτυσχεδίασ μα, τό. EGG, ώόν, τό. To lay e.'s, ωά τίκτειν: to hatch e.'s, έκλε- πί'ζειν, έκλέπειν, εκνεοττεύειν : to be as like as one e. to another, σύκου οιιοιότερον είναι τινι : the white of an e., τό του ώυΰ λευ- κόν : the yolk of an e., λέκιθος, ή. 6 τυΰ ώοΰ κρόκος : that lays e.'s, ωά τ'ικτων, ούσα, ον: in the shape of an e., ωοειδής, 2. EGG-SHELL, τό τοΰ ώοΰ οστρακον. EGOTISM, περιαυτολογία, ή. φιλαυτία, ή. τό περιαυτί- 1*σθαι. EGOTIST, φίλαυτος, 6. 6 περιαυτι'ζόμενοςονπεριαυτολο- γών. EGREGIOUS. ^ In a lau- datory sense] See Distinguished. "\\ In a reprehensible se?ise] δεινός, 3. εναργής, 2. An e. lie, δεινόν or εναργές ψευδός : an e. delin- quency, δεινόν or α'ισχρόν αδί- κημα : an e. blunder, άμάρτιιμα, τό, and αμαρτία, ή : to commit e. faults, μεγάλα άμαρτάνειν or σφάλλεσθαι : an e. rogue, παν- ουργότατος, ο : poet, τρπτάι/- EGR ELA ELE ουργον. έπίτριπτον, 2 : an e. thief, κλεπτίστατο?, 6 : to be an e. fool, λίαν ανόητου είναι. EGREGIOUSLY. % In a good sense] διαφερόντων, εξαι- ρέτω?. οι/χ 'ήκιστα. δεινών, μά- λιστα. Τί In a bad sense] E.g. to be e. deceived, πλε ιστού \btu- δεσθαι or σφάλλεσθαι : e. igno- rant, άστοιχείωτον, 2. EGRESS, EGRESSION, "έξο- δος, ή (both concrete and abst.). EGRET {the white heron, ar- dea gazzetta), λευκερώδιον, 6. EH! H Interj,] all έα\ Tf Interrog.] εια; είπε μοι; EIGHT, οκτώ. η' (as cypher or numeral sign). The number e., fi όκτάϊ, άδο? : the eighth, όγδοο?, 3 : e. times, όκτάκι? : in e. different manners, όκτα- χώ? : that has e. feet, όκτά- που?, πουν (gen. ποδο?) : e. feet long, οκτώ ποδών and όκτάμε- τρο?, 2 (= a verse of e. feet) : weighinge. pounds, λιτρών οκτώ : e. years old, όκταέτη?, ου?, ό, ή (fern.), also όκταέτι?, ιδυ?, ή. ετη έχων οκτώ. έτος άγων ογ- δόου : that lasts e. years, ετών οκτώ : space of e. years, όκταε- Tijfus, ίδο?, ή ■ that hase. strings, χυρδάν έχων οκτώ : that has e. pillars, όκτάστυλον, 2 : that has e. sides, όκτάεδρον, 2 : that has e. angles, οκτάγωνοι : that has e. parts, όκταμερήν : that has e. members, όκτάκωλον : a team of e. horses, 'ίππων οκτώ : lasting e. hours, ωρών οκτώ : lasting e. days, οκταήμερο?, 2. ημερών οκτώ : e. hundred, οκτακόσιοι, 3: e. thousand, όκτακισχίλιοι, 3. EIGHT-FOLD, οκταπλού?, ΐ), οϋν. όκταπλάσιον, 3. EIGHT- OARED, όκτήρην, 2. EIGHTEEN, όκτωκαίδεκα. είκοσι δυοΐν δεόντοιν or δέοντα, οκτώ έπι δέκα. ιη (as numeral sign). EIGHTEENTH, όκτωκαιδέ- κατο?, 3. όγδοο? εττι δεκάτω or έπι δέκα. EIGHTIETH, δγδοηκοστό?, 3. EIGHTY, όγδοήκοντα. π' (as numeral sign). A man of e. years, όγδοηκοντούτη? and όγδοηκον- ταέτην, 2. ετών όγδοήκοντα. EITHER— OR, ή—η. ήτοι— ή (— the Latin aut, aut, and vel, vel). είτε — ε'ίτε (~ the Latin sive, sive). TI With negative] Not — either, ουδέ, μηδέ, e. g. I do not say this either (= any more than the other), ούδε τοΰτο λέγω. EITHER (of the tico), έτερον, 3. έκάτερον, 3." See Both,Each. E. of two (alternative), δυοΐν θά- τερον or θάτερα : on, from, to e. side, έκατέρωθι, -θεν, -σε : in e. manner or way, αμφοτέρων, έκατέρων. άμφoτ^pάκι?. έττ' αμ- φότερα : not — either (e.g.Ihave not seen either), ουδέτερο? — μηδέ- τιρον, 3. (199) EJACULATE, εκβάλλειν. έξωθεΐν. έκφωνεΐν. άφιέναι φθόγγου. EJACULATION. ^ Act of ejaculating] Crcl. with verbs in preceding Article. EJECT, εκβάλλειν or έκρί- πτειν, άπορρίπτειν. έξω ρί- πτειν. έξωθεΐν, παρωΰεΐν (to push out), έξελαύνειν (to chase out), άπελαύνειν or εκβάλλειν πληγαΐ?. βάλλοντα εκκόπτειν (to beat out), also άποτυμπανί- ζειν. έξω ποιεΐν. εκποδών ποι- εΐσθαι (to get out), έκκινεΐν, προκινείν έξω (to remove fin). To e. fm one's possession, εκ- βάλλειν τινά τών υπαρχόντων, έξάγειν τινά εκ τών πατρώ- ων : to e. out of the country, εκβάλλειν τινά εκ την χώραν, έκ την πόλεων or την πόλεων : to e. fm his estate or dwelling- place, έξανιστάναι τινά εκ την χώραν : to be e.-d, έκπίπτειν : — out of a (strong) position, έκ- κρούειν or εκκόπτειν τινά. See ' to Cast out.' EJECTION, έξωσιν, h (g.t.). εξέλασιν, η. εκβολή, η. έκκοττη, έκκρουσιν, η (a pushing out). See to Eject, ^f Expulsion] ξενη- λασία, η (of a stranger out of a town), άνάστασιν, εξανάστασιν, εξαγωγή, η (fm an estate or dicell- ing-place). EJECT MENT. See Ejection. EJULATION,ot^o>y»7, n. To break out in e.'s, άναβοάν ει? ο'ιμωγήν. άνοιμώζειν. See LA- MENT. EKE, adv. See Also. EKE, v. See Increase, En- large. To e. out athg, μηκύ- νειν or έκπληροϋν τι ώστε προ? την χρείαν, or το δέον, έξικνεΐ- σθαι : he finds it a hard matter to e. out his speech, μό\ιν τον λόγον πρόν το ϊκανόν άναπλη- ELABORATE, ν. εξεργάζε- σθαι, άπεργά^εσθαι,κατασκευ- άζειι/ (g.tt.). έκπονείν (with much trouble), άπακριβοΰν (with much care). περιεργάΧ,εσθαι (with ex- cessive pains) . καλών θεραπεύειν τι, and σπουδή πράττειν or άσκεΐν τι (to spare no pains about athg). ELABORATE, adj. πραγ- ματώδην, 2 (that requires great pains), εργώδη?, 2. πολύπο- νον, 2. πολύμοχθο?, 2. έσπου- δασμένον, 2 (carefully done or tcrought), also σπουδή πεποιημέ- νον, 3. It is an e. affair, έργον εστί : athg is very e., εστί τι πολλοΰ πόνου : an e. work, έρ- γον or τέχνημα (work of art). άπηκριβωμένον or σπουδή με- μελετημίνον. ELABORATELY. Fm adj. Elaborate, and επιμελών. σπουδέ}. See CAREFULLY. To do or perform e., see in to Ela- borate. ELABORATENESS, επιμέ- Χεια, η. σπουδή, η. ακρίβεια, V. ELAPSE, διιέναι ( διέρχε- σθαι). οΐχεσθαι. έξήκειν. παρ- ιεναι, εξιέυαι. φεύγειν. The time e.'s, υϊχεται or φεύγει δ χρόνον. διέρχεται or εξέρχεται ό χρόνον. παρέρχονται αϊ ήμέ- ραι : the time is e.-d, παρελη- λυθεί/ ό χρόνον. ELASTIC, υγρό?, 3. αντίτυ- πο?, 2. άντιτυπή?, έ? (resilient or causing to rebound) . άντίτονον, 2. συντονον, 2. Crcl. loith άπο- πάλλεσβαι or άφάλλεσθαι. ELASTICITY, υγρότην, ν- τον, η. άντιτυπία, ή. το συν- τονον. ELATE, V. επαίρειν. δι- ογκοΰν. τυφοΰν, εκτυφοΰν. See ' to Puff up.' To be e.-d, όγκοΰ- σθαι, επαίρεσθαι (pass.), ^f To raise, heighten (in a good sense)'] Vld. ELATE, ELATED, adj^ t pi- χαρην, 2. "f[ In a reprehensible sense] επηρμένον τινί or επί τι- νι. ογκώδη?, 2. υπερήφανο?, 2. See ' Puffed up.' ELATION, περιχόρεια and περιχαρία, ή (excess of joy), όγ- κο?, τΰφον, δ. ΰπερηφανία, n (insolent pride). ELBOW, s. άγκών, ώνον, δ. αγκάλη, ή: poet, ώλένη, ή. The upper e., άγκώνο? κεφαλή, ή. ώλέκρανον, τό : to be at aby's e., πρόχειροι• είναι, ύπηρετεΐν or ΰπουργεΐν τινι. είιτρεπη είναι. ELBOW, ν. Ε. g. to e. one's way, διωθεϊσβαι. διαδΰναι. ELBOW-CHAIR, prps άνα- κλιντήριου, τό. ELBOW-ROOM, χώρημα, τό. χώρο?, δ. To have or afford plenty of e.-r., χωρεϊν τι. ELD, s. 1 Poet.] See Old AGE. T| Old time] τό πάλαι. ELDER, (g. t.) πρεσβϋτην, ου, δ. U In comparison] E.g. πρεσβύτερου είναι, ηλικία προ- έχειν (than aby, tij/Os). One's e.'s, πρεσβύτεροι, οι. U Absol. : e. g. one of the elders of a com- munity, C£C.] προστάτη?, ου, δ. άρχων, οντυ?, δ : pi. the e.'s (rr the ancients), οι παλαιοί, οι πά- λαι, οι άοχαΐοι. ELDER (tree), ακτή, rj. Of the e.-tree, άκτινον, 3 : e.-blos- som, κάνωπον, τό. ELDERSHIP, προστατεία, ή. προστασία, ή. επιτροπεία, ή. αρχή, ή. ELDEST. Fm Old, Vid. ^ Firstbo?-?i] πρωτόγονο?, πρωτο- γενήν, πρωτότοκο?, 2. ELECT, V. αίρεϊσθαι, προ- αιρεΐσβαι. εκλέγειν, κρίνειν, προκρίνειν. ι//ΐ)ψί'ζεσθαι or ψη- φοφορεΊν (by voting), χειροτο- vtlv (by show of hands). To e. a chief, έλέσθαι τινά στρατηγόν: to e. aby as a leader, &c, αίρεΐ- σΰαί τ. να άρχοντα, άποδεικνύ- ναι τινά άρχοντα. ELECT, s. πρόκριτο?, 2. αϊ- ELE ELE ELI ρετός, 3. λεκτοδ, 3. άττόλεκτος. 2. ELECTION. IT Choice] Vid. If Election to an office] α'ίρεσις, fj (g. t.). πρόκρισις, ή. χειροτο- νία, η. See Elect, tj τών αρ- χόντων α'ίρεσις, άρχαιρεσίαι, ών, αϊ (the e. of magistrates). With- out e., άνευ ψήφου : an office held by e., αιρετή αρχή, η : the day of e., αρχαιρεσία, ij. άρχ- αιρέσιον, τό. άρχαιρεσιακη ή- μερα, η : an assembly held for the sake of an e., άρχαιρεσιακη εκκλησία, η : to come fm an e., έζ αρχαιρεσιών άπιέναι : to hold or to have an e., άρχαιρεσιάζειν. ELECTIVE. E. prince, αι- ρετό? άρχων or βασιλεύς, 6 : e. emperor, αιρετό? αυτοκράτωρ, 6 : e. king, αιρετό? βασιλεύς, ο : e. monarchy, iroXis, in y oi πολΐ- ται χειροτονοΰσι or αιροΰνται τον βασιλέα. ELECTOR. If That has the right of voting] χειροτονητης, οϋ, 6. ψηφοφόροι, b. I am one of the e.'s, εζεστί μοι or εξουσία δέδοταί μοι αιρεΐσθαι. ELECTRIC, -TRIC AL, ηλε- κτρικό'?, 3 (mod. Greek). Ε. ma- chine, ηλεκτρική μηχανή, η. ELECTRICITY, ηλεκτρική δύναμις, η [mod. Greek). ELECTRIFY, ήλεκτρίζειν (mod. Greek). t ELECTUARY, έ'κλειγ/ια,τό. εκλεικτικόν, τό. ELEEMOSYNARY. E.g. e. aid, ελεημοσύνη, η : to receive e. aid, εύεργετεΓσβαι (pass.) υπό τίνος. ELEGANCE, κομψότης, η- τος, η. τό κομψόν. τό άβρόν, άβρότης, ητος, η. Ε. of form, εύμορφία, ευφυία : — of lan- guage, καλλιέπεια : — of man- ners, εύσχημοσύνη. ELEGANT, γλαφυρός, 3. κομψός, 3. αβρός, 3. κόσμιος, 3. καλός, 3. εύ7τρε7Γ»7δ, 2. κεκαλ- λωπισμένος,3. κοσμήματα έχων (ούσα, ον) πολλά. Ε. manners, τό κόσμιου, ενκοσμία, η. ευπρέ- πεια, η. ευτραπελία, η. άστει- οτης, ?jtos, η. εύσχημοσύνη, η : a person of e. manners, κόσμιος (or ευτράπελος or αστείος) άνη ρ: e. language, καλιλλογία : e. dis- course, κεκαλλιεπημένος λόγος (PL). Tf Used substantively — fop] αστικός και αβρός. ELEGANTLY. Fm adjj. un- der Elegant. ELEGIAC, έλεγεΊος, 3. Ε. poet, έλεγειο-ττοιο?, ό. ELEGY, ελεγεία, η. έλεγεΐ- ον, τό. ελεγος, 6. ELEMENT. ^ Propr.] στοι- χεΊον, τό. αίτιον, τό : pi. τά *ζ αρχής υπάρχοντα, τά πρώ- τα στοιχεία, also στοιχείωμα, τό (primitive matter, the basis). αρχή, ν (that exists before every thing else) % The e.'s, al άρχαί. τά κατ αρχάς. ^ Fig. : with ref .to science or learning] τά στοι- (200) χειώματα or στοιχεία. To in- struct in or teach the first e.'s, τά πρώτα στοιχεία διδάσκειν, κα- ταστοιχειοΰν and καταστοιχί- "ζειν. See Elementary. If Me- taph] I am quite in my e., 7τε- φυκα ένδιαιτασθα'ι τινι. νδομαι διατριβών εν τινι : he shows him- j self quite in his e., ενταύθα κρά- \ τιστος δη εαυτού φαίνεται (ex- cels in atlig). ELEMENTARY, στοιχειώ- ( δης, στο ιχειωτικός and στοίχε ι- ωματικός, 3. Ε. substance, άρ- \ χη, η. στοιχεΐον, τό: an e. book, στοιχειακόν or στοιχειωματι- κόν βιβλίον, τό : e. knowledge, η περί τά στοιχεία επιστήμη : — of language or grammar, γράμ- \ ματα, τά. γραμματική, -η : to have some e. knowledge, γράμ- Ι ματα επίστασθαι : to acquire it, γράμματα μανθάνειν : e. School, γραμματεΐον, γράμμα- j τοδιδασκαλεΐον, τό : e. instruc- j tion, γράμματα, τά: to give it, γράμματα διδάσκειν : an e. pu- pil, ό τά ττρώτα γράμματα δι- δασκόμενος : an e. instructor, στοίχε ι α>τ?;?, οΰ, 6. ο τά πρώτα γράμματα διδάσκων, γράμμα- j τιστής, γραμματικός, ο. ELEPHANT, έλέφας, αντος, 6. The trunk of an e., η του ελέφαντας προβοσκίς or χείρ : Ι the tooth or tusk of an e., ό τοΰ έλέφαντος οδούς : the driver of an e., ελεφαντιστ77?, οΰ, b. b τους ελέφαντας τιθασσεύων : belonging to an e., έλεφάι>τειο?. 2. ELEPHANTIASIS. «If Kind of leprosy] έλεφαντίασις, η. έλε- φαντιασμός, b. To have the e., ελεφαντιαν. ELEVATE, ύψοΰν. αϊρειν, έπαίρειν. εγείρειν (to raise, make higher). See to Raise. To e. one- self, α'ίρεσθαι, άναφέρεσθαι, άνω φέρεσθαι (pass.) : to e. into O- lympus, άναφέρειν εις "Ολυμ- πον : to e. the mind, άνατείνειν or άνάγειν or εγείρειν τίιν ψυ- χήν. ψυχαγωγεΐν. If With ref. to rank, SfC.] αϊρειν μέγαν. έπ- αίρειν. αύζάνειν. άνάγειν, άνα- βιβάζειν. μέγαν or μεί"ζω or έκ- πρεπη ποιεΐν τίνα. προάγειν or έζάγειν τινά επί τιμήν. Το e. aby's courage or spirits, εύθυ- μότερον ποιεΐν τίνα. επιθιχρ- ρύνειν τινά : to e. or raise fm the dust, μέγαν έκ μικρού και ταπεινού ποιεΐν : to e. oneself fm an inferior state, αύζάνεσθαι (pass.) with or without μέγαν. έπ- αίρεσθαι : to e. oneself over an- other, ύπερηφανεύεσθαι, μεγα- λαυχεΐν (in a reprehensible sense). ELEVATED. Tf Propr. (= raised)] Orel, with past partcp. of verbs under to Elevate. Tf Fig. (of concrete objects)] υψηλός, 3. εζέχων, ουσα,ον. αναφανείς, εΐσα, εν (g. tt.). If Fig'] υψη- λός, 3. δεινός, 3. θείος, 3. σε- μνός, 3. λαμπρός, 3. ευγενή*, 2, and μέγας, -γάλη, -γα (with ref. to rank, birth, Qc). μεγαλοπρε- πής, 2 (of dignity, honour, &c). μεγαλόψυχος, 2 (of the mind), μεγαλόθυμος (of the spirit, cou- rage, Qc). To be e.-d above aby, είναι υπέρ τίνα. μεϊζω είναι τίνος. ELEVATION. IT Act of lift- ing up] άρσις, η (g. t.). υψωσις, η (a lifting up), αυζησις, η (a raising, increasing), also προαγω- γή, ή. See to Elevate, ανά- γωγη, η (of the spirit), μέγεθος, τό. υψος, τό (highness), ύψηλό- της, η. ^f (In the concrete) the thing elevated] ύψωμα, τό. ανά- στημα, τό. επαρμα, τό. άκρον, τό. άκρα, ή. ύψηλόν, τό (a height or elevated point), γεωλοφία, η (an eminence, Vid.). Ε. (altitude) of the pole (mathem. = latitude), υψος τοΰ πόλου. Tf Fig.] Ε. (= raising) of the voice, 77 T77S φωνής διάτασις : e. to honours, ! προαγωγή, η. προβίβασις, η. η ' εις τάς τι^αά? προκοπή : e. to the throne, r; τοΰ θρόνου έπίτευ- ζις : e. (a lifling up) of the soul, αναγωγή, h : e. of mind, senti- j ments, or character, μεγαλοψυ- χία, >7. μεγάλο- or ύψηλοφρο- ■ σύνη or μεγαλογνωμοσύνη, -η. φρόνημα, τό, and επαρμα, τό 1 (the sense of elevation) : a man of great e. of mind or soul, άνηρ Ι μεγαλόψυχος or μεγαλόφρων or μεγαλόθυμος : e. of spirits, Ίλαρότης, ή. See Elation. E. of the pulse, σφοδρότερος παλ- μός, b, τοΰ α'ίματος. ^j In archi- tecture] ορθογραφία, η. ELEVEN, 'ένδεκα, ια' (as nu- meral sign). E. times, ένδεκάκις : e. years old, ενδεκαετής, 2. 'έν- δεκα ετη 'έχων, ούσα, ον. ενδέκα- τον 'έτος άγων, ούσα, ον : that lasts e. years, διά 'ένδεκα ετών : that lasts e. days, ένδεκα ημε- ρών. ELEVENTH, ενδέκατος, 3. δέκατος πρώτος. On the e. day, ενδεκαταΐος, 3 : the e. part or portion, ενδέκατον μέρος, τό. εν- δεκατημόριον, τό. ELF. If Northern mythol.] έζωτικη, ή (mod. Greek). Tf Fig: dwarf] Vid. άνθρωπάριον, av- θρώπιον, τό. ELICIT, έζάγειν. εκκαλεΐν. έφέλκεσθαι. προκαλεΐν. έκκα- λεΐσθαι. To e. athg (e.g. a con- fession) fm aby, έζάγειν τί (ομο- λογίαν) τίνος : to e. aby's tears, δάκρυα παριστάναι τινι. προ- άγει τινά εις δάκρυα : to e. a laugh, γελιοτα παρέχειν τινι or γέλωτα έζάγειν τινός : to en- deavour to e. laughter, μηχανά- σθαι γέλωτα. ELICITATION. Orel, with verbs under Elicit. ELIDE, έκθλίβειν (to crush or force out ; propr. and gramm. t.). To e. the force of an argument (Hooker), διαλύειν, καταλύειν. άι/ασκευάξειι/οτ• άνασκευάζεσθαι ELI την άπόδειξιν (to confute it). See Confute. ELIGIBILITY, f Capability of being elected] Crcl. with οϊόν Tf εΐναι α'ιρεθήναι. τό αϊρέ- τιον είναι. ^ Inherent quality of excellency] ευπρέπεια, ή. προ- τέρημα, τό. άξίωσις, rj. τό εξ- αίρετοι/. ELIGIBLE, f Capable of being chose?i] olos τ ε ων α'ιρε- θήναι. εξαίρετος, 2. άριστος, 3. διαφέρων, ούσα, ον. κάλΧιστος, 3. εκπρεπής, 2. More e., αιρε- τώτερος, πΧείονος άξιος : the most e., κράτιστος, πρεσβύτα- τος. ούδενός δεύτερος (of men). τό άκρον, άνθος, τό (of things) : an e. opportunity, ευκαιρία, ή. ευμάρεια, η : an e. opportunity presents itself, καλώς παρέχει : there being an e. opportunity, κα- Χώς παρασχόν. ELIGIBLY, έζαιρέτως. ούχ Σκιστά, δεινώς. μάΧιστα. δια- φερόντως. ELIMINATE, θυράζειν. άπο- πέμπεσθαι. άπωθεϊν, έξωθεΐν, παρωθεΐν and mid. εκβάΧλειν. άναιρεΐν or άφαιρεϊν. ι ELIMINATION, άττελασία, η. εκβολή, ή. άπωσις, ή. άπω- σμός, 6. ELISION, ΘΧΐψις, ι). εκθΧι- φις, ή. Without e., άσυνάΧει- πτος, 2. ELITE, άγημα, τό. έκΧογή, V. τό κράτιστον. εκκριτοι, Χε- κτο'ι or εξαίρετοι, οι. The e. of the army, Χεκτοι από τοΰ στρα- τεύματος, οι. τό κράτιστον or τό όφελος τον στρατού. ΈlL•lXIR,άπό'ζεμa,άφέφημa, τό. ELK, άλκη, ν. ELL, πήχυς, εως, 6. An e. long, πηχυαίος, 3 : two, three, four e.'s long, διπηχυς, τρίπη- χυς, τετράπηχυς, 2 : an e. wide, thick, long, πηχυαίος τό πλά- τος, τό πάχος, τό μήκος. ELLIPSE, εΧλειφις, ή (grain. and qeom. t.). ELLIPTICAL, ίΧΧειπτικός, 3. ELLIPTICALLY. Fm adj. Elliptical. ELM,7rτελέ«, »';. An e. -wood, πτελεών, ώνος, b : e.-wood (n wood of the e.-tree), πτελέϊνα ξύλα, τά : made of e.-wood, πτε- Χέϊνος, 3 : of e., or like e., 7ττε- Χεώδης, 2. ELOCUTION. 1 The mode of delivering] Χέζις, η (g. t). φωνή, ή (voice), έκφώνησις, ή. προφορά (pronunciation), διά- θεσιϊ, η (vivid representation of facts in declaiming), ήθος, τό. ενάργεια, ή (expression of feeling). εμφασις, ή (powerful mode of setting forth prominent points in a speech) or δεινότης, ή. Aby has a good e., λόγω χρήται καλώ. επιτήδειος εστί λέγειν: brilli- ant e., »'; της λέξεως λαμπρότης. ELOGY, ELOGIUM, ετται- (201) ELS νος, ο. ίγκώμιον, τό. To make or offer an e., επαινον Χέγειν επί τινι. επαίνους ποιεΐσθαι επί τινι or επί τίνος. ELONGATE, εκτείνειν, άπο- τείνειν, παρατε'ινειν. μηκύνειν. προάγειν. ; ELONGATION, προαγωγή, ■η. έκτασις, άπότασις, παρέκ- τασις, ή. ELOPE, άποδιδράσκειν (τι- νά), δραπετεύειν (παρά τίνος). Ε. together, συναποδιδράσκειν. ELOPEMENT, άπόδρασις, ή. δρασμός, 6. ELOQUENCE, ή των λόγων δύναμις or εμπειρία, ή τοΰ λέ- γειν δεινότης, εύέπεια, η. ευ- φράδεια or εύφραδία, ή (as qua- lity), πειθώ, οΰς, ή (ivith ref. to tlie effect it has on others), ρητο- ρική, ή (as art). He possesses some e.,, δεινός εστί Χέγειν : he possesses remarkable e., δεινότα- τος έστι λέγειν : having natural talent for e., εύφυι)ς λέγειν : a man well known or distinguished for bis e., άνήρ αγαθός τον Χό- γον. άνηρ δεινός or δυνατός λέ- γειν: forensic e., e. of the bar, οι κατ' άγοράν λόγοι, εύέπεια αγοραίος or αγοραία. ELOQUENT, δυνατός or δει- νός Χέγειν (ε'ιπεϊν). λόγων επι- στήμων or έμπειρος, 2. τεχνί- της τοΰ λέγειν, 6. ευφράδης, 2. He is an e. person, δεινός εστί Χέγειν : he is extremely e., οει- νότατός έστι λέγειν: having na- tural talent to be e., ευφυής λέ- γειν. See Eloquence. ELOQUENTLY. Fm adjj. under Eloquent and Elo- quence. ELSE (in the sense of besides only in composition), προς τού- τοις, προς τοϊς είρημένοις (i. e. besides those already mentioned), άλλος, η, ο. Some one or aby e., άλλος τις : any (r= every) body e., πάς τις. 6 τυχών, οι τυχόν- τες : if any body e., ε'ί tis και άλλος, ως τις και άλλος : athg e., άλλο τι, άλΧ' οτιοΰν : have you athg e. to say, or is there athg e. you have to say? dp' άλλο τι έχεις λέγειν προς τοΐς είρημέ- νοις ; I have heai'd nothing e., άΧλο γ' ούδεν άκήκοα : I possess nothing e., ου κέκτημαι άΧΧο ουδέν: if nothing e. besides, εΐ μή τι άλλο. ί[ Else (— in the contrary case)] ει δε μή (i. e. if not — ). fjv δε μή. You must pay us our wages, e. we leave you, τον μισθόν δει άποδιδόναι ήμϊν, ει δε μή, άπολείψομέν σε : some- where e., άλλοθι, άλλαχοΰ, άλ- λαχή : elsewhere, άλλοθι που. άΧλτι, έτέρωθι: anywhere e., άλ- λοθι or άλλαχοΰ πανταχού : nowhere e., άλλοθι ούδαμοΰ : e.- whither, άλλαχόσε. άλλοσε. άΧ- λ?7. έτέρωσε. άλΧοσέ ποι : fm somewhere e., or fm elsewhere, άλλυθέν πόθεν. άΧΧαχόθεν : to look out for assistance somewhere EMA e., παρ* άΧΧων "ζητεΐν επικου- ρίαν : something e. than what is right or the law (= something dif- fering fm it), άλλα or 'έτερα τών δικαίων, άλλα or 'έτερα η τά δίκαια : nothing e. but, ούδεν άλλο ή, άλλο ούδεν ε'ι μή ( — nisi) : to wish for nothing e. but — , ούδεν διάφορον εύχεσθαι n — : what e. but — ? άλλο τι ή — ; τί άλλο n — ; what e. are you doing but cheating — what e. is it but cheating? άλλο τι rj εξαπατάς ; to leave your allies in the lurch, what e. can you call it but perjury? tous συμμάχους προδόντες άλλο τι η έπιορκεΊ- τε ; what e. are you but liars? άλλο τι η φεύδεσθε ; ELSEWHERE. See Else. ELUCIDATE, σαφηνίίειν, διασαφηνίζειν. See EXPLAIN. ELUCIDATION, σαφηνι- σμός, 6. άνακάθαρσις, ή. See Explanation. ELUCIDATOR. Crcl with verbs in Elucidate. §5$=• εξηγη- τής, οΰ, and ερμηνεύς, έως, 6 (= interpreter). ELUDE, εκκΧΊνειν τι. φεύ- γειν, διαφεύγειν, άποφεύγειυ τι. διακρούεσθα'ι τι. έκτρέπε- σθαι, παρεκτρέπεσθαι (pass. ; to turn or get out of the way of athg). διεκδύεσθαι (e.g. a ques- tion), also ύποστρέφειν (Xen.). ύπεξέρχεσθαι. To e. aby's at- tention, ά7Γ0/ίρυ-7Γτειι/ τινά (i. e. to withdraiv fm his sight) : Ι θ. athg by withdrawing, άττοοιορά- σκω τι. λανθάνω άπεΧθών : Ι e. (= steal past aby), παρέρχομαι τίνα: toe. a danger, &c, σώζομαι (pass.) εκ τίνος : to e. a blow, διακρούεσθαι or άποκρούεσθαι or εύΧαβείσθαι (pass.) πληγήν. ELUSION^ (e. g. of a blow), ευλάβεια, η. εκκλισις, ή. φυγή, ΐ7 (escape) : and Crcl. ivith verbs under Elude. ELUSIVE. Crcl. with verbs εκκλίνειν, φεύγειν, διαφεύγειν, άποφεύγειν τι, or with adjj. un- der Deceptive. ELUSORY. See Elusive. ELYSIUM, ΉΧύσιον, ου, τό. 'Ή,Χύσιον πεδίον, τό. αϊ τών μακάρων νήσοι, οϊ τών ευσεβών τόποι. EMACIATE, κατατρύχεις εκτρυχοΰν, άπισχναίνειν, κατα- πονεΐν : also μαραίνειν, άπομα- ραίνειν, εκτήκειν. φθ'ινειν. Το become e.-d, μαραίνεσθαι, άπο- μαραίνεσθαι,εκτήκεσθαι(ρα88.). άτροφεϊν, άσαρκεϊν. φθ'ινειν (and pass.). E.-d, φθιτόί, 3. άτροφος, 2. άσαρκος, 2. έκτα- κείς, εϊσα, εν (e. g. with hunger, illness, φ?., Χιμώ, νόσω). EMACIATION, μαρασμός, 6. φθίσις,τ]. ατροφία, ή. άσαρκ'ια, ' ΕΜΑΝΑΝΤ. Crcl with Ema- nate. Vid. EMANATE. IT Propr.: to flow forth] See to Flow. II To EM A EMB arise, have its source"] γίγνεσθαι be e.-d about atbg, άχθεσθα'ι or ύπάρχειν από τίνος, α'ιτ'ιαν (pass.) τινι. ενοχλεϊσθαι (pass.) εχειν άπό τίνος or εκ τίνος, υπό τίνος : to be e. about an an- ηκειν 'παρά τίνος. swer, or what reply to make, άπο- EMANCIPATE, ελευθεροϋν, ρεΐν άποκρίσεως. ουκ εχειν άπο- ελεύθερον καθιστάναι οντιθέναι κρίνασθαι : to e. a person respect- (g.tt.,propr. and impropr. ; e. g. , ing athg, άπορείν ποιεΐν τινά fin servitude, slaver?/; also fm τίνος : to e. aby's design or plan, fear, oppression, punishment, Qc." άπελευθεροΰν, ελεύθερον άφ- ιέναι (a slave). $β$" άφιέναι arid Χύειν relates to a prisoner or one in chains, αύτύνομον είναι εάν τίνα (to set at liberty, allow to be his own master). U Impropr. : to free fm (e. g. errour, prejudice, fyc.)] See to Free. One who has been e.-d, απελεύθερος, 6. αφεθείς ελεύθερος, 6. απελευ- θερωθείς, έντος, 6. EMANCIPATION, ίλευθέ- ρωσις, άπελευθέρωσις, άπελευ- θερία, h (of a slave). EMBALM, ταριχεύειν (of α corpse). E.-d, ταριχευτός, 3. EMBALMER,Taf)ixEUT»;s,o. EMBALMING,TafHX£ta,Ta- ρ'ιχευσις, τ). EMBANK, χωματι εϊργειν, κατείργειν, περιείργειν, κατ- έχειν. χυΰν χώιια. EMBANKMENT, χώμα, τό (g.t.). όχθη, ή. κρημνός, 6. Το raise an e., χουν χώμα : to pro- tect by an e., διαχοϋν, χωματι εϊργειν : to dig or pierce through an e., διαιρείν χώμα. EM BAR. See' Shut up.' EMBARGO, ή τών νεών κατ- οχή. To lay an e., κατέχει ν τάς ναΰς. άπαγορεύειν τάς ναΰς μη εκπλεϊν. EMBARK. U (Trans.)] ίμ- βιβάζειν, ε'ισβιβάζειν, ivith or without ες την ναϋυ (of persons), εντιθέναι or ε'ισάγειν εις την ναϋν (of things), ναυστολεΐν τι (to ship, send on hoard), επί νεών or εν ναυσιν άγειυ τι. ΊΤ (Ιν- TRS.)] έμβαίνειν, ε'ισβαίνειν τί}ς νεώς or επί την ναϋν. U Fig.] To e. persons in an undertaking, see Involve. To e. in athg, iivai εις τι. άπτεσθαί τίνος, επιχειρεΐν τινι (to meddle icith). καταβαίνειν ε'ίς τι : to e. in a war, δια μάχης, διά πολέμου Ίέναι (τινι). EMBARKATION. Orel, by verbs under Embark. m EMBARRASS. 1 To throw into confusion] ταράττειν, δια- ταράττειν, έπιταράττειν, άνα- ταράττειν,καταταράττειν. See Confuse. Το e. aby, ταράτ- τειν τινά. διατρέπειν τινά. εν- οχλεΐν τινι. άπορον καθιστά- ναι τινά. εμπυδών 'ίστασθαι or γίγνεσθαι τινι. εμπόδιζε ι ν τι : to he or become e.-d., ταράτ- τεσθαι (pass.), διατρέπεσθαι (pass.), ενοχλεϊσθαι (pass. ; to he put out, confused) : to be e.-d (with ref to means), άπορείν, άπό- ρως εχειν. απορία ένέχεσθαι, θορυβεϊσθαι (pass.): to be much e.-d, εν πολλή απορία είναι : to (202) διακόπτειν την επιβολών. See to Hinder. To e. the question, άμφίβολον ποιεΐν την ερώτη- σιν. ταράττειν και φύρειν or συγχείν : 1 find it very e.-ing, ένοχλονααι υπό τίνος, ταράτ- τομαι διά τι. EMBARK A SSED,Tai)a/)5, ου, ό : fern, δέσποινα, η. EMPOISON, φάρμακα εμ- βάΧΧειν τινί or εις tl or φ. προσμιγνύυαιτινί. φαρμάττειν τι. See Poison. (204) EMPORIUM, εμπόριον, τό. EMPOVERISH. ^£ίί.]πτω- χόν ποιεΐν. εις πτωχε'ιαυ or πενίαν or άπορίαν καθιστάναι. To be e.-d, or in e.-d circum- stances, εζιστασθαι, πένεσθαι, πένητα είναι, πενία ενέχεσθαι (pass.), ένδεώς έχειν. σπανίζειν. δεϊσθαι (pass.). To become e.-d, εις πενίαν or άπορίαν καταστη- ναι. εζίστασθαι των υπαρχόν- των '. to be entirely e.-d, εΊναι εν ταΐς εσχάταις άπορίαις. εις εσχάτην άπορίαν καταστηναι. TJ Fig.] ίκπίνειν (to exhaust). To e. a land (*. e. the soil), καρπίζε- σθαι or έκκαρπίζεσθαι την γην. επί καΧάμη άρουν. ταΧαιπω- ρεΐν την χώραν : to e. the blood, τό αίμα μειοΰν or ύγρότερον ποιεΊν : to e. a language, γΧώτ- ταν ει? Χόγων άπορίαν καθ- ιστάναι. EMPOYERISHMENT. Crcl. with εις πενίαν or άπορίαν κατα- στηναι, &C. See Empoverish. EMPOWER, κύριον ποιεΐν τινά τίνος, επιτρέπειν τινί τι. διδόναι τινι εζουσίαν ποιεΐν τι. To be e.-d, εζουσίαν έχειν, εξ- ουσία δέδοταί μοι. κύριον είναι τίνος : to be e.-d to conclude a war, ηκειν αυτοκράτορα περί ειρήνης. EMPRESS, αυτοκράτωρ, ορός, ?;. η τοΰ αυτοκράτορος γυνή' EMPRISE. See Enterprise, Undertaking. EMPTINESS, κενότης, ητος, η. τό κενόν, ερημιά, η. μαται- ότης, ητος, η. τό φθαρτόν (— inanitas). ΕΜΡΤΙΟΝ. See Purchase. EMPTY, υ. κενοΰν, εκκενοΰν, άποκενοϋν. ερημοΰν. έζινονν (g. tt.). έζαντΧεΐν (to e. a vessel by pumping or baling), εκπίνειν, καταπίνειν (by drinking), καθ- αίρειι/ or εκκαθαίρειν (by cleaning out). ^| To empty itself] εζερεύ- γεσθαι (pass. ; of a river) or συμβάΧΧειν (of a stream that flows into a larger river). The river e.'s itself into the sea, 6 ποταμός ίκβάΧλει or εσβάΧΧει or έζερεύγεται εις την θάΧατ- ταν. ΕΜΡΤΥ,αφ'. κενός, 3,αηάδιά- κενος, 2 (that contains nothing), έρημος, 2 (deprived of what was there or of what ice expect), γυ- μνός, 3 (icanting, denudated). An e. space, τό κενόν : to let athg stand e., έρημον καταΧείπειν tl. εκΧείπειν τι. T[ Void, without substance] μάταιος, 3. κενός, 3. έζίτηΧος, 2. οΰδενός άξιος, 3. Ε. words, μάταιοι Χόγοι : e. hopes, κεναι εΧπίδες : an e. fel- low, β\άζ, αχός, 6 : to be engaged in e. things, κενοσπουδεΐν. EMPURPLE. IT To dye pur- ple] Crcl. u-itJi to Dye. EMPURPLED, πορφυροβα- φι'ΐς, πορφυρόβαπτος, 2. EMPYREAL. See Fiery. | EMPYREAN, f Thehighest j heaven (poet.)] α'ιθήρ, ίρος, b. ουρανός, 6. σκηνή ούρανοφόρος ' (canopy of heaven ; αρ. Athen. ii. \ p. 43). EMULATE, ΙηΧοΖν τίνα. ζι,- λοτυττεΐΐ" τίνα. διώκειν τά τί- νος ίχνη. φιΧοτιμεΐσθαι (pass.) ί περί τίνος or εις τι or προς τι. εφίεσθαί τίνος, άντεχεσθαί τι- iOs. θηοάν τι (icith ref to the ob- ject of our emulation). To e. with i aby in athg, άμιΧΧάσθαι προς τίνα ύπίρ τίνος or περί τίνος. See to Rival, Vie. EMULATION, ζήΧωσις, f,. Χ,ηΧος, 6. ζιιΧοτυπία, ή. φιΧο- j τιμία, η. φιΧονεικία, η. Ε. in ' athg, αμιΧΧά τίνος or περί τι : ί e. with aby, αμιΧΧα προς τίνα : to kindle aby's e., εμβάΧΧειν or εμποιεΐν τινι φιΧονεικίαν : a man of no e., άφιΧότιμος, 2. EMULATOR, φιΧόνεικος άνι'ιρ, b. ζηΧωτή?, οϋ, b. αντα- γωνιστής, οΰ, b. EMULOUS, φιλότιμο?, 2. φιΧόνεικος, 2. To do athg in an e. manner, φθάνοντας άΧΧήΧους ποιεΐν τι. EMULOUSNESS. See Emu- lation. EMULSION, ψυκτήριον φάρμακον, τό. ENABLE, παρέχειν τινι δύ- ναμιν. παρασκευάζειν or παρ- έχειν τινι ίζουσίαν. ύπουργεΐν τινι μηχανήν. ποιεΐν τίνα δυνα- τόν or ικανόν. To be e.-d to do athg, ικανόν or δυνατόν γίγνε- σθαι, δύνασθαι, οίον τε είναι, ποιεΐν τι. ENACT, 7τροστάττειι/, έπι- τάττειν. παραγγέΧΧειν (to com- mand, enjoin), καθιστάναι (to establish, βχ). συντάττειι», δια- τάττειν, συνιστάναι (to order, and state particulars), also κρί- νειν, γιγνώσκειν. It has been e.-d, δέδοκται. παρήγγεΧται : to e. a law, νομοθετεΐν. νόμον τιθέναι, γράφειν, καθιστάναι, άποδεικνύναι : a law was e.-d by aby, ό νόμος κείται υπό τίνος : the law e.-d, ό νόμος προστάτ- τει or έστιν εν τω νόμω (it has been e.-d by a laic). ENACTMENT (of a law or by law), τά£ι?, πρόσταζις, ■>). προσταγι'ι, η (as act), το παρ- ηγγεΧμένον. πρόσταγμα, επ'ι- ταγμα, διάταγμα, τό (the thing enacted). To make an e., 7rpo- τιθέναι επίταγμα or διάταγμα. EXACTOR. Crcl. with verbs in Enact. ENAMEL, v. εγκα'ιειν. ENAMEL, s. έγκαυμα, τό. έγκαυστος γραφή, V• ENAMELLER, έγκαυστής, οΰ, ο. ENAMOURED, ερωτικό?. 3. ερων, ώσα, ων. φιΧέραστος, 2. άΧούς έρωτι. έρωτος ησσων, 2. An e. person, φιλεραστ»}?, οΰ, ο : fern, φιλεράστρια, fj : to be e., φιλεραστεΐι/. εράν and έρασθαι: ENC ENC ENC to be e. with aby, ερωτικών εχειν τιυός. έρωτα έχειυ τιυός. έράυ τιυος : e. with one's own person, αυτάρεσκος, 2. αυθάδης, 2 : des- perately e., ερωτομανή?, 2: to be desperately e., έρωτομανείν : — with aby, έπιμαίυεσθαί (pass.) τιυι. ENCAGE. See to Cage. ENCAMP, στρατοπεδεύειυ and στρατοπεδεύεσθαι. κατα- στρατοπεδεύειυ. στρατοπέδου ποιεϊσθαι or βάλλεσθαι. τίθε- σθαι τα όπλα. καθίζεσθαι. Το cause (the army) to β.,κατα στρα- τοπεδεύειυ. ENCAMPMENT. See Camp. ENCAUSTIC, adj. έγκαυστι- κός, 3. An e. painting, έγκαυμα, τ 6 : an e. painter, or one that makes e. paintings, έγκαυστης, οΰ, δ. ENCAUSTIC, s. The e. art, εγκαυστικη, η. ENCHAIN. See Chain. ENCHANT, f Propr.] [γοη- τεύειυ,καταγοητεύειυτιυά. βα- σκαίνειν or καταβασκα'ινειν τι- νά, μαγγαυεύειυ (rare) or κατ α- μαγεύειυ τινά. επάδειν τιν'ι. See to Bewitch. *[ί Pig] θέλγει», κηλεϊν and κατακΐ)λεϊν. τέρ- πειυ. ευφραίνειυ. φυχαγωγεΐυ. παραφέρειν. To be e.-d with athg, ΰπερήδεσθαί τινι. See to Bewitch, to Charm, to Fasci- nate. ENCHANTED. Crcl with Enchant, v. ENCHANTER, μάγο?, 6. γόης, δ. φαρμακεύς. δ. επωδό?, ' ENCHANTING, θελκτύριος, κηλητικός and κηλητι'ιριος, 3. εΰτερπνς, 2. ΰπερηδύς, εϊα, υ. ψυχαγωγικός, 3. ηδιστος, 3. θείος, 3. ENCHANTINGLY. Fm En- chanting. Ε. beautiful, αμήχα- νου έχων το κάλλος. ENCHANTMENT, f Prop.] γοητεία, η. βασκανία, ή. μαγ- γανεία, η. εττωδη,η. See Spell. Tl Piff.] κνλησις, η. κήλημα, τό. το θέλγειυ. θέλγμα, θέλγη- τρου, τό. θεία ηδονή or χάρις, η. See Charm, Fascination. ENCHANTRESS, φαρμα- κεύτρια, η. φαρμακίς, ίδος, η. επωδός, η. γοητις, ιδος, η. ENCHASE, ένδεϊν τί τινι, e. g. gems in gold, λίθους χρυσώ. E.-d, ένδετος, 2 : — in gold, sil- ver, περ'ιχρυσος, περιάργυρος, 2. ENCHASING, ENCHASE- MENT, ένδεσις, η. εμβολή, η. ENCIRCLE, κυκλοΰυ (g. t.) or περικυκλοΰυ and mid. περι- βάλλεσθαι.πεηιίστασθαι.περι- πτύσσειν. κύκλω περιλαμβά- νειν or περιβάλλειν. To e. aby (rr form a circle round him), κύ- κλω περικαθησθαί τίνα. κύκλω περάστασθαίτινα. κυκλοΰν τί- να. κυκλοΰσθαι(ρα88.)περ'ιτινα. ENCLOSE, συγκλείειν and (205) κατακλείειυ (g.t.,by shutting up) . περιβάλλειν (to surround, τιν'ι τι, aby with) or περιλαμβάνειν τί τινι. περιέχειυ τί τιι/ι : — on all sides, κυκλοΰν, έγκυκλοΰν, περικυκλοΰν. περιτειχίΧ,ειν, κύ- κλω άποτειχί'ζειν (with a wall), περιταφρεύειν (with a ditch), περιχαρακοΰν (with a palisade), περιβάλλειν χώμα (with α mound). To e. with a hedge, περιφράττειν τι or περιβάλ- λειν έρκος (or ειρκτηυ) τιν'ι or περιλαμβάνειν τι φραγμω or ε'ιρκτη. περιφραγνύναι τι : e.-d with a hedge, περίφρακτος, 2: to e. athg, περιειλεϊν, έυειλεΊυ (to wrap up) : to e. a letter, έντι- θέναι or έμβάλλειν γράμματα (g. t. — to envelop) : an e.-d let- ter, επιστολή η έαβεβλημένη or γράμματα τα έντεθέντα : any e.-d object, τό εμβεβλημένον. τό ενόν. ENCLOSURE, φραγμός, ο. περιφραγη, η. περ'ιφραγμα, τό. φράγμα, τό. έρκος, τό. Το make an e. around athg, see to Enclose. *|j The object enclosed] τό εμβεβλημένον. τό ενόν. επι- στολή η έμβεβλημένη. γράμ- ματα τά έντεθέντα. ENCOMIAST, εγκωμιαστής, οΰ, 6. ο λέ^, ων τον έπαινον. επαινετής, ου, δ. ENCOMIASTIC, εγκωμι- αστικός, 3. ENCOMIUM, εγκώμιον, τό. 'έπαινος, ο (e g. έπαινος οΐ'έγκώ- μιόν τίνος, ε'ίς τινά). ENCOMPASS. See Encir- cle, Enclose. ENCOUNTER, s. See Con- test, Battle. ENCOUNTER, ν. άπαντάν, ύπαντάν (g. it. — go to meet), άντίον Ίέναι. εναντίον Ίέναι or χωρεΐν (go agst) or Ίέναι ε'ίς τι. τείνειν προς τι. δέχεσθαί τι. διώκειν τι. έμβάλλειν τινι or ε'ίς τι. To e. aby (= petere), Ιέναι or δρμάν επί τίνα. επιέναι τινί. επιχειρεΐν τινι. επιτίθε- σθαί τινι. όπλα έπιφέρειν τινί : to e. aby at sea, πλεϊν επί τίνα. έπιπλεΐν τινι. Τϊ To stand firm agst athg (=face it)] υπόμενε ιν τι. υφίστασθαί τι. ΰπέχειν τι. Το e. dangers, υφίστασθαί κινδύ- νους, κινδυνεύειν or κινδυνεύειν κινδύνους : to e. trouble or la- bour, πονεΐν or έζαντλεΐν πό- νους : to e. a struggle or contest, άγωνί'ζεσθαι αγώνα : to e. athg with fortitude, θαρραλέως έχειν προς τι : to e. death undismayed, παραβάλλεσθαι την xf /νχην. ENCOURAGE. 1 To ani- mate (in general)] διακελεύεσθαί τινι. παρακελεύεσθαί τινι and έγκελεύειν τινί (to prompt or ex- cite to do athg). έπικελεύειν τινί (to e. in any work already begun; gfj* the difference between διακε- λεύεσθαί and έπικελεύειν see Plat. Phoed., p. 61, α), κελεύειν and παρακαλεϊν τίνα (to exhort him, prompt), προτρέπειν and παρορμαν τίνα επί τι (to urge, press), παροξύνειν τινά (to spur aby). To e. each other, διακε- λεύσασθαι άλληλοις. Τί To in- spire with courage] ρώμηυ or τόλμαν or εύθυμίαν εμποιεϊν or παρέχειν or έμβάλλειν τινί. προθυμίαν έμβάλλειν τινί. θάρ- σος εμποιεϊν τινι. θαρρύνειυ, παραθαρρύνειν or ευθαρσή ποι- εϊντινα. έπιρρωυνύυαι τινά. έπ- αίρειν τινά. θηγειν την ψυχήν or τό φρόνημα τίνος (stronger t.). To e. aby again, άναθαρρύ- νειν τινάοΓ άντικαθιστάναι τινά επι τό θαρρεΐν. ENCOURAGEMENT, προ- τροπή, η. πάρα-, έπι-κέλευσις, ■η. πάρα- or δια-κελευσμός, δ. παρόρμησις, παράκλησις, παρ- αίνεσις, η (for any kind of acti- vity), &jf but generally Crcl. tcith verbs under Encourage. An e. for virtue, προτροπή έπ' άρετην: to give e. to athg, ϋπουργόν ιΊναί τινι. ώφελείν τι, συμφέρειν or συμβάλλεσθαι προς τι. ENCOURAGER. Crcl. by Encourage. ENCROACH. Τί To intrude on the rights of aby] άδικε'ιν τίνα. (g. t.) or προσποιεϊσθαι τά τί- νος, ΰπερβαίνειν (to go beyond a boundary), παραβαίνειν (fo tres- pass upon, e.g. τό δίκαιον, τους νόμους), ΰπερβαίνειν τό μέτριου (to go beyond the prescribed limit; metaph. only), μειοΰν, έλαττοΰν, συστέλλειν εις μεϊου (to dimi- nish), ΰφαιρεΐσθαί or παραιρεΐ- σθαί τί τίνος, βλάπτειν τινά or βλάβην έπιφέρειν τιυί. πλεου- εζία χρησθαι περί τιυα (strong- er ά.). ENCROACHING,tt\£ i/£- κτικός,Β. To be β.,πλεονεκτεϊν, πλεουάζειυ (to take or claim more than one's share), ΰβριζειυ, ΰβρει χρησθαι. ENCROACHMENT, ΰπερ- βασία,έλάττωσις,μείωσις,παρ- αίρεσις, η. αδικία, η. αδίκημα, τό. πλεονέκτημα, τό. ύβρις, η. ENCRUST. H Propr.) έπι- πηγνύναι (to form a hardened surface at top). TT Pig•] περι- πλάττειυ or επιβάλλειν or έγ- κολλαυ τί τιυι : — with gold, δίκ.,καταχρυσοΰυ,καταργυροΰυ, καταχαλκοΰυ. See to COVER, Coat. ENCUMBER, βαρύυειν, κα- ταβαρύυειυ. έμποδίζειυ. έμπο- δώυ ποιεϊσθαι (to hinder, put in the way, as an obstacle), also κω- λύειυ. έγκόπτειυ. έυοχλεΐυ. έπ- αχθίζειυ. To feel e.-d by athg, άχθεσθαί τιυι or έπί τινι. βα- ρέως φέρειν τι. δυσχεραίνειν τι : to be e.-d with debts, όφλη- μασι βεβαπτίσθαι. ΰπόχρεωυ είναι δανείσματος (of persons). Τί Of an estate] ΰπόχρεωυ or καταδάυειου εϊυαι. The house or estate is e.-d, άργύριον or χρέος ένυφείλεται τή οικία. ENC END END ENCUMBRANCE, βάρος,τό {burden, g.t.). άχθος, τό. μόχθος, 6 (trouble, $c). έμπόδισμα, τό. έμπόδιον, τό. κώλυμα, τό. έγ- κοπή, ή. πρόσκομμα, τό. With- out e., ανεμπόδιστος, 2. ακώλυ- το?, 2 : to get rid of an e., άπο- βάλλειν άχθος : e.'s (=■ debt), see Debt. END, s. τέλος, τό. έσχατα, τά (both of space and time), πέ- ρας, ατός, τό (only with ref. to space), or εσχατιά, η (esply of a building), τέρμα, τό (goal, chiefly of space), άκρον, τό, or άκρα, τά, and κυλοφών, ώνος, b (of height and pointea objects), τε- λευτή, η (of time only), άκριτε- Χεύτιον, τό (of a verse), πε'ζα, V (tJie lower e., foot), διάνυσις, κατάλυσις, ληζις, ή. παΰΧα, η. κατάπαυμα, τό (of actions and conditions), καταστροφή, η (chief- ly of life). A blessed or glorious e. (i. e. death), ευθανασία : to make a disgraceful e. (of life), κα- κώς, αίσχρώς, άπόλλυσθαι: fm the e. of the world, άττό περάτων γης : fm one e. of the land to the other, a7r' εσχάτων της χώρας έπ' έσχατα : fm e. to e., απ' αρ- χής εις τέλος : at or towards the e., προς τω τέρματι and ευ ταΐς εσχατκχϊς or εσχάτως (of space): at or in the e. (= at last), τέ- λος, τό τελευταίοι/, or with the paticpp. τελευτών (ώσα, ών), παυόμενος (η, ον), λήγων (ούσα, υ ν), (at the conclusion of an action or a state) : in the e. you will praise me, χοόνω με επαινέσεις; towards the e. of the month, τε- Χευτώντυς του μηνός. To bring to an e., περα'ινειν, ίκπεραίνειν, διαπεραίνειν, διεκπεραίνειν. ά- νύτειν, διανύτειν, έζανύτειν. απεργάΧ,εσθαι, κατ( ργάζεσθαι. συντελεϊυ (all = to bring to a close, to accomplish). παύε iv, κατα- παΰειν. καταλΰειν. τέλος επι- τιθέναι τιν'ι (to put an e. to), τε- Χευτρ,ν, καταλΰειν (to make, an e. of finish) : to make a speedy e. of athg, συντέμνειν τι : to come to an e., προς την τελευτι)ν ίίκειν. παύεσθαι, άποπαύεσθαί. Χήγειν, καταΧήγειν : to be at an e., to have an e., τέλος έχειν: to take an e., παΰΧαν Χαβεϊν, λή- γει». I can't get to an e. of it, ουκ αποβαίνει μοι τό πράγμα, ουδέν άνύτω : what will be the e. of it ? πώς τοΰτο άποβήσε- ται ; τι εκ τούτου γενήσεται ; to be drawing to his e. (= death), ηδη προς τω τελευται/ είναι, σελίνου δεΐσθαι (lit. to have need of parsley). Fm beginning to e., αρχόμενος και δια τέλους, εκ πυθμένος ε'ις κορυφήν (lit. fm bottom to top) : no e. of — , with- out e., άπειρος, 2. απέραντος, 2. μυρίυς, 3 : to make e 's meet, έξ- αρκε'ιν : odds and e.'s αποσπά- σματα, τά : to be at his wit's e., άπόρως έχειν. ουκ έχει ν ο τι χρη ποιεΐν. άπορεϊν ποϊ επηται. (206) Τί Final purpose] τέΧος, τό. σκο- πός, 6. γνώμη, ν. βουΧή, ή. Το have an e. in view, διώκειν, βού- Χεσθαί τι : to attain one's e., τυγχάνειν ών tis βούλεται : to miss or not to attain one's e., άπο- τυγχάνειν της βουλήσεως or ών τις βούλεται. άμαρτάνειν της γνώμης : to the e. that — , όπως. 'ίνα. έπι τω or προς τό (c. infin.) : to this e., επί τούτω, τούτου ένεκα, δια ταύτην την αιτίαν: to what e. ? τ'ι βουΧόμενος, ένη, ενόν ; επί τίνι or έπι τω; for a good e. (or purpose), έπι τό καλοί/ or έπι τω καλώ : with an eye to his own e.'s, σκοπών τό 'ίδιον συμφέρον : to compass his private e.'s, κατεργά"ζεσθαι ών επιθυ- μεί : his e. is only, or he has no other e. but, to — , ουδέν άλλο σκοπεί πΧην όπως (c. indie, fut.). END, v. IT (Trans.)] τέλος έπιτιθέναι τινί (to bring to a stand-still or an end). έπιτεΧε'ιν, άποτελεϊν, περα'ινειν, άνύτειν, διανύτειν (to bring to a close or conclusion), άπεργάζεσθαι (of work or occupations), καταπράτ- τειν, διαπράττειν (of proceed- ings), παύειν, καταπαύειν (to cause to cease) . διαλύειν, καταλύ- ειν (e.g. war, contention). To be e.-d, τέλος λαμβάνειν, τελευται» (and with pass, of the above verbs). τέλος έχειν : to e. one's life, τε- λ ε υτάν [τον βίον\. κ αταστρ έφ ε ιν or καταλύειν τον βίον : to e. a speech, παύεσθαι or άποπαύ- εσθαί του λόγου or λέγοντα. 1 (INTRANS.)] τελευτάν. τέλος λαβείν or έχειν. Χήγειν. παύ- εσθαι, άποπαύεσθαί, καταπαύ- εσθαι (mid.), καταλύεσθαι (mid.), προς την τελευτι/υ ηκειν. τέλος έχειν. άποβαινειν or άποβαί- νειν ε'ίς τι or with adv. (e. g. to e. well, ill, καλώς, κακώς) : all's well that e.'s well (finis coronat opus), προς τό τεΧευταϊον έκβάν 'έκαστα των προύπαρζάντων κρίνεται (Demosth.) : so e.'s my story, ε'ίρηκα. πάντ έχεις Χό- γον. ENDAMAGE. See Damage. ENDANGER, άγειν εις κιν- δύνους. περιβάλΧειν κινδύνοις. καθιστάναι εις κίνδυνον or έν κινδύνω. To e. athg, κίνδυνον φέρειν τινί : to be e.-d, κίνδυνος εστί τινι. περιπίπτειν κινδύ- νοις or έν κινδύνω είναι : my life is e.-d, κινδυνεύω περί ψυχής : to be greatly e.-d, περί τών με- γίστων, περί τών εσχάτων κιν- δυνεύειν. έν παντϊ (κακόν) είναι or γενέσθαι. ENDEAR, χάριν κατατ'ιθε- σθαι προς τίνα. άνακτασθαί τίνα. άναρτάσθα'ι τίνα. εΰνοιαν κτήσασθαι or έχειν παρά τίνος. To endeavour to e. oneself, θηράν χάριν τινός, προαιρεϊσθαι χά- ριτας προς τίνος. See to CON- CILIATE. ENDEARMENT, άσπασμα, τό. ασπασμός, 6. φιλοφροσύ- !/»;, τ/, υποκορισμα, το, υποκο' ρισμός 6. A term of e., ύποκο- ριστικόν όνομα, τό. ENDEAVOUR, t>. πειράσθαι. σπεύδειν. μηχανάσθαι. προθυ- μΰσθαι (pass.), έπιχειρεϊν. βού- Χεσθαι. έφ εσθαι. μελετάν. φι- λοτιμείσθαι. ζητεϊν τι. διώκειν τι. μετιέναι τι. σπουδάζειν περί τίνος, θηραν or θηρεύειν τι. έπιθυμεϊν τίνος, πράττειν τι. To e. to make friends with persons, θηραν φίλους : to e. all one can, έπι πάν έλθεϊν. μηχα- νάσθαι πάσαν μηχανήν. πάντα λίθον κινεΐν (= not to leave one stone unturned). See to Try. ENDEAVOUR, s. προθυμία, η. σπουδή, η. προαίρεσις, rj. μελέτη, ή. 'έφεσις, ή. ζήλος, 6. To make an e., see the Verb. To give up or abstain fm any further e.'s, άποκάμνειν πυιηοαί τι. ENDING. See End. ENDITE. See Indite. ENDIVE, σέρις, ιδος, η. ιτι- κρίς, ίδος, ή. ENDLESS, άπειρος, απέραν- τος, 2. άνήνυτος, 2. αιώνιος, άΐ~ διος. To have e. trouble, άνήνυ- τα πράγματα έχειν. See INFI- NITE. ENDLESSLY, συνεχώς, αδια- λείπτως, αεί, αεί ποτέ. To do or carry athg on e., διατελεϊν άει ποιοϋντά τι. διάγειν ποιοΰντά τι. ι ENDLESSNESS, τό άπειρον, άπέραντον. ENDOW, έκδιδόναι θυγατέ- ρα. % Impropr.] χορηγεΊν, κο• σμεΐν, έπικοσμεΐν τινά τινι. παρασκευάΧ,ειν τινί τι. χαρί- ζεσθαί τιν'ι τι. δωρεϊσθαί τινί τι. Endowed (propr.), έκδοτος, ή (of the bride) : (impropr.) έχων, ούσα, ον (with athg, τ'ι). To be e.-d with athg, κεκοσμημένον εί- ναι τινι or έχειν τι, or τετυχ>;- κέναι τινός, εΰπορεϊν τίνος, παρ- εσκευάσθαι τινί. ENDOWMENT, έκδοσις, ή (as act, -e. g. giving a marriage portion), φερνή, ή (the portion or dowry), χορηγία, -η (a provid- ing with, furnishing the expense), προίζ, προικός, η (as thing). % Mental or natural endowments] τό φύσει καλόν όν or υπάρχον. ENDUE. See Endow. ENDURABLE, ανεκτός, ύπ- οιστός, 3. μέτριος, 3. ου κακός, 3. ENDURANCE. «H Duration] Υιό. % Patience, perseverance] καρτερία, καρτέρησις, ή. μονή, παραμονή, επιμονή, υπομονή, ή. To have greater e., καρτερώτε- ρον είναι προς τι. See ENDURE. ENDURE. U (Trans.)] βα- στάζε iv (g. t. to have the potter of bearing athg). πάσχειν (tosufler, or be affected by athg). άνέχεσθαι, φέρειν and ύποφέρειν, also υπό- μενε ιν (with accessory notion of 4 patience,'' '■resignation''), καρτε- ρεϊν (to e. vigorously), ΰφ'ιστα- ENE σθαι (to submit to atTig or undergo voluntarily). To e. reluctantly, χαλεπών φερειν. δυσφορεΐν. to e. trouble, labour, &c, ττονεϊν, διαττονεϊν. ταλαιττωρεΐσθαι: to be able to e. athg easily, καρτερι- κών έχει" ττρόν τι : one who can e. a great deal, καρτερικοί, 3 : to e. with fortitude, έγκαρ- τερεϊν : not to be able to e., ουκ άνέχεσθαι, ου φερειν. not to be able to e. the thought of, βαρίων φερειν, ει (seq. indie, fut.) : not to be able to e. a person or athg, δυσχεραίνει» τινά and τι. άττο- δοκιμάζειν τιι/ά. οϋ φερειν τινά and τι. μισεϊν τίνα and τι : to have had much to e. (e.g. as offi- cer, soldier, <%θ.),κατατετρϊφθαι (λοχαγοί• ντα,στρατευσάμινον). •[I (Intrans.)] See to Last. ENEMY, εχθρόν, 6, and δυσ- μενής, οϋν, 6 (inimicus). ττολέ- μιον, 6. εναντίον, 6, and άντ'ι- τταλον, 6 (hostis). An e. of athg, ό μισών τι, or by composition, e. g. an e. of the people, μισόδη- μον, 2 : an e. of the Athenians, μισαθήναιον : an e. of usury, μι- συκερδήν, <$£C. A great e., εχθ ι- στον, 6 : to make (aby) an e., έχθροττοιεΐν. καθιστάναι είν εχ- tipav : to turn or become e.'s, διαστήναι ττρόν άλλήλουν : to be an e. of athg, μισεϊν τι. φεύ- γειν τι : to be aby's e., έχθρόν είναι τινι : to be a greater e. of aby, εχθίυνα είναι τινι. εχθιό- νων εχειν τινι or ττρόν τίνα : to have aby for an e., χρήσθαί τινι έχθρω : to make e.'s, εχθρούν κτάαβαι or ττοιεϊσθαι : to make oneself more e.'s, εχ^θρούν αλ\ουν ττροστίθεσθαι ττρόν τοΐν ύττάρ- χουσιν : to render persons aby's e.'s, εχθρούν ττοιεϊν or τιθέναι or τταρέχειν τινι. ENERGETIC, δραστνριον, 3. ενεργόναηά ενεργήν, "2, also Ίσχυ- ρόν, 3. καρτερόν, 3. σφυδρόν, 3. σηααντικόν and εμφατικόν, 3 (of discourse). ENERGETICALLY. From adjj. Energetic. ENERGY, το δραστήριον. ενέργεια, ή. δύναμιν, εων, ή. η την φυχήν ρώμη. To speak with e., δεινών λέγειν : a speech deli- vered without e., φυχρόν λόγον : to be devoid of e., a man of no e., άνανδρων διακεϊσθαι : to show a want of e., μαλακ'ι'ζεσθαι. pa- θυμεϊν : to lose for want of e., καταρραθυμεϊν. ENERVATE, εκνευρίζει, εκ- λύειν. διαθρΰτττειν. καταγνΰναι. E.-d by pleasure, ταϊν ηδοναϊν τταρειμένυν: an e.-d style, εκνε- νενρισμένη λέζιν. ENERVATION, 'έκλυσιν, η. διάθι>υ\]ιιν, »'/ ENFEEBLE, τταραλύιιν, εκ- λύειν (g. t., and bodily), άφαι- ρεϊν ρώμην και δύναμιν. ασθενή ττοιεϊν (to deprive of its efficiency), μαραίνειν, αττομαρα'ινειν (to take off the freshness), κατατρίβειν, (207) ENG καταττονεΐν (by too great exertion, i. e. to overwork), θρύτττειν, δια- θρΰτττειν (to lame tlie power of athg). άμβλύνειν, άμβλύτερον ττοιεΐν,άμαυροΰν (to impair, e. g. the sight). To be e.-d, ασθενή είναι, έζασθενεϊν. άρρωστεΐν. αδυνάτων εχειν. άττειρηκέναι. ENFEEBLEMENT, εκλυσιν, ή (as act and state), καταττόνη- σιν, ή (as act), ασθένεια, αρρώ- στια, ατονία, ή (want of strength), άσθένημα, τό (state of weakness) . τταράλυσιν, ή (suspension of power or force), ελάττωσιν, μείωσιν, η. συστολή, ή. See ENFEEBLE. ENFEOFF, χαρίζεσθαί τινι τι. άττονέμειν τινι τι. ίδιον δι- δόναι τιν'ι τι. ENFEOFFMENT. Fm verbs under to Enfeoff. ENFORCE, v. 1 To gain or effect by force] άναγκά"ζειν, κατ- αναγκαζειν, ίζαναγκάζειν. βιά- ζεσθαι, εκβιαζεσθαι. έξαιρεΐν βία. κρατεΐν βία. To e. one's will, διαττράττεσθαι α βούλεται : to e. athg one has said or proposed, ίττικρατεΐν λέγοντα, ττείθοντα : to e. that &c, εττικρατεϊν (seq. infin.), or διαττράττεσθαι (seq. infin. with ώστε ) : to e. one's claims on athg, άξιοΰν εχειν or λαμβάνειν τι : — one's right to athg, μη εϊκειν or μη ύφίεσθαι τών εαυτού δικαίων. See COM- PEL, Force, % Put in force: a law] χρήσθαι τοϊν νόμοιν. ττράτ- τειν κατά τούν νόμουν. τά νό- μιμα ττοιιΖν or ττράττειν. U Το enforce an argument or proof] βεβαιούν, εμττεδονν. ττιστοΰν. ίσχυριζεσθαι λέγοντα τι. ENFORCEMENT. Crcl.with verbs to Enforce. ENFRANCHISE, 1 G. t., to free] Vid. ^j To make aby a citizen] ττολιτείαν διδόναι τινι. μεταδιδόναι την ττολιτείαν. Το become e.-d, τυγχάνειν τήν ττο- λιτείαν. τταραλαμβάνειν την ττόλιν. κατασκευάΧ,εσθαι ττολι- τείαν. If To enfranchise a city] αΰτόνομυν εάν είναι την ττόλιν. ENFRANCHISEMENT. Crcl. with verbs in Enfranchise. ENGAGE, καταλαμβάνειν (τινά τινι, e. g. όρκοιν). κατα- κλείειν (e. g. νόμω) or εϊργειν τινά (seq. infin.). κατέχειν τινά (e.g. κατέχει 6 νόμον). άναρτά- σθαί τίνα. άνακτάσθαί τίνα (e. g. to e. aby by benefits, ευ ττοιοΰντα άνακτήσασθαί τινά). To e. one- self to athg, ΰττισχνεϊσθαι η μην ■ποιησειν τι : I am e.-d to do athg, ανάγκη μοι or δίκαιον ειμί or χρή με ττοιεϊν τι. ^[ To en- gage (= induce aby)] έττάγειν, ττροάγειν, ττείθειν, άναττείθειν. ττροτρέττειν. τταροραάν.τταροξύ- νειν. έτταίρειν. To e. aby in fa- vour of atbg, ττοιεϊν τίνα εττιθυ- μεϊν τινον. U To engage (e. g. by good qualities, address, g"C.)] καθομιλεϊντινα. -See ENGAGING. 1j To engage (in athg)] συνάτττειν ENG τι. καταβαίνειν ε'ίν τι (e.g. μά- χην συνάτττειν τινι. μάχην ττυι- εϊσθαί τινι (in a battle) : — in a war, διά μάχην, δια ττολέμου Ίέναι τιν'ι : — in a conversation, συνάτττειν λόγουν τινι, ε'ιν λό- γουν Ίέναι τιν'ι, είν λό^ονν άφ- ικνεϊσθαί τινι. f[ To engage with the enemy] ε'ιν χείραν ερχε- σθαίτινι. έκ χείρον την μάχην ττοιεΐσθαι or εν χερσί την μάχην ττοιεϊν or συμττλέκειν τάν χεΐ- ράν τινι (to come Ιο close quar- ters). •|Ι To take into one's service] εγκρίνειν τινά. μισθοΰσθαι or μισθω ττείθειν θεράττονταν. *ι\ To be engaged (in business, &c.)] ασχολον είναι, άσχολίαν εχειν or αγειν. To be e.-d in athg, άσχολεϊσθαι (pass.) ττερί τι, κατά τι. ασχολον εΤναι διά τι. ENGAGEMENT. % Combat] VlD. χειραψία, η. συμττλοκη, ή. ΤΙ Agreement or promise] Vid. If Business] Vid. *|f Invitation] E. g. to have an e., κληθήναι : to accept an e., κληθέντα ύττ- ακούειν, κληθέντα ττείθεσθαι or όμολογεϊν τταραγ'ιγνεσθαι. ENGAGING, έττίχαριν, ιτον, 6, η. ετταγωγόν (rendering fa- vorable, attractive), θελκτηριον, 2 (charming), ηδύν, 3 (pleasant). ττιθανόν, 3 (persuasive). Ε. man- ners or disposition, τό ευχαρι. εΰτραττελία, η . to please aby or place oneself in his favour by e. manners, καθομιλεΐν τίνα, also κτάσθαι, άνακτάσθαί, έζαρέσκε- σθαι (to render oneself agreeable). ENGAGINGLY. From En- gaging. ENGENDER. See to Beget (propr. and fig.). To e. strife, ττροκαλεϊσθαι εριδαν. ENGINE, μηχανή, η. μηχά- νημα, τό. σκεΰον, τό. όργανον, τό. Ε. master, ό έττί ταϊν μη- χαναϊν : a military e., ττολεμικη μηχανή, η. ENGINEER, μηχανοττοιόν,ο. ο εττί ταϊν μηχαναϊν. 6 ττερί τάν μηχανάν. 6 εττί τών μηχα~ νών. ENG ORGE. See to Devour. % To cause a stoppage in the ves- sels of the body (med. t.)] εττι- φράττειν or άττοστεγνοΰν φλέ- γματι. εμττιττλάναι φλέγματον. Κ.-ά,φ\εγματώδην,2. φλεγμα- τικόν, 3. ENGRAVE, χαράττειν, εγ~ χαράττειν. εγκολάτττειν, εγ- γλΰφειν (in stone, metal, <$c.) : also εγγράφειν. κεστροΰν. An engraven image or figure, έγχά- ραγμα, τό. ENGRAVER, γλϋτττην, ου, ό. γλΰφων, οντον, ό. δακτυλιο- γλΰφον, 6. ENGRAVING, γλυφή, ν. κε- στρωσιν, η. ENGROSS. H To take pos- session of the whole] ίζιδιοττοιεϊ- αθαί τι. τταραιρεϊσθαί τι. εν τό ίδιον καταθέσθαι τι. σφετε• ρίζεσθαί τι (the latter, if unjustly). ENG ENL ENO To e. the eyes of all present, πάντων τα? όψει?, εις εαυτόν στρέφει!/, περίβΧεπτον γίγνε- σθαι πάσι : to be very e.-ing (e. g. of a pursuit, story, #c), κοτ- έχειν : to be quite e.-cf in athg, όΧον κατέχεσθαί τινι. όΧον εί- ναι περί Tt. διατελεΊν πράτ- τοντά τι. Τί To buy athg up, to monopolize] προπωΧεΐν. avvayo- ρά'ζειν. μονοπωΧεΐν. He e -d all the conversation, ουκ ην ειπείν έτέρω. TJ To copy legal docu- ments] άποτεΧεΐν or καταγρά- φειν συγγοιιφην. ENGROSSER. Crcl.withverbs under Engross. ENGULF. TJ Propr.] κατα- or είσφέρειν ει? βάοαθρον or άβυσσον. To be e.-d, καταδΰ- εσθαι. ^[ Fig.] See to Devour. ENHANCE, επαίρειν. αύξά- νειν, επαυζάνειν. πΧέον or μεί- ζον ποιεΐν τι. επιβάΧΧειν τινί. To e. the value of athg, πλείονος άξιον ποιεΐν τι : to e. the price, τιμιώτερον ποιεΐν τι or επιτεί- νειν την τιμήν τίνος, επι- or άνατιμάν τι. ^ ENHANCEMENT, αυζησις, V• το επιτιμάν and εττιτίμησις, ν : and Orel, with verbs under Enhance. ENIGMA. See Riddle. ENIGMATICAL, αίνιγμα- τώδης, 2. α'ινικτός, 3. γριφώ- δης, 2. αφανής, 2. Athg is e., α'ιν'ιγματι όμοιόν εστί τι. ENIGMATICALLY, εν ai- νίγματι. εν αίνιγμοϊς. δι' αι- νιγμάτων or αΊνιγμών. To speak β., α'ινιγματ'ιζεσθαι. αιν'ιττε- σθαι. δι α'ινιγμων Χεγειν or αινίγματα Χεγειν. ENJOIN, προστάττειν, επι- σκηπτειν, εντέΧΧεσθαι : — by writing, έ7τιστε'λλείΐ/. See Com- mand. To e. earnestly, παραι- νείν. ENJOY. ΤΙ To have or find enjoyment in, to enjoy oneself in] ηδεσθαί τινι or επί τινι. εϋφραί- νεσθαί (pass.) εν τινι. τέρπεσθαί τινι (or all three with the partcp.). To e. athg (of eating and drink- ing), ηδέως εσθίειν or πίνειν τι- νός, εύωχεΐσθαί τι: to e. the good cheer, εΰωχεΐσθαι και εύ- θυμεΐσθαι. U To have (something beneficial)] See to Possess, άπο- Χαύειν (athg, τινός), χρησθαί τινι. To e. good health, χρησθαί ύγιεία. εϋρωστεΐν. ΰγιαίνειν : to e. good days, ευημερούν : to e. the fruit of one's labour, καρπούς Χαβέσθαι των πόνων : to e. the fruit of another one's labour, πό- νους άΧΧοτρίυυς έχειν : to e. the happiness of youth, καρποΰσθαι τα εν παισ'ι νομι^όμευα καΧά : to e. aby's good will, εΰνοιάν τί- νος κεκτησϋαι : to e. good repute with aby, εύδοκιμεΐν παρά τινι: to e. natural advantages, εύφυώς εχειν : to e. honour, τιμής και θεραπείας τυγχάνειν. τιμής άζιοϋσθαι (pass.) : to e. more ho- (208) nour than another, τιμάΐς πΧεο- νεκτεΤν άλλοι; τινός : to e. in abundance, εμπίπΧασθαί (pass.) τίνος. ποΧύ or υπερβάΧΧον εχειν τι. ποΧΧω or ΰπερβάΧΧοντι χρησθαί τινι. ENJOYMENT, άπόΧαυσις, η (the reception of a pleasant feel- ing and the feeling itself), τ ό άπο- Χαύειν (the act of enjoyment), ηδο- νή, η. τέρψις, η. ευπάθεια and ηδυπάθεια, η (the pleasant feel- ing), καρπεία and κάρπωσις, η (usufructus). E.'s, τα ηδέα: with e., ηδέως (e. g. φαγεΐν τε και πιεΐν) : to afford an e., ηδονή ν παρέχει or εχειν τινι. τέρψιν τινά ποιεΐν τινι. ηδεσθαι ποιεΐν τίνα. εν ηδονή εΤναί τινι. ηδονή εστίν από τίνος : to take or feel an e. in athg, see to Enjoy : to have much greater e., ποΧΧα- πΧάσια εύφραίνεσθαι (pass.) : to have no e. of athg, άνόνητον εί- ναι τίνος : to be in the e. of, see to Enjoy. ENLARGE, εύρύνειν, διευ- ρΰνειν, άνευρύνειν, πΧατΰνειν (of bodily objects), also διαστεΧ- Χειν (elongate, lengthen, by set- ting the boundaries further apart) . εκτείνειν {of conditions, <§"C.). αύξάνειν, επαυξάνειν, προφέ- ρειν, προβιβάζειν τι. επίδο- σιν ποιεΐν or παρασκευάΧ,ειν τινί (to increase, to give im- portance). To e. a canal, ditch, &C, άναστομοϋν τάφρον, δι- ώρυχα : to e. one's possessions, προσκτάσθαι χώραν. προσΧαμ- βάνειν χώραν. πΧείω κτάσθαι : to e. one's power, see Extend : to e. one's knowledge, προσμαν- θάνειν : to e. one's experience, πΧειόνων εμπειρον γίγνεσθαι : to e. one's plan, μειζόνων εφί- εσθαι. μείζω διώκειν. προσπερι- βάΧΧεσθαί τι : capable of being e.-d, έπίδοσιν εχειν : a person of e.-d mind, μεγαΧογνώμων : to e. upon a subject, μηκύνειν τον Χόγον. Χόγοις μακροτίροις χρη- σθαί. ενδιατρ'ιβειν. fj To set at larqe] See to Liberate. ENLARGEMENT, ανευρυ- σμός, ό. διαστοΧη, η (ορρ. of συστοΧη, co7itraction). έκτασις, η (extension in space), αύξησις, επαύζησις and έπαύζη, η. επ'ι- δοσις, η (by addition or advance). To admit of e., επίδοσιν εχειν. Ε. of mind, μεγαλογνωμοσύνη, ή : a person of no e. of mind, όΧιγόφρων. TT Fig. : release fm confinement] εΧευθέυωσις (g. t.) or άπεΧευθίρωσις (both of a slave), άφεσις, η (of a pri- soner, or a person accused). Χύσις, ι) (of one in chains). To effect abv's e., ποιεΐν άψεθηναί τίνα. ENLIGHTEN. 1 Propr.] ψωτϊζειν, διαφωτί"ζειν, έκφω- τίζειν. επαυγάΧ,ειν, περιαυγά- "ζ,ειν. καταΧάμπειν. περιΧάμ- πειν (to e. all round). % Of tlie mind or understanding] παιδεύ- ειν or παιδεΰειν τον νυΰν or νου- θετεΐν. Το θ. aby on any pointy διδάσκειν τινά περί τίνος : e.-d, πεπαιδευμένος και ζυνετός, 3 : a man of e.-d mind, άνηρ ζυνετώ- τατος. ENLIGHTENMENT, παί- δευσις, παιδεία, η (enlightened views), σαφηνισμός, ό. άνακάθ- αρσις, η (the act of making athg clear or throwing light on it). ENLIST, ητ (Trans.)] συλ- Χέγειν or συνάγειν στρατιώ- τας. μισθω πείθειν στρατιώτας. παρασκευά\εσθαι στρατιώτας. If Todraw over to one's side^poa•- αγεσθαι or επάγεσθαί τίνα. επισπάσθαί τίνα. προς εαυτόν Χαβεΐν τίνα. ^[ (Intrs.)] Το e. for a soldier, μισθοΰσθαι επϊ ποΧεμω. επεσθαι προς τον πό- Χεμον. one that has e.-d as a vo- lunteer, ό εθεΧοντηδόν στρατευ- όμενος : I shall e. as a volunteer, συνεχίζομαι τινι εθελοντής ε'ις τον πόΧεμον. ENLISTING, συναγωγή, συΧΧογη, η. σύΧΧογος, ό. ENLIVEN._ IT Propr.] ψύ- χουν, εμψυχοΰν. ζωοποιεΐν. ^[ Fig.] εγείρειν, παροζύνειν, παρ- ορμάν. To e. a company, εύ- φροσύνην παρέχειν τοις παρ- οΰσι : to e. aby, εϋφραίνειν τινά. ευθυιιίαν πηοεχειν τινί. ENMITY, έχθρα, απέχθεια, ή. εχθος, μίσος, τό (as sentiment and tendency), σύγκρουσις (col- lision), διάστασις, διαφορά, η (milder tt.). To fall at e. with aby, ε'ις εχθραν εΧθεΐν τινι. εις εχθραν καθίστασθαί τινι : to entertain e. against aby, εχθραν έχειν προς τίνα. δι έχθρας γ'ι- γνεσθαίτινι. δι απέχθειας έ,χειν τινά : to draw aby's e. upon one, εχθραν αϊρεσθαι προς τίνα : to be inclined to entertain e., ίθεΧ- έχθρως or φιΧέχθρως or φιΧαπ- εχθημόνως έχειν or διακεΐσθαι. ENNOBLE, εύγενειαν περι- τιθέναι τινί. ευγένεια κοσμεΐν τίνα. τιμήν περιτιθεναι τινι ίόσπερ Χαμπρόν έχουτι γένος. §U= The above are Crcls., since the ancients had not the thing or any corresponding term, fj Fig.] εϋ- δόκιμον ποιεΐν. σεμνόν άπο- δεικνύναι. κοσμεΐν. ENNUI, άΧυς, υος, ο (Pint.). σχοΧν, η (icant of occupation), αηδία, ανία, η (a dull feeling caused by inertness or want of pro- per occupation), κόρος, b (fm sa- tiety). To have or feel e., άΧύ- ειν. άσάσθαι την ψυχήν (fm satiety) : to feel e. in doing athg, άνιάσθαι εν τινι or e.g. άκούον- τα, θεώμενόν τι. ENORMITY. IT Propr.] ά- μίτρ'ια, ή. αμετρον, τό. ΰπερ- βοΧή,ή. τό ΰπερβάΧΧονον υπερ- αΐρον. IT Fig.] δειυότης, h- δει- νόν, τό (the abstr.) A horrible e., δεινότατον πανούργημα. άνοσι- ώτατον έογον. ENORMOUS. IT Propr.] ά- μετρος, υπέρμετρος, 2. ύπερ- ENO βάλλων, ύπερφυίιν. See (lie fol- lowing Article, δεινόν, 3. έξαί- σιον, 2 and 3. αλλόκοτο?, 2. έξ- ηλλαγμένον, 3, also υπερβάλ- λων, ούσα, ου. $gt Sts Crcl. by the subst. υπερβολή, e.g. e. wealth, ό καίΓ ύπερβολην πλούτον : an e. mass, πάμπολύ τι χρήμα or πλήθον. See Excessive, Mon- strous. ^ ENORMOUSLY, άμετρων, υπέρμετρων. ύπερφυών. δεινών. Ε. great, άγαν. καθ' ύπερβολην. txiv ύττερβολήν. άφθονον,'2. υπερ- βαλλόντων, παρά τό μέτρον : e. large, ύπερμεγέθην, ύπερμή- κην. ύπερφυην τό μέγεθον : e. ugly, ύπέραισχρον, 2: e. rich, ύπερπλούσιον: to be e. rich, υττεοιτλουτεΐι/: to work e., ύπερ- πονεΐν. _ ENOUGH, t Adv. == si#- ciently] άλιν. Ικανών, αρκούν- τως, έζαρκούντων, έπαρκούν- των. άποχρώντων. Important e., strong e., Ικανόν, 3 : not big e., ελάττων τοΰ δέοντον : e. and more than e., e. and to spare, άδην. άφθονων : be is fool e. to — , ο'υτων άνόητόν εστίν ώστε — (c. infin.) : is aby simple e. not to know — ? ο'ύτων εύήθην εστίν 'όστιν αγνοεί — ; f[ Adj. := sufficient] έξαρκήν, επαρκήν. ίκα- νόν, 3. Ε. and more than e., άφθονον, 2. έκπλεων, ων : it is e., άρκεΐ, εξαρκεϊ. άπόχρη : e. to make one weep, δακρύων άζί<>ν : is it not e. to drive one mad? άρ' ούχι μανίαν ύπόβεσιν ταύτα; % As subst. = sufficie ncy] But e. of that or as regards that, αλλ* ικανών ταύτα ήμϊν ειρήσθω, αλλ' άλιν δη τούτων, και περί μεν τούτων άλιν : to have e., άρκοΰντα έχειν. μηδε- νόν δεΐσθαι or ενδεών εχειν : Ι have e. of athg, άρκεΐ μοί τι. αρ- κούμαι (pass), άλιν έχω tii/os. άλιν εστί μοί τινον. άδ)ΐν έχω τ ιι/ ό? (= Ι am tired of athg) : I have not e. of athg, ούκ άρκεΐ μοί τι. ούκ Ίκανόν εστί μοί τι : never to have e., ά7τλ»;στω5 ^ENQUIRE, m Ask] Vid. 1Ϊ To enquire about athg] ζητεΐν. ερωτάν. πυνθάνεσθαι, διαπυν- θάνεσθαι. To e. of aby, ερωτάν, άνερωτάντινάτι. πυνθάνεσθαι τινόν τι or παρά τινόν τι. % To enquire into athg] πυνθάνε- σθαι, εκπυνθάνεσθαί τι or περί τινον, also ερευνάν. εζετάζειν. H To enquire critically or judicially] διαγιγνώσκειν. άνακρίνειν. έ- ρευναν εχειν or ποιεϊσθαι. Το e. into philosophically, σκοπεΊν and επισκοπεϊν : to e. into the state or truth, &c, of athg, κατα- μανθάνειν. ENQUIRY. f Interrogation in general] ευώτησιν, ι), ερώτη- μα, τό. πύστιν, εων, η. To make an e. after athg, άναπυνθάνεσθαι περί τινον. άνερωτάν τινά τι or πυνθάνεσθαι τινόι τι or παρά (209) ENS τινόν τι. ^[ Enquiry into (criti- cally or judicially)] ζιίτησιν, fj. έζέτασιν, »';. έρευνα, η. άνάκρι- σιν, διάγνωσιν, ή- σκέφιν, έπί- σκεφιν, η. ζήτημα, τό. An ex- act e., ακριβολογία, η : to make or institute an e. about, έρευναν έχειν τινόν. ίξέτασιν ποιεϊσθαι τινον or περί τινον. "ζητεϊνπερί τινον. άνάκρισιν ποιεΐσθαι περί τινον (in a court of justice), σκο- πεϊν or σκέψιν ποιεϊσθαι περί τινον. "ζήτησιν ποιεϊσθαι τινον. ENRAGE, λυσσούν, έκμαί- νειν. μανίαν εμβαλεΐν τιι/ι or μανίαν ε μβ άλλε ιν τ ιν ί. οιστρεϊν or έζοιστρεϊν τίνα. εζοργίζειν, ίξαγριαίνειν τινά. εζοργίζειν τινά (agst aby, πρόν τίνα). Το be e.-d, μαίνεσθαι, έκμαίνεσθαι (pass.), μανία or λύσση περί- πεσεϊν. υίστράν. λυσσούσθαι (pass.), λυσσάν : to be terribly e.-d, δαιμονάν. παραφρονεϊν : to make aby e.-d, μαίνεσθαι ποιεϊν or ποιεϊν τίνα μαίνεσθαι. ENRAPTURE, ENRA VISH, κηλεϊν. θέλγειν. εύφραίνειν. παραφέρειν. Enraptured, ενθου- σιάζων, ούσα, ον. παράφυρον, 2: to be e.-d with joy, χαράν, ήδονήν, έμπεπλήσθαι. υπό χα- ράν, ύφ' ήδονήν, εζεστηκέναι or έζω εαυτού γενέσθαι. ENR A VISHMENT, κήλησιν, ν. ENRICH, ττλουτί'ξειι/, κατα- πλουτίζειν, πλούσιον or εύδαί- μονα ποιεϊν or τιθεναι. αύζά- νειν. To e. oneself, πλουτίζε- o6cci(p«SS.). χρηματίΧ,εσθαι : — by dishonest means, ττλεοι/εκτεΐΐ'. it Fig. : to embellish, decorate] εκ-, κατά-, επικοσμεϊν. καλλύ- νειν. ποικίλλειν. ENROLL, άνα- or άπογρά- φειν. κατασημαίνεσθαι. κατα- λέγειν. To e. oneself, άπογρά- φεσθαι. ENROLLMENT, άνα -or απο- γραφή- ENS, ENTITY, φύσιν, ή (g. t., nature of athg). ουσία, ή (phi- los. term), also 6v, όντον. χρήμα, τό (thing, substance). ENSANGUINE, αϊμάττειν, καθαιμάττειν. E.-d, ήμαγμέ- νον, καθημαγμένον, 3. αιματη- ρόν 3. ENSCONCE. See Hide, υ. ENSHRINE, εν άδύτω καθ- ιερούν or άφιερούν or συγκλεί- ειν or κατακλείειν. ENSIGN, 1 Standard] ση- μεΐυν,τό (usually in pi.), σημαία, η. To raise the e., τό σημεία α'ίρειν. ΤΙ A standard-bearer] σημαιοφόρον and σημειοφόρον ό. ENSLAVE, δουλαγωγεΐν. δουλούν, καταδουλούν. άνδρα- ποδίζεσθαι (mid.) or άνδραποδί- ζειν. To become or be e.-d, δού- λον γίγνεσθαι, δουλούσθαι, κα- ταδουλούσθαι (ραββ.). ENSLAVEMENT. 1 The state of slavery] δουλεία, η. καταδού- ΕΝΤ λωσι?, ν. χείρωσιν, η. ^[ Tie act of enslaving] Crcl. by verbs in Enslave. ENSLAVER. Crcl. by verbs in Enslave. ENSNARE. See to Snare. τταγιίεύειι/. παγίδι εμπλέκειν. περιπλέκειν. περιβάλλειν. πε- δαν (aby, τίνα : in athg, τιι/ι). See Entangle. Το become e.-d, εμπίπτειν Trj πάγη. εμπλέ- κεσθαί (pass.) ζτινι. ενέχεσθαί (pass.) τινι. An e.-ing question, άπορον ερώτησιν, η : to put an e.- ing question, σοφισμάτων προ- βάλλειν τιι/ί. ENSUE. See Follow. j ENSURE. ^ ΤΓ Make safe] εν άσφαλεΐ τιθεναι or καθιστάναι τι. άσφάλειαν κατασκεύαζε ιν τινί. άσφαλίζειν τι (agst danger or detriment), εχυρόν ποιεϊν τι or κρατύνειν τι. βεβαιούν or εμπεδούν τι. διαφυλάττειν τι. I am e.-d, εν άσφαλεΐ ειμί. ασφαλών εχω. ούδειν κίνδυνόν εστί μοί. See INSURE. ENTABLATURE, έπιστύ- λιον, τό. θριγκόν, ό : or Crcl. with εμβεβλημένον, τό. (λάϊνα κίοσιν έμβολα, the stone e. of the pillars or colonnade. Eur.). ENTAIL, v. H Mod. legal term] την διαδοχήν διατάττε- σθαι. εν διαθήκιΐ περί την άγ- χιστείαν νομοθετεΐν τίνεν άει κληρονομήσουσι or διαδέχονται. An e.-d estate, κληρονόμιιμα νό- μω τινι την διαδοχήν παραδι- δομένον. (<§§$* Crcls., as the thing teas unknown to the ancients.) % Impropr. : to entail upoii] ώσπερ ανάγκην περιτιθέναι τινί τινον. ένδελέχειάν τινονποιεϊν τινί (the sense fully expressed). It will e. continual expense upon us, πάσα ανάγκη νμΐν έσται ζυνεχών δα- πανάν : to e. danger on aby, κιν- δύνουν άναρτάν τινι : to e. infa- my on aby, α'ισχύνην περιάπτειν τινί or άδοζίαν κατασκευάζειν τινί : to e. destruction upon athg, ά-τΓολλύι/αι τι. ποιεϊν τι άπολέ- σθαι. ENTAIL, s. See the Verb. ENTANGLE, εμπλέκειν, περιπλέκειν, συμπλέκειν. To be e.-d in athg, έμπεπλεγμένον είναι έν τινι : to e. oneself in athg, έμπλέκεσθαί (pass.) τινι ort'ivTi. έγκυλινδεϊσθαι(ρα88.) εϊν Tt : to have one's feet e.-d, συμποδίζεσθαι (pass.). ENTANGLEMENT, εμπλο- κή, περιπλοκή, τ). ENTER, ε'ισιέναι, παριέναι ε'ίν τι. παραγίγνεσθαι πρόν or εϊν τι (to step in), είσέρχεσθαι or εισβαίνειν, έμβαίνειν. είσδύ- εσθαι (to go in, ingredi). εΐσ- ελαύνειν (ride or drive in), έσ- πλεΐν (in a vessel), ε'ισρεϊν, είσ- βάλλειν, έμβάλλειν (of a river), ε'ισαφίκνεΐσθαι, παραγίγνεσθαι (to come in), ε'ισπορεύεσθαι. ε'ισ- ελαύνειν (to march in), είσέρ- πειν (by stealth), also λανθά- 1 ENT ENT ENT νειν εσεΧθόντα. Χάθρα παρεΧ- θεϊν. εισιέναι or ε'ισβαίνειν προς τίνα (to e. at aby's). To e. a society or an assembly, εισιέναι εϊϊ τιι /as. γίγνεσθαι τίνων, έζ- ιέναι εις τινας (to e. fm one state or condition upon another, e. g. εις του<} εφήβους), πρυϊέναι εις τι (into a condition or state) : to e. public life or a public career, προσιέναι προς τά κοινά : to e. upon an office, καθίστασθαι (κατ άστη να ι) εις αρχήν, to e. into a treaty, ζυνθήκας or κατ- αΧΧαγάς ποιεΐσθαι προς τίνα. προσχωρεϊν τινι : to e.into an al- liance, σπονδάς ποιεΐσθαι. ζυμ- μαχίαν ποιεΐσθαι or δέχεσθαι την ζυμμαχίαν or εισεΧθεΐν εις σπονδάς : to e. into a family by marriage, κήδος συνάπτειν : to e. into a conspiracy, κοινωνεϊν συνωμοσίας : to e. into partner- ship with aby, άπό ξυμβόΧων κοινωνεϊν τινι : to e. into conver- sation, συνάτττειν λόγοι/9 τινι or its Χόγους Ίέναι τινι. εις Χό- γους άφικνεϊσθα'ι τινι : to e. a town by capitulation, όμοΧυγία παραστήσασθαι: toe. by storm, βία or κατά κράτος ελθεϊν : to e. a port, ε'ισπλεΐν, καταπλεΐν, and κατάγεσθαι (pass. ; absol. and with εις Χιμένα). καταίρειν and καθυρμίζεσθαι (pass. ; e. g. the port ofEpliesus, εις την "Εφε- σον). προσορμίζεσθαι προς Χι- μένα. *|f To enter by being car- ried^ εισκομίζεσθαι, ε'ισάγεσθαι (pass.^ of goods). % To pene- trate] εσω or εντός παριίναι (of persons). To e. by force, βία εισιέναι or παριέναι, βιάζεσθαι ε'ίσω, είσβιάζεσθαι : to e. into (by reasoning or ivith the under- standing), κατανοεϊν τι. μανθά- νειν τι : to e. into the meaning of athg, συΧΧαμβάνειν, ζυνιέναι τι : not to e into the sense of athg, την ύπόνοιαν μη επίστασθαι : to e. into or upon a subject, αρ- χήν του Χόγου ττοιεΊσθαι. έγ- χειρεΐν Χέγειν ττερ'ι τίνος. ^[ To make an entry of (a debt, an account, $c.)] άνα-, εγ-, or άπυ- γράφειν. § ENTERPRISE, f As acq επιβοΧή, ή. επιχείρησις, η. ορ- μή, ή. An e. for the sake of gain, εργοΧάβεια, ή. % As thing] έρ- γον τό. πράγμα, τό. επιχείρη- μα, εγχείρημα, τό. επιβοΧή,ή. A warlike e., στρατεία, -η (on land), στόλο?, 6 (at sea) : to make or embark in an e., πειρά- σθαί τίνος : — directed agst aby, στρατείαν ττοιεΐσθαι επί τίνα. στόΧον πέμπειν εττί τίνα : to make or embark in a great e., έγχειρεϊν μεγάΧοις έρ-γοις : a lucky or fortunate β.,εϋπράγημα, το. κατόρθωμα, τό : to be suc- cessful in one's e., εύπραγεϊν : I am not successful in my e., σφάΧ- Χομαι (pass.) της εττιβοΧης. απο- τυγχάνω επιχείρησα? τινι : Ι recollect no e. in wch I have not (210) been successful, ουκ έπιχειρήσας όΐδα ότου ητύχησα. ENTERPRISER, ο ποιούμε- νος τι. εργοΧάβος, 6 (for gam or profit). ENTERPRISING, δραστή- ριος, 2. δραστικός, 3. πρακτι- κός, 3. ποΧυπράγμων, 2 (active and skilled). εϋτοΧμος, 2. τολ- μηρός, 3. θρασύς, εϊα, ύ (bold). An e. mind, τό δραστήριον. με- γαΧοπραγ μοσύνη οΐ'ποΧυπραγ- μοσύνη, ή. τόΧμη, η: want of an e. mind, ατολμία, ή. ENTERTAIN, fl As a host] σύνδειπνον ποιεΐσθαί τίνα. ξε- νϊζειν and ζενίζεσθαί τίνα. Το be e.-d by aby, ξενίζεσθαι (pass.) παρά τινι : to e. as a guest or a stranger, ξενοδοχεΐν, δέχεσθαι. έστιάν, εΰωχεΐν, δειπνίζειν (at a feast) : to e. aby in a sumptuous manner, ζενίοις μεγίστοις ζενί- ζειντινά. If To amuse, or engage aby's attention] έχειν and κατ- έχειν τινά. διατριβην παρέχειν τινι. To e. one another, συνεϊ- ναι άΧΧήΧοις (with athg, διά τί- νος) : to e. oneself with aby by conversation, διαΧέγεσθαί τινι or προς τίνα. όμιΧεϊντινι. δια- τρίβειν μετά τίνος : to e. one- self with aby on a subject, διαΧέ- γεσθαί or διαμυθολογεϊν προς τίνα περί τίνος. TJ To keep in one's service] τρέφειν (e.g. στρα- τιώτας,ΰπηρέτας).χρήσθαι υπ- ηρέτα ις. ^f To receive athg into the mind (e.g. hope, hatred, Sfc.)] έΧπίδας έχειν. I e. some hope, εστί μοι έΧπίς : to e. anger, εν οργή έχειν τινά. οργή χρήσθαι προς τίνα : to e. affection, έράν τίνος, ερωτικώς έχειν τινός : to e. suspicion, εν υποψία or δι' υποψίας έχειν τινά. ΰπόπτως έχειν προς τίνα : to e. a senti- ment, επί γνώμης tivos είναι : to e. an opinion, δόζαν έχειν. ENTERTAINER, f Giver of a banquet] έστιάτωρ, ορός, 6. εστίαρχος, and έστιάρχης, ου, 6. If For the otiier meanings, Crcl. with verbs. ENTERTAINING, έπ'ιχαρις, ι (gen. ιτος). χαρίεις, εσσα, εν. ψυχαγωγός, 2. See DIVERT- ING. ENTERTAININGLY. See Agreeably. ENTERTAINMENT. Τ A- musement] διαγωγής ή. διατρι- βή, ή. To afford e., διατριβην έχειν or παρέχειν. "[f Conver- sation] Vid. "ff Hospitable re- ception] ξένισις, ξενοδοχία, η. έστίασις, ή. To give aby a su- perb e., ζενίοις μεγίστοις ξενί- ζειν τινά. If A banquet] Vid. ENTHRONE, καθίίειυ εις θρόνον. ενιδρύειν θρόνω. καθ- ιστάυαι εις την αρχήν. To be e.-d. καθίζεσθαι επί θρόνου. ENTHRONEMENT, ν είς την αρχήν κατάστασις. At the time of his e., έΧόμενον or παρα- Χαβών την αρχήν. ENTHUSIASM, ενθουσια- σμός, 6. κατοχή, η. To be filled with e., ενθεάζειν, ένθουσιάΧ^ειν. κατέχεσθαι [ΰπό θεοΰ]. %β$° θεία μανία or ορμή, ή (stronger t. = inspiration). ENTHUSIAST, ενθουσια- στής, οΰ, ο. ένθουσιάζων, ούσα, ον (adjectively). To be an e., ευ- θουσιά\ειν or ενθουσιάν. *\\ Fa- natic] Vid. ENTHUSIASTIC, ενθουσια- στικός, ένθεαστικός, 3. ένθεος, 2. θεόλΐ|7ττοδ, 2. έκμανής, 2. An e. speech, Χόγος δεινός και παρ- ορμητικός : to be e., ειθουσιά- ζίίΐ/ or ενθουσιάν : — for athg, επαίρεσθαι προς τι : to become e., entertain an e. feeling, for athg, εραστην γίγνεσθαι τίνος : to feel or be quite e., όρμη προς τι έγγίγνεται or παρίσταται μοι. ENTHUSIASTICALLY. Fm adjj. of preceding Article. See Ardently. ENTHYMEME, ενθύμημα, ατός, τό. ENTICE, δεΧεάΙειν (g. t = allure), ίπάγειν and έπά-γεσθαι. ύπάγειν and ύπάγεσθαι. εφέΧ- κειν (the Litter three metaph. only), or εφέΧκεσθαι, προσάγεσθαι, ψυχαγω^είν. To e. into an am- bush, ΰπά-γειν εις ενεδραν : to allow oneself to be e.-d by athg, εφέΧκεσθαι (pass.)Tivi. επισπά- σθαί (pass.) τινι : to e. aby into a snare, παΧεύειν τινά. ENTICEMENT, επαγωγή, ή. άγωγόν, τό. υπαγωγή, ή. Athg is an e. for aby, Crcl. by εφέΧκεσθαι (pass.) τινι, επισπά- σθα'ι (pass.) τινι, or τέρπειν τι- νά (to have a charm for aby), or εν ηδονή είναί τινι. ENT'ICER. Crcl. with verbs under Entice. ENTICING, αγωγός, προσ- αγωγός, επαγωγός, 2. ψυχαγω- γός, 2. έπίχαρις, ιτος, 6, ή. ENTICINGLY. Fm thepartcp. adj. Enticing. ENTIRE, f as Integer, opp. torn, broken] ακέραιος, 2. όΧος, 3. οΧόκΧηρος, 2. υγιής, 2. άρ- τιος, 3. άπήρωτος or άπηρος, 2 (of the limbs of the body). Tf Not divided] όΧος, 3. όΧομεΧής, όλο- μερής, όλοτεΧής, οΧόκΧηρος, 2. τί'λεο?, 3 and 2. ^f Comprising all parts] πάς, άπας, σύμπιις, ασα, αν. όΧος, 3. παντελής, 2. See Whole, Complete. ENTIRELY, ολα> β . πάντως, παντεΧώς, παντάπασι(ν), τω παντ'ι, τό πάν. διαμπάζ. κο- μιδή. εσχάτως, άρδην (funditus), e. g. άρδην άνατρέπειν or κατα- σκάπτειν την πόΧιν. See COM- PLETELY. ENTIRENESS. See Com- pleteness. ENTITLE. 1 To put a title to athg] έπιγράφειν (oftvritings). E.-d, έπιγεγ ραμμένος, 3. έπι- γραφήν έχων, ούσα, ον. If Το ENT give a claim or right to athg] ΐζ- | ονσίαν διδόναι or παρέχει» τινί. επιτρέπειν τιν'ι. κύριυν ποιειυ τινά τινο?. I am e.-d to athg, δίκαιοι ειμί ποιεΐν τι. έζουσίαν έχω or έζουσία εστί μοι ποιεΐν τι : to consider oneself e.-d to athg, άζιοϋν, δικαιοΰν. ENTITY. See Ens. ENTOTL. See Ensnare. ENTOMB. See to Bury. ENTRAILS. See Bowels. ENTRANCE. Κ Action of entering] είσοδοι, ή : but usually Crcl. bypartcp. ε'ισεΧθών, είσιών, ε'ισβα'ινων, ούσα, ου (e. g. ε'ισεΧ- θόντο? αΰτοϋ εγέΧων πάντε?, at his e. all laughed) : also το εσ- ιεναι. To refuse e. to aby, κωλν- ειν τινά μη έσεΧθεΐν. άποκωλύ- ειν or είργεινοί' άποκΧε'ιειν τινά τή? εισόδου : to claim or askfore., προσαγωγής δεΐσθαί : to find or be allowed e., προσαγωγή? τύγ- χανε ιν (in aby's house). % In the concrete : place of entrance, entry] είσοδοι, ή. εισβολή, ή. πύΧη, ή. στόμα, τό. πάροδο?, ή (a side- e.) : έφοδο?, πρόσβασι?, ή (the passage hading to a place, en- try), or πόρο?, b. προσαγωγή, ■η : to occupy or guard the e.'s to a place, tos προσβάσει? or ε'ισ- βολά? τινο? φυΧάττειν or κατα- Χαμβάνειν or κατέχειν. t ENTRANCE-DUTY, φόρο? 6 από των εισαγομένων φορ- τίων. . ENTRANCE-MONEY, άβ- ραβών, ωνο?, δ. προτ'ιμιον, τό. ξύμβοΧον, τό. επίχειρον, τό. πρόδοσι?, ή. ENTRAP, εμ,πΧέκειν, περι- πΧέκειν. πεδαν. περιβάΧΧειν (τινά τινι, aby in athg). To be or become e.-d, έμπΧέκεσθα'ι (pass.) τινι. περιπίπτει» τιν'ι. εμπ'ιπτειν ε'ί? τι : to try to e. aby, έπιβονΧεύειν τινί. ενέδρευ- ε ιν τινά : to e. aby by allurement, δεΧεάζειν : to e. aby (by words), αϊρεΐν τίνα Χόγοι? or εΧέγχειν τινά : to endeavour to e. him by words, πειρασθαί τινο? : to e. oneself, άλίσκεσθαι εν τινι (in athg). ENTREAT, α'ιτεϊν and ai- τεϊσθαίτινα. δεϊσθαίτινο?. κε- \εύειν τινά ποιεΐν τι or δεΐσθαί τιι/ο'ς τι (seq. infin.). δεήσει? ποι- εϊσθαι περί τινο? (toe. formally), εΰχεσθαίτινι (to pray, ask aloud). Χιπαρεΐν τίνα (to e. earnestly) or δεήσει? ποΧΧά? ποιεΐσθαι. συντεταμίνο? δεΐσθαί. άντιβο- λείν. To e. in a supplicating man- ner, Ίκετεύειν. ικεσία? or ϊκε- τείαν ποιεϊσθαι. Χιτανεύειν : to e. aby on one's knees, προσκυνή- σαντα δεΐσθαί. ϊκέτην πμοσπε- σεϊν : to e. aby for aby, εντυγ- νάυειν τινι υπέρ τινο?. ϊκετεΰ- ειν τίνα υπέρ τινο?. εζαιτει- σθαί τίνα : to e. God, εΰχεσθαι, έττεύχεσθαι θεω : to allow one- Self to be e.-d, έπικλάσθαι (pass.), πείθεσθαι (pass.). (211) ENU ENTREAT Υ, δ. ησι?, αϊτηο is, ή. χρεία, ή. δέημα, αίτημα, τό. A just or reasonable e., άξίωοι?, ή : an instant or pressing e., ικε- σία, ίκετεία, ή '• an earnest e., Χιπαρία, ή : an e. to a deity, ευχή, ή: at aby's e., δεηθέντο? tivos : at his earnest e., δεηθέν- το? αυτοϋ ποΧΧά. ϊκετεύσαντο? αυτοΰ : to approach aby with, or to make, an e., δέησιν ποιεϊσθαι πρό? τίνα : to make some slight e., δεΐσθαί (pass.) τινο? τοσού- τον : the e.'s of great people are commands, αϊ τυράννων δεήσει? μεμιγμέναι (ε'ισίν) άνάγκαι? : to comply with aby's e.'s, ΰπακού- ειν τινί δεομένω : my e. is granted or complied with, τυγχάνω ων δέομαι: to endeavour to avert athg by e.'s, παραιτεϊσθαί τι : to make an e. for aby, see En- treat : what is your e. ? τι αι- τεί? ; not to have one's e. com- plied with, άτυχεϊν δεόμενον. ENTRUST, ττιστεύειν, δια-, or ίμπιστεΰειν, επιτρέπειν τινί τι (athg to aby, or aby ivith athg). παρακατατίθεσθαι (as deposit) : the thing so e.-d, παρακαταθή- κη, ή, and παραδιδόναι τινί τι (Xen.) : I e. aby with my pro- perty or person, προσανατίθεμαι and επιτρέπω or εγχειρίζω τινι τά έμά or εμαυτόν : I am e.-d with, or athg is e.-d to me or to my care, επιτέτραμμαί or έπι- στεύθηντι.παρακαταθήκην'έχω τινό? : a person to whose care athg has been e.-d, πιστευθεί? or επιτετραμμένο? τι. ENTRY. See Entrance. Tf Entree = right of entering)] πρόσοδο?, είσοδο?, ή. I have the right of e. to the king, εξεστί μοι ε'ισιέναι ώ? or παρά τον /3α- σιΧέα. U Fig. : name, remark, S^c. (entered in a book or list)] To make an e., έγ-, άπο-, κατά-, άναγράφειν, καταΧέγειν (ει? κατά\ογον) : all the e.'s are cor- rectly made, πάντα άκριβω? άνα- γέγραπται. ENTWINE, δια-, εμ-, συμ- πΧέκειν (τινί). περιεΧΊττειν (to tivist round athg). ENUCLEATE, «ft Lit: to get at the kernel of a nut] έκπυ- ρηνιζειν. T| Fig. : to explain] διηγεΐσθαι, έζηγεΐσθαι. δία- πτύσσειν (to unfold). ENUMERATE, &v, άπ-, δι- (accurately, in order), έζ- and καταριθμεΐν, καταΧέγειν (by tale or list), also διεζέρχεσθαι, δι- ηγεΐσθαι (mid.). ENUMERATION, άπ-, οι-, εζ-, καταρίθμησι?, ή. κατάΧο- γο?, ο. διήγησι?, ή. ENUNCIATE, t Of thoughts or propositiojis] έζ -or κατειπείν. φράξει!/, εκφράζειν. Χέγειν. άποφαίνεσθαι (mid.), μηνύειν. E.-d, άπόφαντο?, 2. % Of words and delivery] εκ- or προφέρειν. φθέγγεσθαι (mid.) and εκφω- EPA ENUNCIATION (ofapropo- sition), άπόφανσι?, άπόφασι?, έκφρασι?, δήΧωσι?, ή. ^| — Pro- nunciation, articulation] εκφορά, h. ENVELOPE, ν. εν- and περι- εΧΊττειν. εν- and περιειΧεΐν. άμφι-, περί-, εγκαΧύπτειν. έν- τυΧίσσειν. περιπτύσσειν. See Cover, Fold, Wrap. ENVELOPE, s. περιείΧημα, τό. περιείΧησι?, ή. ENVENOM, φάρμακα εμ- βάΧΧειν τινί or είσβάΧΧειν ε'ί? τι. Τί Fig. : of the feelings] εμ- πικραίνειν. See MALIGNANT, Spiteful. ENVIABLE, ζτ,λωτό*, 3. ζ»ί- Χου άζιο?, 3. άζιοζήΧωτο?, επί- Χ,ηΧο?, 2 (poet.). ENVIER. See Envy, φθονε- ρό?, δ. φθόνων, οΰντο?, 6. ζηΧω- τή?, ου, δ. βάσκανο?, δ. ENVIOUS, φθονεροί, 3. ζη- λότυ7Γ05, 2. βασκαντικό?. Ε. character, φθονερία, ή: to be e., φθάνω χρήσθαι. φθονείν. βα- σκαίνειν : to be secretly e., υπο- φθονεΐν. See Envy, s. and v. ENVIRON, ν.περιέχειν. περι- βάΧΧειν. κύκΧω περιΧαμβάνειν. To be e.-d with athg, πέριξ εχειν τι, εν μέσω είναι τιιη. ττερι- or κύκΧω δι-ειΧημμένον είναι τιν'ι. See Surround. ENVIRONS,s. τά περίχωρα, τά πέριξ χωρία : — of the city, τά ττερϊ την πόΧιν. — of athg, τά περί or άμφι τι. ENVOY. See Ambassador. ENVY, s. φθόνο?, 6 (discon- tentment respecting another's for- tune wch we consider undeserved, ivishing that he had it not). Χ,ήΧο?, δ (ivishing that we had it too), βα- σκανία, ή (the desire to mar it, or to deprive him of it ; the evil eye). Out of e., φθάνω, υπό φθόνου, φθόνων, οΰσα (partcp.), it is manifest that you speak it out of e., φανερό? ει φθόνων έζ ων Χέγει? : athg is calculated to produce e., επίφθονόν εστί τι or φθόνον 'έχει : to have e. one of another, άσκεϊν φθόνον έπ' άΧ- ΧήΧου? : to cherish secret e., υπο- φθονεϊν. ENVY, v. See the different meanings under the subst. φθο- νείν τινί τινο?. ζηΧοΰν or %ηΧο- τυπεϊν τινά τινο?. To e. one another, έπιφθόνω? εχειν πρό? άΧΧήΧου? : it is better to be e.-d than to be pitied, κρείσσων oi- κτιρμοΰ φθόνο? : e.-d, επίφθο- vo?, 2. ζιιλωτό?, 3 : not to be e.-d, άζήΧωτο?, 2 : that is to be e.-d, see Enviable. EPACT. ίϊ Tech. term of the calendar] ή επακτη ημέρα (or its pi.), or αϊ επαγόμενοι (ημέ- ραι). EPAULET, έ-ττωμίδιοι/, το (mod. Gr.). EPAULMENT. f A kindoj rampart] Crcl. withg. t. επαΧζι?, n. P2 EPH EQU EQU EPHEMERAL, εφι'ιμερσς, εφημέριος, 2. μια? ημέρα?, μον- ■ημέριο?, μουήμερο?, 2. EPIC, επικό?, 3. An e. poet, £7ro7TO£os, 6 : an e. poem, 'έπο?, τό : and pi., e. poetry, εποποιία, V. EPICENE {gram, t), έπίκοι- vo?,2. Note. Besides the follow- ing words beginning with e-pi-,there are others wch merely represent Greek tvords : such as epicedian, επικήδειο? : epidermis, έπιδερ- μί?, Qc. For these it will be suffi- cient to refer to the Greek Lexicon. EPICUREAN, 'Επικούρειο*, 6 (a folloiver of the philos. 'Επί- κουροι). Tj Fig. : an epicurean, an epicure~] 6 τώυ ηδονών 'ήττων. 6 προς τά? ήδουά? άκρατη?. λά- γυη?, ου, 6. 6 άβροδίαιτο?. EPIDEMIC, έπιδήμιo?or επ'ι- δημο?, 2. λοιμώδη?, 2. To be e., έπιδημεΐν. δια πάντων χωρεΤυ : an e. disease, επιδημία, ή. νόσο? κοινή άνθρωποι?, ή. λοιμό?, 6. επιδήμιο? νόσο?, ή. λοιμικόν πάθο?. EPIGRAM, επίγραμμα, τό. To write an e. on aby, έπιγραμ- ματίζειυ τινά. t EPILEPSY, επιληψία and επίληφι?, ή. πτωματισμό?, ό. ιερά νόσο?, ή. t EPILEPTIC, επιληπτικό?, 3. επιληπτό?, 2. πτωματιζόμευο?, 3. Subject to e. fits, τοϊ? επι- ληπτικοί? ένοχο?, 2. EPILOGUE, επίλογο?, 6. Το speak the e., επιλογίζειν. EPISODE, επεισοδίου and εμβόλιον, τό. To introduce an e., έπεισοδιοϋν. παρεμβάλλειν λόγου : by way of e., or episodi- cal, επεισόδιο?, 2. επεισοδιώδη?, 2. παρ ένθετο?, 2. EPISTLE. See Letter. EPISTOLARY, έπιστολι- μαΐο?. 3. 6, ν, τό δι επιστολών or ευ έπιστολαϊ?. An e. corre- spondence, ή δια γραμμάτων ομιλία. EPITAPH, επιτάφιου, τό. γράμματα τα επιγεγραμμένα τώ σήματι. EP1THALAMIUM, έπιθα- λάμιο? ωδή, η. 6 έπιθαλάμιο? (υμυο?). ϋυ,έναιο?, ό. EPITHET, επιθέτου, τό. επ'ι- θεσι?, ή. EPITOME, επιτομή, ή. EPITOMISE, συυελεϊν βι- βλίου. EPITOMIST. Crcl. with the preceding Verb. t EPOCH, f In history] εποχή, V- ΤΙ Time or date of an event] χρόνο?, ό. Ε. of a reign, of an era, &c, αρχή, ή ; cardinal e.'s, παραπήγματα, τά : to make an e. (said of a distinguished person or occurrence, marking, as such, the^ commencement of a new era), άνηρ (|-c., έλλόγιμο?, μνήμη? or λόγου άξιο?, άξιό-λογο? or μνημόνευτο?. ροπηυ ποιεϊν or 'έχειν. (212) EPOPEE. See Epic. EQUABILITY, ομοιότη?, ητο?, ή. See next Article. EQUABLE, όμοιο?, 3. U Con- tinuing the same (e. g. e. velocity)] b αυτό? άεί. παραπλήσιο? ων άει αυτό? εαυτω. σύμμετρο?, 2. Of an e. temper, μέτριο?, 3. εύ- κολο?, 2. άτάρακτο? τήυ γυώ- μην. EQUAL, s. See Equal, adj. EQUAL, adj. 'ίσο?, 3. Ομοιο?, 3 (like). Ε., as being the same, ό αυτό?, η αυτή, τό αυτό (and ταϋτό, ταΰτόν) : almost e., πάρ- ισο?, 2. παραπλήσιο?, 3 : to be e., εν Ισω είναι. Ίσάζειυ : to be e. in number, ίσον είναι αριθμόν : e. in strength, power, weight, au- thority, &c, άυτίπαλο?, 2. ισόρ- ροπο?, 2. Ίσοδΰυαμο?, 2 : to have or be of e. force or signification. ίσην δύναμιν έχειυ : to render or make e., Ίσουυ, έξισοΰυ. όμοι- οϋυ : to consider e., έυ "ισω ποι- εϊσθαι : to be e. to aby, έζισυϋ- σθαι : not to be e. to aby, κατα- δεέστερου είναι τινο?. άπολεί- πεσθαί (pass.) τινο?. ΰστερεΐν τινά? : to be e. to (rr a match for) aby, άντάξιον or άξιον είναι τινά?, also άντίπαλον, ίσοπαλή or ισόπαλου, έφ- or έυάμιλλον : to be e. to athg (competent to the performance of it), άξιου or δυ- υατόυ είναι πράττειν τι. διαρ- κεΐν πρό? τι : not e. to athg, ήτ- των τινά? or by ήττάσθαί τινο? or ε'ίκειν τινί. ξ&?° But chiefly Crcl. by compounds formed with Ισο?, όμοιο?, or όμοΰ, e.g. of e. weight, Ίσόσταθμο?, Ισοτάλαν- το?, ισοβαρή?, 2 : to be e. in weight, Ίσορροπέΐυ : of e. value, ισάξιο?, 2 : of e. breadth, ίσο- πλατή?, έ? : of e. length, ισομή- κη?, έ? : — height, ισοϋψή?, έ? : — depth, Ίσοβαθή?, έ? : — thick- ness, Ίσοπαχή?, έ? : — measure, Ισόμετρο?, 2 : — size, ισομεγέ- θη?, έ? : — stature, δμοφυή?, έ?: — age, δμήλιξ cmd Ίσήλιξ, ικο?, ό, ή : — rank, ισότιμο? or ομό- τιμο?, 2 : — birth, ισογενή?, ομογενή?, 2 : to be of e. descent, ομόθίν γενέσθαι, gfjp These com- pounds express more concisely tchat may also be expressed by 'ίσο? or όμοιο? with the ace, e.g. 'ίσο? τό πλάτο?, Qc. In the same manner, having its — 's e. or their — 's e. ; e.g. having e. sides, e.-sided, ισό- πλευρο?, 2 : — legs, ισοσκελή?, έ? : — angles, Ίσογώνιο?, 2 : — limbs, Ίσόκωλο?, 2 : — times, Ισόχρονο?, 2 : having e. laws or rights, Ισόνομο?, 2. An e. right to speak, ισηγορία, ή : e. rights of citizenship, ισοπολιτεία. And some such as e. to a god, Ίσόθεο?, 2 : — a king, Ίσοβασιλεύ? : — a slave. Ίσόδουλο? (i.e. god-like. t^'c). gStf The Greek Lex. will show• wch of these compounds have derivative verbs or substt., e.g. Ίσορροπεϊν, ΊσοσθευεΊυ. Not e. , άυόμοιο?, '2. άνισο?, 2. ασύμμετρο?, 2 : an e. part or share, Ιση μοίρα, or sim- ply ή 'ίση, τό "ίσου. Ισομοιρία, ή : in e. shares or parts, έξίση? : to have an e. share in athg, Ίσομοι- ρεΐυ τινί τινο? : to allow aby an e. share, Ίσόμοιρον ποιεϊν τιυά τιυο?. ΤΙ Substa?itive/y : aby's equal (= person of the same sta- tion in life)] 6 την αύτήυ τάξιυ or τιμήυ έχων τινί. ομότιμο?, ισότιμο?, 6. To be aby's e. in athg. see above : to have no e., διαφέρειν τών άλλων. "\\ Equals (= e. quantities)] ίσα, τά. EQUAL, v. 'ίσον or όμοιον εί- ναι τιυι. Ίσάζειυ. See the adj. EQUALITY, Ίσότη?, όμοι- ότη?,ητο?,ή. τό ίσον. τό όαοι- ον. τό αυτό. f^p But chiefly by composition, e.g. political e., ore. of citizenship, ισονομία, ισηγο- ρία, ή. ισοπολιτεία : e. with re- spect to station or rank, Ισοτι- μία, η. Ίσοτέλεια,ή (withrespect to taxes). EQUALIZATION, ϊσωσι?, παρίσωσι?, η. Equalize, ίσοΰν, έξισοΰυ. ομοιοΰν. To e. possessions, Ίσά- 'ζειυ τά? κτήσει? (Arist.). EQUALLY, εξ "ίσου. Όμοίω?. παραπλησίω?. Ι am e. unfor- tunate as yourself, ίξ 'ίσου τα- λαιπωρώ σοι : e. great, 'ίσο? τό μέγεθο? or ισομεγέθη?, 2 : e. strong, 'ίσο? τήυ δύναμιν or τήυ ρώμηυ : e. important, ισάξιο?, άυτάξιο?, 2 : e. in danger, Ίσο- κίνδυνο?, 2 : e. mixt, Ίσοκραή?, έ? : e. yoked, Ίσοζυγή?, έ?. See Equal. EQUANIMITY, απάθεια, ευ- κολία, ή. μετριότη?, ητο?, ή. Το bear with e. of mind, εΰκόλω? φέρειν. ραδίω? και πράω? φέ- ρειυ. κούφω? και μετρίω? φέ- EQUANIMOUS, άπαθ,',?, 2. εύκολο?, 2. άτάρακτο? την γυώ- μην. μέτριο?, 3. EQUATION, παρίσωμα, τό. EQUATOR, ισημερινό? κύ- κλο?, ο. EQUERRY, ό τών 'ίππων επιμελητή? (g. t.). ό του βασι- λικού ϊπποστασίου επιστάτη?, ό επί τών του βασιλέω? 'ίππων τεταγμένο?. Ίπποκόμο?, ό (α groom). EQUESTRIAN, t Skilled in horsemanship] Ίππεύ?, έω?, 6 (g. t. = α rider), επιβάτη?, άυαβά- τη?, ου, ό (one on horseback), ιπ- πικό?, 6 (a skilled horseman), or καλώ? ιππεΰειυ επισταμένο?. To be a good e., καλώ? έπίστα- σθαι ιππεύειν. ^1 An equestrian statue] έφιππο? άνδριά?, 6. έφ- ιππο? ε'ΐκών, ή. εικώυ τινο? εφ 'ίππου όχουμένου. ^[ The eques- trian ratik] ή τών Ίππέωυ τάξι?. ιππά?, άδο?, ή (as rank), οι ιπ- πεΊ?, έων (the persons). EQUIANGULAR, ιύογώνιο?, ""EQUIDISTANCE. Crcl.with following A rticle. EQU ERE ERE EQUIDISTANT, Ισον απ- έχων, ούσα, ον (of equal dis- tance). EQUILATERAL, Ισόπλευ- ρος, 2 [that has equal sides). EQUILIBRIUM, Ισορροπία, ■η. το ισόρροπου, άντισήκωμα, τό. In a state of e., άρρεπής, 2. Ισόρροπος, 2 : to be in a state of e., Ισορροπεϊυ : to effect a state of e., σηκούν. i EQUIMULTIPLE. Orel, by όσαπλάσιος . . τοσαυταπλάσιος, or prps ισομερής, εν. EQUINOCTIAL, Ισημερινό*, 3. EQUINOX, ισημερία, rj. EQUIP, παρασκευάζειν, κα- τασκευαζειν. όπλίζειν, έξοπλί- ζειυ, καθοπλίζειν. στέλλειν, καταστέλλε ιυ. έξαρτύειν. χορ- ηγεϊν. To e. a ship, έπισκευ- άζειν ναϋυ : to e. and send out a fleet, εκπέμπε ιυ στόλου or ναυ- τικού : to e. aby with athg, χορη- γείν τιυά τι, κοσμεΊν or έπικο- σμεϊν τινά τινι. παρασκευάζειν τιυ'ι τι or τιυά ώστ έχειν τι : to e. horses into horsemen, κατα- σκευάζειν 'ίππους εις ιππέας (Xen). EQUIPAGE. See Equipment. Tf Carriage and horses'] 'ίπποι, οι. άμαξα, ή. όχημα, τό. ^At- tendance] ακολουθία, ι), οι άμφί or περί τίνα. οι μετά τίνος. EQUIPMENT. «[ As act of equipping] κατασκευή, παρα- σκευή, η. σκευασία,ή. οπλισμός, εξοπλισμός, 6. έξάρτυσις, η (in a military sense), χορηγία, ή (α furnishing of means). ^] That tech serves to equip] σκευή, τά. <\[ Of soldiers] εξοπλισμός, 6. έξοπλι- σία, ή. κατά- and επισκευή, η. σκεύασμα and παρασκεύασμα, τό. όπλα, τά. όπλισμα, τό. EQUIPOISE. See Equili- brium. EQUIPOLLENT. See Equi- valent. EQUIPONDERANCE. See Equilibrium. EQUITABLE, δίκαιος, 3, and επιεικής, 2 (of persons and things), μέτριος, 3, and ευγνώμων, 2 (of persons), 'ίσος, 3 (of things). It is but e. I should do it, δίκαιος ειμί τούτο ποιεϊυ : an e. demand, άξίωσις, όικα'ιωσις, η. δικαίωμα, τό : to ask it as something e., άξιούν, δικαιονν. See Fair, Im- partial, Reasonable. EQUITABLY, είκότως, επι- εικώς, δικαίως, εκ των δικαίων, εξ Ισου. To act e., δίκαια ποι- εϊν or πράττειν (with aby, περί τίνος). EQUITATION, ιππική, η. ιππασία, -η- τό Ίππεύειν. Poet, ιπποσύνη, ή. EQUITY, 'ίσον τό. δίκαιον, τό. εικός, ότος, τό. άξιον, τό. Ε. demands it, δίκαιον έστιν {seq. infin.) : according to e., εξ ίσου. εκ τών δικαίων, ίί With ref to the mode of acting or thinking] (213) επιείκεια, η. επιεικές, ους, το. δικαιοσύνη, η. μετριότης, ητος, EQUIVALENT, «<#. αντ- άξιος and ισάξιος, ισοδύναμος, 2. Ε. to, αντί (c. gen.). % Subst.] ίση άξια or τι /i»?, n. τό αντ- άξιου. To consider (athg) an e., εν ίσω ποιεϊσθαι. νομίζειν τό αυτό είναι : to offer aby an e. for athsf, άυτάξιά τιυος δούναι τινι. EQUIVOCAL, αμφίβολος, 2. άμφίλογος, 2. λοξός, 3, and κί- βδηλος, 2. ασαφής, 2 (of things), άπιστος, 2. 'ύποπτος, 2 (of per- sons), διπλούς (of things and per- sons). Ε. faith or honour, πίστις 'ύπουλος, η : there has been no- thing e. in my -words and doings, διπλούν ουδέν μου ούτεποιήσαν- τος ούτ είπόυτος εχοιτ αν κατ- ηγορησαι. EQUIVOCALLY. Fm adjj. under Equivocal. To speak e., διλογεϊυ. EQUIVOCALNESS, αμφι- βολία, ή. τό αμφίβολου, αμφι- λογία, -η. τό άμφίλογον. τό διπλούν. EQUIVOCATE, διλογεΊυ. αμφίβολα λέγειν, τά αμφίβο- λα διώκειν, with the notion of de- ceit or evasion added by προφα- σιζεσθαι (mid.), άνα- or διαδύ- εσθαι (mid.), φεύγειν, διαφεύ- γειν. EQUIVOCATION. Crcl.by the preceding Verb. Without e., αναμφίβολος, 2. σαφής, 2. ERA. If Chronol. t. : semes of years reckoned fm a fixed point or epoch] τά ετη από τίνος or μετά τι. οι χρόνοι. ERADICATE. If Propr.: to pull up with the root] εκ- and απορρίψουν, έκπρεμυί'ζειυ: also ριζόθευ έκκόπτειν (to cut old ivith the root). ^\ Impropr.: to destroy icholly] άυαιρε'ιυ, άφανίζειυ (e. g. την μνήμην τινός, τό κακόν, Src). άρδην άναιρείν (fig. only). The act of e.-ing, έκκοπή, ή. άν- αίρεσις, ή. ERADICATION. See Era- dicate. ERASE, εξαλείφειυ (see 'to Blot out'), also ξύειν, ξεΐν. ERASURE, ξύσμα, τό. ERE, see Before. Ere-long, see Soon. Ere-now, πρόσθευ, έμπροσθεν, προτού, ήδη. Long e.-now, ήδη εκ πολλού, πολύν ήδη χρόνον. πάλαι ήδη. έκπα- λαι.. πρόπαλαι : e.-Avhile, πά- λαι, προτού, τό πριν. ποτέ (en- clit.). ERECT, ν. ηΐ Propr.] Ίστά- ναι, άνιστάναι (e. g. a column, pillar, trophy, S[c.) καθιστάναι, κατασκευά'ζειν (to found). Ίδρύ- ειν (a temple or altar). To e. a funeral pile, πυράν ποιεΧν or νεΐν or συνιστάναι. See to Found. % Impropr. : to erect oneself (into athg)] καθίστασθαι (καταστη- ναι) τινά. έπαγγέλλεσθαι (c. infin.), e. g. he e.-d himself into a protector, κατέστη επίκουρος or έπηγγείλατο επικουρήσειν. ERECT, adj. ορθός, όρθιος, 3. To place in an e. position, όρθούν, ορθόν άνιστάναι, or simply άν- ιστάναι : an e. position, όρθότης, ν : to take or have an e. position, όρθούσθαι (pass.) : to walk e., ορθόν βαδίζειν or πορεύεσθαι. όρθούμενον Ίέναι : to sit e., άνα- καθησθαι. ERECTION. % Act of rais- ing] άνάστασις, h (e.g. τείχους, τροπαίου, ^fc). 'ίδρυσις, ή (e.g. Ιερών), κατάστασις, fj. κατα- σκευή, τ?. &$* But ustudly Orel, by verbs. % State of being erected] όρθότης, fj. If In concreto : a building] VlD. ERECTLY. Fm adjj. under ER.Fr"F ERECTNESS, όρθότης, b. ERECTOR. Orel, ivith verbs under Erect. EREMITE. &e Hermit. ERGOT. If Spur of the cock] πληκτρον, τό. ^f Fungous excre- scence on rye and other grain] Orel, with the g. t. mildeio or blight, έρυσίβη, ή, and α'ιθαλίδες, ai (Hesych.). ERMINE. Tf The animal] ποντικός μυς, 6. U As fur] Orel, with τό μαλακώτερον δέρ- μα and παρυφή, η. ERR. f To go astray] άπο- πλανάσθαι, περιπλαυασθαι (pass.), πορευόμευον άμαρτά- υειυ or άφαμαρτάνειν της οδού. ΤΙ To mistake] άμαρτάνειν, έξ- αμαρτάνειν. σφάλλεσθαι and ψεύδεσθαι (pass.) τινός, άμαρ- τάνειν της γνώμης (in one's opi- nion), or ούκ ορθώς γιγυώσκειν or διανοεϊσθαι (pass.), παραγι- γνώσκειν. ERRAND, αγγελία, r) (the act of bringing a message and the message itself) . άγγελμα, τό (the message delivered). An e. sent by aby, τά παρά τίνος : to do or go an e. for aby, υπέρ τίνος λέγειν, άπαγγέλλειν, ποιεΐν,^ΰ.,τά εν- τεταλμένα or τό προστεταγμέ- νου (by performing athg). See Message, Commission. ERRANT, πλανώμενος or περιπλαυώμευος. πλανής,ητος, ό. πλανητις, ήτιδος, ή. πλανή- της, ου, 6. ERRATUM, (the nearest term prps is) τό εν τω γράφειν πλημ- μέλημα οτγραφικόν αμάρτημα, τό. ERRONEOUS, ψευδής, 2. έχίτευσμένος, 3. ούκ ορθός, 3. An e. opinion, ψενδοδοξία, ν ; to en- tertain an e. opinion, xf /ευδοδοξείν, and also Orel., e.g. παρακρίνειν, παραγιγνώσκειν. ERRONEOUSLY.^ Fmadjj. Erroneous ; also ύττ' άγνοιας, άγνοια (by mistake). ERRONEOUSNESS. See Er- ROUR. ERROUR, πλάνη, ή. πλάνη- μα, τό (g. U.). άγνόημα, τό, and ERU EST EST άγνοια, ή {arising fin ignorance), σφάλμα, τό (a slip, mistake), διάπτωμα (a blunder), πταίσμα, τό (ivith detriment), αμαρτία, ή, and αμάρτημα, τό [a fault). To be in e., άγνοεϊν. ψεύδεσθαι, σφάλλεσθαι,πλανασθαι (pass.): to be in a great e. about athg, πολύ διεψεΰσθαί τίνος : to see one's e., γιγνώσκειν ήμαρτηκό- τα : to lead (aby) into an e., παρ- άγειν, ύπάγειν. πλανάν. άπα- τάν, εξαπατάν. ERUBESCENCE, -SCENT. See Blush, Blushing. ERUCT, ERUCTATION. See Belch, Belching. ERUDITE, ERUDITION. See Learned, Learning. ERUGINOUS. Orel, by χαλ- κού ιός, ό. ERUPTION, έκρηξις, εκβολή, ή (g. tt.). 'έκρηξις πυρός όρείον (of a volcano). There is an e., εκπέμπει ρύακας τό όρος. όεΐ 6 ρύαξ τοϋ -πυρός εκ τυϋ όρους : this e. was fifty years after the former, ερρύη τοϋτο τό ρεύμα πεντηκοστά) έτει μετά τό πρό- τερο ν. 1J Eruption of the skin] εξάνθημα, τό. έκθύματα,τά. έκ- ζεμα or εκζεσμα, τό. To cause an e., έξανθεϊν : there is an e. of boils, έκφλύζει έλκη. ERUPTIVE. Orel., e. g. an e. disorder, see Eruption. ERYSIPELAS, ερυσίπελας, ατοί, τό. ESCALADE, άνάβασις h δια κλιμάκων. To take by e., επ- αναβεβηκως τά τείχη κρατεϊν. ESCAPE, ν. φεύγειν (the at- tempt), άπο-, εκ-, διαφεύγειν (the success), also διαδιδράσκειν (τΐί/ά or τι), διαπίπτειν (slip through), σώζεσθαι (pass.) εκ τίνος (e. g. fm a danger), and έξίστασθαί τίνος. To e. fm one's hand, διαφεύγειν τινά έκ της χειρός αύτοϋ : athg e.'s me, or has e.-d me, λανθάνει μέ τι. φεύγειυ)• διαφεύγει μέ τι. περι- ορώ τι. ESCAPE, s. φυγή, διαφυγή, ή. δρασμός, 6. See Flight. To make one's e. out of prison, τό δεσμωτήριον διορύξαντα άπο- διδράσκειν. ESCHEW. See Avoid. ESCORT, s. φυλακή, ή. αγω- γοί, προπομποί or παραπομ- ποί, οι. To give aby an e., συμ- πέμπειν φυλίΐκήν or φύλακιις. πάρα- or προπομπούς (or -πομ- πην) διδόναι, or simply πάρα- or προπέμπειν : — agst any attack, παραφυλάττειν. ESCORT, v. See preceding Article. ESCUTCHEON, παράσημον, επίσημον, τό. σημείου, τό. σύμ- βολου, τό. ESOTERIC, εσωτερικός, 3. -t'oF ALLIER, Υαράκωιχα.τό ESPECIAL, 'ίδιος, 3. κεχω- ρισμένος, 3 (intended for a cer- tain purpose), διαφέρων, ούσα, (214) ov (distinguished fm other objects), θαυμάσιος, θαυμαστός, 3. έκ- πρεπής, διαπρεπής, έκφανής,Ί. εξαίρετος, 2. ESPECIALLY, διαφερόν- τως, έξαιρέτως, μάλιστα, ούχ 'ήκιστα. And more e., και πάνυ, και μάλα, ές τα μάλιστα : β. also, άλλως τε και : and e. — , καί (referring to a preceding άλ- λος). ESPLANADE, πεδιάς, άδος, ή. πεδινός τόπος, 6 : — before a house, προαύλιον, τό. ESPOUSAL. U Actof 'espous- ing] See Espousals. "f[ Act of embracing a cause] See Defence. ESPOUSALS, νυμφεΐα, τά. γαμήλια, τά. κατεγγυητικά,τά. ESPOUSE. Toe. a wife, γα- μεΐν τίνα, άγειν προς γάμον, αίρεΊσθαί τίνα γυναίκα : to be e.-d to a husband, γαμεΐσθαι. See Marry. ^[ Fig.] To e. aby's cause, αίρεϊσθαι τά τίνος, συν- ίστασθαί τινι. ESPY. See to Descry. ESQUIRE, ότήνάσπί δα έχων (one who bears a shield), οπλο- φόρος, 6 (a shield-bearer). See Knight. ESSAY, v. See to Attempt. t ESSAY, s. IT Attempt, trial] Vid. lj A short treatise] σύγ- γραμμα, τό. μελέτη, ή. To write an e. on athg, συγγράφειν πεοί τίνος. ESSENCE, φύσις, ή. ουσία, ή. όν, όντος, τό. ο εστί τι. Το consider an object in its e., αυτό καθ' αυτό σκοπεΐν τι : that wch is founded on, or involved in, the e. of athg, ενούσιος, 2. ^[ Aro- matic oil] See Essential. ESSENTIAL, φυσικός., 3. ου- σιώδης, 2. άρχυειδής, 2. ένούσιος, 2 (belonging to the nature of athg). αληθής, 2 (true), αξιόλογος, 2, and λόγου άξιος, 3 (important). An e. circumstance, κεφάλαιον, τό. πράγμα τό πρώτον or σπου- δαιέστατον. καίριόν τι : e. part, στοιχείωμα,τό. κυριώτατον μέ- ρος, τό: it is e. for me to — , ου- δέν προυργιαίτερόν έστι ν εμοι η — (c. infin.) : to state the most e. points of athg, λέγειν τά κεφά- λαια : not e., περιττός, 3. ό, ή, τό έξω. % Essential oil] έλαιον άρωματικόν. τό από τών φυ- τών χυλισθέν. ESSENTIALLY, 'όντως, τω οντι. αληθώς. To be e. the same thing, φύσει Ομοιου είναι : to differ e., to be e. different, ττλεΓ- στον διαφέρειν or φύσει διαφέ- ρειν. ESTABLISH, Ίστάναι, καθ- ιστάναι, συνιστάναι (to place the elements of athg together, and to keep them so). To e. for one's own benefit, by one's own power, &c, καταστήσααθαι : to be e.-d, κα- ταστήναι : to e. a tyranny, τυ- ραννίδα καθιστάναι : to e. aby (e.g. in an office or function), καθ- ιστάναι τινά άρχοντα, καθίζειν τινά δικάστην (as judge). E.-d laws, νόμοι καθεστώτες or κεί- μενοι : it is e.-d by law, νόμω τέτακται : to e. a custom, έθος είσάγειν or ε'ισαγεϊσθαι or καθ- ιστάναι: it is an e.-d custom, iv εθει έστιν or νομίζεται or καθ- έστηκεν (c. infin. , or ace. c. infin.) : well e.-d, ευκατάστατος, 2: cus- tomary and e.-d orators, οι έθά- δις καί συνεστηκότες ρήτορες (Dem.). See to Settle. 1 To establish by proof , <%c] συνιστά- νειν or συνιστάναι. έμπεδοΰυ. βεβαιούν. An e.-d principle, θεώ- ρημα, τό (in philosophy). ^J To establish oneself (in a place)] κατα- σκευάζεσθαι, ένοικεϊν χωρίω τι- νι. κατοικείν and κατοικιζεσθαι εν χωρίω or εις χωρίον. See Settle. Το be e.-d in business with aby, άπό ξυμβόλων κοινω- νεΐν τινι. IT To establish one's daughter] έκδιδόναι θυγατέρα. EST ABLISHER. See Found- ESTABLISHMENT, κατά- στασις,σύστασις,ή. κατασκευή, διάθεσις, ή. See under Esta- blish ; (§f3r* but usually to be ren- dered by Crcl. ivith verbs. E. of a daughter in marriage, έ\δοσΐ9, ή. ^[ In concreto : the thing esta- blished ( — institution)] ξ^$" usual- ly formed by the termination -τή- ριον, e. g. e. for education, παι- δευτήριον, τό. U Household] οι- κονομία, ή. διοίκησις, ή. To have the care of the e., διοικεΊν, ο'ικο- νομεΐν : the master of the e., οί- κου δεσπότης : the people be- longing to it, οίκέται, ών, oi. 1J Settlement] κατοικία, έποικία, ή. ESTAFETTE. See Courier. ESTATE, "ft State] Vid. ^ Condition] Vid. if Landed pro- perty] αγρός, ό (and plur.). χω- ρίον, τό (and plur.). κτήμα, τό. γήπεδον, τό. Property in e.'s, έγγειος ουσία or κτήσις, ή. ου- σία φανερά, ή. κτήματα φανερά or εμφανή, τά : to borrow money on one's e., έπι γη δανείσασθαι. εγγείων τόκων δανείσασθαι : a capital borrowed on the security of an e., έγγειον δάνεισμα, τό : e.'s part land, part houses, εδάφη τά μεν άγροΰ τά δε οικιών (Iscbus). *\\ The estates of the realm] oi πρωτεύοντες, οι του κοινού επιαελούμευοι. ESTEEM, s. αξία, ή. άξίωσις, ή, and αξίωμα, τό. εύδοκίμησις and εύδοκιμία,ή. δόξα, ή. τιμή, θεραπεία, ή (outward demonstra- tions). High e., πολυωρία. To show or testify e., τιμάν, δια τι- μής or εν τιμή άγειν, θεραπεύειν τινά : to hold in low β.,όλιγωρεΐν τίνος : to hold aby in high e., πο- λυωρεΐν τίνα : to he held in high e. by aby, πολυωοεϊσθαι προς τί- νος. εύδοκιαεΤυ πάρα or εν τινι. πολλής θεραπείας τυγχάνειν παρά τίνος : the public e., εΰ δοξία, δόξα καλή (παρά or εν πασιν) : one who enjoys the pub- EST lie e., ένδοξος, ένδοξος, ευδόκι- μο?, I : one who is held in great e., άνήρ αξιώματος ττολλοϋ or προς πολΚών θεραπευόμενος, μεγαλότ ιμος, and πολυτίμητος, 2: to be held in no e., εν οΰδενός είναι μέρει. ESTEEM, v. IT To consider] ήγεΐσθαι. άξιοϋν. λογίζεσθαι. ΰπολαμβάνειν. To e. fortunate, εΰδαιμυνίζειν : I e. aby fortunate or happy, δοκεΐ μοί τι? ευδαίμων είναι : to e. athg an honour, εν τιμή άγειν τι. φιλοτιμεΐσθαι (pass.) επί τινι : I should e. it a favour, ευεργέτημα αν θε'ιην : to e. athg a misfortune, συμφοράν ήγεΐσθαι or ποιεϊσθαι τι: he e.'s death an evil, κακόν ηγείται τον θάνατον or εν -rots κακοϊς ποιείται τον θάνατον. ^| Το hold in esteem, to sliow esteem] See the Subst., also άγασθαί τίνος, α'ιδεΐσθαι (to reverence), περί πολλού ποιεϊσθαι τίνα or τι, or θαυμάζειν (e. ivith admiration), αγαπάν (e. with affection), δια τιμής εχειν. σπουδά'ζειν περί τίνα. To e. athg more highly than athg, προτιμάν or προκρί- νειν^ περί πλείονος ποιεϊσθαι, or προυργιαιτερον ποιεϊσθαι τι τίνος : to e. in a very high degree, προ παντός δίχεσθαι or έλέ- σθαι. περί πλείστου ποιεϊσθαι. προ πάντων ποιεϊσθαι : to e. little, περί μικρού, or simply μικρού ποιεΐσθαί τι. όλιγωρεΐν τίνος : not to e. at all. εν ονδενι λόγω or πράγμα οΰδεν ποιεϊ- σθαι. ESTIMABLE, άξιος, λόγου άξιος, 3. αξιόλογος, 2. τιμητός, 3. τίμιος, 3. πολλού άξιος, 3: superl. πΧείστου άξιος. άξι- άγαστος, 2. αϊδού μένος, 3 (of pei-sons only), or α'ιδυϋς άξιος, 3, and αίδέσιμος, 2. ESTIMATE, s. 1 Calculated expense of a work] τίμησις, ή, and τίμηαα, τό (a valuation), λο- γισμός, 6 (των άναλωμάτων, of the expense), στοχασμός, 6 (a rough calculation of expense) . υπο- λογισμός, b (a memorandum of probable expense). To make an e. of the expense, προδιορίζειν τό άνάλωμα or την τιμήν τίνος. See Calculation, Rate, Va- luation. ESTIMATE, v. τιμάν,λογί- ζεσθαι or Ίατάναι. καθιστάναι τιμιίΐΛ To e. in money, είς άρ- γύριον λογίζεσθαι : to e. at a high rate, ττολλοϋ τιμάσθαι. εν μεγάλω τίθεσθαι : — at a very high rate, περί πλείστου πυΐίϊ- σθαι. πλείστου άξιον ήγεϊσθαι: to e. athg to he of equal value, εν ΐσω τίθεσθαι, ήγεΐσθαί τι. See Calculate, Value. ESTIMATION. «IT Valuation] τί^))σΐ5, δια-, άποτίμησις, ή. See Estimate, s. and v. ^1 Opinion] Vid. According to my e., εμοϊ δοκεϊν. οΊμαι ίγωγε. ως εγώ μ>η. H Esteem] Vn>. (215) EUL ESTIMATOR. Crcl.withverbs under Estimate. ESTRANGE. See Alienate. ESTRANGEMENT. See A- LIENATION. ETERNAL, αιώνιος, 3. άΐ- διος, 2. άεί ων, ούσα, όν. άειγε- νής, 2 (that has existed ever before and ever will be), αθάνατος, 2. άφθαρτος, 2 (lasting for ever, of objects and condition), αείμνη- στος, 2 (that remains in one's memory ; as έχθρα, οργή, δόξα, μαρτύριυν, τρόπαιον). εξ αι- ώνος, εξ άϊδίου (fm everlasting). είς αιώνα, είς αεί, εις τον άπαν- τα χρόνον (to everlasting). ETERNALIZE. See Immor- talize. ETERNALLY. Fmadjj. un- der Eternal, or by composition, εξ αιώνος, εξ άϊδίου. εις αιώνα, εις άεί. είς τον άπαντα χρόνον. To last e., αθάνατον πεπηγέναι : to maintain e., αθάνατον φυλάτ- τειν τι or αίώνιον παραφυλάτ- τειν τι. See ' through all Eter- nity.' ( ETERNITY. 1 As quality] άϊδιότης, ητος, ή. τό άει είναι, τό αθάνατον. % As abstract no- tion] άίδιος χρόνος, άπας 6 χρό- νος, 6 εις άεί χρόνος, αιών, ώνος, ό (an e. , = inconceivable length of time). Through or to all e., εις τον αΙώνα, εις πάντα τον αιώνα, τον άει χρόνον : from e., εξ αι- ώνος. ΤΙ Continuity, or future state after life] 6 αιώνιος βίος, ό εκεϊ βίος. ETERNIZE. See Immortal- ize. ETHIC, ETHICAL, ηθικός, 3 (belonging to ethics, e. g. ηθικός λόγος, ό). ETHICS, ηθική επιστήμη, ή. ηθικά, τά. A discourse on e., ηθικός λόγος, 6 : to attend a dis- course or lecture on e., παραλα- βεΐν ηθικόν λόγον. ETHNIC. See Heathen. ETIQUETTE, το κόσμων, ευπρέπεια, ή. ETYMOLOGICAL, ετυμο- λογικός, 3. ETYMOLOGIST, έτυμολό- γος, 6. ETYMOLOGIZE, ετυμολο- γεϊν. άποφαίνειν όνομα ον από τίνος, παρονομάϊ,ειν ρήμα (to trace etymologically). ETYMOLOGY, ετυμολογία, ή. The e. of a word, τό ετυμον: words of the same e., συγγενή ρή- ματα, τά. EUCHARIST, ευχαριστία, h (eccl. t.). δεϊπνον κυριακόν, τό. EULOGIST, εγκωμιαστής, οΰ, ό. ο λίγων τον επαινον. επαινετής, ου, ό. EULOGIZE, επαινεϊν. επαι- νον λέγειν επί τινι (over aby). πανηγυρικέ ιν (in a solemn assem- bly). έγκωμιάΧ,ειν. /SfeeEuLOGY. EULOGY, 'έπαινος, ό. εγκώ- μιον,τό. λόγος πανηγυρικός (in a solemn assembly ; see Panegy- EVA Ric). An e. over ahy, or on aby's deserts, έπαινος or έγκώμιόν τί- νος, εις τίνα, κατά τίνος : on athg, περί τίνος : to pronounce an e. over aby, επαινον λέγειν επί τινι. επαίνους ποιεϊσθαι επί τινι or επί τίνος : — upon athg, περί τίνος : covered with e.'s, επαίνου και ευφημίας μεστός, 'ό (Don.). EUNUCH, ευνούχος, 6. σπά- δων, ωνος, and οντος, 6. εκτο- μίας, ον, 6. To make aby an e., εΰνουχϊζίΐν. See CASTRATE. EUPHEMISM, ευφημισμός, EUPHONIC or EUPHO- NOUS, εϋφωνος, εύφθογγος^ εϋηχής, εμμελής, εύρυθμος, 2. EUPHONY, εϋφωνία, ή. ευ- ρυθμία, ν. EVACUATE. U To empty] Vid. "|{ To void by stool] λα- πάζειν and λαπάττειν, λύειν, ΰπάγειν or ελαύνειν την κοι- λίαν. The superfluous matter passes off and is e.-d, το περιτ- τόν και άχρηστον ΰπεξήλθε και ίξεχώρησε. *f[ To evacuate α place] κενοΰν or εκκενοΰν or άπο- λείπειν ~χωρίον τι or άποχω- ρεϊν or άπανίστασθαι εκ τον χωρίου. To e. a fortress or posi- tion of war, άπολείπειν ερυμα or τεΐχος, <$£C άπάγειν φυλα- κήν : — a country, άνα-χωρεϊν εκ της χώρας. If Annul] VlD. ν EVACUATION. 1} By stool] έκκρισις, ή. υπαγωγή τής κοι- λίας, ή. κένωμα, άποχώρημα (the matter evacuated). % Evacua- tion of a place] αποκομιδή, ή. άφοδος, ή. υπαγωγή, ή. όνα- or άποχώρησις, ή. EVADE. -See to Elude. EVANESCENCE, το άφανί- ζεσθαι or εξίτηλον γίνεσθαι. See Evanescent. EVANESCENT, έξίτηλος,Ζ αφανής, άφαντος, 2. βραχύς, εϊα,ύ. όλιγοχρόνιος,φευκτικός, πτηνός, 2. EVANGELICAL, ευαγγελι- κό?, 3, and EVANGELIST, ευαγγελι- στής, οΰ, 6 (eccl. t.). EVANISH (poet). See Eva- nesce, Vanish. EVAPORATE, v. α. αϊ/α-, άπ-, δι-, and έξατμϊζειν. άπο- θυμιάν. άτμιδοΰν. έξατμιάν. E.-d, άτμιστός, 3. εξίτηλος, 2 (and the partepp.). \ (Intrs.)] άνατμίΧ,εσθαι,έξαεροϋσθαι,άπο• φέρεσθαι, διαφορεΐσθαι,διαχεϊ- σθαι, διαλύεσθαι εις αΰραν: also ίξικμάΧ,ειν and έξικμαίνειν (to send off the moisture). It is or has quite e.-d, οϊχεται διασκεδα- σθέν : most of the sweetness has transpired and e.-d, διαπέπνενκε και έξίκμακε τό πλείστον του γλυκέος (Aristot.). EVAPORATION (actqf), άπο-, άνα-, εκθυμίασις, ή. άτμι- σμός,ό. εξαέρωσις,ή. The mat- ter given off by ο.,άτμό?, ό (g.t.)., EVA EVE "EVE or το άποφερόμενον, άποφορά, ή. αναφορά, ή : the cold caused by e., φυγμός, 6 : the residuum left by e., ύπόστημα, τό. έξ- ικμασμένον, τό : to undergo a process of e., see to Evaporate. EVASION. HI Escape] Vid. HI Evasive act, subterfuge] εκ-, ανά-, or διάδυσις, ή. ύποστρο- φή, ή. πρόφασις, σκήφις, ή (pretext). A neat e., κομψή έκ- δυσις : to have recourse to e., διαδύεσθαι, άναδύεσθαι. προ- φάσεις πλάττειν. προφάσει χρήσθαι. EVASIVE and EVASIVE- LY. Crcl. by phrases wider E- vade and Evasion. EVE. f Evening] Vid. HI Eve preceding a holy day] ή προ της εορτής εσπέρα, προεόρτιος εσπέρα, ή. HI Fig. : on the eve of athg] μέλλων loith inf., and other Crcls. On the e. of the war, όσον ου παρόντος or έφ- εστηκότος του πολέμου: on the very e. of being married, όσον οΰ γεγαμηκώς : he was on the very e. of perishing, παρά μικρόν ήλθε άπόλλυσθαι. EVEN, s. See Evening. EVEN, adj. ομαλός, 3, or ομαλής, 2. λεΐος, 3 (smooth), φιλάς, 3 (without excrescences or elevations), πεδεινός and πεδι- νός, 3 : also ισόπεδος and επί- πεδος^ (of the ground). & Le- vel, Plain. An e., smooth sur- face, όμόχροια, ή : to make e., όμαλίζείν, καθομαλί'ζειν, όμα- λΰνειν. όμαλοϋν. όμαλόν ποι- εΐν (of the ground) : to lay e. with the ground, έδαφίζειν. λειαίνειν (to make smooth) : an e. line z= Straight, Vid. HI Fig.] An e. number, άρτιος αριθμός : to play at odd and e., άρτιάζειν : the game itself, άρτιασμός, ό : an e. temper, απάθεια, ευκολία, ή : to bear with an e. mind or temper, ευκόλως φέρειν : to be e. with aby, τό όμοιον άποδιδόναι τινί: on e. terms, see Equal : to make all e. with one's creditors, άπο- διδόναι τά οφειλόμενα, διαλύ- ειν : an e. reckoning, άπαρτιλο- yia, h- EVEN, adv. HT = Not only — , but, or, as — , so also] και. Ε. he, και αυτός : e. now, και νυν (■= still), ετι και νυν or μέ- χρι τοΰδε (e. to this day) : e. now (= already, this moment), ήδη : e. then, και τότε : e. when dying, και αποθνήσκων : e. when dead, καί αποθανών: e. whilst praying, και προσενχόμενος . e. as he is, και ώς έχει : e. so, και ούτως (= for all this) : e. if, και ε'ι : if e., ει καί: e. though, καν (c. subj. or opt.).^ καίπερ (c. partcp.). Not e., ουδέ, μηδέ : e. if one was their benefactor^ they did not remem- ber it, ουδέ ε"ι τις εύεργετήσας αυτούς προυπήρξεν, έμέμνηντο : not e. yet, οΰδέπω : not e. one, ουδέ (μηδέ) εϊς. HI Stronger ex- (216) pressions] και δη. και δή καί. και μεν δη καί (aye, and e.). καί μήν — (and, ivhat is more, even — ). και μήν καί. καί μήν ουδέ. άλλα μήν. άλλ' ου μήν. άλλ' ούδε μήν έγωγε — (but, what is more, not e. I — ). Or by Crcl. with αυτός = self: αυτόν τον βασιλέα κτεΐναι έβούλετο (he toanted to kill e. the Icing), μάλ- λον τούτο φοβούμαι ή τον θά- νατον αυτόν (I fear this more than e. death), Hi Even —just] E. now, Άρτι : to-morrow, e. at this time, αύριον τηνικάδε : e. as, ωσπερ (καί) : e. as it is in the fable, άτεχνώς κατά τον μΰθον : the king was e. then (= just) dead, ό βασιλεύς έτυχεν αποθανών: 'tis e. (—just) so, or the same, with me, ταύτα άντι- κρυς πέπονθα : 'tis e. he, ccutos δή ούτος: I, e. Ι, αυτό? εγώ. HI In expressions of asse?it] (It is) e. so, άλλ' ευ or καλώς λέγεις, πάνυ μεν ούν. ναι : well, I'll e'en try, άλλ' ούτως έχει, και πειρά- σομαί γε. EVEN, ν. HI To level] See ' to make Even.' HI To equalize] Vid. EVEN-HANDED. See Just, Impartial. EVENING, εσπέρα, ή. όφία, ή. δείλη (with or xoithoul ή όψία). Late part of the e., βαθεΐα εσπέ- ρα : inthee., εσπέρας, καθ' έσπέ- ραν, προς έσπέραν : that hap- pens in the e., έσπέριος and εσπερινός, 3 : towards e., προς έσττέραν. άμφί τήν έσπέραν: until e., εις έσπέραν : the e. of life, τά έσχατα τοϋ βίου. βίου εσπέρα (Arist.) or δυ- σμαί (Plat.) : the freshness or cool of the e., τό προς έσπέραν, καθ' έσπέραν ψύχος : e. breeze, εσπερινή or εσπερία αύρα or ή προς τήν έσπέραν αύρα : e. sun, ίίλιοδ ό προς έσπέραν. ο περί τήν δύσιν ήλιος : e. star, εσττε- ρος, ό: e. dew, ή κατά τήν έσπέ- ραν δρόσος : an e. entertainment, ή κατά τήν έσπέραν ομιλία or συνουσία, λόγοι εσπερινοί, οί (conversation) : to make an e. visit, έσπέριον επισκοπεΖν τίνα or φοιταν προς τίνα : I have an e. party, έσπέριοι φοιτώσί μοι φίλοι. Good e. ! υγίαινε ! έρ- ρωσο ! (both g. tt. = farewell.) Mod. Gh: φως αγαθόν ! EVENLY. Fm adjj. under Even. ^ EVENNESS. f HI Levelness] ομαλότης, ητος, ή. τό όμαλόν. λειότης, ητος, ή, and λεΐον, τό (smoothness). Hi Regularity] Vid. HI Impartiality] Vid. HI Even- ness of mind or temper] απάθεια, ευκολία, ή. μετριότης, ητος, ή. EVENT. HI The issue of athg, ivhat comes of it] τά άποβαίνον- τα. άπό- or έκβασις, έξοδος, ή. τέλος, τό. The e. of it will be that — , άποβήσεται εις τό (e. infin.). See End, Consequence, Result. HI Occurrence] γενό- μενον, τό. συμβάν, άντος, τό. σύμπτωμα, τό. τύχη, ή (an un- foreseen e.). περίπτωμα, τό (ac- cident), συντυχία, ή (esply of α favorable e.). Stronger tt., ευ- τυχία, ή. ευτύχημα, τό. Thee.'s of, or that wch took place during, the war, τά τοΰ πολέμου [sc. πράγματα], τά κατά τον πόλε- μον πραχθέντα. ^= But usually expressed by the article simply, as τά περί τι or τά τίνος. See Occurrence, Incident, Acci- dent. HI At all events] οποίον αν ποτέ γένηται. δτι αν συμ- βή. πάντως, ουκ έσθ' όπως ού. HI = At any rate] γέ τοι. ουν. γοΰν. In the e. of athg, άυ γέ- νηται τι. See If. EVENTERATE, έξαιρεΊντήν κοιλίαν or νηδύν. έκκοιλιάζειν, έξεντεριίειν. EVENTFUL. HI Full of events] (πολλών καί μεγάλων) συντυχιών άνάπλεως. αξιομνη- μόνευτος των συμβάντων ένεκα. HI Momentous in its consequences] πολλών τών 'ύστερον γενομέ- νων αίτιος or πολλών αγαθών or κακών α'ίτιος (according as tlie consequences are good or bad). EYENTlOE.'SeeunderEvvN- ING. EVENTUAL. HI That wch does, did, or will come about or result] Tenses of partepp. ofάπo-, έκ-, or συμβαίνειν. See Result. τυχών, οΰσα, όν, or προσπί- πτων (contingent), or Orel, by ει τις, e. g. they guarded agst any e. danger, έφυλάξαντο, ει τις έσοιτο κίνδυνος. EVENTUALLY. %=Inthe event, sooner or later] χρόνω ποτέ. τελευτών (partcp.). EVER. 7\ Always] Vid. αεί. αδιαλείπτως, συνεχώς. I have e. avoided, διατετέλεκα φεύγων: I have e. done good, διαγεγένη- μαι πράττων τι καλόν, αεί ποτέ (past and future), εις τον αεί χρόνον (future), εξ αιώνος (past), έν απ αντί τω χρόνω (in all time, or in all the time). For e., see Eternally. HI Ever (at each time) as] αεί (c. partcp.), e.g. ever as they came up, αεί έττιόν- τες. HI At any time] ποτέ (end.), πώποτε : and in a negative phrase, ούπώποτε (e. yet ; of time past), οϋποτε and ουδέποτε (of all time). No one has e. yet heard, ουδείς ούπώποτε ήκουσεν. See Never. HI Ever (= at all) ; in neg. and interrog. sentences direct or indirect] αρχήν or τήν αρχήν, e.g. whether — e., εί — τήν αρ- χήν : e. a — , e'er a — (ει, ουδέ, μηδέ) τις — : if e., ε"ι (εάν, ήν, αν) ποτέ : happy if e. man was, μακάριος ε"ι τις καί άλλος, ^jp With relatives whoever, however, <§•<;., to denote an indefinite uni- versality, it is rendered by the affix τις and ουν, όστις, όστισοΰν, όπωσοΰν, όπωστιοΰν, followed EVE EVI EWE hy a ν with subj. in ref. to pres. and fid., opt. to past time; but also the partcp. ivith art. 6 βουλό- μενος (whoever xvill), and more strongly πάς 6. Also affix περ and end. ποτέ or δήποτε : όσπερ αν y (just) whoever he may be. 'όπως ποτέ. οπωσδήποτε. Ί[ In comparisons : as ever] E. g. he is as well as e. (he was), ουδέποτε κάλλιον εσχεν. ευ πράττει νυν ει και πρότερον or ώς δτε μάλιστα : happy as e. man was, μακάριο? ει τις και άλλος : more than e., e.g. richer than e., πλούσιος, cos οΰπώποτε : they became more powerful than e., δυνατώτεροι αυτοί αυτών έγίγνοντο, or c. superl. δυνατώ- τατοι αυτών (tlie most powerful they e. were) : as e. (intensive), e. g. as fast as e. one can, δτι or ώς οΐόντε τάχιστα. See As and Possible. ^[ Ever since the time when — ] αΰτόθεν εξ (άφ') ου. He has done it e. since he was a boy, del έκ μειρακ'ιου or ευθύ? μειράκιον ών, έποίει : e. since (that time), ευθύς or αύτόθεν έζ εκείνου του χρόνου, έκ τδτε. ^Τ Ever so (= however)'] καίπερ (c. partcp.). I shall not yield, he you e. so powerful, ουδέν σοι ύπε'ικω καίπερ δεινώ δντι : he one e. so handsome, καίπερ or και καλός ών. "[f Ever so (= / dont know how (many, 8fc.), e. so many times)] άπίΐράκις. (It is) e. so large, άπειρομεγεθής, 2. άπιιρυς, 2. τό μέγεθος : (there is, &c.) e. so much, παμπολύ τι χρήμα or πλήθος. % Or ever] See Ere. *[} Ever and anon] ενίοτε, έ'σθ' δτε. EVERGREEN, άειθα\\Μ,2. άείφυλλος, 2. EVERLASTING,« £ txpoVios, 2. συνεχής, 2 (continual), αι- ώνιος, 3 and 2. άΐοιος, 2 (eternal), αθάνατος, 2 (immortal), αδιάλει- πτος, 2, and ακατάπαυστος, 2 (unfading^ unceasing), άένναος, 2 (perennial). E. duration, άϊοιό- της, ητος, ή. αθανασία, ή : to be e., διατελε'ίν or διαγίγνεσθαι (c. partcp.), e. g. they were e. friends, διεγένοντο φίλοι όντες. EVERLASTINGLY. See Eternally. EVERMORE. See Always. EVERSION. See Over- throw. EVERT. See to Overthrow. EVERY, 'έκαστος, άστη, α- στοί/ (definitely of each single in- dividual), πας, πάσα, πάν (inde- finitely of any individual of the same kind). E. one who, 'όστις, 'ήτις. οτι. 6 (in conjunction icith a partcp.), e. g. e. one who likes, 6 βουλόμενος : e. one (without distinction), 6 τυχών. 6 έντυχών. b επιτυχών or παρατυχών : all and e. one, οι καθ' εκαστον. άπαντες : e. thing (singly taken or hy itself), αυτό καθ' αυτό. αυτά καθ' 'έκαστα : e. person, (217) πας Tts. έκαστο? τι? : e. man, 7ras άνήρ. πάντες, άπαντες, πάντες και πάσαι. ουδείς 'όστις ου: e. time, εκάστοτε, αεί ποτέ. πάντοτε : of e. sort or kind, παντοίος, 3. 7ται/το'δα7το5, 3. παμποίκιλος, 2 : in e. thing, in e. respect, πάντα, τα πάντα : in e. way, πάντα τρόπον, παν- τί τρ07τω. Τ| Every tvhere] VlD. Fm, to, e. place or quarter, παν- ταχόθεν, -χάσε, -χοΐ. έκαστα- χόθεν, -χάσε : e. way, πάντη : on e. hand, κύκλω : fm e. side, κυκλόθεν. ΤΙ Every day] ανά πάσαν ήμέραν. κατ' ένιαυτόν. κατ' or καθ' εκαστον, 'έτος. See Day, Year, S[c. Tf Every other (= e. second)] δεύτερος 'έκαστος or άεί. Ε. other year, παρ' ένι- αυτόν. δι ένιαυτοΰ: e. fifth year, or e. five years, δια πέμπτου έτους, δια πέντε ετών. δια πεν- τετηρίδος : to pick out e. tenth man, δέκατον εκαστον or τον δέκατον άει εκλέγειν. EVERYBODY. See under Every. EVERYWHERE, παντα- χού, απανταχού, πανταχή, ά- πανταχή, έκασταχοΰ. οπουπερ αν (c. subj.). Ε. on earth, παν- ταχού της γης : e. in the coun- try, πανταχού της χώρας. EVICT, έκβάλλειν τινά των υπαρχόντων or έξάγειν τινά έκ τών πατρώων. ^] To prove] VlD. Ε VICTION. Orel, with verbs to Evict. EVIDENCE, s. μαρτύρων, τό. μαρτυρία. To give or heal- er Μαρτυρεΐι>, διαμαρτυρεΐν : the giving of evidence, μαρτυρία, διαμαρτυρία, ή : to give false e., ψευδομαρτυρία, ή. See Wit- ness, Testimony. E. is received, αναγιγνώσκονται μαρτυρίαι : the matter does not require my e., ουδέν έμοϋ δείται (προσδεΐται) μάρτυρος τό πράγμα. *^Proof] Vid. I say it on the e. of my own eyes, αύτόπτηςλέγω. αύτο- πτικην πίστιν παρέχω : the thing is its own e., αυτόδηλον or αυτόπιστον τό πράγμα. EVIDENCE, v. άποφαίνειν. άποδεικνύναι, έπιδεικνύναι. δη- λοϋν, δήλον or φσνερόν ποιεΐν (all with partcp. in the dependent clause), μαρτνρεϊν (with ώς). σα- φές καθιστάναι. EVIDENT, ό, η, τό εν όφθαλ- μοΐς. εμφανής, εναργής, 2. φα- νερός, 3. Ε. danger, προΰπτος κίνδυνος : quite e., περιφανής, 2. πρόδηλος, 2 : e. of itself, αύ- τόδιιλος, αυτόπιστος, 2 : to be e., δεδηλώσθαι. φανερόν είναι, φαίνεσθαι (puss.) : it is e. that, δήλον, 'ότι or ώς. §fjp But usual- ly by Crcl., adj. and subject being placed in the same gen. and num., sec/, partcp., e.g. it was e. that he wished, &c, δήλος ην έπιθυμών: it is e. that you hate me, δήλος εϊ μισών μι or δήλος εΐ, δτι μι- σείς με : to become e., φαίνεσθαι (pass.), δηλοΰσθαι (pass.), φα- νερόν καταστήυαι : it is not e. yet that, ούδέπω δήλον, ε'ι. EVIDENTLY. Fmadjj. Evi- dent. §s$r Also rendered by the particle δή, e. g. you see e., δρας δή. γιγνώσκεις δή : e. not, οϋ δή and (as independent clause, in a reply) ου φαίνεται (e. not) : he e. wished, δήλος ήν έπιθυμών. Comp. Note in Evident. You e. hate me, δήλος εΐ μισών με : you e. feel hurt or offended, δήλοι έστε άχθόμενοι. EVIL, adj. See Bad, Wicked. To look with an e. eye on aby, ύφοράσθαί τίνα : e. report, δυσ- φημία, δύσκλεια. See next Ar- ticle. EVIL, s. See III, s. κακόν, τό, δεινόν, τό. ξυμφορά, ή. Το suffer fm an e., κακά έχειν or πάσχειν or φέρειν : to bring an e. upon aby, κακόν περιάπτειν Tij /ί. κακοΰν τίνα : to free aby fm an e., άτταλλάττειν τιι/ά κα- κοί : to make an e. worse, πλέον θατερον ποιεΐν : to do e., κακά ποιεΐν. άδικεΐν : an e. deed, 'έρ- γον κακόν or πονηρόν or ai- σχρόν, τό. πράγμα άνόσιον, τό : to speak e. of aby, κακηγορεΊν τίνα : to speak all manner of c. of aby, πάσαι» βλασφημίαν κατά τίνος καταχεΐν : he is e. spoken of by every body, κακώς ΰπό πάντων ακούει : to think e. of aby, υποπτεύειν τινά. See Sus- pect. To distinguish good and e., τά αγαθά και τά μι\ διακρί- νειν. EVIL, adv. See Badly. EVIL- AFFECTED, κακό- νους, 2. δυσμενής, 2. δυσμενώς έχων, ούσα, ον. EVIL-DOER, κακούργος, δ. κακοποιός, δ. άδικος, δ. ανόσιος, δ. EVIL-MINDED, κακογνώ- μων. To be e.-m., κακογνωμυ- νεΐν : subst. κακογνωμοσύνη. EVIL-SPEAKING, s. κακη- γορία, ή. % Adj.] κακολογι- κός, 3. κακολόγος, 2. EVINCE, f Exhibif] Vid. if To prove] Vid. EVINCIBLE, άπόδεικτος, 2. φανερός, 3. EVINC1BLY. Fm adjj. in preceding Article. EVISCERATE, Ι£αιρεΓι> τήν κοιλίαν or νηδύν. έκκοιλιάζειν, έζεντερίζειν. EVITABLE, φευκτός, 3. EVOCATION. Crcl. by verbs underCALL forth,Challenge. EVOKE. Tl Call forth] Vid. EVOLUTION, τακτικαί δι- έξοδοι, αι. To make some mili- tary e., εζελίττειν την τάξιι/. EVOLVE. See Unfold. EVULSION, α'ί/άσττασί?, ή. EWE, ols, otos, ή. EWE-MILK,ttoo/3<^ ιόν γά- λα, τό. EWE-MILK CHEESE, προ- EWE EXA EXC βάτειος τυρός, ό. 6 από τών ο'ιών τυρός. EWE-LAMB, άμνάς, άδος, ή. EWE, υ. άμνοϋς or άρνας τί- κτειν. EWER, άμφορεύς, έως, 6 (as vessel and measure), κάδος, 6. υδρία, ή. κάλπις, ιδος, ή (as ves- sel). EXACERBATE, παροργί- ζίΐν, παροξύνειν. άγριουν, εξ- αγριοϋν. πικραίνειν. EXACERBATION, παροξυ- σμός, πικρασμός, παραπικρα- σμός, ό. οργή, χαλεπότης, η. EXACT, υ. αν-, εξ-, or κατ- αναγκάζειν τινά ποιεϊν τι (any performance, service, ti[C.). βιάζε- σθαι, εκβιάζεσθαι. έξαιρεϊν βία. κρατεϊν βία (to enforce, obtain by constraint), also βία άφαιρεϊσθαί τινά τι or τινός τι, ανάγκη προσάγειν τινά άφίεσθαί τι or παραχωρεϊν τίνος (any posses- sion). To e. a confession, κατ- αναγκάζειν τινά, or πείθειν τι- νά ανάγκη, ομολογεϊν. See Εχ- TORT. To e. a debt, εκ- and ε'ισ- πράττεσθαι χρήματα : to e. a tribute, δασμολογεϊν. EXACT, adj. ακριβής, 2 (in all the senses of the English ivord). επιμελής, 2 (careful), σαφής, 2 (safe, of news, <|"c.). ξΰμμετρος, 2 (punctual). An e. enquiry, in- vestigation, calculation, άκριβο- Χογία,ή. See Careful, Accu- rate. The e. sciences, έπιστή- μαι αϊ σαφεϊς or έπ' ακριβές. EXACTION, αναγκαία εισ- φορά, ή. Ε. of arrears or a debt, είσπραξις, ή. το εισπράττειν : e. of tribute, δασμολόγια, φορο- λογία, ή. EXACTITUDE. See Exact- ness. EXACTLY, ακριβώς, έπιμε- \ώς, έπ' ακρίβεια, ξυμμέτρως. To do or perform e., επιμελώς πράττειν τι or ακριβώς επι- μέλεσθαι and έπιμελεϊσθαί τί- νος : to know or understand e., ακριβώς ε'ιδίναι. εξεπίστασθαι. άκριβοϋν : to know (ζ= cogno- scere) e., σαφώς ειδέναι. άκρι- βοϋν : to calculate, enquire into, e., άκριβολογεϊσθαι : most e., ακριβέστατα, ggr Also Crcl. by αυτός, ή, ό : or by appending γ ε and δ-η, e. g. my case is e. like your own, τ« αυτά πάσχω άπερ και συ : it appears to me e. as if somebody, &c, see Just, adv., and Precisely. EXACTNESS* ακρίβεια, ή. ακριβολογία, ή (in calculation, enquiring into i in speaking, &c). επιμέλεια, ή (carefulness). With e., ακριβώς, επιμελώς. See Ex- actly. With the greatest e., ακριβέστατα, πάση επιμέλεια : to know, enquire into, investigate, with e., see Exactly, adv. EXACTOR. Crcl. with verb Exact. EXAGGER ATE,a'ip £ iv(with and without τώ λόγω), δεινοΰν (218) εκδεινοΰν. δεινόν ποιεϊσθαι. \ε- γειν επϊ τό μείζον or το πλέον, also επϊ μείζον α'ίρειν. ΰπερ- βάλλειν. μεγαλύνειν. άποφαί- νειν τι δεινότερον, S^c. η κατά τό όν. πάρα- and επιτραγωδίΐν. σεμνοΰν. To e. in a boasting manner or ostentatiously, άλαζο- νεύίσθαι περί τι. κομπάζειν περί τι. EXAGGERATION, υπερβο- λή, ή. δείνωσις, ή. δεινολογ'ια, ή. άμετρία, η. Given to e. in every thing, άμέτρως έχων εις πάντα. EX AGITATE. See Agitate. EX AGITATION. See Agi- tation. ^ EXALT. TI Raise up on high] νψοΰν. α'ίρειν, επαίρειν. εγεί- ρειν. άνέχειν. άνάγειν. άνατεί- νειν. ίΐ To elevate to rank, fyc] See Elevate. U To elevate to joy] See Elate. EXALTATION, 1 Propr.] Crcl. II Impropr. (of the mind)] αναγωγή, ή. EXALTED (as past partcp.). See the Verb. If =z Lofty] υψη- λός, 3. δεινός, 3. θεϊος, 3. σε- μνός, 3. λαμπρός, 3. ευγενής, 2, and μέγας, γάλη, γα (by birth or station), μεγαλοπρεπής, 2 (by dignity or rank). Of an e. mind, μεγαλόψυχος, 2 : of e. spirit, μεγαλόφρων, 2 : of e. courage, μεγαλόθυμος, 2 : an e. mind, μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία, ή. ΤΙ Exalted above] κρείττων, 2. καθυπέρτερος, 3. To be e. above aby, είναι υπέρ τίνα. μεί- ζω είναι τίνος. EXAMINATION, ίξέτασις, η. δοκιμασία, η. A juridical e. ( — enquiry),ovaKpw^,r}•. tohold an e , επιδείξεις λαμβάνειν, εξ- έτασιν ποιεϊσθαι : to make aby pass an e., λαμβάνειν άπόδειξίν τίνος, δοκιμάζειν τινά. gly* In a wider sense, see Enquiry - . EXAMINE. *|T To u-eigh care- fully (with a view of ascertaining the nature ofathg)] ζητεϊν or έξ- ετάζειν (g. tt.). έρευνάν. διαγι- γνώσκειν. άνακρίνειν. ερευναν έχειν or ποιεϊσθαι (esply juridi- cally), σκοπεϊν and έπισκοπεϊν (with the eyes, and also philosophi- cally), also διαβλέπειν. To e. carefully, ακριβώς εξετάζειν. άκριβοϋν. άκριβολογεϊσθαι. λε- πτολογεϊν (finely and minutely), δι- and εξερευνάν : to e. (probe) a wound, καταμανθάνειν τό τραΰμα. "ft To examine (as a judge)] άνακρίνειν. αναζητεϊν. κρίσιν or άνάκρισιν ποιεϊσθαι τίνος. ΤΙ To examine (in the schools)] επιδείξεις or πεϊραν λαμβάνειν τινός. EXAMINER, εξεταστής, οϋ, 6. A good e., άυηρ εξεταστι- κός. EXAMPLE, v. See to Exem- plify. EXAMPLE, S. παράδειγμα, τό. A clear or striking e., εναρ- γές παράδειγμα : to give or fur- nish an e., παράδειγμα ποιεϊ- σθαι. παράδειγμα τίνος φέρειν or λέγειν, είσηγεΐσθαί Tt : for e., παραδείγματος ενικά, οίον, υΤα. οίον δη. δη μάλα, γάρ (name- ly), καθώς, αΰτίκα (continuo ; at beginning of a sentence, pro- perly, '■to speak of this immediate- ly''). So for e., ώσπερ υυν : by way of e., επϊ παραδείγματος, ως εν παραδείγματι : to give as an e., παράδειγμα ποιεϊν, παρά- δειγμα καθιστάναι. παραδει- κνύναι : to take an e. or pattern ofathg, παραδείγματι χρήσθυί τινι : to observe or follow aby's e., χρήσθαι παραδείγματι τί- νος : to serve as an e., παράδει- γμα γίγνεσθαι orπapέχειv τινί τίνος. $β$° Often by Crcl., e. g. by various e.'s it may be seen, &c, επϊ πολλών αν τις 'ίδυι : you may infer fm one e. all the rest, εν άκοΰσαντες γνώσεσθε και περί τών άλλων : fm my e., έκ τών εμοϊ συμβάντων : the e. (:=. instance) of the frog, τό τυϋ βατράχου : without e., see Un- exampled. 11 A warning ex- ample (for evil doers)] παράδει- γμα άποτρεπτικόν τών κακών. To make an e. of aby or athg (by punishment), παραδεικνύναι or παραδειγματ'ιζίΐν. EXASPERATE, ίμεθίζειν, θυμοΰν, έξοργιζειν, άγριαίνειν, παροξΰνειν. To be e.-d agst aby, χαλεπαίνειν τινί. άγανακτεϊυ τινι. άγρίως έχειν προς τίνα : — about atbg, δυσχεραίνειν προς τι. όργίζεσθαι (pass.) διά τι. EXASPERATED, όργισθε ίς, εϊσα, έν. όργη χρώμενος, 3. in an e. manner, όργη. ΰπ' οργή•-- : to be e. agst aby, see the Verb. To be very e. agst aby, παρυξυνθή- ναι προς or επί τίνα. EXASPERATION, παροξυ- σμός, πικρασμός, παραπικρα- σμός, ό. οργή, χαλεπότης, ή. To meet or reply with e., εμπι- κραίνεοθαί (pass.) τινι. EXCAVATE, κοιλαίνειν,Ικ- κοιλαίνειν. διατρυπαν. χαράτ- τειν (tcith a chisel, φ?.). See to Dig. EXCAVATION, κοίλανσις, ή (trans.), διαγλυφή, ή (intrans.). To make an e., see Excavate, ' Dig out.* EXCAVATOR. See Digger. EXCEED, ϋπερβαίνειν. ίκ- βαίνειν, e.g. την ήλικίαν, την ίόραν. παραβαίνειν (transgress), e. g. τους νόμους, τό δίκαιον, ΰπερ- and διαβαίνει» τα όρια (to e. or pass beyond limits), or εξωτώνδρίωνγίγνεσθαι(ρ?•ορ.). ϋπερβαίνειν or ύπερβάλλειν τό μέτριον (metaph. ; to e. modera- tion). To e. (aby) in number, ϋπερβάλλεσθαί τίνα πλι^θει or πολλαπλάσιον εΊναί τίνος or περισσεϋειν τινός τό πλήθος : to e. (in size, weight), ϋπερβάλ- λειν and ϋπεραίρειν τι : to e. all EXC belief, με'ιζω είναι πίστεως : this e.'s all, ουκ εστί παρά ταΰτ άλλα. εΤναι υπέρ τι or 7τηρά τι. See Above, Beyond, More, Surpass. EXCEEDINGLY, πάνυ, διαφερόντως, ΰπερβαλλόντως, νπερφυώς, μάλιστα. EXCEL (aby in athg), διαφέ- ρειν τινός τινι or εις τι or εν τινι. προέχειν τινός τινι or κατά τι. περιεϊναί τινός τινι. ύπερβάλλειν and ΰπερβάλλε- σθαι (mid.) τινά τινι. ΰπεραί- ρειν τινά τινι, παριέναι τιι/ά τινι. νικάν τίνα ποιοΰντά τι. κρε'ιττω είναι τινός τι or ει? τι. ΰπερέχειν or ΰπερφέρειν τινός τινι. To e. (aby) in number, see Exceed. To e. in any qua- lity or skill, περιγίγνεσθαί τι- νός τινι : to e. all, άριστεύειν, κρατιστεύειν, καλλιστεύειν, πρωτεύειν, or πρωτιστεύειν ιτάντων : to e. in honour, favour, &c, παρευδοκιμεΐν : — in for- tune, glory, τταρευη/χερεΐν : to be e.-d by aby, ήττάσθαί τίνος and νικασθαι ΰπό τίνος {in athg, e. partcp., e. g. by one's friends in charity, ήττάσθαί των φίλων ευ ποιοΰντά). % (INTRS.) To distinguish oneself or be distin- guished (in athg)] διαφέρειν επί τινι or περί τι, εΰδοκιμεϊν επί τινι, αξιόλογου είναι εν τινι. EXCELLENCE, -LENCY, αρετή, η. χρηστότης, ητος, ή. έκπρέπεια, ή. δεινότης, ητος, η. In a degree of e., κατ' εξ- οχήν, διαφερόντως, έξαιρέτως. EXCELLENT, αγαθόν, 3. άριστο?, 3. καλός, 3. κάλλι- στο?, 3. έξοχος, 2. ΰπερφερής, 2. διαφέρων, ούσα, ον. εξαίρε- τος, 2. εκπρεπής, 2. υπερβάλ- λων, ούσα, ον. αμεμπτος, 2. παντός άξιος, 3. θείος, θαυμα- στός, 3. δεινός, 3. The most e., κράτιστος, πρεσβύτατος. πρώ- τος, οΰδενός δεύτερος, (neut.) το άκρον, ακμή, η. άνθος, τό : e. wine, oifos πάνυ ηδύς : pro- ducing e. wine, εύοινότατος, 3. EXCELLENTLY, ευ, ΰπερ- εΰ, άριστα, καλώς, κάλλιστα, διαφερόντως. ΰπερβαλλόντως. έξαιρέτως. δεινώς. οΰχ Σκιστά. μάλιστα. EXCEPT, V. έξαιρεϊν, έξ- αίρετον ποιεϊν or ποιεϊσθαι. άφαιρεϊν, άφορίζειν, παραλεί- πε ιν. ΤΙ Juridically (= ' excep- tione uti,' Paul. Dig.)] παρα- γράφεσθαι την δίκην. EXCEPT, prep, πλην or χω- ρίς or εκτός, άνευ (gen.). Ε. a few, all were made prisoners, πλην ολίγων τινώι» πάντες εζωγρή- θησαν: e. this, there is no other means, οϋκ εστί παρά tout' άλ- λο φάρμακου ουδέν. % After a negation] άλλ' η and πλην άλλ' η, e. g. money Τ have not, e. a small sum, άργύριον οΰκ εχω άλλ' η μικρόν : e. that, άλλ' οτι. άλλ' η οτι : e. if, πλην ει. (219) EXC ΤΙ As conjunction (usually in con- nexion with other particles)] πλην. ει μη. ο τι μη. ^[ Except (= ' but," 1 offer a negation)] Nothing e., οΰδεν ε'ι μη (nisi) or ο τι μη. ουδέν πλην άλλ' η. EXCEPTION, έξαίρεσις, η. Without e., ομοίως, πάντως : or Crcl. according to tlie context of the particular phrase, e. g. αεί, αεί ποτέ, διά παντός, ουδενα χρόνον διαλιπών (to any time), εφεξής, εξαίρετον ποιων οΰδένα (icithout difference). All without e., πάντες έξης. ουδείς οστίϊ οϋ (in tech form ουδείς is always in the same case with όστις) : with the e. of, πλην or χωρίς (gen.) : with e. of a few all the others were taken prisoners, πλην ολίγων τινών πάντες εζωγρήθησαν. % Law t. (= exceptio, e. g. ' excep- tione uti,' after Paid. Dig.)] παραγραφή, η (e. g. παραγρα- φην ποιεϊσθαι). λόγος παρα- γραφικός, ό (the writing contain- ing the ' exceptio'). See Demur. EXCEPTIOUS. See Liti- gious. EXCERPT. See Extract. ( EXCERPTA (pi.), επιτομή, η (si?ig.). παρεκβολή, η. To make some e. out of a book, συν- ελεϊν βιβλίον. EXCESS, υπερβολή, η. τό υπερβάλλον or ΰπεραϊρον, επί- μετρον, τό (the latter propr., — a part given to the due measure ; the three latter metaph.). In e., καθ" ΰπερβολην, εις ΰπερβολην. άφθονος, 2. εκπλεως, ων : to per- form all duties to an e., by way of constraint, εκτι-λεω πάντα αν- άγκη διαπονεΐσθαί : e. of grief, η καθ' ΰπερβολην λύπη : that would be an e. of good fortune, άμηχανον αν ε'ίη ευδαιμονίας or υπερβολή της ευδαιμονίας: to work to an e., ΰπερπονείν : to love — , ύπεραγαπάν, ΰπερφι- λεϊν : to utter grief — , ύττερλο- 7τεΐσθαι (pass.) : to feel an e. of joy, ΰπερχαίρειν. ΰπερήδεσθαι (pass.) : an e. of riches, 6 καθ' ΰπερβολην πλούτος : to do or carry athg to an e., άμετρως χρή- σθαί τινι. ΰπερβάΧλοντι χρη- σθαί τινι : to go in every thing to an e., άμετρως εχειν εις πάν- τα. Τ| Morally] ασέλγεια, ακρά- τεια, ακολασία, η (as act and quality), άκολάστημα, τό. ΰβρι- σμα, τό (only objective). E.'s in wine and love, περί πότους και έρωτας ΰβρίσματα : to give one- self up to e.'s, to commit e.'s, δι- δόναι εαυτόν εις άκολασίαν. εν άκολασίαις διατρίβειν. EXCESSIVE, υπερβάλλων, ούσα, ον. πλεονάζων, ούσα, ον. περισσός and περιττός, 3. άμε- τρος, υπέρμετρος, 2. ΰπερφυής, 2. δεινός, 3. ό άγαν. Ε. for- tune, ύ περβολη της ευδαιμονίας : e. wealth or riches, ό καθ' ΰπερ- βολην πλούτος. EXCESSIVELY, άγαν. καθ' EXC ΰπερβολην. υπερβαλλόντων, σφοδρά, παρά τό μέτρον. πλέον του ίκανοϋ, and Crcl. with υπέρ. Ε. great, long, υπερμεγέθης, ΰπερμηκης, 2 : e. plain or ugly, ΰπέραισχρος, 2. See Excess. EXCHANGE, αμοιβή, η. αλ- λαγή, διαλλαγή, ή. διάλλαγμα, τό. άντίδοσις, ή. To make an e., άλλάττειν, οΊαλλάττειν (or mid.). See Verb. ^[ Exchange of money] χρημάτων μεταβολή, ή (i. e. tlie transaction itself). If r= ' the changing of money] Crcl. by verbs κερματίζειν, διακερμα- τίζειν. ΤΙ A bill of exchange] συγγραφή, ή (the nearest expres- sion). See Bill. U Exchange (place of business)} εξέδρα, η. εμπόριον, τό. χρηματιστηρίου, τό. ή των εμπόρων πανήγυρις. τό τών εμπόρων κοινόν. EXCHANGER, κολλυβιστής, οΰ, 6. κερματιστής, οϋ, 6 (g. t., he that exchanges money), τραπε- ζίτης, ου, 6, and 6 επϊ τη τρα- πέζη (a bauL•)•). To be an e., τρα7τεζιτεΰειι/ : e.'s business, συμβόλαια προς τους επί ταϊς τραπέζαις. See BANKER. EXCHEQUER, πρόσοδοι, αί (the finances in general), or τά περί τάς προσόδους {business re- lating to the finances), ή τών προσ- όδων ταμ'ιευσις (the administra- tion of the finances), θησαυρός, 6 (the treasury) : also ταμιεΐον, τό. γαζοφυλάκιον, τό. ΤΙ Chancel- lor of tlie exchequer] 6 επί της διοικήσεως. EXCISE, ν. τάττειν φόρον (τινι). φοροθετεϊν (τίνα). EXCISE, s. See under Cus- tom, Duty. EXC1SEABLE,Jttot £ \»5 ? ,2. t EXCISEMAN, τελώνης, ου, b (an officer of the customs in ge- neral). EXCITABILITY, πάθος, τό. όργιλότης, ητος, ή. τό όξύρρο- πον or όξυκίνητον. τό έρεθιστι- κόν. τό εΰπαράφορον. EXCITABLE, εγέρσιμος,% όξΰς and όξνρροπος, 2. προς όργήν. σφοδρός, 3 (easily excited), ερεθιστικός, 3. όργίλος, 3. πα- θητικός, 3. ευερέθιστος, εΰπαρ- όρμητος, 2. ίύττα,οοξυΐ'το?, εΰ- παράφοαος, 2 (irritable). EXCITATION, κίνησις, * εγερσις, ή. τό ποιεϊν, έμποιεΐν. If Encouragement] Vid. EXCITE, κινεϊν, άνα-, δια-, παρακινεΐν. έγείρειν, εξ-, δι- εγείρειν. ποιεϊν. παροξύνειν : athg in aby, 7ταρε'χειι/, έμβάλ- λειν, εμποιεϊν, ένδιδόναι, παρ- ίστανα ι, συνάγειν, τινί τι (to kindle, to provoke, raise, S[c, e.g. σπασμόν, δ!\1/αν, ΰποψίαν, φθό- νον, μίσος, ελπίδα, θαΰμα, οί- κτου, όργήν, φόβον, έπιθνμίαν). To e. laughter, γέλωτα ποιεϊν or κινεϊν: athg e.'s pity, ελεον 'έχει : toe. aby's expectation, hope, έλττί- ζειν ποιεϊν τίνα (seq. infin.or ώς) : to e. to anger, 7τροάγε<ι> τινά έπ' EXC EXC EXE δργήν : to e. to hatred, καθιστά- ναι τινά (h μίσος : to e. the po- jmlace, ταοάττειν or ε'ις ταρα- χήν or στάσιν έμβάλλειν or καθ- ιστάναι τό πλήθος, ^f To en- courage^ Yid. To e. to war, έκ- πολεμοΰν or κινεΐν or έγείρειν πόλεμον. συγκροτεΐν or συγ- κρούειν πόλεμον. > EXCITED, έ/Μταθιίϊ, 2, and οξύς, 3. άνεπτερωμένος, 3. Vio- lently e. , πεοιπαθής, 2. EXCITEMENT. ^ Act of exciting] κίνησις, ή. έγερση, η. τό ποιεΐν, έμποιεΐν. If Impulse] ορμή, η {fm within). See In- citement, ττροτροττί), 17, α?ίύ? προτρέπον, τό (_/)«■ without), παροξυσμός, δ. παρόρμησις, ?), or παρόρμημα, τό. % The ex- cited state] κίνησις, ταραχή, ή. έγερσις, v. To produce a state of e., παροξύνειν. έγείρειν, άν- εγείυειν, έπεγείρειν : mental e., εμπαθής \1/υχή. EXCITER. Crcl.byverbsEx- cite. ίΐ Exciter of disturbances in the state] στασιωτικός,δ. νεω- τεριστής, οΰ, 6. άνηρ στασι- αστικός or νεωτεοοποιός^ δ. EXCLAIM. See ' to Call out.' EXCLAMATION, άναβόη- σις, v. επιφώνημα, τό (excla- matio). EXCLAMATORY. Crcl.by verb to Exclaim, > EXCLUDE, έκκ\είειν % άπ-, εξείργειν,οι• άπελαύνειν, έκκρί- νειν, έξωθεΐν, τινά τίνος. Το e. fm an alliance, μή δέχεσθαι εις τάς σπονδάς (not to receive), εκ- σπονδου ποιέϊυ (to eject) : to e. fm a society or company, έκβάλ- λε ιν, άπ ελα ύνειν, έκκρ ίνε ιν, άπο- δοκιμά'ζειν : to be e.-d fm athg, άπεληλαμένον or άμοιρον είναι τίνος, ου μετέχειν τινός : one thing e.'s another, αλλότριοι/ εστί or άποπέφυκέ τ'ι τίνος. ^[ Not to count among a number] έξαίρετον ποιεΐν. άφαιρεΐν. To be e.-d, έξαίοετον είναι. _ EXCLUSION, m Act of shut- ting out] άπόκλεισις, ή. απειρ- ξις, έκκρισις, άπεΧασία, έξώθη- σις. έξωσις, ή. % Exception] YlD. ^ EXCLUSIVE, εξαιρετικός, 3. ioios, κύριος, μόνος, 3. An e. privilege, προνομία, η. προνό- μιον, τό : aby enjoys an e. right, νενομιστα'ι τι κτήμα τίνος, 'ίδιον δέδοταί τ'ι τινι παρά τους άλ- λου? or έξοχα τών άΧΧων. EXCLUSIVELY. Ε. g. to enjoy a right e., see EXCLUSIVE. EXCOGITATE, έπινοεΐναηά πιρινοεΐν (of plans and means), δια-, έκφροντιζειν. εΰρίσκειν, έξευρίσκειν, and έκπορί\ειν (of means and auxiliaries) : also μη- χανασθαι, τεχνάσθαι, and πα- λαμάσθαι (mid.), σοφίζεσθαι (of acute thoughts). EXCOGITATION, πλάσμα, τό. έπίνοια, ή. σόφισμα, τό, (220) EXCOMMUNICATE, ε?ρ- γειν τινά τών οσίων και ιερών, αναθεμάτιζε ιν (eccl. t.). άφορί- ζειν. EXCOMMUNICATION, α- φορισμός, δ. άναθεματισμός, δ. ανάθεμα, τό (eccl. t.). EXCORIATE, δερειν, άπο- δερειν, έκδέρειν. E.-d, δαρτός. See Flay. EXCORIATION. Crcl. by verb Excoriate. EXCREMENT, περίσσωμα, άποχώρημα, τό. EXCREMENT λί,περισσω- ματικός, 3. / EXCRESCENCE, παραφυ- άς,άδος,ν. άπόφυσις,ή. εκφυμα, τό (of plants), γόγγρος, δ (of trees), σάρκωμα, τό. εκφυσις, ή (a fleshy e. of the body), κύρτω- μα, τό (hump). EXCRETION, εκκρισις, ij. See Excrement. EXCRETORY, εκκριτικός, 3. EXCRUCIATE. Tf To inflict acute pain] βασανΊΧ,ειν. στρε- βΧοΰν. άνιάυ. αγχειν. To suffer e.-ing pain, άνιασθαι. άγχεσθαι. άδημονεΐν. ν οδύνη διέρχεται. EXCULPATE, άφιεναιτινά τής αιτίας. άποΧύειν τινά του εγκλήματος. To e. oneself, άπ- ωθεΐσθαι την αιτίαν άφ' εαυ- τού : to be entirely e.-d, πάσης αιτίας εκτός είναι or πάσιν άν- υπαίτιον είναι (to be free from guilt). See to Excuse, ' to Cle^r oneself EXCULPATION, απολογία, ft. δικαιολογία, ή. He men- tioned for e., άπολογού μένος εΐ- πεν. EXCULPATORY. Crcl.,e.g. an e. statement, δικαιολογία, ή. EXCURSION, ττεριττάτι,σ^, ft (any wandering for pleasure or recreation), έξοδος, ή (a setting out), or αποδημία, ή. πορεία, δδοιπορία, ή. To make an e., έξιέναι. έπέρχεσθαι χώραν τι- νά, ίΐ Digression] Vid. ί[ Mi- lit, t.] εκ-, επεκ-, καταδρομή, ή. To make ravaging e.'s, κατατρέ- χειν. EXCURSIVE, παρεκβατι- κός, 3. EXCUSABLE, συγγνωστός, 3. Not e., αναπολόγητος, 2 : faults committed without intent are e., συγγνωστόν εστί τό ά- κοΰσιον : it is e., συγγνώμη εστί (c. infin.) : athg is e., συγγνωστού εστί τι : the matter is e., to πράγμα συγγνώμην έχει. EXCUSABLY. Crcl. by Ex- cusable or Excuse, v. EXCUSE, υ. άπολογεΐσθαι υπέρ τίνος, παραιτεΐσθαί τινά τι (to bring forward or allege an e.). συγγνώμην εχειν or ποιεΐ- σθαί τινι (to pardon). To e. one- self with athg, σκήπτεσθαί τι. προφασίζεσθαί τι : to e. oneself about athg, άπολογεΐσθαι περί τίνος, έκΚογεΐσθαί τι or υπέρ τίνος or περί τίνος : to e. one- self with aby, άπολογίαν ποιεΐ- σθαι προς τίνα. αιτεΐσθαι συγ- γνώμην παρά τίνος : that is to be e.-d, συγγνωστός, 3 : that is not to be e.-d, άι/α7Γθλόγ))τοϊ, 2. EXCUSE, s. απολογία, ή (de- fence, apology), πρόφασις, ή (pre- text), συγγνώμη, n (pardon). To make an e. or e.'s, προφασί- ζεσθαι : athg is an e., πρόφασιν 'έχει τι : I have an e. for athg, εστί μοι πρόφασίς τίνος : to allege as an e., σκήπτεσθαί τι (or e. infin.) : to invent or make up an e., κατασκευάζειν πρόφα- σιν. a valid e., εύπροφάσιστος αιτία, ή. EXCUSELESS, αναπολόγη- τος, 2. EXCUSER. Circl. ivith Verb. EXECRABLE. See Abomi- nable. EXECRABLY. See Abomi- nably. EXECRATE. See Detest, Curse, v. EXECRATION. See Curse, s. EXECUTE, περαίνειν, άνύ- τειν. επι- and άποτελεΐν. έργω άποδεικνύναι. πράττειν, δια-, καταπράττειν, εξ-, κατεργάζε- σθαι : also έργω έπελθεΐν or καθιστάναι. To be able to e., ϊκανόν εϊναι ποιεϊν τι : to e. a commission or order, συντελεΐν or επεξελθεϊν or ϋπηρετεϊν a άν τις προστάττ\). πράττειν τό προσταχθέν. *f[ Of punish- ment] έπιτελεΐν δίκην τινι. δη- μοσία άποκτείνειν τινά (to e. aby). To be e.-d., δημοσία άπο- θνήσκειν. κριθέντα άπυθυήσκειν: aby is to be e.-d, θανάτου άξιος εστί τις τή πάλει : to imprison aby to be e.-d, συλλαμβάνειν τι- νά επι θανάτω : to e. aby with- out a sentence, άκριτον άποκτεί- νειν τινά. EXECUTION. ^Perform- ance] 'έργον, τό. πράξις, διά- πραξις, ή. κατάπραξις, εως, rj. τελείωσις, η. πλήρωσις, ή (com- pletion, accomplishment). To un- dertake the e. of any work, έργω καθιστάναι or έπιτελεΐν or έπ- ελθεΐν : the thought is beautiful indeed, but the e. quiteimpossible, τό μεν ενθύμημα χαρίεν, τό δε έργον αδύνατον. ^^ Besides Crcl. by the above verbs. A successful e., εύπραγία, κατόρθωσις, ή. ^[ Writ of execution] ανάγκη, fj (often in pi.). To take out an e. agst aby, προσάγειν άνάγκας τινι. U Capital punishment] τι- μωρία, ή- θανάτωσις, ή. θάνα- τος, δ. δημόσιος φόνος, ο. EXECUTIONER, δημόσιος or δήμιος (sc. δούλος), δ : also δημόκοινος, δ επί τω όρύγματι (βαράθρω). αγχών, οντος, δ {hangman) : also άνδραγχος and άνδραγχνος, δ (Eustath.). Το die by the hands of the e., δημο- σία άποθανεϊν : the e.'s axe, δ τυϋ δημοσίου πέλεκνς : to of- ΕΧΕ ΕΧΕ ΕΧΗ fer one's neck to the e.'s axe, υπέρ έτηζηνου του αυχένα έχει» (lit., on the block). EXECUTIVE. B.g.e. pow- er, οι άρχοντες, τό άρχεΐον. αρχή, ή. τά τέλη. οι εν τέλει. EXECUTOR. 1 Performer] YlD. ^ Of a icilf] pi~ps κατα- πράττων, οντος, 6 (g. t.). EXEGESIS, έζήγησις, ι), ερ- μηνεία, η. ερμηνευτική {τέχνη), η (as a science). EXEG ETIC AL, έζηγητικός, 3. See Exegesis. EXEMPLAR (= exemplum exemplorum, Doclerl.), παράδει- γμα έκκριτον, εντελές, έκπρε- πές. μέγιστον δη παράδειγμα. See Example. EXEMPLARY, ω παραδεί- γματι χρώνται οϊ άλλοι, έκπρε- πής, 2. εντελής, 2. άριστο?, 3. κάλλιστος, 3. κράτιστος, 3. δί- καιος, 3. ακριβής, 2. δόκιμος, 2. A man of e. character, άυιστεύ?, έως, δ : to behave in an e. man- ner, άνδραγαθ'ιζεσθαι : to inflict an e. punishment, δεινώς κολά- ζειν. See ς to make an Example of.' EXEMPLIFICATION. Gird. by verbs under Exemplify. EXEMPLIFY, δια, επί, πα- ραδείγματος φανερόν τι ποιείν. See tinder Example. EXEMPT (from), v. άπολύ- ειν, έζαιρεϊν, έλευθερυΰν, άπ- ελευθερουν. άπαλλάττειν, άτε- λη ποιείν, τινά τίνος, άτέλειάν τίνος διδόυαι τινί. To e. fm ser- vice, &c, e. g. fin military duty, άφιέναι του στρατεύεσθαι. . EXEMPT {adj.). απολυθείς, εΐσα, έν. ελεύθερος, 3. ατελή?, 2, τίνος. To be e. fm, ά7Γί]λλά- χθαι or άπολυθηναί τίνος, άτέ- λειάν εχειν τινός : e. fm mili- tary service, άστυάτει/το?, 2 : e. fm blame, άμεμπτος, άνεπίλη- πτος, 2. < EXEMPTION, έλευθέρωσις, r). απαλλαγή, η. λύσι?, άπό- λυσις, ή. ατέλεια, ή. άνεισφο- ρία (fm taxes, <§"c). άστρατεία, i) (fm mi/it. service). EX EN Τ ERA Τ Ε, έζαιρεϊν την κοιλίαν or νηδύν. εκκοιλιά- ζειι>, έζεντεοίζίΐν. EXEQUIES. See Obsequies. EXERCISE, s. άσκησις γυ- μνάσια, γύμ,νασις, η. — of the body, άσκησιςτοΰ σώματος, σω- μασκία, η. τρίβος, b. To take e., σωμασκεΐν. γνμνάζεσθαι. άσκεΐν το σώμα. έκπονεϊν το σώμα : — of the mind, μελέ- τη, ασκησις της διανοίας, η. ^ϊ Military exercise] ?) των πο- λεμικών or η έν τοις όπλοις ασκησις. To go through military e.'s, σωμασκεΐν, with or without τον πόλεμον. άσκεΐν εαυτόν τά πολεμικά, γυμνάζειν τον πό- λεμον : to make aby go through some bodily e., άσκεΐν, γυμνά- ζειν τινά. γυμνασίας ποιεΐσθαί τίνος : want of e., άνασκησία, (221) α,ιιεΛετ?7σ/α, απειρία, η : to go through some bodily e., σωμα- σκεΐν. γυμνάζεσθαι. % That by which one exercises] άσκη- μα, γύμνασμα, μελέτημα, τό. Ε. of a public function, λει- τούργημα, τό. ^[ Practice (of qualities)] έπίδειξις, η, and Circl. with Verb, ^f An exer- cise (= task)] πρόβλημα, τό. πρότασις, η. "ζήτημα, τό (for answering or working out). Geo- metrical e.'s, διαγράμματα, τά : to set an e., προτείνειν πρότα- σιν. EXERCISE. ^ To form or strengtlien by practice] άσκεΐν. με- λετάν. To e. the body, γυμνά- ζειν τό σώμα. έπιμελεΐσθαι του σώματος, σωμασκεΐν, γυμνά- 'ζειν (and med.) : to e. a person or thing in athg, γυμνάζειν τινά είς or προς τι. έκπονεϊν τίνα εν τινι or προς τι. άσκεΐν τίνα ε'ίς τι : to e. one's voice, άσκεΐν or διαπονεΐν την φωνήν : to be e.-d in athg, άσκεΐν τι, έκπονεΐ- σθαι εν τινι : e.-d, άσκητός, 3 : not e.-d, άνάσκητος, άγύμνα- στος, άμελέτητος, 2 : to e. one- self in shooting, μελετάν τοξεύ- ειν : to e. soldiers, τά? μελετάς ποιεΐσθαί : to e. aby's patience, τρυχοϋνοΐ'παρατείνειν τινά. H To exercise (= make use of) one's rights] τω δικαίω χρησθαι : — one's eloquence, χρησθαι τη δει- νότητι τη έν τοΐς λόγοις : — hospitality to aby, ξενίζειν τινά: — cruelty, χαλεπότητι χρησθαι περί τίνα. ώμώς προσφέρεσθαι προς τίνα. % To exercise an αιΊ] έργάζεσθαι or έπιτηδεύειν τέ- χνην τινά. έπιμελεΐσθαι τέ- χνης : — a mechanical art, χει- ροτεχνεϊν. — the profession of an advocate, προδικεΐν: — banker, τραπεζιτεύειν: — tax-gatherer, φόρο- or δασμο-λογεϊν : to e. a public function, λειτουργάν. τι- μήν or τάζιν έχειν. λειτονρ- γίαν λειτουργεΐν or τελεΐν : to e. an influence upon aby, πει- θομένω χρησθαι τινι : to e. a beneficial influence upon aby, κα- λώς άγειν or διατιθέναι τινά : to e. great influence on aby, δυ- ναστεύεινΟ)• δυνατόν είναι παρά τινι. μέγα δύνασθαι παρά τινι : to e. a tyrannical authority, κατά- δυναστεύειν τινός, κατακυριεύ- ε ιν : to e. judgement or discre- tion in athg, γνώμη or καλώς βουλευσάμενον πράττειν τι. EXERT, έν-, έπι-, δια-, συντεί- νειν. To e. oneself, the med. of these verbs, also άποτείνεσθαι, and Ίσχυρίζεσθαι, άνδρίζεσθαι '. to e. oneself about athg, σπουδάζειν περί τι or περί τίνος, πονεΐν or φιλοπονεΐν περί τι. συντό- νως or συντεταμένως ποιείν τι. See phrases in Exertion. EXERTION, σύν-, εν,- διά- τασις, r, (as act), συντονία, σπου- δή, ή, and πόνος, 6. πραγμα- τεία, η (as state and thing). With- out e., άκονιτί : with great e., πολυπόνως or μάλα μόγις : only by dint of great e., χαλεπώς και μόλις : requiring, or done with, no e., άταλαίπωρος. άνευ πολ- λής πραγματείας: to make every e. to — , πάντα ποιείν όπως (c. fut. indie.) : what e.'s did not he make to bring about a truce? τί ουκ έποίησε σπονδάς αιτών ; it requires some e., 'έρ- γον εστίν, πόνων εστίν : it re- quires the greatest e., έργωδέ- στατόν έστι : to use all possible e.'s, πάντα κάλων κινεϊν. πά- σαν όδόν Ίέναι. πάντα μηχανά- σθαι, τεχνάσθαι. EXFOLIATE. «H (Intrs.) To come off in flakes or lamina?] λεπιδοΰσθαι, άπολεπιδοΰσθαι. j EXHALATION, ατμός, 6. άτμισμός, 6. τό άποφερόμενον, άποφορά, ή. αναφορά, η. έκ~ πνοή, ή. EXHALE, έζατμίζειν. άπο-, έκπνεΐν. άπο-, άναφέρειν. άπο~ xl /ύχειν. To e. an odour or per- fume, άπόζειν μύρου. TJ (In- TRANS.)] άπο-, άναφέρεσθαι, άποθυμιάν, έζ-ατμιάν and -ατ- μίζεσθαι, διαχεΐσθαι. EXHAUST. IT Propr.] άπ-, δι-, έζαντλεϊν. άναλίσκειν, έξ- αναλίσκειν (also of means). % Of poicer, strength, fortune, <%c.)] κενοϋν, άπο-, έκκενοΰν. λυμαί- νεσθαι. ταλαιπωρεϊν. To e. the bodily strength of aby, καταπο- νεΐν tivu : to be e.-d, άπειρηκέ- ναι. άπειπεΐν. άπαγορεύειν. κά- μνειν, άποκάμνειν [e.g. icith ref. to physical power) . ταλαιπωρεΐ- σθαι. χρήμασιν άπειρηκέναι, πάντων άποστερηθηναι (of for- tune) : to e. the soil, έπι καλάμη άρουν. "IT To explore a subject thoroughly] πάντα λέγειν περί τίνος, the subject is not e.-d yet, ούκέτι πάντα ε'ίρηται περί του πράγματος. EXHAUSTION, έξαντλημα (means of exhausting), έζανάλω- σις, ή (the act), καταπόνησις, η (trans.), άδυνασία,ή (of power or strength), κάματος, b. τρύχωσις, ή (of physical strength), ταλαι- πωρία, ή (of auxiliary support). EXHIBIT, έπιδεικνύναι (of goods or things remarkable to see), πάρα-, άποδεικνύναι and άπο- φαίνειν (to shoiv, expose), προ- φέρειν, or better, -φέυεσθαι (τί τινι). To exhibit one's art (ora- tory, &c), τέχνην έπιδείκνυ- σθαι : to e. greater alacrity, προ- θυμότερου είναι. EXHIBITION, δεΐξις, από-, έπίδειξις, ή (of goods or remark- able objects, cm iosities, Qc). προ- φορά, ή. A public e., θεωρία : the rest of his e. he may make at some other time, την άλλην έπίδειζιν ε'ισαΰθις ποιησάσθω (pi.). ΤΙ Λ provision for school or college] παροχή και δαπάνη. EXHILARATE. See to Cheer. EX II EXP EXP EXHILARATION, εύφρο- \ σύνη, η. ευθυμία, η (as state of tJie mind). EXHORT, παραινεϊν τινίτι. παρακαλείν -τιυα επί τι. δια-, παρακελεύεσθαί τινί τι (or c. infill.), κεΧεύειν τινά ποιεΐν τι. νουθετεϊν τίνα (to remonstrate with). προτρέπειν (to induce) or παρορμάν (sir. t.) τίνα επί τι. EXHORTATION, παραίνε- σις, η. παρακέΧευσις, η. παρα- and διακεΧευσμός, 6. παρακέ- Χευσμα, τό (the matter of e.). παράκΧησις, η. νουθέτησι?, η, and νουθεσία, προτροπή, η [urg- ing request), also simply λόγο? or λόγοι. To give or address e.'s to aby, see the Verb. To give wise e.'s, Xoyovi σοφού? παραινεϊν τιυι : a speech or discourse of e., Xoyos προτρεπτικός or παραι- νετικό? or νουθετικός, 6. EXHUME, εξ-, άν-ορΰσσειν, άυασκάπτειν. Transl. άγειν or προάγειν or έκφέρειν εις τό φώ?. Act of e.-'mg (exhumation), έξόρυξι?, η. EXIGENCE, EXIGENCY, χρεία, >;. δέον, τό. προσήκον, τό : also άναγκαΐον or έπιτή- δειον, τό. According to the e. of circumstances, κατά τό δέον, κατά τυύ? καιρού? (i. e. as need or the times demand). Also Crcl. with άπαιτεϊν or with ε'ί τι δεοι, §c. If Conor. =r a case of ne- cessity] Vid. EXILE, s. % Banishmeut] Vid. φυγή, εξορία, η. Perpe- tual e., άειφυγία, ή : e. for a year, άπενιαύτησις, η. άπενιαυ- τισμός, 6 : to recal from e., (τον φεύγοντα) κατάγειν : to con- demn aby to e., καταγιγνώσκειν τινό? φυγήν : he was condemned to e., φυγην or φεύγει» κατ- εγνώσθη : to go into e., φεύγειν, which is also to live in e. : to drive into e., εκβάΧΧειν : to be driven into e. by aby, φεύγειν or έκπίπτειν ύπό τινο?. ^[ The person banished] φυγάς, άδο?, 6. φεύγων, οντο?, ό. εκπεσών, όν- το?, ό. στερηθεί? τη? πόΧεως, υ. άπολι?, 2. έξορο?, έξόριο?, 3. έκκήρνκτος, 2. To live as an e., φυγοδικώ? "ζην. EXILE,?;. 1 Tebanish] Vid. έξορίζειν. εκβάΧΧειν. έκκηρύτ- τειν. EXIST, είναι (εστί not end., hut with accent on the penultima). ύπάρχειν. ύπεΐναι. παρεΐναι. To be still e.-ing, περιεϊναι. ετι πνειν : to be no longer e.-ing, ουκ έτι είναι, ού σώζεσθαι, ού διασώ'ζεσθαι (pass.) : to e. pre- viously or antecedently, προ- ΰττάρχεϊυ: the e.-ing things or circumstances, τά παρόντα : that is now e.-ing, ό, η, τό νϋν or αν- τίκα or παραχρήμα, ένεστώ?, ώσα, ω? : under e.-ing circum- stances, ούτω? εχόντων τών πραγμάτων. ωσπερ έχει τά πράγματα. (222) ^ EXISTENCE, τό είναι or ύπάρχειν. ύπαρξις, η. ουσία, η. ξ^* Usually expressed, by verbs : to deny the e. of the gods, ού νομίζειν είναι θεού? : everything proves the e. of God, πάντα oij- λοϊ δτι έστιν 6 θεό?. 7τάι/τα τον άνω θεόν σημαίνει : to doubt the e. of athg, ύποΧαμβάνειν τι ώ? μη όν : to give e. to one, or to be the author of one's e., ποιεΐν τιι/α είναι. % Life] Vid. To terminate one's e., τεΧειοΰν τό EXIT. Tf Dramat. t.] τό άπεΧθεΐν εκ τη? σκηνή?. ^[ Metaph.] See Departure. EXODE, έξοδο?, η. Ε Χ Ο Ν Ε RAT Ε, άποφορτί- ζεσβαι (propr.). κουφ'ιζειν τινά τινο? (aby fm athg) or άπαλλάτ- τειν τινά τινο?, also έξαιρεϊσθαί τινό? τι or άποκουφί'ζειν τινά τινο?. 1ί To exonerate oneself] See to Exculpate. EXORABLE,7rapaiTf } Tos,3. εύπαραίτητο?, 2. εΰπαραμύθη- το?, 2. εύεξίΧαστο?, 2. To be e., έπικΧάσθαι (pass.), πείθε- σθαι (pass.). EXORBITANT, υπέρμετρο?, άμετρο?, 2. ό, η, τό έξω or πέρα τυϋ μέτρου or άγαν. ύπερβάΧ- Χων,ουσα,ον. πΧεονά'ζων,ουσα, ον. περισσό? or περιττό?, 3. See Enormous, Excessive. EXORCISE (later Gr. and eccl. t.), εξορκϊζειν. Paraphrase by έπάδοντα έξιάσθαι, sc. δαιμό- νια. EXORCISM, εξορκισμό?, 6 (the act and the formula used), also έπωδι'ι, η. EXORCIST, εξορκιστή?, ού, ^EXORDIUM (rhet. f.), irpo- οίμιον, τό. η του Χόγου αρχή. To make an e., προοιμιάζεσθαι : an abrupt e., άπερρωγυΐα αρχή : to take one's e. fm athg, την αρ- χήν ποιεϊσθαι άπό τινο? : as I said in the e., ωσπερ αρχόμενο? έΧεγον : to go far back for an e., άνωθεν άρχεσθαι.πόρρωθ εν ποι- εϊσθαι την αρχήν. EXOTERIC, εξωτερικό?, 3. EXOTIC, εξωτικό?, άΧΧοδα- πό?, ξένο?, 3. See Foreign. t EXPAND. 11 (Trs.) Propr.] άναπτύσσειν. άνα-, έκπεταννύ- ναι. E.-d, άναπεπταμένο?. See to Spread out, Widen out, and Extend. EXPANSE, άναπτυχή,ν. ευ- ρυχωρία, η (wide, open space). The e. of the heavens, ό του ου- ρανού κύκΧο?. EXPANSION, εκτασι?, παρ- έκτασι?, ή. διάχυσι?, ή. EXPANSIVE, εκτάδιο?, 3 and 2. EXPATIATE. IT Propr.] περιπατίϊν. έκπεριπορεύεσθαι. H Pig.] άποτείνειν or μηκύνειν τον Χόγον πε,ρί τινο?. EXPATRIATE, άποΧιν or φυγάδα or φεύγοντα ποιεΐν. εΧαύνειν εκ τη? πατρίδος. εκ- βάΧΧειν τη? πόΧεω?. έξ-ορί- ζειν, -οικϊζειν. See ExiLE, v. To e. oneself, άπ'-, έξοικεϊν, έξ-, μετοικίζεσθαι. άπανίστασθαι (med.) : one that has e.-d himself, άπαναστάτης, ου, 6. EXPATRIATION. See the foregoing Verb and Exile, s. EXPECT. 1 Wait for aby or athg] μένειν, άνα-, έπι-, περί- μενε ιν τινά. τηρεϊν, φυΧάττειν. If To look for athg to happen] έΧπϊζειν. προσδοκάν. προσδέ- χεσθαΐ, εκδέχεσθαι. To e. with anxiety, καραδοκεΐν, άποκαρα- δοκεΐν : to e. athg fm aby, 7τε- ποιθέναι or πιστεύειν τινά ποι- ήσειν τι. βΧέπειν προς τιυα. άποβΧέπειν προς or ε'ί? τίνα (i. e. ίο look to aby for athg). To the latter expression a partcp. is to added, usually βουΧόμενος or ευ- χόμενος, e.g. προς σε βΧέπομεν ευχόμενοι άπαΧλάττεσθαι τών δεινών (we expect our salvation fm thee). Fm thee I e. help, σέ μεν βοηθήσειν μοι πέποιθα : that is to be e.-d, 7rpoaoOKijTos, -δόκιμος, 2. ττρο-, υποκείμενος, 3 : I have to e. athg, πρό- and υπόκειται μοί τι : it is to be e.-d (= it is likely), εικό? έστιν : the enemy may be e.-d to attack, επίδοξοι είσιν οι πολέμιοι επί' θήσεσθαι : they may be e.-d (to come) agst Miletus, προσδόκιμοι ε'ισιν έπι ΜίΧητον : to e. (on the ground of equity), άξιούν. EXPECTANT. Partcpp. of verbs Expect, προσδοκίαν έχων. EXPECT ATION, έλ -jris, ίδος, η. προσδοκία, η. Anxious e., καραδοκία, άποκαραδοκία, η : contrary to e., παρ" έΧπίδας. παρά γνώμην : beyond e., ύπερ την έΧπίδα : to fulfil the e.'s en- tertained, ελπίδα? άποτεΧεϊν : to fill aby's mind with e.'s, ίμπι- πΧάναι την γνώμην τινό? : to be in the e. of, προσδοκίαν έχειν τινό? : to be in anxious e., καρα- δοκεΐν, άποκαραδοκεΐν : full of e., καραδοκών, ούσα, ούν. μετ- έωρο? (ον) την φυχήν. EXPECTORATE (med. ί.), α7Γ0-, εκ-, άναχρέμπτεσθαι, άνα- χεΧύσσεσθαι (med.). άναφέρειν αηάάνάγειν, έκβήσσειν (bycough- ing). E.-ing medicine, φάρμα- κον άποχρεμπτικόν, τό. EXPECTORATION, άττό-, άνάχρεμφι?, η. ^[ The expecto- rated matter] άπόχρεμμα, βη- γμα, τό. EXPEDIENCY, ώφέΧεισ, ν. συμφέρον, τό. Crcl. withphrases ' to be Expedient.' EXPEDIENT, adj. χρήσιμο?, 3. λυσιτελή?, ές. συμφέρων, 3. ωφέλιμος, ώφελήσιμος,2. πρόσ- φορος, 2. επιτήδειος, 2. αγαθός, 3. It is e., συμφέρει, ώφεΧεΐ, κέρδος φέρει, ΧυσιτεΧεΐ,προΰρ- γον (comparat. προυργιαίτερον) εστί : so far as they judged e., ίίσον έδόκει αύτοϊ? καΧώ? έχειν. EXP EXP EXP EXPEDIENT, S. μηχανή, ή πόρος, ό. οδός, ή. έφοδος, ή, τρόπος, ο. To try all sorts of e.'s, μηχανάσθαι πασαν μηχα- νήν. επί πάν Ίίναι or άφικνεΐ- σθαί. παντοΐον γίγνεσθαι, πάν- τα κάλων (or -πάντα Χίθον) κι- νεΐν. ττασαν Ιδίαν πειράΧ^ειυ. Α man of e.'s, μηχανητης, οϋ : to seek some e., πειράν τίνα ζη- EXPEDITE. 1 To free fm impediment] των έμποδών άπ- αλλάσσειν. ^f To despatch] Vid. EXPEDITION. ^ Despatch (s.)] Vid. *\\ Military] στρατεία, 77. στόλο?, ό. έξοδος, ή (as set- ting out), άνάβασις, η (into the interior of a country). An e. agst aby, έπιστρατεία, η '• to go on an e., στρατεύειν, εκστρατεύ- ειν : to serve in an e., στρατεΰ- εσθαι (στρατέ ίαν) : to join in an e., συστρατεύεσθαι : to under- take an e. agst aby, στρατεύ- εσθαι επί τίνα. έπιστρατεύειν and επιστρατεύεσθαί τινι. EXPEDITIOUS. See Quick. EXPEL, άττ-, εξελαΰνειν. άπωθεΐν. εκβάΧΧειν. εκδιώκειν. To e. fm a position, εκκρούειν or εκκόπτειν τινά : to be e.-d, εκ- πίπτειν. EXPEND. See Spend. EXPENDITURE, άνάΧωμα, δαπανηρά, τό. τά άναλωθέντα χρήματα. See next Article. EXPENSE, δαπάνη, ή. άνά- Χωσις, η (act of expending and thing). άνάΧωμα, δαπάυημα, τό (as thing). Great e., πολΧή δα- πάνη : to go to some e., άναΧί- σκειν άναΧώματα (for athg, ε'ίς τι) : to retrench or reduce the e., συντέμνειν τά? δαπανάς : the daily e. (of housekeeping, &c), »; εφ' ημέραν διοίκησις : to pay or bear the e., ΰποφίρειν or πάρ- ε χειν τά άναΧώματα : to furnish the e., χορηγεΐν : to defray one's e.'s with athg, τά? δαπανάς ποι- εΐσθαι από τίνος : with great e., 7τολλά or ουκ όΧίγα τεΧέσας, άναλώσας, δαπανήσας : at the public e., δημοσία : at one's own e., ιδία. παρ' εαυτού, εκ των εαυτού : undertaken at one's own e., αυτοτεΧης, 2 ; at others' e., άπό των άΧλοτρίων χρημάτ jsv : to recover one's e., wavjpQou- σθαι την δαπάνην : to indemni- fy for one's e.'s, τά άναΧωθεντα χρήματα άποδιδόναι : to spare no e., αφειδώς δαπαυαν : not to be able to meet the e., τ;7 δαπά- νη άπαγορεύειν, άπερεΐν : free of e., άτεΧης, 2. άδάπανος, 2. At the e. ( = to the detriment) of aby or athg, ί7τϊ τω κακω, επί τη βΧάβη τινός : to do athg at the e. of one's reputation, βλάπτων (προδίδουν) την δόξαν or οϋ φει- δόμενυς της δόξης ποιεΐν τι : to divert oneself at aby's e., εμπα'ι- Χ,ειν, εντρυφάν,τινι : to get wis- dom at the e. of one's neighbours, (223) τοΐς αλλότριοι? κινδύνοις σω- φρονίΐεσθαι. See COST. EXPENSIVE, ποΧυτελης, 2. τίμιος, 3. τιμήν ποΧΧήν έχων, ούσα, ου. δαπανηρός, 2 ( that causes cost), πολυδάπανος. To be e., δαπάνης δεΐσθαι or προσ- δεΐσθαι (pass.) : athg is very e., εστί τι δαπάνης πολλής or με- γάΧης. επί ποΧλω γίγνεταί τι: my e. habits, η εν τη φύσει δα- πάνη (jEschin.). EXPENSIVELY. Ε. g. to live e., ποΧυτελώς "ζήν : to dress e., χρήσθαι Χματίοις ποΧυτελε- ( EXPENSIVENESS^aTra*»,, η. άφειδία, η. τρυφη, η. See Extravagance. EXPERIENCE, s. % Proof trial] Vid. TJ What one has ex- perienced] πάθος, πάθημα, τό. ο επαθέ τις. τό συμβάν τινι. α τι? ησθηται or πεπονθε. Το have painful e., δεινά πάσχειν : every day's e., τά έκάστην την ημίραν συμβάντα. ^[ Perso- nal cognition or insight received hy perception or impressions] εμ- πειρία, πείρα, η. τό εμπειρον είναι, τριβή, η (εν τινι). Large e., η εκ ποΧΧοϋ εμπειρία : va- ried e., ποΧυπειρία : to know from or by e., πεΊραν έχειν τι- νός, έμπείρως έχειν τινό?. εν πείρα γεγενήσθαί τίνος, πεΐραν εΊΧηφέναι τινός, ε'ιδέναι πείρα μαθόντα or εν πείρα γενόμενον ε'ιδέναι : to speak from e., λε- γειν πείρα ε'ιδότα or εμπείρως έχοντα or επιστάμενον, or α τις αυτός έγνωκεν (εκ τών Ίδια συμ- βάντων), or εξ ων αυτός έμαθε πεπειραμένος: to impart to others the benefit of one's own e., ava- κοινοΰσθαι ων αυτός πεΐραν έΧαβεν : to learn by e., ει? 7Γίΐ- pav έρχεσθαί (or Ίέναι) τίνος, εμπειρίαν κτάσθαί τίνος: e.will show, αυτό τό πράγμα δείξει : to be made wise by (sad) e., παθόν- τα μαθεΐν or γνώναι. παθήματα μαθήματα (proverbs) : a man of much e., άνηρ σοφός, ποΧΧών έμπειρος or πεπειραμένος : want of e., απειρία. EXPERIENCE, v. εμπειρον γίγνεσθαι τίνος, πεΐραν Χαμ- βάνειν τινός. See the Subst. ^J To meet with] πάσχειν. συμ- βαίνει μυι. περιπίπτειν τινι. Ι also have e.-d that, κάγώ ταΰτα έπαθου : one that has not yet e.-d adversities, απειοος ων κακών. EXPERIENCED, έμπειρος and επιστήμων, 2 (in athg, τι- νός), σοφός and φρόνιμος (in athg, περί τι), γνωμονικός, 3. σώφρων, 2 (that has acquired knoivledge by experience). To be e. in athg, εμπείρως έχειν τιι/ό? : to be highly e. in athg, εζεπίστα- σθαί τι. EXPERIMENT, s. πεΐρα, η (e. g. πεΐραν ποιεΐσθαι), also από-, ανά-, κατά-, διάπειρα, η. πείραμα, τό. πειρατηριον, έ£- εταστήριον, τό. By way of α, εις άπόπειραν. επί πείρα : to make or try an e., πεΐραν Χαμ- βάνειν τινός, δοκιμασίαν ποι- εΐσθαι τίνος. διαπειρά"ζειν τι- νός : to make a dangerous e., «7ro- κινδυνεύειν έν τινι (ivith athg) : to try by e. the virtue of medi- cines, τη πείρα τών φαρμάκων την ένέργειαν κανονίζειν : disco- vered by e., έμπείρως (έξ εμ- πειριών) ευρημενος. EXPERIMENT,?;, πειρά- σθαι or πειράν, εμπειράζειν, πεΐραν or διάπειραν ποιεΐσθαι, πεΐραν Χαμβάνειν (τινός). See the Subst. δοκιμάζειν, εζετάΐειν. EXPERIMENTAL, εμπει- ρικός, 3. κατ εμπειρίαν. EXPERIMENTALLY. U By ivay of Experiment] Vid. EXPERT, έμπειρος, εμπεί- ρως έχων (τινός), επισταμένος (τι). To be e. in athg, έμπει- ρεΐν τινός, τριβην έχειν έν τινι. See Experience and Skilful. EXPERTLY. See Skilful- ly. EXPERTNESS. See Skill. EXPIABLE. Crcl. by Ex- piate. EXPIATE, f Propr.: to do aivay a sin by atoning for it to the gods] ΪΧασμω καθαίρειν, Χύειν, διαΧύειν (άμαρτίαν, άσέβημα, SC.). έκθύεσθαι. άφοσιυϋσθαι. rcl. with ϊΧάσκεσθαι, εζιΧά- σκεσθαι (τινά υπέρ τίνος), άπο- διοπομπεΐσθαι (τι), άγος (τό) ελαύνειν. καθαγίζειν, άγνίζειν, καθαγνίζειν, άφοσιοΰν. H Me- taph. : to expiate by undergoing punishment] διδόναι δίκην τινός, ΰπέχειν δίκην οντιμωρίαν τινός, τίνειν άμο.βήν τίνος, εκ-οτάπο- τίνειν τι. EXPIATION. 1 As atone- ment] ιΧασμός, 6. ΪΧασμα, τό. έκθυσις, η. TJ As purification or lustration] καθαρμός, b. άγνι- σμός, 6. αγνισμα, τό. καθαγι- σμός 6 (as sacrifice of devotion). άφοσίωσις, η. άφοσίωμα, τό. άποδιοπόμπησις, ή (averrunca- tion and lustration), ιερά καθάρ- σια και μειλίχια (sacrifices of purification and expiation). A suppliant for e., προστρόπαιος : that needs e., εναγής, 2. εκθύ- σιμος, 2 (piacularis) : to suffer in e. of—, see to Expiate. EXPIATORY. E.g. an e. sacrifice, κάθαρμα, τό. καθάρ- σιον or καθαρτήριον (Ιερόν), τό. προτελειον, τό. ΪΧασμα, τό. μειΧίχια, τά. To offer an e. sa- crifice, μειΧίχια θύειν. EXPIRATION. 1 Act of breathing out ; opp. of inspiration] έκ-,άποπνευσις,η. έκ-,άποπνοή, η. άπόπνοια, ή. τό έκφυσάν, έκ- ψύχειν. Τ] Of time] έξοδος, η. τέΧος, τό. To be at its e., ε7τ' έξόδω εΊναι : at the e. of the year, τελευτώι/το?, εζελΐ)λυθο- το?, τοϋ έτους : at the end of the term, παρωχημένων τών ημερών EXP εν όσαις δεϊ, Qc. : before the e. of the term, πριν εξήκειν την προθεσμίαν : before the e. of the truce, πριν εξήκειν τον χρόνον, ον εσπείσαντο. πριν έξεΧηΧυ- θέναι τάς σπονδάς. EXPIRE. ΊΙ Breathe one's last] εκπνεϊν. άποπνεΐν. άφ- ιέυαι την ψυχήν. άποψύχειν τον βίον (poet.), φυχορραγής, 2, and partcp. φυχορραγών (tvilh ηδη or όσον οΰ). τεΧευτάν. άπο- γίγνεσθαι. At the point to e., αποπνέων ήδη. ήδη προς τω τελευταν ων. See to Die. ^[ To terminate] έξιέναι. εξ-, δι-, παρέρχεσθαι. παροίχεσθαι. πε- ρι-ιέναι, -έρχεσθαι. Χήγειν. See Elapse. The time has e.-d, έξ- εΧήΧυθεν or έξήκει or πεπΧή- ρωται or Xr /γε ι 6 χρόνος : the term has e.-d, εξήκει υπερημε- ρία, προθεσμία : to let the term e., έκπροθεσμεϊν : the truce has e.-d, έξεΧηΧύθασιν αί σπονδαί. EXPLAIN, δι-, εξ-, άφ-ηγεϊ- σθαι, έκδιηγεΐσθαι. εκ-, άπο- φαίνειν. σαφηνϊζειν, διασαφη- νίζειν. ερμήνευε ιν, διερμηνεύ- ειν. έκφράζειν. διευκρινεΊν. δη- Χοΰν. φανεροΰν. δηΧον, εκ-, εϋ- δηΧον, εα-, καταφανές ποιεϊν τι. διεξιέναι, δι-, διεξ-έρχεσθαι, with or without Χόγω or Χέγων (to go over or through). To e. one- self, την γνώμην or τον νουν άποφαίνεσθαι. όρί'ζειν,διορί'ζειν Χόγον (to define), διειπείν (in precise terms). «See Declare, Ex- pound, Interpret. EXPLAINABLE, εύδιήγη- τος, εύαπόδεικτος, 2. EXPLAINER, εξηγητής, οΰ. ερμηνεύω, έως, δ. EXPLANATION, έξήγησις, διασάφησις, ερμηνεία, η. εκ- φρασις, η. δήΧωσις, η. σαφη- νισμός, δ. έξήγημα, τό. διευ- κρίνηση, η. διόρισμα, τό. δι- ορισμός, δ (e. or definition of a notion). E. wch a person gives of his sentiments, intentions, con- duct, &c, Χόγος, δ. Χεχθέντα, τ ά. εκ-, άπόφασις, η : to de- mand an e. of aby, λόγοι/ αίτεϊν παρά τίνος : to have an e. with aby, άνακρίνειν τινά. Xoyov Χαμ- βάνειν παρά τίνος : to give an exact e. of the facts, τό ακριβές των πράξεων δηΧοΰν. See DE- CLARATION, Exposition, In- terpretation. EXPLANATORY, 'ερμηνευ- τικός, έξηγητικός, σαφηνιστι- κός, διασαφητικός, εκφραστι- κός, 3. EXPLETIVE (gram, t.), πα- ραπΧηρωματικός, πΧεοναστι- κός, 3. Ε. particle, παραπΧή- ρωμα, τό : e. word or term, συμ- πΧήρωμα, παραπΧ. ονόματος : the word is merely e., or a mere e., παρεΧκει τό όνομα. EXPLICATION. ητ As un- folding or developing'] άνάπτυ- ξις, άναπτυχη, h. If As expla- nation] Vid. (224) EXP EXPLICABLE, ευαποδεί- κτος, εύδι-, εύαφ-ήγητος, 2. EXPLICATIVE. «If Expla- natory'] Vid. Crcl. by verb Ex- plain. EXPLICIT. 1 Laid open in speech, express] εκφαντος, 2. δι- ειρημενος, διαρρήξεις, ρητός, 3. εκ-, εϋ-,κατάδηΧος, 2. σαφέστα- τος, 3. ευκρινής, 2. άπΧοϋς, 3. f Ε Χ Ρ L I C Ι Τ L Υ, διαρρήδην, ρητώς, εκ-, διαφανώς, διαφά- δην, άναφανδά (-δόν), σαφώς, άπΧώς. EXPLICITNESS. Crcl. with Explicit. EXPLODE, f (Trs.) Opp. to applaud; to reject (a public speaker, actor, 0£C.)] άποδοκιμά- ζειν, with noises and expressions of contempt = εκ-, δια-, κατα- συρίττειν (or ί"ζειν) τιι /os (to hiss or whistle dow?i). θορυβεϊν, επι-, άναθορυβεϊν τινι or προς τίνα (wch however are g. tt. either of favour or of disfavour), πτερνοκοπεϊν (scraping or stamp- ing down), έκκρούειν, άπο-, εκ- βάΚΧειν. Obsolete and e.-d, πά- Χαι άποδεδοκιμασμένος. % (ΪΝ- TRS.) To burst with a noise] δια- Χακεΐν. εκκτυπεϊν, παταγεϊν, φοφεϊν. εκ-, καταρ-, διαρρήγνυ- σθαι (pass.), σχίζεσθαι (pass.). To e. with laughter, εκ-, άνα-, ΰπ ε ρ κάγχαζε ιν, δρμαν εις γέ- Χωτα, εκγεΧαν. EXPLOIT, ανδραγαθήματα, έργον κάΧΧιστον, τό. άρίστευ- μα, τό. To do e.'s, άριστεύειν: the e's of Alexander, at τοΰ Ά. πράξεις, τά τω Ά. πεπραγμέ- να : to vaunt one's e.'s, επι τοίς εργοις σεμνύνεσθαι : a success- ful e., κατόρθωμα, τό. EXPLORATION, έξετα- σμός, δ. έξέτασις, εξερεύνησις, έκ"ζήτησις, άνάκρισις, ή. See the following A Hide. EXPLORE. H Propr.] έξ- ετά"ζειν, διεξετάζειν, άνα-, εκ-, διαζητεϊν. ερευνάν, διερευνάν, διεξερευνάν. έριυναν ποιεϊσθαί τίνος, άνακρίνειν, άκριβάζειν. έξακριβοϋν. τό σαφές εξεύρι- σκε ιν. To e. a country, Crcl. with διοδεύειν, διοδοιπορεϊν, διεξ- ιέναι χώραν, and κατασκοπεϊν (αν-, εξευρίσκειν, εκπυνθάνε- σθαι, άνιστορεΐν) βουΧόμενος. Persons (sent) to e. the deserts of Libya, όψόμενοι τα 'έρημα της Αιβύης και ε'ί τι πΧέον ϊδοιεν τών τά μακρότατα {δομέ- νων (Herodot.). EXPLOSION, εκρηξις, f, (a (bursting), πάταγος, κτύπος, δ. An e. of laughter, εκγεΧως, καγ- χασμός, δ. EXPORT, ν. έξόγειν, εκκο- μίζειν. έκναυΧοΰν, έκναυσθΧοΰν. εξεμποΧάν. EXPORT, s. (of goods, £α), εκκομιδη, εξαγωγή, ή. εκκομι- σμάς, δ. E.'s, εξαγώγιμα, τό. EXPORT-DUTY, διαγώγιον, παραγώγιον, τό. ΕΧΡ EXPORTATION. See Ex- port. EXPOSE, εκ-, προτιθέναι (propr. g. t.). To be e.-d, εκ- κεϊσθαι : to e. (=: exhibit in pub- lic), επιδεικνΰναι. εις μέσον προ- τιθέναι : to e. (a child), εκτιθέ- ναι, έκβάΧΧειν: an e.-d child, έκθετον or εκβοΧιμαϊον or έκβό- Χιμον βρέφος : to e. for sale, άπεμποΧάν. άγοράν αγειν, παρ- έχειν : e.-d for sale, ωνιος, 3 and 2. ώνητός, 3. πράσιμος, 2 : e.-d to the winds, toTs άνέ- μοις εκκείμενος, υπήνεμος : e.-d to the open air, υπαίθριος, 2and 3 : e.-d to the sun, προσήΧιος, 2: to e. to danger, περιβάΧΧειν τινά κινδύνοις. ίμβάΧΧειν τινά εις κίνδυνον. διδόναι τινά κινδΰνω : to be e.-d to a danger, εις κίνδυ- νον έΧθεΐν : to e. oneself to dan- ger, κινδυνεύειν. διακινδυνεϋειν. ΰποστηναι κίνδυνον. ύφ'ιστα- σθαι, προ-, παραβάΧΧεσθαι, ΰπομένειν κίνδυνον. τοϊς κ. εαυ- τόν άναρρίπτειν. διδόναι εαυ- τόν εις κινδύνους (υπέρ τίνος) : to e. oneself to misfortunes, ΰπο- βάΧΧειν εαυτόν υπό τάς συμ- φοράς : to e. one's life, τον υπέρ τοΰ σώματος ρίπτειν (sc. κύ- βον). φυχήν προβάΧΧειν : e.-d to changes, t«Ts μεταβοΧ «Ts υπο- κείμενος : e.-d to envy, έπίφθο- νος, 2 : e.-d to wrongs, τη ΰβρει υπεύθυνος,^, : e.-d to the caprices of fortune, toTs τνχηροΊς ένοχος, 2 : to e. oneself to laughter, dis- grace, &C, όφΧισκάνειν γέΧωτα, α'ισχύνην. *JI To expose oneself] καταγέΧαστον ποιεϊν εαυτόν, καταγέΧαστον είναι, αισχρόν φαίνεσθαι, γέΧωτα και , α'ισχύ- νην όφΧισκάνειν ποιοΰυτά τι or εάν τιςποιη τι. To e. (a person's shame), παραδειγματιζειν. στη- Χιτεύειν, έκφέρειν, εκπομπεύ- ειν (divulge), έξεΧέγχειν (co?i- EXPOSITION. 1 Explana- tion] εξ-, διήγησις, διδασκαΧΊα, η (by ivords). έπίδειξις, η. EXPOSITOR. See Explain- er. EXPOSITORY. See Expla- natory. EXPOSTULATE, δικαιοΧο- γεϊσθαι (with aby about athg, προς τίνα περί τίνος), δικάζε- σθαι or διαδικάζεσθαί τινι. εγ- καΧεΊν τινι. νουθετεϊν τίνα. μέμφεσθαι. Χόγον άπαιτεϊν τί- να. EXPOSTULATION, ΙγκΧη- μά τίνος or υπέρ τίνος, μέμψις, ή. νουθέτημα,τό. To make e.'s, εγκΧήματα ποιεϊσθαί : my e.'s are all in vain, νουθετών ουδέν ες πΧέον ποιώ. EXPOSTULATORY. Crcl. with verbs under Expostulate. EXPOSURE. Crcl. by verb Expose. Having a northern, a sunny, e., υπάρκτιος, πρυσ-,ιύ- ήΧιοε, 2. *See Aspect. EXPOUND. See to Explain. EXP EXPOUNDER. See Explain- er. EXPRESS, adj. ρητός, 3. σα- φής, εμφανή?, 2. Ε. definition, διάρρησις, ή : on the e. condition, ε7Γί ρητοϊς : to give an e. com- mand, σαφώς or απλώς προσ- τάττειν : to make an e. demand or request, φανερώς άξιοϋν or δικαιοϋν. EXPRESS, s. See Courier. EXPRESS, v. 1 To press out, extract by pressure] άπο-, εκθλί- βειν. εκπιέζειν. To e. the juice of athg, έκχυλίζειν τι : the e.-d juice, έκπίεσμα, τό. % To sig- nify, declare] σημαίνειυ, φαί- Vtiv, έκφαίνειν, δηλοΰν. % By words] φράζειν, ερμηνεύειν, λέ- γειν. To e. oneself, λόγοι? χρη- σθαι. φάναι : to e. oneself brief- ly, συντόμως ειπείν : to e. one's opinion, άποφαίνεσθαι την γνώ- μην. EXPRESSIBLE, ρητός, 3: and Crcl. with verbs to Express. EXPRESSION, f Act of ex- pressing, —pressing out] άπό-, εκ- θλιψις, ή. έκ-πίεσις, ή. εκπιε- σμός, 6. •[ The audible expression of thought] ρί) μα, τό. 'όνομα, τό {of a single word), λόγος, 6. ρη- σις, λέξις, φράσις, ή {of a single term or a turn of expression, phrase). Correct e., όρθολογία, V : beyond all e., ανέκφραστος, άδιήγητος, 2. ■[[ Mode of ex- pressing oneself] λέξις, ij {style). U As rhet. t.] ή τοΰ Χόγου εμ- φασις, δεινότης, ή. ερμηνεία, η {power of speech). άπαγγελτι- κόν, τό. Without e., άνέμφα- τος, 2, e. g. (to read) without e., μηδέν ήθος ένσημαινόμενον. U That wch is visibly expressive of athg] δήλωμα, τό. δηΧωτικόν, σημαντικόν, έμφανιστικόν, τό. Crcl. with verbs to Express. There is an e. of grief on his countenance, την λύπην σημαί- νει τό πρόσωπον. See next Ar- ticle. The e. of the eye, όφις, ή. βλέμμα, τό : also ήθος, τό {' tlie mind's expression in the face') : to conjecture aby's thoughts or character fm the e. of his coun- tenance, τεκμαίρεσθαι εκ της όψεως ο τι νοεί or βούΧεταί τις or τίνος τους τρόπους : to have a sullen e., σκυθρωπάζειν. a wild e., γοργόν βΚέπειν. ^[ As a term of art] ζωτικόν, τό {the looking like life), μιμητικόν, τό. EXPRESSIVE, σημαντικός, δηλωτικός, έμφανιστικός, 3. ^f Of speech] εμφατικός {more with ref. to single words) and δεινός, 3. ζωτικός, 3 {of life-like expres- sion in works of art), μιμητικός, 3. ηθικός, 3 {of the character), εναργής, 2 {distinct, vivid). An e. countenance, πρόσωπον των τρόπων έμφανιστικόν: to have an impassioned e. (in acting, &c), παθαίνεσθαι {mid. ; later Gfr.). EXPRESSIVELY, -SIVE- (225) EXS NESS. Fm words under Ex- pression, Expressive. EXPRESSLY, διαρρήδην (e. g. λέγειν, γράφειν). σαφώς. To say e., διειπεΐν. διαρρήδην λέ- j γειν: to order or command e., j σαφώς or απλώς προστάττειν : to demand or require e., φανερώς άξιυΰν or δικαιοϋν : e. on pur- pose, επίτηδες, έξεπίτηδες. ε'ι- δώς και εκών {e. q. 'έπραξα τι). EXPROBRATE,-PROBRA- ΤΙΟΝ. See Reproach. EXPULSION, εκβολή, η. ίκ- δίωξις, η. εξ-, άπελασία, η. έκκρουσις, ή. άποκήρυξις, η {trs.). φυγή,η {intrans.). Thee, of strangers out of the city, ξενηλασία, ή : e. fm a home or dwelling-place, άνάστασις, έξ- ανάστασις, ή : e. fm one's pos- session, εξαγωγή, ή : after the expulsion of the kings, έκπεσόν- των τών βασιλέων : after the e. of the opposite party the citizens were quiet, έκβαλόντες τους ετέ- ρους, εκπεσόντων τών άντιστα- σιωτών, ησυχίαν ηγον οι πολΐ- ται. EXPULSIVE. Crcl. with Verb. ^ EXPUNCTION, Ιξάλειψις, η. Better expressed by verbs. EXPUNGE, έξαλείφειν {e.g. what has been written), also δια- λείφειν, διαγράφειν, διασμην. That may be easily e.-d, ευεξά- λειπτος, 2. EXPURGATE, έκκαθαίρειν. E.-d {said of an edition of a book fm wch indecencies are removed), τών αισχρολογιών άπηλλαγμέ- νος, εκκεκαθαρ μένος. See to Purge. EXPURGATION, 'εκκάθαρ- σις, η. τό έκκαθαίρειν. τό άπο- χωρίζειν. EXPURGATORY. Crcl. with verbs. Ε. index, βιβλίων απορ- ρήτων (άποκηρύκτων) κατάλο- γος. EXQUISITE, εξαίρετος, ΐκ- κριτος, πρόκριτος, 2. λεκτός, 3. από-, εκλεκτός, λογάς, άδος, δ, ή. ούχ δ τυχών, οΰσα, όν. If With ref. to moral perfection] άποτετελεσμένος, 3. κράτιστος, 3. παντελής, 2. *f[ Agreeable to the senses] γλύκιστος, ηδιστος, 3. % Delicate, fine] οξύς, εΐα, ύ. An e. taste in the arts {sense of the beautiful), φιλοκαλία, ή : he is a man of e. taste or discern- ment, τό αισθητικόν ευ πέφυ- κεν. EXQUISITELY, -NESS. Fm adjj. Exquisite. EXSICCATE, δια-, άπο-, άνα-, καταξηραίνειν. εξ-, κατ- αυαίνειν. έξικμάζειv{ofmoistor juicy bodies). Having the proper- ty of e.-ing, έξικμαστικός, άνα- ξηραντικός, 3. EXSICCATION, ξήρανσις, αναξήρανσις, ή, or Crcl. with verbs. EXSUFFLATE, εκφυσΒν {chiefly as eccl. t. of exorcism). EXT EXSUFFLATION, τδ Ικφυ- σαν. έκφύσησις, η. EXTANT, υπάρχων, 3 (έ'τι). περιών, 3. σωζόμενος, 3. The e. works (of an author), τα σω- ζόμενα or τα ευρισκόμενα : to be no longer e., οΰ σώζεσθαι : to be formerly e., προύπάοχειν. EXTASY, EXTATIC. See Ecstasy, Ecstatic. EXTEMPORAL, -TEMPO- RANEOUS, -TEMPORARY, -TEMPORE, έξ ύπογυίου. αυ- τοσχεδιαστί. εξ αυτοσχεδίου, αυτοσχεδιαστικός, 3. To make an e. speech, σχεδιάζειν {λόγους), αΰτο-, άποσχεδιάζειν. εξ ύπο- γυίου or εκ τοΰ παρατυχόντος or εκ τοΰ παραυτίκα or εκ τοΰ παραχρήμα λέγειν, επί καιροΰ λέγειν : e. speaking, η τών λό- γων ετοιμότης. δ τών λόγων αυτοσχεδιασμός, αυτοσχέδιος, 2 and 3 : something that is made e., αυτοσχεδιασμό, τό. EXTEMPORIZE. See under Extemporary. EXTEND. H (Trans.)] τεί- vtiv, and compounds with άπο, εκ. δια, επι, πάρα, περί, προ, κατά, άνα, υπο, ύπερ, according to the different relations in space. See to Stretch. If To lengthen out by unfolding] πεταννΰναι, and compounds with εκ, δια, άνα, εκ-, άναπτύσσειν, e. g. την φά- λαγγα {by deploying fm flank to rear). *ί[ To increase] αυξάνειν, έπαυξάνειν, προβιβάζειν, πλέον ποιεϊν,προφέρειν,προάγειν,με- γαλύνειν, μηκύνειν {in length). πλατύνειν, εύρύνειν {in width). To extend one's possessions, &c, πλείω, μείζω, κτάσθαι. προσλαμβάνε ιν, προσμανθάνειν {knowledge) : to e. one's renown, εΰκλειαν κτάσθαι, περιβόητος (2) γίγνεσθαι. Ij (INTRS.) Of space or duration] τείνειν and τείνεσθαι {mid.) with their com- pounds. This education e.-d to the age of puberty, μέχρι τών ενηλίκων ή παιδεία διέτεινε : it e.'s along the harbour, παρα- τείνει τον λιμένα : to e. over athg, επι-, διαλαμβάνειν τι : to e. to athg, καθ'-, διήκειν προς or επί τι : to e. along athg, παρ- ήκειν παρά τι : the view e.'s to the forest, εξικνείται τό όμμα προς την υλην. See REACH, Stretch EXTENSIBLE, παρατείνε- σθαι ενδεχόμενος. EXTENSIBILITY, τό οίον τε είναι παρατείνεσθαι. EXTENSION. II Act of ex- tending] εκτασις,παράτασις,ή: result of this act, έκτένεια, r\. ^j Fig. : e. g. of authority] αΰ- ξησις, έπαύξησις {εξουσίας), έπίδοσις, ή {increase in size and inner value). E. of the sense of a word, μεταφορά, κατάχρησις, ή. την τοΰ ρήματος άζίωσιν παρατείνειν. καταχράσθαι τη λέξει. Q EXT EXT EXT EXTENSIVE, εκτεταμέ- νος, 3 (of room or space), μέγα?, άλη, α. πολύς, πολλή, πολύ. ευρύς, πλατύς, εΐα, ύ (ivide, broad), ευρύ-, πολύχωρος, 2 (spaciotis). άφθονος, ευμεγέθης, υπερμεγέθης, 2. An e. city, πό- λις μεγάλη or ευρύχωρος : a man of e. influence, άνήρ αξιώ- ματος πολλού, άνήρ Ικανός και ευ και κακώς ποιεϊν : e. know- ledge, εμπειρία πλείστων : a man of e. attainments, επιστα- μένος πολλά, πολυμαθής, 2 : this word has an e. signification, τοϋτ' όνομα έπι πολύ διατείνει. EXTENSIVELY. Fm adj. Extensive. EXTENSIVENESS. See Ex- tensive. EXTENT, εκτασις, παρέκτα- σις, ή (an extending) . μέτρον,τό (measure of quantity or dimen- sion). See the terms of dimension, Greatness, Length, Width, S(c. πλήθος, τό, and αριθμός, b (quantity, number, amount), περίοδος, περιβολή, περιγραφή, ν (compass). The e. of the em- pire, αρχής μέγεθος or μέτρον: e. of time, power, attainments, το τής δυνάμεως, του χρόνου, τών επιστημών, πλήθος : e. of a discourse, τό τοΰ λόγου μήκος : of an immense e., άπειρομεγέ- EXTENUATE. «H To make thin (in the material sense)] λε- πτύνειν, άπολεπτύνειν. ηΐ To reduce or lessen (propr. and fig. )\ μειούν. ελαττονν. To e. a fault, πάρα-, άποκαλύπτειυ (by con- cealing some of the circumstances) : to allege e.-ing circumstances, προφασίζεσθαι (mid.), παραι- τεΐσθαι. See to Palliate. EXTENUATION, Χέπτυν- σις, ή. λεπτυσμός, 6. έλάττω- σις, μείωσις, ή. There is some- thing to be said in e., συγγνώ- μην 'έχει, σύγγνωμόν έστι (τό πράγμα). ^» But usually Orel, with verbs. m EXTERIOR, adj. 6, ή, τό 'έξω, 'έξωθεν, εκτός. As subst. σχή- μα, τό. είδος, τό. όφις, ή. -η έκτος επιφάνεια. A handsome e., εύσχημοσύνη, ή. τό τοΰ ε'ίδους κάλλος. EXTERMINATE, αφανίζει». καθ-, άναιρεϊν. έκκόπτειν. έξ- αλείφειν. διαφθείρειν. άπολ- Χύναι. έξολεθρεύειν. To e. with fire, πυρπολεΐν. E.-d, εξώλης, 2. πανώλί θρος, 2. EXTERMINATION, άφάνι- σις, ή. άν-, καθαίρεσις, ή. δια- φθορά, ή. έκκοπή, η. πανωλε- θρία, ή. παν-, εξώλεια, ή. Α War of e., πόλεμος πανώλεθρος, η EXTERNAL, adj. 6, ή, τό εξω or εκτός. ί[ As subst. : ex- ternals] τα εκτός, τα φαινόμε- να. See Exterior, Outward EXTERNALLY, έξωθεν, ε'ις TO or τά 'έξω. (226) f EXTINCT, αποσβεσθεί*, 3. άφανιστός, 3. αφανής, 2. έξ- αληλιμμένος, 3. φρούδος, 3. Το be e., μηκέτι είναι, μηκέτι δρά- σθαι (pass.), φροΰδον εΤναι. *\\ To be extinct (of a family by death)] I έρημοΰσθαι, έξερημοϋσθαι, κε- νού&θαι, άφανί'ζεσθαι (pass.). EXTINCTION έξάλειψις, φθορά, διαφθορά, ή. % Exter- mination] Vid. EXTINGUISH, σβεννύναι, κατασβεννύναι (a flame or fire), άφανίζειν, έξαφανίζειν (fig. = exterminate, Vid.). EXTINGUISHER. Partcp. of Verb. An e. for a candle, &c, σβεστήριον σκεύος, τό, EXTIRPATE, m Propr.] εκ-, άπορ-ριζούν. H Fig•] άν- αιρεϊν, άφανίζειν (e.g. την μνή- μην τινός), άρδην άναιρεϊν. έξ- ολεθρεύειν. έκκόπτειν, s άττ' ομμάτων (Soph.) : to turn one's e.'s on athg, βλέ- πειν εις τι, προς τι : to draw the e.'s of the people upon one, προσάγεσθαι τά όμματα, ελ.- κειν τάς όψεις προς αυτόν : with one's own e.'s, αύτοψεί : to see athg with one's own e.'s, αύ- toittijj/ είναι τίνος : not to be- lieve one's own e.'s, όρώντα ά- πιστεΐν: if a person may believe or trust his own e.'s, ει χρη τοις όρωμένοιςπιατεύίΐν: to fix one's e.'s stedfastly on athg, άσκαρδα- μυκτεϊν τι : to strike the e., δή- λον, φανερόν είναι. The evil e., φθόνος, 6. βασκανία, η : to be- witch by the evil e., βασκαίνειν : with an evil (unfriendly) e., δυσ- μενώς, άπεχθώς : to regard aby with an evil e. (asJcance), ΰφοραν, υποβλέπειν τινά. εποφθαλ- με'ιν. With an e. (= regard) to, προς τι : to have an e. to one's own advantage, 7τρόβ τό εαυτοΰ κέρδος βΧέπειν, άποβλέπειν. Το look at athgwith other e.'s, άλΧως έχειν της γνώμης περί τίνος. Disease of the e.'s, όφθάλμία, ή : an inflammation of the e., όφ- θαΧμών φλόγωσις, η. όμματα φΧεγ μα'ινοντα, τά. ζηροφθαλ- μία, ή : to be afflicted with a dis- ease of the e.'s, όφθαΧμιαν, Χη- μάν : to be bad for the e.'s, την όψιν βλάπτειν : pain of the e's, άΧγηδών η or κακόν τό κατά τους οφθαλμούς : weakness of the e.'s, άμβΧνωπία, η : hole or cavity of the e., κόγχη, η : the corner of the e., koto's, οϋ, ό (ipiP to be distinguished fm κάν- θος) : outer corner of the e. (to- wards the temples), ai παρ- ωπίαι: pupil of thee., κόρη, η: the white of the e., το τοϋ οφθαλμού Χευκόν. Χογάδες, αι : a black e. (fm a bloiv), ΰπώπιον, τό : to give aby a black e., ϋπωπιάζειν τινά, ΰπώπια έντρίβειν τιν'ι : humours of the e., ai λ^μαι. In the twinkling of an e., εν άκα- ρεΐ. if Eye (of a plant)] όφ- θαΧμός, 6. *W A hole or perfora- tion] τρύπημα, τό. οπή, η. τρή- μα, τό (της βελόνης, of a needle). EYE, ν. έμβλέπειν. E.g.Xo e. intently, άτει•ίζεΐί\ See to Look, Regard. EYEBALL, γλήνη, r,. EYEBROW, όφρύς, uos, ή. To contract or knit the e.'s, συν- άγειν τάς όφρϋς. συνοφρυοϋ- σθαι. EYED (in composition), adj. Ε. g. black-e., μελανοφθαλμός, μεΧανόμματος, 2. EYELASH, βλεφαρίς, η. ai τρίχες βλεφαρίτιδες. EYELESS. See Blind. EYELID, βλέφαρον, τό. The upper e., έπικυλίδες, ai: the low- er e., ΰποκοιΧίς, ίδος, η. η κάτω βλεφαρίς. τό ύπόκοιλον του όφθαΧμοΰ. ύποφθάλμιον, τό : to shut or close the e.'s, συγ- κλείειν or συμβάλλειν or προσ- βάΧΧειν τά βλέφαρα, μύειν, καταμύειν: to open the e.'s, άνα- πεταννύναι τά βΧέφαρα : dis- ease of the e., 7ττίλωσΐ5, η. EYESALVE, κοΧΧύριον, τό. EYESERVANT, ό προσποι- ούμενος χαρίζεσθαι. (όφθαΧμό- δουλος, 6, later Greek.) EYESIGHT, το διά τών όφ- θαΧμών φώς. η όψις. To de- prive of one's e., άττοστερεΐι; tt;s όψεως : to recover one's e., άναΧαμβάνειν την όψιν. EYESORE. Ε. g. athg is an e. to me, όφθαΧμιώ (άω) τι or επί τινι. μΊσυς εστί μοί τι. ΕΥΕΤΟΟΤΗ, κυνόδους, ον- TOS, ό. EYEWITNESS, αύτότττ»|5, i7r07TTJis, ου, 6. ό τών πραγμά- Q2 FAB FAC FAC των ορατής, αυτός εωρακώς (of athg, τί). 6 παρών, όντος (of athg, τινί). To be an e. of athg, αύτοπτεΐν τι, αύτόπτηυ είναι τίνος, παρόντα Ίδεΐν τι, παρ- εΐναι, παραγενέσθαι, τινί : to know as an e., παρόντα συνει- δέναι τι. F. FABLE, s. μΰθος, δ. Χόγος, ο. §&&° μύθος, of tradition, chiefly of a mysterious and religious te- nour; Χόγος, of its historical pur- port ; as fiction, also μύθος. Sy- non. πλάσμα, τό. As AZsop's fable, άπόλογος, 6, and αίνος, 6. The f. ' of the dog,' ό του κυνός λόγος : to recite f.'s, μυθολογεΐν : to write and compose f.'s, μυθο- ποιεΐν. μυθοπλαστεΐν : a writer of f.'s, μυθοποιός, μυθοπλάστης, and λογοποιός, 6. FABLE, v. λογοποιιΐν. μυ- θοποιεΐν. As poets have f.-d, us ποιηται ύμνήκασι. FABLED, ό εν τω μύθω. See Fabulous. FABRIC. 1 Building] Vid. ^1 Make, texture] Vid. FABRICATE, έργάζεσθαι. κατασκευάζειν. ποιεΐν. δημι- ουργεΐν. *fj Impropr. : to feign] Ε. g. to f. a tale, ψεύδη πλάσα- σθαι. FABRICATION, δημιουρ- γία, εργασία, απ-, κατεργασία, κατασκευή, h. Crcl. with verb Fabricate, usually formed with -ποιία, e. g. the f. of arms, δπλο- ποίία, ή : more rarely with -ovp- γία, e. g. the f. of tiles, πλινθ- ουργία, η. ^J Fiction] VlD. FABRICATOR, κατασκευ- αστής, 6 : — of false money, παραχαράκτης, 6 : — of forged writings, πλαστογράφος, 6. FABULIST, μυθοποιός, λο- γοποιός, 6. FABULOUS, μυθώδης, 2. μυ- θικός, 3. μύθω παραπλήσιος, 2. A f. tale, μυθολόγημα, τό : f. talk, μυθολογία, ή : thro' length of time it has come to be regard- ed as f, υπό χρόνου άπίστως επί τό μυθώδες εκνευίκηκευ (Thuc.). FACE, s. If Fades, vultus] πρόσωπον, τό. όφις, ή. Before aby's f, ενώπιον or κατενώπιόν τίνος, κατά πρόσωπον τινι or τίνος : in or before the f. of (= coram), εν (dot.) : in the f. of all the world, εν όψει, εναντίον, έμ- προσθεν, πάντων, παρόντος, ούσης, όντος (e. g. εν τοις δικα- σταΐς or παρόντων των δικα- στών) : to appear or come before aby's f., Ίέναι is οφθαλμούς τινι. εντυγχάνειν τινί : f. to f., αντί- κρυ, κατάντικρυ. αντιπρόσ- ωπος, 2 : to aby's f., αντικρύ or αντικρυς (e. g. άρνεΐσθαι, to (228) deny) : to do (or say) athg to aby's f, παρόντα τιι/ά (προς αυτόν τίνα, κατ οφθαλμούς τινι or τίνος) ποιεΐν (λέγειν) τι: to call aby a robber to his f., αντικρυς άποκαλεΐν λ-ηστήν : to look aby in the f., βλέπειν εις τό πρόσωπον τίνος, άντιβλέπειν τινί. εναντίον βλέπειν: to laugh in one's f., άντικρυς εκγελάν : to fall on one's f, πρανή κατα- πίπτειν. καταβάλλειν εαυτόν επί τό στόμα (the latter 'to throw oneself 'fall down on one^s f) : likeness in person's f.'s, τό κατά την του προσώπου φύσιν όμοι- ου : to judge of aby by his f, φυσιογνωμονεΐν τίνα. See COUN- TENANCE. To have a cheerful f, φαιδρόν είναι τό πρόσωπον : to have or make a sullen f., σκυ- θρωπάζειν : a solemn f, σεμνο- προσωπία, ή. όφρύς, ύος, ή : to put on a solemn f, σεμνοπροσ- ωπεΐν. άνασπάν τάς όφρΰς (τό μέτωπον). σεμνόν και πεφρον- τικός βλίπειν (Eurip.) : to put on a sei'ious f., σπουδαίως ϊστά- ναι τό πρόσωπον : a calm and undisturbed f, καθεστώς πρόσ- ωπον, τό. See Countenance, Look, Mien. To make f.'s, μορ- φάζειν : — at aby, μορφάζων έπάγεσθαί τίνα : (with mouth or lips — to make mouths at), μυάν, μυλλαίνειν, άπο-, δια-, προμυλ- λαίνειν : to make wiy f.'s, δια- στρέφειν πρόσωπον : to make a sour f., δριμύ βλέπειν. % Bold face (in a bad se?ise)] E. g. to do athg with a bold f, άναιδώς ποι- εΐν τι : how should one have the f. to — , ποίοις όμμασιν (c.fut.). See Effrontery. To put a bold f. upon the matter, ου πολλή ν έπιστροφην ποιεΐσθαι. άποτολ- μάν. άποθρασύνεσθαι. θαρβα- λέως (or άμελώς) έχειν (προς τι) προσποιεΐσθαι. To fly into one's f., επιτίθεσθαί τινι : he dares not show his f, ου τολ- μά εις ανθρώπους έζιέναι: let me never see your f. more, μη- κέτι μοι εις όψιν ερχου. φίϋ- γε όφθήναι υπ' εμού. % Look, appearance] Vid. Upon the f. of it (e. g. it is false, fyc), ευθύς ευοράται, εναργές εστίν, αυτό τό πράγμα διδάσκει, ότι — . See Evident, Manifest. ΤΤ Front (of a building, φ?.)] Vid. ^[ Surface] Vid. FACE, v. ΤΓ To be situated opposite] άντικέΐσθαι (of inani- mate objects). άνθ-,άντικαθ-Ίστα- σθαι (to stand opposite, of per- sons), άντικαθίζεσθαι, άντιπα- ρατάττεσθαι (of' armies). ά//τι- στρατοπεδεύεσθαι (to pitch op- posite the enemy), άντικαθήσθαι (to have pitched opposite). To f. about, περιστρέφεσθαι. ^[ With ref. to prospect] βλέπειν εις τά εξω. To f. the north, προς άρ- κτους βλέπειν or τε'ινειν : a gate that f.'s the plain, πύλαι εις τό πεδίον φέρουσαι. *|| To face aby] εις όψιν ελθεΐν τινι. See under FACE, subst. άνθίστασθαι προς τίνα (to defy aby). To f. atbg resolutely, θαρραλέως εχειυ προς τι : to be able to f. aby, άντιβλέπειν δύνασθαί τινι : to f. an evil, άνταιρεΐν προς κακόν τι. καταφρονεΐν or όλιγωρεΐν τίνος : to f. death, εις θάνατον ίέναι. To f. athg out, άναιδώς διισχυρί'ζεσθαι or διατίίνεσθαι ώς — άντικρυς άποφαίνιιν, και μη δυσωπεΐσθαι λέγων, ώς — . FACETIOUS, παιγνιώδης, 2. αστείος, 3. ευτράπελο?, 3. χα- ρίεις, εσσα, εν. To be f, αστεία or γελοΐα λέγειν, χαρίεν λέ- γειν, χαριεντίζεσθαι. άστεΐζε- σθαι or άστειεύεσθαι. γελωτο- ποίίΐν. γελοιάζειν : you are pleased to be f., άλλα παιδιαν λέγεις, σκώπτεις, ω 'γαθέ. FACETIOUSLY, γελοίως. παιγνιωδώς. χαριέντως. αστεί- ων. Crcl. by paHcpp. παίζων, σκώπτων, έπισκώπτων, ούσα, ου. μετά παιδιάς (by ivay of joke). To talk f. on athg, παί- ζειν or σκώπτειν ε'Ίς τι. έπι- σκώπτειν τι. FACETIOUSNESS, γελω- τοποιία, η. γελοιασμός, 6. τό παιγνιώδες, ους. άατειότης, η- τος, η. παίγνιον, τό. παιδία, ή. FACILE. See Easy. FACILITATE, βάδιον ποι- εΐν. ΐύμαρίζειν. εύτρεπίζειν. πρόχειρον ποιεΐν. I will f. mat- ters for you, δι' ίμοΰ πάντα σοι ράδια και πρόχειρα έσται. ρα- στώνην παρέχειν or παρασκευ- άζειν τιι/ί τίνος (to assist in the performance of athg) : to f. athg very much, πολλήν βαστώνην παρέχειν τινί τίνος : to f. the progress of athg, ύπουργόν είναι τινι. ώφελεΐν τι. συμπράττειν τινί τι. συνεργόν είναι τινί τί- νος, συλλαμβάνειν τινι εις τι. συλλαμβάνεσθαί τινί τίνος : to f. aby's escape, συμπράττειν όπως άποφεύγ-η. διαπράττε- σθαι όπως ράον άποφεύ^-η. FACILITY, εύττετεια,εύμά- ρεια, ή. ραστώνη, ή. τό πρό- χειρου. F. in acting, in work, ραδιουργία, ή : f. in treating or handling athg, ευχέρεια, ή : with great f, ελαφρώς μόλα. εύπε- τώς μάλα : f. with which athg may be performed, εύττορία τι- υός. See Ease, Readiness. ^[ Means for doing athg] πόρος, 6. αφορμή, ή. To give aby f.'s to do athg or to succeed in athg, άφορμήν παρέχειν or διδόναι τινί τίνος, παρασκεύαζε ιν εζου- σίαν or καιρόν τινί τίνος, προΐ- εσθαί τινι καιρόν τίνος : to pro- cure aby all possible f.'s, απαν- τάς ων άν δέτι πόρους tiw παρα- σκευάζειυ. ^[ Facility of dispo- sition or temper] επιείκεια, ή. πραότης, ή. ευκολία, ή. εύορ- γησία (good temper). A man of remarkable f. of temper, άνηρ την φύσιν πραότατος : excessive f., FAC ανεσις, η. η άγαν (λίαν) επιεί- κεια, ύπέΐξις, η '• a person of too great f., άνειμένος, 3. ύπεικτι- ΚΟς, 3. FACING, s. (of a garment), κράσπεδου, παρύφασμα, τό. A dress with a f., έσθης παρυφα- σμένη. FACSIMILE, της γραφής or της χειρός αντίτυπου, τό. FACT, πράγμα, τό. πεπραγ- μένου, τό. έργον, τό. τό γιγνό- μενον, γενόμενου, γεγενημένον. To point out f.'s, τα πεπραγμέ- να δεικνύναι : to state the f.'s of the case, τα γεγενημένα διεζελ- θεΐν (Dem.) : to understand the f.'s of a case, μη άπολειφθή- ναι των πραγμάτων μηδέ καθ 1 εν (Dem.) : to prove by palpa- ble f.'s, επ' αυτοφώρω έπιδει- κνύναι. εζ αυτών τών έργων άποδεικνύναι. ' The very f. of — , αυτό τό — , e. g. the very f. of being hungry, αυτό τό πεινην. if In fact] έργω. αληθώς, ώς αληθώς, όντως. $j§=• It may also be expressed by particles, apa, δη, μην, και, ουν, or by emphatic position of tlie verb : now in f. this movement of the army was neither more nor less than — , ην δε αυτή ή στρατ- ηγία ουδέν άλλο δυνάμενη, η — (Xen.). FACTION, στάσις, η (aparty of citizens hostilely disposed in politics totvards an opposite party) . oi στασιώται (the persons com- posing a f). οι συστασιώται (those of the same f). oi olvti- στασιώται (those of the opposite f). To make f.'s in the state, στασιά"ζειν την πάλιν : to be divided in f.'s, στασιάζειν προς αλλήλους, διαστήναι προς αλ- λήλους : to belong to (such or such) a £, είναι μετά τίνος or συν τινι : the leader of a f., στα- σιάρχης, ου, ό : the spirit of f., τό στασιαστικόν : to be of the same (the opposite) f., συ- (avxt) στασιάζειν : the city is involved in f.'s, στάσεις η πόΧις αναιρεί- ται. See Party. FACTIOUS, στασιαστικός, στασιωτικός, 3. νεωτεροποιός, 2 (cfperso?is). στασιώδης, 2. To render ί.,εις στάσιν έμβάΧΧειν : a f. person, νεωτερίζων, b. στα- σιά'ζων, ό. FACTIOUSLY. Fmadjj. un- der Factious. To proceed f., στασιά"ζειν, εν στάσει είναι, συ- στασιά^ειν. FACTIOUSNESS, τό στα- σιαστικόυ or στασιωτικόν. FACTITIOUS, παραπεποι- ημένος, 3. υποβολιμαίος, 3. κί- βδηΧος, 2. επίκτητος, 2. προσ- ποιητός, 2. σκευαστός, 3. F. Words, ονόματα πεποιημίνα. FACTOR. if In a business'] επίτροπος, b. υπηρέτης, ου, b. συνεργός, b. if A merchant's agent] πρόξενος, προζενητής, b. See Agent, if In arithmetic] (229) FAI αριθμός b άποτεΧών. See Mul- tiplier and Product. FACTORY, if Merchants establishment in foreign lands] Crcl. with Factor. FACULTY, if Ability, pow- er] VlD. φύσις, ecus, η. δύνα- μις, ή. ικανότης, η. To have the f., δύνασθαι, δύναμιν έχειν, οί- όντε είναι, ικανόν είναι, Ίσχύ- ειν. /ιέτεστί μοί τίνος, ^gp" The notion is often to be expressed by an adj. in -ικός, e.g. that has the f. of perceiving, αισθητικός, 3 : — of commanding, αρχικός, 3. Often it is not expressed, e. g. the reflective f., τό διανοεϊσθαι : the mere mental f.'s, αύτη ή διάνοια. if Permission] εξουσία, η. if Body of teachers] σύστημα δι- δασκάλων, e. g. the f. of law, oi την τών νόμων παρέχοντες δι- δασκαλίαν. FADE, μαραίνεσθαι, άπομα- ραίνεσθαι (pass.), παρ-, έζακμά- ζειν. άπανθεΐν. Faded, εζωρος, 2 : f.-d letters, αμυδρά γράμ- ματα, if To fade (of colours)] άφανϊζεσθαι. έζανθεϊν. έζίτη- Χον γίνεσθαι. (A colour) that does not f., έμμονος, 2. δευσο- ποιός (βαφή), 2. FADING, s. μαρασμός, b. μά- ρανσις, η. τό έζωρον, εξίτηΧον γίνεσθαι. FAG. if (Intrs.) To work hard, e. g. at a study (colloq.)'] καταπονεΐσθαι (pass.), πόνοις άπο μαραίνεσθαι (pass.). ταΧαι- πωρεΐν άμφί τι. πράγματα έχειν ποιοΰντά τι. if (Trans.) To fatigue] VlD. καταττοι/εΓίΛ κατατρύχειν. άποκναίειν. F.- ing work, πόνος αηδής, b. FAG-END, άπόβΧημα, τό. FAGOT, φρύγανων or ύλης φάκελος, b. FAIL, if Not to reach, to fall short of athg aimed at] άμαρτά- νειν, άφ-, εζ-, διαμαρτάνειν τι- νός, άτυχεϊν, άποτυγχάνειν, τι- νός, φεύδεσθαιαηά σφάΧΧεσθα'ι τίνος (to be deceived in one's ex- pectations). I can't f., ετοιμόν εστί μοι, ου φευσθήσομαι, ουκ έστιν όπως ατυχήσω : I f. in an undertaking, or my undertaking f.'s, ουκ αποβαίνει (or ουκ εις καΧόυ άποβ.) μοι τό πράγμα. κακοπραγώ. See Unsuccess- ful. My endeavours have f.-d, ούδεν πράττω πονών (κάμνων). if Not to be forthcoming] άπεΐ- ναι. μη παρεΊναι. See ' to be Wanting,' under Want, v. It cannot f. to — , ουκ έστιν όπως ουκ — : I shall not f., εγώ μεν παρέσομαι. ου παραλείψω : hence, to f. aby, κατά-, προ-, έγκατα-Χείπειν τινά : I shall not f. to come, εκών or ηδέως παρέσομαι : to f. to do athg, παριέναι ποιεϊν τι. εάν τι or εάν ποιεϊν τι. I never f.-d to take my share in — , ούδενός άπ- εΧείφθην πώποτε τών — : to f. in one's duty, άμελΰν. μεθιέναι FAI ττράττειν τα δέοντα. Χείπειυ την τάζιν. έλλείπειν τοΰ δέον- τος : my strength begins to f., ασθενέστερος or άμβΧύτερος γί- γνομαι : my mental power (me- mory, &c.) begins to f., μειοΰμαι την διάνοιαν (μνήμην), δυσμαθέ- στερος γίγνομαι or αποβαίνω : one's sight begins to f., η όφις λήγει της άκμης : my heart f.'s me, άθυμώ. if To fail in busi- ness] άυατρέπειν or άνασκευά- ζειν την τράπεζαν (of a mer- chant or banker), έζίστασθαι τών εαυτοΰ or τών υπαρχόντων, τών όντων, της ουσίας, άνασκευάζε- σθαι (of a banker), άφίστασθαι τών αρχαίων, χρεωκοπεϊν (of α private person). FAIL (as subst.). Without f., άμέλει (in promising), και μάλα: 1 will come without f., εκών παρ- έσομαι. FAILING. See Fault. FAILURE, αμάρτημα, τό (a missing). To learn fm one's pre- vious f.'s, εκ τών πριν ήμαρτη- μένων μαθεΐν. ελάττωμα, τό. έλάττωσις, rj (diminution), έκ- λειφις, ελλειφις, η (omission, being wanting), if A failure of the crops] άκαρπία, η. η τών καρπών φθορά, if The failure of an enterprize] κακοπραγ'ια, η. ατύχημα, τό. άπότευγμα, τό. It is quite a f., ήτύχηται τό παράπαν. if In business] χρεω- κοπία, η. τραπέ'ζης ανατροπή or ανασκευή, η. τό τών υπαρ- χόντων έζίστασθαι. FAIN, adj. Ε. g. I would f., έθέλοιμ αν : or Orel, with advv. προθύμως. ασμένως, εκουσίως, or with adjj. άσ μένος, 3. εκών, οϋσα, όν. έθέλων, ούσα, ον. FAINT, adj. ασθενής, 2. αδύ- νατος^. αρρωστος,2. Tobecome f., μαραίνεσθαι (to lose its fresh- ness), κατατρίβεσθαι or κατα- πονεΐσθαι (by excessive work) : to be or feel f., άσθενη είναι, εζ- ασθενέΐν. άρρωστεΐν. άδυνάτως έχειν, άπειρηκέναι. λειποψυ- χεΐν, λειποθυμεϊν. έκλύεσθαι (pass.), if With ref to the spirit] See Discouraged. F. -hearted, μικρόψυχος, 2. άνανδρος, 2. τα- πεινός, 3. αθυμος : to be faint- hearted, ταπεινοφρονεϊν, μικρο- φνχεΐν, άθυμεϊν. ΰφίεσθαι (to give in, or act without vigour) : to render f. -hearted, ταπεινοΰν.άθυ- μίαν εμβάΧλειν. if Faint (of a beam of light)] αμβλύς, εΐα, υ. α- μυδρός, 3. See Dim. (Of sound), βαιός, 3. A f. colour, άμυδρόν χρώμα: a f. voice, λεπτή or φαιά (dull) φωνή. λεπτοφωνία, ή : with a f. voice, λεπτόφωνος, 2 : a f . hope, βραχεία or άμαυρά or αμυδρά έλπίς. FAINT, v. λειποφύχε iv, λει- ποθυμεϊν. έκλύεσθαι (joass.). κατηβολεϊν. ώρακιάν. To bo in a f.-ing fit, λειποφυχήσαντα κεϊσθαι. έκθανέΐν. if Impropr.: to be dispirited] Vid. FAI FAL FAL FAINT-HEARTED. See un- der Faint, adj. FAINT - HEARTEDNESS, ταττειι/ότ»/?, ?;το9, ή. το ταττε ι- υόν. υποστολή, η. μικροψυχία, 'FAINTING-FIT, Χειποθυ- μία, λειποφυχία, άψυχία, ή. εκλυσις, η. To fall into or be in af, see to Faint. FAINTLY. See Feebly, Timidly. FAINTNESS, ατονία, η. ανε- σις, η. κόπος αυτόματος, 6. FAIR, adj. f Beautifid] Vid. TI 0/" weatlier, wi?ids, £[c.] F. weather, ευδία, ή. αίθρια, ευημε- ρία, τι : in f. weather, ευδίας ού- σης : f. wind, εύφοροι/ or καλόν πνεύμα, τό. καλός άνεμος, 6. ούρος, ο. ουρία, ή : to have or sail with f. wind, άνέμω καλώ χρησθαι. κατ ουρον φέρεσθαι : if the wind continues always f., rjv αεί κατά πρύμναν ϊστηται 6 άνεμος. % Equitable, not amiss] δίκαιος, 3. επιεικής, 2. μέτριος, 3 (of persons and thitigs). 'ίσος, 3 (of thhigs). ευγνώμων, 2 (of per- sons only). It is f., δίκαιον, άξιον εστί. εικός (εστί), εοικε : it is but f. that I should do it, δίκαιος ε'ιμι τοΰτο ποιεΐν : to subject to a f. examination, δικαίως εξετά- "ζειν: to consider (athg) f, άξιοΰν. To speak f., επιεική λέγειν: to speak aby f., πείθειν τινά λόγω : to bid f. for, ελπίδα εχειν (παρ- έχειν) του — . % Of complexion : light-haired] ξανθός, 3. ξανθό- θριξ, άτριχος, 6, η: to be very f., ϋπερξανθιζειν : — of face, λευ- κός, 3. μελίχλωρος (as a lover's term of endearment for a com- pletion f. even to paleness. Plato). FAIR, s. πανήγυρις, εως, n• κοινή αγορά, ή. FAIR - COMPLEXIONED. See Fair, adj. FAIR-DEALING. See Ho- nesty. FAIR-FACED. See Fair, adj. FAIRLY. Adv. of Fair. You seem to me to have spoken f., μετρίως ε'ιρηκέναι μοι δοκεΐς : you don't speak f., ου καλώς λέ- γεις. F. and softly ! σπεύδε βραδέως. FAIRNESS, f Beauty] Vid. Equity] Vid. % Of complexion] ξανθότης, ητος, η. τό ξανθόν. τό Χενκόν, μελίχλωρον. FAIR-SEEMING, ευπρόσ- ωπος, 2. See Specious. FAIR-SPOKEN, εύεπής, 2. καλλιεπής, 2. πιθανός, 3. See Plausible. FAIRY, δαίμων, όνος, ή. νύμ- φη, ν See Elf. FAITH, πίστις, εως, η (con- viction), δόξα, ή (opinion, belief). A confession of one's £., ομολο- γία της πίστεως, η, or επαγ- γελία της πίστεως, η (as act) : a matter of f., τά περί την πί- στιν . liberty in matters of f,, (230) ελευθέρια η περί την πιστιν (eccl. t.) : to have f. in athg, πι- στεύειν είναι τι : to put f. in aby, πιστεύειν τινί or ττιστόν εχειν τινά : not to have f. in aby, ά7ΓΐστεΓι/ τινι, οΰ 7τιστοι/ εχειν τινά : to put one's whole f. in aby, μάλιστα πιστεύει τινί. άποβλέπειν προς τίνα : we have placed all our f. in thee, εν σοι έσμέν, προς σε άποβλέπομεν. Τί Fidelity] πίστις, εως, η. τό πιστόν. ιτιστοτ?/?, jjtos, η. τό μόνιμον. To give aby a pledge of one's f., πιστά διδόναι τινί : — one another, πιστά or δεξιάν δι- δόναι και λαβείν: to show an un- alterable f., φαίνεσθαι (pass.) εμ- μένοντα τη 7τίστει : to put aby's f. to the test, πειράσθαί τίνος, ε'ί εστί πιστός. U Breach of faith] απιστία, η. άθεσία, η. To guard carefully against committing a breach off., περί πλείστου ποι- ούμαι, ην τω ΰπόσχωμαί τι, μηδέν φεύδεσθαι. ^[ In faith ! (itite?j.)] ναι μά τον Αία. νη τον Αία. ω Ήοάκλεις ! η μην. FAITHFUL, πιστός, 3. εύ- π ιστός, 2. ευσεβής, 2 (the last in a religious sense), μόνιμος, 2 (that can be depended upon), όσιος, 3. χρηστός (that-does not neglect his duty), ακριβής, 2. δίκαιος (of narration or a statement). A f. friend, πιστός or χρηστός φί- λος : to remain f. to aby, παρα- μένειν τινί : — to athg, έμμένειν τινί or μένειν εν τινι : to remain f. to one's plan or resolution, ουκ έξίστασθαι της προαιρέσεως, διαφυλάττειν την γνώμην : to be f. to oneself, viz. to one's prin- ciples, character, &c, τον αυτόν είναι, οΰκ έξίστασθαι. τρόπον φυλάττειν άει τον αυτόν, εγ- καρτερεΐν, εμμενητικόν είναι, τω ηθει: to give a f. account or description of athg, απλώς, ακρι- βώς διελθεΐν. διηγεϊσθαι κατά τό όν. FAITHFULLY, ιτιστά*. ακριβώς, απλώς, άδόλως. χρη- στώς. σεμνώς. See FAITHFUL. FAITHFULNESS. See Faith. My desire of approving my f., ό έμ,ός 'έρως του έμε πι- στόν γενέσθαι (JCen.). FAITHLESS, άπιστος, κα- κόπιστος, 2. ασεβής, 2. To be- come f., to act a f. part, άποστη- ναί τίνος. άπολείπειν τινά. προδιδόναι or καταπροδιδόναι τινά (to betray), οϋ φυλάττειν την πιστιν, παραβαίνειν την πιστιν. ου παραμένειν (οΰκ έμ- μένειν) τινί : to be f. to one's duty, άμελεΐν των δεόντων. See Faithful. FAITHLESSLY. Fm adj. Faith lfss FAITHLESSNESS, απιστία, η. FALCHION, άκινάκης,ό. μά- χαιρα κύρτη, η. FALCON, ιέραξ, ακος, δ. κίρ- κος, ο. A young f., ιερακιδεύς, δ. ίερακίσκος, ό : to scream like a f., ιερακιζειν. FALCONER, ϊερακοβοσκός, ' FALCONRY. Crcl. withwords under Fowling and Falcon, Hawk. FALL, v. T[ Propr. (= ca- dere)] πίπτειν, καταπίπτειν. πταίειν, όλισθάνειν, σφάλλε- σθαι (pass. ; by a false step or slip). The leaves are f.-ing fm the trees, καταρρεϊ τά φύλλα από τών δένδρων. % In zvar, in a combat] πίπτειν. άποθνή- σκειν. Fallen, θανών, κείμενος: the town is fallen, εάλω η πό- λις. ΤΙ Of snow, rain, hail] γί- γνεται or καταφέρεται (pass.) χιών, όμβρος, χάλαζα. % Το be reduced, to go doivn] άνα-, υποχωρεϊν (of fluids which re- cede and diminish), έλαττοΰ- σθαι, μειοΰσθαι (pass. ; to be di- minished, e.g. in authority, power, &£C.). ταπεινοΰσθαι (pass.) and αφανή γίγνεσθαι (of persoiis and states fm their former elevation), or άφαιρεθήναι την άξίωσιν. άθυμεΐν, άπυβάλλειν την ελπί- δα (of courage, hopes, 8[c). The prices of commodities are f.-ing, αι τιμαι τών ών'ιων πίπτουσι: the price of corn was f.-ing, at του σίτου τιμαι έπ' ελαττον έβάδι'ζον. 6 σίτος έπανήκεν (α- bated) : the wind f.'s, 6 άνεμος αναπαύεται. U With preposi- tions and other phrases] To f. asleep, καταφέρεσθαι εις ύπνου, 'ύπνου τυγχάνειν or λαγχά- νειυ. ύπνος λαμβάνει με. To f. among thieves, περιτυγχάνειν λήσταις. To f. asunder, λύεσθαι, διαλύεσθαι, διαπίπτειν, δια- χεϊσθαι (pass.). To f. at aby's feet, προσπίπτειν προς τά γό- νατα τίνος, προσπίπτειν τινί, ίκέτην προσπίπτειν τινί. κατα- βάλλειν εαυτόν προς τους πό- δας τινός. προσκυνεΊν τίνα : to f. at variance, διαστηναι. See ' to Fall out.'' To f. aivay, άφίστα- σθαι, άποστηναι. See to DE- SERT, Revolt. To f. back, ava- πίπτειν, ύπτιον καταπίπτειν (backwards, on one's back) : to f. back (again) into one's old sins, πάλιν τοϊς αύτοΐς άμαρτήμασι περιπίπτειν : they halted and fell back, ύπέμενον ύστεροι: to have something or plenty to f. back upon, άφορμάς (πλείστας) εχειν. Tof. down, καταπίπτειν. καταφέρεσθαι. To f. foul of, προσκρούειν τινί. Tof. forward, προπίπτειν. To f. from athg, καταπίπτειν από τίνος, εκ-, άποπίπτειν τινός. To f. ill, άσθενεϊν. To f. in with (= to meet ivith, light upon), έντυγ- χάνειν. See also to Accord, to Coincide. To f. into athg, έμ- πίπτειν εις τι. είσβάλλειν, έκ- βάλλειν εις τι (of rivers, S[c.): to f. into suspicion (disgrace, mis- fortune, &c), περιπίπτειν υπ- FAL οψία : to f. into a swoon, Χειπο- ψυχεΐν, Χειποθύμειν : — an ill- ness, περίπιπτε ιν νόσω: — a trance, εκστηναι : to f. into obli- vion, κρύπτεσθαι λήθη. άφανί- 'ζεσθαι : — into errour, σφάλ- λεσθαι. πλανάσθαι : let us not f. into the same fault we con- demn in others, μη πάθωμεν ο επιτιμώμεν : to fall into aby's hands {power), έμπίπτειν εις τινας : a town fell into the ene- my's hands, έάλω -η πόλις : — into my hands, κρατώ της πό- λεως : to fall into the hands of pirates, περιπίπτειν πειρά- ται^ {Plut.) : a book f.'s into my hands, έντυγχάνω βιβλίω : to f. into ( =z invade a country), εμ-, είσ/3άλλε«ι/ ει? την χωράν. To f. on, see ' to Fall upon.'' To f. of, see ' to Fall aivay from.'' άπορρεϊν {of haves, feathers, Qc.), also μαδαν, τριχορροεΐν {of the hair). To f. off {— to deterio- rate), χείρω {χείρον) γίγνεσθαι, διαφθείρεσθαι. Ύ of. out {prop.), έκπίπτειν τινός, έκ τινός : {im- propr.) to Befall, Happen. Vid. A question that had fallen out between us on the way, λό- γος os ημιν κατά την οδόν έν- ίπεσεν. See also to Quarrel. To f. short, ένδεΐν τίνος. See to Fail. To f. to {propr. ; e.g. of a lid, door, £[ϋ.),συμπίπτειν. κλεί- εσθαι : to f. to one's share, πάρα-, προσπίπτειν : athg f.'s to me, τυγχάνω τινός, also περιπίπτω τιν'ι. γίγνετα'ι μοί τι. ή τύχη δίδωσί μοί τι. Χαγχάνω τινός : the portion wch f.'s to me, τό μοι επιβάλλον μέρος : to f. to (at a meal), έπ it ίθ ε σθ at : tof. to work, έπιχειρεΊν. See ' to Set to.' To f. to plundering, εφ' άρπαγην τρέπεσθαι. To f. together, συμ- πίπτειν : — by the ears, see to Quarrel. To f. under {e. g. the dominion ofaby), ΰποχείριον γί- γνεσθαι τινι. See Dominion, Power. To f. upon, έμ-, προσ- πίπτειν τινί. πίπτειν προς τινι or περί τι : the shadow f.'s upon athg, η σκιά προσπίπτει εις τι : to f. upon a sword, περι- πίπτειν ζίφει : to f. upon the ground, χαμαι πίπτειν, κατα- πίπτειν, with and witlwut επί της γης, έπι τοϋ εδάφους {on the floor). To f. upon (= to attack), επιτίθεσθαι, έμβάλλειν τινί. επιφέρεσθαί τινι or επί τίνα. έπικεΊσθαί τινι. έφορμαν τινί or προς τίνα : to f. upon aby's neck, προσπίπτων τινί, περι- πτύσσεσθαι{ιηιά.)αηάπεριβάλ- Χειν τινά : to f. upon a thought, επέρχεται μοι {a thought occurs to, or sfri/ces, me) : to f. upon a subject of conversation, εμπί- πτειν εις λόγον : the conversa- tion f.'s upon a subject, b λόγος περιήκει εις τι. γίγυεται λόγος περί τίνος or περί τι. The lot f.'s upon aby, Χαγγάνει τις: the choice f.'s upon aby [— aby is (231) FAL , αιρεΐταί, χειροτονεί- ται, τις : the blame f.'s upon aby, εν αιτία εστί τις. την α'ιτίαν {τινός) έχει or φέρεται τις. επιφέρεται τινι η αιτία τινός : noy resentment f.'s upon aby, εν οργή ποιούμαι τίνα : athg f.'s hard upon me, βαρέως, χαλεπώς φέρω τι. αχθομαί τινι or τι : the loss f.'s upon me, "ζημιοΰμαι, βλάπτομαι, φέ- ρομαι την ζημίαν, βλάβην : to f. upon {of a point of time), e. g. the festival f.'s upon this day, η έορτίι καθήκει εις την νμέραν ταύτην {Plut.). To let f., άφ- ιέναι. εκβάλλειν : he let the sword f., έζέπεσεν αύτοΰ της χειρός τό ξίφος : to let f. {e. g. a plummet), καθιέναι, καταβάλ- λειν: — an expression, προίεσθαι ρήμα : to let oneself f., πίπτειν, κατά-, προπίπτειν. FALL, s. πτωσις, η {the act of falling), πτώμα, τό. πταί- σμα, τό. όλισθος, ο, and ολί- σθημα, τό {a fall caused by a false step or slip). To have a f., πίπτειν, καταπίπτειν: I had a very severe f., σκληρόν τό πτώμα γίγνεταί μοι : to threat- en its f., μέλλειν καταπεσεΐν : to get up fm a f., εκ του πτώμα- τος άνίστασθαι : to cause the f. (of athg), ποιεί ν πεσεϊν, κατα- βάλλειν, σφάλλειν. H Down- ward tendency of a heavy body, 4fC.] ροπή, η. φορά, καταφορά, η. ΤΤ Diminution {in the height of a liquid body)] άναχώρησις, υφεσις, μείωσις, ελάττωσις, η {also of price). *\[ Fall fm the height of power] πτώμα, τό. πταίσμα τό. συμφορά, η. τα- πείνωσις, η. όλεθρος, 6. ^[ De- struction, overthrow] Vid. The state was declining towards its f., η πόλις εις χείρον έτρέπετο or προς or επί χείρον εκλινεν. FALLACIOUS. See Deceit- ful, Deceptive. The testimony of the eyes is very f., άπατης με- στή η διά τών ομμάτων σκέψις. FALLACIOUSLY. SeeOn- CE1T FULLY FALLACIOUSNESS. See Deceit, Deception. FALLACY. See Deceit, De- ception, σφάλμα,τό {mistake). παραλογισμός, 6 {false reason- ing), παρεζέλεγχος {in refuting) . To commit a ΐ.,παραλογίζεσθαι, παρεζελέγχειν. FALLIBILITY, -LIBLE. Crcl. with verbs under to Fail. FALLING, s. See Fall, s., or Crcl. with infin. or partcp. of verbs under to Fall. FALLING-SICKNESS, τττω- ματισμός, b. επιληψία, fj. To have the f.-s, πτωματ'ιζεσθαι {pass.). FALLOW, adj. άγεώργητος, 2. αργός, 2. To lie f., άργεΐν : a field that lies f., νεός, η. νεά, η. νέωμα, τό. αγρός αργός, ο : the time of lying f., νεατός, b. FAL FALLOW, v. νεοΰν, νεάν. A f.-ing (= state of being f.), νέασις, η, and νεασμός, b. FALSE. ΪΙ Not true] ψευ- δής^. έψευσμένος,Β. πλαστός, 3. To have or entertain a f. no- tion of athg, ψευδή δόζαν περί τίνος έχε ιν : f. evidence or wit- ness, ψευδομαρτυρία, η : to give f. evidence, to bear f. witness, ψευδομαρτυρεΐν. τά ψευδή μα p- τυρεΐν : a f. oath, ψευδορκία, η : to take a f. oath, ψευδορκεΐν. ^[ Not genuine] υποβολιμαίος, 3. ΰπόβλητος, 2. νόθος, 3 and 2. προσποιητός, 2 {disguised, feign- ed), κίβδηλος and αδόκιμος, 2. παραπεποιημένος, 3. F. hair, κόμαι πρόσθετοι, αϊ. One who bears a f. name, ψευδώνυμος, 2 : af. key, ψευδοκλείδιον, τό. (φ^* And many other compounds with ψευδ-,for wch see under the seve- ral nouns.) F. coin, κίβδηλον νόμισμα, παραχάραγμα, τό : he made a f. seal and opened the letter, παραποιησάμενος σφρα- γίδα λύει τάς επιστολάς. ^\ Not right] ουκ ορθός, 3. ουκ ακριβής, 2. οΰ κατά τό όν. See Wrong. U Not true or faith- ful] άπιστος, 2. κακότροπος, 2. ύπουλος, 2. «See Faithless. To play aby f., see to Deceive, ff Vain, unfounded] κενός, μάταιος, 3. F. glory, κινοδοζία, η : f. reasoning, παραλογισμός, b : f. step, κενεμβάτησις, η. FALSE-HEARTED. «See De- ceitful. FALSEHOOD. II Concrete: lie] VlD. ψεΰδος, τό. πλάσμα, τό. ΤΙ Abstr.] See Falseness. FALSELY, ψευδώς, φαύ- Χως. παρανόμως, πλημμελώς. To accuse aby f., α'ιτίαν ψευδή έπιφέρειν τιι/ί. συκοφαντεΐν {τίνα): to interpret f., παρεξ- ηγεϊσθαι : f. so called, ψευδώ- νυμος, 2 : to judge f., παρακρί- νειν: to reason f., παραλογίζειν. i^gp• And other compounds with ψευδ- and πάρα-, for wch see the several words. FALSENESS. If Want of truth] τό αναληθές, τό ψευδές. 11 Spuriousness] κιβδηΧία, η. δό- λος, b. IT Duplicity, insincerity] απιστία, η. κακοτροπία, η {of character). See Deceit. FALSIFICATION, διαφθο- ρά, η (e. g. of a document, πλα- στογραφία). κιβδηΧία, κιβδη- λεία, η (of coins), παραποίησις, η {counterfeiting). FALSIFIER, ό διαφθείρων, κιβδηλεύων, π αραποιούμενός τι. πλαστογράφος, ο. FALSIFY, διαφθείρειν {g. t. esply of tvrilings, an agreement, Qc). κιβδηλεύειν and κίβδηλον ποιεϊν {of weight, measure, fyc). παραποιεϊν and mid. {to counter- feit), $|p παρακόπτειν esply of coins, and παραγλύφειν of seals. To f. a document, διαφθείρειν or μεταγράφειν γραμαατεϊυν. FAL FA Μ FAN ττλαστογραφεΐν. ί[ Falsified] διεφθαρμένος, 3. κίβδηλος, 2. αδόκιμο?, 2. FALSITY. See Falseness, Falsehood. FALTER. IT To hesitate in ut- terance] διαπταίειν, ψέλλιζε ιν, βατταρίζειν, βαμβαίνειν (to stammer fm defective utterance). T[ 7b be checked in one's utterance (by fear or other emotions)] h φω- νή (γλώσσα) ίσχεται, also άπο- ρεΐν λόγων, διαταράττεσθαι (pass.). One that f.'s in his speech, ισχόφωνος, 2 (stuttering, e.g.fm intoxication). FALTERING, βατταρισμός. φελλισμός, ό. ψελλότης, ητος, ή. -See awder Falter. With- out f., άόκνως : to answer with- out f., ουκ όκνεΐν άποκρίνασθαι. FAME, f Λβ /wri] VlD. «if Glory, renown] δόξα, ή. δόξα καλή or χρηστή, η. ευδοξία, η. κλέος, τό. εΰκΧεια, h- 'όνομα, τό. Χαμττρότης, ητος, ή. έπαι- νος, 6. To acquire some f., δόξης τυγχάνειν. δόξαν κτάσθαι. δό- ξαν or εΰκΧειαν λαμβάνειν (αϊτό τίνος), ενδυξον γίγνεσθαι, κα- λώς άκούειν : — by athg, εύδο- κιμεΐν επί τινι, ενευδοκιμεΐν τινι : f. acquired in the career of one's life, δόξα εξ άπαντος του αιώνος συνηθροισμενη : to be in- different about f., δόξης όλιγω- ρεΐν : the f. of great deeds or ac- quired by such, η του διαπράξα- σθαι μεγάλα δόξα. FAMED. «See Celebrated. FAMILIAR, adj. f Pertain- ing to a family] See Domestic. U Intimate] οικείος, 3. συνήθης, 2. ττιστός, 3. To be f. with aby, συνήθη εΧυαί τινι. εμπείρως εχειν τινός : to be on f. terms with aby, ο'ικείως διακεΐσθαι (or εχειν) προς τίνα or χρησθαί τινι : f. intercourse with aby, οί- κειότης τινός or προς τίνα. συν- ήθεια προς τίνα : to know aby by f. experience, συνωμιληκώς είδέ- ναι : a f. friend, 7τιστός τις. τών πιστών or των επιτηδείων εις : — of aby, συνήθης ων τινι. ο'ικείως έχων προς τίνα : to be too f. (= to take liberties) with aby, ο'ικειότερον χρησθαί τινι. U Affable] Vid. ομιλητικός, 3. προσήγορος, 2. % Of persons] To be f. with athg, εμπείρως εχειν τινός, ακριβώς ε'ιδέυαι τι: to make oneself f. with athg, εμ- πειρίαν κτάσθαι, εμπειρον γί- γνεσθαι, τίνος, εις συνήθειαν άφ- ικνεΐσθαί τίνος : f. with the Greek language, γλώττης Έλ- ληνικης εμπειρος,Ί: he had been f. with the constant exercise of power, ξυνεχώς ώμιλήκει Trj άρ- XV• ίΐ Of things : customary, be- come easy by long use] συνήθης, 2. σύντροφος, 2. οικείος, 3. F. language, συνήθεια, ή : a f . ex- pression, λέξις συνήθης, rj. ρήμα σύνηθες, τό. FAMILIAR, s. σύνοικος, 6. (232) δμωρόφιος, 6 (an inmate of the house), οικείος, δ. δ φοιτών, ώντος, τινι (a friend of the house). To be aby's f., συνοικεΐν τινι. ε'ισοικειοΰσθαι (pass.) προς τί- να. FAMILIARITY. ^Intimacy] ο'ικειότης, ητος, η. συνήθεια, ή. To be on terms of f. with aby, οίκείως χρησθαί τινι. U Con- descending intimacy] See Con- descension. FAMILIARLY. ^#. to live with aby f., οίκείως εχειν or δια- κεΐσθαι προς τίνα. συνοικεΐν τινι : to have conversed f. with aby, συγγεγονέναι τινι. See Fa- miliar. FAMILY, οίκος, b. οίκεται, ων, οι (with ref.tof life), οικία, η, and γένος, ους, τό (with ref. to descent) : or Crcl. by παίδες και γυναίκες, οι προσήκοντες, οι οίκοι (of such as are fm their home). One's f. and familiar friends, οι προσήκοντες και oi οι- κείοι : they emigrated with their f.'s, έξηεσαν αύτοι και παίδες και γυναίκες : to have a f., τέκνα εχειν : belonging to the f., οι- κείος, 3 : of a good f., ευγενής, 2 : of an obscure f., εξ άσημου γένους ων : men of f., οι φύν- τες αγαθών πατέρων. See DE- SCENT. To come of an honest f., γονέων είναι χρηστών : f. af- fairs, οίκεΐα, ων, τά. τα οίκοι, τα περί or κατά τον οίκον : a f. vault, πατρωαι θηκαι, αι. ηρίον πατρωον, τό : a f. fault or defect, κακόν εμφυτον, τό : f. happiness, ή κατ' οίκον ευδαιμο- νία : the head of the f., πατήρ, πατρός, δ. οίκου δεσπότης, ου, δ. ο'ίκου κύριος, δ : mistress of the f., ο'ίκου δέσποινα, η : f. name, κοινόν άπό συγγενείας όνομα, τό : f. altar, εστία, η : a friend of the f., οικείος, δ. δ φοιτών, ώντος : to be such, ε'ισοικειοΰσθαι (pass.) προς τίνα. FAMINE, λιμός, δ. A great f., λιμός Ισχυρός: there is a f. all over the land, λιμός γίγνε- ται ανά, or λιμός κατέχει, πά- σαν την χώραν : death caused by f. or starvation, ν υπό λιμοΰ φθορά, τό άποθανεΐν λιμώ. FAMISH. IT (Trans.)]' άπο- κτείνειν λιμώ, Χιμοκτονεΐν. *ΤΤ (INTRS.)] άποθνήσκειν or δια- φθείρεσθαι Χιμώ or υπό Χιμοϋ. ένδεια τροφής διαφθείρεσθαι (pass.). In a f.-ing condition, λι- μόθνης (ητος), λιμώττων (ούσα, ον). πειναλέος, 3. κακώς έχων (ούσα, ον) υπό λιμοΰ : f.-d, εκ- λιμος, 2. Χιμώ διεφθαρμένος, 3 (killed with hunger). FAMOUS, περιβόητος, δια- βόητος, εϋκλεής, 2, ονομαστός, 3 (of whom much is spoken), 'έν- δοξος, εϋδοξος, ευδόκιμος, 2 (of whoma high opinion is entertained), λαμπρός, 3. περίβλεπτος, επί- σημος, επιφανής, 2. φανερός, 3 (shining, distinguished). F. for athg, ευδόκιμος επί and εν τινι, περί and προς τι : to be f., εύ- δοκιμεΐν. δόξαν or κλέος εχειν. εϋκλειαν κεκτησθαι. περιβό- ητον, Qc, είναι : he is f. for elo- quence, περί τους λόγους δεινός είναι δοκεΐ : to become f., λαμ- πρόν, SfC, γίγνεσθαι, δόξαν λαμβάνειν, δόξης τυγχάνειν. εϋκλειαν κτάσθαι : to render f., ένδοξον, £{C., καθιστάναι τινά. δόξavor κλέος περιάπτειν,περι- τιθέναι, παρασκεύαζε ιν, παρ- έχειν τινι : rendered f. by the sad fate which befel him, του πάθους τη δυστυχία ονομασθείς. FAMOUSLY. Fm adjj. un- der Famous. FAMOUSNESS. See Cele- brity. FAN, s. ριπίς, ίδος, η, and ριπίδιον, τό (for fanning fire), φϋγμα, τό (for cooling oneself). (Mod. Gr. άνεμιστήριον, τό). Winnowing f. (vannus), Χικμός, ό. λίκνον, τό. FAN, ν. ΤΙ Propr.] ριπίζειν. φύχειν. The act of f.-ing, ρι- πισμός, δ. οίπισμα, τό. ^ Fig.] εγείρειν (fm fanning into aflame), e. g. the flame of war, &c, εγεί- ρειν πόλεμον, στάσιν. FANATIC, s. Imitate by νυμ- φόληπτος, 2 (as fanaticus, prps in ref. to Famius). δαιμονιόλη- πτος, 2. ενθουσιαστές, δ, and ένθουσιάζων, -ών, θεοφορηθείς, θεοφόρητος, 2. βακχεύων, δ. δ περί τά θεία ώσπερ μανείς, μαι- νόμενος, or ώσπερ εμμανώς Ίδιο- γνωμονών. FANATIC, FANATICAL, adj. Crcl. with FANATIC, s. εν- θουσιαστικός, 3. μανικός, 3. FANATICISM. Crcl. with words under Fanatic, s. ενθου- σιασμός, δ. ένθουσίασις, η. μα- νία, η. FANCIFUL, φαντασιώδης, 2. φαντασιαστικός or φαντα- στικός, φανταστός, 3 (fantastic, or created by the fancy). In a bad sense, Χηρώδης (unmeaning), άτοπος, 2, καινός, 3, παράδοξος, 2 (strange, particular). 1J Of per- sons — capjricious, wayward] δύσ- κολος, 2. δυσάρεστος, 2. δυσ- τράπελος, 2 (difficult to please). What a f. person you are ! ω δαι- μόνιε ! ώ θαυμάσιε ! FANCIFULLY. Fmadj. Fan- ciful. FANCY, s. δόξα, v. φαντα- σία, η. ο'ίησις, η (an unfounded mental conception), υπόνοια, η. επίνοια, r\. επινόημα, τό (a sud- den thought). The f. strikes me, επινοώ τι. See Imagination. φάντασμα, τό (a creature of the f). Full of all kinds of f.'s and a deal of nonsense, μεστός ειδώ- λων παντοδαπών και φλυαρίας πολλής, επιθυμία, η (inclina- tion, Vid.). I have a f. for athg, ήδομένω μοί εστί, or εν ήδον?} μοί εστί, τι : to take a f., see Liking. Being taken with a f. FAtf FAR FAS for this, ταΰτα άγασθε /s. See Whim, Caprice. FANCY, v. II To imagine] ο'ίεσθαι (aor. ο'ιηθηναι), δοζάζειν, ύποΧαμβάνειν, δοκεΐν (seq. infin.). διανοίϊσθαι (aor. διανοηβηναι), seq. ώς and partcp. To make aby f. that — , τοΰτο τίνα εζαπατάν ώς — . To f. to he somebody, δοκεΐν είναι τι : one would f., νομί\οις αν, Χέγοις αν: I should f., δοκεΐ μοι. κινδυνεύει or κιν- δυνεύουσι (c. infin.). ^[ To like\ Vid. I f. athg, ηδομένω μοί εστί τι. FANG, χαι/λίόόΌυε, οντος, ό: pi. άμυντηριοι οδόντες, οι. % Claw] Vid. FANTASTICAL. See Fan- ciful. FANTASTICALLY. See Fancifully. FANTASY. See Fancy. FAR, adj. See Distant. FAR, adv. -πόρρω (g. t.). μα- κράν (f. off), or πολλην όδόν (a good ivay off). How f. is it to such a place ? πόση ή οδός (e. g. εξ 'Αθηνών είς Θήβας) ; πόσος 6 πλους εις το χωρίον; to be f. fm athg, πόρρω είναι τί- νος, μακράν άπέχειν τινός or άπό τίνος, μακράν άπεϊναι : to live f. fm aby, μακράν άποικεΐν τίνος : f. on, πόρρω or επί ποΧύ : f. into or towards, πόρρω τινός : as f. as possible, is το επι πλεί- στον, ως πορρωτάτω : fm afar, πόρρωθεν, εκ ποΧλού : very f., extremely f., άμήχανον όσον : to extend f., επι ποΧυ τεί- νειν : to go f. in advance, προ- ϊέναι επι ποΧύ : f. and wide, f. and near, πανταχού, fj Gene- rally denoting degree or measure] As f. as to a certain spot, μέχρις ενταύθα, μέχρι τούτου. So f. (to such a degree), εις τοΰτο or εις τοσούτον, επι τοσούτον : to go or come so f. in athg as, &c. (c. infin.), εις τούτο or τοσούτον άφικέσθαι, προϊέναι, προέρχε- σθαι, προεΧαύνειν, ηκειν τινός, ώστε. τοσαύτην ύπερβοληνποι- εϊσθαι, ώστε : I see that things have gone so f., ορώ τα πράγ- ματα εις τούτο προηγμένα : things are not yet so f. gone, ούκ εστί πω τά πράγματα εν τού- τω : to go f. in athg, προκόπτειν εις τι : as f. as I am able, καθ' Οσον άν όιός τ ώ (or δύνωμαι) : you are pretty f. gone in love, πόρρω il πορευόμενος τού έρω- τος (PI.) : as f. as possible, καθ' Οσον Ιφικτόν εστί : to go too f. in athg, ύπερβάΧΧειν το μέ- τριου : f. fm it ! ποΧΧού γε και δίω (or δεϊν). ούδ' όΧίγου δεϊ : I am f. fm doing athg, ποΧΧού δέω ποιεϊν τι : I am f. fm think- ing or believing, ποΧύ απέχω, πόρρω ειμί, απειμι, τού νομί- ΐειν: I am f. fm attempting to defend myself, ποΧΧού γε δέω του άπυΧογεϊσθαι ύπερ έμαυ- τού : I am so f. fm — , τοσούτον (23•5) άπεχω του — . ούτω πόρρω απ• ειμί τού — : f. fm (this) — , even, or, not even (that), or, I am so f. fm — , that I (do not) even — , ούχ όπως — άλλα καί or άλλ' ουδέ, e. g. f. fm taking to flight, he did not so much as quail, ούχ όπως εφυγεν, άλλ' ούδε έτρε- σεν : you are so f. fm being grateful to them, that you even take part agst them, οϋχ όπως χάριν αύτοΐς έχεις, άλλα καί κατ αυτών πολιτεύη : f. fm giving it for nothing, you would not even part with it for less than its value, μη ότι προίκα δοίης άλλ' ούδε εΧαττον της άζίας Χαβών : f. fm making an effec- tual resistance, they did not even save their lives, ούχ όσον ουκ ημύναντο, άλλ' ούδ' έσώθησαν : f. fm being able to help their friends, they could not even save themselves, ούχ οίον ώφεΧεϊν δύναιντ άν τους φίΧους, άλλ' ούδ' αυτούς σωζειν : like is so f. fm being friendly to like, that the very contrary to this takes place, παντός δεϊ το όμοιον b- μοίω φίλον εΊναι,άΧΧ' αυτό του- ναντίον εστί τούτου (ΡΙ.) : — in so f. as — , όσον, εφ' όσου : thus f., ταύτη : enough said so f, και ταύτα μεν δη ταύτα : as f. as this goes, διά γε τούτο : enough, as f. as I am concerned, εμοιγε ικανως : f. better, ποΧύ or ποΧ- Χω άμείνων or κρείττωυ : to excel aby (by) f., ττολύ διαφέρειν τινός. FARCE, παίγνιον, τό. FARE, υ. IJ Journey onward] See ' Go on.' TJ To be in any state (good or bad)] εχειν, δια- κεϊσθαι, πράττειν (as progres- sive), πεπραγεναι (as perfect state). To f. very badly, εσχά- τως διακεΐσθαι : to f. pretty well, εύ πράττειν. It f.'s with me as it does with most, πέπονθα τό τών ποΧΧών πάθος. ^J To live (with ref. to food)] See Live, Feed. FARE, s. % Hire for carriage] ό της άγωγης or κομιδης μισθός. 1J Pood] σιτία, τά. εδέσματα, τά. Simple or plain f., οίλ ες, ων, οι : the f. of a patient, τ α τοις άσθευούσι διδόμενα σιτία. FAREWELL, χαίρε, ερρω- σο. υγίαινε : pi. χαίρετε, ερ- ρωσθε, υγιαίνετε. To bid f, χαίρειν Χέγειν τιν'ι. έρρώσθαι φράζειν τιν'ι. χαίρειν εάν, κε- Χεύειν, τινά (or τι), άσπάζε- σθαί τίνα : to bid aby the last f., άσ7τάζεσθαί τίνα τό ϊσχατον ασπασμα : to come to aby to bid him f, άσπασόμενον έντυγχά- vnv τιν'ι : to leave without say- ing f, άποΧείπειν άπροσηγόρη- τον. See Good bye ; Leave, s. FAR-FETCHED. Crcl.with άνα"ζπτεϊν μακράν. FARM, s. χωρίον μισθωτόν, τό. To take a f., μισθούσθαι (conducere), ερ'γολαβεΐν (redi- mere). See Estate, Country- seat. FARM, v. 1 To cultivate lands] See to Cultivate, if To take on lease] μισθούσθαι (conducere). εργοΧαβεϊν (redi- mere). To f. tolls or public re- venues, τεΧωνεϊν. ώνεϊσθαι τά τέλη. II To farm out] μισθούν, άπομισθούν. FARRIER, 6 των 'ίππων Ιατρός. Ίππίατρος, ό (a horse- doctor). FARROW, s. (a litter of pigs), g. t. τόκος, 6. κύημα, τό. FARROW, v. (g. t.) τίκτειν, άποκυεϊν. FARTHER, FARTHEST. See Further, Furthest. FARTHING, prps to be ren- dered by τεταρτημορίου, τό (i.e. the fourth part of an obolus). See Penny. FASCINATE, βασκαίνειν. See to Charm. FASCINATION, βασκανία. See Charm. FASCINE, φρύγανων or ύλης φάκεΧος, ό (g. t. for any bundle of brushwood). FASHION, s. 1 Custom] Vid. TI In a more extended sense] χρεία, η. τρόπος, 6. εθος, τό. After the present f, ε is or κατά τον νύν τρόπον : to be the f., εν εθει είναι or γίγνεσθαι, έπι- κρατεΐν. άκμάζειν. τιμάσθαι (pass.) : to become the f, εκνι- καν. επιθυμητάς λαμβάνειν, εθος γίγνεσθαι, καθίστασθαι ε'ις εθος : out of f., άηθης, 2. άρχαϊος, αρχαϊκός, 3 (str. tt.) : to be out of f., άρχάΐον είναι : to go out of f, παΧαιούσθαι, άπαρχαιούσθαι (pass.) : to dress after the f. of the Medes, έΧέσθαι στολην Μηδικην : men of f, ol χαρίευτες (PL), οι εύτράπεΧοι. See Fashionable. FASHION, v. See to Form, to Make. FASHIONABLE, καινότρο- πος, καινοτόμος, 2. ες τον νύν τρόπον πεποιημένος, 3 (after the fashion), πρόσφατος, 2. καινω τρόπω or κατά καινόν τρόπον έξειργασ μένος, 3. τού νύν τρό- που (netv, quite after the fashion), also νομικό μένος, 3. 6, η, τό εν εθει. κεκαλΧωπισ μένος, 3 (sty- lishly dressed or adorned). FASHIONABLY, καινω τρό- πω or κατά καινόν τρόπον. See the adj. FAST, υ. νηστεύειν. άσιτεΐν. μη απτεσθαι or άπέχεσθαι σί- του. See Fasting. FAST, S. νηστεία, ασιτία, η. To observe a f., νηστεύειν : to break one's f., άρισταν. άριστο- ποιείσθαι : not having broken one's f, άνάριστος, άναρίστη- τος, 2. FAST-DAY, ύπερθέσιμος, η (ημέρα), νηστιμος ημέρα, η. FAST, adj. ΤΙ Quick] ταχύς, «Γα, υ. όζύς, εΐα, ύ. ώκύς, εϊα, FAS FAT FAT ύ. ελαφρός, 3. εύπετης, 2. ^J Firm] ViD. P. colour, δευσό- ποιος βαφή [Plat.). FAST, adv. % Swiftly] ταχύ. ταχέως, ελαφρών. εύπετώς. μετά σττουδ^ς. To run f., Βρο- μώ θεϊν. to move f., δρόμω φέ- ρεσθαι (pass.) : as f. as possible, b τι τάχιστα, την ταχίστην. ώς δυνατόν τάχιστα : as f. as I Was able, ώς εΤχου τύχουν, ipp* α /so Orel, with ο'ίχεσθαι, e. g. ωχετο άπελθών (he made off very /'.). It rains f., ύδωρ πολύ γί- γνεται έζ ουρανού, ύει πολλω : a f.-sailing vessel, ταχεία or τα- χυναυτούσα ναύς, ή. ταχεία τριήρης, ή. Τ| Firmly] Fm adj. Firm. To stand f., ασφαλή εΐ- ναι. άκ'ινητον στη ναι : to hold £,, κατέχειν. κρατεΐν. φυλάτ- τειν : to bind f., καταδεΐν: to hold f. to athg, εχεσθαι, άντέχε- σθαί τιι /os : — to one's opinion orpurpose, εγκαρτερείν οϊς έγνω- κε : to sit f. (on horseback), εχε- σθαι του Ίππου : to set f. (= imprison), άπάγειν εις φυλακήν. δεϊν : to stick f., εχεσθαι (e. g. εν πηλω, εν απορία, εν κακοϊς). άπορεϊυ : — in a speech, διαπο- ρεΐσθαι λέγοντα, ταράττεσθαι μεταζύ λέγοντα : to be f. asleep, βαθύν [sc. ύπνον] κοιμάσθαι : while all were f. asleep, ττεοϊ πρώτον ύττνον : to abide f. or firmly by athg, εμμένειν τιν'ι, e. g. by an oath, &c, έμπεδούν or έξεμπεδούν όρκον or συνθή- κας. εύορκεΐν. FASTEN. % To make fast] δεΐν, καταδεΐν (by binding), επί- κροτον ττοιεΐν (by beating or ham- mering), προσάπτειν τ'ι τινι (to join or connect with athg). πηγνύ- ναι τι προς τι (by joining toge- ther), στηρίζειν, ασφαλών καθ- ιστάναι, εμττεδούν (to give stabi- lity), δεσμεύειν (to bind, tie. ViD.). To f. to athg, ττροσδείν, ττροσ- άτττειν, ττεριάτττειν (attach) τ'ι τινι. έξάπτειν τ'ι τίνος or άνα- δεΐν τι προς τι : to f. one's san- dals to one's feet, ύποδείσθαι τα σάνδαλα : to f. by gluing toge- ther, see to Glue : to f. with a pin, προσπεροναν τ'ι τινι : — with nails, καθηλούν (absol.) : — to athg, ττροσηλούν, προσπασ- σαλεύειν τινι or προς τι. *J[ Impropr.] To f. a reproach upon aby, see Censure : to f. one's eyes on athg:, see to Fix. FASTIDIOUS. II Propr.: dainty (about one's food)] άψί- κορος, από- and κακό-σιτος, 2 : σικχός. Τ| Fig.: nice, hard also to satisfy oneself, hard to please] ακριβής, 2. δύσκολος, 2. f Of things (obsol.)] άήδης, 2. See Dis- gusting. FASTIDIOUSLY. Fm adj. Fastidious. % FASTIDIOUSNESS.HProjD.] αφικορία, ή. άττοσιτία, ή. σικ- χασ'ια, ή. «ft Fig.] ακρίβεια, ή. τό δύσκολον και ύττεροτττικόν. (234) FASTING, s. See Fast, s. •ft Partcp.] See to Fast. TJ As adj.] άνάριστος, άναρ'ιστητος, ασιτος, αγευστος, 2. ξηρός, 3. ΤΙ Adv.] άσιτ'ι, άσίτως. A f.- day, see Fast, s. FASTNESS. 1 State of being fast] See Firmness. H Strong- hold] See Fortress. FASTUOUS. See Disdain- ful, Haughty. FAT, adj. ττίων, πι μελής, 2. λιπαρός, 3 (esply shining withf, sleek). To make f., to become f., see the Verb. if Well fed] πα- χύς, εΐα,ύ. σιτευτός, 3. εύσαρ- κος, πολύσαρκος, 2. επίσωμος, εύσωμος, εύσώματος, 2 (corpu- lent) : also εύεκτικός, 3. To be ΐ.,εύσωματεΐν. ε'ιςπολυσαρκ'ιαν τεθραμμένον είναι : a f. fellow, γαστρών, 6. προγάστωρ, ορός, 6. γαστροπίων, 6. F. tail (of sheep), ή ούρα παχεϊα. FAT, s. λίπος, ους, τό. πιμε- λή, n (esply in a liquid state). στέαρ, ατός, or στήρ, στ?7το'?, τό (lard, tallow), στεάτωμα, τό. δημός, δ (skin off). The vapour of burning f., κνίσα, ης, ή. FAT, FATTEN, v. 1 Trs.] πιαίνειν. σιτεύειν. χορτάζειν. εκ-, καταλιπα'ινειν. κατά-, and str. t. δια-πιαίνειν. Fattened, σιτευτοί, 3. if (INTRS.)] πιαί- νεσθαι, παχύνεσθαι (to grow thick), εύσωματεϊν (to grow cor- pulent). FATAL, εϊμαρμίνος, 3 (fated). θανατηφόρος, 2, θανάσιμος, 2, θανατώδης, 2, ολέθριος, 2 (dead- ly), ανήκεστος, 2 (irremedia- ble), αναιρετικός, 3, comparat. -ώτερος, 3 (ivith ref to the num- bers killed by a disease, war, %;c). καίριος (of wounds and bloics). A f. blow, τελευταία or καίρια πληγή, ν : the f. hour, 77 τοΰ θανάτου ώρα : the f. moment, 1/ τοΰ καιρού ακμή. if Unhap- py] άθλιος, 3. δυστυχής, 2. A f. day, ημέρα αποφράς, ή, -άδος : f. tidings, κακαγγελία. To prove f. to one's hopes, εκκρούειυ, or εκ-, κατα-βάλλειν,τινά της ελ- πίδος : a disease proves f. to aby, διαφθείρεσθαι νόσω τινι or ύπό νοσήματος τίνος. FATALISM. Orel lowing word, μενισμός, δ.) ^ FATALIST. Orel, e. g. ο ειμαρμένην είναι νομϊζων, και πάντα απονέμων (αποφέρων) ανάγκη τιν'ι και μοίρα άφεύ- κτω. FATALITY. 1 Inevitable necessity] τό χρεών. There is a f. about it, ώσπερ ειμαρμένον εστί. θεία μοίρα δοκεΐ συμβε- βηκέναι, και άφεύκτω τινι αν- άγκη. FATALLY. Fmadj. Fatal. if Deadly] Ε. g. to wound aby f., καιρίαν πληγην προστρίβειν τιι/ί. FATE. if Objective: as dis- withfol- (Mod. Gr. ειμαρ- posing power] τύχη, ή. ανάγκη, ή. θεοί, οι. F. has so disposed, εκ θεών πεπρωμένον εστί. έζ ανάγκης πρόκειται τι. θει'α μοίρα συμβέβηκεν : that is as f. will have it, προς θεών εστίν, αδηλόν εστί : to submit to f., ε'Ίκειν τη τύχη : the strokes of f., αι άναγκαϊαι τύχαι. The book of f., e. g. it is written in the book of f., έζ αρχής ειμαρ- μένον, πεπρωμένον, έστϊι/, or επικέκλωται. The Fate?, Μοί- ρα, Μοϊραι. Ειμαρμένη. Πε- πρωμένη. 'Ανάγκη. ^| Suljec- tive : as that wch befalls aby, his lot] τύχη, η. μοΐρα, ή. ειμαρ- μένον. τό. ειμαρμένη, πεπρω- μένη, ή. χρεών, τό. καλή τύχη, ή, or ευτυχία, ή (happiness), κα- κή τύχη, ή. κακοτυχία, δυστυ- χία, ή (misfortune). It is my f., ε'ίμαρταί μοι. ^J More general- ly, i. e. with less ref. to fate or chance : what has befallen or taken place] συμφορά, ή. ζυμβάν, αυ- τός, τό (of aby, τιν'ι). πάθος, τό, or pi. τά πάθη, e. g. if I compare my f. with that of others, αντιπαραβάλλων τά έμαυτού πάθη ττρός τά τών άλλων : this f. is mine, τούτο πάσχω : it has been my f., σνμβέβηκέ μοι. The f. of men, τά τών ανθρώπων, τά ανθρώπινα, τά εν άνθρώποις : the f. of a town, τά περί την πάλιν, τό γενόμενου περί τήυ πάλιν. FATED, ειμαρμένος, πεπρω- μέυος,3. ολέθριος, 2. δυστυγής, 2. I am f., and it is f. for me — , ε'ίμαρταί μοι. See phrases under Fate. FATHER, ττατ^ρ, πατρός, 6. γουεύς, έως, δ. πάππας, ου, δ. δ φύσας or γευνήσας, αντος, δ. One's right f., ό κατά φύσιυ πατήρ, φύσει πατήρ (Dem.) : f. by adoption, πατήρ ποιησά- μενος (Dem.) θέτης, δ : a tender f., άνηρ φιλότεκνος, δ : to have aby for a f., πατρός είναι τίνος : on the f.'s side, προς πατρός, πατρόθεν: without a f., άπάτωρ, ορός, ό, ή : to take after one's f., πατριάζειν, πατρώζειν: a name taken fm the f., πατρωννμία, ή : a happy f., εύτεκνος άνήρ. δ έχωυ τέκνα χρηστά : a f.'s joy, ή δια τά τέκνα or εκ τών τέκνων ευ- φροσύνη, εύτεκνία, ή: f.'s heart, ψυχή ή φιλούσα τά τέκνα '. to distress a f.'s heart, λυπεΊν του πατέρα : f.'s affection, φιλο- στοργία ώσπερ από τού πα- τρός : to love like a f., to have the feelings of a f. to aby, φιλο- στοργεΐν : to pardon aby with a f.'s kindness or like a f., συγγνώ- μην έχειν τινι εύμενεία χρώμε- νον ώσπερ πατέρα : to take a f.'s place, to be a f. to aby, εΤναί τινι αντί πατρός, ώσπερ πα- τέρα προνοεϊν τίνος : to rule like a f., πατρονομεΐν : a f.'s rule or power, πατρονομία, ή : the f.'s name, τό τού πατρός FAT FAU FAV 'όνομα : the bravery of one's f. or f.'s, πατραγαθία, η (Plut.) : transmitted fm one's f. or f.'s, πατροπαράδοτος, 2 : property inherited fm one's f., πατρίλη- ktos (2) ουσία, ή : a daughter in- heriting the whole property of her f., πατρούχος, ή, also έπί- κληρος, 2 : f.'s brother, πάτρως, wos, 6. πατράδελφος, ό. θείο? b προς -πατρός : f.'s sister, πα- τραδέλφη, f). η του πατρός αδελφή : father's f. and mother, see Grandfather, Grandmo- ther : the f.'s house, πατρώα οι- κία : the f.'s friends, οι πατρικοί φίλοι, gs^ ' Of or belonging to the father, ,' or ' of the father' 1 {depend- ent on a subst.), πατρώος, 3. πά- τριος, 2 and 3. πατρικός, 3. ^* The difference as observed by the best writers, although not uni- versally folloioed, is the following : πατρώος is chiefly used of posses- sions, &[c., inherited by the son, such as, οικία, οϊκησις, εστία, χώρα, κλήρος, χρήματα, αρχή, δόξα, αρετή, τέχνη, στρατήγημα, θεός, whereas πάτριος relates to customs and usages of one's fore- fathers, e. g. νόμος, εθος, ήθος, πολιτεία, φρόνημα, μέλος, and πατρικός lastly conveys the notion of ' resembling the father, accord- ing to the habits of the father,"" and is used with refl to certain quali- ties, fyc, tech the son has inherited, e. g. φιλία, εταίρος, 'έχθρα, βα- σιλεία, <§"c. F.'s city, πατρό- πολις, ή. gfjp For other com- pounds with πατρο-, see the Gr. Eng. Lex. *[J Fig. = founder, author] b δημιουργός or b αίτιος τίνος, also b πατήρ. Conscript fathers {Roman senators), πατέ- ρες συγγεγραμμένοι {Plut.). FATHER, v. 1 To oivn one- self father] πατήρ είναι ομολο- γεΐν. See to Adopt. If To fa- ther upon — to impute] Vid. ' FATHERHOOD^a-rpd-r,,*, 17, is a ivord of doutbtful authority. Circl. with Father, s. FATHER-IN-LAW, b του ανδρός or της γυναικός πατήρ, κηδεστής, οΰ, ο. πενθερός, οϋ, b (the wife's father). FATHERLAND, πατρίς (yv), ή- FATHERLESS, άπάτωρ, ορός, ο, η. πατρός έρημος, 2. FAT Η ERL I NESS, φιλο- στοργία ώσπερ από του πα- τρός. FATHERLY, adj. 1 = Fa- ther-like, as of a father] E. g. f. love, affection, &c, see under Fa- ther, s. FATHOM, s. όργυιά, η. f Fathom-line] κάθετος μόλιβδος, b. βυλίς, ίδος,ή. To throw out the f.-line, βολίζειν. FATHOM, v. H Propr.] βο- λίζειν. ^1 Penetrate] Vid. FATIGUE, v. καταπονεΐν. κοπούν, τρύχειν. παρατείνειν. ίκλύειν. ποιεϊν άπαγορεύειν. (235) To become or grow f.-d, κάμνειν, άποκάμνειν, έκκάμνειν. κατα- πονεΐσθαι (pass.). έκλύεσθαι (pass.). F.-ing, επίπονος, 2. χα- λεπός, 3 : str. it. δεινός and κα- ματηρός, 3. καματώδης, πραγ- ματώδης, 2. See LABORIOUS, Tiresome, Troublesome. FATIGUE, s. κάματος, μό- χθος, πόνος, κόπος, ο. καταπό- νησις, η. έκλειφις, η (failing of strength). To undergo f., πονεΐν, μοχθεΐν : able to bear f., 'ισχυ- ρός προς τους πόνους : to sink under the f., άπαγορεύειν τω πάνω or προς τον πόνον. εκ-, άποκάμνειν. FATLING, σιτευτό'?, 3: with name of the animal, e.g. μόσχος. FATNESS, irioVijs, ητος. λι- παρ'ια, η. πιμελώδες, ους, τό. πολυσαρκία, η (corpulence). FATTEN. See 'to Fat.' FATTY, πιμελώδης, 2. σια- λώδης, 2. λιπαρός, 3. FATUITY, άβελτερία, η. φρενοβλάβεια,η. μωρία, -r)(g.t.). FATUOUS, άβέλτερος, ηλί- θιος, 3. φρενοβλαβής, 2 (more poet.), μωρός, 3 (g. t.). FAUCET. ΤΙ Tap or cock of a vessel] έπιστόμιον, τό. κρου- νός, b. στρόφιγξ, ιγγος, η. εμ- βολον, τό (the spigot), or εμβο- λεύς, έως, ο. FAULT, αμάρτημα, τό, and αμαρτία, ή (errour, deviation fm moral rectitude), σφάλμα (a slip) and πταίσμα, τό (a mistake at- tended by bad consequences), πλημ- μέλεια, 77, and πλημμέλημα, τό, and πλημμελές, τό (a transgres- sion of any rule), έλλειμα, τό (defect), κακόν, τό (something amiss). Sir. tt. αδικία, η, and αδίκημα, τό (a wrong agst right and Ιαιν). ασέβεια, ή, and άσε- βη μα, τό (agst God). To com- mit a f., άμαρτάνειν (agst aby or athg, εϊς τίνα or τι), πλημμε- λεΊν. σφάλλεσθαι (pass.), πταί- ε ιν : to commit many, great, f.'s, πολλά, μεγάλα, άμαρτάνειν, y). εϋλαβεϊσθαί (aor. pass.) τι (to endeavour to avoid athg unpleasant). F. re- proach more than death, μάλλον εύλαβοΰ ψόγου ft θάνατον : f. the gods ! αίδοΰ or σέβου τους θεούς, "υ I fear (= am afraid) that] φοβούμαι, μη. δέδοικα, μη. φόβος or δέος εστί, μη. Ι do not f., that, ουδείς φόβος, μη — : it is to be f.-d, that, δεινόν εστί, μη — : it was to be f.-d that they, φοβεροί ήσαν μη — (Χ.) : what is most to be f.-d is, that — , εστί μάλιστα τοϋτο δέος, μή — (Dem.) : it is not to be f.-d, that, ουδέν δεινόν, μή — , or icith personal constr. ουδέν δει- νοί έσονται μή — (Hdt.). ob φο- βητέον, μή — . ουδείς κίνδυνος μή — (or ace. c. infin.). FEARFUL. ^Timorous] δει- λός, 3 (that always entertains fear), also δειλήμων, ov, and str. δεί- λακρος, 2 (all = cowardly), φο- βερός, 3 (anodous, that is easily frightened), also φοβητικός, 3. άθαρσής, 2. άτολμος and άναν- δρος, 2 (void of manly courage), οκνηρός, 3, and ευλαβής, 2 (ti- mid and cautious) . Very f., ττερι- δεής, 2. περίφοβος, 2 : to be f., δειλόν είναι : to become f., άττο- δειλιάν : to make f., φόβον έμ- βάλλειν τιν'ι. άθυμίαν κατα- σκευάζειν τιν'ι. "[Ι Dreadful] φο- βερός, 3. δεινός, 3. δειματώδης, 2. εκπληκτικός, 3. To render oneself f., φοβερόν είναι, φόβον εμβάλλειν. FEARFULLY. Fm adj. Fearful. FEARFULNESS. f Timi- dity] δειλία, άποδειλίασις, ή (cowardice), ευλάβεια, η, and όκνος, ό (timidity), το άτολμον (icant of courage). U Terrible nature (of athg)'] See Terrour. FEARLESS, άφοβος, 3. αδε- ής, 2. φόβου κρείττων. θαρρών, οΰσα, οΰν. FEARLESSNESS, τό άφο- βονο)• άδεές. αφοβία, ή. θάρσος, τό. άνδρ'ια, η. FEARLESSLY. Fm adj. Fearless. FEASIBLE, πρακτός, 3. ol- ός τε, ο'ία τε, όίόν τε. δυνατός, 3. άνυστός, 3. It is f., έγχω- ρεϊ or ενδέχεται, οίον τε εστιι/. εστίν or πάρεστιν. . FEAST, s. If A festival] εορτάσιμος ημέρα, η. Ίερομηνία, εορτή, ή. έόρτασμα, τό. πανή- γυρις, εως, ή. To celebrate a f., άγειν or τελεΊν έορτήν. έορ- τάζειν. θύειν : the celebration of a f., εορτασμός, 6. 1] An enter- tainment] Vid., or Banquet. FEAST, v. 1 (Trs.)] έστιάν, εύωχεΐν, ευθυμίας παρέχειν τι- (237) FEA νί. φιλοφρόνως δέχεσθαι or άναλαμβάυειν τινά. ζενίοις με- γίστοις ξενίζειν τινά. *\[ (Ιν- TRANS.)] εύωχεΐσθαι (pass.), έστιάσθαι (pass.), θοινάσθαι. To f. at another's expense, εύ- ωχεΐσθαι τά των άλλων. ^[ Impropr. : to feast on athg (i. e. delight in it)] έστιάσθαι (pass.) τινι. ηδεσθαί (pass.) τινι or επί τινι. εύφραίνεσθαι εν τινι. τέρ- πεσθαί τινι (or c. partcp.). έν- τρυφάν τινι. To f. one's eyes, έστιάν τους οφθαλμούς. FEASTING. Crcl. with to Feast. FEAT, s. έργον, τό. πράγμα, τό. πράζις, η. πραχθέν, έντος, τό. A noble f., έργον καλόν, τό καλώς ττραχθέν ονπεποιημέ- νον. See Deed. Το accomplish a f., έργάζεσθαι or κατεργάζε- σθαι 'έργον: f.'s of activity, στρο- φαί, αί : to exhibit f.'s of strength, ρώμης ενδειζιν ττοιεΐσθαι : f.'s of arms, see Exploit : an heroic f., άρίστευμα, τό. ανδραγάθη- μα, τό : to perform f.'s of hero- ism, άριστεύειν. FEAT, adj. See Dexterous, Nimble. FEATHER, s. πτερόν, τό (g. t.). πτίλον, τό (a soft f, down). Made of f.'s, πτέρινος, 3 : to get f.'s (become fledged) , πτεροφυεϊν, πτερά φύειν : the bird is losing its f.'s (the bird is moulting), πτε- ρορρυεΐ or πτιλώσσει or τά πτερά αποβάλλει 6 όρνις : the moulting of f.'s, ή των πτερών αποβολή, πτερορρύησις,η. πτί- λωσις, η : to clean out with a f., δια•7ττεροϋί/ : to plume oneself with borrowed f.'s (prov.), άλλο- τρίοις πτερο'ις άγάλλεσθαι : as light as a f., κουφότατος, 3 : that has no f.'s, άπτερος, 2 : a fan made of f.'s, ριπίς πτερίνη, η. Birds of a f. aye flock together (prov.), κολοιός ποτί κολοιόν ΊΧ,άνει (Ooric). όμοιος όμοιον παρακαλεί, αίε'ι τοι τον ομοΐον άγει θεός ώς τον όμυϊον (Horn.), όμοιον όμοίω άεί πελάζει (PL). ηλικα γαρ και 6 παλαιός λόγος τέρπειν τον ηλικα (PL). FEATHER, ν. πτεροΖν, or Crcl. πτερά προσάπτειν τινί. To f. one's nest, συνάγειν πλοϋ- τον or χρήματα, έαυτω σπουδά- 'ζεσθαι, προνοείσθαι όπως πλέ- ον ε£ει. FEATHER-BALL, σφαίρα πτιλωτή, ή. FEATHER-BED, στρώμα πτέρινον, τό. στρωμνή πτιλω- τή, ν. FEATHER-PILLOW, προσ- κεφάλαιον πτιλωτόν, τό. FEATHERED, πτερωτός, πτερυγωτός, 3. FEATHERY, τττιλωτό?, 3. FEATLY, εύστρόφως. ελα- φρώς. See Dexterously, Nim- bly. FEATURE, ή του προσώπου φύσις, also τό πρόσωπον (pi. FEE τά πρόσωπα, the face as a whole, with ref to its several fs and ex- pressions). Crcl. 'ίδιον or έμφυ- τόν τι κατά τό πρόσωπον or έν τοΐϊ προσώποις. F. of the cha- racter, ήθους εζις, η. 'ίδιος τρό- πος : distinctive f., χαρακτήρ, ό. γνώρισμα, τό : a striking f., χαρακτήρ δεινός καί επίσημος : a particular f, Ιδίωμα, τό. FEBRIFUGE, άλέξημα πυ- ρετών. FEBRILE, πυρετώδης, 2 (the symptoms attending a fever), πυ- ρετικός, 3. FEBRUARY, δεύτερος μήν, b, κατά τους 'Ρωμαίους, φε- βρουάριος, ο. $0$° After tJie Greek calendar, ανθεστηρίων, ώνος, 6 (ioch however comprised a portion of our March). See Month. FECES. See Dregs. Excre- ment. FECULENCE, -CULENC Y. Crcl. with Feculent. FECULENT, τρυγώδης, 2, also Ίλυώδης, 2 (of slimy sedi- ment) : and Crcl. with Excre- ment. FECUNDITY. See Ferti- lity - . FEDERAL, συμμαχικός, 3, and Crcl. with οι σύμμαχοι, e. g. the f. army, στράτευμα τό άπό τώυ ζυμμάχων συνειλεγμένον or συνεστηκός. τό ζυμμαχικόν. σύνταξις, η, e. g. σύνταξις 'Ελ- ληνική, η (*. e. the army of the Greek f states). Af. state, ξύμ- μαχος or ξυμμαχίς πόλις, ν : a war carried on by f. states, Συμ- μαχικός πόλεμος, 6. FEDERATE. See Federal, Confederate. FEE, s. T[ Payment of ser- vices (esply professional)] μισθός, 6 (g. t.). δίδακτρον, τό (tea^r^s f. ; usually pi.). What is your f. for teaching me this? πόσον άζιοϊς λαμβάνειν ώστ έμε τού- το διδάσκειν ; the judge's (or juror's) f., τό δικαστικόν. FEE, v. 1Ϊ To pay for a re- ceived service] See Pay, v. % To bribe] Vid. FEE. Feudal term relating to tenure of land, a thing unknown to the ancients. Thus, Fee-simple, freehold of inheritance absolute. Crcl. 'ίδιον έμαυτω κέκτημαι τό χωρίον. See Feod. FEEBLE For general tt. see Weak. A f. voice, λεπτή or φαιά φωνή, λεπτοφωνία, η : with a f. voice, λεπτόφωνος, 2 : f. hope, βραχεία or άμαυρά or αμυδρά έλπίς. FEEBLY. See Weak. FEED, σιτ'ιζειν, σιτεΐν (these denoting to give food once or occa- sionally), τροφήν or σίτοι» παρ- έχει (cibum praebere, to feed re- gularly), or τρέφειν τινά. φω- μίζειν (to f, as a child ; to give small portions or quantity of food). χιλεύειν and χορτάτε iv (of ani- mals only), or (if on pasture land) FEE νεμειν, υομεύειν. ποιμαίνειν. άγειν. ελαύνειν. φυλάττειν. Το f. cattle, βουκολεΐν βοσκηματα. See Flock. Herd. ^J (Intrs.) Of men] See to Eat. Of ani- mals, βόσκεσθαι (]MSS.). νέμε- σθαι,νομεΰεσθαι. ποιμαίνεσθαι. ΠΓί To feed on athg] εσθίειν τι (to take athg as his usual food). To f. on meat or flesh, κρεωφα- γεΐν : — on fish, ΊχθυοφαγεΊν. FEEDER. Tf He that nou- rishes] τροφεΰς, 6. 6 τρέφων, θρέφας. U An eater] τρώκτης, ου, ό. A great f., ποΧυφάγος, αδηφάγος, ό. φαγεΐν δεινός. FEEDING (the art of), σιτι- σμός. ό. χουτασία, η. τοοφη. η. FEEL. ^1 By the touch] φη- Χαφαν, επιφηλαφάν. καθάπτε- σθαί τίνος (athg). προσφαύειν τι and τινός (to touch upon). *[ To perceive either by the senses or by tlie feelings of tlie mind, to be- come or be sensible or co?iscious of athg] αίσθάνεσθαι, επαισθάνε- σβαί Tti/os, or more frequently c. partep., e. g. we f. our weakness, ourselves weak, bow weak we are, &C, αίσθανόμεθα αδύνατοι όν- τες : he will not f. the blows, των πΧηγών or πληγείς ουκ αίσθή- σεται. To be felt, αϊσθησιν εχειν or παρέχειν. The cold, the heat, makes itself felt, πι- κρόν or οξύ γίγνεται το ψϋχος, το θάΧπος. To make aby f. (zr be sensible of), σημαίνειν, δηΧοϋν, άττοφαίνειν : he made him f. the enormity of his fault, περί όσων ημάρτηκεν έδήλου : to let aby f. one's displeasure, ttj opyrj χρη- σθαι προς τίνα. He always spoke as he felt, καθώς έφρόν'ει, άεϊ ίλάΧει. I f. (am conscious) that I am most weak, συνοΐδα εμαυτω ασθενέστατος ών : I do not f. that I am guilty of any wrong, ονδεμιΰς αδικίας εμαυτω συνοϊδα or μηδέν άδικησας : to f. athg in oneself, e. g. I f. vigo- rous, ακμάζει» ηγούμαι : I f. vividly (hm-e lively feelings), εύ- αισθήτως εχω, διάκειται. ^=" In numerous other connexions the word must be differently rendered, and often the expression limited to the thing felt or the sentiment it- self ; thus, to f. hungry, πεινην. σίτου έπιθυμεΐν : to f. thirsty, διφην : so tof. cold, hot, Qc. To f. content, άγαπητώς εχειν τι : to f. convinced, πεπεϊσθαι, πε- ποιθέναι : to f. vexed, λυ7τεΓ- σθαι : to f. alarmed, θορυβεϊ- σθαι : to f. gratitude or grateful, χάριν εχειν, είδέναι τινί τίνος : to f. compassion, έλεεϊν : to f. confidence in aby, πιστεύειν τι- νί : to f. greater alacrity in one- self, θαρραλεώτερον -γενέσθαι or είναι προς τι. To cease to f. pains and pleasures, παύεσθαι FEI FEL it f.'a cold, φυχρόν j φΊΧος είναι σοι : to f. not to hear what aby says, προσποιεΐ- Χυπών τε kui ηοονων. That mav be felt, αισθητός. ^ (Intrs.)'] αϊσθ_ησιν τταρέχειν, e. q. ώς ψυ- χρού όντος, but usually not ' ex- (238) FEELER (of an insect ρα'ια, η. FEELING, s. H Act of (== touching)] φηΧάφησις, ?';. άφη, ή. αίσθησις,ν (sensation and per- ception), πάθος, τό (affection of the mind), εμπάθεια (disturbed f). γνώμη, ι) (sentiment), διαθέ- σις, ν (disposition). To have a f. of athg, αίσθάνεσθαι τινός : without f, αναίσθητος, 2. απα- θής, 2. άμβΧύς, εϊα, ύ (obtuse) : to be without f., άναισθητώς εχειν. άναισθητεϊν : want of f., αναισθησία, απάθεια, ή. άναί- σθητον, τό. See Unfeeling. ggp As the verb, so the subst., often appears in English where the Greek expresses only the thing felt, e. g. a pleasant f. or f. of pleasure, ηδονή, h • — of pain, Χΰπη, η: — of annoyance, ανία, η : — of compassion, 'έλεος, οΊκτος, ό, S[C In the f. (consciousness) of his in- nocence, συνειδώς εαυτω μηδέν άδικήσαντι : according to my f. (sense, judgeinent), εξ ων εγωγε γιγνώσκω : as my f. (disposition) is towards aby, καθώς εγωγε διάκειμαι την χίτυχην (προς τί- να) : good f. (good-will), bad f, εύνοια, κακόνοια, ν : high or no- ble f., μεγαΧοψυχία : to have right, wrong, f.'s about athg, ευ, κακώς, δοξάζει» περί τίνος: Ι was impressed with a f. of pity, έλεος ε'ισηει με. είσηλθέ μ' οί- κτος : I was entirely uninflu- enced by any f. of commiseration, ουδέν πάνυ μοι έΧεεινόν ε'ισ -ijti : an altogether unaccountable f. (state of mind) possessed me, άτε- χνώς άτοπον τί μοι πάθος παρ- ην : an unwonted f., blended of pleasure and pain, tis άηθης κρά- σις από τε της ηδονής συγκε- κραμένη και από της Χύπης. Would not our f.'s be also theirs? ουχί κάκείνων ην άν τό καθ' ημών πάθος; to impress aby with a f., εμποιεΐν τινι γνώμην : to inspire his soldiers with the f. that they must follow — , εμποι- ησαι τοϊς στρατιώταις άκολου- θητέον είναι. What f. prompted you to do this ? τί παθών ταϋτα έποίησας ; FEELING, adj. (of perso7is), αισθητικός, 3. εμπαθείς, ευπα- θής, 2. φιλάνθρωπος, 2. To give a f. description, see Adv., and Moving. Touching. FEELINGLY, εμπαθώς. ώσπερ παθών τι. ώσπερ συμ- παθών or συμπεπουθώς. ώς έχει (είχεν) όργης. See EMOTION and Compassionately. FEIGN, προσποιεϊσθαι. σχη- ματίζεσθαι. σκηπτεσθαι. Το f. to be out of one's mind, σκέ- πτεσθαι εκστασιν τών λογι- σμών : they f. to be ignorant, σχη αατίζονται άμαθεΐς είναι : προσποιούνται άγνοείν : he f.'s j to be your friend, προσποιείται σΟαι μη ακουειν τίνος or fuij προσποιεϊσθαι άκοϋειν tiro's : to f. not to know what one does know, είρωνεύεσθαι : one who so f.'s, εΐρων, ό : to f. not to wish what one does wish, άκκίζεσθαι. FEIGNED, προσποιητός, 2. ουκ άλιιθνς, 2. ύτευδης, 2. πΧα- στός, 3. ειρωνικός, 3. F. friend- ship, πλάστη φιλία, η. FEIGNEDLY. Adv. of Feigned, and partep. of verb, e.g. he spoke f., προσποιούμενος ειπεν. FEIGNER, See Hypocrite. FEINT, προσποίησις,η.προσ- ποίημα, τό. παρεύρημα, τό. πρόφασις, εως, η. Χόγος, ό. Το make a f., παρευρίσκειν Χόγον. Pretence, colour] VlD. ^j In xcrestling, fencing, Qc] μηχανή παλαιστρικη. μηχάνημα, τό. FELICITATE. & FLOOK or FLUKE, τό της αγκύρας κέρας. FLOOR, s. 1 Of a room] δάπεδον, έδαφος, τό. σαι /is, ή. H Storey] Vid. See Ground- floor. FLOOR, v. If To floor with planks] σανιδοΰν. F.-d, σανι- δωτός, 3. FLORID, ανθηρός, 3 (propr. and fig., e.g. of vigour and style). To write in a f. style, άνθηρο- γραφεΊν. άνθηρώς λέγειν : a f . and healthy complexion, ευ χροιά, η: of a f. complexion, εύχρους, 2. εϋχρως, ωτος, 6, -η : to be of a — , εύχυυεΐν. FLORIDITY or FLORID- NESS, άνθηρότης, ή. Crcl. with tlie Adj. FLORIST, 6 τά άνθη θερα- ιτεύων. ο των ανθέων έπιμελού- μενος (of a gardener), φιλανθής άνηρ. 6 (of an amateur). FLOTILLA, ολίγων νεών στόλος, ο. FLOUNCE, v. f To roll a- lout] κυλινδεϊσθαι (pass.). See to Flaunt. FLOUNCE, s. prps κροσσός, b. θύσανος, b (fringe), κράσπε- δον, τό (q. t., border). Hence FLOUNCED, κροσσωτός, θυ- σανωτός, κρασπεδωτός, 3. FLOUNDER (α kind offish), S. φήττα, ή. FLOUNDER, v. σφαδάζειν (of a horse), συγκυλινδεϊσθαι (pass.). See to Struggle. FLOUR, αλευρον, τό (of wheat), σεμίδαλις,ή (fine wheat- f). See Meal, πάλη and παι- πάλη, n (the finest f ; Lot. pol- len), also γΰρις, η. άλευρότησις, ■η (f. passed through a sieve). Made (e. g. a cake) of the finest f, αμυλος, 2. To make f., άλευ- ροποιεΐν. made or prepared off., άλε υρίτης, ου, b. FLOUR-BAG or -SACK, θύ- λακος αλεύρου, b. FLOUR-BOX or CASK, άλ- φιτοθήκη. η. σιπύη, ή. FLOURISH, v. ΤΤ To be ^ in a prosperous state] άνθεΊν, θάλ- λειν (of floivers, and also fig.). άκμαζε lv (fig. only). F.-ing, see Blooming. A f.-ing city, πόλις ευδαίμων και πολυάνθρωπος. Tf To be celebrated] Vid. εΰδοκιμεΐν, δόζαν or κλέος έχειν. εΰκλειαν κεκτησθαι. περιβόητον or λαμ- (249) FLO πρόν είναι. If To flourish a trum- pet] Orel, by η σάλπιγξ φθέγ- γεται, ένίεται ή σάλπιγζ, or σημαίνειν τί} σάλπιγγι. σαλπί- Χ,ειν. Tj To ornament] ποικίλ- λειν. *[f To flourish a weapon] See to Brandish. If To vaunt] κομπεϊν. FLOURISH, s. f Ornament (g. t.)] κόσμημα, τό. κόσμος, b. καλλώπισμα, τό. ποίκιλμα,τό. ποικιλία, ή. ^\ A flourish in writing, 8[C.] σπείρα, η. γλα- φυρ'ια, τ). If A flourish of a trumpet] σάλπιγγος φθέγμα, τό. To give a f. of trumpets, see Flourish, v. To use f.'s in writing, άνθηρογραφεΐν : — in speaking, άνθηρώς λέγειν. *H A vaunt] κόμπος, b. A mei'e f., κόμπος άλλως. FLOURISHING. See under to Flourish and Florid (e. g. a f town, state, condition, Src). See Blooming. FLOUT, τωθάζειν. See to Mock, to Fleer. FLOW, v. f Propr.] ρεΊν. φέρεσθαι (of rivers, streams, in a certain direction), λείβεσθαι (to f gently), τήκεσθαι, διακεΐσθαι (pass. ; to become fluid or liquid, e. g. of metal, fyc). See to Melt. To f. back or to the source, άναρ- ρεϊν : tof. down, καταρρεϊν, κατα- φέρεσθαι, -λείβεσθαι: to f. forth or out, π ρορρεϊν. έκρεΐν: tof. into, εισρείν, έπιρρεΐν. ε'ισ-, εμβάλ- λει ν (of rivers) : to f. on (= con- tinue to f), ρέοντα (επι τό πρό- σω) μη διαλείπειν : to f. off, άπορρεΐν, έκρεΐν : to f. over, έπιρρεΐν. See to Flood. To f. past, παραρρεΐν : to f. round, περιρρεΐν : to f. together, συρ- ρεΐν, also συμφέρεσθαι (pass.), and -βάλλειν or -μιγνύναι τά ύδατα. ' FLOW,s. 1 Act of floiving] ρεϋσις, r). ρεΰμα, τό, ροή, ή. Or Crcl. with verbs under to Flow. If Opp. ebb] See Flood. Ebb and f., διαρροή τοϋ ώκεανοΰ. See Ebb. Tf Of speech] η του λό- γου ευροια. See FLUENCY. "|f A floiv of spirits] See Effu- sion. FLOWER, s. άνθος, τό. άυ- θεμον, άνθέμιον, τό. To adorn with f.'s, άνθίζειν : to strew with f.'s, άνθοβολεΐν : f.'s are strewed or thrown in my way, av- θυβολοϋμαι : of f.'s, άνθινος, 3 : to gather f.'s, άνθολογεΐν : like a f., άνθοειδης, 2 : the scent or fragrance of f.'s, ανθέων οσμή, η : the cup of a f., κάλυζ, υκος, t) : abounding in f.'s, πολυανθής, 2. ανθηρός, 3. See Blossom. F.'s embroidered on cloth, θρόνα, τά (Horn, and poet.). Tattooed with a f. pattern, άνθέμιον έστιγ μέ- νος. Embossed with f.'s, άνθε- μόεις, εσσα, εν (e. g. of tvorks in metal). ^J Fig. : flowers of speech] σχήμα, τό (flosculus). ό τών λόγων κόσμος. Tf Metaph.: FLU the prime of athg] άνθος, τό. ακμή, ?;. τό άκρον. To be the f. of athg, εκπρέπειν τινός : the f. of aby's age, άκμη της ηλικίας : ■to be in the f. of one's age, άκμά- ζειν : that is in the f. of his or her age or beauty, ακμάζων, ούσα, ov. ακμαίος, 3. ώραΐος, 3. νέος εν ακμή or άνθει ών : to be be- yond the f. of one's age, παρ- ηκμακέναι : the f. of the army, τό καθαρόν or κράτιστον τοϋ στρα- τού, ό τι περ όφελος έστι του στρατεύματος, λεκτοϊ τών στρατιωτών: the f. of the rising generation, 17 ακμή της νεότητος. τό άνθος τών νέων : also Crcl. by κράτιστος, πρεσβύτατος, πρώ- τος, ούδενός δεύτερος. FLOWER, υ. % (Trs.) Το ornament ivilh embroidery] ποι- κίλλειν (to embroider), επανθί- ζειν (to ornament with floioers). ένυφαίνειν, εμπλέκειν (to inter- weave ornaments), διαποικίλλειν τι χρυσω (to embroider with gold). II (Intr's.)] See to Blossom. TJ To be in the prime, e. g. of one's age] See Flower, s. FLOWER-BASKET, κάλα- θος ανθέων πλήρης, b. τάλαρος άνθοδόκος, b. FLOWER-BED, πρασιά άν- θεσι πεφυτευμένη, τ). FLOWER-DUST, ανθέων παιπάλη, τ). FLOWER-GARDEN, κηπί- ον άνθεσι διειλημμένον, τό. FLOWER-GARDENER, ό τά άνθη θεραπεύων, ο τών αν- θέων έπιμελού μένος. FLOWER-LIKE, άνθοειδής, ' FLOWER-WREATH, στέ- φανος ανθέων, ο. άνθινος στέ- φανος, ο. εξ ανθέων πλέγμα, τό. FLOWERET. MP7-opr.]av- θύλλιον, άνθίον, τό. άαθέμιον, τό. άνθεμίς, ίδος, ή. ϋ Fig.: of speech] S j e under Florid. FLOWERY, άνθινος, 3. αν- θηρός, 3. άνθεμώδης, ες, and άυ- θεμόεις, εσσα, εν. F. smell, αν- θέων οσμή, ή. ίΐ Bloomiiig] VlD. ΤΙ Florid (of style)] Vid. FLOWING, f Prop.] Parti- ciples of verbs under to Flow ; and Adjj., as, f. down, καταρ- ρυής, ές : f. round, περίρρους, 2: f. in or to, έττίόρυτο?, 2. Ebbing or f., παλίρροος, ους, 2. If Fig.: of speech] See Fluent. In f. language (=zprose, opp. to poetry), χύδην, εύρυθμος, 2 (in respect of rhythm). A f. garment, περιρ- ρέουσα έσθής, ή. άναπεπταμέ- νον Ίμάτιον, τό. FLOWING, s. See Flow, s. FLOWINGLY. Adverbs of Flowing and Fluently. FLUCTUATE, ώσπερ τά κύματα δεΰρο κάκεϊσε άστα- τεϊν. σαλεύειν and κλυδωνίζε- σθαι (to be tossed by the leaves, to vacillate), κυμαίνειν (to heave as waves), σε'ιεσθαι (g. t., to be tossed, FLU to heave), παραφέρεσθαι [pass. ; to have no steady direction), άστα- τεϊν, επισφαλή or αβέβαιου εί- ναι [of circumstances), άμφισβη- τεϊν, επαμφοτερίζειν, άπορεϊν (of mental indecision or irresolu- tion). ταΧαντεύεσθαι δεύρο κά- κεΐσε or δεύρο κάκεΊσε την ρο- πήν λαμβάνειν (of circumstances, whose issue is still undecided). See to Waver. FLUCTUATING, σφαλερός, 3. επισφαλής, 2. αβέβαιος, 2. ασταθής, 2. διχόρροπος, 2. εύρί- πιστος, 2. ασαφής, 2. παλίμβο- Χος, 2. And partcpp. of verbs. FLUCTUATION, σάλος, 6. παράφορα, ή. το αμφίβολου, σφαλερόν. % With ref to the mind] άστασία, ή. άμφισβήτη- σις, ή. απορία, ή. μεταβολή, k• F. of fortune, το αμφίβολου της τύχης : f. in the fortunes of war, το άγχώμαλον της νίκης. FLUE. The thing answering the same pu>y>ose is καπνοδόκη or κάπνη, η (the smofa-hole). See Chimney, if Down (feather) and fur] Vid. FLUENCY, εΰροια, ή. τό εΰροον, ουν (τυϋ Χόγου). στρε- πτη γΧώσσα, η (glibness, volu- bility). FLUENT. IT Propr.] See Flowing. if Fig. : of speech] εύροος, ους, 2. στρεπτην γλώσ- σαυ έχων and στωμύλος, 2 (glib). To be f., στωμυλεΐν. στωμύλ- Χειν, and στωμύλλεσθαι (mid.) : a f. talker upon all sorts of sub- jects, ρωπο-περπερήθρας and -στωμυλήθρης, ου, 6. FLUENTLY. Advv.of 'Flu- ent. FLUID, adj. υγρός, 3. ρέων, ούσα, ov. ρευστός, ρυτός, ρευ- στικός, 3. ροώδης, ες. ρευστα- Χέος, 3 (poet.). To become ί, see to Melt, χυτός, 3 (liquid). FLUID, s. τό ΰγρόν. χύτΧον, τό. FLUIDITY, ύγρότης. ή. FLU GL EM AN (milit. t), πρωτοστάτης, ου, 6. FLUMxMERY. If Prop.] Prps άθάρα, η (porridge), πυριάτης, 6 (made of milk). if Fig.] Χήροι, υθλοι, οι. κενολογία, φλυαρία, ή. φλεδονεία, ή. φληυαφία, η. άρεσκεύματα, τά (empty compli- ments). FLURRY, ν. ταράττειν,συν-, δια-ταράττειν. πτοε'ιν (to flut- ter), θορυβεΐν. φλοιδιαν. Το be f.-d, passives of these verbs, and καταπλαγήναι. άλύειν. FLURRY, s. if Perturbation] ταραχή, ή. τάραχος, 6. θόρυ- βος, 6. In a f., καταπλαγείς and πτοηθείς, εΐσα, εν. See Hurry, if A gust of wind] πνεύματος καταφορά, η. κατ- αιγισμός, 6. FLUSH, v. if (Intrs.)] To flow with violence] κλύζειν. κα- ταρραγήναι. if To glow in the skin] θερμαίνεσθαι (and fig.). See (250) FLU to Blush. if (Trs.)] To cause to glow (with joy, 8fC.)] θέρμαι- ναν. 1 To elate] Vid. F.-d, ίπαρθείς or παρενεχθείς, εΐσα, εν, e. g. with success, υπό τή% ευτυχίας, τη ευτυχία. F.-d with joy, μεθύων, ούσα, ον. υπό χα- ράς. See the following Articles. FLUSH, adj. ϋ Fresh, vigo- rous] Vid. ; and εύρους, 2 (in full flow). To be f., εύροεΐν. περιφλύειν. χΧιδάν. εύθηνεΐν (and mid.), σφριγάν. F. of mo- ney, see Affluent. if Even] ομαλός, 3. t FLUSH, s. if Afflux] επιρ- ροή, έπίχυσις, ή. εΰροια, εύθη- νία, ή. if Heat] θέρμη, ή. In the f. of hope, ελπίσι θερμαν- θείς : a f. of joy, εύφροσύναι, αϊ : even in the full f. of joy, καν άγαν χαίρης. See to Flush. FLUSHING, s. έρυθρίασις, ή. FLUSTER. U With drink] o"i- νω θερμαίνειν. μεθύσκειν. τον νουν ύπ' οίνου διαφθείρειν. if See to Flurry. t FLUTE, v. if Architect, t.] ράβδου v. Fluted, ραβδωτός, 3. Fluting, ράβδωσις, η. FLUTE, s. αυλός. 6. The cross (or German) f., πλαγίαυΧος, b. To dance to the sound of a f., προς αύΧόν όρχείσθαι,χορεύι ιν: with th e accompaniment of a ί.,ΰπό τον αύλόν. ύπ' αυλητών (-τρίδων) : to play tbe f., αύΧεϊν. αυλούς αύ- λεΐν or φυσαν : to play to aby on the f., καταυλεΐν τίνος : to have the f. played before one, αύλεΐ- σθαι (pass.) : the playing on the f., αΰΧησις, ή : a piece that is played on or composed for the f., αΰλημα, τό: singing with ac- companiment on the f., αύλωδία, η : one that so sings, αΰλωδός, 6 : one who makes f.'s, &c, see the Compounds. FLUTE-CASE, αύΧοθήκη, ή. συβήνη, ή. t FLUTE-MAKER, αύλοποι- ός, 6. FLUTE-PLAYER, αύΧητής, οΰ, 6. Fern, αύλητρίς, ίδος, ή. FLUTE -PLAYING, αΰλη- σις, ή. αΰλημα, τό. Clever in f. or playing on the flute, αύΧη- τικός, 3: skill in f., αύλητική, 17. FLUTTER, v. if (Intrans.) Propr.: of birds] πτερύσσεσθαι (pass.) and πτερυγίζειν. To f. about, περι-πέτεσθαι and (poet.) -ποτάσθαι (prop, and fig.), -πλα- νασθαι and -φερεσθαι (fig. ; to hover about restlessly), άστατεΐν (to be restless), επαμφοτερίζειν (to be undecided), if (Trans.) To put (birds, Qc.) to flight] σο- βεΐν. φοβεϊν. if To flurry] πτοεί ν . FLUTTER, s. To be in a f., ταράττεσθαι (την γνώμην). πτοεϊσθαι : to be all in a f, διατεταραγμενον είναι : athg puts me in a f., ταράττει με τι : in a f. of expectation, ελπίσι FLY μετέωρος or εΧεφαιρόμενος, 3 : to put aby in a f. of nope, &c, μετεωρϊζειν τινά. See FLURRY, s., and Perturbation. FLUVIATILE, ποτάμειος, and -ιος, 3. FLUX, s. if G. t. .-flowing of liquid bodies or of substances fused by melting] ρεύσις, ροή, ή. ρεύ- μα, τό, or Crcl. with verbs under to Flow. F. and reflux (of the sea), διαρροή του ωκεανού ή άνω και κάτω. παλίρροια, ή. αύζο- μείωσις, ή. if Med. t.] ρεύμα. See Dysentery. A* bloody f., αίμόρροια : to have one, άιμορ- ροεΧν. if Fig. : all things are in a continual state of flux] πάντα χωρεί, ούδεν μένει, πάντα ρεΐ ως ποταμός. FLUX, v. See to Melt (trs.). FLY, s. μυϊα, ή. A Spanish f., κανθαρίς, ίδος, ή : to drive away the f.'s, μυίας σοβεΐν. μυιο- σοβεΐν. A f.-flap, μυιοσόβη, ή. φΰγμα, τό (g. tt.). βυρσίνη, ν (of leather), or μυρσίνη, ή (tivigs of myrtle used for the same pur- pose). FLY, v. 1 As a bird] πέ-^ τεσθαι, ϊπτασθαι. φερεσθαι (of inanimate things wch sivim or float in the air, rr fluitare). To let f., cause to f., άφιέναι, διαφιέναι (a bird) : that is able to f., πτη- νός and πετεινός, 3 (that has wings), πετάμενος, 3 (that moves by the aid of wings). To f. away, άφίπτασθαι, άποπέτεσθαι. Ίπ- τάμενον άπελθείν or ο'ίχεσθαι : he flew up and away, άνέπτατο. To f. down, καταπέτεσθαι. καθ- ίπτασθαι : to f. in, είσπέτεσθαι : to f. out, έκπέτεσθαι. έζίπτα- σθαι. See' Fly away.' Tof. thro', διαπέτεσθαι : to f. up, άναπέτε- σθαι. άνίπτασθαι. ^j Jmpropr. (i^T Often used in the sense to Flee)] Vid. % To move through the air] See to Float, μετέ- ωρον α'ίρεσθαι or άνω φερεσθαι. To let f. (as an arrow), ίέναι, άφιέναι. πεταννύναι (as a flag, Sfc). F.-ing hair, Χελυμέναι κό- μαι : a f.-ing garment, όναπε- πταμένον Ίμάτιον. To f. abroad (ofarumour), έκφέρεσθαι εις αν- θρώπους. *\Topassaivay,topass swiftly] ταχέως παρέρχεσθαι. ερρεΐν. Tf To fly at or upon] προσελαύνειν τινί or προς τίνα. έπιφέρεσθαί τινι. To f. upon the enemy, δρόμω επιτίθεσθαι, έπιπεσεϊν τοϊς πολεμίοις : to f. in aby's face (= bid defiance), άνθίστασθαι προς τίνα. "f[ To fly into a rage or a passion] μα- νία or λύσση περιπεσεϊν. To f. out (into excesses), παρεκφέ- ρεσθαι. % To spring, e.g. to fly back] άνα-, άποπάλλεσθαι (pss.). To f. in pieces, διαρ-, KuTap -ρή- γννσθαι (pass.) : to f. open (as a door), εκπετάννυσθαι. FLYER. 1 Fugitive] Vid. FLY-FLAP. See under Fly, FOA FOAL, πώλος, 6. πωλίον, τό. FOAM, s. αφρός, 6. άφρι- σμός, ό. To produce f., άφρί- ζειν, άφρεϊν. to turn into f., εξ- αφρούν. FOAM, v. άφριζε iv and ά- φρεϊν. εξανθεΐν άφρώ. Of the sea, κυμαίνειν, φρίττειν : of wine, ζεϊν. F.-ing, αφρώδης, 2. ζέων, ούσα, ov : to cause to f., εξαφρίζειν, έξαφρούν. FOAMY, αφρώδης, 2. αφρί- ζων, ονσα, ov. FOB. if To cheat] Vid. πα- ρακρούεσθαι (mid.). Prps χαυ- νούν. φενακίζειν. θέλγειν. To f. off aby with athg, εστιάν τινά τινι. βουκολεΐν τινά τινι. προ- βάλλειν τινι τι (e. g. with vain promises of a peace, τούνομα της ειρήνης), κεναϊς ελπίσι βουκο- λεΐν or ελεφα'ιρεσθα'ι τίνα (with empty hopes). I am not to be f.-d off that way, ταύτ ουκ επαρ- κεί μοι, οΰκ αγαπώ έπι τού- τοις. FOCUS. Orel, όπου αί ακτί- νες άπό κατόπτρου καυστικού (or δι' ΰάλου καυστικής) εις εν συνάγονται, είς ταύτό συντε'ι- νουσιν. See Burning -glass. (Mod. Gr. εσχάριον, τό.) %Fig.] Ε. g. to bring to a f., συνάγειν εις εν χωρίον or εις ταύτό. FODDER, S. χόρτος, 6. χόρ- τασμα, τό. ή τών 'ίππων τροφή (for horses). Fresh f, χιλός, ό. See Food. To give (the horse, &c, its) f., see the Verb. FODDER, v. χιλεύειν and χορτάζειν (of animals only). See Feed. FOE. See Enemy. FOG. if A mist] ομίχλη, ή. νεφέλη, ή. There is a f., ομί- χλη εστίν, γίγνεται, καταφέ- ρεται : to cover with a f., ομι- χλαίνειν : free fm f., άνόμιχλος, 2. if Aftergrass] χόρτος όφιος or οΦιμος, ο. FOGGY, ομιχλώδης, 2. F. air or atmosphere, ομίχλη, η. if Dull] Vid. FOH, interj. See Fie. FOIBLE, if With ref. to cha- racter or will] μαλακία, ή. σα- θρόν, τό (weakness in character). τό της γνώμης ασθενές (want of mental energy). See Weakness. αμάρτημα, τό (str. t.), or πλημ- μέλεια, η (fault), τό νοσούν, οϋντος (aby 's foible). That is his f., ταύτη νοσεί, τούτω εστίν εύληπτος, ευάλωτος (that is his weak side). FOIL, s. if A fencing sword] σπάθη, η. if Gold foil (■=. leaf- gold), χρυσού πεταλον, τό. έλα- σμα χρυσού, τό. if A dull ground to set off the brightness of an object] Orel., e. g. this will serve as af., κάλλιον φανήσεται τούτω παραβληθέν. από τού- του διαπρεπέστερον γενήσεται. FOIL, υ. 1 Frustrate] Vid. To f. aby's plan, ματαίαν ποιεϊν (251) FOL την ιτράζιν τινι : to f. aby's hope, ψευδή ποιεϊν την ελπίδα or εκκρούειν τινά της ελπίδος : to be f.-d, άπρακτον γίγνεσθαι, ουκ άποβαίνειν : I am f.-d in athg, αποτυγχάνω τινός, σφάλ- λομαί (pass.) τίνος : I am f.-d in my expectations or hopes, εκ- πίπτω τών ελπίδων : to be f.-d in one's plan, άποτυγχάνειυ της προαιρέσεως. FOIN. See to Thrust. FOIST IN, παρεμβάλλειν. παρ-, επ-εντιθέναι. παρείρειν. παραβύειν. εγκατατάττειν. Το f. in what is not genuine, ύποτι- θέναι. παρεισάγειν : to f. athg into a writing, διαφθείρειν or μεταγράφειν γραμματεΐον : f.-d in, υποβολιμαίος, 3. See to FAL- SIFY. FOLD, s. σηκός, 6 (esply for sheep and goats). For sheep, «p- νών, ώνος, ό. ή τών προβάτων αυλή. προβάτων ε'ιρκτή, ή (made of hurdles) . FOLD (of a garment), s. πτύξ, πτυχός, η. πτυχή, η. tttu^is, ή. That has f.'s. πτυχώδης, 2." The f. or coil of a serpent, σ7τβϊ- pa, η. σπείρημα, τό : in f.'s, σπειρηδόν. FOLD, v. if To double up] πτύσσειν. πλέκειν. συμπτύσ- σειν. συμπλίκειν. The act of f.-ing, πτύζις, η : the thing f.-d, πτύγμα, τό. if To fold up cat- tle] κατασταθμεύειν (g. t., for stabling). FOLDING-DOOR, δικλίδες, ων, αϊ. FOLIAGE, φύλλα, τά. φύλ- λωμα, τό. κόμη τών δένδρων, η (fig., poet. ; but also in prose). See Leaf. FOLK. See People. FOLLOW, if To come or go after in space] άκολουθείν and επεσθαι (mid.) τινί. επιέναι. To f. next or close, εχεσθαί τίνος : to f. close upon aby's steps, κατά πόδας άκολουθεϊν τινι. if In rank, dignity] τετάχθαι, γίγνε- σθαι επί τινι. έκδέχεσθαί τίνα (mid.), ύποτετάχθαι τινι. δεύ- τερον είναι τίνος. See to Suc- ceed. To follow aby's party, στήναι μετά τίνος, if In time] επεσθαι τινι. γίγνεσθαι εκ τί- νος. One misfortune f.'s upon another, κακόν εκ κακού γίγνε- ται. Also with επί τινι, e.g. the day wch f.-d this night, ή επί ταύτη τη νυκτι ημέρα. To f. (= result fm), επόμενον είναι τινι, or γίγνεσθαι, άποβαίνειν εκ τίνος : fm this it f.'s that, εκ τούτου δήλον ότι. ανάγκη ούν (with aec. c. infin.). τούτοις ξυν- επεται, τό (c. infin.) : this must necessarily f. fm what has been admitted, εκ τών ώμολογημένων άναγκαΐον ούτως εχειν : also περαίνεταί τι τινι. συμβαίνει τι εκ τίνος, if A s follows, the following'] όδε, ηδε, τόδε, ώδε. τοιούτος, αύτη, ούτο. τρ07τω FOM τοιωδε. if To follow out] See to Execute. To f. up, έργω επιέναι : to f. up to the source, see to Trace, if To obey or con- form to] πείθεσθαι (pass.) and ύπακούειν τινί. To f. an exam- ple, παραδείγματι χρήσθαί τι- vl : to f. aby's opinion, προστί- θεσθαι τη τινός γνώμη : to f. aby's prescription, κάθως προσ- τάττει τις ούτω ποιεϊν. if Το follow with the understanding] παρ-, συμπαρ-ακολουθεΐν τινί, also μανθάνειν. καταλαμβάνειν. Not to be able to f. aby, άπολεί- πεσθαί τίνος, if To follow a profession] έργάζεσθαι τέχνην τινά. έχειν έργασίαν. FOLLOWER, if Companion] Vid. if A dherent of aby or athg] ακόλουθος, 6 (g. t.). εραστής and επιθυμητής, ού, b (of persons and things), συνών, όντος, 6, and έταϊρος, 6 (friend, associate), σύμμαχος, 6 (in war) : $0* but usually Crcl., e. g., aby's f.'s, oi σύν τινι (δντες). oi μετά τίνος (the associates of an undertaking), οι άμφ'ι or περί τίνα (those who surround aby). oi άπό τίνος (the f.'s of a school or sect), συστα- σιώτης, ού, 6 (of political fac- tions), pi. oi συστασιώται. παρα- σκευή, ή (the retinue or attend- ants of a rich citizen). To be aby's f, στήναι μετά τίνος, είναι σύν τινι. άκολουθεϊν τινι. εχε- σθαί (pass.) τίνος, πλησιάζειν τινί : to be a zealous f. of aby, διώκειν τινά. FOLLOWING, if With ref. io space] επόμενος, 3. 6 επί τι- νι ών. 6, ή, τό εξής and εφεξής, έχόμενος, 3. παρακείμενος, 3. ύστερος, 3. ϋ With ref to time] ό, ή, τό εξής. ό, η, τό ύστερον, έπιγιγνό μένος, 3. επιών, ούσα, όν. 6, ή, τό μετέπειτα. The f. day, ή αύριον, η επιούσα, and η εξής (with or without ημέρα, if 'to-day' is meant), ύστεραία or επιγενόμενη or επελθούσα ήμε- ρα (if past time is spoken of). On the f. day, ύστεραΐος, 3, e. g. he came on the f. day, ύστεραϊος έπήλθεν. if In narration] ' The following'' is to be rendered by the demonstrative όδε, ηδε, τόδε, e.g. he used the f. words, λόγοις εχρή- σατο τοϊσδε : in the f. manner, ούτω(ς). τώδε τώ τρόττω. τρό- πω τοιωδε. ώδε. FOLLY, άνοια, ή. μωρία, ή. αφροσύνη, άγνωμοσύνη, ή. ήλι- θιότης, ητος, ή. εύήθεια, άβελ- τερία, ή. Great f, πολλή άνοια : it is a f., άνόητόν εστί : to com- mit a f, άποληρεϊν : to be pu- nished for one's f., μωρίαν όφεί- λειν or όφλισκάνειν τινί : to do athg at the risk of being charged with f, avotav όφλισκάνοντα όμως ποιεϊν τι. FOMENT, if Propr.] θερ- μαίνειν, θάλπειν. A f.-ing, θέρ- μανσις. if Fig.: to cherish] Vid. if To excite] Vid. FOM FOO FOO FOMENTATION, f θέρμαν- σι«. The f. applied, θέρμασμα, τό. -χΧίασμα, τό (of a softening effect). FOMENTER. See Exciter. FOND, adj. 1 To be fond of athg] G. tt. φιΧεΐν τι. ηδεσθαί (pass.) τινι. έπιθυμεΐν τίνος (to have a taste for) or ίιδέως πράτ- Τΐΐν τι. τιμάν τι, S^C. άσπάζε- σθαι, αγαπάν τι. σπουδάζει/ περί τι. -χαίρει ν or ηδεσθαι (c. pres. partcp.), e.g. they are fond of being praised, χαίρουσιν επαι- νούμενοι : he is f. of flattery, ηδεται κοΧακευόμενος : or ηδέως, e. g. he is fond of hearing, ήδέως ακούει. $β$• Also expressed by compounds and denominativa with φίλο-, e. g. to be f. of drink, φι- Χοπότην είναι or φιΧοποτεΐν : to be f. of literature, φιΧοΧογεΐν. See these compounds, <§-c, in the Gr. Eng. Lex. Likewise by deri- vatives in -iK as, ή, όν, e. g. f. of contention, εριστικός: f. of dain- ties, τένθης, ου, 6. ματτυολοι- χο?, ό : to be — , τενθεύειν (and mid.) : f. of luxury, τρυφερός, 3. ηδυπαθής, ές. To be extreme- ly f. of athg, ποθεΐν τι. ερωτι- κώς εχειν τινός. See ENAMOUR- ED. Tf Fond of aby] ευ νους, 2. εϋνο'ίκός, 3. ευμενής, ες. φιΧό- φρων.ον. See Enamoured. To bef. of aby, φιΧοφρόνως διακεΐ- σθαιπρόςτινα.σπουδάζεινπερί, προς, εϊς, επί τίνα. εύνυίκώς 'έχειν τινί or προς τίνα. στέρ- γειν and φΐΧοστοργεΐν (as α parent). ^| Fond = endearing, as words, &c] υποκοριστικός, 3. ΤΙ Foolishly indulgent] ΰπεικτι- κός, 3. Χίαν επιεικής, ες. ^[ Foolish, vain] Vid. FOND or FONDLE, v. f To caress] άσπάζεσθαι. ϋποκο- ρίζεσθαι. ^f To spoil by too great fondness] δια- or άποθρύπτειν. άποθηΧύνειν. χΧιδαίνειν. Spoil- ed by fondling, μαΧακός, 3. kv χΧιδη τεθραμμένος, 3. FONDLING. See Favorite. FONDLY, t With great af- fection] E.g. to be f. attached to aby, στέργειν τινά. φιλοστορ- γεΐν τίνα (e. g. of parental love). οίκειότατα διακεΐσθαι προς τί- να. φιΧοφρόνως εχειν περί τίνα (of friends, cj-c). To be very f. attached to aby, οίκειότατα θε- ραπεύει τινά. See phrases un- der Fond. % Foolishly] Vid. FONDNESS. ΤΪ Tenderness, affection] Vid. ^j Foolishness] Vid. FONT (eccl. t), κοΧυμβήθρα, V• Χουτρον, τό. βαπτιστήριον, φωτιστήριον, τό (baptistery). FOOD, τροφή, ή (g. t. — ali- ment), τά προς τον βίον επιτή- δεια (athg that supports physical life in the shape off), also βίος, ο. έδεσμα, τό (that is eaten or belongs to eatables), εδωδή, η. βρωτόν, τό (athg fit to eat or that is eaten), σΐτος, 6. σιτία, ων, τά (252) (propr. bread, then also of any kind of nutriment), or άφορμαϊ αϊ εις τον βίον. όψον, τό (pre- pared f). όφάρτυμα, τό (artifi- cially prepared f. , a dish) ,μάστα'ζ, a /cos, ή (as masticated, a mouthful). To take some f., χρησθαι σίτω or σιτ'ιοις. σιτία σιτίζεσθαι. προσ- φέρεσθαι σΐτον or τροφήν : to take no f., σίτου ούχ άπτεσθαι : to prepare f., κατασκευάζειν εδέ- σματα. See to Cook. Want of f., σιτοδεία, η. τροφής απορία, η : to buy or purchase f, όφω- νεΐν : the purchase of f., όψωνία, f] : one that purchases f., άφω- νης, ου, b : to give f., δειπνιζειν. See to Feed. To give (aby) his f., τροφην παρέχειν τινί. See Provision. FOOL, s. % A silly fellow or person] μωρός (Att.), μωρός, 6. φΧύαρος άνθρωπος, 6. ηΧίθιος, ό. ανόητος, 6. άφρων, όνος, δ. εΰήθης, ους, b. To be a f., to act like a f., άβέΧτερος, b. μωραί- νειν. ήΧιθιάζειν. μάταια ποι- εΐν : to be a great f., Χίαν άνό- ητον είναι : aby must be a fool λυΙιο, &c, μωρός or ηΧίθιος, ε'ί τις. ποΧΧης άνοιας, ε'ί τις — : or τό (c. infin) : who is such a f. as not to know — ? tis ούτως ανό- ητος ootis ου γιγνώσκει — ; f.'s act foolishly, άνοήτων έστι φΧυ- αρεϊν : even a f. may say a word in season, ποΧΧάκι τοι και μωρός άνηρ κατακαίριον είπε : to make af. of aby, έμπαίζειν τινί. χΧευ- άζειν τινά. έντρυφάν τινι. άπο- Χαύειν τινός or τινά. κατασο- φίζεσθαί τίνα. παρατείνειν τι- νά, φενακιζειν τινά : to make a f. of oneself, παρέχειν εαυτόν καταγεΧασθαι or έζαπατάσθαι. έκτιθέναι εαυτόν τω χΧευασμω. See Idiot, Noddy/Simpleton. It is a f. to that, ουδέν εστίν ώς προς εκείνο. *\\ A professional fool (at court)] prps by the g. t. of γεΧωτοποιός, ο. γεΧοιαστής, οΰ, b. βωμοΧόχος, b. FOOL, v. ηΐ (INTRS.)] φΧυα- ρεΐν. μάταια ποιεΐν. ληρεΐν. μωραίνειν. U (Trans.) To fool aby] See ' to act, play, &c, the f.,' under Fool, s. To f. aby with hopes, εΧπίσι βουκοΧεΐν τίνα. IT To fool away (athg, e. g. one's money, c|"c.)] See to Squan- der. FOOLERY, φΧυαρία,-η. Χή- ρος, ό. βωμοΧοχία, -η. βωμολό- χευμα, τό. αδοΧεσ-χία, η. Το be about some f., φΧυαρεΐν. μά- ταια ποιεΐν. See FOLLY. FOOLHARDINESS, τό πα- ράτοΧμον or ύπέρτολμον. προ- πέτεια, ή. Ίταμότης, -η. θρασύ- της, η. ριφοκινδυνία, ή. μανία, V (g. t.). μαινόμενου 'έργον, τό. Athg is f., μαινόμενου εστί τι. FOOLHARDY, μανικός, 3 (g. t.). τοΧμηρός, 3. ριψοκίνδυ- νος, 2. θρασύ?, ίΐα, υ. προπε- τής εις κινδύνους, ιταμός, 3 (headlong). To be f., παρατοΧ- μαν : a f. fellow, άνθρωπος μα- νικός or μαινόμενος τ»7 τόΧμτι. FOOLISH, ανόητος, 2. άφρων, 2. άζύνετος, 2 (that is tvanting in clear insight, power of reflection, /οει/- to's, 3 (artificial, not natural). If A forced march] δρόμος, 6. πο- ρεία εκτενής or ταχεία, ή. όζεΐα όδοιπορία, ή. To make a f.-d march, δρόμω πορεύεσθαι (pass. ) . to advance by f.-d marches, προελαύνειν δρόμω or εκτενε- στερον. FORCE, s. T[ Might, power, strength, energy] See these words (<0§° fin wch force differs, as in- volving the notion of obstacles to be overcome, efficiency agst resist- ance, physical or moral, therefore cogency, and ability to compel), ισχύς, ύος, ή. δύναμις, ή. κρά- τος, τό (superior f). F. of cha- racter, φύσεως ισχύς : bodily f., σώματος ρώμη or ισχύ?, ή : f. of impulsion, φορά, ορμή, ή : great f., το δεινόν, δεινότης, ή (chiefly with ref. to mental power or fa- culties) : f. of style or language, ή δεινότης ή εν λόγοις, ή των λόγων δ. ή των λόγων εμφα- σις : an argument of much f., εν- εργής πίστις και δύναμιν έχου- σα, σαφέστατον τεκμήριον : with all one's f., παντι σθένει (might), μετά πάσης σπουδής (f. of will or character) . επί πάν έλθών. παντι τρόπω διατεινό- μενος, ισχυριζόμενος : he main- tains his opinion with great f., αποτείνεται ϋττερ τής εαυτού δόζης : that has f., see Forcible. Without f., άρρωστος, αδύνατος, 2. ασθενής, ες. ψυχρός and ά- μαυρός, 3 (with ref to eapressions). See Feeble, ψυχρότης, ή. See Feebleness. To be without f., άρρωστεϊν, άδρανεϊν : want of f., άδυνασία, ασθένεια, ατονία, ή. The f. (= validity) of a law, &c, κϋρος, τό (with verb κυ- ροϋν) : to have the f. of law, νό- μος κείται, κύριος εστί, κρατεί: that is of f., κύριος, 3. κατεφη- φισ μένος (enacted) : to give the f. of law, κυροΰν : no longer in f., άκυρος, 2 (ivith verb άκνροϋν), also άθετεΐν (to make of nofi, to annul) : the f. (= peculiar or full import) of a word, &c, δύναμις, ή. ότι δύναται (θέλει, βούλεται, εμφαίνει) τό ρήμα. By f. of — , ι ΰπό c. gen., e. g. χειμώνος (of weather). See Stress, Dint. By f. of reason, ανάγκη, άναγ- καίως. ^f Violence] βία, ή. αν- άγκη, ή. To use f., to have re- course to f. (agst aby), βιάζεσθαι, βία χρήσθαι (προς tivu). βίαν, ανάγκην (-«?), επιφέρειν, προσ- άγειν (τινί) : to drag by f., σύ- ρειν : effected by f., βίαιος, 2 and 3. αναγκαίος, 3. See Violence, Violent. Constrained by f., av- άγκηπεισθείς, αναγκασθείς, βία επαχθείς, εϊσα (only of persons). To carry a place by f., κατά κρά- τος or βία α'ιρείν την πόλιν or τό τείχος, επιδραμών κρατεϊν τής πόλεως : to repulse f. by f., άντιβιάζεσθαι : to effect an en- trance by f., βιάζεσθαι. ε'ισβιά- ζεσθαι. βία εισιέναι. The f. of the tempest, toD χειμώνος τό μέγεθος : the f. of the current, ή τοϋ ρεύματος φορά. By f., βία. προς βίαν. βία χρώμε- νος. If Force (for war)] δύνα- μις, ή. στρατός, 6. παρασκευή, ή. Land f., πεζή or πεζική δύ- ναμις or παρασκευή, ή. πεζός στρατός, ό. τό πεζικόν or πε- ζόν. 6 κατά γήν στρατός : na- val f., τό ναυτικόν, τά ναυτικά, ναυτική δύναμις or παρασκευή, ή. ναυτικός στρατός, 6. Force (as amount), πλήθος, τό : the f. of the army amounted to — , ό στρατό? τοσούτος ην τό πλή- θος : the f. (or strength) of the enemy is not so great as was stated, επί πλέον {μεϊζον) ay- FOR FOR FOR γίλλονται ol πολέμιοι : in full f., πανδημεί : the defensive f. of a fortress, &c, τά άμυντηρια χωρίου τιι /os : to be in f. for war, Ικανόν είναι άπομάχεσθαί τε και άρχεσθαι του πολέμου : to assemble one's f.'s, συλλέγειν, συνάγει.», άθροϊζειν την δύνα- μιυ, το στράτευμα. FORCEDLY, βία, βιαίως, ανά κράτος, κατά κράτος, αν- άγκη. FORCEFUL, ρωμαλέος, 3. ισχυρός, 3. ερρωμένος, 3. δεινός, 3. ακμάζων, ούσα, ον. FORCIBLE, ισχυρός, 3 (that has force or power), μέγας, άλη, a (great), δεινός, 3 (of extraordi- nary kind), σφοδρός, 3. βίαιος, 2 and 3 (violent), βαρΰς, 3 (that has a powerful effect, weighty). A f. proof, Ισχυρόν δείγμα, ισχυ- ρός 'έλεγχος, σαφέστατη πί- In com- position it is rendered by the prep, προ, e.g. to lean or bend f., 7rpo- νεύειν : to be bent f., κύπτειν, προκύπτειν : to walk f., πρυ- ϊέναι, προχωρεΐν, προάγειν: to stride or step ΐ.,προβαίνε ιν. §!§?=■ For other combinations as 'to bring, come, &c, forward,' see the respective verbs. FORWARDNESS, f Rea- diness, promptness (of mind)] προ- θυμία, ή. ίτοιμότης, ητος, ή. σπουδή, ή, and σπουδαιότης, ητος, ή (zeal), επιμέλεια, ή (en- deavour), ορμή, ή. θυμός, 6 (im- petuosity). Τ| Advance in studies] προκοπή, η. επίδοσις, αυζησις, η. See Progress. ^ In a bad sense: boldness] Vid. FOSS. See Ditch. FOSSIL. See Mineral. FOSTER, f Feed, nourish] Vid. IT Cherish] Vid. FOSTER-BROTHER, δμο- γάλαξ, λακτος, δ. ομογάλα- κτος, δ. FOSTER-CHILD, τρόφιμος παις, δ. παΐς παραδεδομένος ε'ις τροφήν. FOSTER-FATHER,Tpo00s, ό. τροφεύς, έως, δ. FOSTER-MOTHER, τρο- φό?, ή. η τρέφουσα. FOUL, αφ. 1 Prop.: filthy] Vid. Ι Dirty] Vid. f Metaph. : unfair] Vid. ^ Peculiar com- binations] F. play, επιβουλία, ή. κακουργία, ή. ίξ επιβουλής. See Cheat, Dishonest, Fraud, Trick. A f. deed, 'έργον μια- ρόν or μυσαρόν. See CRIME. F. words (reviling), e. g. to speak f. words agst aby, δεινά ρήματα κατά τίνος χανεΐν : f. language, αισχρολογία, ή. αισχρορρημο- σύνη, ή. F. weather, χειμών, ώνος, δ. To fall f. of each other, συγκρούεσθαι, προσκρυύισθαι (pass.), περιπίπτειν άλλήλυις. The f. fiend seize you ! άπαγε εις κόρακας, κακώς ερρε. S2 FOU FOUL, v. See to Defile. FOULLY. See Filthily. FOUL-MOUTHED. To be f., αισχρολογεΐυ. FOULNESS. See Filthi- ness, Dirt. FOUND, v. 1 To lay the foundation of athg] θεμελιοΰυ (propr.). Ίδρύειυ, καθιδρύει» {to erect, raise, as a building, a city, #c.). κτίζειυ, κατοικίζει» [a co- lony^ dwelling), κατασκευάζει» (to establish, e. g. a state, feet, a power, S[C.). τιθέυαι and καθ- ιστάναι. To f. an empire, κτί- ζειυ or κατασκευάζει» άρχήυ : to f. a colony, κτίζει» or ο'ικίζειυ χωρίο» τι: — at a place, οίκίζιι» or κατοικίζει» χώρα» τινά : to f. one's reliance, &c, on athg, σκήπτεσθαί (to rely upon) τιυι. έρείδεσθαιο?•έπερείδεσθαί(ρ83. ; to stay oneself upon) τιυι : — upon aby, ε'Ίς τι»α άποβλέπειυ : to f. one's hopes upon aby, ελπίδα τίθεσθαι εν τιυι : — all one's hopes, ε» τιυι είναι : to f. one's hopes now on one thing now on another, άναρτασθαι ίλπίδι έζ ελπίδος (Dem.). To be f.-d up on athg, άυακεΐσθαι εις τι or επί τιυι. αϊτ'ιαυ έχειυ εκ or άπό τίνος. Well-f.-d, see Grounded. *f[ To melt or cast metals] χωυεύ- ειυ. To f. silver statues, ανδρι- άντας αργύρους χωυεύειυ. F.-d, χυτός, χονευτός, ο. See to Cast, to Fuse. FOUNDATION. 1 The act of founding] ϊδρυσις, κτίσις, ή. κατασκευή, ή. κατάστασις, τ). The f. of a colony, κατοίκισις, ν : $Ι3Γ but chiefly by verbs, e. g. after the f. of the city they de- parted again, κτίσαυτες δε τό πόλισμα απεχώρησαν οπίσω. Fm the f. of Rome, άπό της 'Ρώμης κτιζομένης. if In con- crete : the ground, the lower sur- face] 'έδαφος, τό (the ground, lower part, upon wch athg rests), θεμέλιου, τό. κρηπίς, ϊδος, ή. ύπόθεσις (the substratum wch sup- ports athg). βάσις, ή (the base), στοιχεία, τά (fg., the first prin- ciples). To lay the f. of athg, θεμελιοΰν τι. Ίδρύειυ τι. κτί- ζε ιν τι. κρηπϊδα βάλλειυ τιυός : the laying of a f., θεμελίωσις, η : the f.-stone of a building, θεμέ- Χιος (λίθος), 6. Χίθος ακρογω- νιαίος : to lay the f. of an empire, see to Found : to destroy to the veryf, άποθεμελιοΰυ αρδηυ or εκ θεμελίων καθαιρεΐυ: (destroy- ed) fm the very f., πρόρριζος and αυτόπρεμνος, 2. If Metaph. : ground] Vid. Without f., άνευ λογού, ε'ικη. μάτηυ. ουκ εις δέου. See Unfounded. With good f., ορθώς, δικαίως, ευλόγως μετά λόγου: with sufficient f., ορθώς και δικαίως, άπτώς, ό, τ), τό (well -founded, of an argument. PL). To be or form the f. of athg, ϋποκεΐσθαίτιυι. ύπάρχειυ τινί (fig. ; see above) : to be the (260) FOU first or very f. of athg, πρώτον ' ΰπάρχειν τινός. ^J Institution] Vid. FOUNDER, s. «tf Of a town, 8[C.] κτίστης, ου, 6. δ θείς, θέυ- τος. 6 καταστήσας, αντος (the two latter take the partcp. or the ace. after them, expressing the ob- ject that has been founded). The f. of a city or family, άρχηγέτης, b, and (fern.) άρχηγέτις, ιδος, ή : the f. of a colony, οικιστής, οΰ, ό : also κτίσας, αντος, 6. 6 εξ αρχής ποιών or τιθείς. 6 κατα- σκευάσας. θεμελιωτής, οΰ (layer of a foundation), αρχηγός, δ, ή (auctor). αίτιος, δ (the father). A joint-f., συγκτίστης, 6. To be the f. of a colony, &c, see to Found. TJ Founder of metals] χωνευτής, οΰ, 6. FOUNDER, v. δύεσθαι. ΰπο-, καταδύεσθαι. καταφέρεσθαι. καταποντίζεσθαι. βυθίζεσθαι. έρρει» (metaph.). FOUNDERYor FOUNDRY, το τών μηχανοποιών έργαστή- ριον (in the ancient sense), χωνευ- τικού εργαστηρίου, χωυεϊου,τό. χόαυυς (Horn.) and χώυος, ο. χώνου, τό. FOUNDLING, βρέφος 'έκθε- του, τό. FOUNDLING-HOSPITAL, βρεφοτροφεΐον, τό. FOUNT or FOUNTAIN, πη- γή, h (usually in pi. πηγαί, al, propr. and fig.), κρουνός, δ (a well), κρήνη, ν (a spring), πίδαξ or πΐδαξ, ακος, η (seldom, and chiefly poet, for κρήυη). υαμα, τό (chiefly poet, both for πηγή and for κρηυη). To make a f. spring up, άυιέυαι (ίημι) πηγή». •ft Metaph. : the cause] αίτια, r). αρχή, η. πηγή, ή. See Source. FOUR, τέτταρες, τέτταρα, or τέσσαρες, a (dat. pi. τέσσαρ- σι, poet, τέτρασι). As figure, δ'. Number f., τετράς, άδος, r) (and a number off), τετρακτΰς, ύος, ή : f. times, τετράκις : of f. cu- bits, τετράπηχυς, 2 : off. spans, τετραπάλαιστος, 2 : f. fingers long, broad, τετραδακτυλιαΊος, 3: off. feet (measurement), πο- δών τεττάρων : a space of f. years, τετραετία or τετραετη- ρίς, ίδος, or τετραετηρία, ή : f• years of age, τετραετής, 2. ετώυ τεττάρωυ : a child f. years old, παΐς έχωυ 'έτη τέτταρα. παις άγω» έτος τέταρτου : a feast celebrated every f. years, τβτρα- ετρίς, ίδος, ή : of f. days, τετρα- ήμερος, 2. τεττάρωυ ήμερώυ : f. months old, τετράμηυος, 2. τετραμηνιαϊος, 3. τεσσάρων μη- νώυ : f. months' pay or wages, τεσσάρωυ μηνών μισθός : that has f. legs, τετράπους, neutr. πουν, gen. ποδός, τετρασκελής, 2: of f. threads, τετράμιτος, 2: of f. corners, τετράγωνος, 2. τε- τράπεδος, 2 : that has f. fingers, τετραδάκτυλος, 2 : a team of f. horses, τό τεθρίππου : that has FOX f. limbs, τετράκωλος, 2 : that has f. columns, τετράστυλος, 2. τετρακίων, 2 : that has f. points or seats, τετράκλινος, 2. τέττ- ταρσιν ικανός, 3: off. syllables, τετρασύλλαβος, 2 : that has f. partings, split in f., τετράσχι- στος, 2 : of f. stories, τετρώρο- φος, 2 : of f. yokes, τετράζυγος, 2: a carriage and f., τετράζυ- γον (άρμα), τό. τέθριππο», τό : f. and a half, τρεΐς και ήμισυς, ημίσεια, τρία και ήμισυ : f. thirds, τό επίτριτον. έπίτριτος, 2 : f. hundred, τετρακόσιοι, αι, α : as figure, υ' : f. hundred times, τετρακοσιάκις: thef. hundredth, τετρακοσιοστός, 3 : f. thousand, τετρακισχίλιοι, at, a: as figure, β : the f. thousandth, τ,ετρακι- σχιλιοστός, 3. FOUR-CORNERED^iT/oa- γωνος, 2. τετράπεδυς, 2. FOUR-FOLD, τετραπλάσι- ος, 3. FOUR-FOOTED/TiT-pairou?, neutr. πουν, gen. ποδός. A f. animal, ζώου τετράπουυ, τό. FOUR-HANDED, τετρά- χειρ, χειρός, δ, ή. FOUR-HEADED, τετρακέ- φαλος, 2. FOUR-OARED, τετράσκαλ- μος, 2. FOUR-PRONGED, τετρά- ξοος, 2. FOUR-SIDED, τετράπλευ- ρος, 2. FOUR-STRINGED, τετρά- χοοδος, 2. FOUR-SCORE. See Eighty. FOUR-SQUARE, τετράγω- νου, τό. FOUR-WHEELED, τετρά- κυκλος, 2. FOURTEEN, τεσσαρεσκαί- δεκα,τεσσαρακαίδεκα. As figure, ιδ' . F. years old, τεσσαρακαι- δεκέτης, ου, δ. τεσσαρακαιδε- κέτις, ιδος, ri. FOURTEENTH, τεσσαρα- καιδεκατος. δέκατος τέταρτος, τέταρτος επί δίκα. On the four- teenth day, τεσσαρακαιδεκαταΐ- os, 3. FOURTH, τέταρτος, 3. The f. part, τεταρτημορίου, τό : for the f. time, τό τέταρτου : that comes on or happens the f. day, τεταρταΐος, 3 : in the f. place, τό τέταρτον : five f.'s, έπιτέ- ταρτος, 2. FOURTHLY, το τέταρτου. FOWL, s. f A bird] Vid. U Poultry] πτηυά, τά. όρυιθες, οι. όρνεα, τά. FOWL, ν. όρνιθεύειυ. όρυι- θοθηράυ. FOWLER, όρνιθοθήρας, α, ο. όρυιθευτής, οΰ, δ. ιζιυτής, οΰ, δ. The art of a f., όρνιθ υθηρευτική, 'FOWLING, όρυιθοθήρα, τ). όρνιθεία, ή. Belonging to f., όρ- νιθοθηρευτικός, 3. όρυ ιθευτικός, 3. FOX. IT An animal] «λώ- FOX FRA FRE πηξ, εκος, ν• κερδώ, οΰς, rj. ^J Fig. : a sly and crafty fellow] κί- υαδος, ους, τό. έπίτριπτου κί- υαδος. Like a f., άλωπεκώδης, 2 (propr.) : to be a f., άλωπεκί- ζειυ (fig.) : to steal about like a f., αλώπεκος ϊχυεσι βαίυειυ : a f.'s hole, 6 τής αλώπεκος κευ- θμώυ (ώυος). αλωπεκία, ή '• a f.'s skin, αλωπεκή, ή. άλωπεκίς, ίδος, ή. ^gf* άλωπεκίζειυ προς ετέραυ άλώπεκα is said of out- witting a crafty fellow. FOX-HOUND. See Hound. i FOX-HUNT or -HUNTING, 77 τώυ αλωπεκών θήρα. FOX- LIKE, FOXY, άλωπε- κώδης, ες. ^f With ref to colour] άλωπεκόχρους, 2. πυρρός, 3 (red). FOX-TAIL, αλώπεκος ουρά, v. ΤΙ A plant (fox-tail grass)] άλωπέκουρος, η (= saccharum cylindrium). m FRACTION. If Act of break- ing] κλάσις, ή. κλασμός, 6. Tf Portion] κλάσμα, θραύσμα, τό. μερίς, ίδος, ή. A very small f., μορίου τ: βραχύτατον. See Fragment. If In arithmetic] κλάσμα, τό. What f. ? πόστου μέρος ; ποστημόριος, 2 ; a very small f. (i. e. of wch the denomi- nator islarge), πολλοστού μέρος : a very large f., όλιγοστόν μέ- ρος, gu* For the expression of f.'s such as §, |, f, see Half, Third, Fourth, Qc. F.'s, of wch the numerator is unity, follow- ing an integer, are represented by the denominator distinguislied by an accent or accents : thus 2^-fe is written β'γ' u" : iftlie numerator be more than unity, it is marked by an accent, and the denominator is written above it to the right, thus 3$• is written γ'β'. ια FRACTIONAL. Crcl. ivith Fraction. Mod. Gr. κλασμα- τικός, 3. FRACTIOUS, δύσκολος, 2. To be f., δυσκολαίυειυ. See Quarrelsome. FRACTURE, ε.διάρρηξις, κ ά- ταξις, ή. κάταγμα, τό (a fissure). If A fracture of the leg, <£c] όστοΰυ ερρωγός. σκελοκοπία, h. τό σκελιαγές (later, e. g. Ga- len). FRACTURE, v. (surgical t), καταγυύυαι (τό σκέλος, <§"C.). To have one's leg f.-d, καταγή- ναι τό σκέλος. FRAGILE, θρανστός, 3. εύ- θραυστος, 2. εϋ-κλαστος, -θρυ- 7ΓΤ09, 2. φθαρτός, 3. See Frail. FRAGILITY, τό εύθραυστου. τό φθαρτού. See Frailty. FRAGMENT, θραύσμα, τό. σπάραγμα, τό (a piece rent off athg). ερείπια, τά (of bodily ob- jects), λείψανου, τό (of writings wch are partly lost), άτελης λό- γος, 6 (of writings unfinished or mutilated at the end). FRAGRANCE or FRA- GRANCY, ευωδιά, tj. όσμη (261) ηδεία, η. To receive the f. of athg, εύωδιάζεσθαι υπό τίνος. FRAGRANT, ευώδης, 2. εΰ- οσμος, 2. FRAIL. II Fragile] Vid. If Of short duration, weak] φθαρ- τός, 3. έξίτηλος, 2. θυητός, 3. ί7τισφαλ?75, 2. αβέβαιος, αστα- θής, 2. ακατάστατος, 2. ασθενής, 2. To be f., ο'ίχεσθαι. φεύγειυ. ΤΙ Liable to fall under temptation] σφαλερός, 3. επισφαλής, ές. FRAILTY, 1 Fragility] Vid. TJ Infirmity, 8(c.] τό φθαρτού, εξίτηλον, επισφαλές, ακατα- στασία, η. ασθένεια, η. See Weakness. FRAME, v. See to Form, to Fashion, "ff To put into a frame] περιβάλλειυ. FRAME, s. 1 Constitution] VlD. κατάστασις, ή. κατα- σκευή, η. *\[ Of the body] φύσις, κατάστασις. If State or affec- tion of the mind] ήθος, ους, τό (lasting), 'έξις or διάθεσις τής ψυχής, η (at any given instant). A picture f., ξύλα τα περιέχον- τα or περιλαμβάνοντα την γρα- φήυ. FRAMER, κατασκευαστής, ποιητής, δημιουργός, ο. ο κατα- σκευά"ζωυ,κατασκευάσας. δ ποι- ών, ποιησας. 6 άπεργασάμενος, άπ εργαζόμενος. See MAKER. ΤΙ Founder] Vid. 1J Theframer of laws] See Legislator. FRANCHISE, s. ^Freedom] Vid. Tf Enjoyment of political privileges] προνομία, η. προνο- μίου, τό. The electoral f, ψή- φος, η : the same electoral f., Ίσο- Φηφία, ή. FRANCHISE, υ. % To free] See to Enfranchise. FRANK, adj. ελευθέριος, 2. άδεης, 2. ουδέν άποκρυπτόμενος or ύποστειλάμενος, 3. άπλοΰς, ή, οΰυ. άβάσκανος, 2. χρηστός, 3. See Sincere. FRANK, υ. Ε. g. to f. aby, άποτίυειυ τι υπέρ τίνος. FRANKLY, από or εκ τοΰ ευθέος or δι ευθείας, απλώς, συντόμως : and formed from adjj. under Frank, e. g. έλευ- θερίως, ά-, κατά-πλεω?, ων : a f. purse, άδρόν βαλλάν- τιον : to make f, πληρούν, πιμ- πλάναι, εμπιπλάναι, άναπιμ- πλάναι. μεστοΰν (athg with athg, τι τίνος). To be f. of athg, πλή- ρη or μεστόν είναι τίνος, ε μ- or άναπλησθηναί τίνος, γέμειν τι- νός and τινί : his eyes were f. of tears, δακρύων ύπόπλεως ην τά όμματα : f. of joy, περίχαρης, 2 (of persons) : f. to the brim, see Brimful. To have one's hands f. of work, ασχολίας πλείστα? εχειν. Tf Entire, wanting nothing to its completeness] εν-, όλο-, παν- τελής^, όλο?, 3. τέλειος, 2 and Β. At f. speed, δρόμω έκτενεστάτω. To be in f, bloom, άκμήν της αν- FUL FUN FUN fl)|9 εχειν. F. power, see Power : f. moon, see Moon. F. grown, αδρός, 3 : f. growth, άδρότης, ητος, ή. F. in number, άπηρτι- σμένος, 3. F. dress, prps στολή λαμπρά or μεγαλοπρεπής, ή '. in f. dress, εύσταλής, 2. καλώ? περιεσταλμένος, 3. F. length (of a portrait), κατά φύσιν. 'όσος τίς έστι τό μεγεθοε or τό σχ»?- μ« : a picture or statue of full length or size, ε'ικώυ Ισομέτρη- τος, 17. A f. account, έξι'ιγησις ή διά μακροτίρων : to give a f. account of an event, διελθεϊυ τό πράγμα λέγοντα καθ' εν 'ίκα- στον των γεγενημένων. FULL, s. Ε. g. in full, see Fully : at the f., see Moon. FULL, v. % To thicken cloth in a mill'] κνάπτειν and κνα- φεύειν (also with γ). The art of f.-ing cloth, κνάψις, ή. τό κνα- φεύειν. κυαφευτικη, ή : a dress renewed by f.-ing, χιτώυ επί- γναφος or δεντερουργής. FULL-BLOODED, πολύαι- μος,Ί. πλιβωρικός, 3 (plethoric). To be f., ΰπεραιμοΰυ. πολυαι- μεΐν. πληθωρεΐσθαι. FULL-BLOWN (of flowers). To be f., άκμήν της άνθη? εχειν. FULL-BRED, γενναίος 3. ευγενή?, ευφυής, 2. FULL-FED. See Fed. FULL-GROWN, τέλειο?, 3 (that has reached its full size), αδρός, 3. FULL-LENGTH. See under Full. FULL-MOON. See Moon. FULL-TONED, πάμφωυος, 2. To have a f. voice, μάλα έμ- φωνον είναι. FULLER, κναφεύς, έως, δ. στιβεύς, έως,δ. The occupation of a f., κναφευτική, ή : a f.'s shop, κναφεΐον, τό : a f.'s brush, κνάφος, δ : belonging to a f.'s trade, κναφευτικός, 3. (All also with γ.) FULLER'S -EARTH, σμη- κτϊς or σμηκτρίς γη, ή. κιμω- λία γη, ή. FULLING (of cloth). See 'art off.,' under to Full. FULLING-MILL. & Ful- ler's shop. FULLY, τελεω?. παντελώς, όλως. πάντως, παντάπασι(ν), τω παντί, τό πάν. κομιδή. See Entirely, Wholly, Quite. To do, accomplish, &c, f., see to Complete. FULMINATE, άφιέυαι κε- ραυνούς, άστράπτειν και βρυυ- τάυ. FULMINATION.See Light- ning. FULNESS. 1 The state of being full or filled] πλησμονή, η. πλήρωμα, τό. πλήρωσις, η. ^[ As quality — abundance] αφθο- νία, περιουσία, ενπορ'ια,ή. άδρό- της, η (f. of size or growth). FULSOME, αηδής, άσηρός, 3. άσην or άηδίαν παρέχων, ου- (266) σα, ον. F. smell or odour, δυσ- ωδία, ή : of a f. odour, δυσώδης, 2 : f. flattery, θωπεύματα, τ ά. FUMBLE. To f. about, ψη- λαφάυ (ώσπερ εν σκότω). % To do athg awkwardly] Ίδιωτεύ- ειν τινός or κατά τι or περί τι or προς τι. άπειρον εϊυαί τίνος. FUME, s. Tf Smoke'] Vid. ίΤ Vapour] Υιό. *R Smell (of athg)] ατμός, δ. See FLAVOUR. The f.'s of wine, οίνοι; οσμή or άποφορά, η : the f.'s of meat, κνίσα, η : to exhale or have a f., όσμην εχειν or παρέχειν. άπο- πνεϊν. ΤΙ The effects of the fumes of wine] κραιπάλη, ή. To sleep off the f.'s of wine, άποκραιπα- λάυ. κατασκεδαννΰναι την εω- λοκρασίαν. FUME, ν. ΤΙ To pass away in vapour] See Evaporate. % To be hot with anger] See ' to be Angry.' FUMIGATE, θυμιάν,_ έκθυ- μιάν, καπνίζειυ, καπνοΰν, τ'ι. ΰπατμί'ζειν (Dioscorid.). Proper for f.-ing, θυμιατικός, 3 : f.-d, θυμιατός, 3 : to f. with sulphur, περιθειοϋυ. FUMIGATION, θυμίασις, κάπνισις,η. περιθείωσις,ή (with sulphur). FUN, παιδιά, η. σκώμμα, τό. παιγνίου, τό. χαριέντισμα, τό. ερεσχελία, η. γελοίου, τό. Το make f., γελοιάζειίΛ γελωτο- ποιεΐυ. σκώπτειν. παίζειυ. παι- διά χρησθαι : to make f. of aby, έπισκώπτειν τινά or εις τίνα. γέλωτα ποιείν τιι/ά : for f., επί καταγέλωτι. προς ήδουηυ '. in f, παιδικώς. μετάπαιδιάς. παί- ζων, σκώπτων, έπισκώπτων, ούσα, ον : to say athg in f. or for f., παίζοντα λέγειν τι : to make f. with aby, παίζειυ προς τίνα. προσπαιζειν τινί. FUNCTION, εργασία, η (g. t.). 'έργον, τό. πράζις,η. πράγ- μα, τό. τό ποιε'ιν. τά καθήκον- τα {the duty, part to be perform- ed), δύναμις, η (faculty or office), e. g. each has its proper f., όύ- υαμιν ιδίαν 'έκαστου έχει : φ^* but usually C'rcl. by verbal phrases, as, έπιτελεΐν τα καθήκοντα, πράττειυ τά της αρχής, #c. During the discharge of his public f., παρά την άρχήυ or άρχοντος αυτοϋ. Rhetoric discharges its f. by words, η ρητορική τόκΰροςδιά λόγων έχει, διά λόγων πάν πε- ραίνει (PL). See Duty, Office. FUNCTIONARY, ο έχων αρχήν or τιμήν, άρχων, οντος, δ. έπιστάτης,προστάτης,ου,δ. The public f.'s, τά τέλη or οι εν τέλει (sc. δύτες), οι επί των πραγμάτων, οι εν τοΐς πραγ- μασιυ. οι έχοντες τας αρχάς και τάς τιμάς ευ τ»; πόλει. οι τά τέλη έχοντες. FUND. ΤΙ Stock or capital fm wch any eocpense is supported] τό του αρχαίου κεφαλαίου, αφορμή, V- τό αρχαίου, χρήμα- τα, τά. πόρος, δ. % Money lent to a government] prps δημόσιοι ξυγγραφαί, αι. χρήματα δημο- σία δεδαυεισμέυα (as loan), τό δημόσιον χρέος (public or national debt). The public f.'s, see Re- venues, ίϊ Fig.] E.g. to have a f. of wit, of good sense, benevo- lence, &c, αφθονον εχειν τι. FUNDAMENT, πρωκτός, δ. πυγή, ν. FUNDAMENTAL (in com- position), e.g. f. law, πρώτος νό- μος, ο. τό τώυ νόμων κεφαλαί- ου : f. notion, 'ιδέα ή πρώτη : ί. form, πρωτότυπου, τό: f. cause, αίτιου, τό: f. principle, θεώρημα, αξίωμα, τό. ΰπόληψις, ή (phi- losophically), παραστήματα, τά (maxims). FUNDAMENTALLY, έξ άρ- χης. κατ άρχήυ. πρώτως and πρώτον. FUNERAL„s. ταφή, ή. τά- φος, δ. κηδος,τό. κηδεία, η. έκ- κομιδη, ή. εκφορά, ή. κτέρισμα, τό (Eur.), εντάφια, τά : also pi. ταφαί, ών, αι. The f. train, see in Compounds. To prepare or make a f. for aby, ταφάς ποιεϊ- σθαί τίνος, τά νόμιμα or υομι- ζόμευα ποιεϊσθαί τινι. θάπτειν τιι/οί. κηδεύειυ : to go to a f., to be at aby's f., ξυνεκφέρειυ. έπεσθαι προς του τάφου (i. e. to follow) : the management of a f., κηδεία, ή. FUNERAL, adj. Used in com- position as the following — FUNERAL-CARRIAGE or HEARSE, άρμα νεκροφόρον, τό. FUNERAL -CRY or -LA- MENT, θρηυος, δ. FUNERAL-EXPENSES, δα- πάνη ή περί του τάφου. FUNERAL-FEAST, ταφαί, ώυ, αϊ (the ceremonies), τάφος, δ. περίδειπνον, τό (the banquet it- self). To give a f. feast, περι- δειπνεΐν. FUNERAL-GAMES, εττιτα'- φιοι αγώνες, οι. FUNERAL-HYMNorSONG, επιτάφιου μέλος, τό. Ίάλεμος, δ. θρήνος, δ. FUNERAL- ORATION or SPEECH, λόγος επιτάφιος, δ. To pronounce a f., έπαινον λέ- γειν επί τιυι. FUNERAL-PILE, πυρά, ή. To raise a f., πυράυ υεϊυ or συυ- νεΐν : to carry to the f., αναβί- βαζε ιν επί την πυράν : to lay on the f., έπιτιθέναι επί τήν πυ- ράυ : to kindle the f., ΰφάπτειν τήυ πυράυ. FUNERAL-POMP, μεγαλο- πρέπεια ή περί τον τάφου. FUNERAL - PROCESSION or -TRAIN, ταφή, »';. εκφορά, ή. οι επόμενοι προς τον τάφον. To join in the f., έπεσθαι προς τον τάφον. ζυνεκφερειν. FUNERAL-TORCH, δάς εν- τάφιος, ή. FUNEREAL. See Mourn- ful. FUN FUNGOUS, μύκητος φύσιν 'έχων. σομφός, 3 {spongy), πλα- δαρός, 3 {flabby). FUNGUS, μύκης, ijtos, and ου, b {mushroom), βωλίτης, ου, 6 (boletum). άγαρικόν, τό {f. on trees, fyc). FUNNEL, διέραμα, το. χο- άνη and χώνη, η. χόανον, τό. FUNNY. f See Facetious. FUR, s. δέρμα, τό {the skin it- self), διφθέρα, fj {the skin and the dress made of it), σισύρα and σίσυρνα, ή {the dress). F. gloves, χειρίδες δασεία» και δακτυλή- ΰραι {Xenoph. Gyr., viii. 8, 17) : a f. cap, κυνή, ή : a f. cloak, δι- φθέρινον ιμάτιον, τό : a f. coat, σισύρα, ή : f. shoes, άρνακίδες, αϊ. A dealer in f., διφθεροπώ- λης, ου, b. FUR, v. H To line with fur] Crcl. with Fur, s., and the verbs ύποβάλλειν and παρεμ,βάλλειν τί τινι {i. e. to line with athg). FURBELOW. See Flounce. FURBISH, v. λαμπρύνειν, στιλβοΰν, στιλπνοΰν. _ FURBISHER., ξυστήρ, ήρος, ο. στιλβωτές, ου, ο. FURIOUS, μαινόμενοι, -μέ- νη, -μενον. μανείς, -εΐσα, -έν. μανικός, 3. λυσσώδης, 2. λυσσο- μανής {frantic), άγριος, 3 {wild, savage), ωμός, 2 {cruel). To make or render aby f., εκμαίνειν τινά. μανίαν εμβάλλειν τινί. οίστρεΐν, έξοιστρεΐν, έξ-οργίζειν, άγρι- αίνειν, τινά : to be f., μαίνεσθαι, έκμαίνεσθαι {pass.), οίστραν {of a maniac), άγριαίνεσθαι (pass.). FURIOUSLY. From adjj. under Furious. To behave f., see ' to be Furious.' To throw oneself f. upon aby, μετ' οργής έπιφέρεσθαί {pass.) τινι. FURIOUSNESS. See Fury. FURL, ύ7τοστελλειι/ or συ- στέλλειν or καθαιρεϊν ιστία, ΰφιέναι. FURLONG, nearest term στά- διον, τό. ξ&ρ In pl.freq. οι στά- διοι. A f. in length, σταδιαίο?, 3. ξβ§• The accurate length of the f. in Olympic feel, μήκος ποδών χνγ' (653), of the stade, ποδών χ (600) or εξ πλέθρων. FURLOUGH {milit. ί.),συγ- χώρημα, τό : better άδεια, ή {του άττιέναι επι ρητόν χρόνον). Το give aby f., άφιέναι τινά επι ρη- τόν χρόνον : to ask for f., αίτεϊ- σβαι άδειαν, κτλ. : to obtain a f. fm aby, συγχώρημα Χαβεΐν παρά τινυς (Polyb.). άδειας, κτλ., τυγχάνειν παρά τίνος. FURMETY or FRUMEN- TY, πόλτος, ό {g. t., porridge). FURNACE, κάμινος,η. Ίπνός, 6 {oven, e. g. a potter's), βαϋνος, ° (f° r y e )• χωνευτηρίου, χωνεϊον, τό. A smith's f., κάμινος ή τών σιδηουυργών. FURNISH, v. 1Ϊ To supply {athg)] παρέχειν and χορηγεΐν (e.g. the means, expense, qc). φέ- ptiv and άγειν, π poo αγειν [to (267) FUR contribute, yield), πορίζειν, εκ- πορίζειν {to find the means for athg). κομίζειν, προσκομϊζειν, προσφέρειν {to carry, bring in aid of athg). παρέχεσθαι {to f of one's own means), παρασκευ- άζειν, επαρκεΐν {to yield or f. the necessary material), διδόναι {to give), άποφέρειυ {to bring, deli- ver), παριστάναι {to put down for any purpose, establish), άπο- δεικνύναι {to produce, prastare). To f. corn, τελεΐν, φέρειν, παρ- έχειν σίτοι/ {either for money or gratis), άγοράν παρέχειν {for an army) : to f. the requisites for the war, τά προς τον πόλεμον χρήσιμα χορηγεΐν : to f. a work, άποδεικνύναι έργον: to f. exam- ples, έπιδείκνυσθαι δείγματα : to f. a proof, επίδειζιν ποιεΐ- σθαι. εκφέρειν σημείον or παρά- δειγμα : to f. aby with athg, παρ- έχειν, επαρκεΐν, κατά- or παρα- σκευάζειν τινί τι. προστιθέναι τινί τι : to f. oneself with athg, παρασκευάζειν έαυτω τι. κτα- σθαι or περιποιεΐσθαί τι. I am f.-d with athg, 'έχω τι. εστί or παρεστί μοί τι. μετέχω τινός : to be amply furnished with athg, εύπορεΐν τίνος. See to Equip. To be f.-d with means, money, &c, see Furnished, «ft To fit up] πάρα-, κατασκεύαζε ιν, or simply σκεύαζε ιν {also of furnish- ing a house), όπλίζειν, εξ-, καθ- οπλίζειν. στέλλειν, καταστέλ- λειν. εξαρτύειν. , FURNISHED. With past partcpp. of the respective verbs under FURNISH, e.g. έχων, ούσα, ov {with athg, τί). παρεσκευ- ασμένος, η, ov {with athg, τινί or τί). τετυχηκώς, νια, ός {with athg, τινός). To be abundantly f. with every thing, άφθονα or άφθόνως έχειν πάντα : to be f. with money, έτοιμον έχειν άρ- γύριον. FURNITURE, σκεύη, ών, τά. κατασκευή, η, or σκευασία, ή. έπιπλα, ων, τά {the latter ' move- ables' in general). A piece off., σκεύος, τό. To put f. into a house, see to Furnish. FURRED or FURRY. See compounds under Fur. FURRIER, διφθεροπώλης, ου, ό. FURROW, s. αύλαξ, ακος, ή. ολκός άροτρου, ό. δγμος, δ. Το make or draw a f., αι'/λακίζειι/. ΤΙ A furroiv or wrinkle of the brow] ρυτίς, ίδος, ή. FURROW, v. αύλακίζειν. See to Plough. FURTHER, adj. and adv. {$£§" The comparat. of fore, forth, also confounded with farther, com- parat. of far.) If With ref to space\ πορρωτέρω, επι πλέον {farther in advance = further), μακρότερον {to a greater distance, fartlicr of'), and poet, εκαστέρω. προσωτέρω, ες τό πρόσω, του πρόσω {f on), πέρα, περαιτέρω FUR {beyond), ίπέκεινα, e. g. τά επ- έκεινα τής 'Σικελίας (t/te f., =z farther, side of Sicily). F. up, down, ανωτέρω, κατωτέρω : to be f. off, πλέον άπέχειν : to see f., πλέον Ίδεϊν : to bring, carry on, lead, &c, f., προβιβάζαν. προάγειν : to go or advance f., περαιτέρω πρυϊέναι or προβαί- νειν : to get f. on, or to get on f., επιδιδόναι εις τι. προκόπτειν έν τινι {than aby, τινός), κρείτ- τω γίγνεσθαι τίνος εις τι : f. than one ought, ττε'ρα too δέον- τος : not to require or seek for athg f. (= else), μηδέν πέρα or περαιτέρω ζητεΐν : I can't get on any f. with athg, οϋδεν πλέον or ες πλέον ποιώ. ουκ άνύτω : not to be able to get on any f., άπειρηκέναι. ^[ As adj. : with ref. to continuation, sequel, resi- due] ό, fj, τό έπι πλέον, ό, w, τό εζής. ό, ή, τό μετά ταΰτα or εκ τούτων, άλλος, η, ο. λοι- πός, η, όν. The f. continuance of the journey, ή λοιπή πορεία : I take a f. resolution, τά μετά ταΰτα or τά εκ τούτων βουλεύ- ομαι, περί τών λοιπών βουλεύ- ομαι : to put an end to aby's f. sufferings, παύειν τινά επί πλέ- ον δυστυχοΰντα : f. means are required, προσδεΐ πόρου : the matter requires some f. explana- tion, λόγου πλείονος ενδεϊ. ^J As adv.] Any f., έτι : no f., ούκέτι. ούκέτι πέρα : it can go no f., λείπει μηδεμίαν υπερβολην. ουκ έχει ύπερβολήν. % Further,fur- thermore {as used in carrying on a discourse, to introduce an addi- tional consideration, fyc.)] είτα, έπειτα, εξής. έτι δε. προς τού- τοις, προς δέ. και μην και. πά- λιν, αυ. FURTHER, v. Iff To forward] Vid. FURTHERANCE. See Pro- motion. FURTHERER. See Pro- moter. FURTHERMORE. See Fur- ther. FURTHEST or FURTHER- MOST (<§fsr" also confounded ivith farthest; see Further), έσχα- το? {with ref to time and space), 'ύστατος, 3 {chiefly ivith ref. to time). See Last, ττροσώτατο?, 3. % Adv.] προσωτάτω. kna- στάτω {poet.), έπι πλείστον, μακυοτάτω. FURTIVE. See Clandes- tine and ' by Stealth.' FURY, μανία, ή {madness). λύσσα or λύττα, r\ {frenzy), οί- στρος {of a person who is stung or otherwise tormented), οργή, n {violent rage). To put aby in a f-, and to get, or to be put into, or to be in a f., see Verbs under Fu- rious. To calm aby's f., 7raC- σαι τής οργής τίνα. παΰσ(ΐί τίνα μαινό μενον. If The Furies] 'Ερινύες, Ευμενίδες, ων, αι. Σε- μναί, αι. One of the Furies, FUS GAI GAL 'Έρινύς, ύος, 77. )8. η περί γλώσ- σαν εζις. GENTEEL, έλευθέριος,Ζ. ευ- γενής, ές. κόσμιος, 3. GENTIAN, γεντιανή, η. GENTILE. See Heathen. GENTILISM. See Heathen- ism. GENTILITY, το ελευθέρων, τό ευγενές. GENTLE. If Of good birth] See Genteel. If Mild, meek] πράος or πραός, εΐα, υ. ήμερος, 2 (opp. wild, untamed), ήσυχος and ησύχως, 2 (calm), μαλακός, 3 (mild, tender), ήπιος, 3 (friend- ly). A g. rain, μαλακός όμβρος : a g. breeze, μαλακοί» πνεΰμα : a g. (smooth) steady breeze, πνεΰμα λεϊον και καθεστηκός : a g. tap, πληγή ελαφρά or πληγή ουκ ισχυρά: a g. voice, πριιεϊα or λεπτή or βαιά or μικρά or ύφειμένη φωνή : a g. footstep, ελαφρά or μαλακή βάσις : a g. sleep, μαλακός ύπνος or ολίγος 'ύπνος, ό : a g. or easy death, εύ- θανασία, ή : a g. rise or elevation, λείος γήλοφος, 6. ήρεμα προσ- άντης λόφος, 6. GENTLEMAN. If With ref to birth] ευγενής, 2. γενναίος, 3-, GEN GET GET γευνάδας, ov, 6 (of noble birth), άνηρ καλώς πεπαιδευμένος (a well-bred man), άυήο καλός κά- γαθός (a man of honour), or άυήρ χρηστός, κόσμιος or ευτράπε- λος or άστεΐος άυήρ (with ref. to manners). GENTLEMANLIKEor-LY. See the adjj. under Gentleman. G. manners, το κόσμιου, εύκοσ- μία, ή. ευπρέπεια, η. ευτραπε- λία, ή. αστειότης, ητος, ή. εύ- σχημοσύυη, ή '■ a person of g. manners, ευτράπελος άνήρ. α- στείος άνηρ. GENTLENESS, πραότης, ητος, ή. ησυχία, η. καταστολή, ή (quietness). GENTLY, πράως. ήσυχη and ήσύχως. ήρεμα. άτρέμα(ς). ύφει- μίνως. σι -yy. μαλακώς. ραδίως. To behave or conduct oneself g. towards aby, πράως προσφέρε- σθαί (pass.) τινι. πραότητι χρή- σθαι περί τίνα : to step g., μα- λακώς or ελαφρώς βαδί'ζειυ : to pass over athg g., ήρεμα καθικέ- σθαι τινός : to speak g., σιγή or ήσυχη or ήρεμα λόγου πυιεΐ- σθαι. ήσυχαιτέρατή φωνή χρή- σθαι. GENTRY, οι επιφανείς, οι γνώριμοι. GENUFLEXION, προσκύ- νησις, ή. προσκύνημα, τό. Το make a g., καταπίπτειν εις τά γόνατα, καθήσθαι εις τά γό- νατα. GENUINE, γνήσιος (legiti- mate), γενναίος, 3 (ofg. descent), ειλικρινής (not corrupted, unal- loyed), δόκιμος, 2 (proved, tested, as coins, fyc). άκρατος, 2 (un- mijct). αληθινοί, 3 (true). GENUINELY, αληθώς. 'όν- tws. μετ αληθείας, and from adjj. under Genuine. GENUINENESS, το γνήσιου, γενναϊον, ειλικρινές, δόκιμον. GENUS, γένος, τό. φύλου, τό. Belonging to the g. of birds, τών ορνίθων είναι. GEODESY, γεωδαισία, ή. GEOGNOSY, εμπειρία ήτών εν τ;7 7{7 or κατά της γής. επι- στήμη της φύσεως της γής. GEOGRAPHER, γεωγρά- φος, 6. GEOGRAPHICAL,y£ W ypa- φικός, 3. _ GEOGRAPHY, γεωγραφία, ή. f GEO METER, γεωμέτρης,ου, 6. To be a g., γεωμετρεΐν. GEOMETRICAL^o^toi- κός, 3. A g. proof, γεωμετρική άπόδειζις, ή. γραμμική θεωρία, ή. GEOMETRICALLY. From adj. Geometrical. GEOMETRICIAN. See Geo- meter. GEOMETRY, γεωμετρία, ή. To study or practise g., γεω- μετρεΐν. t GERM. ^Propr.] βλαστός, 6. βλάστη, ή. βλάστημα, τό. (272) φίτυμα, τό. Poet, πτόρθος, 6. φίτυ, τό (Aristoph.). To put forth g.'s, βλαστοφυεϊυ. βλασ- τάνειν, βλαστεΐν, άνα-, εκβλασ- τάυειυ. άνιέυαι or άναβάλλειυ or άυαπέμπειυ βλαστούς. ^[ Fig. : the first beginning of athg] αρχή, ή. σπέρμα, τό. To de- stroy or crush the first g. of a disease, νόσου αρχήν άυελεϊυ. GERMAN, s. ! Cousin] VlD. 1 Related] Vid. GERMANDER, έλένιου, τό (Teucrium Marum). χαμαίδρυς, νος, ή, and χαμα'ιδρυου, τό : also χαμαίδρωψ and λιυόδρυς (Theo- phr. ; Teucrium Chamadrys. Tris- sago). GERMINATE. See under Germ. GERMINATION, βλάστη- σις, έκβλάστησις, ή. GESTICULATE, μορφάίειν. χειρονομεΐν.έπικινεΐσθαι(ραδ8.; I. e. to make the proper motions in GESTICULATION, μορφα- σμός, 6. χειρονομία, ή. GESTURE, σχήμα, τό. είδος, ους, τό. To make g.'s, σχημα- τίζεσθαι. GET. f (Trans.) To acquire (Vid.), obtain (Vid.), come into possession of, come to have] κτή- σασθαί τι. σχεΐυ τι. τυγχά- νειυ, έπιτυγχάυειυ τιυός. λαμ- βάνειν, άπο-, παραλαμβάνειν, δέχεσθαι, παραδέχεσθαι, φέρε- σθαι, κομί'ζεσθαί τι (e.g. χρή- ματα, money ; γράμματα, a let- ter). To have got (= to possess), κεκτήσθαι, εχειν: to g. a greater share, πλεΐον εχειν (to have it), πλεΐον φέρεσθαι, κομίζισθαι (to bear off). Of what you have got, did you get (receive) most by in- heritance, or (did you get it) by your own exertions ? πότερον ών κέκτησαι τά πλείω παρέλα- βες, ή έπεκτήσω (PL) ," to g. a reward or pay, δέχεσθαι μισθόν (generally), άρνυσθαι μισθόν (as due) : to g. what is owing to one, άπολαμβάνειυ τά όφεϊλόμευα : to g. for a price, λαμβάνειν (c. gen.) : you will g. it for an obo- lus, λήφει γάρ όβόλου (Aris- toph.). To g. athg (with the no- tion of chance, good-fortune, S[c), e. g. to g. pardon, τυγχάυειυ συγγυώμης. σχεΐυ τι (to g. to have), e. g. I am contriving how we may g. this mark of distinc- tion, μηχαυώ ως άυ ημείς σχώ- μευ τοΰτο τό γέρας (Hdt.). Το g. as one's share, γίγυετα'ι τινί τι, e. g. each got three pieces, εγένετο έκάστω τρία τεμάχη. λαγχάυειν τι, e. g. greatest ho- nours, μέγιστα γέρα (PL). Also μεταλαμβάνειν, μετε'χειΐ' τινός. ξβ$° Often ' get ' is expressed by some other verb, or the combination with a subst. is expressed by a sim- ple verb. Thus, to g. honours, τιμών άζιοϋαθαι : to g. benefits, εύεργετεϊσθαι : to *g. sight of, βλέπε iv, αίσθάυεσθαι, κατιδεΊν τι. To g. (something unpleasant, e. g.) enmity, enemies, 'έχθρας α'ίρεσθαι (Dem.): — an illness, υοσήματι περιπίπτειυ. λαμβά- υει με υόσος : — wounds, τραύ- ματα λαμβάυειυ. τραύμασι πε- ριπεσεϊυ. γίγυετα'ι μοι τραύ- ματα (Aristoph.) : — the worst of, ήσσάσθαι : — a beating, πλη- γάς λαβεΐυ. τύπτεσθαι. To g. (by growth, Qc, e.g.) leaves, φυλ- λοφυεΐυ : — roots, ριζοΰσθαι, ριζοφυεϊυ : — wealth, ίπιτνγ- χάνειν πλούτου, χρημάτων, χρήμασιν αΰζάνεσθαι : — ho- nours, μεταλαγχάυειν, έπιτυγ- χάυειυ, έπήβολου γίγυεσθαι τι- μώυ. αϋζεσθαι τιμαΐς. To g. children, see Beget : — courage, αύξάυεσθαι θυμόυ (PL) : — un- derstanding, φρέυας φύε iv(Soph.). To g. (as result of exeiiion, fyc, e.g.) some good, εϋρίσκεσθαι άγαθόυ τι (Lys.). επιτυγχάνειν, έφικυείσθαι (τινός) : — power, ε /s δύναμιν έλθεϊν (PL), δύναμιυ περιποιεϊσθαι : — power in the state, a seat in the government, άυτιλαμβάυεσθαι τών πραγμά- των, της αρχής. To g. aby as a friend, φίλον ποιεϊσθαί τίνα. άνακτασθαί τίνα : — friends, φί- λοι»? κτάσθαι. I can't yet get aby to succeed me, τον διαδεχόμενου τήυ τέχυην οΰπω δύναμαι κτή- σασθαι. To g. (by carrying one's point), διαπράττεσθαί τι παρά τίνος. To g. (into one's power, possession of, e. g.) the city, κρα- τεΐν της 7τόλεωδ : — booty, 7τερι/3άλλεσθαι λεΤαν (πρόβατα πολλά, Xen.; τήν πάλιν, Hdt. ).\ To g. the mastery of the enemy, χειροΰσθαι τους πολεμίους : to g. the better of athg, περιγίγυε- σθαί τίνος : to g. the best, the advantage, in athg, ττεριγίγι/ε- ταί μοί τι τίνος, e. g. if they g. any advantage in the war, ή ν τι περιγένηταί σφι του πολέμου (Thuc). To g. (as result or what comes of athg), the benefits one gets from philosophy, αγαθά εκ φιλοσοφίας περιγιγνόμενα (Pint.) : this is what I have got by the business, and I hope that you who evil think may g. the like, περίεστι δέ μοι ταύτα οία τοΐδ κακόν τι νοοΰσιν ΰμΐυ περι- γένοιτο (Dem.). Not to g., άπο- τυγχάνειν τινός : to g. nothing by athg, μηδέν προκόπτειν, or άνύ- (τ)ειν, or πλέον λαβείν, πράτ- τουτά τι. ΤΙ To get (= bring) into a state] Ε. g. to g. athg ready, έτοιμάζειι/ τι. πάρα-, κατα- σκευά'ζειυ, τι (and mid., for one- self). To g. a woman with child, εγκύου, έγκύμουα, ποιεΤυ γυ- ναίκα : to g. (α lesson) by heart, έκμανθάυειυ τι : to g. athg done (=z finished) , έζανύτειν, άνύτειν τι. άπαλλάττειν τι. % With the notion of inducing or prevail- ing upon aby to do athg, or pro- curing athg to be done] Ε g. to GET g. aby to do athg, to g. athg done, όιαττμάττεσθαι 'όπως τις ποι- ήσει -rt, όπως γες»?σεταί τι, ώστε γενέσθαι τι. πείθειν τινά ποιεϊν τι, ώστε γενέσθαι τι. έπιμελιΐσθαι, προνοεΐσθαι, μη- χανάσθαι (to take thought or mea- sures for) όπως — , ώστί — . I cannot g. myself to do athg, ου τολμώ πράττειν τι. *[f To get oneself — betake oneself, remove] Get you gone, άπαγε. See Get AWAY. (Intrans.) U 7b cowe, a#c«'ra /«] To g. to know, αας^άςεις. κατανοεϊν. ^f ΖΌ come to be, to become] To g. well, άναρραΐζειν. ραίζειν. άναρρώννυσθαι. άνα- λαμβάνειν εαυτόν, άνίστασθαι εκ της νόσου. See RECOVER. To g. ill, νόσω περιπεσεΐν : to g. beaten (bloics), πληγάς λα- βείν, ησσάσθαι (defeat) : to g. free or rid of, έλευθερούσθαι, άπαλλάττεσθαί τίνος : it is g.- ing dark, σκότος έπιγ'ιγνεται. ζυσκοταζει (Thuc.) : to g. old, γηράσκειν : to g. ready, πάρα-, κατασκευάζεσθαι : to g. drunk, μεθύσκεσθαι : to g. abroad, έκ- φέρεσθαι. διαθρυλλεΐσθαι. δια- διδοσθαι εις τους πολλούς. Το g. to land, ί'σχεις, σχεΐν, προσ- σχεΐν (c. dat. or εις) : to g. out of sight of land, άποκρΰπτειν γην. $g* See further under the several words in these and the like combinations. With Prepositions. U To get at] έπιλαμβάνειν, επιτυγχά- νειν tij/os. επήβολον γίγνεσθαι τίνος. Tf To get away (Trs.)] άποσπαν {by tearing), άφελκειν (by pulling), άπολύειν (by loos- ing), άπαλλάττειν. "U (INTR.)] See ' to Escape from/ Get away! πάρεχ' εκποδών (Aris- toph.). TJ To get besides] προσ- -λαμβάνειν, -κτάσθαι, -επικτά- σθαι. ΤΙ To get back (Trans.)] άπολαμβάνειν. άνακτάσθαι. *ff (Intrans.)] See to Return. % To get before] έμπροσθεν γί- γνεσθαι τίνος, προτερεϊν τινι. φθάνειν τινά. ^[ To get behi?id] όπισθε, κατόπισθε, γίγνεσθαι τίνος. "[J To get betiueeti] μεταξύ, εν μέσω, γίγνεσθαι τίνος. See to Intercept. ^[ To get in (Trs.)] See to Gather. TJ To draw, pull, Src, in] Vid. ^(In- trans.) To get in with aby (i. e. into aby's favour; ingratiate)] Vid. % To get into (Trans.)] ε'ισβιβάζειν (to cause to go into), ε'ισωθεϊν (to push into), $gp and tlie like, expressing the specific no- tion instead of the general one. As much as they could g., or could be got into, their heads, 'όσον «ί κεφαλαϊ αύτοϊς έχώ- ρουν. % (Intrans.) Το enter] ε'ισιέναι (είσέρχεσθαι), ε'ισ-έμ- ρειν, εισω παριέναι (by go- ing), ε'ίσω παρέρπειν, ε'ισδύ- εσθαι (by creeping or insinuating oneself into), ε'ισφέρεσθαι (by (273) GET rushing into). είσρεΊν (of water), βιάζεσθαι ε'ίσω (by breaking in) or βία έσ- or παριέναι εις ο'ικ'ιαν (into a house). To g. into port, ε'ισ-, καταπλεΐν, and κατάγε- σθαι (pass. ; absol., and with εις λιμένα), προσορμϊζεσθαι προς λιμένα, or without λιμένα and name of the place, e. g. to get into port at Ephesus, or into the port of Ε., καθορμίζεσθαι είς την "Εφεσον : to g. into one's car- riage, άναβαίνειν έπι το άρμα or την άρμάμαζαν : to get into a house, ο'ικεϊν ε'ισελθόντα, έν- οικίζεσθαι (to settle oneself; pass.). U To get near] See to Approach. ^ To get off (TRANS.)] άπαλ- λάττειν τί τίνος, άπο-σκευ- άζεις, -τίθεσθαι, -πέμπειν, -κο- μίζειν, -κινεΐν. άποδύειν (strip of). To g. off one's wares, άπ-, έζεμπολάν τά ώι/ια. To g. aby off (unpunished), παραιτεϊσθαι (by intercession), επίμελεΐσθαι όπως χαίρων απαλλάξει tis. To g. off a ship into deep water, μετεωρίζεις, άνάγειν, ες το πέ- λαγος. ί[ (I ntr. ) Propr.: e. g. from one's horse, Qc] καταβαί- νειν (to dismount). T| Fig. (= to be acquitted, fyc), άπολύ- εσθαι, άφίεσθαι, άποψηφισθη- ναι. άποφεύγειν. To g. off safe, σώζεσθαι (pass.) : to g. off well or without injury, punishment, loss, χαίροντα or άθωον άπαλ- λάττειν or απαλλαγή να ι. άζ»;- μιυν είναι : they have got off worse than we, χείρον ημών άπηλλάχασι. TJ To get on: a) propr., to climb, mount] Vid. b) Fig. : to prosper, advance, make progress] Vid. To g. on well, ευ 'ήκειν. προκόπτειν: not to g. on, μηδέν άςύτεις. How are we getting on ? πώς ήκο- μεν ; How are you getting on? πώς 'έχεις; πώς πράττεις; (hotv are you?) το σον τί έστι πράγμα ; πώς 'έχει τά υμέτερα or τά καθ' ΰ /xas (with ref to the person's affairs) ; To g. on well with aby, εύπορεϊν μετά τίνος (to be on an advantageous footing), οίκείως διακεΐσθαι προς τίνα (i. e. to be on friendly terms). *fl With ref. to age] E.g. aby is g.- ing on for ten years, δέκατον άγειν έτος. U To get out (Trs.)] έζάγειν, έζωθεΐν, έζέλκειν, κτλ. (igfS* expressing the specific no- tion.) See Get away, Get off. Tf Fig. : to get athg out of aby (e.g. a secret, confession, §c.), έζ- άγειν, έκκαλεΐσθαι. *\\ (Intr.) With ref. to place] έζιέναι, προ- ϊέναι. έκβαίνειν. κομίζεσθαι (pass.) εζω (all of persons = to go out), πορίζειν έαυτω εζοδον (to find a way out). To g. out of athg (= extricate oneself), άνα- δύεσθαι εκ τίνος : not to be able to g. out of it, άμηχάνως εχειν : to manage to g. out of" trouble, μη- χανάσθαι εζοδον. 'W To get over: a) propr.] ύπερβαίνειν, υπέρ- GHO αίρειυ τι, e. g. a wall, &c, τεϊ- χος, όρος. ύπερβάλλειν τι, e.g. όρος, άκρον, γίγνεσθαι υπέρ τίνος, e.g. τοΰ λόφου. ^[ b) Fig. : to overcome] περιγίγνεσθαί τί- νος, καθυπέρτερον γίγνεσθαι τίνος, εζω γίγνεσθαι τίνος. Το g. overall the obstacles, άπελαύ- νειν τά έμποδών πάντα. To g. over a pain or grief, άπαλγεΐν. Tf To get through] διαπορεύεσθαι (pss.). πορευόμενον άφικνεϊσθαι εις τόπον τινά (to pass through α place), διαδύεσθαι (through athg difficult). To g. through a work or labour, αποτελείς, άπεργά- ζεσθαι. Fig. to g. through one's property, καταναλίσκειν. δια- σπαθάν. κατατρίβειν. προ- ιεσθαι. διαφθείρειν. Τ[ To get together] See to Assemble. U To get up (Trans.)] παρασκεύ- αζε iv: — a party, favourers, &c, παρασκευάσασθαι (PL) : — by fraud, e. g. a forged will, κα- τασκευάζεις ψευδή διαθηκην (Dem.). «See to' Suborn. Tog. up (by heart), έκμανθάνειν. τί- θεσθαι εις μνήμην : to have athg got up, έζειδέναι, άπό μνήμης είδε να ι. If To climb up)] VlD. To g. up a tree, δενδροβατεΐν. ΤΙ (Intrans.) To get tip (= to ise)] ίζανίστασθαι, e.g. fm one's seat, 'έδρας, θάκου, έζ εύνης (the latter fm sleep), or άνεγείρεσθαι (pass.) : — early in the morning, έπορΰρεύειι/ : to g. up before aby, ύπανίστασθαι άπό της 'έδρας τις/, ΰ-η-εζαΐ'ΐστασυ'αι or εΐκειν τιςϊ της 'έδρας (to offer him the seat). If To get upon (athg)] άνα- βαίνειν επί τι or επιβαίνειν τιςόν. See to Get up. To g. upon one's feet, άνίστασθαι, έζ- ανίστασθαι. Fig. to g. upon a sub- ject, εμπίπτειν ε'ίς τι. 'έρχομαι λέγων περί τίνος or καταβαίνω εις τι or γίγνεται λόγος περί τίνος, μνήμη έμβάλλεται περί τίνος. GETTING, s. ληψις,κτησις, τό λαμβάνειν, κτάσθαι (and in- finn. under Get in its different senses), έπι-,πρόσκτησις,προσ- ποίησις, η (a g. in addition or besides ; acquisition, Vid.). Apt at g., ktjjtikos, 3 : art of g., κτητι -Kjj, jj. GHASTLINESS, τό Ιζω- χρον. πελιδνότης, πελιότης, ητος, η. πελιδνόν or πελιόν χρώμα, τό. GHASTLY, Ιζωχρος, 2 (deadly pale), πελιδνός, ιτελιτ- νός, πελιός, 3 (of a livid corpse- like hue). To have such a look, ττελιαίςεσθαι, ττελιόνοΰσβαι (pass.). GHOST, ψυχή (θανόντος), η. σκιά, η. φάσμα, φάντασμα, τό (as apparition), εϊδωλον, τό. Apparitions of g.'s, φάσματα και είδωλα όφθέντα, τά : a g. story, μύθοι περί φασμάτων και ειδώ- λων. See Spectre. To give up theg., άφιέναι την ψνχήν. άπ<> Τ GHO GIR GIV ψύχειν, έκφύχειν. εκπνεΐν. κα- τάστρεφε ιν τον βίον. GHOSTLY, ώσπερ φάσμα. See Spectral, ασώματο?, 2 ί without body), πνευματικός, 3 spirituul; eccl. t). GHOUL {Persian t.), Χαμία or λάμια, η (Aristoph. ; afabulous monster, said to feed on mens flesh). GIANT, γίγας, αυτός, 6. υπερμεγέθης άνθρωπος, δ. άνηρ μείζων ν κατ' άνθρωπον. Like a g., γιγαντώδης, 2. GIANTESS, γυνή υπερμεγέ- θης, ή. γυνή μείζων ν κατ αν- θρώπου. GIANT-KILLER, γιγαυτ- ολέτωρ, ορός, 6, and -έτης, ου. GIANT-LIKE. See Gigan- tic. GIBBER, κολιάν [to scream like a jack-daw), or Crcl. with Gibberish. To squeak and g. (as ghosts, Shaksp.), τρίζειν (Horn.). GIBBERISH, δυσξύμβολος, δυσμαθ>ις, ασαφής, άσημυς, αδι- άκριτος λόγος, ο. To talk g., δυσμαθώς, ασαφώς, κτΧ. λαλα- γεΐν. GIBBET, &. See Gallows GIBBET, v. άνασκολοπίζε- σθαι, άνασταυροΰσθαι (pass.). To g. aby's name, στ)}λίτ^ι/ ποιεϊν or άναγράφειν τινά. στη- Χιτεύειν τινά. GIBBOSITY. ΤΓ Convexity (as math, t., and of tlie moon)] κυρτότης,ητος, η (Aristot., Plu- tarch). TI Protuberance (hump- back)'] κύρτωσις, -η. See ΗϋΜΡ. GIBBOUS, ηΐ Math, t., and of the moon] κυρτός. Tf Hump- backed] VlD. GIBE, v. See to Jeer, to Scoff. GIBE, s. See Jeer, Scoff, s. Witty g.'s, τά τρίβοΧα. GIDDILY, adv. From adjj. under Giddy. GIDDINESS, 'ίλιγγο?, 6. σκο- τοδιν'ια, -η. σκότωμα, τό. δΐνος, 6. περίτροπος, ό. To be affected by g., Ίλιγγιάν. σκοτοδινεΐσθ<ιΐ (mid. ; Hippocr.), and -δινιάν. σκοτοϋσθαι. ΰποδινιΐσθαι (pss.). περιτρέπεσθαι (pass.). To pro- duce or bring on g., σκοτοΰν. υπο- δινεϊν. % Pig•' thoughtlessness] κουφότης, ητος, ή. κουφόνοια. χαλιφροσύνη, η. ελαφριά, η. παραφροσύνη, ή. GIDDY, «ft Propr. : dizzy] ίλιγγιών,ώσα,ών. σκοτοδινιών, ώσα, ών. To make or render g., σκοτοΰν. άμφιδονεϊν (poet.) : to become or to be g., see under Gid- diness. I am turning g., or atbg makes me g., Ιλιγγιώ προς τι or επί τι. ^ Thoughtless] ρά- θυμος, 2. κουφός, 3. κουφόνους, 2. ελαφρός, 3. αλόγιστος, 2. ανόητος, 2. χαλ'ιφρων, ου. μά- ταιος, 3. To act in a g. manner, ραδιουργεΐν : to be g. with ela- tion, έπηρμένον είναι τινι. (274) GIFT, δόσις, ή. δώρον, τό. δωρεά, η. δώρημα, τό. προσφο- ρά, ή. A charitable g., ευεργέ- τημα, τό. ελεημοσύνη, ή : g. of nature, φύσις, εως, η, or φύσεως δώρημα, τό (endowment), τό φύ- σει υπάρχον τινί or φυσικόν δώρον, τό. όργαί, ών, αϊ : a na- tural g. or talent for athg, δύνα- μις, εως, η : g.'s of the mind, άρεται ψυχής, αϊ : the g. of elo- quence, ν του λέγειν δεινότης or λόγου δύναμις, η. To make a g. of athg to aby, δωρεϊσθαί τινί Tt (g. t.). χαρίζεσθαί τινί τι (of a superior to an inferior), ίπιδιδόναι τινί τι (of voluntary contributions for tlie state or public charity). See Present. GIFTED, έχων,ουσα,ον. παρ- εσκευασμένος, 3. To be g. with, εχειν τι. κεκοσμημένον εϊναί τινι. τετυχηκέναι τινός, εύπο- ρεΐν τίνος, παρεσκευάσθαι τινί. To be g. with a natural talent for athg, ευ πεφυκέναι προς τι: a man g. by nature, ευφυής άνηρ, 6. GIGANTIC, γιγαντώδης, 2. κολοσσιαίος, 3. δεινός, 3. υπερ- μεγέθης, 2. μείζων η κατ' άν- θρωπου, πελώριος, 3 and 2. πέ- λωρος (poet.). A g. labour or work, 'έργον μείζον η κατ' άν- θρωπον : of a g. size or form, δεινός, υπερβάλλων, τό μέγε θος. υπερμεγέθης τό σώμα. GIGGLE, κιχλίζειν. GIGGLING, κιχλισμός, δ. GILD, ν. χρυσοΰν, καταχρυ- σοΰν. GILDED, GILT, έπί-, κατά- χρυσος,2. χρυσωτός,Β. χρυσό παστός, 2. χρυσόκλυστος, 2. GILDER, χρυσωτης, οΰ, 6. GILDING, χρύσωσις, η. GILL (measure = \ of a pint), ■ημικοτύλη, rj. ημικοτύλιον, τό. Holding a g., ημικοτνλιαΐος, 3. τρικύαθος, 2 (the κοτύλη being — three κύαθοι). GILLlFLOWER,Zoi/Kuai/£oi/ or πορφυροΰν, τό. GILLS, βράγχια, τά. GIMLET, τρύπανον, τό. τέ- ρετρον, τό. To pierce or make a hole with a g., τρυπαν. GIN, παγίς, ίδος, ή. αρκυς, υος, η. See Snare. GINGER, ζιγγί/3ερΐ9, εωρ-ι- κός, 3. G. plays or combats, see under Gladiator. GLADLY, f With pleasure] ηδέως, ασμένως, e.g. to hear g., ηδέως άκοΰειν, άκροάσθαι. But principally rendered by Crcl. with χαίρε ιν and ηδεσθαι, with partcp., e. g. they g. hear aby praise them, χαίρουσιν επαίνου μενοι : I g. listen to flattery, χαίρω κοΧα- κευόμενος : I g. see him, ηδομαι Ίδών αυτόν. Or by partcp. of verb of rejoicing, e. g. I g. see, receive, άσμενος ορώ, δέχομαι. ΤΙ Willingly] προθύμως. εκου- σίως : or Crcl. with the adjj. εκών, οΰσα, όν. εθέΧων, ούσα, ον, e.g. εθέΧοντα or έκόντα ποι- εϊν τι. έθέΧειν ποιεϊν τι. η| Not gladly] άκων, 2. GLADNESS, τέρψιν, η. See Cheerfulness, Jov. GLADSOME. See Glad. GLAIR (the white of an egg), τό του ώοΰ λευκόν. GLANCE, s. II Sudden shoot of splendour] σέΧας, αος,τό. αυ- γή, η. εκλαμψις, η. See FLASH. Τ2 GLA GLI GLO ■R Darting of sight, momentary in- tuition of an object] βλέμμα, τό. όψεων, οφθαλμών, ομμάτων, βολή, ή. όφις, ή. To cast a g. on athg., βλέπειν τι. άποβλέ- πειν εις or προς τι. προσβλέ- πειν τι. σκοπεΐν, τι : a g. of love, ιμέρου βέλος, τό (poet.). GLANCE, v. ^ To shoot rays of light] αύγάζειν, δι-, έπαυγά- ζειν. έκλάμπειν, e. g. εκλάμπει 6 'ήλιος, άϊσσειν, ασσειν (to dart rapidly, as light ; poet.), άμαρύσ- σειν (poet., esply of the eye). TJ To dart the eyes at] βλέττειν εις τι (to g. at athg) or προς τι. προσ-, ε'ισβλέπειν τι. ύποβλέ- πειν τινά (to g. at aby askance, in anger, scorn, 8[c). ύπογλαύσ- σειν (tog. furtively ; poet.), παρα- κύπτειν επί τι (to stoop and take a careless side g. at athg. Dem.). δενδίλλειν εις τι (to give a g. at; rare Epic word). U Metaph. : to notice in a cursory way] παρακύ- πτειν επί τι (see above), άπο- βλέπειν ε'ίς τι (to look off fm one's proper object at some other). ΰπαινίσσεσθαι βραχέα, δια βρα- χέων, ώς ίν παροδω, ειπείν περί τίνος. ΤΙ To glance off] Ε. g. the arrow g.-ing off the hauberk, άποπλαγχθε'ις άπό θώρηκος ό'ί- στός (Horn). GLAND, άδήν, ένος, ο (Ηιρ- pocr ). GLANDULAR, άδενοειδής, ίς (Gal.). GLARE, v. If To shine over- poweringly] λάμπειν (g. t.). u- στράπτειν. ΰπερλάμπειν. ^f To look fiercely] γοργόν bpav προς τι. άστράπτει tis τοις όμμασιν. G.-ing with the eyes (as a lion), γλαυκιόων όσσοις δεινόν (Horn.), περιγληνώμενος όσσοις (Theocr.). GLARE, s. αυγή, ή. φέγγος, τό. λαμπρότης, ητος, ή (g. tt. brightness, radiance), φωταύγεια, ή (brilliant light). GLARING, s. λάμφ,ς, ή. το περισσώς λαμπρόν. τό ύπέρ- Χαμπρον. ΤΙ Of the eyes] See under to Glare. GLARING. Partcp. of to Glare, Vid. Adj. ύπέρλαμ- προς, 2. φωταυγής, ές. *f] Fig. (e.g. a g. fault)] εκ-, πρό-, κατά- δηλος, 2. εμ-, περιφανής, ές. σαφής, ές. GLASS. % As material] ΰ αλός, ή. Of g., or made of it, υάλινος, 3. ύαλους, οΰν, ή (also like g. ) : transparent like g., υαλοειδής, υαλώδης, 2: the col our of g., χρώ- μα υαλώδες, τό : of the colour of g., ύαλόχρως, ωτος, 6, ή : g sand or earth, ΰαλϊτις γη (Theo- phr.) or φ άμμος ύαλϊτις, ή: to make into g., ΰαλοϋν : to resem- ble ξ.,^αλίζειν. TJ A drinking glass] ΰάλινον εκπωμα, τό. πο- τηριού, τό. To drink a g. of wine, οΊνον πίνειν. A Burn- ING-glass, EYE-glass, Looking- glass, Vid. (276 GLASS-BLOWER, ΰαλουρ- γός, ο. GLASS-BOTTLE, λάγηνος υαλίνη, ή. GLASS - PAINTER, ύαλο- γράφος, 6 (mod. Gr.). 6 γρά- φων εις τά υάλινα. GLASS-PAINTING, ύαλο- γραφία, ύαλογραφική, ή (mod. Gr.). GLASS-HOUSE (for making glass), ΰαλουργεΐον, τό. GLASS-WARE, υάλινα σκεύη, τά. GLASS-WINDOW, υαλίνη θυρίς, ή. GLASSY, ύαλους, ή, οΰν (made of glass or looking like glass), υάλινος, 3 (made of glass), υαλώδης, 2 (looking like glass). Having g. eyes, γλαυκόμματος (PL) : a g. eye (wall-eye), ύάλω- μα, τό (Hippocr.). GLAVE. See Sword. GLAZE (as pottery, fyc), γα- νούν and επιγανούν (g. tt., to su- perinduce a bright surface by po- lishi?ig, varnishing, lackering, ^fc), hence γάνωσις, η (the act of), γάνωμα, τό (the effect produced), άγάνωτος,2 (not glazed, lackered, Qc.). Tj To glaze a window or door] ύάλοις διαλαμβάνειν or περιλαμβάνειν. A g.-d door, θύρα ύάλοις διειλημμένη, ή. GLAZIER, ύαλοτέχνης, ου, 6. ύαλουργός, 6. GLEAM, s. φέγγος, τό. στίλβη, ή. αίγλη, ή (poet.). Α g. of hope, ελπίς tis αμυδρά. GLEAM, ν. φέγγειν, λάμ- πειν, στίλβειν. αύγά'ζειν. μαρ- μαίρειν. μαρμαρύσσειν. άμα- ρύσοειν. GLEAN, επικαρπολογεΊσ- θαι. καλαμάσβαι. σταχυολο- γεΐν (in a corn field), επιφυλ- λίζειν (in a vineyard). GLEANER. Crcl. with pres. partcp. of verbs under Glean. GLEANING, σταχυολογία, ή. To g. out g., see to Glean. GLEBE, βώλαξ, βώλος (γης), ή (gleba). δάπεδον, τό, e.g. δού- λοι τω δαπέδω προσηρτημένοι ('ascripti glebae'). As Eccl. t., κτήμα Ίεροφάντου, τό. αγρός τω της παροικίας ιερεΐ απονε- μηθείς, ό. GLEDE. See Kite. GLEE. ΤΙ Joy, mirth] Vid. TJ Kind of song] σκολιόν (μέ- λος), τό. To sing a g., σκολιόν άδειν. GLEEFUL. See Joyful. GLEN, νάπος, τό and νάπη, ή. άγκος, τό. βήσσα, ή (glade, wooded glen). GLIB, f Slippery] Vid. U Fluent] Vid. To have a g. tongue, γλωσσοστροφεϊν. GLIBLY, f Smoothly] Vid. f Fluently] Vid. GLIBNESS. 1 Smoothness] Vid. If Fluency] Vid. G. of tongue, εύγλωττία, ή. GLIDE, λείβεσθαι (as a liquid poured out), ρεϊν (to flow as a stream). To g. noiselessly, άφο- φητι ρεΐν (PL). όλισθάνειν, όλισθεϊν, κατολισθάνειν (with a sliding or slipping motion) : to g. out, εκνεΐν, έκνήχεσθαι (lit. to swim out) also ύπεκδύεσθαι (mid.): to g. into, ύποδύεσθαι: to g. (=zfiow) past, παραρρεϊν: to g. on, ύπορρεϊν (a?id to slip away, as time) : to g. in secretly, παρεισρεϊν. GLIMMER, ύποφαίνειν,β^. ύποφαίνει ή ημέρα (there is a g.-ing of day), ύποφώσκειν and -φαύσκειν. ύπολάμπειν. ύπαυ- γάζειν. GLIMMERING, GLIM- MER, ύπόλαμφις, ή. ύπόφαυ- σις, ή (through a hole or cranny). See the Verb. A g. of hope, έλπίς τις αμυδρά. To give a little g.-ing of hope, μικράν ύπο- φαίνειν ελπίδα. GLIMPSE. H A quick mo- mentary gleam] ύπόλαμφις, εκ- λαμφις, ή. υπόφασις, ή. *\\ Α momentary glance] βλέμμα, τό. βολή ομμάτων, ή. όφις Tts σπανία. To get just a g. at, σπανίως κατιδεΊν τι, or σπα- νίως ύποφαίνει τι. GLISTEN. See Gleam, Glitter, Shine. A g.-ing of the eyes, λαμπηδών οφθαλμών, ή. GLITTER, λάμπειν. άσ- τράπτειν. στίλβειν. άμαρύσ- σειν. αύγάζειν. λαμπρόν είναι. The whole host was seen g.-ing in its armour, πάσα ή στρατιά ήστραπτε χαλκώ. GLITTERING, adj. λαμ- πρός, 3. στιλβός and στιλ- πνός, 3. GLOAT. To g. over, επ- οφθαλμιάν, -μεΐν, -μϊζειν τιν'ι and προς τι (ερωτι συνεχόμε- νον). GLOBATED, σφαιροειδής, 2. GLOBE, σφαίρα, ή (g. t.). γης σφαίρωμα, τό. GLOBOSE. See Globular. GLOBOSITY, τό σφαιρο- ειδές, οΰς. σφαίρας σχήμα, τό. GLOBULAR, σφαιροε ιδής, 2. σφαιρικός, 3. A g. body, σφαί- ρωμα, τό : g. form or shape, see Globosity: to reduce to a g. form, αφαιρούν. GLOBULARLY, σφαιρη- δόν. GLOBULE, σφαιρ'ιον and σφαιρίδιον,τό. χόνδρος, 6. τρο- χιακός, 6 (a small globe or ball, e. g. of soap). See Drop. GLOOM. 1 Propr. : dark- ness] Vid. U Impropr. : = de- jection] άθυμία, δυσθυμία, ή. σκυθρωπότης, ητος, ή. σκυθρω- πασμός, ό. τό σκυθμωπόν or τό στυ -yvov. A g. spread over aby's countenance, συννεφες όμμα, τό. GLOOMILY. From adjective Gloomy. GLO GLOOxMINESS. See Gloom. GLOOMY. 1[ Prop.] άμαυ- ρός (without brightness), σκοτει- νό? (without light), 3. συννεφής, επινεφής, νεφελώδη?, ες, ίττι- νεφελυς, συννέφελος, 2 (of the sky and weather). G. weather, συννιφεϊς ήμέραι, ai : it is, or is getting g., συυυεφει or επι- νίφει (Ζίύν understood), επινε- φη, επινεφελά εστί : a g. sky, συυνίφζια, h : to make g., νε- φοΰν, συννεφεϊν. άμαυροΰν (to obscure). % Fig.] σκυθρωπός and στυγνός, 3 (w#Aowi serenity, with ref. to countenance or look) : also κατηφής, 2 (of persons and their state of mind), or δύσθυμος, 2. To be g., άθύμως εχειν or δια- κεϊσθαι : to look g., σκυθρωπά- ζειν: to render aby's life g., εττι- σκιάΖειυ τον βίον τινός. GLORIFICATION. Orel, with verb Glorify. GLORIFY, λαμπρύνειν. Χαμ- πρόν πυιεΐν or καθιστάναι. περίβλεπτου or εϋκλεΰ ποιεΐν. δοξάζει!/, κοσμεϊν, επικοσμεϊν. ΰμνε'ιν, καθυμνειν. ύμνωδείν (to sinq in praise of), επιθειάζειν. GLORIOUS, εΰκλεής, 2. ουκ ακλεής, 2. κλεινός, 3. ένδοξος, 2. ενδοξότατος, 3. ευδόκιμος, 2. λαμπρός, 3. επίσημος, 2. εκ- πρεπής, 2. A g. memory, μνή- μη μετά δόξης or μετ εύκλείας. V επ' άγαθω μνήμη- If Metaph. ( = brilliant)] μεγαλοπρεπής, εκπρεπής, επιφανής, 2. A g. victory, λαμπρά νίκη : a g. deed, άρίστευμα, τό. ανδραγάθημα, τό. πράγμα κάλλιστον, τό : to perform g. deeds, άριστεΰειν : to die a g. death, άριστα or κάλ- λιστα (μαχόμινον) τελευται/ : to be g., εύδοξείν, ευδοκιμεϊν. GLORIOUSLY. From adj. Glorious. GLORY, s. δόξα, v . t δόξα καλ»ί, ή. ευδοξία, ή. κλέος, τό. εΰκλεια, ή. εύδοκιμία, ευδοκί- μησις, ή. όνομα, τό. λαμπρότης, ητος, ή. έπαινος, 6. κϋδος, τό (poet.). To acquire some g., see Fame : the g. of having accom- plished great feats, ή τοΰ δια- πράξασθαι μεγάλα δόξα : the desire for g., δόξης επιθυμία, ή. φιλοδοξία, ή : to get g. in athg, ενευδυκιμεϊν. GLORY, v. επαίρεσθαί (pass.) τινι. φιλοτιμεισθαι (pass.) επί τινι. σεμυύνεσθαι επί τινι. καυ- χΰσθαι, μεγαλύνειν εαυτόν, γαυροΰσθαι and γαυριάν επί τινι (in atJig). καλλωπίζεσθαί τινι and επί τινι. καλλύνεσθαι (mid. seq, ει) άγάλλεσθαί τινι, επί τινι. and c. partcp. GLOSS, s. στίλβη, η (nitor). Χαμπρότης, ητος, ή (splendour). στιλτΓΐ/ότ)|9, »|T«s, ή. γάνος and γάνωμα, τό (varnish), λειότ»;?, ■ητος, ή, and λείοι/, τό (smooth- ness). To give a g., στιλβοϋν, στιλπνοΰν. λαμπρύνειν. ^[ In α literary sense] γλώσσημα, τό. (277) GLU σχόλιου, τό (g. t.). A g. put in the margin of a volume, πάρα- \ γραφή, παρεπιγραφή, rj. σχό- J λιον παραγεγραμμενον, τό. τά Ι παραγεγραμμένα. See Com- ! ΜΕΝΤ. GLOSS, υ. If To put a gloss upon (= to polish)] στιλβοϋν, ! στιλπνοΰν. λαμπρύνειν. γα- νοϋν (to varnish). If Fig. : to [ gloss over (= to extenuate)] ΰπο- κορίζεσθαι, καλλύνειν, καλλω- πίζει!/ (τι), περιπέττειν τι ονόματι (Aristoph.). if To write or make comments upon] See Com- ment. GLOSSARY, υπομνηματι- σμός, 6. υπόμνημα, τό (a com- mentary), or Orel, with the plural of words under Gloss. To make a g., παραγράφειν. GLOSSY. See Shining. GLOVE, χειρ is, ίδος, ή. δακ- τυλήθρα, ή (a finger-sheath). GLOW, ν. πυροΰσθαι, κα'ι- εσθαι, διακαίεσθαι, εκκαίεσθαι, εκπυροϋσθαι, πυρακτεΐσθαι (all pass.). if Metaph.] λάμπει v. α'Ίθεσθαι, e. g. with love, ερωτι α'ίθεσθαι. προσκαίεσθαί τινι. My heart g.'s with love, &c, καί- ομαι την καρδίαν. if Glowing] διάπυρος (prop., and also metaph. of a state or condition, έρως, μί- σος, fyc). εμπυρος. A g.-ing mass, μύδρος, 6 : feeling a g.-ing desire, οξυτάτη επιθυμία συν- εχόμενος τίνος : to cause to g., πυρακτεΐυ, πυροΰν. GLOW, s. καΰμα, τό. καύ- σος, 6. καύσωμα, τό. if Me- taph.] ορμή, ή, περί, επί τι. Το be in a g., see to Glow. GLOW-WORM, λαμπυρίς, Χαμπουρίς, πυγολαμπίς, ίδος, ή. GLOWING. See under to Glow; Ardent. GLOWINGLY. See Ardent- ly. GLOZE. See under to Flat- ter, χαριτογλωσσεΐν (JEschyl.). γλωττίζειν. (γλωσσοχαριτεϊν, LXX. ) . GLUE, s. κόλλα, 77. το εχε'- κολλον. γλία, γλοία, η. Sticky like g., κολλώδης, 2. GLUE, v. κολλάν, συγκοΧ- Χάν. G.-ing, κόλλησις, tj, or συγκόλλησις, η. GLUEY, κολλώδης, 2. έχε- κολλος, 2 (of the nature of glue), γλίσχρος, 3. γλοιώδης, ες. GLUM. See Sullen. GLUT, v. 1 To gorge] See Devour. if To fill to excess] ΰπερπιμπΧάναι, ύπερε μπιπλά- ναι. επι-, ύπερπληροΰν, κορεν- υΰυαι. σάττειν. άναμεστοϋν (aby with athg, τινά τίνος). Το be g.-d with athg, ύπερεμπίπλα- σθαί τίνος, υπεργίμ,ειν, ΰπερ- εμπλήθειν, and ϋπερεμφορεΐ- σθαί, άσασθαί, τίνος. if Me- taph.] To g. one's eyes, εστιάν τους οφθαλμούς, εμπλησθηναι της όψεως : to g. one's revenge, GO εσχάτας δίκας άπειληφεναι παρά τίνος. G.-d with athg, δια- κορής, ες, διάκορός τίνος. GLUT, S. πλησμονή, ή. κό- ρος (with ref. to satiety or diet). υπερβολή, ή. τό υπερβάλλον or ύπεραΐρον (excess of athg). GLUTINOUS, εχεκολλος, 2 (of the nature of glue) . κολλώδης, ιξώδης, γλοιώδης, ες (sticky like glue or birdlime). GLUTTON, πολυφάγος, αδη- φάγος, ό. λαίμαργος, ο. κατα- φαγάς, α, 6. γαστρίμαργος, ό. To be a g., λαιμάττειν, λαιμάν (to eat greedily), άδηφαγεϊν (to eat much). GLUTTONOUS, αδηφάγος, πόλυφάγος, λαίμαργος, γα- στρίμαργος, 2. λάβρος, 2. βο- ράς, 3. φαγεΊν δεινός, 3. GLUTTONOUSLY. From adj. Gluttonous. GLUTTONY, πολυφαγία, άδηφαγία, λαιμαργία, γαστρι- μαργία, η. GNARL, v. See to Growl, Snarl. GNARLED. See Knotty. GNASH, ττρι'ε ιν. βρύχειν. To g. one's teeth, πρίειν or εμπρί- ειν τους οδόντας, διαπρίειν, τρί- ζε ιν τους οδόντας. GNASHING, πρίσις,ν. βρυ- γμός, 6. βρύγμα, τό. With g., βρύγδην (adv.). GNAT, κώνωψ, ωπος, 6, and ή. εμπίς, ίδος, η. σερφος, 6. πηνίου, τό (Aristot.; the two last are kinds of g. % s.). Even the g. has its sting (prov.), εστί κάν σερφω χολή. GNAW, τρώγειν (esply of ve- getables), χναύειν (esply as flesh fin bones), τενδειν, Att. τεΊ/θειν (to g. at daintily, or nibble). To g. athg or at athg, περί-, διατρώ- γειν τι. If Fig. (of care, #£C.)] τήκειν. δάκνειν. άνιάν. GNOME (maxim), γνώμη, ή. απόφθεγμα, τό. GNOMIC, γνωμικός, 3. GNOMON (of a sun-dial), γνώμων, όνος, ό. στοιχεϊον, τό (flu•, rod, or its shadoiv. Aristoph.). GO, v. (Intrs.) I. Of ani- mate beings. Tf To move on one's feet] βαίνειν, βαδίζειν (propr., step out), πορεύεσθαι (c. aor. 1 pass., fut. 1 mid. ; propr., to be set in motion, made to go). To go at a foot's pace, βάδην πορεύ- εσθαι : to go quickly, ταχέως βαδίζειν : to go (start) rapidly or eagerly, όρμάσθαι (pass.). To go (with notion of change of place), as to go off (withdraw), to go on (progress), χωρεΊν : to go for- ward, 7Γροχωρεΐί/. To go (with notion of a place fm, or to which), ερχεσθαι (also to come), Ίεναι, ποί, πόθεν. To go hastily, δρό- μω Ίεναι. See to Run. gs» To Go away, down, up, back, &c, see below, ^j In particular, to the question : a ) whitlier 1] To go home, άπιέναι ο'ίκαδε, ορμά- GO GO GO σθαι (set out) ο'ίκαδε, (and, of a greater distance) αποχωρεί» sir' ο'ίκου. To go to the chace (hunting), Ιίναι επϊ θήραν : to go to school, φοιταν ες διδασ- κάλου : to go to one's work, ιίναι επί, τρίπεσθαι προς, τά 'έργα : to go to aby, ελθεΐν, προσελθεϊνπρός τινά, τινι. τρί- ττεσθαι προς τίνα: to go against aby, Ιίναι, δρμάν, επί τίνα. επι- τιθεσθαί τινι : to go into the house, είσιίναι εις την ο'ικίαν : to go into the town, ιίναι (άνα- βαίνειν, see to Go up) εις τήύ πόΧιυ, εις άστυ : to go (= take) a way or road, ιίναι, βαδίζειν οδόν. τρίπεσθαι οδόν : to go to a festival, θεωρεΐν ει•; πανήγυ- ριν : to stand up and go into a room, άνίστασθαι, μετανίστα- σθαι εις οίκημα τι : to go after ( = fetch) aby, μετελθεϊν τίνα : to g. abroad in public, εζιίναι its άνθρωπου^, παρελθεΐν, παρ- ιίναι εις τό ψανερόν : to g. on board, άναβαίνειν εις ναϋν : to go ashore, άπο-, εκβαίνειν εκ νέως : to go to bed, κυιμάσθαι : to go for a walk, περιπατεΐν : to go to meet aby, ομόσε χωρεΐν τινι. άπανταν τινι : to go to (see) aby, προσιεναι τιν'ι. φοι- ταν προς τίνα. προσφοιτάν τι- νι. β) Whence ?] To go out of town or out of the house, ε£ελ- θείν, έζιεναι εκ της πόλεως, εκ της οικίας : to go (or stand) out of aby' s way, μεταστήναι, εκπο- δών στηναι, παραχωρεΐν, ε'ίκειν της οδοΰ τινι : to go through a river, διαβαίνειν τον ποταμόν. See to Cross. To go over («] in a horizontal direction), διαβαίνειν and περαιοϋσθαί (pass.) τι, e.g. ποταμόν, τάφρον, χαράδραν, γί- φυραν. β) In a rising direction, ύπερβαίνειν and ΰπερβάλλειν τι, e.g. ορός, Χόφον. To go to athg, Ίίναι επί τι. μετιίναι τι. II In a more extended sense] To go (= set) to work upon athg, έπιχειρεΐντινι, αηάτί. επιβάλ- λεσθαί τι, 'έργον : to go to the bottom of athg, διακριβοΰσθαί τι, περί τίνος: to go to ruin, δρμάσθα εις ολεθρον : to go warily to work, περισκίφασθαι, ευλαβεϊσθαι : to go too far in speaking, εζενεχθήναι λέγοντα (PL), επϊ πλέον εζενεχθήναι ειπείν (PL) : to go into further de- tail, περαιτίρωπροβαίνειν(ΡΙ.): to go great lengths in athg, πόρρω εΧθεΐν, άφικίσθαι, τινός: you are already pretty far gone in love, πόρρω ήδη ει πορευόμενος του 'έρωτος (PL): to go to such a pitch, to be so far gone, in impudence, εις τοσούτον άναισχυντίας άφ- ικίσθαι, έΧθεΊν. ΤΙ Of states and conditions] To go barefoot, άνυ- πόδητον είναι, βαδίζειν: to go naked, γυμνόν οράσθαι, βιώναι: to go astray, πλανάσθαι, άπο-, περιπΧανάσθαι. πορευόμενον ά- μαρτάνειν or άφαμαρτάνειν της (278) οδοΰ: to go begging, τττωχευειι/: to go idling or loitering about, άρ- γόν "ζην. σχολΐιν άγειν. σχόλα- ζε ιν : to go gaping about, κοικύλ- Χειν(Α ristoph. ) : to go (with child ) , εγκυμουείν. See PREGNANT, % To travel, repair to a place] πο- ρεύεσθαι, όδοιπορεΐνποι, e.g. to Italy, εις την Ίταλίαν : — on foot or by land, πορεύεσθαι πεζή, πεζεύειν: — by water, πλεϊν τήν θάλατταν: — to a place, πλεϊν επί τόπον τινά or επϊ τόπου τιι /os : to go to a bathing- place, 7τορεύεσθαι επί τά λου- τρά or επί τά θερμά: to go as ambassador to Persia, πρεσβεύ- ειν, ο'ίχεσθαι πρεσβεύοντα, προς βασιλέα : to go abroad on a jour- ney, άποδημεΐν. εξω πορεύεσ- θαι. % = To go hence, aivay] άπιίναι. άπερχεσθαι. ο'ίχεσθαι άπ ιόντα. I see you are on the start to go, ορώ σε ορμώμενον άπιίναι. 'Tis time for me to be g.-ing, καιρός, ώρα μοι ήδη άπιέ- ναι, άπελθεϊν. Don't go yet ! μήπω άπελθης. Go, pray ! ϊθι δη άπελθε. Get you gone, be gone ! άπαλλάγητι. Go your own ways, την σαυτου τρέπου, or έλα ! Go and be hanged ! go to the d ■ ερρε ίλλ' ρακας, or εις μακαρίαν ! To let aby go, άφιίναι τιι/ά, άποπίμ- πειν τιι/ύ. μεθιίναι (see RE- LEASE): toletabygo unpunished, άφιίναι τινά άθωον : let me go ! (= let me alone!), παϋε ! II. Of things inanimate. % To move, be in motion] φίρεσθαι (pass.), άνα- (up), κατα-φίρεσ- θαι (down), άνάγεσθαι (of a ves- sel under sail) , πνεΐν (of the wind), ρεϊν (of a river) : the river goes into the sea, ό ποταμός εισβάλ- λει εις την θάλασσαν : the water goes over the shore, ΰπεραίρει τό ύδωρ την άκτήν: everything goes (passes) through his hands, πάντα δι αύτοϋ πράττεται, γίγνεται : the clock goes, (prps) εργάζεται, κινείται, τό ώρολό- γιον : the public conveyance, post, &c. goes at six, τό δημό- σιον'όχημα άπαλλάττεται έκτη ώρα : the story goes, λόγος 'έχει or εστίν, φασίν. λέγεται, ο λόγος όρμαται, sts with λίγεσ- θαι added (Hdt.) : to let athg go, άν-, άφιίναι τι. U To lead, turn or tend towards (of direc- tion)] φίρειν, βλίπειν, τε'ινειν. Ε. g. the road goes to Athens, φίρει η οδός εις 'Αθήνας: to go as far as to (= to reach), εζ- ικνεϊσθαι προς τι, μίχρι τινός: the road goes as far as to the moun- tain, ή οδός τείνει μίχρι του όρους : the water goes (or comes) up to my waist, βρέχομαι τον όμφaλόv,or προς τον όμφαλόν : — up to my knees, τό ύδωρ βρέ- χει τά γόνατα : — over my head, τό ύδωρ υπερέχει της κεφαλής : ^ί Of capacity or contents] To a medimnus there go forty-eight chcenices, τετταρ άκοντα οκτώ χοίνικες άποτελοΰσι μίδιμνον. χωρεί, δέχεται 6 μίδ. μη χοί- νικας. Ά To fare (of events)] It will go well, καλώς έσται, ε£ει: it goes well with athg, ευ, καλώς, φέρεται τι : he told them how it would go (turn out), προΰλεζεν rj άποβήσοιτο : how goes it with him? πώς έχει τά περί αυτόν, ΤΙ Miscellaneous phrases] What does it go (sell) for ? πόσου ώυιον; πόσου πιπράσκεται; To go (r= count, tell) for much, little, &c, δύνασθαι, Ισχύειν, πολύ, σμικρόν, ολίγον, κτλ. μέγα τοϊς τοιούτοις υπάρχει λόγοι? (PL) : as far as words went, 'όσον άπο βοής ένεκα (Thuc. 8, 92. Xen. Hell. 2, 4) : as far as this goes, διά γε τοΰτο : as far as the money would go for him (^ as far as he could make it go), 'όσον ενεχώρει αΰτω τό άργύ- ριον (Hdt.) : to go far to — , to go near to — , see Far, Near : to go to law, see Law, and so with other phrases not above enume- rated. % To be going, as expres- sion of a future action] See Going. With prepositions, — GO about (i.e. without definite object), περιπατεΐν. πλανασθαι (ρα88.).περιιίναι. περιερχεαθαι, τί. περιοδεύειν, πεοιπολεύειν, τι. περινοστείν [esply as a va- grant or beggar). TJ Fig.] To go about with a purpose (to meditate, seek means), βουλεύεσθαί τι, c. inf., εν νω έχειν and διανυεϊσθαι, C inf., also επινοείν τι. μηχανάσ- θαί τι, ώστε or όπως (άν). G. about your business! άπαλλάγη- τι. άπιθι. άπαγε (σεαυτόν). GO across. See to Cross. GO after. See to Follow. For the purpose of fetching, see to Fetch. To GO against aby, έπέρ- χεσθαι, επ-, άντεπ-εζέρχεσθαί τινι. επεζ-, άντεπ-, άντεξ-, άντεπεξ-ιίναι τινι or προς, επί τίνα : to have the sentence g. against him, καταγνωσθήναι. GO ASIDE, νποχωρεϊν. μετα- στηναι. εκποδών στηναι (out of aby"s u-ay). GO AWAY. H Propr.] άπιί- ναι (άπερχεσθαι). άποχωρεΐν and τήν άποχώρησιν πυιεΐσθαι. άπαλλάττεσθαι (pass.), άπ- ανίστασθαι (mid.), ο'ίχεσθαι, άποίχεσθαι (to remove, to make off), άναζευγνύναι (of troops), άποφοιτάν (τίνος). See under to Go. GO BACK, άναχωρείν, νπο- χωρεϊν. άνάγειν. άνιίναι, επ- ανιίναι: to order to go back, άναχωρίζειν. ΰποστρίφεσθαι (pass., to turn and go back) or άπονοστεϊν : to go back fm what one has said, ίξαναχωρεϊν τά είρημίνα (Thuc.). GO BEFORE, ήγεϊσθαι, προ- ηγεΐσθαι. έμπροσθεν or πρότε- GO pov πορεύεσθαι (pass.). See to Precede. To go before the judges, &c, άπανταν προς τους δικαστάς. GO BEYOND, υπέρ-, δια-, βαί- vtiv τι. See to Cross, to Pass. εκβαίνειν. See to Exceed, πα- ραβαίνειν [e.g. τους νόμους, τό δίκαιον). See to TRANSGRESS. GO 3Y. if Propr. : u) To pass by] παριέναι (παρέρχεσθαι). παροδεύειν. παραμείβεσθαι (athg, τι), β) To elapse, cease] οϊχεσθαι. Χωφάν. παύεσθαι. ούκέτι γίγνεσθαι (of circumstan- ces, fyc, to be or exist no longer). This is all gone by now, πάντα ταντα διεζεΧΐ}Χυθεν ηδη (Dem.). if Fig. : to take as a standard or rule] έφαρμόΧ^ειν εαυτόν τινι or συμπεριφέρεσθαί (pass.) τινι (go by aby's example). επακοΧοΰ- θεΐντινι. 7τεί'0ίσθαί (joass.) τινι. προσέχειν τον νουν τινι (to be regulated by athg as a standard or rule). To go by a different name, μετονομάζεσθαι (pass). GO DOWN, if Descend] κατα- βα'ινειν (fin athg), τινός or κατά τίνος, or αϊτό τίνος, κατιέναι (κατέρχεσθαι). To go down on one's knees, προσπίπτειν προς τα γόνατα τίνος. Ίκέτην προσ- πίπτειν τινι {before aby) : to cause to go down, καταβιβά'ζειν. καταφερεσθαι (pass.), καταδΰ- vui (in the water). if Set (e.g. of the sun)] δύειν or δύεσθαι, κατα- δύεσθαί. The sun is going down, 6 ηΧιος κΧίνει επι δύσιν. if Metaph.: to lessen in price] μει- οϋσθαι, έΧαττοΰσθαι (pass.) την τιμήν. To be g.-ing down in the world (with ref. to a condition or circumstances), έΧαττοΰσθαι (pass.). κΧίνειν εττι το χείρον, διαφθείρεσθαι (pass. ; str. t. = be ruined). The wind is g.-ing down, λ>/γεί, Χωφά,τό πνεύμα. if To be swallowed (propr.)] See to Swallow; and fig., e.g. that will not go down with me, τοΰτο ουκ άπο-, επι-, παραδέχομαι, προσίεμαι{ΐ)Μ.)τοΰτο. ου παρ- ίημι ε'ις την ψυχην. προς τοΰ- το ουκ εΰπειστός ε'ιμι. GO for (i.e. fetch athg)] See Fetch. if To count for] Vid. GO FORTH, προϊέναι, παρ- ιέναι. προβα'ινειν. εκπορεύεσθαι. εκφα'ινεσθαι. See Come FORTH. Go from. See Go away. GO in or into. if a) Propr. (=ingredi)] εισιέναι (ε'ισέρχεσ- θαι). είσβαίνειν, έμβαίνειν. ε'ισ- δύεσθαι. β) With ref to capacity] E.g. how much will go in (= be held in) a vessel, πόσον δέχεται or χαιρεΐ τό άγγεϊον. See to Contain, and under Go. GO near. See to Approach, and Near. GO off. See Go away. Go off to quarters, διασκηνοΰν. if To take an issue] άποβαίνειν. χωρεΐν, προχωρεϊν. To go off Well, άποβαίνειν καΧώς or είς (279) GO τό καΧόν, or κατ ορθόν, κατορ- θοΰσθαι (pass. ; badly, κακώς). if Metaph. : to fall asleep (chiefly of infants)] καταφερεσθαι (pass.) εις υπνον. καθυπνοΰν. U To de- cease] κατασβέννυσθαι, κατευ- νάζεσθαι (pass.). if To find a ready sale (of goods)] καΧην'έχειν την διάθεσιν. ώνητάς εχειν ποΧ- Χοΰς. GO on. if Propr. ; step for- ward, move on] προβα'ινειν. προ- ϊέναι. προχωρεϊν. if Fig. To proceed (of events)] Matters are g.-ing on well, ill, &c, τά πράγ- ματα καΧώς, κακώς χωρεΐ. if To make progress] έπιδιδόναι εις τι. έπίδοσιν Χαμβάνειν επί τι, εν τινι or κατά τι. (See Get on.) if To continue] Vid. To go on with athg, περαιτέρω πράτ- τειν τι : to go continually on, διατεΧεϊναηάδιαγίγνεσθαιποι- οΰντά τι : not to go on with it, παύεσθαι, ληγειν τινός or with partcp. Go on ! (in speaking), Χέγε τ ά μετά ταϋτα or τά έξης, or, simply Χέγε. Go on ! (= move on or be off) άπιθι. <&g§* In some cases by Crcl., e.g., the disorder in the city went on, 'έτι δε έστασία'ζον οι ποΧϊται. η δε τών ποΧιτών στάσις οϋπω εΧηζε : we can't, or things can't go on in this manner, ταΰτα δε ου δύναται διαμένειν: he dili- gently went on with his work,, όίετελεσε σπουδάΧ,ων περί τό έργον : to go on with a narrative, προσάπτειν Χόγον. GO over. if To pass, to cross] See Cross, v. if Fig. : to go over to a part] μεταβαίνειν προς τίνα. μετατάζασθαι παρά τί- να, άφίστασθαι, μεθίστασθαι (-στηναι), άπιέναι προς τίνα : — to the enemy, αύτομοΧεϊν, άπαυτομοΧεϊν (προς τίνα), η πόΧις παραδίδοται τοϊς ποΧε- μίοις (of a town), if To go over anything (= examine it)] See Go through. GO out. if Propr.] εζιέναι ( ίζέρχεσθαι). εκπορεύεσθαι (pass.), έζορμάν and έζεΧαύνειν (the two latter = ' to set out,'' esply of an army). if Absol. (= to go out of ones house)] προϊέναι, εζιέναι εις ανθρώπους, θύρα'ζε εζιέναι. Not to go out (= to remain at home), ο'ικουρεΐν : to go out foraging, εζιέναι επί τά επιτήδεια: to go out hunting, Ίέναι or εζιέναι έπϊ την θηραν : to go out for a walk, Ιέναι εις τους περιπάτους. if To be ex- tinguished] Vid. GO through, if a) Of per- sons] διαβαίνειν, διιέναι, διεζιέ- ναι, περάν, διαπεράν (all iviih ace. or with διά τίνος). Ίέναι διά τίνος, β) Of things] διικνεϊσ- θαι, διαχωρεϊν, χωρεΐν διάτινος. if Fig. : to go through (by way of relating, examining, Qc.)] διιέναι, διεζιέναι (by reading, telling, re- jecting upon) : διηγεϊσθαι (by re- GOB lating)'. εζηγεΐσθαι, διεζηγεΐ- σθαι (by explaining exegetically) : καταΧέγειν, άπαριθμεΐν (by summing up). Χογιστεύειν (by calculating or examining its cor- rectness). To go through every single portion or part, πάντα δι- εζελθεΐν εζί)ς (in a discourse)', καθ' εν εκαστον σκοπεΐν (in one's thought or mind) : to go through with aby (i.e. examine it together), συνδιεζιίναι τινι τι. διιέναι τι κοινή σύν τινι. if Metaph. : with ref. to adversity, fyc.] πάσχειν τι. περιπίπτειν τινι. γίγνεταί μοί τι. To go through misfor- tune, trouble, &c, κακά πάσ- χειν or κακοπαθεϊν. περιπί- πτειν κακοϊς : we have gone through great hardships, δεινοΐς δη περιεπέσομεν κακοΐς : to go through with athg, see to Exe- cute, to Finish. GO UNDER, υποβαίνειν (as prop or support) : to go under the yoke, ύποδΰναι υπό τον Χ,υγόν, υπό την ζεύγΧην : to go under water, καταδύεσθαι, ύποδύεσθαι (δΰναι). GO UP, άνιέναι, άναβα'ινειν (esply fm the sea to the interior) : hence also άναβ. εΊς την άκρό- ποΧιν, τό δικαστηριον, την εκ- κΧνσίαν. GO upon, if Fig. : viz. of a ground of reliance] σκηπτεσθαί τινι (to found oneself upon athg). έπερείδεσθαί j- στοιίθεια, and (often with acces- sory notion of censure) εύ»?θεια, ή. ραστώνη, ή (facility. Hdt.). GOOD-NATURED,xp.^To- ήθη?, 2. ευγνώμων, 2. εύκολο?, 2, and φιλάνθρωπο?, 2, ενμετα- χείριστο?,2. εΰήθη?, 2 (also iro- nical or with reprehension), γλυ- κύ?, εΐα, ύ (only ironical, e. g. a g. silly fellow). GOODNESS. 1 Good qua- lity, fitness, excellence ; also moral goodness (of heart)] αρετή, v. GOO GOV GOW χρηστοτητ, jjtos, η. to χρη- στόν. G. of disposition and cha- racter, εύήθεια, ή. το άπειρό- κακον. χρηστοήθεια, ή. "[} Kind- ness, mildness, in speech and ac- tion] άγαθότης, πραότης, χρη- στοτ?ΐδ, JJT09, η. εύμένεια, εύ- νοια, η (benevolence). φιλανθρω- πία, ή {humanity), ευκολία, γλυ- κυθυμία, η [easiness and sweetness of temper). For g. sake ! irpos θεών. GOODS. 1 == Possessions, properly] Vid. χρήματα, τά. τά υπάρχοντα, τά οντά. G. and chattels, -πάντα, άπαντα, τά υπάρχοντα, χρήματα και κτή- ματα (sts ορρ. to άγ /oo's, landed property; σκεύη, τά, household g). % Wares] ώνιον, τό (g. t. = ware, usually in pi.) . ε μπολ ή, η. εμπόλημα, τό. a tis πωλεί, φορτία, τά (the latter if imported fin foreign countries). GOOD - TEMPER, ε ύοργη- σία, η. ευκολία, ή. ραστώνη, -η (Hdt.). εύαρμοστία (τρόπων, PI. Dem.). GOOD-TEMPERED, εύόρ- γητος, 2. εύκολος, 2. GOOD-WILL, εύνοια, η. προ- θυμία, η (readiness, zeal). To endeavour to gain aby's g., επι- μελεΐσθαι (aor. pass.) της παρά τίνος εύνοιας, θεραπεύειν τινά : hearing g., εΰνοος, ους, ουν : out of g. to you, τη ση εύνοια (Soph. PL). With g.', πρόθυμος, 2. GOOSE, χήν, χηνός, 6. A young g , green g., χηνιδεύς, έως, 6 : a little g., χηνίον, τό. χην- ερως, ωτος, ή (a kind of g., Plin.): of or helonging to a g., χήνειος, 3: like a g., χηνώ- δης, ες. Roast g, χην όπτός, 6. χρεα χήνεια όπτά, τά. Το cackle like a g., χην'ιζειν : the cackling of geese, h των χηνών κλαγγή : to gape like a g., χη- νύσσειν, χιινυστράν, and -τεΐν : a gaping (as of a g.), χήνημα, τό. A flock of geese, χηνοβοσκία and χηνοβοτία, η : a g. stall or pen, χηνοτροφεΐον, χηνοβοσκεΐον, χηυοβόσκιον, τό : a boy that looks after the geese, χηνοβοσκός, 6 : g. quill, πτίλον or πτερού χή- νειον, τό. A bed of g. feathers, χηνοπλούματον, τό (Chrysost.). ΤΙ As term of reproach] See Sim- pleton, χάσκαζ, ακος, b (gaby). t GOOSE-GRASS (cleavers), άπαρίνη, η. GORE, v. κεροτυποΰντα or τοΐς κέρασιν διαπείρειν τινά. GORE, s. βρότος, δ. λύθρον, τό. GORGE, s. «ft Throat, gul- let] βρόγχος and βρόχθος, δ. λαιμός, 6. φάρυγζ, υγγος, η. λάρυγξ, υγγος, 6. To raise the g. (= be nauseous), προσίστασθαί τινι. άναστρέφίΐν την καρδίαν (upset the stomach). η| I n archi- tecture] κύμα, τό. κυμάτιον, τό : also γλυφίς, ίδος, ή. η[ The en- try or space between two moun- (282) tains] χάσμα, τό. στόμα, τό. φάραγζ, αγγος, η (ravine or gul- ly), διασφάξ, άγος, t; (rocky g. Hdt.). άγκος, εος, τό. στενά, στενόπορα, τά. GORGE. 1ί To devour] Vid. To g. oneself with, or be g.-d with, see Glut. GORGEOUS. See Magni- ficent, Splendid. GORGON, Γοργών, ώνος, η. GORMANDIZE, λιχνάν, λι- χνεύειν, and -εσθαι (mid. and προτενθεύειν, to be a gourmand). λαφύσσειν. άδηφαγεΐν. λ«ι- μάττειν, λαιμάν (to eat greedily) . GORMANDIZER, GOUR- MAND, λίχνος, 6, η (lickerish, a gourmand), and προτένθης, λα- φΰκτης, ου, 6 (a greedy g. Ai'is- tot.). λιχνοτενθ7^ς, ου (a greedy glutton), γαστρίμαργος, ου, 6 (a dainty g.). γαστρών, ωνος, άδΐ)- φάγος, 6 (a glutton). GORMANDIZING, λιχνεία, η. λάφυζις, -η. γαστριμαργία, ■η. άδηφαγία. η. GOSHAWK, φασσοφόνος and φασσοφόντης, ου, 6 (the dove-killing hawk) . GOSLING. See u nder Goose. GOSSIP, s. f Propr. ; one who is related by sponsorship in baptism] Mod. Gr. σύντεκνος, 6, η. ανάδοχος, δ, ή. See SPONSOR. If One fond of (idle) talk] άδο- .εσχης, ου, and άδόλ εσχος, πολ υ-, περιττό-, σπερμο-λόγος, δ. φλύαρος, λάλος. An intole- rable g., άπιραντολόγος, δ. ^[ Idle talk] άδυλεσχία,η. λαλίοι, η. λόγοι, οι. Idle g., λήρυς, δ (usually in pi.), λήρημα. τό. κε- νολογία, η. φλυαρία, t], and φλύαρος, δ. υθλος, δ. To have a g. with aby, see the Verb. To have some idle g., κενυλογεΐν, κενοκοπεΐν. ληρεΐν. φλυαρεΐν. GOSSIP, V. λαλεΊν, λαλα- γεΐν. άδολεσχεΐν. ληρεΐν. φλυ- αρεΐν. To g. with aby, προσομι- λεΐν, προσλαλεϊν, προσμυθολο- γε'ιν τινι : to g. one with another, στωμύλλειν ες αλλήλους (Ari- stoph.). GOURD, κολόκυνθα, κολο- κύνθη, η (of a round form), σι- κύα, η (of an oval form). GOURMAND. See Gorman- dizer. GOUT, άρθρΐτις, ιδος, η (g.t.). χειράγρα, η (in the hands), ποδ- άγρα, h (in the feet). One that suffers fm the g., αρθριτικός, 3. GOUTY, άρθρίτης, ου, ό : fern, άρθρΐτις, ιδος, η, and αρ- θριτικός, 3. GOVERN, v. IT (Trans.)] To lead, to rule] άρχε ι v. βασι- λεύειν. κυριεύειυ. δεσπόζειν and δεσποτεύίΐν (all c. gen.), αρχήν εχειν T(vo's. The mind g.'s the body, ό νους τό σώμα μεταχει- ρίζεται : to g. the house or fa- mily, ο'ικοδεσποτεΐν : to g. the whole, διοικεΐν τό παν : to g. the world, διατάττειν or δια- κοσμεΐν τό πάν: to g. a town, προστατεΐν πόλεως, διοικεΐν πάλιν, μεταχειρϊζεσθαι τά της πόλεως : to g. oneself, αύτονο- μεΐσθαι (pass.), αύτόνομον εί- ναι : to allow oneself to be g.-d by aby, άρχεσθαι υπό τίνος : to be g.-d by aby, πειθαρχεΐν τινι. ϋπήκοον είναι τινι. διδόναι εαυ- τόν τινι χρησθαι. ΤΙ Impropr. : to be master of] ΰφ' εαυτώ έχειν τι. ΰφ' εαυτω ποιεΐσθαί τι. Το g. one's passions, κολάζειν τά πάθη (to check them), εγκρατή or κρείττω είναι τών επιθυμιών (to subdue them) : tog. one's tongue, κατέχειν την γλώτταν. γλωσ- σοκρατεΐν. GOVERNABLE, αγώγιμος, εύάγωγος, 2. πειθήνιος, 2 (prop, and metaph.). GOVERNABLENESS, εύ- αγωγία, ή. τό εύάγωγον. GOVERNANCE. See Go- vernment. GOVERNMENT, f As act of governing] αρχή, η. κνβερ- νησις, η. προστατεία, η. I as- sume or succeed to the g., παρα- δέχομαι or -λαμβάνω την αρ- χήν : to come to the g., ίλεσθαι αρχήν, καταστηναι or καθίστα- σθαι άρχοντα or είς την αρχήν: the g. devolves on aby, η άρχη πίριν,κει εις τίνα : to resign the g., ίζίστασθαι or παραχωρειν της άρχης. άπειπεΐν or άποκη- ρύττειν την αρχήν: to be de- posed fm the g., καταπαύεσθαι άρχοντα or της άρχης. % As a body, or the members composing a government collectively taken] αρχή, η. οι άρχοντες, τό άρ- χεΐον. οι τά τέλη 'έχοντες, οι εν τέλει, οι μάλιστα εν τέλει (Thuc.). τά τέλη (Thuc. Xen.). τό τέλος (jffisch.). ΤΙ The seat of government] άρχεΐον τό. The form of g., πολιτεία, η : g. busi- ness or affairs, τά δημόσια (πράγ- ματα), τά της άρχης : the art of carrying on the g., άρχικη (τέχνη), η : the science of g., πολιτική, επιστατική, η : mat- ters concerning the g., or transac- tions carried on by it, τά πολι- τικά, τά της πόλεως, or τά περί την πόλιν. t GOVERNOR. % Ruler (g.t.)] άρχων, οντος, δ. κυβερνήτης, ου, δ. δεσπότης, ου, δ. προστά- της, ου, δ. κύριος, δ. δ διοικών τι. ^Γ Of a province] επ-, ύπ- αρχος, δ. επίτροπος, δ. αρ- μοστής, οΰ, δ (of a neuiy-con- quered province or town), φρούρ- αρχος or φρουράρχης, δ (of a fortress), σατράπης, ου, δ (in Persia). To be g. of a province, έπάρχειν χώρας τινός, σατρα- πεύειν χώρας τινός and χώραν τιι/ά. ΤΙ A tutor] παιδαγωγός, δ. GOWN. 1ϊ Dress] Vid. ^ Robe] ιμάτιον, τό, or with crasis θοίμάτιον. περιβόλαιον, τό. περιβολή, η. To put on one's g., περιβαλέσθαι ιμάτιον. GRA GRA GRA GRABBLE. See to Grope. GRACE, s. U Beauty] χάριν, ιτυς, ή. τερπνότης, ητος, ι?. See Charai. Without g., άχαρις, nr.ut. άχαρι, gen. άχάριτος. Tf Favour] χάριν, ιτος, ή. εύνοια, ή. εύμέυεια, ή. ευγνωμοσύνη, ή. 'έλεος, ό. συγγι/ώμι;, ή (clemency). By the g. of God, θεοΰ <5£<5oV tos. θεία πρόνοια. The g. of the gods is evident, or shows it- self evidently, in aby, ή πάρα των θεών εύνοια φανερά γί- γνεταί τινι. ^[ Pardon] VlD. ίί Thanksgiving after meals] ευ- χαριστία, ή, μετά τό δεϊπνον. To say g., εΰχαριστεΐν. *j] The Graces (mythol.)] ai χάριτες. GRACE, v. % To embellish, adorn] εττι-, κατά-, δια-, έκκοσ- μεΤν. καλλώπιζε ιν, διαποικίλ- λειν. ΤΙ To favour] VlD. To g. aby with athg, χαρίζεσθαί τινί τι. τιμάν τιι/ά τί. GRACEFUL, χαρίεις, εσσα, ιν. έπίχαρις, ι. έπαφρόδιτος, 2. ηδύς, 3. τερπνός, 3. έπιτερπης, 2. καλός, 3. See Charming, Elegant. GRACEFULLY. From adj. Graceful. GRACEFULNESS. See Grace. GRACELESS, άχαρις, ι. GRACIOUS, 'ίλεως, ω, 2. ευ- μενής, 2. εΰνους, 2. φιλόφρων, 2 (of kind and benevolent disposi- tion of a superior toivards an in- ferior), πράος or πραύς, εϊα, ύ. συγγνώμων, 2 (indulgent toivards those who have done wrong). A g. reception, δεξ'ιωσις, ή. δεξίω- μα, τό. GRACIOUSLY. From adj. Gracious. GR AC Ι Ο US Ν ESS, χάρις, ΐτος, ή. εύμένεια. εύνοια, ή. ^ GRADATION^AT/ua^a/cos, ν (ladder, scale), (οίον or ώσπερ) άναβαθμίς or βωμίς, ίδος, ή (step), οίον άυάβασις, ή (going up). 61ου επίβασις και ορμή (advance. PL). To follow or ob- serve a certain g., βαθμηδόν olov άναβαίνειν και προιίναι ε'ίς τι. επανιέναι άεί, ώσπερ επανα- βαθμοΐς χρώμευον, άπό ενός επί δυο, κτλ. (PL) The g.'s of tbe age of man, ai της ηλικίας άκμαί. GRADUAL, άεϊ αυξανόμενος, ένη, ενόν. ό, ή, τό κατά μικρόν, κατ ολίγον, ήρεμαΐος, 3. A g. ascent, λείος γήλοφος,ό. ήρεμα προσάντης λόφος, 6. GRADUALLY, κλιμακηδόν. βαθμηδόν, κατά μικοόν. κατά βραχύ, κατ' ολίγον, ήρεμα, βάδην. To bring athg about g., λαυθάνειν άποτ(λυΰντά τι. $ffi" hi other similar cases too λάνθα- νε ιν with partcp. is frequently used to convey the above adverbial no- tion. GRADUATE, v. H (Trs.) To mark the degrees on a scale (math, t.)] ταϊς μοίραις διαλαμ- (283) βάνειν. A g.-d scale for mea- suring degrees, μοιρογνωμονίου (όργανον), τό (PtoL). % (Intr.) To take a degree in the university] (εις τιμήν or βαθμόν, mod. Gr. ' degree? τίνα εν τή Ακαδημία) προάγεσθαι, προελθεΐν, άφ- ικνεϊσθαι. See UNIVERSITY. GRADUATE, s. Orel, zvith Verb. GRAFT, s. έμβολάς, άδος, v. εμβολος,ό. ενθεμα,τό. επίπηξ, ηγος, 6. ίπίπηγμα, τό. GRAFT, ν. έγ κέντριζε ιν. εν- θεματίζειν. ίπιπηγνύναι. εμ- φυτεύειν. εμβάλλειν φυτόν. G. pears, άπιοι εμβολάδες. GRAIN, s. χόνδρος, 6. ψή- γμα, τό (e.g. of gold), σπέρμα, τό. σπερμάτων, τό (a seed). Α g. of sand, ψαμμίον, τό, or ψάμ- μου χόνδρος, 6. ψάμμου ψήγμα, τό: a g. of salt, άλιιος or αλός χόνδρος, ό. ψήγμα αλός, τό. % Corn] Vid. σίτος, 6. TJ The smallest weight] κριθή, n (a bar- leycorn). U The arrangement of the fibres or minute portions of ivood, stone, metal, φ?.] Orel, ή διάθεσις τών εν τω ξύλω "ινών, τών μορίων εν τινι. Fig. athg goes agst the g. with aby, Orel, with πάνυ άκων, ούσα, ου. ακού- σιος, 3. ανάγκη μαχόμενος. "[J Dyed in grain, cloth made of wool previously dyed] Orel, with ερια βεβαμμένα, τα, or τό χρώμα εις αυτά τά ερια εντριβεν. Fig. a rogue in g., τριπανυΰργος, b. 6 επίτριπτος. τουπίτριπτον κί- ναδος (Soph.), τ) πάσα βλάβη (Soph.), ουκ εστίν υγιές οϋδεν εντω άνθρώπω. κλεπτίστατος, 6 (thief in g.). ' GRAIN, v. «ff 27o imitate in painting on wood the grain or veining of wood or marble] Orel, with τάς του μαρμάρου φλέβας or διαφυάς, τάς του ξύλου φλέ- βας και συστροφάς (knots) μι- μούμενον ποικίλλειν, γράφειν. GRAMMAR, γραμματική, ν- GRAMMARIAN, γραμμα- τικός, ό. GRAMMATICAL, γραμμα- τικός, 3. GRANARY, αποθήκη, ή (g.t. barn, storehouse). σιτοβολών, ώνος, 6. σιτοβόλιον, σιτοβό- λειον, σιτοφυλάκιον, τό. GRAND, μεγαλοπρεπής, 2. μεγαλεϊος, 3 (of a sublime or imposing nature), πολυτελής, 2 (sumptuous), υψηλός, 3 (beyond what is ordinary), δεινός, 3. θεϊος, 3. σεμνός, 3. λαμπρός, 3 (dis- tinguished), μεγαλόψυχος, 2 (with ref to the mind and intellect). Disposed to g. designs, to act on a g. scale, μεγαλοπράγμων, ov, and (subst.) μεγαλοπραγμοσύνη, ή. A g. feast, δεϊπνον μεγαλο- πρεπές or λαμπρόν, τό : a g. personage, σεμνός άνήρ, 6 : a g. air, σεμνόνπρόσωπον,τό. όφρύς, ύος, η : to assume a g. air or g. manners, σεμνύνεσθαι. μεγαΚύ' νεσθαι. θρύπτεσθαι. GRAND-AUNT, ή τοΖ πάπ- που, τής τήθης, αδελφή. GRANDAM. See Grand- mother. GRAND-DAUGHTER, υϊοΖ or θυγατρός θυγάτηρ, ή. υιωυή, η (sow's daughter), θυγατριδή, ή (daughter's daughter). GRANDEE, πρώτος τής πό- λεως, 6. γνώριμος, 6. δυνάστης, ου, 6. 'έντιμος, ο. ευγενής, ους, b (a person of station or rank). 6 έχων τιμήν, in pi. οι έχοντες τάς τιμάς (a dignitary). GRANDEUR. See Great- ness, τό μεγαλοπρεπές, and fin other adjj. under Grand. GRANDFATHER, πάππος, 6. πατρός πατήρ, 6 (on the fa- ther's side), μητροπάτωρ, ορός, 6, and μητρός πατήρ, 6 (on the mother's side). A great g., προ- πάππος, ό : inherited from a g., παππώος, 3. GRANDILOQUENCE, με- γαληγορία, μεγαλαυχία,η. ΰψη- γορία, μεγαλορρηαοσύνη, ή. GRANDILOQUENT, μεγα- ληγόρος, 2. μεγαλορρήμων, ον. άλαλων, 2. αλαζονικός, 3. κομ- πηρός, 3. κομπώδης, 2. GRANDMOTHER, ή τοϊ πατρός μήτηρ (on the father's side), ή τής μητρός μήτηρ (on the motlier's side), μεγαλομήτηρ, ητρος, ή. τήθη or τηθή, ή (on both sides), μάμμα or μόμμη, also μαμμία, ή (also on both sides, but only in later writej-s, whilst the better and more ancient use τήθη. Of. Lobeck. ad Phrynich.). A great g., έπιτήθη, ή (comic). GRANDSON, υίδυύς, ου, and υιδεύς, έως (also written υ'ιϊδ.). υϊωνός, 6 (the son's son), θυγα• τριδοΰς, ου, 6 (the daughter's son). υ'ιοϋ or θυγατρός υιός, 6. GRAND-UNCLE, ότούπάπ- που, τής τήθης, αδελφός. GRANGE, ΐπαυλις, εως, η. αγρός, ο. GRANITE, λίθος Έυηνίτης, ό. {Mod. Gr. μάρμαρον κοκκω- τόν, τό.) GRANT, s. See Gift, Con- cession. To make a g., see to Grant. GRANT, v. H Concede] χα- ρίζεσθαι (g. t.). συγχωρεϊν. δι- δόναι. Athg is g.-d to me, τυγ- χάνω τινός, δίδοταί μοί τι. δε- δομένον λαμβάνω τι. ευρίσκο- μαι τι παρά τίνος : to g. per- mission, έξουσίαν διδόναι or παρέχειν : to g. access, εάν είσ- ελθεΐν. παριέναι (to a place), δέχεσθαι, πρυσδέχεσθαι, εισδέ- χεσθαι, or προσίεσθαι (to one's own person), προσάγειν (to an- other person). To g. a request, έκτελεϊν, έπαρκεΐν, υπηρετεΖν, ων τις δΐΐται : my request is g.-d, τυγχάνω ων δέομαι : to g. a favour, χαρίζεσθαί τι. See phrases under Favour. To g. GRA GRA GRA aby a possession, έγ κράτη ποιεί» τινά τίνος. Permission has been g.-d, έ'£ίστι, πάρεστι, 'ίυιστι : having been g.-d, εζόν. παρόν, παρασχόν (as nom. absol.) : g.-d to me by aby (— aby makes me a g.), λαμβάνω τι δεδομίνον υπό τίνος or παρά τίνος, ευρίσκομαι τι παρά τίνος. To g. aby the rights of citizenship, μεταδιδόναι τινι της πολιτείας. See CONFER upon. 1J To allow athg in argu- ment] δμολογείν, συνομολογεί», συγχωρεί», επινεύειν. φάναι, συμφάναι. διδόναι. τίθεσθαι (mid.). Should we refuse to g. this, ει μη τοΰτο δοίημεν. Be it g.-d that, πεποιι'ισθω (Plat). This being g.-d, τούτου δμολο- γουμένου : but even g.-d that, &c, καίτοι και τοΰτο, ει (c. op- tat.). GRANTEE. Crcl. by verbs under Grant. GRANULAR, χονδρός, 3. χονδροφυής, ες. G. salt, χον- δροί αλες (opp. to λεπτοί αλες, Aristot.). GRANULATE. Orel, είς χόν- δρους κόπτειν. G.-d, pips χον- δροκοπης, ίς. A mill for g.-ing (e. g. (/routs), χονδροκοπεϊον, τό. GRANULATION, χονδροκο- π'ια, η. GRAPE, ράζ, ραγός, η (the berry), βότρυς, υος, 6 (the clus- ter or bunch), σταφυλή, η. στα- φυλίς, ίδος, η. A small bunch of g.'s, βοτρύδιον, τό : dried g., σταφίς, άσταφίς, ίδος, η. See Raisin. An unripe g., όμφαξ, ή : g. wine, άμπελινος οίνος, δ : made of unripe g.'s, όμφάκινος, 3 : made of dried and pressed g.'s, σταφίδιος, 2, and σταφιδίτης, ου (esply οίνος). σταφιδευταΧος, 3 : g.'s already pressed, στίμφυ- λα, τά (stricter Attic βρύτεα, βρυτία, τά) : wine made from such, στεμφυλίτης, ου, οΤνος, δ. To turn as g.'s (to a dark colour), περκάζειν: to be turned, άπο- μελανθηναι : in the shape of a bunch of g.'s, βοτρυώδης, 2. βοτρυδόν (adverbially) : cluster- ing like g.'s, βοτρυώδης, 2. βο- τρυηρός, 3» GRAPE-STONE, γίγαρτον, τό. GRAPHIC, GRAPHICAL, γραφικός, ώσπερ εν γραφαϊς. σκηνογραφικός, 3. To give a g. (== detailed) description of athg, καθ' εν εκαστον διελθεϊ». See Picturesque. GRAPNEL, άγκυρα τέσσαρα έχουσα κέρατα, χειρ σιδηρά, η (grappling iron. Thuc.). GRAPPLE, t>. If To grapple a ship] προσέλκειν vavv. ava- δοΰμενον έλκει» ναϋν. ^f To seize fast hold of] See Seize. "ft To grapple with aby] συμπλέ- κειν τάς χεϊράς τινι. συμπλέ- κεσθαί (pass.) τινι or προς τίνα. συμπλέκεσθαί τινι κατ άνδρα, εις χείρας Ίέναι or συνιέναι τιν'ι. (284) συνάπτει» χείρας or μαχην τινι. δμόσε χωρεΐν or Ίέναι, e.g. τοΐς ερωτωμένοις (to g. with the ques- tion). GRAPPLING-IRONS (to board a vessel with), κόραξ, ακος (a contrivance described byPolyb.), See Grapnel. GRASP, v. 1 To clutch] επι- χειρεί» τινι. δράττεσθα'ι τιι /os. άπτεσθαί τίνος, αρπάζει» and συναρπάζει» τι. To grasp at, διατείνει» τη» χείρα επί τι. όρέγεσθαί τίνος, έποοέγεσθαί τινι. προσβάλλει» τάς χείρας τινι. κατά-, συλλαμβάνει» τι and τιν'ι. κατέχει» τι : to g. at athg eagerly, θηραντι. ίφίεσθαί τίνος, χάσκει» προς τι. γλίχε- σθαί τίνος. To g. with the mind, διαλαμβάνει». Grasped by the middle, firmly g.-d, μεσολαβής, ές. GRASP, s. 1 The act of grasp- ing] λαβή, η. αφή, επαφή, η. A g.-ing with both hands, <5i«\>j- d/is, 17 (also with the mind). T[ Grasp of intellect] νους όξυλαβης, ό. GRASS, πόα, ας, η. βοτάνη, η. χιλός and γράστις, εως, η : also κράστις or κράτις (green fodder. Most: 211). Young g., χλόη, ν : to give the horses g. to eat, χιλοϋν, and, to feed horses at g., γραστίζειν, τους 'ίππους: to eat g., ποηφαγεΐν : like g., πο- ωδης, 2 : to cut g., ποάζειν : to eat off or pasture on the g., νέ- μεσθαι : of the colour of g., g.- green, χλωρός, 3. χλοώδης, 2 : a stalk of g., βοτάνης καλάμη, η. GRASS-CUTTER, ό κείρω» or άποκε'ιρων την πόα», ποα- στηρ, ηρος, δ. GRASSHOPPER, τέττιξ, ιγος (the sort called ' cicada,' tree- hopper), τεττιγογονία,η (a small variety. Aristoph.). ήχέτης τίτ- τι£), ό (the male cicada), μάντις, εως, δ (a kind of locust or g., ' mantis religiosa.' Linn.), καλα- μαία, η (probably the same), άκρίς, Ίδος, and dim. άκρ'ιδιυν, τό (g. t. locust ; probably includes the spe- cies which we call grasshopper, 'acrida viridis'). GRASS-PLOT, χόρτο?, δ (&U* in its proper sense, an inclosed place, but esply for feeding). GRASSY, ποώδης, 2. πόαν 'έχων, ούσα, ον. λειμωνοειδης, ές (g. and flowery like a meadow). GRATE, s. ΤΓ A partition of bars] περίφραγμα, τό. περι- φραγη, η (g. tt. enclosure or en- closed space). U For fire] έσχά- pa, η (g.t. fire-place). GRATE, v. 1i (Trans, and Intrans.) To wear athg by the attrition of a rough body] κνάν (Hdt.). τρίβει», φηχειν. τεί- ρειν (g. it. — to rub agst). συν-, κατατρ'ιβειν, τι (to grind to small bits or particles). See Grind. To g. one's teeth, πρ'ιειυ or εμ- πρ'ιειν τους οδόντας. *\ To of- fend by athg harsh] To g. the ears, άνιάν τά ωτα. See Harsh. A grated door or window, see Lattice, and under Grate, s. GRATEFUL. % Thankful] ευχάριστος, 2. χάριν έχων, ού- σα, ον. μνήμων ων άν ευ πάθη τις. To be g. (in sentiment), χά- ριν είδέναι, ίχειν, ευχάριστο» εΊναι, εύχαριστεϊν, χάριν άπο- μνάσθαι (Thuc.). To show one- self g. (by words), δ μόλο γ εϊ ν, λέ- γειν χάριν, χάριτάς τινι : (by deeds), χάριν (or τινός τάς χα- ριτας) άποδιδόυαι, χάριν υπουρ- γεί», άντευεργετικό» εΊναι (by making a return). I think you will prove g. to me, οΊμαι ουκ άν άχαρίστως μοι ϊζειν προς υμών (Xen.). 1\ Agreeable] Vid. GRATEFULLY. From adj. Grateful. *ff Agreeably] Vid. GRATEFULNESS, f Gra- titude] Vid. % Agreeableness] Vid. GRATER, κνηστρον,τό. κνη- στις, εως, η. ^p Mod. Greek τριπτηριον, τό. A cheese -g., τυρόκνηστις, η. κύβηλις, ιδος, η. GRATIFICATION. % Act of gratifying] τό χαρίζεσθαι. πληρωσις, έκπληρωσις, η (of α request). ί\ Enjoyment] Vid. It is a g., ηδύ or ουκ αηδές εστί : to find a g. in, or derive g. from, athg, εύφρα'ινεσθαι (pass.) ευ τινι. ηδισθαί (pass.) τινι. χαί- ρει» τινι or επί τινι. GRATIFY. 1 To please (of persons)] χαρίζεσθαί τινι. ύπ- ηρετίϊυ τιν'ι. θεραπεύειν τινά. % To afford pleasure] ηδονην or εύφροσύνην παρέχει», ποιεί» τίνα ηδεσθαι or εύφρα'ινεσθαι. To g. oneself, or be g.-d by athg, τέρπεσθαι, ηδεσθα'ι (pass.) τινι. εύφραίνεσθαι (pass.) επί τινι. ευθυμία» έχειν εκ τίνος, απο- λαύει» τινός. To g. one's appe- tite, χαρίζεσθαι τη γαστρ'ι : to g. one's passions or appetite (ha- bitually), δουλεύει» τη ήδονη γαστρ'ι. θεραπεύειν την ηδονην. ίίττω είναι γαστρός, των επι- θυμιών (of sensual desires). Athg g.'s, is g.-ing, ευφραίνει τινά. καλόν εστί τινι. εύθυμίαν παρ- έχει -τιν'ι. GRATING, s. See Gratis. If Grinding (with one's teeth)] Vid. GRATIS. See Gratuitous- ly. GRATITUDE, ευχαριστία, η. τό ευχάριστου (the inclination or sentiment to show oneself grate- ful), χάρις, ιτος, η (g. displayed, thanL•). To feel, show, g. to- wards aby, see Grateful. To meet with g., χάριτος τυγχά- νειν. χάριν λαμβάνειν and κομί- ΐεσθαι. GRATUITOUS, άμισθος, 2. προικιμαϊος, 3 (Dion Cass.). ^[ Without grounds, causeless] αβέ- βαιος, άτέκμαρτος, 2. ε'ικάΐος, 3 (e.g. ag. supposition, fear, fyc). GRA GRE GRE % Unprovoked, as, e.g., a gratui- tous insult] Crcl. εκούσιο? or άνύ- βριστο?, 'ύβρισε τις. GRATUITOUSLY, δωρεά», προίκα, άμισθί (without reward), εξ άτελεία? (without payment. Dem.). To instruct aby g., άμι- σθί διδάσκει» τινά (opp. to μι- σθού or επί μισθώ). See the Adj. GRATUITY. -See Gift, Pre SENT, χάρισμα, τό. δωρεά, η. δώρημα, τό. φιλοδώρημα, τό. επιφορά, ή (to soldiers beyond the stated pay), έπίδοσι?, η. To be- stow a g. in money, τίμα» τίνα χρνμασι. GRATULATE, GRATULA- TION. See to Congratulate, &c. GRAVE, adj. βαρύ?, εΐα, ύ. σεμνό?, 3. σπουδαίος, 3. βλοσυ- ρό?, 3 (stern). To look g., σεμ- νό» βλέπει» : to speak in a g. tone of voice, σεμνολογεΐν, σπου- δαιολογεΐν (= to speak seriously in general) : to say athg with a very g. face or look, μάλα έσπου- δακότι τω πρόσωπο* ε'ιπεΐν τι : to be or look g, σεμνού είναι, όνασπάν τά? όψρϋ? : to assume a g. look, σπουδαίω? Ίστάναι τό πρόσωπον : of a g. look, σεμνο- πμόσωπο?, 2 : to put on a g. air, σεμνοποιεϊσθαι (mid.) : ag. word or saying, σεμνολόγημα, τό. σεμ- νό? λόγο?, 6. ΤΙ Important, wor- thy of serious consideration] σπου- δή? άξιο?, 3. A g. affair, δεινόν π pay μα, τό. ^[ Opp. to acute] The g. accent, h βαρεία : (a syl- lable) marked with it, βαρύτο- vo?, 2 : to mark with it, βαρυτο- νεΐν. GRAVE, v. See to Engrave. A graven image, see Idol. GRAVE. S. τάφο?, 6. θήκη, V- A hillock raised on aby's g., τύμβο?, τάφο?, 6. σήμα, τό. ήρ'ιον, τό. χώμα, τό : the spot of aby's g., σηκό?, δ, also ήρίον, τό : a monument over a g., μνήμα, τό : on the other side of the g. (me- taph. z=. other world), εκεί. μετά τον θάνατον, εν αδου. To lay in the g., κρύτττειν or καλύπτει» 7»; : to carry to the g., έκκομί- ζειν. εκφέρειν: to follow aby to the g., άκολουθεΐν επ 1 εκφορά» τινο?. άκολουθεΐν τινι προ? τον τάφον : to break open a g., τυμ- βωρυχεΐν: I shall bear athg with me into the g., και εν αδου πι- στεύσω (e. g. a persuasion) : do you mean to caiTy this persuasion with you into the g. ? ά ρ αυτό? έχων ταύτιιι/ την διάνοια» εν νω έχει? άπιίναι ; the silence or stillness of the g., η εν αδου σιγή. GRAVE - CLOTHES (fern, sing.), ίντάφιον, τό. εντάφιο? εσθη?, η. GRAVE-DIGGER, νεκροτά- φο?, δ. νεκροθάπτη?, ου, 6. δ του? νεκρού? κρύπτω», ταφεύ? ο των τετεΧευτηκότων. (285) GRAVESTONE, σήμα, τό. στήλη, η. GRAVEL, S. ψάμμο?, η (g. t. sand), ψηφίδες, αι. κάχληξ, ηκο?, δ. χάλιξ, ικο?, δ and η (the three last = small pebbles). G. (and other rubbish) brought down by rivers, σύναγμα, τό. χέ- ραδο?, τό. H A disease in the bladder or kidneys] νεφρϊτι? (sc. νόσο?), ιδο?,η (Thuc.). One who has it, νεφριτικό?, 3: the matter itself, σύναγμα, τό (g., and also GRAVEL, v. 1 To cover or make a road or path with gravel] Crcl. with οδό» ψηφΐσι, κάχλη- κι στρωννύναι. If Fig.: to puz- zle] ει? άπορ'ιαν καθίσταται, δια- ταράττειν. κατασοφίζεσθαί τί- να. GRAVEL -PIT. See Sand- pit. GRAVELLY. See Sandy. GRAVELY. Fm adj. Grave. GRAVER. See Engraver. iT An instrument for engraving] κεστρον, τό, γΧυφεΐον, τό. GRAVING, γλυφή, h. κέ- στρωσι?, η. GRAVITATE, ρέττειν, εις or πρό? τι. GRAVITATION (act of gra- vitating), δΧκη, η. ροπή, η. GRAVITY, i Weight] βά- ρος, τό. βαρύτης, ητος, η. βρΐ- θο?, τό. % Gravitation] Vid. The centre of g., (mod. t. prps) κέν- τρον ροπή? or των βαρέων, τό. ΤΙ Seriousness] σεμνότη?, ητος, η. σεμνοπρίπεια, η. σπουδαιότη?, η. A man of great g., άνηρ δει- νό? τε και σεμνό?. GRAVY, ζωμό?, δ^ (as broth, soup, £[C.). εμβαμμα, εμβάφιον, τό (as sauce). GRAY or GREY, φαιό?, 3 (of a dark or dun g.). πολιός, 3, and ΰπόΧευκο?, 2 (of a light g.). G. hair, ποΧιαι or Χευκαι τρίχες: to become or turn g., ποΧιοΰσθαι (pass.) : g.-headed, a g. beard, πολιόθριξ, τριχο?, δ, η. Χευκην την κόμην έχων. GRAYISH, ύποπόλιο?, 2. ύπόφαιο?, 2. GRAZE, t Tofeed] νέιχεσθαι (to eat off the grass). ΐ| To touch slightly] έφάπτεσθαί τινο?. καθ- άπτεσθαί τινο?. επιφαύειν τι. A blow or missile just g.'s — , άκρότατον χρώτα επιγράφει (Horn.) : to g. the shore, &c, in sailing, εν χρω παραπΧεϊν (Thuc.). GREASE,V. χρ'ιειν, ύπο-, επι- χρίει». άΧείφειν,περιαλείφειν. Boots that have been g.-d, άλει- πτά υποδήματα. *i\ Fig.: to grease aby's palm = to bribe] Vid. GREASE, S. χρίσμα, τό. άλοιφη, η (g. tt.). Wheel g., άρμάτειον αΧειφαρ, τό. GREASINESS, πιότης,ητο?, η. Χιπαρία, η. πιμεΧώδε?, ου?, τό. GREASY, άλίίτττόδ, 3. ττι- μελώδης, 2. σιαΧώδη?, 2. Χιπα~ ρό?, 3 (fatty). A fat g. fellow, ζωμό?, δ (comic). GREAT, μέγα?, μεγάΧη, μέ- γα (of considerable extent, strength, or intrinsic value). ποΧύ?, πολλή, ποΧύ (numerous, much in quan- tity), ευρύ?, εΐα, ύ. ευρύχωρο?, 2 (spacious), μακρό?, 3 (in length), e. g. to take great steps, μακρά βαδίζει». αξιόλογο?, 2, and αδρό?, 3 (considerable), μεγα- λείο?, 3, and μεγαλοπρεπή?, 2 (magnificent), δεινό?, 3 (dis- tinguished, important, extraor- dinary), άκρο?, 3 (at the height of). G. power or force, μεγάλη δύναμι? (the ability of perform- ing g. things), πυλλη δύναμι? (a g. force, of troops). Great hopes, experience, πολλή ελπίς, εμπειρία, ii : a g. multitude, πλήθος πολύ : g. property or possession, πολλή ουσία : a g. city, πόλι? μεγάλη or ευρύχω- ρο? : a g. cry or clamour, βοη πολλή (if produced by a great many persons), βοη μεγάλη (an intense noise or clamour) : a very g. feast or dinner, δεΐπνον μεγα- λοπρεπέστατο» : ag. man, άνηρ μέγα? (of bodily size), άνηρ με- γαλόψυχο? or δεινό? (of great mental capacity, qualifications), άνηρ αξιώματος or τιμήματος πολλού or άξια? πολλή? (of g. fame) : g. passions, δεινά πάθη : g. pain, δεινόν άλγος: a g. artist, δεινό? την τέχνην : a g. speaker, eater, δεινδ?Χέγειν, φαγεΐν: very g., παμμεγέθη?, 2. μέγιστος, πλείστος, 3 : a very g. archer, άκρος τοξότης, δ. Extremely g., υπερμεγέθη?, ύπερφυη?, τό μέγεθος, 2. Too g., περιττό?, 3. δ, η, τό άγαν. υπερβάλλων, ούσα, ον. See Too. A g. num- ber, matter, &c, of athg, μέγα or πολύ χρημά τίνος. See Huge. So or thus g., τηλικοΰ- to?, αύτη, οΰτο, τό μέγεθος, τηλικόσδε, ηδε, όνδε. τηλίκος, 3 (tantus) : as g. as, τοσούτος, όσος. ηλίκο?, 3 (as g., big, power- ful, old as) . Almost as g. as that one, παραπλήσιος εκείνω. How g. ? πόσος, 3; πηλίκο?, 3; How g. (in dpt sentences, indirect inter- rog.), όσο?, 3. δπόσο?, 3. ηλί- κος, 3. Extraordinarily g. (esply in expressions of wonder), θαυμα- σιον ηλίκον (Dem., mirum quan- tum), θαυμάσιο» όσον. How g. soever, δποσοσοΰν, δπηλίκυς (PI.) : at how g. a price soever, δποσουτινοσοϋν (Lys.). Much greater, πολλω μείζων or πλέ- ων : many times greater, πολ- λαπλάσιο?, 3 : to grow greater, αΰξάνεσθαι (pass.), επ'ιδοσιν λαμβάνειν : in g. measure, επί πολύ. To give oneself g. airs about anything, μέγα φρονεί» επί τινι. πυργοΰν εαυτόν (Me- nand.) : I have a g. mind, σχεδόν τι βου\οίμην αν: I have no g. fancy, ού πάνυ βούλομαι : to GRE think g. things of aby, ττοΧΧών άξιον νομίζειν τινά : — of one- self, μεγαλοφρονεϊν : to have g. confidence in oneself, μεγαλο- φρονεϊν εφ' εαυτω (Χ-). $^° For numerous compounds with μεγάλο-, see the Gr. Lex. ; e. g. one that has g. eyes, μεγαλ- όφθαλμος, μεγαλόμματος, 2 : ■ — leaves, μεγαλόφυλλος, 2 : ■ — mouth, μεγαλόστομος, 2 : — nose, μεγαλόρρινος, 2 : — ears, μεγάλα or παχέα τά ωτα έχων, ούσα, ον. $gp Some also with πολύ-, for wch also see the Gr. Lex. ; e. g. a g. number, πολυ- πληθία and -πληβεία, ή : g. ex- pense, πολυτέλεια, η : g. expe- rience, πολυπειρία, ή (Thuc. PL) : of g. experience, πολύ- πειρος, 2 (Aristoph.). $^p G., very g., greatest, is often expressed by the superl., e. g. a g., very g., one's greatest, enemy, εχθιστος, 3 : — friend, ο'ικειότατος, εται- ρότατος, 3. Sis ' greater ' is not expressed, e. g. for greater secu- rity, πίστεως ένεκα. U As subst. : the great (sc. people)'] οι δυνατοί, προέχοντες, πρώτοι, πρωτ- and δυναστ-εύοντες, <§£C. See GRAN- dee, Powerful. GREAT-COAT. See Cloak. GREAT-HEARTED, μεγα- Χόφυχος, 2. γενναίος την φυ- χήν. GREATLY, t In a high de- gree] μάλα. πάνυ. σφόδρα, δει- νως. μεγάλως. πολύ. Ίσ*χυρώς, and strengthened by conjunctions, S^C.,e.g. και μάλα. και σφόδρα, πάνυ γε : also ύπερβαλλόντως. άμέτρως. διυφερόντως. θαυμα- στών, ΰπερφυώς, μάλιστα (in α high or very high degree). Or by Comp. with περί, e.g. g. in fear or g. terrified, περίφοβος, 2. περιδεής, 2 : g. afflicted, περίλυ- πος, 2. *fl Nobly, generously] Vid. GREATNESS, μέγεθος, τό, and πλήθος, τό (in compass, ex- tent, S[t:). μέτρον, τό (dimension in general), σχήμα, τό (chiefly of the human body), τό μέγα and μεγαλοψυχία, η (morally), to μεγαλεΐον and μεγαλοπρέπεια, h (magnificence), τιμή, r). όξίω- σις, ή. κράτος, τό (authority, power), υπέροχη, η. δεινότης, ητος, ι) (distinguished quality or conditio!?). G. of soul or mind, μεγαλοψυχία, ι), μεγαλόψυχον, τό : g. displays itself not in the acquisition but in the proper use of wealth, ουκ εν τη κτήσει τών αγαθών, αλλ' εν τη χρήσει τό μέγα εστίν : the highest degree of human g., τό μέγιστον εν άν- θρωποι?. GREAVES, κνημίς, ΐδος, t) (sing.). GRECIAN. See Greek. GREEDILY, χανδόν. Xa- βρώς. γλισχρώς. To drink g., χανδόν. πίνειν : to eat g., λαι- μάττειν, λαιμάν : to sup up g., ροφεΐν. (28G) GRE GREEDINESS, επιθυμία, r). όρεξις, εφεσις, η. Great g., ά- πληστία, ι). *JI Gluttony] Vid. GREEDY, επιθυμών, οΰσα, ουν. ορμητικός, 3. άπληστος, ακόρεστος, 2. To be g. after athg, ορμητικώς εχειν προς τι. επιθυμία φέρεσθαι (pass.) προς τι. επιθυμητικώς εχειν τινός, έφίεσθαί, όρέγεσθαί,αηά διψην or πεινην τίνος, χάσκειν προς τι. ΤΙ Ravenous, hungry] αδη- φάγος, 2. πολυφάγος, 2. Το be g. in eating, άδηφαγεΐν : to be g. after money, χρημάτων or αργυρίου or χρυσού πεινην or επιθυμεϊν. φιλοχρηματεΐν. GREEK, 'Ελληνικός, 3. f Έλ- λήνιος, 3. The G. towns, ui Ελ- ληνίδες πόλεις. $β/*"Ελλην as adj. sts even with fern, noun, e. g. "Έλληνα στολή ν (the G. garb), and 'Ελλάβ sts with masc. G., the language, γλώσσα Ελληνι- κή, ι) : to speak G., ελληνίζειν : to be made G.'s in language by αιιούΐ^Υ,έλληνισθηναιτην γλώσ- σαν από τίνος (Thuc). In G., or in G. manner or custom, Έλ- ληνιστί : a G., "Ελλην, ηνος, 6. Έλληνίς, ίδος (/em.) : a friend of the G.'s, φιΧέλλην, ηνος, 6 : an enemy of the G.'s, μισέλλην, ηνος, b. GREEN, adj. «ft Prop.] χλω- ρός, 3 (of a g. colour), πράσιος, 3, and πράσινος, 2 (leek-coloured). βατράχειος, 2 (frog-green), θα- λερός, 3 (grown over with vegeta- tion or plants), or εύθαλής, χλο- ανθής, 2. ακμάζων, ούσα, ον. G. colour, χλωρόν, τό : of a g. and yellowish colour, ΰπόχλωρος, 2 : to be or become g., θάλλειν. άκμάζειν. χλοάζειν. See EVER- GREEN. H Unripe] ωμός, 3. if Fresh] Vid. if Fig.: unexpe- rienced (ofpersons)] άμαθώς 'έχων, ο. Ίδιωτεύων κατά τι. GREEN, s. χλωρόν, τό (g. colour). if A grassy plain] λει- μών, ώυος, 6. if Kitchen herbs (plural)] See Vegetables. GREENFINCH. See Finch (g. t). GREENGROCER, λαχανο- πώλης, ου, b. λαχανόπωλις, ιδος, η (fern.). To be a g., λα- χανοπωλεΐν : the trade of a g., λαχανοπωλία, ή. GREENHOUSE,, and poet, διαμαθύνίΐν : even with the g., επίπεδος, 2: to take up, raise fm, the g., α'Ίρειν τι GRO «7Γο της yn?, χαμόθεν, πεδόθεν. Fixt to the g., έμπεδος, 2 : to fix to the g., έμπεδοϋν : howed to the g., κατακεκυφώς, ι/Ια, ός : rivetted to theg., καταπεπηγώς, ι/ΐα, ός. Not to reach or touch the g. (with one's feet), μη έπι- βαίνειν της γης : to stand on solid or firm g., ασφαλώς ιδρΰ- αθαι. εν Ίσχυρω βάθρω βεβηκέ- ναι. "[[ Fig.'] E.g. to fall to the g., ακυρον γίγνεσθαι (to become of no force or authority), διαπί- πτειν (to fail utterly). To gain g. (= make progress), αύζάνε- σθαι, αϋξησιν λαμβάνειν, προ- κινεΐσθαι (pass.), προχωρέΐν. The report gains g., διέρχεται or διαδίδοται 6 λόγο? or θρονί. To gain g. upon the enemy, ώθεΐ- σθαι, άπωθεΐσθαι, άναστέλλειν τους πολεμίους: — in a pursuit, διώκοντα άει έγγυτέρω γίγνε- σθαι: to loose g., ύπολείπεσθαι: to stand one's g., στήναι και μη ΰποχωρείν: to g. over the g., άνύτειν της όδοϋ. H Soil, piece or place of land] αγρός, 6. άρου- pa, η. χωρίον, τό. κτήμα, τό. To plough another man's g., άλ- λοτρίαν άρουραν άρουν : dry and waste g., χέρσος γη, η. τα χέρσα : difficult or rough g., δυσ- χωρία, η. U Bottom] VlD. ^[ Grounds, dregs, lees, sediment] Vid. ΤΓ Basis, foundation] Vid. βάθρον, τό. θεμέλιον, τό. τό 'ίδιον χρώμα (the underlying sur- face, e.g. of colour), τό ύφασμα, τό πρώτον (of a woven material). Figured, dotted, &c, with purple on a white g., λευκόν πορφυρω πεποικιλμένον, διεστιγμένον. ΤΙ Fig. : fundamental cause = reason, motive] αιτία, η, or αί- τιον, τό. αρχή, η (first cause), ανάγκη, η (necessary condition respecting the existence or state of athg). λόγος, b, and πρόφασις, η (alleged ground, pretext), προ- τροπή, ορμή, ή (inner impulse). G. of an opinion, τέκμαρσις, η : he has no just g.'s (for thinking So), oi) δικαίαν τέκμαρσιν έχει (Thuc.) : on these or on such g.'s, δια τοΰτο or ταϋτα. από τού- του, τούτων ένεκα : on what g.'s ? δια τι ; on whatever g.'s, 'ότου δήποτε 'ένεκα : on various g.'s, δια ττολλά. πολλών ένεκα. On the g. that or of, δια τό, c. infin., ^f or often expressed by ώς c. partcp., either in agreement with the subject or an object, or in the gen. or ace. absolute, esply when the ground is to be marked as fan- cied or pretended ; e. g. he is in- dignant on the g. of having been deceived, ώς ηπατημένος αγανα- κτεί : — , on the g. of our having been deceived, ώς ήπατημένων ναών : on no other g.'s, κατ or δι' ουδέν άλλο : there is no g. why, &c, ουκ έστιι/ ότου 'ένεκα : without^ any g.'s, άνευ λόγου, ε'ικη. μάτην, οΰκ εις δέον : with- out the least g., ουδέ. προς 'ίνα (288) GRO λόγον : I maintain athg with- out g.'s, φημί τι ουκ ορθώς λέ- γων : on good g.'s, 7rpos λόγον. ορθώς, δικαίως, ευλόγως, ε'ικό- τως. μετά λόγου : on perfect- ly good g.'s, ορθώς και δικαίως. I have good g.'s for doing athg, λόγοι/ ε'χω ποιών τι. ορθώς ποιώ τι : to rest, be founded, or stated on good g.'s, αληθές είναι, βέβαιον or πιστόν είναι, ορθώς or ευ λέγεσθαι. See FOUNDA- TION, Reason. GROUND», υ. f To found as on a cause] See to Found. To g. one's belief upon athg, διά τι πιστεύειν, τεκμαίρεσθαι : I g. my belief upon the fact, εκ τού- των συμβαίνει μοι πιστεΰσαι : to g. one's claims on athg, άξιοΰν, δικαιοΰν, διά τι. To be g.-d upon athg, είναι εκ τίνος, ύπάρ- χειν κρηπΐδος υποκείμενης της και της (PL). A well-g.-d fear, αληθής or πιστός φόβος : well- g.-d expectation or hope, βεβαία or ικανή έλπίς : to have well- g.-d claims or pretensions on athg, δικαίως άξιοΰν τι : well -g.-d suspicion, υποψία δικαία. H With ref. to knowledge] To g. aby (in the rudiments), διδάσκειν τινά τά πρώτα στοιχεία, στοι- χειοϋν and καταστοιχίζειν (Chrysipp. αρ. Plut.) : to be well or thoroughly g.-d in athg, δια- μεμαθηκέναι τι. ακριβώς έπ- ΊστασθαΊ τι. TJ Ground =r run aground] Vid. GROUND - FLOOR, κατά- γειον, τό (the basement). GROUND- IVY, χαμαίκισ- σος,ό (Dioscorid.). χαμαιλεύκη, h (id.). GROUND-PLAN, Ιχνογρα- φία, ή. υπογραφή, η. διάγραμ- μα, τό. GROUND-PLOT. &e Foun- dation. GROUND-RENT, ίγκτητι- κόν, τό. GROUNDLESS (only metaph. =: that is not tenable), ψευδής, ές. αβέβαιος, άλογος, άτέκμαρτος, άπιστος, 2. Also μάταιος, 3. κενός, 3. διάκενος, 2. GROUNDLESSLY, άνευ λό- γου, εική, μάτην ουκ εις δέον. GROUNDLESSNESS, τό ψευδές, κενόν, άλογον, άπιστον. GROUNDSEL (plant; Sene- cio, Linn.), ήριγέρων, οντος, 6 (Theophr.). GROUNDSIL. See Thresh- old. GROUNDWORK. See Foun- dation. GROUP, s. σύστημα, σύν- ταγμα, τό. σύστασις, η. σύμ- πλεγμα, τό. To place together or arrange in g.'s, σι/ζ/τάττευ/. (soldiers, S[c.). Assembling or forming in (tumultuous) groups, κατά ξυστάσεις γιγνόμενοι (οι στρατιώται), and κατά Συλλό- γους γιγνόμενοι (both Thuc.). Also σύνοδοι κατά συστροφάς GRO εγίγνοντο (Lat. circuli, conci- liabula) . GROUP, v. σι/ι/τάττ£ΐι/, and see phrases under the SuJ>st. GROUSE, τί τράδων, τέτραζ, άγος, and -ιξ, ιγος (tetr&o, Linn.). GROVE, άλσος, τό. A holy or sacred g., τέμενος, τό. GROVEL (propr. and im- propr.). See to Creep, πτώσ- σειν (to cower, crouch), κυλίν- δεσθαι, κυλινδεϊσθαι (to roll % wallow). GROVELLING, ταπεινός καϊ ανελεύθερος (PL), χαμαίζηλος, 2. χαμηλά πνέων (Pind.). GROW, v. 1 To increase. Propr.: of organic bodies] αύζά- νεσθαιαηάαΰξεσθαι (pass.), έπι- διδόναι. επίδοσιν λαμβάνειν. μεί"ζω γίγνεσθαι. To let one's hair g., άνιέναι or τρέφειν την κόμην. άνειμένην εάν την κόμην. κομοτροφε'ιν : to let one's beard g., καθίεσθαι πώγωνα. % To be produced] φύεσθαι (φΰναι, πεφυκέναι). βλαστάνειν. Athg g.'s in a country, ή χώρα φύει τι. φύεται or γίγνεταί τι εν χώρα τινί : the earth causes to g. (i. e. brings forward), ή γη άναδίδωσι or φύει ή γή. ^[ Im- propr. : to increase] Vid. TJ To become] Vid., and the like sense of to Get, iutrans. &sjr This sense, unless tJie notion of increase or progress is to be marked, will be expressed by γίγνεσθαι, or the whole combination by a single verb including the notion of the adj. ; e. g. to g. old, γέροντα γίγνε- σθαι and γηράσκειν : to g. young again, άνηβαν : to g. angry, op- γίζεσθαι, θυμοϋσθαι (pass.) : to g. weak in one's understanding, or aby's mental powers g. weak, μΐΐοΰσθαι (pass.) την διάνοιαν. ήττον διανοεϊσθαι. For other combinations, 8cc, see under the several adjj. To g. the habit or fashion, see the several substt. To g. better, βελτίω γίγνεσθαι, Ίέναι έπι τό βέλτιον (morally) : to g. worse, τρέπεσθαι (pass.) or φέρεσθαι (pass.) επι τό χεί- ρον, άποκλίνειν προς or εις τό χείρον, έπιτείνεσθαι (of an ill- ness). ΤΙ With prepositions] To g. up, άνα-τρέχειν, -φύεσθαι, -βαίνειν. τελειουσθαι (pass. ; come to full age). To g. besides or near, παρα-φύεσθαι, -βλα- στάνειν. To g. besides (= more- over), προσανζάνεσθαι. To g. out, εκφύεσθαι. To g. to, upon, into, έμ-, έπι-, προσψύεσθαι. To g. with, συμφύεσθαι. συν-, συνεκ-τρέφεσθαι. συναυζάνε- σθαι. To g. round, περιφύ- εσθαι. G. with one's growth, and strengthen with one's strength, συμφΰναί τε και συνανξάνεσθαί τινι. GROW, ν. Τ (Trans.) To make to grow] φύειν. See to Cultivate. To g. vines, άμ- πελουργε.ΐν. Soil fit for g.-ing GRO GUA GUE vines, άμπελόφυτος χώρα, η : the g.-ing of vines, αμπελουργία, η. fi της αμπέλου φυτεία. GROWL, v. βράζει (of bears), κνυζάν and mid. (of dogs, also ithininq ; and of lions.) GROWL, GROWLING, s. κνυζηθμός, 6. κνύζημα, τό. GROWN. Partcpp. of verbs to Grow, φυτός, 3. αύξητόν, 2 (Aristot.). έμφυής, ες, arid 'έμ- φυτος, 2 (innate). G.-up, full- g., τέλειοι, 3 (and Att. 2). A full-g. man, τέλειος άνήρ, δ : to be full-g., άκμάζειν. τελειοΰ- σθαι: well-g., εύ-φυής, τραφής, ές. GROWTH (the actof growing), αΰζησις, αΰζη, επαύξησις and έπαύζη, η (PL), επίδοσις, η. προκοπή, η. εκφυσις, ή (a grow- ing out). To further the g., συν- αυξάζειν: promoting the g., «5• ξιμος. αυξητικός, 3 (Aristot.). To have its g., έπίδοσιν λαμβά- νειν : to reach its full g., άδροΰ- auai(pass.). άποτελεϊσθαι (pss.). άκμάζειν. τελειοΰσθαι. If In the concrete sense] αύζημα, τό. φυτόν, τό (a vegetable g ). φΰμα, τό (esply a g. or tumour on the body). GRUB, v. f To dig] Vid. To g. up by the roots, ριζοτομεΐν. εκκόπτειν (e. g υλην). To g. round the roots (of a vine), τυν- τλαζειν (Aristoph.) : to g. in the earth, διορύττειν, άνασκάπτειν τι/ ν γην. to g. (in the dirt), σκα- ριφάσθαι and -φεϋειυ. GRUB, s. (a small ivorm), εύ- \ή, η (maggot), σίλφη, η (a bee- ile-g. Aristot.). ΐζ, Ίκος (Ale- man.), and ϊψ, ίπός, pi. ϊπες (Theophr.; a g. in vine-buds). GRUDGE, v. «H To envy] φθονεΐν τιι/ί τίνος. No one g.'s you it, ουδείς φθόνος : not to g., ού φθονεϊν (dat. of the person and gen. of object), συγχωρεΐν τιν'ι τι (to alloic). *\\ To withhold through envy] Vid. To g. aby athg, έπιφθονεϊν τινι. GRUDGE, s. φθόνος, b, and poet, νέμεσις, i'j (of men), to επίφθονυν. To have a g. agst aby, to bear him a g., χαλεπαί- νειν τιν'ι. μνησικακεϊν άπυμνη- σικακεΐν, and απομνημονεύει» τιν'ι τι. νεμεσάν τινι : bearing a g., επίφθονος, 2 : to bear a se- cret g., υπό σκότου κατέχειν τον φθόνον. GRUDGING ( withholding through envy or avarice), φθονε- ρός, 3. GRUDGINGLY, φθονερως. See Unwillingly. GRUEL, ΤΓΤίσάι;»), η (ptisan, barley-water), χόνδρος, 6 (Aris- toph.), and χυνδροπτισάνη, ή (Hippocr.). GRUFF, τραχύς, εΐα, ύ. See Rough. Of or with a g. voice, τραχυ-λόγος or -στόμυς, 2. GRUMBLE, γρύζειν (togrunt in disapprobation, Qc.). Have (289) you any right to g. ? apa γρυκτόν εστίν ΰμΐν; (Aristoph.) To g. loudly, άναβορβορύζειν (Aris- toph.). See Murmur, Mutter, Complain. GRUMBLER. Crcl. with pres. partcp. of verb Grumble. GRUMBLING, γογγυσμός, b. μομφή, η. θόρυβος, b. GRUNT, s. γρυλλισμός, b. γρύλλη, η. GRUNT, v. γρυλλίζειν. γρύ- ζειν (only of men). See Grum- ble. GUARANTEE, v. εγγυάν. έγγυΰσθαι (mid.). βεβαιούν, άσφαλίζειν (and mid. ; athg, τι). 7τιστά διδόναι ή μην εσε- GUARANTEE, s. f Secu- rity, as thing] εγγύη, διεγγύησις, ή (g. t.). τό 7τιστόι/ (respecting the truth, e. g. τό πιστού των έμών λόγων or της αληθείας, fyc.). % As person] εγγυητής, ου, b. εγγυος, ο. γνωστήρ,ηρος, b (Xen. Lat. ' cognitor'). προ- στάτης, ου, b (e. g. πρ. της ει- ρήνης^, for peace. Xen.). βεβαι- ωτής, οΰ, b. A safe g., άξιος or άζιόχρεως εγγυητής. To be aby's g., εγγυάσθαι or διεγγυάν τίνα. εζεγγυαν τίνα (as bail) : to be a g. for athg, εγγυάσθαί τι. έγγυητην γίγνεσθαι τίνος. Το give mutual g.'s, πιστοΰσθαι (by athg, τιν'ι). πιστοΰσθαι προς αλ- λήλους περί τίνος (Polyb.). See Security, Surety, Bail,War- rant. GUARD, υ. φυλάττειν,δια-, προφυλάττειν (g. tt.). τηρεΐν, δια-, παρατηρεΐν. σώζειν, δια- σώζειν, άσφαλί'ζειν (to secure, render safe). To g. aby against athg, σώζειν τινά άπό τίνος, σκεπάζειν (to shelter) τινά άπό τίνος, εϊργειν (to ward off) τί τίνος, άποτρέπειν (to avert) τί τίνος, and άπελαΰνειν τί τίνος. To g. aby agst any hostile attack, άμύνειν τιν'ι τι or τινός τι : to g. oneself agst athg, φυλάττε- σθαι άπό τίνος, εΰλαβεΐσθαί τι (aor. εύλαβηθήναι). πρό- νοιαν ποιεΧσθα'ι τίνος, or φυ- λάττεσθαι, seq. μή or ως μή C. opt. or subj. To be g.-d against athg, είναι εν σκέπη τινός. See Defend. GUARD, s. f The act or means of guarding] φυλακή, προ- φυλακή, ή (g. t.). See Safe- guard, Defence, Protection. To be on one's g., φυλάττεσθαι. Seethe Verb. Off one's g., ά φ ύ- λακτος, 2. ^f With ref to a mi- litary post or station] φρουρά, ?/. To be on g., προκοιτεΐν. φυλα- κην άγειν or εχειν. φρουρεΊν. διά προφυλακής είναι : also φυ- λάττειν (with or without φύλα- κας), εν φρουρά είναι, νυκτο- φυλακείν (at night), ι'ιμεροσκο- πείν (during the day). % The man or men on guard] φύλαξ, ακος, b. φρουρός, b. πρόκοιτος, b. φύλακες, oi, and φρουροί, oi (pi•), oi περί τάς πύλας φρου- ροί (at the town's gate). To set a g. at a place, φύλακας or φύ- λακας καθιστάναι or καθίστα- σθαί (τκη). See Garrison. ^ The guard-house] η των φρου- ρών στέγη or σκηνή, φυλακτή- ριον, τό. ^[ A bodyguard] η του σώματος φυλακή, οι του σώματος φύλακες, δορυφόροι, ων, oi (esply of the Persians), ΰπασπισταί, οι (of the Macedo- nians). To belong to or to serve in the g.'s, είναι των του σώμα- τος φυλάκων or των δορυφόρων. ΤΙ The guard of a sivord] κώπη, ή (i. e. the hilt), κνώδοντες, oi (Xen. ; the cross bar of a spear). GUARDEDLY. 'See Cau- tiously. GUARDIAN. 1 That is en- trusted ivith the care of athg] φύ- λαζ, ακος, and επιμελητής, οΰ, ο. επίτροπος, 6. U A guardian of children] επίτροπος, b (a. t.). όρφανιστής, οΰ, b (of orphans). To be aby's g., επίτροπον εϊναί τίνος, επιτροπεύειν τινά : to liave the administration of athg, or act, as g., επιτροπεύειν Tt : to be under a g., επιτροπεύεσθαι (pass.), επ' επιτραπώ εϊναι : to appoint aby as aby's g., καθιστά- ναι orπapaκaθιστάvaι τινά επί- τροπον τίνος or τινι. προ'ίστά- ναι τινά τίνος : to take aby as a g., πρυίστασθαί τίνα. GUARDIANSHIP, επιτρο- πή, επιτροπεία, ή (over or of aby, τινός). To have the g. of aby, to be entrusted with it, επί- τροπον είναι τίνος, επιτροπεύ- ειν τινά or τι : a law or regula- tion in matters of g., επιτροπι- κός or όρφανικός νόμος, b : of or relating to a g., επιτροπαΐος, 3 : matters relating to aby's g., τά περί την επιτροπήν : an ac- count relating to aby's g., λόγοι οι της επιτροπής. GUARDSH1P, φρονρίς or φυλακις or προφυλακις ναϋς, η. περίπολος (sc. ναυς), ή. GUDGEON, κωβιός, b (the generic term, gob : o, for g., tench, S^c.). κωβίδιον, τό (dim.). Like a g., κωβίτης, ov: Jem. κωβίτις, ιδος. κωβιώδης, ες. GUERDON. See Reward. GUESS, V. εικάζει ν, τυπά- "ζειν, τι. Sts ΰπολαμβάνειν ει- ναί τι (all=:to conjecture on slight grounds), τεκμαίρεσθαί τι (on strong grounds). See to Conjec- ture, στοχάζεσθαι, καταστο- χάζεσθαι, εικασία μανθάνειν or ενρίσκειν τι (to g. aright, find out by guesting). To g. (a riddle), συμβάλλειν, συνιεναι, λύειν, εΰ- ρίσκειν αίνιγμα (to solve it) : your g.-ing is of no avail, εί/τά- "ζων υύδεν πράττεις or περαί- νεις. Easy to be g.-d, εϋσύμβο- λος, ενσύμβλητος, 2. GUESS, s. ε'ικασμός, b. είκα- σία,η. ύπόληφις, ij. SeeCoN- υ GUE GUM HA jecture. By way of g., εκ των δοκούντων or δοξάντων : to give a g. at athg, see the Verb. Making a good g., εύστοχο?, 2, and εύ- στόχως {adv.). GUESS-WORK. See Guess. GUEST, f At a feast (= conviva)] σύνδειπυος, b. δαιτυ- μών, όνος, ό {chiefly poet.), συμ- πότης, ου, ό. ό κλώθει? επί τό δείπνου. To invite aby as a g., καλεΐυ τίνα εττϊ τό δεϊπυου '. to retain aby as a g., σύυδειπνου ποιεΐσθαί τίνα : to be (aby's) g., δειπνεΊν, συνδειπνεϊν : to come as an uninvited g., ακλητον ιέναι επί το δεΐπνον. ΤΙ A stranger who is entertained somewhere (hos- pes)] ξένος, 6. To have aby as a g. in one's house, ξενίζει» and ξενιζεσθαί τίνα : to live with aby as a g., ξενίζεσθαι {pass.) παρά τινι : to receive aby as a g., ύποδέχεσθαί τίνα ξένον : to turn in at aby's as a g., ξενοΰσθαι {pass.) παρά τινι. _ GUEST-CHAMBER, ξενών, ώνος, ό. GUGGLE. See Gurgle. _ GUIDANCE, αγωγή, η (g.t). ηγεμονία, η {the lead, adminis- tration), διοίκησις, ή {the ma- nagement, rule of the house, fyc). Under the g. of aby, ηγουμένου τινός : to have the g. of athg, see to Guide. All things are under the divine g., πάντα τω θεώ ύποτέτακται. θεός διοικεί τα πάντα. To submit to, or place oneself under, aby's g., ε-π-ιτρε'- πειν εαυτόν τινι. επεσθαι or άκολουθεϊν τινι. GUIDE, ν. άγειν τινά {g. t.). ηγεΐσθαί τινι {dat. of person). ηγεΐσθαί τίνος {gen. of thing), διοικεϊν τι {to arrange athg, ma- nage it), εύθύνειν {tog. correctly), επιστατεϊν τίνος, διατάττειν and συντάττιιν τι (to be the leader or manager of athg). To be g.-d by a person, πείθεσθαί {pass.) τινι. επεσθαι τινι : to allow oneself to be g.-d by aby or athg, άκολουθεϊν τινι, e. g. by others, έτέροις : by circumstances, τοΐς πράγμασι, Tens καιροϊς. One who allows oneself to be g.-d, αγώγιμος, 2. ευπειθώς, 2. GUIDE, s. αγωγός, 6. ηγε- μών, όνος, 6. πομπός, 6. 6 άγων, οντος (of aby, τινά), ό ηγούμε- νος (of aby, τινι). A g. of young persons, παιδαγωγός, b. καθ- ηγητής, οΰ, 6 : a g. on a road, οδηγός, b. προηγητής, υφηγη- τής, οΰ, b. ηγεμων της όδοϋ, ο : to be aby's g., οδηγείν τίνα. ηγεΐσθαί τινι της οδοΰ. GUIDE-POST, στήλη η ση- μαίνουσα την οδόν. GUILD, φυλή, η. σύστημα, το. εταιρία, η. ^ GUILE, δόλος, ο. κακοτεχνία, V. σκευωρία, η (intrigue. Dem.). See Fraud, Cunning, to Be- guile. GUILEFUL, δολερός, 3. κα- (290) κότεχνος, 2. See Fraudulent, Cunning, Knavish. GUILELESS, άδολο?, 2. άκα- κος, άπειρόκακος, 2. ευήθης, ες. άπλοΰς, η, οΰν. GUILELESSLY, άδόλως. άκάκως. GUILELESSNESS, ακακία, εύήθεια, η. τό αδολον : rarely άπλότης, ητος, η. GUILT, αίτια, η. έγκλημα, τό. αμάρτημα, τό. άγος, τό {of blood). GUILTINESS. > See Guilt. GUILTLESS, άναμάρτητος, 2 {that has committed no fault). άναίτιος,2. άνυπαίτιος,2. άνυπ- εύβυνος, 2. καθαρός, 3. άβλα- βης, ές. See Innocent. GUILTLESSNESS. See In- nocence. GUILTY, α'ίτιος, 3. υπαίτιος, 2 {of athg, τινός), υπόδικος, 2. 'ένοχος, 2 (of athg, ichether judi- cially or morally, τινι, and sts τινός), εναγής, ές {of blood). To be g. {absolutely), άδικεϊν: to be g. of a fault, ενέχεσθαι τΓ) αιτία, ενοχον είναί τινι : to be g. of a crime, ήμαρτηκέναι τι : to make or render oneself g. of a crime, όφλισκάυειν τι : to know oneself to be g., ξυνειδέναι εαυ- τω άδικήσαντι : to pronounce aby to be g., καταγιγνώσκειν τινός : to find aby g. of athg, καταφηφίζεσθαί τι τίνος : to be found g., άλίσκεσθαι, άλώναί τίνος or c. partcp. GUINEA-FOWL• ,μελεαγρίς, ίδος, η. b Νομαδικός όρνις. GUISE. See Fashion, Man- ner. GUITAR, κιθάρα, ,). GULF, f Bay] κόλπος, b. if Abyss] Vid. TJ Whirlpool] VlD. GULL, s. "ft A sea-gull] λά- ρος, ό, and κέπφος, ό {petrel), κήζ, κηκός, η. καϋης, ου, ό. καύ- αξ, ακος, ο. α'ίθυια, ή. ^\ Fig. : a silly fellow, easily imposed upon] κέπφος, b. κεπφώδης, b {adj.). κεπφαττελεβώδης, b {co- mic), χαυνοπολίτης, ου, b (Aris- toph.). GULL, v. φενακίζειν. To be g.-d, or easily g.-d, κεπφοϋσθαι (Cic. Att. 13. 40). GULLET, λάρυγξ, υγγος, b. φάρυγξ, υγγος, b and η. λαι- μός, ό. βρόνχος, ο. οισοφάγος, ' GULL\ φάραγξ. Full of g.'s, φαραγγώδης, ες. GULOSITY. See Glut- tony. GULP, ροφεϊν. κάπτειν. See Swallow. GUM, s. II A vegetable sub- stance] κόμμι, τό {gen. κόμμεως and κόμμιδος, or indeclin.). γλοι- ός, ό {gluten.), δάκρυον, δάκρυ, τό {as dropping fm trees, fyc). To be or look like g., κομμίζειν. U Of the teeth] ούλον, τό, and more usually ούλα, τά (tL• outer part), ίνουλα, τά {the inner g.'s). η περί τους οδόντας σαρξ. GUM, ν. συγκολλάν. GUMMY, κόμμι- and κομ- μιδ-ώδης, ες (Aridot. Theophr.). γλοιώδης, ες (glutinous). GUN, πυροβόλον, τό, or πυ- ροβόλου όπλον, τό. GUN-POWDER, prps κόνις or κον'ια πύρινη, η. GUNWALE, άκροστόλιου, τό (Plut.). GURGLE, ηρέμα ρεΐυ. κελα- ρύζειν. ψοφεΊν. The g. of wa- ter, κελαρυσμός, ό. κελάρυσμα, τό. See Murmur. GUSH, ν. όεϊυ {g.t. = to stream), λείβεσθαι. έκχεϊσθαι {pass.), άυαβλύζειν or έκρεϊυ. *jj Fig. : of tears] E. g. δακρυρρο- εΐν. GUSH, s. η] Propr.] See Stream. 7\ Fig.: of tears] δά- κρυα πολλά or δακρύων ρεύμα, τό. To break out in a g. of tears, δακρυρροεΐν. G.'s of blood, πο- λύ τό αίμα διαρρέον or ίκχεόμε- νον. GUST, f Taste] Vid. f A sudden blast of wind] καταιγι- σμός, b. πνεύματος καταφορά, η. άνεμος βιαιότερον πνέων or πνεύσας. μάφανραι, αι. GUSTY.^ See Stormy. GUT, s. εντερον, τό. σπλάγ- \νον, τό. χορδή, η {g.t.). κωλον, τό (the great intestine or colon). Guts, χολικές. See Entrails. GUT, v. υ To take out the inside (e. g. of a hare)] εξαιρεί ν την κοιλίαν or νηδύν. έκκοιλιά- Χ,ειν, εξεντερίζειν. GUTTA SERENA, ύπόχν- μα, τό (Hif/pocr.). GUTTER, χολέρα, ύδρορρόα, η. σωλην, ηνος, b {esply one with pipes). GUTTLER. See Glutton, Greedy. GUZZLE, GUZZLER. See Drink, Drunkard. GYMNASTIC, γυμνικός, 3. To have g. exercise, see Gym- nastics. GYMNASTICS, γυμυαστι- κή, η. τά περί τον γυμνικόν αγώνα {g. exercise). To practise g., γυμνάζεσθαι. άσκεϊν τό σώ- μα. GYPSUM, γύψος, η. σκίρος or σκίρρυς, ο. λατύπη, f}. One that makes figures of g., ό τους πήλινους πλάττων (Demosth.). GYRATE, γυρουσθαι {mid.). δινεΐν. διυεύειν. See REVOLVE, Whirl. A g.-ing motion, γύ• ρωσις, ή. GYVE. -See Fetter. Η HA ! φευ, βαβαΐ (wonder), άλλα (surprise, why — /). φεϋ (displeasure). HAB HABERDASHER. Crcl.with the particular article sold, e. g. ό, η, την σινδόνα πωλών, ούσα. One that sells ribands, &c, ται- νιόπωλις, ιδος, »'/ (that trade be- inq carried on by women). 'HABILIMENT. -See Dress. HABIT, s. f Dress] Vid. f A being in a certain state, a per- manent condition, esply as pro- duced by practice (πράζις)] εζις, ■η {esply of a good h. of body ; ig^r* different fm σχέσις, ή = alterable h.). H. and affection of mind, η k'£is και διάθεσις. ^j Custom] εθος, τό. εθισμός, 6. εθισμα, τό. συνήθεια, ή. έπιτηδευσις, rj, and επιτήδευμα, τό (a culti- vated &.). νόμος, 6. Fm h., εξ εθους. υπ' ευθύς. εθει. είθισμέ- νος, προειθισμένος, 3. To have a h., to be in the h., έθος εχειν. είωθέναι. ειθισμένον είναι, νο- μίζειν. νόμον εχειν. εν εθει πράττιιν τι. προσομιλεΐν τινι. They have the h,, νόμος εστίν αϋτοϊς or καθέστηκεν αϋτοϊς. εν εθει εστίν αυτοΐς : to adopt ah., εθίζεσθαι {pass.) έθος τι : to bring aby into a h., εθίζει» τινά εθος : to become a h., οικεϊον or ίδιον γίγνεσθαι, εκνικάν. άποφέρε- σθαι εις τό καθ' τιμεραν εθος (JEschin.) : to cultivate a h., έπι- τηδεύειν τι : I am not in the h. of, άηθές εστί μοί τι. άπειρος ειμί τίνος : to introduce a h., εθος or νόμου καθιστάναι : it wants h., ξυυηθείας δϊοιτ αν. Η. grows into second nature (prov.), τό εθος οίον φύσις γί- γνιται. εθος επίκτητος φύσις (Hippocr.). According to h., κατά τρόπον : contrary to h., από τρόπου, παρά τρόπον : h. so ordains it, ο'ύτω νοιιίζεται : to change one's h., depart fm a h., μεταμανθάνειν. Of the same or like h.'s, ξυν-, δμο-ιιθής, ες. My expensive h.'s, or my h. of lavish expenditure, η εν τη φύσει δα- πάνη (jEschin.). See Custom, Habitual, Fashion. HABIT, υ. See to Dress. HABITABLE, οικήσιμος, εν- οικησιμος, 2. The h. world, ή οικουμένη. HABITATION. See Dwell- ing. HABITUAL, f That hap- pens in most cases, usual] ε'ιθισ μ ε- νός, 3. είωθώς, via, ός. νυμιζό- μενος, 3. εν εθει γενόμενος, 3. συνήθης, 3. καθεστώς, ώσα, ώς or ός. To be h., καταστηναι. νομίζεσθαι (pass.), εν εθει είναι : it is h., νομίζεται, νομίζουσιν. καθίστηκε. φιλουσι πώς : as it is h., κατά τό ε'ιωθός or τό νό- μιζα μ ενόν. See phrases in Cus- tomary, Custom. Ah. malady, ζύντροφος νόσος, η. νόσημα εν εθει γενόμενου. One whose dis- ease is become h., έθας τη νόσω. ( HABITUALLY, i£ έθου'ς, ΰπ' εθους (i. e. fm habit), or sim- ply εθει. τό πολύ or τά πολλά (291) Η ΑΙ in most cases), ώς επί τό πολύ. ώς επί πλείστον, εκά- στοτε (mostly). Or Crcl., as οι πλείους (πράττουσί τι), or with φιλεΊν, νομίζειν, e. g. as it h. happens όποια φιλεϊ γενέσθαι (= κατά τό είωθός). HABITUATE, εθίζειν,προσ- εθίζειν (τινά τι). See to AC- CUSTOM. To h. oneself to reflect, παρασκευάζεσθαι διανοηθηναι HACK, v. κατακόπτειν. See to C υτ, Hew. Tf Fig. : to hack a language ; to speak with stops or catches (Shaksp.)] καμψικίζίΐνψο speak broken language. Hesych.), also διαφθείρειν. πονηρώς βαρ- βαρίζειν (i. e. to speak U ivith dif- ficulty, as a foreigner). HACK, s. f A hired horse] 'ίππος μισθωτός or μισθώσιμος, b. % Fig. = hireling] μισθω- τός, 6. μισθοφόρος, 6. HACKLE, ζαίνειν. Hackling, ξάνσις, η. HACKNEY, s. and adj. See HACK. H. -coach, όχημα μισθω- τόν or μισθώσιμον, τό. HACKNEYED (fig., common place), πολυπάτητος, 2. καθ- ημαξευμένος, 3. κοινός, 3. τεθρυ- λημένος, 3. k'tuAos, 2 (stale). HADDOCK, prps γάδος and όνος, 6 (A then.), also όν'ισκος, 6 (Lat. asellus, a kind of codfish). HAFT, λαβή, h (g. t. the part taken hold of), also άντιλαβή, λαβίς, ίδος, η. κώπη, ή (of α sword). HAG (an ugly old woman), γραΰς αισχρά, ή. See WlTCH. A skinny old h., φθίνυλλα, h (Aristoph.). φθίσα, η (Hesych.). HAGGARD. % Wild] Vid. % Emaciated, lean] Vid. ξηρός, 3 (poet.). H. by grief, λύπη έκ- τακείς, εϊσα, iv : with h. eyes, κοιλόφθαλμος, 2. κοιλωπός. HAGGLE. 1 (Trans.) To cut, to chop] Vid. If (Intrans.)] μικρολογεϊσθαι. κιμβικεύεσθαι (to be a niggard). HAH! See Ha! HAIL, s. χάλαζα, η. A shower or fall of h., χαλαζοκο- πία, rj. *fi Call (in the phrase ' within hail')] 'όσον τε γέγωνε βοησας (Horn.), ώστε άκούεσθαι έπιβοώμενον. εις επιβοην. HAIL, V. χαλαζαν, χαλα- ζοΰν. It h.'s, χάλαζά έστι or γ'ιγνεται : it h.-d at a place, χά- λαζα ένέπεσε χωρίω τιι/ί. HAIL! χαίρε ! See Greet. Tf (Trans.) To welcome aby with cries of joy] To h. aby, ευφρο- σύνης μεστόν δέχεσθαί τίνα. ευμενώς επιθορυβείν. άναβοαν or κραυγην ποιεϊοθαι υπό χα- ράς. % To call to] άνα-, επι- καλεϊν τίνα. επιβοάν τινι. επι- βοάσθαί τίνα. HAILSTONE, χαλάζης χόν- δρος, ό. H.'s, χάλαζα, ή (fall or shower of hail). ( HAILSTORM, χαλαζοκοπία, tj. συρμός χαλάζης, ό. χαλά- HA I Χ,ώδης or χαλαζοβόλος χειμών, ό. HAIR. ΤΓ A single hair] θρίξ, τριχός, ν- τρίχιον, τό (both of men and animals), χαίτη, η (strong, bristly h.). Made of h., τρίχινος, 3 : root of a h., ϊονθος, ο : as fine as a h., λεπτότατος or τριχός λεπτότερος, 3. ^f Fig.] To a h.'s breadth, εις όνυ- χα, δι όνυχος, επ' όνυχος. ακρι- βέστατα : within a h.'s breadth, θρίζ ανά μέσον (Theocr.). τταρ άκαρη (PL), παρά μικρόν, παρ' ολίγον, ολίγου δεΐν (= the Latin ' propius nihil est factum, quam ut — ,' e. g. occideretur. die.). Do you see ? you were within a h. of being done for just now, όρας ; άκαρης γαρ παραπόλω- λας άρτίως (Menand.). Not a h.'s breadth, οΰδ' άκαρη. ούδ' ελάχιστον : not to differ by a single h., μηδέν τό παράπαν διαφέρειν : not to hurt a h. of one's head, μηδέν τό παράπαν βλάπτειν. % In a collective sense : the whole growth of hair (chiefly of the head)] κόμη, η. τρί- χες, ων, αι. εθειραι, ών, αϊ (the lutter poet. only), χαίτη, -η, and τρίχωσις, η (the state of having h., esply of animals). The h. of the beard, γενειάδες, al : — of the eyebrows, τύλος, 6 : the set- ting of the h. fm the crown of the head, λίσσωσις, η. and λίσσω- μα, τό (Aristot.) : false h., κόμαι πρόσθετοι, φενάκη, rj. έντρι- χον,τό: platted h., πλόκαμος, δ. πλοκαμίς, ϊδος, ή : a knot of h., τριχών σύνδεσμος, ό. κόρνμ- βος, 6. κρωβύλος, ό : to bind one's h. into a knot, κρώβυλυν άναδείσθαι τών τριχών (Thuc), λόφος, 6 (on the helmet) : a lock of h., βόστρυζ, υχος, 6. βό- στρυχος, ό : without h., ψιλός τριχών : an ornament made of the h. (Fr. 'coiffe'), τριχών κό- σμημα, τό. στεφάνη τριχών, ή : to dress the h., κατασκευ- άζιιν or κοσμεϊν or καλλύνειν την κόμην or τάς τρίχας, πλο- κίζειν την κόμην: h. too short to be cut, τρίχες άκαρεϊς, αι. Thick, closely grown h., βαθεΐαι τρίχες, βαθεϊα κόμη : aby's h. falls off, ui κόμαι άπυμαδώσιν or άπομαδίζουσιν or with άπο- βάλλειν τάς τρίχας, τριχορ- ρυεϊν : to get h., τριχοφυείν : to wear long h., κομάν : to let one's h. grow, τρέφειν την κόμην. άνειμένην εάν την κόμην. to cut off one's h., τριχοτομεΐν. κε'ι- ρειν or άποκείρειν τάς τρίχας or την κόμην : to cut it round, περικείρειν : to cut it round (or pluck it up all round) by apply- ing a bowl to the head, σκάφιον άπο-κείρειν or -τίλλειν (Aris- toph.) : flying or dishevelled h., κόμη λελυαένη : she fled with dishevelled h., λελυμένη την κό- μην απέφυγε. Aby's h. stands on end, όρθιαι ϊστανται ai τρί- U2 HAT Η ΑΙ HAL γες : having one's h. standing on eud (through fright), άνασεσοβη- μένος τι' /f κόμην (Luc.). With straight or lanky h., Ίθΰ-, εΰθύ- θριξ (Hdt. andAristot.). τετανό- θριξ (PL) : "with coarse h., σκλη- ρόθριξ, gen. τρίχυς : -with fine h., Κετττότριχος, 2 : with black h., μελανό- and μελάν-θρίξ. §W And numerous oilier derivatives in -θριξ, and also -τοίχος, ov, poet, in -κομος, -κόμης, -χαίτης, -πλό- καμος. HAIR-COMB, κτείς, κτενός, 6 (for combing only), κομμω- τικού, τό (Aristoph.). HAIR- DRESS, πηνίκη, v. φενάκη, ή. προκόαιον, τό. εν- τριχον, τό. στεφάνη τριχών, ■η. τριχών κόσμηαα, τό. f HAIR-DRESSER, ττλοκεύς, ε ω?, ό (one that plaits h.). κερο- πλάστης, ου, δ (one that curls h.). κουρεύω, 6 (esply for men), κομ- μωτής and -tvo, δ, and κομ- μώτρια, ή (g. tt. dresser, decora- tor). HAIRLESS. See Bald. HAIR-SPLITTING,\s-7n-o-, μικρο-λογία, η, and Crcl. with λεπτολυγεΐν, λεπτολογεϊσθιιι, μικρολογεϊσθαι. See QUIBBLE, Subtlety, Sophistry. HAIRY, τριχωτοί, 3. τριχώ- δης, 2. δασύς, εΐα, ύ. λάσιος, 3. Τοοεΰοηιβίι.,ό'ασύΐ'ίσθαι (pass.): very h., ύπέρδασυς (Xen.) : hav- ing hairy feet, δασύπους, πουν (Aristot.). HALBERT, λόγχη, ή. HALBERDIER, δορυφόρος, λογχοφόρος, δ. To be a h., δο- ρυφορεΐν. HALCYON, άλκυών or άλ- κυών, όνος, ή. Η. days, αλκυο- νίδας ημέρας άγειν (Aristoph.). HALE, adj. See Healthy. HALE, s. See Haul. HALF, ήμισυς, εια, υ, gU* and compounds of ή μι-, ήμ'ιτο- μος, 2 (cut in h.). ημιτελής or ήμιτέλεστος, 2 (half- complete), νμιδεής, 2 (lacking h.). H. a cask of wine, βίκος οίνου ήμιδεής : h. a goose, χ>ιν ήμίβρωτος (h.- eaten) : h. the way, ή ημίσεια της δδοΰ : — distance, τό της οδυΰ ήμισυ, μέση οδός. To be h. over, μεσυϋν. Η. a man's life, ήμισυς δ βίος. τοΰ βίου δ ημι- συς: h. the globe, ή ημίσεια της γης : one h. of the cavalry, ήμί- σεις οι ιππείς, οϊ ή μισείς τών ιππέων. The beginning is h. the battle, or, well begun is h. done (prov.), αρχή παντός έρ- γου μέγιστον. igfsr" With ivords of measure, &c., the compounds are usually formed, as substan- tives in ιον, ov, or also with the suhst. unaltered, as adjj. in ιαϊος, or αϊος : thus, h. a foot, ήμιπό- διον, τό, and ήμίπους : h. a digit, ηαιδακτύλων : h. a digit long, wide, &c, ήμιδακτυλιαϊος, 3 : h. a cotyle, ήμικοτύλιον and ήμικοτύλη : — in contents, ημι- (292) κοτυλιιιΐος : h. a mina, ήμιμνάΐ- ov and ήμίμνεον : weighing — , ήμιμναϊυς : h. a talent, ήμιτά- λα ντον, τό : h. an obole, fim- ωβόλιον, τό: worth h. an obole, ημιωβολοΤος, 3: h. a drachm. ήμίοραχαον, τό : h. a drachm in weight, ημιδραχμιαΐος, 3 : h. a pound, ημί> ιτρον, τό : h. a pound in weight, ήμιλιτριαϊος, 3. tpy* With cardinal numbers, e. g. τρία ήμιτάλαντα (three h. -talents =: a talent and ah.): with ordinals, τρίτον ήμιτάλαντον (the third a h. talent z=. two talents and ah.). An obole and a h., τριημιωβό- λιον, τό. gf§" Or the fraction may be expressed thus, e. g. two and a h., τρεΓ? (τρία) ήμίσευς δέον- τες(α) or ήμίσεος δέοντος (three, minus a h.). Η. as big, as much, Sec., again, ήμιόλιος, 2 and 3 : one h. more than before, ήαιόλιον ου πρότερον (Xen.). An interval (in music) in the ratio of one and a h. to one. (= 3 to 2), ήμιολία διάστασις, ή (PI.) : the ratio of U to 1 (3 fo 2). ήμιολία, ή (PL). Interest h. as much again as the capital (= 150 per cent.), ai ήμι- όλιαι. A vessel with one and a h. bank of oars, ήμιολία (νανς), ή : a verse of a foot and a h., ήμιόλιος (στίχος), 6. ^fsP" Often half in English terms of dimen- sions, S[C, is not expressed in the Greek, as h. a year, εξ μήνες, εξ- άμηνος χρόνος, ό : h. -yearly, εξ- άμηνος, εξαμ)\νιάΐος: of h. -year- ly occurrence, δι έκτου μηνός γενόμενος, η, ov : h. a dozen, εξ : h. a score, δέκα, S[c. §^* Numerous compound adjj. with ή μ ι- are formed fin verbs, &c. ; also with υπό-, or the adj. or partcp. itself is used with τό έτε- ρον μέρος, £{c. Η. done or ready, ήμιεργής or ήμίεργος, 2. ημι- τελής, 2: h. faded or withered, ήμιμάραντος, 2 : h. dried, ήμί- ξηρος, 2 : h. frozen or curdled, ήμιτιαγής, 2 : h. ripe, ήαίπε- πτος, 2 : h. -intoxicated, ήμιμέ- θυσος,2. ήμιμεθής,2: h.-cooked, ήαίπεπτος, ήμίεφθος, 2 : h.- learned, ήμιπαίδευτος, δ. ημι- μαθής, οϋς, δ : h.-w y ashed, ήμί- λουτος,2: h. -alive, ήμίζωος: h.- dead, ήαίθνής, ητος, δ, ή. ήμι- θανής, 2: h.-mad, ήαΐμανής, 2. Η. -blind, ΰπότυφλος, 2: h.-deaf, υπόκωφος, 2 : h. -covered, άσκέ- τταστος τό έτερον μέρος, or ημί- γυμνος, 2: h. -clothed, ημφι- εσμένος τό 'έτερον μέρος : h.- shom, κεκαρμένοςθατερον μέρος. gfjp For other compounds with ή μι- and υπ ο-, see the Greek Eng. Lex., as also for those icith μιξο-, e. g. (h. Greek) h. bai'barian, μιξυβάρβαρος : h. beast (h. human), μιξόθηρ, δ, ή, and μιξόθηρος, 2, and μεμιγμέ- νην έχων την φυσιν άνδυος τε και θηρίου : h. Lydian, Phry- gian (musical mode), μιξολΰδιος, -φρύγιος. &jj* Sts the English compound ivilh half- and a partcp. or adj. is otlierwise expressed in the Greek, e. g. h.-witted, παρα- φρόνων, οϋσα, οϋν : h. oblite- rated or h. legible, αμυδρός, 3. *I As subst.] τό ήμισυ, τά ήμί- ση. ή ημίσεια, τό ήμίτομον or διχοτόμημα. Bigger by one h., ήμιόλιος (see above). To cut in h. or in halves, see to Halve. To reduce to one h., ήμισεΰειν. To go halves, εξ ίσου μερίζεοθαι, διαμοιρασθαι, κοινωνεϊν. Halves! κοινός δ 'Έρ- μης ! HALF-BROTHER, HALF- SISTER, αδελφός, αδελφή, οϋχ δμοττάτριος or δμομήτριος, δ, ή. δ, ή, ου κατά φύσιν αδελφός, ή. Also δμοττάτριος or δμομήτριος αδελφός, ή, δ, ή. Η. -brothers or sisters, παίδες ονχ δμοττά- τριοι or δμομήτριοι, οι. HALF-CIRCLE. See Semi- circle. HALF-MOON, μηνοειδής σε- λήνη, ή. In the shape of a h., σεληνοειδής, μηνοειδής, 2. See Crescent HALF-SPHERE, ήμισφαί- ριον, τό. See Hemisphere. HALF-WAY. See compounds under Half, ^jp For the other compounds formed with adjj., see Half. adj. HALIBUT (a kind of fish), prps Φήσσα or ώήττα. ή (a kiyid of flat-fish). HALL. TI As entra?ice-hall] πρόδομος, δ. προστάδες, ai (the space forming the entry to the dwelling-room or rooms, the ves- tibulum). προπνλαιον, τό (the h. of any edifice), ^f As a large apartment or dicelling-rooin\ μέ- γας οίκος, ό, or simply οίκος, άνώγεων, ω, τό. ^[ As dining- ha/l] δειπνητήριον, τό. εστια- τήυΐον and εατιατόριον, τό. HALLOO! interj. ίώ\ Η. there ! oStos, σε' τοι καλώ. See Ho! HALLOO, v. See < to Call out. to abv,' &c, to Shout. HALLOW. «H To consecrate] Vid. ^1 To reverence as holy] σέβεσθαι. πρεσβενειν, ΰεραπεΰ- ειν δσίως τί. Hallowed, άγιος, 3. ifpos, 3. HALLUCINATION. See Folly. Prps Crcl. by ύπομαί- νεσΰαι, or νυαφιάν, νυμφόλη- πτος. νυστά"ζων και άμ<ιθής (PL). ένυττνιάΧ,ειν. ένυπνιώδης. HALM, καλάμη, ή. κάλαμος, δ. To send up its h., καλαμοΰ- σθαι (pass.). HALO (round the sun or moon), άλως, ω, ή. ^ Of a saint] σέ- λας ώσπεο εκ θεοΰ. HALT, v. H (Trs.) Of an army] Ίστάναι or εφιστάναι or υφιστάναιτόν στρατόν (to cause or order the army to h.). ^[ (In- TRANS )]ϊστασβαι,ίφίστασ6αι. επισχεΤν. παύεσθαι πορευόμε- νον. ίπίστασιν ποιεϊσθαι. Sts HAL θέσθαι τά 'όπλα. 1J As word of command. Halt!] ίπίσχες ! επί- σχου ! μεϊνον ! HALT. s. εττίστασίΐ, η. καθ έδυα, η {stoppage). HALT, υ. f To limp, to be lame] χωλόν είναι, χωλεύειν, χώλαινε ιν. σκάζειν. σκιμβα- "ζειν and σκίμπτειν. HALT, adj. χωλός, 3. σκά- Χ>ων, ούσα. σκαληνός, 3. HALTER, s. 1Μ rojoe] σχοΓ- vo%)bandi\• σχοινίον,τό. σπάρ- τον, το. See Rope, αγχόνη and άρπεδόνη, η. δεσμός, b, pi. δεσ- μοί and -ά (a band, a fastening). To put an end to one's life with a h., αγχόνη έκλε'ιπειν το 'ζην. άπάγχεοθαι σπάρτοις or βρό- χω. TJ For a horse] φορβειά or φυρβιά, ή. άγωγεύς, ρυταγω- γευι, έως, 6 (the rope by which it is tied to tlie manger). HALTER, v. (to put on a It.), Crcl. with Halter, s. HALVE, v. δίχα διαιρεϊν. δί- χα τέμνει and διχοτομεΖν (also as math. t.). ήμισεύειν (to divide into, or reduce to, one half). A halving, διχοτομία. HALVES ! κοινός ΈρμηςΙ HAM. i[ The hinder part of the thigh] μηρός, 6. Ίσχίον, τό (esply upper part), σκέλος, τό (the whole leg), σκέλος πρυμνόν, τό (Horn. ; the buttock). 1 The thigh of a hog] πέρνα,η. κωλη, η, and κωλην, ηνος, 6. πέτασων, ώνος, 6 (also fore-quarter of pork). HAMLET. See Village. HAMMER, s. σφύρα, η. Wrought with a h., σφυρήλα- τος, 2 : to beat with a h., σφυ- ρυϋν or σφυροκοπεϊν : a beating with the h., ή της σφύρας κατα- φορά : the noise produced by it, ό aito της σφύρας κρότος : a small h., σφυριού, τό. HAMMER, v. σφυρούν. κό- πτειν τη σφύρα, κροτεϊν. σφυ- ροκοττεϊν. To h. in a nail, έπι- κρούειν ηλον (Aristoph.). έγκρού- ειν πάσσαλον (id.) : to h. toge- ther, συγκροτεϊν. 1J Metaph.] To h. upon a given subject, to go over it again and again, έπιχαλ- κεύειν (Aristot.) : to be always h.-ing at the same thing, διατε- λείς ττράττοντά τι. διαγ'ιγνε- σθαι ποιούντά τι : to h. (athg) intoaby, ττληγαϊς εμποιείν, επι- κρούειυ : to h. out a scheme, συν- τιθέναι βουλην. HAMMOCK, κρεμάθρα, η. αίώυα, η. HAMPER, s. κόφινος,ο,αηά άρριχος, 6 or η (a large basket in general), κάναστρον and κάνεον, Alt. κάνουν, τό (a7iy ivicker bas- ket). See Basket. HAMPER, v. See Hinder, Impede, Clog. HAMSTER (f®« a kind of field-mouse or dormouse, Cricetus vulgaris, not known in Greece), g. t. μνς, b. μυυζός or μυωζός, 6 (dor- mouse). (293) HAN HAMSTRING, ι/ευροκοττείι/ (Polyb. and LXX.; of horses). τάς Ίγνύας διακόπτοντα χωλούν or παραλύειν (LXX. ; disable). HAND, s. χί'ιρ, χειρός, ή (propr. hand and arm, whence 'hand' is strictly άκρα χείρ, η. Xen.). The right h., η δεξιά ; the left h., η αριστερά. See Right, Left. The flat h. or palm of the h., 7ταλάμι/, η : the hollow of the h., χειρ κοίλη, κυλλη, η : with one's own h., τη εαυτού χειρί. αύτοχειρ'ι, αύ- τοεντεί, and with tlie adj. αντό- χειρ, αύθέντης, 6, ή (doing with one's own h). αυτουργός, 2 (working), and verb αύτουργεϊν (to work with one's own hand). That lives by his hands, χει- ρόβιος, χειροβ'ιωτος, άποχειρο- βίωτος, 2. αυτουργό?, 2. Το do or perform athg with the h., παλαμάσθαί τι : made by h., χειροποίητος, 2 : to lift up one's h., α'ίρειν or άνατείνειυ την χεί- ρα : to move or wave the h. (in oratory), παραφ<ρειν την χείρα : to move the h.'s significantly (in pantomime, &c), χειρονομεΐν : to fold the h.'s, συμπλέκειν τώ χεΐρε : to put into aby's h., διδό- ναι or εμβάλλειν εις χείρα, έγ- χειρίζειν τιν'ι τι. έπιτρέπειν τινί τι : to deliver into aby's h., παραδιδόναι, προδιδόναι (trea- cherously) : to have or hold in one's h., τ;7 χειρί or δια χειρός or εν χερσίν εχειν τι (only prop.), διαχειρίζειν and μεταχειρίζε- σθαι (propr. and metaph.). έπ' εμυ'ι εστί τι (only metaph. — it is with me). To leave athg in aby's h.'s, εάν τίνα εχίΐν τι : to fall into aby's h.'s, Ίέναι εις χεί- ρας τινι. συλλαμβάνεσθαι υπό τινυς (be seized by aby), also εμ- πίπτειν εις τινας. To take aby by the h., λαβείν τίνα της χει- ρός; to lead aby by the h., χειρ- αγωγεΐν. της χειρός άγειν : to give or offer aby one's h., δεζιάν διδόναι, εμβάλλειν τιι/ί. δεζιοϋσβαί tivu (by way of sa- luting or welcoming him) : to ex- tend one's hand, προτείνειν, ορέ- γειυ την χείρα τινι (for the sake of offering support) : to join h.'s, συνάπτει»/ τάς χείρας (to form a connecting chain) : to press or shake aby's h., πιέ"ζειν την δεξιάν τίνος : they shook h.'s with them, άντεδεζιοϋντο αυτούς (Xen.) : to lay h. to athg, επιχει- ρεΐν τινι. άπτεσΰαί τίνος : to lend a h., συνεψάπτεσβαί, συν- επιλαμβάνεσΰαί τίνος : to lend a helping h., βυηβεΐν, επικουρεΊν τινι. Bear a h. ! σπεΰσον, σπεύ- σατε ! To be at h., πρόχειρον είναι, ύπάρχειν. παρείναι: that is at h., ύπόγυιος, πρόχειρος, 2: also εκ χειρός (cominus, e. g. βάΚλειν). εν χερσί (in h. to h. fight). At aby's h.'s, παρά τίνος (e.g. to get any good, εΰρ'ισκεσΰαί τι άγαΰόν). In h. (=: of immediate HAN concernment), παρά πόδα. iv πο ■ σι. εμποδών. προ ποδών. Poet, προς, παρά ποσί and παρά πο- δός or πυδί. For the matter in h., το γε νϋν έχον ; the matter in h. (== under consideration) is about so and so, ό λόγος or 6 άγων or η βουλή εστί περί or υπέρ τίνος. To take into one's h., προχειρίζεσθαι, med. (and pass., to be taken in h.) : to put out of one's h., ά•7τοτίθεσθαί. To take in h., έπιχειρεϊν. ες χεϊρας άγεσ^αί τι (Hdt.). See to Undertake. To have in h. (= to be about it), μεταχει- ρίζειν, μεταχειριζεσθαί τι or μετά χείρα?, εν χίρσίν, διά χει- ρός, εχειν τι (the last, to keep in h. , hold a careful h. over, metaph. fm driving). Athg passes through my h.'s (fig.), δι' έμοϋ πράττε- ται τι. μετεστί μοί τίνος. Το have a h. in athg, 7Γροσ?ίκ:ει μοί τι or μέλει μοί τίνος, διαφέρει μοί τι (i. e. I am interested in athg). μετέχειν τινός, συμπράτ- τειν τινί τι. To try one's h. at athg, ττειράσθαι. έπιχειρεϊν or έγχειρεϊν : to get the upper h., περιγίγνεσθαί τίνος, νικάν τί- να, πρυτερεύειν or προτερεΐν τίνος. Water to wash one's h.'s, χέρνιφ,νιβος,ή. «See Wash. One that can use both h.'s alike, άμφι- δέζιος, 2 (Aristot.). Chapped h.'s, χειράδες (and χι.) των χειρών : having them, χιραλέος, 3. ^| Sig- nature] E. g. to put one's h. to athg, ΰπογράφίΐν or έπιγρά- φειν τό εαυτού όνομα τινι : — to a writing together with others, συσσημαίνεσΰαι τά γραμμα- τεία : to put one's h. to a written declaration or affidavit, &c, as a witness, μαρτυρεϊι» τιι/ι διά γραμμάτων : to deny one's own h., την εαυτού χεϊρα άρνεϊσθαι (Hyperid.). "jj Hand-ivriting] χειρ, χειρός, η. ^ Hand, as measure] See Palm. If Hand of a dial] γ νώμων, όνος, b. *\ Miscell. phrases] On the one h., — on the other h., τά μέν, — τά δέ. πη μέν, — πη δέ (πη end.). To live fm h. to mouth, τά καθ' ήμε'ραιν πορίΧ,εσθαι : one that does so, χειρογάστωρ, ορός, ό, η (comic). To be h. and glove with aby, see Intimate, Fami- liar. Out of h., εκ χειρός. See Immediately. Off-hand, Vid. Under-hand, Vid. To rule with a high h., άρχειν έγκρατώς (Thuc.). At second h., see Se- cond. By a third h. (person), δι ετέρου τινός (e.g. διαδιδόναι τινί τι). To be a good h. at athg, see Dexterous. Clever, quick with the h.'s, άρτίχειρ (PL), ταχύ-, ώκύ-χειρ, b, v. H. to h. (engagement), tU χείρας (e. g. έλθεϊν). ομόσε. ομοΰεν. As much as the h.'s can hold or grasp, χειροπληθ)ΐς, ες. άμφίδο- χμος, 2 (λίθος, Xen.). One h. washes the other (prov.), ά ik HAN χειρ τάνχεΐρα νίζει (Epicharm.) . Many h.'s make light work, υπό πολυχειρίας εν όλίγω τό πράγ- μα άνύτεται. $gr For nume- rous compounds with ' hand ' see tke Gr. Eng. Lex. ; e. g. accus- tomed to the h., χειροήθης, ε? : given hy the h., χειρόδοτος, 2, S[c. HAND, v. IT To give with the hand, to reach] προτείνειν. όρέγειν. πρυίσχεσθαι (to hold otd). προσφέρειν (to present), παρέχειν and mid. παραδιδόναί, έπιδιδόναι (to give, deliver, con- fer). % To put in aby' s hand] δι- δόναι and εμβάλλειν εις χεΐρα. εγχείρίξειι/ -ru/i -rt. επιτρέπειν τινί τι. To h. aby the cup, όρέ- γειν or ενδιδόναι την κύλικα τινι : to h. aby his food, παρέχειν or έπιδιδόναι τροφήν τινι. See phrases under Hand, s., as ' to put in aby's hand, 1 <£c. TI To lead aby by the hand] χειραγω- •γεΐν or την χειρός άγειν. *|[ To hand over (athg)] See to De- liver, προδιδόναι (if treacher- ously). TJ To hand down] παρα- διδόναί. Crcl. πάτριόν εστί τί τινι (e.g. a custom). The cus- tom has been handed down to them, εθος καθέστηκεν or εστίν τινί : to h. down (to posterity), διαγγέλλειν. % To hand round] περιφέρειν. HAND-BARROW, μονό- στ ροφός άμαξα, η. HAND-BASKET. See Bas- ket. HAND-BELL. See Bell. HAND- BILL (writing, £&, posted up for public notice), πρό- γραμμα, τό. προγραφή, ή. To make known by a h., προγρά- φειν. HAND-BOOK, εγχειρίδιο», τό (later Gr.). HANDBREADTH, (Sao») παλαιστή, and as adj. παλαι- στιάΐος, 3, or by gen. παλαι- στής. See Palm. ( HANDCUFF, s. χειροπέδη, ?7• χειρόπεδον, τό. χειρόδεσμος, 6. To put on the h.'s, see next Art. HANDCUFF, V. χειροδετεΐν. οπίσω τάς χείρα? δεϊν (ί. e. tie aby's hands to Ms back, according to the ancient mode). See to Ma- nacle. That is h.-d, χειρόδε- τος, 2. HANDED, e.g. right, left. See those words, and the Gr. Eng. Lex. for their compounds with -χειρ, e. g. hundred-h., εκατόν- χειρ, 6, η. HANDFUL, δράγμα, τό. χειρόβυλον, τό. That is a h. (as much as the hand can grasp), άμφίδοχμος, 2 (λίθος, Xen.). χειροπληθης, ες. ^f Fig. : a lit- tle, a few] βραχύ, ολίγον τι. To take a h. of athg, δράττεσθαί τίνος : he put a h. of salt to it, δραξάμενος των άλών ένέβαλεν: a mere h. of people, τοσοίδε όν- τες. (294) HAN HAND-GALLOP. See Gal- lop. HANDICRAFT, χεψοτεχ via, η. χειρωναξία, η. τέχνη, η. δημιουργία, η. εργασία, η. Το be employed in, or carry on, some h., εργάζεσθαι τέχνην τινά. εχειν έργασίαυ. HANDICRAFTSMAN, χει- ροτέχνης, ου, 6. χειρωναξ,ακτος, 6. δημιουργός, 6. βάναυσος, 6. ΡΙ. οι τάς τέχνας εργαζόμενοι or έχοντες. HANDILY. See Dexter- ously. HANDINESS. See Dexteri- ty. HANDIWORK (work of 'one's own hands), χειρούργημα, τό, χειρ-ουργία, -οπονία, η. This is your h., σον τοΰτο τουργον. αυτός συ ταΰτ εποαξας. HANDKERCHIEF, όινόμα- κτρον, τό. καφιδρώτιον, τό (for tlie pocket). ΗΑΝϋΕΈ,'ϋ.διάχειροϊέ'χείί/. διαχειρίζειν, μεταχειρίζειν,αηά μετaχειpίX > ^σθaι.διoικiϊv(g.tt.). U To manage, treat] ίγχειρεΊν, επιχειρεΐν τινι, and άπτεσθαί τίνος (to take up), έργάζεσθαί τι and πραγματεύεσθαί τι (to work out the matter or subject). θεραπεύειν τινά or τι (to treat or to tend with care), γρά- φειν, συγγράφειν περί τίνος (to treat in a literary or scientific manner on athg). To h. lightly or in an off-hand manner, επισύ- ρειν. Tl To handle (of persons)] χρησθαί τινι. διατιθέναι τινά. To h. roughly, σκληραγωγεΐν, έζουδενίζειν (the latter ' contemp- tuously' 1 ). To h. a person thus, ούτω διατιθέναι τινά. ούτω χρησθαί τινι. See to BEHAVE. U To handle a weapon, the sword, fyc.] See to Wield. Ά A han- άΙιηα]διαχείρισις,μεταχείρισις, η. διαχειρισμός,ό. διοίκησις, η. Method of h.-ing, διάθεσις, ή. See Treatment. HANDLE,s. χειρολαβίς,ίδος, η. ους, ώτός, τό (g. tt.). όχάνη, η, or όχανον, τό (of a shield), στε- λεόν, τό {chiefly of an axe), λα- βή, η, or άντιλαβή, -λαβίς, ίδος, η. επιλαβή, f] χειρο-λάβη and -λαβίς, ίδος, η (esply a plough- tail), κώπη, ή (the hilt of a sword, also the part the oar is taken hold of). That has no h., or is with- out a h., αωτος, 2. % Impropr. : opportunity, pretext, fyc, to lay hold of] λαβή, h, and άντιλαβή (Thuc.; a point of attack). To give a h. to athg, λαβην or άφορ- μήν or πρόφασιν διδόναι or εν- διδόναι or παοέχειν. HAND-MAID, θεράπαινα,η. θεραπαινίς, Ίδος, η. δούλη, η. HAND-MILL, χειρομύλη, η. HAND-SAW. See Saw. HANDSEL,», άρραβών,ώνος, ό. προτίμιον, τό. πρόδοσις, η (Dem.). επίχειρον, τό. HANDSEL, ν. καινίζειν. Η ΑΝ ) HANDSOME. 1 Of persons] ου μεμπτός τό είδος, εύειδής, ευσχήμων, 2 (of good appear- ance), αρεσκος, 3 (pleasing), χα- ρίεις, εσσα, εν (also ironically used), and επίχαρις, neut. επί- χαρι, gen. ιτος (pleasant), καλός, 3 {beautiful, fine ; also morally), ευπρεπής, 2 (tasteful), έκπρεπής, 2 (str. t.). εΰμορφος, 2 (of form or shape), ωραίος, 3 (in the prime of youth), ευπρόσωπος, 2 (good- looking), καλός τό σώμα (of the body). Extremely h., ϋπερκαλ- λής, 2. See Beautiful, Fine. ΤΪ Generous, considerable] αξιό- λογος, 2. ικανός, 3. ούχ ό τυ- χών, οΰχ ή τυχούσα, ου τό τυ- X °HANDSOMELY, καλώς, ευ (g. tt. both in a physical and mo- ral sense), and formed from adjj. under Handsome. HANDSOMENESS. See Beauty. HAND-WRITING. See un- der Hand. HANDY. 1 Dexterous] Vid. if Convenient, fit] Vid. HANG (aby or athg), v. 1 (TRANS.)] άρτάν, άναρτάν τι εκ τίνος, κρεμαννύναι, άνακρε- μαννύναι τι εκ τίνος, προσαν- αρτάν τί τινι. εζαρταν τί τί- νος, άνάπτειν εκ τίνος or προς τι. αίωρεΐν τι ίκ τίνος. To h. aby, βρόχον περιθέντα τω τρα- χήλω άναρταν or άπάγχειν τι- νά : to h. on a nail, ηλω άν- άπτειν: to h. oneself, άναρταν εαυτόν, άπάγχεσθαι : to h. down the head, κύπτειν. Η. you ! h. him ! go and be h.-d ! βάλλε or απόφερε or "ιτε ες κόρακας ! ουκ ες κόρακας έρρήσετε ; βάλλε, άπαγε ές μακαρίαν ! ο'ίμω'ζε ! έρρέτω ! ο'ιμάιζειν λέγω ! κλαί- ε ιν άνωγα ! φθείρου. Will you not — , and be h.-d to you ? οϋκ εις φθόρον — (c.fut.); Isn't it enough to make a man go h. himself? αρ' ονκ αγχόνης ταΰτ' άξια ; See HANGING, GALLOWS. Tl (INTRS.)] κρέμασθαι (pass.), α'ιωρεΐσθαι (pass.). To h. on athg, to h. down fm, κρέμασθαι (pass.) εκ τίνος (more seldom άπό τίνος), άποκρέμασθαι εκ τινυς. έκκρέμααθαί τίνος, ήρτησθαι, έξηρτησθαι, άνηρτησθαι (pass.) εκ τίνος. To hang by a fine thread, £7ΓΪ μικρας ροπής α'ιωρεΐ- σθαι (pass.) : to let athg h. down, καθιέναι, καταβάλλειν (e. g. τά ωτα) : to let one's hair h. down, άνειμένην εάν την κόμην : the ears of an animal h. down, κατα- βέβληται τά ωτα. H.-ing down, άνειμένος, 3. Tf To hang back (fig.)] ίνδοιάζειν, όκνεϊν, άπ- oiivtiv (to hesitate). ^[ To hang forwards or ova•] προπίπτειν. προκύπτειν. ΰπερκρέμασθαι. προβάλλεσθαι (pass.). *!] To hang fm or down] See under to Hang. \ To hang loose] άπαρ- τασθαι. To let the hair h. loose. HAN II Λ R HAR άνειμενην εάν την κόμην. ^[ To hangout] (trans.) προτείνει», προφαίνειν. (intrans.) εξέχειν. προφαίνεσθαι (pass.). % To hang over] See to Hang forward. HANGER. See Sword and Knife. HANGER-ON, s. See Fol- lower. HANGING, s. % Suspension] άνάρτησις, r\ (g. t.). αγχόνη, fj (with a rope or halter). 'Tis nigh as bad as h., τόδ' αγχόνης πέ- λας : is it not as bad as h.? ταΰτ' οΰκ αγχόνη ; worse than h., έρ- γα κρείσσον' αγχόνης. HANGINGS; τάπης, ητος, 6. τάπις, ιδος, η. αυλαία, η. To decorate with h., κοσμεΐν or επι- κοσμεΐν τάπισι. HANG-MAN, δημόσιοι, δή- μιος, 6. αγχών, οντος, 6. άν- δραγχος and άνδραγχνος δ (Eu- stath.). δ του δημοσίου υπηρέ- της (the A.'s assistant). See Exe- cutioner. HANKER (after), γλίχεσθαί τίνος. See to Long for. HAP, s. See Chance, Event. HAP, v. See Happen. HAPLESS, δύσμορος, 2. δυσ- τυχής, ές. κακοδαίμων, ον. HAPLY. See Perhaps and under Happen. HAPPEN, γίγνεσθαι, σνμ- βαίνειν. τυγχάνειν (accidental- ly), or τυγχάνιιν γιγνόμενον. καταντάν, άπαντα;'. It may h., ενδέχεται, έγχωρεΐ : it h.'s that, συμβαίνει (c. infin.). τυγ- χάνει (c. partcp.) : athg h.'s re- specting me, γίγνετα'ι τι περί εμέ. πάσχω τι. συμβαίνει μοί τι : he h.-d to be present, έτυχε παρών, συνέβη αυτόν παρεΐ- ναι : I h.-d to have no money, εμοι μεν οΰκ 'έτυχε παρόν άρ- γύριον. Crcl. by φιλεϊν, φ?., e. g. as it mostly h.'s, or, as gene- rally things h. to turn out, δπο'ια φιλεΐ γενέσθαι, or κατά το ε'ι- ωθός. As often h.'s = haply, (after ει, εάν, μή, 'ίνα μή) πολλά- κις : just as it h.'s, or as it may h., εκ του τυχόντος or παρατυ- χόντος : I h. to fall in with athg, έπι-, συν-, εντυγχάνω τιν'ι : to h. to fall in with aby (meet ahy), εμπίπτειν εϊς τίνα. επιλαμβά- νειν τινά. άπαντάν τινι. To h. at the same time, συντυγχάνειν, συμπίπτειν. συνενεχθηναι: that h.'s of its own accord, αυτόμα- τος, 3 and 2. HAPPILY. See Fortunate- ly. To live h., ευτυχώς or νδέ- ως Χ,ην. β'ιον αγειν ευτυχή or ευδα'ιμονα. ευ πράττειν : to live always h., διάγε ιν ευπραγοΰντα. διαβιώναι βίον ευτυχή. HAPPINESS, ευδαιμονία, r,. μακαριότης, ητος, ή. ευπραγία, εΰπραζία (welfare; and plural, successes, happy circumstances). εύδαιμόνημα, τό (as thing; a piece of h., an ingredient in one's h.). A wife is a great addition to (295) one's h., ου μικρόν εΰδαιμόνημα γυνή. What is thought h., εΰ- δαιμόνισμα, τό (PL). Η. of mind, ευθυμία, η. αταραξία, v. See Cheerfulness, Peace (of mind). Complete h., g.t. τό μέγιστον τών αγαθών : in a philos. sense, τό τέλος (the ' sum- mum bonum,' e. g. to consider pleasure the greatest h., or, to consider the greatest h. to consist in pleasure, τό τέλος εν ηδονή τίθεσθαι). HAPPY. Ι That has the de- sired result] ευτυχής, ές. καλός, 3. καίριος. A h. thought or idea, καίριου ενθύμημα : a h. occur- rence or event, τύχη καλή. ευ- τυχία, ή : to have a h. journey, passage, &c, ασφαλώς πορεύ- εσθαι, πλεΐν, άφικνεΐσθαι, κτλ. See Fortunate, Lucky. ^[ That is in, or exists under, favour- able circumstances] ευδαίμων, 2. ευτυχής, 2. όλβιος, 3 and 2. μα- κάριος, 3. Perfectly h., ευτυχέ- στατος, 3. πανόλβιος, 2 : h. in every respect, τά πάντα ευδαί- μων : to be h., εύδαιμονεΐν. εύ- τυχεΐν. ευ or καλώς έχειν. εΰ- ημερεΐν. ε ύπραγεΐν: to consider or pronounce aby to be h. on ac- count of, εύδαιμονίζειν, μακαρί- ζειν, ύλβίΧ^ειν, "ζήλουν τινά τί- νος or επί τινι : one that is thought h., μακαριστός, 3 : one who may, will, be thought h., άξιομακάριστος, 2: to render h., εύδαίμονα ποιεΐν. αγειν προς or επί την εύδαιμονίαν : a h. fel- low, εϋδαιμυνικός άνθρωπος, δ : a h. circumstance, τύχι;, ή. ευ- τύχημα, τό : a h. event occurs, ευ γί-γνεταί τι: ah. occur- rence for you, ευτύχημα γ ε σοϋ μέγα. Η. in mind, ευθυ- μος : to be h. in one's mind, εΰ- θυμεϊσθαι, εχιθύμως, and ηδέως, έχειν : to be of a h. disposition, to be in a h. state of mind, εύθυ- μίαν'έχειν.εΰφραίνεσθαι (pass.): to be h. at athg, χαίρειν επί τι- νι : we are h. to have rescued our lives, άγαπώμεν, οτι τά σώμα- τα εσωσάμεθα : one ought to be h. if &C, άγαπητόν, ει κτλ. : I am h. athg happened to me, άσμενος πίπονθά τι : not to be b. in one's mind, ταράττεσθαι (pass.) την γνώμην. I am h. to do athg, χαίρω ποιών τι. ηδέως or ασμενος ποιώ τι. εν ηδονή εστί μοι ποιεΐν τι : to be h. to do or perform athg, ηδομένως πράττειν τι : to be h. to accept athg, ασμένως or ηδέως δέξασθαί τι. άσμεν'ιζειν τι τινι, επί τινι : it makes me h. to be praised, χαίρω επαινούμενος : I am h. to hear you speak so sensibly, ηδο- μαι άκούων σου φρόνιμους λό- γους : I (Ave, &c.) shall beh. (= with pleasure), ήδέως : 1 shall be very or extremely h. (=: with, great pleasure), ηδέως μάλα. ηδι- στα. HARANGUE, S. δημηγορία, προσηγορία, πρόσρησις, ν. λό- γος, δ. To make an h., λόγους ποιεΐσθαι προς τίνα. HARANGUE, ίλ δημηγορεΐν. προσαγορεύειν (g. t.). See Subst. HARANGUER,o ποιούμενος τους λόγους (one who addresses an assembly), and Crcl. with verbs under Harangue. HARASS, v. ένοχλεΐν τινι. δχλον or πράγματα παρέχειν τινι (to molest, disturb), also έγ-, επι-κεΐσθαί τινι (to plague aby). ελαύνειν and περιελαύνειν. γυμ- νάζειν. λυπεϊν. βαρύνειν. λιπα- ρεϊν (to h. aby ivith constant re- quests). See to Annoy, Fatigue, Trouble. To be h.-d by athg, κακοΰσθαι and κακώς έχειν or διακεΊσθαι υπό τίνος (to be an- noyed by athg). λύπην έχειν έκ τίνος, κάμνειν, πόνον or πράγ- ματα έχειν, ποιοΰντά τι. HARBINGER, προάγγελος, δ. HARBOUR, s. λιμήυ, ενός, δ (an artificially constructed port), όρμος, δ (a bay, road for bringing ships to an anchor), επίνειον, τό (a sea-port, esply the state sea- port. Hdt. and Thuc.). ναύσταθ- μον, τό (roadstead). Without any h., that affords no h., αλί μέ- νος, 2 : with a convenient h., εϋ- λίμενος, 2 : to bring a vessel into h., δρμϊζειν την ναϋν. κατάγειν or καταίρειν την ναϋν : to enter theh., δρμί"ζεσθαι. κατάγεσθαι : to lie or be in the h., δρμεΐν, έφορμεΐν : to sail out of the h., άνάγεσθαι. άπαίρειν: themouth or entry of a h., τό του λιμένος στόμα : a town that has a h., λι- μένα έχουσα πόλις. ^Harbour dues] τά ελλιμενικά (PL), έλ- λιμένιον, τό (Aristot.). To col- lect them, ελλιμενίζειν : a col- lector of — , έλλιμενιστής, οΰ, ό (Dem.). HARBOUR, v. % (Trs.) To afford shelter] δέχεσθαι οικία, ϋποδέχεσθαι, εισδέχεσθαι, ξενο- δοχεΐν, ζινίζειν. H Fig: to har- bour resentment agst aby] εν ορ- γή or δι όργης έχειν τινά : — suspicion, εν υποψία ποιεΐσθαι τι. See Entertain, Cherish. 1J (INTRS.) To du-elL] διατρίβειν (g. t.). To h. at any place, δια- τρίβειν έν τινι χωρίω, ενδιατρί- βειν χωρίω (with aby, παρά τινι). A h.-ing (of fugitives), υποδοχή, HARBOURLESS, άλίμενος, 2. HARD, f Propr. : not soft] στερεός or στερρός, 3. στεράμ- νιος, 2 (poet. ; compact, firm), σκληρός, 3 (dried into hardness), πρίνινος, 3. πρινώδης, ες (h. like oak), αδαμάντινος, 3 (like ada- mant), στέριφος, 3. έπίκροτον, 2. άπόκροτος, 2 (of trodden earth or rocky ground. Xen. and Thuc. ) . ωμός, δ (of unripe fruit), and, more poet., άτεράμων, ov, and άτέραμνος, 2 (of fruit wch tvill II Ail HAR HAR not become soft by boiling), σκιρ- ρός, or more properly σκϊρος (having the skin or crust indu- rated). H. skinned, σκληρόδερ- μος, 2. τυλώδης, ες (callous), περισκελης, ές (dry and hard, rigid as iron). An! mouth (of a horse), άδικου (Xen.) and tetw- λωμένον στόμα. To make h., see to Harden. To lie on the h. ground, σκληροκοιτεΐν (Hip- pocr.). *i\ Fig. : inflexible, not to be moved or mollified, merciless, severe, &C.] άκαμπτος, 2. άτενής (unbending, άτενης άτεράμωντε, j Aristoph.). απειστος, 2. άνετη- εικης, 2. απηνή?, 2. στνφΧός, 3 (poet.), τραχύς, εϊα, ύ (rugged, harsh). A h. or inflexible mind or disposition, το άπειστον. πρι- νώδης θυμός, 6 (Aristoph.). πι- κρός, 3 {bitter). χαλεπός, 3 (se- vere), ωμός, 3 (cruel). Ισχυρο- γνώμων, 2, and αυθάδης, 2 (stub- born). περισκεΧης, ες (rigid). Η. agst athg, άκαμπτος προς τι, e. g. προς τάς δεήσεις. σκλΐ}ρός, 3. άν-, δυσ-άλγητος, 2. πικρός, 3. δεινός, 3. βαρύς, εϊα, ύ. Το be h. against aby, deal hardly with aby, πικρώς or χαΧεπώς προσφέρεσθαί (pass.) τινι. ^f Painful, oppressive (both of things and circumstances)] πικρός, 3 χαλεπός, 3. σκΧηρός, 3. τρα- χύς, εϊα, ύ. βαρύς, εϊα, ύ. δει- νός, 3. Η. labour or troubles, δεινοί πόνοι : a h. case, h. trials, δεινά or χαλεπά κακά : h. suf- ferings, πικρά ττάθιι : it would be ah. case, δεινά άυ πάθοίμεν : a h. winter, χειμών τραχύς or χαλεπός: h. servitude, πικρά δουλεία. % Painful, with tlie no- tion of difficulty or requiring great exertion] χαλεπός, δεινός, 3. A h. fight or struggle, δεινός άγων. it is h., or h. work, χαΧεπόν εστί. έργον εστί : athg seems very h. to me, is h. work, πράγ- ματα παρέχει μοί τι. πόνον 'έχω ποιών τι : h. to bear or en- dure, δύσοιστος, 2. δυσφόρητος. See Difficult. A h. labour (of women), δυστοκία, h : h. to teach, δυσμαθής, ές : h. of hearing, δυσ- ήκοος, 2. κωφός, 3, and υπόκω- φος, 2 : to be — , δυσηκοεϊν. if Adverbially] To work h., πόνον εχειν, κάμνειν, ποιοΰντά τι. έθελουργεϊν. HARD BY. See Close by, Near. HARD-BOUND. See Cos- tive. HARD-FAVOURED. See Ugly. HARD-FISTED. See Close (= avaricious). HARD-FOUGHT. See Hard (fight). HARD-HEARTED, σκλη- ρός, 3. σκληρόφυχος, 2. άπα- 0J7S, 2. άνελεημων, 2. άφιλάν- θρωπος, 2. άν-, δυσ-άλγητος, 2. άτεγκτος, 2 (poet.). See Hard (fig-)• (296) HARD-HEART ED NESS, σκληρότης, ητος, η. αναλγησία, η. το όνάλγητον. λιθώδης καρ- δία (a stony heart. PI.). φ$° For str. terms see Cruelty, Inhu- manity. HARD-MOUTHED, σκλη- ρόστομος, 2. ετερόγναθος, 2 (Xen.). τετυλωμένον and άδι- κον στόμα έχων (Xen.). άστο- μος, 2 (poet, a horse that '■has no mouth ). HARDWARE, σιδήρια, χαλ- κιά, τά. HARDWAREMAN. Crcl. with 6 πωλών and tlie articles sold, viz. iron, copper, S^c, uten- sils. HARDEN, σκληροϋν. στερε- οϋν (g. tt.), also άποσκληροΰν, σκληρύνειν,άποσκληρύνειν.στο- μοΰν (to h. iron, to steel), σκιροϋν (to indurate the skin or crust). πωρονν (to petrify, obdurate), τυ- λονν (to make callous), τυλοϊ το στόμα 6 χαλινός (the bit h.'s the I horse's mouth. Xen.). if (Intr.)] Formed by the pass, voice of the above verbs. Hardened, σκιρρώ- δης, 2. σκιρρός, 3. τυλώδης, 2. περισκελης, ές (of iron). See tinder Hard, if Fig.] καρτερόν ποιεϊν or τιθέναι (against athg, προς τι), ποιεϊν τίνα ώστε δύ- νασθαι καοτερεϊν και ψύχη και θάλπη (according as the context may require), στυμυΰν τίνα προς τι (to steel uby to athg). To h. one's body, διαπονεϊν το σώμα. στερεοΰσθαι το σώμα. άσκεΐν το σώμα. Hardened, διαπεπο- νημένος. καρτερικός, 3 (against athg, προς τι). To be h.-d agst athg, γεγυμνασμένον είναι προς τι : not to be h.-d agst athg, άγυμνάστως έχειν προς τι : a h.-d villain, τριπανοΰργος, 6. πάντολμος, 6 (poet.). HARDIHOOD. See Auda- city, Courage. HARDILY. E. g. to bring up aby h., σκληραγωγεΐν τίνα : to educate one's children h., τρα- χέως παιδεύειν τους παΐδας. HARDINESS. if Hardihood] See Courage. if Firmness (of body)] ViD. if Effrontery] Vid. HARDISH, ΰπόσκληρος, 2. HARDLY. if With difficulty, scarcely] μόλις, μόγις. χαλέ- πώς. σχολή, μάλα μόλις (sir. t.). χαλεπώς και μόλις, ακρι- βώς και μόλις. Crcl. with δυς, e. g. h. to be overcome or van- quished, δυσμάχΐ)τος, 2. ^[Bare- ly, but just] άγαπητώς (so as only just to content one, Att. prose), or Crcl. with the verb φθάνειν c. partcp. seq. και, e. g. I had h. opened the window when the bird flew away, ουκ έφθην παρανοίξας το θύριον και άφίπτατο 6 όρ- νις. If Harshly] ViD. HARDNESS. ^SeejAe senses under Hard, στερρότης or σκληρότης, τραχύτης, χαλε- πότης,πικρότης,δεινότης,ητος, ■η. ίσχυρογνωμοσύνη, η. δυσχέ- ρεια, ή (difficulty), το στέρρον, σκληρόν, τραχύ, ανένδοτου, άπειστον, αύστηρόν, χαλεποί', and other abstr. substt. or neuters fin adjj. underHARD. SeeHARD- HEARTEDNESS. HARDS, κεσκίον or κέσκεον, τό (refuse of flax). See Tow. HARDSHIP, πόνος, 6. μόχ- θος or κάματος, 6. άχθος, τό. κακόν, τό, and πάθος, τό (suf- fering). To be exposed to or undergo h., πονίϊν, μοχθεϊν : to undergo or endure great h., 7Γολλά πονεϊν. ταλαιπωρεϊσθαι : to undergo the same h., τά 'όμοια πονεϊν : able to endure h., καρ- τερικός, 3. ισχυρός προς τους πόνους : to cause or bring on some h., πόνους or πράγματα παρέχειν. if Misery] μοχθηρία, ή. άθλιότης, ητος, ή. ταλαιπω- ρία, ή. Hardships, πόνοι, οι. Full of h., πρα-) ματώδης, 2. επίπονος, 2. μοχθηρός, 3. HARDY. ^Inured to fatigue] καρτερικός, 3. διαπεπονημένος. To be h., γεγυμνασμένον είναι (προς τι) : not to be h., άγυμνά- στως έχειν (προς τι). if Brave] ViD. HARE, λαγώς, ώ, 6. δασύ- πους, ποδός, b (Aristot.). Of or belonging to a h., λα'Υωος, ωα, ωον: a young h., λαγίδιον, τό : roast h., λαγωα (κρέα), τά : h.- soup (with the blood in it), μίμαρ- κυς or μίμαρκις, η (Aristoph.). HAREBRAINED, κούφος, 3. εύπετής, 2. άμελης, 2. χαλ'ι- φρων, ον. To be h., χαλιφρο- νεΐν : the quality of — , χαλι- φροσύνη, η : a h. act, νεανίευμα, τό : to do such, νεανιεύεσθαι. HARE-LIP (having α), λαγώ- χειλος, ό, ή (Galen). HARE'S-FOOT (trefoil), Xa- γώπους, ό (Diosc. ; trifolium ar- vense). HARE'S-WHEAT^ayu,™- ρος, ό. HAREM, γυναικών, ώνος, b. γυναικωνϊτις, ιδυς, ή- γυναι- κεϊυν,τό (as place), παλλακίδες, ων, αί (the women). HARK. To be formed from imperat. of verb to Hearken. HARLEQUIN, γελωτοποι- ός, 6. HARLOT, πόρνη, ή. εταίρα, η. έργάτις, ιδος, ή. Public h., έταίραι εργάσιμοι : a common h., χαμαιτύπη, -η. επίτριμ- μα (ερώτων), τό : to make a woman a h., πορνεύειν : to pur- sue the profession of a h., ipya- ζεσθαι (of common prostitutes) : a h.'s pay, έμπολή, ή : one that keeps h.'s, πορνοβοσκός, ό : a place inhabited by h.'s, πορνο- βυσκία, ή. HARM, s. βλάβη, ν (g.t. any injury), ελάττωμα, τό (the loss or foregoing of any possessed ad- vantage), κακόν, τό. ζημία, rj. λύμη and λύπη, y. To do or HAR cause h., βλάβην ποιείν. βλα- βερό» είναι, βλάπτειν. πημαί vtiv: to do aby h., βλάπτει» τινά. βλάβ -ipj or ζημίαν φέρει» τιυ'ι. κακώς ποιεϊν or κακυποι- εϊν or κακυυργεϊν or κακόν τι ποιεΐν τίνα. κακόν τι διδόναι τιν'ι. λυμαίνεσθαί τίνα or τι. κακυΰν and φθείρειν τι (esply in warfare) : to do oneself h., εαυ- τόν βλάπτειν. εαυτού κακούρ- γοι' εΊναι : there is no h., or there will he no h., οϋόεμία βλάβη του (seq. infin.). ουδείς φθόνος (seq. infin.). What h. is there in it? Kui τί διαφέρει; πώς ου καλόν ; To try to do aby h., ίπιβουλεύειν τιν'ι : some one endeavours to do me h., επιβου- λεύομαι (pass.). Without h., άνευ βλάβης, άβλαβης, 2. άνα- τεί. HARM, v. See ' to do h.,' in Harm, s. Tf Passive phrases] To be h.-d (=z to sustain damage, loss, £[c), βλάπτεσθαι (by athg, νπό τίνος or ποιοϋντά τι), ζ»/- μιοΰσθαι εν τινι. κακόν τι πά- σχειν or εχειν or λαμβάνειν από τινυς or ποιοϋντά τι : to be much h.-d, μεγάλα βλάπτεσθαι or ζημιοΰαθαι. HARMFUL, βλαβερός, 3. επιβλιιβής, 2. ασύμφορος, 2. ζημιώδης, 2. λυμαντήριος, λυ- μαντικός, 3. κακός, 3. HARMLESS. 1 Doing no Tiarm] άκακος, 2. άβλαβης, 2 {chiefly of circumstances, but also of persons), άσινής, 2. άδολος, 2 (without deceit), or άπειρόκακος. εύήθης, 2. άπλοϋς, η, οϋν (simple, upright), "ff Unharmed] ακέραι- ος, ακήρατος, 2. άβλαβης, 2. άσινής, ες (Hdt. and poet.), σώος, α, ον. άδήλητος, 2. ^f Without loss] άζημιος, αθώος, 2. To bear aby h., άζήμιόν τιυα παοεχειν. HARMLESSNESS, άβλά- βεια, η. το άσινες. See HARM- LESS. If Of persons ( with ref. to character)] το άπειρόκακον. άπλότης, ijtos, ύ\. ενήθεια, χρη- στοήθεια, η. ακακία, η. HARMONIC, HARMONI- CA L, αρμονικός, 3. The science of harmonics, τά αρμονικά, εν- αρμόνιος, 2, and -μανικός, 3 (en- harmonic). See Harmonious. HARMONIOUS, σύμφωνος, 2. ομόφωνος, 2 : also μουσικός, 3. εμμελής, 2. εύρυθμος, 2 (of speech). See Melodious, Tune- ful, if Fig.: of views, opinions, fyc] ομονοητικός, 3. See Con- cord. HARMONIZE. 1 (Trans.) To bring into harmony] Vid. If (INTRS.) Propr.] συμφωνεϊν (of tones), συνάδειν (of singing voices), προσάδειν (of voice to in- strument). "O Fig.] The same verbs, e. g. their views do not h., ού σνμφωνοΰσιν ά\λήλοις. Also όμονοεΊν. ομόφρονα είναι σνν- αρμονιαν τικι. See to ACCORD. (297) HAR HARMONY, αρμονία, συμ- φωνία, i] (in music), ευρυθμία, η (in speech). Full h., παναρμο- νία, ή : to bring into h., see to Tune : — with oneself, ποιεί ν τινας σφίσιν αύτοΐς ομολογουν- τας (of persons), ποιεΐν τίνα σφίσιν αύτοΐς όμολογούμενα (of things). To be in h., see Har- monize. Not to be in h. with athg, άπάδειν άπό τίνος or προς τι. άλλοτρίως εχειν προς τι. See Concord. HARNESS. II Armour] Vid. If Of a horse, Sec] σκεύη, ών, τά, ιππικά or τά των Ίππων, σκευασία,η. παρασκευή, η. Be- longing to h., έφίππιος, 2. gig» οι ιμάντες, αί ηνίαι (bridles, reins, or any leather straps). HARNESS, v. t To arm] Vid. IT Of ahorse, Qc] ζευγνύ- ναι and ύποζευγνύναι (sc. τω ap- ματι). &« Yoke, To be' h.-d to atbg, ύπεϊναί τινι : harness- ing themselves to the chariot, ΰποδύντες αυτοί την "ζεύγλην (Hdt.). HARNESS- MAKER, hvio- ποιός, 6 (rein-maker), σκυτοτό- μος, βυρσοτόμος (g. It. leather- cutter, Sfc). HARP, s. βάρβιτον, τό, and βάρβιτος, rj. vf /αλτήριον, τό. πηκτίς, ίδος, also μαγάδις, ή (a Lydian harp with tioenty strings) . To play on the h., ψάλλε ιν ($0" g. t. for stringed instruments). HARP, v. I Propr. : to play on the harp] See the Subst. if Fig. : to harp upon a subject] επάδειν τιν'ι τι (PL), θρυλείν τι (to be always talking about athg). See to Hammer. HARPER, ψάλτης, ου, 6. ψάλτρια, η (fern. ; g. tt. for stringed instruments). HARPOON, s. ίίρπη, fj. To throw the h., see tlie Verb. HARPOON, v. θυνναζειν or θυννϊζειν (in the capture of' thun- nies). HARPSICHORD, κλειδοκύμ- βαλον, τό (mod. Gr.). To play on the h., κλειδοκύ μβαλον κρού- ε ι v. HARPY, "Αρπυιαι, ai, and "Αρπυια, n (sing.). HARRIDAN, γραϋς, γραός, fi (g. t. old woman). See Hag. πόρνη εκτετρυχωμενη. HARRIER, ρινηλάτης or ιχ- νηλάτης κύων, ό (gt.). κύωνλα- γοθήρας (hare-hunting). HARROW, s. prps βωλοκό- πον όργανον, τό. ξβ$* Mod. Gr. βωλοδοντοκόπτης, ου, ό. βωλο- κόπη, Ύ). See RAKE, S. αμη, ή. τά τρίβυλα (Lat. tribula, an in- strument with sharp stones at the bottom for thrashing wheat), τρί- βολα σιδηρά (LXX., ' harrows of iron''). HARROW, v. prps βωλοκο- πεΐν. Mod. Gr. βωλοδοντοκό- πτειν. Harrowing, βολοκοπία, v. See to Rake. Tf Fig. : to HAS harrow a person's mind or feeling"] σκύλλειν. See to Distress. HARRY, v. 1 To strip, pil- lage] Vid. ff To harass] Vid. HARSH. ^ Rough, hard] τραχύς, εΐα, ύ (in all significa- tions of the English word, both propr. and meiaph.). σκληρός (chiefly of persons), ωμός, 3, and χαλεπός, 3 (with ref to persons and their character or acts), κερ- χ(ν)αλέυς, 3, and κερχ(ν)ώδης, 2 (hoarse), παράμουσος, 2 (un- tuneful). If With ref. to taste] στρυφνός, 2. δριμύς, 3. πικρός, 3. αυστηρός, 3. όμφαζ, ακος, ό, τι, and όμφακίας, ό, η (chiefly of unripe fruit). *ff Of painful feel- ings] πικρός, 3. δεινός, 3. βα- ρύς, εία, ύ. If Severe] τραχύς, 3. χαλεπός, πικρός. See Hard. αμείλικτος, 2 (poet.). To treat aby in a h. manner, τραχέως or χαλεπώς or πικρώς προσφερε- σθαί (pass.) τινι. See Severe. HARSHLY. From Harsh. To treat abv h., see underilARSH. HARSHNESS, τραχύτης, σκληρότης, πικρότης, δριμύτης, αυστηρότης, χαλεπότης, ητος, ή. σύστασις φρενών (h. or ri- gour of mind. Eurip.). See tin- der Harsh. HART. See Stag. HARTSHORN, κέρας τό από τών ελάφων. κέρα ελάφεια,τά. As the chemical substance Oleum cornu cervi,' it was not known by the Greeks. Cels. however, 5, 5, 8, £rc, mentions as used by the Romans for medicine and fumi- gation, ' cervinum cornu combus- tum.' HARVEST, s. θερισμός, 6. θερισις, η. καρπολογ'ια, η. κο- μιδή, συγκομιδή, ή. αμητος (Hdt.) and θέριστος, 6 (both late prose), ^ρ• The h. gathered in, or h. -field when reaped, άμητός, b. A good or abundant h., πο- λυκαρπία, ή. καρπών αφθονία, ■η. εύετηρία, η : h. feast or fes- tival, h.-home, άλωα, τά (Dem.)* συγκομιστήρια (ιερά), τά (He- sych.). Tf Metaph.] καρπός, ό. κέρδος, τό. HARVEST, ν. θερίζειν (the fruit of the field), κομίζεσθαι, συγκομί'ζεσθαι, συλλεγειν and συλλεγεσθαι καρπούς (fruit of all kinds). HARVEST-HOME. See tin- der Harvest. HARVEST-MAN, θεριστής, οΰ, ό. άμητήρ, ηρος. H.-woman, θερίστρια, ή. HARVEST-WREATH, στα- χυών στέφανος, ό. είρεσιώνη, ι) (Aristoph.). HASH, s. (a dish of stewed meat), περικόμματα, τά. ματ- τύα or η, η (Philem.). U Metaph. : to make a hash of athg] τυρβά- ζειν Tt. HASH, v. See under Cut (into pieces). HASP. See Clasp. HAS HAT HAV HASSOCK, ψίαθος, ν {rush- mat). HASTE, s. τάχος, τό (quick- ness), σπουδή, η (speed), επειζις, ?; (diligence). To be in h., έπεί- γεσθαι (pass.), επείγειν: in h., σπουδή, κατά σπουδήν. ταχέως, δια τάχους or ταχέων, κατά τάχος : in the greatest h., ώς τάχιστα, διά ταχίστων, μάλα επειχθείς, εΊσα, εν : to make h., σπεύδειν : with all h., πανσυδεί (Thuc. Xen.) : to do athg with h., άνύτειν c. partcp., or άνύσας with the verb. See Speed, Quick. Also partcpp. σπεύδων, συντεί- νων (e. g. εποίησά τι). Off he goes in h., οίχεται φερόμενος. Most haste, worst speed (prov.), σπεύδων ταχύ πάντα διελθεΐν μάλλον βραδύνω (PL). For want of leisurely consideration we make good the proverb, — , πεποίηκεν ι)μάς παθεΐν το κατά παροιμίαν πάθος, ούχ ήσυχους ευ διαιροΰν- τ«ς ηνυκέναι βραδύτερον (PL). Comp. σπεύδε βραδέως (festina lente). HASTE (to a place), v. επεί- γεσθαι (pass.), σπεύδειν, ορμάν and όρμασθαι προς or επί τι. συντε'ινειν εις τι or προς τι. τρέχειν, προστρέχειν, or δρό- μω φέρεσθαι (pass.), έπελθεϊν, έφορμάν προς τι. ταχύνειν (οδόν). σεύεσθαι, σπέρχεσθαι, κυν'ιειν, έγκονεΐν, άσσειν (all poet.). See Speed. To h. away, δρόμω άπελθεΐν. φεύγοντα or άπιόντα ο'ίχεσθαι or σπεύδειν : he h.'s away, οίχεται φερόμε- νος : to h. as fast as possible, καρ- τερεϊν σπεύδοντα. *\\ To be quick in athg] σπεύδειν τι. επείγε- σθαί τι. σπουδά'ζειν περί τι. HASTEN •(! (Trans.)] τα- χϋνειν, επιταχύνειν, σπεύδειν, κατασπεύδειν, επείγειν. ότρύ- νειν, εποτρύνειν. ίπισπέρχειν. See to Further, Quicken, ff (Intrans.)] See Haste. HASTILY. See ' in Haste,' 'with Speed.' "U Inconsiderately, rashly] προπετώς. νεανικώς. Ίτα- μώς. To act h ,προπετεύεσθαι. HASTINESS, τό σπευστι- κόν. See Hasty. % Eagerness] τάχος, το. ορμή, η. ταχυτής, ■ητος, η. όζύτης, ητυς, η. τό ώκύ <)•ρενών (Thuc). ταχυεργία, η. U Inconsiderateness] προπέτεια, απερισκεψία, πλημμέλεια, άλο- γιστία, η. ίταμότης, ητος, η. Tf Of temper] See Hasty. HASTY, ταχύς, 3. σπουδαί- ος, 3. σπεύδων, ούσα, ον (of per- sons), άοκνος, 2 (of persons and conditions), εσπουδασ μένος, 3 (of things and conditions). *[} Eager, rash, inconsiderate] οξύς, εΐα, ύ. π ( >οπετης, 2. σπευστικός, 3. απερίσκεπτος, 2. 'ιταμός* 3. νεανικός, 3. Very h., περισπερ- χής, ές•. to act in a h. manner, νεανιεύεσθαι. πρυπετεύεσθαι : a h. inconsiderate action, νεανί- ευμα, τό : a b. fellow, it»js, ου, (298) ταχύβουλος, 2. ΰπόθερμος, 2 (Hdt.). αλόγιστο?, 2. α7Γ()0- νόητος. ^ Of a hasty temper] όζύ-χολος and -θυμός, 2. άκρά- χολος. άργιλος, 3. irpos όργην ράδιος, 3. To be h., όργίλως %-χειν. όζυθυμεΐσθαι. άκραχο- λεΐν. προς opyijv είναι ράδιον : a h. temper, όζυθυμία, η. HAT, πϊλος, ό (a felt hat), πέτασος, 6 (a broad-brimmed h. ; inSoph. ηλιοστερης κυνη θεσσα- λίς). HAT -MAKER. See Hat- ter. HATCH. TT Propr. : to sit, brood upon eggs] επωάζειν. νεοτ- τεύειν. εκλεπίζειν, έκλέπειν, έκκολάπτειν, εκνεοττεύειν. % Fig.\ μηχανάσθαι. κυεϊν τι (to brood over athg. Xen. Cyr. 5, 4, 35). μελετάν τι. HATCHET, πέλεκυς, εως, 6. άζίνη, n. To cut with a h., πε- λεκίζειν. HATE, v. μισέϊν. εχθραίνειν (Xe?i.). έχθαίρειν (Trag.). δυσ- χεραίνειν. μϊσος εχειν τινός, δι 'έχθρας ίέναι τινί. δυσχερώς εχειν προς τίνα or τι : str. tt. στυγεΐν, άποστυγεΊν (abhor, gfjf" Poet. Hdt., never in Att. prose). To h. heartily, φιλομισεϊν : to make aby h. aby, πρυάγειν τινά εις μΐσός τίνος : that deserves to be h.-d, άζιομίσητος, εχθαρ- and έχθραν-τέος, 3. Tliey quite h. the body, πανταχη διαβέ- βληνται τω σώματι (PL; are filled with suspicion and hatred agst it). HATE, s. £ee Hatred. HATEFUL, Μ ισ }) χ05, 3. άξιο- and εύ-μίσητος, 2. απεχθής, 2. εχθυδοπός, 3 and 2. εχθιμος, 3 (Soph.), έπίφθυνος, 2 (the latter only of things), λυπηρός, 3. See under Hate. Very Ιι.,εχθιστος, 3 : to become or to be h. to aby, άπεχθάνεσθαί (pass.), απεχθή εΊναί, δι' απέχθειας γίγνεσθαι τινι. μισεϊσθαι (pass.) υπό, μί- σος ίχειν παρά τίνος: to render aby h., φθόνον συναγαγεΐν τινι. εις μίσος καθ ιστάναι τινά. κατα- σκευάζειν τινι εχθραν : — to aby, διαβάλλειν τινά προς τίνα. φθόνον τινός εμποιεϊν τινι : to render oneself h., άπεχθάνεσθαί (pass.; to aby, τινι). επάγεσθαι μίσος. HATER, μισητής, οΰ, 6. εχ- θρός, 6. A good (= hearty) h., φιλόμισυς, b : to be one, φιλο- μισεϊν. HATRED, μΐσος, τό. εχθος, τό. έχθρα, η. απέχθεια, η. δυσμένεια, η. Hatred against aby, μίσος τίνος or προς τίνα : fm or out of h., μ'ισει, υπό μί- σους, μισών, οΰσα : to entertain h. agst aby, see to Hate. An object of h., μϊσος, μίσημα, άπ- έχθημα, στύγος, στύγημα (all trag.). To incur, or become an object of, aby's h., εις εχθραν or εχθος άφικνεΐσθαί or έλθεϊν or καθ'ιστασθα'ι τινι. απεχθή^ Χυπηρόν, γίγνεσθαι τινι. HATTER, 7Γΐλθ7Γ0109, ό. HAUBERK. See Breast- plate. HAUGHTILY. From adjj. under Haughty. To act or be- have h., see to be Haughty. To treat aby h., ύβρίζειν τινά or εις τίνα, προς τίνα. καθυβρί'ζειν τι- νός or τινά. HAUGHTINESS, υπερηφα- ν'ια, η. φρόνημα, τό. υπεροψία, η. αύθάδεια, ή. ύβρις, εως, η. To treat aby with h., see ' to treat Haughtily' HAUGHTY, υπερήφανος, 2. υπερήφανων, μέγα φρονών, οΰ- σα, οΰυ. ύβριστιις, οΰ, ό. υβρι- στικός, 3. υπεροπτικός, 3 (that looks doicn upon others), also με- γαλόφρων, 2. σεμνός, σοβαρός, 3 (pompous, consequential). Η. and overbearing, μεγαλεϊος και σφοδρός, 3 (Xen.) : to be h., μέγα φρονεϊν. μεγαλοφρονεϊν. υπερηφανεΐν.ύπερηφανεύεσθαι. σοβαρεύεσθαι.βρενΟύεσθαι.γαυ- ριαν. ΰπερ άνθρωπον ψρονεΊν : to grow h., έξνβρίζειν. ΰπερ- ηφανον γίγνεσθαι : to treat aby in a h. manner, ύβριζε ιν τινά. See t/ie phrases in Haughtily; also Arrogant, Proud. HAUL, v. See to Drag. HAUL, s. m Pull] Vid. ^ Draught (of fishes)] Vid. HAUNCH, μηρός, ό. Ίσχίον, τό. οσφύς, ύος, ι), γλουτός, ό (the buttock). HAUNT, v. f To frequent] ψοιτάν. θαμιζειν τι, προς τι, εν τινι. See Visit. ■[[ Of spec- tres or ghosts] εφίστασθαι, παρ- ίστασθαι (i. e. to appear sudden- ly), φυιταν and έπιφοιτάν (of visions or dreams frequently re- curring). To be h.-d by ghosts or spirits, μορμολύττεσθαι, A place is h.-d, φάσματα or είδω- λα περιέρχεται, επιφοιτα. HAUNT, s. ήθος. τό (of beasts, Horn. ; also abode of men, trag. A ristot.). επιστροφη,ή(^Ε8ά^Ι.). εναυλος, 6 (esply plur. ; of gods, nymphs, Qc. Ep. and lyr. of trag.). See Resort. Retreat. HAVE, v. m (Trans.) To hold, contain, possess, be otmer of; (gisp• and generally as transitive expression of the verb ' to be,' e.g. ' athg is to, for, in me = I have athg" 1 ] εχειν. σχεΐν (Att., often = come to h., get), κεκτησθαι (possess), χρησθαι (experience), άπολαύειν (enjoy), μετειληφέναι (be participant of). $&r ' / have athg ' is often expressed by ς / am of — ,' or ' athg is or exists to, for, in, S[C, me.'' Also by verb subst. and adj., or by a simple verb, e. g. ' one has success ' = ' one is successful,* or ς one succeeds.'' To h. in one's hand, εχειν εν τ»; χειρί, διά της χειρός: the coun- try has (in it) some large cities, 7τόλεΐ5 ε'ισϊν εν τι) χώρα. με- HAV HAV HAY γάλαι τινές : to have money, troops, &c, εχειι> (κεκτησθαι) αρ- γύρια, δυνάμεις : to h. a resem- blance to aby, όμοιον εΊναί τινι Ίδεΐν or την όψιν : to h. many children, πολλών παίδων, πο- λύπαιδα, είναι : to h. courage, fear τόλμης μετειληφέναί, εν φόβω είναι or φοβεΐσθαι : he has confidence, εν-, πάρ-, πρόσ- εστιν αΰτω θράσος: toh. under- standing, νουν έχειν, νοΰ μετει- ληφέναι (PL) : to h. good, bad success, luck, ευ-, δυσ-τυχία, συμφορά, χρησθαι. κατορθοϋν. εΰ-, δυστνχεΊν : to h. a bad voy- age, άπλοία χρησθαι : to h. an end, παύεσθαι. τέλος σχεΐν (come to have) : to h. lack, plenty of athg, ά-, εύ-πορεΐν τίνος : he has a distinguished father, — a wife, εστίν αύτω επίσημος πα- τήρ, — yvvri : to h. aby for one's friend, — foe, φιλώ, έχθρώ, χρησθαι τινι : to h. an intimacy with aby, ο'ικειώς χρησθαι τινι: to h. aby always about one, μη- δέποτε άπολειψθηναί τίνος : to h. a talk with aby, διαλέγεσθαί τινι and προς τίνα : to h. a care of athg, επιμελεΐσθαί τίνος, φυ- λάττειν τι : to b. pleasure in athg, ηδεσθαί τινι. χαίρειν επί τινι. αγασθαί τι : to h. an ab- horrence for athg, βδελύττεσθαί τι : they h. the will, but not the power, βούλονται μεν, δύνανται δ' οΰ : to h. a longing desire for athg, επιθυμεΐν τινυς. He has h;id time for deliberation, δέδο- ται αΰτω βουλεύσασθαι: toh. had intelligence of athg, άκηκο- εναι, πεπύσθαι τι παρά τινυς : to have orders to — , προσταχθη- ναι (c. ififin.). ίξξ§» For other combinations, as h. enough, h. LEISURE, h. REASON, h. the BEST of it, &c, see the several words. To h. in one's power, ΰποχεί- ptov εχειν, εν μέσοι έχειν λα- βόντα τινά. είληφέναι τινά. κρατεΐν τίνος : to h. athg by heart, από μνήμης ε'ιδέναι τι : to h. (one's lesson, &c.) perfect, έζεπίστασθαι : to h. in derision, καταγελάν τίνος. See to HOLD. IT To gain or receive] To h. (=r gain) by athg, άπολαύειν τι τί- νος, νέμεσθαί τι. περίεστι and περι-γίγνεταί μοί τι. To wish to h., εφίεσθαι, επιθυμεΐν τίνος. Whence had you this? πόθίν 'έχεις ταύτα λαβών; you shall h. it for an obole, ληψει άβο- λου. H Other uses] There is — to be had, εστί, πάρεστι ; there is wine to be had in the place, εστίν οίνος εν τω χωρίω. To h. aby excused, συγγνώμην έχειν, ποιεΐσθαί,τινι. As the poet has it, καθώς φησιν ό ποιητής, κατά τόν ποιητην : as the story has it, ως έχει ό λόγος. He will have it that — , διισχυοίζεται ότι — or προσποιείται είδέναι ότι — : as luck would h. it, τύ- χη τιν'ι, κατά ξυντυχίαν. % In (299) combinations with infinitives] E.g. I h. much to say, πολλά έτι έχω or ένεστιν ειπείν: to h. no- thing to eat, άπορειν, ένδεώς έχειν τών επιτηδείων : to h. no time to — , άσχολίαν έχειν του — : to h. the courage, the cruel- ty, &c, to do athg, τληναι (to bear), τολμάν (to dare) τι ποι- εΤν : to h. the confidence or au- dacity to do athg, θαρσείν, θρα- σύνεσθαί τι ποιεΐν or ποιών. Ι would h. you to — , βούλομαί σε (c. infin.) : I would h. you to know, ϊσθι μέντοι δτι — . ευ ΐσθι ότι — . What would you h. me say ? τι (θέλεις) ε'ίπω ; you would h. me run, άζιοΐς με θεΐν (Aristoph.): how say you? would you h. me attack the man and be avenged upon him before your eyes? πώς λέγει?; δοκεϊ χρηναι έπιθώμαι τω άνδρι και τιμωρησωμαι εναντίον υμών ; % Of necessity] I have (= it is for me) to do athg, έμοι προσ- ήκει (c. infin.), or έμόν (έργον) εστί τό (c. infin., or the verbal adj. in -τέον) : it is for you to obey, ποιητέυν εστί σοι : we h. the river to cross, διαβατέον ημΐν τόν ποταμόν and διαβα- τέος ημϊν ό ποταμός. We h. to go, πορευτέον ήμΐν έστι or (as expression of futurity) ημείς πο- ρευσόμεθα. ^§p But often the present, as used in a lively ivay for the fut., will do, e.g. ημείς πορευόμεθα όποι μέλλει, κτλ. (we h. to march = ive shall march to a country where, fye.) §1^* To express necessity strongly, Crcl. wiih χρη, δεΐ, ανάγκη εστί. We h. to prepare for war, ημάς χρη or δεΐ παρασκευάσασθαι ώς επί τόν πόλεμον : he had (tvas obli- ged) to drink the hemlock, ηναγ- κάσθη το κώνειον πιεΐν : one has (needs) only to hear it, to know all about it, α άκούσαντι υπάρχει πεπαιδεΰηθαι περί τό και τό (PL). ! To have (= cause, order) athg to be done] Crcl. by various phrases like the follow- ing : he had meat distributed among the people (= caused or ordered it to be, <%c), κρέα διαδι- δόναι εκέλευσε τω πλήθει : he had the agreement signed by his brother, τω άδελφω επέτρεψε ποιεΐσθαι συνθηκας : he had stones conveyed to the spot by slaves, δούλοι? επέταζε κομί- ζειν λίθους : to have aby impri- soned, βάλλειν or παραδιδόναι εις δεσμωτηριον : to h. the walls pulled down, καθαιρεΐν τά τεί- χη : to have aby called, καλεΐν τίνα : to h. weapons manufac- tured, 07τλα ποιεΐσθαι : to h. one's children taught, διδάσκε- σθαι τους παΐδας : to h. images made or executed, εικόνας ποι- εΐσθαι (at the artist's) : to h. a meal prepared, 7τα/οασκευάζεσθ« ι δεΐπνον (by the cook). IT As aux- iliary of the perfect] E.g. I h. written, γέγραφα. φ§* An ap- proach to this appears in the com- bination (mostly poetical) of έχω with the past partcp., e.g. άτι μα- σάς έχεις (thou hast dishonored and art dishonoring. Eur.), θαυ- μάσας έχω (I have been and am tvondering. Soph.). $g§» Where in English the auxiliaries stand alone, e. g. in answers, the verb it- self must stand in Greek, or the particle of affirmation or denial, e. g. h. you heard ? I h., άκή- κοας ; άκηκοα or ναι. An em- phasis on the auxiliary may be expressed by τυγχάνω, e. g. fm what I have' heard, α μεν ουν τυγχάνω άκηκοώς, or by par- ticles, e. g. how it has' been done, πώς και πέπρακται : well, I have' done it, άλλα μην πεποί- ηκα. HAVEN. See Harbour. HAVOCK, s. See Devasta- tion. HAVOCK, v. See to Devas- tate. HAW. See to Stammer. HAWK, S. ιεραξ, ακος, 6. κίρκος, ό. See Falcon. U Va- rieties] b χαμαιτύπος (that strikes its prey on the ground. Aristot.). αίσάλων, b, and σπιζίας, b (small h., prob. sparrow-h. Id.), φασ- σοφόνος and φαβοτύπος, b (a h. that kills doves. Id.), περκνός, b (dark-coloured h. Id.), χαλκίς, ίδος, (a copper-coloured h. Id. and PL). One that keeps h.'s, see Falconer. HAWK, v. _f To take birds by means of trained harvks] όρνι- θοθηράν ϊεράκας εκθρίφαντα και παιδεύσαντα. "H To hawk goods] καπηλεύίΐν. καπηλεύον- τα επί πάσας θύρας Ίεναι. ^[ To clear one's throat] χρέμπτε- σθαι, άποχρέμπτεσθαί. A h.- ing, χρέμ\ί/ις, η. HAWK -BIT (plant), χόν- δρυλλααηά χονδρίλλη, η (aspar- gia tuberosa). HAWK-EYED. *H Propr.] Ίερακόμματος, 2. If Fig.] οξυ- δερκέστατος ώσπερ Ίέραζ, or imitate by phrases under Lynx. HAWK• LIKE, ίερακώόης, ες. HAWK-NOSE, ρις γρυπή, η. With a h., hawk-nosed, άνηρ έπί- γρυπος, γρυπός, b. HAWK- SHAPED, ϊερακό- μορφος, 2 (as the Egyptian hawk- headed god). HAWK- WEED (plant) Αερά- κιον, τό (hieracium. Dioscor.). HAWTHORN, prps λευκ- άκανθα, η (white-thorn). HAY, χόρτος, ό. χόρτος κου- φός, ο. ξηρός χιλός, ό. κάρφη, τά (dried fodder of whatever kind). Of h., χάρτινος, 3 : a bundle of h., χόρτου or χορτίνη δέσμη, ή, or χ. φάκελος, ο. δρά- γμα χάρτινου, τό. HAY-FORK, δίκρανον, τό. HAY-HARVEST. See Hay- making. HAY HE HEA _ HAY - LOFT, χορτοβολών, ώνος, b. HAY-MAKING, h rod χόρ- του συγκομιδή. HAY-RICK, HAY-STACK, σωρός χόρτου, δ. χόρτος 6 εις σωρόν συνηγμένος. HAY-SCALES, χόρτου στα- θμός, ο. HAY -WAGGON, άμαζα χόρτου, ή. HAZARD, s. ΤΙ Danger, risk] Vid. % Chance] Vid. Game of h., see Game, Gamble. To put to the h., see next Article. HAZARD, v. παραβάλλειν and -βάλλεσθαί τι. άναρριπτεΐν του κύβον περί τίνος, κινδυνεύ- ειν, άπο-, and παρα-κινδυνεύειν, εν τινι or περί τίνος, κυβεύειν τε και κινδυνεύειν περί τινι. άποκυβεύειν περί τίνος, εναπο- κυβεύειν τινι. To h. one's life or all that one has, κινδυνεύειν •περί του βίου or της ψυχής or του σώματος or τών όλων or μεγίστων or εσχάτων, παρα- βάλλεσθαι τοις όλοις. άναρρι- ιττεϊν, άναρριψαι εις άπαν το υπάρχον (Time). See to Risk, Stake. HAZARDOUS, επι-, irapa- κίνδυνος, 2. See Dangerous. HAZE. See Fog, Mist. HAZEL (the plant), Ήοακλε- ωτική or ΙΙοντική καρύα, ή (Co- iylus Colurna), and καρύα Ευ- βοϊκή (Juglans regia). HAZEL-NUT, κάρυον Uov- τικόν, τό. κάρυον λεπτόν. λε- τττοκάρυον, τό. HAZEL-HEN, άτταγΖς, α, ο. άτταγήν, ήνος, 6. HE (she, it, they), gfg» as suhject, being contained in the form of the Greek verb, is not separately expressed unless em- phatic ; then expressed by a pro- noun dem., usually ούτος, αυτή, τοϋτο, or εκείνος, εκείνη, εκεί- νο, and in antithesis 6 μεν ■ — , 6 δε — . If it is = he himself, he it is that — , he and not another, it is usually αυτός, η, ό. At the beginning of a period, but he, she said, 6 δε, ή δε εφη. και os, και η εψη, and in the parenthetic clause, said he, said she, η δ' os, η δ' η. g-fjf" In tlie object- sentence with ' that,' to a verb of saying, $c, expressed by the infin., the subj. of the infin., if the same as the subj. of the leading verb,-is not expressed, he said that he was a god, εφη είναι θεός : he says (= pretends) that he has heard it, προσποιείται άκηκοέναι : hesaid he was in haste, εφη σπουδάζειν. If the subj. be not the same, 'he' must be rendered by αυτόν, e.g. I do not believe that he will come, ουκ οΊμαι αυτόν ήζειν. φ^» In the oblique cases, αυτοί, &c., e. q. give it him, δός αύτω, or the de- monstratives υδε, ούτος, εκείνος, and 6 μεν — , ό δε — , e. g. give it him (pointing), δός εκείν'ω. &Γ (300) In a dpi or infin. or partcp. clause (esply such as report a thought of the subject of the principal se?i- tence), sts the cases of ου will be used when the object is identical with the subject of the principal sentence, i. e. for a ' him,' ς her, 1 &c, wch in the direct speech would be a ' me,' fyc, e. g. he orders (them) to send men with him, κελεύει δε οϊ συμπέμψαι άνδρας (Xen., 'send men with me') : be- seeching (them) not to look on and let them (' do not let us 1 ) pe- rish, δεόμενοι μη σφάς περι- οράν φθειρομένυυς : Apollo is said to have flayed Marsyas for contending with him (' because he contends with me') in skill, λέ- γεται 'Απόλλων έκδεϊραι τον Μαρσύαν ερίζοντά οι περί σο- φίας (Xen.) : he was much afraid lest his grandfather should be dead (' I fear lest he be dead for me 1 ), ύπερεφοβεϊτο μη οι 6 πάππος άποθάνοι (Thuc.): they made complaints, that they might have a pretext (' so shall we have a pretext'), εγκλήματα εποιυΰν- το όπως σφίσι πρόφασις ε'ίη : they made a brief defence, for liberty of speech was not given them according to law ( u for, said they, it is not given us — '), βρα- χέα άπελογήσαντο ου γαρ πρού- τέθη σφίσι λόγος κατά τον νό- μον (Xen.). ^» Sts εαυτού is used instead of ου, chiefly when the 'him' (= ' me ' of the direct speech) is emphatic : he thinks the citizens serve him, νομίζει τους πολ'ιτας ύπηρετεϊν εαυτω : the spectators when they see the com- batants toiling for their (the spec- tators' 1 ) sake . . . and the combat- ants when they reflect that all are come for the purpose of looking at them (the combatants), οι μεν θεαται όταν ϊδωσι τυύς άθλη- τάς εαυτών ένεκα πονοΰντας . . . οι δε άθληται όταν ευθυμηθώσιν ότι πάντες επί την σφετίραν θεωρίαν ήκουσι (Isoc). $β$° Sts even αύτοΰ : Cyrus begged Sacas by all means to let him know, 6 Κύρος του Σά /cu εδεϊτο πάντως αίιτω σημαίνειν (representing, not ' let me know,' but ' Sacas let him, Cyrus, know'), gfjp• On the other hand, ου, in Thuc. and some later writers, refers to the subj. of its own verb : using the stones wch the Athenians previously put be- side for them (selves), τοις λίθοι s χρώμενος υίς οι 'Αθηναίοι προ- παρεβάλοντο σφίσιν (Thuc). §ϋΡ Hum. and other poets use the cases of υυ, including μίν, νίν, both for sui, sibi, se, and for ejus, ei, $£C. ; and sts even in Att. prose ου is used for αύτυϋ, as, they agreed with him, συνίφασάν oi. And Socrates seeing reason to fear that it might be taken amiss of him(Xenophon),/i«i όΣωκράτη•: ϋποπτεύσας μη τι προς της πό- λεως οι ύπαίτιον ε'ίη (Xen.; re- ' presenting α σοι of the direct I speech). See further under Him- self, His. % He, fyc, tvho or that] os, η, o. ΰσ -ris, jjtis : and article with partcp., e.g. he, she, that received, ό λαβών, ή λαβυΰ- σα : I am he, εγώ ειμί. "f[ In composition (e.g. a he-goat)] άρ- ρήν, εν. HEAD, s. *H Of man or ani- mal] κεφαλή, η. κάρα, τό (poet.). Fm h. to foot, see Foot : back of h., όπισθο-κράνιον (rarely -κε- φαλον), τό : front of h., βρέγμα, τό : crown of h. where the hair sets different ways, λίσσωμα, τό : small h., κεφάλιον, τό. κε- φαλίς, ίδος, ή. Of or belonging to the h., κεφαλικός, 3 : having a h., κεφαλωτός, 3 : having no, a beautiful, small, great, long, h., ά-, εύ-, μικρό-, μεγάλο-, μα- κρο-κίφαλος, 2 : having a peaked h., όξυ- or σχινο-κέφαλυς (or φοζός, 3. Horn.) : having a single h\, two, three, many h.'s, μυνο-, δι-, τρι-, ττυλυ-κέφαλυς. ^r* The poets have the compounds in -κάρηνος and -κράνος, e.g. πολύ- κρανος,2. To cut off the h., άπο- κεφαλ'ιζειν . άπυτέμνειν, άφαι- ρε'ιν, τινι την κεφαλήν : to lose one's h , στερεϊαθαι της κεφα- λής : to be in danger of it, κινδυ- νεύειν περί του σώματος : it is as much as one's h. is worth, θά- νατος ή "ζημία εστίν, επίκειται : to set a price on aby's h., επικη- ρύττειν τινι χρήματα or αργύ- ρων τω άνελόντι τινά. To shake one's h., άνανεύίΐν (with or tvith- out τη κεφαλή). Η. foremost, πρηνής, ες. κατώκαρα (adv.). επί κεφαλήν. See TUMBLE. Summerset. To raise, throw back, one's h., άνακύπτειν : to stoop one's h., κύπτειν : with h. bent down, κατακίκυφώς, υϊα, os : to hang one's h (desponding- ^}' \ fig.), άθυμείν, κατιιθυμείν : to carry one's h. high, τραχηλι- άν. ύφαυχενίΧ,ειν. φρονήματος μεστόν γίγνεσθαι (fig.) : that carries his h. high, ΰψ-, ΰψηλ- -αύχην, εν: to run one's h. into danger, ριφοκινδυνεϊν: to knock on the h., κεφαλίζειν. See to Kill, to Despatch. My h. turns, reels, is giddy (Vid.), Ίλιγγιώ. Having water in the h., υδροκέφαλος, 2. My h. aches, see Headache. To split aby's h. with noise or talk, -περι- -λαλεΐν, -κοπεΐν τίνα, and pass, περιθρυλλεϊσθαι τά ώτα. H.'s! mind your h. ! έξίστω ! To be over h. and ears in debt, όφλή- μασι βαβαπτίσθαι. See Debt. On your own h. be it ! is κεφα- λήν τρέποιτο σοι, or el/iptically σοι is κεφαλήν, ες κεφαλήν σοι ! Taller than aby by the h., μεί- ζων τινός (ui>Trj) τη κεφαλή. To give a horse his h., ενδιδόναι or άνιέναι χαλινόν : a horse throws (the rider) over his h., τραχηλίζει, έκτραχηλίζει. A HEA Η Ε A HEA subject dragged in by tbe h. and shoulders, λόγος παρασεσυρμέ- νος. T[ Individual] κεφαλή, ή. άνθρωπος, ό. By count of h.'s, κατά κεφαλήν. κμθ' έκαστοι/, κατ' άνδρα (Dem.) : counted by h.'s, εττικεφάλαιος, 2 : a tax by the h., έπικεφάλαιον or ιον, τό. See Tax. A crowned h., βασιλεύς, 6. A h. of cattle, βόσκημα, τό (larger), πρόβατον, τό (smaller). Ten h. of — , δέκα τον αριθμόν, τό πλήθος. So much a h., see Each. ^1 Upper extremity] άκρον, τό. άκρα, ή. κορυφή, κεφαλή, ή. Η. of a tree, τό τοϋ δένδρου άκρον, άκρον (adj.) τό δένδρον. See Top, Sum- mit. Head of a plant, κεφαλή, or specific names, e. g. h. of pop- py, κώδεια and κωδία, ή : h. of garlic, Vid. : h. of artichoke, σφόνδυλος, 6. σκαλίας, ου, 6. Head of a nail or pin, κεφαλή, ■η. To hit the nail on the h. (fig.), ευ στοχά'ζεσθα'ι τίνος. I can't make h. or tail of it (fig.), ούδεν έχω χρήσθαι — , ούκ έχω 'όπως χρήσομαι, τω πράγματι. To bring an ulcer to a h., see Suppurate : to draw to a h., see to Gather. ^J Anterior extre- mity] αρχή, ή. Η. of a ship, see Prow : of an army, see Front, Van. H. of a book, see Title, Frontispiece. To stand at the h. of a list, άρχεσθαι τοϋ κατα- λόγου : to make h. against aby, όμόσε χωρεΐν, ίέναι, τινί. Τ] First place, first rank] πρωτεΐ- ov, τό. πρωτεία, ή. To be at the h. of athg, ττρωτεύειν or πρωτιστεύειν τινός. πρώτον είναι, τό πρωτεΐον έχειν. ήγεΐ- σθαί τιι /os or τινι. προστα- τεϊν or προΐστασθαί τίνος, αρ- χειν. Those who are at the h. of the government, οι άρχοντες, οϊ εν αρχή : to put oneself at the h. of athg, ηγεμόνα καταστήναί τίνος : to be at the h. of affairs, έιπστατίΤι/ or προίστασθαι των πραγμάτων : to put aby — , εφ- ιστάται τινά τοις πράγμα- σιν. καθιστάναί τινά επί (c. ace. or dat. or gen.). % Chief (of persons)] άρχων, οντος, 6. πρώ- τος, b. πρωτεύων, οντος, 6. The h.'s of the town, οι πρωτεύον- τες εν τή πάλει, τά τέλη: to be the h., or at the h., of athg, see above. Head of a family, κύ- ριος, ό. δεσπότης, ό (with ref. to slaves). Pericles, the h. or chief of those fm below, ό ΤΙερικλής, τό κεφαλαίου τών κάτωθεν (Eupol.) : — of philosophers, τό κεφάλαιοντών μαθημάτων. The h. of a party, στασιάρχης, ου, 6. ήγεμών της στάσεως jpr τών στασιωτών, ό. ό άρχων της στάσεως : the h. of a conspiracy, αρχηγός της επιβουλής. TJ Of things : a leading point or topic of an argument^ κεφάλαιον, τό. A summary of the leading h.'s, τά κεφάλαια τών λόγων. To (301) bring under h.'s, κεφαλαιουν. See Summary. U As seat of intelligence, mind] νους, ό. θυ μός, 6. To have one's h. full of athg, εν πολλαΐς φροντίσιν εί- ναι, πολλην μοι φροντίδα παρ- έχει τι. έχω περί τι μερίμνων, φροντίζων : to have one's h. well stored, πολλά φρονεί ν : to take (a belief, &c.) into one's h., πε'ιθειν εαυτόν ότι — , or τι. εις νουν έμβάλλεσθαί τι (as pur- pose), διανοεΐσθαι ποιεΤν τι : to put (a thought, &c.) into aby's h., έννοιαν εμποιεΐν τινι. παριστά- ναι τινί or ΰπερβάλλειν τινά ποιεΧν τι : it comes into my h., ένναα εγγίγνεταί μοι επί νουν. επ-, ε'ισ-, ύπ-έρχεταί μοι or με (c. infin.) : to put athg out of one's h., χαίρειν έαν τι : I can't get it out of my h., ου δύναμαι άφ- ιέναι τοϋτ εκ τοϋ θυμού : what have you taken into, orgot in, your h., that you do so ? τί or ό τι μα- θών (παθών) ταΰτα ποιείς; Το turn aby's h., see to Derange : one's h. is turned, see Deranged. ^f Capacity, intelligence] A good h., ευφυΐα, η. δεινότης, ητος, ή. φύσις, ή (generally), νους, ό. γνώμη, η (understanding), μνή- μη, η (memory). To have a good h., εύφυα είναι, ευ πεφυκέναι προς τι (for athg). See Clever, Genius, Ingenious. To lay their h.'s together (for consideration, &c), κοινολογεϊσθαι, κοινή σκέ- φασθαί τι. Disturbers of the commonwealth lay their h.'s to- gether, οι κακυΰντες τά κοινά συγκύψαντες ποιοϋσί τι (Hdt.). HEAD, υ. To be at the h. of, see the Subst. ΗΕΑΌ-ΑΟΉΕ,κεφαλαλγία, η. καρηβαρία, η. To have the h., κεφαλαλγεϊν, καρηβαρίΐν. άλγεΐν την κεφαλήν : causing the h., κεφαλαλγής, 2: to cause or bring on the h., κεφαλαλγες είναι : to bring on a violent h., μάλα κεφαλαλγες είναι. HEAD-BAND. See Fillet. HEAD-BOROUGH, δήμαρ- χος, 6. HEAD - BREAKING, adj. E.g. it ish. work, πολλής μελέ- tjjs εστί ο?• δεΐται τό έργον. HEAD-CLERK, άρχιγραμ- ματεΰς, 6. HEAD-DRESS, εττικεφάλαι- ος κόσμος, ό- κοσμήματα, τά επϊ τή κεφαλή or περί την κε- φαλήν. HEADINESS. See Rashness, Obstinacy. HEADLAND. See Cape. HEADLESS, ακέφαλος, 2. HEADLONG, κατά κεφα- λής, επί κεφαλήν, κατωκάρα. πρανής or πρηνής, 2. ττρο7τετώ5. To rush h. into danger, φέρεσθαι (pass.) εις τά επικίνδυνα: to fly away h., προτρυπάδην φεύ- γειν. HEAD-MASTER (ofaschoot), σχολ-, γυμνασι-άρχης, ου, 6. αρχιδιδάσκαλος, ό (mod.). Η.» ship, σχολ-, γυμνασι-άρχία, ή. HEAD-MONEY, εττ,κεφά- λαιον, έπικεφάλιον, τό. To pay h., κατά κεφαλήν είσφέρειν άρ- γύριον. HEAD-PIECE. See Helmet. 1Ϊ Intellect] See Head. HEAD-QUARTERS, oi στρατηγοί. The h.'s are in a town, oi στρατηγοί σκηνοϋσιν έν τή πόλει (and Crcl. with όρ- μασθαι εκ). HEAD - SEA, κύμανσις, ή έμπροσθεν. HEADSHIP, αρχή, ή. ηγε- μονία, ή. κράτος, τό. έπικρά- HEADSMAN. See Execu- tioner. HEAD-WIND. See 'unfa- vorable Wind.' HEAD-STONE. SeeCoRNER- and Grave-stone. HEADSTRONG. See Ob- stinate, Self-willed. HEAD-WORK, λογισμοί, ών, oi. μελέτη, η. σκέφις, ή. HEADY. U Rash] Vid. If Apt to get into the head (of wine)] άκρατος οίνος. HEAL, m (Prop, and Trs.)] ίάσθαι. άκεΐσθαι, έζακεΐσθαι. ύγιοποιεϊν. εύτρεπίζειν. θερα- πεύειν. Easy, hard to h., εύ-, δυσ-,-ίατος, -θεράπευτος,Ί: that can't be h.-d, ανήκεστος, 2. αν- ίατος, 2. See to Cure, to Re- medy. U (INTRANS.)] ύγιάζε- σθαι (pass.), ύγιαίνειν. ΰγια γί- γνεσθαι. Of tvounds, άπ- and έπ-ουλοΰσθαι (pass.), έξι/γι-α'ξε- σθαι or -αίνεσθαι (pass.). A wound inflicted by a bite is h.- ing, υγιής γ'ιγνετα'ι τις τό δήγμα. HEALER. See Physician. HEALING, ϊασις, ή [trans.). άπούλωσις, ή. εζάκεσις, ή (in- trans.). θεοαπεία, η. HEALING, adj. 1 Propr.] ίατικός, Ίατήριος, 3. ύγιαστι- κός, 3. άκέσιμος, 2. *f[ Fig. : of a beneficent effect] καλός, 3 (g. t.). σωτήριος, 2. χρηστός, 3. Η. power or effect, δύναμις άκέσιμος or θεραπευτική, ή : h. herbs or drugs, φάρμακου θεραπευτικού, τό : an all-h. remedy, πανάκεια, ή : means or remedy of a h. ef- fect, "ιαμα, τό. φάρμακον, άντι- φάρμακον, τό : the use of such means, φαρμακεία, ή. HEALTH, ύγίεια, ή. τό ύγι- αίνειν, and τό υγιές, also τό ανυσον (absence or state of free- dom fin disease), ευεξία and ευ- ρωστία, ή (a good or robust con- stitution), ακμή, ή (prime of strength, a state of feeling well). H. is a blessing, τό ύγιαίνειν αγαθόν : to be in good h., μετ- έχειν ύγιείας, χμήσθαι ύγιεία. ύγιαίνειν. ύγιά είναι, ενρω- στεϊν. καλώς έχειν : to take care of one's h., τής ύγιείας επι- μέλειαν ποιεϊσθαι : to lose one's HEA h. by athg, την του σώματος άκμην καταναΧίσκειν ε'ίς τι : to be conducive to b., εΰεζίαν ερ- γάζεσθαι or παρέχειν : h. is preserved, η ΰγίεια παραμένει : the state of aby's h., ν του σώ- ματος 'έξις. τα περί την ΰγίειαν or εΰεξίαν του σώματος : a rule relating to h., δίαιτα στοχαζο- μένη ύγιείας, η : a means for preserving one's b., το προς ύγί- ειαν παρασκεύασμα, ψάρμακον χρηστόν, το : to recover one's h., σώζεσθαι (εκ της νόσου). άπαΧΧάττεσθαι της νόσου : to restore aby's h., ΰγιά ποιεΐν. ΐασθαί. To drink (to) aby's Υι.,φι- Χοτησίας τινί προπίνειν (Dem.). επιχεΐσθαι άκρατου τίνος (Theo- cr.) : to propose and drink aby's b., Χαμβάνειν or ποιεϊσθαι επί- χυσίν τίνος. HEALTHFUL. See under Healthy HEALTHINESS. See under Health. Tbe h. of a spot, χω- ρίον ΰγιεινόν. HEALTHY, uyujs, 2, and ΰγιαίνων, ούσα, ov (in a sound state or condition, free fm disease or illness), υγιεινός, 3 (of good constitution, not easily subject to illness ; also of places that are h. or good for aby's health, e. g. χω- ρίον, τόπος, ύδωρ), άνοσος, 2 (that is free fm disease, or not bringing it on), σως, neut. σων. σώος, 3 (unhurt, uninjured), εύ- ρωστος, 2 (strong, robust). A h. body, σώμα υγιές or σώον: a b. country or spot, χωρίον ΰγιεινόν : to be b., ύγιαίνειν. ΰγια. είναι, εύρωστεϊν. καΧώς εχειν. ΰγιει- νώς εχειν (the latter only = con- ducive to health). HEAP, S. σωρός, ό. σώρευμα, το. σωρεία, η. Θωμάς, ό (all of inanimate objects). πΧηθος, τό (animate and inanimate). άγέΧη, η (only animate). όμιΧος, ό (chief- ly of persons) . χώμα, τό (of earth or soil dug up, also χώμα γης). See Crowd, Multitude. By b.'s, σωρηδόν. άγεΧηδόν. αθρόος or αθρόος, 3. συχνός, 3. HEAP, ν. χουν (of earth), άθροίζειυ, συναθροίζειν. συν- αγείρειν. συνάγειν and έπισυν- άγειν (to collect in a h.). σωρεύ- ειν, ava- and επισωρεύίΐν (to h. up, to make a h. of). To h. athg upon aby, επάγειν τινί τι. επι- βάΧΧειν τινί τι. To be h.-d, αύ- ζάνεσθαι, συναγείρεσθαι (pass.). πΧΐ)θύίΐν. % Fig.] To h. up riches, συνάγειν πΧοϋτον or χρήματα, άθρυίζι-ιν χρυσόν or χρήματα : to h. up eagerly, συν- αρπάζειν. HEAR, v. *\\ To perceive by the ear] άκούειν (poet. κΧύειν), πυνθάυεσθαί τι (ace. of the thing heard), τίνος (gen. of the person or thing heard to, orfm whom one hears; or with prep, παρά, προς, εκ τίνος). To h. the charges, τών κατηγοριών or τών κατηγοοούν- (302) HEA των άκούειν : to h. aby speaking, άκούειν τιι /os διαΧεγομένου. I b., am told, that some one is come, ακούω τινά τήκοντα : to h. some one praised, άκούειν τινός επαι- νουμένου (ichile he is praised), τινά επαινεθέντα (the fact that lie was praised). This may also be expressed by ότι, ώς, with the finite verb, ακούω ότι επαινείται τις. g^* The partcp. is used de re certa, the ace. c. infin. de re minus certa, or hear-say : ακούω τιι/ά πραζαί τι (I h. tell that he has done it), ακούω τινά πράζαν- τά τι (I have sure information of his having done it). On just h.- ing it, without further examining the matter, οΰτωσι άκοΰσαι : a place or spot fm web athg may be heard, τόπος επηκοος, ό : to be, or to come, within h.-ing, εν επ- ηκόω, εις έπήκυον, στηναι : not to h. athg, άνήκοον εΊναί τίνος (i. e. of athg that does not come to our ears or knowledge) : not to h. athg, άνηκουστεΊν τίνος (i. e. to overhear it, not pay attention to it). Athg h.-d, άκουσμα, τό. ακρό- αμα, τό (esply as exhibition). Not to h. what one would take much pleasure in h.-ing, ηδίστου ακού- σματος ανήκουν είναι : to h. wrong, παρακούειν τινός. H.-d of (by intelligence), εκπυστος, 2, e.g. be came before any news was h.-d of him, πριν εκπυστος γε- νέσθαι προσίμΧθεν (Thuc.) : hav- h.-d with one's own ears, αΰτη- κοος, 2 : to let aby h. fm us, έπι- στέΧλειν or επαγγέΧΧειν (i. e. to write or give an account of our- selves). TI To have the sense of hearing] άκούειν. To h. well or acutely, όζέως άκούειν : to be hard of h.-ing, δυσηκοεΐν: not to h. or to be able to h., άνήκοον είναι : not to h. with one's ears wide open, άκούυντα οϋ μανθά- νειν or υύκ άκούειν. ΤΙ To direct the sense of hearing to athg, to give ear, hearken] Vid., άκου- ε ιν, έπ- and ε'ισακούειν (aby or athg, τινός), προσέχειν (νουν, γνώμην) τινί. άκροάσθαί τι or τίνος, άκρόασιν ποιεΐσθαί τί- νος : to h. very attentively, κεχη- νέναι προς τίνα. See HEARER. Not to h. athg, παραμελεΐν τί- νος : to h. athg out to an end, διακούειν τι. Hear ! άκουσον ! Do you b. ! ap' ηκουσας ; μαν- θάνεις; *j[ To give ear to a re- quest or to advise] To h. aby, άκούειν or ε'ισακούειν τινός, ΰπ- ακούειν τινός or τινί, νπήχοον είναι τινι. πείθεσθαι and πειθ- αρχεϊν τινι : to h. aby favour- ably, προθύμως εθέΧειν άκούειν τινός : to h. what aby has to set forward, his cause, &c, δέχεσθαί τι : to h. athg, ΰπακούειν προς τι. ε'ισακούειν τι : to request aby to h. US, δεϊσθαί τίνος. See Hearing. To h. aby's prayers, δέχεσθαί δετ'ισεις, εϋχάς : your supplications shall be heard, τεύ- HEA ξη ων δέη. ^[ To hear a cause (of the judge)] See Cause. HEARER, ακροατής, 6. 6 άκροώμενος. 6 άκούων, οντος. The h.'s of an assembly or pro- ceedings, ol καθήμενοι : to be aby's b., άκούειν Tifos. άκροά- σθαί τίνος, άκούειν Χέγοντος or διαΧεγομένου τινός : to be the h. of a lecturer, συνεϊναί τινι. φυιτάν προς τίνα : to present oneself as a h. of athg, παρέχειν εαυτόν άκροατήν τίνος, καθ- ?}σθ«ι άκροώμενον. HEARING, ακοή and άκρό- ασις, η (the act of h.). &$* But generally Crcl., e.g. μεταξύ άκρο- ώμενος (the gender and case are regulated after the context) . Worth h., άζι- ακουστός, -άκρόατος, -ήκοος, 2, or usually Crcl. with άξιος άκοΰσαι. Fond of h. (dis- course, &c), ψιΧήκοος, 2. άκουσ- ματικός, 3 : to be — , φιΧηκοε'ιν '. a fondness — , φιΧηκυια, v. To give aby a h., see under to Hear. To give a willing h., προθύμως έθέΧειν άκούειν τινός : to obtain a h., λόγου τυγχάνειν (tobeheai'd). δεόμενον τυγχάνειν : not to ob- tain a h., άποκωΧύεσθαι (not to be admitted into aby's presence). See Audience. ^J In a judicial sense, e. g. a hearing of ivitnesses] η τών μαρτύρων άνάκρισις. ff The sense of hearing] ακοή, V- To perceive by the sense of h., δι' άκοης α'ισθάνεσθαι: to judge by h., έξ άκοης κρίνειν : difficult of h., βαρύ-, δυσ-ηκοΐα, η : to be hard of h., βραδέως άκούειν: hard of h., βαρύ-, δυσ-ήκους, 2 : the nerve of h., άκουστικόν νεΰ- pov, τό. HEARKEN, άκροάσθαί. ώτ- ακουστεΐν. ΰπακούειν. τηρεϊν, παρατηρεΊν. To h. to aby, προσ- έχειν, πείθεσθαι (pass.) τινι. See to Hear. Not to h., άνηκου- στεΤν. HEARSAY, ακοή, h. κΧέος, τό (poet.). To know athg by h., ακοή or λόγω ε'ιδέναι τι. HEARSE, άρμα νεκροφόρον, τό. HEART. IT Tlie organ] καρ- δία, ι), κέαρ. κηρ, τό (poet.). Of or belonging to the h., καρδιακός, 3 : that is in the h., εγκάρδιος, 2 : palpitation of the h., σφυγ- μός, παΧμός : the h. beats, ή καρδία σφύζει, πάΧΧει, πηδά. If Fig.] The h. of a country, μεσόγειος, 2 (adj.). τά έσω or άνω της χώρας, τό της χώρας αέσον. μεσόγαια or μεσόγεια, η. To penetrate into the h. of Asia, ε'ισβάΧΧειν or προϊέναι εις τά άνω της 'Ασίας : in the h. of the summer, μεσοΰντος, ακμάζοντος θέρους. TJ The breast, as seat of the heart] στή- θος, τό. If The inmost poiver of feeling, the mi?id] θυμός, 6. φυ- χή, ή• φρένες, ών, αι. ητορ, τό (poet.). From one's h., εκ της ψυχής, εκ θυμού : with all my HEA HEA HEA h., η"διστα. προθύμως. άσμεναί- τατα : a g. heart, χρηστοί/ ήθος, τό : that has a good h., ay«6os την ψυχήν. εύηθής, ές : to have a good h., αγαθόν or φιλάνθρω- πυν εϊναι την ψυχήν : goodness of h., εύήθεια, η : that has a h. of stone, λιθυκάρδιος,2: h. of oak, πρίνινος, 3 (of ilex), σφενδάμνι- νος, 3 (of maple) : sturdy old fel- lows, Marathon warriors, true h.'s of oak, στίΤΓΎοι γέροντες, πρί- νινοι, ΊΛαραθωνυμάχαι, σφεν- δάμνινοι (Aristoph.) : of a great h., see Magnanimous. A man of a noble h., γενναίος την φυ- χι'ιν: after one's h., irpos θυμοΰ : friend of one's h., ό φίλτατος : dear or sweet h. ! φίλη ψυχή ! To lay athg to h., ενθύμιου ποι- εϊσθαί τι. ένθυμεϊσθαί τίνος or τι. επιστροφην ποιεϊσθαί and επιστρέφεσθαί τίνος: not to lay athg to h., παραμελεΐν τίνος : to penetrate to the h., ένδύεσθαι ταΐς φνχαϊς : I have athg at h., μέλει, επιμελές εστί μο'ι τι. φροντίζω τιι /os : to take to h.. see to Grieve. To gain aby's h., άνακτασθαί τιι/«. έ£«ρτάσθαί τίνα : to subdue the h. (with pity), κατακλάν την καρδίαν, την ψυ- χή ν : to die of a broken h., ύπό λύπης άποθανεΐν : to be one h. and soul, τά αυτά φρονεΐν τινι. Gladness of h., ευθυμία, η: grief, anguish, vexation of h., αδημονία, fi : to be troubled at h., άΰημο- νεΐν. T[ Courage] Vid. θυμός, b. θάρσος, τό. άνδρία, η. To be out of h., άθυμεΐν. εν άθυιχία εί- ναι : to be in good h., εν τω θαρ- σαλέω είναι : I have not the h. to — . ουκ ανέχομαι : to have the h., τολμάω, τληναι. See to Bear. U By heart] E. g. to say by h., από στόματος ειπείν : to know by h., έζειδέναι, από μνήμης ε'ι- δέναι : to get up or learn by h., εκμανθάνειν. τίθεσθαι εις μνή- μην. ^ HEART-ACHE, καρδιαλγία, f). To have the h., καρδιαλγεΐν, καρδιώττειν. HEART-BREAKING, θρη- νώδης, 2. οικτρό'?, 3. Heart-bro- ken, ΤΓ£ρί/\ΐ/7Γ09, 2. HEART-BURN, καρδιωγμός, ο. καρδιαλγία, η. To have it, καρδιάν. καρδιώττειν. HEART-BURNING. See Animosity, Jealousy. HEART-FELT. See Lively, andCrcl. with πάνυ αισθάνεσθαι. εμπαθως διακεΐσθαι and διατι• θ ένα ι. HEART-SHAPED, καρδίας σχήμα έχων, ούσα. ον. HE A RT-SICK ENING, θυμο- -φθόρος, -άλγής, 2. HEARTEN. See to Encou- rage. HEARTH, έσχάρα, η {the fire- place), εστία, η > the house-altar). To fight for one's h , ύπερ εστίας μάχεσθaιor άγωνίζεσθαι. ΰπερ οικίας δ άγων εστί μοι. (303) HEARTILY, εκ της ψυχής or καρδίας. See Cordially. HEARTINESS. See Cordi- ality, to wch add τό ειλικρινές, τό άπλοΰν. HEARTLESS, ασπλαγχνος, 2. απάνθρωπος, 2. άκήριος(ροβί,). See Loveless, Unfeeling. II Cowardly] Vid. HEARTLESSNESS, το άσπλαγχυον. απανθρωπιά, η. HEARTY, άπλους, η, ούν. εΰήθης, 2 [sincere), εναργής, 2, and δεινός, 3 (strong). A h. wel- come, δεξίωσις, η : to give a h. welcome, φιλοφρονεΐσθαί (pass.) τίνα. δεξιούσθαί τίνα. HEAT, s. θάλπος, ους, τό (also in pi. θάλπη, as state of the atmosphere), θέρμη and θερμό- της, ητος, h (as state of bodily objects, and fig. of warmth of af- fection). A violent h. in one's head, θέρμαι ίσχυραι της κεφα- λής : a burning h., καϋμα, Kuu- σωμα,τά : a stifling h., πνίγος, τό: h. of the weather, θέρυς, τό. oi ήλιοι (Thuc.). !| Fig.] ορμή, η. θυμός, b. όζυθυμία, ή. οργή, η. σφοδρότ}\ς, όζύτης, ητος, η. To do athg in the h. of one's passion, οργή πράττειν τι : the h. of the fight, άκμη της μά- χης. To run a dead h. (—to come out equal with the first), άγω- νιζόμενονσννεκπίπτειντώπρώ- τω (Hdt). 'HEAT, v. % (Trans.)] θερ- μαίνειν, διαθερμαίνειν. εγκαίειν. θάλπειν. % (INTRS.)] θερμαί- νεσθαι. HEATH, f The plant] έρεί- κη, ή- ΤΙ As place] πεδίον ερη- μον, τό. HEAHEN,HEATHENISH, εθνικός, b (Eccles.). HEATHENISM, εϊδωλολα- τρεία, ν (as state), οι εθνικοί (the lieathens). HEATING (the act of), θέρ- μανσις, η. ΰπόλαυσις. η. HEAVE. 1 (Trs.)] See to Lift, Raise. To h. athg over- board, εκβάλλειvor άπορρίπτειν εις την θάλατταν: to h. the lead (— to fathom the depth), βολ ίζειν : to h. the anchor, άνασπάν, άνα- λύειν or α'ίρειν αγκυραν. ^[ Fig.: to heave a sigh] Ιέναι στε- ναγμούς, άνάγειν στεναγμούς άπό του στήθους. ^[ (TNTRS.)] μετεωρίζεσθαι (pass.), πληθύειν or πλήρη γίγνεσθαι ο'ιδα'ινειν and pass. See to Rise, Swell, HEAVEN. H Opp. earth] ου- ρανός, b. όλυμπος, b (as the seat of the gods), ai των μακάρων νήσοι (as abode of the blessed), αιθήρ, έρος, b (the upper atmo- sphere), αήρ, έρος, b (the lower atmosphere), πόλος, b (chiefly in respect of the constellations). Of or belonging to h., ουράνιος, 3 : down fm h., ούρανόθεν. παρά των θεών: as if he had come down fm the h.'s, ωσπερ εκ θεών ηκων : to go to h. (of the dead), εις τάς τών μακάρων νήσους άποικίζεσθαΐ (pass.), είς θεούς άπιέναΐ. σύν θεοΐς γίγνεσθαι : I fancy myself in h., οΐμαι εν μακάρων νήσοις οίκεϊν : to have a h. on earth, δοκεϊν και νυν είς τάς τών μα- κάρων νήσους άπωκίσθαι. By h. ! νη τον ούρανόν ! for h.'s sake, 7rpos θεών {in requests and exclamations), ω Ζεΰ βασιλεΰ (expression of astonishment). May h. be gracious to you, ευμενείς είέν σοι oi θεοί. Please h., ην θεός έθέλη. Η. knows (= God is my witness), ξυνίστορες θεοί. For some reason or other, h. knows what, not Ι, ο τι μαθών (παθών). The canopy of the h.'s, κλίνη οϋρανοφόρος, η (aft. σκηνή ούρανοφόοος, Athen. ii. p. 48). The pole of the h.'s, b του ουρανού πόλος : the vault of the h.'s, see Firmament. The gates of h., ai του ουρανού or αδου πύλαι. " HEAVENLY, ουράνιος, 3. επουράνιος, 2. θείος, 3. The h. bodies, ουράνια, ων, τά. μετέωρα, τά : to discourse of the h. bo- dies, μετεωρολογεΐι/: h. rewards, άθλα μετά τον θάνατον, τά : h. delight, θεία ηδονή, η : a h. messenger, π αρά θεώνπεμψθείς, εΐσα, έν. HEA VENW A RDS, ε Ις or έπ' ούρανόν. προς τον ούρανόν. HEAVILY. Fm adjj. under Heavy. Η. armed, see Heavy- armed. That breathes h., δύσ- πνους, 2 : to walk and run h. laden, έν μεγάλω φορτίω και βαδίζειν και τρέχειν : athg falls or presses h. upon me, πράγματα παρέχει μοί τι or πόνον εχω ποιών τι. See Slowly. HEAVINESS, βάρος,τό. /3α- ρύτης, ητος, ?j. ολκή, η. άχθος, τό. βρϊθος, τό. See Heavy. βραδυτής,ητος, η. εμβρίθεια, ή. νώθεια, ή. ραθυμία, ή. όκνος, b (i?ie?-tness). Hi Mentally: dejec- tion, qloom] Vid. HEAVY^ <\\Prop. :ofiveight] βαρύς, εϊα, ύ. εμβριθής, 2. To be h., βάρος εχειν (= to be of the xoeight of, e.g. δέκα μνας). A h. burden, δεινόν αχθυς, τό : h. armour, όπλα, τά. πανοπλία, ή. ΤΙ Fig.] Η. food, στερεά /3ρώ- ματα, τά : h. illness, βαρεία or χαλεπή νόσος : h. care, χαλε- πή μέριμνα : h. expense, πολ- λαι δαπάναι. Η. foot, οι οπλϊ- ται : h. horse, θωρακοφόροι ιπ- πείς, τό στάσιμον της 'ίππου : h. breathing, άσθμα, τό. See also Difficult, Dull (of intel- lect), Dejected. 1j Miscella- neous] To have a h. fall, σκλη- ρού τό τττώμα γίγνεταί μοι : a h. rain, όμβρος έξαπίνης κατα- χεόμενος : Ά h. fall of snow, χιών ττολλ?ί or άπλετος : h. sleep, βαθύς ύπνος : the sale or market of athg is h., άπρασία εστί τι- νος. HE A HEI HEL HEAVY- ARMED, δπλίτης, ου, ό. Η. infantry, cavalry, see Heavy. An army of h. men, οπλιτών δύναμις, η. ασπίς, loo's, η (esply when a number is stated, e. g. an army of 10.000 h. men, ασπίς μυρία). To serve in the h. foot or cavalrv. δπλιτεύειν. HEBDOMADAL. See Week- ly. HECATOMB, εκατόμβη, v. HECTIC. See Consumptive. HECTOR, s. (metaph. for Boaster), άλαζών, όνυς, ό. pa- χΐ(Γτ/(ο, ηοος, δ [comic). t HECTOR, v. άλαζονεύεσθαι. ραχιζειν. See Boast, Brag, Bully. HEDGE, S. θάανος. 6. λόχμη, η. αϊαασ'ια, η. See ENCLOSURE. HEDGE,r. % To inclose with a hedge, Qc. ] See Inclose. HEDGE-HOG, έχϊνος χερ- σαίος, 6. ύστιζ, ιχος, and υστριγζ, ιγγος, ό, η. άκανθίων, ωνος, ό. χοι poy ρύλλος , δ. άκαν- θόχοιρος, 6 [all except the first may denote the porcupine). HEDGE- HOG - THISTLE, κάκτοι, η. HEED, s. % Attention, no- tice] επιστροφή, η. επιμέλεια, v. To give h. to athg or aby, προσέχειν [του νουν) τινί,εχειν του νουν προς τινι {PL), έπι- στροφι)νποιεΐσθαίτινος(ϋβιη.), and έπιστρίφεσθαί (mid.) τινι. ανακώς εχε if τινός (ThliC.). Poet, θυμον έχειν επί έργω or έπακουδν είναι (Hen.), επωπάν τι (JEschyl.). ^} Care, regard, co?icern] επιστροφή, ή- ώρα, η (gg*' not used in Attic prose). To take heed to, make account of, ώραν τινός εχειυ, ποιεΐσθ<ιι (Hdt. Soph.), ώραν νεμειν τινός (Soph.). % Prudential attention] φυλακή, v. To take h., be cau- tious, φ υλακήν τίνος ε χειυ(Ηάί). φυλάττεσθαι,προφυλάττεσθαί τι. τηρεΊν (hare an eye upon) : to takeh. to oneself, εύλαβεΐσθαι. See to Beware. To take no h., αμελεΐυ, παραμελείν, άμελώς εχειυ τινός. Poet, έζωριάζειν τι (jEschyl.) and άθερίζίΐν (Horn.). Take h. ! όρα ! One must take good h., ενλαβητέου. διευλαβη- τέυν : "with much h., σπουόιιίως. επιαελΰις. HEED, v. See to Mind, Re- gard, Attend to. and phrases under Heed, s. Poet, άλέγειν τι and άλεγίζειν, αΚεγύνείρ. HEEDFUL, επιστοεφης (Xen.). ευλαβή*, 2. See Care- ful, Cautious. HEEDFULXESS. ευλάβεια, φυλακή, v. See Heed, Care, Caution. Η EED LESS, άνεπί στο επτος, 2. and άνεπιστρεφης, ές (Pint.), i άνεπίσκεπτος. 2. άνι πίστατος, | 2 (Polyb.). To be h., αν επιστρε- πτέων (Diog. L.). αφύλακτος, | 2. ανευλαβής, 2. άπρόσκεπτος ! and απερίσκεπτος, 2. προπε- (304) ' της,2. See Careless, Thought- less. HEEDLESSLY, άπεριστρε- τττεί. άφυουτίστως. άνειμένως. HEEDLESSNESS, άυεπι- στρεψία, t) (Epict.). άφυλαζία. απερισκεψία, ή. προπέτεια, η. See Carelessness, Thought- lessness. HEEL, s. πτέρνα, ης, η. One that walks on his h., πτερνοβά- της, ου, ό (Hipp.). To follow on aby's h., κατά πόδας, επί πόδα διώκειυ τινά. κατ ούράν τίνος άκολουθεϊν: to take to one's h.'s, προπετώς φεύγειν, ο'ίχεσθαι φεύγοντα : to lay aby by the h.'s, ποδίζει», εν τω ζύλω δεΊν: to kick up one's h.'s, λακτίζειν, εκ-, άπολακτί'ζΐΐν : — with both legs, απολάκτιζε iv άμφοτέροις (Luc). If The heel of a shoe'] ίχνη των υποδημάτων, τά (pi.). HEEL, υ. (naut. i.) e. g. the ship h.'s over, ανατρέπεται, εις θοϋτερον άποκλίνεται ή ναΰς. HEFT. See Haft. HEIFER, πόρτις, ιος, η. μό- σχος, ι) (Eur.). HEIGH-HO ! α"ί αί (expressive of affliction), οϊμοι. HEIGHT. If Propr.] 'ύφος, τό (of all bodily objects). To be ten feet in h., δέκα ποδών είναι τό 'ύφος. μήκος, τό (stature of persons), βάβος, τό (as measured to the bottom, depth), το της θα- λάττ?)5 βάθος (the h. of the sea). *J Top, elevation] Yid. U Con- crete: high ground, eminence] Yid. Ii Metaph.: highest pitch] ακμή, V- άκρον, τό. To be at the h., άκμάζειυ (poet.), άνθεΐν. The h. of madness, &c, πολλή μανία. This is the very h. of athg, toGt' ουκ έχει ύπερβολήν τίνος : h. of perfection, τελείό- της. ητος, η. HEIGHTEN. % Propr.] ύψοϋν. α'ίρειν, επαίρειν. εγεί- ρε ιν. ^[ Fig. : to increase in size, strength, authority, Qc. (trans.)] επαίρειν. ανζάυειυ. πλέον or μείζον ποιεΐν τι. To h. the "worth or price of athg, επιτείνειν τι/ν τιμήν τίνος, επι-, ανατιμά» τι. See Increase, Raise, Ele- vate. With a h.-d colour, έρυ- θριών. ΰπερυθριών : with a h.-d PULSE, Vid. HEINOUS, αισχρός, εναγής, 2. μιαρός. πονηρός, παμπόνη- ρος, ασεβής, άθέμιστος, ανόσιος, 2. gip* But more expressively ren- dered by superlatives, e. g. ασε- βέστατος, άνοσιώτατος. A h. deed or act, 'έργον ανόσιου, τό. άθεαιστουργία. /;. έργον άσεβες και ανόσιου, τό, e. g. to commit it, έργον κτλ. έηγάζεσθαί τίνα. See Wicked, Dreadful. HEINOUSNESS,Too!/off«w. πονηρία, j). αίσχος, τό. uiapia, η. άθεαιστία, ή. HEIR, κληρονόμος, ό (at laic, and in general; of or to athg, τινός or επί τινι). έπίκληρος, δ. See Heiress. To be aby's h., κ\η- ρονομεϊυ τά τίνος : to make aby one's h., άπολείπειν or καθιστά- ναι or γράφειν τιι/ά κληρονό- μου. The lawful h. to the throne, υ της άρχης κληρονόμος or διά- δοχος. 6 της βασιλείας διάδο- χος, δ διαδεζάμενος τον βασι- λεύοντα (of a king). HEIRDOM. See Inherit- ance. HEIRESS (sole), έπίκληοος, η. π ατροΰχος παρθένος, ή (Hdt.). παμωχος, ι) (Doric). Η. to the throne, έπίκληροςτη άρχη (Dion. Η.) : h. to a great property, έπί- κληρος ουσίας μεγάλης. An h. for whose marriage her next of kin are claimants at (Attic) law, επίδικος, η. To claim the mar- riage of an h., έπιδικάζεσθαι της έπικλήρου (Dem.) : she that is so claimed, επιδικασθείσα, f). HEIRLOOM, κτήμα or (rare in Att. prose) κειαήλιον, μετά της κληρονομιάς αεί παραδιδό- μενον, or πατοοπαοάδοτου, τό. HEIRSHIP, κλήρουομία, η. HELIACAL, ηλιακός, 3. The h. rising of a star or constellation, έπιτολή έώα, η : — setting, δύ- σις εσπερία, η. HELIOTROPE, ηλιοτρό- πιου, τό. HELIX. H Volute of Ionic capital] ελιζ, ικος, η. άνθέμιον, τό (both Vitruv.). ^[ In geome- try] ελιξ, η (spiral). 'HELL, t The world of the dead] αδης, ου, δ. ενερυι, οι (poet.), ^f The place of torment of the wicked after death] δ των άσεβων τόπος. τάρταρος, δ. Of or belonging to h., ταρτά- ριος, 3 : the torments of h., η εν αδου τιμωρία. An imp of h., prps έαπουσα, η. HELL-HOUND, αδου κύωυ, 'HELLEBORE, έλλέβορος (rarely έλλέβορος), δ. To cure aby with h., ελλεβορίζειν τινά: to need h., έλλεβοριάυ (to be out of one's mind). HELLISH, στύγιος and ταρ- τάριος, 3 (of or belonging to hell), φοβερώτατος, δεινότατος, 3 (hurrah asifofhell). ασεβέστα- τος, άνοσιώτατος (heinous). See Devilish, Infernal. A h. life, βίος άθλιώτατος : a h. tor- ture, οδύνη. άλγΐ)δώυ δεινότατη. HELM. * Rudder] πηδαλίου, τό. οϊαζ, ακος, ό. The middle part of the h., ύπόζωμα, τό : to take the h., τον ο'ίακα άγειν : to be at the h., κυβερνάν, οίακί- ζειν. % Fig. : the helm of the state] αρχή, ή- To be at the h. of the state, κυβερνάν or διοικεΊν την πάλιν. HELM, HELMET, κόους, υθος, ή. κράνος, τό. In the shape of a h., κράνει όμοιος, 'ό : the crest or ornament of a h., λό- φος, δ. έπίκρανον, τό. σόβη. η. the point of a h., κώνος, δ. One HJEL that makes h.'s, κρανοποιός, κρα- νουργός, b. HELMSMAN, κυβερνήτης, ου, ό. οίακιστης, οΰ, ό. With- out a h., ακυβέρνητος, 2 : a cle- ver h.. κυβευνητ.κός, b. HELP, v. If Assist} βοηθεΐν (to come to one's aid wlten called), έπικουρεϊν (with the notion of ef- fectual aid), έπ-, προσαρκεΐν τινι. άρκεΐν, άρήγειν τιι/ί (mly poet.). To h. aby in trouble, άμύνειν τινι κακά : helping, βοη- θάς, 2 : able to h. βοηθητικός, 3 : that may be helped, βοη- θήσιμος, 3 (Theophr.). See to Am, Assist, Succour. So h. me heaven ! ούτος όναίμην. I don't know how to h. myself, άίΓορώ. See Perplexed, ' at a Loss.' if To avail, profit] ώφε- Χεϊν, ειτ-, προσωφελεΐν τιυι. It does not h., ουδέν πλέον γί- γνεται εκ τίνος, ούδεν προΰρ- γου εστίν, ουδέν όφελος τίνος. It will not h. you, ουδέν σοι πλέον εσται (PL). See ' to be of Use.' If To assist aby in the attainment of athg] συλ-, συνεπι- -λαμβάνεσθαί τί τίνος, συμ- πράττειν τινί τι. σύνίργον εί- ναι τινί τίνος, ΰπουργεΐν τιι/ί τι. υπηρετεΐν τινι έπιχειροΰν- τι. To h. aby towards athg, συλλάμβαναν τινι its τι. συν- εργάζεσθαι and συμβάλλεσθαι προς τι : to h. aby (to get) into a carriage, ΰπολαβόντα α'ίρειν and άναβιβά'ζειν τιι/α επί την αμαζαν : to h. aby's memory (to prompt), ΰπυβάλλειν, ύποτίθε- σθαί τινί τι (Isocr.). §^* Tlie notion of ' helping ' or ' assisting ' is also rendered in certain cases by combinations icith prep, συν, e. g. συγκατασκευά'ζειν τινί τι (to h. or assist in preparing athg). συνεκβάλλειν (to h. in expelling) . συνεκτελειν, συγκατουθοΰν (to render assistance in accomplishing athg). To h. aby in bearing the war to an end, συνδιαψέρειν τινι τον πόλεμον (Hdt.). I cannot h. (= refrain fm) doing athg, ούχ olo's τε ειμί μη (c. infin.). ουκ εχω 'όπως μη (c. suJ)j. or opt.), ουκ εσθ' 'όπως ου. ανάγκη, πά- σα ανάγκη, μοι (c. infin.). ουκ άνεκτόν (c. infin.), or ivith μη ου (c. infin. PL). I can't h. crying, ονχ οιοβ τε ειμί κατέχειν το μη δακρύειν. How could I h. — ? (= hoio could I but, or otlier- wise than — ?) τί or πώς δ 1 ου μέλλω, εμελλον ; (PL and Soph.) Who could h. pitying? tis ουκ αν έλεήσειεν, I can't h. it (=: it is not my fault), ουκ έγωγε αίτιος (καθέστηκα) τού- των, τούτοις γε ουκ ένοχος ε'ιμι εγώ. ουκ εμοι δει έπιφί- ρειν την α'ιτίαν. How could I h. it ? τί δ' εγώ τιμάρτηκα ; It ran't be h.-d, see Remedy. If To help (at dinner, S{C.)] παρα- -φέρειν or -τιθέναι, έπι- or δια- νέμειν τινι (κρέα or όΦον). (305) HEM HELP. See Assistance, βοή- θειαα?ιά βοήθιισις, and επικουρία (succour), αρωγή, η (poet.), αρ- κεσις, η (Soph.), ωφέλεια, η (aid generally), υπουργία, υπηρεσία, η (in accomplishing a ivork),also sts σύλληφις, η. συνεργία, η. ύπ- ούργ-, έπικούρ-, and βοήθ-ημα, τό (tlie work done as h., the aid, S[c, brought). Often Crcl. with partcp. : with h. of aby, βοηθή- σαντός, συνεπιλαβομένου. τίνος : with God's h., συν θεω. It needs h., δει τοϋ βοηθήσοντος. To bear h., see phrases under to Help. To ask h. of aby, δεΐ- σθαί τίνος βοηθησαί, S[C, οι. συμμαχίαν, <5fC, α'ιτεΐσθαι τίνα. Το send h. to aby, πέμπειν ώφέ- λειάν, τους βοηθήσοντάς, Qc, τινι. There is no h. for it, see Remedy : that is without h., αμήχανος, 2. See RESOURCE. HELPER, βοηθό* and επί- κουρος, b, η. αρωγός, b (of the afflicted), σύμμαχος, b, h, and παραστάτης, ου, b (that stands by aby, an ally), παραστάτις, ιδος,η (fern.), συνεργός, b, η. συμ- πράκτωρ, ορός, b [assistant), υπ- ηρέτης, ου, b (that lends a hand, a mate) : and partcpp. of verbs to HELP, ό βοηθών, -ήσων, S[C. HELPFUL, υπηρετικός, υπ- ουργικός, βοηθητικός, 3. To of- fer a h. hand, συνεργόν είναι (τινί τίνος, in athg). See to Help. HELPLESS, αβοήθητος, 2. άπορος, 2. αμήχανος, 2 (also awkward, shiftless), άπάλαμνος, 2 (shiftless. PL). To hem a h. situation, αμηχανία συνέχεσθαι (pass.). See Destitute. HELPLESSNESS, άβοηθη- σία, απορία, η. αμηχανία, η. HELTER SKELTER. E.g. to make off h., προτροπάδην or προπετώς or εκτενέστατα φεύ- γειν. HEM, v. if To border with a hem] παρυφαίνειν. κρασπε- δοΰν. Hence fig. τα παρυφασμέ- va όπλα (the armed men put as a hem or border to an unarmed crowd — hemming them in. Xen.). if To hem in =z to confine or coop up] ε'ίργειν (Alt.), εργειν (Ion., 9- t., gS?" answering to the Attic form ε'ίργειν, ' shut in,' ' hem in,' and ε'ίργειν, 'shut out,' 'hold off.' Buttm.). εγκαθ-, καθ-ειρ- γνύναι. συγκαθείργειν. Also εϊλειν (freq. in Horn., see Lex.). ειλεϊν (Att.). κατ- (Att. καθ-) ειλεΐν. κατά-, συγ-, εγ-κλείειν. — all round, ττε/οι-κλείειι/. κυ- κλοΰσθαί and περικυκλοΰσθαί τίνα, also περί-, έγκατα-Χαμβά- νειν. See Confine, Enclose. if To produce a sound in tlie throat ivith closed lips] prps μύ- ζειν, μύλλειν, μυχθίζειν. HEM, S. κράσπεδον, τό (the border of athg). The purple h. of a garment, παρυφή, η. παρύ- φασμα. τό, and τό παρυφές HER (Ar.). That is woven with a pur- ple h., τταρύφαι /Tos, 2. HEMICYCLE, ημικύκλιου, τό. HEM ISPH ERE, ημισφαί- ριου, τό. HEMISTICH, ημιστίχιον, τό. HEMLOCK, κώνειον and κώ- νιον, τό (the herb and its poisonous juice). To drink the h. cup, κω- νειάζεσθαι. πιεϊν τό κώνειον. HEMORRHAGE, αιμορρα- γία, αιμόρροια, η. To have a h., άίμορραγεϊν. HEMORRHOIDS, αιμορροΐ- δες, αϊ. HEMP, S. κάνναβις, εως, ή. κάνναβος, η. HEMP, HEMPEN, adj. καν- νάβινος, 3 : e. g. ah. rope, καν- νάβινος σχοΐνος, 6 : h. oil, καν- νάβινον έλαιον, τό. HEN, άλεκτρυών, όνος, η. άΧεκτορίς, ίδος, η. (άλεκτρύ- αινα, η, Aristoph. ; a comic fern., imitated fm λέαινα.) όρνις, ιθος, η. A h. -house, όρνιθών, ώνος, ο. §^* In composition ivith names of birds, ^C, θήλυς, θήλεια, or simply expressed by the fern, ar- ticle, e. g. h. -sparrow, η στρου- θός. HENBANE, υοσκύαμος, 6. HEN-PECKED. Ε. g. to be h. , δεδουλώσθαι υπό γυναικός. εΤναι έπι τη γυναικί. γυναικο- κρατεΤσθαι (pass.). HEN-ROOST, κΧίμαζ όρνί- θειος, ο. HENCE. If With ref. to place] ενθένδε, εντεύθεν, αύτόθεν. από τούτου, άπό τοΰδε. Be off h. ! άπαγε σ εαυτόν, if With ref. to time future] μετά (c. ace), e. g. three days h., μετά τρεΪ5 ταύτα? ηαέρας. % With ref. to time past] See Ago, Since, if Implying or denoting consequence] εκ τούτου or τούτων. Η. it follows, or h. it is clear, δηλον εκ τούτων or εκ τούτου δηλον. HENCEFORTH,TOairoToD*- δε or άπό του νυν. του λοιποϋ. εις τό Χοιπόν or του Χοιποΰ. το μετά ταΰτα. εις τον μετέπειτα χρόνον or ές τον έπειτα χρόνον or simply μετέπειτα. HEPTAGON, επτάγωνον, τό. HEPTAGON AL, επτάγωνος and έπταγώνιος, 2. HER, pers. pron. See wider He. HER, possess, pron. αύτης arid (in reflexive relation) εαυτής, σφέ- τερος, 3. See under He, His. HERALD, κήρυξ, υκος, b. κηρύκαινα, η (fern. ; Aristoph.). The h. proclaims, κηρύσσει (τις or b κήρυξ subaud.) : the office of a h., κηρύκεια, η : to be h., κηρυκεύειν : of or belonging to a h., κηρυκικός, 3 : a proclamation made by a h., κήρυγμα, τό. κη- ρύκευμα : to send a h. to pro- pose truce, επικηρυκεύεσθαί τινι Χ HER HER HES (Thuc.) : the sending one — , ittl~ κηρύκεια, ή : to negotiate by a h., διακηρυκεύεσθαι προς τίνα (Τ^ιυϋ.).προσκηρυκεύεσθαι (with- out case. Thuc). A h.'s staff, κη- ρύκειον and -κιον, τό. κηρυκίνη ράβδο?, ή ■ he that has it, έχων τό κηρύκιου. κηρυκιοφόρος, 2. HERB, -πόα, ή. βοτάνη, ή. Green h., χλόη, η : small h., ποάριον, βοτάνιου, τό : garden h., λάχανον, τό : a h. garden, λαχανία, η : the knowledge of h.'s, βοτανική, η : to eat h.'s, ποηφαγεΊν : to eat nothing but h.'s, διασκανδικιζειν. See VEGE- TABLE, Simples. HERBAGE. See Grass, Herb. HERBALIST, βότανο-, ποη- -λογων, ούσα, ό, η. HERD, s. αγέλη, η (g. t. both of larger or smaller cattle, also of a crowd), νομή, ή, and βοσκήμα- τα, τά (of draught-cattle), βου- κόλιον,τό. βουφόρβια,τά. πλή- θος, τό (a congregated large num- ber). To collect into a h., συν- αγελάζειν : to keep or flock to- gether in h.'s, συναγελάζεσθαι (pass.): belonging to a h.. άγε- λαϊος, 3 : the keeping of h.'s, άγελαιοτροφία, ή (PL) : belong- ing to it, ay ελαιοκομικός (PL). HERD, V. συναγελάζεσθαι (pass.). See to Congregate. HERDSMAN, βουκόλος, 6. βοτήρ, ήρος, b. βούτης, ου, 6. βουποίμην, 6. HERE. <\\ In this place] τήδε. ενταύθα, ενθάδε. παρ' ήμϊν (with ref to the speakers place of residence). To be h., παρεϊναι. ηκιιν (as result of a coming, so νζω, I shall be h.) : to be h. in the town, επιδημεϊν. Η. I am, h. it is, ιδού ! ην ιδού ! ήνίδε (Aristoph.) : h. and yonder, εν- ταύθα τε και εκεί : h. and there, ένθα και ένθα. έσθ' 'όπου. iggjr* In connexion with the article it is expressed by -δε, with thedemonstr. pron. by -Ί : do you see the man h. ? οράς τον άνδρα τουτον'ι or τόνδε ; who comes h. ? ti's όδ' ή κ ει ; but h. comes, όδε μην ήκει (TragJ. ^ At this point] εν- ταύθα, εν τούτω, κατά ταύτα or simply ταύτα, Η. the matter ended, ούτως έτελεύτησε τό πράγμα. Η. below, h. on earth, ενθάδε. εν τη γη. εν άνθρώ- ποις. HEREAFTER, αύθις, ε'ίσαυ- θις. ύστερον, ε'ισοπίσω, and μεθύστερον (Trag.). HE RE- AT, -BY, -FROM, S[C., express by the several prepp. in combination with This. HEREIN, εν τούτω, εν τού- τοις, or simply ταύτα. Or Orel. with partcp., e. g. h. I have erred, ταύτα ποιήσας ήμαρτον. HERETOFORE, See For- merly. HEREUPON, μετά ταύτα. ίΤτα. έπειτα, εκ τούτον or του- (306) των and επί τούτω or τούτοις (denoting immediate sequence). HEREDITAMENT. See He- reditary Property. HEREDITARILY. Crcl.with 6, η, τό κατά κληρονομίαν or εκ κληρονομιάς. To possess atbg h., Crcl. by a past tense of κλη- ρονομεϊν τι (athg by aby, τι τί- νος). HEREDITARY, κατά κλη- ρονομίαν κατελθών, ούσα, όν. κληρονομικός,?), πατρώος, 3. Η. property or estate, πατρωον γή- διον, τό : h. rights, κληρονομιάς νόμος, b : to hold athg by h. right, νόμω κΚηρονομεΖν τίνος : h. portion, κλήρος, ό. κληρονό- μημα, τό : ah. realm, kingdom, or government, αρχή παρειλημ- μένη or παραδεδομένη ύπό των προγόνων : h. territory, estate, &C, η υπάρχουσα και οικεία χώρα (ορρ. to one gained by arms, purchase, S^c.) : a h. prince, see Crown prince : h. king, βασι- λεύς ό πάτριου την άρχϊιν παρ- ειληφώς. 6 έκ διαδοχής βασι- λεύς : h. evil or disease, πατρω- ον or εαφυτον κακόν, τό. HERESY, νεωτερισμός περί τά θεία, ό. α'ίρεσις, ή (in the Eccl. sense \ HERETIC, f In the ancient sense] 6 νεωτερίζων περί τά θεια. 6 καινά δαιμόνια ε'ισφέ- ρωυ. ου νομίμων ους ή πόλις νο- μίζει θεούς. ^1 JEccL] αιρετι- κός, 3. HERETICALLY. Crcl. with Adj. above. HERITAGE. See Inheri- tance. HERMAPHRODITE, ερμα- φρόδιτος, 6. ανδρόγυνος, 6. HERMENEUTICS^uiji/eu- TlKt'l, 17. HERMENEUTICAL, ερμη- νευτικός, 3. HERMIT, αναχωρητής, ού, b. ερημίτης, ου, 6. ήσυχαστής, ού, 6. The life of a h., 6 εν ερημιά βίος. ή καθ' ήσυχίαν διαγωγή. 6 άναχωρητικός βίος (later). Α h.'s abode, see Hermitage. Of or belonging to a h., άναχωρη- τικός, 3. έρημος, 2. HERMITAGE, έρημία, ή. άναχώρημα, τό, and άναχώρη- σις, ή (later), ησυχαστήριου, τό. HERNIA, κήλη, ή. HERO. ΤΙ In the ancient se?ise] ηρως, 6. Of or belonging to h.'s, ηρωικός, ήρώϊος, ήρωος, 3 : like a h., ήρω'ίκώς : to tell of h.'s, ήρωολογεΐν: a tale of h.'s, ήρωο- λογία, ή. As object of worship also άντίθεος, ημίθεος, 6. The h.'s or inferior local deities after whom tribes, &c., were named, ήρωες επώνυμοι, also called ap- χηγέται, κτίσται. A h.'s tem- ple or chapel, ήρωον, τό. The festival of a h., τά' ήρωα. *[1 A worthy, esply in war] άριστεύς, έως, b. άνήρ αγαθός τά περί τον πόλεμον, δεινός πολεμεϊν, μάχεσθαι. Later ήρως, 6, is used in this sense. The death of a h., ανδρός αγαθού θάνατος, 6 : to die it, άριστα or κάλλιστα μα- χόμενου τελευτάν. εύκλεώςάπο- θανείν μαχόμενον. *U TJie hero of a drama] πρωταγωνιστής, ού, 6. HEROIC, ηρωικός, 3. καθ' ήρωα. In a h. manner, ήρω'ίκώς. Η. age, τά κατά τυύς ήρωας, ό των ηρώων αιών. αιών ήρωος, ό. Hence, an h. poem (relating to the heroes), and h. poetry, see Epic. The h. metre, ήρω'Ίκόν μέτρον, τό. See Hexameter. To write it, ήρωΐζειν. % Brave, generous, Qc] άνδρειότατυς, 3. μεγαλόψυχος, 2. In the most h. manner, άι/δ/)ειότατα : h. mind or spirit, h. virtue, h. courage, seeHEROiSM -.h.powerorstrengih, ρώμη δεινή, ή. δεινότης, ητυς, ή : h. exploit, άρίστευμα, τό. αριστεία, ή. ανδραγάθημα, τό. «See Exploit, έργον κάλλιστον, θαυμαστότατον, τό. To do h. exploits, άριστεύειν. Η. death, see under Hero (death of). See further Brave, Courageous, "v'aliant, Noble. HEROICALLY. Fromadjj. under Heroic. HEROINE, ήρωΐνη, ήρωνη (Aristoph.), ήρωίς, ίδος, ή. γυνή μεγαλόψυχος, ή. γυνή άνδρία διαφέρουσα, ή. Η. of a play, ή πρωταγωνιστούσα (γυνή) : — of a story, ή βιολογουμέυη. HEROISM, άνδραγαθία, ή. λαμπρά αρετή, ή. μεγαλοψυ- χία, ή. With great h., άριστα και κάλλιστα, άνδρειότατα. HERON, ερωδιός, b (g. L). The white h., λ ιυκερώδιος, ό. HERRING, μα'ινη, ή. μαινίς, ίδος, ή (prps sprat), μαινόμενη, ή, and μαινομεν'ια, τά (later). One who sells dried h.'s, ταριχο- πώλης, ου, b : the sale of — , ταριχοπωλία, ή. Η. fishery, ή των μαίνων θήρα. HESITATE, όκνείν (about athg, περί τίνος), άποκνεϊν (to do athg, ποιεϊν τι : at athg, τι, προς τι), άποκνεϊν, διστάζειν, ενδοιάζειν περί τίνος. άμφι- -γνοεϊν or -δοζεΐν, άπορεϊν περί τίνος. I do not h. to call you by this name, εγώ τοι τοΰνομ' ού φεύγω τάδε καλεΐν σε (Eur.). Why do you h. ? τί δήτα έχων στρέφει ; See DOUBT, IRRESO- LUTE. That h.'s in his speech, Ίσχνόφωνος, 2 (ότι "ισχεται τυύ φωνεΐν, Aristot.). See Stam- mer. ( HESITATION, ενδοιασμός, 6. οκνος, b. απορία, ή. άμφι- σβήτησις, μέλλησις, ή. See IN- DECISION, IRRESOLUTION. With- out h., αμελλητί, ετοίμως, προ- θύμως : to have some h., or to do athg with h., see Hesitate. There is one point on which I still feel some h., εν δέ τι έτι απορώ (PL). To have no h., HES μηδέν άποκνεΐν (to do athg, iroi- iiv τι) : to cause some h., άπο- ρ'ιαν Tcapiyj.iv τινί or άπιστίαν (about believing). if Hesitation in one's speech] Ίσχνοφωνία. HESITATINGLY. Fmpar- tcp. Hesitating. HETERODOX, έτερόδοζος, 2 (Joseph.). To be h., έτερο<5ο£- έϊν (PL). 0$* The modern eccl. sense maybe rendered by άΧΧοίαν δδόν διώκειν της θρησκείας, ετε- ροδοζεΐν or μη σωφρονεΐν περί τά θεία πράγματα. See Here- tic. ( HETERODOXY, έτεροδοξία, η (PL) : for the mod. eccl. sense add περί τά θεία πράγματα or περί την θρησκείαν. See HERE- SY. HETEROGENEOUS, έτερο- γενης, εβ. HEW, σχίζε ιι/, τέμνειν (of wood, ξύΧα). πεΧεκαν (with an axe or hatchet). To make a road by h.-ing down tbe wood, όδόν ποιεΐσθαι τέμνοντα την υ\ην : to h. asunder or in two, κό- πτοντα σχι'ζειυ. δια-κόπτειν, -σχϊζειν, -τέμνειν : to h. stone, or in stone, κολάτττειν, εγκο- Χάπτειν. if To heiv down] κατά-, συγκόπτειν. παίσαντα άποκτείνειν. To hew down trees, κόπτειν, τέμνειν, κατα- and άποτέμνειν δένδρα : to lay waste a country by h.-ing down the trees, κόπτειν, κε'ιρειν, τέμ- νειν την χώραν. See Fell. To be hewn down, κοπηναι. κατα- κοπηναι. τμηθηναι (of trees). See to Cut, to Fell. HEWER, ζυΧο-τόμοςαηά-κό- πος, o (a wood-cutter). Χιθο-τό- μον, -κόπος, -ζόος, δ (of stone). HEWING. Bypartcp.ofverbs in to Hew. if The act of hew- ing] πεΧέκησις, rj (with an axe. T/ieophr.). ζυλοκοπία, £υλεία, v (of wood). See ' cutting,' under to Cut. HEXAGON, έζάγωνον, τό. HEXAGONAL, ε£άγα>υοδ,2. HEXAMETER, έζάμετρον (έπος), τό. νρωϊκόν μέτρου, τό. ηρωικαι στίχες, αι. To write h.'s, ηρωΐζειν. Η. and pentame- ter, ηοωεΚεγεΐον, τό (the distich). HEY ! interj. 'ία ! See Ha ! Eh ! Where's Xanthias ? hey, X. ! που ξανθιάς ; η, ξανθιάς ! (Aristoph.). η γαρ ου ; (key, isn't it ?) HEY-DAY ! interj. εα ! πα- ιταϊ ! (surprise.) See Ah ! Ha ! HEYDAY, s. if In tliephrase ' heyduy of youth or pleasure '] αγαΧΧίασις, η. Crcl. with άγάΧ- Χεσθαί τινι. χλιδάν τινι or επί τινι. HIATUS. See Gap. HICCOUGH, HICCUP, Χύγξ, Χυγγός, η (any sobbing), esply Χύγξ κενή, Thucyd. To have or get the h., λύζειυ. Χύγξ επιπίπτει τινί: the h. is stopped by holding one's breath, Χύγγα (307) HIG παύει πνεύματος επίσχεσις : one subject to the h., Χυγγώδης, Χυγμώδης, 2. HIDE, s. δέρμα, τό, and κύ- τος, τό (skin generally), ρινός, 6 and η (poet.), pi. τά ρίνη. δο- ρά, ή, and also δέρμα, τό, also σκΰτος, τό (the h. tvhen stripped off), βύρσα, η (as it comes to the tanner), σκΰτος, τό (esply as lea- ther), διφθέρα, η (as dressed only). To strip off the h., see to Flay. Made of a h. , δερμάτινος, διφθέρινος, 3: made of raw (ox) h.'s, ώμοβοεΐος, 2 : like a h., δερματώδης, 2 : to dress h.'s or skins, see Dress, Tan. HIDE, v. κρύπτειν (athg fm aby, τινά τι), άπο-, έπι-, κατα- συγ-, ΰποκρΰπτειν. See CON- CEAL, ' keep Secret.' The Med. is used subjectively , e.g. άποκρύ- πτεσθαι (to hide, e.g. athg that one has done ; fm aby, τινά τι : — one's property, την ούσίαν). To hide oneself at a place, κατα- κρύπτειν εαυτόν ε'ίς τι or εν τινι. καταδύεσθαι ε'ίς τι : to h. oneself fm aby, ΰποκρύπτεαθαί τινι. See Abscond. To h. one- self behind aby or athg, επηΧυ- γάζεσθαί τίνα or τι. See to Screen HIDDEN. Partcpp. of verbs to Hide, κρυπτός, 3. κρύφιος, 3 and 2. κρυφάϊος and (poet.) κρυπτάδιος, 3. επί-, άπό-κρυ- φος, 2. In a h. manner, see Se- cretly, by Stealth. To be h., άποκεκρΰφθαι. άδηΧον είναι. Χανθάνειν. See SECRET, UN- SEEN. HIDEOUS, δυσειδέστατος, 3. (εκπΧηκτικώς) αισχρός, 3. μυ- σαρός, 3 (with filth), μορμορω- πός, 2 (h. to behold. Aristoph.). HIDEOUSLY. From Adjj. above. HIDEOUSNESS, αϊσχοδ,τό. βδεΧυρία, η. τό βδεΧυμόν. HIDING, partcp. subst. Act of h., κρύψις, από- κατά-κρνψις, η. See CONCEALMENT. Fit for h., κρυπτικός, 3 : a h.- place, κρυπτηριον, τό. τό αφανές, οΰς: fm a h. -place, έκ τοΰ αφανούς. HIDING, s. To give aby a good h., δέρειν, εκδίοειυ (τινά). HIE. See to Hasten (intrs). HIERARCHICAL (eccl. L), prps ιεραρχικός, 3: — ally, — ώς. HIERARCHY (eccl. L), Ιερ- αρχία, η. To be governed by a h., Ίεραρχεϊσθαι. The h. (in the concrete), οι ιερείς, η ιερατεία. See Priest, Priesthood. HIEROGLYPHIC, Ιερογλυ- φικό?, 3. HIEROGLYPHICS, Ιερο- γλυφικά or ιερά γράμματα. HIEROGRAMMATIST (Egyptian learned priest), Ιερο- γραμματεύς, έως, 6. HIEROPHANT (the chief- priest of the Eleusinian mysteries), ιεροφάντης, ου, 6. HIGGLE. See to Hawk. il HIG To chaffer] Vid. To h. in a niggardly, miserly way, κιμβικεύ- εσθαι. γΧισχροΧογεϊσθαι (about trifles, Philo). HIGGLER, κάπηΧος, 6. HIGH. if That has elevation] ύψηΧός, 3. α'ιπύς, εΐα, υ (poet.). Situated higher, ανώτερος and poet, υπέρτερος, 3. μετέωρος, 2, and poet, μετάρσιος, 3 (hover- ing in tlie air). To fly h., μετέ- ωρον πέτεσθαι. The highest, άκρος, 3. ϋψηΧότατος, ανώτα- τος, and poet, υπέρτατος, ύψι- στος, 3. ι^ρ* With ref to mea- surement, expressed by the ace. absol., το υφός, as eight feet h., οκτώ πόδας 'έχων (ούσα, ον) τό υφός, or οκτώ ποδών τό ΰφος. ξ^Γ Often expressed by compounds, esply in poetry, e. g. having a h. neck or its neck h., ύψηΧαύχην, εν : to carry the neck h., ύψαυ- χενεϊν : of h. growth, ύψηΧο- φυ?;β, ές : flying h., υψιπέτης. See the Gr. Eng. Lex. With h., prominent, eyes, ΰψόψθαΧμος, 2 (Hippocr. ) . if Fig. : applied, e. g. to mental qualities, moral acts, <$£C.] βαθύς, εΐα, ύ. δεινός, 3. μέγας, άΧη, a. This is too h. for me, μεϊ"ζον τούτο γνώνα'ι έστιν η κατ έμέ: too h. for man, μείζον η κατ' ανθρωπον : to have h. notions, μέγα φρονεΐν. μεγάΧα τά φρονήματα κεκτη- σθαι (PL) : to have a h. opinion of aby, kuXiiv δόζαν έχειν περί τίνος : to aspire after h. things, μεγάΧων έφίεσθαι : to have a h. reputation, όνομα εχειν ύπερ τους πυΧλούς : of h. intelli- gence, ζυνετώτατος, 3. See Highly, if Of price, value] πο- Χύς,ποΧΧη,ποΧύ. μέγας, μεγά- Χη, μέγα. To buy at a h. price, to give a h. price, ποΧΧοϋ ώνεΐ- σθαί τι : to estimate athg at a h, price, to set a h. value upon, 7τολλοΰ or περί ποΧΧοΰ ποιεϊ- σθα'ι τι. δοκεϊ μοί τι ττολλοΰ αζιον είναι : of a h. price, h.- priced, μεγαΧό-, ποΧύ-τιμος, 2. if Of degree] The highest happi- ness (— summum bonum), μέγισ- του τώυ αγαθών. τέΧος των αγαθών : the highest degree of happiness, μεγίστη ευδαιμο- νία : in a h. degree, ποΧύς, ποΧ- λ?}, ποΧύ. διαφέρων, ούσα, ον, and adv. πάνυ. μάΧα. σφόδρα, διαφερόντως. κάρτα (poet.) ". to possess athg in a high de- gree, διαφέρειν ε'ίς τι. χρήσθαί τινι ύπερβάΧΧοντι : in the high- est degree, πλείστο?, 3. άκρος, 'έσχατος, 3, and adv. εσχάτως. μάλιστα, ττλίΐστα. See DE- GREE, Pitch. Of h. consequence or importance, a£ios σπουδής : of h. antiquity, 7τάυυ άρχαΊος, 3. To play h., see to Gamble, if Exalted, distinguished] Vid. H. rank, station, position, dignity, &c, μεγάΧη τιμή : a h. family, οίκος επίσημος, Χαμπρός, ό : of h. birth or descent, ευγενής, 2 : X2 HIG those h. in rank, oi εν τέλει (όντες). oi εν τιμή. % Fig.: haughty] VlD. % On high] άνω. Poet, ΰφι, ύψόθι, ύψοΰ. ύψόσε (to be Α.). From on h., avwUtv. ύψόθεν. μετέωρος, 3 (adj.). See ALOFT. To lift on h., μετεωρί- Χ,ειν, έπαίρειν. ΰψηλόν τίνα α'ί- μειν (PL): I am set on h., καθ- ίσταται με -yas. \@β*Γ And nume- rous, esply poet., compounds, as ύψιβρεμέτης, that thunders on h., for wch see Lex. % High and low in voice] οξύ και βαρύ εν φωνή. A h. scale or musical mode, νόμος or μελωδία όρθιος, ν : -with h. shrill voice, ύψ ά- φωνος, 2 (Hipp.), υφηλόφωνος, 2 (loud) : to play h. (in music), κρούειν έπι τό οξύτεροι/. Η. Words, ερις, ιδος, ή : to come to h. words, έπος ιτρός έπος ερεί- δεσθαι (Aristoph.). IT Of time] Η. time, καιρός, 6. ακμή, V '• 'tis h. time, καιρός (εστίν), ώρα (εστίν) (c. infin. ; poet., and also JCen.). ακμάζει or ακμή έστιν : h. noon, σταθερά μεσημβρία : a h. age, see Advanced, Old. *fi Of colour] A h. colour, χρώμα εναργές, τό : to have a h. colour, εριιθροττρόσωττον είναι. % Mis- cell.] The h. seas, πόντος, b. πέλαγος, τό : the ship is on the h. seas, μετέωρος έστιν η ναΰς : the sea runs h., οιδαίνει, κυμαί- νει 6 πόντος : the river is h., πληθύει 6 ιτοταμός. Η. water, see Tide. High wind, Vid. High and dry, άνω εττι τοΰ ξηροΰ. High TREASON, Vid. High misdemeanours, μεγάλα αμαρτήματα, τά. Η. condition, ακμή, ή- άνθος, τό : to be in h. condition (plump), σφριγΰν. To sin with a h. hand, see Wilful- ly. To fill h., έκπιμπλάναι. HIGH, adv. In phrases such as, e. g. (the river) runs h., πολύς ρεΐ : to be situated h. up, άνω κεΐσθαι : to fly h., μετέωρον πέ- τεσθαι, ξβρ expressed by adjj. and advv. as above. HIGH-BORN, ευγενή*, ί*. HIGH-COLOURED, εναρ- γή*, 2. See under High. HIGH-FLOWN, τραγ,κός, 3. κομπώδης, 2. διθυραμβώδης, 2. A h. speech, διθύραμβος, 6 : a h. style, τό διθυραμβώδες της λέξεως or 6 των λόγων κόμ- πος. HIGH-FLYER, μετεωροσο- φιστης, οΰ, 6 (Aristoph.). μετε- ωροφρονών, 6. μεγάλων έφιεμέ- νος, 6. HIGH-HEARTED. See Mag- nanimous, Generous. HIGHLANDS, χώρα ορεινή, ν• τό δ ους. τά όρη. Highlan- ders, οι τό ό(ΐος οικοΰντες. HIGH-MINDED. See Mag- nanimous, Arrogant,Haugh- ΤΥ. HIGH -PACING, ύψίπους, ποδός (Soph.). HIGH-PRIEST, άρχιερεύς, (SO® HIM έως, 6. The office of a h., άρχ- ιερεία, η. HIGH-SEASONED, άρτυ- τός, 3. See Flavoured. HIGH-SOUNDING (words), κόμπος (ρημάτων, λόγου), 6. HIGH-SPIRITED. SeeBoLD. HIGH -TREASON, η της πατρίδος προδοσία. One guilty of h., ό της πατρίδος προδότης. HIGHLY, πάνυ. μάλα. σφό- δρα, διαφερόντως. Very h., most h., εσχάτως, μάλιστα, πλείστα. «See Extremely. And formed fin adjj. under High, and besides Crcl. with compounds, e.g. h. respectable, πλείστης τι /iiys άξιος, 3 : h. gifted or endowed, κράτιστος, ίστη, ιστον, τη φύ- σει or την φύσιν. άκροφυή*, 2 (with ref. to mental faculties), κε- κοσμημ<νον είναι πάσι τοΊς κα- λοΐς (with ref. to good things in general). H. favoured by fortune, εύδαιμονέστατος, 3 : h. renown- ed, επιφανέστατος, 3. ενδοξό- τατος, 3 : h. pleased, περιχα- ρή*, 2. άγαλλόμενος, ένη. ύπερ- χαίρων, ούσα : h. enlightened, ξυνετώτατυς, 3 : h. honoured, πολυτίμητος, 2: h. celebrated, προς πολλών ύμνούμενος, 2. πο- λυύμνητος, 2 : h. meritorious or deserving, πολλού or πλείστου άξιος, 3 : — as regards aby, τινί or πλείστα ώφελήσας τινά. HIGHNESS, f Propr. : height] VlD. if Fig.] μέγεθος, τό. υψος, τό. Η. of mind, με- γαλοψυχία, η. HIGHWAY, λεωφόρος (with or without οδός, η), αμαξιτός and άμαξηλατος, η (sc. οδός), στει- βομένη οδός, η. HIGHWAYMAN, ληστή*, οΰ, ο. λωποδύτης, ου, 6. To be a h., ληστεύειν or λωποδυτεΐν. HILARITY. See Mirth. HILL, λόφο*, γεώλοφο* or γήλοφος, μαστό* (Χ•), πάγος, κρημνός, 6. Poet, κλιτύς, ύος, όφρύς, ύος, η. κολώνη, η, and κόλωνος and βουνός, 6 (Hdt.). HILLOCK. See Hill. HILLY, λοφώδης, 2. κρη- μνώδης, γεώλοφος, 2. λόφοις διειλημμένος, 3. HILT, κώπη, η. HIMSELF (Herself, It- self, Themselves). U As pro- noun definite (= he and not an- other)] αυτό?, η, ό. He h. said, αυτός εφη : he h. must come, αυτόν δεΐ παραγίγνεσθαι '. to address or send an address to the king h., προς αυτόν τον βασιλέα ποιεΐσθαι του* λόγου*, ξβί* In this sense αυτός in Attic prose precedes both art. and subst., or follows both, the son h., αυτός 6 υιός or ό υιός αυτός, and the art. is never omitted except with pro- per names, as αυτός Μένων, or tvith designations like king, father, &c, αυτός βασιλεύς, πατήρ, $c. Τη combination with pr on. of third person, ου (in Horn, both still se- HIN paraie, e. g. εο αύτοΰ, oi αύτώ), έαυτοΰ, ης, οΰ, and with empha- sis, αυτός έαυτοΰ, 6[C., to love, hurt, &c, h., αγαπάν, βλάπτειν, κτλ., εαυτόν : to come to h., εν εαυτω γίγνεσθαι : they prepare for themselves, (αυτοί) εαυτοί? κατασκευάζουσιν : belonging to h., see His own. ξ^• Even in the gen. absol., e. g. they wished them to escape first, while they themselves drew off leisurely, εβούλοντο αυτούς προκατα- φυγέΐν, εαυτών σχολή υπο- χωρούντων (emphat. for σφών [see under He], which pronoun is used in the following clause, και προ* σφά* τεταγμένων των εναντίων, Thuc. 3, 78). Cyrus ruled these nations not speaking the same language with h. (as he' did), Kupos ηρξε τού- των τών εθνών ούχ εαυτω (= οι αύτώ) ομογλώττων όντων (Χ.). See He. ^f» Sis the cases of ου are thus used with αυτός added, the Athenians were seek- ing themselves (== one another), oi 'Αθηναίοι σφάς αυτού* εζη- τουν (Thuc.) : they were so hot that they could with the greatest- pleasure throw themselves into cold water, οΰτως ίκαίοντο ώστε ηδιστα άν ες ύδωρ φυχρόν σφά* αυτούς ρίπτε ιν (Thuc). φ^ The reflex, pron., when not emphatic, is often expressed by the mid., he washes h., λούεται : he prepares athgforh., παρασκευάζεται' τι : to wch, for emphasis, the reflex, pron. is sts added, as he acquires power for h., εαυτω δύναμιν περιποιείται. But often the Gr. usesthepass. or an active tierb where theEng. has Oneself ( Vid.). See the several Verbs. 1J By himself = alone] αυτός, 3. μόνος, 3, e.g. διαιτάται (lives by h.), also αφ' εαυτοΰ (without help). ^J = Of his own accord] Vid. αυ- τό?, 3. In and by h.. αυτό? καθ' αυτόν and άφ' έαυτοΰ γνώμης (out of his own head) : athg as it is in itself, αυτό εκαστον. ^gp• Of, by, &c, -self, is also expressed by numerous compounds of αυ- τός, e. g. αυτόκλητος, αυτοδί- δακτος, S[c. See under Self, and the Greek Eng. Lex. under αύτο-. HIND, s. ητ The stag] ελα- φος, η. Tl Boor] See CLOWN. HIND, HINDER, adj. (in composition), e. g. h.-leg, οπί- σθιος πους, 6. σκέλος όπίσθιον, τό : h. -wheel, τροχό? 6 οπίσθιος : the h. part of athg, τά οπίσθια, τά οπίσω, νώτα, τά : h.-seat, ή εντός έδρα. See Back. The h. part, τά οπίσω : to occupy the h. part, οπίσω or όπισθεν or έσχατοι/ καταστηναι : towards the h. part, άνόπιν. εις τούπί- σω : fm the h. part, όπισθεν or εκ τοΰ or τών όπισθεν. See Back. The h. part or portion of a building, οπισθόδομο*, 6 : those HIN HIS HIS stationed in the h. rank, or the h. division (of soldiers), oi έπι- τεταγμένοι. Hindermost, hind- most, 'έσχατος, 3. See Last. HINDER, v. f To checkor op- pose the execution of athg] κωλύ- ειν τι. εμποδων γίγνεσθαι τι- νι. εμποδίζει» τι. έναντιοΰσθαί (pass.) τινι. If To prevent aby] εμποδίζει» τινά or (Aristot.) τι- νι (fm doing athg) τον, or μη c. infin. (PL) or προς ti (Isocr.). εμποδίου or εμποδων είναι, γί- γνεσθαι, καθίστασθαί τινι, του μη, το μη, or simply τοΰ, c. infin. κωλύειν (δια-, άπο-κωλύειν) τινά τίνος, or τοΰ μη, or μη, or (Th.) ω&τε μη ποιεΐν τι. εναντιοϋ- σθαί τινι, μη, or άνθίστασθαί τινι τοΰ μη, ποιησαί τι, also ουκ εάν τίνα ποιεΐν τι. (^Γ* Nearly equivalent is κωλύειν ποιοΰντά τι, propr. to hinder while doing athg.) Also, ου περι- οράν τι γιγνόμενον. άσχολίαν παρέχειν τινι (τοΰ) ποιεΐν τι. To be perpetually h.-d fm attend- ing to athg, άσχολίαν εχειν περί τίνος (PL). We are h.-d in the pursuit of philosophy, άσχοΧΊαν αγομεν της φιλοσοφίας (PL) : to be h.-d fm doing athg by athg or aby, κωλύεσθαι πράττειν τι διά τι or υπό τίνος. "[[ In more elevated language, to hinder = to debar] εϊργειν (Att. to shut out ; ε'ίργειν, to shut in. Buttm.) ώστε μη c. infin., άπείργειν, τινά τοΰ (μη) ποιησαί τι. What is there to h. fm — ? τι εμποδων μη ουχί c. infin. (0$* concerning the addition of μη, μη ου, see the Grammar), also τι δ' εν μέσω τοΰ c. infin. (Χ.) Apt to h., δια- κωλυτικός, 3. εμποδιστικός, 3. See to Keep, Prevent. HINDRANCE, έμπόδισμα, εμπόδιον, κώΧυμα, διακώΧυμα, τό. κώλυσις, η. Also, το εμ- ποδων. έγκοπή, η. εγκομμα, τό. άσχοΧία, η (negotium, h. caused by other business), το εμποδ'ιζον και ϊσχον (fm athg, τινός). Put a h. in aby's way, κωΧύειν. εμ- ποδων ποιεΐσθαι. εμποδων τι ποιεΐσθαί τινι. See phrases in to Hinder. To remove a h., εκ- ποδών ποιεΐσθαί τι. (εκ μέσου) άν- or άφαιρεΐν, άποκινεΐν τι. HINGE, s. ^ρ The purpose of hinges was served by the στρό- φιγξ, ιγγος, 6 = the pivot at top and. bottom of a door ; let into a soclcet, στροφεύς, έως, and τόρ- μος, b. To cut through, or break off, the h.'s of doors, διακόπτειν τους στροφείς, νποτέμνειν τάς στρόφιγγας, των πυΧών. In Horn, θαιρός, 6 = that on wch a door or gate turns, γίγγλυ- μος, δ = ball and socket, joint. ^1 Pig. : cardinal point of a ques- tion] κεφαλαίου, τό. HINGE, v. (— to turn upon), e.g. άνακεΐσθαι ε'ίς τίνα, εις τι, επί τινι. άνηρτησθαι ε'ίς τι, εκ τίνος. See Turn upon. (309) HINT, V. α'ινίττεσθαί Ti,and εις, προς τι (at athg). ΰπαινίτ- τεσθαι, ΰποσημαίνειν τι. άπο- σημαίνειν εις τίνα (to allude to a person. Thuc). ΰποδεικνύναι τι (to give a glimpse of), παρ ά- δηλου ν τι (to make known by h.'s. Dem.). παρεμβάλλειν ύποφίας (to drop A.'s casually). HINT, s. To give, drop, &c., a h., see the Verb. HIP (pi. Hips), προχώναι, αϊ (os coccygis, Archipp.). ΰποκώ- Χιον, τό (also h.-bone. Xen.). μη- ρός, δ (thigh-joint). Ισχίου, τό (its socket, also loin), οσφύς, ύος, η (loin). Socket of the h. joint, Ίσχίον, τό. κοτύλη and κοτυλη- δών, όνος, η. αλεισον, τό (Ath.). Pains in the h., Ίσχιάς, άδος, η. οσφυαλγία, η : that has such, Ισχιακός, ίσχιαδικός, 3. HIPPED, HIPPISH. See Hypochondriac. HIPPOPOTAMUS, Ιπποπό- ταμος, δ. HIRE, s. μισθός, δ. μιαθο- φορά, η. See Wages. On h., μισθω. επι μισθω. μισθοΰ : to let out for h., μισθυΰν, εκ-, άπο- μισθοΰν τινι τι : a letting for h., μίσθωσις,η. &e Let. Without h., άμισθος, 2, and adv. άμισθί. HIRE,v. μισθοΰσθαι {mid. and pass.), προσ μισθοΰσθαι. μισθω πείθειν. συνωνεΐσθαι (to take into one's pay, esply soldiers. Hdt.). To be h.-d, πείθεσθαι μισθω. μίσθοφορεΐν. HIRED, μεμισθωμένος, 3. μισθωτός, 3. έμμισθος, 2. μι- σθαρνών, οΰντος, δ. μισθοφόρος, δ. μισθω πεισθείς, εΐσα (pass.). A h. horse, Ίππος μισθωτοί or μισθώσιμος, δ. HIRELING. See Hired and Mercenary. HIRER, μισθωτής, οΰ, δ. μισ- θούυ,ενος. μισθωσάμενος, δ. HIS (Her, Its, Their), «ύ- τοΰ, ης, οΰ, ών (ejus, eorum, ea- rum, eorum). I saw his father, είδον τον πάτερα αϋτοΰ. Or the gen. of the demimstr., if ' his,' ragmatie tenters of history). HISTORIC, HISTORICAL, Ιστορικό?, μνημονευόμενος, πα- ραδεδομένος, 3. A h. enquiry, ιστορία, η : h. certainty, ι) άπό των πραγμάτων πίστις : h. re- cord or writing, σύγγραμμα, τό. συγγραφή, η. HISTORICALLY. Fm the Adj. To be h. preserved or on record, καταβεβλησθαι γεγραμ- μένα. γεγραμμίνα εκ του πα- λαιού σεσώσθαι (PL) • to know athg h., ακοή ειδέναι or μανθά- νέιν τι. HISTORIOGRAPHER.Iaro- ριογράφος, b. See HISTORIAN. HISTORY, ηί As record of events] ιστορία, η. σύγγραμμα, τό. συγγραφή, h- άπόδειζις ιστορίας, η (Hdt.). ^f More ge- nerally, as story or narrative] δι- ήγημα, τό, and διηγησις, η. λό- γος, 6. απομνημόνευμα, τό. Το write a h., συγγράφειν, e. g. of the Peloponnesian war, ξυγγρά- φειν τον πόλεμον των TlfXo- ποννησίων και 'Αθηναίων (Th.). Ignorance of h., άνιστορησία. ^f As course of events] τά πράγμα- τα or πεπραγμένα or γενόμενα or συμβάντα. The h. of this period, τά κατά τούτους τους χρόνους γενόμενα : Grecian h., τά πεπραγμένα υπό των 'Ελ- λήνων, τά 'Ελλήνων. HISTRIONIC. -See Theatri- cal. HIT, v. TJ Opp. to miss] τυγ- χάνειν, έπιτυγχάνειν (e. g. the mark, του σκοπού). See to Reach. ^T Fig.] To h. the right moment, του καιρού επι- τυγχάνειν orλaμβάvεσθυι^. to h., or h. upon, the truth (by con- jecture, &c.), ευ στοχάΤεσθαί (310) HIV τίνος, καλώς or ορθώς ε'ικά'ζειν τι. εικασία καταλαμβάιειν τι. ξυμβίΐλέσθαι τι. You have h. it ! well h. ! καλά δη παταγεΐς. καλώς δητα μανθάνεις or γι- γνώσκεις. To h. the mark (= to be right), κυρεΐν (without case) : to h. or touch the right points, έφικνεΐσθαι λόγω (rem acu tan- gere). To h., or h. off, a likeness as a painter, πιθανώς or κατά φύσιν άπεικάζειν. όμοιότατον τω άΚηθινω άπεικά'ζειν. To h. upon some contrivance, see Con- trive, Devise. To h. upon (by recollection), see to Recollect, Call to mind. That h.'s the mark, επί-, εϋ-σκοπος, εύστο- χος, 2 : to h. the mark cleverly, επίσκοπα τοζεύειν (Hdt.). ^f To strike] Vid. E. g. the missile h.'s, εμπίπτει τό βέλος : h.'s him on the ear, προσβάλλει προς τό ους. % To BEAT, give a blow] Vid. HIT, s. TI Opp. to miss] A lucky h., ευστοχία, η. To make a good or lucky h , see the Verb, επί-, εΰ-σκοπα, εύστόχως, τοζ- εύειν, λέγειν, κρίνειν, βάλλειν (in a game), 8rc, also ούκ αστο- χίας. To make lucky h.'s, πολ- λή τη ευστοχία χρησθαι. 'HITCH,?;, 'f To check (by a catch, hook, <§"c.)| 'ίσχειν. ^J To move by a slight jerk] g. t. κινείν, προ-, άπο-κινεϊν. See to Move. HITCH, s. H Catch] Vid. τό "ισχον (the check, stoppage. X.). "Where's the h.? πού συντρίβε- ται τό πράγμα ; (Oem.) To have a h. in his gait, σκιμβάζειν. HITHER, ένθάδε (but Att. more usually ' here""), also ωδε (Aristoph.),a7id (poet, esp/y Trag.) οδε, ηδε, τόδε (e. g. όδ' 'έρχεται, h. comes — ). δεύρο. ενταύθα (in Att. usually with perfi, e. g. thou hast come h. = to this, ενταύθα προελ-ηλυθας, PL) : strengthened ένταυθί (Horn, and later writers ενταυθοΐ, never m Att.). αύτόσε. See Here. H. and thither, ένθα και ένθα (poet.), δεύρο κάκεΐσε. και τά τηδε και τά δεύρο. άνω και κάτω, άνω τε και κάτω. άνω κάτω. To run h. and thither, οιατρί'χειι/. See 'Backwards and forwards,'' ' To and fro,' ' Up and down.' HITHER, adj. (citerior), εγ- γύτερος and έγγυτέρω (κείμε- νος), 3, also έπι τάδε, ενταύθα. εσω, έσωθεν, εντός (all with Art., e. g. τά έπι τάδε, i. e. the h. coun- try). HITHERTO. IT Up to this time] μέχρι του νυν or τούτου or τούδε, ές τόδε. τέως. δεύρ' άεί. 1J To this point] μέχρις ενταύθα. Η. (= thus fa?•) I have been speaking, &c, δεύρο or εν- ταύθα τού λόγου. HITHER WARD, δεύρο. τί}- δε. πρόΰ ημάς. τάδε (poet.). HIVE, s. σίμβλος, 6. Belong- ing to a h., σίμβλιος, 3 : to HOB make h., σιμβλοποιείν. κυψέ- λη, η (any hollow cftest, beehive. Plut.). μελιττoτpoφεΊov,τό,or μελισσών, ώνος, ό (bee-house, a stand of beehives). A h. of bees (= the bees within it), σμήνος, τό. To rob a h. of its honey, βλίτ- τειν. HIVE, υ. μελιττώι/ σμήνη ιδρύσθαι. HO! ίώ\ καλώ ! HOAR. See Hoary. HOARD, S. θησαυρός, b. θή- κη, η. See Store, Heap. HOARD, v. θησαυρίζί ιν, άπο- τιθέναι. H.-d, άποκείμενος, 3. HOARDER. Crcl. by pa?icp. of verb to Hoard. See Miser. HOAR-FROST, πάχνη, δρο- σοπάχνη, η. πάγος, παγετός, 6. στίβη, η. Covered with h., παγετώδης, 2 : to cover with h., παχνούν : it is a h., παχνϊζει. HOARINESS, πολιότης, η, and Crcl. fm udjj. under Hoary (ivith ref to the head). HOARSE, βραγχός, 3 (βρόγ- χος, b, sore-throat : βραγχάν, to have one), βραγχώδης, 2 (some- what h.). κερχαλέος and κερχν., 3 (rough, dry), and κερχνώδης,Ί. τραχύς την φωνήν. A h. voice, τραχεία φωνή. To be h., κερ- χνάν. κέοχειν (and pass.). HO A RSENESS^i^xos (see under Hoarse), κ έρχνος,ο. κέρ- χνωμα, τό. HOARY, ύπόλευκος, 2, and πολιός, 3. Η. hair, πολιαι or λευκαΐ τρίχες : to grow or turn h., πολιυύσθαι (pass.) : a h. head and he that has it, λευκ- and πολι-όθριξ, τριχος, b, η. λευκό- -τριχος and -κομος, 2. λευκην τι/ν κόμην έχων. HOAX, ν. άπολαύειν τινός or τινά, πα'ι'ζειν προς τίνα or προσπαίζειν τινί (to make fun of aby). διιιβουκολεΊν τίνα (de- ceive with false hopes), φενακί- ζειν τινά. See Deceive, Gull, Take in. HOAX, s. φενακισμός, b (usu- ally pi.) . έπίσκωψις,η. σκώμ- μα. σκωμμάτιον, τό. HOBBLE, v. «ft (Intrans.)] σκάΧ,ειν. σκιμβάζειν. «SeeLAME, Limp. H (Trs.) To tie or clog a horse's legs] ποδϊζειν, έμπυδί- Χ,ειν. HOBBLE, s. II A limping gait] Crcl. by verb to HOBBLE. II Fig. : to be in a hobble] ίσχε- σθαι και άπορεΧν. HOBBY-HORSE, HOBBY. ΤΙ Propr.] Ίππίδιον ζύλινον, τό. To ride on his h., κάλαμον περι- βεβηκέναι ώσπερ ϊππον (Plut. Ages. c. 25). ίϊ Metaph.] επι- τήδευμα ποοσφιΧέστστον, τό. Athg is aby's h., εν ηδονή εστί τί τινι. φιλοτιμείται τις επί τινι : an expensive h., φιλοτι- μίαΐ δαπανηραί : to expend a good deal on some h., δαπανάν εις ηδονην τίνα. HOB HOBGOBLIN, εμπουσα, v. μορμώ, οΰς, ή. μορμο-Χύκη, ή, and -Χυκεΐον, τό. HOCK, Ιγνύα, ή. HOD, άγγεϊον, τό (g. t.). HODGE-PODGE, κυκέών, ώνος,ο. κυκήθρα,ή. ποΧυμιξία, ή. σύγκραμα. σύναγμα, τό. πΧήθος εική συμπεφυρμένον, τό. φορυτός, ό (βρωμάτων). ΗΟΕ, V. σκάΧΧειν, σκαΧεύ- ειν. σκαΧίζειν. άσκαλ ιζειν (Att.) . That wch is h.-d, σκάΧευμα, τό : not h.-d, ασκαΧος, 2. HOE, s. σκαλί?, ίδος, v. σκά- Χευθρον,τό. σμινύη and δίκεΧ- λ«, ν (a two pronged h., bidens). HOER, σκαΧεύς, έως, and σκαΧευτης, οΰ, 6. HOEING, σκάΧευσις, σκά- Χασις, σκάΧσις and όσκαΧσις (Theophr.), εως, ή. σκαΧεία, ή. HOG, σΰς or us, ΰός, η. χοί- ρο*, ου, 6, ή. A fat h., σίαΧος (υς), ό. See Pig, Swine. A h.'s bristle, ΰός θρίξ or ΰεία θρίξ, η. n τοΰ χοίρου χαίτη. Hog's back (a rock or ridge like a), χοιράς, άδος, ή. HOGGISH, χοιρώδης, 2. See Swinish. Η Ο G - S Τ Υ, χοίρο κομεϊον, -μάνδοιον, -τροψεΐον, τό. HOGSHEAD. IT As liquid measure, 54 gallons] The nearest equivalent εξ αμφορείς (or με- τρείται) και τρεις χόες. If In- def. : a large caslc] πίθος μέγας, ο HOIST, άνασπάν. α'ίρειν, έπ- ' αίρειν. To h. a sail, έπαίρειν or α'Ίρεσθαι ιστία. HOLD, v. «IT (Trans.) To have seized hold of] εχειν, κατ- . έχειν, κρατεϊν τι, e. g. to h. a ; staff in one's h., εχειν βακτηρίαν (τη δεξιά) : to hold aby by the cloak, έχειν τινά or Χαβέσθαι j τινός τοΰ ιματίου : to hold fast j to athg, εχεσθαί, άντέχεσθιιί ! αντιΧαμβάνεσθαί τίνος. *JT Το keep, to retain] To hold aby to his word (fig.), άξιοΰν τίνα a \ ύπέσχετυ ποιήσαι. To hold fast a purpose, διαφυΧάττειν την γνώμην. ουκ έξίστασθαι της προαιρέσεως. Toh. a course towards, see to Steer. *ff To hold as possesso?'] κεκτήσθαι. εχειν. εστί μοι, υπάρχει μοι, κύριον είναι τίνος. To have and h. landed property, νέμεσθαί τι : to h. in a foreign country, έγκτά- σθαι : property so held, έγκτη- μα, τό: right of holding it, εγ- κτιισις, ή. To h. an office, τι- μήν, τάξιν, εχειν. αρχειν άρχην. εν αρχή είναι. To h. a title, έπωνυμ'ιαν εχειν. προσαγορεύ- εοθαι. *Π To detain, stop the mo- tion of aby or athg] κατέχειν, ίπέχειν, τι. To h. aby fm fall- ing, ίσχειν τοΰ μη πίσεΐν : toh. one fm fleeing, εχειν συΧΧαβόν- τ« τινά : to h. one's breath, αττι/ευστΐ εχειν. συνέχειν τό πνεΰμα : to h. one's tongue, σι- (3H) HOL γην αγειν. ευφημεϊν. μη γρυ- ξαι μηδέν. To h. aby in hand, Ι κενάς έΧπίδας παρέχοντα κάτ- ι έχε ιν τινά. Hold! έπίσχες\ See < Stop. To be held fast (entangled) in athg, ένέχεσθαι εν τινι (e. g. εν άπορίαις) : to be held liable to punishment, ένέχεσθαι ζημία. IT To celebrate, keep, exhibit] ποι- ; εϊσθα'ι τι (e. g. a supper, δεΐ- πνον) : — a feast, έπιτεΧεΐν, τε- ί Χεΐν, αγειν εορτην : — a mar- riage, ποιεϊσθαι τους γάμους : j — judgement, πΧηροΰν δικαστη- ριον: — an assembly, έκκΧησίαν ποιεΐσθαι (ε. ποιεϊν, of him who causes it to be held) : — a meeting or council, συγκαΧεΐν, συνάγειν την βουΧην, and (of the members composing it) συνεΧθεϊν εις τι) ν βουΧήν : — a muster or review, έξέτασιν ποιεϊσθαι: — a speech, discourse, conversation, τους Χό- γουςποιεϊσθαι. διαΧέγεσθαι,Χό- γους ποιεϊσθαι, προς τίνα. ff Το account, esteem] νομίζω ιν, ήγεΐ- σθαί, τίθεσθαί τι, τιι>α. To h. aby for, or to be, a friend, φίΧον νυμίζειν τινά : to h. athg to be a special providence, τιθίναι τι θείας ευεργεσίας. See ACCOUNT, Consider, Take. To h. in ho- nour, εν τιμ»7 εχειν τινά. έυτί- μως αγειν τινά, τι. θεραπεύειν τινά : to be held in wonder, έν θαύματι ένέχεσθαι (Hdt.). I h., δοκω. δοκεϊ μοι. οίίτω γιγνώ- σκω, ως — . I h. with aby, συυ- δοκεϊ μοι. τά αυτά δοξάζω, φρονώ τινι. If To hold with ant/ person or thing rz to side with] εί- ναι μετά τίνος or σύν τινι. στή- ναι μετά τίνος, εχεοθαί τίνος, πράττειν τά τίνος, ουμπράτ- τειυ τινί. To h. with the Medes, the Lacedaemonians, &c, μηδί- ζειν, Χακωνίζειν. *jf To contain] χωρεΐν. είναι (gen.). Ικανού είναί τινι. εχειν, περιέχειν. εμπερι- -έχειν, -Χαμβάνειν. δέχεσθαι. The room h.'s many people, τό οίκημα ϊκανόν έστι ποΧΧοϊς άνθρώποις. To h. Avater, στέ- γες ϋδωρ. fi (Intrs.) To hold good — to be applicable to] άρ- μόττειν τούτω or προς τοΰτο. τείνειν προς, εις τίνα. είναι προς τίνα, κατά τίνος. A say- ing h.'s good with respect to athg, λέγεται ε'ίς τίνα. έξεστιν επι- Χέγειν τινι τον Χόγον : it h.'s good throughout, δι όΧου παρα- κοΧουθεϊ (Χ.). H To continue firm] έμμένειν. The rope will not h., δια/ό / ό?)γΐ'υτ«ι τό σχοι- νίον. (gfjp For phrases with hold, not given above, e. g. 'to h. in pledge,' ' h. aby responsible,' ' h. a wager,' see the other words. HOLD BACK. *H Propr.] κατ- έχειν and -ίσχειν, έπέχειν and ^ισχειν τινά τίνος (to restrain aby from athg), also ένίχειν, -ίσχειν. To h. aby back fm do- ing athg, έττισχεΐι; τίνα τοΰ ποι- εϊν τι. άποτρέπειν τινά 'έργου τινός : to h. back one's anger, HOL κατέχειντην όργην or κρατεϊυ της οργής or άποκρύπτεσθαι όργην. II To keep reserved or secret] κατέχειν. κρύπτειν. ουκ ειπείν, ου δηΧυΰν, ουκ άποφαί- νεσθαι (την γνώμην). See Keep back. *H To restrain o?ieself] άνα-, ΰποστέΧΧεσθαι. άπέχε- σθαι. κρατεϊν έαυτοΰ. ^ De- lay] Vid., and Linger. HOLD BEFORE, προέχειν τι τίνος (athg before aby). πρυέχε- σθιιί τι (before oneself), and προ- βάΧΧεσθαι, παραβάΧΧειν, παρ- εχειν τι. προσείειν τι (as lure). HOLD BY (ititrans.), εχεσθαί τίνος. See Hold on by. HOLD FORTH, προ-τείνειν (e. g. την χείρα), -βάΧΧεσθαί (e. g. τό δόρυ), -ΐσχεσθαί τι. See to Offer and to Hold out. *fl To declaim, harangue] VlD. HOLD IN, κατέχειν. κοΧά- ζειν. συστέΧΧειν, also κρατεϊν τίνος. To h. in one's breath, συνέχειν τό πνεΰμα. HOLD off. «fi (Trans.) To keep ojf] άπέχειν (e.g. χεϊράς τινι or από τίνος, hands fm aby). άπέχεσθαι (one's own hands), ε'ίργειν (Att., to shut out, opp. to εϊργειν, to shut in), άπείργειν, άποτρέπειν or άποτρέφαντα εχειν τινά τίνος or άπό τίνος. H (Intrs.) To hold otieself off] άπέχεσθαι τίνος. φεύγειντι(ίο keep at a distance). HOLD ΟΝ. ίί To continue] Vid. Το h. on by, άντεπερεί- δεσθαί τινι. ; HOLD out. IT Extend] εκ-, άπο-, δια-, προ-τείνειν. όρέγειν. To h. out one's hand, διατείνειν την χείρα (after athg, επί τι), όρέγεσθαί τίνος or έπορέγεσθαί τινι. όρέγειν την χεϊρά τινι (by tcay of rendering assistance), έρά- νω ΰπέχειν την χεϊρα (for α bribe), προσείειν την χείρα (h. out and shake). ΤΙ To offer] προ- τείνειν. όρέγειν. παρέχειν. See to Offer. — a prize, αθΧον κατά- or προτιθέναι (and pass.). άθΧυν πρόκειται: — hope to aby, έΧπίδα παρέχειν, πρυτείνειν, προφαίνειν, Χέγειν τινί : — a promise, έΧπίδας Χέγειν or ποι- εϊσθαι. ποιεϊσθαι or ΰποτείνειν ΰπόσχεσίν τινι : — a bait or lure, a threat, προσείειν θηρατρον, φόβον τινί : to h. out (= sug- gest), ΰπέχειν τι. *fl (Intrs.) To hold out tinder or agst athg, endure] έμμένειν τινί (to perse- vere), άνέχεσθαι and ύπομένειν. άντέχειν τινί. καρτερεϊν τι, έγκαρτερεϊν τι or έν τινι. δια-, also περι-φέρειν (Th.). To h. out when besieged, άντέχειν πο- Χιορκούμενον. ύπομένειν την πο- Χιορκίαν. τη ποΧιορκία παρα- τε'ινεσθαι ες τουσχατον (to fl- out to the last extremity. Th.). HOLD OVER, ύπερέχειν τ'ι τίνος or τινι. ύπερτείνειν τ'ι τίνος, έπαρτάν (e. g. φόβον, α threat or terror) τινι. HOL HOL HOM HOLD together, % (Trs.)] συνέχει» (to keep up tlie connexion or union), ποιεϊυ συμμένειυ (to give stability), συμβάΧΧειυ,παρα- βάΧΧειυ τί τινι (to h. together by way of comparing things), ^f (In- TRiXS.)] εχεσβαι (pass.) άΧΧή- Χων. παρααένειν or προσμένειν (to adliere, cling together), ϊστα- σθαι μετά τιι /os (to h. together as friends, S[c), or συυίστασθαί τινι. φρονεϊν τά τίνος. HOLD under, ύττέχειυ τιυ'ι τι. HOLD up. I (Trans.) To raise] άνατείνειν. επανατείνειν (e. g. the neck) τον τράχηΧον (to stretch out and h. up), άνέχειν. αϊρειυ (lift up). To h. up one's hand (e. g. for a blow), ύπέχειυ τηυ χεΐρα : — in prayer, επανα- τε'ιυειυ: — the hands (in voting), άυαχειροτονεϊυ : — one's head, ύπτιάζειυ (as mark of pnde). βΧέπειυ εις τό πρόσωπου τί- νος (to look aby in the face) : — one's dress, ηυεμωμένον τον πέ- πλου συνέχειυ (when fluttering in the wind), ^f (Intrans.)] The weather is h.-ing up, εύδια. Χω- φα (6 άνεμος). g*5f• For verb. adjj. and substt. fm Hold and its compounds see the Gr. Lex., e.g. held by (= liable), ένοχος, 2: a h.-ing agst, αντοχή, ν : h.-ing fast, κάτ- οχος, 2 : a h.-ing fast, κατοχή, v : a h.-ing in of the breath, κάθ- εξις τοΰ πνεύματος, η : a h.- ing fast, or keeping fast hold of, the government, κάθεξις της αρ- χής, η : to be held back, καθεκ- τός, 2 : h.-ing in (= containing and retentive), καχεκτικός (3) τί- νος. HOLD, s. ^ Grasp with tlie hand] λαβή, η. άντι-, συΧ-Χα- βη, ή. άυτίΧηκί/ις, η (also ahan- dle agst, a h. upon). To take h. of athg, άπτεσθαι, εφάπτεσθαί, τίνος. επιχειρεΧυ τινι. συΧΧα- βεΐυ τι. λαμβάνειν τινά or τι. Χαμβάνεσθαί,άντιΧαμβάνεσθαί, εχεσθαί τίνος. To take h. of aby by athg, Χαμβάνειν and Xau- βανεσθα'ι τινά τίνος : to take h. of aby's hand, or of aby by his hand, Χαμβάνειν τινά της χει- ρός : to lay h. of athg, αιρεϊν, καθαιρεΐν τι (forcibly) \ to lay h. of aby (to seize him), συΧΧα- βεϊν τίνα. καταΧαμβάνειν or αιρεϊν τίνα. See Arrest. Το lay or take h. eagerly, άρπά- Χ,ειν, συν-, άυ-αρπάζειυ : to seize h. of a convenient oppor- tunity, χρησθαι or προσέχειν τω καιρώ : — the moment it presents itself, εφεορεύειν τοΐς καιροϊς : to keep h. of, κατέχειν. κρατεΐν. φυλάττειν : to leave h. of, or to leave or let go one's h., άφιέναι, άυιίναι, μεθ-, προ-, παρ-ιεναι (and mid. of same verbs): to lose one's h. of any- thing, εκπίπτει or εξοΧισθάνει τι της χειρός : to miss one's h., (312) διαμαρτάυειυ, παραφερεσβαί, άμαρτάνειν τινός. To have a h. upon aby (fig.), άνίχειν τινά. ένοχου, υπόχρεων εχειν τινά : also δύναμιν εχειν εις τίνα. πειθόμενον εχειν τινά. You have given me as good a h. upon you, εις τάς όμοιας Χαβάς εΧή- Χυθας. if In tlie concrete] See Handle, Support. χειροΧαβίς, ίδος, ή. ' TT Custody] VlD. ^ Hold of a ship] τό εντός κοΐΧον της νεώς. κοίΧη ναΰς, η. άντΧος, ό (Horn., later, the water in the h., bilge). άντΧΊα, h (Soph). HOLDER. ΤΪ Person who holds] Crcl. with verbs under to Hold. % He who possesses] ό έχων or κατέχων, ούτος. 6 κε- κτημένος (of athg, τι). «See Land- holder. HOLE, όπη, η (any opening), τρήμα, τό, or τρησις, η, aho τρύπημα, τό, and τρύπη or τρύπα, η (made by boring), τρύ- μα, τό, and τρύ/χ»/, τρυμαΧία, ή (by rubfdng), τρυμάτιον, τό (dim.). A h. made by digging, όρυγμα, τό. βόθρος, 6 '. — by fissure, χάσμα, τό : — by ani- mals for their shelter, τρώγΧη, η, and φωΧεός, 6 : h. or socket, τόρμος, ό : that has a h. in it, τρητός, τετρημένος, τετρυπη- μένος, τετρυμένος (rubbed), 3. To make a h., see Pierce, Bore, Rlb, Dig, φ?. Creeping into or living in h.'s, τρωγΧόδυτος, 2 : one that lives — , τρωγΧοδύτης, ου, ό : to be one — , τρω•γΧο- δυτεϊν. H A miserable dice/li?ig] καΧία, ή. See Den. Dungeon. HOLIDAY, f Feast festival] VlD. Tf At school, fyc] εορτά- σιμοι ημέραι αι. άπραζία, ή (arid pi.), and ημέραι άπρακτοι, α\ (vacations in the courts of justice). εκεχειρία, ή (truce, hence h. or vacation. Aristoph.). It is a h., or h. time, άγειν ivith the preced- ing substt. To have or take a h., dva-, άποπαύεσθαι των πόνων, ησυχάζειυ. ησυχίαυ or σχοΧηυ άγειυ : to make h. (be idle), έΧι- νύειν (Ion. and poet.), If As adj., e. g. holiday attire] See Fes- tal, Festival. The h. of the month, Ίερυμηνία, η. HOLINESS. II Sanctity of mind or conduct] άγνότης, ασι- άτης, also άγιότης, ητος, η. ^[ Inviolability of a place] τό άθι- κτον. άσυ\ία, η. See SANCTI- TY, Sacredness. HOLLO! ίώ\ ωη ι ούτος HOLLOW, adj. % Concave] κο'ιΧος, 3. εγκοιλος, 2 (PL). γΧαφυρός, 3 (poet.). To make h., see tlie Verb. That has h. eyes, κοιΧόφθαΧμος, κοιΧωπός, 2 : h. or sunken in the flanks, Χαγα- ρός, 3: to make so, Χαγαρίζειυ: to become so, Χαγαρ'ι'ζεσθαι (by starvation. Aristoph). A h. way, see Ravine. % Empty] κενός, 3. διάκενο.ε, 2. ^f Fig. : hollow-hearted] See False. U Of sound] φαιός, άμαυρός, 3. To speak with a h. voice, σομφρν φθέγγεσθαι (Hipp.; 'fuscavox,' Cic.). A h. sound, δούπος, 6. See Dull. HOLLOW, s. κοιΧάς, άδος, η. κοΐΧον, τό. κοιΧότης, ητος, η. κοίλωμα, τό. A h. made by nibbing, τρ'ιβος, η (Hipp.). The h. of the hand, τό κοΐΧον της χειρός, ή κοιΧη (κυΧΧη, Aris- toph.) χειρ. θέναρ, τό (Horn.). HOLLOW, ν. κοιΧα'ινειν, εκ- κοιΧα'ινειν. κοιΧοϋν. διατρυπαν. χαράττειν (with a chisel, <§"C.). HOLLOWNESS. f Thestate of being hollow] Crcl. "H Fig. : emptiness, futility] VlD. HOLLY, κηΧαστρον, τό, also -a and -ος, ή (ilex aquifolium). HOLM-OAK, πρίνος, ή (ilex). HOLY. (&ST The fundamen- tal notion of the English word is that of integrity, icholeness ; oftlie Greek άγιος, αγνός, that of awe or religious dread, αζειν.) U Morally perfect] άγιος, όσιος, θειος, ζάθεος (poet.), 3. 1 Vir- tuous, pure] αγνός, 3. ευαγής, ές. ευσεβής, ές, also άμύμων, ον. To be h., άγνιστεύειν, sts also όσιον είναι (as τοϊς όσ'ιοις και άΧηθειαν άσκούσιν, Χ.). ΤΙ Sa- cred to a deity] ιερός, όσιος, 3, also άβατος, άβέβηΧος, άθικτος, άψαυστος,άσυΧος,2. The h. ser- vice, η όσια. A h. place, (χωρίον) ιερόν, τό : a h. enclosure or do- main, τέμενος, άΧσος,τό: to be h. to agod, ιερόν είναι θεού ; to make h., see Hallow, Consecrate. H. water, ιεροί/ or καθαρτηρίου or καθάρσιου ύδωρ, τό. χέρνι\ί/, ιβος, η : to wash one's hands with it, χερνίπτεσθαι : to sprin- kle oneself with it, χερνίβωυ άπτεσθαι. ΤΙ Awful, inspiring a holy awe] σεβάσμιος, 2. ίερο- πρεπης, ές. By all that's h. ! μα του Αία και τους άΧΧους θεού? (oath). HOMAGE. 1 Propr.: in feudal law] π'ιστις, εως, η. τά πιστά, υποταγή, ή. To swear or do h., τά πιστά διδόναι. όρ- κου όμόσαυτα άποφα'ιυειυ εαυ- τού ϋπηκοόυ τινι. More gene- rally, to pay h., υπηκόου είυα'ι τινι. άκούειυ τιυός. α'ιδεΐσθαί, προσκυυεΐν τίνα. HOME, if House of one's habitual abode] οίκος, 6. See House. At h., οίκοι, ένδον (with- in, opp. εξω, not at h.). κατ oi- κίαν. κατά στεγάς (poet.). To stay at h., οίκουρεϊν : to be at, or to have one's h., somewhere, τι/ι/ ο'ίκησιυ Ιδρύσθα'ι που : taking one's meals at h., οικόσιτος, 2 : (to) h., οϊκαδε (e. g. εΧθεϊν, άπ- ιέυαι, to come, to go), and, in speaking of a greater distance, επ' οίκου (e. g. άποχωρεϊυ, to set out on the way h.). To bring h., οϊ- καδε εΧθεϊυ άγουτά, φέρουτά τι : to lead or escort aby h., οϊ- καδε προπέμπειυ τιι/ά : to bring HUM HON HON one's bride h., αγειν ονπροττίμ- πειν νυμφην : to light aby h., λύχνοι/ φέροντα προπέμπειν τινά οϊκαδε ώρμημένον: to fetcb aby b., μετελθεΐν, μετιέναι, μεταπέμπεσθαί τίνα : the way, journey, voyage, h., η οϊκαοε οδός or πορεία, 6 οϊκαδε πλους: be- ing on the λvay, &c, h., οϊκαδε πορευό μένος, πλέων, επ' ο'ίκου στελλόμενος (h.-bound) : fm h., ο'ίκοθεν : fm h. to h., ο'ίκοθεν οϊ- καδε (prov., of one who has two h.'s). Tf Things, people, S[c., at home] b, f], το οϊκαδε, οίκοι, έν- δον, περί or κατά τον οϊκυν (see Domestic, Own), e. g. to think of one's h., μεμνησθαι τών οϊ- καδε, των οίκοι : to long for one's h., ποθεΐν τα οϊκαδε : to be with- out a h , αμοιρον είναι εστίας : to fight for one's h., ΰπερ εστία? μάχεσθαι. See HEARTH. U One's own country, opp. to foreign parts] πατρίς, ίδος, ή. To be at h., έπιδημεϊν : fm h., απόδη- μος, 2 : to be away fm h. (on a journey in foreign pajis), άπο-, εκδημεΐν : a being fm h., αποδη- μία, η : to leave one's h., την πατρίδα καταλείπειν : to re- turn h. (fm exile), κατελθεΐν (its την πατρίδυ) : of or belonging to h., ενδημος, 2. οικείος, 3. πα- τρώος, πάτριος, 3 : h. affairs, οικεία πράγματα. If Phrases] To be at home in athg, εμπει- pov είναι τίνος, επάίειν τινός περί. There is no subject in which he is not at h., οϋδενός 'ότου ουκ εστίν έμπειρος, ούδε- νός ξένως έχει. A h. thrust, καί- ρια πληγή, η. To come h. to (= to touch or nearly concern) aby, έφάπτεσθαί τίνος. It shall come h. to him, I will pay him h. (= he shall suffer for it), αμε- λεί δώσει μοι δίκΊ/ν. See Visit. Athg is brought h. to aby, ελέγ- χεται τις περί τινυς. See Con- vict. Driven h. (e. g. a nail, bolt, c\c), διαμπερές (adv.), δι- αμπερής (adj.), ές : To draw the bow h., έντανύειν, άνέλκειν το τόξον. HOME-BORN, f Domestic] Vid. f Native] Vid. HOME BOUND. See under Home. HOME-BRED, οϊκοιτραφείς. ο'ικογενης, ές (verna, opp. to pur- chased), also ο'ικοτριβης, ές. οί- κότριφ, τριβυς. ο'ικοτραφής, HOME-GROWN, ο'ικεΐος (e. g. σίτος, h. corn. Th.). HOMELESS, άοικος, ανέστι- ος, 2. άπολις, ιδος, b, J7. πατρί- δος 'έρημος (= patria. carens). HOMELINESS. See Sim- plicity, and next Art. HOMELY, οίος υπάρχει τι? φύσει, άκατασκεύαστος, 2 (in- artificial), ου κεκαλλωπισ μένος (unadorned), λιτό?, 3. See Sim- ple, Natural, Plain. HOMESICK (to be), ποθεΐν (313) την πατρίδα, τους οίκοι, τα οϊκαδε ποθεΐν. HOMESTEAD. See under Home. HOMEWARDS, οϊκαδε. HOMICIDE. ^ As thing] φό- νος, b. σφαγή, n- To be guilty of h., φονεύειν τινά. κτείνειν or άποκτείνειν τινά : to indict for h., φόνου γράφεσθαί τίνα : to be tried for h., εφ' α'ίματι φεύ- γειν or διώκεσθαι. See Mur- der. If As person] φονεύς, έως, b. άνθρωποκτόνος,ο. παλαμναΐ- ος, b. αΰτόχειρ, ειρος, b. See Murderer, Slayer. HOMOGENEAL, HOMO- GENEOUS, ομογενής, ές. HOMOGENEITY, τό bμo- γενές. ΗΟΜΟΝΥΜΥ, ί,μωνυμία, h. τό ομώνυμον. HOMONYMOUS, ομώνυμος, 2. HONE, άκόνη, η. θηγάνη, η. θήγανον, τό. HONEST. IT Upright, com- patible ivith duty] δίκαιος, 3. An h. life, ό δίκαιος βίος : to be born of h. parents, εξ αγαθών γεγο- νέναι : to get an h. living, μηδέν άδικοΰντα ζην or τον βίον ποι- εΐσθαι. % Upright] εϋηθης, ες. άπλοΰς, 3. χρηστός, 3. καλό? κάγαθός, 3. To play the h. (good, easy) man άνδραγαθί"ζεσθα. ^f Agreeable with truth] άπλοΰς, 3. άληθης, ές. ^[Respectable] ελευ- θέριος, 2. An h. trade or profes- sion, επιτήδευμα έλευθέριον : an h. name, όνομα καλόν, τό. καλή δόξα. η. εΰκλεια, η. HONESTLY. Fm adjj un- der Honest. To act h., ορθώς πράττειν. τά δίκαια ποιεϊν. άληθεύειν and αληθενεσθαι : to w sh athg h., εθέλειν τι ώς αλη- θώς : to confess h., απλώς ομο- λογεΐν. HONESTY, δικαιοσύνη, εύ- ηθεια, η. χρηστότης, άπλότης, ητος, η. καλοκαγαθία, η. τό άπλοΰν, ορθόν, αδολον. Η. is the best policy, ό δίκαια πράξας τά πλείστα σώζεται, ορθόν άιί τό δίκαιον. HONEY, μέλι, ιτος, τό. Το make h., μελιτουργεϊν : to pre- pare with h., μελιτοϋν τι (Th.) : made of h., or prepared with h., μελιτηριος, μελίτινος, αελιτ»}- ρός, 3. μέλιτος (gen.), μελιτό- εις, εσσα, εν (poet.). Like h., μελιτώδης, 2: of the colour of honey, μελιχρούς, 2. μελίχρως, ωτος, b, η : water mixed with h., μελίκρατον, ύδρόμελι, ιτος, τό : wine with h., μελιτίτ»}? οίνος, b : drink offerings of h., μελίσπον- δα, τά : cake baked with h., με- λίπηκτον, τό. μελιτοϋττα, η : sweet as h., μελιχρό?, 3. μιλί- ζωρος, 2. μελιηδης, 2. γλυκύ- τατος, 3. Dealer in h., μελιτο- πώλης, ου, b. ^° Fornumerous compounds, esply poet., as fed on h., μελίθρεπτος, 2 : h.-tongued, h. -breathing, &c, see Gr. Eng. Lex., under μέλι-, μελιτο-, HONEY-BEE, μέλισσα or μελιττα, η. HONEY-COMB, μελίκηρον, τό. κηρίον, τό. HONEY-CUP (of a flower), νεκτάριον, τό. HONEY -DEW, άερόμελι, ιτος, τό. HONEYED. See Honey. HONEY-SUCKLE, ττερι- κλύμενον,τό. καλυκάνθεμον,τό (Lonicera periclym. or caprifo- lium. Diosc). HONORABLE, τιμήν έχων, 3. τίμιος, 3 and Att. 2 (Μα in and worthy of h.). έντιμος (e. g. λόγος), επιτίμιος (tending to h.), επίτιμος (done in h.), όξιοτίμη- τος, αξιότιμος, 2, and άξιος τι- μής (worthy to be honoured), τι- μητικός, 3 (honouring ; to aby, τινός), καλός (of things), λαμ- πρός, 3 (distinguished, illustrious), σεμνός, σπουδαίος (earnest, vir- tuous), χρηστός, καλός κάγαθός, 2 (a man of honour). To give aby an h. reception, δέχεαθαί τίνα τιμαΐς : to die an h. death, τό καλώς or εΰκλεώς (str. t.) άποθανεΐν. Athg is h. to aby, τιμήν, κόσμον, or δόξαν φέρει τί τινι. κόσμος εστί τινι ποιεϊν τι. See Honour, Honest. HONORABLY. From adjj. under Honorable. To die h., καλώς or εύκλεώς άποθανεΐν : to deal h. with aby. δικαίως προσ- φέρεσθαί τινι. HONORARY, τιμής 'ένεκα or εις tiuj/v δεδομένος, S{C. Η. member, prps μέλος γεράσφο- ρον, τό. HONOUR, ν. τιμάν (g. L). θεραπεύειν τινά (ϊδ skow one"s respect), αύξάνειν τινά τιμαΊς. τιμάς άπο-νέμειν or -διδόναι τινι, also έντίμως αγειν and εχειν τινά. γεραίρειν (poet.), κοσμεΐν, περί πολλού πυιεϊ- σθαι (to esteem highly). To h. and applaud aby, επαινεϊν τίνα : — with reverence, σέβεσθαι and α'ιδεϊσθαι : h. the gods, those of old age, &c, σέβου τους θεούς, τους πρεσβυτέρους : I h. the man for his virtue, σίβομαι τον άνδρα της άρετης : to h. aby more than all the others, ττροτι- μάν τίνα πάντων : not to h., άτιμάζειν. Honoured, τίμιος, 3 and 2. See phrases under Ho- nour, s. H To honour with athg] άξιοΰν τινά τίνος, morefreq. τι- μάν or κοσμεϊν τινά τινι, also επ iy ε pa ίρει ν (Χ-). HONOUR, s. f External dis- tinction] τιμή, η (and place ofk). τό τ'ιμιον, άξια, η (consequence, pre- eminence), and αξίωμα, τό. άξίωσις, ή (Th.). γέρας, τό (PL, but more poet.), κόσμος, b (an or- nament, SfC,for h.). To do h. or credit, to be an h. to aby, to re- dound to aby'sh., κόσμον φέρειν, εϊναί τινι. To reach the highest HON HOP HOP li., τυγ^χμΜίυ,της^εγΊστης ft* μής : to count athg an h. to one- self, φιλοτιμεΐσθαι (c. infin., e.g. 1 count it an h. to have you for a friend, φιλοτιμούμαι φιλώ σοι χρησθαι). I get h. by athg, φέρει μοι δόξαν. αυξάνομαι εκ τίνος, κλέος λαμβάνω εκ τίνος. He is an h. to his age, λαμπρόν ποιεί τον καθ' εαυτόν χρόνον. To pay aby the last h.'s, τά vo- μιζόμενα ποιεΐν τινι. See OBSE- QUIES. To show, pay, do, h. to aby, to hold aby in h., see to Ho- nour. To pay all possible h.'s, πάσας τιμάς τιμάν τίνα. πάσαν θίραπείανθεραπεύειν τινά. To- ken, act, demonstration of η.,τίμ»}, V. θεραπεία, η : to receive every mark of h., τυγχάνειν πάντων τών κάλων : an empty show of h., τιμής άφοσίωσις, ?'; : a me- mento or memorial of h., μνήμη και κόσμος (PL) : seat of h., προ- εδρία, η : to place aby in the seat of h., εις την τιμιωτάτην έδραν ιδρύειν τινά : he had the h. to be sitting, ίτύγχανεν ώς τιμώ- μενος καθήμενος. To mention aby with all h., άγειν δι' εύ- φημου μνηαης τινά (to say no- thing but what is good), έντιμον λόγυν ποιεΐν περί τίνος, μετ επαίνου μεμνησθαί τίνος (to make honorable mention). Athg in h. of aby (e. g. games), αγώνες επί τινι : to do athg in h. of, by way of h. to, aby, τιμής ένεκα, or ές τιμήν, or by partcp. of verbs to HONOUR, τιμώντά, θεραπεύον- τά τίνα ποιεΐν τι. To come off with h., άθωον, χαίροντα άπαλ- λάττεσθαι. Η. to whom h. is due ! δόξα του αξίου, τιαη τοις χρηστοΐς, όστις ευ λογί^ται (Aristoph.). «U Post, office, fc, of honour] τιμή, η. τέλος, τό. See Office. T| Good name, repu- tation] VlD. δόζα, η. εΰδυκίμη- σις, ευδοξία, εΰκλ,εια, η. κλέος, τό (glory, renown). To be had in h. with aby, εύδοκιμεΐν παρά τινι : to injure aby's h., άτι- μάζειν τινά (dishonour), άδοξί- av πρυσ-, and αίσχύνην περι- -άπτειν τινι (disgrace) : to pre- serve one's h., διασώζεσθαι εύ- δοζίαν: to lose one's h., ατιμία περιπίπτειν. εύκλείαςάποθραυ- σθηναι (Aristoph.) : to have a re- gard to one's h., σκοπεΐν 'όπως τιμηθησεται. Sense of h. (re- gard to one's character), αιδώς, ους, 6. αισχύνη, r\ : to be influ- enced by it, αίσχύνεσθαι. αίδεΐ- σθαι. A man of h., άνηρ σεμνός or καλός κάγαθός. άνηρ πι- στός Kid αγαθός, σεμνός or σπουδαίος. A woman's h. (re- putation^ for_ chastity), ε ύκλεια, ν- αΙδώς, οΰς, ι) : to rob a girl of ber h., αίσχϋνειν κόρην : ίο lose her h., άποβάλλειν την αι- δώ. The point of h., άγων περί εϋκλείας, δόξης, του ονόματος, ο. τό φιλότιμον. φιλοτιμία, ν: to vie with each other in the (314) point of h., άλλήλοί? περί άν- οραγαθίας άντιποιεΐσθαι. άξι- οϋν μη χείρυυς είναι (Χ.) : to make athg a point of h., φιλο- τιμεϊσθαι επί τινι. ύπερ φιλο- τιμίας ποιεΐν τι. Affecting one's h., υβριστικός, επηρεαστικός (contumelious), 3. όνειδιστικός,Β. όνειδος έχων, ούσα, ον. Η., word of h., πίστις, εως, ν : to promise upon one's h., πιστά διδόναι τινι η μήν (c. infin.). Upon my h ! πάνυ μεν. πάνυ γε. νη τον Δία. HOOD, κυνη, n [§• t- for cap or bonnet. ^* With the acade- mic hood may be compared the cape of the later philosophers, εξω- μίς, ίδος, ή. S. Chrysost.). HOODWINK (obsol.). See to Conceal fm, to Cloak (fig.). HOOF, όπλ>Ί, χηλιί, h- όνυξ, όνυχος, 6 (X.). That has its h.'s undivided or not cloven, μώνυξ, υχος, 6, fi. HOOK, S. άγκιστρου, τό. λύ- κος, 6 (any iron h. or spike), χειρ σιδηρά, η (Th. ; grappling-iron). In the shape of a h., άγκ ιστρο- ειδης, 2. γρυπός, 3. A fishing h., άγκιστρου, τό. A reaping h., δρέπανου, τό. άρπη, η. HOOK, v. 1 To fir with a hook] άγκιστρεύειυ. To hang on a h. or nail, ηλω άνάπτειν. H Fig. : to catch] VlD. «|[ To bend into the form of a hook] άγ- κυλοϋν. γρυποΰν. γρυπαίνειν. HOOKED. See Crooked. HOOK-NOSED, γρυπός, 3. Somewhat h., ίπίγρυπος, 2. HOOP, s. κύκλος, b (g. t. round), τροχός, 6. ggf* The lat- ter esply ' a child's playing h.,' made of metal, with loose rings wch jingled as it moved, hence, the game of h., κρικηλασία, ι), and the stick the τροχός teas beaten tvith, ελατηρ, 6 (a tvooden handle with an iron hook at the end, cla- vis adunca. Propert.). The h. round a cask, &c.,prps πιθόδεσ- μα, τό. The h. of a ring (κρίκος, 6) in wch a stone is set, σφενδό- νη, ή (fund a). HOOP, s. and v. See Whoop, s. and v. HOOPER, λυγιστής, oD, ό (g. t. one that bends laths into hoops, or osiers, Qc, for basket- work). HOOPOE, εποψ-, οπός, 6. HOOT, V. κατα-βοάν, -θορυ- βεΐν, -κρά\ειν, -κραυγάζειν τι- νός (c. ace, to shout down, over- power by shouting, S[c). εγκρά- "ζειν τινι (to shout at aby). έκ- κλώζειν τινά. κατα-γελάν or -καγχάζειν τινός. See HlSS. HOOTING, περί-, κατα-βόη- σις, ν. καταβοη, ι). HOP, ν. σκιρτάν. άλλεσθαι or πηδάν (g. t. jump) εφ' ενός σκέλους (on 07ie leg), or εφ' ενός πορεύεσθαι σκέλους (PL). Το h. fm twig to twig, από των κλά- δων επί τους κλάδους μεταθεΐν : to h. (jump or dance on one leg) on greased bladders or skins, άσκωλιά\ειν (unctos salire per utres) and σκωλοβατίζειν (Epi- charm.). HOP, s. η[ Jump] Vid. (tvith addition c on one leg'). ^[ The plant] prps βρύον, τό (g. t. cat- kin). A h.- field, αγρός βρύω πεφυτευμένος, 6. HOPE, s. ελπίς, ίδος, t). προσδοκία, η. Longing h., κα- ραδυκία. ελπωρη, ή (poet.) : good, cheerful h., καλή ελπίς : he that has it, ευελπις, ό, ν : vain or empty h., έλπις κενή, ματαία, άτελης, and ακραντος (poet.) : frustrated or disappointed ίι.,άπο- τύχί/^ια, τό. ατύχημα, τό. See Disappoint. Without h., άν- ελπις, ό, η. See Hopeless. Not according to h., παρ' ελπίδα. Η. in athg, or about athg, ελπϊς τίνος : there is h., ίλπίς εστίν : to have h., ελπίδα έχειν. εν ελ- πίδι είναι (c.fut. or aor. infin.) : to h. no h., μηδεμ'ιαν ελπίδα εχειν (c.fut. or aor. infin. or ώς with verb finite). To have a firm hope, πεποιθέναι. πεπεΐσθαι. πείθεσθαι (c. infin.). To have fresh h.'s, to feel one's h.'s revive, άνακονφίΧ^εσθαι. άυαθαρρεΐν: to have one's h. fulfilled, τνγχάνειν της ελπίδος, ων νλπισεν : to have but little h., δύαελπιν εί- ναι : to have but a slight h. for one's stay or anchor, επί λεπτής ελπίδος όχεΐσθαι (Aristoph.) : to entertain great h. of aby, ίλττί- δας μεγάλας εχειν εν τινι : to form or conceive h., ελπίδα λαμβάνειν. εις ελπίδα Ίέναι του (c. infin.) : to place one's h. on aby, ελπίδας έχειν εν τινι : to hold out hope to aby, ελπί- δα παρέχειν, προτείνειν, προ- φαίνειν, λέγειν τινι: — respect- ing athg, προσδοκίαν τινός εμ- βάλλειν τινι. έμποιεΐν, παρ- έχειν, παριστάναι τινι ελπίδας (α infin. or tvith ώς). εις ελπίδας καθιστάναι τινά του (c. infin.) : athg gives me h., ελπίδα έχω εκ τίνος : to inspire aby, lift him up, with h., έλπίσιν επικουφί- Χ,ειν τινά. παραμυθεΐσθαί τίνα ελπίδας λέγοντα: to puff up with h., hold out vain h. to aby, κενάς ελπίδας λέγειν τινί : to deceive with vain h.'s, ελεφαίρε- σθαί τίνα : to buoy aby up with h. (esply false h.) of, έπελπίζειν τινά ότι (c. fut., e. g. ότι σωθή- σεται, Th.) : to place all one's h. upon athg or aby, άποβλέπειν προς τι (look forward to athg). είναι επί τινι. σώ'ζεσθαι εν τινι. σαλεύειν επί τινι (to ride at anchor upon one's friend. Phtt.). ai ελπίδες καθεστνκασιν εν τι- νι. Suspended between h. and fear, μετέωρος, 2 : to pin one's h.'s upon — , έπελπίζειν τινί: to weaken aby's h., κολούειν τι- νός την ελπίδα: to deprive aby of his h., υποτέμνειν τινι τάς HOP Η OR II OR ελπίδας, εκκρούειν, έκβάλλειν τινά της ελπίδος : to give up the h., άφιέναι την ελπίδα τι- νός or άφίεσθαι της ελπίδος, άπελπίζειν τι and τινός, άπογι- γνώσκειν τι. If we yield, there is no more h. for us, or all h. is gone immediately, το είξαι ευ- θύς άνέλπιστον ημϊν. % Milit, t. : forlorn hope] Orel, by έσχα- τοι/ κ'ινδυυον ύποστηναι (e. g. εν τοις πρώτον δια του πτώματος {breach) παρεισιόντα) : to volun- teer upon it, άνηρ αγαθός έθέλει τις γενέσθαι και ύποστάς εθε- λοντής πορεύεσθαι (Xen.). HOPE, ν. ελπίΧ,ειν. προσδέ- γεσθαι, προσδοκάν (athg or for atJig, τι, or ace. c. infin.). ελπί- δα εχειν τινός, also εν ελπίδι είναι, δι ελπίδος εχειν. To h. athg of or fm ahy, έλπίζειν τι παρά τίνος : I h. that, ελπίζω (c. infin. fut. or aor.) : to h. ear- nestly for athg, καραδοκεΤν τι : to make aby h. athg, ελπίδα παρ- έχειν τινί (c. infin. or with ώς, the latter esply of things uncer- tain or false). See Hope, s. HOPEFUL, ελπίδος πλέως, ο, η. εΰελπις, ιδυς, 6, η. πεποι- θώς, ι/Τα, os (having firm hope), πλείστας ελπίδας or καλην την ελπίδα παρέχων, ούσα, ον (ex- citing or raising hope). HOPEFULLY. Crcl. with Adj. HOPELESS, ανελπις, ιδος, 6, η. ελπίδων έρημος, 2 (having no hope), ανέλπιστος, 2 (having or entertaining no hope, and also that cannot be hoped for). To be h., όνελπίστως εχειν. άπεγνωκέ- ναι. άνελπιστειν : a h. case, τό άνέλπιστον : a h. state or situa- tion, η εσχάτη απορία : to be h., άνελπίστως εχειν : my case is a h. one, σωτηρίας ουδεμία ελπίς ίστί μοι. See Desperate. HOPELESSLY. Fm the Adj. HOPELESSNESS, άνελπι- στί'α, η. HORDE, αγέλη, η. πλήθος, τό (g. it. any crowd or number of persons). ^[ A migratory tribe] νομ,αδικόν 'έθνος, τό (of nomades) . HOREHOUND, πράσιον, τό (marrubium, common white h.). HORIZON, οοίΧων, οντος, 6. « - . .y ' ' , 5 λ ' ,, ,' ο του ορίζοντος κύκλος, εποψις, ή (the view contained irithin h.). That lies or is within one's h., άποπτος, 2 (visible fm a place). HORIZONTAL, ομαλός, 3. Ισόπεδος, 2 (g. tt.). Earthquakes having a h. direction, σεισμοί επικλίνται (Aristot. ; opp. to ver- tical, όρθιοι). HORIZONTALLY. FmAdj. HORN. "[[ Propr. : of an ani- mal] κέρας, ατός and ως, τό (in all the acceptations of the English word, as forming a part of an animal body, and as material and wind instrument). A small h., κεράτων, τό. One of the h.'s of the moon (fig.), κεραία, (315) η. That has h.'s, κέρατα έχων, ούσα, ον. κεραστής, ου, 6 : with beautiful h.'s, εΰκερως, 2 : with bull's h.'s, βούκερως, 2 : to bear h.'s, κερασφορεΐν : to get h.'s, κερατοφνεϊν : to toss the h.'s, κερουτιαν (and fig. ' to set one's head on high' z=.give oneself airs) : to butt with h.'s, κυρίττειν, κε- ρατίζίΐν. To harden into h., κε- ρατοΰν (trans.) and κερατοϋσθαι (intrans.) : like h., κερατώδης, 2: one that works h., κερατουργός, κερατοζόος, b. One that blows the h., κεραταύλης, κεραύλης, ου, 6 : to blow the h., τω κέρατι αΰλεΐν : to give a signal with the h., σημαίνειν τω κέρατι. ^f Fig.] To give aby a pair of h.'s, κέρας or κέρατα ποιεϊν τινι (prov. = to cuckold) : a husband that has got a pair of h.'s (= a cuckold), κερατίας, κερατάς, b (the latter Byzantine) : one that has h.'s on, κερασφόρος άνηρ, b. κερατίαν άποδειχθηναι υπό της γυναικός. ifU* For compounds with Horn see Gr. Lex. under κέρα-, κέρατο-, HORN-BEAM, ζυγία, η, and prps όστρύα θηλεια, η. HORN- BOOK, πινακίς, ίδος, η (έζ ης τα στοιχεία μανθάνου- σιν οι παίδες), g^r Mod. Greek άλφαβητάριον, τό. HORNED, κεραστής, ου, ο. κεράστις, ιδος, η (fern.). Η. cat- tle, κέρατα 'έχοντα "ζώα, τά. κερασφόρα θρέμματα, τά. HORNET, σφηξ, σφηκός, ο (g. t. wasp). HORNY, κερατώδης, 2. HORRIBLE, φρικώδης, ες. φρικτός, 3 (to be shuddered at). δεινός, 3. φοβερός, 3. See HOR- RID, Terrible. More, most h., ριγίων, ρίγιστος (poet., with no- tion of cold fear). HORRIBLY. Fm adj. Hor- rible. To be h. afraid, φρίτ- τειν. όρρωδεϊν. HORRID, κρυόεις and όκρυό- εις εσσα, εν. κρυερός, 3. φρικα- λέος, ριγηλός, and ριγαλέος, 3. καταρίγηλος, 2. ριγεδανός, 3 (all poet., and with notion of cold shuddering), αίνος, 3. δασπλης, ήτος, b, η, and δασπλητις, ιδος, ή (also poet.) : generally δεινός, φοβερός, 3. δειματώδης, ες. See Dreadful, Detestable. HORRIDLY. Fm the Adj. HORRIFIC. See Horrible, Horrid, Terrific. HORRIFY, (ρρίκην εμποιεϊν. Aby is h.-d, φρίκη εγγίγνεταί τινι. ύποφρίττει τις : to be h.-d at the idea of death, όρρω- δεϊν τον θάνατον : to be h.-d at aby's power, φρίττειν την τίνος δΰναμιν. See to Shudder. HORROR. 1 Shivering, shud- dering] Vid. ί| Shivering fear] φρίκη, η. To feel a h., φρίσ- σειν: — of death, όρρωδεϊν τον θάνατον. See Dread. % Ob- jectively] δεΐμα, φόβημα, τό. φόβος, ο : also μίασμα, άσέβημα, πράγμα, μιαρόν, άγος, τό (as something perpetrated). A night of h.'s, νύζ εμπλεως φόβου και δειμάτων, η. What h.'s were perpetrated, όσα επράχθη ανόσια κιιι μιαρά : the h.'s of war, τά άπό τοΰ πολέμου or δια τον πόλεμον or εν τω πολεμώ δεινά (ωμά, άσεβη και ανόσια, κτλ.). "f[ Extreme aversion] βδελυγμός, b. μίσος and στύγυς (poet.), τό. To have a h. of athg, βδελύτ- τεσθα/ Tt. άποστρέφεσθαί τι. καταπτύειν τι. στυγεϊν τι. HORSE, 'ίππος, b and η. Α young h., πώλος, b : a spirited h.. 'ίππος θυμΟΐΐδης or υβριστής, b : σφοδρός 'ίππος (the latter ra- ther as fault, a hot-tempered h.) : an unmanageable )\.,δνσκάθεκτος 'ίππος : a frisky h., φρυαγμα- τί ας, ου, b : a small or poor looking h., ϊππάριον, τό. Ίππί διον, τό : a single h., μόυιππος, b (as subst., viz. as) riding or race h., κέλης, ητος, b : on h. or h.- back, εφ' 'ίππου or (more rare- ly) εφ' 'ίππω, and partepp. of ϊππεΰειν, ελαύνειν εφ' 'ίππου, 'έφιππος, 2: a ride on h.-back, 'ίππευμα, τό : to fight on h., άφ' 'ίππου μάχεσθαι. ιππομα- χεϊν : a combat on h., ϊππομιι- χία, η : to mount a h., άνα βαί- νε ιν εφ' ϊππον : to assist aby getting on his h., άναβάλλειν or άναβιβάζειν τινά εφ' 'ίππον : to get down or alight, fall, jump down, from one's h., καταβαί- νειν, πίπτειν, καταπηδαν αφ' 'ίππου : to spur a h., μυωπ'ιζειν 'ίππον : to saddle a h., επισάτ- τειν 'ίππον : to put a h. to (a carriage, &c), ζευγνύναι 'ίππον ύφ' άρματι : to keep h.'s, τρέ- φειν'ίππους. ιπποτρυφεΊν: that keeps h.'s, ιπποτρόφος, b, ή : the keeping ιππυτροφία, η, also ίππο-κομεϊν, -κόμος, κομία, -/3ο- σκεϊν : to sacrifice h.'s, ίπποθυ- τείν : without a h., ανιππος : having many h.'s, πολύιππος, 2 : to let out h.'s, 'ίππους παρέχειν επί μισθώ : a lover of h.'s, φίλ-> ίππος, b : an admirer of h.'s, Ίπ- περαστης, οΰ, b : one that has quite a passion for h.'s, Ίππομανής, ους, b : a passion for h 's, φιλ- ιππία, η. ϊππερος, ου, ο. ιππο- μανία, ή : a h.'s trappings or fur- niture, ιππικά σκεύη, τά. τά των 'ίππων σκεύη, φάλαρα, τά (ornamental). See Housing, Sad- dle, &c. A h. tail, 'ίππου ουρά and σόβη, η. To water a h. (to ride him in a pond), ροίζειν 'ίππον : to give the h. a roll (in the sand), έζαλίειν ϊππον (φ^τ this with the ancients was as regular a part of a horse's tending, as with us the taking him to water. The h. is ςαίάάλινδεϊσθιιιοικυλινδεΐσθαι, the rolling-place is άλινδηθρα, κονίστρα, κυλίστρα, κυλινδή- θρα, ή). Of or belonging to a h., ιππικός, 3. 'ίππειος and ϊπ- HOR HOS HOT •Trios, 3 and 2 [poet), ιππόσυ- i/os, 3 (poet.) : in the shape of a h., Ίππόμορφος, 2 : relative to riding of h.'s, έφίππιος, 2 (X.) : a pair of h.'s, συνωρίς, ioos, η : with four h.'s, τέθριππος, 2 : (a ship) for carrying h.'s, ίππαγω- γός, 2 : a country unsuited to h.s, δύσ- and άν-ιππος, 2. The teeth that mark a h.'s age, oi γνώμονες (Xen.) : a h. lacking such teeth, άγνώμων, δ, ν (Poll.). Don't look a gift h. in the mouth (prov.; ' equi denies inspicere do- nati,' S. Jerome), prps δοθέντος 'ίππου μη σκόπει τους γνώμονας, crnnp. the prov, δώρον δ' ο τι δω τις έπαίνει. "H Collectively, the horse = the cavalry] Vid. h 'ίππος. Commander of the h., 'ίτπτ αργοί, 6. g^* For other com- binations, see the several words, e. g. a h.'s mane, bit, S[C. ; and for various compounds, esply poet., see the Gr. Eng. Lex. under ίπ- πο-. HORSE-BEAN, φάσηλος, δ. HORSE-BOY, Ίπποκόμος, δ. H0RSE-BREAKER,0 δαμά- ζωι/ 'ίππους. πω\οδάμνης, ου, δ (Χ.). To be a h., πωλοδαμνεΊν. HORSE-CHESTNUT, (JE&- culus hippocastauum, unknown to the ancients: say) Ίπποκάστανον, τό. HORSE-CLOTH, εφίππιον, TO. HORSE-COMB. ^^Curry- comb. HORSE-DEALER, Ίπποπώ- \ης, ου, δ. HORSE-DEALING, 'ίππους τό άγοράζειν και πιπράσκειν πάλιν. Ίπποπωλία, η. HORSE-DOCTOR, δ τών'ίπ- πωυ ιατρός. Ιππίατρος, δ. HORSE-DUNG, ιππεία κό- προς, η. HORSE-FLESH, κρέα ϊπ- πεια, τά. κρέα τα άπό τών 'ίππων. \ Cant phrase for qua- lity of horses'] E. g. a judge of h., ιππογνώμων, δ, η. HORSE-FLY, οίστρος, ό. μύ- ωφ, ωπος, δ. HORSE-HAIR, Ιππεία θρίξ, or χαίτη, η. τό τών 'ίππων τρί- χωμα. HORSE-LAUGH, μέγας or ισχυρός γέλως. εκγελως, ωτος, ο. καγχασμός, δ. To burst out into a h., έκκαγχάζειν. t HORSEMAN, Ίππεύς, έως, δ (one that understands to ride). ιππηλάτης and ιππότης, δ (poet.), έπι-, άνα-βάτης, ου, δ (one on horseback). A good (or bad) h., καλώς, κακώς Ίππεύειν επισταμένος : to be a good h., καλώς έπίστασθαι Ίππεύειν. εποχος Ίππεύς {(hat sits firmly or well) : an expert or clever h., ιππικός,^ δ : like or in the fashion of a h.. ιππαστί ; fitted for h.- men, ιππάσιμος, 3 f HORSEMANSHIP, Ιππεία, ιππασία, Ίππηλασία. ϊππευσις, (316) η. ελασις and ελασία, η. Ιππι- κή, v. Pertaining to h., ιππικός. 3 : to practise h., άσκεϊν την ίπ• πικήν. Art of h., τά ιππικά. HORSE-MINT, σισύμβριον, τό (mentha sylvestris). HORSE -PARSLEY, ίττ-ττο- σέλινον, τό. HORSE-RACE, Ιπποδρομία, η. There is a h., 'ίπποι θέουσιν. HORSE-RADISH, βαφανίς, ioos, αγρία, η. HORSE-SHOE, τό του 'ίπ- που υπόδημα. §ϋΡ 'ίππου or ιππεία δπλη, η (= h.-hoof). HORSE-SORREL, Ίππομά- ραθρον, τό. HORSE-TAILED, ϊ-τττΓουρο?, 2, and 'ίππου ρις, ιδος η {the latter, and ίππούραιον, τό, also = α horse-tail). HORSEWHIP, s. ράβδος, ή. HORSEWHIP (aby), v. See under to Whip. HORTATORY. E.g. a h. speech or address, λόγος προ- τρεπτικός or παραινετικός or νουθετικός, δ. HORTICULTURE. See Gar- dening. HOSE. U As coverings for legs and thighs, trowsers, draicers, Qc] περισκελίδες, σκελέαι, α'ι. άναξυρίδες, ai (long and wide, esply of Persians), also θύλακοι and θύλακες, oi (bags), βράκαι, ai (breeks, breeches, of tlie Gauls), διαζώματα, τά (narrotv, as of the Amazons). if As stockings , un- known to the ancients] Later, prps ποδαρτάριον, τό (Hesych. άρτηυ ' υποδήματος γένος). Mod. Gr. κάλται, ai : prps may be rendered by κνημϊδες πλεκταί, ai. HOSPITABLE, ξενικός, ξέ- νιος, 3. φιλόξενος, 2, or εΰξενος. HOSPITABLY. From adj. Hospitable, φιλοξένως. HOSPITAL, πτωχο-δοχεΊον and -τροφεϊον, τό (for the poor), νοσοκομεϊον, τό (for the sick). ξενοδοχεϊον, τό (for strangers). HOSPITALITY, ξενία, φι- λοξενία, η. ξενισμός, δ (PL), ξε- νοδοχία, ή (ΑΓ.). To form ties of mutual h. with aby, ξενοΰσθαί (pass.) τινι (to be ξένοι, ί guest- friends,'' according to the ancient custom). To be connected by ties of h. with aby, έπίξενονσθαί τινι : to show h. to aby, ξενίζειν τινά. υπυδέχεσθαί τίνα ξένον, έπι ξενία δέχεσθαι. HOST, ξένος, δ (host and guest). έστιάτωρ, ορός, δ. εστίαρχος and εστιάρχης, ου, δ (that gives a banquet), ξενοδόχος δ. δ υπο- δεχόμενος, δ ύποδεξάμενος, <£c. (that receives another into kis house). κάπΐ)λος, δ. πανδοκεύς, δ (an innkeeper). HOST. If Army] Vid. IT Great numlwr] See Crowd. HOSTAGE, όμηρος, δ. όμη- pov, τό, and όμήρευμα, τό. To serve as h., to be an h., δμηρεύ- ειν : to give h.'s, όμηρους διδόναι or παραδιδόναι or παρέχεσθαι : to leave h.'s, όμηρους έγκαταλι- πεϊν (Χ.) : to release or send back an h., άπαλλάττειν τινά της δμηρείας: to secure aby's fideli- ty by h.'s, έξομηρεύειν τινά. HOSTEL, HOSTELRY. See Inn. HOSTESS, ξένη, η. δεξαμενή, η (in a private house or family), πανδοκεύτρια, ή (of an inn). HOSTILE, πολέμιος, 3 (hos- tilis, of an enemy at tear), if Unfriendly in sentiment] εχθρός, 3. δυσμενης,2. ενάντιος, Shnilder t.), also εχθρικός, 3, and εχθρώ- δης, ες : to be h. towards aby, to entertain h. sentiments agst him, έχθρόν or χαλε-πόν εΊναί τινι. πολεμικώς, έχθρώς, or δυσμενώς εχειν or διακεισθαί τινι or προς τίνα. εχθαίρειν τινά : to treat aby in a h. manner, πολεμεϊν (ace), κακώς ποιεϊν. κακοποι- εΐν : to make h. to oneself, πο- λεμοϋσθαι (mid.) See Enemy, Inimical. HOSTILITY. H Subjectively, as hostile disposition] δυσμένεια, απέχθεια, η. μίσος, τό. άμιξία, v. If Objectively, i. e. the former displayed by acts] χείρες άδικοι, ai. otuois, ν (faction), πόλε- μος, δ (war). To commence h.'s, άρχειν χειρών αδίκων : to com- mence open and actual h.'s, έξ- ενεγκείνπόλεμον (Xe?i.). απτε- σθαι του πολέμου : to suspend h.'s, εκεχειυίιιν ποιεϊσθαι. HOSTLER, Ίπποκόμος, ο. HOT. ^ Propr.] θερμός, 3. Very h., διά-, πολύ-θερμος, 2: scorching, burning h., καυματη- ρός, 3. καυματώδης, καυσώδης, ες. δια- and περι-καης, ές: glow- ing h., διάπυοος, 2 : boiling h., ζεστός, 3 : suffocatingly h., πνι- γηρός, 3. It is h., καΰμά έστιν: it is choking h., πνίγος εστίν : it is intolerably h., άνύποιστον τό καϋμα : to make h., θερμαί- νειν : to become h., διαθιρμα'ι- νεσθαι (pass.). See to Heat. If Fig. : eager, ardent] δεινός, 3. σφοδρός, 3. A h. desire, δεινός έρως. δεινή επιθυμία. See AR- DENT, Fervent. A h. fight, σφοδρά μάχη. ισχυρά or καρ- τερά μάχη : a h. attack, δεινή προσβολή. If Of venereal pas- sion] άκρατης περί τά αφρο- δίσια. To be h., πασχητιαν. See Lustful. If Of temper] όξ us, εϊα, ύ. όξύρροπος, 2. όργίλος, 3. To be h., όξυθυμεϊσθαι. προς όργην είναι όάδιον. See Cho- leric. HOT-BATH, (pi.) θέρμαι, ai. θερμά, τά. To use h.-b.'s, θερ- μολουτεΐν or -τρεΊν: the use of h.-b.'s, θερμυλουσία and -τ/α, η. HOT-HEADED. See under Hot. A h. fellow (adjectively), άκράχολος,άφίχολος,2. if Im- petuous] VlD. θερμόνους, ουν. θερμουργός, 2. A h. act, θερμ- ουργία, η. HOT HOW HOW HOTCH-POTCH. See under Hodge-podge. HOTEL. ΤΓ Residence (in the concrete)] See House. If Inn] ■πανδοχεϊον, τό. καπηλειού, τό. HOTLY (fig.). See Ardent- ly, Angrily. HOTNESS. See Heat. HOUGH, s. Ίγνύα, ή. HOUGH, v. See to Ham- string. HOUND, s. ρ ινηλάτης or ιχνη- λάτης κύων, 6. See under Dog. To hunt with the h.'s, and run with the hare (prov.), μη μόνιμου είναι αλλ' άει έπαμφοτεριζειν. Similar proverbs, δίδυμου στρέ- φειν πηδαλίου (Plut. de fort. Roman. 4). μετακυλινδείν αυτόν άει προ? του ευ πράττοντα τοί- χου (Aristoph. Ran. 536). HOUND, v. > To h. on (=set thedogson αύι/),επιρρύζειυ (Aris- toph. Theocr.). HOUR. H A small, indefinite portion of time] ώρα, η. καιρόν, 6. The usual h., ό ε'ιωθώς και- ρόν : at the right h., ευ καιρώ : at a leisure h., έπ' ευκαιρίας : fm, to, this h., αϊτό, μΐχρι, τοΰδε or του υΰυ : one's last h., το χρεών, ωρα του άποθαυεΐυ. τό καίριου, ίϊ The tiventy -fourth part of a natural day] ώρα, ή. To point out the h.'s, ώρολογεϊυ. ώρουομεΐυ. See Clock. HOURLY, καθ' ωραυ, καθ' εκάστηυ την ωραυ. HOUSE. 1ϊ Dwelling] οίκον, ο. οικία, η. δώμα, τό (poet.), δόμοι, 6. στέγος, τό. στέγη, η. οΐκησις, η (habitation). A small h., ο'ικίδιου, τό : a double h., οικ'ι- διον διπλοϋυ, τό (Lys.) : in the h., ευδου : out of the h., εξω. See Home. I forbid you to leave or go out of the h., απαγορεύω σοι ενδυθεν μη κινεϊσθαι : not to let aby enter the h., άποκλείειυ or ειργειν τιυά της οικίας : to go into another h., δι-, μετ-οικίζε- σθαι εις άλλην οίκίαν : to build a }\.,οίκοδομεϊν ο'ικίαυ (of the build- er), ο'ικοδομεϊσθαι (of the owner). To be staying at aby's h., κατα- λύειυ παρά τιυι {or τιυα). U Hotisehold] Vid. ^f Family, race] οίκον, 6. γέυος, τό. Of a noble h., ευγενής, ες. ευπατρίδης, ου, 6, η. If Domestic affairs] τα έν- δον, τά οίκοι, τά ο'ικεΐα. Το keep h., οικουομεϊν. διοικεΐν. ταμιεύεσθαι. The master of the h., οίκου δεσπότης : the mistress of the h., δέσποινα, η : the peo- fle in the h., οίκέται, ώυ, οι : be- onging to the h., οικείος, 3 : to go fm h. to h., εφεξής Ίευαι. περιιέυαι προς ευα έκαστου. Το keep open h., έστιαν του βουλό- μευου ε'ισελθεΐυ. U House of trade, firm] Ε. g., many great h.'s are ruined, πυλλοϊς τώυ επι- σήμωυ εμπόρων άυεσκευάσθη- σαν α'ι τράπεζαι. HOUSE, τ?. H To place under shelter (e.g. goods)] είσάγειυ φορ- (317) τ'ια. άποτίθεσθαι (mid.), δια- φυλάττειυ (to layby stores), θη- σαυρϊζειυ, άποθησαυρίζειυ (to store up in a warehouse), είσκο- μίζεσθαι, συγκομϊζεσθαι (to get in one's harvest). U To receive under one's roof, to afford a sliel- ter] ε'ισδέχεσθαί τιυα. If (In- trs.) To dwell under aby's roof] See to Dwell. HOUSEBREAKER. Crcl.,e. g. to be a h., or guilty of h.- breaking, βία έσ-, or παρ-ιεναι, εις ο'ικίαυ. διορύττειυ τηυ ο'ι- κίαυ. HOUSEBREAKING. Crcl. with preceding Art. HOUSE-DOG, κύων ο'ικουρός or σύντροφος, 6, η. HOUSE-DOOR, θύρα, ή (also in pi.), η αϋλειος θύρα. πύλαι, ώυ, αι. HOUSEHOLD, οίκουομία, ή. δίοίκησις, η (in the abstract, i. e. the management of domestic af- fairs). To manage or have the management of the h., διοικεΐν. ο'ικουομεΐυ. TJ Houseliold affairs or concerns] τά περί or κατά του οίκου, τά ευδου. 'ίδια, ωυ, τά, or simply οίκος, 6, or οικεία, ωυ, τά. HOUSEKEEPER, ταμία, οί- κουόμος, ή (with or without γυυή). διοικήτρια, ή. HOUSEKEEPING, οίκουομι- κη, n (the art of Keeping house), and under Household. HOUSE-LEEK, έπίπετρου, τό. άείζωου, τό. HOUSELESS, άοικος, 2. ( HOUSEMAID, οίκίτις, ιδος, ν- HOUSE-RENT, ενοικίου, τό (Isce. Dem.). μίσθωσις,ή (g.t.). To pay it, διαλύειυ τό ευοίκιου. ^ HOUSE-TAX, φόρος, 6, or άποφορά, η (q. tt.). HOUSE-TOP, κορυφν, rj (τοϋ οίκου). See Gable. HOUSEWIFE, δεσποιυα, οί- κου δεσποιυα, η. HOUSEWIFERY. See under Housekeeping. HOUSING (caparison of a horse), κασάς (or ής), οΰ, 6 (Xen.). ίποχον and έφιππων, τό (Xen.). HOVEL. See Hut. HO V ER. 1 Propr. : of a gen- tle motion in the air] αίωρεϊσθαι. κρίμασθαι. τανταλεύειν (sway to and fro), φέρεσθαι δι αέρος or μετέωρου, ποτάσθαι. μετ- εωροπορεϊν (PL). To h. over aby's head, έπ- and άπ-αιωρεΐ- σθαι ύπερ της κεφαλής τινι. έπι-κρέμασθαί or -κεϊσθαί τιυι. H Fig. : of dangers, #α] έπι- -κρέμασθαί or -κεϊσθαί τινι. See Impend. To h. between hope and fear, έπαιωρείσθαι. μετέω- pov είναι. See Suspense. To before aby's eyes, έν όφθαλμοίς ορασθαί, φαίνεσθαί, also παρ- Ίστασθαί τιυι. HOW. H As interrogative particle: a) in direct questions] πώς ; πή ; How are we come off in athg? πώς τιυος ηκομεν ; ^* Often strengthened with other particles, πώς γάρ; ([nay,] for how [shoiild it be]?) πώς δύ, πώς γάρ δϊι ; (hoiv in the world ?) πώς άρα ; (how is one to get to imagine?) How in the world? πώς ποτέ ; How (expressing a- mazement at athg) ? ή γάρ ; h. then now (— ivhat do you say note) ? πώς ούν ; τί γάρ ; but h.? τί δέ ; h. so? or h. is it that ? τί δή ; τί δαί and πώς δαί (in familiar Attic) ; h. about the rest? τί δαί τα\λα ; h. do you mean that? πώς τούτο λέγεις • h. should it not ? ^» Elliptical- ly, in the middle of a sentence : εγώ δε ούκ οΊμαι, πώς γάρ, — ; (but I do not think, for h. should I? that — : = assuredly not, 1 quid enim ?' πώμαλα) : its op- posite, πώς γάρ ου; (h. could it but be? = assuredly), και πώς; (yet h.? =: impossible). Paren- thetically, in earnest conversation, πώς δυκεΐς ; (h. thinhyou ? =ζλίαν). Η. much ? h. many? πόσος, η, ov : h. many ? (ordinally, quotesimus ? Germ, 'derwievielste?') πόστο?, η, ov ; in h. many days could I come? ττοσταΐοδ αν άφικοίμην (Xen.) ; h. often? ποσάκις; h. big? h. old? πηλίκος, η, ov ; h. long since ? πόσου χρόυου έχει ; h. much do you think it cost? πόσου άξιον νομίζεις; ^J β) In indirect questions] όπως, also y. ήπερ. καθά. καθάπερ. ώς. ώσπερ. Ι do not know h. to trust him, ουκ οίδα, όπως or ι} τι χρήσομαι αύτω : they specu- late h. the world came into being, φρουτ'ιζρυσιυ, όπως 6 κόσμος εφυ : he may tell you himself h. the affair stands, αυτός άυ είποι ώς έχει τό πράγμα : h. great, h. much, όσος, οπόσος, η, ου: h. conditioned or made, οίος, οποί- ος, οία, οίον : h. old or big, ηλι- κος, 3. ^* With infin., e.g. I will teach you h. to do it (= in what way you shall do it), διδάξω σε πώς or όπως ποιήσεις : I am at a loss h. to — , απορώ πώς — . gfjp Sts the infin. without ' how,' e.g. he does not know h. to write, οΰκέπίσταταιγράφειυ. ^\How (that), (as) hoio (after 'verba de- clarandi et sentiendi')] ώς for ότι, e. g. having learnt h. (that) it was kept secret, μαθώυ ώς κρυ- πτό ιτο. ΤΙ In exclamations, di- rect or reported] ώς. Η. perish- able a creature is man ! ώς φθαρ- τού εστιι» άνθρωπος ! I thought Socrates a happy man (when I saw) h. fearlessly and nobly he died, ευδαίμων μοι Σωκράτης έφαίνετο, ώς άδεώς και γενναί- ως ίτελεύτα (PL). Η. I wish that — , ώς ώφελον (c. infin.). See Ο THAT. Also πώς άν (c. optat.), e. g. h. I wish I were dead! ττώδ άυ όλοίμηυ (Eur., =■ h. may I find a way to die .'). HOW HUL HUM Tf Strengthened by 'ever' and 'so- ever ' ] E.g. I shall not give way to you h. powerful soever you may be, ουδέν σοι ύπείκω καί- irip δεινω οντι. See How- ever. HOWBETT, ομων. See un- der However. HOWEVER. _ 1 In whatever way] δπωσυυν. δπωσδή. οπωσ- δήποτε. όπι\ and όπηπερ αν [β. sub}.). Η. it may turn out, δ τι αν και συμβί}. % Although ever so — , much as — , &£C.] καί and καίπερ (c. partcp.). The bad is not praised h. beautiful he may be, υνκ επαινείται 6 φαϋΧος και or καίπερ καλός ων. U For all that (in apodosis to a concessive clause)'] όμως, e. g. old as I am, I will undertake it h., kuI τηΧι- κοΰτος ων 'όμως επιχειρήσω τοϋτο ποιεΐν. ^[ ■=. but, but then] δέ, e. g. I was saying, h., εΧεγον δέ. Tf More strongly adversative] άλλα. Some man, h., will say, άλλ' ερεΐ τις. μην (~ for one thing, however it may be with the rest that follow') , e. g. ταΰτ επι- εικών εστίν άτοπα, δηΧοΐ μην — (this is somewhat strange, it stores, h. — ) : also δη (=/or that, however it may be ivith what goes before) : and in combination with other particles, γ ε μην. γ ε δή. μεν δη. In respect, h., of justice, εις γε μην δικαιοσύνην: since, h., I have got, επε'ι γε δη έκτησά- μην : you have the bow, h. (it may be with the rest), τά μεν δή τόζ' έχεις : since, h., επε'ι γε μεν δή. Also γε το ι ( = at least though). μεν τοι, e. g. chiefly to be sure (or, first, indeed), then h., μά- λιστα μεν δη — (or το μεν πρώ- τον — ), έπειτα μεντοι. Also αλλά τοι, αλλά μην, άλλ' ουν, δ' ουν (but all one for that), μεν ουν, e. g. perhaps, h., I have com- mitted an absurdity, it is excu- sable h., ίσως μεν ουν άτοπον πεπυίηκα, άζιον μεν ουν έμοί συγγνώμην έχειν εστί. άταρ ουν, e. g. it must be owned, h., that it has something to do with the body, ατάρ ουν δή κεκοινώ- νηκέ γε και σώματος (PL), ού μεντοι άλλα and ου μην άλλα (as corrective particle in restrict- ing any advanced assertion), e. g. (the horse nearly threw him,) Cyrus, h., kept his seat, ου μην (sc. έζετραχήΧισεν) άλλ' επ- έμεινεν δ Κϋρυς (Χ.). πΧήν άλ- λα (although ; be it further ob- served, h.). καί τοι, καί το'ι γε, καί τοι γε μην (yet). HOWL, ν. ώρύεσθαι (of hun- gry dogs, wolves, lions, φ?.), βαύ- ζειν (as dogs, also lament, poet.), όλολύζειν, έζ-, άν-ολοΧύζειν. % Fig. : of the wind] παταγεΐν. > HOWL and HOWLING, s. ώαυγμός, δ. ώρυγή. ή. ώρυγμα, τό, also ώρυβηόν (Theocr.), and ωρΰωμα, τά (LXX. ; of animals). όΧοΧυγή, ή (of men = lamenta- (318) tion). πάταγος, δ, των άνεμων (metaph. of tlie wind). HOWSOEVER. See How- ever (restrictive conj.). HUBBUB, θόρυβος, δ. πά- ταγος, δ (clatter), κυδοιμός, δ (Horn, and comic). To make a h., κυδοιδοπάν (Aristoph.). HUCKLEBONE. See Hip. HUCKSTER, ( κάπνΧος, δ. καπηΧίς, ίδος, η. παντοπώ- Χης, δ. A h.'s stall, καπηλεϊον, παντοπώΧιον, τό : a h.'s bu- siness, καπηΧεία, παντοπωΧία, ^HUDDLE, ό. IF (Trs.) To mix in confusion] See to Confuse, I CROWD, δίακυκάν τι. κυκάν τι ι άνω (kui) κάτω. To h. all to- : gether, πάντα κυκάν και ταράτ- j τειν, άνατυρβά'ζειν, εική φύρειν, εική διαρρίπτειν : to lie all h.-d together, κεΐσθαι εική, φύρδην, χύδην, άναμιζ άνω (και) κάτω. ι η] To huddle up, finish off in a | hasty and slovenly manner] έπι- σύρειν. H.-d up, επισεσυρμέ- νος, 3 : a h.-ing up, επισυρμός, δ. ^[ To huddle on (one's clothes)] εική πεοιβάΧΧεσθαι. t HUE. «H Colour] Vid. χροιά, 7j. χρώμα, τό. @^* άλλάττε- ται τά χρώματα καί μεταβαί- νει ήρεμα, is said of the play of changeable colours. HUE AND CRY, περί-, κατα- βόησις, ή (g. tt.). Ί\ A written description sent out for apprehen- sion of a culprit] ή δι εγκυκΧίων άνακηρυζις επί συΧΧήψει τοΰ δεΐνα. To raise or send out a h. and c. agst or after aby, άνακη- ρύττειν συΧΧαμβάνειν τον δεΐ- να. HUFF, s. 1 A sudden swell of anger] έπίζεσις χοΧής, η. To be in a h., θυμοϋσθαι (pass.), κο- τεϊν. άγανακτεΐν (τινι). See Anger, s. and v. HUFF, v. TT To act petulant- ly to aby] αύθαδιά"ζεσθαι προς τίνα. παραΧυπειν τίνα. HUG, ν. περιπΧέκεσθαί τινι. προσπΧέκεσθαί (pass.) τινι. See Embrace. U Fig. : to hug, = flutter oneself] εΧπίσι θερμαίνε- σθαι. To h. the land (naut. t.), εν χρω παραπΧεΐν της γης. HUG, s. 7Γερηττι/χ>3, fj. See Embrace, s. HUGE, ΰπερφυής (-ες) το μέ- γεθος, δεινός, 3. ύπερβάΧΧων, ούσα, ου. θαυμάσιος, 3. A h. mass, μέγα or παμποΧύ τι χρή- μα or πΧήθος. See Enormous, Vast. HUGENESS, μέγεθος, τό. HULK (dismasted hull of a ship), σκάφους ερείπιον, τό. HULKING. A h. fellow (a long lazy loon), τρισκαιδεκαπή- χυς, δ (Theocr.). HULL, s. (of a ship), σκάφος, τό. HULL, v. II To shell] Vid. πτίσσειν. H.-d barley, τττισά- νη, ή. HUM, v. βομβεϊν. With a h.-ing noise, βομβηδόν. HUM, s. βόμβος, 0. A k of many voices, θροΰς, δ. HUMAN, ά//0ρώ7τιΐΌ5 (usual prose form), ανθρώπειος (the only Traq. form, also pr.), άνθρω- πικός (PL, rare), 3: also Orel, by δ, ή, τό άνθρωπου or -ων, κατ' av- θρωπον. Η. things, the lot of h. nature, τά ανθρώπινα (Trag. τά ανθρώπεια) : not for h. nature to attempt, ούκ ανθρώπειος (PL) : more than h. ignorance, ουκ αν- θρωπινή άμαθία, ή (PL) : falli- ble h. understanding, ανθρωπινή δόξα, ή (PL) : in a h. manner, ανθρωπίνως (e. g. άμαρτάνειν, to commit h., r^ venial, errors) : by h. means, in all h. probability, άνθρωπείως (Th.). 'όσα γε τάν- θρώπεια : the course of h. things, τά εν άνθρώποις (sc. γιγνόμενα) : to act like a h. being, to be h., άνθρωπεύεσθαι. άνθρωπί'ζειν. Η. ( = mortal), Vid., and see Man. The h. race, τό των αν- θρώπων γένος, τό άνθρώπειον γένος : the whole h. race, τό κοινόν γένος τών ανθρώπων: all that is h., παν τό άνθρώπινον. See Mankind. A h. being, see Creature. Of a h. form, άν- θρωπόμορφος, 2 : h. happiness, τά εν άνθρώποις or κατά τ ι'/ ν γήν αγαθά. % Human life : u) in the abstract] δ άνθρωπου or ανθρώπινος βίος. δ ίνθάδε βίος. δ εν άνθρώποις or κατά tj/i/ γήν βίος. ί[ β) In the concrete] αν- δρών σώματα, τά. To sacrifice as few h. lives as possible (in war), ώς εΧάχιστα σώματα ανδρών άποβαλεϊν. Η. sacrifices, αν- θρωποθυσία, ή: to offer h. sacri- fices, άνθρωποθυτεϊν. HUMANE, φιλάι/θρωττο?, 2. See Compassionate. HUMANELY. Fm adj. Hu- mane. To act h. towards aby, ψιλαι/θρωττεύεσθαι προς τίνα. <ριλανθρώ7τω? προσφέρεσθαι (pass.) or χρήσθαί τινι. φιΧαν- θρωπία χρήσθαι περί τίνα. HUMANITY. 1 (Fm Hu- man)] ανθρωπεία or άνθρωπου φύσις, ή. άνθρωπότης, ητος, ή. See phrases under Human. If (Fm Humane)] φιΧανθρωπία, ή. To treat aby with h., see Hu- mane, and adv. HUMANIZE, ήμεροϋν, also εζημεροΰν or ήμερον ποιεΐν. Hu- manized, ήμερος, 2. 7ταιίει/το5 and πεπαιδευμένος, 3. The act of h.-ing, ήμέρωσις, ή. παιδεία, ή. HUMANLY, ανθρωπίνως, κατ άνθρωπου (after the manner or ways of man or mankind). HUMBLE,ay's h.'s). Η UMOURSOME, δύσ-κο\ος, -αρεστός, -τράπελος, 2 (difficult to deal with). See Fanciful. HUMP, κύρτωμα, κΰψος or κύφωμα, τό. υβος, 6. That has a h., κυφός, κυρτός, ΰβός, 3. (319) HUMP-BACKED. See under Hump. HUNDRED, εκατόν. As fi- gure, p'. The number, or a com- pany of a h., εκατοστός, ύυς (Xen.). εκατυντάς, άδος, ή: a h. times, έκατοντάκις : one, two, &c. in the h., see Cent : a h. years old, εκατονταετίας, 2. εκατον- τούτης, /em. εκατοντοΰτις. εκα- τόν ετών : a time or period of a h. years, έ.κατονταετηρίς, ίδος, η : a captain of a h., έκατόνταρ- χος, b, and εκατοντάρχης, ου, ό : that has a h. arms, έκατόγ- χειρ, 6, ή : that has a h. feet, εκατόμπους, ποδός, 6, ή : that has a h. heads, εκατογκέφαλος, 2 : that has a h. mouths, έκατό- στομος, 2 : ah. thousand, δεκα- κισμύριοι, 3. δέκα μυριάδες, αι. HUNDREDFOLD, εκατον- ταπλασίων, 2. HUNDREDTH, εκατοστός, 3. The h. part, εκατοστ-η, ή (α tax at Athens). See Cent. HUNGER, s. πείνα, ή (appe- tite), also σίτου επιθυμία, ή. τρο- φής όρεζις, ή (a longing or wish to take food), λιμός, 6 (great h., starvation). To be suffering fm h., κακώς έχειν υπό λιμοΰ. πιε- ζεσθαι λιμω : to destroy or kill with h., see Famish, Starve. H.-bitten, see Famished, Starv- ing. HUNGER, v. πεινήν (propr. and metaph. ; for or after athg, τίνος, σίτου έπιθυμεΊν, λιμώτ- τειν (to be hungry). HUNGRILY. Crcl. with fol- lowing A rticle. HUNGRY, πεινών, ώσα, ών. πειναλέος, 3. λιμώδ))ς, 2. εκλι- μος,2. Very h., βουλιμιών, ώσα, ών : to be h., see to Hunger. HUNT, s. See Chase and Hunting. HUNT, v. m (Intrs.)] To go hunting] θήραν ποιεισθαι. κυ- νη-γετεΐν or -γεϊν or -λατεΐν. f} (Trs.)] To hunt athg, θηράν, θη- ρεύειν, άγρεύειν τι. To h. with aby, συνθηράν τινι. U Fig. : to hunt = seek after or pursue athg eagerly] θηράν, θηρεύειν, διώκειν τι (e.g. glory, δόζαν). To h. for (= malce search after), ζητεΐν τι. To h. aby away, see Chase, Persecute. HUNTER, f Huntsman] Vid. H A hunting- horse] κυνηγετικός 'ίππος, 6. HUNTING (verbal subst). See Chase. To go out h., ίξιέναι επί την θήραν : to be gone out h., ο'ίχεσθαι θηράσων : of or re- lating to h., θήρα-, θηρευ-, κυνη- γε-τικός, 3 : a h. license, or pri- vilege or right of h., εξουσία του θηράν, ή : a h. party, οι συνθη- ρώντες. οι άκολουθοΰντες επι τήν θήραν : a h. companion, σύν- θηρυς, -θηρατής, -θηρευτής, ου, ό, -θηρών, ώντος, ο : ah. dis- trict, θηράσιμος χώρα, ή : h. equipments, θήρατρα, ων, τά : θηρατική κατασκευή, ή : a h. spear, προβόλων, τό : a h. cot or shed, σκηνή θηρατική, ή : a lover or fond of h.', φιλόθηρος, φιλοκύνηγος, 6. κυνηγετικός άνήρ, ό : to be — , φιλοθηρεϊν : fondness for h., φιλοθηρία, ή. τό φιλόθηρον. θήρας επιθυμία, η. HUNTRESS, κννηγέτις, ιδυς, ή. κυνηγός, ή. ή θηρώσα or θ))- ρεύουσα. HUNTSMAN, θηρατής, θη- ρευτής, οΰ, and -τήρ, ήρος, 6. κυνηγός and κυνηγέτης, ου, ό. poet, άγρεύς and άγρευτήρ, ήρος, b (by profession). A h.'s horn, κέρας τό κυνηγετικόν: like ah., κυνηγετικός, 3. θηρευτικός, 3: a h.'s art or profession, κυνηγετική, ή. θηρευτική τέχνη, ή : the life of a h., θηρευτικός βίος, 6. HURDLE, πλέγμα, τό (g.t. wattle), σηκός, 6 (to keep cattle in), or ε'ιρκτή, ή. HURL, ιέναι, άφιέναι. See to Throw (g. t.). σφενδονάν (fin a sli?ig). άκοντίζειν (a javelin, ^•c). To h. a burning torch into athg, δάδα καιομένην άκοντίζειν ε'ίς τι : to h. thunderbolts, άφ- ιέναι κεραυνούς. ^[ To cast dozen with violence] καταβάλλειν, καθ- ιέναι. See Cast, Fling. HURRICANE, έκνεφίας (άνεμος), ου, 6. θύελλα, ή. δί- νη, ή. συσσεισμός, b {whirlwind, LXX.). HURRY, ν. 1 (Trs.)] σπεύ- δειν τι. επείγεσθα'ι τι. σπου- δάζειν περί τι (g. t.). To h. over (athg), αυτοσχεδίαζε ιν, επι- σύρειν (negligently) : to h. aby, επείγειν or άναγκάζειν (to com- pel him) : to h. aby away, άττ-, έζ-ε\αύνειν, άποδιώκειν τινά (fm athg, τινός). See to Hasten, to Urge. H (Intrans.)] επεί- γεσθαι (pass.), σπεύδειν. To h. away, δρόμω άπελθεϊν or φεύ- γοντα ο'ίχεσθαι (intrans.). Hur- ried, περισπερχής, ές : to be h.-d, περισπερχεϊν. HURRY, s. See Haste, Speed. To be in a h., επείγε- σθαι (pass.), σπεύδειν, κατα- σπεύδειν (to act precipitately). See ' hurried ' under the Verb. To do in a h., αυτοσχεδίαζε ιν (to do hastily or neglectfully) . Ne- ver be in a h., σπεύδε βραδέως (prov. = festina lente). HURT, s. See Damage, Harm. HURT, v. If To damage, harm] VlD. σίνεσθαι (mid. gg* Xen. and once PL, but rare in A it. prose). To h. the eyes, λυμαίνε- σθαι τήν όψιν. % To cause pain] άλγηδόνας παρέχει τι. άλγει- νόν or βαρύ εστί τι. δάκνει τι. λυπεί τι. Athg h.-'s me, άλγώ τι (of bodily pain), e.g. τους πό- δας, τους οφθαλμούς (my feet, eyes hurt me), άλγώ επί τινι or άλγος εχω εκ τίνος (αμά£ευτοϊ. To make i. for aby, απορον παρέχειν τινί. IMP IMP IMP IMPASSABLENESS, το άβατου, &c, or Crcl. IMPASSIBILITY. Crcl. with \ adj., sense Ι. άττάθίΐα, η {the 'in- vulnerabilis animus,' ' animus ex- tra omnem paticntiam positus.' Sen., of the Stoics). See Insen- sibility. IMPASSIBLE. 1 Prop. : in- capable of suffering pain] Crcl. οδύνης ov δεκτικός, άπάθητυς, 2 (eccl.). "ff Insensible] Vid. απαθής, is. αναίσθητος, 2. dv- αισθιγτως έχων προς τι. IMPASSIONED, -παθητικός, 3 (Aristot.). IMPATIENCE, t, ob καρτε- ίία, and Crcl. with verbs under Μ PATIENT, ορμή, η (eagerness). το ορμητικού (impetuosity). IMPATIENT, απαθής, ές (e. ff, πόνων, Hdt.). μη καρτερικός, 3. δύσλοφος, 2 (poet.). To be i., ατλητεϊν τι (Soph.), δυσφο- ρεϊυ ('aegre ferre') τι, επί τι, περί and διά τι, and mid. also χαλεπΰις, μη ραδίως, δυσλόφως (Eur.) φέρειυ. ορμητικός, 3 (im- petuous). IMPATIENTLY. From the Adj. IMPAWN. See Pawn. IMPEACH. % Tohinder] Vid. If 7b accuse of offences agst the state] See under to Accuse. IMPEACHMENT. % Hin- drance] Vid. ίΐ ^ccwsaftcm] Vid. IMPECCABLE, άνααάρτ»,- tos. 2. IMPEDE. See to Hinder. When the winds happen to i. their passage, 'όταν τύχωσιι/ άνε- μοι άπολαβόντες αυτούς. IMPEDIMENT. See Hin- drance. An i. in one's speech, iy κάθισμα, τό (Dion. Hal., in pronouncing certain consonants) : to have one, see to Stammer, Stutter. IMPEL, επείγειυ, κατεπεί- γειν, irap-, εζορμαν (propr. and fig.). προτρέπειυ επί τι or εις τι, ore. infin. επαίρειν επί τι or c. infin. παροζύυειυ c. infin. δια- and παρακελεύεσθαί τινι c. infin. (metaph. only). See to Drive, Urge. IMPEND, επικρέμασθαί τι- νι, υπερκρέμασθαί τίνος, ευ- ίστασθαι, επικεισθαί τινι. έπ- αρτάσθαι. επιέυαι and επιφέ- ρεσθαι (pass.). μίΧ\ειν(και 'όσον μήπω παρείυαι). Impending, partepp. of same verbs. An i.-ing danger, see Imminent. To i. (= project, hang over), ΰπερέχειυ. IMPENETRABILITY. Crcl. IMPENETRABLE, ανέρα- στος, 2. αδιάβατος, 2. *[[ Fig. : incomprehensible] Vid IMPENITENCE. Crcl. with following Art. IMPENITENT, άαετάγυω- ατος, 2. μη μεταμεΧόμευος, η, ον. τα αμαρτήματα, αμετανό- ητος, 2 (eccl.). IMPERATIVE. The i. mood (326) η προστακτική εγκλισις : i. (ne- cessity, &c), αναγκαίος, 3. An i. manner, tone, &c, see the Adv., and Commanding, Imperious. IMPERATIVELY. Fm the Adj. To speak i. to aby, προσ- τάττίΐι/ τινι or κεΧεύειυ τινά ί ποιεϊυ τι. IMPERCEPTIBLE, άν- and άυεπ-αίσθητος, άσημος, άδηΧος, 2. αφανής, ες. άσύνοπτος,2 (not ; easily perceived. jEschin.). To render i.. άφαυ'ιζειυ. IMPERCEPTIBLY. Advv. of preceding adjj. Χάθρα, and Crcl. with Χανθάνειν. IMPERFECT, ά- and άσυυ- ! -τε'λεστο?, 2, and -τεΧής, ες. ■ ατέλειωτο?, άυεζέργαστος. ον Ι τέλειο?, 3 and 2. ενδεής, 2. ελ- Χιιτης, 2. ΤΙ Gram.: ilie imper- fect tense] χρόνος παρατατικός, Ι ό. χρόνου παράτασις, η. ^ IMPERFECTION, ατέλεια, η. τό ατελές, τό ενδεές, ους. IMPERFECTLY. From the Adj. IMPERIAL, βασιλ ικός, Ζ (the nearest term), αυτοκρατορικός, 3 (later). I. crown, διάδημα αϋτο- κρατορικόν, τό : the i. house or family, ό του αΰτοκράτορος οί- κος, τό αυτοκρατορικού γένος. IMPERIOUS, αρχικός, δε- σττοτικός, τυραννικός, 3. To be i., τυραννειν. See Haughty. IMPERIOUSLY. From the Adj. 1MPERIOUSNESS. Crcl. with Adj. or Adv. See Haugh- tiness. IMPERISHABLE, άφθαρ- τος, αδιάφθορος, αθάνατος, άι- διος, άγηρατος (άγηρως, ων). ανεξίτηλος, 2. άφθιτος,2(ροβΙ.). άείζως, ων (AEsck.). I. fame or memory, δόζα or μνήμη αείμνη- στος, ή. κλέος άθάνατον, τό. IMPERISHABLENESS, α- φθαρσία, αθανασία, η. τό αδιά- φθοροι'. IMPERMEABILITY, τό στεγανού. IMPERMEABLE, στεγανός, 3. στέγων, ούσα, ον. See Wa- terproof. IMPERSONAL, απρόσωπος, 2 (pram. t.). IMPERSONALLY. Fmthe Adj. IMPERTINENCE, f Irre- levancy] Vid. TI Insolence] αΰ- θάίεια and (str. t.) ύβρις, εως, η. υβριστικός Χόγος, ό (as word), υβρισμα, τό (as act), also Χόγος άγροικος, φορτικός, and 'έργον άγροικον. άπειροκαλία, η. See Rudeness. IMPERTINENT. % Foreign to athg] See Irrelevant. H Rude, insolent] Vid. φορτικός, 3. α- γροικος, 2. υβριστικός, 'ό. άπει- ρόκιιλος, 2. IMPERTURBABLE,-TUR- ΉΚΤ),άτάρακτος and ατάραχος, 2. αθόρυβος, 2. ανενόχλητος, 2. I. felicity, συνεχής or βέβαιος ευδαιμονία, η : an i. mien or countenance, άφοβου or κατ- εσταλμένον τό πρόσωπον. See Calm. IMPERVIOUS, άβατος, δύσ- βατος, άπορος, άνοδος, άδι-έζ- οδος and -όδεντος, 2. IMPETRATE, τυγχάνειν or επιτυγχάνειν (διόμενον). IMPETUOSITY, ορμή, η. σφοδρότης, ητος, η. φορά, ή (rush, ' impetus,' φορά Ίέναι, PL), βία, η. The i. of the wind or weather, τυΰ χειμώνος τ ό μέ- γεθος : to ask for athg with i., σφόδρα άπαιτεΐν τι. IMPETUOUS, δεινός, σφο- δρός, ισχυρός, 3. ορμητικός, 3 (only of persons), ίκφορος, 2 (car- ried away by passion). An i. temper or disposition, η τοϋ τρό- που όζύτης or χαλεπότης, ητος. IMPETUOUSLY. From the Adj. σφόδρα, κατά κράτος, ορ- μηδόν. δρμητικώς. δρμη. To rush i. upon aby, δρμη φέρεσθαι επί τίνα. εφορμάν τινι or προς τί- να : to sally out i., εζορμάυ (εκ) τόπου τινός. IMPETUS, δρμη, »J. φορά, η (of a body in motion). See Force, Impulse. IMPIETY, ασέβεια, η, περί τους θεούς, τό ανόσιου, άσέβη- μα, τό. IMPINGE, ττοοσ-κο'-π-τειι/, -κρούε ιν τινι or προς τι. IMPIOUS, ασεβής, 2. άθεος, 2. ανόσιος, 2. An i. act, άσέβη- μα, τό. 'έργου άσεβες και άυό- σιον, τό. IMPIOUSLY. Fm the Adj. IMPLACABILITY, τό άδι- or άκατ-άλλακτου. IMPLACABLE, άδι-, άκατ- -άΧλακτος, άσπονδος, άσπει- στος, 2. άνεζίλαστος, 2 (o?ily of persons), άδιάλυτος, ανήκεστος, 2 (only of qualities). To pursue aby with i. enmity, ανήκεστου or άδιάλυτου εχθραν άρασθαι προς τίνα : to entertain or foster i. hatred agst aby, άδιαλλάκτως εχειν προς τίνα : to carry on or wage an i. feud with aby, ukut- αλΧάκτως or άδιαΧύτως ποΧε- μεΐυ τινι. IMPLACABLY. Fmthe Adj. IMPLANT. 1 Propr] ίμ- φυτεύειυ. *\\ Fig] εμφύειυ. εν- τιθέναι. ευεργάζ* σθαι. I.-d, εμ-, σύμ-φντος, 2. IMPLEAD. -See 'to bring an action agst.' IMPLEMENT, E.g. i. of wr, ττολεαικ'ά σκεύη, τό. πολεμική παρασκευή, η : agricultural i.'s, τα προς την γεωργίαν σκεύη, κατασκευή »; προς τηυ γεωρ- γ'ιαυ. τα τωυ γεωργώυ εργα- λεΐα. IMPLICATE, εμ-,περι,συμ-, κατα-πΧέκειυ τινι. περιβάλ- Χειν τινι (e. g. πολέμοις στά- σεσι, κινδύνοις, fyc). To i. one- self in athg, εμπλέκεσθαί, εμπα- Χάσσεσθαί (entangle) τινι '. to be IMP i.-d (with the pollution), προσ- έχεσθαι τω άγει (Th.). To be- come i.-d in athg, περιπίπτειν τινί : to become i.'d in a war with aby, καταστήναι εις πόλζμόν τινι or προς τίνα. IMPLICATION, περί-, εμ- πλοκή, η. τό έμπλέκειν. By i. (e. g. to say athg), ύττοδηλοΰν, αίνίττεσθαί τι. IMPLICIT. IT Propr.] περί-, συν-ειλημένος. If Tacit] VlD. An i. assent., ομολογία ου φανε- ρά, ή καθ' ήσυχίαν προσθήκη : an i. agreement, al έκ του αφα- νούς συνθήκαι. Tf Unreasoning] I. faith or confidence, άλογοι/ θάρρος : to repose i. faith on aby, ραδίως πιστεύειν τινί. 'IMPLICITLY. Fm the Adj. IMPLORE, δεϊσθαίτινο*. άν- τιβολεΐν, ικετεύειν, ίπι- and άνα-καλεισθαί τίνα. λιτανεύειν and λίσσεσθαί (poet., but also Hdt. PL.) τίνα υπέρ τίνος, λι- παρεΐν τίνα c. infin. [pray impor- tunately), άντιά'ζειν, άντεσθαι, ίκνεϊσθαι (poet.). See Suppli- cate. Let me i. you, Ικέτης δέομαι σου. IMPLY, περί-, κατα-λαμβά- νειν εν tivl. έχειν (έν έαυτω). That i.'s a contradiction, άντιλο- γ'ιαν έχει τοΰτο. To be i.-d, έν- εΐναί Ttvi or έν τινι. είναι έν τινι. To i. (= indicate something by implication), Vid. Athg is clearly or necessarily i.-d in athg, φαίνεται γε τοΰτο. 6 λόγος IMPOLICY, δυσβουλία, ή. IMPOLITE, άκομψος, 2. α- παίδευτος, 2. άπειρόκαλος, 2. αγροικος, 2. IMPOLITELY. Fm the Adj. IMPOLITENESS, άπαιδευ- σία, ή. αγροικία, ή. άπειροκα- LMPOLITIC, δύσβουλος, 2 (ill-advised). IMPONDERABLE,ouaTa6- μητός, 2. IMPORT, ν. ε'ισ-φέρειν (im- portare), -άγειν (importare and introducere). προσάγειν (intro- ducere). To be i.-d, passives, and φοιτάν, έπεισέρχεσθαι, ε'ισ- πλεΐν. I.-d fm a foreign coun- try, partcpp. of είσπλεϊν, φοι- τάν, and the other verbs : also of έπιφοιτάν (Hdt.). έπακτός and έπείσακτος, 2 : that may be i.-d, εισαγώγιμος, 2. ^j To mean, purport] Vid. if To be of con- sequence] διαφέρειν. It does not i., see Importance. IMPORT, s. if Propr.] εισ- αγωγή, ε'ισκομιδή, h. Imports, τά εισαγώγιμα, and partcpp. of verbs. Duty on i.'s, φόρος b από των εισαγομένων φορτίων. If Purport] VlD. IMPORTANCE,a'£ia,^. αξί- ωμα, τό (worth), απουδαιότης, ητος, η. ροπή, ή (moment), δύνα- μις, εως, η (power, strength), βά- ρος, τό (weight). That is of i., (327) TMP βαρύς, εϊα, ύ. αξιόλογος, 2. See phrases under Consequence. To make athg of some i., to attach i. to athg, λόγον ποιεΐσθαί τί- νος, πολύ νέμειν τινί : to make of great i., προτιμάν τι. περί πλείστου ποιεΐσθαί τι. πλεί- στου άξιον νομιζειν τι : to at- tach greater i. to athg, μειζόνως λαμβάνειν τό πράγμα. IMPORTANT, βαρύς, ίϊα, ύ. μέγας, άλη, α. σπουδαίος, 3 (of things), άξιος, 3. αξιόλογος, 2. πολλού άξιος, 3. ούχ ο τυχών, ούχ ή τυχούσα, οΰ τό τυχόν (of persons and things) . δυνατός, 3 (only of persons), άνήρ δυνατός or αξιώματος πολλοΰ. See IM- PORTANCE and Consequence. Nothing is more i. to him than, ουδέν προύργιαίτερόν έστιν αύ- τω η : to make oneself i., assume an i. air, δοκεϊν είναι τι (i. e. fancy to be somebody or something), σεμνύνεσθαι and σεμνοποιεΐ- σθαι. And what is the most i. point, τό δε μέγιστον. και τό μέγιστον. τό δε κεφάλαιον. IMPORTANTLY, σπουδαί- ως. βαρέως, προυογου. IMPORT ΑΤΙΟΝ,κομιον/,είσ- κομιδή, εισαγωγή, παραπομπή, ή. εισαγώγιμα, τό. See IM- PORT, s. IMPORTER. Crcl. fm par- tcpp. of verb. IMPORTUNATE, λιπαρής, ές. γλισχρός, 3. To be i., λι- παρέϊν. γλίχεσθαι. ^ := Trou- blesome] Vid. IMPORTUNATELY. From the Adj. IMPORTUNE, f To be im- portunate] Vid. If To trouble, be troublesome] Vid. > IMPORTUNITY, λιπαρία, άκαιρία, ή. λιπαρής δέησις, η. > IMPOSE. % To lay ζιροη] επιτιθέναι, εμ-, έπι-βάλλειν (g. t., of a burden, 8gc.). προστάτ- τειν (of obligations, 8{C.). έττισκή- πτειν (str. t., something difficult). To i. a name on aby, έπιφέρ*ιν τινι όνομα : to i. a tax, tariff, &c, τάττειν or έπιγράφειν φόρον or είσφοράν (legally), έπιβάλ- λειν φόρον or δασμόν (mly arbi- trary) : to i. a fine, punishment, &C, επιτιθέναι δίκην, τίμημα, ζημίαν. έπιβάλλεινζημίαν: athg is imposed upon me, επίκειται μοι. If Impose upon (= to cheat, deceive)] Vid. IMPOSING. If propr. Orel, with pres. partcpp. of verb to Im- pose upon. Tf Striking, exciting admiration, 8[C.] σεμνός, 3. δει- νός, 3. εκπληκτικός, 3. To pro- duce an i. effect on aby, έκπλήτ- τειν τινά. θαυμαζεσθαι υπό τί- νος, κατέχειν τινά. πείθειν τι- νά. See Exalted. IMPOSITION, f Act of lay- ing upon] έπίθεσις, επιβολή, ή. The i. of a tax, tariff, impost, &c, φόρου τάζι?, ή. I. = task, VlD. Tf Deception, cheat] Vid. IMP IMPOSSIBILITY, τό αδύ- νατον. It is an i., αδύνατον έστι. οΰκ ενδέχεται : to want to per- form i.'s, αδυνάτων έράν. επι- χειρεϊν τοϊν άδυνάτοις. άδυνά- τοις έπιθέσθαι πράγμασι. IMPOSSIBLE, αδύνατος, 2. αμήχανος, 2. It is i., αδύνατον (έστι). οΰκ εστί. ουκ έσθ' όπως. ούχ οΐόντε : it is i. for me to do athg, αδύνατον εστί μοι, αδύνα- τος or ούχ όίόστε or αμήχανος ε'ιμι ποιεϊν τι. IMPOST. See Tax, Duty. IMPOSTOR, «fi In the gene- ral sense: cheat, deceiver] Vid. If In the special sense : false pre- tender] ψεύστης, ου (liar) : and partcpp. ofψtύδεσθaι,κaτaψεύ- δεσθαι, also ύποκρίνεσθαι (act a part), έξαπατάν. ^uiju»jt)|s και γόης (PI). To be or act as an i., the above verbs and ψενακίΐειν. IMPOSTHUME, απόστημα, έμ-, δια-πύημα, τό. IMPOSTURE, See Cheat, s., Fraud, Deceit, Imposition. φήλωμα and έξαπάτη, »;. πλά- σμα, τό (thing), and Crcl. with verbs under Impostor. IMPOTENCE, άδυνα-μία and -σία, ή. τό αδύνατον, ασθένεια, αναπηρία, ή. See Feebleness. IMPOTENT, αδύνατος, 2. ασθενής, 2. ούχ υίόστε. εύνου- χίας, ου, ό (incapable to beget), ανάπηρος, 2 (crippled). IMPRACTICABILITY, α- μηχανία, ή. τό άμήχανον. Το undertake an i , άνήνυτον έργον έπιβάλλεσθαι (PL). IMPRACTICABLE, αμήχα- νος, άνήνυτος, άτέλεστος, άπο- ρος, 2. αδύνατος ποιεϊν. I for riding, άβατος τω ϊππω. IMPRECATE, άράσθαί, έπ- and κατ-αράσθαί τί τινι. άράν έπεύχεσθαί τινι. κατεύχεσθαί τινι (upon), and τίνος (agst aby), also κατά τίνος, κατάραν and έπαράν ποιεΐσθαί τινι. IMPRECATION, αρά, κατ- άρα and έπαρά, κατάρασις, η. To utter an i., see Imprecate. IMPREGNABLE, άνάλωτος, άληπτος, 2. IMPREGNATE, έγκυον or έγκύμονα ποιεΐν, κυΐσκειν, πλη- ρούν (γυναίκα). if Fig•] To i. with athg, έΜ7Γΐ•7Γλ«ι/«ι τινός or τιι/ί τι : i.-d with athg, έγκύμων τινός (propr. and fig J), έμπλεως or πλήρης τινός (fig•)• IMPRESS, v. If Propr.] έν- and έναπο-τυποΰν (to make fi- gures by pressure), έν- and έπι- σφυαγί'ζειν τι (of a seal), έττι- βάλλειν σφραγίδα τινι. ^\Fig.: to impress athg on the mind] έμ- ποιεΐν τι τη ψυχή. (intrs.) ε'ισ- δϋναι (Ίς την ψυχήν. έμμονου γίγνεσθαι or έμμένειντη ψυχΓ), To be deeply i.-d upon aby, έν- τήκεσθαί, έντετηκέναι, τινι : to i. on oneself, άττομάττεσθαί τι- νος (Aristoph.). τίθεσθαί τι εις την ψυχήν. See Impression, IMP IMP IMP and comp. Imprint. I was i.-d with a feeling of pity, 'έλεος or οίκτος είσϊ/ει or εισήλθε με. IMPRESS, s. See Impres- sion (propr.). ^IMPRESSION, f Propr.] τύπος, ό. έκμαγεΐον and έκμα- γμα and εκμακτρον [the i. or im- press in wax, Qc, and also that in wch it is made). To make one, τυπούν. See the Verb. To take an i. of athg, άπομάσσειν τι and άπομάσσεσθαί τίνος (also fig.). IT Impropr.] δύναμις, eujs, V (as effect), ροπή, ή (decisive i.). πάθος, τό, and έιάθεσι? της ψυχής, ή (effect as produced on the mind), αίσθημα, τό (ivith re/, to inner feeling). To be led by every i., τοις άει παθήμασι συμπεριφέρεσθαι (PL)', to make or produce an i., δύνασθαι, po- πήν εχειν. α'ίσθησιν παρέχειν: to produce or make no i., πλέον ουδέν ποιεΐν. μη έχειν δύναμιν or ροπήν : the speech makes no i., ασθενής έστιι/ 6 λό -yos : to make or produce an i. on aby, κίνεϊν τίνα. πείθειν τινά (of a speaker) : to produce a good or agreeable i. on aby, καλώς δια- τίθεται την ψυχήν. φυχαγω- γεΐν and κηλεϊν τίνα : athg makes an agreeable i. upon me, καλώς διατίθεμαι (pass.) εκ τί- νος or προς τι : according to the i. athg has had or made upon me. ως εγώ διάκειμαι εκ τίνος or υπό τίνος : to have received an i. fm aby or athg, πεπονθέναι υπό τίνος : to produce a violent i. on the mind, πάθος εμβάλλειν τι- ν'ι. δεινώς διατιθέναι την ψυ- χήν : this event has made a powerful i. upon me, δεινώς δι- ετέθην υπό του πράγματος : what sort of i. has the speech pro- duced ? οι άκροώμενοι πώς δι- ετέθησαν υπό του λόγου ; what sort of i. the thing has made upon me, οΊόν τι προς αυτό πεπον- θώς τυγχάνω (PL) : it has made an indelible i. upon me, οίον εγκαύματα άνεκπΧύτου γρα- φής 'έμμονα μοι γέγονε (PL). Under the impression that — , ώς with partcp. of the subject or object. IMPRESSIVE, ενεργής, ες, and ενεργός, 2. δεινός, 3. βαρύς, εΐα, ύ. To be L, see ί to make an Impression.' IMPRESSIVELY. Fm the adj., and see under Impression. IMPRINT, v. See Impress. εγχαράττειν (by engraving •, S[c.). To i. upon one's memory, δκι- μνημονεύειν τι : to be deeply i.-d., έντήκεσθαί, έντετηκεναι τινί. IMPRINT, s. υπογραφή, ή. χαρακτήρ, ήρος, ό. κόμμα, ο (on a coin). IMPRISON, κατά- or άπο- τιθίναι ε'ις τό δεσμωτήριον. δι- δόναι ε'ις φυλακήν. είργειν, καθ- είργειν. δεΊν. To be i.-d, εις (328) την είρκτήν είσπίπτειν. δεθή- ναι. εν φυλακή είναι. IMPRISONMENT, φυλακή, ή. τό δεδέσθαι. δεσμοί, οι. IMPROBABILITY, άπιθα- νότης, ητος*, ή. τό άπεικός, ότος. IMPROBABLE, απίθανος, 2. άπεικώς, υΐα, ός. To be i., άπ- εοικεναι. άπεμφαίνειν (Polyb. ; propr., to represent as i.). IMPROBABLY, άπεικότως. IMPROBITY. See Disho- nesty. IMPROMPTU, αύτοσχεδί- ασμα, τό, and σχεδιον, τό. This looks like an i., ταϋτα σχεδιον εοικεν (Aristoph.). See ΕχτΕΜ- PORAL, (f-c. IMPROPER, ου προσήκων, ούσα, ov. ου πρέπων, ούσα, ον. άκαιρος, 2. άνεπιτήδειος, ανάρ- μοστος, 2. ου δίκαιος, 3 (wrong). ανάξιος, 2 (univorthy). See UN- SEEMLY, Unbecoming. U Of words and phrases] άκυρος, 2 (improprius). An i. phrase, άκυ- ρολογία. IMPROPERLY. From the Adj. To behave i., άσχημονεΐν. i IMPROPRIETY, άπρέπεια, ή. άσχημοσύνη,ή. άπειροκαλία, ή. To commit an Ί.,άσχημονεΛν: of speech, άκυρία, άκυρολογ'ια, ή (gram. t.). IMPROVABLE. Crcl. with verb Improve. IMPROVE. U (Trs.)] βεΧ- τίω ποιεΊν. αύξάνειν,προάγειν, προβιβάζειν, καθιστάναι εις or επ'ι τό βέλτιον. See to Mend, Amend, Better, v. if (Intr.)] βελτίω γίγνεσθαι or καταστή- ναι. επιδιδόναι or προκόπτειν επ'ι or προς τό βέλτιον. Ίέναι επί τό βέλτιον, αύξάνεσθαι (pass.), προκόπτειν, έπίδοσιν λαμβάνειν (make progress, in- crease). To i. after faring ill, εκ του κακώς πράσσειν μεταπ'ι- πτειν (change for the better. Ly- curg.), or μεταβολής τυχεΐν επ'ι τό βέλτιον (id.). Athg is i.-ing, επί τό κάλλιον τρέπεται τι. έπιδίδωσί τι επί τό βέλτιον : his affairs are i.-ing, κάλλιον πράττει, ράον διάγει. To i. in athg (= to make progress), προ- κόπτειν εν τινι. See in next Art. IT Make good use of] χρήσθαι (e.g. τοΊς καιροϊς, one's opportu- nities). IMPROVEMENT (g.t.). See Amendment, Amelioration. επίδοσις, αϋζησις, έπαύζησις, ή. προκοπή, ή, and Crcl. with verbs under Improve. IMPROVER. Crcl. with par- tcjip. of verbs to Improve. IMPROVIDENCE, άπρο-νο- ησία and -βουλία and -μήθεια, ή. αμέλεια, ή. πμοπέτεια, ή. IMPROVIDENT, άπρό- and άπερί-σκεπτος, άπρόβουλος, άπρο-νόητος,-βούλευτος,2. αμε- λής, ες. To be i., άπρονοητεΊν. άμελώς εχειν. IMPROVIDENTLY. Fmthe Adj. IMPRUDENCE, αβουλία, άλογία, άλογιστία, άφραδία (Horn.), ή. See Improvidence. IMPRUDENT, άβουλος, 2. αλόγιστος, 2. άσκεπτος and (Trag.) άσκοπος, 2. άφραδής, ες (Horn.). See Improvident and Rash. IMPRUDENTLY, άβουλεί, or fm the adjj. Imprudent, Im- provident.' To act i., αβουλία χρήσθαι. IMPUDENCE, αναίδεια, v. άναισχυντία, ή. τό αναιδές, θρά- σος, τό. θρασύτης, ή. Ίταμότης, ητος, η. λαμυρία, ή (wantonness). I. in speaking, θρασυστομία, ή. A piece of i., άναισχύντημα, τό. IMPUDENT, αναιδής, 2. άν- αίσχυντος, 2. 'ιταμός, 3. λαμυ- ρός, 3 (bold, wanton), θρασύς, 3. To be i., άναισχυντεΐν. άναι- δεύεσθαι: — to aby, καταναιδεύ- εσθαί and -ίΐεσθα'ι τίνος. IMPUDENTLY. From the Adj., and μετ αναίδειας. IMPUGN, καθάπτεσθαί τι or τίνος. See to Attack. IMPULSE, ορμή, ή (in?ier), and εσις, εως, ή (only PL), προ- τροπή, ή, and τό προτρέπον (out- er). Fm one's own i., άφ' εαυτού, εκών, ούσα : on the i. of another person, άπ' άλλων, άλλου τινός κελεύσαντος or προτρέψαντος. What i. possessed you that — ? τί παθών — ; on the i. of the moment, δι' οργής; to be carried away by every i., toIs άει παθή- μασι σνμπεριφέρεσθαι. IMPULSIVE (e. g. i. cause), προτρεπτικός, 3. ^ IMPUNITY, τό άΧήμιον. ατιμωρησία, ή. τόάθωον. With i., άποινεί. νήποινα (Χ.), νη- ποινί (PI. Dem.). άνατεί (Trag. PL), αζημίως, χαίρων, ούσα, ον. See Unpunished. Not with i., κλαίων (Trag.). You shall not have done it with i., ού καταπροΐξει τούτο δρών (only with negative, sts with gen. of person, ου καταπροίζει εμού). To let aby come off with i., άθω- ov or ατιμώρητου εάν or άφ- ιέναι τινά : to come off with i., άθωον άπαλλάττειν or φεύγειν. χαίροντα άπαλλάττειν '. athg may be done with i., άδεια εστί or δέδοται ποιεΐν τι : to be al- lowed to do wrong with i., άδι- κούντα μη διδόναι δίκην. IMPURE, ού καθαρός, 3. ακάθ- αρτος, 2 (physically and morally), ρυπαρός, 3 (only physically), μια- ρός, 2. αναγνος, 2 (morally con- taminated). I. air, άήρ ού καθ- αρός, άήρ διεφθορώς : an i. deed or action, αΊσχρόν έργον, τό. κιναίδισμα, τό. IMPURELY. Fmthe Adj. IMPURENESS. See next Ar- ticle. IMPURITY, ακαθαρσία, ή. IMP IN IN ρυπαρία. η. το ρυπαρόυ. το ακάθαρτου (as state or condition in tlie abstract), κάθαρμα, τό. λΰμα, τό (in the concrete, as mat- ter). See Unchastity. IMPUTABLE. (3rd. with the verb Impute. To consider athg chiefly i. to fortune, τό ττΧεΊστυν μέρος τιι /os μεταδίδομαι τη τύ- IMPUTATION. t The act of imputing] άνάθεσις, ή. επιφορά, tj. καταλογισμός, 6. ΊΙ Charge imputed] See Blame, Charge, Accusation. IMPUTE, άνατιθέναι,επιφέ- ρειυ, προσυέμειν, προσ-, άν- άπτειν, τιν'ι τι. άναφέρειν τι its τίνα. καταλογίζεσθαί τι προς τίνα. α'ιτιΰσθαί τινά τίνος, αίτιον λέγειν or ήγεϊσθαί τινά τίνος, εγκαλεΐν τιν'ι τι. προσ- τρίβεσθαί τιν'ι τι. Aby i.'s to me the fault, όφλισκάνω τιν'ι τι (e. g. μωρίαν, μανίαν) : let no one i. it to you as virtue, κατα- λογιξεσθω μηδεις υμϊν εν άρετη. See Account, Ascribe. IN. ΤΙ Local, answering to question 'where?' a) in what place ? with names of place] ευ. In Athens, εν Αθήναις : in Hades, iv αδου (οίκω or δώματι). With notion of extension, εις, κατά, άυά (per), c. ace. The report is spread in the city, διέσπαρται εις or κατά τήν πόλιν ο λόγος : those who in Asia are under the king of Persia, ol κατά την Ασία ν υπό βασιλεϊ όντες : they dwell in villages, κατά κώμας οίκοΰ- σιν : to be famous in all Greece, ανά πάσαυ την Έλλάία εΰκλεά είναι : in the market, κατά την άγοράν or εν τη αγορά. Τίερ! c. ace. (with notion of existence all over, or at various points) : the Phenicians had settlements in all Sicily, ωκουν Φοίνικες περί (per) ττασαν Σικελίαυ. 'Έπί, c. gen., only in a feiu phrases, as επι ξέ- νης, επ' αλλοδαπής (in a foreign land, abroad), επι της 'Ασίας κατοικεϊν (to live in Asia). ^» In, with name of a region, attri- butive to name of a place, is ex- pressed by the genitive, e. g: to Syracuse in Sicily, της Σικελίας εις Έυρακούσας : at Thebes in Boeotia, εν θήβαις της Βοιωτίας, b) In ivhat thing] To have in one's hand, iv χειρι έχειυ, and also δια χειρός εχειυ. See Hand. To have in one's mind, iv υω εχειν, and ανά θυμόν : in one's mouth, άνά στόμα. igfjT In, with ' the part affected? the ace. ; to have a pain, be wounded, &c, in the head, άλγεΊν, τρωθηναι, την κεφαλήν. Attributively, the gen., e.g. a pain in the head, κεφαλής άλγος. $|y» To verbs of putting, placing, laying, the Greek usually has iv c. dot. (by a prolepsis of the resulting state), instead of είς c. ace., as we say, to put in (=into) his hands, τιθέναι εν χερσί ('col- (329) locare, ponere in manibus') : so to take in (= into) one's hands, iv χερσί λαβείν (to grasp so that it comes to be in one's hands), gfj* With verbs of removal, ίκ takes the place of iv in an attributive lo- cal notion: to evacuate the strong- hold in Epidaurus, τό εξ Επι- δαύρου τείχος εκλιπεϊν : to re- move the term fixed in the law, τον εκ των νόμων χρόνον άυε- λεΐν. c) In what dimension?] In height, length, breadth, &c, τό μήκος, τό εύρος, #c. (see these ivords). ■(! Of time] In (or with- in) this time, εντούτωτω χρόνω : in the meantime, εν τούτω : in (the space of) five days, εν πέντε ήμέραις : in the beginning, iv άρχη. φ??* But often the geni- tive : in the spring, summer, in the day, night, evening, τοΰ έαρος, θέρους, ημέρας, νυκτός, δείλης, 8[c. We went out of the prison in the (= of an) evening, εξήλθομεν τοΰ δεσμωτηρίου εσπέρας : in the same, the for- mer, each year, τοΰ αυτοΰ, τοΰ προτέρου, εκάστου έτους. He will not get there in ten thousand years, εκεϊσε ουκ άφικνεϊται ετών μυρίων (PL). In the day- time, καθ' and μεθ' ημέραν : in good time, ευ καιρώ-, προς, κατά καιρόν : in a year (hence), μετ ενιαυτόν and εις νεώτα : in course of time, συν τω χρόνω προϊόν- τι : in the hour of danger, επί κινδύνου and εν κινδύνοις : in time of peace, επ' ειρήνης and εν ειρήνη : in the very moment of danger, τταρ* αυτόν τον κ'ιν- δυνον : in aby's life-time, επί τοΰ βίου τινός : in my time, επ' ' μοΰ : in the whole course of my life, εν πάντι τω βίω, παρά πάντα τον βίον. In (= at) these times, κατά τούτους τους χρό- νους. ΤΙ In what state or condi- tion ?] iv, or more emphatically διά c. gen. To be, or come to be, in fear, danger, perplexity, &c, iv φόβω, κινδύνω, απορία, a?id διά φόβου, κινδύνων, είναι, γίγνε- σθαι. ΤΙ As exponent of various adverbial relations, of manner, co- existence, causality] In anger, it' όργης, όργη, προς όργήν : in earnest, μετά σπουδής and σ -n ου- δη : in joke, μετά παιδιας : in haste, εν τάχει, μετά and διά τάχους : in safety, μετ ασφα- λείας (e. g. to bring a person off) : in the very act, επ' αυτοφώρω : in writing, iv γράμμασιν, διά γραμμάτων (e. g. επιστέλλειν τιν'ι τι) : in procession, υπό πομ- πής : to greet in aby's name, παρά τίνος προσειπεϊν τίνα : in God's name — ! 7rpos θεών ! in this manner, τοΰτον του τρό- πον or τούτω τω τρόπω : in a different way, άλλον τρόπον : in whatever way, μεθ' ότουοΰν τρόπου : in the sight of the army, πρόσθε τοΰ στρατεύμα- τος : in single line, in single file, in phalanx, εφ' ενός, επί κίρως. επί φάλαγγος. In (=for) fear of athg, φόβω, εκ φόβου, διά φόβον : to perceive athg in (= by looking at) aby, α'ισθάνεσθαι (όραν, σκοπεϊν, γιγνώσκειν, νο- εΐν) επί τίνος: in justice, in duty bound, προς δίκης, δίκη : in my opinion, κατά την εμην γνώμην, εκ or άπό της εμής γνώμης, παρ' εμοιγε : in my power, «π' ίμοί, επ' εμοιγε : in all probability, κατά τό εικός, εκ των ευλόγων. ΤΙ As exponent of genitive rela- tions] To be clever, versed, in athg, δεινόν είναι περί τι also τι : to abound in athg, ευπορζϊν τίνος : to rejoice in athg, επί τινι χαί- ρειν : to take part in athg, μετ- έχειν τινός : to confide in aby, πεποιθέναι τιν'ι : to begin in (—with) athg, άρχεσθαι άπό τί- νος. ΤΙ As exponent of result (fac- titive relations)] To divide in (= into) three parts, εις τρία μέρη διαιρεΊν : to end in athg, τελευ- τάν εις τι. $gr* But ' in,' with its case, may be expressed in most oftJiese relations by verbs, partepp., adjj., advv. Thus, to take in hand, μεταχίΐρίζειν : to have or bear in mind, ivvotlv. ίνθυμεΐσθαιι in breadth, ευρύς, ε'ια, ν (e.g. ten feet) : in the morning, όρθριος, 3: in the evening, εσπέριος, 3 : in ten days (=o« the tenth day), δε- καταϊος, 3 : in process of time, προϊόντος τοΰ χρόνου : in aby's lifetime, ζώντος τίνος : to be in fear of athg, φοβεΐσθαί τι : he did it in anger, όργισθεις εποί- ησε : in fear, φοβούμενος : he sends word in writing, γρά\1/ας επιστέλλει : in this, another manner, ούτως, άλλως : in vain, μάτην: in the act of walking, he said, βαδίζων (άμα or μεταξύ) είπεν : in my presence, absence, παρ-, άπ-όντος εμοΰ : in joke, παίζων : I visited my friend in his illness, επεσκεφάμην τον εταίρου νοσοΰντα : in time of peace, ειρήνης οΰσης: in the tenth year of his life, δέκα ετη βιούς. δέκατου έτος άγων : in the third year of his reign, τρία ετη βα- σιλεύσας : in the expectation of athg happening, προσδο^ών εσε- σθαί τι: to go away in tears, δακρύοντα άπιέναι : in truth, ώς αληθώς : in abundance, άφ- θονος, 2, and adv. άφθόνως, χύ- δην : in safety, ασφαλώς : in all probability, είκότως : in the dis- tance, πόρρω : I saw in the dis- tance, πόρρωθεν είδον (from afar). gfj* For the expression of ' in ' in numerous adverbial expressions, as in act, in agreement, in cold blood, in revenge, in front, in the rear, in the event, in the sight, prospect, view, &c. ; and also with verbs and adjj., as to agree in, to confide in, poor, rich in, ^c, see the several ivords. IN INC INC - IN, adv. See the verbs Gome in, Go in, Get in, 8[C. We are in for it, εις ανάγκην ηδη καθ- έσταμεν τοΰ. Now that your hand is in, άρξάμενος τοΰ έρ- γου. INABILITY, άδννασία, αδυ- ναμία, η. το αδύνατον, ασθέ- νεια, η (want of strength). See Incapacity. I. to pay, see In- solvency. INACCESSIBLE, ά-, άπρόσ-, άνέμ-, δΰσ-βατος, άπροσόδευ- τος, 2. INACCESSIBLENESS, -ΒΙ- LITY, τό άπρόσβατον, άνέμ- βητον. INACCURACY. Crcl. with the corresponding adj. INACCURATE, ούκάκριβή*, 2. έπισεσυρμενος, 3. (See INCOR- RECT, Inexact. INACCURATELY. Fm the Adj. INACTION. -See Inactivi- ty. INACTIVE, αργός, 2. άπράγ- μων, 2. See Idle. To be i., άργεϊν. ησυχίαν εχειν or άγειν. INACTIVELY. Fm the Adj. INACTIVITY, αργία, άπρα- για, ραθυμία and ραστώνη, η. I. in war, ίισυχία, η : political i., άπραγμοσύνη, ή. U Fig.] I. of the stomach, αργία and airpayia της κοιλία?. _INADEQUACY,to ελλιπές, οΰς. το ενδεέστεροι/, and Crcl. with the Adj. inadp:quate, ούχ Ικανός, 3. ενδεής, 2. ελλιπής, 2. To be i., ενδεών εχειν. See EQUAL, UN- EQUAL. INADMISSIBLE, άνεγχώ- ρητος, 2. άνένδεκτος, 2. INADVERTENCE, -TEN- CY, άνεπι-στρεφία, -στασία, -σκεφία, απροσεξία, η. See Carelessness, Heedlessness. πλημμέλημα, άγνόημα, τό (as tiling) . See Oversight. INADVERTENTLY, άφυ- Χάκτως, and advv. of άνεπ'ι- -στρεπτος ( άι/εττίστρειττεί ), -στατος, -σκεπτος, άπρόσ-εκ- tos, 2, or Crcl. with the adjj., or with ου προσέχειντινί, παροραν τι. υπ' αγνοίας, αγνοία, έπι- λ<ιθόμ.ενος,η. See HEEDLESSLY, by Oversight, by Mistake. INALIENABLE, άναπόδο- tos, 2, and Crcl. with ουκ άλλο- τριοΰν, άπαλλοτριοΰν. INANE, κενός, φυχρός,Β. See Empty (fig.). INANIMATE, άφυχος,2.φυ- χης έρημος, 2. INANITION, λιμός, 6. ασι- τία, ?;. To die of i., φθείρεσθαι Χιμώ or ύπό λιμού. INANITY, κενότης, ματαιό- Tijs, φυχρότης. ητος, η. INAPPETENCY, ανορεξία. See ς want of Appetite.' INAPPLICABLE, άνεπιτή- δειος, 2. άχρηστος, 2. ανωφε- λής, ες, and άνωφέλητος, 2 (330) (Trag. Χ.), and Crcl. ου αν μη- δέν η όφελος. 1NAPPLICATION, απροσ- εξία, αργία, άμέΧεια, η. See Idleness. INAPTITUDE. See Unfit- ness. ΙΝΑ RTICUL ATE, άναρθρος, 2. άδιάρθρωτος, 2 (propr.). ασα- φής, ες, and άδηλος, άσημος, 2 (not clear, unintelligible). INARTIFICIAL,aT £X i/tTiu- tos, 2. άκατάσκευος, 2. άπερί- εργος,2. άφελιις, h,aho άττλσϋς, 3. See Artless, Natural, Simple. IN ARTIFICIALLY. Fmthe Adj. INASMUCH AS, Ιττεί, 'επει- δή, επείπερ (indie, or optat.) : also ώς (άτε, οία, Οσα) δη C. partcp. INATTENTION or INAT- TENTIVENESS, απροσεξία, άνεπιστασία, η. η μη πρόσεξις τοΰ νοΰ. INATTENTIVE, απρόσεκ- τος, άνεπίστατος, also άσκοπος, άφρόντιστος (-Υ.), 2. Usually Crcl. μη προσεχών (ούσα, ον) τον νουν, and other neg. of At- tentive, Vid. INATTENTIVELY. Fmthe Adj. INAUDIBLE, ανήκουστος, 2. αφανής, 2. INAUDIBLY. Fm the Adj. INAUGURAL. E.g. an i. speech or discourse, εισιτήριος λόγος, 6 : an i. feast on entering into office, εισιτήρια (sc. ιερά), τά. INAUGURATE. 1 Propr.] αφ-, καθ-ιεροΰν, and -οσιοΰν, also εγκαινί'ζειν (later). See De- dicate. To i. (= solemnly be- gin) athg, κατάρχεσθαί τίνος : to i. (a statue, &c), ιδρΰσαι. See INAUGURATION, καθιέρω- σις, ή. See CONSECRATION, DE- DICATION, εγκαινισμός, 6 (late). εισιτήρια (sc. ιερά), τά (the feast celebrated on entering into office). I. of a king, η τοΰ βασιλέως κατάστασις, and Crcl. εγκαθί- "ζεσθαι εις θρόνον. INAUSPICIOUS, απαίσιος, 2 (Luciari). αριστερός, 3. παρ- αίσιος,2 (Horn.), πάρ- and δύσ- ορνις, ιθος, 6, ή (Trag.). Of words, δύσ-, παλίμ-φημος, 2 (poet.) : of sacrifices, άθυτος, 2 (Dem.). An i. day, αποφράς ημέ- ρα, η : the sacrifice proves i., τα ιερά ου γίγνεται : to consider athg an i. omen, ο'ιωνίζεσθαί τι άνεπιτήδειον είναι. IN AUSPICIOUSLY. Fmthe Adj. INBORN, INBRED. See In- nate. INCALCULABLE, άλόγι- στυς, άνεξαρίθμητος, 2. «See IN- NUMERABLE. INCANDESCENCE, εμπυ- ρισμός, ό. εκπύρωσις, η. INCANDESCENT, Ζκπνρος, 2. To become i., εκπυροΰσθαι. See Glowing, Hot. _ INCANTATION, επωδή, if. επίρρησις, η. μαγικόν άσμα, τό. To allure, soothe, &c, by i., επ- άδειν τινί. See Enchantment. INCANTATORY, έπωδικός, 3. μαγικός, 3. INCAPABILITY. See In- capacity. INCAPABLE, αδύνατος, 2. αμήχανος, 2. ούχ οΐόστε. To be i. of athg, ούχ οίόντε είναι, ούκ εχειν πυιε'ιν τι. άμήχανον πεφυκέναι, άνίκανον είναι προς τι : he is i. of lying, ούκ εστί προς τοΰ τρόπου αύτοΰ, ούκ οΧός εστί, φεύδεσθαι. To ren- der aby i. of athg, see Incapaci- tate, "ft Without natural abili- ty] άφυης, 2. αμαθής, 2. i INCAPACITATE, άνίκανον άποδεϊξιιί τίνα (c. infin.). See Disqualify. INCAPACITY, άδννασία and -μία, h. άφυία, άμαθία, η. INCARCERATE, -TION. See Imprison, Imprisonment. INCARNADINE (Shaksp.). To i. the sea, α'ίματι πόντον φοι- νίσσειν (oracle in Hdt.). INCARNATE. IT Theol. t] God i., θεάνθρωπος, 6 : to be or become i., ένανθρωπείν, -ί'ζειν. See next Art. An i. fiend, άλά- στωρ, ορός, 6 : an i. villain, άν- θρωπος μιαρώτατοδ. U Flesh- colour] Vid. ^ INCARNATION. ^ Theol.] η κατάστασις εις τους ανθρώ- πους (or better by verbs). U Of Christ] ενανθρώπησις and -ωπό- της, ητος, ενσωμάτωσις, η (eccl.). INCASE. See to Case, En- INCAUTIOUS, αφύλακτος, άπερί- and άπρό-σκεπτος,2. αν- ευλαβής, 2. To be i., άφυλακ- τεϊν. *See IMPRUDENT. INCAUTIOUSLY. Fm the Adj. INCENDIARISM, πυρπό- λησις, η. τό πυρπολεΊν. INCENDIARY, s. πυρκαεύς, έως, 6. εμπρηστής, οΰ, 6, or by the verbs, καίειν, πυρπολεΐν. INCENDIARY, adj. Ε. g. an i. fire, see Incendiarism. INCENSE, S. θυμίαμα, τό. θΰμα, τό. θύος, τό, and pi. θύα, τά (poet.), λιβανωτός, 6. See Frankincense. Laden with i., θυόεις, εσσα, εν (θυήεις, Horn.), and θυοδόκος, 2. θυώδης, ες (all poet.). To burn i., θυμιάν, επι- and έκ-θυμιάν. θύειν, έπιθΰειν. εύωδίαν θυμιαν : a vessel to burn i. in, θυμιατήριον, τό : an i. of- fering, έπιθυμίαμα, τό (Soph.). INCENSE,??. 1 To burn in- cense] See preceding Art. TJ To inflame, kindle abys anger] θυ- μοΰν, εξοργίζειν, ά-γριαίνειν (sir. t.). δια- and εκκαίειν (later), παροξύνειν. πάθος έμβάλλειν τινί. To be or become i.-d, όο~ INC INC INC γί'ζεσθαι,παροργί'ζεσθαι(ρα88.). υργαίνειν (Soph.). INCENTIVE. See Incite- ment. INCEPTIVE. Crcl. with a ( >- χεσθαι, άρχην λαμβάνειν. See to Begin. INCEPTOR. See Beginner. INCERTITUDE. ^UNCER- TAINTY. INCESSANT, &-, άκατά-, άδιά-παυστος, 2. άληκτος, 2. αδιάλειπτος, 2. συνεχής, 2. yu.»;- δεν επισχών, οΰσα, όν. μηδένα χρόνου διαλιπών, οΰσα, όν. > INCESSANTLY, συνεχώς, ίνδελεχώς. αδιαλείπτως, άεί, άεί ποτέ. To do athg i., διατε- λεϊν άεί ποιοΰντά τι. διάγειν or διαγίγνεαθαι ποιοϋντά τι. See Continually. INCEST, συνουσία ανόσιος, η. αιμοαιζία, η. INCESTUOUS, αίμομίκτης, ου, ο. μιαρός or ανόσιος, 6, η, περί την συνουσίαν. INCH, δάκτυλο?, ό (ι|Ι5*αδθΜ< ■j^ of our inch, tlierefore more ex- actly, an inch = τρία ημιδακτύ- λια). An i. long, wide, &c, δακ- τυλιαΐος, 3 (more exactly τριημι- δακτυλιαΐος), with or without το πλάτος (of breadth), ^j Phrases] Not an i., οΰδ' ελάχιστον, ούδ' άκαρη. A man of his i.'s, τηλι- κοΰτος άνηρ : by i.'s, see ' by lit- tle and little. 1 A villain, every i. of him, ουκ έστιν ΰγιες ούδεν εν τω άνθρώπω. Give him an j., and he'll take an ell (prov.), imitate with (εύήθει) δάκτυλον μη δίίζης, 'ίνα μη καϊ την παλάμην καταπίη. INCHOATE, υ. See to Be- gin. INCHOATE, adj. αρχόμενος, η, ov. άρχην λαμβάνων, ούσα, ον. INCIDENCE, εμπτωσις, η. Angle of i. (math, t.), γωνία της εμπτώσεως or δι' ης εμπίπτει τι. η του εμπεσόντος σώματος (της εμπεσούσης άκτΐνος, <$£C.) εγκλισις. INCIDENT, α#. η[ E.g. the incident ray] άκτίς εμπίπτουσα, η. ΤΙ Incidental] VlD. ^f In gram. : incident sentence or clause] παρεμβολή, f). INCIDENT, s. η[ Unforeseen event] παρασύμπτωμα, τό. το παραπίπτον. H Occurrence] τό ξυμ-βάν, -βεβ)ΐκός. πράγμα, πάθος, τό. INCIDENTAL, μεταξύ with partcpp. of ζυμβαίνειν, γίγνε- σθαι, ενδεχόμενος (contingent, ορρ. to αναγκαίος), 3. πάρεργος, 2 (by-the bye), τυχών, οΰσα, όν (casual). And Crcl. by πάρα in Comp., e. g. an i. account, παηα- διήγιιμα, τό : to make i. men- tion, παραμεμνήσθαι. Athg is i., συμβαίνει : — to aby, = ' aby is liable (Vid.) to athg.' INCIDENTALLY. Fm the Adj. iv παρέργω. εκ παρέρ- (331) γόυ. παρεργως. (ώς) εν παρόδω. A discourse introduced i., πάρερ- γος λόγος. INCINERATION,T £ 'pa> ff ts, εως, η. INCINERATE, τεφροΰν and -ίζειν. INCISED. Fm pass, partcp. of iv- and επι-τέμνειν, χαράτ- τειν, έγχαράττειν. An i. wound, see Cut, Gash, s. INCISION, εν-, επι-τομη, η. εντομίς, ίδος, η (LXX.). εγ-, δια-κοπή, η. To make an ί., τέμνειν, δια-, εν-, εττι-τε/ΐυ/είί/ INCISOR or INCISIVE TOOTH, γελασϊνος οδούς, όν- τος,δ. τομεύς,εως,ο. διχαστηρ, ηρος, 6. πριστηυες οδόντες, οι (pi.). The four incisors, κτένες, ών, οι. INCITE, παρακινεΐν, παρορ- μαν, προτρέπειν, παροζύνειν επί τι. See to Excite. INCITEMENT, παρακίνη- σις, παρ-όρμησις, η, -οζυσμός, 6. παρακελευσμός, ο. επαγωγή, η (inducement). See Excitement. INCIVIL, άγροι /cos, άκομψος, 2. % Of persons esply] άσχη- μων, ov. απαίδευτος, ανάγωγος, 2 (ill-bred), τραχύς, εϊα, ύ. σκαι- ός, φορτικός, 3. See Rude, UN- POLISHED. ^ INCIVILITY, άπαιδευσία, αγροικία, άπειροκαλία, άσχη- μοσύνη, η. τό άκομψον (all as quality), αγροικία, ύβρις, εως, ή. νεανίευμα, τό (as act). To com- mit an i., άσχημονεΊν. νεανιεύ- εσθαι. άγροικίζεσθαι and -εύ- INCIVILLY. Fm the Adj. To act or behave i., άσχημονεϊν. INCLEMENCY. 1 Of per- sons] τραχύτης, χαλεπότης, σκληρότης, ητος, η. άπηνεια, η. τό τραχύ, αύστηρόν, χαλεπόν. H Of weather] χειμών, ώνος, 6 (stormy, un favorable) . ψϋχος (also in pi. ψυχή), κρύος, ρίγος, τό, and κρυμός, 6 (cold), δυσ- αερία, η (Strab.). INCLEMENT, f Of persons] τραχύς, εϊα, ύ. χαλεπός, 3. απηνής, ες. % Of the weather] χειμέριος, 2 and 3. ψυχρός, 3 (cold), υγρός τε και ψυχρός, 3 (wet and cold). The weather is i., ψΰχός εστί (cold) : to be i., χειμαίνειν (stormy, Src). INCLINATION, f A direc- tion downward or sloping] κλί- σις, εγ-, επί-κλισις, η. ολκή, η. ροπή, η. νεΰσις, η (a sloping to- wards, and i. as of lines). An i. of the head, νεΰμα, τό (and slo- ping of land) : an i. to one side, επίρρεψις, ή (Hippocr.) : mutual i. of two lines, παράλλαξις, η. ΤΙ Direction of the mind and will to anything] θυμός, δ. λήμα, τό (poet.), προθυμία, σπουδή, η. A strong i., επιθυμία, η. πάθος, τό. ορμή, ή. πόθος, 6 : I feel or have an i. for athg, θυμός εστί μοι πόϊεϊν τι. προθυμοΰμαί (pass.) τι. αποκλίνω προς τι : to feel a strong i. for athg, επιθυ- μεϊν, εφίεσθαί τίνος, όρέγεσθαί τίνος, όρμάν προς τι. ερωτικώς εχειν τινός (or if a dpi clause follows, του c. infin.) : to have the same i. as another person, τοις αυτοΊς χαίρειν τινί or και τίνα. τών αύτώι/ επιθυμεϊν τινι : to do athg fm i., ηδέως or σπου- δτ} πράττειν τι. σπουδάζειν περί τι. επιτηδεύειν τι. άγά- μενον δμιλεΐν τινι : to produce an i. in aby, εμποιεϊν or έμβάλ- λειν τινι επιθυμίαν τινός, καθ- ιστάναι τινά ε'ις επιθυμίαν τι- νός : to go agst aby's i., εναντιοΰ- σθαί τινι βουλομένω : a decided i. for pleasure, γλυκυθυμία προς τάς ηδονάς (PL) : to have no i. to or for athg, εκτός είναι and άπεχεσθαί τίνος ; they had no great i. to — , ου πάνυ προπετεΐς ήσαν ε'ις τό ο. infin. (Χ.) See Leaning, Liking, Propensity, Proneness. INCLINE, v. f (Trans.)] κλίνειν, εγ-, κατα-κλίνειν. παρ- εκκλίνειν (to one side), οέιτειν (to i. the scale), επι-, κατα-ρρέπειν (downwards). To i. the head, νεύειν. See to Bow. Comp. to Lean, Slope, Verge. TJ Fig.: to incline == to make willing] εξ-, εν-άγειν, παοάγειν (usu. to evil). See to Dispose. Tj (Intrans.) Of things] κλίνειν, κλίνεσθαι, also νεύειν (άπό τίνος εις τι, to slope, and also to i. as lines, ' ver- gere'). επινεύειν εις τι. άπο-, έγ-, επι-κλίνειν επί, προς, εις τι. To whichever side the state i.'s, to that he shifts, εφ' όπότε- pov αν εγκλίνη η πολιτεία, επι τοΰτο μεθίσταται (Aristot.). Al- so ρεπειναηάταλίΐντεύεσθαι (of the balance ; the former also fig.). Those who i. more to bravery, oi προς την άνδρείαν μάλλον ρέποντες (PL). Upon conside- ration, I i.-d to the conclusion that it was necessary, σκοπουμέ- νω μοι ερρεψε δεϊν (the conclu- sion prevailed that — ). U Fig. : of the will] See under Inclined and Inclination. To i. forward, κύπτειν, προκύπτειν. INCLINED. 1 Propr.: sloping] VlD. επικλινής, ες, and partcpp. of verbs to Incline. 1J Fig. : of mind and will] πρόθυ- μος ε'ίς, προς, επί τι, e.g. to ac- cept the alliance, εις συμμαχίαν (Χ.) : to war, προς τον πόλεμου (Χ.) : to grant aby's demands, εφ' α ηκέ τις (X•)• Also οϊος c. infin., e. g. he may be i. not to refuse, οίος εστί μη άπαρνηθη- ναι (PL). To be i. to do some- thing, προθυμεϊσθαι, βούλεοθαι, γνώμην ποιεϊσθαι, διανοεϊσθαι c. infin. gs^r I. to, with a verb, may also be expressed by the de- siderative form in -σείων, e. g. not at all now i. to smile, ού πά- νυ γε νυν δη γελασείων (PL)• INC INC INC Favorably i., ευνοϊκό?, 3. ευμε- νή?, έ?. See Disposed, and for str. tt. Prone. INCLINING. Partcpp. of verbs to Incline, εγκλιτικό?, νευστικό?, 3. I. to — (= some- what), ύπο- in comp., e. g. i. to green, ύπόχλωρο?, 2. INCLOSE, -CLOSURE. See Enclose, Enclosure. INCLUDE. TT Enclose] Vid. If Comprehend, reckon among (athg)] περιλαμβάνειν, κατα- λαμβάνειν εν τινι. To be i.-d in athg, κοινωνεϊν, μετέχειν τι- νός, εχεσθαί τινο?. ενεϊναί τι- νι : to be i.-d in tbe alliance, κοι- νωνεϊν των σπονδών, ενσπονδον είναι : to be i.-d in the peace, κοινωνεϊν της ειρήνη? : to i. in an account or reckoning, κατα- and προσ-λογίζεσθαι. συν- and προσ-αριθμεϊν. Yourself i.-d among the rest, από σου αρχό- μενο? {gender and case according to the context). INCLUDING, INCLUSIVE, συν τινι, and Crcl. with verbs un- der Include. INCLUSIVELY. See Inclu- sive. INCOGNITO, άγνωστο?, 2. To remain i., ού γνωρίζεσθαι (pass.). He came i., άγνωστο? προσήλθε or έλαθε προσελθών. INCOHERENCE, -COHE- RENCY. Crcl. ivith adj. Inco- herent. Of discourse, άνακο- Χουθία, η. INCOHERENT (neg. of Co- herent, Fid.), άσυνάρ-τητο?, -μοστο?, άσύν-δετο?, -απτό?, -τακτό?, ανακόλουθο? (of dis- course),^. To be i., κοινόν ουδέν εχειν, ουκ εχεσθαι αλλήλων. INCOHERENTLY. Fm the Adj. INCOMBUSTIBLE, άκαυ- στο?, 2. INCOME, πρόσοδοι, αι. προσ- ιοντα, τά. χρήματα τά προσ- ιόντα or γιγνόμενα. To draw or derive an i. fm athg, προσ- όδου? εχειν or Χαμβάνειν από two? or εκ τιυυ?. γ'ιγνουτα'ι μοι πρόσοδοι από τίνος : a source of i., πόρο?, 6 : a principal source of i., 6 μέγιστο? των πόρων. INCOMMENSURABLE, -MENSURATE, άσύμαετρο?, 2 (τινι, PL, and Aristot. = not having a common measure), άσύμ- βλητο?, 2 (Aristot.). άλογο?, 2 (if quantities or numbers bearing no determinate ratio to each other. Aristot.). INCOMMODE, ενοχλεϊν τι- νι or tivu. πράγματα or όχλον παρίχειν τινι. άνιάν τίνα (str. t.). Also βαρΰν είναι τινι. INCOMMODIOUS, όνεπιτή- δειο?,2. ανοίκειο?, 2. άκαιρο?, 2. δυσχιρήν, έ?. See INCONVE- NIENT INCOMMODIOUSNESS,™- επιτηδειότη?, ητο?, η. See IN- CONVENIENCE, Discomfort (332) INCOMMUNICABLE, ά-, άνεπι-κοινώνητο?, 2. ίδιο? (3) και ουκ άΧλω μετάδοτο?, 2. άμετάδοτο?, 2. INCOMMUNICATIVE, ά- κοινώνητο?, άνομίΧητο?, άπρόσ- μικτο?, 2 (unsocial, Vid., and Reserved). INCOMMUTABLE, αμετα- κίνητο?, άναΧΧοίωτο?, 2. See Unchangeable. INCOMP ARABLE, άπαρά-, άσύμ-βΧητο?, ασύγκριτο?, 2. πάντων διαφέρων, ούσα, ον. See FxPEI I ΕΝΤ INCOMPARABLY. Fmthe Adj. INCOMPASSIONATE, aV ελεήμων, άνοικτίρμων, ον. ανη- λεή?, άσυμπαθή?, ε?, δυσάλγη- το?, 2 (unfeeling. Soph.). INCOMPATIBILITY, άσυ- στασία, η, and neut. of adjj. un- der Incompatible. INCOMPATIBLE, άσυμφυ- ή?, ε?, and άσύμφυλο? (Plut.), άσύνακτο? (Epictet.), άσύμπΧε- κτο? (Tlieoplir.), άμικτο? (Thuc.), άκεραστο? (Dion. Η.), all 2. See Inconsistent, Incongruous. INCOMPATIBLY. Fm the Adj. INCOMPETENCY, άνεπι- τηδειότη?, ητο?, η. See the adj., and comp. Incapacity, Insuffi- ciency. Fm your i., εκ του μη δύνασθαι υμά?. INCOMPETENT, άνεπιτή- δειο?,2. ούχ IkuvO?,S. αδύνατο?, 2. See Inadequate, Insuffi- cient. I am i. (= not authorized) to do athg, ουκ εζεστί μοι, οϋ δίκαιο? ειμί, ποιεϊν τι. See COM- PETENT. INCOMPLETE, ά-, άσυν-τε- λή?, ε?, and -τέλεστο?, 2. ατέ- λεια?, ατελείωτο?, 2. οϋ τέλει- ο?, 3. Ελλπτι;?, έ?. άνεζέργιι- στο?, 2 (not quite finished). See Defective. Unfinished. INCOMPLETENESS, ατέ- λεια, ή. το άτελέ? and ενδεέ?, οΰ?. INCOMPREHENSIBLE, α-, άσύλ-, άκατά-ληπτο?, άδια-, άν- επι-νόητο?, άτέκμαρτο?, 2. It is i. to me., see under Compre- hend. An i. person, άνηρ αλ- λόκοτο?, 2. θαυμασιώτατο?, 3 ■ff Not to be confined by any limit] See Immense. * INCOMPRESSIBLE, άπί- εστο?, 2. INCONCEIVABLE, άδια-, άυεπι-νόητο?, 2, also αμήχανο?, αδύνατο?, 2. It is i., ουκ έχει νουν ούδένα. ούχ όίόντε. Of i. length, &c, αμήχανο? όσο? (e.g. άιιήχιινον όσον χρόνον, for an i. length of time). Poet, άσκοπο?, 2 (e. q. χρόνο?, Soph.). INCONCLUSIVE, άσυμπέ- ραντο?, 2 (Aristot.). οϋ συνεκτι- κό?, 3 (not cogent) . άσυλλόγιστο?, 2. άνεπακόλουθο?, 2. Also ούχ ικανό?, 3. ελλιπή?, 2. An i. ar- gument or proof, τεκμήριον άσα- φέ?. INCONCLUSIVENESS. Crcl. with adjj. in Inconclusive. INCONGRUITY, τό άνεπι- τήδειον. άτοπία, η. τό άτοπον, άλογία, ι? (contradiction). INCONGRUOUS, ^ άνεπιτή- δειο?, ανάρμοστο?, ακατάλλη- λο? (Aristot.), άτοπο?, άλογο?, 2. άπεικώ?, ι/Γα, ό?. It is i., άπ- έοικε. INCONSEQUENCE, ανακο- λουθία, ή. ασυμφωνία, ή. INCONSEQUENT, ανακό- λουθο?, 2. άσύuφωvo?, 2. INCONSIDERABLE, μικροΖ or ολίγου άζιο?, 3. See Slight, Unimportant. t INCONSIDERATE, άπερί-, άπρό-, and ά-σκεπτο?, άπρονό- ητο?, άπ ροβούλευτο?, άβουλο?, άγνώμων, αλόγιστο?, all 2. προ- πετή?, έ?. αμελή?, έ?. άπροαί- ρετο?, 2 (only of things). To be i., see the Adv. INCONSIDERATELY, d- βουλεί, and fm the adj. To act i., άλογιστεΐν. αμελώ? εχειν. άγνωαονίΐν. αβουλία χρήσθαι. To do athg i., αύτοσχεδιάζειν τι. προπετεύεσθαι. INCONSIDERATENESS or INCONSIDERATION, d- and άπρο-βουλία, άλογ ιστία, απερι- σκεψία, άγνωμοσύνη, προπέ- τεια, αφροσύνη, απρονοησία, αμέλεια, ή. INCONSISTENCY, τό άσύ- στατον. ανακολουθία, η. άλογία, η. άτοπία, ή. τό άτοπον, τό άπεικό?, ότο? (want of agree- ment), τό εναντίον or διάφορον (contradiction). It would be great i. to, πολλή άν ε"ι\\ άλογία, ει. INCONSISTENT. 1 Not holding or agreeing together (of things)] άσύστατο?, ασυνάρτη- το?, 2 αλλότριο?, άλλοϊο?, 3. ανάξιο?, ανοίκειο?, 2. ενάντιο?, 3. άτοπο?, άνεπιτήδειο?, 2. άν- ομολογούμενο?, 3. To be i. with athg, άλλότριον είναι τινο?. εν- αντιυΰσθα'ι (pass.) τινι. άλογον t~ivui πρό? τι. ούχ όμοιον είναι τινι (to be in contradiction with athg). If Of persons] ασταθή?, 2, and ού ταύτα λέγων εαυτω or άλλοτ' άλλα λέγων περί των αυτών. See Incongruous, In- consequent. INCONSOLABLE, άπαρα- μύθητο?, 2. απαρηγόρητο?, 2. INCONSTANCY, ά-, ακατα- στασία, η. άβεβαιότη?, ητο?, ή. τό άπιστον. τό σφαλερόν. See Fickleness. INCONSTANT, ασταθή?, έ?. ά- and άκατά-στατο?, αβέβαιο?, εύμετάβυλο?, άπιστο?, 2. σφα- λερό?, 3. άνίπίμονο?, 2. To be i., μεταβάλλεσθαι. εύμετάβο- λον εϊι>αι. INCONTESTABLE, άν -and άνεζ-έλεγκτο?, αναντίρρητο?, 2. άναμφισ-βητήσιμο? and -βι'ιτη- το?, άναμφίλογο?, 2. σαφέστα- INC INC IND tos, 3. ουδεμίαν άμφισβήτησιν έχων, ούσα, ον. ακατάβλητος, αμετάπτωτο? (irrefragable). INCONTINENCE, ακρά- τεια and άκρασία, ή. ασέλγεια, "' INCONTINENT, άκρατη, 2 (in athg, τινο?). See Impure, Unchaste. INCONTINENTLY. From the Adj. To act i., άκρατεύεσθαι. ΤΙ Immediately]. Vid. INCONTROVERTIBLE. See Incontestable. Comp. Indu- bitable, Unquestionable. INCONVENIENCE, s. άν- επιτηδειότη?,ητο?,ή. το άνεπι- τήδειον or άνοίκειον. αχρηστία, δυσχέρεια, άκαιρία, η. άτοπία, V. δυσχοήστηαα, τό (Cic). INCONVENIENCE, v. See to Incommode. INCONVENIENT, άχρη- στο?, ασύμφορο?, αν επιτήδειοι, ανάρμοστο?, ανοίκειο?, άτοπο?, άκαιρο?, all 2. δυσχερή?, έ? (i. for use), όχληρό? and επαχθή? (troublesome, unpleasant). An i. time, see Unseasonable. Comp. Convenient. INCONVENIENTLY. Fm the Adj. INCONVERTIBLE, αμετ- άλλακτο?, άμετάστατο?, 2. δ αν μη διαμείφητα'ι tis. INCORPORATE, ν. συσσω- ματοποιείν (Aristot.) τί τινι. ί'ισ-, έμ-ποιεΐν. έγκαθ- and συν- -ιστάναι, έγκατα-τάττειν and -λέγειν. To be i.-d into a whole, ζυνεστηκέναι τινί or πρό? τι. ΪΙ To form into a corporate body] συνιστάναι κοινωνίαν τιι /os. To be i.-d as a member, σνντελεϊν tl? τίνα?. See to Embody, En- rol. INCORPORATE,^*. Crcl with past partcpp. of the Verb. INCORPORATION. H Act of incorporating] Crcl. ivith verbs under Incorporate. % Incor- porated body] See Corporation. INCORPOREAL, ασώματο?, 2. INCORRECT, ουκ ορθό?, 3 (g. t.). See Wrong, ψευδή?, 2. ουκ άληθή?,2. See FALSE, -πλημ- μελή?, ουκ ακριβή?, έ? (vieocact). INCORRECTLY. From tlie Adj. To relate athg i., ουκ δρ- θώ? or οΰ κατά το ον λέγειν τι : to play i., άσύμφωνυν χορδην κροΰιιν. INCORRECTNESS. Crcl. with adj., or use negatives of words under Correctness, e.g. τό ουκ ορθόν, η ούκ ακρίβεια, πλημ- -μέλεια, fi, and -μέλημα, τό. αμαρτία, ή. αμάρτημα, σφάλ- μα, τό. INCORRIGIBLE, άνεπαν-, άδι-όρθωτο?, also ανίατο? (incu- rable), 2. INCORRUPT, άφθορο?, άδιά- -φθαρτο?, -στροφό?, ακέραιο?, all 2. INCORRUPTIBILITY, «- (333) and άδια-φθαρσία and -φθόρια, ή (propr.). ^[ Morally (with ref. to bribery)] άδωρο-δόκητον, τό, and -δοκία, v. INCORRUPTIBLE, Άφθαρ- το?, άδιά- φθαρτό? and -φθορο?, 2 (not capable of spoiling or being corrupted), άδωροδόκητο?, αδω- ρο? χρημάτων, also αδιάφθορο? and χρήμασιν άτρωτο?, all 2 : usually χρημάτων κρε'ιττων, ο, ' INCORRUPTION, -INCOR- RUPTNESS. See Incorrupti- bility. INCREASE, v. f (Trs.)] See to Augment, to Enlarge. U U (INTRS.)] πλείω, πλέον γί- γνεσθαι, επιδιδόναι ε'ι? τό πλη- θο? (innumber). αύζάνεσθαι. έπ- αυζάνεσθαι (pass.), επιδιδόναι, έπ'ιδυσιν λαμβάνειν, προχωρεϊν έπι τό πλέον. To i. much, πολύ επιδιδόναι : to i. in athg, προκό- πτέιν εν τινι, πρό? τι. επιδι- δόναι εϊ? τι or πρό? τι. $ϋ» In- crease is also denoted by έπι- in co?nposition, e. g. έπιμετρεϊν (to i. the measure), έπιχλιαίνεσθαι (to i. in warmth), έπίτριτο?, 2 (i.-d by a third part). INCREASE, s. αΰζησι?, έπ- αύζησι?, η. αΰζη and έπαύζη, ή (PL), αϋζημα and έπανζημα, τό. έπ'ιδοσι?, η. προκοπή, η. The i. of the moon, ανζοσέλη- νον, τό. To be on the i., see the verb. INCREDIBLE, άπιστο?, 2. ουκ αξιόπιστο?, 2. παράδοξο?, 2. To relate i. things, παραδοξο- λογεΐν : athg is i. to me, άπιστί- av μοι παρέχει (PL). INCREDIBLENESS, -CRE- DIBILITY, απιστία, ή. INCREDIBLY. Fm the Adj. 1. great, &c, αμήχανο? όσο?. INCREDULITY, απιστία, rj. τό άπιστητικόν (see adj.), and Crcl. with άπιστο?, οΰ πείθομαι or πιστεύω. INCREDULOUS, Άπιστο?, 2. άπιστητικό?, 3 (M.Antonin.). INCREMENT. See under In- crease. INCRUST. See Encrust. I.-d or e.-d, έπίβλητο?, τό. επι- βεβλημένο?, 3. εμφλοιο?, 2 (as with a bark or rind). ^ INCRUSTATION, επιβολή, rj. εμ-, επί-βλημα, τό (as orna- ment). t INCUBATION, ίπ^ασι?,η. επωασμό?, 6. To be in the act of i., επωάζειν. INCUBUS, πνιγαλίων, ωνο?, ό. πνίξ, η (suffocation), εφιάλ- της, ου, 6 (all =: nightmare, Lat. incubo). INC ULC ATE, ενηχεΤν, προσ- τρίβειν, also έντιθέναι τί τινι. έντήκειν (sir. t.). See IMPRESS. INCULPATE, αΐτιάσθαί τί- να, α'ιτίαν έπ-άγειν or -φέρειν τινί τινο?. εγκαλεϊν τινι τι. I.-d, εγκλητο?, 2. INCUMBENT, adj. If Prop.] E.g. to be i., έπι- and επανα- κεΐσθαί τινι. if Fig.: with ref. to an office, duty, fyc.~\ E. g. it is l. on me, μέλει, έπιμελέ? εστί, προσήκει, πρόσκειται, πρέπει, πάρεστί, οφείλεται μοι, εμόυ εστί with infin. 'έργον or τάξιι/ ε χω τοΰ tvith infin. INCUR, έπισπάσθαι or έπ- άγεσθαι εαυτό) (to bring or draw upon oneself '). κτήσασθαι. To i. athg (e. g. guilt, censure, disgrace, punishment), όφλισκάνειν τι : to i. the reproach of folly, cowardice, &c, μωρίαν, δειλίαν όφλισκά- νειν : to i. aby's enmity, κτάσθαι or κατατίθεσθαι εχθραν : to i. his hatred, συνάγειν εαυτό) μΐ- σο?. άπεχθάνεσθαι (pass.) : to i. a fine, τιμήματι περιπεσειν : to i. danger, κινδυνεύειν. INCURABLE, ανήκεστο?, ανίατο?, αθεράπευτο?, 2. To be i., άνηκέστω? or ανιάτων εχειν : an i. wound, καίρια πλη- γή. See Irremediable. INCURABLY. Fm Hie Adj. INCURIOUS. See Careless, Regardless, Unconcerned. INCURSION, εισβολής εμ- βολή, έπι- and διεκδρομή, n. To make an i., είσβάλλειν or έμ- βάλλειν ε'ι? χωράν τινά. INDEBTED (to be), όφείλειν τινί τι. See ' to be in aby's Debt.' ^ In a moral sense : to have to thank aby for athg] χάριν ε'ιδέναι τινι υπέρ τινο?, or δτι with dpt sentence, or with partcp. όφείλειν τινι χάριν τινά?, υπό- χρεων είναι χάριτι or ευεργέ- τημα τινά? εστί μοι τι. To bo greatly i. to him, πολλην χάριν όφείλειν τινί. πολλά εύεργετη- σθαι υπό τινο? : to be i. to aby for one's life, σωθήν<η υπό τι- νο?. σωθέντα χάριν εχειν τινί. INDECENCY, άσχημοσύνη, άπειροκαλία, ν (as behaviour), άπρέπεια, η. τό άπρεπε? or τό αίσχρόν (as thing, or quality of a thing). INDECENT, άπρεπη?, 2. ai- σχρό?, 3, also άσχημων, 2. INEXPERT, άγύμνασ-τος, άνάσκητος, αμελέτητος, άπει- ρος, 2 (in athg, τινός). To be i. in athg, απείρως or άγυμνάστως έχειν τινός. INEXPIABLE, δυσκάθαο- τος, ανήκεστος (incurable), u δι ά- λυτος (indissoluble) 2. $ί^*• αδι- άλλακτο?, αν-, άνεξ- ίλαστος, άσπειστος, άσπονδος, 2, — irre- concifeable, u?iappeascable. INEXPLICABLE, άδι-ήγη- τος, -εξίτητος, άλυτος, ανερμή- νευτος, 2. f INEXPRESSIBLE, άρρητος, άλάλητος, αμύθητος, ανέκφρα- στος, άνεξ- and άδι-ήγητος," άθέσφατος {poet.), 2. λόγου μεί- ζων, 2. INEXPRESSIBLY. FmAdj.' I am i. glad, χαίρω ύπερφυώς {όσον) : i. great, numerous, &c, αμήχανος τό πλήθος, πλήθει, κτλ. INEXPRESSIVE, άνέμφα- τος, 2 (of speech or a word). INEXTINGUISHABLE, άσβεστος, 2. άνεξάλειπτος, 2. An i. hatred, άσττίΐστοι/ μίσος, τό. INEXTRICABLE, άνεξέλι- κτος, άμήχ«νος, άδιά-, άκατά-, ά-, and δύσ-λυτος, 2. An i. garment, ατέρμων πέπλος (AZs- chyl.) : an i. difficult}•, αμηχανία, J7. απορία η εσχάτη. INFALLIBILITY, τό dv- αμάρτητον. τό άδιάπτωτον. νη- μέτρεια, ή (poet.), and Crcl. with μή άμαρτάνειν. I. belongs only INF INF INF to God, θεοΰ μόνον τό άναμάρ- τητον. INFALLIBLE. TJ Not liable to error] άδιά-πτωτος and -πται- (Ttos, άναμάρτητος, 2. άψευδής, άτρεκης {poet.), ασφαλής, ές. σαφέστατος, 3. An i. saying, άπτως λόγος, 6 {PL)• νημερτης, ές(ροβί,). To consider or believe aby i., ου φάναί τινά οΐάντ εί- ναι ψεύδεσθαι. 1ί Unfailing] αναμφίβολοι, βέβαιοι, άφευ- κτος, 2. INFALLIBLY, απταίστως, ασφαλώς. νημερτέως {poet.), άφεύκτως, έπάναγκες. INFAMOUS, άτιμος, άδοξος, άπότιμος {poet), 2. αισχροί, 3. δυσκλεης, ες. δύσφι\μος, κακό- δοξος, επίρρητος and έπιβόητος {exclaimed agst), ανόσιος, άναγ- νος, ακάθαρτος, 2. μιαρός, 3. κά- κιστος, 3. To make i., άτιμοΰν. See Infamy. I. treatment, λώ- βη, ή. αικία, η. INFAMOUSLY. FmtheAdj. To act or behave i., αισχρά πράττειν. α'ισχροποιεΐν : that acts i., αισχρουργός, 2. INFAMY, ατιμία, η. άδοξία, ■η. αισχρά δόξα, η. αισχύνη, η. όνειδος, το. το κακόν, το βλα- βίρόν. λώβη, η. λύμη, η. The i. of athg, αισχύνη τινός or από τίνος : to bring i. upon aby, α'ι- σχύνην φέρειν or περιάπτειν τινί. See phrases under Dis- GRACK. INFANCY, νηιτιότης, ητος, and νηπιέη {Horn.), η. Fm his very i., ευθύς εκ νηπίου or βρέ- φους or από πρώτης ηλικίας, or εκ γαστρός (fm the womb), εκ σπάργανων {fm the swaddling- clothes). In one's i., 'έτι βρέφος (to) or νηπιος ών. παις ετ ών εν σπαργάνοις {JEschyl.). See Childhood. INFANT, βρέφος, τό, and dim. βρεφύλλιυν, τό {Lucian). νηπιον, τό. παιδ'ιον νεωστι γε- γονός (PL, new-born i.). σπαρ- γανιώτης,ου {Horn, hymn.), παις iv σπαργάνοις {JEschyl.). INFANT, INFANTA (of Spai?t), τόΰ 'Ιβήρων βασιλέως υιός, θυγατηρ. INFANTICIDE, f The act] παιδο-κτονία and -φονία, η. To commit i., παιδοκτονεΐν. TJ The person who commits it] παιδοκτό- νος, 6, h. INFANTILE, νηπιώδης, ες, and νηπιόφρων, 2. Poet, νη- ttios, νηπύτιος, 3. νηπίαχος, 2, and νηπίειος, 3. See Childish. INFANTINE. Express by stibst. Infant, with or without ώσπερ. βρεφικός, 3 (Philo.). See the preceding A rticle. INFANTRY, τό πεζικόν. τό πεζόν. πεζοί, ών, οι. 7Γ*ζο? στρατός, 6. πεζή στρατιά, η. πεζική δύναρ,ις, η. Heavy L, τό όπλιτικόν. οι όπλΐται. φά- λαγξ, αγγος, η : light i., οι φί- λοι, οι γυμνητες or γυμνηται: (337) the body of light i., γυμνητία, η : belonging to light i., γυμνητικός, 3 : i. mixt with cavalry, άμιπ- ποι, οι (Thuc.). An i. man, πε- ζός στρατιώτης, 6. INFATUATE, τον voZv τί- νος διαφθείρειν, παραφέρειν, παρακόπτειν. βλάπτειν, τυ- φλοΰν φρένας τινός. άάσαι (Horn.). To i. with desire of athg, δεινόν 'έρωτα, δεινην επι- θυμίαν εμβάλλειν τινί τίνος : — with an opinion, καταγοητεύ- ειν τινά, και γνώμης or δόξης τινός έμπιμπλάναι : to be i.-d, μαίνεσθαι τη τίνος επιθυμία. INFATUATED, παράφρων, ον. ανόητος, 2. επιμανης, ές. παρακόπτων (intrans.) τη διά- νοια. Poet, φρενοβλαβής, ές. βλαφίφρων, ον. φρενωλης, ές (JEschyl}). παρά-φορος and -κό- πος φρενών. άτάσθαλος,2 (blind- ly foolish. Horn., Hdt). INFATUATION, φρενών διαφθορά, παράφορα, παρακο- πη (JEschyl.), παράνοια, η. φρε- νοβλάβεια, η. Also τό επιμαί- νεσθαί τινι. τό έαλωκέναι τι- νός. ατασθαλία, η (blind folly. Horn., Hdt.). άτη, η (judicial i. and its consequences). INFEAS1BLE. See Imprac- ticable, Impossible. INFECT (of disease or vice), χρα'ινειν and άναπιμπλάναι τι- νά τίνος, νοσοποιεΐν τίνα. δια- φθείρειν, προσδιαφθείρειν τινά and τι. ερπειν (intrans.). You shall not i. me with your folly, ουκ έξομόρξει μωρίαν την σην έμοί (Eurip.) : to be or become i.-d, άι/αττίμττλασθαι or μετέχειν της νόσου : of an i.-ing nature, see Contagious. INFECTION, μίασμα, τό. μολυσμ,ός, 6 (defilement), or Crcl. by verbal expressions formed with to Infect. See Contagion. INFECTIOUS, λοιμώδης, 2. λοιμικός, 3. 'έρπων, ούσα, ον. An i. disease, λοιμικόν πάθος, λοιμώδες νόσημα, τό. See CON- TAGIOUS. INFECUNDITY. See Bar- re NNESS. INFELICITOUS, άνόλβιος and άνολβος, 2. δυσ-, κακο-δαί- μων, 2. INFELICITY, άνολβία, δυσ-, κακο-δαιμονία, η. INFER, συλλογίζεσθαι, περ- αίνειν, συμπεραίνειν εκ τίνος, πορίζεσθαι (in mathem., to infer or deduce as corollary). INFERENCE, συμπέρασμα, τό. υποδοχή, η (Dem.). έπίλο- γος,ο(Ηάί.). See Consequence, Conclusion. INFERIOR. TT Propr. : lower] Vid. U Fig. : in rank, ivorth, force, &CJ\ ελάσσων, 2. υποδε- έστερος, 3. ησσων, 2. ύστερος, 3 (to aby, τινός, in athg, τί, e.g. in number, τό πλήθος, τον αριθ- μόν). To be i. to aby in athg, ησσασθαί tivos τι or τίνος κατά τι. λείπεσθα'ι, άπολείπεσθαί τινός τινι or τι. άποδεΐν, έλ- λείπειν, δεύτερον or ύστερον είναι, τινός τινι. ένδεεστέρως εχειν τινός κατά τι. χείρω εί- ναι τίνος εις τι : to be i. to none, ούδενός δεύτερον είναι : of i. value or consideration, μείονος άξιος, 3 : an inferior, υπήκοος, ο. ύποτιταγ μένος, 6 : to be aby's i., είναι υπό τινι or επί τινι : a person of an i. station, άνηρ εκ δήμου, άνηρ δημότης. ΤΓ Not good, indifferent] ευτελής, ές. ταπεινός, 3 (e. g. ταπεινόν γένος, ί. birth or extraction). ^[ In inferior manner or degree (adv.)] ΰπο-, κατα-δεεστέρως and -δεέστερον. INFERIORITY, ελάσσωμα, τό. τό ησσον. INFERNAL, νέρτερος, 3 (poet.), χθόνιος, 3. ό, ή, τό κάτω, 'ένερθε(ν), νέρθε(ν), or του αδου or εν αδου or εις αδου. Also στ ύ- γιος and ταρτάρειος, 3. ό, η, τό της γεέννης (Ν. Τ). If Hor- rible, dreadful] δεινότατος, φο- βερώτατος, 3. INFERTILE, άκαρπος, άφο- ρος, 2. άγονος, 2. άβλαστης, ές (Theophr.). See UNFRUITFUL. t INFERTILITY, όκαρπία, άφορία, άγονία, η. INFEST, κακοΰν. κακοποιεΊν, λυμαίνεσθαι (mid.). To i. a country (as robbers), ληστεύεις την χώραν. — the sea, άπιστου ποιεΐν την θάλασσαν : the roads are i.-d with robbers, κίνδυνος άπό τών ληστών εστίν εν ταΐς οδοΤς. ουκ εστίν άδεώς πορεύ- εσθαι κατά τάς οδούς : to be i.-d with worms, lice, σκωληκιάν, ψθειριάν. INFIDEL, άττιστ»)τι/ίο'5, 3. άττιστοδ, 2. In the mod. sense, ό μη άσπαζόμενος τά Χρίστου. See Unbeliever. INFIDELITY. If Faithless- ness] Vid. H To the marriage covenant] See Adultery. \ Unbelief] απιστία, η. ασέβεια περί τά Χοιστοΰ (mod.). INFINITE, άπειρος, 2. απ- έραντος, 2. άπειρων, 2, and. άπ- ειρέσιος, 2 (poet.). Of i. size, ά7Γειρομεγε'θ)ΐ9, 2. άπειρος τό μέγεθος. See ENDLESS. INFINITELY. Fm the Adj. 1. large, much, &c, άμετρος, άπλετος, 2 : to excel aby i., άμηχανον όσον ΰπερβαλέσθαι τινά. \If=z extremely] Vid. INFINITIVE, άπαρέμφατον, τό. In the i., άπαρεμφάτως. INFINITY, τό άπειρον, απ- έραντου, απειρία, η. INFIRM, f Weak] ασθενής, 2. αβέβαιος, 2. ανά-, κατά-πη- ρος, 2. σαθρός, 3. ^| Unsteady in purpose] See Inconstant. INFIRMARY, νοσοκομεΐον, τό. INFIRMITY. IT Weakness} VlD. αρόώστίίμα, άσθένημα, τό (of body). See Sickness. H In- Z INF INF INF firmity of purpose] See Incon- stancy. Your i. of purpose, τό υμέτερον ασθενές της γνώμης {Τ hue.). INFIX. See ' to Fix in.' INFLAME. ^ Propr.] ε/χ-, έπιψλέγειν τι. ^j JF^. : of pas- sions] έξάπτειν, διακαίειν, έ /c- καίειν {later), φλέγειν, επιφλέ- γειν τινά. παροξύνειν τινά επί τι. επεγείρειν τάς επιθυμία?. •7τάθο5 έμβάλΧειν τιν'ι. To be i.-d, φλέγεσθαι (Aristot.) : — by ambition, φέρεσθαι υπό φιλο- τιμίας. ^\ Of disease] φλεγ- μαίνειν {trails, and intrs). φλο- γιαν [intrs.). παραπίμπρασθαι (JT.). I.-d, φλεγματώδης, ες : an i.-d place, επιφλόγισαα, τό. See Inflammation. I.-d uvula, σταφυλή, η {Aristot. Hippocr.). INFLAMMABILITY, τό εύ- φλεκτο v. INFLAMMABLE, εύφλε- κτος, 2. INFLAMMATION {of dis- ease), φλόγωσις, ή. φλεγμο- νή and φλεγμασία, ή {esply under the skin), φλογμός, 6 (Hipp), φλέγμα and έπιφλό- γισμα, τό {esply of an inflamed place). I. of the eyes, οφθαλμών φλόγωσις,ή. όμματα φλεγμαί- νοντα, τά. ξηροφθαλμία, ή : that has it, ξηρόφθαλμος, 2. INFLAMMATORY. *{\Fig.: intended to stir up the minds] έκ- καυστικός,Ζ. See Seditious. TJ Of disease] φλεγματώδης, ες, also πυρίκαυτος,2 {PL), and καυ- στικός, 3 {of constitution. Hipp.). I. fever, κανσώδης πυρετός, b (Hipp.), καύμα, τό. INFLATE, άναφυσάν, also εμφυσαν and φυσάν τι. ^[ Fig.] To i. a person, άναφυσάν, εκτυ- φοΰν and τυφοϋν τίνα. To be or become i.-d, άναφυσάσθαι (e. g. ΰττό τοιούτων δη Χόγων, JC.). έκτυφοϋσθαι and τυφοϋ- σθαι : — with pride, &c, α'ίρε- σθαι. See Puff up. Inflated, partepp. of verbs: — by athg, επηρμένος τιν'ι, υπό τίνος, or επί τινι. Also ογκώδης, ες. υπερήφανος, 2. See BOMBASTIC, Turgid. INFLATION, διόγκωσις, ή (trans.), όγκος. b. φύσημα, τό (intrans.). % Fig.] τΰφος, 6. ΰπερηφαν'ια, ή (metaph.). INFLECT, κάαπτειν, επι-, εγ-κάμπτειν. In Gram., κλ'ινειν (decline, conjugate). I.-d, επι- καμπής, 2. INFLECTION, -FLEXION, κάμψις, καμπή, επικαμπή, ή. In Gram., κλ'ισις, ή (declension, conjugation). I. of the voice, ή της φωνής κάμψις or μεταβολή, ' INFLEXIBILITY, 1 Prop.] ακαμψία, η. τό άκαμπτον. % Fig.] άδιατρεψία, άτροπία, η. τό ανένδοτου. INFLEXIBLE, άκαμπής, ές. άκαμπτος, άμετάκΧαστος, ά- διάτρεπτος, άτροπος, 2 (propr. and fig.), απειστος, 2. ανένδο- τος, 2 (fig.). I. justice, δίκη άδιά- στροφος, η : i. hatred, ασπει- στον μίσος, τό. INFLICT, επιβάΧΧειν, διδό- vaiTiv'iTi(e.g.ablow). προστρί- βεσθαί τινι πληγάς (Aristoph.). To i. an injury upon aby, άδικεϊν or κακώς ποιεϊν τίνα. άμαρτά- νειν ε'ίς τίνα, περί τι : — great injury, πολλά κακά εργάζεσθαί τίνα (e. g. τους πολεμίους), εφ-, επαφ-ιέναι, επιπέμπειν τιν'ι τι : to i. a punishment, επιτιθέναι δίκηυ or ζημίαν τινί (for athg, τινός), ζημιοΰν τίνα. κοΧάζειν τινά. επιβάΧΧειν ζημίαν. Athg has been i.-d on me by God, θεήλατον εχω τι. θεήλατον επ- έρχεται μοί τι. I.-d wounds, τραύματα ενεστώτα (PL). INFLICTION, πρόστριμμα, τό. Mly Crcl. with verbs. INFLUENCE, S. δύναμις, ρο- πή, η. Ι. of the sun, &c, προσ- βολή του ηλίου, η. πάθημα, τό. α πάσχει τις υπό τίνος (passively). Political i., δύναμις, η. αξίωμα, τό. ευδοξία, ή. See Consequence, Importance. I. of the stars, αποτέλεσμα, τό (astrol.). To have or exercise an i. upon athg, δύναμιν, ροπην 'έχειν προς τι : to exercise an i. on aby, αγειν τινά. πειθόμενον έχειν τινά. πειθομένω χρήσθαί τινι. We think that it has a great i. upon the state whether this be done in a right or a wrong way, μέγα γάρ τι οιόμεθα φέ- ρειν και όλον εις πολιτείαν ορ- θώς η μη ορθώς γιγνόμενον (PL). To have a prejudicial i. upon athg or aby, βλάπτειν, διαφθεί- ρειν,τι,τινά. χεϊρον ποιεϊν τι : — a beneficial i., ώφελεΐν τι, τίνα. ευ ποιεϊν τίνα. καλώς αγειν or διατιθέναι τινά. ώφε- λεΐν τίνα. βεΧτίω ποιεϊν τίνα. αγαθού α'ίτιον είναι τινι : to judge what i., good or bad, the arts have, κρϊναί τιν 'έχει μοΐραν βλάβης rj ωφελείας (τά της τέχνης) τοϊς μέΧΧουσι χοήσθαι {PL) : to have no i. with aby, άδυνατεϊν, μηδέν δύνασθαι, or Ίσχύειν, παρά τινι : to have much, more, the greatest i. with aby, μέγα, μεϊζον, τά μέγιστα δύνασθαι, πολύ, πλέον, πλεί- στον Ίσχύειν, παρά τινι : a man of great i. in the state, άνηρ αξιώ- ματος πολλού or μέγα δυνάμε- νος εν τη πόΧει : to lose his i., have it impaired, έλαττοΰσθαι, κολούεσθαι την δύναμιν, also σφαληναι : to maintain, keep up his i., διατελεϊν δυνατόν όντα εν τη πάλει : to be under the i. of aby or athg, είναι or γίγνε- σθαι επί τινι : to be led by the i. of aby, πείθεσθαί (pass.) τινι, άγεσθαι υπό τίνος. §fjp Often the word may be omitted, e.g. su- perior to the i. of money, χρημά- των κρείσσων : under the i. of passion, υπ' όργης. INFLUENCE,?;. Seephrases ' to have or exercise an Influ- ence ;' also ποιεϊν ε'ίς τι. διατι- θέναι τινά. The manner in wch athg i.'s us, a or οϊα πάσχο- μεν υπό τίνος: I was i.-d by a feeling of pity, οίκτος ε'ισήει INFLUENTIAL, δυνατός, δυνατώτατος, 3 I. men or per- sons, οι δυνάμενοι or δυνατοί : a very i. man, άνηρ δυνατώτα- τος. άνηρ αξιώματος ποΧΧοϋ. άνηρ ικανός εν τη πόΧει και ευ και κακώς ποιεϊν : and partepp. of verbs under Influence, s. INFLUENZA , prps βονκόρυ- ζα (severe cold) επιδήμιος, ή. INFLUX (propr.), ε'ισροΰς, ό, and εισροή, επιρροή, ή. There is, was, &c, an i. of — , express by tenses of ε'ισρεϊν, επιρρεϊν. INFOLD, ENFOLD, εν-, περι-εΧΊττειν and -ειλεϊν. See to Fold. U To infold in ones arms] περιπτύσσειν. See to Embrace. INFORM, φράξει», δηλούν, άποφαίνειν, άποδεικνύναι, άγ- γέΧΧειν, άπ-, ε'ισ-, εξ-, επ-αγ- γέΧΧειν, έπιστέΧΧειν (by letter), τινί τι (aby of athg), and άναφέ- ρειν, καταμηνύειν τι προς τίνα. διδάσκειν τινά περί τίνος. Το be i.-d, είδέναι, πυθέσθαι, έπ- ίστασθαι : not to be i.-d, άγνο- εϊν τι. To i. oneself, πυνθάνε- σθαι, ίστορεϊν τι : — thoroughly, of all the circumstances, διερευ- vav πάντα. Well i.-d, επιστή- μων πολλών, πολυμαθής, ό, n : επισταμένος πολλά : to be a well i.-d man, ου φαύλως ήφθαι της παιδείας, ευ έχειν παιδείας. To be badly i.-d, ονκ ορθώς με- μαθηκέναι : to be well i.-d, σα- φώς or ακριβώς έπίστασθαι. ^[ To inform agst aby] κατιιπεϊν τίνος προς τίνα (PL), κατ- αγορεύειν, καταγγέλλειν τινός. Also καταμηνύειν τινός and μη- νύειν τινά. φαίνειν τινά τινι (e. g. τοΐς πρυτάνεσι) and φαί- νειν τι (e.g. as contraband). Ar- ticles i.-d against, τά φανθέντα (Dem.). See under Informa- tion. INFORMANT, φραστήρ, ηρος, ό (of news. Χ.), μηνυτής, οϋ, ό : and partepp. of verbs to Inform, e.g. b φράσας, b ειπών, INFORMATION, t Intel- ligence, knowledge, tidings] VlD. λόγυς, b. φήμη, ή. αγγελία, ή (news), πύστις, εως, ή. μάθιι- σις, ή. εμπειρία, ή. To have i. of athg, είδέναι τι. πυθέ- σθαι τι : to get i. of athg, άκοη παραλαμβάνειν, παρα- δέχεσθαί, τι. πυνθάνεσθαί τι, also φέρεται μοι αγγελία τι- νός. έπαγγέΧΧεται or εισαγ- γέλΧεταί μοί τι : — about athg fm aby, £7Γ£^ελθεΓι/ περί τίνος INF IN Η INH -παρά τίνος. There is abundant i. about athg, πολλή περιφάνεια γίγι/εταί τίνος (Hdt., Dem.). I. having been brought that — , tia- αγγελθίντων ότι — (Thuc.) : i. of their proceedings gets abroad, ε£άγγελ.τοι, έκπυστοι, γίγυον- ται (Thuc). Secret i. (sent out to the enemy), εξαγγελία, η: the scout who brings it, έξάγγε- Aos, ό : conveying i., εξαγγελ- τικός, 3. To avail oneself of i. given, Trtpl ων έδίδασκέ τις την μάθησιν ποιεϊσθαι (Thuc.). Τ[ In the legal sense] μηνυσις, η. ενδειξις, ή. μήνυμα, τό. επαγ- γελία, η {e.g. προς θεσμοθετας, Dem.). φάσις,η (esply of contra- band dealings). Frivolous i., συ- κοφαντία, ?;. To bring, lay an i., see ' to Inform against ;' also άπογράφειν τινά or τι. άπο- γριιφην ποιεϊσθαι. To lay fri- volous i.'s, συκοφαυτεϊν τίνα : to be i.-d against, φαντάζεσβαι (Aristoph.) = συκοφαυτεϊσθαι. To extort money fm aby by fri- volous i.'s, παρά τίνος άργύριον συκοφαντεϊν. Reward for i., μη- νυτρον. τό. INFORMER. Τί Informant] Vid. ^[ J H the legal sense] μη- νυτής, οΰ, 6. συκοφάντης, ου, 6 (esply of false or frivolous charges), συκοφάντρια,η (Aristoph.). Like an i., σνκο-φαντικός, 3, and -φαντώδης, ες. συκοφαντικώς (adv.) : also partcpp. of verbs 'to Inform against,' ' to lay Infor- mation.' IiNFRACTION, παράβασις, j εως, t). See Violation. INFREQUENCY, σπάνις, ' ιων, η. See Rarity. INFREQUENT, σπάνιος, 3. See Rare. INFRINGE, παρα-θραύειν, -βαίνειν,συγχεΐν. See'toBREAK a law,' to Violate. ( INFUSE. 1Ϊ To pour in] εγ-, ε'ισ-, and προσ-χεΐν. ^[ To steep, soak] άπο-, εμ-βρίχειν τι tivl, τι εις τι. έπιβιιέχειν τινί (to pour water on athg). Infused, ίγχυτος, 2 (Hipp.), if To im- part, instill] Vid. . INFUSION. If A pouring in] έγχυσις, η. If Fig] Crcl. with partcpp. % Esply medical] άπό- βρεγμα, τό. άπυβροχη, V (dis- tillation by i. ; both Diosc). έγ- χυμα, τό (Galen), έγχυματισ- μός, 6. To make an i., έγχυμα- τίζειν : to administer an i. to aby, εγχυματίζειν τινά. INGENIOUS, άγχίνους, 2. εύ- and πολυμήχανος, 2 (all of perso?is). Also τεχνικός, μηχα- νικός and ιχηχανητικός (.Χ.), εΰ- ρετικός, 3. Poet, μηχανόεις, εσ- σα,εν. εύπάλαμυς, ποντοπόρος, 2. εν- and εΰ-τεχνος, 2 (of things). See Clever. INGENIOUSLY. From the Adj. INGENIOUSNESS, INGE- NUITY, τό εΰρετικόν. άγχί- (339) ι/ο ι α, η (an ingenious mind). See Cleverness. Inventiveness. INGENUOUS, ελευθέριος, 2. ουδέν άποκρυπτόμενος or ΰπο- στειλάμενος, 3. See Candid. INGENUOUSLY. See Can- didly, Frankly. To speak i., μετά παρρησίας λέγειν, παρ- ρησία χρησθαι. ΐΓαρρι/σιάζε- σθαι. To confess Ί.,εξομολογε ϊν. άπΧώς ειπείν. INGENUOUSNESS, έλευθε- ριότης, ητος, ή. ελευθέριου, τό (with ref to sentiment), παρρησία, ■η (in speaking). INGLORIOUS, άδοξος, 2. άκλεης,ές. ού καλός, Β. αισχρός, 3. άτιμος. 2. INGLORIOUSLY. Fm the Adj. INGOT, πλίνθος, h• χρυσού (of qold). άργι/οά (of silver). INGRAFT. ' See to Graft. INGRAIN, τρίβεσθαι (to I into), έγχρωννύναι, έμβαθύνειν τινί τι. Before the disease be- comes i.-d into the marrow, πριν την νόσοι- εις τον μυελόν σκιρω- θηναι (Sophron.) : to becomedeep- ly i.-d, εγκατασκιρρονσθαι. I.-d (of colour), δευσοποιός, 2. The wickedness will become i.-d into the city, εγγενήσεται δευσο- ποιός εν ττ} πάλει η πονηρία (Dinarch.). INGRATE. See Ungrate- ful (person). INGRATIATE (oneself with aby), χάριν κατατίθεσθαι προς τίνα. άνακτάσθαί τίνα. άναρ- τάσθα'ι τίνα. ευνοιαν κτήσασθαι or εχειν παρά τίνος. To endea- vour to i. oneself, θηράν, θηρεύ- ειν, μνηστεύεσθαι χάριν, ευνοιαν παρά τίνος, εκθεραπεύειν,θερα- πεύειν τινά. Also δημαγωγεϊν τίνα (Aristot.). — with the peo- ple, δημοκοπεϊν, whence he that does it, δημοκοπικός, 6 (PL) : the endeavour, δημοκοπία, η. παρ- αγγελία, η (ambitus). I.-ing manners or ways, τό έπίναρι (X.). INGRATITUDE, αχαριστία, ή. To requite aby with i., χά- ριν μη άποδιδόναι τιιη. αχαρι- στία χο^σβαι ττερί τίνα : to be treated with i., άχαριστεΐσβαί (pass. ; by aby, υπό τίνος, παρά τίνος), χάριν άχαριν φέρεσθαι. INGREDIENT, μόρων, τό. Ι. -s, εξ ων σύγκειται τι. τά ενόντα. INGRESS, είσοδος, η. See Entrance. INHABIT, ο'ικεΊν, κατοικειν, ενοικεΐν. εχειν (e. g. χώραν). νέμεσθαι. νόμον εχειν (e. g. εν θαλάσσ-η, Hdt.). Poet, ο'ικετεύ- ειν (e.g. οίκον), ναίειν (γην, κατά πάλιν), νέμειν (άστυ). The i.-d portion of the globe, η οικουμένη : not i.-d, έρηιιος, 2. See ' to Dwell in.' I.-d by our friends, φίλιος ημΐν. INHABITABLE, οικήσιμος, ενοικησιμος, 2. INHABITANT. H Of a coun- try] ο'ικητωρ, ο'ικητης, δ. έγ-, έπι-χώυιος, 6. Also δ κάτοικων, ή κατοικούσα, κάτοικος, δ (set- tler). % Of a city] ο'ικητης, ό. ό ένοικων την πάλιν, usu. πολί- της, δ. πολϊτις, ιδος, ή. αστός, 6. If Of villages and houses] έν- οικος, ό. ό ένοικων, and other par- tcpp. of verbs to Inhabit, &$• Often expressed simply by άνθρω- πος, e. g. the city has many i.'s, πολυάνθρωπος έστιν ν πόλις, or elliptically, e. g. the i.'s of a town, οι εν τι) πάλει, οι εκ της πόλεως. An ancient i., παλαί- χθων, δ, h (poet.) : original i., see Indigenous. INHALE, εισπνείν, and sim- ply πνεΐν. See to Breathe. The act of i -ing. εισπνοή, η. INHARMONIOUS, !κ- and οϋκ έμ-μελης, ές. Also ανάρ- μοστος, 2. διάφωνος, 2. δυσκέ- λαδος. 2 (poet.). INHERE, έμφύεσθαί, έμπε- φυκέναι,τινι. έγγίγνεσθαίτινι. See Inherent. INHERENCE. Crcl. with the verb Inhere, or adj. Inherent. INHERENT. Partcpp .«/In- here, έαφυτος, 2. Athg is i. in-—, ϊδιόν εστί τ'ι τίνος, "ίδιον έχει τις τι, also έστι τί τίνος, εμπέφυκε or φύσει έγγίγν>τα'ι τινί τι. φύσει έχω τι. Many evils are i. in this life, πολλά και κακά τω βίω τούτω έμ,πεφυ- κεν. See ' Inseparable from.' INHERIT, κληρονομεΧν τί- νος (e.g. ουσίας, Isocr.), also κλη- ρονομε'ιν τι, παραλαμβάνειν τι (fm aby, παρά τίνος : later κλη- ρονομεϊν τίνα, to be heir to aby. Plut.). κλιιρονομεΐν τινά τινυς (Dion Cass.). Also κληρονόμυν είναι τών τίνος. See Heir, Suc- ceed to. 1j Fig.] To i. an en- mity agst aby, πατρικό} εχθρω χοησθαί τινι. Inherited = he- reditary, Vid., sts παραδοθείς, είσα. ίν (with ref to the property actually placed in the heirs hands). INHERITANCE, κλήρος, δ (as portion), κληρονοαία,η. κλη- ρονόμημα, τό (the thing inherited), πατρώα ουσία, η. To come to or receive an i., κλ))ροι/ομϊΓι/. παραλαμβάνειν κληρον. See to Inherit. Right of i. (as next of kin), αγχιστεία : to have or claim it, άγχιστεύίΐι/. INHERITERor-HERITOR. See Heir. INHIBIT, έπέχειν. κωλύειν. See Hinder, Forbid, and Pro- hibit. INHIBITION, άπαγόρευμα, τό. απαγόρευα ις, η (prohibition). To issue an i., άττοκ^ρυττειι/ μι) ποιεϊν τι. INHOSPITABLE, άξενος, 2. Poet, από-, εχθρό-, φυγό-ξειος, also άμικτος, and άπρόσδεκτος, 2. INHOSPITALITY, άξενία, η. τό άξενου. Ζ2 1NH INK INN INHUMAN, άπάνθρωπος,Ί. άγριος, 3. ωμός, 3. θηριώδης, 2. See Cruel. INHUMANITY, απανθρω- πιά, η. άγριότης, ώμότης, ητος, v. See Cruelty. INHUMANLY. Fm the Adj. To treat aby i., wuotjjti χι.ί;- σθαι περί τίνα. ώμώς προσφέ- ρεσθαί (pass.) τιυι. INHUME, κρύπτειν yrj. See to Bury. INIMICAL, εχθρός 3. <5υσ- μενής, απεχθής, ές. See HOS- TILE. INIMITABLE, αμίμητο*, 2. INIMITABLY. Fm the Adj. I. beautiful, &c, υπερφυώς ώς καλό?, κτλ.. INIQUITOUS, άδικώτατοϊ, 3 (of personal actions), πάγκα- κος, 2. «See Wicked, Foul. INIQUITY. -See Injustice, WRONG, κακότης, ητος, πονη- ρία, η. INITIAL, πρώτος, αρχόμε- νος, 3. ό, ν, το κατ' αρχάς, κατά ττρώταν. I. (letter), τό πρώτον or άκρον γράμμα : later, κεφα- λιακόν γράμμα, τό. INITIATE, στοιχειοΰν τίνα (to teach the elements), ύφ-, ε'ισ- -ηγεΐσθαί τινί τί. παιδεύειν τινά τι or ε'ίς τι. To i. in the mysteries, μυεΐν or μυσταγω- yslv τίνα, μυστηριάζειν or κατοργιά'ζειν τινά. τελεΐν τι- νά τινι (θεώ). To be i.-d, τε- λεΐσθαι, τελεσθήναι (e. g. τα βακχεία). Also metaph., to be i.-d in any science, art, &c., επι- στήμην τίνα. μεμυησθαι, and gen. μεμυησθαι τίνος. I.-d in Temperance, τετελεσμένος Σω- φροσύνη (Χ.). One i.-d, par- tcpp., and μύστης, ου, μυστήρ, ηυος (poet.), 6. 6, η τελετών τυχών, οϋσα. /αυσταγωγητός,3. One i.-d at the greater mysteries, επόπτης, ου, 6 : to become such, εποπτιΰειν (and fig. of one i.-d into the mystery of the greatest eurthly happiness), §S$* But Lo- beck Aglaoph. denies the gradation of the initiated. Not i.-d in athg, άαύητός (2). ατελής (ες), τίνος : newly i -d, νεοτελής, ες (PL). INITIATION, στοιχείωσις, η (elementary instruction). I. in the mysteries, μύησις, η. τελετή, w : to receive i., ες χείρας άγε- σθαι την τελετή (Hdt.). τελε- τών τυγχάνειν (PL). See to be Initiated. The highest grade of i., εποπτεία, η (but see pre- ceding). INITIATIVE (to take the), &p- χεσθαί τίνος, φθάνειν ποιοϋντά τι. INITIATORY, προτέλειος, 2. ό, η, τό κατ αρχάς, and Orel, with κκτάρχεσθαι. INJECT, ivitvai (ενίημι). See Clyster. INJECTION, ενεσις, i, (the act of injecting), 'ένεμα, τό (tlte thing injected). See Clyster. (340) INJUDICIOUS, άγνώμων, 2 (ill-judging), οΰ συνετός, 3. άβου- λος, 2. άφρων, 6, η (str. t.). See Ill-advised, Inconsiderate. INJUDICIOUSLY, ά/3οι>λεί, andfn the Adj. To act i., άγνω- μονειν. αβουλία χρησθαι : to do athg i., αύτοσχεδιάΖίΐν τι. 1NJUDICIOUSNESS, άγνω- μοσύνη, αβουλία, άπροβουλ'ια, άλογιστία, η. INJUNCTION. See Com- mand. INJURE, άδικεΐν. See to WRONG, βλάπτειν. λυμαίνε- σθαι. σίνεσθαι (poet., Hdt., Xen., otherwise rare in Att. prose), κα- κώς ποιεΐν. κακουργεΐν τίνα or τι. τρίβε ιν (to wear out, spoil by use), βλάβην or ζηαίαν φίρειν or εργάζεσθαι. To i. aby's cha- racter, διαβάλλειν τινά. άδοζίαν εργάζεσθαί τινι or κατασκευ- άζειν τινί : to endeavour to i. aby, επιβουλεύειν τινί : they try to i. me, επιβουλεύομαι (pass.). See to Hurt, Harm. INJURIOUS, ίϊ Wrongful, insulting] υβριστικός, 3. όνειδος έχων, ούσα, ον. όνειδιστικός, επηρεαστικός, 3 (of words and actions). βλάσφημος,2. κακολό- γος, 2 (only of words). U Hurt- ful] βλαβερός, 3. επιβλαβής, 2. ασύμφορος, 2. ανωφελής, ες. αλυσιτελής, ες. "ζιιμιώδης^. κα- κός, 3. λυμαντήριος, λνμαντι- κός, 3. άλιτήριος, 2 (tij/os, Don.). To be i. to athg, βλάπτειν or λυμαίνεσθαί τι. κακώς ποιεΐν τι. κακόν είναι τινι. INJURIOUSLY. FmtheAdj. INJURY. % Injustice, wrong] Vid. II Hurt, harm] κακόν, τό. λύμη, η. βλάβη, ζημία, συμφο- ρά, η. Poet, βλάβυς, σίνος, πη- μα, τό, and άτη, ή. τραύμα, τό (wound). To bring, inflict, an i., βλάπτειν, άδικεΐν, κακώς or κα- κόν τι ποιεΐν, κακοποιεΐν, κακ- ουργεΐν, πημα'ινειν, λυμαίνε- σθαί, τίνα. άμαρτάνειν ε'ίς τίνα. σίνεσθαί (rare in Att. prose) τι (e. g. την γην). To inflict many i.'s, ττολλά κακά εργάζεσθαί τίνα. What i. is there that he does not put upon us ? τί yap ημάς ουκ επισμη τών κακών ; (Aris- toph.) To sustain an i. by athg, βλάπτεσθαι, or κακόν τι πά- σχειν or εχειν υπό τίνος or ποι- οϋντά τι. ζημιοΰσθαιεντινι. See to Injure, and Hurt, Harm. INJUSTICE, αδικία, ανομία, παρανομία, η. αδίκημα, άνόμη- μα, τό (as act). A flagrant or open i., ειλικρινής αδικία: to commit an i., άδικεΐν. αδικία χρησθαι. See WRONG. INK, S. μελαν, ανυς, τό. μη- λαντηρία, h (a metallic «., prob. oxide of copper. Aristot.). To make or manufacture i., τό με- λαν τρίβε ιν. INK, v. μελάνι χρωννύναι, χρίειν. μελαν ίπιτρίβειν, έπι- σμψ. INK-BLOT or -STAIN, με- λάνια, ή (blackness), σπΐλος, 6, or Alt. κηλίς, ίδος, η, από του μέλανος. INK-BOTTLE, λήκυθος με- λανδόκος, η. ^ INK-FISH (cuttle-fish), σηπ ία, ή. τεΰθος or τευθός, and τευθίς ίδος, ή (varieties). Its inky blood, ΰπόσφαγμα, τό (Hippocr.). INK-HORN or -STAND, με- λανδοχεΐον, τό. μελανδόχη, η. άγγεΐον μελανδόκον, τό. κίστη μελανδόκος, η. βροχίς, ίδος, η (Anthol). INK-POWDER, prps κόνις μελανΐτις, η. INKY, ό, η, τό ώσπερ μελαν (like ink), μελάνι κεχρωσμένος 3 (stained with ink). INLAND, μεσό-γαιος, -γειος, -γεως, 2. ό, η, τό άνω. ύπερ- θαλασσ'ιδιος, 2 (Hdt.). χερσαίος, 3 and 2 (e. g. χερσαία πόλις, an i. city, opp. to επιθαλαττίδιος, PL). The i. parts (fm the coast upwards), τα όρθια (Hdt.) : to go i. (adv ), άναβαίνειν, άνω πο- ρεύεσθαι or Ίέναι. See INTE- RIOR. I. traffic, η κατά γην έπιμιζία, εμπορία. INLAY, δαιδάλλειν. κολλάν. φηφο-λογεΐν and -θετεΐν. In- laid, κολλητός, 3. I.-d work, ψηφοθέτημα, φηφολόγημα, τό (tessellated [=: mosaic] work) : the making of it, φήφωσις, φηφο- λογία, ή : to make it, φηφοθε- τεΐν. φηφολογεϊν: that has, or is ornamented with, i.-d work, ψηφολογητός, 3 : one that makes i.-d work, φηφολόγος, 6. INLET, στόμα, τό. πάροδος, η. INMATE, εν-, σύν-οικος, ό. ομωρόφιος, ό. The i.'s, οι οι- κείοι, οι παρά τινι : to be an i. of the house, συνοικεΐν τινι. INMOST, ένδότατος, έσώτα- τος (adv. έσωτάτω), 3. ενδόμυ- χος, 2. μύχιος, 3 (poet.), μνχαί- τατος, 3 (Aristot.). See Inner. Also Orel, adverbially by εκ καρ- δίας. To be rejoiced in one's i. soul, άγά\\εσθαι την διάνοιαν or τω θυμω : to be distressed in one's i. soul, άνιάσθαι την ψυ- χήν. άγωνιάν εν τη φυχ^. INN, πανδυκεΐον, τό. κατά- λυσις, η. κατάλυμα, τό. καπη- λεΐον, τό. Without an i. (i. e. a place without it), άπανδόκευτος, 2 (e. g. οδός άπανδόκευτος, η). INNATE, εμπεφυκώς, κυΐα, κός. έμ-, σύμ-φυτος, 2. φύσει ενών, ούσα, όν. φυσικός, 3. φύ- σει έχων τι. INNER, ό, η, τό έσω or ένδον or εντός, also ενδότερος, 3 (adv. ένδυτέρω). See INTERIOR, IN- TERNAL, Inward. INNKEEPER, πανδοκεύς, έως, 6. κάπηλος, ό. To be an i., πανδοκεύειν. καπηλεύίΐν: an i.'s wife, πανδοκεύτρια, η. INNOCENCE. 1 The state of being free fm guilt] to aval- INN τιον. το άνέγκλητον. *R Chas- tity] άγνεία, άγνότης, ητο?, η. ΤΙ Simplicity of heart] ακακία, εύηθεια, χρηστότης, άπλότης, 1JTU9, fi- INNOCENT. η[ .Free /row αί τίνος, άπλή- στως εχειν τινός or περί τι or προς τι : to be so i. as to &c, ες τοσούτον or τοϋτο απληστίας άφικέσθαι, ώστε. INSATI ABLENESS, άκορία, απληστία, η (τινός, in athg). INSCRIBE, «ft Propr.] ly-, άνα-, κατά-, επι-γράφειν, also γράφειν. To i. upon a pillar, επιγράφειν στήλην or επι στή- λην, or dot. To i. in a list, άπο-, κατα-γράφειν τι or τινά ες κατάλογον : to have oneself i.-d (in a list), άπο-) ράφεσθαι, κατα- λέγεσθαι : to have athg i.-d upon athg, έπιγράφεσθαί τι τινι. U To dedicate] άνατιθέναι, προσ- γράφειν τινί τι. INSCRIPTION, επιγραφή, γραφή, η- επίγραμμα, τό. Το put an i. on athg, επιγράφειν τι εις τι or επί τι or τί τινι : to have or bear an i. on it, επι-, έγ-γεγράφθαι : to have a Greek i. on it, γράμμασιν Έλληνικοϊς INS επιγεγράφθαι : with the follow- ing i. on it, διά γραμμάτων λέ- γων (ούσα, ον) τάδε : to have an i. put upon their clubs, επιγρά- φεσθαι ρόπαλα (ΑΓ.) : to raise a pillar with an i., άναγράφειν στήλην (Lye). INSCRUTABLE, αδιερεύνη- τος 2. See Unsearchable. INSECT, εντομον (Χ,ώον), τό. INSECURE, σφαλερός, 3. επισφαλής, ουκ ασφαλής, ές. αβέβαιος, επικίνδυνος, 2. INSECURITY, τό σφαλε- ρόν, όβέβαιον, έπικίνδυνον. The i. of the roads, 6 κατά τάς οδούς κίνδυνος. INSENSATE, άφρων, 2. άλο- γος, ανους, 2. See Foolish, Mad. INSENSIBILITY, αναισθη- σία, η. απάθεια, η. τό άναίσθη- τον. αναλγησία, η. INSENSIBLE, αναίσθητος, 2. απαθής, ές. I. to pain, αν- άλγητος, 2 : to become i., άπ- αλγεΊν : to be i., άναΐσθήτως εχειν, άναισθητεϊν, άπαθώς εχειν τινός. See Unfeeling, Unmoved. INSENSIBLY (= very gra- dually). See Imperceptibly INSEPARABLE, αχώρητο?, αδιαχώριστο?, 2. άδιά -Autos, -κριτος, 2. To be i. fm, ου δύ- νασθαι χωρίζεσθαί τίνος or άπό τίνος. Ignorance is i. fm vice, 17 άγνοια μέμικται ττ} κακία (Dem.). To be considered i. friends, κατά ζεύγος φιλίας λέ- γεσθαι (Plut.). INSERT, εμ-, παρεμ-βάλ- λειν. εν-, παρεν-, προσεπι-τι- θέναι. παρείρειν. επεισάγειν. προσγράφειν (in writing), παρα- βύειν (stuff in), εν-, εγκατα- -τάττειν. To i. instead, άντεγ-, άντεπι-γράφειν. To be i.-d, passives, and εγκεϊσθαι. I.-d, έμ- βολιμαϊος,Β. εμβόλιμος, ένθετος (grafted), 2. INSERTION, έμ-, παρεμ- -βολή, έν-, παρέν-θεσις, παρεν- θήκη, ή• επαγωγή, η. To make an i., see to Insert. INSIDE, f Adv.] εσω. εν- τός, 'ένδον. U Stibst. and adj.] 6, η, τό εσω or 'ένδον or εντός or ένδοτέρω (of objects of any description). The i. of the body or bodily objects, το εντός. INSIDIOUS, επίβουλος, 2. κρυψίνους, 2 (of persons), δολε- ρός, 3. ύπουλος, 2 (of things). In an i. manner, έζ επιβουλής, έπιβουλεύων, ούσα, ον : to act in an i. manner, επιβουλεύειν τινί and κακά μηχανάσθαί τινι. ενεδρεύειν τινά and ελλοχαν τίνα: an i. question, έπιβεβου- λευμένη or δεδολιευμ,ένη έρώτη- σις. INSIGHT, γνώμη, ζύνεσις, φρόνησις, διάνοια, η. To have an i., φρονε'ιν. ξύνεσιν έχειν. ζυνετόν είναι : to have good i. into athg, εμπειρον ειναί τίνος. INS INS INS διαγιγνώσκειν, ευ κρ'ινειν, κα- λώ? ίπίστασθαί τι : a man of i., άνηρ ξυνετός or γνωμονικός. INSIGNlFICANCE^/uiKpo- τη?, φανλότης, λεπτότης,ητος, ■η. τό βραχύ, έυς. INSIGNIFICANT, όλίγουον μικρού or ούδενός αζιος, φαΰλο?, ταπεινός, μικρός, ολίγος, 3. βρα- χύς, εΐα, ύ. ευτελής, ες. Το consider athg i., λόγοι/ ούδένα ποιεϊσθαί τίνος, μικρόν ήγεΐ- σθαί τι. ολιγωρεί» τίνος. INSINCERE, αιτιατός, 2. ουκ αληθής, 2, and neg. of other adjj. Sincere. ττ\αστός and προσ- ποιητός, 2 {feigned), δόλιος, 3 and 2 (deceitful), δεδολωμένος, 3. υδαρής, ες (poet.,propr. ''watery? e. α. ΰδαρΐ/ς φιλότης, JEschyL). INSINCERITY, απιστία, v. τό άπιστον, &c.\ or Orel, with INSINUATE, παρεισάγειν τι εις τι (athg into athg). To i. oneself, ύφ-, παρ-έρπειν. ύπο- δύεσθαΐ, παρεισ-όύεσθαι, -έρχε- σθαι, -ιεναι ε'ίς τι, also έλίσ- σεσθαι (wind oneself), λανθά- vtiv εισιόντα. ήρεμα ε'ισιέναι, εισ-,επεισ-ρυηναι. See to CREEP in. tj To insinuate oneself (into abifs graces or favour)'] άρεσκεύ- εσθαί τίνα. άνακτάσθαί τίνα θωπεύμασιν. θεραπεύειν την ψιλίαν, οΊκειούσθαι τή φιλία, τινός, ΰπέρχεσθαι, ύποτρέχειν τινά. See Ingratiate. Το i. oneself into the minds of the hearers, ενδύεσθαι ταΐς xj /υχαΐς των άκουόντων (PL). I.-ing, έπίχαρις, 2. θεραπευτικός, άρε- σκευτικός, 3. άρεσκος, 2. έπ-, προσ-αγωγός, 2 (of things), also επαγωγικός, 3. See Winning. fl To suggest by hint or implica- tion] ύπαινίττεσθαι. παρεμφαί- νειν (δια λόγων), ΰπάγειν τι (to i. athg for the purpose of lead- ing aby on), πάρα-, ΰπο-πείθειν τινά ποιεΐν τι. See to Hint. INSINUATION (act of in- sinuating), Orel, with verbs. An i., υποβολή, η (suggestion), also παρεμφαντικώς είρημένον, τι. To speak with malicious i.'s or side-meanings (poet.), παραβλή- δην άγοοεύειν (Horn.). INSIPID, f Tasteless, with- out flavour] άχυλος, άχυμος,άχύ- μωτος, 2. μωρός, μώρος (Att.), 3. άνήδυντος, 2. To be i., μω- ραίνειν. See Vapid. % Fig.] μωρός, ψυχρός, 3. έωλος, 2. φυχρολόγος and άπειρόκαλος, 2 (of persons). I. discourse, φυ- χρολογία, η. INSIPIDITY, μωρία,φυχρό- της, ητος, η. INSIST, επιμένειν τινί. άπ- ερείδεσθαι εις χι (PL), and επί, προς τι. Ίσχυρ'ιζίσθαι (and άπ- ισχ) περί τίνος and ίίτι or ώς — . άντέχειν and ισχυρώς κατα- τείνειν περί τίνος. To i. upon a demand, λιπαρώς έχειν c. inf. (PL) (342) INSOLENCE, ύβρις, εως, η. επήρεια, η. φρόνημα, τό. αύ- θάδεια, η, and αϋθαδία, ή. αν- αίδεια, η. θράσος, τό, or θρασύ- της, ητος, η. ύπερηφανία (τοΰ τρόπου), ή. A piece of i., ϋβρι- σμα, τό : i. of language, θρασυ- -στομία, -γλωττία, η : he had the i. to say, εις τοϋτο άφίκετο θράσους ώστε ειπείν : to treat aby with i., ύβρίζειν τινά or ε'ίς τίνα, προς τίνα. καθυβρίζειν τινός or τινά. ίπηρεαζειν τινά. αύθαδώς προσφέρεσθαί τινι. ϋβρει χοησθαι περί τίνα. INSOLENT, υβριστής, οΖ, 6. υβριστικός, 3. αυθάδης, 2. θρα- σύς, εϊα, ύ. υπερήφανος, 2. υπερήφανων, οϋσα, οϋν. I. be- haviour, ύπερηφανία, τοΰ τρό- που, η : to be i., ύπερηφανεύ- εσθαι, ύπερηφανείν : to become or turn i., έζυβρί'ζειν. υπερήφα- νον γίγνεσθαι : to be i. in speech, θρασυστομεϊν. INSOLUBLE, άδιά-, άκατά- -λυτος (of things), άλυτος (of a question), αδιάκριτος, ατηκτος (that will not melt), all 2. INSOLVENCY, άτισία, h (inability to pay . Cic.Ep.). απο- κοπή χρεών (Andoc). See Bank- ruptcy. INSOLVENT, f Unable to pay] ο μη οΤός τε ών or 'έχων άποτΐσαι or 6 μη έχων 'όθεν και άποδοϋναι,τά οφειλόμενα. Also έκτισιν ουκ έχων and ουκ έστι μοι ή έκτισις (Aristot.), τών οφειλομένων. ύπέρχρεως,2. See Bankrupt. INSPECT, εφοράν, έπι-σκο- πεΐν and -σκέπτεσθαι. εποπτεύ- ε ιν (as overseer). INSPECTION, επίσκεψις, κατασκοπή, εφορεία, εποπτεία, ή•. INSPECTOR, επίσκοπος, έφορος, σκοπός and κατάσκο- πος, επόπτης, επιστάτης, ου, επιμελητής, οϋ, 6. έφεστηκώς, ότος, 6 επί τινι (that superintends athg). γνωμών, υνος, Ό (of the sa- cred olive trees at Athens). The office or function of an i., επι- στασία, η : to be i., to fill the office of an i., εφοράν, έπισκο- πεΐν (τι), έπιστατεΐν (τίνος and τινι). εποπτεύειν (τι), επιμε- λεΐσθαί (τίνος). A chief i., προστάτης, ου, ο, or επιστάτης ο πρώτος : to be chief i. of athg, προστατείν τίνος : an i. of pub- lic roads, επιμελητής τών οδών, ο : — of the works, αρχιτέκτων, όνος, 6 : — of the market, άγο- ρανόμος, 6 : to be it, άγορανο- μεΐν. See Overseer. INSPIRATION, f Of breath] ε'ισ-, avu -πνυή (a drawing breath), έμπνευσις (a breathing into), ή. *I Divine inspiration] ή θεόθεν ίπίπνοια. θειασμός, 6. άρμη θίίοτέρα, η (PL). H As state (of one inspired)] ενθουσιασμός, 6. ενθουσίασις, θεο-ληψία, -φό- ρησις, -φορία, -μανία and θεία μανία, fj. Str. tt. κατοχή and κατοκωχή, η (possession). By divine i., θεόθεν. θεοφορήτως. £ee Inspired. ^ A happy thought] επίνοια, η. επινόημα, τό. INSPIRE, if Propr.] See In- hale. % Fig•] ε'ισ-, ίμ-, επι- ■πνεϊν, and κατά-, προσ-πνεϊν. κατίχειν (to possess), επαίρειν (to elevate). To i. aby with love or desire of athg, έρωτα or προ- θυμ'ιαν εμβάλλειν τινί τίνος : to i. aby with athg, έμπνεϊν τινά τινι (e. g. διά τό εμπνείν τι ημάς τους καλούς τυϊς έρωτι- κοϊς, Χ.), and τινί τι, e. g. μέ- νος (with courage), also άκονάν τίνος τον θυμόν (Demad.). An i.-ing speech, λόγος δεινός και παρορμητικός. To i. aby with love of virtue, ποιεΖν τίνα άοε- της έπιθυμεΐν : to be i.-d by athg, επαίρεσθαί τινι (for athg, προς τι). To i. (= to fill with a divine inspiration), ένθεον ποιεΐν τίνα (for athg, προς τι), e. g. none is so vile, but Love will i. him for virtue, ουδείς ούτω κα- κός, bvTiva ουκ άν αυτός 6 Έρως ένθεον ποιησειε προς άρι- τήν (PL). To be i.-d, επίπνουν γίγνεσθαι (with or by athg, παρά, εκ τίνος) : — by a god, επίπνουν είναι εκ θεοϋ. κατέχεσθαι εκ τίνος θεοϋ. μαίνεσθαι υπό θεοϋ. ένθουσιάζειν, ενθουσιάν (PL), or ένθεον είναι, έπιθειάζειν : — with the Bacchic inspiration, βακ- χεύειν, εκβακχεύειν, κορυ,ΐαν- τιάν (PL) : — by the nymphs, νυμφόληπτον είναι (PL) : — by a demon, δαιμυνάν and -ιάν (X.). INSPIRED, ένθεος, επίπνυυς, 2. ένθουσιάζων, υνσα, θεό-φορος, -ληπτος, θεοφόρητυς, θεόπνευ- στος (later), 2. An i.-d man (of genius), θείος άνήρ, 6 (PL, of a poet), σοφός τε και θεσπέσιος άνήρ (PL). See under Inspire. INSPIRIT. See Encourage. INSPISSATE, πηγνύναι or σωματοϋν (όπόν, juice. Tlieo- INSPISSATION, σωμάτω- σις, η (The«phr.). INSTABILITY, άστασία, ακαταστασία, η. αβεβαιότης, ητος, η. τό εύμετάβυλον. τό της γνώμης άγχίστροφον (of mind or ptirpose). INSTABLE, «σταθ /js, i's, αβέ- βαιος, άγχίστροφυς, εύμετάβο- λος or εύμετάβλιιτος, all 2. See Infirm, Inconstant. INSTALL, έγκαθίίειν τινά τινι (e. g. θρόνω). θρονίζειν, εν- θρονϊζειν (later), καθιστάναι, άποδεικνύναι. In any office, &c, εν-, καθ-ιστάναι τινά άρχοντα, εγκαθιστάναι τινά ηγεμόνα (Thuc). ενιστάναι τινά εις άρ' INSTALLATION, θρόνωσις, η (PL, of the initiated in the mys- teries), κατάστασις, η. άπόδει- ξις, η, but usu. Orel, with verbs under In st all, orpartcp. of κατ- INS άρχεσθαι. A speech at i., είσ- ιτήοιος Xoyos, 6. INSTALMENT, καταβολή, η (a paying doivn by i.). To pay down the i.'s, καταβάλλειν τάς καταβολάς (Dem.) : to agree upon a payment in one sum, or by two i.'s, καταβολών μίαν r) δύο τιθέ- ναι : to pay by i.'s, ταξάμενον άποδιδόναι τι. κατά χρόνους τάττεσθαι άποδοΰναί τι, also κατά τακτούς χρόνους, εν τα- κτοί? χοόνοις. INSTANCE, s. ΤΓ Importu- nity, urgency (Vid.). In thephrase ' at the instance of aby '] δεηθέν- τος, κελεύοντας, παρορμώντας τίνος. if JFiVA ref. to process of a suit = demand in justice'] εν- στασις, η. δίκη, η. Court or tribunal in the highest i., δικα- στήριον κύριόν τίνος, τό : in the first i., δικαστήριον τό προδικά- ζον : judge in the first i., ττρο- δικαστής, ου, 6. If Example] παράδειγμα, τό. I. fin wch an inference can be drawn, τεκμή- ριυν, τό : i.'s have not been want- ing of men who have done this, ηδη τίνες τοΰτο εποίησαν. For i., αύτίκα. γοΰν. οίον, οΊα : as for i., ώσπερ ουν. INSTANCE, Ό. παράδειγμα ποιείσθαί. παράδειγμα τίνος φερειν or λέγειν, παραδεικνύ- ναι. See Exemplify. INSTANT, adj. If Urgent] \lT>. λιπαρής, 2. σπουδαίος, 3. An i. request, ικεσία, ικετεία,ή. λιπαρία, η : at his i. request, δεηθέντος αύτοΰ πολλά. Ίκετεύ- σαντος αύτοΰ. *[f Impending, im- mediate] επιών, οΰσα, όν. ενεσ- τηκώς, ενεστώς, υΐα, ός. *[f In month-dates, e. g. ' the twelfth in- stanV] δωδέκατη του μηνός τού- του or του ενεστηκότος. INSTANT, s. See Moment. τό άκαρες or άκαρης χρόνος, 6. In an i., εν άκαρεϊ (χρόυω or χρόνου), αύτίκα δη μόλα : for an i., έπ' άκαρες or άκαρη χρό- νον (e.g. άκαρη διαλείπων, Aris- tot.). This (very) i. (adverbially), αυτόθι, άκμήν, κατ άκμήν χρό- νου, παραχρήμα: not one ί.,ούδ' άκαρες : at the same i., κατά τον αυτόν χρόνον. See Imme- diately. INSTANTANEOUS, ακαρι- αίος, 3. εν άκαρεΐ γιγνόμενος, η, ον. Also ο, η, τό αύτίκα or παραυτίκα or παραχρήμα. 6, η, τό εξαίφνης or διά βραχυτάτων or ταχίστων. INSTANTLY. 1 Urgently] Fm the Adj. Very i., εκτενέστα- τα, όσον τις δύναται μάλιστα. If Immediately] Vid., and In- stant, s. INSTATE. See Install. INSTEAD of, αντί (gen., de- noting simple substitution), υπέρ (gen., denoting substitutio?i, with accompanying notion of benefit, άττοθνήσκειν υπέρ τίνος), iv μέρει τινός, e. g. i. of you, εν (343) INS τω σω μέρει (in your place), αντί του (c. infin.), e.g. i. of be- ing of use to others, you only look after your own benefit, άντι τοΰ τους άλλους ώφελείν, σκο- πείς μόνον τό ίδιον συμφέρον. igijf• Also often expressed by the neut. partcpp. ace. absol. υ/δεΐ, in the sense, ' ivhen one ought — ,' e. g. i. of obeying he wants to com- mand, αρχειν βούλεται, δέον αυτόν άρχεσθαι (so δεησον, δε- ησαν, according to the tense re- quired) : or υπάρχον, εξόν, in the sense ' when one might — ,' e. g. i. of going away, he put up at an inn, εξόν άπελθεϊν, εις πανδο- κεΐον κατέλυσε. ξβ$* Several compounds are formed with άντι-, προ-, e. g. i. of a slave, άντίδου- λος, πρόδουλος, b, η. See Gr. Eng. Lex. ; also under Stead, in Place. INSTEP, τοΰ ποδός τό άνω- θεν (no distinct name in Aristot.), INSTIGATE, πείθειν (g. t., to evil, άναπείθειν). παρ-, εζ- -ορμαν (poet, ορμάν), also έπι-, έγ-κελεύειντινά. παρακελεύειν τιν'ι. διακελεύεσθαί τινι. προ- τρέπειν τινά. έπ-, έξ-οτρύνειν, έπ-, έζ-αίρειν, έπόρειν (trag., aor. έπώρσεν) τιι/ά. παροζύνειν (to animosity) τινά επί τίνα, also διανιστάναι and έπεγείρειν τιι/ά προς τίνα. συγκρούειν τινά τινι. έπανιστάναι (to sedition) τινά τινι. άπανιστάναι (to revolt or defection) τινά τίνος. Calculated to i., παρακελευστικός επί τι : l -ά,έγκέλευστος, 2. «SeeExciTE, Urge, Set on. INSTIGATION, παρόρμη- σις, πάρα-, έγ-, έπι-κέλευσις, παρακίνησις, προτροπή, πρό- φανσις, η. But usu. with partcpp. of verbs, e. g. at the i. of a god, εποτρύνοντος θεοΰ (Hdt.) : at the i. of another, ύπ' άλλου πει- σθείς, εΐσα. INSTIGATOR, ότρυντής, οΰ, 6, but usu. partcpp. of verb, e. g. 6, η, παρορμών, ώσα. προτρέ- πων, ούσα, &C. INSTIL. 1 Propr.] εν-, ίπι- στάζειν, and -σταλάζειν τιν'ι τι. if Fig.] ένστάζειν, e. g. a strong desire was i.-d into him, δεινός τις οι ένέστακτο 'ίμερος (Hdt.). Also εντιθέναι, έμποι- εϊν, έντίκτειν (e. g. έρωτα τοΰ καλοΰ, love of the beautiful). See Impart, Infuse. INSTINCT, h κατά φύσιν and φυσική επιθυμία or ορμή, η, or simply φύσις, η. By i., κατά φύσιν : to do athg by i., ύπό της φύσεως άναγκαζόμενον or αύτοδίδακτον, πράττειν τι. I. teaches one, it is one's i., φύ- σει υπάρχει τιν'ι τι. έμπέφυκέ τιν'ι τι. έχει τις τι δεδομένον παρά της φύσεως. INSTINCTIVE, ό, η, το φύ- σει or κατά φύσιν. φύσει υπάρ- χων, ούσα, ον, or γιγνόμενος or έγ- or παρα-γιγνόμενος, η, ον. INS εγγενής, ες. έμφυτος, 2. αυτο- φυής, 2. αυτοδίδακτος, 2. Το have an i. hatred agst athg, φύ- σει μισεϊν τι. εμφυτόν τι μί- σος εχειν κατά τιυος. See NA- TURE. INSTINCTIVELY, φύσει, την φύσιν. κατά φύσιν. See by Instinct. INSTITUTE, v. 1Γ To estab- lish] Ίστάναι. τιθέναι. ιδρύειν. καθιστάναι, έγκαθιστάναι (in a place), προτιθέναι (games, άθλους, αγώνα), and άθλο-, άγωνο-θετεΐν. Ίεροθετεϊν (reli- gious ceremonies). See Enact, Ordain, Establish. To i. (set on foot) an enquiry, εζέτασιν, σκέφιν, ποιείσθαί. χρησθαι λο- γισμω : to i. a suit, άνακρίνειν τινά. άνάκρισιν ποιείσθαί τί- νος (or περί τίνος). INSTITUTE, s. If Funda- mental rule] κανών, όνος, 6. If Learned society] ακαδημία, -η. INSTITUTION. Τί Abstr.: act of instituting] κατάστασις, η, but usu. Crcl. with verbs to Insti- tute. If Concr. : the thing in- stituted] pi. τά καθεστηκότα,τά κατεστώτα. τά έθιμα και νό- μιμα, επιτηδεύματα, τά (' stu- dia,' ' instituta,' Time). By what i.'s (civil and educational), άφ' υ'ίας έπιτηδεύσεως (Thuc.). The i.'s of Lycurgus, τά Λυκούργω διατεταγμένα. An i., νόμιμον, νομι'ζόμενον, νόμισμα, τό. An i. for teaching, παιδευτήριον, τό : — for orphans, όρφανο-τροφε'ιον or -κομεϊον, τό: — for the sick, νοσο-κο μείον, τό. INSTITUTOR. SeeFouND- INSTRUCT. If To teach (in athg)] διδάσκειν, έκδιδάσκειν, τινά τι. ύφ-, ε'ισ-ηγείσθα'ι τινι τι. παιδεύειν τινά τι or ε'ίς τι. To have aby i.-d in, διδάσκεσθαί τινά τι. I.-d, partcp., and παι- δευτός, διδακτός, 3 (that may be i.-d). INSTRUCTION, παιδεία, πα'ιδευσις, κατήχησις, διδασκα- λία, η. ύφήγησις, η. I. from a teacher, μαθητεία, η : to desire it, μαθητιάν : method of i., μέθο- δος της διδασκαλίας, ή, or sim- ply διδασκαλία, ν : i. in child- hood, παιδομαθία, η : that has had it, παιδομαθής, ές (προς and περί τι) : late-gotten i., όψιμα- θία, ή : that has got it, όψιμα- θής, ές, and verb όφιμαθεϊν : to give aby i. in athg, διδσσκαλίαν ποιείσθαί τιν'ι τίνος. See to Instruct. To receive i. of aby, προσφοιτάν τινι. χρησθαί and όμιλεϊν, συνεΐναί τινι διδασκά- λω. μαθητεύειν τιν'ι and μαθη- τεύεσθαι (pass.) υπό τίνος. See Teaching and Learning. Ac- quired, or that may be acquired, by i., διδακτός, παιδευτός, 3. if The result of instruction, i. e. know- ledge] παιδεία, η. μαθήματα, τά. if Instructions = orders] INS INS INT πρόσ-, επί-ταγμα, τό. εντοΧη, h. τά προσταχθέντα or εντε- ταλμένα. To give aby i.'s, προ-, εκ-διδάσκειν τινά, 'όπως δει πράττειν τι. προ-παιδεύειν or -κατασκευάζειν τινά ει* or πρό* τι : to act contrary to the (writ- ten) i.'s, παρά τά γράμματα ποιεϊν : to act without i.'s, Ίδιο- πραγεΐν. INSTRUCTIVE, διδακτικό*, 3. ώφελιμώτατο*, 3. τω μαν- θάνοντι. πολλά* και καλά* έχων, ούσα, ον τά* παραινέσει* τω βουλομένω μανθάνειν. Το be' i. for the understanding or mind, παιδεύζιν τον νουν. INSTRUCTOR, διδάσκαλο*, 6. An experienced i., ΰφηγη- τήρ, ηρο*. See Teacher. INSTRUCTRESS, διδάσκα- Xo*, η. INSTRUMENT, μηχανή h. μηχάνημα, τό. εργαλεϊον, τό, and όργανον, τό (for working). I.'s of husbandry, τά προ* την γεωργίαν σκεύη, η προ* την γεωργίαν κατασκευή. See IM- PLEMENT. I.'s of music, όργα- νον, τό : wind i., όργανον έμ- πνευστόν, τό : stringed i., όργα- νον φαλτικόν or χορδότονον. it /αλτύριον, τό : to play it, κρού- ειν, ψάλλειν {την λύραν, &C.) : that plays it, ψάλτη*, ου, and (poet.) ψαλτήρ, ηρο*, 6. ψάλ- τρια, ν (fern.). Maker of i.'s, όργανοποιό*, b, η. οργάνων δη- μιουργό*, 6 (of music) : a making of i.'s, όργανοποιία, ή : relating to it, όργανοποιητικό*, 3. U Fig. : means, minister] αφορμή, v. πόρο*, b. Of persons, διάκο- νο*, 6. υπηρέτη*, ου, 6. To serve aby as his i., παρέχειν χρη- σθαι έαυτω ει* τό διαπράττε- σθαί τι or χοησθαι υπουργώ, ύπουργεΐν, ΰπηρετεϊν τιι /t. INSTRUMENTAL, οργανι- κό*, 3 (acting by instruments, and = efficient, effective. Aristot.). μετα'ιτιο*, 2 (of joint causality). See Serviceable. To be L, ΰπηρετεϊν, ύπουργεϊν τινι ε"ι* or πρό* τι. ποιεϊν ώστε c. infin. συμβάλλεσθαι ει* τι c. infin. See under Instrument. INSTRUMENTALITY. Crcl., e. g. υπουργώ χρώμενό* τινι. ΰπουργοΰντό* τινο*. INSTRUMENTAL MUSIC, μουσική κρουματικη, ή. A note of i. music, κροΰμα, τό (^* also an air or piece of it, even for wind instruments). λέζι*κοουματικη,η. INSUBORDINATE, ανυπό- τακτο*, άνυπήκοο*, 2. άπειθη*, INSUBORDINATION, ά- πείθεια, απειθαρχία, η. τό άν- ηκοον. άνηκοΐα, άνηκουστία, η. άκοσμία, αταξία, η. INSUFFERABLE, αφόρη- το*, 2. οϋκ ανεκτό*, 3. ουκ άνά- σχετο* and δυσανάσχετο*, 2. See Insupportable, Intolera- ble. (344) INSUFFICIENCY, τό ελ- λιπές, οΰ*. τό ενδεέστερον. Ι. of knowledge, τό ελλεϊπον τη* επιστήμη*. INSUFFICIENT, ούχ ικανό*, 3. ενδεή*, ελλιπή*, έ*. To be i., ενδεώ* έχειν. INSULAR, νησιωτικό*, 3. An i. situation, τό νησιωτικόν (Thuc). Poet, νησαϊο*, 3. νησ'ι- τη*, ου χ ό. //ijaiTis, ιδο*, η, and νησιώτη*, ου, 6 (e. g. ν. βίο*, an i. life. Eur.). I. cities, νη- σιώτιδε* πό'λει* (Hdt.) : of i. form, νησοειδη*, έ* : to be i., νη- σίξειι; (Polyb.) : an i. people, νη- σιώται, ων, οι. Poet, άμφί-, περί-ρρυτο*, 2. άμφ'ι-αλο*, -κλνστο*, άμφιθάλασσο* (also Χ.), all 2. INSULATE, f Propr.] νη- σοποιεϊν (later), περιλιμνάζειν (Thuc., πόλιν, by surrounding it with water), ^f Fig.] See Iso- late. INSULT, s. νβρι*,η. υβρισμα, τό. αίκεία, η. αίκισμό*, ό, and (poet.) α'ίκισμα, τό. λύμη, η. λώβη, η (poet.). επήρεια, η. επηρεασμό*, ό. προπηλακισμό*, ό. προπηλάκισι*, ή. INSULT, V. y βρίζε ιν τινά. (υβριν) ΰβρίζειν ε'ί* or πρό* τίνα. καθυβρίζειν τιι /os or τινά. έν- υβρ'ιζειν τινι. εφυβρίζειν τινι or τινά. επηρεά'ζειν τινι. αίκ'ι- ζεσθαι, λωβάσθαι, προπηλακ'ι- Χ,ειν, τινά. πλύνειν τινά (wipe down) and πλυνόν ποιεϊν τίνα (Aristoph.). To i. a prostrate foe, έπεμπηδάν κειμένω (Ai'istoph.) : to jump at an opportunity of i.- ing, έπεμβαίνειν καιρώ (Dem.) : to be i.-d, (υβριν) ΰβρίζεσθαι υπό, παρά, πρό* τινο*. υβριν πάσχειν. περι-,καθ-υβρίζεσθαι. σκυρακίζεσθαι (Dem., to be bid go ε* κόρακα*). INSULTING, υβριστικό*, προπηλακιστικό*, έπηρεαστι- κό*, 3. An i. speech, όνειδιστι- κό* λόγο*, ό. See Affront, v. INSULTINGLY. Crcl., to treat i., see to Insult. INSUPERABLE, ανυπέρ- βλητο*, αμήχανο*, 2. See INVIN- CIBLE. INSUPPORTABLE. See In- tolerable. INSURANCE. See Assur- ance. INSURE, άσφαλίΧ,ειν τι. f To guarantee agst the loss of athg] έγγύησιν ποιεΐσθαι υπέρ τινο*. άσφάλειαν κατασκευάζειν τινι (agst detriment and danger). INSURGENT, στασιαστή*, στασιώτη*, 6. b επαναστά*, άντο*. INSURRECTION, στάσι*, επανάστασι*, η. To make i., νεωτέριζε ιν. έπανίστασθαι. άντ- αίρειν τιν'ι or πρό* τίνα (Dem.). See to Rise, to Rebel. To be in a state of i., στασιόζειν, εν στάσει είναι : to join an i., συ- στασιάζειν : to throw into a state of i., ε'ι* στάσιν εμβάΧλειν. αν-, άφ-ιστάναι. INSUSCEPTIBILITY, τό ανεπ'ιδεκτον. αναισθησία, also όλιγωο'ια, η. INSUSCEPTIBLE, ανεπίδε- κτο* and αδεκτο*, 2. αναίσθη- το*, 2, τινο*. άμαθη*, έ*, τινο*. To be i. of or for athg, μη προσ- ίεσθαί τι. INTACT, άθιγή*, έ*. άθικτο*, άψαυστο*, ακέραιο*, 2. αβλα- βή*, έ*. σώ*, σών. άμεμπτο*, 2 (of reputation). INTAGLIO. To cut in i., iv- τυποΰν : a piece of carving in i., εντύπωμα, τό. INTEGRAL, σύνολο*, 2. Forming an i. part, prps ολομε- ρή*, έ* (Aristot. ; ολοσχερέστα- τον μέρο*, Polyb., a most import- ant part). I. number (opp. to fractional), see Whole and Num- ber. INTEGRITY, bλoκληpίa, ολότη*, τελειότη*, ητο*, η (propr.). άκεραιότη*, ητο*, ά- βλάβεια, ν (soundness). To pre- serve athg in its i., ολόκληρον, άκέραιον διαφυλάττειν τι. ^[ Probity] χρηστότη*, ητο*, καλο- καγαθία, η. όδιαφθαρσία, άδω- ρυδοκία (incorruptible *.). I. of character, τό άμεμπτον, άνεπί- ληπτον : a man of i., χρηστό*, 3, and other adjj. corresponding to the substt. INTEGUMENT, κάλυμμα, περικάλυμμα, σκέπασμα, τό. ελυτρον, τό (athg that envelops). See Coat, Covering. INTELLECT, νού*, νου, b. γνώμη, η. φρένε*, αι. διάνοια, η. A man of high i., άνηρ δει- νό* την φυχήν or την φύσιν: the power of i., φύσεω* Ισχύ*, η. See Intelligence. INTELLECTIVE. E.g. i. faculties, see Intellect. INTELLECTUAL, νοητό*, 3 (intelligible), νοερό* and ψυχι- κό*, 3 (mental), λογικό*, 3 (ra- tional), νοητικό* and διανοητι- κό*, 3 (esply of persons), νουν έχων, ούσα (possessing intellect). b, ή, τό τη* ψυχή*, κατά την ψνχήν, εν τή ψυχή. τ>7 ψυχή" εν- and προσ-ών, ονσα, όν : e. g. an i. work, ψυχή* 'έργον, τό, or εκγονον, τό (PL, i. production) : i. advantages, αγαθά τά τί} ψυχή προσόντα. A highly i. man, άνηρ δεινότατο* την ψυχήν. 1. cultivation or training, η τη* ψυ- χή* παίδευσι* : i. food or nutri- ment, η τη* ψυχή* τροφή : i. activity, ψυχή* ενέργεια, η : ΐ. endowments, άρεταί Ψυχή*, αι. INTELLIGENCE", σύνεσι*, η. εΰζυνεσία, η. Without i., άνου*, ουν. άφρων, 2. See IN- TELLECT and Understanding. ^f A spiritual being] πνεύμα, τό. δαίμων, b. See Spirit, ^f In- formation'] λόγο*, b. άγγελμα, τό. To carry the i. of athg to aby, άγγελ'ιαν φέρειν τινι. άπ- INT ayyiWsiv or επαγγέλλειν τί τινι or προς τίνα : to any place, ε' /s τίνα τόπου : I have received the i., αγγελία φέρεται μοι : there came positive i., σαφή ήγ- γέλλετο. INTELLIGENT, ζυνετός, 3. εΰζύνετος, 2. φρόνιμος, 2. όζΰς, εϊα, υ. εμφρων, ον. επιστήμων, 2. έμπειρος, 2 (possessing expe- rience and knowledge). Seeming i., έμφρονώδης, ες (Hippocr.). INTELLIGIBILITY, σαφή- νεια, rj. ευκρίνεια, ή (distinct- ness), but usu. Crcl. with adj. INTELLIGIBLE, νοητός, 3. γνωστός, 3. εύμαθής, ες. γνώ- ριμος, 3 and 2. δήλος, 3. σαφής, εμ-,κατα-φανής, ες (plain, clear). ευκρινής, ες (distinct). To render athg i., σαφηνίζειν τι : to speak in an i. manner, σαφώς λέγειν. INTEMPERANCE, ακρά- τεια and άκρασία, άμετρία, ακολασία, ασωτία, ασέλγεια, ή- I. of language, γλώσσης ακρά- τεια, ή : — of passion, οργής άπαιδευσία, ή (Thuc). INTEMPERATE, ακρατής τίνος, ακόλαστος, άμετρος, περί τι. To be ί., άκολασταίυειν, άκολάστως έχειν. άκρατεύεσθαι. άσελγαίνειν. INTEND, γνώμην εχειν or ποιεΐσθαι, γνώμη εστί μοι, δια- νοεΐσθαι, εν νω εχειν (to do athg, ποιεΐν τι), βούλεσθαι (of voli- tion), εθέλειν (volition with expec- tation of realizing), μέλλειν (be about), εννοεΐν, επινοεΐν, έπιβου- Χεύειν (c. infin. or ivith όπως, to i. evil), είναι εν διάνοια, εχειν διάνοιαν (c. infin., or τοΰ c. infin., or επί τινι). See to Mean, to Purpose. INTEND ANT. See Over- seer. INTENSE, εν-, σύντονος, 2. σφοδρός, ισχυρός, δεινός, 3. Ι. application to athg, συντονία προς τι : to do athg with i. ap- plication and eagerness, συντετα- μένον και σπουδάζοντα ποιεΐν τι. See Excessive. INTENSENESS, INTENSI- TY, συντονία, ισχύς, ύος, ή. The i. of the cold, υπερβάλ- λον τό φϋχος : the i. of winter, δεινός or μέγας or χαλεπός 6 χειμών : i. of heat, θέρμη ισχυ- INTENSI VE (opp. to Exten- sive), Crcl., e. g. εις τα ε'ίσω μείζων γιγνόμενος. INTENT, εν-, συντεταμένος, 3. άτενής, εκτενής, ές. σπουδαί- ος, 3. προσεκτικός, 3. To be i., εν-, έπιτείνεσθαι εις or προς τι. σπουδάζειν περί τι. επιμελώς πράττειν τι. προσεδρεύειν τινί. To be very i. upon athg, γλίχε- σθαί τίνος, γλίσχρως έπιθυ- μεΐν τίνος (in obtaining or reali- zing any object) : to be in i. expec- tation, ορθόν γενέσθαι or είναι, μετέωρον or επηρμένον είναι τή διάνοια. (345) I NT INTENT, s. 1 Design, pur- pose] Vid. With i. to, to the i. that, 'ίνα. 'όπως. βουλόμενος (c. infin.) : with what i. ? τί βουλό- μενος; επί τίνι or τω ; to all i.'s and purposes, παντελώς, ε'ις πάντα, δια παντός, κατά πάν- τα, ούδεν άλλο πλην. Now this movement was to all i.'s and purposes an absconding, ήν δε αύτη V στρατηγία ούδεν άλλο δυναμένη ή άποδράναι (Χ.). INTENTION, διάνοια, επί- νοια, προαίρεσις, γνώμη, βουλή, βούλησις, ή. Also τό βουλόμε- νον, τό επιθυμούν, ψυχής επί- ταξις, ή (PL, 'animi sententia'). To give up the i., άπογ ιγνώσκειν τι : don't suppose I discourse with any other i. than — , μή οίου με διαλεγεσθαί σοι άλλο τι βουλόμενον ή (c. infin. ; PL), and simply διανοεΐσθαι, επινοεΐν (c. infin.). See Design. INTENTIONAL, εκούσιος, 3. σπουδαίος, εσπουδασμένος, 3. έπιτηδευτός, 3 (studied). But chiefly Crcl. with adverbial ex- pressions under next A rt. INTENTIONALLY, εκών, ούσα (of the agent, e. g. εκόντα ποιεΐν τι) and εκούσιος, 3 (of act, or also poet, of agent), and εκου- σίως, εκούσια (sc. γνώμ-η, Dem.). καθ' εκουσίαν (Thuc.). έζ εκού- σιας (trag.). σπουδή, επίτηδες, εξεπίτηδες. έκ προαιρέσεως, προθέσεως, προνοίας, κατάπρο- αίρεσιν. γι/ώ /xjj. υπό γνώμης. Not i. at least, ούχ εκών είναι. See Designedly, Purposely. INTENTLY, επιμελώς, σπουδή. To look or fix one's eyes i., άτενίζειν προς, εις τι (later τινί). άπερείδειντήν όφιν προς τι. πήζαι τά όμματα κατάτινος. άσκαρδαμυκτειβλέ- πειν προς τι. INTENTNESS, συντονία, ή. σύντασις, ή (exertion). Usually Crcl. with Intent, adj., Intent- ly. INTER, θάπτειν, κρύπτειν γή. κατορύττειν. See BURY. INTERCALARY, ^μβολι- ιιαΐος, 3. εμβόλιμος, 2. επακτος, 2 (of days and months). An i. year, ενιαυτός περιττός, 6 (lengthened by an i. day), εμβο- λιμαΐος or εμβόλιμος ενιαυτός, 6 (inserted into the series of other years). INTERCALATE, έμβάλλειν, παρεαβάλλειν. επάγε ιν τί τινι. INTERCALATION, εμβο- λισμός, 6. παρεμβολή, ή. INTERCEDE, ύπερεν-τυγ- χάνειν τινός or εντυγχάνειν τινι υπέρ τίνος, ενίστασθαι (as the Roman tribunes), ικετενειν τινά υπέρ τίνος, άπολογεΐσθαι υπέρ τίνος, έζ-, παρ-αιτεΐσθαί τίνα. To i. for aby's life, παρ- αιτεϊσθαι θάνατον τίνος. See to Mediate. lNTERCEPT, INTERDICT (aby athg), v. άπαγορεΰειν τινι μή ποιείς τι. See Forbid. Athg is i.-d to me, απείρηταί μοί τι. I.-d, απόρ- ρητος, 2. INTERDICT, s. άπόρρησ 1 ς, ih άπόρμημα, τό (PL), άπαγό- ρευσις,η. άπαγόρευμα,τό. άπο- κηρυγμα,τό (the latter proclaimed by a herald). To issue an i., απο- κηρύττε ι ν μη ποιεΐν τι. Sen- tence of i. (suspending a priest fm his functions), η τοϋ λειτουρ- γεΐυ άπαγόρευσις : to pronounce it, άπαγορεΰειν τινι μη ποιεΐν τά ιερά : to lay the nation under an i. (eccl. t.), των οσίων και ιεοών άπείογειν. INTEREST, v. «U Concern] Vid. *\[ To attract, to move one's sympathy] επάγειν τινά. επ- αγωγόν είναι τινι. κηλεϊν τίνα. κατεχειν τινά. To i. oneself for aby, έπιμελεΐσθαί, έπιμελειαν ποιεΐσθα'ι τίνος. See to INTER- CEDE.^ To i. oneself about athg, προσέχειν του νουν τινι. πράτ- τε ι ν τι : to be i.-d in athg, μέτ- εστι μοί τίνος, μετέχειν τινός, επιμελές εστί μοι (e. INTERTROPICAL, 6, ή, τό άνάμεσου or εσωθεν τών τροπι- κών κύκλων. INTERTWINE, δια-, έμ-πλέ- κειν τινί τι. συμπλέκεσθαι (as wrestlers). INTERVAL, f With ref. to space~\ διάστημα, τό. διάστα- σις, ή. To stand at certain i.'s, διαστηναι. See Distance and Interstice. % With ref. to time] ο μεταξύ χρόνος. 6 διά μέσου χρόνος. In the i., εν τω μεταξύ, ευ τούτω τω χρόνω. έν τω μέ- χρι τινός χρόνω : at or after an i., διά χρόνου : at i.'s of five years, διά πέντε ετών: after a long, an equal i., διά πολλού, δι' 'ίσου. Also with ref. to space, e. g. at i.'s of ten feet, διά δέκα ποδών. $£jf° Also after an i. may be expressed by the partcp., έπι- σχών, διαλιπάιν (βραχύ, πολύ, πολύν χρόνον, <$£c.). See next INTERVENE, έπιγίγνεσθαι. διέχειν, e.g. three days i.-d, δι- έσχονήμέραι τρεΊς (Soph), δια- γίγνεσθαι, e.g. some time hav- ing i.-d, χρόνων διαγενομένων (Isce.). : eight years having i.-d after the judgement, ετών οκτώ ttj κρίσει διαγεγονότων (Dem.). Also έγγίγνεαθαι, e.g. χρόνου έγγενομένου, and διαλείπειν, as διαλιπούσης ημέρας. INTERVENTION. 1 A coming between] έπείσοδος, ή. έπ- έλευσις, η. παρέμπτωσις, ή. παρεντυχία, ή. More usu. Crcl. by phrases under the verb. % Me- diation (of persons)] Vid., and also Inter-cession, -ference, -position. Usu. Crcl., e. g. with προσάπτεσθαι (του πράγμα- τος). To effect athg by one's i., συμπράσσειν (τι γενέσθαι). INTERVIEW, εντευξις, ή, προς τίνα. To have an i., σνν- ιέναι (συνελθεΐν) : to have an i. with aby, συγγίγνεσθαί τινι. συνίστασθαί τινι. έντυγχάνειν τινί περί τίνος, διαλέγεσθαι προς τίνα. συν- έρχεσθαι or -ιέναι εις ταύτό τινι. See MEET- ING, Conference. To have a private i. with aby, μόνον μόνω συνιέναιτινί. Ίδιολογεϊσθαί τινι (PL). INTERWEAVE, εν-, προσ- -νφαίνειν. έμ-,παρεμ-,εγκατα- πλέκειν. To i. in the context of a speech, παρεμβάλλειν or έμ- πάσσειν εις τον λόγον. INTESTABLE (law t.), άκυ- ρος, 6, ή, διατίθεσθαι. INTESTA C Υ. Crcl. with adj. Intestate. INTESTATE, αδιάθετος, 2 (Plut. Cat. M. 9, Schafer ; but others, u not having disposed'). To die i., μη διαθέμενον, διαθήκας μη διαταξάμενον, γράμματα μη καταλιπόντα, άποθανεϊν, τε- λιυταν. INT INT INT > INTESTINAL, εντερικός, 3. εντοσθίδιος, 2. INTESTINE, s. εντερον, τό. I.'s, έντερα, έντοσθίδια, έγκοί- λια [Horn, έγκατα), τά. σπλάγ- χνα, τά (the nobler i.'s). The great i., κώλον (&§p or more pro- perly κόλον), το. INTESTINE, adj. See In- ternal. I. wars, οικείοι πόλε- μοι : i. commotions, ο'ικεΐαι στά- σεις. Poet, ενδημος βοή (vEs- θΑΐ/1.).επιδι'ιμιοόΧογος, δ. τά προλεγόμενα. To write an i. to a work, προοιμιάΧ,εσθαι. παρα- σκευάζεσθαι προοίμιον: without an i., άττοοοιμίαστοδ, 2 : to men- (349) tion athg in, or by way of, i., προ- οιμιάζεσθαί, τι. INTRODUCTORY, εισαγω- γικός, εισηγητικός, συστατικός, ο. An i. chapter, see Introduc- tion. INTRUDE (v. reflex, and in- trans.), είσποιεΐν εαυτόν τινι (upon aby. Dem.). είσβιαζεσθαι ως τίνα and προσεΧθεΐν ακΧη- τον προς τίνα, or, in context, simply, είσεΧθεΐν προς τίνα. Το i. (oneself) into every thing, παρ- ενείρειν εαυτόν εις πάντα. Sir. tt. βία. εισορμάν or — είσάγειν εαυτόν or είαωθεϊσθ αι. rggp• For the trans, sense see Obtrude. INTRUDER. Crcl. with par- tcp. of verb to Intrude, e. g. b άκΧητος προσεΧθών. INTRUSION. Crcl. with the verb to Intrude. INTRUSIVE. Crcl.withVerb. Also φορτικός, 3. άκαιρος, 2. INTUITION (philos. t), θεω- ρία, σκέφις, also α'ίσθησις, ή. νόησις,-η (mental perception) . The power or faculty of i., h θεωρη- τική δύναμις. το θεωρητικόν : to know athg by i., νοήσει άΧΧ' ουκ δμμασι θεωρεϊν τι (PL). INTUITIVE. E.g. I know- ledge, and Intuitively, see pre- ceding Art. INTUMESCENCE, άνοίδη- σις, δγκωσις, ή. See SWELLING, Tumour. INUTILITY. See Useless- NESS. INURE, εθϊζειν. Ίσχυρόν, καρ- τερόν ποιειν, τιθεναι, καθιστά- ναι, άποδεικνύναι τινά. ποιειν τίνα δύνασθαι καρτερείν ότι- οϋν (e. g. θάΧπος, ψύχος). INVADE, επιτμέχειν (to over- run). To i. a country, ε'ισβάΧ- Χειν or εμβάΧλειν (εις χώραν τινά), επιεναι, επερχεσθαι c ace. or dot., or επί c. ace. επι- στρατεύειν, ace, dat.,or prepos. είσβάΧΧειν στρατιάν εις, επι- φοιτάν (Th.). I.-ing, επίμοΧος, 2 (poet.). INVADER. Crcl. with verbs under Invade. INVALID, adj. άκυρος, αθε- tos, αδόκιμος, 2. INVALIDE, άρρωστος, δ, η. ασθενή?, δ, fj. To be an i., άρ- ρωστεΐν. άσθενεΊν. INVENTORY, άπογραφή,ν. άπόγραφον, 2. άπόφανσις or άπόφασις, η. To make an i. of athg(e.<7. property), άπογράφειν or άποφαίνειν την ονσίαν. INVENTRESS, εύρετι?, ιδος, η. η ενροΰσα, εξευροΰσα. INVERSE, ενάντιος, 3. In the i. order or series, άνάπαΧιν : to be in an i. proportion, άντι- πεπονθεναι τιν'ι (mathem. t.). INVERSELY, τού^αι/τίοι», τάναντία. εμπαλιν, τυυμπαλιν. INVERSION, άνα-, επι-, κατα-στροφή, V- μετά-θεσις, -στασις, -κίνησις, η. INVERT, στρίφειν, άνα-, επι-, κατά-, μετα-στμεφειν. In- verted, ύπερβατός : thoughts ex* pressed in i.-d phrases, ΰπερβα- τοί νοήσεις (Dion Η.) : in i.-d order, ΰπερβατώς. INVEST, «ff Propr.] See to Clothe. "f[ Fig.: e.g. with an office, S{C.] κοσμεϊν τιμαΐς. To be i.-d with an office, τιμτ/ι/ εχειν, τά^ιι/ εχειν. εν άρχτί είναι, αρ- χήν άρχε ιν : to i. with the chief command, e. g. στρατηγόν άπ- έδειζεν αυτόν δ βασιλεύς. ^| To confer upon] χαρίζεαθαί τινι INV INW IRO τι. άπονέμειν τινί τι. ίδιον δι- δόναιτιυίτι. % To adorn, grace] Vid. TJ To place money at inte- rest] τοκίζειν (to lend out at in- terest), διατίθεσθαι χρήματα προς or εις τι : to i. one's mo- ney profitably, ενερ -ya ποιεΐν τά χοήματα. If To besiege] VlD. 'INVESTIGATE, f Ρηψτ.: to trace, track] Ίχνεύειν, ίχνο- σκοπεϊν καί στιβεύειν (Plut.). έρευναν, έζ-, δι-, διεζ-ερευνάν. εζετάζειν. δοκίμαζαν (to test or see whether athg is genuine). U As judge] άνακρίνειν. άνάκρι- σιν ποιεϊσθαι. διαγιγνώσκειν. % Philosophically] σκέπτεσθαι, σκοπείν, τι, -κερί τίνος. Το ϊ. the exact nature of athg, κατα- μανθάνειν τι, όπως πέφυκεν εχειν : to i. minutely, ακριβώς εζετάζειν, διακριβοΰσθαί τι. INVESTIGATION, εζέτα- σις, έρευνα, δοκιμασία, η. η[ Ju- dicial] άνάκρισις, διάγνωσις, η. U Scientific] σκέψις, διάσκεψις, 17. Also ζήτησις, διαζήτησις, η. Also λόγος, δ. A minute i., ακριβολογία, η : object of i., £»;- τημα, τό : of philosophic i., φι- λοσόφησα, τό. INVESTIGATOR, ερευνη- τές, οΰ, δ. εξεταστής, οΰ. δ. INVESTITURE, τό ε'ις αρ- χήν καθιστάναι (act), τό εν αρ- χή είναι (pass.). And Crcl. with verbs under Invest. INVESTMENT. ^ Act of besieging a place] πολιορκία, η. II Of money] Crcl. with verbs under Invest. > INVETERATE (to become), εγ-, έγκατα- γηράσκειν τινί. εγ- and έπι-χρονίζεσθαι (pass.), and also act. έγ-, έπι-χρουίζειν. ενσκιρροΰσθαι. ^j As adj.] Par- tcpp. of these verbs, e.g. a disease that has become i., έγχοονισθεν νόσησα (PL). INVIDIOUS, εττίφθονος, 2. To be i., φθόνον εχειν : it is i. to — , φθόνο? εστί c. infin. INVIDIOUSLY, έπιφθόνως. t INVIDIOUSNESS, φθόνο*, ο. τό έπίφθυνον. INVIGORATE, έπιρρωννύ- ναι έπισχύειν. ίσχυοόν ποιεΐν. παρέχειν ρώμην or Ίσχύν or δύνααιν. κρατύνειν. See under Strengthen. INVINCIBLE, αήττητος, ανίκητος, άμαχος, άκατα-μάχη- τος, -πάλαιστος, -γώνιστος, αν- υπέρβλητος, ανυπόστατος, 2. See Insuperable. INVIOLABILITY, τό άθι- κτον. ασυλία, η. m INVIOLABLE, άθιγής, ές. άθικτος, άσυ\ος, ασύλητος, άβέ- βηλος,2. ευσεβής, ές, and 'όσιος, 3. απαράβατος, 2. 'έιχπεδος, 2. βεβαιότατος. 3. See SACRED. INVIOLABLY. Fm the Adj. To keep athg i., ε 5 μ άλα φυλάτ- τειν τι. ευσέβεια χοησθαι περί τι: to keep the oath i., εύορ- κεϊν. (350) > INVIOLATE or -LATED, ακέραιο?, ακήρατος, άδηλητος, 2. άβλαβι'ις, ές. σώος, α, ον. An i. state or condition, άκεραι- ότης, ΐ)τος, η. τό άκέραιον. INVISIBILITY, αφάνεια, η. τό άόρατον. \ INVISIBLE, αθέατος, 2. α- όρατος, 2. αφανή* and άδερκης (poet.), ές. To render i., άφαν- ίζειι/ : to become i., άφανη γί- γνεσθαι, άφανίζεσθαι (pass.). ούκέτι δράσθαι (pass.). ! ΙΝνίΤΑΤΙΟΝ,κλ^σίδ,τταρά- κλησις, η, and Crcl. by verbs, e.g. to receive an i. to dinner, καλεϊ- σθαι ε'ις or προς δεϊπνον : at your i. I have come to join your banquet, κληθείς υπό σου παρα- γίγνομαι έπι τό δεϊπνον '. with- out i., άκλητος, αύτεπάγγελ- I τος, 2 : to accept, or avail oneself of, an i., κληθέντα ΰπακούειν or πείθεσθαι or δμολογεϊν παρα- γίγνεσθαι. INVITE. 1 To ask to ap- \ pear] καλείν, πάρα-, προσ-κα- λεϊν. See Invitation. I. -d, κλητός, 3 : without being i.-d, άκλητος, 2. άκλητί (adv.). ^[ j To attract, allure] Vid. INVITING, προσαγωγός, επ- ί αγωγός, 2, and επαγωγικός, 3. The opportunity is i., δ καιρός ύψηγεϊταί τι. \ INVOCATION, κλησις, άνά- κλησις, ευχή, προσευχή, ή. INVOICE, αναγραφή, h (α list). INVOKE, ίπι-, άνα-καλεϊ- σθαί τίνα (e. g. the gods, θεούς, or εϋχεσθαι and έπεύχεσθαι θε- οΐς). To i. as a witness, μαρτύ- ρεσθαί. διαμαρτύρεσθαί τίνα. INVOLUNTARILY. From the Adj. ακουσίως, and with tlie adj., e. g. I did it i., ακούσιος and άκων επραζά τι. INVOLUNTARY, ακούσιος, 3. άνεθέλητος, άβούλητος, also άπροαίρετος, 2. INVOLUTION, εμ-, περι- πλοκή, h. INVOLVE, εν-, περι-ελίτ- τειν, and -ειλεΐν. έγκαλύπτειν. To i. aby in athg, περιβάλλειν τινά τινι (e. g. in wars, quarrels, dangers, &c, πολέμοις, στάσεσι, κινδύνοις, κτλ.). To be i.-d in athg, έμπεπλεγμένυν είναι εν τινι : to become i.-d in athg, περιπίπτειν τινί : to be i.-d in debt, ύπέρχρεων είναι: to be i.-d in feuds, στάσειδ άναιρεϊσθαι. See Entangle, Engage, Im- plicate. TJ To contain, to im- ply] Vid. INVULNERABLE,aTpwTos, άτραυμ,άτιστος, 2. To be i., άτρώτως έχειν : an i. state or condition, άτρωσία, t). τό άτρω- τον. INWARD, 'ένδον, εντός. As adj. δ, ή, τό ένδον, εντός, εσιοθεν, ενδοτέρω. Also pari cp. ινών, έγ- γιγνόμενος. See Inner, Inte- rior. INWARDLY, ίσωθεν. β Τη the moral sense] τω θυμω, τή ψυχή, e. g. to be i. persuaded, πείθεσθαι τή ψυχή : to rejoice i., άγάλλεσθαι or τω θυμω or την διάνοιαν. ^ INWARDS, (εις τό) είσω or ίσιο. Bent i., σιμός, 3 (opp. to κυρτός) : to bend i., σιμοΰν. IRASCIBLE, όργίλος, 3. irpos όργην ραδιος, 3, or προ- πετης, ές. όξύ-χολος, -θυμός. I. disposition, όργιλότης, ητος, η : to be of — , όργίλως εχΐιν. όζυθυμεΐν. IRE. See Anger, Wrath. IREFUL. See Angry and W^R. ΑΤΗ piji, IREFULLY. See Angrily, Wrathfullv. IRIS. 1 The rainboiv] Vid. % The plant] Τρις, ιδος, η, also ζιφίον, τό. ζυρίς, ίδος, and prps άγαλλίς, Ίδος, -η- H Of the eye] τό μέλαν (Aristot.). IRK. See to Annoy. IRKSOME, επαχθή*, ες. άχθεινός, 3. δυσχερής, 2 (vexa- tious). See Troublesome. t IRKSOMENESS, δυσχέρεια, V• έπάχθεια, h. IRON, t As metal] σίδη- ρος, δ. Wrought or made of i., σίδηρους, α, οΰν : to work or prepare i., σιδηρεύειν (also to mine for i.) : one that works in i., σιδηρεύς, σιδηρουργός, δ. See Smith. A weapon or tool of i., σιδήρων, τό, and σιδήρωμα, τό : to plate or case with i., σιδηρούν. Strike whilst the i. is hot, εΰθϋς τό πράγμα κροτείσθω (prov.). Of the nature of i., and contain- ing!., σιδηρίτης, ου. σιδηρϊτις, ιδυς (fern.) : to be like i., σιδη- piX>nv : i. filings, σιδήρου ρινή- ματα or άποζύσματα, τά : as hard as i., σίδηρους, α, οΰν. αδα- μάντινος, 3 : to take red-hot i. in one's hands, μύδρους αϊρειν χεροϊν (Soph.) : of i. heart, σι- δηυόφρων, δ, η : of i. nature, σιδηροφυης, ές : to bear i. arms, σιδηροφυρεϊν. % An instrument made of i.] g. t. σίδηρος, δ, and σιδήριον, τό (an i. tool). A crisp- ing i., καλαμίς, Ιδος, η. ^[ Irons = fetters, bonds] VlD. σιδηρο- πέδη, η. To put in i.'s, σιδήρω δεΊν. IRON-MINE, σιδηρωρυχε'ιον, τό. IRON-MOULD, ιός σιδήρου, IRONMONGER, σιδηροπώ- λης, ου, δ. IRON-ORE, σιδηρΐτις γη. ή. IRON-STONE, σιδηρίτης λί- θος, δ. πέτρα σιδηοΊτις, η. IRON-TRADE, εμπορία σι- δήρου, ή. To carry on, or to be in. the i., άπεμπυλάν σίδηοον. IRON-WARE, σιδήρια, τά. σιδήοωμα, το. IRON-WORK, σιδηρουργεϊ- ον, τό. IRONICAL, ειρωνικός, 3. IRO ISO ITI IRONICALLY. Fm the Adj. To act i„ see Irony. IRONY, ειρωνεία, j». To em- ploy i., είρωνεύεσθαι : to act with i., παίζειν Ύΐυί. σκώπτοντα χρήσθαί τινι. IRRADIATE. % (Intrs.)] ακτινοβολεί». See to Beam, to Shine. Tf (Trans.)] επαυγά- ζειν. See Brighten, Illumi- nate. IRRADIATION, ακτινοβο- λία, φέγγος, τό. λάμφις ή. IRRATIONAL, άλογος, αλό- γιστος, άζύνετος, 2. άσυλλό- γιστος, 2 (illogical), άνους, 2. οΰκ έχων νουν. άφρων, 2 (of per- sons). 1. quantities (math, t.), άλογα and άρρητα, τά (opp. to IRRATIONALLY. Fm the Adj., e g. άλογιστως. IRRECLAIMABLE. See Ir- revocable and Irreparable. IRRECONCILE ABLE, Ml-, άκατ-άλλακτος, άσπονδος, a- σπειστος, δυσδιάλυτος, 2. See Implacable. IRRECOVERABLE. See Ir- reparable. IRREFRAGABLE, kv-, kv- εζ-έλεγκτος. See INCONTROVER- TIBLE, Indisputable. IRREGULAR, άτακτος, d- σύντακτος, άκοσμος, αδιάθετος, άνομος, άνομοθέτητος, άρρυθμος, ανώμαλος (anomalous, esply in aramm.), ακατάστατος, άτάξιος (of tlie pulse), all 2. To be i., ατακτεΐν. *[J In a moral sense] See Inordinate, Intemperate, Loose, Disorderly. t IRREGULARITY, αταξία, ασυνταξία, άκοσμία, ανωμα- λία and -ότης, η. τό άτακτον. τό άκατάστατον. See under Ir- REGULar. if In a moral sense] ακοσμία, παρανομία, ασωτία, ασέλγεια, άνεσις, η,αηάτό άνει- μένον. To cause i. or disorder, ταράττειν, διαταράττειν. θορυ- βεϊν. IRREGULARLY. From the Adj. To live i., άνειμένη τί} διαίτη χρησθαι. άνειμίνως δι- αιτάσθαι (pass.), ραθύμως "ζην. IRRELEVANT, 'άνεπιτήδει- os, 2. ου -προσήκων, ούσα, ον, τινι, ποος τι. άπροσδιόνυσος, 2 (Cic. and Plut). IRRELIGION, ασέβεια f, περί τά θεϊα or τους θεούς, -η των θέων αμέλεια. IRRELIGIOUS, άσεβες περί τά ΰεϊ«. καταφρονων τών θείων πραγμάτων or των θεών. ανό- σιος, 2 (of actions). IRREMEDIABLE. See In- curable. Also αβοήθητος, 2 (to ivch nobody can bring help suc- cessfully). Sis αμήχανος, 2 (im- propr.). IRREPARABLE, άνεπισκε ύ- οστοϊ, ανήκεστος, ανίατος, άν- επαν-, άδι-όρθωτος, 2. The loss of athg is almost i., αύθις τυχεΐν τίνος οΰ ράδιόν εστίν. (351) IRREPREHENSIBLE, IR- REPROACHABLE. See under Blameless, Faultless. IRRESISTIBLE, ανυπόστα- τος, 2. ακάθεκτος, ακατάσχε- τος^, άμαχος, 2. An i. impulse, άφυκτος ανάγκη : i. beauty, άμήχανον κάλλος. IRRESOLUTE, άβουλος and άμφίβουλος, διχόθυμος, 2. To be i., όκνεϊν. άπορεΐν. άμφι- γνοεΊν. άμφιδοξείν. t IRRESOLUTION, αβουλία, ή. απορία, ή. IRRESPECTIVE, άπερί- οπτος, 2. See INDEPENDENT. χωρίς. Also καν ε'ι μή τις άπο- βλέψειεν εις τοΰτο. IRRESPONSIBLE, άν-, άν- υπεΰθυνος, 2. IRRETRIEVABLE. See Ir- reparable. IRREVERENCE, ολιγωρία, άλογία,ή. καταφρόνησις, η (str. t.). To treat aby with i., κατα- φρονεΤν τίνος, άμελεΐν τίνος or μη αιδείσθαί (pass.) τίνα. IRREVERENT, άναιδήμων, 2. καταφρονητικός, 3. IRREVOCABLE, άμετά- -γνωστος, -θετός, -στατος, 2. IRRIGATE, άρδειν, άρδεύειν, βρέχειν. I.-d, 'ένυδρος, επίρρυ- τος, 2. IRRIGATION, άρδευσις, ή. ύδρεία, υδρευσις, ή. IRRIGUOUS,£ii-,-7ro\ ύ-υδρος, 2. ευ έχων (ούσα, ον) ύδατος. IRRITABILITY, τό όξύ-ό- ροπον or -κίνητον, ερεθιστικόν, ευερέθιστου. IRRITABLE, εύ-ερέθιστος, -παρόξυντος,-παράφορος, -παρ- όρμητος, 2. ερεθιστικός, 3. πα- θητικός, 3. όξύ-ρροπος and -κι- νητός, 2. IRRITATE, ερεθίίειν τινά. παρυξύνειν, παροργί'ζειν, πι- κραίνειν (to exasperate). To be i.-d agst aby, όργΊΧ,εσθαί (pass.) τινι. χαλεπα'ινειν τινί (at athg, προς τι), αγανακτεί» τινι. IRRITATION, ερεθισμός, παροξυσμός, 6. A means of i., ερέθισμα, τό (as state), οργή, ή (mental), and πικρασμός, πάρα- πικρασμός, 6. IRRUPTION, είσ-, εμ-βολή, κατά-, επι-δρομή, η. ISINGLASS, Ίχθυόκολλα, ή (fish-glue). ISLAND, νήσος, ή. A small i., νησίδων, νησύδριον, τό. νη• σίς, ϊδος, ή : to form an i., νησί- ζειν : in the shape of an i., νη~ σοειδής, 2 : an inhabitant of an i., νησιώτης, ου, 6 : a group of i.'s, νήσων κύκλος, ο. νήσοι εν κύκλω κείμεναι, αι. ISLANDER, νησιώτης, ου, 6. νησιώτις, ιδος, ή (fern.). See IN- SULAR. ISLE. See Island. ISLET. See 'a small Island.' ISOLATE, μονοΰν, ερημοΰν τι. άπο-χωρίζειν, -κρίνειν, έκ- κΧείειν, άφορίζειν, άποτάσσειν τί τίνος. I.-d, μόνος, 3. μονω- θείς, ε'ισα, εν. χωρίς των άλλων κεχωρισμένος and μονώτης, ον, ό. μονώτις, ιδος (fern.). See Solitary. ISOLATION, μόνωσις,ή, and Crcl. ivith the Verb. ISOSCELES, ισοσκελής, ές. ISSUE, s. f Egress, efflux] Vid. ^[ Discharge or flux of any humour] ρεύμα, ^f Event, re- sult] άπόβασις, ή. άποβάν, τό. τέλος, τό. διέξοδος, ή (termina- tion, expiration). To have an i., see 'to Issue in.' To have a good, bad, i., καλώς, κακώς άποβαίνειν. Athg of wch the i. is uncertain, άδηλος όπως άποβήσεται (•βή- σοιτο). % Offspring, progeny] VlD. *\\ Legal] To join i. with aby upon athg, διαδικάζεσθαι (προς τίνα περί τίνος), άυτιδι- κάζεσθαι. άντιδικεΊν (e.g. he joined i. on the ground that — , ήντιδίκει ή μήν with ace. c. infin.). The matter at i., τό ζήτημα, τό ζητούμενον. Also τό διάφορον, η διαφορά, τό κρίμα, τό περί ού αγωνίζονται. ISSUE, υ. «Π (Intrans.) Το FLOW out, DISCHARGE itself] VlD. U To end (in athg)] άποβαίνειν ε'ίς τι. τελευτάν, τέλος λαβεΊν, άποχωρεϊν. ^| (Trs.)] To put forth] εκ-φέρειν εις τό φώς. εις μέσον τιθέναι. εκ-, άπο-διδόναι (e. g. a writing, γράμμα). To i. an order, παραγγέλλειν, προ- αγορεύειν, προειπεϊν : to i. a proclamation, άναγορεύειν (άνει- πείν). κηρύττειν : a proclama- tion is i.-d, κήουγμα γίγνεται. ISTHMUS^ Ισθμός, ού, ό (esply of Corinth). Like an i., Ίσθμώ- δης, ες. IT, ITS. ITSELF. See under He, His, Himself. ITCH, S. ψώρα, ή. κνΰζα, ή. κνύος, τό (Hes.). κνησμονή, η. κνήφη, ή (LXX.). To have or get the i., φωριάν. ψωρΰν : a remedy agst the i., φωρικόν (sc. φάρμακον), τό : one that lias the i., φωραλέος, 3. φωρός, 3. φω- ρώδιις, 2. ITCH, v. Passives of κνίζειν, κατά-, ύπο-κνίζειν, άδάξειν or άδαξΰν (and όδ.), κνήν, κνήθειν (all in active = make to i.). Also κνησιάν (to have an itching), ξυ- σμόν λαμβάνειν (Hipp.). ITCHING, κνησμός and κνι- σμός, ξυσμός, ό. κνησις and κνύζα, ή. όδαγμός, όδαξησμός, 6. άνάδηξις, ή. κνίδωσις, ή (esply caused by the nettle. Hipp.). To have an i., see to Itch : affected with i., κνησμώδης, ες. Causing to itch, όδαξητικός, 3. όδαξώδης, ες. ITERATE. See to Repeat. ITERATION. See Repeti- tion. ITINERANT. See Wander- ing. ITINERARY, οδοιπορικόν , (βιβλίυν), τό. ή της οδού διά- IVO JAV JET ταζις. ν πζρι της πορείας ζυγ- γραφή. IVORY, ελέφας, αυτός, ό. Made of i., εΧεφάντινο^, 3 : laid in with i., ελεφαντόδετος or ελε- φαντοκόλλητος, 2. IVY, κισσός or κιττός, 6. Of i., κίσσινος or κίττινος, 3 : like i., ωσπερ kittos. κιττοΰ τρό- που : a crown or wreath of i., κιττοϋ στέφανος, 6. JABBER, v. Χαλαγεΐν. κο- Χοιαν (Horn., scream like a jack- daw), λακερύζειν. See Babble, Prate. JABBER, s. λαΧαγη, v. λη- ροι, ΰθΚοι, ων, οι. κενό-, πολύ-, περιττό-, άπεραντο-λογία, ή. άδολεσχία, ?7. JACK. ^[ A piL•] λύκος, 6. U The male animal} 6 appnv, ει /os. ΤΙ Phrases} Jack-a-lan- tern, see Ignis Fatuus. Jacka- napes, κέρκων]/, 6 {a mischie- vous, monkey-like fello w. JEschin. ) . Jack-of-all- trades, πένταθλος, 6 (εν tivl, PI. X.). Jackpudding, φλύαζ, ακος, ό. γελωτοποιός, δ. JACKALL, θώς, θωός, 6 and 'JACKASS. See Ass. JACKDAAV, κολοιός, 6. JACKET, χλαμύδιον,τό. αλ- λ ιζ or άλληξ, η. JADE, s. T| Sorry mare] Ίπ- πάριον, τό. ΤΙ A common pros- titute] χαμαιτύπη, y. JADE, v. See to Fatigue. Jaded, υπέρκοπος, 2. JAG, χαράττειν. εγκόπτειν. Jagged, οδοντωτό^, 3 (toothed). στόρθυγγας (and Hesych. στόρ- θας) έχων, ούσα, ον (having pro- jectinp points or tongues). JAIL, JAILER. See Prison, Gaoler. JAKES, άφοδος, ή. άπόπα- τος, ο. αποσκευή, η. άφεδρών, ώνος, δ (Ν. Τ). JAM, prps παλάθη, η. JAM, ν. θλίβειν. πιέζειν. θλάν, περιθλαυ. τρίβειν. συν- τρίβειν. Jammed, θλαστός, 3. τριπτός, 3 : the act of j.-ing, θΑάσις, περίθλασις, η. JAMB. See Door-post. JANGLE. ΤΙ Propr.: to pro- duce an inharmonious sound] άπ- νχεϊν. φοφεϊν. άράσσειν (trs.). *[J Fig. : to wrangle] ViD. JANITOR. See Door-keep- er, Porter. JANUARY, ττρώτος μην, δ. Ίαννουάριος or Ιανουάριος, δ (ipT about two-thirds of this month fall to the Attic month ΙΙοσειδεών, the remainder to Γαμήλιων). See Month. JAR, s. κεράμιον, το. κέρα- μο?, δ. δστρακον, τό (an earthen- (352) ivare vessel), κώθων, ωνος, δ. κά- δος, δ. κάλπις, ιδος, η (a stone flask, bottle), πίθος, δ. άμφο- ρεύς, άμ,φορίσκος, δ. κύτος, τό. A j. of wine, στάμνος, δ. στάμ- νιον, σταμνάριον, τό : — of oil, φρέαρ, ατός, τό. % Phrase: to leave the door upon the jar, or, to set it α -jar] επιτιθέναι and παρα- κλίνειν την θύραν (Hdt.). πιιρα- κλίνειν της αύλείας (the hall- door. Aristoph.). JAR, v. ΤΙ To produce a dis- cordant sound] απηχείν. άπ- άδειν. διαφωνεΐν (g. tt.). παρα- νευρίζεσθαι (of a string out of tune). Jarring, άττι/χ /js, 2 (of a discordant sound). If Fig. : to disagree, to be contradictory] δια- φωνεΐντινι. εναντιοΰσθαί (pass.) τινι. στασιάζειυ προς τι. JARGON. See Gibberish. διάλεκτος διεφθαρμένη,!]. Speak- ing a j., βαρβαρόγλωσσος, 2. άγνωστότατος την γλώσσαν (Th.). JASMIN, prps Ίάσμη, η (mod. Gr. διασεαί, γιασουμί, τό). JASPER, ϊασπις, ιδος, η. JAUNDICE, 'ίκτερος, δ. Το get the j., Ίκτεροϋσθαι (pass.) : to have the j., Ίκτεριάν : that has the j., ικτερικός, 3. Ίκτεριώδης, 2 : to look (bilious) as if one had the j., κιβδηλιάν (Aristot.) : the black j., μελαγχολία, η: to have it, μελαγχολάν. JAUNDICED, Ικτερικός, 3. Ίκτεριώδης, ες. σιδιοειδής, ές (Hippocr., = of 'a pale yellow co- lour, like the rind of the pomegra- nate). U Fig., e. g. to view athg with a jaundiced eye] σκυθρώπως, ώσπερ μελαγχολώντα, ύφοραν τι, και δόζαν ελέσθαι ουκ όρ- θήν. JAUNT, ν. εορτάζοντα (or έλινύοντα) περιπατεΐν. (ηδονής ένεκα) περι-πολεύειν, -οδεύειν, -πορεύεσθαι, δδοι-πορεΐν,-πΧα- νεΊν, όχησιν ποιεϊσθαι, όχεΐ- σθαι. JAUNT, s. δδοιπορ'ια,η. οδός, η (g. it.). See Trip. JAUNT1NESS. Crcl.iviththe following. JAUNTY, ελαφρώς κινού- μενος, 3. ώραϊζόμενος, 3 (affect- ed), χλιδών, ώσα (poet.), άβρώς βαίνων, ούσα (poet.), βαυκός, 3. JAVELIN, ακόντων, παλτόν, ξυστόν, τό. The shaft of a j., ξυστό ν, τό : the iron point of a j., λόγχη, η : the thong by wch a j. is held or hurled, αγκύλη, η : to hurl the j., άκοντίζειν. παλ- τόν άφιέυαι : the hurling of a j., άκόντισις, rj. ακοντισμός, δ : to hurl the j. at aby, άκοντίζειν ε'ίς τίνα : to hit or wound with a j., άκοντίζειν τινά : to kill with the j., άκυντίζοντα κατα- βάλλειν. καταβάλλειντω άκον- τίω : the cast or reach of a j., ακοντίου βολή, ή. άκόντισμα, τό (Χ.) : within the reach of a j., εντός βέλους : beyond the reach of a j., εζω βέλους : a sol- dier that carries a j., ακοντιστής, ου, δ : skilful in throwing the j., άκοντιστικός, 3: to contend in it., διακοντίζεσθαι (X). JAW, γνάθος, ή. σιαγών, όνος, η. γένειον, τό. JAY, κίττα, η (a magpie). JEALOUS, ζηλότυπος, 2. ύποπτος, 2 (suspicious). To be j. of aby, "ζήλουν τίνα. ζηλοτυ- πεϊντινα. επιφθόνως εχεινπρός τίνα. φιλονεικεϊν (to be emulous) : to make aby j., παραζηλοΰν τίνα. ζήλον έμβάλλειν or εμποιείν τινι. JEALOUSY, Χήλος, δ. ζη- λοτυπία, ζήλωσις, η. φθόνος, δ. φιλο-τιμία, -νεικία, η. τό υπο- πτον (Thuc). To cause or cre- ate j.withaby, τταηαζί)λοΰι/ τίνα : fm or out of j. about athg, φι- λοτιμούμενος, δτι : without j., αζ»;λο«, 2. JEER, v. χλευάζειν, σκώ- πτειν, άπο-, επι-σκώπτειν, κω- μωδειν, τωθάΧ,ειν τινά. κερτο- μεΊν τίνα (poet.), καταγελάν τίνος, διαγελαν τίνα. See DE- RIDE, Flout, Mock. JEER, JEERING, s. σκώμ- μα,τό. χλευασια, η. χλευασμός, δ. χλεύασμα, τό. τωθασμός, δ. κερτομία and κερτόμησις, ή (poet.), οι τρίβολοι (gibes). JEERER, έπισκώπτης, ου, δ. χλευαστής, οΰ, δ. εμπαίκτης^ ου, δ. τωθαστής, οΰ, δ. JEJUNE, φυχρός, 3 (without spirit or wit). JEJUNENESS, φυχρότης, ητος, η. τό φυχρόν. J. of or in a speech or dialogue, φυχρο- λογία, η. JELLY, prps πηκτός ζωμός, δ. ζωμός πεπηγώς, δ. πήγμα, τό. JEOPARDISE. See to En- danger, Hazard, Risk. JEOPARDY. See Danger, Hazard. JERK, v. *f[ To strike with a quick, hard blow] παίειν (g. t.), τύπτειν. πληγην όξεΐαν εντρί- βειν τινι or έμφορεΐν τινι. Το j. under the ribs, χαλκδν ένελαύ- νειν πλευράίς (Pind.). Τ] Το throw with a quick sudden motion] πάλλειν. άναπάλλειν. άναρρί- πτειν. ριπτάζειν. JERK, s. % A quick, hard blow] πληγή όξεϊα. % A sud- den start or fling or quick jolt] δρμή, η (g. t.), and ριπή, ρΐψις, εως, η. άνάπαλσις, η. By j.'s, δρμηδόν. JERKIN, χιτώνιον, τό. θώ- ραξ, ακος, δ. JEST, s. See Joke. JEST. v. See to Joke. JESTER, ευτράπελος άνήρ, δ (a funny felloio), or παιγνιώδης άνθρωπος, ο. σκωπτης, ου, ο. γελοιαστής, οΰ, δ, or βωμυλό- χος, γελωτοποιός, δ. JESTING. See Joking. JET, s. ΤΙ Tlie mineral] γα- JET JOI JOK γάτης, ου, ό, and πέτρα Ταγ- γητις, ιδος, ή. As black as j., πισσώδης την χρόαν. tti'ttji? μελάντερος, 3 : to be as black as j , πισσίζειν την χρόαν. ^[ Of water] κρυυναϊον 'ύδωρ, τό. κρου- νίσκος, 6 (a little j.). % Of light or flame] «ct/s, ϊνος, h• JET, v. See to Jut. JETSAM or JETSON, εκβο- λή νεώς, 77 (throiuing the cargo overboard in a storm), and νεώς έκβυλα, τά (the things east over- board), ναυάγια]' τά (pieces of wreck) . JETTY, χώμα, πρόσχωμα, τό. JEWEL, λίθο?7Γολι»τελ»79, ό, or simply λίθος, ή. λίθοι πολυ- τελείς, οι and α'ι (pi.). Set witb j.'s, λιθοκόλλητος or λιθόκολ- λος, 2. διάλιθυς, 2 (Menand.). JEWELLER, prps λιθοπώ- λης. ου, 6. JIG-, v. and s. See Dance, v. and s. JILT, s. Crcl.,e.g. γυνή άρε- σκευτικη (coquette) ή κεναΐς έλ- πίσι τους έρώντας έζαπατώσα. JILT, v. Orel, as above. JINGLE, ηχεΐν. φοφεΐν (g. t.). JINGLING, κωδωνόκροτος, 2. With j. harness, κωδωνοφα- λαρόπωλυς, 2 (Aristoph.). JOB, s. θητικόν έργον, to. J. "work, θητικωτέρα εργασία, η. θητεία, η. έριθεία, ή. ευτελής μισθαρνία, η. See g. t. BUSI- NESS, Work. One that does j. work, εριθος, b, η : this j. is well over, τούτο μεν δή άπήλλακται : 'Tis a bad j., εις το χείρον απ- έβη τό πράγμα : to undertake a dirty j., κατ' εριθείαν (λημμα- τίυυ ένεκα) κατασκευαζεσθαίτι. JOB, ν. θητενειν. έριθεύεσθαι. See g t. to Work. *\\ To job or job out, e. g. horses] See to Hire, Let. JOB-HORSE, 'ίππος μισθω- τός or Ηΐσθωσιμος, 6. JOCKEY, s. θεράπων Ιππο- -βάτης, ου, or -δρόμος, 6. δ κε- λητίζιον (εν τη ιπποδρομία). JOCKEY, v. (fig.), prps may be imitated by παρακελητίζειν (toridepast. Ar.Pac. 900), παρα- -κρουειν, -κόπτειν τινά τίνος or τινι (in athg). JOCOSE, παιγνιώδης, ες. σκωπτικός, ίπιπαιστικός, γε- λοίος, and αστείος, 3 (all of per- sons and things), εύχαρις (neut.). εΰχαρι (gen. ιτος) and παίγνιος, 2 (only of things). To be of a j. temperament or disposition, άστείζεσθαι or άστειεΰεσθαι. JOCOSELY. Fm the Adj., or Crcl. μετά παιδιάς or εν παι- διά, παίζων, σκώπτων, έττισκώ- πτων, ούσα, <>ν. See ' in Joke. 1 JOCOSENESS, τό παιγνιώ- δες, ους. «στ£ΐοτ?ΐ5, ητος, η. παίγνιον, τό. JOCULAR, JOCULARITY. See Jocose, Jocoseness. (353) JOCUND. See Cheerful. JOG, adj. ώσμός, δ. ώθησις, ωσις, ή (g. It.), υποσεισμός, δ. J. trot, Crcl. δ 'ίππος ΰποσείει τον άναβάτην, and str. t. κόπτει (with a rough j. trot). The old j. trot (fig.), τρόπος b συνήθης. JOG, V. σείειν, ϋποσείειν. κόπτειν. πάλλειν. τινάσσειν (to shake). To j. one's memory, prps άνασείειν (shake up and per- suade). JOIN, v. f (Trs.) Connect together] συνάπτειν (τι τινι). ζευγνύναι, συζευγνύναι. πηγνύ- ναι, συμπηγνύναι. συντιθέναι. ομοΰ ποιεΐν. άρμόττειν, συναρ- μόττειν. δεΐν, συνδεΐν (τι τινι). συνιστάναι. See to Combine, Unite. To be j.-d together, έχε- σθαί (pass.) τίνος, ομοΰ εΊναί τινι. είναι μετά τίνος, πρόσ-, επ-εστί τί τινι. To j. his pray- ers with those of another, συνεύ- χεσθαί τινι (see below). To j. battle, μάχη έγένετο or συν- εστη. μάχην ποιεϊσθαι πρός τίνα. συνελθεΐν εις μάχην τινι (with aby) : we must first j. bat- tle, μάχης δει πρώτον. If (In- TRANS.)] συνίστασθαί (aby, τινι or πρός τίνα) or 'ίστασθαι μετά τίνος, συν-, προσ-τίθεσθαί τινι. τάττεσθαι συν and συντάσσε- σθαί τινι. ζύμο,αχον γίγνεσθαι τινι. συμβάλλειν τινί or πρός τίνα. συνάπτειν τινί or εις τίνα. Also προσομιλέΐν τινι. συμπαρ- επεσθαί τινι. άκολουθεΐν τινι or μετά τίνος, γίγνεσθαι μετά τίνος, προστάσσειν εαυτόν τινι. προσγίγνεσθαί τινι. προσχω- ρεΐν τινι or πρός τίνα. προσπί- πτειν τινί. $β§* ' To join in — ' may be expressed by a verb denoting the action, compounded loiih συν-, or by a subst. or adj. so com- pounded, or by the simple verb ivitli Koivrj, σύν τινι, μετά τίνος, or by κοινωνεΐν, μετέχειν with a s?ibst., as in the folloiving instances : to j. aby on a journey, συμπορεύ- εσθαί (pass.) τινι. συνοδίτην, συνοδοιπορον γίγνεσθαι τινι. κοινωνεΐν της οδοΰ : to j. a party, προσφοιτάν φίλοις. μετέχειν της συνουσίας, τών σννόντων είναι : to j. an excursion, expe- dition, campaign, &c, επεσθαι πρός την πορείαν or στρατείαν. συμπορεύεσθαι, συνοδοιπορεΐν, συναποδημεΐν,συστρατεύεσθαι : to j. an expedition at sea, συμ- πλεΐν, συμπλοΰν γίγνεσθαι : to j. aby in an undertaking, σνλ- λαμβάνεσθαί, συνεφάπτεσθαί τινί τίνος, ^ιετεχειι» της πρά- ζεως or κοινωνεΐν του έργου : to j. in aby's attack, συνεπιβαίνειν ττ} τίνος επιθέσει (Aniiph.) : to j. aby in a feast, κοινή συνάπτειν δαΐτά τινι (Eur.) : — at dinner, σΰυδειπνον γίγνεσθαι τινι : — in hunting, συνθηραν, σννθηρον γίγνεσθαι : to j. in aby's pray- ers, κοινάς τάς εΰχάς ποιεϊσθαι. και αυτόν εΰχεσθαι. ζυνίπεύ- χεσθαί τινι. "JJ To be CONTI- GUOUS to] VlD. JOINER, ξυλουργός, 6. JOINING, ζεΰζις, σύζευξε, συμβολή, η. Se Junction. JOIN Τ, άρμογή, αρμονία, συμβολή, η. αρμός, b. ^f Of the animal body] άρθρον, τό. δια- φυή, η (e. g. τά οστά διαφυάς 'έχει χωρίς απ' αλλήλων, PL), ξυμβυλή, η (e. g. αιωρείται τά οστά εν ταΐς ζυμβολαϊς, PL). The j. of the finger, κόνδυλος, b. καμπαί τών δακτύλων : the bone between two j.'s of the fingers, φάλαγζ, αγγος, η (' interno- dium'). γίγγλυμος (any j.,and esply j. of the elbow), πόλος, b. Connected by a j., γιγγλυμωτός, 3 : to be connected or fastened by a j., γ ιγγλυ μοΰσθ αι : out of j., έκπαλής, ές. διάστροφος, έναρ- θρος, 2. χαλαρός, 3 : a limb put out of j., στρέμμα, διάστρεμμα, τό. έζάρθρωμα (and -η μα), π αρ- άρθρημα, τό: to put out of j., διαστρέφειν,παραστρέφειν.έζ-, παρ-αρθροΰν (and -εΐν). περιδι- νεΐν (e. g. the arm or shoulder, τον ωμον). Tf Fig. : out of joint = in confusion] Vid. JOINT- (in composition ; comp. Co-). J.-author, ό κοινή βιβλίου τι συγγράφας : j. -editor, — εκ- δούς : j. -cause, αίτιος και αυτός, αιτία και αυτή, αίτιον και αυ- τό : j.-heir, ό μετέχων or κοινω- νός της κληρονομιάς : to be j.- heir, μετέχειν or μετεστί μοι της κληρονομιάς : j. -security or guarantee (of persons), b συμπαρ- έχων tijv πίστιν. JOINTED, 'έναρθρος, 2 (ar- ticulated in general). JOINTLY, κοινή, πανδημεί. μετ' αλλήλων, ομοΰ. To act or do athg j., κοινοπραγεΐν (with aby, τινι). JOINT -STOOL, όκλαδίας, ου, b. JOINTURE, αγαθά τά h την χήρευσιν δεδομένα. JOIST, διαδοκίς, ίδος, ή. στρω- τήρ, ηρος, ο. ζυγός, ό, and διά- πηγμα, τό (cross-beam). JOKE, s. παιδιά, παίγνια, η. παίγνιον, γελοΐον, τό. γέλως, ωτος, ο. χαριέντισμα, τό, and αστείος λόγος , ό (withwit). ερεσ- χελία, η, and σκώμμα, τό (with derision). J.'s, δημώματα, τά : a low j., βωμολοχία, ή: a harm- less or good-natured j., άνεπαχθη σκώμματα, τά : to make or cut a j., γελοιάζειν. γελωτοποιεΐν. σκώπτειν (upon aby, ε'Ίς τίνα). πα'ι\ειν (with aby, πρός τίνα), έρεσχηλεΐν (τινι). παιδιά χρη- σθαι. διιμοΰσθαι. χαριεντίζε- σθαι (with wit and urbanity) : in j., by way of a j., επι κατα- γέλωτι. πρός ήδονήν. μετά παιδιάς, εν παιδιά, or simply τταιδιά. παίζων, σκώπτων. έπι- σκώπτων, ούσα, ον : to say any- thing in j., παίζοντα, δημούμε- νον, λέγειν τι : I said it only in Aa JOK JUD JUD j., παίζων άλλως είπον a εί- πον : to say and do athg in j., γελοία και λέγειν καί πράτ- τειν. See Fun. To make a j. of athg, its γέλωτα τρέπειν τι: a j. that turns out earnest, παιδιά εις σπουδην προελθοΰσα : do you say it in earnest or in j. ? σπουδά- ζεις ταύτα η παίζεις ; I am say- ing athg half in j. and half in ear- nest, παίζω τι άμα σπουδάζων: without j., or j.-ing apart, σπουδή, σπουδαίων, άγελαστί : to un- derstand a j., or take it in good part, σκώμματος άνέχεσθαι. σκώμματα φέρειν. σκωπτόμε- νου μη δυσχεραίνειν : not to understand a i., λαμβάνειν τι επι το κακόν, άγανακτειν επι τινι. JOKE, v. See ' to make or cut a Joke,' and other phrases under the subst. JOLLITY. See Gaiety. JOLLY. See Gay. JOLT, v. ΰποσείειν. κόπτειν {of a rough-trotting horse). JOLTHEAD. See Block- head, άμνοκών, δ. κοάλεμος, δ. JONQUILLE, νάρκισσος, δ and η (g. t., narcissus). JOT (only fig. = item or the least fraction), e.g. to a j., εις όνυχα, δι δνυχος, επ' δνυχος. ακριβέστατα : not one j., ούδ' ελάχιστον, οϋδ' άκαρη. JOURNAL, έφημερίς, ίδος, η. εφημερίδες, αι (pi.), υπο- μνήματα, τά. < JOURNEY, s. πορεία, τ), δδοιπορία,η. στόλος, δ. δδός,η. A j. by land, η κατά γην πορεία : a j. by sea, η κατά θάλατταν πορεία, πλους, οΰ, δ. στόλος, δ (the latter of armies and settlers) : a j. on foot, η πεζή πορεία : a distant or far j., μακρά δδός. αποδημία, η : a long j., πολλή πορεία, πολυχρόνιος αποδημία: to return or come home from a j., εξ αποδημίας επανιέναι : to make or undertake a j., πορείαν or άποδημίαν ποιεΐσθαι. πορεύ- εσθαι. δδοιπορεϊν. άποδημεΐν : to go or set out on a j., άποδη- μεϊν : to go on a j. with aby, συναποδημεϊν μετά τίνος : to get ready for one's j., συσκευάζε- σθαι. παρασκευάζεσθαι ώς επί την πορείαν: to be on a j., άπο- δημεϊν, έκδημεΐν : a happy or safe j., εΰοδία, η : that has a safe j., εϋοδος, 2: to have a safe j., εύ- οδεΐν : I wish you a happy j. ! ευ σοι γένοιτο η πορεία : which is the destination of your j. ? ποΐ τείνεις δδόν, JOURNEY, v. πορεύεσθαι (with aor. pass, andfut. mid.), and see ' to make a Journey,' to Travel. t JOURNEYMAN, συνεργός, δ. παραστάτης, ου, δ. υπηρέ- της, ου, δ. JOVIAL, Ιλαρός, 3. εύθυμος, 2. γηθόσυνος, 3 (poet.). JOVIAL-ITY, -NESS, ίλα- (354) ρότης, φαιδρότης, ητος, ευθυ- μία, ευφροσύνη, φαιδρότης, η. JOY, S. χαρά, χαρμονή, η, and χάρμα, τό (poet.). Excessive j., περιχάρεια,η. τδπεριχαρές. See Delight, Enjoyment, Glad- ness, Pleasure, άγαλμα, τό (the object in wch aby rejoices). To feel j., χαίρειν. εύφραίνε- σθαι (pass.), ηδεσθαι (pass.) : athg causes me j., χαίρω, ηδομαί τιι/ι or επί τινι : to cause j. to ahy, εύθυμίαν or ηδονην παρέχειν τινί : to raise a shout of j., κραυγην ποιεΐσθαι ύπδ χαράς, χαρά γίγνεταί τινι μετ αλα- λαγμού : to shed tears of j., δα- κρύειν χαρά or προς την χαράν : the whole town is shedding tears of j., μεστή έστιν η πόλις ηδί- στων δακρύων (Plut.) : intoxi- cated with j., μεθύων (ούσα, ον) ύπδ χαράς : to give or wish aby j., see to Congratulate. JOY, v. See to Rejoice. JOYFUL, ευφροσύνης με- στός, 3. χαίρων, ούσα, ον. εύθυ- μος, 2. άσμενος, 3, and εκών, υϋσα, όν (glad). To be j., χαί- ρειν. εύφραίνεσθαι (pass.), εύ- θυμεϊσθαι. εύθυμίαν άγειν or έχειν. ΤΙ Causing joy] ηδύς, εϊα, ύ. εύχαρις, ιτος, δ, τ), καλός, 3. χάριν έχων, ούσα, ον. JOYLESS, ουδέν ηδονής έχων, ούσα, ον. άτερπης, 2. πάντων των καλών 'έρημος, 2. A j. life, βίος αβίωτος. JOYOUS. See Joyful. JUBILANT. Crcl. with par- tcpp. of verbs άνολολύζειν χαρά. παιανίζειν and παιωνίζειν. άγ- άλλεσθαι, άγαλλιάσθαι. JUBILATION, αγαλλίασα, η. όλολυγμός, δ. άλαλαγη, η. θόρυβος, δ. χαρά και ηδονή. JUBILEE (in the original He- brew sense), δ της αφέσεως ένιαυ- τδς (δ πεντηκοστός). JUDGE, s. κριτής, οΰ, δ (g. t. for one who judges or decides, e.g. in the pufjlic games; and fig.)• δι- καστής, οΰ, δ (j. or juror named or chosen by lot to form one of a court), δικασπόλος,δ (poet.). An equity j., ό άπό τοΰ 'ίσου κριτής (Th.) : an equitable and impar- tial j., Ίσος και κοινός κριτής, βραβεύς, έως (Ϊ7ΐ the games, and poet, in law-cases), also βραβευ- t»js, οΰ, ό (the later prose form. PL). The j.'s of the games, οι τών άθλων έπιστάται τε καί βραβεϊς : — of the board of trade, ναυτοδίκαι, ών, οϊ : to be a j., δικαστην είναι, δικάζειν : to set aby as j. over others, καθιστάναι τινά δικαστην or δικάζειν άλ- λοις : the office of a j., δικασπο- λία. τά τοΰ δικαστοΰ or κρι- τοΰ: the salary of aj. (or juror), δικαστικός μισθός, δ. τριώβο- λον, τό (at Athens). Fern, δικά- στρια, η. κριτίς, ίδος, η. ^[ Conoisseur, critic] κριτής and βραβευτης,οΰ,δ (metaph.). άνηρ γνωμών, όνος, επιστήμων, 'έμ- πειρος or εμπειρως έχων, τίνος (of athg). A good j., κριτικός, δ, τίνος, and σοφός ών περί τι άνηρ δεινός ών or έξεπιστάμε- νός τι (e. g. την φιλοσοφίαν). JUDGE, ν. % Propr. : as a judge in a court] κρίνειν. γιγνώ- σκειν. δικάζειν. την φηφον φέ- ρειν or τίθεσθαι (as member of a court, or in a public assembly). To j. justly, ορθώς κρϊναι : to j. after the law, συν τω νόμω τίθε- σθαι την ψήφου : to j. aby, κρί- νειν τινά. κρίσιν ποιεΐσθαι περί τίνος: to help to j. between, συν- επικρίνειν (PI.) : to j. after fa- vour or with partiality, παραβρα- βεύειν. γνώμην άποφαίνεσθαι ου δικαίαν. If To form or give one's opinion, to deem] κρίνειν, τι, περί τίνος, γιγνώσκειν περί τίνος, διακρίνίΐντι. κρίσιν ποι- εΐσθαι περί τίνος, διαγιγνώ- σκειντι. έκλογίζεσθαι περί τί- νος, δοκιμάζειν τι. σκέψασθαι. σκοπεΐν (e.g. j. fm this, εκ τώνδε σκόπει). To j. according to the facts or results, έκ τών γεγενη- μένωυ σκοπεΐν τι : to j. like a man of understanding or good sense, σώφρονος ανθρώπου λο- γισμω χρήσθαι : to j. of athg by athg, άναμετρεΐσθαί τι προς τι. σταθμάσθαί τί τινι (e.g. τά πάντα κέρδει σταθμάσθαί) : to j. of the future by the past, τεκ- μαίρεσθαι τά μέλλοντα τοΐς γεγενημένοις (Isocr.), also περί τών μελλόντων τεκμαίρεσθαι τοΐς ηδη γεγενημένοις (Isocr.) : he j.-d of good abilities by their quick comprehension, έτεκμαί- ρετο τάς άγαθάς φύσεις εκ τοΰ ταχύ μανθάνειν οϊς προσέχοιεν : to j. falsely, ψευδώς δοξάζειν. παραγ ιγνώσκειν περί or υπέρ τίνος, σφάλλεσθαι κρίνοντα τι or της περί του κρίσεως : to j. independently, αύτογνωμονεΐν : to j. a man by his looks, φυσιο- γνωμονεϊν : to j. beforehand, προ- καταγ ιγνώσκειν: the faculty of j.-ing, κριτηρίου, τό (alsoameans for j.-ing). JUDGEMENT. ^Judicial κρισις, r\. κρίμα, το. See Sentence, Decision. To give or pass j., to sit in j., see equivalent phrases under io Judge. If Opinion] γνώμη, η. To form or give one's j., see to Judge. From my own j., από της έμαυ- τοΰ γνώμης : according to my j., ώσπερ εγώ γιγνώσκω. έξ ών μοι δοκεΐ. εμοϊ δοκεΐν. παρ' έμοί κριτή : on one's own j., αύ- τογνώμων, 2 (e.g. κρίνω τι), and αύτογυωμόνως (adv.) : to act upon one's own j., αύτογνωμο- νεΐν. "υ Intelligence, insight] γνώ- μη, η. ξύνεσις, r). Sound j., εύ- ξυνεσία, η : a man of sound j., άγχίνους, 2. οξύς or δεινός την γνώμην : with j., γνώμη : to the best of one's j., γνώμη τη άρίστ-η or δικαιότατη : want of j., ακρι- σία, η : right j., ευδοξία, η : er- JUD ΓΟΓ of j., δόζης αμαρτία, ή : to be wrong in one's j., διαμαρτά- νειν κρίνοντα τι. η[ Judicial vi- sitation fin heaven] νέμεσις, ή (Hdt.). ν παρά θεοΰ τιμωρία. JUDICATURE, τά περιτάς δίκας. Court of j., δικαστηρίου, τό. άρχεΐον, τό {college of ma- gistrates). JUDICIAL, δικανικός 3. ό, ή, τό εν τοις δικαστάΐς or τον δικαστού or κριτοΰ. J. proceed- ings, δίκη, ή : j. enquiry, γνώσις, ij (cognitio) : to submit oneself to a j. enquiry, ύπέχειν δίκην : j. sentence, κρίσιν, ή. διάγνωσις, n• d JUDICIOUS, εμφρων, 2. νουν έχων, ούσα, ον. γνωμονικός, 3. φρόνιμος, εΰβουΧος,2. SeeWlSE, DISCREET, ττεφροντισμίνοί, ευ εσκεμμένος, 3. JUDICIOUSLY. From the Adj., and ΧεΧογισμένως. γνώ- μη. Crcl. with ευ βουΧευσάμε- l/os, σκεψάμενος. νουνεχόντως. JUG, πρόχοος, πρόχους, δ. προχοΐς, ίδος, v. See Pitcher. JUGGLE, ν. γοητεύειν. θαυ- ματοποιεΐν, θαυματουργεΐν. μαγγανεύειν. φηφοΧογεϊν, φη- φοπαικτεϊν. JUGGLE, s. γοητεία, ή. θαυ- ματοποιία, ή. μαγγανευτική, ή. φηφοπαιξία,ή. ψήφων παιδιά, v. A j. of rhetoric (fig.), τέρ- θρεια, ή (clap-trap) : to use it, τερθρεύεσθαι. JUGGLER, γόης, ητος, 6. θαυματοποιός, 6. μαγγανευτής, οΰ, δ. φηφολόγος, φηφοπαί- κτης, and φηφοκΧέπτης, ου, δ. φευδουρ-γός, δ. τερθρευτής, οϋ, δ (one who uses clap-trap, e. g. in rhetoric). JUGULAR. E.g. the j. vein, σφαγΐτις φΧίψ, η. JUICE, τό ύγρόν. χυΧόςαηά χυμός, δ. οπός, δ. Full of j., χυΧώδης, εγχυμος, 2 : meat full of j., νεανικόν κρέας, τό : the j. of juniper berries, χυΧός δ άπό των άρκευθίδων: to press out the }.,χυΧοΰν. εκχυΧίζειν: to extract the j., χυλίζειν. όπίζειν : the extraction of the j., χύΧωσις, ή. όπισμός, δ. JUICELESS,axtAosawiiaxi/- μος, 2. ξηρός, 3. JUICY, χυΧώδης, εγχυΧος and εγ-, διά-χυμος, 2. J. meat, νεανικόν κρέας, τό. JUJUBE, Ι'ιΧ,υφον, τό (the tree, rhamnus jujuba, Linn.). JULY, 'έβδομος μην, δ. Ίού- \ιος, δ. 'Έκατομβαιών (beginning about mid. of June), Μεταγειτ- νιών (of July), ώνος, δ. See Month. JUMBLE, v. εική φύρειν. φύρδην πάντα μιγνύναι. JUMBLE, s. φύρμα,τό. φο- ρυ -ros, δ. See Medley. JUMP, ν. άλΧεσθαι. πηδάν. σκιρτάν. θρώσκειν. See Leap. To j. up, άναπηδαν (at aby, προς τίνα). προσάΧΧεσθαί τιι/ι : to (355) JUS j. over athg, ύπερπηδαν τι. δια- πηδάν τι : to j. upon athg, άνα- πηδαν επί τι. θρώσκειν επί τ ιν ι (upon aby) : to j. down fm athg, άπο-, έκ-πηδάν τίνος or άπό τίνος, καταπηδάν τίνος or άπό τίνος : to j. into athg, ρί- πτειν or άφιέναι εαυτόν ε'Ίς τι. άΧΧεσθαι ε'ίς τι. ε'ισθρώσκειν τι or ε'ίς τι. επενθρώσκειν τινί or επί τι. % To agree] Vid. JUMP, S. πήδημα, τό. πήδη- σις, η. αΧμα, τό. JUNCTION. 1 Act of join- ing] σύζευξις, σύναφις, συναφή, συνάφεια, η. συνέχεια, η. σύν- δεσμος, δ. κοινωνία, η. See Con- nection. IT Of a river] συρ- ροή, η. συμβοΧή, η. είσβοΧή, η. JUNCTURE. % Junction] VlD. ^| Critical point of time] καιρός, δ. ακμή, ή. To wait for a more favourable j., τηρεϊν τον καιρόν. ΤΙ The place where things are joined] άρμογή, αρμονία, συμβολή, η. αρμός, δ. JUNE, έκτος μην, δ. 'Ιούνιος, δ. "Σκιροφοριών (begins about middle of May) and Έκατομ- βαιών (of June), ώνος, δ. See Month. JUNIOR, ό νεώτερος, η νεω- τέρα. See Younger. JUNIPER, άρκευθος, ή. κέ- δρος (J. lycia). όξύκεδρος (J. oxycedrus). κέδρος φοινικική (J. phoenicea) and θυία, h (prps). Dwarf Alpine j., κεδρίς, ίδος, ή (J. nana), άρκευθίς, ίδος, ν (the berry). J. oil, ελαιον τό άπό των άρκευθίδων : j. juice, χυλό? δ άπό των άρκευθίδων. JURIDICAL. See Judicial. JURISDICTION, αρχή, h. δικαιοδοσία, ή. To have j., κυ- ριεύειν : an action within the j. of the court, δίκη εισαγώγιμος, 17 : to be under aby'e j., δίκας δούναι και Χαβεϊν παρά τινι or άπό τίνος : to have its own j., αύτοδικεΤν : that has his own j., αΰτόδικος, 2. JURISPRUDENCE, η νομι- κή επιστήμη, ή, or simply νομι- κή, ή. η των νόμων or των κατά τους νόμους εμπειρία. JURIST, έμπειρος των νό- μων, δ (jurisperitus). δ περί τους νόμους or την δικαιοδοσίαν σπουδάζων (that studies the law), νομοδείκτης, ου, δ (juris consul- tus). ό την των νόμων παρέχων διδασκαΧίαν (a teacher of law). JUROR, (δρκωτός or ένορκος) δικαστής, οΰ, δ. J.'s fee, τό δι- καστικού, τό τριώβοΧον. JURY, (ορκωτοί) δικασταί, οι. διαιτηταί, ων, οι. JUST, adj. δίκαιος, 3 (both of persons and things), νόμιμος, Β and 2 (lawful), άξιος, 3 (e. g. a j. punishment, Χ,ημία άξια). A j. claim, δικαίωσις, η. δικαίωμα, τό : to be j., δικαιοσύνη χρί}- σθαι : to act like a j. man, δι- καιοπραγεϊν : to acquire in a j. manner, συν τώ δικαίω κτασθαι : JUS it is j., δίκαιον, αζιόν εστί. tt- κός (εστί), εοικε : it is j. I should do this, δίκαιος ειμί τούτο ποι- εί ν : as is j. and fair, εκ των δι- καίων : to consider or claim as j. or as a j. thing, άξιοΰν. δικαιονν : to think in a fair and j. manner, μέτρια φρονεΐν, εύγνωμονεϊν. See Fair. ΤΙ Exact, accurate] ακριβής, 2. τέλειο?, 2 and 3. δίκαιος, 3. αυτός, η, δ. ικανός, 3. πρέπων, ούσα, ον (due, pro- per), προσήκων, ούσα, ον. δέων, ούσα, ον. επιτήδειος, 3. The j. proportion or size, μέγεθος ευ- πρεπές, τό. See Exact. JUST, adv. See Exactly, Precisely. If In numerical statements = neither more nor less] αυτός, ή, δ. J. three days, αυ- τά? τρεΐδ -ημέρας : j. ten years, αύτόδεκα 'έτη (Thuc.) : j. a hun- dred fathoms, αϊ εκατόν όργυιαι δίκαιαι (Hdt.) : j. as great, 'ίσος (3) το μέγεθος. If Of time, to denote a precise instant or con- juncture] άρτι, more rarely άρ- τίως. Also αυτός, η, δ. J. on that day, αύτη" εκείνη τύ] ημέρα. <^F But very* often Crcl. by τυγ- χάνειν c. partcp. The king was j. then present, έτυχε παρών δ βασιλεύς. And by φθάνειν,β. g. I had but j. opened the window when the bird flew away, ουκ εφθην παρανοίξας τό θύριον και άφίπτατο δ όρνις. J. now = this instant : he went away j. now, he is j. gone, ήδη άπηλθε, άπ- ελήλυθεν : j. this moment, άρτι νυν. νυν δή. αντίκα, also with δή or μάλα : j. then, j. that in- stant, τότε δή. τηνικαϋτα : j. (= even now, in a moment), άκμήν : to be j. on the point of, επ' άκμης είναι (Eur.) : to be j. going, μέΧΧειν : the war was j. on the point of breaking out, ό πόΧεμος εμεΧΧεν εσεσθαι : I am, was, j. going to relate, έρ- χομαι, ήα, Χέξων. II Of exact coincidence] 3. the same, αυτός, ή, ό, with art or demonstr., often strengthened by particles καί, γέ, δή, and αντικρυς, e. g. the art or cleverness of the thing is j. this, αυτό δη τοΰτο και κεκόμφευ- ται (PI.) : j. the same, ταύτα or αυτά ταΰτα : j. the same thing has happened to me, or, you and I fare j. alike, ταύτα άντικρυς εμοι πεπονθας (PL). ^* 'Just,' of exact coincidence, is also ex- pressed by περ, as a separate par- ticle in Ep. and Trag., e.g. j. this wish, τόδε περ εέλδωρ (Horn.) : but esply with relative words, j. he who, that wch, what, όσπερ, 'ήπερ, όπερ : j. (in the same way) as, ωσπερ : j. so great, such, as, όσοσπερ, οΐόσπερ, strengthened by ουν, e. g. ωσπερ ουν. J. the reverse, άπαρτί, άπαρτι μάΧ- Χον : j. the contrary, I must love ! άπαρτι μεν ουν, εμοι μεν εικός έ στ Ιράν (Pherecr.). You are j. light! κατά πόδα γε ύπέΧα- Aa2 JUS KEE KEE βες (PI•). J. so ! πάνυ μεν ουν. πάντων, κομιδή μεν ουν. αλη- θή λέγεις. TT Just = about, all but] σχεδόν τι. J. before, σχε- δόν τι πρόσθεν : j. now, όλίγω πρότερον. only j. (enough), 'όσον μόνον (e. g. j. enough for a taste, όσον μόνον γεϋσασθαι) : only j. ( — the least bit), όσον όσον (Aristoph.) : j. tinged with opi- nions, έπικεχρωσμένος δόζαις [PL). TT Just as if or though] ως δή with finite mood, e. g. j. as though you spoke briefly but to the point, (is δη συ βραχέα, ταύτα δ' εν καιρώ λέγειν (Soph.), and ώσπερεί, ώσανεί (c. opt.), and ως, ως δη (c. partcp.). JUSTICE, δικαιοσύνη, η (nghteousness). δίκη, ή. δίκαιον, τό (the right), δικαιότης, η (right- ness). δικαιοπραγία, η (just do- ing). Justice (personified as god- dess), θέμις, η (ι§33^ also in nom. = right, and Att. icith neut. ar- ticle, τό θέμιν, τό μη θέμις). To exercise j., δικαιοσύνη χρήσθαι: to do aby j., δικαίως κρίνειν -περί τίνος, τά δίκαια ποιεϊν περί τίνος : to render j., δικαιοδοτεϊν. δικάζειν: administration of j., δικαιοδοσία, η. τά περί την δί- κην or τάς δίκας : to give or deli- ver aby up, or to hand him over, to j., προς τους δικαστάς άγειν τινά. TT Meton. : the person exer- cising or practising justice, i. e. judge] Υιό. A chief j., άρχιδι- καστής, οΰ, 6. δικαστών 6 πρώ- τος. JUSTICIARY. See Judge. JUSTIFIABLE, συγγνω- στός, 3. εύαπολόγητος, 2. Not j., αναπολόγητος, 2. See phrases under Justify. JUSTIFICATION, άπόλυ- σις, η. απολογία, ή. δικαίωμα, τό. δικαίωσις, η. He alledged for his j., άπολογού μένος εΤ,πεν. See Excuse. JUSTIFIER. Crcl. icith pres. partcp. of Justify. ^ JUSTIFY, άπολογεΐσθαι, άπολογίαν ποιεϊσθαι υπέρ or περί τίνος or προς τι. άπολύειν and άφιέναι (to absolve) τινά τί- νος, καθαρόν ποιεϊν τινά τίνος, διαδικαιοϋν (to defend as matter of right) τι and υπέρ τίνος. I am j.-d in doing this, θέμις μοι τούτο ποιεϊν. δίκαιος ε'ιμι ποι- εϊν τι. έζουσίαν έχω or έξονσία εστί μοι ποιεΐν τι. : to consider oneself j.-d, άξιούν. δικαιούν. TT To make good] έπιδεικνύναι τι (c. partcp.). πιστούσθαι, βε- βαιούν τι. πίστινπαρέχειντινί. All my predictions are j.-d by the event, πάντα εκβέβηκεν a προεΐπον. JUSTLE, ώθεϊν, ώστίζειν. JUSTLY, δικαίως. ορθώς, προσηκόντως, ε'ικότως. κατά το εικός. To act or proceed j. to- wards or by aby, τά δίκαια ποι- εΐν περί τίνος, δικαιοπραγεΐν προς τίνα : very j., λόγω τω (356) δικαιοτάτω or τώ δικαιοτάτω λόγω (of legal claims), δικαίως και προσηκόντως : he was very j. loved, ηγαπάτο και πάνυ προσηκόντως. JUSTNESS. See Correct- ness. JUT (out). See Project. JUVENILE, νεαρός. 3. νεανι- κός, 3. See Young, Youthful. To be of a j. disposition, νεάζειν, υεανισκεύεσθαι. νεανιεύεσθαί^β latter in a reprehensible sense) : a j. act, νεανίευμα, τό : a j. dress, παιδικόν Ίμάτιον, τό : j. amuse- ment or pleasure, τά εν παισί καλά. JUVENILITY. See Youth, YOUTHFULNESS. JU.XTA -POSITION. Crcl. with εχεσθαι αλλήλων, προσ- φύεσθαί τινι. In j., εζης. See ' Side by side.' Κ KALE, κράμβη, η (g. t.). KALI, νίτρον, τό (g. t. for natron, soda, potass). KEEL, τρόπις, ιδος, and εως, η. τροπιδεϊον, τό (PL), στείρα, η (poet.), στείρωμα and στερέω- μα (Theophr.), στνριγμα, τό. The props or stays on wch the k. is laid (viz. in building a ship), δρύοχοι, oi : to lay the k., τρό- πεις θέσθαι (Plut.), τροπιδεΐα καταβάλλεσθ αι (Plat.) , and δρυ- όχους τιθέναι (propr. and fig., e. g. δράματος, of a new play. Aristoph.). To build a ship fm the k., εκ δρυόχων ναυπηγεϊσθαι (Polyb.). KEEN. See Eager, Sharp. KEENNESS. See Eager- ness, Sharpness. KEEP, v. TT (Trs.)] φυλάσ- σειν. εχειν. σώζειν, διασώζειν. φρουρεϊν (as a castle, Sfc, and fig.), τηρεΐν. To k. for future use, δια-φυλάττειν, -σώζειν. θη- σαυρί'ζειν. άποτ'ιθεσθαι. άπο- κεΐσθαι (pass.). See to Hold, Guard, Preserve. TT Retain, not give up or lose] κατέχειν. εχειν. κεκτησθαι. περιποιεΐν (e. g. δύναμιν, Ίσχύν). διασώζε- σθαι (e.g. την ούσίαν, (o7ie"s pro- perty), μη άπυθυαυσθήνα'ι τί- νος, ΰπολείπεσθαί (mid.) τι (e. g. τάς ναύς, Hdt.). διατελεϊν εχυντάτι. διατηρεϊν τι. μή άφ- εΖσθα'ι τίνος, διαμένειν εν τινι. εμμένειν εν τινι (e. g. τοΊς ηθε- σιν). To k. one's opinion, της αυτής άει γνώμι\ς εχεσθαι. μη άφίστασθαι της γνώμης, την αυτήν γνώμην 'έχοντα διατε- λεϊν : to k. a resolution, ουκ έξ- ίστασθαι της προαιρέσεως : to k. in memory, εχειν τι διά μνή- μης, σώζεσθαι : to k. (= not break) one's word, &c, τηρεΐν, φυλάσσειν τι. εμμένειν τινι. έμ-, έζεμ-πεδούν, βεβαιούν τι: to k. secret, κρύπτειν τι. εν άπορρητω ποιεϊσθαί τι. Τι Το maintain by sustenance, repairs, £[C~\ τρέφειν, διατρέφειν τινά. πορίζειν τά επιτήδεια τινι. Το k. soldiers, servants, Sac, τρέφειν στρατιώτας, ΰπηρέτας : to k. horses, ιττποτροφεϊν. to k. house, οΊκονομεϊν : to k. a tutor for one's children, παιδαγωγόν έφ- ιστάναι τοις παισί : to k. by one's care, επιμελεΐσθαί τίνος : to k. in repair, σώον φυλάττειν, διαφυλάττειν. TT To retain in a state (with notion of coercion or restraint)] κατέχειν, κατείργειν τιι/ά, τι. To k. aby in subjec- tion, in order, πειθόμενον, κόσ- μιον, εύτακτούντα παρέχειν τιι/ά : to k. in check, κολάζειν : to k. aby to athg. ανάγκαζε iv, προτρέπειν τινά επί τι : to k. aby to his word, άζιούν τίνα ων ΰπέσχετο ποιήσαι. TT To pre- vent or withhold fm] κωλνειν (see HINDER), κατέχειν, έπέχειν τι. ϊσχειν, σχεϊν τού μή c. infin., e. g. τού μή πεσεϊν (gfi* usu.fut. σχησω, but Xen. An. 3. 5. 11. εξει τού μή καταδύναι), and without μη, e. g. "ισχειν τινά τού γράφειν. άπέχειν, έπίσχειν τιι/ά τίνος, παύειν τινά τίνος (make to cease fm). TT Phrases] Tok. holiday or feast ( Vid.), ποιεϊσθαι, έπιτελεΐν, άγειν εορ- την : to k. school, διδάσκιιν. παραδιδόναι τά γράμματα : to k. shop, πωλεΐν : to k. time (in dancing, <§"C.), ρυθμόν ύπάγειν (Aristoph.) : to k. one's bed, κλι- νήρη είναι : to k. ab) r in sus- pense, αίωρεϊν τίνα : to k. one's temper, κρατεϊν εαυτού, εγκρα- τή γίγνεσθαι (της οργής) : to k. counsel, άποκρύπτεσθαι. εν άπορρητω ποιεϊσθαί τι : to k. silence, σίγην άγειν : to k. or- der, εύτακτεϊν, κόσμιον είναι (of the subject), πειθομένους, εϋτα- κτυύντας παρέχειν τινάς (of the person commanding) : to k. com- pany with aby, προσφοιταν τινι. συνεϊναί τινι : to k. (such a place) to the right or left, if αρι- στερά, δεζια, άπείργειν (Hdt.). ές άοιστεράν χέρα (Hdt.), iv δεξιά (Time.) λαμβάνειν (e.g. τι)ν "Ιδην). TT (Intrs.) Not to spoil] σώζεσθαι. αφθαρτον μένειν, μή διαφθείρεσθαι (χρόνιο), παρα- μένειν, άρκεϊν (esply of provi- sions, 4r c •)• TT To continue in a state or action] εμμένειν τινι. διατελεϊν, διαγίγνεσθαι, or δι- άγειν ποιούντά τι. See CON- TINUE, ggp It is also expressed by the imperfect tense of the verb, e. g. they kept pushing each other off, διωθούντο (Time.) : and by έχων added to the verb, e. g. you k. talking nonsense, φλυαρείς or ληρεΐς έχων. To k. awake, άνθ- Ίστασθαι προς υπνον : not to be able to k. awake, ήττάσθαι KEE ύπνου. ^[ With ellipsis of '■one- self] E. g. to k. within bounds, μετρίων έχειν. τηρεϊν τό με- τρον. μετριάζει» : to k. clear of athg, φεύγει», φυλάσσεσθαί τι. ■πόρρω γίγνεσθαι, άπίχεσθαί τίνος : a trying to k. clear of each other, άυτιφυλακτη, η (Th.) : to k. at home, οικουρεΐν. % Com- pounds] To k. asunder or apart (trs.), διέχειν. διαλαμβάνειν. To k. AWAY (intrs.), μι) παραγίγνε- σθα'ι, άπολείπεσθαί, άποτάττε- σθαί τίνος : — fm aby, άττο- -φοιτάι/, -πηδάν τίνος, μηκετι προσιίναι tlv'l : — fm aby's lec- tures, άποφοιταν παρά τίνος (PL). To k. back (trs.), κατ-, επ-εχειν τι. κρύπτειν τι. Το k. DOWN (trs.), κατέχειν. κατα- ττιεζειν τι. See Depress, Hold down, Coerce. To k. in, see Restrain. To k. off (trs.), άμύ- νειν. άπαμύνειν. άπείργειν. άπ- ωθεϊν. στεγειι/, άττυστεγειν (fm aby, τινός) : to k. off flies, άπο- σοβεΐν τάς μυίας : — fm oneself, mid. of same verbs and άπο-τρέ- πεσθαί, -μάχεσθαί τι : to k. off famine, προφυλάττεσθαι λιμόν. διέχειν {intrs.). See Keep away. To k. off fm shore, πόρρω της γης πλεϊν. To k. OUT (= not allow to come in), κωλύειν της εισόδου, κωλύειν μη ε'ισελθεΐν. σκεπάζειν από τίνος (to guard agst) : to k. out water, στε'γειι/ (ύδωρ) and άποστέγειν. To k. TOGETHER, συνέχειν. To k. UN- DER, see to Keep down. To k. UP, κατυρθαϋν (propr. and fig.). διαφυΧάττειν (to guard). See to Uphold. To k. up with, δμαρτεΐν. KEEP, s. See under Fort, Fortress. Tf Sustenance, main- tenance] Vid. KEEPER, φύλαξ, ακος, δ. φρονρός, δ. δ φυλάττων. The k. of a flock or cattle, ποιμην, ενός, δ. θηρευτής, ού, δ (a game- keeper), ύλωρός, δ (a forester), επίτροπος, δ (he that is set over athg). K. of a prison, see Jailer. K. of a seal, σφραγιδοφύλαζ, ακος, Ό. KEEPING. 1 7%e act of keeping] τηρησις, η. άπόθεσις, η. To give in k., παρακατατί- θεσθαι. See to Deposit. H The keeping of animals] τροφή, η. "fi Congruity] In k., see Con- gruous, άρμόττων, προσήκων, ούσα, ov. Things veiy much in k., σφόδρα εικότα. KEEPSAKE, δώρον, τό. ξέ- νιον, τό (the thing given), μνη- μεϊον, μνημ,όσυνον, τό. μνήμα, τό. To give ahy athg for a k., κείαηλιον διδόναι τινί. KENNEL, δ των κυνών ση- κός. H Gutter] VlD. KERCHIEF. See Handker- chief. KERNEL, κόκκος, δ (of fruits, as pomegranate), and κόκκων, Wfps, ό. πυρην, ηυος, δ (of stone (357) KIL fruits), and όστοΰν, κάρυον, τό. See Stone, Pip, Seed, εγκάρ- διον, τό (pith, core, Vid.). Hav- ing no k., άπύρηνος, 2. "fl Fig. : the choicest of athg] άνθυς, τό. To get at the k., see Enucleate. KETTLE, λέβης, ητυς, δ. τρίπους, ποδός, δ. A copper k., χαλκεΐον, τό : in the shape of a k., λεβητώδης, 2. KETTLE-DRUM. See Drum (g. t.). KEY. ^ Propr.] κλείς, κλεί- δας, η. βαλανάγρα, η. To de- liver the k/s of the town, παρα- δοΰναι τάς βαλανάγρας των πυλών : a false key, κτλεϊ? παρα- πεπυιημένη, η. άντίκλεις, η. παρακλείδιον, τό : the keeper of a k., κλειδούχος, δ. κλειδοφύ- λαξ, ακος, δ : to keep athg under lock and k., ε'ίργειυ τι υπό κλεισι kuI θυρωροΐς (Plut.). *[} Fig. : entrance] πρόσ-, πάρ-οδος, ή (k. to a country), also πύλαι, αι. The place is the k. of Sicily, προσβολην έχει τό χωρίον της "Σικελίας (Thuc). "H The means of solution or deciphering] τεκμη- ριον, τό. To give the k. to athg, προσβιβάζειν επί τι. ύφηγεϊ- σθαι προς τι. % Key of a mu- sical instrument] κανών, όνος, δ (of a flute). KEY-HOLE, κλειθρία, η. KEY-STONE, άκρος λίθος, δ, της άψΐδος (of an arch). KIBE, χίμετλον, τό (chil- blain). KICK, ν. λακτίζειν, εκ-, άπο- -λακτϊζειν^μφοτεροις,τινϋώοΜ legs). A k.-ing horse, λακτιστης Ιππος : to throw out the leg to k., εκλακτίζειν σκέλος (Aris- toph.). KICK, s. λάκτισμα, τό, and Crcl. with verb. KID, s. έριφος, δ. τραγ'ισκος, δ. Κ. -leather, see Goat-skin. KID, v. τίκτειν. άποκνεϊν. KIDNAP, άνδραποδίζεσθαι. To be k.-d, άνάρπαστον γίγνε- σθαι. See folloivinq Artt. KIDNAPPER,' άνδραποδι- στης, οΰ, δ. ψυχέμπορος, σω- ματεμπορος, δ. To be a k., άν- δραποδίζεσθαι : to fall into the hands of a k., άνάρπαστον γί- γνεσθαι. KIDNAPPING, άνδραποδι- σμός, δ. άνδραπόδισις, η. ελευ- θεροπράσιον, τό. To carry on or be guilty of k., άνδραποδ'ιζε- σθαι. KIDNEY, νεφρός, δ. Like a k., νεφροειδης, νεφρώδης, 2 : disease of the k.'s, νεφρΐτις (νό- σος), loos, η : fat of the k., νε- φραϊον στέαρ, τό. στέαρ τό περί τους νεφρούς. KILL, άποκτείνειν and άπο- κτιννύναι, κατακτείνειν and κατακαίνειν, more seldom κτεί- νειν (all in the sense of taking away life), άναιρεΐν, φονεύειν (to slay), σφάττειν, κατασφάτ- τειν, άποσφάττιιν (to butcher, KIN massacre), θανατοΰν (to execute). To k. oneself, see Suicide. To be k.-d by aby, θνησκειν, τελευ- τάν υπό τίνος, and rendered by the passive of the above verbs. KILLER, φονιύς, έως, δ. See Slayer, Murderer, Homicide. KILN, πλινθεϊον, τό. To bake bricks in a k., όπτάν πλίν- θους. KIN. See Relationship, Re- lation. Next of k., άγχιστεύς, έως, δ. άγχιστα προσήκων, ούσα. KIND, s. 1ϊ Class] γένος, τό. φϋλον, τό. IT Of animals] τά των θηρίων φΰλα. See Species. Also είδος, τό. ιδία, η. Of all k.'s, or, every k. of, παντοίος, 3, or πας, πάσα, παν : every k. of struggle, of danger, &c, πάσα μάχη, πας κίνδυνος : all k. of obligations, πάντες αριθ- μοί του καθήκοντος. A k. of, εΤίόδ τί τίνος, i^• Crcl. with τις or oiov or ώσπερ, e. g. a k. of disinclination, αηδία tis, ΐάσπερ Ληδία τις : a k. of low- spiritedness or discouragement, ΐάσπερ δυσκολία : if a k. of sleep take place, ε'ι εστίν οΤ,ον ύπνος. Of the same kind, ομοιότροπος, 2 : of such (or such) a k., τοιού- τος, τοιαύτη, τοιούτο. See De- scription, Sort. KIND, adj. εΰνους, 2. ευνοϊ- κός, 3. ευγνώμων, φιλόφρων, 2. ευμενής, is. χρηστός, 3. φιλάν- θρωπος, 2. ευεργετικός, 3 (bene- ficent), πράος or πραύς, εϊα, ν (mild, gentle), 'ίλεως, 2 (chiefly of the qods). KINDLINESS, φιλοφροσύ- νη, η. See KINDNESS. KINDLY, αφ". See Kind, «ft Adv.] Fm the Adj. K. disposed, φιλάνθρωπος, 2. ευεργετικός, 3 (charitable). See Kind. To treat aby k., or behave k, towards him, φιλοφρονεισθαί τίνα. φι- λικώςπροσφερεσθαί(ρα88.)τινι. φιλία χρησθαι περί τίνα : to be k. disposed towards, entertain k. feelings, to aby, εύνο'ικώς έχειν τινί or προς τίνα : he has acted very k. towards me, πολλά εύηρ- γετησί με. πολλά αγαθά εποί- ησέ με. KINDNESS, φιλοφροσύνη, φιλανθρωπία, πραότης, χρη- στοτ))5, ητος, εύμενεια, εύνοια, η. See under Kind. To treat aby with k., to show k., see Kind- ly. KINDRED, f Propr.] συγ-, εγ-, and δμο-γενης (poet.), ες. ομαιμος,2. οικείος, h and 1. κοι- νός, 3. See Kinsman, Relation. "ff Impropr. : bearing marks of similarity] δ, h, τό εγγύς or σύν- εγγυς, αδελφός, προσκείμενος, όμοιος, 3. παραπλήσιος, 2 and 3. See Akin, Related. KINE. See Cow % KING, βασιλεύς, δ. βασιλεύ- ων, οντος, δ. αναζ, ακτος, δ (poet.), δεσπότης, ου, 6. τύραν- KIN νος, 6. To be a k., βασιλεύειν. τυραννεύειν (c. gen.) : like or of a k., see Kingly, Royal. The k.'s palace, βασιλείου, τό, or more usually in pi. βασίλεια, τά. KINGDOM, βασιλεία, η. άρ- \ χη, τι. The heavenly k., or k. of heaven, Vid. t KINGFISHER, άλκνών,όνος, 6 (' alcedo hispida'), άλκυονίς, ίδος, η (a young or female k). κηρύλος and κειρύλος, δ (prps the male k.). KINGLY, βασίλειο*, 2. βα- σιλικό*, 3. ό, ν, τό του βασι- λέως. See Royal. KINGSHIP, βασιλεία, η. τό βασιλικού αξίωμα. KINSFOLK, οι συγγενείς, οι προσήκοντες (τω γένει, in α collateral line), οι οικείοι {of any degree), γένος, τό (in a direct line). See next Art. KINSMAN. Crcl. withadjj. συγγενής, 2, -προσήκων (with or witliout τω γένει), αναγκαίος, οικείος, 3. επιτήδειος, 2 (of or to aby, τινί). A near k., εγγύς προσήκων τω γένει : to be near k., άγχιστεύειν : a k. only in name, ονόματι μόνον προσήκων. KINSWOMAN,ouc £ iaor CT i/y- γενης γυνή, ή. γυνή προσήκουσα τω γένει. KISS, ν. φιλεΐν (with or with- out τω στόματι). καταφιλεΐν. To k. the ground, προσκυνεϊν την γήν : to k. one's hand (in saluting aby), φίλημα δια της χειρός or των δακτύλων πέμ- πειν τινί. προσκυνεϊν τίνα τϊ} χειρί. KISS, S. φίλημα, τό. στομά- τιον, τό (used in common life or by way of joke). To give aby a k., φιλεΐν τίνα or φιλεΐν τίνα τω στόματι. ΚΐΤΟΗΕΝ,μαγ£ ΐ/οεΐοι>, ότΓτά- νιον, τό. Ίπνός, ό. K.-work, τά περί την όψοποιίαν. μαγειρικά έργα, τά : k.-utensils, μαγειρι- κά σκεύη, τά : k.-herb, λάχανου, τό : k.-wood, ξύλα τά προς την όψοποιίαν. φρύγανα, τά : k.- boy, ό τοΰ όψοποιοΰ υπηρέτης : k.-knife, κοπίς, ίδος, η : k. salt, αλες, ols χρώνται περί την όψοποιίαν: k.-dresser, έλεόν,τό. έλεος, 6 : k.-garden, λαχανιά, η : k.-stove, εσχάρα, η. ίπνός, 6. KITE (=milvus), Ίκτίν, ΐνος, 6. ίκτΐνος, δ, also τριόρχης, ου, 6. KITTEN, ό της αίλουρου σκύλαξ. A young k., αίλουρος άρτίτοκος, -η. KNACK (mechanical dexteri- ty), WXavn, τέχνη, η. μηχάνη- μα, τέχνημα, παλάμημα, τό. To use a k., have a k., in doing athg, παλαμάσθαι. μηχανάσθαι : I have the k. of athg, εύπετως προχωρεί μοί τι. See DEXTE- RITY. KNAPSACK, πήρα, άσκο- πήρα,η. σακκοπηρα,η. γυλιός, ό (along-shaped wallet. Aristoph.). (358) ΚΝΙ κίβισις, η (Hes., said to be a Cy- prian word). To pack or make up one's k., συσκευάζεσθαι ως επί την πορείαν. KNAVE, πανούργος, 6. άπα- τεών, ωνος, 6. κακούργος, 6. An arrant or thorough k., κόβαλος (coupled with αγοραίος και παν- ούργος, Aristoph.). πονηρόν άν- θρώπιον, τό. κάκιστος, 6 : a sorry or poor k., ταλαίπωρος, σχέτλιος, άθλιος, δ : to show oneself a k., κακόν φαίνεσθαι : to cut out a k., προς Κρητα κρη- τίζειν (prov. z=diamond cut dia- mond, Greek meets Greek). A trick or act of a k., see next Art. To act like a k, παν-, ραδι-ουρ- γεΐν. κοβαλεύειν and κοβαλι- κεύειν : to act like a k. towards aby, καταπανουργεύεσθαί τί- νος. KNAVERY, πανουργία, Ji. κακούργημα, πονήρευμα, τό. ρα- διούργημα, τό. κακουργία, άν- αισχυντία, κακοήθεια, η. Im- pudent k., κοβαλεία, η. κοβαλί- κευμα, τό: to commit k., see Knave. KNAVISH, παν-,κακ-οΰργος, ραδιουργός, 2. πανουργικός, 3. κακοήθης, ες. απατηλός, 3. Το act in a k. manner, see Knave. A k. trick, see Knavery. KNEAD, δέψειν. μάττειν. όργάζειν. φυράν and φύρειν. The act of k.-ing, οργασμός, δ. φύρσις, η. KNEADING-TROUGH, κάρδοπος, η. μάκτρα, η. KNEE, γόνυ, γόνατος, τό. To bend the k., γόνυ κάμπτειν. γουυπετεϊν (Polyb.) : to embrace aby'sk.'s, καταλαμβάνεσθαιτών γονάτων, ικετεύειν τινά προς των γονάτων : to fall or throw oneself at aby's k.'s, προσπί- πτειν προς τά γόνατα τίνος, ίκέτην προσπίπτειν τινί: to be on one's k.'s, καθησθαι εις τά γόνατα : to bend one's k.'s be- fore aby, προσκυνεϊν τίνα : to come down on one's k.'s, ύπολύ- εταί μοι τά γόνατα: having the k.'s bent inward, βλαισός, 3 : with one's k.'s bent, γνύξ. See to Kneel. K.-pan, έπιγονατίς, ίδος, η. κόγχη, η. μύλη, η : the hollow or hinder part of the k, ίγνύα, -η. KNEEL, καταπίπτειν εις τά γόνατα, καθησθαι εις τά γόνα- τα. To k. on athg, έρείδειν τό γόνυ επί τίνος or επί τινί : to k. on (the nape of) aby's neck, έρείδειν τό γόνυ κατ ίνίου τι- νός (Horn.) : to k. before aby, προσκυνεϊν τίνα. See KNEE. KNIFE, μάχαιρα, η. κοπίς and καινίς, ίδος (Lucian), η. έγ- χειρ ίδιον, τό. A k. for carving (wood, &c), σμίλη, η : a small k, μαχαίριον, μαχαιρίδιον, τό : the handle of a k., η της μαχαί- ρας λαβή : the blade of a k., τό της μ. πέταλου : the back of a . k., τό άνω και πλατύ της μ. : a KNO dealer in k.'s, μαχαιροπώλης, ου, δ : one that manufactures k.'s, μαχαιροποιός, δ. KNIGHT, ίππεύς, έως, δ (as civil rank among the Greeks and Romans), άνηρ ώς φιλόκαλός τε και φιλόπονος τιμώμενος (in the middle ages), ιππότης, ου, δ (mod. Greek, a k. of an order). The class, rank, or order of k.'s, ίππάς, άδος, η. Ιππικόν τάγμα, τό : the order, η τών ιππέων τάξις, οί ιππείς, έων : to be- long to it, ϊππάδα or εις ϊππά- δα or εις τους ιππέας τελεϊν. KNIGHTHOOD. See under Knight. KNIT, πλέκειν. χηλεύειν. See Net, Plait. To k. a net, ύφαί- νεϊν θήρατρον : k.-d, χηλευτός, 3. ΤΙ Fig.] To k. one's brow, α'ίρειν, έπαίρειν, or άναστταν or συνάγειν τάς όφρΰς. άνασπάν τό μέτωπον. συνοφρυοϋσθαι (pass.), σκυθρωπά'ζειν. Alsoao- στέλλειν τάς όφρϋς. With his (her) brow k.-d, or with a k.-d brow, σύνοφρυς, υος, δ, η. KNITTING (the act of), χή- λευσις, η. πλοκή, ή• KNITTING-NEEDLE, χη- λή, V. συμβυλεύς, έως, δ. Το work with a k., see to Knit. KNOB, ομφαλός, δ (anyround object or a point), κορών is, ίδος, ή (as ornament, e. g. on the top of a pinnacle), τύλο*, ό (as callo- sity; whence τυλωτσ'δ, knobbed). KNOCK, v. % (Trans.) To hit] κόπτειν (g.t.). παίειν,έλαύ- νειν, τύπτειν (to strike., give a blow, Qc, e.g. δόρατι). τρίβειν, συντρίβειν, κατατρίβειν. To k. furiously, άράσσειν (e.g. θύραν, at the door). % (Intrs.)] πταί- ειν προς τι. προσπταίειν τινί or προς τι. προσκόπτειν, προσ- κρούειν τινί (to k. agst athg). To k. with one's foot against athg, προσπταίειν or προσκόπτειν or προσκρούειν πόδα τινί. If To k?iock at] κόπτειν, κρούειν (athg, τι, e. g. at the door, τάς θύρας, θυροκοπεϊν). "[[ To knock down] καταβάλλειν. βάλλειν προς τό 'έδαφος (to the ground), κατωθεϊν, άπωθεϊν, άναστρέφειν (to push down, to upset). U To knock in] συγκόπτειν. διαρρηγνύναι. συν- τρίβειν. To k. in the door, έκ- κόπτειν πύλας, θύραν. έκβάλ- λειν την θύραν : — aby's skull, συντρίβειν, καταγνύναι τό κρα- νίον. *|| To knock off] άποκρού- ειν. παρατρίβειν. ΐί To knock out] έκκόπτειν, έκκρούειν. έξ- αράσσειν τί τίνος (athg out of aby). ΤΙ To knock up] καταπο- νεΐν τίνα (by ivorking him). To be k.-d up, άπειρηκέναι. κάμνειν, άποκάμνειν : k.-d up, κατάπο- νος, 2. άπειρηκώς, υΐα, ός. KNOCK, s. Crcl. with verb. To give aby a k. with athg, έν- σείειν τινί τι (with person in dat. and thing in ace, e. g. ένσείειν τινί δοκόν). To give a k. at the KNO KNO LAB door, κρούεινοτ κόπτειν τάς θύ- ρας. KNOCKER (at the door), ρό- προν, το. Sts λύκος, or κόραζ, a/cos, ό (fm its shape). KNOCK KNEED, γονύκρο- τος, 2 (Aristot.). βλαισός, 3. KNOT, s. ά/χμα, τό. To tie a k , ξυνάγειν or ποιεΐσθαι αμμα. κάθαμμα, τό (a tied k.). έκφυ- μα, το, and γόγγρος, 6, and κρο- τώνη, η (an excrescence on plants), also γόνυ, γόνατος, γυνάτιον, τό. See Joint and Geniculation. That has k.'s (of plants), γογ• γρώδης, 2. KNOT (to tie in a h.), v. συν- άγειν or ποιεΐσθαι αμμα. See to Tie. KNOTTY (of plants), yoy- γρώδης, 2. H Fig.] See Intri- cate. KNOW, γνώναι (g. t.). επ- «στασθαι (opp. to conjecture or entertain an opinion, also = to k. how to), είδεναι (olSu) (with ref. to facts, mly of mediate know- ledge), συνειδέναι (of immediate knowledge or conscioiisness) . γνω- ρίζειν (noscere, cognoscere, to be or become acquainted with, e.g. the properties of persons or things), ξ^ΐί* Collateral expressions, μεμα- θηκέναι, πεπυσμένον είναι and παρειληφέναι (to k. by informa- tion of others). To get to k. aby, λαμβάνειν πεΐράν τινο^ (οίο? εστί την χΐ/υχην). Not to k. aby, μη είδεναι τινά 'όστις εστί : not tok. aby's father, μη είδεναι τον πατέρα, 'όστις εστί τυΰ και του : not to k. athg, άγνοεΐν τι. απείρως εχειν τινός, άνεπιστή- μονα είναι τίνος. See IGNO- RANT. To k. a person only so far as to — , τοσούτον μόνον γιγνώ- σκειν τινά όστις εστίν, όσον c. infin. To k. (= recognize) aby or athg,-y ιγνώσκειν, επιγιγνώσκειν τι, τιι/ά (οποίος tis εστί) : to k. aby by his voice, γνώναι τίνα τη φωνή ό'στι? εστίν : to k. aby personally, κατ όψιν έντετυχη- κέναι τινί. Tok. nothing (z=make no account) of danger, μή διδόναι λογισμω τους κινδύνους : to k. no bounds, μηδέν ολίγον ποιεί ν (Aristoph.) : you k., but pretend not to k., οΊσθα, άλ\' άκκίζει (PI.) : to k. accurately, εξεπ- ίστασθαι, σαφώς επίστασθαι, ακριβώς είδεναι τι, or with par- tcp.: to k. well, ευ, σαφώς είδε- ναι, ουκ άγνοεΐν with partcp., or οτι, ώς — : to k. by heart, see Heart. I don't k., ουκ όίδα. αγνοώ, φεύγει or διαφεύγει or λανθάνει με : — what to do, ουκ εχω ό τι χρίι ποιεΐν : — which Way to turn, ουκ εχω όποι τμά- πωμαι : do you k. what to do ? οίσυ" ό τι δράσον ; k. (= be as- sured) that, ευ "ισθι, ότι. ούτω γίγνωσκε, ώς with gen. absol. : who k.'s whether — ? τις οίδίν εΐ — ; I don't k. whether, απο- ρώ πότερα. God k.'s ! ίστω (359) Ζευς. μάρτυς έστω θεός. θεός επιμαρτυρεΐ. θεοί ζυνίστορες (God, or heaven, is witness). God k.'s what misfortune, τι κακόν ουχί : this happened, heaven k.'s how, πέπρακται ταΰτα οπωσδή- ποτε. God, or heaven k.'s why, may also be expressed by ό τι πα- θών, μαθών, e.g. what do I de- serve to suffer because (God k.'s why) I did not keep quiet, τι άξιος ε'ιμι παθείν, ό τι μαθών ησυχίαν ουκ ηγον (PL). It is well known that he tells lies, ουκ αγνοείται υπό τών ανθρώ- πων ψευδόμενος. To k. about (be privy to) athg, συνειδέναι τι: without the others k.-ing athg about it, άσυνειδητως τοις άλ- λοις : without k.-ing, άγνοών. ουκ είδώς: without k.-ing it (=.being awareofit), I am in possession of athg, λεληθα εμαυτόν έχων τι : without such a person's k.-ing it, λάθρα, κρύφα τινός, λανθάνων τινά. I k. that I am mortal, οΊδα θνητός ών. I k. I have done wrong, γιγνώσκω εμαυτόν άδι- κήσαντα. To make athg known to aby, δηλοΰν τινί τι. άνακοι- νοΰσθαί τινί τι : he k.'s that himself best, that is best known to himself, τούτο αυτός άριστα σύνοιδεν εαυτω : as far as I k., όσον γ' εμε είδεναι. KNOWING, adj. See Cle- ver, Intelligent. *|[ Shrewd] E. g. a k. fellow, άλώπηζ, εκος, KNOWINGLY. See Intel- ligently. KNOWLEDGE, γνωσις, fj (g. t.). τό είδεναι. επιστήμη, η (acquired k., esply practical k. of how to do athg). μάθησις, η, and μάθημα, τό (k. as learnt), α'ίσθη- σις, η (perception), εμπειρία, η (experimental k.). To convey to aby a k. of athg, bring athg to his k. or cognizance, δηλοΰν τινί τι. διδάσκειν τινά τι : to come to aby's k., α'ίσθησιν παρέχειν τινί. φανεοόν γίγνεσθαι τινι : to im- part to aby a k. of athg, άποδεΐ- ζαί τίνα επιστάμενόν τι. ποι- εΐν τίνα σοφόν τι : to be beyond aby's k., διαφεύγειν την γνώ- σιν : to detect much excellent k. in aby, πολλά και καλά επι- στάμενόν εύρίσκειν τινά : to en- rich one's mind with k., επιστη- μαςεμποιείντη φνχη: endowed with k., επισταμένος πολλά, πολυμαθης, 2. See EXPERIENCE, Dexterity. Without aby's k., λάθρα τινός, κρύφα τιι /os. μη συνειδότος τινός : with inten- tion and k., εκ προθέσεως, έζ- επίτηδες. άπό γνώμης : with- out aby's will and k., άνευ τινός, άκοντος τίνος : to my k., όσον γ' εμε είδεναι (i.e. as far as I know). KNOWN, γνωστός, 3. φανε- ρός, 3, δήλος, 3, and επιφανής, 2 (that wch is clear, in contradistinc- tion oftvhat is hidden ; hence also =.brilliant, famous), γνώριμος, 2. διά-, and εκ-πυστος, 2. General- ly or universally k., πασι φανε- ρός; 'weM-L•., εϋγνωστος,2 : thek. world, η οικουμένη (sc. γη) : the best of all we k., τό άριστον ών "ισμεν : to make k. (to bring to aby , scognizance),φavεpόvπoιεΐv, δηλοΰν, άπαγγέλλειν, εκφαί- νειν τι τινι. έκφέρειν τι προς τίνα : to make publicly k., προ- αγορεύειν (προειπείν). προτι- θέναι and άποδεικνύναι : to be- come k., or come to be k., φα- νερόν or εμφανή γίγνεσθαι, δηλοΰσθαι, γιγνώσκεσθαι (to come to aby^s knowledge), γνώρι- μον καθίστασθαι (καταστηναι) : to attain reputation, to make one- self k., by athg, δόζιιν or κλέος λα- βείν, or όνομα γίγνεταί μοι άπό τίνος, εκ τίνος : to make oneself k. to aby, see 'to become Ac- quainted.' To be k. as aby or as athg (i. e. as such or such), φα- νερόν είναι or φαίνεσθαι (pass.), or δηλον είναι with partcp., e. g. he is k. as a sober-minded man, φανερός εστίν ό άνηρ σωφρό- νων : he is k. to every one as a man of integrity, προς πάντων ομολογείται χρηστός είναι. KNUCKLE, άρθρον,τό (g.t.). κόνδυλος, ό. LA ! inter}, ήνίδε ! Ιδού ! βα- βαί ! LABEL, s. γραμματίδιον or χαρτίον, τό, προσ- or συν-ημ- μένον τινί, or εζημμένον (εκ) τινός. LABEL, v. Crcl. by σημει- οΰν or παρασημαίνειν with the subst. LABIAL (letter), τό διά τών χειλέων προφερόμενον αφωνον. LABORATORY, εργαστή- ριον, τό. LABORIOUS. «J! Subjectively] See Industrious, έργαστικός, 3. έθελό-, φιλό-πονος, ταλαίπω- ρος (much enduring). To lead a 1. life, ταλαιπωρεϊν. "[[ Objectively] επίπονος, 2. πραγματ-, έργ- } καματ-ώδης, ες. μοχθηρός, 3. It is 1., έργον εστί. LABORIOUSLY, σύν πό- νω. επιπόνως. πονών, ταλαί- πωρων, οΰσα, οΰν. Veryl., τΓο- λυπόνως. μάλα μόγις. σχολτ}. χαλεπώς. χαλεπώς και μόλις. LABORIOUSNESS. f Sub- jectively] See Industry. "Jf Ob- jectively] τό επίπονον. χαλεπό- της, ητος, η. τό πραγματώ- δες. LABOUR, s. if Activity, ex- ertion of one's poivers] πόνος, b (g. t.). έργον, τό (ivork). πράγ- ματα, τά (business, atlig that re- quires activity), πραγματεία, η LAB (endeavour to carry aihg into ef- fect), κάματος, 6. μόχθος, b, and ταλαιπωρία, η (exhausting work, requiring much endurance), δια- πόυημα, τό. επιμέλεια, η (work or occupation combined tvith care). Agricultural labour, τα κατά τον άγρόν 'έργα : athg requires a good deal of 1., εστί τι πολλού πόνου : to be fond of 1., φιλοπονεΐν : that is fond of 1., φιλόπονος, 2 : without 1., άπονος, άμοχθος, άτιιλαίπωρος, 2 : with little 1., άκονιτ'ι. ευπετώς. ούχαλεπώς; only by the greatest 1., χαλεπώς και μόλις. ^| With ref to child- biiih] ωδίν or ώδίς, ΐνος, η. τό- κος, 6. λόχος, 6. λοχεία, η. Το be in 1., ώδινάυ, ώδίνειν : having an easy, hard 1., εύ-, δύσ-τοκος : to have it, εν-, δυσ-τοκεϊυ. LABOUR, v. πονεΐν. εργά- ζεσθαι, 'ipyov ποιεϊσθαι (to be at work, do some icork). άπο- τείνεσθαι διατείνεσθαι (to ex- ert oneself), επευτείυειυ. ίσχυ- ρίζεσθαι (to exert one's physical Strength, $. λα- γνεύειν. μαχλεύειν and μαχλάν. LASCIVIOUSNESS, λα- γνεία, ή. μαχλοσύνη, V. LASH, s. μάστιξ, ιγος, ν (as instrument), μάστιγμα, τό (in the abstmct, I. as inflicted). LASH, v. μαστιγούν, διαμα- στιγοΰν. δέρειν, εκδέρειν. LASS. See Girl. LASSITUDE. -See Languor, Weariness. LAST, s. (a shoemafars), κα- λάπους or καλόπους, ποδός, b. καλοπόδιον, τό. Let the shoe- maker stick to his 1. (prov.), 'ip- δοι tis ην 'έκαστος είδείη τε'χ- νην. LAST, adj. 'έσχατος, 3 (with ref. to space, time, and rank), ύστατος (chiefly with ref to time), τελευταίος, 3 (with ref to time and space). For the I. time, το ύστατον. τό τελευταίοι/, το έσχατοι; : to pay aby the 1. ho- nours, τά νομιζόμενα ποιεΐν τινι : 1. year, εν τω πρόσθεν έ'τει. <7τε'ρυσι(ν) : the 1. but one, όευτερε'σχατοϊ, 7ταρεσχατο5, 3. LAS LAT LAU ο προ του εσχατον or του ύστατου, παρατελευταΐος, 3, and παρατέΧευτος, 3: the 1. syl- lable, see Final. L. of all came, or were drawn up, the heavy- armed, τελευταίοι τεταγμένοι η σαν οι δπΧΐται : 1. of all comes (is situated) Italy, εσχάτη κεί- ται η 'Ιταλία : he came 1., ύστατος προσηΧθεν : to come to the 1. (degree, &c), 7rpos την τελευτην ηκειν : to the 1. (= extreme), ες τό εσχατον. ες το έσχατα, εσχάτως : to he in the 1. degree of misery, είναι εν ταϊβ εσχάταις άπορί- ais. τα έσχατα πάσχίΐν or εσχάτως διακεΐσθαι : to reach the 1. degree in or of athg, έπ' εσχατον έλθεΐν τίνος : to take to the 1. resource, to resort to the 1. expedient, περί ψυχής or περί εαυτού τρέχειν : to the 1. degree, is τό εσχατον, εσχάτως. See Extreme, Extremity. At LAST, χρόνω. ηδη. δη. δια πολλού (χρόνου). Atl. then, χρόνω ποτέ. ηδη δη : you will praise me at 1., χρόνω συ μ' αινέσεις. LAST, υ. % To continue to be or exist (with ref. to a certain state)] μένειν, δια-, πάρα-, συμ-, κατα-μένειν. διατιλεΐν δντα. μη παύεσθαι (pass.), διαγίγνε- σθαι, or simply γίγνεσθαι or εί- ναι. So long as the lawsuit l.'s or is carried on, εω? αν η δίκη γένηται. ^ With ref. to dura- tion] Ε. g. to 1. a long while, χρόνιον γίγνεσθαι, χρονίζειν. IT To remain in its integrity] άντ- έχειν. καρτερεΐν. Ίσχυαν, σώ- Ιεσθαι (pass.). ^ To hold out] καρτερεΐν. The rain l.'s, ό ύετός ού λήγει : the rain l.-d also the following day, και ttj ύστεραία ύετός ην. See to CONTINUE. LASTING, f Of bodily things] ισχυρός, 3. στερεο'5, 3. To be 1., Ίσχύειν. IT With ref. to any state or condition] βέβαιος, μόνιμος, έμμονος, 2. άσφαλ?;5, is. To be Ι., μένειν, συμμένειν. μόνιμον or βέβαιον είναι: a 1. condition or quality, βεβαιότης, στερεότηρ, η. ασφάλεια, η. LASTLY, τελθ5. τό τέΧος. τελευταίοι/, τό τελευταίοι/, τό ύστατο*, ίίστατα. Also Crcl. by τεΧευτωρ, ώσα, ων. L. I would remark, τελευτών δε ηδη Χέγω. αποπαυόμενος ηδη Χέγω. LATCH, prps έπισπαστήρ, ηρος, ο (Hdt). LATCHET, Ιυγόν, τό (the cross-straps of sandals), ηνία, η. ιμας, αντος, ό. LATE, adj. όψιος, 3. βραδύς, εια,υ. υστερίζων, ούσα, ου. La- ter, ύστερον γιγνόμενος, 3. επι- 7ίγνόμενος, 3. 6, ?';, τό μετά ταύτα or ύστερον. To come 1., όψίζειν : to come too 1., ΰστε- ρίζειν.^ the 1. fruit, οφιοι καρ- ποί,^ οι : of 1., νεωσ'τί. άρτι. αρτίως : quite of 1 εναγνος : (362) it happened quite of 1., ύπό- γυιόν έστιν εζ ου : only of 1., χθες τε και πρώην : 1. in the day, άμφι δείΧην όψίαν. See Adv., next Art. IT Former] δ, ν, τό πρόσθεν, δ ων, δ πριν γενόμε- νος (that has existed in time past). The 1. commanders, οι πρόσθεν άρχοντες : the 1. misfortune, η πριν γενομένη συμφορά, ^gj* ' Late * is also expressed by com- pounds with όψι. That learns at a 1. period of life, όφιμαθής, 2 : l.-blossoming, όψιανθής, 2 : L- born, όφιγενής, is, and όφίγο- νος, 2 : tbat becomes prudent at a 1. period of life, όφίνους, 2. LATE, adv. όψέ. άωρ'ι. βρα- δέως. L. in the evening, βαθεΐα εσπέρα, η : 1. in the day, όφε της ημέρας. See the preceding Art. LATELY. See ' of late,' un- der Late, adj. LATER (comparat. o/late). *IT Subsequent] ύστερον γενόμε- νος, 3. ό, η, τό ύστερον or έζης. έπιγιγνόμενος, 3. ^1 With ref. to time] χρόνω ύστερον, or sim- ply 'ύστερον, μετάταϋτα. μετά δέ. μετά δε τοΰτο. εκ δε τού- του (all in an adverbial sense = hereafter). Somewhat 1., or a short time 1., όΧίγω ύστερον, βραχεί χρόνω 'ύστερον. LATENT, κρυπτός, κρυφαΐ- ος, κρύφιος, 3. αφανής, ες. άδη- Χος, 2. άποκεκρυμμένος, 3. Το be 1., κεκρύφθαι, άποκεκρύφθαι. Χανθάνειν. LATERAL (relating to the side of athg), πΧάγιος, 3. See Side. A 1. direction, άπόκΧισις, fj. άπόνευσις, η : to take a 1. direc- tion, άττοκλίυειι/, εκκΧίνειν. άπο- νεύειν. LATH, κάμαζ, ακος, η. χά- ραξ, ακος, δ and η. πέταυρον, τό. The l.'s supporting the tiling of a roof, στρωτηρεβ, oi. LATHE, prps τορνευτήριον, τό. τόρνος, δ (i. e. tlie iron in- strument). To turn on a 1., τορ- νευειν. LATHER, κονια σάπωνα- ρικη, η. LATHER, v. ρύμματι σμην. LATIN, 'Ρωμαϊκός or 'Ρω- μαίος, 3 (adj.). Λατίνος, ό (an inhabitant of Latium). L. (as lan- guage), η τών 'Ρωμαίων γλώτ- τα : a L. scholar, one who under- stands L., άνηρ έμπειρος ων της τών 'Ρωμαίων γλώττη?. LATITUDE. U Breadth] Υιό. If In geometry and astronomy] επαρμα, τό. H Fig. ■=. extent of capacity] It is beyond or out of your 1., τούτων ουδέν σοι προσήκει, αδύνατος γε εΐ ταύ- τα ποιεΐν. μείξω ταύτα η κατά σε. ^Τ Fig. : ορρ. to strictness] Ε. g. to allow oneself some 1., ττλατύι/εσθαι. τό ακριβές ού πάνυ σπουδά"ζειν. ουκ άκριβο- Χογεΐσθαι : to be taken with some latitude, ούχ ώστε δι' ακρι- βείας, αλλ* άνειμενως πως, ti- ρησθαι. LATITUDINARIAN. Crcl. την άκρίβωσιν τών περί τά θεϊα δογμάτων ού διώκων or σπου- δάζων. LATTER. IT Later] Vid. The 1. part of athg, τελοβ, τό τελευταίοι/, τελευτώυ (ώσα, ών). παυόμενος (η, ον), Χήγων, ούσα, ον (relating to the conclu- sion of any act or action). To- wards the 1. part of the month or year, τελευτώί /Tos τοΰ μη- νός, του ενιαυτοΰ : to approach the 1. portion of one's life, προς τερματι τοΰ βίου είναι : towards or at the 1. part of the day, άμφι δείΧην όφίαν. LATTERLY, άρτι, άρτίως. νεωστί. See ' of Late.' LATTICE, s. κιγκΧίς, ίδος, η. περίφραγμα, τό. περιφραγή, τι. To surround a place with 1.- work, κιγκλ'ιδα περιβάΧλεινχω- ρίω. See Grate. LATTICE-DOOR, κιγκΧίς, ίδος, η. δικτυωτή θύρα, η. LATTICE -WINDOW, δι- κτυωτή θυρίς, η. LAUD. See to Celebrate, Extol, Praise. LAUDABLE, επαίνου άξιος, 3. ά£ιε•7ταιι/05, 2. επαινετός, 3. δόκιμος, 2. m LAUDATORY. L. speech, έπαινος, δ. έγκώμιον, τό : to say something 1. respecting aby, επαι- νον Χέγειν επί τινι. επαίνους ποιεΐσθαι επί τινι or περί τί- νος (respecting athg, επί τίνος) : to speak in a 1. manner of athg, εγκωμιάζειν τι. LAUGH (A or the), s. γέΧως, ωτος, δ. τό γελάν. With a 1., συν γέΧωτι. γεΧών, έπιγεΧών, ώσα. γεΧάσας,επιγεΧάσας,ασα. To produce a 1., γέλωτα ποιεΐν or κινεΐν. See Laughter. To suppress a 1., κατέχειν τον γέ- λωτα : I can't suppress a ]., ού δύναμαι κατέχειν τό μη γελάν, εμπίπτει μοί τι γέΧωτος : a 1. by way of courtesy (i. e. simply because others are laughing), γε- ΧοωμιΧΊα, η (AnthoL). LAUGH, v. γελάι/. άγειν γέ- λωτα. To 1. at athg, γελάν επί τινι. επιγελάν τινι. έγγεΧάν τινι : to 1. at aby, γεΧάν επί τινι and καταγελάν τίνος (to mock by l.-ing). γελάν διά τίνα (because of his doing athg laugh- able) : aby or athg is l.-d at, γε- λάταί tis or τι. γέλως γίγνε- ται επί τινι : to 1. aloud, άνα- γελάν. πολύν γέλωτα ποιεΐ- σθαι. άναπαγχάζί ιν : to 1. bit- terly, grimly, Σαρδάνιον γε- Χάν. to 1. secretly or in one's sleeve, γεΧάν εφ" εαυτω : I am obliged to 1., can't help l.-ing, έγέλασα : without l.-ing, αγέ- λαστο?, 2 : to make aby 1., γέ- λωτα παρέχειν τινι. γέΧωτα έζάγειν τινός : to feel inclined to 1., γελασείειν : to 1. till one's LAU LAW LAW 6ides split, άττοττνιγηναι τω γέ- λωτι or υπό τόϋ γέΧωτος : to be half-killed, to die, with l.-ing, παραταθηναι γεΧώντα, γέλω- τι. εκθνήσκε ιν γέλωτι: to 1. till one is hoarse, άφαυανθήναι γε- λώι/τα : aby dies with l.-ing, γε- Χώντί τινι επιγίγνεται ή τε- Χευτή. LAUGHABLE, γεΧοΐος, 3. γέλωτο? άξιος, 3. καταγέΧα- στος, 2, or simply γελαστό?, 3. To say 1. things, γελοία Χέγειν. γεΧοιάζειν : athg seems 1. to aby, γέλωτα όφλεϊν τινι : to make athg 1., είϊ γέλωτα τρέπειν τι : it is 1., or a 1. affair, γέΧοιόν έστι. γέΧως εστί. LAUGHER, γελαστ»}?, ov, 6. γελών, ώι /Tos, ό. LAUGHING, γελών, επιγε- Χών, εγγεΧών, ώσα, ών. LAUGHING-STOCK, e. g. καταγέΧαστον είναι (to be the I.). To be made the 1., καταγελά- σθαι (pass.) : to make aby the 1., γέλωτα και παιδιάν ποιεϊν τί- να, καταντλεϊν γέλωτα τίνος : to serve as the 1., γέλωτα όφΧι- σκάνειν. LAUGHINGLY. Crcl. with partcpp. ο/•γεΧάν, επιγεΧαν, έγ- γελαν, or συν γέλωτι. LAUGHTER, γέλωϊ, ωτο?, 6. τό γελάν (laughing, in the ab- stract, or the act of laughing). καταχήνη, ή (with scorn. Aris- toph). With 1., συν γέλωτι. See Laugh, s. Much 1., πολύς γέ- Χως : loud 1., μέγας or ισχυρός γέΧως. καγχασμός, 6: long-con- tinued and immoderate 1., αθρόος or άσβεστος γέΧως: bitter, grim 1., Σαρδάνιος or Σαρδόνιος γέ- Χως : to cause or create 1., γέ- λωτα κινεϊν or ποιεϊν (of persons who introduce laughable things or sayings), γέλωτα ιταρέχειν (of things that are laughed at, or are laughable in themselves) : to burst into loud 1., έκκαγχαζιιν : to expose aby to 1., γέλωτα ττοιεϊν τίνα : to serve as an object for 1., καταγελάσθαι (pass.). καταγε- Χαστον είναι : to endeavour to create 1., μηχανάσθαι γέλωτα : for the sake of creating 1., επί γέλωτι : 1. about nothing, b έπ' οΰδενι ΰγιεΊ γέλως. LAUNCH, v. 1 (Trans.) To hurl] Vid. ί[ To move into the ivater (of a ship)] καθέλκειν ναΰν. A ship is l.-d, καταφέρεται ft ναΰς εις την θάΧατταν. ^J To launch out or forth] ίκφέρεσθαι (pass.), έκκυλίεσθαι εις τι (into athg; e.g. εις 'έρωτας και τα τοιαύτα, JC.). Το 1. out agst aby, επέχειν τινι. LAUNDRESS, πλύντρια and πΧυντρίς, ίδος (Aristoph.), ή. -η πλύνουσα. LAUNDRY, πΧυνός, 6 (ivash- ing-pit, Horn. ; later also washing- tut»), οίκημα, τό, όπου πΧύνουσι. LAUREATE, δαφνηφόρος, ό, and δαφνίτης, ου, 6. (363) LAUREL, δάφνη, ν (propr.). L. berry, δαφνίς, ίδος, η : made of l.-wood, δάφνινος, 3 : a 1. grove, δαφνών, ώνος, 6 : to wear a 1. wreath, δαφνηφορεΐν : that wears a 1. wreath, see Laureate. Oil of 1., δάφνινον ϊλαιον and δαφνέλαιον, τό. Of or like 1., δαφνηεις, εσσα, εν. δαφναΐος, δαφνικός, δαφνιακός, 3, δαφνο- ειδής, ές, δαφνώδης, ες (the last also laurelled), δαφνωτός, 3 (like a I.). ^[ Fig. : as reward for la- bour] αριστεία, τα. To acquire 1., των αριστείων τυγχάνειν : he rests on his l.'s, αγαπών τάς από τών κατορθωμάτων τιμά? ούδϊν περαιτέρω ποΧυπραγμο- νεΐ. LAURELLED, δαφνηφόρος, 2. See Laureate, δαφνώδης, ες. To be 1., δαφνηφορεΐν. LAVA, μύδροι άναφυσώμε- νοι εκ του όρους, ρύαξ, ακος, ό (a I. stream). A stream of 1. is flowing, ρύαξ έκχεΐται (pass.). LAVE. See Bathe. LAVENDER, στοιχάς, άδος, ή (Lavendula stoechas, L.). LAVISH, adj. άφειδής, ές, 2, τίνος (of persons and things), προ- ετικός, 3, τίνος (only of persons) . To be 1. with athg, άφειδεϊν τί- νος : 1. expenditure, &c, άφ ε ι- δία, fi. σπάθησις, -η. πρόεσις, ή. See Extravagant, Profuse. LAVISH, v. άφειδεϊν τίνος, προίεσθαι, εκχεΐν, δια-, κατα- -σπαθαν, άν-, καταν-αΧίσκειν, τι. See Squander. LAVISHLY. Fm the Adj. To contribute 1. to athg, φιΧοτι- μεΐσθαι προς τι. LAW, νόμος, 6 (positive I., I. resting on human sanction or tra- dition), θεσμός, ό (with notion of unchangeableness, I. resting on the nature of things and the Divine will ; $g§* hence Solon's Z.'s were called νόμοι, Draco's, θεσμοί. See Xen. Mem. 1, 2, 41,^!). To make a 1., νόμου τιθέναι, γρά- φειν (these two also = to propose a Ι.). νομοθετεΊν (of one who le- gislates for others), νόμον τίθε- σθαι (also— to accept a I.) or γρά- φεσθαι (of an independent people legislating for itself) . To intro- duce a 1., νόμον άποδεικνύναι : there is a law made or enacted by some one, 6 νόμος κείται υπό τίνος : the established, existing l.'s, oi κύριοι or κείμενοι νόμοι : to propose a 1., and to accept a 1., see above: to reject a 1. (pro- posed), άπο-ψηφίζεσθαι or -χει- ροτονεΐν νόμον : to abolish or abrogate a 1., καταλύεις, άκυ- ροϋν, ακυρον ποιεϊν νόμον : to change or alter a 1., abrogate it partly, μεθιστάι/αι νόμον : to carry out or execute the l.'s, χρησθαι τοϊς νόμοις. πράττειν κατά τους νόμους, τά νόμιμα ποιεϊν or πράττειν : to keep the l.'s, έμμένειν τοις νόμοις. φυ- λάττειι» τους νόμους : to be above the l.'s, καταφρονεΤν τών νό- μων: to transgress the l.'s, παρα- βαίνειν τους νόμους, παρανο- μεΐν : to evade a 1. (practise chi- canery), κακουργεϊν τον νόμον : the 1. ordains, ό νόμος προστάτ- τει, προαγορεύει, κεΧεύει. εστίν εν τω νόμω : the 1. does not al- low or forbids, ό νόμος οΰκ έά. ου νόμιμον, ου θέμις, or ου θεμι- τόν έστι : according to or after the 1., νόμω. κατά τον νόμον. συν τω νόμω. 'έννομος, 2. νόμι- μος, 2. δίκαιος, 3 : contrary to the 1., τταρά τον νόμον. άνομος, παράνομος, 2 : that has his own l.'s, αυτόνομος, 2 : that has good l.'s, εϋνομος, 2, ευνομούμενος, 3: to have good l.'s, εΰνομεϊσθαι (pass.) : an article of a 1., τό εν τοις νόμοις ε'ιρημένον : a code of 1., see Code : belonging to or con- tained in the 1., νομικός, 3. εν τοις νόμοις ών, ούσα, όν : with- out 1., see Lawless : the tables containing the written l.'s, άξονες, oi. κύρβεις, oi or ai : a proposal for a law, ψήφισμα, τό : to pro- pose a 1., ψήφισμα γράφειν : to study 1., σπουδά'ζειν περί τους νόμους : skilled in 1., δικανικός, 3 : profession of the 1., δικαστι- κή, h : administration of 1., δι- καιοδοσία, η : good in 1., κύριος, 3 : not good in 1., άκυρος, 2 : dis- puted or disputable at 1., επίδι- κος, 2. To go to 1., to sue at 1., δικάζεσθαί (δίκην) τινι or προς τινά τίνος, δια-, προσ-δικά"ζε- σθαι. διαδικασίκν ποιεϊν. άμ- φισβητεΐν τινι or προς τίνα : to sue aby at 1., Χαγχάνειν δίκηρ τιν'ι. See Lawsuit. To have the 1. of aby, δίκην Χαμβάνειν τινός : to follow up at 1., διώκειν δίκην : I don't know whether the 1. is on our side, ουκ ο*ιδα εί προς δίκης εστί ταΰτα. For HEIR- at-law, FATHER-in-law, $c., see the leading terms. % In the general sense : established ride] νόμος, b. γράμματα, τά (the prescript con- ditions or terms). To lay down a 1. or l.'s for aby, γράφΐΐν τινι καθ' α δει δρΰν : to account athg a 1. to oneself, νόμον έαυτω ηγεΐ- σθαι εΊναί τι : the 1. or rule of our life, ό κανών ημϊν του βίου. See Rule. ΤΙ Civil 1., oi περί τών δημοσίων νόμοι : commer- cial 1., οι περί τά ξυμβόλαια νόμοι : common 1. (ορρ. to writ- ten), νόμοι οι μη γεγραμμένοι. τά νομιζόμενα : international 1., τά τών εθνών δίκαια : martial 1., στρατιωτικός νόμος, ο : mo- ral or natural 1., νόμος εν πάσιν άνθρώποις άίδιος, ό. τά κατά φύσιν δίκαια: statute 1., τά καθ- εστώτα, νόμοι γεγραμμένοι, οι. L. of nature, θεϊος νόμος, αν- άγκη, ή : by what l.'s of nature are the heavenly bodies regulated ? τίσιν άνάγκαις 'έκαστα γίγνε- ται τών ουρανίων; the l.'s of God and man, τά δσια και δί- καια. *ΪΤ L.-business, πράγμα- LAW LAY LAY τα, τα. πραγματιον, το. πραγ- ματεία, η : l.-costs or expenses, ιτρυται/ίΐα, τά : 1. -court, δικα- στηρίου, τό : l.-term, δικάσι- μο? fm -ίρα, η : 1. -vacation, Crcl. ότε ουκ ε'ίσι δ'ικαι. LAWFUL, νόμιμος, 2. 6, η, τό νόμω or κατά τον νόμον or συν τω νόμω. έννομος, 2. δί- καιος, 3. Aby's 1. wife, γυνή •γνησία, η : children of a 1. mar- riage, a 1. issue, γνήσιοι παίδες, οι : the 1. heir, ό κατά τον νό- μον or κατά την φύσιν κληρο- νόμος : a 1. (or legal) claim, δι- κα'ιωσιι, η, or δικαίωμα, τό : it is 1., θε/χιτόι/ εστί. θέμις εστί : it being 1., or, since it is 1., εξόν, παρόν (as nom. absol.). LAWFULLY. Fm the Adj. κατά τους νόμους or συν τω νό- μω or συν τω δικαίω (e.g. κτα- σθαί τι). m LAWFULNESS, το νόμιμον, εννομον, ενδικον, δίκαιον, ευνο- μία, η. LAWGIVER, νομοθέτης, ου, 6. ο θεις or θ ε μένος τον νόμον. See ' to make a Law.' LAWLESS. 1Ϊ That has no laws] άνομος, άνομοθέτητος,άθέ- σμιος, άθεσμος, 2. A 1. condi- tion, ανομία. TT Without law] άνομος, παράνομος, 2. A 1. act, άνόμημα, τό : a 1. condition, άθεσμία and αναρχία, η : 1. con- duct, παρανομία, η. See ILLE- GAL. LAWLESSLY. Fm the Adj. To act 1., άνομεΤν. άμελεϊν or παραμελεΐν των νόμων, ποιεΐν παρά τους νόμους. LAWN. ΤΙ Grass-plot] Vid. ■[[ A thin linen texture] prps σ ιν- δών, όνος, λεπτότατη, η. LAWSUIT, δίκη, η (τίνος, άμφί τίνος). άγων, ώνος, 6. πράγμα 'ενδικον, τό. διαδικασία, f). πράγμα δικανικόν, τό. The parties in a 1., οι αντίδικοι or άντιδικοϋντες : to engage in a 1. with aby, δίκην ε'ισά-γειν or είσ- ιέναι κατά τίνος. See 'go to Law,' and for various phrases see Action and Cause. To be involved in a 1. with aby, δίκην και πράγματα έχειν προς τίνα : to become involved in a 1., εις δίκην or αγώνα καταστηναι : to shun or avoid a 1., φυγοδικεϊν : to be fond of getting up l.'s, δι- κορραφεϊν : to give up or suspend the 1., καθυφιέναι. διαγράψα- σθαι : to resume or take up again, continue, the 1., παλινδικεϊν. LAWYER, νομικός, 6. έμ- πειρος τών νόμων, ο περί τους νόμουςοττην δικαιοδοσίαν σπου- δάζω ν (juris-peritus). νομοδεί- κτης, ου, 6 ( juris-consultus). 1J As advocate or barrister] VlD. To be aby's 1., λόγον και δίκην υπέχειν τινός, συνδικεΐν τινι. συνήγυρον είναι τινι. ,, /γΑΧ,αί/;. άτονος, άσύντονος, άρρωστος. 2. χαλαρός, 3. άν- ετος, 2. άνειμένος, 3. χαΰνος, (364) 3. λαγαρός and λαπαρός, 3 (the latter esply of the boivels). αμ- βλύς, εϊα, ύ. If Morally] μαλα- κός, 3. ακόλαστος, 2. ασελγής, ές. ράθυμος, 2. τρυφερός, 3. Το be of 1. manners, άνειμένη τ»; διαίτη χρησθαι. LAX, s. See Diarrh(ea and Looseness. LAXATIVE, adj. έλατηριος, 3. ύπαγωγός, 2. LAXATIVE, s. ύπηλατον or έλατηριον φάρμακον, τό. To act as a 1., ταράττειν, έλαύνειν, ΰπάγειν την κοιλίαυ. See to Purge (str. t). LAXITY, ατονία, η. άνεσις, η. τό χαλαρόν. χαλαρότης, χαυ- νότης, άμβλύτης, ητος, η. % Morally] ακολασία, ασέλγεια, ή. ύβρις, εως, η. LAY, ν. Τ| Propr. : cause to lie] τιθέναι, κατα-τιθέναι and -τίθεσθαί τι. Το 1. athg on the fire, βάλλειν τι ε'ις τό πυρ: to 1. wood on the fire, έπιφέρειν ξύλα τω πυρί : to 1. aby in bonds, βάλλειν εις δεσμούς τίνα : to 1. eggs, τίκτε ιν ωά: to 1. aby, κοιμάν, κατακλίνειν Tit /ά : — oneself — , κατα-κοιμάσθαι,-κλί- t /εσϋαι. Το 1. an AMBUSCADE, the BLAME, CLAIM, COMPLAINT, heads together, to heart, hold of, in order, siege, snares, a wager, wait for, &c, see SulMt. To 1. athg as hindrance in aby's way, έμπυδών ποιεϊν τινι τι : to 1. one's hand to a work, έπιχει- ρεΊν τινι. έπιχειρεΐνοι• έπιβάλ- λεσθαι έργον : to 1. hands on aby, έπι-φέρειν or βάλλίΐν τάς χεϊράς τινι. έπιχειρεϊν or έπι- τίθεαθαι τινι : to 1. violent hands on oneself, βιάζεσθαι or διαχρη- σθαι εαυτόν: to 1. a charge or in- junction upon aby. έπισκηπτειν, έντέλλεσθαί τινι τι : to 1. the cloth, παρασκευάζειν την τρά- πεζαν. ^Τ Impropr. : cause to lie (with notion of permanence)] To 1. the foundation of or for athg, θεμέλιον βάλλεσθαί τίνος. See Foundation. To 1. a pavement, στρωννύναι λίθοις οδόν : to 1. aby asleep, κατακοιμάν τίνα : to 1. aby dead, κατακτείνειν τινά : — in the dust, καταβάλλειν τι- νά. To 1. BARE 01' OPEN, to 1. FLAT, 1. LOW, 1. WASTE, &C, see those adjj. To 1. the land (naut. t.), άποκρύπτεσθαι γην : to 1. in ridges, άνασκάπτειν την γην. Τί To cause to lie (with no- tion of discontinuance of motion)] E.g. to 1. the dust, στορεννύναι or καταπαΰσαι τον κονιορτόν : the waves were laid, εστρωτο τά κύματα. See to Allav. To 1. ghosts, έλαύνειν δαίμονας : — by incantation, κατάδειν τινά. LAY ABOUT (him), διαμάχε- σθαι. διαπυκτεύειν (with his fists). LAY ALONG, κατα-βάλλειν, -στορέσαι τινά. έκτανύειν τινά (poet.). LAY APART, χωρίς τών άλ- λων άπο-τιθέναι or -τίθεσθαί. άποχωρίζειν. LAY ASIDE. *ΤΓ P?-opr.] άπο- τιθέναι or -τίθεσθαί τι. ^| Im- pi-opr.] παραμελε'ιν τίνος, παρ' οΰδεν τιθέναι τι (leave out of con- sideration). Athg is laid aside and so neglected, απόκειται τι. LAY BEFORE, προτιθέναι, παριστάναι τι. παρα-φίρειν, -τιθέναι (as food, #£C.). προβάΚ- λειν (for consideration). See to Propose. LAY BESIDE, πάρα-, προσ- τιθέναι. LAY by. IT = Lay beside] Vid. iT = Lay aside or lay up (for future use)] άποτίθεσθαι, θησαυρίζειν τι. To be laid by (for use), άποκεϊσθαι. LAY down. TT Propr. : to put dow?i] κατατιθέναι, άποτι- θέναι τι. To I. down the arms, κατατίθεσθαι τά όπλα. παύ- εσθαι πολεμοϋντα : to 1. oneself down, κατακλίνεσθαι (pass.) or κατακεϊσθαι (to recline), κοιμά- σθαι or κατακοιμάσθαι (pass. ; on a couch, in order to repose). IT Fig. : to lay down an office] See to Resign, to Abdicate. TT Fig. : as a position in argu- ment, <$£C.] ΰποτιθέναι, also τι- θέναι. διειττεϊν. λόγον or νό- μον τιθέναι or τίθεσθαί (as a law or theory). That must be laid down, θετέος : to be laid down as a principle, ομολογεϊ- σθαι. ΰποκεϊσθαι. LAY in (e. g. provision, or a stock of athg), άποτιθέναι, άπο- τίθεσθαι. κομίζειν, ε'ισκομί'ζειν. To be laid in, άττυκεϊαθαι, ε'ισ- κεϊσθαι : I have laid in a store of athg, υπάρχει or περίεστί, μοί τι, άποκείμενον, also εϋπορώ τί- νος : they had laid in corn on board their ships, σίτος αύτυϊς ε'ισέκειτο ες τάς ναΰς. LAY ON or UPON, έπιτιθέναι, έμβάλλειν, έπιβάλλειν. Το 1. on a tax or a tariff, see Impose. To 1. on aby with a stick, έπ- έχειν τίνα ζύλω (Aristoph.). LAY OUT, προτιθέναι (set out, and expose ; also, to I. out a dead body in state), περιστέλλειν (νεκρόν, for burial). To 1. out a city, garden, &c, κατασκευ- άζειν πάλιν, κηπον διαγραφό- μενου όπως εζει τό και τό : to 1. out one's life on a well-ordered plan, πλέκίΐν τον βίον. ^\ To expend, to bestow] Vid. LAY up. t To lay by, to store] VlD. θησαυρίζειν, άποθη" σανρίζειν. To be laid up (with sickness), άρρωστεϊν. άσθενεΐν. Tol. upavessel,iJt>7r\i^Eii/i/ai/i/. LAY upon. See Lay on. LAY, s. άοιδ>Ί, η ο'ίμη, η. αίνος. b. κλέος, τό (all poet.). LAYER. IT A row] πτύξ, πτυχός, η. επιβολή, η (e.g. of bricks, πλίνθων, Thuc.). διαφυη, v (natural L, stratum). In l.'s, LAZ πτυχώδης, ες : consisting of l.'s (or coats, HL• the onion), λεπυ- ριώδης, λεπυρώδης, ες (Aristot. Tkeophr.) : bark of one 1. or coat, φλοιοί μονόλοπος (Tkeophr.). If A shoot or twig laid for propaga- tion] μόσχευμα, το, παραφυάς, άδος, ή. εμβροχάς, άδος, η (α Ι. of the vine). To propagate by l.'s, μοσχεύειν, καταμοσχεύειν. άττο- φυτεύειν : a propagation by l.'s, άποφυτεία, η. LAZARETTO, νοσοκομείου, TO. LAZILY. Fm the Adj. κατ- εβλακευμένως. άσπουδί. LAZINESS, αργία, νώθεια, η. νωθρεία, η. ραθυμία, η. όκνος, 6. άπονία, η. To give way to 1., άποκλίνειν επι την άργίαν or ραθυμίαν. LAZY, αργός, 2. νωθρός, 3. ράθυμος, 2. also βραδύς, εϊα, υ. βλάξ, βλακός, 6, ή. οκνηρός, 3. To be 1., άργεΐν. βλακεύιιν. υω- θρεύειν (also in mid.), φεύγειν πόνου. LEAD, s. μόλυβδος, 6 (g. t). μολύβδαιυα, ή (sulphuret of lead, galena ; also a leaden bullet), γα- λήνη, η (a kind of I. ore). White 1., φιαύθων, τό (cerussa) : to paint with it, ψιμυθ-ιοΰν, -ίζειν : a mixt metal of 1. and silver, λι- θάργυρος, 6 (also litharge): of or made of 1., μολύβδινος, 3: to solder with 1., μολύβδου υ : to melt 1., μολυβδοχοεϊν : of the nature of \., μολυβδι>ειδης, μολυβδώδης, 2 : l.-coloured, μολυβδοειδής, 2. μολυβδόχρους, 2 : to look l.-co- loured, μολυβδιάν: that contains 1., μολνβδίτης, ου, 6. μολυβδΐ- τις, ιδος, η. μόλυβδον έχων, 3. LEAD - MANUFACTORY or WORKS, μολύβδου εργαστη- ρίου, τό. LEAD-MINE, μέταλλα μο- λύβδου, τα. LEAD-PENCIL or PLUM- MET, κυκλομόλυβδος, 6, also χρωστηρ μόλυβδος, b (Anthol.). LEAD or LEADEN, adj. μο- λύβδους, 3. μολύβδιυος, 3. μο- λύβδου (as gen. of the material). A 1. ball, μολύβδαινα, μολυβδίς, ίδος, η. LEAD, ν. αγειν τινά (g. t. to give a certain direction), ηγεΐ- σθαί τινι (to be leader to a person, to show him the way), ηγεϊσθαι τίνος (to be leader and ruler of a fy ,' Φϊ* poets also use the dative in this sense), ηγ. τιν'ι τίνος (dat. of person and gen. of thing, not frequent, e. g.), ηγ. τιυι όρχη- σμοΰ (Horn., to I. the dance for one) : ηγ. τινί τι (dat. of person, ace. of thing, e.g.), to 1. one the way to the city, ηγ. τινι πάλιν : to 1. the way, ηγεϊσθαι οδόν (Horn.) or τινι την οδόν (Hdt). To 1. the troops, έλαύνειν or αγειν την στρατιάυ. ηγεϊσθαι της στρατιάς : to 1. on the troops (= I. them forward), προάγειυ την στρατιού ($&• στρατιάν is (365) LEA ' often ' omitted with the two latter verbs). To 1. into or through a gutter, a canal, &c, όχετεύειν: to be led by aby, πείθ ε σθαί (pass.) τινι. επεσθαί τινι '. to allow oneself to be led by aby or athg, άκολουθεϊν τιυι (e. g. by others, ετεροις : by circumstances, τοις πράγμασι, τοϊς καιροΐς) : one that is easily led, αγώγιμος, 2. εύπειθής, 2: to 1. aby by the nose, της ρινός αγειν or ελκειν τινά. εξαπατάυ τίνα. παρα- τε'ινειν τινά : to 1. the way, πρώ- τον πορεύεσθαι, προάγειυ (and see above) : to 1. astray, Vid., and, in the moral sense, to Se- duce. To 1. the procession, προ- πομπεύειν : to 1. the dance, προ- χορεύειν. ηγεϊσθαι χορεύουτα. If Impropr.~] A path or road l.'s to some place, η οδός φέρει επί τι, ε'ίς τι. 1J To carry on, in the phrase ' to lead a (certain mode of) life" 1 ] βίου αγειν (e.g. ανό- σιου), βίον ζην. If To be the cause, occasion, or antecedent] To 1. to something (as result), αγειν προς τι. προάγειν επί τι. α'ι- τίαν (suhst.) or αίτιον (adj.) εΊνα'ι τινός τιυι (gen. of thing, dat. of person) : valour l.'s to glory, άν- δρε'ια προάγει επϊ δόξαν. εΰ- κλείας αιτία or μητηρ η άν- δυία: to 1. to virtue, προτρέ- πειν or προάγειν έπ' άρετήν. "U With prepositions] To lead back, άπάγειν: to 1. down, κατ- άγειν : to 1. into, είσάγειν : to 1. on, προάγειν τινά, προηγεϊ- σθαι (aby in athg, τιυι τίνος or τι). See to Induce. To 1. out, έξ- άγειν, έξηγεϊσθαι : to 1. through or across, δι-, διεξ-άγειν, διακο- μΊΧ,ειν : to 1. up or in an upward direction, άνάγειν. LEAD, S. άγωγη, η. εξηγη- σις, η (g. tt.). ηγεμονία, η (the rule), διοίκησις, η (administra- tion). ξ&}» But generally rendered by verbs or verbal eacpressions, e.g. by aby's 1., ηγουμένου τινός : to have the 1. of athg, ηγεϊσθαι τίνος, διοικεϊν τι (to have the management of athg) : to take the 1. of athg or in athg, ηγεμόνα καταστηναί τιυος. LEADEN. See Lead, adj. LEADER. If Guide] Vid. U That goes before or at the head] αγωγός, 6, η. ηγεμών, όνος, 6 and η (g. tt.). πομπός, ό, η (of a procession, S[c). 6 άγων, η άγουσα (of aby, τινά), also 6 ηγούμενος, η ηγουμένη (of aby, τινί). 6 άρχων, καθ- ηγητής, οΰ, 6. The 1. of the troops, στρατηγός, 6. See COM- MANDER. The 1. of the van, σκοπάρχης, ου, 6 : the 1. of a party, στασιάρχης, ου, 6. ηγε- μών της στάσεως or των στα- σιωτών, 6. ό άρχων της στά- σεως : the 1. of the chorus, εξ- άρχος, 6. κορυφαίος, 6. LEADING, s. άγωγη, η (g. t). See Lead, Guidance. LEA LEADING, adj. πρώτος, 3. 6, η, τό πρόσθεν or 'έμπροσθεν, πρωτεύων, ούσα, ου. See CHIEF, Principal. LEADING-STRINGS, Crcl., e. g. δεσμός ου περιάπτοντες τοΐς παιδίοις άγομεν εθίζοντες βαδίΧ,ειν. To guide a child in l.'s, άγειν παιδίον εθίζοντα βαδί- ζειν, also μεταχειρίζεσθαι παι- δίον : to have aby in l.'s, χρη- σθαί τινι ώς παιδίω : to keep aby in l.'s, Crcl., e. g. φυλάτ- τειν και τηρεΐν πάντα τά πρατ- τόμενα υπό τίνος και μη έπι- τρέπειν αύτω, ό τι αν βού- ληται, ποιεϊν. μη εάν λίαν επί τινι είναι ο τι άυ εθέλτι ποιεΐυ. LEAF, φύλλου, τό. πέταλου, τό (usu. pi., rare in Attic prose, but used by Xen.). To get l.'s, be in 1., φυλλοφυεΐυ : to lose its l.'s, φυλλο-βολεϊν, -ρροεΐν, -χο- εΐυ : to strip off the l.'s, φυλλο- λογεΊυ : to run to 1., φυλλομα- υεΐυ (Theophr.) : like a 1., φύλ- λο-, πεταλο-ειδης, is : without l.'s, άφυλλος, 2. φύλλωυ 'έρη- μος, 2. See Foliage. A bed of l.'s, φυλλάς, άδος, ή : with prick- ly l.'s, φυλλάκαυθος, 2 (Theo- phr.). ^§p Numerous compounds are formed (esply in Theophr.) with -φυλλος, e. g. with large l.'s, μεγαλό-φυλλος (Theophr.), so όλιγό- and μανό- (few), πεντά- (five), μονό- (single), μεγαλό-, πλατύ-, λεπτό- (large, broad, thin), ταξί- (regular), ούλό- (curly), τριχό- (ivoolly, hairy), μελάμ- (black), σαρκό- (fleshy), σπαθό- (sword-shaped) -φυλλος, 2. iJ The leaf of a book] σελίς, ίδος, η. σχέδη, η, and χάρτης, ου, 6 (of paper). ^[ The leaf of a table] πλάξ, ακός, η. if Of beaten metal] ελασμάτια χρυσοΰ, τά, or χρυσοΰ πέταλα, τά (gold Ι.), ελασμάτια αργύρου, τά (sil- ver L). H The leaf of a door] δικλίδες, αι. διπλαι πύλαι, αι. 1ί Fig. : to turn over a new leaf] Ίέναι επϊ τό βέλτιον (of moral improvement). LEAFLESS, άφυλλος, 2. φύλλωυ έρημος, 2. LEAFY, φυλλοφόρος,Ί. φυλ- λώδης, 2. LEAGUE, ι. fi treaty] Vid, and Alliance and Confe- deracy, ξυυωμοσία, η, and zz the body of men composing it, ivch is also ξυυώμοτου, τό. ξυμμα- χικόυ, τό (for war). If As mea- sure of length : three miles] στά- δια εξ και είκοσι or παρασάγ- γης δεόντωυ τετταρων στα- δίων, ό. $β§* The French I. == 2^ English miles, is στάδια εί- κοσι και εν. LEAGUE, v. See to Ally. συνομυύναι. συνίστασθαι, συν- τάττεσθαι εις τό ξυμμαχικόν, εις τό ξυνώμοτον. A being l.-d, and a body of men l.-d by oath, ξυυωμοσία, η. ξυνώμοτον, τό. LEA LEA LEA LEAGUER. See Siege, 'In- vestment of a town.' LEAK, s. ρήγμα, χάσμα, τό. The ship springs a L, διάβροχος γίγνεταιηναΰς (itstimbers soaked through and rotten). Later, θα- λασσοΰται η ναϋς (Polyb.). άντ- λον δέχεται (poet.; JEschyl). LEAK, v. μη στέγείν {of a vessel not holding water in itself), and μη στεγνόν είναι (to be not water-tight). See the Subst. LEAKY, διάβροχοι, 2 (of a vessel soaked through and rotten). μη στεγών, ούσα, ov. See Leak, s. and v. LEAN, adj. ισχνός, λεπτό?, 3. άσαρκος, 2. See Emaciated (str. t.). λεπτόγεως, ων (of soil). ■ft Fig.] See Jejune. LEAN, v. Tl To cause athg to recline against another] κλίνειν, προσκλίνειν, έπικλίνειν, έγκλί- νειν τιι/ί. Το 1. a ladder agst the Wall, κΧΊμακα προσερείδειν τω τείχει. % (INTRANS.)] κλίνειν, ίγκλίνειν, and κλίνεσθαι, έγκλί- νεσβαι (to take an oblique direc- tion). To 1. forward, κύπτειν. See to Incline. To 1. hack (in voicing), άντιβα'ινειν. To 1. upon, εγκλίνεσθα'ι τινι. σκήπτεσθαι, έπισκήττεσθαί τινι. έρε'ιδεσθαι, έπερείδεσθαί (pass.) τινι. άπ- ερείδεσθαί (pass.) τινι or επί τι or προς τι. LEANNESS, Ίσχνότης, ητος, Ίσχνασία, άσαρκ'ια, η. Ίσχνη έξις, η (Plut.). ηΤ Fig. : lean- ness of the soil] τό λεπτόγεων. LEAP, s. πήδημα, τί. πήδη- σις, η. άλμα, τό (the act of leap- ing). To take a L, see to Leap. LEAP, v. πήδηαα ποιεϊσθαι or 7Γ. πηδάν or simply πηδάν. To I. athg, ΰπερ-,δια-πηδάν τι: to l. into athg, ρ'ιπτειν or άφ- ιέναι εαυτόν, άλλεσθαι εις τι. See ' to J cm ρ over,' Qc. LEAP-YEAR, έιααυτός περ- ιττός, 6 (lengthened by one day). ενιαυτός ήιχίραυ έχων την έπ- ακτόν or εμβόλιμα» or εμβολι- μαίαν or ένιαυτός ήμερων τζτ'. (f^* The Greek year being lunar intercalates a whole month, not a \m μανθάνειν. διδάσκεαθαί τι. παι- δεύεσθαι είςτι. Το Ι. thoroughly, εκ:-, δια-μανθάνειν : to Ι. by heart. εκμανΟάνειν. μανθάνειν τι ού- τως, ώστε από στόματος οίον τ ε είναι ειπείν : to 1. fm aby, παραλαυ,βάνειν τι παρά τίνος : to 1. with ease, with difficulty, εΰ-, δυσ-μαβώς εχειν (δυσμα- θεΐν) : that l.'s easily, or that is easily learnt, ευμαθης, ες : that has learnt much, πολυμαθι'ις, 6, η : fond or desirous of l.-ing. φι- λομαθής, 2 : to be so, φιλομα- θως εχειν : to have learnt athg at a late period of life, όψιμαθη είναι τίνος : to have learnt athg fm experience, ίμπείρως εχειν τινός : that may be learnt, μα- (366) day.} See Intercalary. ARN, μανθάνειν, κατα- θητός, 3. T| To have ov derive intelligence] See to be Inform- ed, to Hear. LEARNED, πολυμαθής, 6, η (doctus). παιδευτός, 3 (eruditus). διδακτός and πεπαιδευμένος, 3 (but with addition of the matter ofleavning, as in Lat. instructus). έμπειρος or επιστήμων πολλών γραμμάτων, 6, η. δεινός τά γράμματα, τά περί την φιλο- σοφίαν. Α 1. man, φιλόλογος, 6 (in language and literature, sts with addition και φιλόσοφος). Also άνηρ σοφός, 6. A 1. dis- course, σοφός or δεινός λόγος, 6. LEARNER, μαθητής, od, 6. LEARNING. % As quality of a person] πολυμάθεια, παιδεία, also σοφία, εΰμουσία, η. To give a specimen of one's 1., πεΐραν διδόναι της παιδείας, έπιδεί- κνυσθαι παιδείαν or πολυμα- θίαν. % Acquirements] γράμ- ματα and μαθήματα, τά (sci- ence), πολυμαθ'ια and μάθησις, η (only of personal acquirement). Fond of 1., φιλομαθής, 2. μα- θητικό?, μαθηματικός, 3 : to be fond of 1., φιλομαθεϊν : love for 1., φιλομαθία. επιθυμία του μα- θεϊν : a man of 1., see Learned : want of 1., ά7ταιδίΐ/σία, άγραμ- ματία, άνεπιστημοσύνη, η. LEASE, S. μίσθωσις, η (of the person taking), άπομίσθωσις, εκ- δοσις, ή (of the person giving). To take on 1., see to Hire : to let on 1., to give a 1. of, see to Let. LEASE, v. Ti To let on lease] See to Let. % To glean] Vid. LEASH (to hold dogs in), αγ- κύλη, η (X.), and Ίμάς, άντος, ό (g.t.). See Thong, Cord. LEAST, adj. όλίγιστος, ίλά- f ιστός. L., thel. (adv.), ηκιστα : of all, ηκιστα πάντων. Not the L, οΰδ' ελάχιστον μέρος, ουδέ. πολλοστόν μέρος : not in the 1., οΰδ' οτιοΰν or όπωστιοϋν. μηδαμώς, ουδαμώς, ουδέ μικρόν, οΰδ' ολίγον, ουκ εστίν όπως or οΰκ εσθ' όπως. The 1. bit (= 07ily just), όσον όσον : at Ι., τοΰ- j λάχιστον (to mention what is I.), γε (enclitic). I at 1., ίγω γε. γοϋν (more emphatically). Also άλλα. If not — , yet at 1., άλλ' ουν γε : at 1., however, γέ τοι. LEATHER, σκϋτος, ους, τό. βύρσα, η. δέρμα, τό. χόριον, τό. διφθέρα, η (a leather gar- ment). To tan 1., σκυτοδεψεϊν. βυρσεύειν: to cover with 1., σκυ- τοΰν. βυρσοΰν, καταβυρσοΰν : made of 1., see Leathern : shoes of undressed 1., καρβάτιναι (and καρπ.), ai : one that works in 1., σκυτεύς, έως, 6. σκυτοτόμος, ό: like 1., σκυτώδης, 2. βυρσώδης, 2. δερματώδης, 2. LEATHER DRESSER, σκυ- το-δε\!/ός, -δέψης, ου. 6. LEATHERSELLER, βυασο- πώλης, ου. 6. LEATHERN, σκύτινος, 3. βύρσινος, 3. δερμάτινος, 3. LEATHERY, σκυτώδης, ες. ^ LEAVE, & ^ Permission} εφεσις, ή. συγγνώμη, η. συγ- χώρησις,η. εξουσία, ή. To give or grant 1., εξουσ'ιαν διδόναι or παρέχειν, επιτρέπειν : to give aby 1. to speak, διδόναι λόγον : to obtain 1., συγγνώμης τυγχά- νειν. έπιτρέπεσθαι (pass.) : by your 1., συγχωροΰντός σου. ει μη τι σύ άλλο λέ -yiis. σου έκόν- τος. To take 1. of aby, δεζιω- σάμενον or άσπασάμενον άπ- ιέναι (άπέρχεσθαι), άτταλλάτ- τεσθαί τίνος. άσπά\εσθα'ι τίνα. L. of absence, see Furlough. LEAVE, v. % To quit, for- sake] λείπειν, άπο-, προ-, έκ- -λείπειν. άποστρέφεσθαί (pass.) τίνος. Το 1. a place, προ-, έκ- -λείπειν χω ρίον. άποχωρεΐν άπό χωρίου τινός, έζιέναι χωρίου : to 1. one place for another place, εκλείττειι/ τι χωρίον εις άλλο χωρίον, also άμείβειν and έκλεί- πειν εις άλλο χωρίον : to 1. one's abode or dwelling, μετοικεΤν. μετανίστασθαι (μεταναστηναι): to 1. (a teacher or school), άπο- πηδάν τίνος or άπό τίνος, άπο- φοιτάν παρά τίνος (προς τίνα) : to 1. (=go away fin) aby, άπαλ- λάττεσθαί τίνος or άπό τίνος. U To desert, to abandon] άφ- ίστασθαί or άποστηναί, άπο- στρέφεσθαί (pass.) τίνος, άπο- λείπεσθαί (mid.) τίνος (to I. any party, or not to serve aby any longer), προλείπειν, προδιδόναι τινά (to I. in the lurch). To 1. one's post, see to Desert, έρη- μου v τίνα (to I. alone or destitute of athg). To 1. aby as soon as his fortune l.'s him, συν ttj τύχη άποστραφηναί τίνος: to be left by one's friends, έρημον είναι φί- λων : to i. work, παύεσθαι, άπο- παύεσθαι του έργου. •[[ To have remaining at death] καταλείπειν (and mid.), e.g. he left a large property, χρήματα κατελίπετο πολλά. T| Not to depnve of, to cause or suffer to remain possessed of or by] έάν τίνα εχειν τι or χρησθαί τινι. μη άφαιρεΐσθαί τιι/ά τι. Το 1. (the possession of athg) to aby, παυαχωρεϊν τινί τίνος : to 1. to aby (e. g. the use or the management of athg), έφ- ιέναι, παριίναι (to I. for another to do), επιτρέπειν, συγχωρεΐν τινί τι. άφιέναι (c.infin.) : to 1. to aby the decision of athg, to 1. him to judge, έφιέναι τιι/ϊ κρί- νειυ : athg is left to me, δέδοταί or άποδίδοταί μοί τι. έπ' έμοι εστί τι. έπιτέτραμμαί τι : to 1. to aby his independence, έάν τίνα αΰτόνομον είναι, επιτρέ- πειν τινι αΰτονόμω είναι. U To suffer ίο continue] Το 1. athg (=: let it alone), έάν, μη κινεϊν τι. άκίνητον έάν τι : to 1. aby who is busy, έπί tois έργοις έάν τίνα διατυίβειν : to 1. aby in a condi- tion, άφιέναι τινά (c. adj.), also μεθιέναι (e. g. ερημον) : to 1. so- LEA litary, μονουν, ερημουν : to 1. out of the question, άποτεμνειν (PL) : •what did he 1. undone in the way of — ? τι οίικ εποίησε (c. par- tcp.) ; ^1 Not to bring or carry away] μη συμπαραΧαμβάνειν. μη άγειν (μίθ' εαυτού). ^J Το reject] Vid. if To bequeath] Vid. LEAVE behind, άπο- and υτΓο-Χί'πτειν. See Outstrip. TJ Of property, at death] See above. LEAVE off. See Desist, Cease. LEAVE out. See Omit. LEAVEN, s. ζύμη, η. ζύμω- μα, τό. See Ferment, $. LEAVEN, v. ζυμοϊν. L.-d bread, "ζυμίτης άρτος, 6 : l.-ing, ζύμωσις, η. LEAVINGS, Χείφανον, τό. ΧεΙμμα, περίΧειμμα, κατάΧειμ- μα, τό. LECHER, λ, LECHEROUS, adj. Χάγνη?, ου, 6. See Lasci- vious, Lustful. LECTURE, s. ανάγνωση, η. άκρόασις, η. A public 1., δεΐζις, επίδειξις, η. διδασκαΧία. η. Χό- yot, οι (of a professor before his hearers). To give or deliver l.'s, Χόγους or άκρόασιν ποιεϊσθαι. διαΧεγεσθαι. άποστοματίΧ,ειν : to give a 1. on athg, διηγεϊαθαι περί τίνος, άκρόασιυ εχειν επί τινι : to attend a course of l.'s, φοιτάν ε'ιλήν φέρειν or άποδιδόναι τινί, κόμιζαν προς τίνα : a 1. is arriving, έρχεται, άφικνεϊται επιστολή : l.'s are arriving fm all quarters, πανταχόθεν απο- στέλλονται επιστολαί : to an- swer a 1., αντιγράφε ιν : to exchange l.'s, to communicate with aby by 1., πέμπειν και άντιπέμπειν έπιστολάς. δια γραμμάτων όμιλεΐν τινι. επι- στολής δούναι και άντιλαβεϊν παρά τίνος : a 1. is intercepted, άΧίσκεται γράμματα : a small ]., γραμματίδιον, τό: by 1. επι- στολιμαϊος, 3. 6, ή, τό Si' επι- στολών or εν έπιστολαΐς. LETTERS (— learning), s. pi. γράμματα, τά. γραμματεία, ή. παιδεία, η. See LEARNING. Man of 1., φιλόλογος, b. See Learned. LETTER, v. έκτυποΰν ση- μείοις. LETTER-CARRIER, γραμ- ματοφόρυς, αγγελιαφόρος, 6 (as official). 6 τά γράμματα κο- μίζων or διακομίζων (a messen- ger who de.lix-ers a letter). LETTER- WRITING, h Sia γραμμάτων ομιλία. See COR- RESPONDENCE. LETTERED. See Literary, Learned. LETTUCE, θριδακίνη, ή (the Attic form of θρίδαζ or θρΐδαξ, ακος, ή, the latter preferred by Lobeck). θριδακινίς, ίδος, and θριδακίσκη, ή (a small I.). Of 1., θριδάκινος, 3 : like 1., ΰριδα- κώδ?)ς,ες. if Varieties] θ p. άγρια (lactuca scariola, prickly Ι.), θρ. Λακωνική (lactuca crispa). LEVANT. See East. LEVEE. Crcl. with πρωϊ άσπάζεσθαί τίνα τών δυνατών or άσπασμόν τον έωθινόν τινι τών δυνατών προσφέρειν. Great men hold their l.'s, οι δυνατοί όταν άιαστώνται τους πρωϊ άσπασομενους παρ' εαυτούς είσ- δέχονται. LEVEL, adj. ομαλός, 3, or ομαλής, ες. πεδινός, 3. όμό-, Ίσο-, επί-, α-πεδος, 2 (of- the ground, ^* επίπεδος also as mathem. t.). εύπόρευτος, 2 (only of the way). To make 1., ομα- λίζαν, κιινΌμαλίζειν. LEVEL, s. τό ίπίπεδον. τό ϊσόπεδον. if An instrument] στάθ- μη, ή (carpeuters rule, and also plummet, or the line marked by them), κανών, όνος, 6 (rule and plumb-line), σταφυλή, ή (plum- met in the I., and also the I. itself). il Equality] Vin. LEVEL, v. See ' to make Le- (369) VEL,' adj. if To level at or agst] στοχάζεσθαί τίνος. To 1. one's speech agst aby (fig.), τείνειν τον λόγον προς τίνα. See to POINT and Aim. LEVELLER, LEVELLING. Crcl. with verb to Level. LEVER, μοχλός, 6. Fulcrum of al., ΰπυμόχλιον,τό (Aristot.) : to heave or prise up by a 1., μό- χλευαν, άναμοχλεύειν (to force up), εκμοχλεύαν (to force out): a moving, &c, by a 1., μόχλευ- σις, μοχλεία, η : he that moves — , μοχλευτιίς, οΰ, 6 : fit for raising with a 1., μοχλικός, 3. LEVERAGE, μόχλευσις, η. τό μοχλικόν. Ι,ΕνΕΕΕΎ,λαγωδιοναηάλα- γίδιον, τό. λαγιδεύς, έως, 6. LEVITY, κουφότης, ητος, ή. κουφόνοια, έλαφρία, ή. ραδι- ουργία, ή (recklessness), χαλι- φροσύνη, h (str. t.). To act or proceed with 1., ραοιουργεϊν. LEVY, s. κατάλογος, 6 (with or without τών στρατευομένων), ανδρολογία, ή. LEVY, ν. ϋ To raise troops for the army] άπογράφειν προς την στρατείαν. συλλέγειν and συνάγει στρατιώτας. κατά- λογον ποιεΐσθαι. καταλέγειν, κατίίγράφειν, εκλέγειν, if Το levy taxes, <§•<;.] φόρο-, δασμο- -λογεϊν τίνα (upon aby). φορο- λογεΐν or φοροθετεϊν τι (upon athg). πράττειν or είσπράττειν τον φόρον. τελωνεΐν. Το 1. a tax on aby, τάττειν φόρον τινί. See Impose and Exact ; also Raise. LEWD. See Lascivious and Wanton. LEWDNESS, λαγνεία, η. μαχλοσύνη, ή. LEXICOGRAPHER, λε£ι- κογράφος, 6. LEXICON, λεξικόν, τό. LIABILITY. IT A being lia- ble] Crcl. with the Adj. (ββρ ένο- χη, ή (= responsibility), is later. if Debt] Vid. LIABLE, 'ένοχος, υπεύθυνος, υπόδικος, υπέγγνος, 2. To be 1., ένέχεσθαι. ΰπέχειν δίκην, λόγον, or εϋθΰνας (to have to give an account). L. to the imputation of folly, 'ένοχος άνοίαις : 1. to punishment, an action, &c, 'ένοχος τιμωρίαις, γραφί} : 1. to an ac- tion for false- witness, ένοχος φευ- δομαρτυρίοις (P.) : for violence, desertion, ένοχος βίαιων, λειπο- ταζίου (with ellipsis of δίκη, γραφή) : 1. to pay taxes, &c, φόρου υποτελής, 2. il Exposed to] ίίττων, ήττον. To be 1. to athg, ?7ττω είναι τίνος, έκκεΐ- σθαί τινι. ένέχεσθαί τινι : to be naturally 1., φΰναι, πεφνκέ- ναι (α infin.) : not to be 1. to athg, έκτος είναι τίνος, κρείττω εΊναί τίνος. LIAR, ψεύστης, ου, 6. ψευ- δής, ό, ή. φευδο-, ματαιο-λόγος, 6. πλασματίας, ου, 6 (dealer in lies). To expose a 1., to show or prove aby to be a 1., επιδεΐξαί τίνα φευδόμενον : a boasting 1., χΐ/ευδαλαζών, όνος. ' LIBATION, σπονδή, λοιβή, χοή, η (allfreq. in pi.). To pour a 1., σπένδειν (and mid.). LIBEL, s. λοιδορίαν έχον υπόμνημα,τό. βλάσφημον, ύβρι- στικόν, or όνειδιστικόν σύγ- γραμμα, τό. See Lampoon (str. t.). LIBEL, v. ύβριστικόν τι γράφειν κατά τίνος. LIBELLER. Crcl. with γρά- φειν and Libel, s. LIBELLOUS. Fm the Subst LIBERAL. if Becoming a free man] ελευθέριος and έλευθερο- πρεπής, 2 (g. tt.). A 1. educa- tion, ελευθέριος or ελευθέρα or ελεύθερος παιδεία or τροφή, η : that has received a — , έλευ- θερ'ιως πεπαιδευμένος (X.) or ελευθέρως τεθραμμένος (Isocr.) : the 1. arts, τέχναι ελευθέριοι, al. if Loving liberty, zealous for liberty] φιλ-ελεύθερος or -ελευ- θέριος, 2. if Bountiful] φιλό- δωρος, 2 (bountiful, of persons), άφθονος, 2 (of things, e.g. άφθονα δώρα, I. gifts). For both senses see Generous. To be or show oneself 1., δαφιλεύεσθαι: — to- wards aby, φιλοτιμεΐσθαι ε 'is τίνα. LIBERALISM, ελευθερίας επιθυμία, ή. τό φιλ-ελεύθερον or -ελευθέοιον. LIBERALITY,!\£i;0 f pioVjjs, ητος, η. έλευθέριον, τό. φίλο-, πολυ-δωρία, φιλοδοσία, ή. See Generosity. LIBERALLY. Fm the Adj. To give 1., μη φείδεσθαί τίνος, δαφιλώς or αφειδώς παρέχειν τι. φιλοτιμεΐσθαι τι. LIBERATE. See to Free, Deliver, and Emancipate. LIBERATION, ελευθέρωσα, άπελευθέρωσις, άπελευθερία, ή (of a slave), άφεσις, ή (of a pri- soner or one accused of crime). λύσις, η (of one in fetters), άπό- λυσις, ή (fm servitude). See De- liverance and Emancipation. LIBERATOR, σωτήρ, ηρος, 6. σώτειρα, η. See DELIVERER, Saviour. LIBERTICIDE, 6 την έλευ- θερίαν άνατρέπων. LIBERTINE, t Prop. : Lai. libertus,libertinus] απελεύθερος. The state of a 1., άπελευθερία, η (libertinitas). ^ A dissolute per- son] άσωτος, ακόλαστος, ασελ- γής, ό, η. LIBERTINISM (ivith ref. to manners), ακολασία, άσωτεία and ία, ασέλγεια, ακράτεια, ή. LIBERTY, f Freedom] ελευ- θερία, ή. αυτονομία, ή. To set at 1., ελεύθερον ποιεϊν or καθ- ιστάναι. άφιέναι (a prisoner). λύε ιν (one in fetters). See to Free. To endeavour to keep one's 1., της ελευθερίας επιμι- Bb LIB LIE LIF λεϊσθαι or άντέχεσθαι. See Freedom. *H Permission] εξ- ουσία, ή. άδεια, ή. I enjoy a 1., εξουσίαν έχω. επ' έμοί εστί : to avail oneself of a 1. one enjoys, άδειαν άσπάζεσθαι : I take the 1. (e.g. of doing, #£c), άξιώ. *\\ Privilege, right] δίκαιου, το. εξ- ουσία, ή. •ff In a repreliensible sense] E. g. to take a 1., τολ- μαν ποιεΐν τι : to take many or great l.'s, ΰβρίζειν. αύθαδιάζε- LIBIDINOUS, αφροδίσιος, 3. ασελγεί, ές. Ίθύφαλλος, 2 (Dem.). See Lascivious. LIBRARIAN, b έπι τών βι- βλίων. LIBRARY, βιβλιοθήκη, ή. An extensive 1., βιβλία πολλά or πλείστα. LIBRATE, LIBRATION. See Balance. LICENSE, s. TI Permission] αφεσις, εξουσία, ή. % Poetic license] άδεια, ή. ^f Excessive freedom (in a moral sense)] ακο- λασία, ή. άνεσις, ή. άμετρία, ή. LICENSE, ν. σνγχωρεϊντινι. διδόναι τινι εξουσίαν or άδειαν (τοΰ ποιεϊυ τι). LICENTIOUS, άτακτος, ακό- λαστος, 2. άνειμένος, 3. άμε- τρος, 2. ακρατής, ασελγής, ες. άσωτος, 2. υβριστικός, 3. Α 1. life, παρανομία εις την δίαι- ταν. ακολασία, άσωτεία and ία, ακράτεια, ή. To be 1., άτακ- τεϊν. άκολασταίνειν. άσωτεύ- εσθαι (str. t., be profligate). LICENTIOUSLY. From the Adj. To live 1., διδόναι εαυτόν εις άκολασίαν. εν άκολασίαις διατρίβειν. LICENTIOUSNESS,aTa£ £ 'a, ακολασία, ασέλγεια, ακράτεια, ύβρις, ή. άσωτεία and ία, ή (str. t., profligacy). LICK, λείχειν, άπο-, περί-, δια-λείχειν. λιχμάσθαι (poet.), περιλιχμασθαι (PL), άπολά- πτειν (to I. ofl"). LICKERISH, λίχνος, 3. τέν- θης, ου, δ. To be 1., λιχνεύ- εσθαι. τενθεύειν and τενθεύ- ισθαι : a 1. person, τένθης, ου, δ. λίχνος, δ. όψοφάγος, δ. ματ- τυολοιχός, δ. LICKERISHNESS, τενθεία, λιχνεία and ία. ή. LICORICE,' γλυκύρριζα, ή. γλυκύρριζον, τό. ΣιΙΌ,έπίβλημα, επίθημα, στέ- γασμα, πώμα, τό. L. of the eye, see EYE-lid. To cover with a 1., περί-, παρα-πωμάζειν, -πω- ματίζειν. LIE, s. ψεΰδος, τό. φεΰσμα, τό. ψευδολογία, ή. λόγος ψευ- δής, δ. πλάσμα, τό (fiction). Το tell a 1. or l.'s, see the Verb. Fond of l.'s, φιλοψευδής, ές : to be found out telling a lie, ψευδόμε- νον άλίσκεσθαι or φαίνεσθαι : to catch or detect aby in a 1., λαμβάνειν τινά ψευδόμενον : to crnvict aby of a 1., to give aby (370) ίϊιβί.,ελεγχειν,εξελεγχειντινά, ψευδόμενον. LIE, v. H To utter falsehoods] ψεύδεσθαι. λέγειν ψευδός or ψευδή (fm ψευδής), ψεύδη (fm ψεΰδυς) πλάσασθαι. ψευδυλο- γείν. Not to 1., άψευδεϊν. LIE, v. H (Intrans.) To be laid, to have laid oneself or itself] κεϊσθαι, e. g. on the ground, χ«- μαί : in bed, έπι της κλίνης, εν τή κλίνη, also simply κοιμάσθαι, κατακοιμάσθαι : at table, κατα- κεΐσθαι δειπυοΰντα. κατακλι- θήναι. Το 1. at aby's feet, υπο- κεϊσθαί τινι, ύποπεσεϊν τινι : to 1. ill, κατακεϊσθαι νοσουντα. κλινοπετή είναι : to 1. dying, θανάσιμοι/ είναι (ΡΙ.) '■ — at the last gasp, έπιθάνατον είναι : to 1. uncomfortably, δυσκοιτεϊν. ου δεξιώς κατακεϊσθαι. *J[ In a more extended signification of po- sition, situation, Sfc, of places] κεϊσθαι. εχειν, and sts τε'ινειν. E.g. to 1. to the west, προς έσπέ- pav εχειν (τε'ινειν) : — at the foot of the mountain, κεϊσθαι υπό τω δρει : a house which L's towards the south, οικία προς μεσημβρίαν βλέπουσα : to 1. re- mote fm athg, άπέχειν, δια- στήναι από τίνος : that l.'s low or hollow, κοίλος, 3 : to 1. near or close to, προσκεΐσθαί τινι. See Adjoin, Adjacent. II Of being in a place or situa- tion (ivith notion of continuance)] To 1. in bonds, δεδεμένον εί- ναι : (or of rest) κεϊσθαι, ήσυ- χάζειν, e. g. the ship l.'s at an- chor on the open sea, ή ναΰς σαλεύει επ' άγκυρών : to let athg 1., άφιέναι τι. παοαμελεΐν τίνος, άκίνητον εάν τι : the snow l.'s, j; χιών οΰ τήκεται : the goods 1. on hand, άπρατος μένει δ ρώ- πος : I have money lying unused, υπόκειται μοι άργύριον. υπάρ- χει μοι άργύριον κατακείμενον : tol. ready, κεϊσθαι. κατακεϊσθαι. παρεϊναι : to 1. in wait for, έφ- εδρεύειν τιν'ι. See AMBUSH. To 1. hidden, λανθάνειν, άποκρύ- πτεσθαι. *J} To rest irith, as its cause] As much .as in us l.'s, τό γε εφ' ήμϊν : the cause l.'s in this, that — , αιτία δε, οτι — : the difference l.'s in this, τό διάφορον εν τούτω εστίν. *β To be] Το 1. at the mercy of aby, εν or υπό τινι είναι : to 1. at stake, Crcl. with παραβάλλο- μαι τι. κινδυνεύω περί τίνος : an action l.'s agst aby for athg, υπόδικος εστί τίνος: to 1. in one's way, έμποδών κεϊσθαι : all l.'s at his discretion, πάντα εις αυτόν άνάκειται. LIE ABOUT, περικεϊσθαι. To lie scattered about, κεϊσθαι ip- ριμμένον or εική. διεσκεδά- σθαι. διεσπάρθαι. Lie ALONG, εκτείνεσθαι, έκταθήναι. See EX- TEND. — at full length, επέχε- σθαι (Hes.). Lie APART, άπ- έχειν. διαστήναι. Lie back, see Recline. Lie before, προκεϊ- σθαί, προεκκεϊσθαί τίνος. Lie BEHIND, οπίσω κεϊσθαι. Lie BY (adverbially), παύεσθαι, άνα- παύεσθαι. άποκεϊσθαι (as re- serve or for store). — by or near aby or athg, προσ- or παρα-κεϊ- σθαί τινι. κατακεϊσθαι παρά τινι. Lie DOWN, κατακεϊσθαι. κεϊσθαι. κατακλιθήναι. Lie IN (adverbially), λοχεύεσθαι (of wo- men in childbirth). To 1. in athg, εγκεΐσθαί τινι. κεϊσθαι εν τινι. εν-, παρ-, προσ-εϊναί τινι : to 1. in aby's power, επί τινι είναι : it lay not in the character of Cyrus, ουκ tji/ προς τοΰ Κ,ύρου τρόπου : it l.'s in the nature of the thing, έμπέψυκέ τινι. Lie OFF (a place), ύπεραιωρεϊσθαι (c. gen. ; naut. t, Hdt.). Lie ON, UPON, έπι-, έπανα-κεϊσθιιί τινι. κεϊσθαι επί τίνος. Lie over (advei-bially), see to be Re- served. Lie το (naut. t.), op- μεϊν,έφορμεϊν. επ' άγκυρών σα- λεύειν (at anchor in the open sea). Lie UNDER, ΰποκεϊσθαί τινι. κεϊσθαι υπό τι. Lie UPON or OVER, έπανακεϊσθαί τινι. Lie \νΐΤΗ,συγγίγνεσθαι, μίγνυσθαι (concurabere). The fault l.'s with him, αίτιος έκεϊνος. LIEF. See Willingly. t LIEGE, LIEGE-LORD, prps δ διδούς or δούς τον κλήρον. See Lord, il Subject] Vid. LIEUTENANT. % Milit] υπολοχαγός, δ. *\ Of a province] Loid-1., 'έπαρχος, 'ύπαρχος, δ. επίτροπος, δ : to be lord-1., έπ- άρχειν χώρας τινός. See GO- VERNOR. LIFE, ζωή, ή (in Att., life, opp. to death), ψυχή, ή (in a more restricted sense, or, as it may be, forfeited to law). To have 1., to be in 1., ζήν : to owe one's 1. to aby, ζην διά τίνα : to depart this 1., άπαλλάττεσθαι τοΰ ζην, τοΰ βίου: to lose one's 1., άπόλ- λυσθαΐ : — by violence, άφαι- ρεθήναι τό ζην : to take aby's 1., άφαιρεϊσθαί τίνα την ψυχήν. διαχρήσασθαί τίνα : to grant aby his 1., εάν ζην τίνα : to spare aby's 1., φείδεαθαι της φυχής τίνος : to intercede for aby's 1., παραιτεϊσθαι υπέρ τίνος (τή? ψυχής) : to give one's 1. for aby, άποθανεϊν υπέρ τίνος, ΰπερ- αποθανεϊν τίνος : to put one's 1. to the hazard, παραβάλλεσθαι την ψυχήν, τό σώμα : to pay for athg with one's 1., άποτ'ινειν τι τή ψνχή or κεφαλή : to fight for 1. and death, for dear 1., περί ψυχής άγωνίζεσθαι : to come off with one's 1., ζώντα άπαλλάττειν. σώζεσθαι τήν ψυχήν, τό σώμα, also περιγίγνεσθαι : to be in danger of one's 1., κινδυνεύειν περί τής ψυχής, περί τοΰ βίου : to conspire agst aby's 1., έπιβου- λεύειν φόνον τινι : to sentence aby to lose his 1., θάνατον κατα- γιγνώσκειν tij/os (of the judge) : LIF LIF LIG to despair of aby's 1., μη φάναι ζην έπι πλέον [τον κάμνον- τά] (of the physician): to come to 1. again, άναβιώσκεσθ αι. άνα- βιώναι : to drag on one's L, τον βίον έλκειν. βίον τρίβειν οδυ- νηρού, also διαπλέκειν ζώντα (Aristoph.) : to spend or pass one's 1., διατρίβειν or διάγει» τον βίον : to lengthen out one's 1., μακρόν ποιεϊν τον βίον : one's 1. is at stake, περί ψυχή* 6 δρό- μοι : not for one's 1. to — , μη έλέσθαι έπι παντι τω βίω : with the greatest pleasure in 1., άσμεναίτατα : to paint fm the 1., ζωγραφεϊν τι : size of 1., μέ- γεθος τον σώματος, τό : a sta- tue of the — , ε'ικών τίνος Ίσομέ- τ ρητός, ή : to paint to the very 1., ζωτικώτατα γράφειν : how do you manage to give that look of L to your statues ? τό ζωτι- κοί» φαίνεσθαι πως ενεργάζ-η τοΐς άνδριάσιν; in this 1., ένθάδε. όσον αν χρόνον ενθάδε ζώμεν : after this 1., μετά τον θάνατον : breath of 1., πνεΰμα, τό : light of 1., ζωή, ή : principle of 1., ψυχή, ή : — in vegetables, τό φυτικόν (Aristot.) : necessaries of 1., βίος, 6. τά εις or προς τον βίον : sign of 1., ζωής τεκμήριον, τό: to give no signs of 1., τεθνη- κότι εοικότα κεϊσθαι : love of 1., επιθυμία του ζην. τό φιλόψυ- χον : fond of 1., φιλόψυχος, 2 : to be — , φιλοψυχεϊν (esply fm coivardice). ζωτικώς εχειν (Plut.) : to be tenacious of 1., γλίχεσθαι του ζην : to be weary of, or sated with, 1., καμεϊν, κεκ- μηκέναι, άπειπεΐν προς τον βίον, προς τό "ζην. δυσχεραίνειν τό ζην : weariness of 1., η τυΰ ζην αηδία : contempt of 1., υπερ- οψία του ζην. if Time of life fm birth to death] βίος, b. χρό- νος του βίου, 6. αιών, ώνος, 6. Prime of 1., ή του βίου ακμή. See Age. In all my 1. {past), εξ ου δη ειμί : never in — , ου πώποτε. ου ποτέ {of the future). Long, short, duration of 1., μα- κρό-, βραχυ-βιότης, ητος, ή : of long, short 1., μακρό-, βραχύ- βιος, 2 : in or for all one's 1., παρ' όλον τον βίον. διά βίου. δι' αιώνος : for 1., the same, and εφ' 'όσον tis ζή. έμβιος, 2 {e.g. pu- nishment fori., έμβιος τιμωρία, η) : an office for 1., ακατάπαυ- στος αρχή, η : exile for 1., see Exile : actual, present 1., βίος παρών : past 1., βίος βεβιωμένος. τά προβεβιωμένα. τά βεβιωμέ- να : in, during (the) 1., εν τω βίω. κατά τον βίον : to pass one's 1., διάγειν τον βίον : — in study, διαβιούν or διάγειν μελε- τώντα : to pass one's 1. in athg, εμβιοτεύίΐν τινί : to spend one's 1. with, συμβιοΰυ. συζήν. "Writ- ten 1. (biography, Vid.), βίος, ο. ή περί τοΰ βίου συγγραφή : to write aby's 1., βιολόγε! ν τίνα : author of a 1., βιολόγος : Plu- (371) tarch's L.'s, τά υπό Πλου- τάρχου Έιολογούμενα. *?\ Μαη- ner of life] βίος, ό. More poet., βίοτος, ό. βιοτή, ή. δίαιτα, ή. Also ζωή, ή. πολιτεία, ή. διατριβή, η. διαγωγή, ή. Habit of 1., διαίτημα, έπιτήδίυμα, τό : a pleasant 1., βίος ηδύς, άπράγ- μων : a wretched 1., βίος ταλαί- πωρος, οδυνηρός : a 1. without en- joyment, βίος ου βιωτός, αβίω- τος {Aristoph.) : to lead (such) a 1., άγειν βίον {ποιόν), διάγειν τον βίον {πώς), ποιέΐσθαι δί- αιταν, also ζην. βιοΰν. βιώναι : to lead a pleasant 1., to enjoy one's 1., ήδέως ζην or κατα- βιώναι τον βίον : to lead a re- tired 1., Ίδιωτεύειν {opp.to δημο- σιεύειν : to arrange one's 1., oi- κονομεϊναηά ποιεϊσθαι τον βίον : plan of 1., επιτήδευμα κατά τον βίον : in common, every-day 1., εν τω καθ' ήμέραν βίω. παρά τοΊς πολλοίς : rule of 1., παρ- άγγελμα περί τοΰ όπως χρή ζην, όπως δει ποιεϊσθαι τον βίον. γνωμών και κανών τοΰ βίου (Luc). Philosophy or practical wisdom of 1., σωφροσύνη rj 7τε<>ί τον βίον : a plan to regulate one's 1., προαίρεσις ή περί τον βίον. Circumstances in 1., τά περί or προς τον βίον : in all circum- stances of 1., εν άπάσαις τάϊς τύχαις. if Manner of life, phy- sically] δίαιτα, ή. βίος, 6. To prescribe a rule of 1., διαιτάν {of the physician) : to follow it, διαι- τασθαι. ϋ Vivacity, animation] ενάργεια, ή. τό έμψυχου. Full of 1., έμψυχος, 2. εναργής, ες. ζωτικός,3{of^corksofa)ϊ.). εμ- φανιστικός, δεινός. 3 {of diction). LIFE-GUARD ' {as a body), σωματοφύλακες, oi. δορυφόροι, οι. ή τοΰ σώματος φυλακή. U Lifeguardsman] σωματοφύλαξ, ακος, ό. ο τοΰ σώματος φύλαξ. δορυφόρος, 6. LIFELESS, άψυχος, 2. ψυ- χής ερηαος, 2. νεκρός, 3. ψυ- χρός, 3. Α 1. state, τό άψυχον. Ψυχής έρηιιία, ή. LIFE-LONG. See ' for Life,' ' in or for all one's Life.' LIFETIME. See Life, «fl Adverbially] E. g. in or during aby's L, ζώντος τίνος, 'έως αν τις ή, έως τις ήν, εν τοϊς ζώσιν. κα~ά τίνα {in aby's time). LIFT,V. α'ίρειν, επαίρειν. άν- άγειν. άναφέρειν. βαστάζειν (only of a burden). To 1. up, ΰπολαβεϊν (athg fm the ground). άναιρεϊν (to I. up and take to one- self), μετέωρου α'ίρειν, μετεωρί- ζειν (to I. in the air), άνατείνειν {to I. up, e.g. the hands), άναβι- βάζειν or άναβάλλειν (to I. tip) τινά επί τι (aby on athg). To 1. up one's hands, άνατείνειν τάς χεϊυας : to 1. up one's eyes, άνα- βλέπειν (to hck up) or άνατεί- νειν or άναβάλλειν τά όμματα : to 1. up fm the ground, α'ί&ειν τι άπό της γής. άραντα λαβείν : to 1. up the voice (intendere), εν* τείνειν την φωνήν. όζύτερυν φθέγγεσθαι. όξυτέρα χρήσθαι τη φωνή : to 1. up oneself, όρ- θουσθαι. άνορθοΰσθαι. όμθόν άν- ίστασθαι. See Raise, Set up, and Elevate, Elate. LIFT, s. E.g. to lend or give aby a 1., ύπολαβόντα άνιστάναι τινά. See to Help. LIGAMENT (anatom.), νευ- pov, TO. LIGATURE, σύνδεσμος, ο. σύνδεσμα,τά(ρΐ-). επίδεσμος, 6. έπίδεσμα, τά (pi.). LIGHT, s. If Luminous sub- stance, and the brightness produced by it] φώς, φωτός, τό. φέγγος, τό (esply of the moon), σέλας, αος, τό, and αυγή, ή (poet.). To give 1., φως παρέχειν or ποιεϊν. φαίνειν (e. g. its άπαντα τον ουοανόν (to the whole heaven, PL). t Light, the light (of day)] φως, φωτός, τό. To bring to 1., έκφέρειν or άνάγειν εις φώς (Aristoph.). See 'to make Known,' Reveal. To see the 1. of day, Ίέναι (έρχεσθαι) εις τό φώς (i. e. to be born) : to come to 1., φαίνεσθαι, άναφαίνεσθαι(ρθ38.). δηλοΰσθαι (pass.), φανερόν γί- γνεσθαι, ήκειν εις τό εμφανές or τοΰμφανές : not to come to 1., λανθάνειν : to be or stand in aby's 1., επισκοτεΐν τινι: to stand in one's own 1. (fig.), φαί- νεσθαι εζαπατώντα εαυτόν, αυ- τόν εαυτόν βλάπτειν. To build out the 1., παυοικοδομεΊν (Dem.) : to go out of (aby's) 1., άποσκο- τίζειν : to look at, or examine, by (the) 1., ΰπ' αϋγάς μάλλον ίδεΐν, σκοπεϊν (PL), ίί Fig.] To throw some 1. upon a subject, φώς πόθεν πορισάμενον δηλοΰν τι ακριβέστερου : to give aby 1. on a subject, διδάσκειν τινά τι. φανερόν ποιεϊν, επιδεικνύ- ναι τινί τι : to have no clear 1. upon a subject, μήπω διϊδεΐν τι ικανώς όπως έχει. To represent aby in an odious 1., διαβάλλειν τινά προς τίνα : — athg in a favourable 1., έπαινεϊν τι: in the right, in a wrong 1., ορθός, οΰκ ορθός, and adv. To appear in (such or such) a 1., φαίνεσθαι (pass.) τίνα : in what 1. do those appear who tell a falsehood ? ποί- οι τίνες φαίνονται ο'ι ψευδόμε- νοι ; II In painting : e. g. to ob- serve light and shade] τά φω- τεινά και σκιερά εγγύς παρα- τιθέναι. if A self shining body ; a light (in the concrete)] λύχνος, 6. φώς, φωτός, τό. To kindle or put up a 1., άπτειν λύχνου, καίειν φώς : by (candle) 1., προς λύχνον. See Luminary. LIGHT, adj. f Not dark] φανός, φωτεινός, 3. λαμπρός, 3. See Bright, Clear, Luminous. A 1. night, καταφανής or φω- τεινή νύζ: it is getting 1., φως γίγνεται : whilst it is 1., 'έως έτι φώς εστίν, ετι φωτός όντυς. η[ Bb2 LIG LI Κ LIK LiyJii (of colour)] λευ /co's, 3 (ichite). λαμπρός, 3 (bright), έπικεχρω- σμένος (τινι χρώματι, just tinged with a colour). $W With name of the colour, sts expressed by com- pounds with ύπο-, sts by distinct terms, e. g. l.-blue, γλαυκός, 3 : 1. -yellow, ύπόζανθυς, 2. (See un- der the several names of colours). LIGHT, r. H To impart its own light] φώς παρέχειν or ττοι- εϊν. λάμπειν, έλλαμπειν. φαί- νειν. φωτιζειν. φίγγειν. ^[ | To light up] φωτίζειν. δια-, έκ- -φωτϊζειν. έπ-, περιαυγάζειν. καταλάμπειν. If To kindle, put alight to] άπτειν λύχνο//, καίειυ LIGHT upon, ν. ΤΙ To fall upon by chance] περιπίπτειν, έν-,επι-, πάρα-. περί-, συν-τυγ- ; χάνειν τινί. ΤΙ To settle upo?i~\ καθϊζεσθαι. κατασκήπτειν είς τι. LIGHT, adj. 1 Not heavy] κουφός, 3. άβαρής, 2. ελαφρός, 3. To render or make 1., κου- φίζειν, έπικουφίζαν : a 1. bur- den, κουφού βάρος, άχθος ου βαρύ. If Not burdened ; and hence, fleet, nimble] κουφός, 3. ελαφρός, 3. L. troops, κούφη στρατιά, ή : 1. -armed men, ol χΐ/ιλοί. oi γυανήτες : 1. armour, σκευή φιλή.ή. γυμνητικά όπλα, τά : I. infantry or foot, πεζοί εύ- Χ,ωνοι, οι. % With ref. to a state of mind: not oppressed with care] κουφός, 3. άλυπος, 2. My heart becomes lighter, κουφ'ίζομαι (passj : to have a 1. heart, άλύ- πως εχειν. % Light-minded] κου- φός, 3. κουφόνους, 2. ελαφρός, 3. χαλίφρων, 2 (str. t.). ^| Not heavy to bear] ελαφρός, 3. κοΰ- j φοδ, 3. μέτριος, 3. «See Slight, j Easy. To make 1. of, ραδίως, \ υϋ βαρίως, φερειν τι. ραδίως άνέχεσθαι. ραβύμως φερειν (take easily. PL), απλώς, φαύλως φέ- | ρειν or κρίνειν (Trag.). To set 1. by, τταρ' ουδέν, εν ουδενί λό- j γω, τίθεσθαί τι. όλιγωρεΊν τί- νος. See Slight, v. ^] Tnfling, \ gay] Yid. LIGHTEN, v. Τ] (Trs.)] See Light, v., and Enlighten. "If j (INTRANS.)] αστράπτειν (propr. and impropr.). It 1/s, άστρα- | ιττει. άστραπαϊ φέρονται : to 1. with athg, αστράπτειν τινί (e.g. τοις όμαασιν, with the eyes). LIGHTEN, v. fj To make less heavy] κουφίζειν, έπι,κου- φίζειν (propr., of a burden; and jig. = to alleviate), εύμαοίζειν, έζευμαρίζειν (Eur., make easy), ράδιον ποιεϊν. See to ALLE- viate a?id to Relieve. LIGHTER, prps ΰπηρετικόν 'πλοίο ν (a kind of by -vessel, in service of a larger one), φορ- τηγικΊ) ναϋς (a vessel for taking in loads in general). LIGHTFINGERED. See Thievish. LIGHTFOOTED, τοϊς ποσι (372) ταχύς, εΐα, ΰ. ποδώκης, 2. ελα- φοόπους, ποδός, 6, ή. εύπετής, 2. LIGHTFOOTEDNESS, ττο- δωκία. ή. LIGHTHEADED. See De- lirious, Giddy. LIGHTHEARTED. See Cheerful. LIGHTHOUSE, φάρος, 6. φρυκτώριον,τό(Ηα•οάϊα7ΐ).πυρ- σωρίς, Ίδος. ή (Suid.). LIGHTLY. IT Opp. heavily] κοΰ φως, ραδίως, and fin the other adjj. under Light. iJ Swiftly, S^c] εϋπετώς. ευχερώς, ελα- φρώς. L. attired or dressed, εΰ- ζωνος, 2. ^| Witliout premedita- tion] άβουλεί. See INCONSIDE- RATELY. LIGHTNESS. Ϊ] With ref. to weight] κουφότης, ητος, ή. έλαφρία, ι). TJ With ref. to mo- tion] ελαφριά, ή. ευπέτεια, ή. ευχέρεια, ή. ^[ With ref. to ab- sence of trouble] ευμάρεια, ή. ραστώνη, η. ίϊ Levity] YlD. LIGHTNING, αστραπή, h. A flash of L, κεραυνός, σκη- 7TTos, ό. πνρ κεραύνιον, τό. To strike or kill with 1., κεραυ- νουν : to be struck with 1., κε- ραυνοΰσθαι : as if struck by 1., εμβρόντητος, 2. έμβροντηθείς, εΐσα. έν : to be killed by 1., 7τλ»;- γίντα ΰπό κεραυνού άποθανείν: the 1. strikes athg, or athg is struck by 1., ό κεραυνός σκήπτει, έν-, έπι-, κατα-σκήπτει, or σκη- πτός or κεραυνός πίπτει, εις τι. 6 κεραυνός εμπίπτει τινί. κε- ραυνόβολον γίγνετα'ι τι : places that have been struck by 1., χωρία ήλύσια or ένηλύσια, τά (bidentalia). LIGHTS. See Lungs. LIGHTSOME. % Full of light] See Light, adj. % Fig.] See Cheerful. LIGHTSOMENESS. See Brightness, Cheerfulness. LIGNEOUS, ξυλώδης, 2. LIKE, όμοιος, 3 (and also όμοιος, igfj* wch is the more an- cient and Doric form), προσ- and παρ-όμοιος, 2 (less stroiig). έοικώς, υ~ια, ός. ε'ικώς (Att.) τινι (I. to look upon, looking L, exter- nally ; but όμοιος, internally and externally), παραπλήσιος τινι (approximating to), έμφερής, ες, τινι (similarity of person, aliquem referens). Also προσεμ-, παρεμ-, προσ-φερής. ακόλουθος τινι, 2 (inferentiully , as consequence) . ανά- λογος τινι, 2 (of relations and circumstances). Also αδελφός, 2. Poet, είκαστός, 3 (Soph), εϊκε- λος, ϊκελος, έπιείκελος, έναλίγ- κιος, άλίγκιος, 2 (Horn.). For like, in a str. sense, z= Equal, Same, see those words. 0$* Like may also be rendered by such as, τοιούτος, τοιαύτη, τοιούτο, οίος, 3 (like as = in or of ivhat sort) . A man 1. this, ό τοιούτος άνι'ιρ : and the 1., και τά τοιαύτα, και 'έτερα τοιαύτα : something ]., τοιούτος τις. Abo by κατά, c. ace., denoting correspondence of fashion or manner : e. g. 1. Mi- thradates, κατά \\ιθραδάτην(ση- srvenng to the description of. Hdt. ) : very 1. an oven, κατά πνιγέα (Aristoph.). Also by ττρός, c. gen., e. g. 'tis 1. a woman (= a ivomans way), προς γυναικός εστίν. Also by τρόπον, c. gen., e.g. 1. brass, χαλκού τρόπον, or, icith ref. to character, έν τρόποι? τινός (I. abys way of acting, af- ter tJie manner of). It was not 1. Cyrus to do so and so, ούκ r\v irpos τού Κύροι/ τρόπον (έχοντα μη άποδιδόναι, Χ.). To be 1., Ίν- δάλλεσθαί τινι (ΡΙ-)• έμφέρε- σθαίτινι (Isocr.). προσείδεσθαι (JEschyl.). προσφέρεσθαι είς τίνα or τι. συμφέρεσθαί τινι. όμοιούσθαί, also έοικέναι τινί. See Resemble. To make 1., άφ-, έζ-ομοιουν, also όαοιούν τινι. See to Copy, to Imitate. In a 1. manner, οαοίως. ωσαύτως, τον αυτόν τρόπον, παραπλη- σίως. §gp Very often like or of like icith si/hst. is expressed by compounds with όμοιος, ομού, and ίσος, or icith συν-, αντί-, e. g. of 1. kind, ομοιογενής, ές : of 1. sentiments, όμογνώιιων, 2. όμό- νους, 2 : of 1. station or rank, όμό-, Ίσό-τιμος : of 1. meaning, συνώυυαος. 2 : La god, άντί- θεος : 1. a child, άντίπαις. ijfjf• Also by compounds in -ειδής, and derivv. in -ώδης, -ικός, Qc. L. gold, χρυσοειδης, ές : 1. sponge, σπογγοειδής, σπογγώδης : 1. God, Ottos, 3 : 1. a king, βασι- λικός, 3. So, to be or act 1. — is expressed by derivative verbs : to be 1. a king, βασιλίζισθαι : to be, speak, dress, &c, 1. a wo- man, γυναικίζειν. ^J Contracted expressions] He has a dress 1. his brother (= the same as his brother has), τήυ αύτην έχει έσθήτα τω άδελφω : their fate is 1. that of (= they fare I.) the slaves, τά αυτά πάσχουσι τοΊς δοϋλοις or και oi δούλοι or οία και δούλοι : he has to work 1. the meanest, πονεΐυ δεϊ αυ- τόν κατά ταύτα or έζ Ισου τοις έσχάτοις. ^* Also ren- dered by attraction in many cases, e. g. I willingly follow persons like you, ήδέως πεί- θομαι ο'ίω σοι άνδρί (instead of τοιούτοις άνδράσιν οίος συ ίΐ) : to speak 1. (another person), όμοια or ταύτα λέγειν (τινί) : to think 1. (another person), όμοί- av την γνώμην εχειν or ίσα φρονεΊν (τινι). ^ί Nothing like] Ε. g. there is nothing 1. it, ούκ εστί παρά tout άλλο. ουδέν ύπέρτερον τούτου, ουδέν εστί τοιούτον όσον. ουδέν οίον: there is nothing 1. asking (= the best way is to ask) the man himself, ουδέν οίον τό αυτόν έρωτάν. *ij Like as] ώσπερ. ώστε \Ep.). L1K 0T0S, Οΐόϊ ΤΓΕρ, 3. 6πθΐθς, 3 (poet.). L. as when, ώσπερ οτε. οΊος, οΐόσπερ, οτε : 1. as if, ωσπερ, ώσπερ ει, ώσανεί,ώσπερ- ανεί, καθαπερεί. See As, If. LIKE (substantively). E.g. 1. for 1., ίσα irpos 'ίσα : to render 1. fori., άμύ/ζεσθαί xti /α ομοίοις : to do the 1. (with aby), Ίσα ποι- εΐν tiui. L. will to 1. (prov.), ηλιξ τέρπει τον ηλικα. έκαστος τοιούτος εστίν οΊσπερ ηδεται ξυνών. όμοιον δμοίω πελάζει. See other proverbs under Fea- ther. LIKE, V. χαίρειν τινί. ηδε- σθαί (pass.) τινι. α'ινεΐντι. αγα- πάν, στέργειν τι. δοκιμάζειντι. προσίεσθαί τι, and intrans., = athg l.'s aby, e. g. but one thing I 1. not (= likes me not), ευ δ' ου προσίεταί με (Aridoph.). έθέ- Χειν, βούλεσθαί τι. ηδυνην παρ- έχει μο'ι τι (I I. athg). Το 1. a person, φιλεΧν, αγαπάν τινι : if you 1., ει σοι δοκεΐ. ει σοι φί- λου, ει βυύλει. See PLEASE. §W If a verb is dependent on ' like,' Crcl. ivith ήδέως or par- ticiple ήδόμενος, χαίρων, έθέ- λωυ, and εκών, άσμενος, or by finite moods of χαίρειν. $■s εις μάχην : to be drawn up in 1. of battle, τε- ταγμένου εΐυαι ως εις μάχην. if Line of circumvallation] VlD. ^T In iviiting~\ στίχος, 6. Half a 1., ηαιστίχιον, τό: that is composed in l.'s, στιχηρός, 3 : to reduce to or compose in l.'s, στιχϊζειν : to explain in a few l.'s, εν βραχυτάτω δη- Χοΰν : by L'b, στιχηδόν : to send or write aby a 1. (by way of letter), γράφειν τινί or προς τίνα. λέγειν τινι δι' επιστο- λών. IT In pedigrees] διάδοχη η κατά τό γένος (I. of succession). στέμμα, τό, or γενεαλόγημα, τό. Α 1. of descent is traced down to aby, τά στέμματα κατ- άγεται ε'ίς τίνα : relations by tha LIN collateral \., συγγενείς, ίων, oi. % 1 Profession, art (weh aby folloivs)] ζυγού, τό. επιτήδευμα, τό (the peculiar branch of business) . 'έργα τά προσήκοντα (the sphere of abys occcupation or activity). That is not my 1., ταΰτά γε ουκ ίπι- τηδεύω. TJ A line or rule of conduct] See Rule. ΤΪ A cord or string] Vid. A plumb-1., a FISHING-1., see the leading words. LINE, v. Tf To put a lining to athg] ύποβάΧΧειν and παρεμ- βάλλειν τί τινι (g. t. for coating athg inside), ύπορράπτειυ τί τινι (by sewing). LINEAGE, γίνος, τό. γενεά, v. See Descent, Genealogy, \ Line of descent.' LINEAL. In 1. descent, li- neally descended, see Descent, Descend. LINEAMENT. See Feature. LINEAR, γραμμοειδή? and γραμμώδης, 2 (like or in form of aline), επί, κατά, προς στάθμην (according to or after a line). LINEN, s. Χίνυν, το. οθόνη, V. Fine Ι., σινδών, όνος, n. βύσ- σος, η : a dealer in 1., όθονιοπώ- λης, ου, ό : a l.-weaver, Χινουρ- γός, όθονοττοιός,ό. οθονών υφαν- τής, ου, 6. τεχνίτης ο όθόνια ποιών. LINEN, adj. Χινοΰς, -η, οΰν. L. -cloth, see Linen, s. LINENDRAPER, όθονιοπώ- \ης, ου, 6. LINEN-MANUFACTURER. See ' LiNEN-weaver.'. LINGER. If To defer, hesi- tate] όκνεϊν. μέλλειν. χρον'ιζειν. έπέχειν. βραδύνειν. Not to 1., χρόνου ούδένα ποιεϊν. See HE- SITATE. *ff To be pining] τήκε- σθαι, έκτήκεσθαι (pass.), τρύ- χεσθαι (pass.). To 1. with hun- ger, έκτήκεσθαι Χιμώ or υπό Χιμοΰ. LINGERING. From present partcp. of verbs to Linger. ^[ A lingering disease] μακρά νό- σος, μακρονοσία, ή (a wearisome illness in general). LINGERING, s. 'όκνος, b. μέΧΧησις, διαμέλλησις, ή. With- out 1., άμεΧΧητ'ι. LINGUIST, γραμματικός ανήρ, ο, or 'yXtuTTjjs έμπειρος, 6. ο ακριβών τους Χόγους or την γΧώτταν. LINIMENT, χρίσμα, τό. φάρμακου χριστού, τό. κατά- πΧασμα, τό (medical ointment), χριστού έΧαιον, τό. LINING. % The inner coat- ing of athg] ύπόβΧημα, έμβλη- μα, τό. % Lining of a garment] υπορρααμα, τό. LINK, 9. *i\Ofa chain] σύν- δεσμος, 6. άμμα, τό. U Band, bond] Vid. Tf A torch] Vid. LINK together, v. See to Connect. LINNET, φρυγΊΧος, 6 (g. t. for a finch). LINSEED, ΧΊνου σπέρμα,Χι- (374) LIS νόσττερμον, τό. L. oil, tXatov τό από του Χινοσπίρμου : 1. flour or meal, ΧΊνου σπέρμα κε- κομμένον, τό (Thucyd.). LINT, όθον'ιων ξύσμα, τό. μοτός τιλτός, 6, or simply μο- τός (inpl. τά μοτά). τό τιλτον. To put 1. on, μοτοΰν, διαμοτοΰν : application of 1., μότωσι?, δια- μοτωσι?, η. μότωμα, τό (as ap- plied). LINTEL, η της θύρας βάσις or βαθμ'ις. 6 της θύρας οδός. The upper 1., ύπερθύριον or ΰπέρθυρον, τό. LION, Χέων, ούτος, ο. Α young 1., ΧεσνΤιδεύς, έως, 6 : of a 1., λεόντειος 3 : like a 1., λε- οντώδης, 2 : a tamer of l.'s, Χε- οντοδάμας, αντος, 6 : a l.'s skin, λεοντή, η, and δορά Χέοντος, η (if stripped off), δέρμα Χέοντος, τό (on the animaVs body) : the keeper of l.'s, Χεοντοκόμος, 6. To beard a L, ξυρεϊν επιχειρεΐν Χέοντα (PI. Rep. 341, β), f L.'s-foot (plant), Χεοντοπόδιον, τό : l.'s-claw (pla?it), χρυσόγο- νον, τό (Leontice Chrysogonum, Linn.) : l.'s-mouth (plant), άντίρ- ρινον, τό (antirrhinum, snap-dra- gon) : l.'s-tooth (plant), Χεόντο- δου, τό (without ancient autho- rity). LIONESS, λέαινα, fi. LIP, χεϊΧος, τό. To have thick l.'s, παχέα έχειυ τά χείΧη : to bite one's l.'s, δάκνειν εαυτόν (Aristoph.). χεϊΧος όδοϋσι δα- κε'ιν (Tyrt.) : to pout the l.'s, προ- μυΧΧαίνειν (Hippocr.) : the upper 1., το άνώτερον χεϊΧος and μύ- σταξ, ακος, η : to have a promi- nent upper 1., τό άνω χεϊΧος προκρεμάμενον του κάτω εχειν: the lower 1., τό κάτω χείλος. LIQUEFY, ηΐ (Trans.)] τιί- κειν, άνα-, δια-τήκειν (to render liquid). Tf (INTRS.)] τήκεσθαι, διατήκεσθαι. διαχεΐσθαι. δια- Χύεσθαι (all pass.). LIQUID, adj. υγρός, 3. ρέων, ούσα, ον. ρευστός, ρευστικός, ρυτός. 3. ροώδης, 2. LIQUID, s. ύγρόν, τό. πο- τό ν, τό (as drink). See Fluid. LIQUIDATE, διαΧύειν (ac- count with one's debtors, ols όφεί- Χει τις). LIQUOR. See Liquid. LISP, v. τραυΧί'ζειν and ψεΧ- λί'ζειν την φωνήν. One that l.'s, τραυΧός, xj /εΧΧός, 3: he spoke in a l.-ing tone, τραυλίζων τη φωνή έφη. LISP, LISPING, s. τραυΧι- σμός, ψεΧΧισμός, b, and τραυ- Χότης. ητος, η. LIST, s. f Roll, catalogue'] κατάΧογος, ό. πίναζ, ακος, ο. αναγραφή, η. To enter into, or to make out a 1., άναγράφειν, άπογράφειν. κατασημαίνεσθαι. καταΧέγειν. U A border or bound] Vid. H The lists (= car- ceres)] υσπΧηγξ, ηγγος, or ϋσπληξ, ηγος, η. To enter into LIT the l.'s, εις τον αγώνα είσιέναι. άγωνί"ζεσθαι. LIST, v. See to Enlist. Tf To desire] Vid. LISTEN, t Tohearken] άκού- ειν, επακούειν, είσακούειν (to aby or athg, τιι/ό?). προσέχειν (νουν, γνώμην) τιν'ι. άκροάσΰαι. Το 1. underhand, ώτακουστεΤν : to 1. to aby's call, command, άκού- ειν καΧούντός, παραγγέλλον- τας τίνος : not to 1. to athg, παραμελεϊν, Χόγον ούδένα ποι- εϊσθαί, άνηκουστεΐν, ανήκουν εί- ναι, τίνος. L. (to me) ! άκου- σον. Το 1. favorably, δέχεσθαι: to 1. to aby's counsel, συμβού- λια χρησθαί τινι : to 1. open- mouthed, κεχηνέναι προς τίνα. LISTENER.^ See Hearer. ωτακουστής, ου, b (eavesdrop- per). LISTLESS. ΤΓ Heedless] Vid. ΤΙ Indolent, languid] Vid. LITERAL, κατά λέξιν. κατά τά γράμματα. LITERALLY. As the Adj. To repeat or report a speech 1., άπαγγέΧΧειν πάντα τον Χόγον ώσπερ ε'ίρηται. See ' to the Letter.' LITERARY, γραμματικός, μαθηματικός, 3. L. pursuits, γράμματα, τά. γραμματεία, η: a 1. man, φιλόλογος, ό. φιλό- σοφος, ο. πεπαιδευμένος, ο (α man of learning). Zeal for 1. pursuits, η περί τους Χόγους (or περί τά γράμματα) σπουδή : to be engaged in 1. pursuits, δια- τρίβειν περί τά μαθήματα or γράμματα : a 1. training or edu- cation, παιδεία, ή : great 1. ac- quirements, πολλών γραμμάτων εμπειρία, η : one that possesses great 1. acquirements, γραμμά- των πολλών εμπειρίαν έχων (ούσα). LITERATURE, γράμματα, τά. γραμματεία, ή. παιδεία, η. LITHARGE, λιθάργυρος, η. γαλήνη, ή. μολύβδαινα, ή. LITHOGRAPH, s. λιθογρά- φος, b. $&$* α word of modern coinage, not known to the Greeks either in this or any other signifi- cation. So likewise the following : Lithograph (v.), Χιθο-γραφεϊν, -γραφίζειν. Lithographic, λιθο- γραφικός, 3. Lithography, λιθο- γραφία, λιθογραφική, ή (as art). Χιθογ ράφημα, τό. Χιθογραφι- κόν έργον, τό. LITIGANT. Crcl. with par- tcp. of δικάζεσθαι,διαδικάζεσθαι. The 1. parties, οι αντίδικοι, oi διαδικαΧ,όμενοι. LITIGATE (to be involved in a law suit), δικάζεσθαί, διαδικά- ζεσθαί, τινι or προς τίνα, περί τίνος or περί τι. See ' go to Law.' LITIGATION, πραγματεία, διαδικασία, ή, and Crcl. with the Verb. Under 1., διάφορος, 2. LITIGIOUS, φιλόδικος, 2. φιλόνεικος, 2 (g. t.,fond of con- LIT LIV LIV tentions). To be Ι., φιλοδικεΐν. φιλονεικία χρησθαι or φιλονει- Ki.lv. LITTER, s. If A kind of se- dan bed] κλίνη, ή, and λεχος, τό (g.tt.). φορεΐον, φέρετρον, τό. αιώρα, η (a chariot on springs). *\l A couch of straw] υπόστρω- μα, το. χορτόστρωμα, τό. στι- βάς, άοο?, ή. *ί| Young produced at a birth] γονή, ή. yoi/os, to- kos, ό. U Fig••' confusion] άτα- £ία, άκοσμία, ή. φυρμός, 6. Το make a 1. {fig.), συγχεΐν. εική διαρρίπτειν : to be all in a 1., είκ?/ κεϊσθαι. έρριμμένον είναι : all in a 1., άναμίξ, ούδενι κόσμω. εική. άνω κάτω. LITTER, ν. ΤΤ To spread straw for a couch or cattle] στρων- ννναι, ύποστρωννύναι. ^f 7b cover with things negligently] εική διαρρίπτειν, συγχεΐν. η] To bring forth (of a?iimals)] τ'ικτειν. άποκυ*ΐν. LITTLE, μικρό"? and {oldAtt. and Ion.) σμικρόν, 3 (φΐΓ spec. opp. to μέγας, but also to πολύς : of size = small, of value = petty, of time = short. Comparut. μι- κρότερος and έλάττωι/, but also με'ιωυ [of size], superl. μικρότα- τος, ελάχιστο?), ολίγος, 3 (spec. opp. to πολύς, but also to μέγας: of number or quantity = few, of size = small [rare in prose], of value = slight, of time and space = short. Comparut. μείων, superl. ολίγιστος, but also έλάττωι/ and ελάχιστος). See LESS, LEAST. τυτθό? (poet.), 3 and 2. βρα- χύ?, εϊα, ύ (insignificant, trifling, = of short duration, of little effect^ $c). So 1. (tantillus), τυννός, 3 (Theocr.). τυννοϋτος, τυννουτοσί (Aristoph.) : how 1. ? ττοστόν, 3 : very 1. (multesi- mus), πολλοστό - ?, 3 : within a \., παρά μικρόν, μικρόν, μικρού, ολίγου, μικρού δεΐν, μικρού άπο- λείπεσθαι : there wants, I want, but 1., ολίγου δει, δίω (ζ= I all but — ) : I was within a 1. of dy- ing:, παρά μικρόν ήλθον άπυθα- νεΐν : to think 1. of, παρά μι- κρόν, παρ' ολίγον, ποιεΐσθαι, ήγεΐσθαι : a 1. (or short) while, βραχύς or ολίγος or μικρός χρό- νος : quite 1., ακαριαίο?, 3 : worth 1. or of 1. value,* μικρού or ού πολλού άζιος, 3. φαΰλο? : a 1. μικρόν, ολίγον, or βραχύ τι. επι βραχύ, μικρόν, βαιόν,ηβαι- όν, μίνυνθα (Ερ.) : a very 1., just a 1., ολίγον or μικρόν όσον. όσον βραχύ, 'όσον βαιόν (poet.) : to wait a 1., περίμεναν ολίγον χρόνον. μικρόν επισχεΐν : a 1. sooner, όλίγω πρότερον : 1. or nothing, η τι η ουδέν : too 1., μείον, ήττον, ελαττον τού δέ- οντος or τού ικανού : too 1. to ■ — , ολίγος ως or ώστε (c. infin.) : to have too 1., μειοι/εκτεΐι/ : by 1. and 1., κατ' ολίγοι/, κ. μικρόν, κ. βραχύ : in 1. pieces, κατά μικρόν (e. q. to break) : as 1. as (375) possible, ώ? 'ήκιστα : however Ι.•, οσονούν : as 1. (= nor yet), ουδέν τε μάλλον, ούδ' αύ. Α 1. child, παιδίον, βρ-έφος, τό. See Child. Fm a 1. one, εκ μικράς ηλικίας, εκ παιδιού, εκ τύννων. tflSr• Little is often expressed by the diminutive form of the noun, e. g. a 1. house or building, οίκί- διυν, ο'ικημάτιον : a 1. man, άν- θρωπάριον : a 1. girl, κοράσιον, fyc. With adjj., in this sense ra- ttier by ύπο in composition, e. g. a 1. red, υπέρυθρος, 2. For these see the leading word. 3gp* For numerous compounds with μικρό-, όλιγο-, βραχύ-, see the Gr. Eng. LITTLEMINDED,TaTT£u/o- φρων, 2. μικρόψυχος, 2. LITTLENESS, μικρότης, ητος, η. τό βραχύ, έος. λεπτό- της, ταττειι/οτ?;?, tjxo?, rj. See Little. LIVE, v. ίΐ To have life] ζην (only pres. and imperf) βιώναι (only the fut. aor., perf., and plusq.). So long as I 1., εμού ζώντος, εις τον άπαντα χρόνον τού βίου : to be still l.-ing (or alive), περιγίγνεσθαι. περιεΐ- ναι. έπιζην, έπιβιώναι. *[J With ref to the mode of life] ζην, βιώναι. βιοτεύειν. βίον αγειν or έχειν. διαιτάσθαι. Το 1. hap- pily or a happy life, ευτυχώς or ηδέως ζην. βίον αγειν εύτυχη or εύδαίμονα. ευ π ράττειν (to do well) : to 1. always a happy life, διάγειν εύπραγούντα. διαβιώ- ναι βίον εύτυχη : to 1. mode- rately, μετρία τΐι διαίτη χρη- σθαι. βίον εχειν or αγειν μέ- τριου : to 1. cheerfully, pleasant- ly, &C, φαιδρώς βιοτεύειν. ζην εύφραινόμενον : to 1. miserably (in circumstances, &c), ανιαρών, λυπηρώς ζην : to 1. wantonly, voluptuously, τρικρερώ? ζην : to 1. more pleasantly, more frugally, and more healthily, ηδιον και ευτελέστερου και ΰγιεινότερον διάγειν : to 1. in peace or in quietness, είρήνην, ήσυχίαν έχειν or αγειν : to 1. in poverty, πενία συνειναι : to 1. voluptuously or in pleasure, ηδοναΐς συνειναι : to 1. in ignorance, άμαθία συνοι- κεϊν : to 1. after the principles of health, ζην στοχαζόμενον της ύγιείας. See phrases, 'to lead a life,' under Life. To 1. as a citi- zen, ιτολιτεύειι/ or πολιτεύ- εσθαι : to 1. by oneself, μόνον διαιτάσθαι. ίδιωτεύοντα ζην. τά εαυτού πράττειν : to 1. for a thing (= devote oneself entirely to it), είναι εν τινι or προς τινι: to 1. and move entirely in athg•, χρησθαι τινι και συζην. *ff To get one"s livelihood] To 1. of or by athg, βίον έχειν or ποιεΐσθαι άπό τίνος, ζην or βιοτεύειν από τίνος or ποιυύντά τι. βίος εστί μοι άπό τίνος, τρεφόμενόν τινι or άπό τίνος ζην (to get a living by atltg) : he intends l.-ing by robbery or by begging, αρπάζων η προσαιτών διανοείται βιοτεύ- ειν : I can well 1. on or by athg, βίος εστί μοι ικανός άπό τίνος : to have enough to 1., 'έχειν τά προς τον βίον. έχειν τά επιτή- δεια : just enough to 1. on, όσον άποζην (Thuc.) : having enough to 1. on, δυνάμενος εκ τών ιδίων τρέφειν εαυτόν. ΤΙ To live on athg (vesci)] έσθίειν τι. To 1. on meat or animal food, κρεωφα- γεΐν : to 1. on fish, Ίχθυοφαγεϊν. ίΐ To sojourn, be settled at a place] διατρίβειν. διαιτάσθαι. ποιεΐ- σθαι την δίαιταν. διάγειν. oi- κεΐν. Το 1. in the country, εν άγροϊς διατρίβειν or την δίαι- ταν ποιεΐσθαι : to 1. with aby, την δίαιταν εχειν παρά τινι. συζην, συνοικεΐν τινι : to put aby to 1. with (tinder charge of) aby, την δίαιταν ποιεΐσθαι τίνος παρά τινι (Hdt.) : to 1. with aby at a spot, συνδιατρίβειν τινί κατά χωρίον τι. κοινην την δί- αιταν ποιεΐσθαι σύν τινι : to 1. far off, άποικεΐν : to 1. apart in different places, διοικεΐν : a very pleasant house to 1. in, οικία ηδί- στη ενδιαιτάσθαι. -SeetoDWELL. LIVE, adj. See Living. LIVEABLE, βιώσιμο?, 3. βι- ιυτο?, 3. ά£ιο/3ίωτο?, 2. Not 1., αβίωτος, 2. άβιος, 2 (e.g. ά/3ιο? αισχύνη, PL, a disgrace under wch one cannot live). LIVELIHOOD, j8io?, 6. τρο- φή, η. τά εις or προς τον βίον επιτήδεια, τά (χρήσιμα) προς τον βίον. A poor 1., βιότιον, τό : to get one's 1. by athg, see to LlVE : πορίζεσθαι τον βίον άπό τίνος, πορ'ιζειν εαυτω τον βίον (sea. partcp.) : to have one's 1. by athg, έχειν τον βίον άπό τίνος : having an independent 1., δυνάμενος εκ τών ιδίων τρεφειν έμαυτόν (Isocr.). See Indepen- dent. LIVELINESS, ενάργεια, ϊ. εναργές, ούς, τό. Sir. it. δεινό- της, σφοδρότης, όζύτης, ητος, η. πάθος, τό. εμπάθεια, η. See Life, Spirit. LIVELY, ζωτικό'?, 3 (vivax). 'έμψυχος, 2 (vivid, animated), εναργής, ές (vivid), σφοδρός, 3. οξύ?, ορμητικός, 3. Ισχυρός, 3. Α 1. conception, ιδέα εναρ- γής, ή: to form a 1. conception of athg, τίθεσθαί τι ο τι μά- λιστα προ ομμάτων (Aristot.) : form to yourselves a 1. idea of those times, γένίσθε γνώμη εν εκείνοις τοις χρόνοις '. a 1. re- membrance, ισχυρά μνήμη, ή : a 1. feeling, πάθος, τό : a 1. de- sire, σφοδρά or δεινή επιθυμία, ή. δεινός or μέγας πόθος, δ '. to have it for athg, πάθω φε'ρεσθκί τιι>ο? : to have 1. feelings, ίμπα- θώς δια-κεΐσθαι or -τίθεσθαι : to make a 1. impression upon the hearers, έμπαθώς διατιθέναι, εις πάθη ττολλά καθιστάι/αι, του? άκούοντας : a 1. pleasure, μεγά- LIV Χη ηδονή, η : a 1. grief, δεινοί/ or βαρύ άλγος, τό : a 1. repartee, άπόκρισις 'έτοιμος orirpoytipoi, ■η : a 1. contention, ποΧλη ερις, V : athg has left a 1. impression upon me, kv τοις όφθαλμοϊς παραμένει μοί τι. % Brisk, stir- ring] There is a 1. intercourse or communication between them, συχνή ttj προς αλλήλους χρών- ται επιμιξία : a 1. place, χωρίον πολυάνθρωπον, τό. LIVER, ήπαρ, ατα?, τό. Of the form or the nature of the 1., ηπατοειδήΐ, 2. ηπατίτης, ου, 6. ηπατΐτις, ιδος, η : a tumour of the 1., ζύμωσις ήπατος, η : af- fected in thel., ηπατικός, 3: dis- ease of the 1., ηπατική νόσος, η. ηπατΐτις νόσος, η. LIVERY, s. prps στοΧη (παράσημος) των παίδων, των θεραπόντων, η. LIVERY (in law : delivery or making over of property), s. παρά- δοσις, η. LIVID, πεΧιός or πεΧιτνός or πελιδνός, 3 {of the colour of a corpse). πελιάς,άδυς(fem. ;Hip- pocr.). To be of a 1. colour, πε- Χιαίνεσθαι, πελιδνοϋσθαι (pss.) : a 1. spot, πιλίωσις, ή. LIVIDNESS, πεΧιόν χρώμα, τό. πελιότης, ητος, η. LIVING or LIVE, adj. f That has life or is alive] Χ,ωός, 3. ζώι/, ζώσα, "ζων. έμψυχος, 2. Α 1. creature, "ζώον, τό. See phrases with Alive. Whilst, or so long as, I am 1., or continue to be 1., εμοϋ ζώντος : to be still 1. (= alive), περιγίγνεσθαι, περι- εΐναι. ίπιβιώναι. The 1. (opp. to the dead), oi ενθάδε, ο'ι άνω or ανωθε (poet.). L. with, σύν-οι- κος, -νομός, -τροφός, 2 : 1. a hard, the like, life, κακό-, δμοιό-βιος, 2. A 1. language, διάΧεκτος 'έτι ζώσα εν εθνει. ι LIVING, s. Awayofl.,/3/os, 6. δίαιτα, διαγωγή, διατριβή, η. Α 1. together, συνοικία, συν- οίκησις, ή. % Livelihood] VlD., and phrases under to Live. LIZARD, σαύρα, η. σαΰρος, 6. κροκόδειλος (χερσαίος), 6 (Ion. Hdt.). Like a 1., σαυροειδής, 2. "fl Varieties'] άσκαΧαβώτης and γαλεώτης (lacerta Gecko). χαλ- κίς, ίδος, η, and χαΧκιδικη, τ), also ζιγνίς or "ζυγνίς, ίδος (a ki?id of striped L, called in Sardinia ' Ciciyna''). Water-1., κορδύΧος, σκορδύλος, b. LO! Ίδού\ LOAD, φόρτος, η. φορτ'ιον, τό (usu.inpl.). φόρεμα, τό. See Burden. A ship-1., -γόμος, 6, or γόμος της νεώς. See FREIGHT. A (waggon) 1. of corn, άμαξα σίτου : a (waggon) 1. of stones, αααξα Χίθων or πετρών. U Burden] βάρος, άχθος, τό. ποΧύ τό βάρος. πλήθος, τό (great quantity). LOAD, ν. φορτίζειν, γεμί- ζειν. βαρύνειν. Το 1. a ship, (376) LOC see to Freight. To be l.-d with | athg, γέμειν τινός, μεστού εϊ- | ναι τίνος, ένέχεσθαί τινι and ! άχθεσθαί τινι (fig.). To be l.-d J with debts, υπόχρεων γίγνεσθαι (i. e. over head and ears in debts). Loaded, see Laden. To 1. (as dice), μοΧυβδοΰν (Aristot.). LOAD -STONE. See Mag- net. LOAF. See Bread. LOAM,y?; μέXaιυaOr μεΧάμ- βωΧος, ή. LOAMY, μεΧάγ-γαιος, -γει- ος, -γεως, μεΧάμβωΧος, 2. LOAN, δάνεισμα, δάνειον, τό. έκδοσις, η. To make or effect a 1., δάνεισμα ποιεϊσθαι. διινείζε- σθαι : to make a 1. (on the part of the lender), δανείζειν : a I. on landed property or immoveables, συμβόΧαιον έγγειον, τό : a go- vernment 1., χρήματα δημοσία δεδανεισμένα. See to LEND. LOATH, άκων, ούσα, ov. ακούσιος, 2. See Unwilling, Reluctant, Disinclined. LOATHE. To 1. athg, vau- τιαν (to feel nausea at athg). προσίσταταί τινι τι. μνσάτ- τεσθαί τι. See to be Disgusted (propr. and fig.) and to De- test. LOATHING, ναυτία, άση, η. βδεΧυγμός, ο. βδεΧυγμία, ή. See Disgust, s. LOATHSOME, μυσαρός, βδε- Χυρός or βδεΧυκτός, σικχαν- τός, 3. See Disgusting. Athg isl. to me, μυσάττομαί, βδελύτ- τομαί, τι. δυσχεραίνω τι. See the Verb. LOBBY, πρόδομος, b. προ- δωμάτιον, τό. θΰραι, αϊ. LOBE, λοβός, οΰ, b (of the ear and of the live?•), άορτρα, τά (the two Vs of the lungs. Hipp.). LOBSTER, prps πάγουρος, b, φ^• unless this be the common crab, αστακός, b, is a variety of crab ; καρίς, ΐδος, η, a small kind of I., prps prawn or shrimp ; κάραβος, b, a prickly kind of crab ; καρ- κίνος, b, a crab, Lat. cancer. L.- eyed, imitate by άττελαβόφθαΧ- μος, 2 (locust-eyed). LOCAL, τοπικός, 3. εγχώ- ριος, 2. L. position, τόπος, b : 1. knowledge, χώρας εμπειρία, η : to possess 1. knowledge, εμ- πειρον είναι χώρας, εμπείρως εχειν χώρας : the 1. features of a place, η της χώρας φύσις. LOCALITY, 1 The nature of a place] η της χώρας φύσις. ■[[ Situation] τόπος, b (g. t. place). b της χώρας τόπος, η τοποθε- σία της χώρας. A convenient 1., ευκαιρία, η : the 1. is favora- ble for aby, καΧόν τό χωρίον εστί τινι or προς τινός εστί τό χωρίον. LOCK, s. *i\ An instrument for fastening] κΧεϊθρον,τό. κΧείς, κΧειδός, η (of a door). To keep athg under 1. and key, ε'ίργειν τι i -πό κΧεισι και θυρωροϊς LOG (Plut.). if A sluice- door] φρά- κτης, ου, b (a sluice with gates), or pi. κΧεισιάδες, αϊ (aft. Dion. Hal.). i[ Lock of hair] βόστρυξ, υχος, b. βόστρυχος, b. όστλιγξ, ιγγος, η. πΧοκαμίς, ΐδος, τ), πλόκιον, τό. κίκιννος, ο. LOCK, ν. % To fasten with a lock 7 ] κΧείειν, κατά-, σι/γ-, επι-, άπο-κΧίειν. That may be l.-d, κλειστός, 3. To 1. oneself up in athg (e. g. in the house), κατα- κλείειν εαυτόν ε'ίς τι. Το 1. out, ά-π-ο-, εκ-κλείειν (propr., with ref. to access of a place). To 1. together (as soldiers their shields), συγκΧείειν. LOCKED-JAW, τέτανος, 6 (g. t. ; spasmodic rigidity of any part of the body). Prps τρισμός, ό (ί^Ρ but without ancient autho- rity). LOCKER, κιβώτιον, τό. κί- στη, η. σκευοθήκη, η. LOCKET, Χαβίς, ίδος, η. περόνη, ή. See Clasp. LOCKSMITH, κΧειδοποιός, LOCOMOTION. See Mo- tion. LOCUST, άκρίς, ίδος, η. πάρ- νοψ, υπος, ο. άττέΧαβος, ό (the latter without wings). LODGE, v. H (Trans.) To give lodging or an abode] ε'ισδέ- χεσθαί τίνα. δέχεσθαι οικία, ύποδέχεσθαι. ξενυδοχεΐν, ξενί- ζειν. διδόναι or άπυνέμειν εν- οικεΐν (aby in a room, τινι οί- κημα). U (Intrs.) To be lodged] ξενίζεσθαι (pass.; of a visito?•). καταλύειν παρά τίνα or τινι (of a traveller putting up at an inn), κατάγεσθαι εις τίνα or παρά τινι. LODGE, s. οίκίδιον, τό (a small house). LODGER. Crcl. with verbs under to Lodge. LODGING, ,<αταγώγιον, τό. καταγωγή, η. κατάΧυσις, η. LOFT, ΰπερωον, τό. υπέρτε- ρος or υπέρτατος, οίκος, ο. Α 1. for keeping fruit, σιτο/3ολεώΐ', ώνος, ο. w LOFTINESS. ! Prop. .-height] άκρον, τό. άκρα, η. ϋψηλόν, τό. μετέωρου, τό (high point). ΤΙ Fig. : exaltedness] υψσς, ους, τό. μέγεθος, τό. σεμνότης, η, and τό σεμνό ν. Χαμπρότης, η. μεγαλοπρέπεια, η. L. of mind, μεγαΧοψυχία, η : 1. of senti- ments, μεγαλοφροσύνη, μεγα- λοψυχία, η. LOFTY, υψηλός (g.t.),3. $ψ α'ιπύς, εΐα, ύ, poet. only, μετέ- ωρος, 2. μέγας, μεγάλη, μέγα. λαμπρός, 3. See HlGH, ELE- VATED, Exalted. LOG, στέλεχος, τό. κορμός, ο. (κορμοί ξύλων, Hdt.) LOGARITHM, Χογάριθμος, b (a word of modern coinage). LOGGERHEAD, σκαιός, 6. αγροικος, b. κοάΧεμος, ό. άμνο- κών, ο. βΧιτομάμμας, b. To go LOG or fall to l.'s, εις χείρας έλθεΐν Tii/i. χειρομαχεΐν προς τίνα. LOGIC, S. διαλεκτικι'ι, η. LOGIC or LOGICAL, adj. διαλεκτικός, 3. LOGICIAN, διαλεκτικό*:, 6. LOGO Μ ACHY (dispute about words), λογομαχία, η. LOINS, λαγών, όνος, η (hol- low part below the ribs), οσφύς, ύος, η (feshy muscular part in small of the back), Ίζύες, ai (Hip- poer. ; fm ιξύς, the small of the back). Also φόαι, φοιαί, φύαι, ων, αϊ (propr. the muscles of the t*s, but also the l.'s themselves. Hippocr.). A pain in the l.'s, see Lumbago. LOITER, μέλλειν, χρονίζειν. όκνεΐν. βραδύνειν. σχολάζειν. χρονοτριβεΐν. στραγγεύεσθαι (Aristoph.). See to Linger, to Idle. LOITERER, μελλητης, ού, 6. οκνηρός, 6, and Crcl. with partcp. of verbs under LOITER. LOITERING. ^ Adj.] μέλ- λων, ούσα, ov. οκνηρός, 3. όκνώ- δης,2. σχο\αϊος,3. βραδύς, εϊα, ύ. ^[ Subst.] μέλλησις, ή. όκνος, 6. τριβή, διατριβή, η (the act of Ι.), οκνηρία, η, also βρ^δυτής, ητος, η. το σχολαϊον. έδρα, η (poet., e. g. this is no time for 1., ούχ έδρας άκμη or άγων). LOLL. TJ To lie idly about (of persons)] άργούντα ε'ικη άπο- κλίνεσθαι or άποτείνειν τα σκέ- λη. ΤΙ To loll out the tongue] άνειμένην την γλώσσαν έκχα- ΐθΝΕ, LONELY, LONE- SOME, 'έρημος, 2. μόνος, 3. ησυ- χος, 2. μον'ιιχς,ου, 6. Α 1. place, ερημιά, η. άναχώρημα, τό : to live a 1. life, έρημον αγειν τον βίον. εν ερηιχία είναι or διάγειν. εν ησυχία διάγειν. See ALONE and Solitary. ( LONELINESS, έρημία, η. ■ησυχία, η, and μόνωσις, η. LONG, adj. f With ref to space or extension] μακρός, 3. εκ- and δια-τεταμένος, 3. μέ- γας, μεγάλη, μέγα. ποδηρης, 2 (of garments). A 1. way, μακρά or πολλή οδός : 1. hair, 1. beard, άνειμίνη κόμη, άνειμένος πώ- yiov : 1. nails, όνυχες iiri πολύ παρηγμένοι : very 1., εύμηκης, περιμηκης, 2. $fjp In speaking of a definite measure, τό μήκος (c. ace.) is used, e. g. ten feet 1., δέκα ποδών τό μήκος : or it is rendered by compounds, e. g. two, three, &c. cubits 1., δίπηχυς, 2, and διπηχυαίος, 3. τρίπηχυς,2: ten feet 1., δεκάπους, οδός, 6, η. ΤΙ With ref. to length of time] -πο- λύς, -πολλή, πολύ. μακρός, 3. συχνός, 3. (For) a 1. time, πο- λύν, συχνόν χρόνον : after a 1. time, διά πολΚού. δια μακρού, μετά πολύν χρόνον : and adjec- tively, after or for a 1. time, χρόνιος, 3, and Att. 2. See (377) LON Time, While. A 1. speech, πο- λύς or μακρός λόγος, 6. μα- κρολογία, η : 1. experience, η εκ πολλού εμπειρία : a 1. reign or government, πολυχρόνιος άρχη, ή : a 1. syllable or quantity, συλ- λαβή μακρά or εκτεταμένη, η. fur" If definite time is denoted, the preposition διά (c. gen.) is em- ployed, or ανά (c. ace), or the ace. absol., e. g. all day 1., δι' όλης της ημέρας, ανά πάσαν την ημέραν : one's whole life 1., πάντα τον βίον. U With omission of 'time,' long =. diu] πολύν χρόνον. έπι πολύ. δηρόν (poet.), δαρόν (frag. ; often with concomi- tant notion, 'too long" 1 ), δηθά (Epic), also δην (freq. of living long), πολλού χρόνου, διά πολ- λού and έκ πολλού. Very 1., πλείστον χρόνον : 1. before, af- ter, ττολλω χρόνιο or πολύ, πρό- τερον, 'ύστερον : not 1. after, ού πολλά) 'ύστερον, μετ ού πολύν χρόνον : 1. since, 1. ago, πάλαι, έκπαλαι, πρόπαλαι. προ πολ- λού (χρόνου), έκ τού επι πλεΐ- στον : it is 1. since, χρόνον 'έχει εζ ού : it is 1. since I have seen him, πολύς χρόνος εζ or άφ' ου ούχ εώρακα αυτόν, (διά χρόνου και εώρακα αυτόν, it ivas long — , and now I have seen him.) You were 1. among the barba- rians, χρόνιος ης εν βαρβάροις (Eur.) : I have 1. given over this, χρόνιος ειμί άπό τούτου (Eur.). To last 1., χρονίζεσθαι. μηκύνε- σθαι (pass.), προβαίνειν ε'ις or έπι μήκος : so 1. as — so 1. (quam diu — tarn diu), έφ' όσον — έπι τοσούτον, όσον — τοσούτον, 'έως — τέως : so 1. as human na- ture remains the same, 'έως αν η αύτη φύσις ανθρώπων η : SO 1. as fortune l.'s, μέχρι της τύ- χης. See While, conj., and Cf Until. How 1. ? πόσον χρό- νον ; 'έως πότε ; To be 1. (= to protract), χρονίζειν: not to be 1., χρόνον ούδένα ποιεϊν (not to lin- ger), έπείγεσθαι (pass.), σπεύ- δε ιν (to hasten), glu» For nume- rous compounds with μακρό- see the Gr. Eng. Lex. Thus, that has 1. legs or shanks, μακροσκε- λής, 2. μακρόκωλος, 2 : to have 1. hair (=tobe l.-haired), μακρο- κομεΐν: that has a 1. neck, μα- κροτράχηλος, 2 : that has 1. hands, μακρόχειρ, 6, η. LONG (for or after athg), v. ποθεϊν, έπιποθεΐν τι. ϊμείρειν τινός (rare in Att. prose), λί- πτεσθαί, λελιμμένον είναι, τί- νος (poet.), πόβον έχειν. πόθος έχίΐ τινά. φέρεσθαι (pass.) πά- θω τινός, έφίεσθαί τίνος, έπι- θυμεΐν τίνος. Το 1. for one's home, τά οϊκαδε ποθεΐν. Το 1. (as pregnant women for strange food, &c.), κισσάν τίνος (and gen. = to I. or hanker after athg). t^p• It may be often rendered by a verbum desiderativum, e. g. II. for war, πολεμησείω : that wch LOO one is l.-ing for or after, ποθεί" νός, 3. LONGEVITY, μακροβιότης, ητος, η, and Orel, tvith μακρό- βιος, 2 (long-lived). LONGING, πόθος, 6, τιι /os. επιθυμία, η. 'ίμερος, 6, τινός (rare in Att. prose). L. of preg- nant women, κίσσα, η. To have a 1. for athg. see to Long. I feel an irresistible 1. for athg, δεινός πόθος τινός έγγίγνετα'ι μοι. δεινόν πόθον 'έχω τινός, δεινός πόθος τινός έχει με. LONGITUDE. H Length] Vid. 1| Geograph. and astroii.] μήκος, τό. LONGITUDINAL, τείνων, ούσα, ov, έπι μήκος, δ, η, τό κατά μήκος. LONG-SUFFERING, adj. μακρόθυμος, 2. To be 1., μακρο- θυμεΐν. LONG-SUFFERING, s. μα- κροθυμία, η. πραότης, ητος. LOOBY, κοάλεμος, 6. βλιτο- μάμμας. 6. άμνοκών, 6. LOOK, s. IT Act of looking, glance or intuition] βλέμμα, τό. δίργμα, τό, and βλέπος, τό (poet.), όψεως βολή, η. όφις, ή. αντί-, έπι-, περί-βλεψις, ή. To cast a 1. at or upon athg, to take a 1. at, to give a 1. to, express by verbs wider to Look, and see phrases under Eye. To cast a fierce 1. at athg (rr to I. fiercely), γοργόν οράν προς τι. To let one's 1. rest or dwell upon an object, την όψιν εάν ένδιατρί- βειν εν τινι : to have or keep a 1. on athg, εχειν την πρόσοφίν τίνος. εκ πολλού έχειν την πρόσοφίν τίνος (str. t.). ^f The air or mieii] όφις, η. τό τού προσώπου σχήμα, είδος, τό, and σχήμα, τό. See Appearance. To have a gentle 1., νμερυν είναι τό βΚέμμα : to have a dull, gloomy, sullen, 1., δριμύ οράν. σκυθρωπά'ζειν : to have a gal- lows 1., κλεπτόν βλέπειν (Aris- toph.) : that has a gloomy, sad, sorrowful 1., σκυθρωπός, 2 : a cheerful 1., εύφοαινομένων η όφις. See phrases ' to Look cheerful,' S[c. To judge of aby by Irs l.'s, φυσιογνωμονειν τίνα : good l.'s, εύμορφία, η : of good 1 's, see Handsome. To have the 1. of being — , see ' to Look as if.' LOOK, v. % To direct the eye] Usu. takes its obj. under govern- ment of pr epos., 'Look at,' S[c, see below, βλέπειν. οράν. Ίδεΐν. σκοπεΐν. σκέφασθαι. λεύσσειν, δέρκεσθαι (poet.). Look! ηνί- δε ! Ιδού ! ΐδετε ! (inter jectional- ly). See Behold, Lo ! L. here, βλέφ' or βλέπεθ' ωδε : to 1. elsewhere, σκοττεϊν αλλοσε : to 1. whether, άθρείν ει, πότερον. See Consider. I will 1. and see, πειρησομαι ηδε "ιδωμαι (Horn.) : they will 1. to see what you will do, θεάσονταί σε τί LOO LOO LOO ποιήσεις (Dem.) : to 1. in all di- rections, πανταχή βλέπει» or παπταίνειν (poet., to I. timidly all round, to peep, Fid.) : I l.-d and saw, εβλεψα και ϊδον : to 1. aby (dative) in the face, see under Face, and add άντοφθαλμέϊν τινι and προς τίνα. άντιβλέ- πειν τιν'ι, ε'ίς, προς τίνα. άνα- βλέπειν προς τίνα. ΊΙ Followed by infin. = to expect] Vid. if Impropr. — to be directed] βλέ- πειν. τρέπεσθαι. bpav. απόκλι- νε ιν (e. g. προς άρκτόν, north- tvard). See to Face and Aspect. *i\ Impropr. — by looking to make to be] To 1. aby out of counte- nance, (βλέποντα) ταράττειν τινά, or ίξελεΐν τίνος τον θυ- μόν, or ποιεΐν ερυθριάσαί τίνα. By loooking to express, e. g. in the 'phrase to 1. daggers, βλέπειν (with ace. of thing) φόβον, "Αρην βλέπειν (poet., to I. terrour,fury). άστραπην, κάρδαμα, όρίγανον νάπυ βλέττειν (comic, to I. light- ning, mustard, cress, S[c, =: to I. sour). T| To have any particular appearance, to seem] είναι ποιόν τι Ίδεϊν. είδος εχειν or simply εχειν. Ίδεϊν φαίνεσθαι or si??l- ply φαίνεσθαι, e.g. the garment l.'s well or beautiful, το Ίαάτιόν εστί καλόν Ίδεϊν : as he l.-d, ώ? ιδεΐν έψαίνετο (PL). Of persons also βλέττειν or bpav, e.g. to 1. sour, δριμύ βλέττειν. See ' to 1. lightnings,' fie, above. To 1. beautiful, καλόν βλέττειν (Eur.) : to 1. red, έρυθράν την χρόαν εχειν : of persons esply, έρυθρω- πτόν είναι, έρυθράν την όψιν εχειν. έρυθρόν είναι Ίδε7ν. Το 1. healthy, εύχροεϊν. ύγιαίνον- τος την όψιν εχειν or ύγιαίνον- τι εοικέναι την όψιν (of one seem- ingly in health) : how well (healthy) you 1. ! ως ακμάζεις το σώμα ίδεϊν ! To 1. well, ill, m the sense to be Seemly, Unseemly, Vid. To 1. like athg, παραττλήσιον το σχήμα, εϊδος, εχειν τιν'ι. υμοιον είναι τινι Ίδεϊν. εοικέναι τινι την όψιν, το έζω : do you know how you 1., what you 1. like, with your wings, οίσθ' ω μάλιστ εοικας έπτερωμένος ; (Aristoph.) How do 1 1. ? τι φαί- νομαι ; φ^ Sts look is expressed by compounds fin ότττ-, ώττ-, e.g. that l.'s sullen, σκυθρωπός, 2 : to 1. sullen, σκυθρωπάζειν. Of- ten there is an ellipsis of Ίδεϊν, την όψιν, or the like, e. g. to 1. ■well, ill, pale, &c, ευ-, δυσ-, κακό-, ά-χροεϊν, ώχριάν. It l.'s ■well, ill, καλώς, ευ, κακώς έχει: how do matters 1. in town ? πώς έχει τά κατά την πάλιν ; how will this 1. ; πόϊόν τι τυύθ' ημϊν εσται or πώς δη τονθ' ήμΐν *£ ει ; 1Ϊ To look as if] δοκιΐν, εοικέναι, e. g. it l.'s as if there would be war, δοκεΐ πόλεμος εσεσθαι : it l.'s, I 1. as if I were making riddles, εοικα αίνιγμα συντιθέντι (PL). To 1. as though (378) (= to put on an appearance of — ), δόκησιν παρέχειν ως τι ποι- ήσων or ποιήσοντος. επίδοζον είναι (c. infin., — to seem pro- bable). LOOK ABOUT, σκέψασθαι. περιβλέπειν. περισκοπεϊν (to I. about one and take care). That l.'s about him, περιεσκεμμένος, 3. See Circumspect. To 1. about (timorously), παπταίνειν τι, όπη (to see how ; poet.) : to 1. about before doing athg, περι- opav (hence, to tarry. Thuc.). To 1. about = to Search, Vid. LOOK after. To 1. wist- fully after athg, ποθονντα βλέ- πειν ε'Ίς τι. παπταίνειν τι, μετά τι (poet). See Observe, Watch, and Search. To 1. after (= attetid to, VlD.), επισκοπεϊν τι. προνοεΐν τίνος, εποπτεύειν τι : to 1. after one's business, πράτ- τειν τά δέοντα, προσήκοντα. LOOK around. See Look about and L. round. LOOK AT, βλέπειν ε'Ίς, προς τι. προσ-, είσ-βλέπειν τι, ε'Ίς τι. εμβλέπειν τιν'ι, ε'Ίς τι. επι- βλέπειν τι, ε'Ίς, επί τι. άπο- βλέπειν ε'Ίς τι (steadfastly, with wonder, or as a model), bpav, ίδεϊν, σκοπεϊν, θεωρεϊν, θεάσθαι, άθρεΐν τι. εισοράν τι, προς τι. προσ-οράν, -ιδεΐν τι. άπιδεϊν ε'Ίς, προς τι. (λεύσσειν ε'ίς, επί, προς τι, poet.). Το 1. straight at, άντιβλέπειν τινί : — sharply, διαβλέπειν προς τίνα (and with notion of displeasure) : — stea- dily, unmoved, διαβλέπειν τινά, τι, άτενες βλέπειν προς τι. άσκαρδαμυκτεΐν τι. επατεν'ι- ζειν εις το αυτό [later, Theophr.): — fm head to foot, άνα- σκοπεϊν, -σκέπτεσθαι τίνα. Beautiful to 1. at, καλόν ίδεϊν, θεάσασθαι. See Behold. To 1. askance at, ύποβλέπειν τινά (PL), παρεμ- βλέπειν ε'ίς τι (Eur.). LOOK AWAY, άφοραν, άπ- ιδεϊν (and so despise. Plut.). άπο- στρέφειν τους οφθαλμούς, or simply άπο-στρέφεσθαι, -στρα- φηναι. LOOK BACK, άφοραν or άπο- βλέπειν προς or ε'Ίς τι. άνα- μετρεϊσθαί τι. ενθυμεϊσθα'ι τι (reflect upon). LOOK BEFORE, BEHIND, bpav εις τά πρόσω, εις τά οπίσω. LOOK beyond, βλέπειν εις το πέραν. LOOK DOWN, κάτω βλέπειν. καθοράν. άφοραν (fm a higher point, downwards), bpav κατά τι (Horn.), κατασκοπεϊν, also ύπεροραν τι (Hdt.). ^| Fig. : to look down upon aby (proudly, with contempt, S[c.)] καταφρο- νεΐν, ύπερφρονεϊν τίνος, ύπερ- οραν τίνα or τι. See Despise. LOOK for. 1 To expect] Vid. bpav προς τι. προσδοκαν τι. ΤΙ To seek] Vid. ζητεΐν τι. LOOK FORWARD, προ-οράν, -σκοπεϊν. εις τά πρόσω βλέ- πειν. Τ[ Expect] άποβλεπειν εις τι. προσ-δοκαν, -δέχεσθαί, τι. % To be provident] Vid. προοραν. LOOK IN (upon aby), επι-σκο- πεϊν, -σκέπτεσθαι τίνα. See to Visit, ' Call upon.' LOOK INTO, βλέπειν ε'ίσω ε'Ίς τι (e. g. το κάτοπτρον, the mirrour), also είσβλέπειν ε'Ίς τι. άθρεΐν εις τι. See to Inspect and ' to Inquire into.' The window l.'s into the street, προς την άγυιάν βλέπει, τέτραπται ή θυρίς. LOOK OFF, άποβλεπειν. See Look away. LOOK ON (athg), βλέπειν ε'Ίς, προς τι. See Look AT. % To consider] See Look upon. If = Look forward] Vid. ^} To be a spectator] θεάσθαι. θεωρεϊν. επ- οπτεύειν. L. on and let — (with notion of unconcern and suffer- ance), περι-οράν, -ιδεΐν, also επ- ιδεϊν (e.g. τίνα άδικούμενον). LOOK out. II Propr.] προ- οράν. εκκύπτειν. To 1. out of the window, πρυκύπτειν της θυ- ρίδος. *fj To select] εκλέγειν. See to Look up. Also σκοπεϊν (e. g. he l.-d out a wife for me, έσκόπει γυναικά μυι, Isa.). ^[ To look out for athg (by way of expectation)] See to Look for. To 1. out for athg (i. e. endeavour to obtain it), Χ^ητεϊν τι. See to Seek. To be anxiously l.-ing out for athg, σπουδίιν ποιείσθαι περί τίνος or προς τι. θηραν or θηρεύειν τι. See LOOK-OUT, subst. LOOK over. If Propr.] To 1. over people's heads in a crowd, βλέπειν ύπερκύψαντα : 1. over the sea, ύπεροραν τί\ν θάλασσαν (Hdt.). "IJ = To view according to its whole extent] κατάσκοπων, συνοράν. προοραν. See to OVER- LOOK. ^J To inspect, go over athg by examining it] See IN- SPECT and Examine. LOOK ROUND, επιστρέφε- σθαι, μεταστρίφεσθαι (pass.). To 1. all round, περιβλέπειν, περισκοπεϊν : -without looking round, άμεταστρεπτ'ι : to look round after athg, περιοράν τι (Thuc.). LOOK through. If Propr. : through an opening] διοράν, βλέ- πειν διά τίνος όπης. ^[ To in- spect in all its portions] δια-, έπι-σκοπεϊν, -σκέπτεσθαι. To 1. through aby (with searching 1. or insight), διασκέπτεσθαι, δι- αθρεΐν. See to Inspect, to Ex- amine. LOOK το. II To direct one's attention to, to give one's mind to] σκοπεϊν τι (e. g. one's own af- fairs, τά εαυτού), προνοεΐν τί- νος, άποβλεπειν προς τι. Το 1. only and solely to what is right, προς αυτό μόνον το δίκαιον άπο- βλεπειν : to 1. strictly to what is just, το δίκαιον ισχυρώς bpav : LOO to 1. to it, that — , σκοπεΐν or έπιμελεΐσθαι, όπως (c. indie, fut. or subj. or optat.) : 1. to it, whe- ther — , όρα, βλέπε, ει — . LOOK up. if To turn one's looks upwards'] άναβλέπειν, άνω βλίττειν. To look up to athg, την όψιν άπερείδεσθαι επί τι. if To look up (to aby, as a supe- rior)] θεράπευαν τινά. Si' ai- δοΰς άγειν τινά. To 1. up to (by way of example), παραδείγματι χρησθαί τινι : they are all l.-ing up to you, Trpos σε άποβλέπου- σιν άπαντες. if To seek up] εκ-, Ανα-ζητεΐν. άνερευνάν. ετοιμά- \ειν. παρασκευά\εσθαι. LOOK UPON, βλέπειν εις, πρό^ τίνα or τι. See Look on and Look at. To 1. upon — as, see to Regard, to Consider. νομιζειν, ηγεΐσθαι, ποιεϊσθαι (e. g. to look upon athg as a mis- fortune, συμφοράν ηγείσθαί or ποιεϊσθαι τι). LOOK-OUT, s. If Prospect, View] αποφις, πρόοψις, η. if The act of watching] σκοπη, κατα- σκοπη, η. παρατηρησις, ή. To be on the 1., κατασκοπεΐν. τη- ρεΐν : to put aby on the 1., καθ- ιστάναι κατοψόμενόν τίνα : to keep a 1., φυλάττειν. εν όφθαλ- μοϊς έχειν. if As station] σκο- πη, σκοπία, η. if As person] σκοπός, 6. κατάσκοπος, 6. σκο- πιωρός, 6. To be — , σκοπιω- ρεϊσθαι. See SCOUT. LOOKER-ON. See Specta- tor. LOOKING-GLASS, κάτ-, ε'ίσ-, έν-οπτρον, τό. χαλκεΐον, τό. To stand before the 1., τω κατόπτρω παραστηναι : to look in a 1., προς κάτοπτρον άπο- βλεπειν: to look at or examine in or by a 1., θεάσθαι εν κατ- όπτρω : to look at oneself in a 1., κατ-, ε'ισ-, έν-οπτρίζεσθαι : to be as bright as a 1., έκλάμπειν ίάσπιρ κάτοπτρον : like or in the form of a 1., κατοπτροειδης, 2. κατοπτρικός, 3. LOOM, s. ιστός, οΰ, 6. LOOM (to get in sight, to be- come visible), v. πρόσωθεν bpa- v6ui, φανερόν γίγνεσθαι, φαί- νεσθαι. LOOP, βρόχος, 6 (noose or slip-knot). LOOP-HOLE, if Propr.: aperture] Vid. if An aperture through which missiles are dis- charged] τοζότις δια του τεί- χους, η (Polyb.). LOOSE, adj. ^ if Propr •.] λε- λυμένος, 3. διά-, έκ-λυτος, 2. άνειμένος, 3. χαλαρός, 3 (not tied fast, without tension, slack), χαΰνος, 3 (not compact, flabby), φίίθυρός, 3 (friable), σομφός, 3 (spongy, porous). To let 1., αφ-, άν-, μεθ-, προ-, παρ-ιέναι : to let 1. upon aby, έπαφιέναι τινί τι (e g. the dogs, τους κύν<(ς) : to be 1., άπΐ)\Χάχθαι (τινός) : to make 1., Χύειν, άπολΰειν. if (370) LOR At liberty, free] Vid. if In a moral sense : lax] άκόΧαστος, 2. άνετος, 2. άνειμένος, 3. See Lax, Licentious, if Metaph.] The bowels are 1., 77 y άστη ρ υποχωρεί : 1. state of the bowels, της γαστρός ύποχώρησις. τα- ραχή or ρύσις της κοιΧίας, -η. LOOSE or LOOSEN, ν. Χύ- ειν, άπο-, άνα-Χύειν (to untie), χαλάν (slacken). άποΧ^ωννύναι and άποζώννυσθαι (to ungird, the latter of one's own girdle). To 1. one's hold, to 1. what is fixed, αφ-, άν-, μεθ-, προ-, παρ-ιεναι: to 1. (fm bondage, aby's fetters, &c.), Χύειν, έκλύειν, έκλυτροΰν: to 1. a ship fm her moorings, λύ- ειν τα πρυμνησια : to 1. a ship for a place, άφιεναι πλοΐον εις τι (Hdt.). LOOSELY, if Propr.] Fm the adj. Loose, if Fig.] E. g. to live 1., άνειμένη τη διαίτη χρησθαι. ραθυμεϊν. τρυφάν. τρυφερως "ζην. if Not strictly] E.g. speaking 1., ώστε μη δι' ακριβείας ε'ιρησθαι. L. (^islow- ly), Χελυμένως (Hippocr.) : 1. \l=. not vigorously), μαλακώς. LOOSENESS, if Prop. : state of being loose] Crcl. with adjj. under Loose, χαλαρότης, χ«υ- νότης, σομφότης, φαθαρότης, ητος, fj. if Morally, with ref. to manners : laxity] άνεσις, η. ακολασία, ασέλγεια, fi. ^[Loose- ness of bowels] διάρροια (της γαστρός), η. ταραχή or ρύσις της κοιλίας, η. LOP, περί-, έπι-,συν-τέμνειν. περικόπτειν. κολάζειν (of trees and plants), κλαδεύειν (esply vines). A lopping, περι-τομη, -κοπή, η. κόλασις, κόλουσις, η : a l.-ing of trees, κλάδευσις, κλά- δε ία, η. if To lop off] άποκό- πτειν. See Cut, Hew off. To 1. off the top or extremity of athg, άκρωτηριά'ζειν τι : the act of l.-ing off, άπο-κοπη, -τομή, η. LOQUACIOUS, λάλος, 2. άδόλεσχος, 2, or άδολέσχης, ου, ο. πολύλογος, 2. στωμύλος, 2. To be 1., άδολεσχεϊν : intolera- bly ]., άπεραντολόγος, 2. LOQUACITY, λαλιά, πολυ- λογία, άδολεσχία, στωμυλία, η. ευρεσιλογία (fluency, verbosity). Intolerable 1., άπεραντολογία, v. LORD, κύριος, 6. δεσπότης, ου, 6. To be 1. of athg, κυριεύ- ειν, δεσπόζειν, κρατεΐν, αρχειν, εγκρατή είναι, τίνος. LORD'S SUPPER, δείπνον κυριακόν, τό. ευχαριστία, η (eccl. t.). LORD (it) OVER, κατακυ- ριεύειν τιι/09. δεσπόζειν τινά. LORDLINESS, μεγαλοπρέ- πεια, η. λαμπρότης, ητος, η (splendour), if Arrogance] Vid. LORDLY. if Magnificent, superb] μεγαλοπρεπής, 2. if Haughty] ώσπερ κύριος or δε- σπότης ων. See Imperious, άρ- LOS χι /cos, 3. In a 1. manner, άγ<ιυ- ρώς (Hdt.). LORDSHIP, δυναστεία, η. To have the 1. (over athg), αρ- χειν. άρχην εχειν. κρατεΐν or έπικρατεϊν, κυριεύειν, τινός. Your 1., ω δέσποτα. LORE. See Learning. LOSE, if Propr.] άπολλύ- ναι, άποβάλλειν τι. To 1. one's life, άπόλλυσθαι : to 1. one's sight, στερίσκεσθαι την όφιν : — one's property, άπυβάλΧειν, στερίσκεσθαι, and (by violence) άποστερέΐσθαι, άφαιρεϊσθαι, την οϋσίαν. Those that are con- quered 1. all, κρατουμένων πάν- τα αλλότρια γίγνεται : to 1. one's teeth, έκβάλλειν τους οδόν- τας : to 1. blood, έκχεϊν αίμα : to 1. one's senses, έξω φρενών γίγνεσθαι, έξίστασθαιτοϋφρο- νεΐν. έκτος έαυτοΰ γίγνεσθαι : to 1. one's head, see Head : to 1. one's memory, μειοΰσθαι την μνήμην : to 1. one's courage, καταθυμεΐν. μείον φρονεϊν : to 1. one's hope, άπογνώναι. άπελ- πιστείν : to 1. aby's favour or good graces, έκπίπτειν χάριτος παρά τίνος : to 1. one's country, έκπίπτειν της πατρίδος. To consider athg as lost, give it up as lost, άπογιγνώσκειν τινός or τι. απέλπιζε ιν τινός, πρυίεσθαί τι : all is lost, άπόλωλε τό πράγμα : we are lost, άπολώ- λαμεν : to 1. nothing, 1. much, by athg, ουδέν, πολλά βλάπτεσθαι, or μεγάλα ζημιοΰσθαι, άπό or εκ τίνος, ε'ίς τι, or ποιοΰντά τα. See to be Deprived and under Loss, if In a more restricted sense : = opp. to gain] To 1. a cause (be non-suited), νικάσθαι tj; δίκη : to 1. a battle, μαχόμε- νον ηττάσθαι. ηττάσθαι κατά την μάχην : to 1. at play, παί- ζοντα ηττάσθαι, ηττω είναι, μειονεκτεΊν. — money, άπολ- λύναι or δαπαναν άργύριον. See be Defeated, if To apply tvith- out gain] To 1. one's time and labour, μάτην or άνόνητα πο- νεΐν : to 1. time, πρυίεσθαί τον καιρόν, μέλλειν : there is no time to be lost, οΰ δει μέλλειν. if Phrases] To 1. sight of, out of sight, άποκρύπτειν (e. g. την γην). Fig., see to Disregard, Neglect. To 1. one's way, άπο- πλανάσθαι της οδοΰ : to 1. the thread of one's argument, έκπί- πτειν του λόγου : to 1. ground, υπείκειν. ΰπολείπεσθαι : to 1. itself, be lost, διαλύεσθαι. λαν- θάνειν άφαντον γενόμενον. δι- αρρεϊν (as water) : the stream is lost, or loses itself, in morasses, άφαι/ίζεται τό ρεϋμα διαχεόμε- νον or άποσπώμενον εις 'έλη : a stream loses itself in the sands, ύπ' άμμου καταπίνεται ρεύμα : the tones imperceptibly!, them- selves or are lost, οι φθόγγοι κατ' ολίγον αφανείς γίγνονται : to be lost in thought, σύννουύ LOS LOV LOV tlvai : to stand lost in thought, ξυννοήσαντα εστηκέναι σκο- ποΰντά τι {PL). LOSER. Partepp. of verbs to Lose. To be a 1. by athg, see ' to Lose by.' > LOSS. IT The act of losing] άποβοΧή, στέρησις, άπώΧεια, ή. — of property, η τών υπαρχόν- των χρημάτων στέρησις : — of life, 7) του βίου διαφθορά. ΤΙ Damage] βλάβη, η. "ζημία, τ), συμφορά,?), ατυχία, τ), ήττα, ήσσα, ή. πήμα, τό (poet.). Το suffer a 1., περιπίπτειν συμ- φορά or "ζημία. ζημιοΰσθαι (pass.) : to suffer 1. in athg, ελατ- τοΰσθαί τι : to suffer a great 1., μέγα ζημιοΰσθαι. μεγάΧως σφάΧΧεσθαι, πταίειν : to con- sider the 1. to be great, μεγά- λου tlvos νομίζειν έστερησθαι: I am sustaining a considerable 1. (in men), άζιόΧογόν τι άιτο- γίγνεταί μοι : to cause or oc- casion a 1. to aby, βΧάπτειν τινά. βΧάβην, ζημίαυ φέρειν τινί : to repair or make up a 1. aby has sustained, κατορθοΰν βΧάβην. έκτίνειν βΧάβην : to do athg at a 1. to oneself, μετά βΧάβΐ}ς ποιεΐν τι. Tj Loss of time] χρόνου διατριβή, η. With- out 1. of time, άμεΧΧητί. οΰ μέΧΧων, ούσα, ον. μηδένα χρό- νον διαΧιπών. ΤΙ Idiomatically] To be at a 1. of athg, άπορεΐν τίνος : aby is, or people are, at a 1. about athg, άπορεϊταί τι : to feel quite at a 1., εν απορία εί- ναι, άμηχανεΐν. άπορον και άμηχανον είναι : a matter re- specting which one feels at a 1. what to do, πράγμα άπορον or άμήχαυον : to be completely or altogether at a 1., εσχάτων άπο- ρεΐν. εν ταΊς έσχάταις άπορί- αις είναι, εσχάτων διακεϊσθαι : to be &c. how to get out of athg, or how to rescue oneself, ουκ εχειν οπών σώζεσθαι. See PER- PLEXED, Embarrassed. LOT. ηΐ Propr. : t/ie die or other object used in casting or draw- ing lots] κΧηρος, 6. πάΧος, 6 (poet.). To cast the l.'s into athg, εμβάΧΧεσθαι τους κΧήρους ε'ις (e. g. κυνην, a helmet) : to shake them. πάΧΧειν : to draw a 1., κΧηροϋσθαι, Χαγχάνειν : to obtain athg by 1., κΧήρω Χαγχά- νειν, κΧηροΰσθαί, τι : to choose by 1., κΧηρωσάμενον ί,Χέσθαι τι : to distribute or apportion by 1., κΧηροδοτεΐν, άποκΧηροΰν τι : to assign athg to aby by 1., έπι- κληροΰν τινί τι : chosen by 1., κληρωτός, 3 : to cast l.'s for athg, κΧηροΰσθαί, διακληροΰ- σ6«ίτι. πάΧΧεσθαι (Ionic, Hdt.): to make people cast l.'s, κληροΰν, διακΧηροΰν τινας : a casting of of l.'s, drawing of l.'s, κλήρωσις, τ), κλήρος, δ : to put to the 1., determine by l.'s, διακαυνιάζειν (Aristoph.) : byl., κΧηρωτ'ι : with- out casting l.'s, άκΧηρωτί : to be (380) lucky, unlucky, in drawing l.'s, ευ-, δυσ-κληρεϊν (with adjj. and substt. ευ-, δύσ-κληρος, 2. ευ-, δυσ-κΧηρία, η). A vessel for casting l.'s, κληρωτίς, ίδος,η, and κΧηρωτηριον, τό. See BALLOT and to Allot. "U As result : the portion assigned or obtained by lot] κλήρος, δ. λάχος, τό (poet.). ΤΙ Fig. : fortune, circumstances in life] τύχη, μοΐρα, η. πότμος, δ. See Fortune, Fate, Destine. A happy 1., καλή τύχη, εύμοι- ρία, εύπραζία, εύποτμία (poet.), τ) : an unfortunate or bad 1., κακή τύχη, κακό-, δυσ-τυχία, δυσ- ποτμία (poet.), η: it is or has been my 1., ε'ίμαρταί μοι. "[J Portion] See Allotment, με- ρίς, ίδος, h. To divide into seve- ral l.'s, εις πολλά μερίζειν. % Colloquial: a large quantity] πλή- θος, τό. See Quantity, Heap. LOTION, Χοΰτρον, Χουτρόν, (g. t. wash). Cooling 1., φύγμα, τό. LOTTERY, κΧύρωσι?, f, (g. t.). It is all a 1., η τύχη πάντα διακΧηροΐ, απονέμει. LOTUS (plant, &jtqf various kinds, see Lidd. Sc. Gr. Eng. Lex.), λωτός, δ. The wood of the 1., Χώτινον ζύλον, τό : 1.- eating, -growing, Χωτο-φάγο?, -τρόφος, 2. LOUD, λαμπρός, 3. μέγας, μεγάΧη, μέγα. ουκ άσημος, 2. With a 1. voice, μεγάλ-η or λαμ- πρά TJ7 φωνή : to speak 1., μέγα Χέγειν : to speak louder, μείζον φθέγγεσθαι : a 1. cry, όξεΐα βοή, η. όρθίασμα, τό : to call or utter with a 1. voice, βοάν, άνα- βοαν : call as 1. as any one can, άνακραγεΐν όσον δύναται tis μέγιστον. See ALOUD. LOUDNESS. CrcL, e. g. of voice, μεγαΧοφωνία, r). φωνή μεγάΧη or ισχυρά. LOUNGE, είκη or άργοΰντα άΧάσθαι, άναστρέφεσθαι (to I. about idly). ελινύειν. κατασχο- Χάζειν. LOUNGER, αγοραίος, περι- αγοραϊος, δ. αγοράς περίτριμ- μα, τό (all in a bad sense, con- veying notion of loitering about idly). σχολαστής, οΰ, δ. LOUR, v. ΤΙ Propr. : of the weather] σκοτοΰσθαι. ζυννέφειν. ff Pig-] σκυθρωπάζειν. στυγνόν είναι δράν. LOURING, f Adj.] ξυννε- φής, es. σκυθρωπός, 2. στυγνός, 3. Α 1. look, ζυννεφες όμμα, τό. % Subst] ξυννέφεια, η. LOUSE, s. φθείρ, φθειρός, δ. To have lice, φθειριάν : hunting lice, φθειριστικός, 3 (PL). LOUSE (aby), v. φθειρίζειν τινά. εκλέγειν τινός τους φθεί- ρας. Το 1. oneself, φθειρίζεσθαι. LOUSY. E.g. to be 1., φθει- ριάν. The 1. disease, φθειρίασις, ' LOUT. See Clown. LOVE, υ. φιΧεϊν, αγαπάν, άσπαζεσθαί, also άγασθαί, τι, τίνα. ίράν τίνος. Το 1. plea- sure, virtue, άσπάζεσθαι τάι ηδονάς, την άρετην. g^ Το 1. (= be a lover of) athg, is often expressed by compounds of φιΧο-, e. g. to 1. life, φιλοψυχεΐν : — contention, φιΧονεικεΐν. See the Gr. Eng. Lex. To 1. as a friend or well-wisher, αγαπάν, φιλεΐν, άσπαζεσθαί τίνα : — from the heart, εκ καρδίας: — as a parent, στέργειν, φιΧοστοργεϊν τίνα : — as a child, εύσεβεϊν τους γο- νείς : to 1. above ail, ύπερφιΧεΐυ τίνα. if Of sexual passion] έράν, έρασθαι, έρασθηναί τίνος. (§!§* φιΧεϊν is rare in this sense, αγα- πάν very rare, but sts so used in later Gr., e.g. LXX.) See 'to be in Love,' subst, and En- amoured. LOVE, s. H In its largest sense] 'έρως, 'έρωτος, δ. πόθος, δ, and επιθυμία, η (desire). Α 1. of or for learning, έρως των γραμμάτων (PI.) : — of truth, της άΧηθείας (PL) : — of life, επιθυμία τοΰ ζην. φιΧοψυχία, η. $f$° Freq. expressed by com- pounds, e. g. 1. of labour, φιλο- πονία : — of money, φιΧοχριι- ματία : — of wine, φιΧοινία : — of a particular place (= local at- tachment), φιΧοχωρία, η, $c See Gr. Eng. Lex. To do athg with 1. ( < conamore'),'7rf>t>ei;,ua>s'7r|DaT- τειν τι. T[ Ajfection,friendship] φιΧία, αγάπη, φιΧότης, ητος, ή. άγαπησμός,ό(Μβηαηά.). Pa- rental 1., στοργή, η, and φιλο- στοργία, η : filial or dutiful 1. (as toicards parents or the gods), ευσέβεια η περί τους γονείς or θεούς. For the 1. of God ! προς θεοΰ, θεών. L. (= benevolence), εύνοια, η : fm 1., out of L, εύ- νοια, ύπ' εύνοιας, κατ' εΰνοιαν: — towards aby, προς τίνα, εις τίνα, εύνοια τινός : out of 1. to- wards you, εύνοια τρ στ;. It is not to be had for 1. or money, οίίτ' ώνητόν ούτε δωρητδν, δω- ρεάν (Χάβοις άν) or οΰτ εύνοια, ούτ αντί αργυρίου: to have a, to feel or entertain, 1. for aby, φιΧεϊν τίνα. φιΧικώς διακεϊ- σθαι προς τίνα. αγαπάν τίνα. εύνουν είναι τινι. εύνοια χρη- σθαι περί τίνα. εύνοϊκώς εχειν τινί or προς τίνα : to have a tender 1. for aby, στέργειν τινά. il The sexual passion] 'έρως, πόθος, δ. τά αφροδίσια (in a bad sense). See Amour. 'Αφρο- δίτη, ~Κ.ύπρις, η (poet). To aban- don oneself to 1., εις ευωτας εκ- κυΧιαθηναι. ενδυΰναι ερωτι : to be in 1. with aby, ερασθαί, ερω- τικώς εχειν, τινοί. άΧ'ισκεοθαι ερωτι : to be passionately in 1., δυσέρωτα είναι τίνος : ardour of 1., πτόησις, η. θάΧπος 'έρωτος, τό. 'ίμερος, δ (poet). God of 1., "Ερως, δ : Goddess of 1, Αφρο- δίτη, Κύπρις, ιδος, η : pledge of 1., πίστευμα έρωτος, τό : intoxi- LOV cated with 1., μεθύων, ούσα, υπ 'Αφροδίτη? (Xen.) : madly in 1., ερωτομανής, ές : frenzy of 1., έρωτομανία, ή : language of 1., διάλεκτος ερωτική, ή : declara- tion of 1., ομολογία έρωτος πέρι, or Crcl. φάναι έρασθήναι της και της: look of 1., βλέμμα ερω- τικού : to make 1., μνάσθαί, μνη- στεύεσθα'ι,μνηστεύειν,τινά. See Woo. Mutual 1., αντερως, ωτος, 6 (PL). L. deserves 1., 1. begets 1., το Χεγόμενον χάριν άντι χάριτος (prov.). L. is blind, 1. has no eyes, τυφλοϋται το φι- Χοΰν προς το φιλούμενον (prov.). ϋ Darling] Vid. LOVE-AFFAIR, έρως, δ. έρωτες, oi, and τά ερωτικά (pi.). See Amour, Intrigue. LOVE- CHARM, φίλτρον, θελκτήριον έρα)τος, τό (Eur.). LOVE-SONG, ωδή ερωτική, ή. ποίημα έρωτικόν, τό. ερωτο- παίγνιον, τό. LOVE-STORY, -Τ ALE,7rai- δικός Χόγος, δ. ερωτικός μΰθος, δ. Also έρως, δ. LOVELINESS, το ϊράσμιον. χάρις, ιτος, ή. τό ευχαρι. LOVELY, εράσμιος, 2. ερα- στός, 3. άζιέραστος, 2. Poet, ερατός, ερατεινός, 3. επήρατος, 2. ιμερόεις, εσσα, εν. if Charm- ing, graceful] χαρίεις, εσσα, εν. επίχαρις, ιτος, δ, ή. έπαφρόδι- τος, 2. See Amiable, Charm- ing. LOVER, εραστής, οΰ, δ. επι- θυμητής, οΰ, δ, τίνος. Or ex- pressed by the verbs, φιλεϊν, εράν, &c, to be a I. i$^* Often Crcl. by compounds with φίλο-, e. g. 1. of music, φιλόμουσος : — of learning, φιλόλογο?, 2, S[C, and their derivative verbs, e. g. to be a 1. of the chase, (φιλόθηρος) φιλοθηρεϊν. See the Gr. Eng. Lex. if Specially, of the sexual passion] εραστής, οΰ, δ. έρών, ώσα. έράστρια (fem.). φιλή- To*f>, ορός, δ (poet.). An unhap- py 1., δυσέρως, ωτος, δ : to have many l.'s (as a woman), προς 'πολλών θεραπεύεσθαι. έραστάς or επιθυμητός έχειν πολλούς : we are the l.'s and sbe is the be- loved object, ημείς μεν θεραπεύ- ομεν, ή δε θεραπεύεται, ϋ Lo- vers (pi.)] έιιώντες, οι. LOVING, φιλικός, 3. φιΧό- φρων, 2. φιλάνθρωπος, 2. See Affectionate, Kind. LOW, adj. if Propr. : near the ground] χαμηλός, χθαμαλός, ταπεινός, also σκόλυθρος, 2. if Of position] δ, ή, τό κάτω. Lower, κατώτερο?, 3 : lowermost, κατώτατο?, and advv. -τέρω, -τάτω. L. water, see Ebb and Tide. The water is 1, τεναγί'ζει τό ϋδωρ : the river is 1., κοϊλός εστίν δ ποταμός (ThllC.). if Of height or stature] βραχύς, εΐα, ύ (not high or tall). if Fig.: of price] ευτελής, ες. See CHEAP and Price. if Of tone] βαρύς, (381) LUC εϊα, υ. See Grave. To speak in a 1. voice (= not loud), ήσυ- χαιτερα, βαια, τή φωνή, ήσυχη, ■ήρεμα, σιγή, λόγον ποιεϊσθαι. if Of extraction] άγεννής, ες. ανελεύθερος, 2. To be of 1. ex- traction, κακώς γενέσθαι, κά- κιον γεγονίναι. ij Of sentiment] The same, and also ταπεινός, 3. σκόλυθρος, 2 (base, mean), αγο- ραίος, 3. άνδραποδώδης (e. g. ηδονή, PL). To entertain 1. sen- timents, χαμηλά πνεΤν (PL). See Base, Mean, Vulgar. L. lan- guage, χνδαιοΧογία, ή. ii Of health, Qc] To be in a 1. state of health, άρρωστεΐν : in 1. spirits, άθυμεΐν. See Dejected. L. in purse, χρημάτων ενδεής or δεόμε- νος. L. diet, see Scanty. if With verbs] To bring 1., τα-π-ίΐ- νοΰν, κατατρύχειν τινά. See to Humble. To layl., καταβάλ- λειν : to make 1., see to Lower : to get 1., see to Decline, 'Go down.' LOW (as cattle), v. μνκασθαι. LOW-BORN, άγεννής, ές. δυσγενής, ές. LOW-BOSOMED, βαθύκοΧ- πος, βαθύστερνος, 2 (poet.). LOW-BRED. See Mean, LOWER, v. f (Trans.) To let down, bring down, take down] Vid. if To abate (trans.)] Vid. if To make lower or level] χθαμαλοΰν. if To lour] VlD. LOWERMOST. Fm superl. of Low. LOWING (of cattle), μύκημα, τό. μυκηθμός, δ. LOWLANDS, τά κάτω or κατωτέρω (κείμενα). See PLAIN. LOWLINESS. See Humili- ty. LOW-LIVED. See Coarse, Vulgar. LOWLY. See Humble. LOW-MINDED. &e Base. LO W Ν Ε S S. if Propr. : of situation, <§")S, κατασκευ- αστή?, δημιουργός, ό, and par- tepp. of verbs to Make, δ ποιών, ποιήσας, fyc. Often formed by compounds with -ποιος, -ουμγός, e.g. a m. of arms, οπλοποιός, 6 : a m. of bricks, πλινθουργός, 6. if Creator (of heaven and earth, or of the world)] δημιουργός του παντός τούδε, ό, or 6 κτίσας, ό ξυστήσας, 6 κατασκευάσας τό πάν τόδε. MALADROIT (Fr.), σκαιός, 3. αδέξιος, 2. άφυής, ε?. See Awkward, Clumsy. Μ AL-A-PROPOS [Fr.), άκαι- ρος, παράκαιρος, άπο-, παρα- καίριος, 2, and advv. Also άπό καιρού, παρά καιρόν. MALADY. See Illness. MALCONTENTS, οι νεωτε- ρίζοντες or στασιάζυντες. See Disaffected. MALE. If With ref. to sex] άρρην,δ,ή. άρρεν, τό. ανδρείος, 3. To beget m. children, άρρε- νοτοκεΐν : the m. sex, τό άρρεν γένος. if Belonging to males] αν- δρείος, 3. ανδρικός, 3, or by gen. ανδρών. Μ. dress, ανδρική or ανδρός εαθης : ανδρική or αν- δρεία στολή or ανδρών στολή : m. occupation, άνδρεΐα έργα or επιτηδεύματα, τά. if Substan- tively (of an animal)] The m., ό αρρην, ενός. MALEDICTION. See under Curse. MALEFACTOR, κακούργος, ό. κακοποιός, ό. άδικος, δ. See Criminal. Μ ALEVOLENCE, κακόνοια, κακο-θέλεια, -θελία, -θυμία, η. δυσμένεια, η. (έπήχαιρεκακία, V. MALEVOLENT, κακόνους, 2. δυσμενής, 2. κακοθελής, ές. κακόθυμος, 2. δυσμενώς έχων, ούσα, ον. κακόχαρτος and (έπι)- χαιρέκακος, 2 (rejoicing in peo- ple's misfortunes). MALICE, κακότης, ητος, κα- κία, πονηρία, κακοτεχνία, κακ- ουργία, η. See Illwill. Se- cret m., ΰπουΧότης, ητος, η : to bearm., μνησικακεΐν, κυταίνειν, κοτεΐν, -εΐσθαί (poet.), τινι : also έθελεχθρεΐν, χαλεπαίνειν τινί, εχθα'ιρειν, μισεΐν τίνα, κακο- φρονεΐν τινι (jEschyl.). Of m. prepense, εκ προβουΧής or προ- αιρέσεως or κατά προαίρεσιν. See Wilful. Free fm m., άκα- κος, 2. MALICIOUS, πονηρός, 3. κακότεχνος, κακομήχανος, κακ- ούργος, επίβουλος, 2. κακουρ- γικός, 3. κακόφρων, 2 (poet.). A m. design, επιβουλή, ν : to have such agst aby, έπιβουλεύ- ειν. See MALEVOLENT. MALIGN, v. έθελεχθρεΐν τι- νι. έχθαίρειν, μισεΐν, τίνα. έπι- φθόνως εχειν προς τίνα. — with words, διαβάλλειν τινά. MALIGNANT, κακοήθης, ες. κακοφυής, ές. κακότεχνος, 2. πονηρός, 3. To be m., κακοηθεύ- εσθαι. A m. disease (fig.), χα- λεπή νόσος. if As subst.: α DIS- AFFECTED person] Vid., and Malcontent. MALIGNITY, κακοήθεια, η. πονηρία, h (of persons), κακία, ή. if Fig. : of disease, Sfc] χα- λεπότ-ης, ?;tos, ή. MALLEABILITY, τό έλα- τόν. MALLEABLE, έλατο?, 3. σφυρήλατος, 2 (poet.). MAL MAN MAN MALLET, σφΰρα, η. τνπίς, ίδος, and -as, άδος, fj. MALLOW, Μ ολάχυ,»ί. M.- coloured (garment), μαλάχιον, τό (Ίμάτιον, Lat. molochinum) : marsh m., άλθα'ια, ή. MALT, βύνη, ή, or Crcl. by κριθή βεβρε^/μέυη T£ και φρυ- κτή or ώπτημίνη, ή. MALTREAT, αικίζειν and α'ικί\εσθαι. See ILL-TREAT. MALVERSATION, ό τοΰ δημοσίου σφετερισμός or νο- σφισμόι, 6. One guilty of m., σφετεριστής, οΰ, 6. MAMMA,MAMMY, M « Mi u«, μάμμη, μαμμία, ή. μαμμάριου, μαμμίου, μαμμίδιον, τό (diminu- MAMMALIA, MAMMIFE- ROUS, ζώα, τά, μαστούς έχον- τα. . MAMMON (Hebr.), γλουτός, 6. To serve m., ττΧούτω δου- λεύειν. MAN. % A human being] άν- θρωπος, b, also άυι'ιρ, ανδρός, ο {in general, also with notion of fallible, opp. to the gods, and ra- tional or civilized, opp. to the beasts). Also θνητός, 6 (with no- tion of imperfection, like Latin mortalis). βροτός, b (poet). Also φως, φωτός, 6 (freq. in Horn, and poets, much in the same sense as of άνήρ). Sis expressed by "ζών- τες, ο'ι, e.g. no (living) m. is able to express in words — , ουδείς αν των "ζώντων δια λόγοι; δη\ώ- σειεν. Often our man is not ex- pressed in the Gr., e. g. no m., a m., any m., ουδείς τις : many men, πολλοί: some men, there are men who. εισίν (τίνες) ο'ι — : good men, ο'ι αγαθοί. -See Human, also Person, People. A young m., νέος, 6. νεανίας, ου, ό : to come among men, προελθεΊν εις τό φανερού or εις τυύς ανθρώ- πους : the inner m., ο'ι τρόποι του άνθρωπου : more than a m. is capable of doing, ΰπερ άνθρω- πον : to have a higher opinion of oneself than a m. ought to have, ΰπερ ανθρωπον φρονεϊν : the fear of men, b από των ανθρώ- πων φόβος, ευλάβεια, ?'; : to forbear doing athg for fear of men, μη ποιεϊν τι φυλαττόμενον την παρά τοις άνθρώποις άδοζίαν : the race of men, τό των αν- θρώπων γένος. See Mankind. Man's, of or belonging to man, see Human. E. g. m.'s under- standing, νους ανθρώπινος, 6. γνώμη ανθρωπινή, ή : all to a m., πάντες, άπαντες. ουδείς όστις ου: very m., m. in the ab- stract, the ideal m., αΰτοάνθρω- ΤΓος, ό : a little m., άνθρώπ-ιον, -άριον, -ίδιον, τό. ^1 A male person] άνήρ, ανδρός, ό (g. t.). τέλειος άνήρ, ό. To come to m.'s estate, to become a m., έξ- ανδροΰσθαι. εις άνδρας τελεϊν : τα. by m., άνδρακάς. κατ' άν- δρα, καθ' εκαστον. U With ηο- (385) Ι Hon of strength] άνήρ, ανδρός, 6. ι A m. of honour, άνηρ καλός ι κάγαθός : to show oneself a m., to play the m., παρέχειν εαυτόν άνδρα αγαθόν. άνδραγαθεΐν. άνδρίζεσθαι. ^[ Soldier] άνηρ στρατιά>της, ου, 6. My men ! άνδρες στρατιώται ! thirty thou- sand men, τριάκοντα χιλιάδες στρατιάς : ten men deep, επί δέκα. Tf Servant] δοΰλος, ό. θε- ράπων, όντος, ό. Also παις, ό. ^1 Pieces in the game of dratights, chess, Qc] πεττοί, πεσσοί, οι. — Money makes the man (prov.), χρήματ άνήρ. MAN-AT-ARMS, οπλοφό- ρος, εν όπλοις ων, όπλα έχων. οπλίτης, οΰ. ώπλισμένος. MAN-EATER, άνθρωπο-, άν- δρο-φάγος, 6, η. άνδροβρώς, ώτος, ό, h (poet.). t ΜΑΝ-ΗΑΤΕΡ, Μ £σάι/θρωτΓο?, 'MAN-KILLER. See Homi- cide. MAN OF HONOUR, άνηρ καλός κάγαθός. MAN OF LETTERS, φιλό- λογος, b. See Letters, Lite- rary. MAN OF THE WORLD, άστεϊος άνήρ, ό. To be an ex- perienced m. of the world, τέχνην έχε ιν την περί τά ανθρώπεια (fm PL). MAN-OF-WAR. f Warrior] VlD. ΤΙ Ship of war] τριήρης, ους, η. ναϋς μακρά, ή. πλοΐον μακοόν, τό. ΜΑ NSL AUGHTER. See Ho- micide. MAN-STEALER, άνδραπο- διστής, οΰ, b. To be a m., άν- δραποδίζειν : the crime of being a m., άνδραποδισμός, b. άνδρα- πόδισις, ή. MAN, v. πληρούν. A ship is m.-d, πλήρης εστί ναΰς : the ra.-ing of a ship, πλήρωσις, ή (as act), πλήρωμα (as thing). MANACLE. See Handcuff. MANAGE, μετά-, δια-χειρί- ζειν (have in hand, handle), both also mid., and the simple verb χειρίζειν. ο'ικεϊν, διοικεϊν (to di- rect as a family or a state), also ο'ικονομεϊν. ταμιεύειν and mid. (by husbanding), διέπειν (e. g. την πόλιν, the affairs of state), also πράσσειν,διαπράσσειν (e.g. τά της πόλεως), προίστασθαι (to take the lead), επιστατεϊν, ήγεϊσθαι (e.g. της πόλεως). To m. well, see ' to be a good Ma- nager.' Easy, hard, to m., εύ-, δυσ-,-χερής, ές, -μεταχείριστος, 2. See next Art. and Tracta- ble, Intractable. Able to m., έπιμελητικός, οικονομικός, 3 : to m. a subject well, εΰ or κα- λώς συντιθέναι τι. See HAN- DLE, Treat, Conduct. II To manage (matters)] See to Con- trive. MANAGEABLE, αγώγιμος, εϋάγωγος, 2. πειθήνιος, 2 (prop. of a horse that obeys the bridle, then also metaph.). ευχερής, ές. εΰμεταχείριστος, 2 (easy to m. or handle). ΜΑΝΑΟΕΜΕΝΤ,δια-,μετα- χείρισις, ή, and χειρισμός, b, and the simple χείρισις, χειρι- σμός, διοίκησις, οικονομία, τα- μιεία, ταμίευσις, ή. Also Crcl. by verbs to Manage. See Econo- my, Direction, Treatment. MANAGER, διοικητής, οΰ, b. επιμελητής οΰ, b. επίτροπος, b. ταμίας, ου, ο. διοικών, οϋντος, ο. To be the m. of athg, διοικεϊν .τι. έπιτροπεύειν τι. ταμιεύ- εσθαί τι. See to Manage. H With peculiar ref. to household, affairs] οικονόμος, b. b διοικών τον οίκον, η διυικοΰσα τον οί- κον (fern.) or simply οικονόμος, ή. To be a good m., καλώς δι- οικεϊν τά εαυτοΰ. καλώς προ- εστάναι τοΰ ο'ίκου : to be a good m. in domestic and public affairs, ο'ικίαν Τ£ καλώς οικεΐν και πό- λιν. MANDATE, παράγγελμα, επίταγμα, πρόγραμμα, τό. See Edict. MANDIBLE, γνάθος, ή. ΜΑΝΕ, χαίτη, ή. λοφία, η. The m. of a horse, 'ίππου χαίτη, ή. έθειραι, αι, and φόβη, η (poet.). With shaggy m., λασι- αύχην, ό, ή. χαιτήεις, εσσα, εν. MANFUL. See Manly. MANFULLY, άνδρικώς, άν- δρωδώς. Most m., άνδρωδέστα- τα : to act m., άνδρίζεσθαι. MANGE, φώρα, η. φωρία- σις,ή. To have the m., xp ωριά ν : a remedy agst the m., φωρικόν (φάρμακον), τό: having it, see Mangy. MANGER, φάτνη, ή. To feed at the m., φατνίζειν and -εύειν. MANGLE, li = 2b cut piece- meal] κατακόπτειν. TJ = To lacerate (e. g. by scourging, or agst sharp rocks)] κνάπτειν. MANGY, φωραλέος, 3. φω- οώδης, ες. MANHOOD. H Human na- ture or condition] ανθρωπεία or άνθρωπου φύσις. v. άνθρωπό- της, ητος, η. ^ Virility, opp. to womanhood] άρρενότης, άν- δρειότης, ητος, ή. Opp. to child- hood] ήβη, V- άκμη της ηλικίας, or simply ακμή, ή. §gp ήβη and ηλικία (fm about 20 to 50). τε- λεία ηλικία or ηλικία ή καθ- εστηκυία or καθεστώσα. See under Man. To enter upon the age of m., bpuav εις ήβην. έφη- βον γίγνεσθαι. % Manliness, courage] τό άνδρεϊον or άνδρι- κόν. άνδρειότης, ητος. άνδρο- σύνη, ή (poet.). To show it, άν- δρίζεσθαι. άνδραγαθεΐν. MANIFEST, adj. δήλος, φα- νερός, 3. εμφανής, σαφής, ές. It is m. that, δήλον, φανερόν εστίν, φαίνεται, ως, ότι : it is m. that they — , δήλοί, φανεροί ι'ισιν C partcp. (e.g. μισοΰντες, Cc MAN MAN MAR that they hate). See Clear, Evi- dent. MANIFEST, v. δηλοϋν. φα- νεροΰυ. δήλο-, . ίργά- ζεσθαι (g. t). MANUFACTURER, εργα- στηριάρχης (master-m.), εργά- της, ου, 6 (workman). MANUMISSION. ^Eman- cipation, Liberation. MANURE, s. κόπρος, ή. πί- ασμα, τό. Requiring m., φι- λόκοπρος, 2 (Theophr.). See Dung. MANURE, v. κοπρίζειν, κο- προΰν (τον άγρόν). κόπρον παρ- εχειν τη γη. Also πιαίνειυ, Χι- πα'ιυειν τι. MANUSCRIPT, adj. χειρό- γραφος, 2. U As subst.] χειρο- γράφημα, χειρόγραφου, τό. MANY, adj. Plur. of πολύς, πολλή, πολύ, and other adjj. = Much, Vid. συχυός, 3 (m. to- gether). Ικανός, 3 (sufficient, con- siderable). 0§° In combination with another adj. this adj. requires the copula, e. g. m. great rivers, πολλοί και μεγάλοι ποταμοί : να. other prudent women, άλλαι πολλαι και σοφαι γυναίκες. ξ^ Also in its partitive use it is fol- lotced by the gen., e.g. m. poets (i. e. of those that are poets) say, πολλοί των ποιητών Χέγουσι : there were m. poets in Greece, ποιηταϊ 7Γολλοί ήσαν κατά την 'Ελλάδα : m. people (= a good number of mankind) think or be- lieve, πολλοί των ανθρώπων vo- μίΧ,ουσι : m. of the enemy, or, m. Peloponnesians, were slain in battle, απίθανου εν τη μάχη πολλοί των πολεμίων, or τών ΤΙελοπονυησίων : να. enemies (g^ not =z m. of their whole number, but enemies m. in num- ber) were seen on the eminence, εωρώντο εν τω λόφω πολέμιοι πολλοί : at m. places, ποΧΧα- χοΰ, ποΧΧαχη : fm m. places or quarters, πολλαχόθεν : in m. di- rections, πολλαχόσε : m. times, πολλάκις : very m. times, πλει- στάκις : να. is the kindness he has done me, he has done me m. a kindness, αγαθά ούκ ολίγα έποίησέ με. πολλά δή με και αγαθά ε'ιργάσατο : m. together, συχνοί, σύμπολλοι, 3. συμπλέο- νες, 2: very, exceeding m., ύπέρ- πολλοι, πάμπολλοι, 3. παμ- πληθής, ες : too m., πλέων του δέοντος, ΰπέρπολυς: too m. to count, μείζων αριθμού. As m., ίσος (3) τό πλήθος or τον αριθ- μόν. Ίσοπληθής, ές, and ισάριθ- μος, 2 (equal in number to ; c. dat.). Also pi. of έτερος τοσού- τος (τον αριθμόν). As m. as, όσοι, 3. όποσοι, 3 : as m. times as, οποσάκις : as m. fold as, όπο- σα-πλάσιος, 3, and -πλασίων, 2: at as m. places as, όποσαχη. How m. ? πόσος, 3; and όποσυς (in indirect question) ; how m. times ? ποσάκις ; in how m. ways ? ποσαχώς ; how m. times (told), how m. fold? 7Γοσ«7τλά- σιος, 3. How m. (= Lat. quo- tus, quotesimus, as it were, the how mani-eth) ? 7τοστό« ; how m. years is it since you came ? ποστόν δ>) έτος εστίν ότε ήλ- θες ; how m. generations he was after Hercules, όποστός αφ' 'Ηρακλέους εγένετο. So m., τό- σος, 3. τοσόσδε (the most usu. in prose), τοσούτος, αύτη, οϋτο : so ni. times, τοσάκις, τοσαυτά- κις : in so m. ways, τοσαυτα- χώς : so m. fold, τοσαυταπλά- σιος, 3. $§$* For the numerous compounds with πολύ- see the Gr. Eng. Lex. Such are, e. g. many- headed, having m. heads, πολυκέ- φαλος, 2 : government of (= by) m., πολυαρχία, η: να. -sided, πολύπλευρος, 2, but fig. πολύ- τροπος, 2. ποικίλος, 3. MAP. s. πίναζ, ακος, 6 (with and ivithout γεωγραφικός), γεω- γραφία, v. A m. of the world, γης περίοδος, η (Aristoph.). MAP, v. See to Draw. MAPLE, σφένδαμνος, η. Made of m., σφενδάμνινος, 3. MAR, βλάπτειν. See to In- jure, Spoil. MARAUDE, εσκεδασμένον είναι καθ' άρπαγήν. ληστεύειν. λεηλατεϊν. λείαν αγειν. ληΐζε- σθαι. To m. in the villages Μ A R and fields, λτιστεύειν κώμαι? και άγροΐ? έπιτρέχων. MARAUDER, λεηλάτη?, ου, 6. Also pi. λεηλατυύυτε?, οι (marauding parties), or πρόδρο- μοι οι άπό τη? στρατιά?. λη- στή?, οΰ, 6 (g. t., robber, a pil- lager). 'MARBLE, μάρμαρο?, 6. Of m. or made of m., μαρμάρινος. μαρμάρειο?,3. μαρμάρου (as gen. of the material) : hard or shining as m., μαρμάρινο?, μαρμάρειο?, 3 : to shine like m., μαρμαρί- ζειυ : white m., λευκόλιθα, τά. λίθο? λευκό?, 6 : of white m., λευκάλιθο?, 2. Μ. quarry, μέ- ταλλα μαρμάρου or μαρμάρι- να, τά. μέταλλου λίθου λευκού, τό. MARBLE, υ. ποικίλλε ιν (to paint in imitation of m.). MARCH (the month), τρίτο? μήν, 6. Μάρτιο?, ό. It is con- tained by latter part of 'Ανθεστη- ρίων and former part of Έλα- φηβολιώυ, ώνο?. See Month. MARCH, s. πορεία, ή. οδοι- πορία, ή. οδό?, ή. ή τη? ττορεία? διάταζι? (the route of them.). A m. at night, νυκτοττορία, ή : on their m. they came to a river, ττο- ρευόμενοι άφικνούνται προ? πο- ταμού : a day's m., ημερησία or ημέρα? οδό?, η. Also σταθμό?, 6. if Music to wch the soldiers march] τό εμβατήριου μελό?. MARCH, V. πορεύεσθαι(ρ88., with fut. mid.), πορείαν ποιεϊ- σθαι. στρατεύειν. έλαύνειυ. Το m. into, εΐσελαύι/ειι/ ε"ι? τι : — across, διαττορεΰεσθαι : through, διελαύνειυ τι : — agst, έττελαύ- νειυ τιν'ι or επί, ττρό? τι. έπι- στρατεΰειν τινί, τι, ε"ι? or επί τι: — out, έζερχεσθαι. έκστρα- τεύειν ε'ί?τι(Χ.). Tom. in battle- order, στοιχεί ν (Χ.) : to m. in close order to a place, συσττειρά- σθαι ίπί Tt (Χ). In m.-ing or- der, εϋζωνο?, 2. March! πορεύ- εσθε. if (Trs.)] έξάγειυ του? στρατιώτα?. To m. aby out, έκστρατεύειυ τινά (Dion Hal.). MARCH (with; = to have the same boundaries), ομορείν, ΰμουρεϊν τινι (Ion.). See to Bor- der. MARCHES (the), τά μεθόρια (Th. Χ.), τό μεθόριου (PL), γη μεθόρια, η (Th.). η μεθόριο? (later). MARE, 'ίττττο?, η. A place where m.'s are kept for breeding, Ίπποτροφεϊον, τό. Mare's-tail (plant), Ίππουρι?, ιδο?, η (equi- setum). "ιπυου, τό (hippuris vulg. ace. to Sprenqel). MARGIN. See Brink, Edge. To write or mark in the m., παραγράφου, παρασημαίνειν. MARGINAL. E.g. am. gloss, παραγραφή, -π α ρ επιγραφή, ή. σχόλιου παραγεγραμμένον, τό. τά π αραγεγ ραμμένα. MARIGOLD, χρυσάνθεμου, τό (a plant of the m. kind). (387) MAR MARINE, adj. θαλάσσιος, 3 and 2. ά\ιο?, 3 and 2 (poet.). A m. animal, ζώου θαλάσσιου or ένθάλασσον '. m. plants, τ ά κατά την θάλατταν or ευ τη θ«λάττ?7 ψυτά. MARINE, s. if Marine sol- dier] επιβάτη?, ου, 6. A force of m.'s, το επιβατικού : to be a m., έπιβατεύειυ. if Marine force (of a state), collectively] τό υαυτικόν. τά ναυτικά, ναυτική δύναμι?, ή. MARINER, ναύτη?, ναυβά- τη?, ου, 6. See SAILOR. MARITAL, ό, ή, τό του άν- δρα? or του γαμετου. f MARITIME, θαλάσσιος,τταρ- άλιο?, επιθαλάσσιο?, παρα-θα- λάσσιο? and -θαλασσίδιο?, 3 and 2. 6, η, τό επί, προ? τη θαλάτ- τη. Also ναυτικό?, 3 (with ref. to navy). Μ. tract, παραλία, η: a m. town, πόλι? ή έπιθαλάτ- τιο? or ή προ? τη θαλασσή οί- κου μευη : m. force, ναυτική δύ- ναμι?, η. ναυτικό? στρατό?, 6 : am. power or state, πόλι? ναυ- τικό} χρωμέυη or τά ναυτικά επιτηδεύουσα or η έπιμελουμέ- νη του ναυτικού : a m. expedi- tion, ναυτικό? στόλο?, ό. ναυ- τικού έργον, τό. See NAVAL. MARJORAM, άμάρακον ΐίερσικόυ or Αιγυπτιακού, τό, and άμάρακο? Φρύγιυ?, 6. Also σάμφυχου, τό (Diosc). όνοκ'ι- χλη?, 6 (?). όρίγανον Κρητι- κόν, τό (a g. t. for several kinds of acrid herbs), also όρίγανο?, η and 6. MARK, s. σημείου, τό. ζύμ- βολου,τό. γνώρισμα, τό. τεκμη- ρίου, τό (as token or indication), χάραγμα, τό. χαρακτήρ, rjpo?, ό. τύπο?, 6. Α να. of distinc- tion, επίσημου, τό : to put or im- press a m. on athg, σημειοϋν. παρασημαίνειν : to leave a m. (as disease), έπισημαίνειν. if A mark to aim at] σκοπό?, 6. To shoot or aim at a m., βάλλειν or τοζεύειν προ? or επί σκοπόυ. στοχάζεσθαι του σκοπού. Ιέναι επί οκυπόν : to hit the m., τυγ- χάνει!/ του σκοπού, καθικνεΐ- σθαι τού σκοπού or καθάπτε- σθαι τού σκοπού : to miss the m., άττοτυγχάι/ειι/ or άμαρτά- νειν τού σκοπού. See ΑίΜ. Το hit beyond the m., τταραλλάτ- τειν τού σκοπού. See Goal. MARK, v. if To set a mark on] σημειούν. παρασημαίνειν. To m. by the way, παρασημαί- νειν : to m. for oneself, σημαίνε- σθαι, έπισημαίνεσθαι, παραση- μαίνεσθαι (in passing) : to m. out the limits, όρίζειυ, διορίζειν, also διαλαμβάνειν (to m. separately, e. g. στήλαι? τού? όρου?, the boun- daries by pillars. Dem.). if To note, not to forget] τιθέναι ε'ι? μνήμην (to impress on the memo- ry), τίθεσθαί τι ε /s την φυχήυ (to impress athg on the mind), εν μνήμη φυλάττειν τι. διαμνη- MAR μονεύειυ τι (to think of, keep in mind), if To heed] Vid. See to Note, Observe, Remark;. MARKET, s. αγορά, η. To have or hold a m., άγοράν παυ- έχειν: to bring into the m., κ'ο- μίζειυ ει? την ayopav : to go to m. for provisions, όψωνεΐν : an overseer of the m., άγορανόμο?, ο : the office, αγορανομία : to hold that office, άγοραι/ομεΐι/. if Sale, as dependent on demand] E. g. to have a m., διάθεσιν εχειν. διαπιπράσκεσθαι (pass.) : to have or find a good m., καλήυ εχειν τΐιν διάθεσιν. ώνητά? εχειν πολλού? : athg has no m., απρα- τον γίγνεταί τι. άπρασία εστί τινο?. φ$ρ Compounds, as Corn- market, Sec, see under Corn, &c. MARKET-DAY, αγορά, ή. αγοραία ημέρα, η. MARKET- PEOPLE, αγο- ραίοι, οι. οι πεοι την άγοράν. MARKET-PLACE, αγορά, η- MARKET-PRICE, τιμή τα- κτή, ή. τιμή ή νενομισμένη. MARKET-TOLL, άγορά?τέ- λο?, τό (Aristoph.). MARKET, v. See 'to go to Market.' MARKSMAN, to£Otj,s sl• επισταμένο? τοζεύειν. A good m., ούχ άμαρτάνωυ σκοπού. MARL, s. τίταυο?, 6 (lime). if Verb] τιτάυω πιαίνειν or λι- παίνειν. MARMALADE, τταλάθ»), ή. παλάθιυυ, τό. MARQUE (Utters of), σύλη, ή (σύλον, τό). To grant to aby let- ters of m., σόλα? διδόναι κατά τινο? (Aristot.), also κηρύσσειυ ληΐζεσθαι (Thuc). See PRIVA- TEER. MARRIAGE, γάμο*, ό. A second m., έπιγαμία, ή : to con- tract a m., συνάγειυ γάμου, έπιγαμία? ποιεΐσθαι άλλήλοι? (with one another) : to make an offer for m., λόγου? προσφέρειν περί γάμου : to be inclined for m., γαμησείειυ: to give one's daughter in m. to aby, έκδιδόναι or έκδίδοσθαι τήυ θυγατέρα τινί (επί γάμω). συυοικίζειν τήυ θυ- γατέρα τιι/ί : a secret m., γά- μο? άδαδούχητο? or σκότιο? : the sacrifice before m . , ττροτε'λ ε ια (γάμωυ). MARRIAGE-CONTRACT, γαμικαί συγγραφαί, αι. συνθή- και περί συνοικήσεω?, αι. συν- θέσει? περί γάμων. MARRIAGE-PORTION. See Dowry. MARRIAGEABLE, ίπίγα- μο? and ωραία γάμου (of the fe- male), 'έφηβο? (of the male). MARROW, μυελό?, 6 (in ani- mals). Also α'ιών,α'ιώνυ?,6(Ηοη/. h., Pind., and Hippocr., esply spinal m.). έντεριώνη, ή (of plants, fyc). 6 τού φοίνικο? εγ- κέφαλο? (of the palm-tree). See Pith. Like m., μυελώδη?, 2. Cc2 MAR MAS MAS MARRY, γαμεΐν τίνα. άγειν προς -γάμου and άγεσθαι "γυ- ναίκα (of tJie man), γαμεΐσθαί τιι /t (of the woman). To m. in ones own rank, εκ τών ομοίων γάαον συνάγειν : to m. into a higher rank, εκ τών μειζόνων aytiv γυναίκα, ^j To give in marriage, bring about a marriage] συνυικί'ζειν. "ζεογνύναι γάμω. To m. one's daughter to aby, see ' to give in Marriage.' To m. a woman (i. e. take to wife), έλέ- σθαι or λαβεΐν τίνα "γυναίκα : to m. a man, γαμεΐσθαί τινι and γαμίσκεαθαί τινι (of the woman) . συνοικεΐυ τινι (both of the man and oftlie iceman). Married, γε- γαμηκώς, via : to he comfortably m.-d, γημαντα έπιτυχεΐν : not to be comfortably m.-d, άποτυ- χεΐν τω γάμω : I have a daugh- ter m.-d there, τυγχάνει μοι θυ- γάτηρ έκεΐ τταρ' άνδρί έκδεδο- μέυη. Not m.-d, άγαμος, 2 (of the man). A m.-d couple, άνήρ και γυνή '■ newly or recently m., νεόγημυς. 2. MARSH. t'Xos, τό. τέλμα, τό (swamp). «See Morass. M.-land, γη ταπεινότερα τε και Ίλυώδης, ■η: living in mar>hes, ελειος, 3 and 2. Μ. mallow, άλθαία, »;. MARSHAL, s. prps σκηπτοΰ- χος, ό. MARSHAL, v. % To draw up (as troops)] Vid. *H To dis- pose, lead] VlD. MARSHY, ϊλειος, 3 and 2. τελματώδης, ες, and τελματι- αΊος, 3 and 2 (swampy). Ίλυώδης, 2. MART, έμπόριον, ώνητηριον, τό. See Emporium, Market. MARTEN, γαλή, η. κτίς, Ίδος, and ϊκτις, ιδος (g. t., wea- sel). Of m. skin or fur, Ίκτίδεος and κτίδεος (Horn.), 3. MARTIN (swift, or sand m.), κύψελος, 6. Also called δρεπα- νίς, ίδος, η (fin, the shape of its ici?igs), and αϊτούς, άπυδος, b (fin its seldom lighting ; all Arts- tot). MART TAL, πολεμικό'?, 3. μά- χιμος, 2 (warlike), φιλοπόλεμος and φιλόμαχος, 2. "Αρειος, 2 (poet.). A court-m., στρατηγοί o\ ες κρίσιν συνελθόντες or συγ- κληθέυτες : to appoint or sum- mon a court-m., στρατηγούς συγκαλεΐν εις κρίσιν. Μ. law, στρατιωτικός νόμος, ό : m. glory or renown, δόζα η από του πο- λέμου. MARTYR, μάρτυ?, υρος (eccl. t.). To be a m., μαρτυρεΐν : to become the m. of a cause, πάντα or τον θάνατον ύποαέυειυ υπέρ τίνος, διδόναι or άπυλλύναι τον βίου or την \1/υχήυ ύπέο τίνος. MARTYRDOM. Orel with (he preceding Art., e.g. to suffer or undergo m. for a cause, πάντα or τον θάνατον ύπομένειν υπέρ τίνος. MARVEL, S. θαύμα, TO(g.t). (388) θαυμάσιου or παράδοξου τι. τέ- ρας, ατός, τό. A m. of a child, θαυμαστού τό παιδίον. See MI- RACLE, Wonder. MARVEL, v. θαυμάζειυ. See to Wonder. MARVELLOUS,eai/ M a CT T-os, θαυμάσιος, 3. ΰπερφυϊις, ες. τε- ρατώδης, ες. τερατόλογος, 2. A m. story, παραδυξο- and τερα- το- λογία, ν : of m. size, of m. beauty, θαυμάσιος or θαυμαστός τό μέγεθος, τό κάλλος. MASCULINE. ^ Propr. : male] άρρην, 6, ή. άρρεν, τό (icith ref to gender or sex), αν- δρικός, άρρενικός, 3. άρρενώδης, 2 (similar to man). A m. woman (as term of reproach), γυνή άρρε- νική παρά τό μέτρυν. ^| Be- fitting man, manly] Vid. MASH, s. πολυμίζία, η. σύγ- κραμα, σύναγμα, τό. πλήθος συμπεφυομ,ένον, τό. φορυτός, 6. See Medley. MASH, V. άπο-, κατα-θλάν. κατά-, συν-θλίβειν. συντρίβειν. σπαδΊΧ^ειν, περιστρέφειν or έλαύνειυ or δινεΐν τη σπαθί] (to jam or beat up with α σπάθη). MASK, S. πρόσωπον, προσ- ωπείου, τό. προσωπίς, ίδος, ή. TJ Aletaph.] πρόφασις,προσποί- ησις, ι). See Pretext, Cloak. To assume or put on a m., ύπο- κρίυεσθαι σχηιχα '. to use athg as a m., προκαλύπτεσθαί τι : to lay aside the m., μηκέτι παρα- καλύπτεσθαι or ύποκρίνεσθαι. άπαρακαλύπτωςποιεΐν τι. άφ- ιέναι τό πλάσμα : under the m. of friendship, προσποιούμενος φίλος είναι. της οϊκειότητος πκοφάσει (Th.). See Cloak (fiu.). MASK, v. ενδύειν τινά or προσάπτειν τινι, πρόσωπον {to m. aby). To m. oneself, ένδύ- εσθαι σχήμα, έλέσθαι πρόσ- ωπον, to m. oneself with athg, ένσκε υά"ζεσθαί τι. ^j Fig.: to cloak under false appearances] κρύπτειν, καλύπτειν, περιπέ- πτειν τι. He m.'s his cruelty under an appearance of mercy, επιεικείας -7τλάσ/ι«τι την ωμό- τητα κρύπτει. See to Cloak, Disguise. MASON, λιθο-δόμοςαηά -λό- γος, 6. See Stone-mason. M.'s work, see next Art. MASONRY, τείχισμα, τό. λιθολόγημα, τό. Of m., λιθο- δόμητος, 2. MASS, όγκος, ό. See Body, Lump. ^J Matter] Vid. U Great quantity, bulk] πλήθος, τό. He is a mere m. of flesh, όλος σαρξ έστιν. παχύς έστιι» τό σώμα τε και τον νουν. "[} Assemblage] άθροισαα, τό. In a m., αθρόος, 3. πανδημεί. παυστρατιά. πασ- συδί. παμπληθεί. The masses [ (=the people in general), ο πο- λύς όμιλος, οι πολλοί, τό πλη- \ θος. MASSACRE, s. σφαγή, κα- τασφαγη, η. φόνος, 6. To make a m. among the enemy, φόνου πολύν ποιεΐυ τών πολεμίων. MASSACRE, v. SeetheSubst, and Slaughter, v. MASSIVE, στερεός, 3. Am. building, οίκημα λίθινον or όλό- λιθον : of m. gold, ολόχρυσος, 2. χρυσούς (η, οΰν) πάς. See Solid. MAST, Ιστός, 6. To raise or set up the m., ιστάναι or α'ίρειν τον ιστόν. Μ AST-HEAD, καρχιίσιου.τό (through icch the halyards worked), θωράκιον, τό (part of the cross- trees). MASTER, S. κύριος, ό. δεσπό- της, ου, ό (g. tt.). To be the m. of athg, κυριεύειν τινός, δεσπό- Χ,ειυ τιι /os. ύφ' έαυτω εχειν τι. κρατεΐν, άρχειν, εγκρατή εΊναί τίνος : to be m. of one's passions, κρατεΐν or κρείττω εί- ναι or εγκρατή εΤναι τών επι- θυμιών : to be m. of a military post, λαβείν (cepisse) : to make oneself m. of athg, πυιειν εαυ- τόν κύριου or δεσπότην τινός, ύφ' εαυτόν, ύφ' έαυτω πυιεί- σθαί τι, τινας. κρατεΐν, επι- κό ατεΐν τίνος (e.g. χωρίου, πό- λεως), περιβάλλεσθαί τι (e.g. πάλιν, Hdt.). Also αιυεΐν (e.g. πάλιν, χειροΰσθαι (e.g. έθνος), καταλαμβάνε ιν, καταστρέφε- σθαί τι. To have made oneself m. of athg, κατέχειν. κατασχεΐν, or simply εχειν, with paiicp., as κρατήσαντα, καταλαβόντα. To be one's own m., εαυτού είναι, ελεύθερον or αύτόνομυν είναι : to become one's own m., αυτο- κράτορα γίγνεσθαι. Without a m., άθ£σ7τοτο5, 2. ονδ^νός ων, ούσα, ου. To be m. of a subject (in respect of knowledge, skill, Qc), έμπειρου εϊναί, έμπείρως έχειυ, τιυος. έπίστασθαι τι : to be tho- roughlym. of athg, έζεπίστααθαί τι. ακριβώς ειδέυαι τι. άκρι- βοΰυ τι. To be• a m. of athg (thoroughly accomplished), πάνυ δεινόν εϊναί τι. άριστον εϊναί τι or ποιεΐν τι. άθλητι)ν είναι τί- νος. A m.'s hand, e. g. to be wrought by a m.'s hand, δΐαφε- ρόντως τ?7 τέ\νρ έξειργασθαι. έπ' άκριβέστερον έζειργάσθαι T V " T ^X V V• ^ί -^ teucher] έττι- στάτΐ]ς, ου, ό. διδάσκαλος, ό. ό έπαγγελλό μένος τέχνην τινά. MASTER, v. See to Over- come, and ' to become, make oneself, Master,' <|-c. MASTERLIKE, άριστος, θαυμάσιος, δεινός, 3. πλείστί] τ?7 εμπειρία χυώμενος (of the doer), κάλλιστος, τέλειος, ακρι- βέστατος, τεχνικώτατυς (oftlie thing done). Also αγωνιστικός, 3 (fit to icin the prize). In a m. manner or style, κάλλιστα, τεχ- υικώτατα. άγωνιστικώς : it is a m. performance, διαφερόντως τ?7 τέχνη άπείργασται, άπηκρίβω- ται. MAS MASTERPIECE. & Mas- TEKLIKE MASTERY. 1 Dominion] Vid. TJ Superiority'] E. g. to get the m., = ' make oneself Master of, 1 Vid. H As know- ledge or skill] δεινότης, jjtos, >'?. αρετή, ή. τό αγωνιστικού. To acquire a perfect m. in or of athg, κράτιστυν γενέσθαι τι. MASTICATE, τρώγειυ. βι- βρώσκειν. μασάσθαι, and prps μαστίχα//, λεαίνειν or συντρί- βειυ τοις όδουσι. MASTICATION, τρώξις, η. MASTlCYi, μαστίχη,η. The m. tree, σχΐυος, ή : τα. wood, σχίνινου ζύλον, τό : to chew m., σχινίζεσθαι : one that chews m., σχινο-τρώκτης, ου, or -τρώζ, γος, 6 : a berry of the m. tree, σχινίς, ίδος, η : m. oil, μαστι- χέλαΐον, τό : prepared with m., μαστίχινος, 3. MASTIFF. SeeOoG(g.L). MAT, s. φορμός, b. φίαθος, h• στιβάς, άδος, η. πλοκή, η. ΐτλέγμα, τό. ταρσός, 6. MAT {together), ν. πλέκειν, συ/χ-, δια-πλέκειν. MATCH, s. 1ί For kindling] prps άπτρα, η, or άπτυλιον, τό (as original of the mod. Gr. φτύ- λι, τό). A brimstone m., σχι- ζίον θειωτόν, τό. Mod. Gr. θει- άφιον, τό. TJ Equal] αντίπαλος, 2. Ισόρροπο 1 ;, 2: To be a m. for ahy, αντίπαλου, εφάμιλλου tl- υα'ι Tift, ούχ ηττυυα είναι τί- νος, άρκειν προς τίνα. See Equal. II Marriage] Vid. Το make a m., γαμείν : to make a rieh m., άγειν γυναίκα πλου- σίαν : to make a good m., γάμου τυχεϊν τυΰ συν αρμόζοντος : to find a good m. for aby, γάμον πλούσιου έζευρίσκειν τιυ'ι. Μ.- maker, προμνηστρ-ία and -is, ίδος, η, and προμνήστωρ, 6 (masc.) : m. -making (art ο/),προ- μνηστική, fj. il A contest in a game] άγων, ώνος, b. αγώνισμα, τό. άμιλλα, η. MATCH, ν. ΤΙ (Intrs.) Το he equal or lilce] όμοιου είναι τιυι. ϊσουσθα'ι, παρισουσθαί τιυι. εοι- κέυαι τιυι. εικαζειν, and usually ε'ικάζεσθαί (pass.) τινι. To m. entirely, μηδέυ διαφέρειν τινός. ΤΙ To be abys match] See Match, s. Tf (Trans.) To match two things (couple as mates or equals)] συμ βάλλειν, -φίρειυ. συυάγειν. συνδυάζει». To m. athg (to pro- duce or find its like), ετερόν τι 'όμοιου προ-, παρα-φέρειυ or εΰ- ρ'ισκειν. MATCHLESS, άπαρά-, δυσ- παοά- βλητυς, ασύγκριτος, 2. πάντων διαφέρων, ούσα, ου. MATE, s. "II A companion] Vid., and Fellow, il Husband] Vid. MATE, v. &e to Match. MATERIAL, adj. t Consist- ing of matter] υλικός, 3. ύλη-, ϋλι-, ύλο-γενής, ες. σωματικός, (389) ΜΑΤ 3. See Corporeal. ^Essential, important] Vid. MATERIAL, MATERIALS, s. ΰλη, ή, and τά προς τι (e. g. προς τΐιν ο'ικοδομήν, building m.'s), also στοιχεία, τά (ele- ments). M.'s for a work of mind, ύπόθεσις, ΰπόστασις, η. H Stuff] E.g. woven m., υφαντά, τά. 'ύφασμα, τό. ( MATERIALISM, Orel, δόξα η των νομιζόντων or δοζαζόυ- τωυ πάντα είναι υλικά, δόγμα- τα των τάς ψυχάς ου φασκόν- των είναι αθανάτους. MATERIALIST. Crcl. as in preceding Art., or prps coin αυτο- ματίτης, ου, 6. MATERIALLY, όντως, τω όντι. άληβώς (in reality). To differ in., πλείστον διαψερειν. φύσει διαφερειν. MATERNAL. See Mother, Motherly. MATHEMATICIAN, μαθη- ματικός, 6. MATHEMATICAL, μαθη- ματικός, 3. MATHEMATICS, μαθημα- τική (επιστήμη), η. μαθήματα, ων, τά. γεωμετρία, η. One that Studies m., μαθηματικός, b. MATRICIDE, M i)T i )o-/fTO l /os, -φόνος, -φόυτης, ου, ο. μητρα- λοίας, a, b (the doer), μητροκτο- νία, η (as act). MATRICULATE, απογρά- φε σθ α ι (as q. t. for ' inscribmg' 1 ). MATRICULATION,a7ro- γραφή, καταγραφή, ή. MATRIMONIAL, b, h, τό περί τους γάμους. See MAR- RIAGE. MATRIMONY. See Mar- riage. MATRIX, μήτρα, ύστερα, η. ΤΙ Fig.] πρωτό, αρχέτυπου, τό. MATRON, ο'ικοδέσποιυα, η. γυυή, ι). M.'s, πρεσβύτιδες γυ- ναίκες, α'ι (Lycurg.). MATTER, s. 1 Of wch athg is made] 'ύλη, υπόστασις, η. See Substance. Also στοιχείου, τό (elementary m.). Fecal m. (med. t.), υπόστασις της κοιλίας, η. άποχώρημα, τό. % In the phi- losophical sense] ΰλη, η. σώμα, τό. τό σωματικόν (ορρ. spiritual or mental). Μ. (= that tech is capable of form), δεξαμενή, ης, η (PL). IT Subject (of discourse, φ?.)] ύπό-θεσις, -στασις, ή. Also λόγος, b (of wch one has treated). if Affair, busi?iess] πράγμα, τό. χοημα, τό. 'έργου, τό λόγος, ο. That has nothing to do with the m., ουδέν προς έργου or προς λόγον. ταύτα πάρεργα: to take the m. in hand, Ίέναι επί τό πράγμα, έπιχειρείν τω πράγ- ματι, άπτεσθαι του έργου : the m. is clear, it is a simple m., απλούς b λόγος : it is a difficult m., &C, έργου or μέγα έργου εστί (seq. infin.). See Affair. That is a different m., άλλος or 'έτερος λόγος ούτος : a m. of MAY fact, see Fact : it is no m., ου- δέν πράγμα εστιυ. ευ ούδενός εστί λόγω. See to MATTER. What is the m. ? τί εστιυ; τί γέγονεν; what is the m. with you? τί έχιΐς; τί πάσχεις or πέπονθας ; See AiL. % A mat- ter of (with numerical statements) = about] Vid., and Some, ^j Fits] πύου, τό. πυος, b. Ίχώρ, ώρος, b. To form m., πυυρρο- εϊν. πυεΐσθαι (pass.) : that ge- nerates m., πυά>δΐ)ς, 2. έαπυος, 2. MATTER,?. "If To import] δύνασθαι, Ίσχύειν, λόγου αζιον or έν λόγω είναι, είναι τι. δια- φερειν. It does not m., ουδέν διαφέρει, ουδείς φθόνος, ουδέν δύναται, εν ούδίνός ίστι λόγω : Do you suppose it m.'s not, that you show yourself ignorant? ου- δέν ο'ίει συ πράγμα εϊυαι, ότι εφάυης ουδέν ε'ιδώς ; it m.'s to me, διαφέρει μοί τι. μέλει μοί τίνος : it m.'s a great deal to me, that, πάνυ μυι μέλει, ώστε (c. infin.). περί πολλού ποιούμαι τό (ο. infin.). MATTOCK, δίκελλα, η. σμι- νύη, η, and σμινύς, ύυς, η. γευγς, ηδος, ή (poet.; Soph.). MATTRESS, στρώμα, ^ τό. στρωμυή, η. στιβάς, άδος, η. MATURE, adj. ωραίος, 3. ακμαίος, 3. See Rife. To take into m. consideration, ευ ενθυμεΐ- σθαί τι. ευ μάλα σκοπεϊυ. σκο- πείυ και λυγϊζεσθαι. καλώς or Ίκαυώς βουλεύεσθαι. MATURE, ν. πεπαίνειν,πέτ- τειν. άδρονν. See to Ripen, and under Maturity. MATURITY, ώραιότης,ητος, ?,. See Ripeness. To bring to τα.,άδρύνειυ, άδρούυ. πεπαίυειν : to come to m., άδρονσθαι (pass.), πεπαίυεσθαι (pass.), ώραϊον γί- γνεσθαι, άποτελεϊσθαι (pass.), παραγίγνεσθαι (of corn, S[C, Hdt.). MAUDLIN, νμιμέθυσος, 2. MAUGRE See ' in Spite of.' MAUL, s. and v. See Ham- mer, s. and v., and Beat. MAUNDER. See Grumble. MAUSOLEUM, Μαυσωλεί- ου, τό. MAVIS. See Thrush. Μ AW. See Stomach (of ani- mals), Craw (of birds). MAWKISH, άσην τινά παρ- £X M AXILLARY. E.g. tooth, γομφίος, b. MAXIM, γνώμη, η. βουλή, η. άζίωμα, το. MAY, MIGHT. 1 To be per- mitted, to be free to (there is no- thing to hinder — )] έζεστί μοί τι. Also πάρεστι, ένεστι, εστί, υπάρχει. All that will, may hear it, τοϊς βουλομένοις έξίστιζ/ άκούειν. When one might have — , έζόν (absol. c. infin.). He may (= let him) do it, δράτω : or optat. ivith av, he may come, έλ- θοι αν. ΤΙ It is possible, probable. MAY MEA MEA not unlikely] ενδέχεται : and op- tat, with άν, e. g. it may happen, •γένοιτ άν : it may be so, Λεν αν : somebody may say, ε'ίποι or φαί-)} αν τις. U ' May,' in ivishes, is expressed by the optative, e. g. may I die, τεθναίην : may you be happy, εύτυχοίης ! *ij In mo- dest interrogation] What may be the reason of this ? τί δήποτε τυντιιυ αίτιοι/ άν ε'Ίη ; ^j i May, might* in dependent sentences : a) final] E. g. eat moderately that you may sleep,- μετρίως εσθιε 'όπως καθεύδης : gisp or if the re- sult is conceived as sure to follow, όπως αν καθεΰδης (^ so shall you sleep), b) Objective to verbs of fearing, S^c] E.g. we feared a war might take place, δέος ην μη ϊσοιτο πόλεμος, c) Conces- sive, after what-ever, hotv-ever, <|-c] We fail, whatever we may undertake (or, in all our under- takings, be what they may), πάν- των άτυχούμεν ων άν επιχειρώ- μεν. MAY, s. Μαίος, ό (Lat. Gr.). μην 6 πέμπτος. It is included in tlve Attic months Μουνυχιών, Θαργηλίων, ώνος,". ifeeMONTH. MAY-FLOWER, πολυγόνα- τον. τό. MAYOR, prps πολιανόμος, b. To be m., πολιανομεϊν. MAZE, f A labyrinth] Vid. *il Fig. : confusion] VlD. MEAD. % A dri?ik] οϊνόμελι, ιτος, τό. ΤΙ Meadoiv] Vid. MEADOW, λειμών, ώνος. 6. Μ. -land, οργάς, άδος, ή : flat m. land, τέλμα, τό : full of m.'s, Χειαακώδης, 2: of or belonging to a m., λειμώνιος, 3. Μ. sweet (plant), σπειραία, ή. MEAGRE. ΤΙ Propr.] See Lean. U Fig. : poo?•] Vid. MEAGRENESS. See Lean- ness. MEAL, s. δείπνον, τό. To take a m., δειπνοποιεΐσθαι, ποι- εΐσθαι δείπνον : to give a m., δειπνοποιεΐν, δειπνίζειν. MEAL, s. See Flour. MEAN, αφ H Intermediate] See Middle, adj. In the m. time, μεταξύ, εν τούτω, εν τοσούτω. εν τω μεταξύ χρόνω. ^\ Of small' value] See Inferior. *[j Commo?i] Vid., and Low. MEAN, s. τό μέσον, τό εν μέσω, τό μεταζύ (that is found in the middle). To keep to the m., επί του μέσου καταστήμα- τος είναι (Luc.). Extremes and m.'s (geom. t.), τα άκρα και τα μέσα. MEAN, v. IT To be minded, have in the mind] εν νω εχειν. γνώμην ποιείσθαι. διανοεϊσθαι, προαιρίΐσΰαι, or προθυαεΊσθαι ιτοιεΐρ τι. Aho βονλεσθαι and δοκεϊ um. See Intend, to Pur- pose. What can you m. by act- ing so?^ τί άν βουλόμενος or βουληθεις (τί άν παθών, μα- θών) ταύτα ποιήσαις ; ^| Of (390) sentiment] To m. well, ευ φρο- νεί ν : — by or towards aby, εύ- νοϊκώς διακεΐσθαι προς τίνα. εύ- νοια χρησθαι περί τίνα. εύνουν είναι τινι : not to m. well, κακό- νουν είναι, έχθρα φρονεϊν (by or towards aby, τινι). κακονοία χρη- σθαι περί τίνα : to m. honestly or sincerely, άπΧώς or άδόλως προσφέρεσθαί (pass.). H To connect a certain sense or intention ivith a ivord] What I m., is, λέγω δέ : what do you m. by it or by that expression? πως τούτο λέ- γεις ; τί λέγεις; consider me to m. what I say, νόμιζε με λέγειν α άν λέγω. *[[ To signify (of the thing spoken)] σημαίνειν, νοεϊν, δύνασθαι. είναι. What does that m. ? τί τούτο θέλει ; τί τούτο δύναται ; τί δε τούτο ; πώς λέ- γεις; that m.'s, τούτ εστί: what does this word m.? τί νοεί τό ovona or τό ρήμα; MEANING. 1 Signification, notion] νυύς, νού, ό. υπόνοια, h. διάνοια, η. τό δηλυύμενον. Το have am., νοεϊν, δύνασθαι: what is the m. of this word? τί νοεί τό όνομα or τό ρήμα ; the m. of a speech or of what has been said, τό δηλυύμενον εν τω λόγω : do I follow your m. ? ap' έπο- μαι σου τω λόγω [PL) ; there is no m. in it, this speech or these words, &c., have no m., oi λόγοι ούκ εχουσι νουν. 6 λό- γος ουδέν λέγει : not to under- stand or see the m. of athg, την ύπόνοιαν μη έπίστασθαι : words without m., φωναι άσημοι, ai : what is the m. of it? see to Mean. The m. of such a dream may be inferred fm what followed, όποι- ον τι εστί τό τοιούτον όναρ Ίδεϊν, εξεστι σκοπεΐν εκ τών συμβάντων μετά τό όναρ. Full of m. (= important), πολλού or πλείστου άξιος, 3. ^| Intent, intention] Vid. MEANNESS, ταπεινότης, ητος, ή. Μ. of situation or rank, τό άγεννές, ούς : m. of sentiment, άνελενθερία, rj. See LOWNESS, Baseness. MEANS. U Anything resorted to for the attainment of an object] πόρος, ό. οδός, ή. μηχανή, η. μηχάνημα, τό. Crcl. by τά άφ' ων εσται τι (ΑΓ). τό τού τέλους χάριν, η πρΰζις η επί τι φέ- ρουσα. The necessary m., ών τις δεΐται : if you furnish me with the necessary m., εάν ίμοι ων δέομαι ύπηρετησητε : to be acquainted with the m. wch lead to athg, ειδέναι τάς πράξεις τάς επί τι φέρουσας : to provide m., πορ'ιζειν πόρους, μηχανάσθαι μηχανάς : by (using) every pos- sible m., πάν ποιών, πάντα μη- χανώμενος : to have recourse to every m., επι πάν Ίέναι. πασαν όδόν Ίέναι. πάντα κάλων κιυεϊν or έντεΐναι : unjust or unfair m., τά μη προσήκοντα : by unjust or foul m., έκ τών μη προσηκόν- των, αδίκως, μετ αδικίας : by fair m., προς χάριν. ^» Α means of — is often expressed by a derivative nomen instrumenti, e. g. a m. of producing hatred, μίσηθρον, τό : a m. of calling forth aby's affection, φίλτρον, τό. By m. of, διά, άπό, μετά c. gen. εν c. dat., or the simple dat, or tlie partcp. χρώμενος c. dat. By all m. (adverbially), πάν- τως, ούκ εσθ' όπως ού : by no m., ηκιστα, ελάχιστα, ουδέν τι. ού δητα. ούδαμή, ουδαμώς (μιΐδαμώς). ο'νμενούν. ούτοι, ού μέν 7ru>s,_/t>/fowerf by δέ : by some m. or other, ενί γέ τω τρόπω : by what m. ? τινι τρόπω ; τίνα τρόπον; by every possible m., εκ τών ενδεχομένων. ^[ PRO- PERTY (as resources for carrying out athg)] VlD. χρήματα, τά. άφορμαί τίνος, εις τι, επί τι, προς τι, ai : a man of good m., εύπορος or εύχρηματος άνήρ. MEASLES, εξανθήματα, τά (g. t. for eruptive disease). MEASURABLE, μετρητός, MEASURE, s. μέτρον, τό (propr. and metaph.). μέτριον, τό (the proportion to be kept). To take the m., λαμβάνειν μέ- τρον : to take the m. for athg, την ξυμμέτρησίν τίνος λαμβά- νειν : without m., άμετρος, 2: beyond m., υπέρμετρος, 2, and ύπερμέτρως (adv.). See under Excessive, Excessively, and Immoderate. Having a com- mon m. (math, t.), σύμμετρος, 2 (opp. to ασύμμετρος) : to get good m., and to give it, ευ μεν μετρεϊσθαι παρά γείτονος, εύ δ' άποδούναι (Hes.) : to give back in more abundant m., άποδούναι τι άφθονέστερον. ^j In the con- crete : as measuring instrument] μετρον, τό (g. t.). κιινών, όνος, 6. στάθμη, η. To take athg as m., σταθμάσθαί τί τινι. ^[ Means adapted for a given end] βουλή, γνώμη, η. βούλευμα, τό. μηχανή, η. To take or adopt m.'s, βουλεύεσθαι (c. infin.) : — agst athg, καταπραγματείησθαί τίνος, άντιπράττειν, άντιμη- χανασθαί τινι : to adopt m.'s accordingly, βουλεύεσθαι προς τι : to recommend the most per- nicious m.'s respecting existing circumstances, λέγειν or παραι- νείν εξ ων ώς φαυλότατα μέλ- λει τά πράγματα εξειν. Το take m.'s of precaution or precau- tionary m.'s, φυλάττεσθαι,προ- φυλάττεσθαι : to propose m.'s, γράφειν τι : to take any violent m.'s, βίαιόν τι ποιέΐν. MEASURE, v. μετρεΐν : — with or by athg, μετρεΐν τί τινι or κατά τι (after a given stan- dard). To m. again, accuratelv, άναμετρεϊν (a?id mid.) : to m. incorrectly, μετρεΐν κακώς, κρου- σιμετρεϊν τι : to m. the worth of man by his money, τάττειν MEA τηυ άζίαν ανθρώπω εκ τών χρη- αάτων : to m. «all things by plea- sure, τ;7 ηδονή ορίζειν or σταθ- μάσθαι ττάντα : to m. out, εκ-, κατα-μετρεΐν, άναμετρεΐσθαι (to take the 771.). διαμετρειν (to divide by in.) : to m. over again, πάλιν θ)' αύθι? μετοεΐν. άναμετρεϊν. MEASURELESS. See Im- measurable. MEASUREMENT, μέτρη- σι?, διαμέτρησι?, ή, and Crcl. with Verb. MEASURER, μετρητή, oZ, 'MEASURING (tie act of), μέτρησι?, τ; (but more usu. Crcl. by the verbs). The art of nx, με- τρητική, ή. γεωμετρία, ή : a m.-rod or line, κάλαμο? μετρί]- τικό?, 6. λευκή, ή. MEAT. "ft Food (in general)] ViD. ^[ Flesh-meat] κρέα?, ω?, τό. κρέα (pi.). See Flksh. MECHANIC, MECHANI- CAL, adj. μηχανικό?, 3. Μ. art, μηχανική (τέχνη), ή : that requires a m. impulse to move it, δεόμενο? του κινοΰντο? έζωθεν : a mere m. art, τέχνη βαναυσική, il (ars sellularia). έργον βάναυ- σον. τέχνη βάναυσο? (poet., = illiberal). ^| Involuntary, with- out conscious purpose] αυτόμα- το?, 2. άνευ γνώμη?. ^ MECHANIC, s. «ff Mechanist] ViD. "iJ Artizan] βάναυσο?, 6. See Handicraftsman. A base m., βαυαυσουργό?, 6 : to be a mere m., βαναυσ-οναγεΊν, -οτεχ- νεϊν : the life or trade of a m., βαναυσία, η. βάναυσο? βίο?. MECHANICS, μηχανική, ή. MECHANISM, μηχανή, ή. κατασκευή, ή. MECHANIST, μηχανικό?, ό. MEDAL, MEDALLION, νό- μισμα μνημόσυνον, τό. μνημο- νόμισμα, τό (mod. Gr.). MEDDLE, σννεπι-, μετα- -λαμβάνεσθαί τινυ?. άπτεσθαί, προσ-,άνθ-άπτίσθαίτινο?. έπι- χειρεϊν τινι. πολυπραγμονεΐν περί τινο?. To m. in other peo- ple's suits, άπαντάν αλλότριοι? άγώσι (Dem.). See to Inter- fere and ' have a Hand.' MEDDLER. Crcl. with Verb. MEDDLESOME,7ro\u7rpay- "mEDDLESOMENESS, 7Γ0- Χυττραγμοσύνη, ή. MEDIATE, adj. Crcl. άλλου τινό? ΰπυνργοΰντο? or συνερ- γοΰντο?. δια συνεργία? τινό?. See Indirect. MEDIATE, ν. μεσιτεύειν, έμμεσιτεύειν. διαπράττεσθαι. To m. athg for aby, προζενΰν τινί τι. ξυμπράττειν τινί γί- γνεσθαι τι : to m. a reconcilia- tion between parties, δι- or συν- αλλάττειυ τινά προ? τίνα : to m. between others, έπιδιακρί- νειν (PI.) : to reform by m.-ing, καταρτίζειν τι (Hdt.). See to Interpose and Intercede. (391) MED MEDIATION, μεσιτεία, ή. διάπραζι?, ή. συναλλαγή, ή. And Crcl. tvith the Verb. To ac- cept aby's m., μέσω δικαστή τινι έπιτρέπειν. MEDIATOR, μεσίτη?, ου, 6. μέσο? δικαστής, ό. διαπραζάμε- νο?, ο. δι-, συν-αλλακτή?, ον, ό. διαιτητή?, οΰ, ό. b συμβιβά'ζων εΐ? τό μέσον (PL), καταρτιστήρ, ήοο?, ό (that reforms by mediating. Hdt). See Arbitrator, In- tercessor, Umpire. MEDICAL, Ιατρικό?, φαρ- μακευτικό?, 3. Medical treat- ment, ιατρεία, ή. φαρμακεία, φάρμαζι?, φαρμάκευσι?, ή : to be under m. care, Ίατρεύεσθαι : to need m. assistance or ad- vice, ίατροΰ or φαρμάκων δεΐ- σθαι : a m. man or practitioner, see Physician, Surgeon : m. science, ιατρική, ή : to take up the m. profession, τό ιατρικό ν έργον διδόναι. MEDICAMENT, φάρμακον, τό. MEDICATE, φαρμακοποι- εΐν. φαρμακοΰν. φαρμάσσειν. M.-d, φαρμακόει?, εσσα, εν. See to Drug. MEDICINAL, φαρμακώδη?, ε? (like medicine), άκέσιμο?, 2. θεραττευτικό?, 3 (healing). Μ. virtue or properties, δύναμι? άκέ- σιμο? or θεραπευτική, ή : a m. spring, ύδατα υγιεινά, τά. MEDICINE, φάρμακον, τό. To administer m., φαρμακεύειν. φαρμάσσειν (to drug) : to take m., φαρμάκοι? χρήσθαι. φαρ- μακεΰεσθαι. φαρμακοποτείν : to prepare m.'s, φαρμακοποιείν. the preparing of m.'s, φαρμακοποιία, η : he that prepares m.'s, φάρ- μα κο-τρίβη? and -τρίπτη?, ου, 6 : the use or taking of m., φαρ- μακεία, φαρμακοποσία, ?j : to refuse taking m., μ»; προσίεσθαι φάρμακον. H The medical art] ιατρική, iuTpia (sc. τέχνη), ή. The practice of m., τό ίατρικόν έργον : to study m., ίατρολογεΐν (Diog. L.) : the study of m., Ίατρολογία, ή. MEDICK TREE (Medicago arborea). κύτισο?, η. MEDIOCRE, μέτριο?, 3. μέ- σο?, 3. Poet, μεσήει?, εσσα, εν. οΰ δεινό?, 3. ούτε έζοχο? (2) ούτε χερειότερο? (3). MEDIOCRITY, τό μέτριου, τό μέσον, μετριότη?, μεσάτη?, ητο?, η. MEDITATE. IT To reflect νρο?ι] διανοεϊσθαι (depon. pass.), σκοπεϊν (and mid.), μελετάν τι. σκοττεΐν τι. λογί'ζεσθαί τι or περί τινο?. φροντίζειν περί τινο?. ενθυμεϊσθαί τι. ^[ To de- sign, intend] Yid. MEDITATION, διάνοια, ή. τό διανοεϊσθαι. σκέφι?, ή. με- λέτη, ή. λογισμό?, 6 (usually in pi.). Serious m., φροντί?, Ίδο?, η : place for m., φροντιστήριον, τό (thinking-shop. Aristoph.). MEE MEDITATIVE, συννού?, % φροντιστικό?, 3. MEDITERRANEAN, f, kv- τό? or έσω or καθ' ήμα? θάλατ- τα. MEDIUM. See Mean. MEDLAR, μεσπίλη, ή (the tree), μίσπιλον, τό (the fruit), also σητάνιον, τό (Theophr.), and σητάνια μήΧα, τά (pi., Ath.). MEDLEY, s. πλήθυ? συμπε- φνρμένον, τό. σύμμιγμα, τό. κυκήθρα, ή. φορυτό?, 6. φυρ- μό?, ό (later). MEDLEY, adj. See Con- fused. MEDULLARY, μυελώδη?, 2 (like marroiv). μυέλινο?, 3 (con- ta in ing m arroiv) . MEEK, πράο? or πραύ?, εΐα, ύ. ήπιο?, 3. μαλθακό?, ελαφρό?, 3. αχολο?, 2 \ (Horn.). See Gen- tle. MEEKNESS, πραότη? τη? ψυχή?, ή. άχολία, ή (Lys.). See Gentleness. MEET, adj. See Fit. MEET, v. If Occurrere] συν-, εν-, έπι-, περί-, παρατυγχά- νειν, also περιπίπτειν, τινί (with accompanying notion of uneapect- edness and casualty), συν-, άπ- -αντάν τινι, also συμβάλλεσθαί τινι (go or come to m., join). εμ-, περιπίπτειν τινί (suddenly). Poet., συνενείκεσθαί (Hes.),auv- άντεσθαί (Pind.), άντιβολεϊν (Horn.), συναντιάζειν, άντικυ- pεΐv(Soph.),συμβάλλειv(JΈsch.), έγχρίμπτεσθαί (Eur.) τινι. ΤΤ Encounter (with notion of counter- action or resistance)] άπαντάν (e. g. τοϊ? είρημένοι?, έπι τά λεγόμενα, τη προθυμία τιι>οε). To m. as in battle or in a hostile manner, όμόσε χωρεϊν or Ίέναι {e.g. τοΐ? πολέμιοι?, or fig., e.g. τοϊ? λόγοι?), άντίον μολεΊν τι- νο? (Soph.), συμβάλλειν, προσ- μϊζαι, συνάπτειν μάχην, τινί. To m. an evil, έπικουρεϊν τή νόσω : torn, an attack, άμννεσθαι or άπωθεΐσθαι του? έπιόντα? : to m. death, fis θάνατον Ίέναι. TJ To assemble] συνιέναι. όμοΰ γίγνεσθαι. συλλέγεσθαι(ρα88.). σΰνοδον ποιεΊσθαί. άθροί^εσθαι (pass.). To m. in a conference, συνελθεΐν ε'ι? λόγου?, συμβαί- νειν ε'ι? λόγου? (chiefly for nego- tiation) : to m. in council, συν- ιέναι ε'ι? λογισμού?, βουλευσο- μένου? συνιέναι : we met earlier than usual, πρωιαίτερον ζυνελέ- γημεν (PL). ΤΙ Denoting contact] συνιέναι. συντρέχειν (concur) : three things must m., τρία δει συνδραμειν : a spot where several roads m., σχιστ?; οδό?, ή. Tom. (of rivers), συμβάλλειν or συμμι- γνΰναι τό ύδωρ. έσβάλλεν ε'ι? πυταμόν τίνα. ^[ To meet with] I m. with athg (=athg befalls vie), περιπίπτω, περιτυγχάνω Tifi. τυγχάνω tij/os. πάσχω τι. συγκυρώ τινι (Ionic), άπαντα, συμβαίνει, γίγνεταί, also προα- MEE MEM MEN ττίτΓΤίΐ, παραβάλλει, μοί τι : I m. with a great misfortune, συμβαίνει μοι παθεϊν τι μέγα κακόν : I m. with an accident, περιπίπτω ζυμφυρά. ζυμφορά καταλαμβάνει με : theymet with great reverses, περιέπεσαν δει- νοί? κακυΖς. επαθυν δεινά: they m. with their deserts, το εικός άποδιδόασιν : if I should m. with an accident, ε'ί χι πάθοιμι. Ύ\ν τι πάθω. ην τι γένηται περί εμε : to m. with a favourable re- ception, επαινον έχειν, επαινε'ι- σθαι (pass.), εύδοκιμεϊν : to m. with opposition, κωλύεσθαι, έμ- ποδίζεσθαι. συμβάλλειν. έναν- τιώματα εχειν. MEETING, σύνοδος, συνου- σία, συνάντησις, άπάντησις, συγγένησις, ή. άπάντημα, το. See Interview, Conference, and Assembly. συμβολή, h (e. g. of roads, rivers). To convene Άνα., σύλλογον ττοιεΐσΰαι. συγ- καλεΐν. σνναγαγε ϊν : to hold a ηι.,συινίίΐ'αι (συνελβεϊν) : to have a m. with aby, συγγίγνεσθαί τινι. συν'ιστααθαί τινι. συν- ιέναι εις τ αυτό τινι : to have a secret m. with ahy, μόνον μόνω συνίίνιιι τινί. MEGRIMS, νμικρανία,ν[ΓΓ. 'migraine'). MELANCHOLIC, μελαγχο- λικός, 3. δύσ-θυμος, -κολος, 2. To be m., μελαγχυλάν. MELANCHOLY, μελαγχο- λία, ή. δυσ-θυμία, -κολία, ή. MELILOT, μελίλωτον, το, and -ος, ό. MELIORATE. See to Im- prove. MELIORATION. See Im- provement. MELLIFLUOUS, μελί-ρόο- ος, -ρροθος, 2 (floicmg unth ho- ney), μελί-γηρυς, ν, -γλώσσος, -γδούπος, -π νυος,-φωνος, -φθόγ- γος^, μελιτερπής, ες (all poet., = siceet-sounding). See Sweet, Honeyed. MELLOW, adj. -π έπων, 2. See Ripe, Mature. MELLOW, v. πέσσειν. See Ripen. MELODIOUS, εμμελή εύ- μελής, ές. εύεπής, ές (Χ.), εύ- ηχης, ές,αηά ιΰκέλαδος,2 (poet.). MELODY, μέλος, ους, το. μελωδία, ή. νόμος, ο. MELON, μήλο-, σικυο-πέ- πων, όνος, ό. MELT. η[ (Trans.) Propr. : to render liquid] τήκειν, άνα-, δια-τήκειν. "|J (INTRANS.)] τή- κεσθαι, δια-, άνα-, κατα-τνκε- σθαι (pass.). δια-χεΊσθαι, -λύ- εσβαΐ (pass.). U Fig.: e.g. to melt into tears'] δακρνρρυοΰντα τήκεσθαι. MELTING, τήξις, ή. διάλυ- σις,ή (trans, and iutrans.). τη- κεδών, όνος, ή iintrans.). MELTING-FURNACE, χω- νευτήριον, χωνεΊον,τό. κάμινος, η. βαΰνος, 6. (392) MELTING-HOUSE, χωνευ- τικοί/ έργαστήριον, τό. MEMBER, μέρος, ους, το', and μύριον, το'. άρθρον and μέ- λος, το' (chiefly of the body). See Limb, κώλον, τό (of the body, and, also of a grammatical period) . Tj Member, e.g. of a society] κοι- νωνός, ό. μετέχων, ούτος, 6. Μ. of a society, εταίρος, 6. &$* But usually rendered by substt. denoting the peculiar object or na- ture of that society or body, e. g. a m. of the senate, βουλευτής : m. of a state, πολίτης : m. of a family, ο'ικέτης : m. of a party, στασιώτης : to be a m. of athg, μετέχειν, κοινωνεΐν τίνος. MEMBERSHIP, κοινωνία, ή. MEMBRANE, ΰμήν, ένος, 6, and ΰμένιον, τό. μήνιγζ, ιγγος, ν (esply of the brain), and μηνίγ- γιον, τό. Μ. of the skull, περι- κρανία (sc. μήνιγζ), η : m. of the heart, υ μην περικάρδιος, b, and τό ττερικάρδιυν. The m. by wch all the intestines are joined, μεσ- έντερυν (δέρμα), τό (Aristot.). Μ. -winged (as the bat), ύμενό- πτεοος, 2. MEMBRANACEOUS or MEMBRANOUS, ΰμενοειοής, ές. ΰμένινος, 3. MEMOIR, υπόμνημα, σύγ- γραμμα, τό. Memoirs, υπομνή- ματα, απομνημονεύματα, ΰπο- μνηστικά, τά. υπομνηματισμοί, oi (Polyb.). To write a m. or m.'s, ΰπομνηματογραφεϊν : a writer of — , ύπομνηματογρά- φος, 6. MEMORABLE, μνήμης άζιος, 3. αξιομνημόνευτος, αεί- μνηστος, 2. A m. work, 'έργον «ζιομνημόνευτον or άζιόλογον, τό : athg m., απομνημόνευμα, τό. See Remarkable. MEMORANDUM, υπόμνη- μα, μνημόσυυον, τό. A m. book, δέλτος, η. To make a m., κατα- σημαίνεσθαι (to takedown a note of athg). MEMORIAL. ^ Athg to re- collect by] υπόμνημα, τό. ση- μείον, τό. σύμβολον, τό. f| Α monument] Vid. ^J An address of solicitation] γράμματα δεΐ)τι- κά, τά. 'έγγραφος άζίωσις ή. MEMORY. ΤΙ The faculty] μνήμη, η. τό μνημονικόν (PL), and μνημοσύνη, ή. To have a good m., μνημονικόν or μνή- μονα είναι : having a bad m., άμνημων, 2 : aby has a tolera- ble m., το της μνήμης ικανώς πάρεστ'ι τινι : to keep or have in m., μνηαονεύειν τι or τινός, διαμεμνήσθαί τι. δια μνήμης έχειν or φέρειν τι. μνήμην εχειν τινός : athg is still present to my m., 'έτι εν μνήμη κείται μοί τι : to retain in one's m., εν μνήμη φυλάττειν τι. διαμνημονεύειν τι. σώζεσθαί τι (εν τη μνήμη) '■ easily to be retained in one's m., εύμνημόνευτος, 2 : to impress upon the m., τιθέναι είς μνήμην. μνημόσυνον γράφεσθαίτι (Aris- toph.). εγγράφεσθαι μνήμοσι δέλτοις φρένων (poet., JEschyL). What one learnt as a boy im- presses itself wonderfully on the m., τά παίδων μαθήματα θαυ- μαστόν 'έχει τι μνημεϊον : to lose one's m., μειοΰσθαι (pass.) την μνήμην, δυσμαθέστερον γί- γνεσθαι or άποβαίνειν : to call athg to aby's m., ύπομιμνήσκειν τινά τι : a slip of the m., αμάρ- τημα μνημονικόν, τό : nothing has escaped my m., ουδέν με δια- πέφευγε (PL). *\\ Remembrance] μνήμη, η. μνεία, η. μνημόνευ- μα, τό. Τ[ Memorial] μνημεϊον, τό. μνημόσυνον, τό. μνήμα, τό (poet.). To leave an immortal m., άθάνατον τον έαυτοΰ ονόμα- τος την μνήμην ποιεΐσθαι or καταλείπεσθαι. MENACE, ν. άπειλεΐν. See Threaten. MENACE, s. απειλή, η. See Threat. MENAGERIE, θηριοτροφεϊ- ov, τό. MEND, il (Trans.)] άκεΐ- σβαι, ίξακεϊσΰαι (e. g. νηας, έσβητα). επι-, άνα-σκευά\ειν (e. g. τείχος, ναΰν, γέφυραν, όδόν). See to Amend, to Bet- ter, to Correct, to Improve. To m. one's pace, see to Quick- en. i[ (Intrans.)] See to Im- prove, βελτίω γίγνεσθαι, Ίέναι επι τό βέλτιον. ραίζειν (of health). Athg is m.-ing, επί τό κάλλιον τρέπεται τι. επιδίδω- σί τι επί τό βέλτιον. MENDACIOUS. See Lying, adj. MENDACITY, φιλο-φεύ- δεια, -φενδία, ή. See LYING, s. MENDICANT, αφ', τττωχο'?, 3. πάντων ενδεής, 2. A m. priest (of Cybele), μητραγύρτης, ου, 6 : to be one, μητραγνρτεϊν (Antiph.). A m. friar (eccl. t.), προσαιτων μοναχός, 6. MENDICANT, s. See Beg- gar. MENDICITY, πτωχεία, v. See Beggary. MENIAL, adj. δουλικός, θη- τικός, 3. Μ. position, δουλεία, ■η. λατρεία, η. See SERVILE. MENIAL, s. δούλος, διάκο- νος, 6. οικέτης, ου, 6. See Ser- vant. MENSTRUAL, ό, η, τό κατά μήνα. See next Art. MENSTRUATION,KaTa/i7S- νια, τά. MENSURATION, See Mea- suring. MENTAL, ψυχικός,^ 3. ^ της ψυχής, κατά την ψυχήν. εν τη ψυχή. τη φνχη ινών, οΰσα, όν. Μ. advantages, αγαθά τά τη ψυχή προσόντα : να. abilities, άρεται φνχής,α'ι. φύσις, ή: m. exertion, ψυχής άγων, 6. ψυ- χής 'έργον τό (the latter also = m. occupation) : m. cultivation, ή τής ψυχής παίδευσις. SeelN- MEN MER MET tellectual and Mind. The m. faculty, διάνοια, η. MENTALLY. Fm the Adj. To be m. deranged, παραφρο- νεϊν. παρανοεϊν. παρακινητικών έχειν. MENTION, S. μνήμη, μνεία, v- To make m. of athg, see the Verb. MENTION, V. μνησθηναί, έπιμνησθηναί, μνήμην or μνείαν πυιεϊσθαί τίνος or περί τίνος. μνημονεύειν τι. \oyov ποιεΐ- σθαι or εμβάλλειυ περί τίνος, λέγειν τι. Mentioned, ε'ιρημέ- νος, 3. Worth m. -ing, λόγου άξιος, 3. αξιομνημόνευτος, 2. MERCANTILE, έμποοευτι- κός, εμπορικός, 3. ό, η, το των εμπόρων. A m. vessel, see Mer- chantman : m. people, έμπο- ροι, oi : in. transactions, τα. περί την έμπορίαν : to carry on m. transactions or business, εμπο- ρεύεσθαι. See COMMERCIAL. MERCENARY, μισθωτό?, 3. /ιισθωσιμαϊος, 3. ύπόμισβος, 2. See Hired, Hireling. A rn. soldier, μισθαρνών, οΰντος, ό. μισθοφόρος, ό. ξένος, ό : the m. troops, το μισθοφορικόν. ξενι- κόν : to be or serve as a m., μισθυφορεϊν. μισθω πείθεσθαι (pass.) : to enlist m.'s, μισθω πε'ιθειν τινάς. ξενυλογεΐν. "jf Fig. : easily corrupted by self-in- terest, venal] ώνητός, 3. ώνιος, 2 and 3. ευτελής, ές. φιλοχρή- ματος, ανελεύθερος, 2. MERCER, ρωποπώλης, ου, ο. MERCHANDISE, εμπορικά χρήματα, τά. έμπολή, η. έμ- πόλημα, εμπόρευμα, τό. ωνια, τά. φορτία, τά (foreign goods). Vessels laden with m., όλκάδες γέμουσαι εμπολης. See WARE. MERCHANT, 'έμπορος, 6 (one who se?ids goods into foreign countries). μεταβυλεύς, ό (a dealer in wholesale), κάπηλος and αγοραίος, ό (a retail dealer, shopkeeper) . MERCHANTMAN, -VES- SEL, ναυς εμπορική, η. στρογ- γύλον or φορτηγικόν πλοϊυν, τό. φορτηγός or φορταγωγός ναΰς, τ/, όλκάς, άδος, ή. γαΰ- λος, ό (round-built Phoenician m.- ν.). The captain of a m., ναύ- κληρος, ό. I'll buy a m.-v. and turn shipmaster, γαϋλον κτώμαι ku'i ναυκληοώ (Aristoph.). MERCIFUL, ελεήμων, oi- κτίρμων, 2. To be m. to aby, ελεεϊν, κατελεεϊν τίνα. οίκτεί- ρειν and οίκτίζεσθαί τίνα. MERCILESS, άνελεβμων, 2. ανήλεης, ασυμπαθήζ, ες. άνοι- κτίρμων, 2. ώαός, 3. MERCURIAL. If Of quick- silver] υδραργυρικός, 3. η\ Of temperament] See Quick, Live- ly. MERCURY. See Quicksil- ver. *\[ The herb mercury] λινό- ζωστι? or λινοζώστις, ιδος, η (Aristot.). Annual m., θηλύγυ- (393) νον φύλλον, τό (Mercurialis an- nua), and prps simply φΰλλον, τό (Theophr.). MERCY, 'έλεος, 6. ελεημο- σύνη, η. οίκτος, ό. οίκτιρμός, 6. See Pity and Pardon. To show m. to aby, to have m. with aby, ελεεϊν, κατελεεϊν τίνα. SeeCoM- PASSION. MERE, μόνος, 3 (only), καθ- αρός, 3 (pure), άλλο ουδέν (no- thing but), αυτός, η, ό (by itself). Out of m. (rr sheer or downright) insolence, άτεχνώς υβρει τινί : I am a m. (= an entire) stranger, άτεχνώς ξένως έχω. MERELY, μόνον. I have m. heard, but not seen, ηκουσα μό- νον, αλλ' οΰχ εώρακα. Or Crcl., e. g. to ask m. for money, χρή- ματα αίτεϊσθαι, άλλο δε (έτερον δε) μηδέν : let him m. try it., πειράσθω δή• MERETRICIOUS, πορνικός, 3. άρεσκευτικός, 3 (less strong). MERGANSER, prps α'ίθυια, η. κολυμβίς, ίδος, -η. MERGE. See to Dip, Sink. MERIDIAN. H Noon-day] VlD. TI Meridian circle] μεσημ- βρινός κύκλος, ό. To be on the m., μεσουρανεΐν : that is on the m., μεσουράνιος, 2 : the arrival on the m., μεσουράνησις, η. μεσουράνημα, τό : to take the m. line, λαμβάνειν την μεσουρα- νήσω. ΤΙ Fig. : height, summit] VlD. το άκρον, άκμ-η, η, and Crcl. with πλείστος, μέγιστος, έσχατος, 3. See ΝθΟΝ. MERIDIONAL, μεσηαβρι- νός. 3. Μ. line, see Meridian. MERIT, s. See Desert. Of m. (— deserving), see Merito- rious. To m. a m. of athg, ψι- λοτιμεϊσθαι επί τινι (orc.infin.). επαίρεσθαί τινι. σεμνύνεσθαι επί τινι : to make a m. of ne- cessity, άνάγκ-η πείθεσθαι : the m.'s of a cause, τά τίνος, οϊα 'έχει : according to the — , εκ τών παρεστώτων, οϊα έχει, ως έχει την φύσιν. MERIT, v. See to Deserve. MERITED (due, deserved), άξιος, δίκαιος, 3. οίκεϊος, 3. προσήκων, ούσα, ον. MERITORIOUS. See ^ De- serving, πολλού, πλείστου άξιος, 3. χρηστός, 3. A m. statesman, άνηρ αγαθά ττολλά πεποιηκώς την πάλιν. MERLE, κόψιχος, κόσσυφος or κόττνφος, ό. MERRY, ιλαρός, 3. εύθυμος, 2. εύφραινόμενυς, 3. φαιδρός, 3. ευφρων, 2 (poet.). To be or make»m., εύφρα'ινεσθαι (pass.), εύθυμίαν έχειν or άγειν. εύπα- θεΐν. εν εύπαθίαις είναι (Hdt.). They were or made very rn., ευ- θυμία ην πολλή- MERRY-ANDREW, γελω- T07roios, ό. βωμολόχος, ό. See Jester. MERRY-MAKER. Partcp. of verb ' to make Merry.' MERRY-MAKING, ευφρο- σύνη, τέρφις, ηδονή, V• MESENTERY, μεσεντέριον and μεσεντερον, το. MESH, βρόχος, 6. The m.'s of a net, άφϊδες λίνου, αί (Horn.). See Net. MESS, s. *\ A ration or por- tion of food] μερίς, ίδος, ή (e. g. προς μερίδας δειπνεΐν). To give aby his m., νέμειν τινι τον σϊ- τον. See Portion. if Number of persons who eat together] To be formed by the pi. ofσύvδειπvoς, σύσσιτος, ομοτράπεζος, συγκλί- της, ου, ό. σνσκήνιον, τό (Χ.). To belong to aby's m., συνδει- πνεϊν τινι. συσσιτον είναι τινι. if Medley, confusion] Vid. MESS (with aby), v. συνδει- πνεϊν, συσ-, δμο-σιτεΐν, συσ- σκηνεϊν. συσσιτον εΊναί, τινι. MESSAGE, αγγελία, η. άγ- γελμα, τό. A m. fm aby, τά παρά τίνος : to deliver a m., άγ- γέλλειν, άγγελίαν φέρειν : Ι receive a m., αγγελία έρχεται μοι : a happy or joyful m., εύαγ- γέλιον, τό. See Tidings. MESSENGER, άγγελος, 6. πρεσβευτής, ό. πρέσβεις (pi), αγγελιαφόρος, ό. πεμφθείς, εν- τός, ο (παρά τινυς). MESSMATE, σύνδειπνος, 6 σύσ-σιτος, -σκηνος, ο. ομοτρά- πεζος, ό. συγκλίτης, ου, 6. Το be aby's m., see ς to Mess with.' MESS-ROOM, συσσίτιοι/,τό. METAL, S. μέταλλον, τό. μεταλλευτόν, τό. A worker in m., μεταλλουργό'?, ό. χαλκεύς, 6 : containing m., μεταλλίτΐ)?, ου, ό, or μεταλλΐτις, ιδος, η. METAL, adj. μεταλλικός, 3. A m. bell, χαλκούς κώδων, ό. METALLIC. See Metal, s. and adj. METAMORPHOSE, μετα- μορφοΰν. To m. into a bull, a bird, &c, άποταυροΰν, άπορνι- θοΰν, κτλ. See to TRANSFORM. He was so m.-d, τοσαύτης επ- ειράθη μεταβολής. METAMORPHOSIS, μετα- μόρφωσις, h. METAPHOR, μεταφορά, v. αλληγορία, η. Fond of m., δει- νός κατά την φράσιν και μετα- φορικός (Diog. L.). METAPHORICAL, μεταφο- ρικός, 3. αλληγορικός, 3. METAPHYSICAL, μετέω- ρο?, 2, also δαιμόνιος, 3. Mod. Gr. μεταφυσικός, 3. Μ. inves- tigation, σκέφις περί της τών πάντων φύσεως, περί των δαι- μονίων. METAPHYSICS, τ, περί της τών πάντων φύσεως επιστήμη. To study m., φροντίζειν περί της τών πάντων φύσεως, σκο- πεϊν τά δαιμόνια. METE. See Measure. METEMPSYCHOSIS, μετ- εμψύχωσις, ή. METEOR, φώς or πυρ μετ- έωρον, οΰράνιον, τό. τά μετέω- MET MIG MIL pa {pi-), άκοντιάς, οΰ (usu. in pi., Plin.). 1Ϊ Fig.] φάντασμα, φάσμα, τό (fleeting appearance). METEORIC. Crcl.ivithSubst. A m. stone, λίθος εξ ουρανού (aerolite). METEOROLOGY, μετεωρο- λογία, ή (PL). Skilful in m., μιτεωρολογιι^ός, 3 (PL). METHOD, μέθοδος, ή. οδός, 77. T()07ros, ό. εγχείρησα, ή (mode of treatment). M. of in- struction, διδασκαλίας τρόπος. METHODICAL, μεθοδικός, 3. METHODICALLY,^ and καθ' δδόν (PL). METONYMICAL, μετωνυ- μικός, 3. METONYMY, μετωνυμία,ή. METRE, μέτρου, το, or με- τροποιία, ή. The laws of m, τα 7τερι τα μέτρα, μετρική, η: one that understands them, ό των μέ- τρων επιστήμων. METRICAL, μετρικός, 3. METROPOLIS. See Capi- tal, s. METTLE. See Spirit, αι- χμή, h (poet.; e. g αιχμή νέων, •γυναικός, γυναικεία, JEsch.). METTLESOME. See Spi- rited. MEW, s. όρνιθοτροφεϊον των ιεοάκων. ^| Mews (plur.)] See Stable. MEW, v. See to Cage, to Confine. % As a eat] κραζειν, κρίζειν, τρίζειν, μύζειν (ώσπερ αϊ αίλουροι), or prps onomatop. μιαύζειν (cf. βαύζειν, to bark). MICROSCOPE, 'ύαλος, δι' ης τα πράγματα μείζονα φαίνεται (Pint, περί άοργησ., ρ. 816). (pjT In mod. Gr. μικροσκόπιον, τό. MID-DAY, μέση ημέρα, η. See Noon. MIDDLE, adj. μέσος, 3. ό, ■ή, τό μεταξύ or εν (τω) μέσω. μέτριος, 3. See Intermediate, Mean. The m. finger, δάκτυ- λος 6 μέσος (or μέγας) : a m. tint, μέση χροία : the m. order of society, δήμος, b : in point of property he belongs to the m. class, μέσος εστί τά χρήματα : a man of the m. class, άνήρ εκ δήμου or δημότης : a citizen — , μέσος πολίτης, 6 (Thuc.) : a m. road, way, or course, μέση οδός, η, also τό μέτυιον (fig.) : to hold to the m. condition, επί τον μέ- σου καταστήαατος ε!ι/«ι (Luc.) : m. stature, επιεικές του σώμα- τος μέγεθος, τό : a man of m. size, μέτριος τό μέγεθος : a m. condition, μεσάτης, μετριότης, ητος, ή ; m. age, ή καθεστώσα ηλικία : m. wall, ό μεταξύ or κοινός τοίχος. MIDDLE, s. μέσον, τό. μέσα, τά. μεσάτης, ητος, ή (the to. point). In the m., εν μέσω, κατά, άνά κιέσον : to be situated in the m. of two things, εν μέσω (μεσ- σηγύς, Horn.) τινός και τίνος (394) ων : to be, lie, stand, be placed, &c. in the m., δια μέσου είναι, μέσον είναι, also μεσούν, μεσά- Χ,ειν, μεσεύειν : to place or put in the m., μέσον or εις μέσον καθιστάναι. δια μέσου ποιεϊ- σθαι. See Midst. In the m. of the month, the year, the summer, μεσοΰντος τοΰ μηνός, ένιαυτοΰ, θέρους. See Half. Μ. (of the body), γάστηρ, η. κοιλία, ή. §p» Freq. where we use the subst. the Greek has the adj. μίσος, placed either before the aHicle, or after the noun, witlwut repetition of art., e.g. the m. of the town, μέση η πόλις or ή πόλις μέση : the m. of the road, μέση η οδός (but h μέση οδός, the m. way) : or by compounds with μέσος, e. g. the m. of the month, μεσο-μηνία, ή, and -μήνιον, τό : in the m. of the night, μεσονύκτιος, 2 : — of the heaven, μεσουράνιος, 2: cleft, broken, in the m., μεσο-σχιδής, -ρραγής, ες. μεσόκλαστος, 2 : hollow, flat, in the m., μεσό-κοι- λος, -πλάτος, 2 : grasping or grasped by the m., μεσολαβής, ές : to seize (athg) in or by the m., μεσοΧαβεϊν, μέσον λιφεϊν τίνα. See iiie Greek Eng. Lex. under μέσο-, MIDDLING, μέτριος, 3. μέ- σος, 3. Of a m. size, μέτριος τό μέγεθος. See Middle, adj., Mean, adj., and Moderate. MIDNIGHT, μέση νύξ, ή. μεσοΰσα νύξ, ή. μέσον της νυ- κτός, τό. μέσαι αι νύκτες, [με- σονύκτιον, τά, only late ; Lobeck. Phryn., 53.] Happening at m., μεσονύκτιος, 2 : he arrived at m., μεσονύκτιος άφίκετο. MIDRIFF. See Diaphragm. MIDST, έν μέσω (amidst). In the m. of the enemy, εν μέσο) των πολεμίων or έν μέσοις τοΤς πολεμίοις : through the m. of the camp, δια μέσου τοΰ στρατοπέ- δου, άνά τό στρατόπεδον. MIDSUMMER, e. g. μεσοΰν- τος τοΰ θεροΰς (at TO.). MIDWIFE, μαϊα, μαιεύτρια, ή. To be a m., to act as m., μαι- εύεσθαι. MIDWIFERY. E.g. to prac- tise m., μαιεύεσθαι. MIEN. &e Look. ^ Fig.: manner] Vid. MIGHT. Preterite of May, Vid. MIGHT, s. See Force and Power. With all one's m., κατά κράτος, άνά κράτος, κατά τό δυνατόν, εκ των δυνατών, εκτε- ταμένως. όσον δύναται τις μά- λιστα. The lion runs with all his m., 6 λέων τρέχει κατατεί- νας (Aristot.). MIGHTILY. FmAdj. κρα- τερώς, Qc. σφόδρα (^ very much). MIGHTY, κρατερό?, Ίσχυ- ρός, μέγα, πολύ δυνάμενος, δυ- νατώτατος, 3. See POWERFUL, Strong. MIGRATE, μεταχωρεΓί/. To m. into or towards other settle- ments, μετοικιζεσθαί. μετανα- στήναι. See to Emigrate. MIGRATION, μετοίκησα, v. μετοικισμός, 6. μετανάστασις, τ). Μ. of animals, όδοιπορία, ή. See Emigration. MIGRATORY. E.g. m. bird, οδοιπόρος όρνις, ο. MILCH -COW, γαλακτοΰ- χος βοΰς, ή. MILD, πίπων, 2. μαλακός, 3. πράος or πραύς, εΐα, όν. μέ- τριος, 2. προσηνής, επιεικής, ές. ήμερος, 2. See SOFT, GEN- TLE, Kind. MILDEW, ερυσίβη, ν (robi- go), also σφάκελος, ό (g. t. smut, blight). To suffer fm m., ερυσι- βάν. ερυσιβοΰσθαι (pass.), σφα- κελίζειν (g. t.). κνιποΰσθαι (of fruits. Hesych.). MILDEWED, έρυσιβώδης,ες. MILDNESS, μαλακία, η. τό μαλακόν. πραότης, ήμερότης, jjtos, η. επιείκεια, συγγνώμη, ή (towards those tvho fail). Μ. of climate or weather, ευκρασία, h. MILE, μίλιον, τό (Lot. Gr. millepassus). πόδες ('Ρωμαϊκοί) πεντακισχίλιοι (5000 Roman feet = nearly 4800. Olympic feet). στάδια or στάδιοι οκτώ (of 600 Olympic feet = 606 English feet each). English statute m., πόδες 'P. ,ευν (5450, πόδες 'Ολυμπια- κοί εσκ (5220). English geogra- phical m., πόδες 'P. ,ττ' (6300), or πόδες Όλ. ρ- γός, 2 : of the colour of m., γα- λακτόχρους, 2. γαλακτόχρως, ωτος, δ, tj: full of m., εΰγλα- γής, 2 : the froth of m., άφρό- γαλα, λακτος, τό : one that drinks m., γαλακτοπότης, ου, 6. MILK, v. άμέλγειν. βδάλ- λειν. The act of m.-ing, αμελ- ξις, βδάλσις, ή. MILK-PAIL, άμολγείις, έως, ό. πέλλα, ή. γαυλός, b (Horn.). MILK-WHITE, γαλακτώ- δης, ες. γαλακτό-χρους, 2, or -χρως, ωτος, δ, ή. To be m., γαλακτί'ζειν. MILKING, άμελξις or βδάλ- σις, ή. The time for m., άμολ- γός, δ. MILKY, γαλακτικός, 3. γα- λακτώδης, 2. The m. way (fig.), γαλαξίας (κύκλος), δ. MILL. *Ι Tlte machine] μύλη. (395) 77. Belonging to a m., μυλικός, 3. T| The place or house itself] μυλών, άλετών, ώνος, δ. MILL-STONE, μυλίας (λί- θος), ου, δ (esply the loiver one, wch is also called ή μύλη and δ μύλος). The upper m., όνος (άλε'τΐ|$), ό : making m.'s, μυλ- ουργός, 2. MILL-STREAM, 'ύδωρ τό κινούν την μύλην. MILLER, μύλωθρος (master- ing), μυλεργάτης, ου, δ. άλέτης, ου, δ. The m.'s maid, μυλωθρίς, ίδος, η. άλετρίς, ίδος, η : a m.'s song or ditty, επιμύλιος ωδή, ή. επιμύλιον άσμα, τό. MILLET, κέγχρος, ό, η. με- λίνη, η (panicum miliaceum). Italian m., 'έλυμος, ό : made or prepared of m., κέγχρινος, 3: like m., κεγχροειδής, 2. κεγχρί- tjjs, ό. κεγχρΊτις, ή : m. pot- tage, κεγχρίνη, also κερχίνη, η : like a grain of m., κεγχρίας, ου, δ : of the size of — , κεγχρι- αϊος, 3 : things of the size of — , κεγχρώματα, τά : a place where m. is granulated, κεγχρεών, ώνος, δ. MILLION, εκατοντακισ μύ- ριοι, 3. εκατόν μυριάδες, αι. MILT (of fishes), σπέρμα, τό. θορός, δ. MILTER, ιχθύς δ άρρην. ΜΙΜΕ. See Farce. MIMIC, adj. μιμικός, 3. MIMIC, s. μΊμος, μιμικός, δ. μιμητής, οΰ, δ. MIMIC, ν. μιμεϊσθαι, άπο- μιμεϊσθαι. See to MOCK. MIMICRY, μίμησις, η. μί- μημα, τό (as thing). MINCE, v. H To cut s?nall] μιστύλλειν (Horn.), χορδεύειν (make sausages), καταχορδεύειν (Hdt.). See following — MINCEMEAT, (Ul/TTWTO'S, ό (a savoury mash), περίκομμα, τό. περικομμάτιον, τό. To make m. (esply fig., to make m. of — ), μυττωτεύειν τινά (ofaby. Ar.). χορδεύειν τά πράγματα (of state affairs. Ar.). MINCE (to walk affectedly), v. σαυλοΰσθαι. σαΰλα ποσϊ βαί- νειν (h. Horn.). MINCING (in gait), σαΰλος, 3. See Affected. MIND, s. ψυχή, η. νους, νου, δ, and διάνοια, ή. φρένες, ων, ai (chiefly poet.), γνώμη, ή. θυ- μός, δ. Perception of the m., νόησις, η : Avithout in., άφυής, ές, and άβέλτερος, 2 (without natural capacity) : to be in a (cer- tain) state of m., διακεΐσθαι την ψυχήν : to direct one's m. to- wards athg, to have one's m. fixed upon athg, προσέχειν τον νουν τινι. έφιστάναι την γνώμην κατά τι : athg comes into my m., επέρχεται μοι. είσέ ρχεταί,ε'ίσ-, έπ-εισί, μοι (με), παρίσταται μοι (all c. ivfin.). See Occur. To be in one's right m., φρόνι- μον είναι. φρονείν. σωφρονεϊν. ύγιαίνειν: if you are in your right m., ει σωφρονεΐτε, rjv σω- φρονητε : not to be in one's right m., παραφρονεϊν : to be out of one's m., μαίνεσθαι : to be quite out of one's m., παρακινητικώς έχειν : to go out of one's m., παρακινεϊσθαι or διαφθείρεπθαι (pass.) tj/v γνώμην. έζίστασθαι του φρονεϊν : distraction of m., άψις φρενών, ή (Hipp.) : presence οΐνα.,τό φρόνιμον. φρόνημα, τό. παράστημα της ψυχής, τό, and παράστασις της ψυχής, ή (la- ter) : absence of m., έκσταση τών λογισμών, ν : greatness of m., μεγαλοφροσύνη, ή, or μεγαλο- ψυχία, ή. See Magnanimity. Power or strength of m., ψυχής ρώμη or δεινότης, ή. τό έρρωμέ- νον τής ψυχής : weakness of m., ασθένεια ή περί την ψυχήν. τό τής ψυχής άνόητον : strong in m., έρρωμένος τή ψυχή : weak in m., ασθενής την ψυχήν or τή ψυχή ανόητος, 2 (pi. ταΊς ψυ- χαϊς ανόητοι) : the powers of the m., at τής ψυχής δυνάμεις, τά φύσει υπάρχοντα. TJ As me- mory] VlD. To bear inm., μνη- μονεύειν τι. ουκ αμνήμονα είναί τίνος : to call to aby's m., put aby in m., άναμιμνήσκειν τινά τίνος'. — to one's own m., άνα- μιμνήσκεσθαι. See REMEMBER, Remind. Time out of m., k τοϋ επί πλείστον. Tj With ref. to the will] τό βουλόμενον. γνώ- μη, ή. τό βουλόμενον τής γνώ- μης. To tell one's m., άποφαί- νειν or άποφαίνεσθαι την γνώ- μην : to have a m., βούλεσθαι, έθέλειν (c. infin.) : I have a great m. , σχεδόν τι βουλοί μην ΐ'ιν : such is my m., ούτω διάκειμαι την γνώμην : to make up one's m., γιγνώσκειν, διαγιγνώσκειν. δια- νοεΊσθαι (aor. pass.), τυλμάν (seq. infin.) : not to be able to make up one's m., εις άπορίαν καταστήναι. εν απορία είναι : to change one's m., μεταγιγνώ- σκειν τι. μεταβυυλεύειν (and mid.), μετανοεϊν (upon reflection, hence ''to repent'), μεταδοκεΐ μοι τι. Also άπογι-)/νώσκε ιν τι (dis- miss athg fin one^s m. as useless, give up the thought of) : to change one's m. and do athg, μεταγι- γνώσκειν ποιείυ τι : — and not — , μεταγιγνώσκειν μη ποιεϊν τι : — and think athg is not, μετανοεΐν μη ουκ rj τι (PI.) : — and not march, μεταβουλεύ- εσθαι μη στρατεύεσθαι : as I have changed my m., and re- solved not to march, μεταό'εο'ογ- μένον (μεταδόξαν) μοι μη στρα- τεύεσθαι. A chance of m., μετά- γνωσις, μεταγνώμη, ή. μετά- νοια, ή (esply as repentance), μετα- | βονλία, ή. Changing one's m., μετάβυυλυς, 2. MIND, v. See Attend to, Care, Heed, Regard. M. your own business, σύ μεν τά σαυτοϋ πράσσε : to m. (= regard) aby, MIN MIN MIS εντρέπεσθα'ι τίνος. Never m. ! αμελεί. Μ. (== take care of) yourself, εύλαβυΰ. Μ. you do not, or, lest — , σκόττει μη. Μ. (= bear in m.), μέμνησο. See to Remember, Recollect. TT Remind] Vid. U Pass. : to be minded = to Λα?;β α ηζέηώ (to do athg)] βυύλεσθαι, εθέλειν. MINDFUL. ^ Attentive] Υιό. ^[ Beating in mind] μνήμων, 2. μνημονεύων, 3. To be m., μνη- μονεύειν, ουκ άμνημονεϊν τίνος. μεμνήσΟαί τίνος, or with par tcp. if followed by a dependent clause, e.g. μέμνησο άνθρωπος uiv. MINE. See My. MINE,s. «R Of minerals] μέ- ταλλον, τό (e. g. άλό?, salt m. ; χρύσεα και άργύρεα μέταλλα, gold and silver ?«.'«. Hdt.). Also μεταλλουργεϊον, μεταλλεϊον, τό. A gold, silver, &c. m., see under the several metals, Gold, <§•'j. Inge- nious m., κακομηχανία, ή. MISCHIEVOUS, βλαβερός, 3. επιβλαβής, 2. ζημιώδης, 2. κακός, 3. See Hurtful, Harm- ful, κακούργος, κακο-ποιός, -πράγμων, -μη χάνος, κακό-ρρα- φος, -τρόπος, σινάμωρος, all 2. υβριστικός, 3. See W ANTON. Μ. tricks, υεαυιεύματα, τά. The (397) m. rogues, τά δΰσσοα (of (joats. Theocr.) MISCHIEVOUSNESS. See HURTFULNESS. κακο-τροπία, -μηχανία, -ρραφία, -ποιΐα, η. σιναμωρία, η (coupled with ύβρις by Aristot.). MISCONCEIVE, MISCON- CEPTION. See to Misappre- hend, Misapprehension. MISCONDUCT, g. τρόποι κακοί, οι. πταίσμα, τό. κακου- χία, κακοτροπία, ή (str. tt.). See Misbehaviour. MISCONDUCT (oneself), v. See Misbehave. — in athg, πλημμελεΊυ τι : — against aby, παραχρησθαι εις τίνα (Hdt.). MISCONSTRUCTION. Crcl. with verbs to Misconstrue. See Misunderstanding. MISCONSTRUE, ΰπολαμ- βάνειν επί τό χεϊρον οΰκ ορθώς, ούκ εις καλόν δέχεσθαι or εζ- ηγεϊσθαι.παρεκδέχεσθαι.σφάλ- λεσθαι (pass.) της περί τίνος κρίσεως. MISCREANT. 1 Prop. : mis- believer] Vid., and Infidel. Tj Vile wretch] πονηρότατος, κά- κιστος, δ. όλεθρος, δ. βαρά- θρου, τό. See Wretch. MISDEED, κακούργημα, αδί- κημα, άνόμημα, παρανόμημα, έργον κακόν, — άσεβες και ανό- σιου, τό. MISDEMEANOUR, ττλ^μ- μέλημα, τό. παρανόμημα, τό. See Offence, Misconduct. MISEMPLOY, κακώς τίθε- σθαι or διατ'ιθεσθαί τι. οΰκ ορ- θώς χρησθαί τινι. MISER, φιλάργυρος, δ. κίμ- βιζ, ικος (niggard). MISERABLE. H Pitial>le, ivretclied] ελεεινός, οικτρός, άθ- λιος, 3. ταλαίπωρος, 2 and σχετλιος, 3. τλήμων, 2. See Sad, Wretched. TJ Bad, worth- less] φαύλος, κακός, 3. οΰδενός άξιος, 3. Str. tt. see Deplora- ble. MISERY, κακά, τά. δεινά, τά. ταλαιπωρία, άθλιότης, ητοί, δυσ-, ά-τυχία, δνσδαιμο- νία, κακο-δαιμονία, -πάθεια, η. See Sorrow, Wretchedness, Woe. To spend or pass one's life in m., κακοπαθοΰντα διαζήυ τον βίον : to be in a state of ex- treme m., εσχάτως διακεΐσθαι. τά 'έσχατα πάσχειν. MISFORTUNE, άτυχία,δυσ- τυχία, κακή τύχη, δυσπραζία, ή (as state), ατύχημα, δυστύ- χημα, τό. σφάλμα, πταίσμα, τό (a m., piece of m.). Am. has happened to me, περιπέπτωκα συμφορά, συμφορά κατείληφέ με, καθηρηκέ με : it was a great m. that you did not find him, τό δε δεινότατου, όχι οΰδαμοΰ ηύρες αΰτόυ : he had the m. to — , συν- έβη αΰτώ (c. i?ifin.). MISGIVE, in the phrase my mind m.'s me, όττίύομαι. See Forebode, and Fear, Doubt. MISGIVING, όττεία, I See Foreboding. MISGOVERN. See to Go- vern and adw. Badly. Amiss. MISGOVERNMENT. Crcl. with Verbs. MISGUIDE. See Mislead. MISHAP, άτύχημα,τό. πταί- σμα, τό. σφάλμα, τό. MISINFORM. Ε. g. f to be m.-d, οΰκ ορθώς μεμαθηκέυαι. MISINTERPRET, ουκ ορθώς εζηγεϊσθαι. παρεκδέχεσθαι. See Misconstrue. MISINTERPRETATION. See Misconstruction. MISJUDGE, οΰκ ορθώς κρί- υειν. π αρα-κρίν ε ιν, -γιγνώσκειν. σφάλλεσθαι (pass.) της περί τίνος κρίσεως. MISLAY, εν άφανεϊ τιθέυαι τι. I have m.-d athg, αγνοώ, όπου κατέθηκά τι. καταθεις επ- ελαθόμην, όπου κείται τι. εν άφανεϊ κατέθιικά τι. MISLEAD, παράγειυ (g.t.). πλανάν (to lead out of the right path), παρακρούειυ (in athg, περί τίνος). Also παρα-τρέπειν, -φέ- ρειν. διαβάλλειν. See SEDUCE. MISMANAGE. See Manage and κακώς, οΰκ ορθώς (adw.). Athg has been m.-d, ίζημάρτη- ταί τι (Χ.). MISMANAGEMENT. By the verb, e. g. τά οΰκ ορθώς διοι- κηθέντα. τά έζημαρτημένα. MISPLACE, οΰκ ορθώς άπο- νε μειν. αλλοτριονομείν(ΡΙ.,ορρ. to 'έκαστα άπονέμειν έκάστοις). M.-d, άκαιρος, 2. See MlSLAY. MISRECKON. See Miscal- culate. MISREPRESENT, δια-βάλ- λειν, -στρέφειν. Liable to be m.-d, εΰδιάβυλος, 2. εΰδιαβόλως έχων. MISREPRESENTATION, διαβολή, ν, and Crcl. by the Verb. MISRULE, f Bad govern- ment] Eocpress by Government and adjj. under Bad. δυσ- and κακο-νομία, η (opp. to ευνομία). MISS, s. See Loss. Want. MISS, v. Tf Not to hit] άμαρ- τάνειν, δι-, παρ-, αφ-αμαρτά- νειυ, τινός. To m. (in shooting), βαλόντα, τοζεύσαντα, άκοντί- σαντα άμαρτάνειν : to m. one's aim, άμαρτάνειν, άφαμαρτάνειν του σκοποϋ. άστοχεϊν. παρα- στοχά"ζεσθαι. άποτυγχάνειν: to m. one's object, άποπλανάσθαι (pass.) της υποθέσεως, πόρρω γίγνεσθαι της υποθέσεως or του πράγματος, σφάλλεσθαι (pass.) της γνώμης. "[} To fed the loss of (something absent)] έπιζητεΊν, ποθεΐν, τι. ' α ήκέ tis. MISSIVE, επιστολή, ή. To send aby a m., επιστέλλειν τινί. MISSPEND. See to Dissi- pate. MIST, ομίχλη, fj. νεφέλη, η. MISTAKE, v. f (Trans.) To misunderstand, not to take aihg in the right sense] ουκ ορθώς γιγνώ- σκειν. παρεκδέχεσθαι. παρα- κούειν. άγνοεϊν. σφάλλεσβαι (pass.) της περί τίνος κρίσεως. Το ηι. athg, σφάλλεσθαί and φεύδεσθαί (pass.) τίνος. *\\ Το be mistaken] άμαρτάνειν, εζ- αμαρτάνειν. σφάλλεσθαί and ■φεύδεσθαί (pass ; in athg, τίνος). Also άγνυεϊν. φεύδεσθαί, σφάλ- λεσθαί, πλανάσθαι (pass. ; to make a m.). To be m.-n in one's opinion, &c, άμαρτάνειν της 'γνώμης, ουκ ορθώς γιγνώσκειν or διανοεϊσθαι (pass.), παραγι- γνώσκειν: to be m.-n in aby, διαφεύδεσθαί τιυος : a m.-n opi- nion or notion, ψευδοδοζία, ή : to have or entertain a m.-n opi- nion or notion, φευδοδοζεϊν : to judge in a m.-n manner, παρα- κρίνειυ. παραγιγνώσκειν : they will find themselves very much m. -η,ττλεϊστον εφ ευσμίνοι έσον- ται. MISTAKE, S. ήμαρτημένον, τό. πταϊσ μα, πλημμέλημα, τό. πλημμέλεια, η. παράκρονσις, η. άγυοούμενον, τό. M.'s are re- moved, άγνωμοσύναι -παύονται. There can be no m. about it, φαίνεται γε τοΰτο. To do athg by m., άγνοοϋντα, έπιλαθόμε- νόν τι ποιεϊν. < MISTLETOE, ίξός, 6. Ίζία, η. υφεαρ, ατός, τό (esply on pine trees. Theophr.). MISTRESS, δέσποινα, η. MISTRUST, s. απιστία, η. MISTRUST, v. άπιστεΐν. MISTRUSTFUL, άπιστος, δύσπιστος, 2. ύποπτος, 2. To be m. of aby, άπίστως έχειν or διακεϊσθαι προς τίνα. υπόπτως ίχιιν τινί. υποψία χρήσθαι προς τίνα. ΰποπτεύειν τινά. MISTY, ομιχλώδης, 2. MISUNDERSTAND, παρ- ακούειν, άγνοεϊν. ουκ ορθώς γι- γνώσκειν. παρεκδέχεσθαι. MISUNDERSTANDING, παρακοή, η. άγνοια, η. παρα- συνεσις, η. άγνωμοσύνη, η. MISUSE. See Abuse. ΜΙΤΕ. «ft A small insect] άκαρι, ιυς, τό. If A small coin] κεραάτιον, τό. MITIGATE, πεπαίνειυ (e.g. anger), ήμεροϋν. πραύνειν,κατα- πραύυειν (passions), παρηγορεϊν and παραμυθεϊσθαι (soothe), έπι- κουφί'ζειν (alleviate). (398) MITIGATION, πράϋνσις, ?;. ήμέρωσις, η. παραμυθία, παρ- ηγοριά, η. MIX, μιγνύναι (of separable compounds, brought together by mechanical combination), κεραν- νύναι (of inseparable compounds, forming a ivhole by chemical union, as e.g. wine and water), προσ-, συμ-μιγνύναι τινί. διαμιγνύναι (chiefly of dry substances) . φύρειν τι τιι/ι and φυράν (propr., to knead, chiefly of tough masses; also metaph.). Also συμφύρειν, as lifoioise κυκάν, εγκυκάν, συγ- κυκάν. άναμιγνύναι,καταμιγνύ- ναι, εγκαταμιγνύναι τ'ι τινι (to m. into or up with athg). άνα-, συγ-κεραννύναι τί τινι or προς τι. If Fig.] To m. oneself up with athg, μεταλαμβάνίσθαί τί- νος, άπτεσθαί τίνος, συλλαμ- βάνεσθαί τίνος, συνεπιλαμβά- νεσθαί τίνος: — in the affairs of others, πολυπραγμονεϊν περί τί- νος. MIXED, σύμμικτος, 2. φυρ- τός, 3, and πεφυρμένος, 3. ποι- κίλος^ 3. MIXTURE, μϊξις, η. μίγμα, τό. κράσις, ή. κράμα, σύγκρα- μα, τό. ^* For the difference between μϊζις and κράσις see un- der the Verb, φάρμακον, τό (as medicine), άνάμιξις, σύμμιζις, ή. σύγκρασις, η. See to Mix. Also φυρμός, 6. MIZEN-MAST. See under Mast. MIZZLING. Ε g. a m. rain, φεκάς or φακάς, άδος, η. MOAN, V. μινυρίζειν. ο'ιμώ- "ζειν. όδύρεσθαι. στενάζειν. αί- άζειν. See to Lament. MOAN, MOANING, s. κνυ- "ζηθμός, 6. κνύζημα, τό. κλαυθ- μυρισμός, 6. στεναγμός, 6. Also υ'ιμωγη, η. όδυρμός, 6. όλο- φνρμός, 6. MOAT. See Ditch. ΜΟΒ. "|f An assemblage of people] όχλος, 6. πλήθος, τό. οϊ πολλοί, δήμος, 6. συρφετός, 6. όχλαγώγιον, τό (riotous as- sembly). Suited to the m., όχλ- ικός, 3. Μ. -leader, όχλαγωγός, and -εύς, -έως, 6 : m.-courtier, one courting the m., όχλοκόπος, ό : to be one, όχλοκοπεϊν : a courting the m., όχλοκοπία, η : art of cajoling a m., όχλοκοπική, η : flattering the m., όχλοαρέ- σκης, ου, 6: to be mad after m. popularity, όχλομανεΐν. m.-rule, όχλοκρατία, η : to be under m.- rule, όχλοκρατεϊσθαι. MOBILITY, ευκινησία, η. MOCK, v. «If To deride] παί- ζειν προς τίνα. προσπαϊζειν τινί. κερτομεϊν τίνα. γελάν, έγγελάν. See ' LAUGH at,' DE- RIDE. "J To mimic] Vid. MOCK, adj. See Fictitious, Counterfeit. MOCK- FIGHT, σκιαμαχία, η. έπίδειξις, η. To carry on a m., σκιαμαχεϊν. MOCKER, γελαστής, εγγε- λαστής, χλευαστής, οΰ, 6. MOCKERY, σκώφις, η (as act), χλευασία,ή. διασυρμός, ό. κατάγελως, ωτος, 6 (as act and thing), σκώμμα,άπόσκωμμα,τό. χλεύασμα, τό. MODE. See Manner and Fashion. MODEL, s. πρωτότυπον, πρότυπου, τό. πρόπλασμα, τό (rough draught), παράδειγμα, τό. κάναβος, ου, 6 (skeleton- or lay -figure, and also = rough draught), and κανάβευμα, τό. Fit for a m., κανάβινος, 3 : to form upon a m., έκτυποΰν. See the Verb. MODEL, υ. πλάττειν. τυ- ποΰν, προτυποΰν. The art of m.-ing, πλαστική, η. MODELLER, πλάστης, ov, ο. A m. in wax, κηροπλάστης, ου, ό (PL). MODERATE, adj. μέτριος, 3. έπιεικης,Ί. ου πολύς. Μ. in desires or enjoyment, σώφρων, 2. εγκρατής, 2 : to be m., με- τριάζειν. σωφρονεϊν. εγκρατεύ- εσθαι : to be m. in athg, εγκρα- τή είναί τίνος, μετρίως χρη- σθαί τινι. σωφρονεϊν περί τι. μετρίως έχειν προς τι. μετριο- παθεΐν τινι (late) : to be m. in one's wishes, pretensions, &c, μέτρια φρονεϊν. *fl Middling] VlD. MODERATE, v. μέτρων ποι- εϊν. μετριά'ζειν (trans. = mode- ran. PL), κολά'ζειν. κατέχειν, συστέλλειν. σωφρονί'ζειν. Not to be able to m. oneself, ακρατή είναι εαυτού, άκολάστως εχειν. jjtxo) είναι των επιθυμιών. MODERATELY, μετρίως, σωφρόνως. To act m., υ,ετρι- άΧ^ειν. σωφρονΰν. έγκρατεύ- εσθαι. MODERATION, μετριότης, ητος, εγκράτεια, σωφροσύνη, επιείκεια, η. Μ. in enjoyment, εγκράτεια, η : m. in one's pas- sions, μετριοπάθεια, η : m. in drinking, μετριοποσία, η: to ex- ercise m., άσκεΐν σωφροσύνην. σωφρόνως or μετρίως έχειυ : with m., μετρίως, σωφρόνως : without m., άμέτρως. άγαν : to exercise m., see to be Moderate. MODERATOR (one who mo- derates). Use Crcl. with the Verb. MODERN, καινός, 3. συν- ήθης, ε«. ό, 77, τό έν έθει. ο'ίω οϊ νυν φιλοϋσι χρήοθαι. του νυν τρόπου. MODERNIZE, καινοτομεί» κατά τον νυν τρόπον. MODEST,-aia^a)i/, 2. αίδού- μενος, 3. μέτριος, 3. επιεικής, 2. κόσμιος, 3 and 2. εΰκυσμυς, 2. To be m. in one's wishes, pretensions, &c, μέτρια φρονεϊν: to be m. in one's behaviour, ευ- κοσμεϊν. If Bashful, chaste (of ivomen)] αίδοϊος, 3, and σώφρων, 2. See Chaste, Decent. MODESTY, αιδώς, ους, ή. MOD MON MON το αιδεϊσθαι. σωφροσύνη, η. κοσμιότης, ητος, η. εύκοσμία, η. MODIFICATION, έτεροίω- σις, μεταρρύθμισις, η. Mod. Gr., τροπολογία, ή. See ALTERA- TION. MODIFY, ετεροιοΰν. μεταρ- ρυθμίζειν. Modifying, ετεροιω- τικός. 3. See Alter. MODISH, καινότροπος, 2. καινό?, 3. εις του νϋυ τρόπον πεποιημένος. MODULATE, μελεάζειυ. MOIETY. See Half. MOIST, υγρό?, 3. κάθυγρος, 2. υοτερός, 3. To be m., ύγρόυ είναι, καθυγραίυεσθαι (pass.). MOISTEN, ΰγραίνειν, άυ- νγραίνειν, βρέχειυ, υοτϊζειν. MOISTENING, βροχή, ν. ΰγραυσις, η. MOISTURE, wypoVijv, ητος, η. το ύγρόν, υγρασία, η. υγρα- σμα, το. νοτίς, ίδος, η. το νο- τερόν. MOLAR (teeth), γομφίοι (οδόντες), οι, or μύΧαι, αϊ (Ga- len), and μύλακροι, oi. The hindermost m. tooth, κραυτηρ, ηοος, 6. ' MOLE, «ft The animal] σττά- λαζ, άσπάλαζ, ακος, σκάλοψ, O7T0S, ό. Μ. -cast or m.-hill, χώ- μα το ύπδ σκάλοπος κεχωσμέ- νον. *Π A natural spot on the body] σπΐλος or σπίλος, δ. σπί- λωμα, τό. φακός, δ. Having m.'s on the face, φάκοψις, εως, δ, η. U A dam of stones] See Dam, Dike. MOLEST, επαχθή εϊναί τινι. ϊυοχλείυ τινι. δχλον παρέχειν τινί, λυπεΐν τίνα. πράγματα παρεχειν τινί. To be m.-d by athg, άχθεσθαί τινι or επί τινι, χαλεπώς φέρειυ τι, δυσχεραί- νειυ τι, έυοχλείσθαι or Χυπεΐ- σθαι υπό τίνος. f MOLESTATION, Άχθος, τό. δχλος, δ. έυόχλησις, η. αηδία, ύι• δυσχερές, ους, τό. To cause m., see to Molest. MOLLIFY (to soften), μαΧάτ- τειν, εκ-, κατα-μαλάττειυ. εκ- μαΧθακοΰν. καταβρέχειν (by moisture). See to Appease, As- suage. MOMENT, «ft Propr.: mo- mentum, importance] Vid. ροπή, h- II With ref to time] δ άκα- ρης χρόνος, στιγμή χρόνου, ι). The right or favourable m., και- ρός, δ : having waited a m., δια- Χιπών άκαρη (Aristoph.) : in a m., iv άκαρεΐ χρόνω or χρόνου, or simply εν άκαρεΐ, also άκαρεΐ (Dion Cass.), αυτίκα μάΧα (im- mediately) : at this m., αυτόθι, άκμην, παραχρήμα, κατ αυτόν τούτον του καιρόν (this very m.) : for the m., τό παραυτίκα. τό αυτίκα. ευ τω παραυτίκα. ευ τω παραχρήμα. The m. (that or when), e. g. the m. one is born, αμα γιγνόμενος or γιγνόμευος ευθύς. See IMMEDIATELY. MOMENTARY, ακαριαίος, (399) 3, or δ, η, τό αυτίκα or παραυ- τίκα or παραχρήμα. See IN- STANTANEOUS. MOMENTARILY, παρα- χρήμα, παραυτίκα, αυτίκα, αυ- τίκα μάλη, τάχα. MOMENTOUS. See Impor- tant. MONARCH, μόναρχος and μονάρχης, ου, δ. To be a m., μοναρχεϊυ. MONARCHICAL, μοναρχι- κός, 3. To have a m. constitu- tion, μοναρχείσθαι (pass.). MONARCHY, μουαρχία, η. MONDAY, η δευτέρα της εβδομάδος, η της Σεληνί)ς ημέ- ρα (mod. Gr.). MONEY, χρήματα, ωυ, τά (property in general), αργύρων and χρυσίον, τό (gold or silver, or any description of coin, as circu- lating medium) . νόμισμα, τό (cur- rency). For m., αργυρίου, χρη- μάτωυ : that may be had for m., ώυιος, 2 and 3 : we have no m. to buy with, ου πάρεστιυ or ουκ εστίν 'ότου ώνησόμεθα : to turn into m., έξαργυρίζειν. to reckon athg after the value of m., εις άρ- γύριονλογιζεσθα'ι τι. Μ. makes the man (prov.), χρήματ άυηρ. To makem., χρηματϊζεσθαι(άπό or εκ τίνος) : a making of m., χρηματισμός, δ. η των χρημά- των κτησις : to turn into m., έζ-αργυρίζειν, -αργυροΰν : fond of m., φιλάργυρος, φιλοχρή- ματος, ερασιχρηματος, 2. χρη- μάτων or αργυρίου or χρυσού έπιθυμων, ούσα : to be fond of m., χρημάτων πεινην or επιθυ- μέϊν. φιλοχρηματείν: insatiably fond of m., χρημάτων άπλη- στος, 2. MONEY-CHANGER, κερ- ματιστης, οΰ, τραπεζίτης, ου, δ. άργυραμοιβός, δ (PL). MONEY-CHEST, άργυρο- θηκη, η. MONEY-MAKING, χρημα- τιστικός, 3. χρηματοποιός, 2. MONGER. See Dealer, or the first member of the word, e. g. CHEESE-m., τυροπώλης, ου, δ : iRON-m., σιδηροπώλης, ου, δ. MONGREL, νόθος, 2. MONIED. See under Money. MONITION. See Admoni- tion, Exhortation. MONITOR, παραιυέτης, ου, δ. To be aby's m., ύπομιμνη- σκειν τινά. MONITORY, νουθετητικός, υουθετικός, 3. MONKEY, πίθηκος or π ίθηζ, ηκος, δ. καλλίας, ου, δ (esply the domestic m.). A young m., πι- θηκιδεύς, δ. To play m. tricks, πιθηκίζειυ. Like a m., or of the m.-race,7rith)/cu>o)/s,2. πιθηκειος, 3. MONKEY- LIKE, πιθηκώ- δης, 2. πιθηκειος, 3. In a m. manner, πιθηκισμός, δ. MONOCHORD, τό μονόχορ- δον. To apply it, μονοχορδίζειυ. MONODY, μονωδία, η. MONOGAMY, μονογαμία,η. To observe the rule of m., μο- νογαμεΐν. μίαν αγειυ γυναίκα. MONOGRAM (cypher), τ 6 μο- νογράμματου. MONOGRAPHY, "ίδιου σύγ- γραμμα, τό. ιδία συγγραφή, η. MONOLOGUE, μουολογία, V- MONOPOLIST, μουοπώλης, ου, δ. MONOPOLY, μουοπωλία, η. To enjoy a m., μονοπωλείν : the privilege of m., μονοπωλίου, τό (also the mart wch enjoys a m.). MONOSYLLABIC, MONO- SYLLABLE, μονοσύλλαβος, 2. MONOTONOUS, μονότονος, 2. ύ/υχρός Kid άμετάβολος. MONOTONY, μονοτονία, rj. MONSOON, ετησίαι(άυεμοι), ωυ, oi. MONSTER, τέρας, ατός, τό. πέλωρ, τό, and κυώδαλου, τό (poet.). A sea m., κήτος, τό : a huge m. of a boar, μέγα σι /os χρήμα (Hdt.) : a m. of a tyrant, χρήμα τυοάυνου (PL). MONSTROSITY,Tipa T o- -τοκία, -γον'ια, η (of birth). MONSTROUS, ύπερφυης, 2. τερατώδης, ες. τερατικός, 3. τεράστιος, 2. θαυμάσιος, 3. αλ- λόκοτος, 2. ΰπερφυιις τό μέγε- θος (m. long, great, v. 1ί Fig.] A m. enemy, έχθ ιστός, 6. αδιάλλακτος εχ- θρός, 6 : m. enmity, άσπονδος 'έχθρα, ή. ΤΙ Meton. : human] Vid. MORTALITY. ^Mortal nature] τό θνητόν. θνητή φύσις, ή. ΤΙ Frequency of death] φθο- ρά, ή. The m. was great, φθορά πλείστη έγένετο ανθρώπων. ^| 1 Meton. : death] Vid. 1 Hu- man nature] θνητή φύσις, ή. MORTALLY. Fm the Adj. M. ill, έπιθάνατος, 2. εσχάτως έχων, ούσα, ον : to be m. ill, έπιθανάτως or εσχάτως έχειυ, or εσχάτως διακεϊσθαι : to wound aby m., καιρίαν πληγήν προσ- τρίβειν τιν'ι. MORTAR, 'όλμος, 6. θυεία or θυ'ια, ή. ϊγδη, ή (ϊγδις, εως, MOS old Att.), also Χίγδος, b {poet.). A small m., θυείδιον or θυΐδιον, τό: to bray in a m., Ίγδίζειν (Hippocr.). To bray a fool in a m., imitate by λίθον εψειν (pro- verb). Tf Prepared lime] τέλμα, τό (and the space pointed with m., between the courses of masonry), πηλός, 6. To use asphalt for τη.,τέλματι άσφαλτω χρήσθαι (Hdt.) : to temper m., πηλόν όργάσαι. ^ MORTGAGE,*, υποθήκη, ή. άποτίμημα, τό. To borrow on m., άποτιμάν : to lend on m., άποτιμάσθαι (mid.), and ύποτί- θεσθιιι (mid.) : to borrow on m. of landed property, δανείζισθαι εγγείων τόκων (Dem.) : I hava a m., ύποκείμενόν εστί μοί τι. MORTGAGE, ν. άποτιμάν. See Mortgage, s. ύποτιθέναι. Athg is m.-d to me, υπόκειται μοί τι. To mark a piece of land as m.-d, στί"ζειν χωρίον : not m.-d, άστικτος, 2 : one whose land is so marked, στιγματίας, ου, 6 (all three in comedy). Stone slabs set up on m.-d property to mark the debt, όροι, οι (ivhence opov τιθέναι, έπιστήσαι έπι της οικίας, Dem.). See to Pledge. MORTGAGEE, b ϋποθέμενος or θέμενός tl. MORTGAGER, b θείς. MORTIFICATION. If In the Christian ascetic sense] νέκρω- σις, ή. κόλασις των παθών. "^ Med. t.: of a icound, $c] άπο- νέκρωσις, ή. γάγγραινα, ή. σ>ι- πεδών, όνος, ή. σφάκελος, ο (ivhen all feeling is gone), σφακε- λισμός, b (as act). Suffering fm m., σφακελίας, ου, b. ^| Fig. : vexation, affront] VlD. άχθηδών, όνος, ανία, λύπη, ή. άλγος, τό. MORTIFY. 1 (Trs.)] άπο- νεκρονν. To m. the flesh, κρα- τεϊν των επιθυμιών, κολάζει» τά πάθη. *Π Fig. : to annoy, vex, distress or grieve acutely] λυπεϊν. άνιάν. δάκνειν. I am mortified that, άχθυμαι (seq. partcp.) : to feel m.-d at or by athg, άνιάσθαί (pass.) τινι or επί tivl. άχθεσθαί (pass.) τινι. Mortifying, ανιαρός, 3. λυπη- ρός, 3. πικρός, 3. if (Intrs.) As med. term] γαγγραινοΰσθαι. σφακελίζεσθαι (Hippocr. and Att. ; usu. dep. mid.), σφακελί- Χ,ειν κάί σαπήναι (Hdt.). MORTISE, ενείρειν τι ε'Ίς τι. MORTUARY, έπικήδειος,έν-, έπι-τάφιος, 2. See Funeral, adj. MOSAIC, ψηφο-θέτημα, -λο- γημα, τό, also μουσεϊον, τό (la- te?•). Wrought in m., φηφολο- γητός, 3: to work in m., or make m. work, \1/ηφο-θετεϊν, -λογεϊν: one who works in m., φηφο-θέ- της, -λόγος, b : the working of m., ψηφολογία, ή : worked in m., \]/ηφολογΐ)τός, φηφωτός, 3. MOSS, βρύον, τό. μνίον, τό. λειχήν, ήνος, b (tree m., lichen, Dd MOS Μ OU Μ Ο U esply of the olive. Theophr.). ψώ- ρα, ή {of the fig, Theophr., or of the olive), ΰττνον, τό (also a li- chen). Covered with m., βρυώ- δης, 2. MOSSY, βουώδης, 2. MOST. Tf Adj.\ -πλείστος, 3. The m. [pi.), ol πλείστοι, υι πολλοί (m. men = the genera- lity), ol πλείους (the majority, the greater part of a ivhole), also το πλέον, τα πλείω. The m. part, τό πολύ. τό πλείστον, τό πλήθος : for the m. part, in m. cases, ώς επί τό πολύ, πλειστά- kis. τά πλείστα. See MOSTLY. At m., μάλιστα (e. g. three at m., τρεϊς μάλιστα or μάλιστα τρεϊς). At the m., τά πλείστα: the m. possible, 'όσοι πλείστοι, όσα πλείστα, also ως or ότι π\. TJ Adv.] πλείστα, μάλι- στα, ούχ ήκιστα. Very often expressed by the sitperl. of adjj., e.g. m. wise, σοψώτατος. MOSTLY, τό πολύ or τά πολλά, τό πλέον μέρος, τό πλείστον or τά πλείστα, επί τό πολύ. ώς επί τό πολύ. ώς επί τό πλήθος (Χ.), πλειστά- κις. τά πολλά, ώς τά πολλά, μάλιστα, ες τά μάλιστα. His opinion was m., αύτω ή πλείστη γνώμη ήυ and πλείστος ην τη γνώμτι (both Hdt.) : he is m. en- gaged in — , πλείστος εστίν εν τινι (Lat., plurimus est in hac re). MOTE (in the sunbeam), ξύ- σματα, τά (pi., Aristot.). ατο- μος, ή. επηλις or έπηλίς, ίδος, ν (Soph.). MOTH, σης, gen. σεός, 6 (har- bouring in old clothes), σίλφη, ή (in books), δερμηστής, οΰ, 6 (in fur). Eaten by the m.'s, σ?)το- κοπος and σητόβρωτος, 2. A m. that gets singed in the candle, πνραϋστης, ου, 6 (JEschyl. Trag. δέδοικα μώρον κάρτα πυραύ- στου μόρον, I dread to die tlie death of a poor silly m.). ^J Va- riety'] φάλαινα, ή (fm φαλός, hriyht ; the kind also called ή πε- τομένη ψυχή). See Butter- fly. MOTHER, μήτηρ, μητρός, ι). η τεκοΰσα (of aby, τινά). The real m., ή φύσει μήτηρ, or sim- ply μήτηρ or τεκοΰσα : fm the m., or fm the m.'s part, μητρό- θεν. προς μητρός, από μητρός: to become a m., τίκτειν πάϊδας. ψ§* If used figuratively . the notion in Greek is expressed by πατήρ, if the object referred to is of the rnasc. gender, e.g. reason is the m. of moderation, σωφροσύνης πατήρ εστίν 6 λόγος : like a m., ώσπερ μήτηρ : of or belong- ing to or proceeding fm the m., μητρώος, 3. μητριός, 3. μητρι- κός, 3. 6, η, το της μητρός : a little m., μητράριον, τό (as term of endearment) : the m.'s brother, ό της μητρός αδελφός, μητρί- δελφος, 6. θείος 6 προς μητρός : (402) the m.'s sister, η τής μητρός αδελφή, μητράδελφος, ή : the m.'s womb, κοιλία, η. μήτρα, ή : fm the (his, her, its) m.'s womb (fig), εκ κοιλίας μιιτρός. από πρώτης γενεάς or ευθύς γεννη- θείς, εϊσα : a m.'s affection or love, φιλοστοργία ή της μη- τρός: without am., see Mother- less: the slayer of a m., μητρο- κτόνος. See Matricide. MOTHER COUNTRY, μη- τρόπολις, εως, η. MOTHERLESS, άμήτωρ, ορός, ό, ή. μητρός έρημος, 2. MOTHER-OF-PEARL, όστρακον, τό. βέρβερι, τό (α foreign word in Athenaeus). MOTHER-TONGUE, εγχώ- ριος γλώττα, ή. Ιδία γλώττα, ' MOTHER- WIT, οίκεία ξύν- MOTHERWORT (a plant), pips παρθένων, τό. MOTHERLY, f Like or as a mother] ώσπερ μήτηρ. Μ. care or attention, θεραπεία or τροφή ή παρά της μητρός. TJ Of belonging to, or proceeding fm the mother] See Mother and Maternal. MOTHERY (of wine), τρυγ- ώδης, ες. To be m., λεπράν (Aristoph.). MOTION, s. U Movement] κίνησις, η. κίνημα, τό. Them, round athg, περιφορά, ή (= re- volution, e.g. of the constellations) . To put or set in m, κινείν: with- out m., see Motionless: con- stant or perpetual m., σάλευσις, σαλύγη, or σαλάγη, ή (as of the spindle) : easy to be set in m., ευκίνητος, 2. See Moveable. To be in m., κινεΐσθαι, φέρεσθυι (pass.). Tf Proposal] είσήγησις, η. ε'ισήγημα, τό. γραφή, ή. πρόκλησις, ή. A m. for a law, ψήφισμα, τό : to make a m., προτιθέναιτι. ε'ισφέρειν or ε'ισ- ηγεϊσθαι or γράφειν τι : upon aby's m., γράφοντος or είσ- ενεγκόντος τινός : to make a m. for a law, ψήφισμα γράφειν : of one's own (proper) m., see Ac- cord. MOTIONLESS, ακίνητος, 2. A m. state or condition, ακινη- σία, ή. τό άκίνητον. άτρεμία, η. ΤΪ Adverbially (=ζ without motion)] άκινήτως, άτρέμα and άτρέμας. MOTIVE, adj. See Moving. MOTIVE, S. αιτία, ή. προ- τροπή, ή. Alleged m., πρόφα- σΐ5, η. See Inducement. With or upon what m. ? διά τι •, τίνος χάριν; τι παθών or μαθών, οΰ- σα : τί βουληθείς, διανοηθείς, εϊσα ; MOTLEY. See Dappled, Diversified. MOTTO, γνώμη, v. MOULD, s. 1 Soil] γη, ή. ■ff A damp concretion] εύρώς, ώτος, 6. άζα, and λάπη, λάμ- πη, η (both poet.), ^f Form for casting] χόανος, λίγδος, 6. πλά- θανον, τό (for bread, Qc). See Form. MOULD, v. πλάσσείν (fin- gere), όργάζειν (k?iead, subigere), also μαλάσσειν. τυποΰν. έκ- μάσσειν (to take an impression). Easilv m.-d, εύπλαστο?, 2. MOULDER, μυδάν. ενρω- τιαν. MOULD-WARP. See Mole. MOULDY, μυδαλέος, 3. εύ- ρώεις, εσσα, εν. MOULT (of fowls), v. πτε- ρορρυεΐν and, -ροεϊν. To fall off in m.-ing, εκρείν. MOUND, χώμα (γήϊ), το. κολωνός, γήλοφος, γεώλοφος, ό. γεωλοφία, ή (hillock = tumulus). MOUNT, v. 1 (INTRS.)] άνα- φέρεσθαι (pass.), άνω χωρεϊν See to Rise. U (Trans.)J άνα- βαίνειν επί τι (ίππον, άρμα), περιβαίνειν (ϊππον). επιβαί- νειν τινός. επαναβαίνειν επί τι and κρατεΐν τίνος (of an enemy, who carries a post), έξ- ακρίζειν (reach the top of), ΰπερ- ακρίζειν (m. upon, e.g. τείχη, Χ.). χωρεΧν άνω τινός (e. g. όρους, κτλ.). To m. the throne, καθίζεσθαι επί θρόνου (prop?: ; if fig., see to Ascend). To m. the rostrum or tribune, άι/α/3αί- νειν, επιέναι, or παριέναι επί τό βήμα : to order the cavalry to m., άναβιβάζειν εφ' 'ίππους τους ιππείς : to suffer the rider to m. (*. e. of the horse), δέχε- σθαι τον έπιβάτην : good at m - ing, άναβατικός, 3. "jj To mount guard] φυλάττειν (with or with- out φύλακας). MOUNT, MOUNTAIN, s. όρος, τό. Situated on a m., ορει- νός, 3 : at the foot of the m., υπό τω όρει : the foot of the m., υπώρεια, ή : a chain of m.'s, όρη συνεχή, τά. ipg* In composition m. is expressed by τοΰ όρους or κατά τό όρος (τά όρη), επί τοΰ όρους, fyc, ορεινός, 3, e.g. am. pass, στενά τά κατά τά όρη : a m. stronghold, τό εν τω όρει ίρυμνόν. Inhabiting the m.'s (see Mountaineer), τά όρη νεμό- μενος, 3, and numerous poetical expressioyis, όρει- and όρεσσι-νό- μος, όρέσκοος (-ωος), όρεσίκοι- τος, όρείαυλος, όρέσβιος (all 2), όρεσι-, όρεσσι-, όρει-, όρι-βά- της, ό, ή. όρικτίτης, ό, ή. όρέ- στερος, 3. όρειάς, άδος, ή. 0§* For other, esply poet., compounds see the Gr. Eng. Lex. under όρει-, όρεσι-, &c. MOUNTAIN-ASH^rps/gou- μελία, ή. (όα, see under Ash, is not the m.-a., but the service-tree, sorbus). MOUNTAINEER, ό τά όρη or τά ορεινά κάτοικων, ό εν τοϊς όρεσιν, περί τά όρη or εν τοΐς όρεινοϊς ο'ικών. ό κατά τά όρη. όρείτης, ου, ό (poet.). MOUNT AINOUS, όρε ινός, 3. Μ OU MOV MUC A m. spot or district, ορεινός τό- πος, 6. όρεινόν χωρίον, τό. τά 7τερϊ τά όρι/, τά ττρόϊ tois όρε- σι : m. country, χώρα όρειιη;, ή- τα ορεινά τής χώρας. MOUNTEBANK, αγύρτης, ου, 6. άγύρτρια (/em,). όχλ- άγωγος, b. Like a πι., άγυρτι- kos, 3. MOURN, 7τε'ί/θο5 7τοιεϊσθ«ι or άγειν. To in. for aby, πεν- θεΐν, θρηνεΐν τίνα. πενθικώς εχειν τινός, τύπτεσθαί τίνα. See Grieve. MOURNER, ό ττρός τον τά- φον ακολουθών, πενθ-, θρην- ητήρ, ήρος, ο, and -ήτρια, ή (poet). f MOURNFUL, θρηνώδης, γο- ώδης, ες (both PL), δεινός, 3. βαρύς, εΐα, ύ, and χαλεπός, 3 (grievous). Ροβί.,στονόεις, εσσα, εν. γοερός, 3. πενθητήριος, 3. ττενΰ-ήμων, ου. See Grievous, Sad. A m. day, ήμερα στυγνή : a m. tone or voice, οικτρά φωνή. φωνή λυπουμένου : to render or make aby m., λυπεΐυ τίνα. λύ- πην ίργά'ζεσθαί τινι. άθυμίαυ έμβάλλειν τινί : to be m., λυ- πεϊσθαι (pass.), άθυμεΐν. άθύ- μως εχ*ιν or διακεΐσθαι. άν- ιασθαι [pass.) : to look m., σκυθρ- ωπάζειν: a m. song or ditty, θρηνώδημα, θρήνημα, τό. θρή- νος, 6. MOURNING, πένθος, τό. πένθημα, τό (poet.), θρήνος, 6. κήδυς, τό (only for the dead), κούρα, ή (cutting off the hair), κομμός, b (beating the breast). Deep m., βαρυπενθία, ή. μέγα τό πένθος : m. about athg, -πέν- θος διά τι. λύπη ή επί τινι γι- γνομένη : in m., πενθήρης, 2. πένθιμος, 2 : to spend or pass one's life in m., διά πένθους τον βίον διάγειν : to make a public m., πένθος πυιήσασθαι or τίθε- σθαι : a m. -dress, πενθική or πένθιμη εσθής, ή. μέΧαν Ιμά- τιον, τό : to put on a m. -dress, πενθίμην εσθήτα λαβείν. μέΧαν ϊμάτιον περιβίΐλέσθαι : to be in m. for aby, πενθικώς εχειν τινός (Χ.) : the longest time for being in m. was ten months, τοϋ μα- κρότατου πένθους χρόνος δεκα- μηνιιιϊος. MOUSE, μΖς, μυός. ο. One that catches mice, μυοθήρας, ου, 6 : poison to kill mice, μυοκτό- νον. τό. MOUSE -DUNG, μυόχοδον, τό. MOUSE-EAR (a plant), μυο- σωτίς, ίδυς, ή. μυόσωτον, τό. MOUSE-HOLE, μυωπία, ή. MOUSE- THORN (a plant), μυάκανθος, ό. MOUSE-TRAP, μυάγρα, ή. MOUSKR, μυυθήρας, ου, ό. MOUTH, στόμα, τό. γένυς, υος, ή, and μάστ<ιζ, ακος, ή (poet.). To open one's m., διαί- ρειν τό στόμα, ρήξαι φωνήν (metaph. = to utter an opinion, (403) e. g. no one ventured to open his m., ουδείς ετόλμησε ρήζαι φω- νήν) : not even to open the m., μηδέ φθέγγεσθαι : to open one's m. after athg, χάσκειν προς τι. έγχάσκειν τινί : with open m., χανδόν. See Gape. To keep one's m. shut, στόμα συγκΧείειν : to have in one's m., ανά στόμα, διά στόματος, or διά γλώσσης εχειν : that comes into the m., ο τι αν ελθη έπι στόμα: to stop aby's m., εμφράττειν τό στόμα τινός or τιια. έπιβύειν τό στό- μα τινός, σνρράπτειν τό στόμα τινός (consuere os alicui, effec- tually to prevent his sjieaking). επιστομΊΧ,ειν τινά. παύειν or καταπαύειν τινάλέγοντα. With one m. (or voice), μια φωνή και εξ ενός στόματος (e. g. πάντες συμφωνοϋσι, PL). Το have atlig out of aby's own m., αϋτοΰ τίνος (λέγοντος) άκοΰειν τι : by word of m., λόγω χρη- σάμενος, ένη. διά τοϋ στόματος or από στόματος, από γλώσ- σ '(δ• $β§* Also rendered by αυ- τός, e. g. to order by word of m., από γλώσσης λέγειν or έντέλ- λεαθαι and αυτόν εντέλλεσθαι: to report by word of m., αυτόν άπιχγγέλλειν. A small m., στο- μίου, στομάτιον, τό : an open m., χάσμα, τό (rictus). To make m.'s, διαμυλλαίνειν : — at aby, ά-ττομι/λλαίι/ειι/τιζ/ά. With small m., μικρό- and σύ-στομυς, 2 : with large m., μεγαλόστομο?, 2 : with a good in., εΰστομος, 2 (of a dog) : to give (a horse) a good m., στομοΰν (Aristoph.) : with a hard m., ίίστομος, 2 (of a horse, poet. ; and of a dog, not having a good m. for holding. X.): with a one-sided m., έτευόγνιχθος, 2 (of a horse. X.). Mouth to mouth, σύστομοϊ, 2 (of a kiss, poet.). If Fig. : an opening, place of egress] στόμα, τό. στόμιον, τό (esply of a hol /οιν or of any vessel), εκ- βολή, εισβολή, ή (of a river). MOUTH, v. στομφάζειν. MOUTHFUL, ε Ύ καφος, b. μάσταζ,ακος,ο. ενθεσις, ή. ψω- μάς, b (morsel). ΜΟυΤΗ-ΡΙΕΟΕ,ττροστομίϊ, γλωττ /s, ίδος, ή. στομίς, ίδυς, ή (of a flute-player), also χειλω- τήρ, ήρος, ο, and φορβεία, ή. Having a m. on, εμπεφορβιω- μένος, 3. MOUTHY, στόμφος, 2 and 3. στομφαστικός, 3. στόμφαζ, ακος, ο, ή. A being or talking m., στομφασμός, b. MOVE, v. 1 Propr. (Trs.)] κινεΐν. To m. on, προκινεϊν, άποκινεϊν : to m. hither and thither, to m. about, διακινεϊν. διασαλεΰειν, δονεΐν : to m. vio- lently, κλονεΐν, διασείειν : to m. in a circle, κυκλεΐν, κυκλοφο- ρεΐυ, περιάγειν κύκλω, "ff (Ιν- TRANS.)] κινεΐσθαι, φέρεσθαι (pass.). To m. round athg, φέ- ρεσθαι περί τι, περιφέρεσθαι περί τι : to m. with a rotatory motion or in a circle, κυκλοφο- ρεϊαθαι (pass.) : not to m., άτρε- μίζϊΐι/,άτρειιεΐι/.άτρεμί<ίί;έχειι/: not to be able to be m.-d, άαετα- κινήτως or άκινήτως έχειν : not to m. fm his repose, ήσυχίαυ άγειν or εχειν : not to m. fm the spot, άκινήτως εχειν. μηδέν υπείκειν. Without m.-ing, άτρέ- μα. Μ. on! έγι^όνει (= bestir yourself), if To move the bowels] See to' Purge. U To move to a dwelling-pluce] εισιέναι. ο'ικεΐν ε'ισελθόντα (into a house, ο'ικίαν). ένοικίζεσθαι (pass.), if To move on (iidrs.)] προϊέναι (προέρχε- σθαι). προβαίνειν. (Of a river) φέρεσθαι (pass.) ε'ις or επί τό πρόσω (to flow on), ρέοντα μη διαλείπειν (not to cease floxcing). (Of an army) πορευεσθαι επί τό πρόσω, προελθεϊν πορευόμε- νον (to proceed on the march). ^| To move (= make a move, as on a d7-aught-board)] See Move, s. If Pig. : to produce certain senti- ments or feelings in aby] κινεΐν. έντρέπειν, επικλάν, κατακλάν. έπικάμπτειν. Moved, εμπαθής, 2 : athg m.'s me or I am m.-d by athg, τρέπομαι (pass.) προς τι. ελεον εμποιεϊ μοί τι : to be m.-d, εμπαθή διατίθεσθκΐ (pass.): to m. aby to tears, εις δάκρυα άγειν or προάγειν τινά, δάκρυα παριστάναι τινί: to be m.-d to tears, κρατεϊσθαι υπό δακρύων, εις δάκρυα κατασπα- σθαι : to m. aby's compassion, οίκτου παρέχειν τινί : I am m.-d with compassion, εισέρχεται με ελεός τινυς : to m. to laughter, γέλωτα ποιείν or κινεΐν. *\[ Το induce (aby to do athg)~\ Vid. if To make a motio?i or proposal for a laiv, Src] See Motion. Μ Ο V Ε, s. See Μ otion. To make a m. (at play), πεσσονο- μεϊν. MOVEABLE, κινητός, 3. εύ- κίνητος, 2. Moveables, επ^τλα, τά. MOVEABLENESS, ευκινη- σία, ή. κινητόν, τό. MOVEMENT, φιτ For the general meaning see Motion. To watch the m.'s of the enemy, tij- ρεΊν τά από των πολεμίων. MOVING (with refl to feeling), έπικΧών, ώσα, ων ελεεινός, 3. οιατρετττι /cos, 3. δεινός, 3 (str. t). A m. speech, δεικός και προτρεπτικός λόγος : a m. spec- tacle, δεινόν Ίδεϊν θέαμα. MOW, θερίζειν, αμάν (g. tt. = reap and mow), τέμνειν, άπο- τέμνειν (q.tt. = cut). MOWER, 0εριστ7; 5 , oZ, b. 0ε- ρίστρια, ή (reaper and m.). MOAVING, θευισμός, b (reap- ing and m.). 'ΜΧΙΟΪ,ποΧύς,-ΧΧή,-λύίνΛ.). συχνός, 3 (in great quantity), ικα- νός, 3 (in sufficient quantity). M. wood, πολλά ξύλα : m. money, ττολλά χρήματα. χρημάτων Dd2 MUC MUL MUS πλήθος; very m., -πλείστο?, 3. πάμπολυς, παμπόλλη, πάμπο- λυ : m. greater, πολύ, πολλω, μείζων. To think, make, m. of, 7Γ£ρί πολλού ποιεϊσθαι. Too m., ύ7Γε/07Γολυ9, 3. υπερβάλλων, ονσα, ον. See Excessive. To think too m. of oneself, ύπερ άν- θρωπο ν φρονεϊν. See under Too. HI Adv.] μά\α, πολύ, μεγάλως, σφόδρα. Μ. less (nedum), see under Less : and m. more, under More. Very m., και μάλα, και σφόδρα, πάνυ γε. μάλιστα : too m., άγαν, λίαν, ύπερβαλ- λόντως, άαέτρως. \ As much (followed by as expressed or un- derstood)] όσοι, 3 [e.g. as m. as you hring, όσα φέρεις). (Just) as m., 'ίσος το πλήθος, -τον αριθ- μόν, έτεροι τοσούτος, 3. τοσού- τος όσος και — . As m. again, twice as m., δις τοσούτος, δι- πλάσιος, 3 : as m. as I can, έκ των δυνατών : as m. as depends upon me, τό γε εττ' εμοί, όσον γ' εττ' εμοί, όσον εν εμοί. κατά τό δυνατόν : as m. as possible, όπως οϊόν τε μάλιστα, ώς δυ- νατόν μάλιστα, ες τά μάλιστα, εσχάτως : as m. as you like, όσαπερ βούλει : as m. (= as far) as I know, ώς εμε ειδέναι : all men, and you as m. as aby, πάντες από σούάρζάμενοι. Thus m., so m., τόσος, τοσοσδε, τοσ- ούτος : thus m. of that, so m. for this, τοσαΰτα μεν περί τού- των ειρήσθω, τοιαύτα μεν δη ταύτα. How m. ? πόσος ; 3. όσος ; 3 (indef). Μ. as or how- ever m. {concessively), καίπερ (e. partcp.), e. g. m. as I wished it, yet — , και (καίπερ) πρόθυμος ων, όμως. See Although and However, ggr Much, as adv., is often expressed by the adj. in concord ivith the subst., e. g. m. occupied, πράγματα έχων (ούσα, ον) πολλά. άσχολίαν έχων πολλήν : or by compounds with πολύ-, e.g. m. frequented, πολυάνθρωπος, 2 : m. esteemed, πολύτιμος, πολυτίμητος, 2: m. wished for, πολυπόθητος, 2: m. experienced, πολυμαθ7ΐς, 2: or rvith περί-, e.g. m. afraid, περί- φοβος, 2. περιδεής, 2: m. af- flicted, περίλυπος, 2. See Great- ly. MUCK. See Dirt. MUCILAGE, μύζα, η. MUCILAGINOUS, μι/£ώδ),ς, ες. MUCOSITY, μυκος, τό. τό μυζωδες. MUCOUS, μυξώδης, 2. MUCUS, μύζα, κόρυζα, η. Full of m., ύπόμυζος, 2 (Hip- pocr.) : causing or discharging m., μυξοποιός, 2 (Hippocr.). MUD, πηλός, 6. θολός, 6. βάρβαρος, 6. ιλύς, ύος, η. πη- λός κατά την όδόν, 6 (in the streets). See Dirt, Mire. MUDDLE, θολοΰν, άναθο- λοϋν (to render turbid, of a liquid). (404) θολερεΐν. Μ. -d, m. -headed, τυ- φεδανός, 3. MUDDY, πηλώδης, 2. θολε- ρός, 3. βορβορώδης, 2. Ίλυώδης, 2. See Dirty. MUFF, σκέπασμα or περι- κάλυμμα χειρών, τό. MUFFLE. See ' to Wrap UP MUG. fe Cup. MUGGY (of weather). See Dull, Damp. MULBERRY (the fruit), μό- pov, τό. συκάμινον, τό. MULBERRY-TREE, μορέα, η. συκάμινος, η. MULCT. See Fine. MULE, ημίονος, ό, but more usu. ν (of a horse and a she-ass). όρεύς, έως, 6 (of an ass and a mare). A yoke of m.'s, όρικόν ζεύγος, το. MULETEER, όρεωκόμος, 6. MULLET, μύλλος,ό. τρίγλη or τρίγλα, η. λινεύς, 6 (Callias, = mugil. Plin.). Red m., ερυ- θρΐνος, 6 (Aristot.). MULTIFARIOUS, ποικίλος, 3. παντοίος, 3. παντοδαπός, 3. πολύς, πολλτι, πολύ. MULTIFORM, πολυειδής, 2. παντόμορφος, 2 (Hipp.). MULTILATERAL, πολύ- πλευρος, 2. MULTIPLE, πολλα-πλούς, -πλάσιος, 3. MUTIPLICAND, πολλα- πλασιαστός or -έος, 6 (mod.Gr.). MULTIPLICATION, πολ- λαπλασίασις,-ίωσις,η. πολλα- πλασιασμός, 6. MULTIPLTCATOR, MUL- TIPLIER, πολλαπλασιαστής, οΰ, 6 (mod. Gr.). MULTIPLICITY, πλήθος, τό. See Multitude, and Orel, with adjj. Much, Many. MULTIPLY, t (Trans.)] πληθύνειν (to INCREASE, Vid.). % As arithmet. ί.] πολλαπλα- σι-άζειν, -ούν (by four, τγ τε- τράδι : by ten, τη δεκάδι). % (INTRANS.)] πλέον γίγνεσθαι, επιδιδόναι εις τό πλήθος. MULTITUDE, πλήθος, τό (of persons and things), ενπορία, η (of things for use), αφθονία, ή (abundance). Also πολλά γένη or πολλά ε'ίδη, τά (of things of different kinds ; e.g. am. of sub- stances, πολλά ε'ίδη ονομάτων). A m. of traitors, φορά προδοτών : what a m. of locusts ! όσον τό χρήμα παρνόπων (Aristoph.) : a vast m. of slingers, σφενδονητών πάμπολύ τι χρήμα (ΑΓ.). The great m. (of the people), oi πολ- λοί. 6 πολύς όμιλος, τό πλή- θος. See Μοβ and Populace. In a m., πολύς, πολλή, πολύ. In m.'s (of persons), αθρόο ι. With the whole m., παμπληθής, ές, and -ει (adv.). In great m., άφθονος, 2. iaU/tXjis, ές, and άφθόνως, δαψιλώς (advv.). See Crowd, Heap, Swarm. MULTITUDINOUS. ^Nu- merous. MUM. See Hush ! MUMBLE, μασταρύζειν (as an old man). MUMMERY, γοητεία, ή. MUMMY, νεκρός ταριχευ- τός or τεταριχευμένος, 6. σκε- λετόν (σώμα), τό. MUNCH, επεγκάπτειν. Το m. dainties or sweetmeats, vw- γαλεύειν and -ίζειν. MUNDANE. See World γ. MUNICIPAL. E.g. m. town, πόλις Ίσοπολΐτις, η : a citizen of a m. town, ισοπολίτης, ου, 6. MUNIFICENCE, ττολυ-, φι- λοδωρία, φιλοδοσία, η. μεγα- λοπρέπεια, φιλοτιμία, η. See Liberality. MUNIFICENT, μεγαλό-, φιλό-δωρος, 2. δαφιλής, 2. με- γαλοπρεπής, 2. See LIBERAL. MUNITION, ερυμα, τό. See Fortification. ^ Munitions of ivar] παρασκευή, η, or επιτή- δεια, τά, εις τον πόλεμον. σκεύη πολεμικά, τά. See AMMUNI- TION. MURDER, s. φόνος, ο. σφα- γή, η. αΐμα, τό. αυτοχειρία, η. Also τά φονικά (Isocr.). To ac- cuse aby of m., φόνου διώκειν or γράφεσθαί τίνα. φόνου έπαι- τιάσασθαί τίνα : to be accused of m., εφ' α'ίματι φεύγειν or δι- ώκεσθαι: trial form., φονική δί- κη, ή : for wilful m., γραφή or δίκη της βουλεύσεως, ή (Dem.) : stained with the crime of m., μιαρός, 3. εναγής, 2 : guilt of m., φονικόν αδίκημα, τό (Ly- curg.). Laws relating to m., oi φονικοί νόμοι. See HOMICIDE. MURDER, V. φονεύειν. άν- αιρεΐν. κτείνειν, άποκτείνειν, κατακτείνειν. σφάττειν. φονο- κτονεΐν. μιαιφονεϊν. See KlLL. MURDERER (Murderess, fern.), φονεύς, έως, 6, and par- tepp. of verbs to Murder, αύ- τόχειρ, ρος, 6, ή. αύθέντης, ου, ό. μιαιφόνος, 6. MURDEROUS, φονικός, 3. φόνιος, 2. A m. war, ολέθριος πόλεμος : a m. desire, φόνου επιθυμία, ή. MURKY. See Dark. MURMUR, s. θόρυβος, ό. θροϋς, 6. ψιθυρισμός, ό. ψιθύ- ρισμα, ατός, τό. γογγυσμός, ό. γόγγυσις, ή. MURMUR, ν. ύποθορυβεϊν. ψιθυρίζειν and κελαρύζειν, φο- φεΐν, ύποφοφεϊν (of inanimate objects, esply water). γογγύ\ειν. See Mutter and Grumble. MURRAIN, νόσος κοινή τοις βοσκήμιισι. ή τών βοσκημάτων λύμη or φθορά, ο τών βοσκη- μάτων λοιμός. MUSCLE. 1 Of the human body] μϋς, μυός, 6. U A shell- fish] κόγχη, ή. κόγχος, 6. όστρε- ον, τό. A small m., κογχόριον and κογχίον, τό : in the shape of a m., κογχοειδής, 2. κογχώδης, MUS MUT MY 2. όστρεώδης, 2 : a m. shell, κόγχος, 6. οστράκου το της κόγχης. MUSCULAR, μυώδης, 2. Μ. strength, ρώμη, ή. εύτονία, ή: to have m. strength, μυώδη εϊυαι τό σώμα. MUSE, s. Μοϋσα, η. Beloved hy the m.'s, μυυσυφιλής, ους, ό: lover of the m.'s, φιλόμουσος, 6 : to be a friend of the m.'s, φίλομουσεΐυ : one who slights the m.'s, άμουσος, δ : inspired by the m.'s, μουσόληπτος, 2. μου- σομανηι, 2 : a priest of the m.'s, μουσοπόλος, 6. MUSE, v. See to Meditate. MUSEUM, μουσείου, τό. MUSHROOM, μύκης, ητος or ου, 6 (g. t. for 'fungus''). MUSIC, μουσική, h (as art), συμφωνία and άρμοι/ία, ή (a mu- steal piece), φθόγγοι, oi (chords in general), αρμονική, ν {as theo- ry). A teacher of m., ό της μουσικής (g. t., or κιθαριστικης, αύλητικης, Sfc., spec, t.) διδάσκα- λος : one skilled or experienced in m., μουσικής έμπειρος, 2 : to make m., μυυσικεύεσθαι. μουσί- Χ,ειυ : to compose m., μελοποι- εϊυ. T[ Musical pieces] μέλη, ων, τά. κρούματα, τά. MUSICAL, μουσικός, 3. Α m. composition, συμφωνία and αρμονία, ή. μουσικής έμπειρος, 2 (of a person). Μ. instruments, όργανα, τά : a maker of m. in- struments, οργάνων δημιουργός, 6 : to be m. (=: to play an instru- ment), κρούειν. ψάλλειν. αύλεΐν. κιβαρίζειν. See to PLAY. MUSICIAN, κρουηατοποιός, b. αυλητής, οΰ, ο. φάλτης, ου, δ. μουσουργός, μουσικός, δ. δ την μυυσικηυ εργαζόμενος. MUSK, μόσχος, δ. MUSKET, πυροβόλου όπλον, τό. MUST, s. γλεύκος, τό. τρύξ, υγός, η (wine ivith the lees in it). οϊνος νέος, δ. Of m., γλεΰκινος, 3. MUST, v. a) Of external ne- cessity] δει (oportet), and str. αν- άγκη εστίν (necesse est; with dot. or ace. or infin.), e. g. I m. go somewhere, δεΐ με Ίέυαι π οι : 1 in. needs depart, ανάγκη μοι άπιέναι : it m. by all means be investigated, πάσα ανάγκη ζη- τεί v. β) Of inner necessity] χρή, εχρην (imperf, opus est; with ace. and infin.). One m. speak the truth, τά άληθη χρη λέγειν. Also προσήκει and πρέπει (with dot. or ace. and infin.). I m. deliver it, έμέ παραδοΰναί προσ- ήκει. Often expressed by tlie ver- bal adj. in τέος, e. g. the body m. be exercised, άσκητέον τό σώμα : one m. worship the gods, θεραπευτέον τους θεούς, θερα- πευτέοι οι θεοί: we m. vie, άμιλλητέον νμϊν εστίν. — More strongly, the notion of duty or ne- cessity may be expressed by όφεί- (405) λειν (debere ; with infin.). Or ουκ έχειν όπως followed by a nega- tive, e. g. I m. believe you, ουκ έχω όπως σοι άπι,στώ (PI.) or έμδν, σον, S^c. έργου (c. infin.). Also, άναγκάζεσθαι. οΰ δύνα- σθε μη ου (seq. infin.), and in poetry μέλλειυ, e.g. I m. have aggrieved the immortals, μέλλω αθανάτους άλιτέσθαι (Horn.). MUSTACHE,MUSTACHIO, ΰπήνη, ή. μάσταζ or μύσταζ, ακος, ή. τά δπόρρινα (Ctes.). MUSTARD, νάπυ, υος, τό (with the better Attics), σίναπι, εως, δ (only later). A m. plaster, νάπυος or σινάπεως κατάπλα- σμα, τό : to put on a m. plaster, σιναπίζειν: the application of it, σιναπισμός, δ. MUSTER (an army), υ. έξ~ ετάζειντδν στρατόν, τους στ pa- τιώτας, or την στρατιάν. έζ- ετασιν τώυ όπλων ποιεΐσθαι. αριθμόν ποιεϊν and ποιεΐσθαι. ΤΙ To collect (an army)] συλλέ- γειν στρατόν or στρατιώτας. συναγείρειν στρατιάν. Intrans. συλλέγεσθαι (pass.). How many men do you (they, &c.) m.? πο- σόν τό πλήθος τώυ στρατιω- τών ; οι στρατιώται πόσοι τό πλήθος; the army m.'s 500 men, ή στρατιά εστί πεντακοσίων ανδρών. MUSTER (of^ an army), s. έζέτασις and έπίδειζις, η (ivith or without τών όπλων), δπλο- σκοπ'ια, η. δοκιμασία, h (esply of cavalry). To have or hold a m., see to Muster : to pass m., δοκίμαζεσθαι. Μ. roll, κατάλο- γος, δ. _ MUSTINESS. Fm the follow- ing — MUSTY, μυδαλέος, 3. To become or turn m., εύρωτιαυ, MUTABILITY, εύμεταβλη- σία, n- άστασία, ακαταστασία, v. See Changeableness and Fickleness. MUTABLE, ευμετάβλητος or ευμετάβολος, 2. άσταθΐ)5, 2. άστατος and ακατάστατος, 2. See Changeable, Fickle. MUTATION. See Change, subst. MUTE, ενεός, 3. άφωνος, άν- αυδος, 2 (not speaking). To be as m. as a fish, τών Ιχθύων άφω- νότερον είναι. See Dumb and Speechless. IT Silent] Vid. MUTE, v. U To void excre- ment (of birds)] Vid. M.-d upon by the birds, τοΊς όρνισι κατατι- λώμενος (Aristoph.). MUTILATE, πηροΖν, άνα- πηροΰν, ανάπηρου ποιεϊν (to de- prive of the use of single limbs). κολούειν, κολοβού ν, π ερικόπτειν, άκρωτηριάζειν. μασχαλίζειν (the dead body), λωβάσθαι, λυμαίνε- σθαι, διαλυμαίνεσθαι (to disfi- gure, deface). MUTILATED, ανάπηρος, 2. πεπηρωμένος, 3 (deprived of the use of single limbs), περικοπείς, εΐσα, έν. κόλος, κολοβός, 2 (de- prived of external parts). MUTILATION, περικοπή, ν, and ακρωτηριασμός, δ. πήρω- σις, κολόβωσις, κόλουσις, -η. κο- λοβότης, ητος, -η. κολόβωμα, πήρωμα, τό. MUTINEER, συνωμότης, στασιώτης, ου, δ. MUTINOUS, στασιαστικός, στασιωτικός, 3. άποστατικώς έχων (of persons), στασιώδης, ταραχώδης, 2 (of persons and places). MUTINY, s. συνωμοσία, n. στάσις, rj. MUTINY, v. στάσιν ποιεΐ- σθαι. στασιάζειν. MUTTER, μύζειν.γογγύζειν. τονθορύζειν. γρύζειν. SeeM.UR-> mur and Whisper. MUTTON, προβάτεια κρέα, τά. MUTUAL, αμοιβαίος, 3 and 2, but more usu. Orel, by compo- sitions with αυτί, e. g. to make m. concessions, άνθ ομολογεί v. to offer m. salutations, άντιδεξιοϋ- σθαι : to entertain feelings of m, love for one another, άντεράν, άντιφιλεΐν. to bestow upon each other m. benefactions, άντευερ- γετεϊν, άυτευποιεΐυ : and in some cases by the active and pass, form of the respective verb, e. g, m. love, το φιλεϊν και φιλεΐ- σθαι: or by the reciprocal pron. αλλήλων, e. g. m. concord, η προς αλλήλους ομόνοια: to have m. confidence, τχιστεύειν άλλή- λοις : to give a m. account (of one's doings), διδόναι τε και δέχεσθαι λόγυν παρ" αλλήλων : to make m. protestations (e. g. of faith, &c), διδόναι τε και λαμβάνειν or δέχεσθαι (τι, e. g. όρκους, πιστά, κτλ.), δεζιάν δούναι και λαβείν : a m. agreement, άνθο- μολογία, ή : m. love, hate, φιλ-, μισ-αλληλία, ν : having a — , φιλ-, μισ-άλληλος,2: m. ter, άλληλοφονία, η : it, άλληλοφόνος, 2. MUTUALLY, αμοιβαίως, κατά διαδοχήν, εκ διάδοχης, εκ περιτροπής. Or express by άντ ι as in phrases under the adj. We m. agreed, ώμολόγηται ημϊν or σύγκειται νμΐν. MUZZLE, s. 1 Snout] ρύγ- χος, τό. ΤΙ Put on mouth of a horse, dog, SfC.] ψιμός,δ. φιμά, τά (pi.), φίμωτρον, τό. κημός, δ. MUZZLE, V. φιμοϋυ. κημοΰν. Easily m.-d, εύφιμος, 2. if Fig.] συρράπτειν τό στόμα τινός (ef- fectually prevent abyfm speaking). MY, MINE, εμάς, 3, and μ'οΰ, έμοΰ, εμαυτοϋ (gen.). My pro- perty, what is mine, τά έμά : my eyes are more beautiful than yours, oi εμοι οφθαλμοί καλ- λίονές είσι τών σών : I don't consider this to be any business of mine, τοΰτο ουκ έμόν οΊμαι τό έργον είναι : may I not do MYR NAM NAR good to my (own) country? oh γάρ προσήκει την έμαυτού μοι πάλιν εύεργετεϊν (Aristoph.) ; nay father, 6 έμός πατήρ. 6 πα- τήρ μου or μοι : I for my part, τό γ' έμόν : my friend, φίλε. ί§1^° Where there is no antithesis between mine and another's, the pronoun does not need to be ex- pressed, e. g. my father loves me, φιλεΐ με ο πατήρ. MYRIAD, μυριάς, άδος, ν• μυριοστύς, ύος, ή. MYRRH, μύρρα, σμύρνα, ή. Producing m., σμυρνοφόρος, 2 : of m., σμυρναίος, σμύρνινος, 3. MYRTLE, μύρτος, μυρ-σίνη, τίνη, and μυρρίνη (later Att.), ή. Made of m., μύρσινος, μύρρινος {later Att.), 3, and μυρτός, 2 (myrteus). μυρσίνινος, 3 (Diosc). A m. berry, μύρτον,τό. μυρτίς, ίδος, -η : am. wreath or fly-flap, μυρσίνη, ή : a m. grove, μυρρ and μυρσ-ινών, ώνος, and μυρ- τιών, ωνος : m. oil, μυρσινέλαι- ov (Diosc). MYSKLF, αυτό?, ν (εγώ). In the oblique cases έμαυτου, έμαυ- τής, $£c. See Oneself. MYSTERIOUS, μυστικόν, 3. μυστηριώδης, 2. άρρητος, απόρ- ρητος, 2. κρυπτός, 3 (of persons and things). In m. terms, OV απορρήτων. MYSTERY, μυστήριου, τό. MYSTERIES {the), άρρητα ιερά,τά. μυστήρια, τά. μυστη- ριακή or μυστηρις τελετι}, ή. τελεταί, αι. To prepare for the m., μυσταγωγεϊν : a preparing for the m., μυσταγωγία, ή : to celebrate the m., τελείν τά μυ- στήρια. See Initiate, Initia- tion. MYSTICAL, μυστηριώδη*, 2. μυστικός, 3. μυστηριακός, 3. MYTH, μύθος, 6. μυθολόγη- μα, τό. To relate m.'s, μυθο- -λογεΐν, -λογεύειν. MYTHIC, μυθώδης, 2. MYTH0LOGICAL, M u6oAo- γικός, 3. MYTHOLOGIST, μυθολό- γος, ή. t MYTHOLOGY, μυθολογία, V. μύθοι, οι. Ν NAG, ιππάριον, τό. κέλης, ητος, 6. NAIL, s. ^ «U Of the human body] όνυξ, όνυχος, 6. To cut or pare one's n.'s, άφαιρεΐν τους όνυχας, όνυχίζειν and όνυχίζε- σθαι : the cutting of one's n.'s, όνυχισμός, ο : n. scissors, όνυχι- στήριον, τό : like a n., όνυχοει- δής,2 : the point of the n., άκρω- νυχία, ή. άκρος 6 δνυζ. Diseases of the ?i. , s are παρωνυχία, ?';, (406) or παρωνυχίς, ίδος, η (ivhitlow). πτερύγιου, τό (tL• growth of a fleshy membrane over the n.'s, esply the great toe). H For fastening, e.g. timber, &[C.] ήλος, 6. γόμφος, b (large n.). πάσσαλος or πάτ- ταλος, ό (a wooden n. or peg). τύλος, 6. In the shape of a n., ήλοειδής, ές : to fix or fasten with a n., see to Nail. NAIL, V. ήλούν, καθηλούν. γομφοΰν. πατταλεύειν, πηγνύ- υαι or 8s.lv ήλοις. See Syn. above. To n. to athg, προσηλούν, προσπατταλεύειν τινί or προς τι. NAIVE, αυτοφυής, αφελής, ες. απλούς, η, ούν. απλοϊκός, 3. See Simple, Artless. NAIVETY, αφέλεια, ή. άπλότης, ητος, η. NAKED, γυμνός, ψιλός, 3. See Bare. Ν Α Κ Ε D Ν Ε IS S % γυμνότης, φιλότης, ητος, η. τό γυμνόν. NAME, s. ΤΙ Appellation of an object] όνομα, τό, and προσ- )\γορία, ή (g.tt.). έπ- and προσ- -ωνυμία, ή (distinctive appella- tion). To name athg by its n., όνομάζειντι τω ο'ικείω ονόματι : a man of the n. of, or by n., Krates, άνηρ Κ,ράτης τό όνομα, άνηρ προσαγορευόμενος Κρά- T»js : to call aby by his n., ovo- μαστι ειπείν τίνα: called by n., έπίκλην καλούμενος (Fl.) : of the same n., ομώνυμος, 2 : with- out a n., ανώνυμος, 2 : bearing the n., φερώνυμος : having many n.'s, πολυώνυαος, 2. — To call things by their right n.'s, όνομά- "ζειν τά σύκα σύκα (prov.). ^J Fig. : pretext] Ε. g. under the n. of, λόγω, πρόφασιν, and with προσποιεϊσθαι. ^f Stead, place] E.g. to answer in aby's n., άπο- κοίνεσθαι υπέρ τιυος : I have done it in your n , αντί σού έποί- ησα τούτο, ταχθείς υπό σού έποίησα τούτο : I greet you in the king's n., χαίρειν σε κελεύω παρά τού βασιλέως : to do athg in God's n., συν τω θεω ποι- εΐν τι or αγαθή τύχη. Go, in God's n., ουδείς φθόνος άπιέναι. TJ Reputation, fame] όνομα, τό. φήμη, ή. δόζα, ή. To have a n., όνομαστόν εΊναι : a good n., δόζα καλή. εύδοζία, ή: to have a good n., εύδυξεΐν. εύδοκιμεϊυ '. to make oneself a n. by athg, δόζαν λαμβάνειν εκ τιυος. επώνυμον γίγνεσθαι τι- υος : without a n., αδοζος, 2 (with- out renoivn). NAME, v. ΤΙ To give or at- tach a ?iame to] όνομάζειν (g. t.). προσαγορεύειν, λέγειν and κα- λεΐν. See to Call. Tf To no- minate, appoint] ViD. NAMELESS. 1 Withoutname] See Name. TJ That cannot be ex- pressed] άρρητος, 2. ανέκφρα- στος, 2. λόγου μείζων or κρείτ- των, 2. NAMELY. 1" As explana- 1 tory particle relating to a single notion] δή, δητα, δηλαδή, δηλον- ότι (nempe). άμέλει, δήπου ! (scilicet) : or is omitted, esply in apposition, ^j Used explicative/y of an entire proposition'] γάρ (enim). I f NAMESAKE, ομώνυμος, 2. όμοιος (a, ov) τό όνομα, προσ- j ήκων (ούσα, ov) τω ονόματι. NAP, νύσταγμα, τό. ύπνιον, τό. μικρόν ύπνου, τό. To take an., νυστάζειν. μικρόν άπολαύ- ; ειν ύπνου : a n. after dinner, <5ει- ; λινός ύπνος, ό. NAPKIN, χειρόμακτρον, τό. : εκμαγείου, τό. οθόνη επιτραπέ- ; £ios, ή. A barber's n., ώμόλι- | νον, τό. NARCISSUS, νάρκισσος, ό ι and η. Made of the n., ναρκίσ- j σινος, 3. NARCOTIC. Ε. g. a n. re- medy or potion, ναρκωτικόν or ! ύπνωτικόν φάραακον, τό. NARD, νάρδος, n- Made of n., νάρδινος, 3 : like n., ναρδί- της, ου, ό. ναρδΐτις, ιδος, ή : to be like n., ναρδϊζειν : oil of n., νάρδινον μύρου, τό : wine fla- voured with n., ναρδίτιις οίνος, ό. τ] The plant] νάρδου στά- χνς, ό. ναρδόσταχυς, υος, 6. NARRATE, λέγειν and φρά- Χ,ίΐυ (g. t.). δηλούν and άποφα'ι- νειν. έξηγεΊσθαι, διηγεΐσθαι, άφ)ΐγε!.σθαι, διεζιέναι. Ίστο- NARRATION, NARRA- TIVE, λόγος, ό. άπόδειξις, ή. διήγησις, ή, and διήγημα, τό. έζ-, άφ-ήγησις, ή. Often ex- pressed by partcpp. of the verb to Narrate. NARRATOR. Partcpp. of verbs to Narrate, εξηγητής, ού, ό. NARROW, adj. στενός, 3. στενό-χωρος, -πόρος, στενωπός, 2. συνεσταλμένος, 3. A n. space, στενοχώρια, ή : an. pass, στε- νοπορ'ια, ή. στενόπορυν,τό. στε- νά, τά. στενή or στενωπός οδός, ή : a η. garment, έσθι)ς προσ- εσταλμένη, ή : to make or ren- der η , στενούν : to be η., στε- νοχωρεΐν : to become η., συν- άγεσθαι (pass.), συστέλλεσθαι (pass.): η. -hearted, η. -minded, ουκ ελεύθερος, 3. ανελεύθερος, 2 : to be η. minded (in one's judgment), ουκ ορθώς κρίνειν: a η. -minded person, βραχύς την γνώμην : a η. mind or n.-mind- edness, βραχύτης της γνώμης : to have a η. escape, see Narrow- ly. NARROW, v. στενούν. See to Contract. NARROWLY. ^Frop.]Fm the Adj. % Fig.: closely] E.g. to examine athg η., άκριβυύν. ακριβώς έζετάζειν. άκριβο- λογεϊσθαι. See MlNUTELV. He η. escaped being — , μικρόν έξ- έφυγε τού μη — (c. infi?i. JC.). NARROWNESS, τό στενόν. NAS NAT NAV στενοτης, ητος, η. στενοχώρια, V- NASAL. Crcl. ivith gen. of Subst., της ρινός, or by τών ρινών or έκ τών ρινών or κατά τάς ρΐνας. See compounds under Art. Nose. NASCENT. See Growing. NASTINESS. See Dirt and Filth. To discharge upon aby the accumulated n. of his villany, έωλοκρασίαν της πονηρίας κα- τασκεδάσαι τινός (Dem.). NASTY, ρυπαρός, 3. πινα- ρός, 3 {filthy), φαύλος, 3. μια- ρός (vile), βδελυρός (disgusting), αισχρός, 3 (ugly, and base). NATAL. Crcl. See compounds under Birth, e. g. πατρίς πό- λις, η (n.- or birth-place), 'έτος, εν ω τις έγενετο or έγεννήθη (η. year). NATION, t With ref. to common origin and language ] έθνος, τό. φϋλον,τό. γένος, τό. People of or belonging to different n."s, ζύμμικτυι άνθρωποι : be- longing to one η., ομόφυλος, 2. ομοεθνής, 2 : belonging to our n., εμφύλιος, 2 : of another η., αλ- λόφυλος, 2. *[[ With ref. to po- litics, S[c] δήμος, 6. Belonging to the η., δημόσιος, 3. κοινός, 3: with the whole η., παυδημεί : in the n., or at the expense of the η., δηιιοσία. διιμοτελής, 2. m NATIONAL, εθνικός, 3. τοΰ έθνους or φύλου, κοινός, 3. 6, -η, το οίκοι, εγχώριος, έπιχώριος, 2. Α η. law, κείμενος or πά- τριος νόμος, 6 : an. custom, εγ- χώριος or έπιχώριος νόμος, 6. τα κατά την χώραν νόμιμα, τρό- πος επιχώριος, ό: an, matter, κοινού πράγμα, τό: η. song, κοι- νόν άσμα, τό : η. spirit, διάνοια V κοινή, διάνοια η πάντων τών ευ τ}/ πάλει : a η. feast, επιχώ- ριος, δημοτελης or κοινή εορτή, ■η : to celebrate it, πανηγύριζε ιν. η. (= state) religion, κοινοί θεοί, οι. ους η πόλις νομίζει θεούς : η. dress, έπιχώριος στολή, πα- τριώτις στολή, ή. στολή ή νο- μιζομενη. εγχώρια έσθής, η : η. dialect, ή έπιχώριος γλώσσα. ■ή κοινή or τών εγχωρίων διά- λεκτος. NATIONALIZE, πολιτείαν διδόναι τιν'ι. NATIVE, αυτογενής, εγγε- νής, 2. έπι- έγ-χώριος, αυτό- χθων, 6, ή. Ν. land or town, πα- τρίς, ίδος, η. πατρίς πόλις, ή : η. tongue, εγχώριος γλώττα, η. ιδία γλώττα, ή. NATIVITY. 1 Birth] Vid., and Compounds, e.g. place of one's n., see Birth-place, ή εις τό ζην κατάστασις (the coming into life). H In an astrological sense] γινεθλιαλογία, η. ωροσκοπία, η. αποτελεσματική, η. θεμ,α- τισμός, 6. To cast a η., θεμα- τίζειν. ώροσκοπεϊν. γενίθλια- λογεΐν : one who casts n.'s, ωρο- σκόπος, 6. Αποτελεσματικός, 6. (407) γενεθλιαλόγος. στοιχειωματι- κός, 6. NATURAL, adj. 1 Proceed- ing fm nature] φυσικός, 3. αυ- τοφυής, 2. ό, »j, τό φύσει or κατά φύσιν. φύσει υπάρχων, ούσα, ον, or γιγνόμενος or έγ- or παρα-γιγνόμενος, η, ον. εγ- γενής, 2. έμφυτος, 2. Ν. pro- pensities or indications of man, έπιθνμίαι φύσει παραγιγνόμε- ναι άνθρώπω : athg is or be- comes η. to me, φύσει υπάρχει or παραγίγνεταί μοί τι. έχω τι δεδομένον παρά της φύσεως, έμπέφυκέ μοί τι : to have a η. hatred or dislike for athg, φύσει μισεΐν τι. έμφυτόν τι μίσος έχειν κατά τίνος. *U Founded in nature] 6, ή, τό κατά φύσιν. αναγκαίος, 3. Ν. necessities, τά αναγκαία : a η. want, ή κατά φύσιν ένδεια : η. evil, αναγκαία κακά or πάθη : a η. death, 6 κατά φύσιν θάνατος, αύτόμα- τος θάνατος : to die a η. death, κατά φύσιν τελευτάν. U Ορρ. to ' artificial'] αύτο-φυής, ές, -φυ- τος, 2. φύσει υπάρχων, ούσα, ον. Α η. harbour, αυτοφυής λιμήν, ο : to have a η. bridge, διά της ίδιας φύσεως γεφυροΰσθαι. Also άπλοΰς, 3. αφελής, 2 (ορρ. to affected). ^\ According to the in- ner nature or peculiarity of a thing] αναγκαίος, 2 and 3. εί- κώς, νια, ός. δίκαιος, 3. It is η., εικός έστι. άναγκαϊόν έστι. έοικε : was it not quite η. that this should happen? ουχί πάσα ανάγκη τούτο γενέσθαι ; quite η. ! ε'ικότως γε, άμέλει ! that is η. enough, ob δη θαυμαστόν γε τοΰτο : it is η. I should do so, ανάγκη γε τοΰτο ποιεΐν με. και μην ποιητέον τε τοΰτο : the η. and necessary consequence then is, συμβαίνει έκ τούτων πράγμα άναγκαΐον και "ίσως εικός. ^[ Illegitimate] Vid. % Like na- ture, true to nature (of a represen- tation)] πιθανός, 3. ίϊ Miscel- laneous combinations] N. history, ή της φύσεως or τών φύσει γε- νομένων ιστορία : η. science, φυσική επιστήμη, ή. ή περί φύσεως ιστορία : η. philosophy, φιλοσοφία ή περί της τών πάν- των φύσεως : a η. philosopher, ό περί της τών πάντων φύσεως διαλεγόμενος : η. produce or pro- duction, φύσεως έργον, τό. τό φύσει υπάρχον or όν or γιγνό- μενον or πεφυκός. τό αυτομά- τως φύν : η. right or law, τά της φύσεως or κατά φύσιν δί- καια. NATURAL, s. See Idiot. NATURALIST, ό τα φυσικά σκοπών. 6 τά της φύσεως or τά περί την φύσιν εξετάζων, φυσιολόγος, 6. To be a η., το της φύσεως σκοπεϊν. See ' NA- TURAL philosopher,' under Na- tural. NATURALIZE. See Na- tionalize. NATURALLY, φύσει, κατά φύσιν. την φύσιν. To be η. strong, πεφυκέναι : to be η. weak, ασθενώς έχειν φύσει. NATURE, φύσις, ή. By or fm η., φύσει. τι)ν φύσιν. κατά φύσιν : to be strong or fortified by η., έχυρόν tlvui φύσει, αυτό καρτερόν ϋπάρχειν : to be by η., πεφυκέναι, and sts φΰναι (e. g. he is by n. wise, πέφυκε σοφός) : to be by n. disposed, the same with infin. (e. g. I am by n. disposed to do athg, πέφυκα or έφυν πράσσειν τι). After η., Κατά φύσιν : against or contrary to η., παρά φύσιν : well provided by η., ευφυής, 2 : athg has be- come a second n. to aby, συζή τί τινι. εις φύσιν και έθος κατ- έστηκέ τί τινι : to be in the η. of the thing, φύσιν έχειν: the law of η., φυσικός νόμος, b : a state of η., τό (κατά την φύσιν) άνήμερον. άγριότης, ητος, ή. τό άγριον. The kingdom or realm of η. (i. e. theichole visible ivorld), πάντα τά πεφυκότα or υπάρ- χοντα. NAUGHT. See Nothing. NAUGHTY. feBAD. NAUSEA. See Sickness. NAUSEOUS. See Disgust- ing, Disgustful. NAUTICAL, NAVAL, ναυ- τικός, 3. Ν. affairs, τό ναυτι- κού, τά ναυτικά: η. service, ναυ- τικά έργα,τά: a η. officer, ναύαρ- χος, 6. τριήραρχος, ό: an. war, ό κατά θάλατταν πόλεμος : a η. power, πόλις ναυτικώ χρω- μένη or τά ναυτικά έπιτηδεύ- ουσα or πόλις ή έπιμελυυμένη τοΰ ναυτικού : a η. force, ναυ- τικόν τό. ναυτικά, τά. ναυτική δΰναμις, ή. ναυτικός στρατός, 6 (n. army) : a η. expedition, ναυ- τικός στόλος, ο : a η. engage- ment or combat, ναυτικός or 6 εν ταΐς ναυσίν άγων. ναυμαχία, ή: η. victory, νίκη ή κατά θά- λατταν. νίκη ναυμαχίας, ή. ναυκρατία, ή : to gain or carry a η. victory, ναυσί κρατεϊν. NAVE, b ναός or νεώς. NAVEL, ομφαλός, b. To cut off the n. -string, τον όμφαλόν άποτέμνειν: in the form of a η., όμφαλοειδής, όμφαλώδης, 2: a rupture of the η., όμφαλο- κήλη, h (without ancient autho- rity), or έζόμψαλος, b. NAVIGABLE, ττλωτό?, 3. πλώϊμος and πλώσιμος, 2. ναυ- σίπορος and ναυσιπέρατος, 2. NAVIGATE, πλεΐν. πλουν ποιεΊσθαι. ναυτίλλεσθαι. ναυ- στολεΐσθαι. See to Sail. NAVIGATION, πλους, οΰ, ο. τό πλεΐν. ναυτιλία, η. ναυ- τική, ή. Also ναυτικόν, τό, or τά ναυτικά (pi.). Ν. advanced, πλωΐιιώτεοα ην, έγενετο (Th.). NAVIGATOR, ναύτης, ου, ο. ναυτικός άνήρ, b (g. tt.). θα- λαττουργός, b (that goes out to sea), b πλέων την θάλατταν, NAV NEC NEC or κατά την θάλατταν, or 6 πλέων, οντος. NAVY, ναυτικόν, το, ναυτι- κά, τά. ναυτικός στόλος, στρα- τός, ό. ναυτική δύναμις, η. Α state that has a η., ττόλις ναυτι- κό} χρωμένη or τά ναυτικά επι- τηδεύουσα. See FLEET. NAY. f No] Vid. % (Not only so) but more] See Moreover. και, και δή. Ν. even, και μην και. άλλα δη. και μεν ούν γε : far fm — nay even not, ούχ όπως — άλλ' ουδέ. t NEAR, f Adj. a) Of place] 6, ν, το πλησίον. See Neigh- bouring, at Hand, β) Of time] 6, 77, το όσον οϋπω (γιγνόμενος, ομίνη, όμενον), όσον ου (παρών, ούσα, όν). έφεστηκώς, υϊα, ός. γ) Of relationship] οικείος, 3. Α η., very η., relation, προσ- ήκων, εγγύτατα προσήκων, τω γένει. See Kin. [ Comparai. and superlat. πλησιαίτερος, -α'ι- τατος, -ίστερος, -εστατος. έγ- γύ-τερος, -τατος, άγχότερος (Hdt.). άγχιστος (Soph.).] Quite η., see Close. % Adv.] πλη- σίον, εγγύς, πάρεγγύς τίνος, σύνεγγυς τίνος and τινι. πέλας τινός and τινί. άγχι, άγχοϋ, άγχόθι, άγχίμολον, έγγύθι (poet.). [Comp. and sup. πλησι- αιτίρω, -τάτω: έγγυτέρω, -τά- τω, εγγιστα : ασσον, άσσοτέρω, άσσιστα: άγχιστα (-ον), άγχο- τάτω, άγχότατα. δι' ελάσσο- νος (at less distance).] Also άμφί, περί, προς, παρά (prepositions). *j\ To be near] πλησίον tlvai (of place), πλησιάζειν. εγγύς είναι (of time and place), παρεΐναι,μέλ- λειν εσεσθαι, and ίφεστηκέναι (of lime), άγχιστεύειν τινί (to be n. aby. Eur.). The sun is n. his set- ting, ηλιός εστίν επι δυσμαϊς : it was now η. sunset, ην ηδη εγ- γύς ηλίου δυσμών : to he η. the end of one's life, επι τελίοτρ του βίου είναι, μέλλειν άποθα- νεϊν : to be quite η., ύπόγυον είναι (at hand), εγγύτατα είναι. To he η. (= on the point of), εγ- γύς είναι τού (c. ififin.). παρά μικρόν Ιέναι, έ'ρχεσϋαι (c. infin.). ολίγου or ού πολλού δεϊν (c. infin.) : we w 7 ere η. heing made slaves of or subjugated, παρά μικρόν ηλθομεν άνδραποδισθη- ναι or ολίγου δεϊν ήνδραποδί- σθημεν : they were η. escaping, παρ' ολίγον διέφευγον (Th.) : I was η. heing conquered, its όλί- γον άφικόμην νικηθηναι (Th.) : he was so η. falling, παρά τοσού- τον εγένετο αύτω μη περιπέ- σει ν (Th.) : he was so η. dangei•, παρά τοσούτον ήλθε κινδύνου (Th.) : they were η. heing — , μικρού εόεον είναι (Χ.) : I was η. losingmy life, παρά μικρόν εδέησα άποθιινεϊν (Isocr.) : it was very η. being the ruin of them, ελαχίστου εδέησε δια- φθεϊραι αυτούς (Th.). See un- der Nearly. Not n. so (= far (408) fm being so), e. g. he is not n. so clever, πολλοΰ γε δεΐ πεπαιδεύ- σθαι ούτως. To bring η., πε- λάζειν: to bring athg η. to an object, προσφίρειν τί τινι (e.g. the light to the eye, του λύχνον τω όφθαλμω). To come η., to draw η., see' to Approach. H Close, saving] άκριβης,ές. See NEAR-SIGHTED, μύωψ, ωπος, ό, η. αμβλύς or ασθενής την όψιν. To be η., μυωπιά- ζειν. NEAR-SIGHTEDNESS,/xi/- ωπία, η. άμβλυωπία, η. NEARLY, εγγύς (in numeri- cal statements, quotations, S[c, e.g. εγγύς τριακοσίων), σχεδόν, σχε- δόν τι, παρά μικρόν, παρ' ολί- γον, μόνον ού, όσον ού. ολίγου δεϊν (as infin. absol.), also ολί- γου and μικρού (tvithout δεϊν). I am η. (or near) having, n. weep- ing, ολίγου δίω εχειν (Isoc), δακρύσαι (Dem.) : the horse n. threw him, μικρού έξετραχήλι- σεν αυτόν ό 'ίππος (ΑΓ.). These things are not so, nor n. so, εστί δ' ούχ ούτω τ«ΰτ' 'έχοντα, ούδ' ολίγου δεϊν : they are η. equal, ού πολλού δέουσιν ίσοι είναι. Ν. like, παραπλήσιος (3 and 2), παρόμοιος (2) τινι. εγγύς τι τείνων τινός. NEARNESS, τό εγγύς or πλησίον. See Neighbourhood. 1Ϊ Parsimony] Vid. H Nearness of kin] αγχιστεία, η. According ton. of kin, άγχιστίνδην (Solon). NEAT, adj. κομψός, 3. γλα- φυρός, 3. κόσμιος, 3. ευπρεπής, 2. NEAT (cattle), s. βόες, οι, al. NEATHERD, βουκόλος, ό. βούτης, ου, ό. NEATNESS,™ κόσμων, κομ- ψότης, ητος, η. τό κομψόν or κομψε'ια, η. γλαφυρότης, ητος, η, or γλαφυρ'ια, η. NEBULOUS. See Cloudy, Misty. NECESSARIES, άναγκαϊα, επιτήδεια, τά. The η. of life, τά its τον βίον άναγκαϊα or επιτήδεια, ui εις τον βίον άφορ- μαί : to be occupied in procuring for oneself the n. of life, είναι περί τά επιτήδεια. NECESSARILY, άναγκαίως. έζ ανάγκης, ανάγκη. NECESSARY, αναγκαϊος, 3 (g.t.). επιτήδειος, 3 and 2. The thing most η., τό κατεπείγον, τά αναγκαιότατα (pi.) : the η. things or objects, τά άναγκαϊα. See Necessaries. The η. pre- caution, ευλάβεια η προσήκου- σα : the η. zeal, δικαία η σπουδή : the η. number, ϊκανόν or επιτη- δειον τό πλήθος : it is η., «5ίϊ. άναγκαϊόν εστί. ανάγκη (εστί). χρη. κατεπείγει (is urgent) : it is by all means η., πάσα ανάγκη, παντελώς χρη : more than η., πλείω των αναγκαίων, περιτ- τός, 3 (adjectively). μάλλον τού δέοντος (adverbially) : it is not η., ούδεν δεϊ. NECESSITATE, άν αγκάζειν (g. t.). βιάζεσθαι. βία προσ- άγειν. See COMPEL, FORCE. n NECESSITOUS, ενδεής, ές. άπορος, άμήχανος,Ί. «See NEEDY, Poor. NECESSITY, ανάγκη, η. τό άναγκαϊόν. τό χρεών. To place aby under the η., άναγκάζειν τινά. ανάγκην επιθεϊναι or προ- θεϊναί τινι. άνάγκας προσφέ- ρειν τινί : I am under the η., ανάγκη εστί μοι. εις ανάγκην άφικόμην or ήλθον. ανάγκη εχο- μαι : to be a matter of η., έζ άνάγκιις είναι: it is quite a mat- ter of η., πάσα ανάγκη. Ν. has no law, άγων ού δέχεται σκη- ψεις (prov.) or άνάγκ-η και οι θεοί πείθονται. Ν. is the mo- ther of invention, χρεία διδάσκει, κάν βραδύς τις η, σοφόν (Eur.). α'ι χρεΐαι βιάζονται τολμάν (Antiph.). See Need, Want. NECK, il Propr.] αύχην, ένος, τράχηλος, ό. δέρη,η (poet.), λόφος, ό (esply of animals, and ivith ref to the yoke). $υ* Ac- cording to Aristot. αύχην is g. t. /oi'neck, throat; λάρυγζ, υγγος, ό, being the front part, στόμαχος, the back, wch he also calls επω- μίς, ίδος, η. De Anim. 10. See Throat. To break aby's n., έκτραχηλί'ζειν τινά : — one's own η., έκτραχηλίζεσθαι : to fall on aby's η., περιπτύσσειν τινά ταϊς χερσί (Luc), περι- βάλλειν τινά (PL), προσπί- πτειν τινί (Eur.), περιπτύξας ασπάζομαι τίνα (Pol.). With his η. in a halter, εν βρόχω τον τρά- χηλου έχων (prov., Dem.) : to flee, η. or nothing, προτροπάδην φεύγειν : η. and crop, άρδην, πρέμνοθεν: going through the η., διαυχένιος, 2 : on the η., επαυ- χένιος, 2. άμφίλοφος, 2 (poet.) : an iron collar to put round aby's η., τραχηλοκάκη, -η. With long η., μακραύχην, ό, η. μακροτρά- χηλος, 2. δολιχαύχην and δο- λιχόδειρος, 2 (poet.) : with short η., βραχυτράχηλος : with high η., ύψαύχην and ύψηλαύχην : a carrying the η. high, ύψηλαυ- χένεια or ία, η (Χ.) : with bull η., βυσαύχην (Xenarch.). ^[ Α neck of land] ισθμός, 6, also αύ- χην, ό, and ποδεών, ώνος, 6. ^[ The neck of a vessel] στόμα, τό. ποδεών, ώνος, ό. στρεπτός. ο. NECKLACE, 'ίσθμιον,' τό. όρμος, 6. περιδέραιον and περι- αυχένιον, τό. NECROMANCER,i//o X ayo)- γός, ό (that conjures spirits), νε- κρό- and νεκυό-μαντις, ό (later). Το be a η., έπάγειν δαίμονας, ψυχαγωγεϊν τους τεθνεώτας (PL). NECROMANCY, ψυχαγω- γία, η. δαιμόνων επαγωγή, η. νεκρό- and νεκυο-μαντεία, ή (la- ter). NEC NEG NEP NECTAR, νέκταρ, αρος, τό. Dropping η., νεκταροσταγής, ές (Eubul.). NECTAR-LIKE, NECTAR- OUS, νεκτάρεος, 3. νεκταρώ- δης, ες. NEED, s. χρεία, ν (opus). χρεώ, οΰς, η {only poet., rare in Λϋ.). χρ t os, τό. ανάγκη, η. See Necessity, απορία, η. See Want. A friend in η., φίλος kv τοις δεινοί? : if n. be, ην, αν, τι δέη, ε'ί τι δέοι, ε'ίπερ δεΐ. Το stand in η. of, to have η. of, δει μοί τίνος. δεϊσθαί τίνος or χρε'ιαν or χρέος έχειν τινός, εν χρεία είναι τίνος, γίγνεταί or εστί μοι or έχει με χρεία τι- νός. But what η. have you of me? άλΧά τίς χρεία σ έμοΰ (sc. 'έχει) ; (Eur.) To have fur- ther η. of (athg), έπι-, προσ δεϊ- σθαί τίνος, προσδεϊ μοί τίνος : there is is no η. of it, ουδέν δεϊ : there is great or much n. of it, παντελώς χρή or πάσα ανάγκη. See to Want. NEED, v. See ' to be or stand in Need of.' You n. not fear, ουδέν δεϊ φοβίϊσθαί σε or ού φοβητέον σοι, or Orel., e. g. ουκ εστίν ότου 'ένεκα (i. e. there is no reason why, 8f,c). NEEDFUL. See Necessary. NEEDLE, βελόνη, η. ραφίς, ίδος, η. ηπητριον, τό (esply for darning), άκέστρα, η {esply a packing-n.). A n.-case, ραφιδο- θήκη, ή : to thread a η., διεμ- βάλλειν or διιέναι {διίημι) ράμ- μα : in the form of a η., βεΧονο- ειδής, 2 : the eye of a η., η της ραφίδος οπή or τρυμαλιά. τό της ραφίδος or βελόνης τρήμα, κύαρ, ατός, τό (Hipp.). ^Needle {of the compass)] prps μαγνησία βελόνη, η. NEEDLE - WOMAN, άκέ- στρια, ηπήτρια, η. ή ράπτου- σα. NEEDLESS, ουκ αναγκαίος, περισσός, 3. To entertain a n. fear, άδεές δέος δεδιέναι {PL). NEEDLESSLY, ουδέν δέον. εκ περιουσίας. NEEDS, adv. άναγκαίως. εξ ανάγκης, ανάγκη. $|$" For n. must, n. will, the adv. is not ex- pressed in the Gr. unless it be em- phatic. NEEDY, ένδεής,ϊ. δεόμενος, 3. ενδεών έχων. χρηίζων (Horn.), χρεϊος, 2 (Tray.). NEFARIOUS, άβέμιστος, ανόσιος, 2. άσεβης, ές. Α η. deed, έργον άνόσιον, τό. άθεμι- στουργία, η. NEGATION, άρνησις, ή. άπό- φασις, η. See DENIAL. NEGATIVE, adj. άποφατι- κός, 3 (ορρ. to καταφατικός, Aristot.). στερητικός, 3 (of pro- positions, ορρ. to κατηγορικός, Aristot.). αναιρετικός, 3 (Diog. Σι.), αρνητικός, έξαρνητικός, 3 {denying). % As sidtst.] ρήμα άπυφατικόν, τό (n. word), θέμα (409) άπ. (η. proposition). To answer, &c. in the η., see to Negative. NEGATIVE, v. ου φάναι. άποφάναί or άποφάσκειν. άνα- νεύειν. άρνεΐσθαι, άπαρνεΐσθαι, έξαρνεΐσθαι (aor. pass.), έξαρ- νυν είναι. NEGLECT, ν. άμελεϊν τίνος (or infin., sis with του), παρ- and κατ-αμε\εΐν τίνος, άμελώς έχειν τινός or περί τι. όλιγω- ρεΐν, παρ-, κατ-ολιγωρεϊν τίνος, όλιγώρως έχειν τινός (with no- tion of slighting) , also παρ-, περί-, ΰπερ-οράν τι. καταβλακεύειν τι (treat carelessly), καταρραθυ- μεϊν (miss fm carelessness), also καταργεΊν (e. g. τους καιρούς, Polyb.), and άπορραθυμεΐν τί- νος, πάρα- and έλ-λείπειν, παρ-, άφ-, μεθ-ιέναι τι. ού χρησθαί τινι. Το η. in a calculation, πάρα-, δια-λείπειν : to η. the opportunity, προϊεσθαι τον και- ρόν, ύστερείν, -ΊΧ,ειν του και- ρού : to η. one's duty, μεθιέναι (or simply ού) τα δέοντα πράτ- τειν. έλλείπειν του δέοντος, εν τω έργω έλΧείπειν (Isocr.). ραδιουργεΐν. ραθυμεϊν. Neg- lected, ημελημένος, 3. ατημέ- λητος, 2, and άτημελής, ές. άν- επιμέλητος, 2. αθεράπευτος, 2. NEGLECT, S. αμέλεια, η (g. t.). άθεραπευσία, η. ολιγω- ρία, η. άτημέλεια and -ία, η. NEGLECTFUL, αμελής, 2. όλίγωοος, 2. See NEGLIGENT. NEGLIGENCE, άνεσις, h. τό άνειμένον. αμέλεια, η. ολι- γωρία, όλιγώρησις, ή. ραδιουρ- γία, βλακεία, ή. έπισνρμός, 6. See Carelessness. Ν. of style, ή της λέξεως πλιιμμέλεια. NEGLIGENT, αμελής, άτη- μελής, ές. όλίγωρος, 2. άνει- μέυος, 3. μεθήμων, ον. ράθυμος, 2 (light and hasty), ουκ ακριβής, 2, and σεσυρμένος, 3 (not accu- rate). To be η., άμελεϊν. ραθυ- μεϊν. ραθύμως έχειν. βλακεύ- εσθαι : to be η. in athg, άμελεϊν τίνος, άμελώς or άτημελήτως έχειν τινός or περί τι or προς τι. άμέλειαν ποιεϊσθαί τίνος, όλιγωρεΐν τίνος. See CARE- LESS. NEGOTIATE, διαπράττειν (and mid.), χρηματίζειν (and mid.; with aby about athg, προς τίνα περί τίνος), λόγους προσ- φέρειν τινι περί τίνος, πράτ- τειι/ τι προς τίνα. συναλλάσ- σειν τινί τι (esply of money -mat- ters), πρεσβεύειν τι (as ambas- sador). To η. by a herald, έπι- κηρυκεύεσθαΐ : to η. a peace, λό- γους προσφέρειν περί ειρήνης or περί σπονδών : to η. a mar- riage, προξενεϊν γάμον : to η. a bill of exchange, δι-, έξ-εμπο- Χάν. NEGOTIATION, λόγοι, ο\. χρηματισμός, 6. χρημάτισις, η. ομολογία, η. Ν. by herald, έπι- κηρυκεία : to open or enter into a n. with aby, εις λόγους συνελ- θεΐν τινι. ίέναι εις λόγους τινί, λόγους προσφέρειν τινί. πέμ- πειν προς τίνα or έπικηρυκεύ- εσθαί τινι (if by an envoy or a herald, £[c). NEGOTIATOR, διάγγελος, b. προξενητής, οΰ, b. πρόξενος, b. μεσίτης, ου, b. πρεσβύς, b. Ν. of a peace, διαλλακτής, ού, b. b προσφέρων λόγους περί της ειρήνης : to act the part of a n., μεσιτεύειν. NEGRO, Αιθίοψ, οπός, b. μέλας άνθρωπος, b. μελάμβρο- τος, b (Eur.). ΑΊΘιοπίς, ίδος, ή, and μέλαινα γυνή, η (fern.). Α η. slave, ό εκ της Αιθιοπίας δού- λος. NEIGH,v. χρεμετίξειι/.φθεγ- γεσθαι. φρυάσσεσθαι (to neigh, whinny, and prance), μιμίζειν. NEIGH, S. χρεμέτισμα, τό (as sound), φρύαγμα, τό. NEIGHING (the act of), χρε- μετισμός, b. τό χρεμετιζειν. μιμιχμός, b. NEIGHBOUR, f One who is or lives near us] b πΧησίον or πέλας (g. t.). γείτων, όνος, b. πάρ-, πρόσοικος, b (that lives near us), όμορος, b. πλησιό-, πρόσ-χωρος, and άστυγείτων, όνος, b (with ref to the frontier), παρακλίτης, ου, b (that sits neat to us at table). Opposite η., διά- Χαυρος, b, η '. to be aby's n., γειτνιάζειν, γειτονεύειν τινί (g. t.). παροικεϊν τινι. πλησίον υ'ι- κεϊν τίνος (with ref. to dicelling). ομορεϊν (ivitJi ref to the frontier) . παρακαθησθαί tiih (to sit next to one). παρακατακλίνεσθαί (pass.) τινι (at table). NEIGHBOURHOOD, f Vi- cinity] γειτονία, γειτνίασις,γει- τόνησις, γειτοσύνη, η. γειτόνη- μα, τό. τό όμορον. In the η., πλησίον, εν γειτόνων : fm the η., εκ γειτόνων. ^[ As collective notion (rr the tieigJibours)] οι πλη- σίον ο'ικούντες. οι πάροικοι or παροικούντες. γειτνίασις, η. f) περιοικίς, Ίδος (sc. γη). NEIGHBOURING, γείτων, ό, η. Partcp. of γειτνιάν, γει- τονιάν, γειτονεϊν, γειτονεύειν, γειτνιάζειν.γειτόσυνος,2. γειτ- νιακός, 3. ο, ή, τό πλησίον, πάροικος, πρόσοικος, 2, and περίοικων, ούσα, ονν, also περι- and πλησιό-χωρος, 2. όμορος and μεθόριος, 2. The η. nations, οι πέριξ οϊκούντες. NEITHER, ούτε, μήτε. See Nor. Ν. — nor, οΰτε — οίίτε. μήτε — μήτε : η. — nor yet, οίίτε — ουδέ. μήτε — μηδέ. TJ Adj.] Ν. of the two, ουδέτερος, μηδέτερος, 3 : on η. side, ούδ-, μηδ-ετέρωσε : in η. way or wise, ούδ-, μιιδ-ετέρως. ξ^§° The dis- tinction betu-een ού and μή holds in these compounds also. See un- der Not. NEPHEW, άδεΧφιδους, οΰ, ό. άδελφόπαις, παιδος, b (Dion, Η.). NER NERVE, s. νεΰρον, τό (sineiv ; @5J* of the nSs, in the modern sense, as organs of sensation, only after Aristot.). NERVE, v. νευροϋν. See to Brace, Strengthen. NERVOUS. *ff Sinewy] ivo- ειδής, νευρώδης. 2. έντονος, 2. ρωμαλέος, 3 (= strong). Α η. Style, 77 των λόγων δεινότης. ^| Of or relating to the nerves] vt υ- ρώδης, 2, νευρικός, 3, or Crcl. tvith gen., e. g. the n. system, τό των νεύρων σύστημα : a η. fe- ver, η των νεύρων νόσος πυρε- τώδης : a η. complaint, ή τών νεύρων ατονία. ^[ Weak in the the nerves] άτονος περί τά νεύρα. U Fig. — easily frightened or ex- cited] εύπτόητος, 2 (PluL). NERVOUSNESS, 77 τών νεύ- ρων ατονία. NEST, καλιά, ?7, and σκηνή (as abode for birds), νεοττιά, -η (the n. and the young). To build a η., κατασκεύαζε ιν καλιάυ or σκηνήν. νεοττεύειν. A bee's n., άνθρήνιον, τό (and wasp's n.) : a wasp's η., σφηκιά, η: a vulture's n., γυπάριον, τό. NESTLE, έννεοττεύειν,νεοτ- τείαν or νεοττιάν ποιεΐσθαι (εν τοπω τινι or περί τίνα τόπον, in a certain place). N.-ing, νεοτ- τος, ο. νεόττιον, τό. NET, s. δίκτυον, τό (of fisher- men and hunters). άμφίβλη- στρον, τό, and σαγήνη, η (α large drag-net for fishing), λίνον, τό, and θήρατρον, τό (chiefly for hunting). έπίσπαστρον, τό (of bird-catchers), ίίρκυς, υος, fi (a hunter's n. Trag. and Χ.), ϊρ- κος,τό (poet.), πλεκτή, ή. πλέγ- μα, τό. νεφέλη, -η (a fine n.). To make a η., ΰφαίνειν or πλέ- κειν δίκτυον, θήρατρον : a well- made η. ιικτυον ευ περιπε- πλεγμένον : to cast out n.'s, δί- κτυα άφιέναι and τείνειν: to set a η., δίκτυα ίστάναι or τεί- νειν : to spread tbe n.'s, έκπεταν- ννναι, άνασπάν τά δίκτυα : to surround athg with n.'s, δικτύοις καταπεταννύναι τι : to fall into a η., έμπίπτειν εις δίκτυον : to allure or draw aby into aby's n.'s, εμβάλλειν τινά εις τά δίκτυα τίνος : in the form of a η., δι- λτυώδης, 2. δικτυωτός, 3. άα- φίβληστροειδής, ες : serving for a η., άμφιβληστρικός, 3 : a line of n.'s, όρκυ-στασία, ή, and -στάσιον, τό : surrounded with a line of n.'s, άρκύστατος, 2 : to watch n.'s, άρκυωρεΐν : a watcher of n.'s, άρκυωρός, 6 : edge of η., άκρολίνιον, τό : up- per part of η., σαρδόνιον, τό : cord at top of η., έπίδροαος, 6. περίδρομος, 6 (by well the n. is closed). Art of hunting with n.'s, έρκοθηρευτική, -η. Net-fishery, άμφιβληστρευτική, -η. ; NETMAKER,τι- φυής, ές : to make η. demands, ■7Γι->οσαιτεΐ,ν άλλα : a η. resource is needed, προσδεϊ πόρου. Το make η., καινούν, καινοποιεΐν, καινουργεΐν. νεοπυιεϊν. νεο- χμοΰναηά-ϊζειν. «See Innovate and Renew. To begin some- thing n., cut into a n. vein, και- νοτομεϊν : to do n. things, και- νοπραγεΐν : the house has some- thing n. about it, και τι καινίζει στέγη (Soph.). NEW-FANGLED, καινοπρε- πής, ές. καινότροπυς, 2. καινο- φραδής, ές, and καινό-λεκτος, -φωνος, 2 (of words or language). To speak in a n. manner, καινο- πρεπεστέρως λέγειν (Aristot.). καινουργεΐν λόγον (Eur.) : to make η. prayers, καινίζειν εύχάς (Eur.). NEW-FASHIONED, καινό- τροπος, πρόσφατος, 2. Kuivtp τρόπω or κατά καινόν τρόπον έξειργασαένος, 3. NEW-MOON, i/ou/tniwie κατά σελήνην, 77. See Moon. NEW-YEAR, τό νέον έτος. With the η., άρξαμένυυ του έτους : n.'s day, ή πρώτη του έτους ημέρα : n.'s gift, έπινομίς, ίδος, 77. NEWLY, άρτίως. καινώς. πρόσφατον and προσφάτως, νεωστί, and by compounds with νεο-, καινό-, άρτι-. See RECENT- LY. NEWNESS, καινότης, ijtos, ή. τό καινόν. καινοπρέπεια, η. τό νέον. NEWS, τό νέον, τό νεώτερον. τό καινόν. πράγμα νέον or και- νόν, τό. τό νεωστι ξυμβάν. What is the η.? τί καινόν; τί νεώτερον γέγονε or ζυνεβη ; is there any η.? γίγνεται or λέ- γεται τι καινόν; good η., εύαγ- γέλιον, τό : to sacrifice in thanks- giving, crown aby in reward, for good η., ευαγγέλια θύειυ, στε- φανονν or άναδήσαί τίνα : bring- ing good η., εύάγγελος, 2 : to bring good η., εύαγγελιζεσθαι : bringing bad η., κακάγγελος, 2 : to bring bad η., κακαγγελειν : η. is got or transpires of aby, έξάγγελτος, έκπυστος γίγνε- ται τις : this is no η. to me., προσδεχομΐνω γεγένηται τού- το. For other phrases see under Information, Intelligence. NEWSMONGER, λογοποι- ών, ουντος, ό. 6 ττλάττωι/ λό- γους. λογοποιός, 6. To be a η., λογοποιεϊν. NEWSMONGER1NG, λόγο- NEW NIN NO ποιΐα, η. ^ As adj.] Χογοποι- ητικός, 3. NEWSPAPER. Crcl.by 'εφ- ημερίδες, αι. NEWT, σκόρδυλος, 6. NEXT. See superlatives of Near, έχόμενος, 3 (standing or being tlie n. to), or έγγυτάτω ων, ούσα, όν. προς and επί (dat.), παρά (ace), ό, tj, το έξης and εφεξής (of place, time, and rank), πρώτο? μετά τίνα (of rank and in time). Also δεύτε- ρο? μετά τίνα. To be η. to — , εχεσθαί τίνος, δέχεσθαί, ύπο- δίχεσθαί τίνα : η. spoke, εκ- or δια-δεξάμενος ελεγεν. έξεδέξα- το ειπείν : the η. day, ήμερα η έξης or έφεξης or επιοϋσα or έπιγιγνομένη. δευτερα'ια,η: the η. following, επόμενος, 3. έπι- γιγνόμενος, 3. ϊγγυτάτω καθ- ιστάμενος, 3. Ν. of kin, see Kin. NIB, s. See ' Bill of a bird.' NIB, v. See to Point. NIBBLE, τρώγειυ, περί-, δια-τρώγειν τι. παρατρώγειν, παρεσθίειν τινός, χυαύειν. NICE. iT Delicate] λεπτός, 3. κομψός, 3. γλαίβυρός, 3. επί- χαρις, ι (gen. ιτος). Affectedly η. (prudish), βαυκός, 3: to be so, βαυκί'ζειν. ΤΙ Accurate, exact] Vid. if Critical (of danger)] Vid. IT Dainty] Vid. NICETY, "fl Accuracy, exact- ness] Vid. With η., ακριβώς, επιμελών : with the greatest n., ακριβέστατα, πάση επιμέλεια: η. in calculation, of style, &c, ακριβολογία, -η. ί[ Delicacies, dainties] Vid. NICK,s. % Notch] Vid. Jf Exact point of time] καιρός, 6. In the very n. of time, εν καιρώ, εις καιρόν, εις δέον. εις άρτί- κολλον (jEschyl.). NICK, v. f To notch] Vid. ΤΪ To hit] Vid. t To cheat] Vid. NICKNAME, γελοϊον όνομα, τό. yeXoict επίκλησις or προσ- ωνυμία, ή. NIECE, άδελφιδη, η. NIGGARD, κίμβιξ, ικος, 6. γνίφων, ωνος, 6 (as propr. name of misers in comedy), μικρολό- γος, 6. κΐ'ΐπός, 6, ή. To be a η., κιμβικεύεσθαι. μικρολογεΐ- σθαι. NIGGARDLY, μικρολόγος, 2. ακριβής, 2. κνιπός, 2. γλί- σχοος, 3. κίμβιξ. ικος, b, η. NIGGARDLINESS, κνιπεία, κιμβικεία, η, μικρολογία, η. ακρίβεια, η. NIGH. See Near. NIGHT, νύξ, νυκτός, ν- At η., κατά την νύκτα, εν νυκτί, νυκτός, νύκτωρ. έκ νυκτός : by day and η., νύκτωρ και μεθ' νμεραν : that happens at η., νυκτερινός, 3 : to pass the η., νυκτεηεύειν : to he or stay up during the η., άγρυπνεϊν την νύκτα : to wake the whole n., παννί'χίζε ιν : dead of η., νύξ (41 1) πολΧη or βαθεΐα. σκότος πολύ : in a dark η., πολλής νυκτός ού- σης, σκότους πολλού : until late at η., εις νύκτα βαθεΊαν : it is getting η., νύξ or σκότος γί- γνεται : η. is approaching whilst athg is going on, νύξ έπιγίγνε- ταί τινι : one that works by n., νυκτερευτης, οΰ, b. νυκτερεύων, οντος, 6 : the η. through, διά νυκτός, την νύκτα. ξβΙ§" In many cases, compounds with νυκτο-, νυκτι-, and νυκτερο-, are formed to convey the notion of ''doing, Qc. athg at night,'' e.g. to travel at n., νυκτοπορεϊν : travelling at n., νυκτοπόρος, 2 : travelling at n., a march during η., νυκτοπορία, ή : to write at η., νυκτογραφεϊν : that goes out at n. for provender or food, νυκτερόβιος, 2. νυκτι- νόμος, 2: a combat which takes place at η., η εν νυκτί or κατά την νύκτα μάχη. νυκτομαχία, η : one that goes out hunting at η., νυκτερευτή$, οΰ, b. νυκτο- θηραι, ών, ol (Χ., pi.) : a hunt at η., νυκτερεία, η. η κατά την νύκτα θήρα. NIGHT-HAWK, NIGHT- JAR (nocturnus accipiter), χχλ- κίς, ίδος, η, and κύμινδις, b (Ion., prob. not η), χαλκίδα κικλη- σκουσι θεοί, άνδρες δε κύμινδιν (Horn. II. 14, 291). Also νυκτι- κόραξ, ακος, b (Aristot.). NIGHT-MARE, πνιγαλίων, ωνος, ο. εφιάλτης, ου, ο. ηπιά- λης, ητος, b (Sophron.). NIGHT-SHADE, στρύχνος and τρύχνος (Theocr.), b and η. στρύχνον, τό (στρύχνη, ν, is doubtful in Diosc). NIGHT-STOOL, σκωραμίς, ίδος, η. λάσανον, τό. έδρα, η (fm the context). NIGHT-WATCH. ^ The act of watching] νυκτυφυλακ'ια, η. To have or be on the η., νυκτο- φυλακείν. "f[ TL• person icatch- inq] νυκτοφύλαξ, ακος, b. "NIGHTINGALE, αηδών, όνος, η. φιλομηλα, ας, η (mythol. and poet.). NIGHTLY, νυκτερινός, 3. ό, η, τό της νυκτός or εν τη νυκτί (γενόμενος). See under NlGHT. NIMBLE, εύχερύς, 2. ευκί- νητος, 2. δεξιός, 3. ελαφρός, 3. ταχύ?, εΐα, υ. ΝΙΜΒΙ,ΕΝΕ88,εύχε>εια,εύ- κινησία, η. δεξιότης, ελαφριά, ταχυτης, η. ΝΙΝΕ, εννέα, θ' (as figure). The number η. (subst.), έννεάς, άδος, η. During η. days, εννέα ημέρας, δι' εννέα ημερών : that lasts η. days, of η. days, εννέα ημερών : η. years old, ένναέτη- ρυς, 2. ενναετης, ες. ινναέτις, ιδος (fern.), 'έτη έχων (ούσα, ον) εννέα (n. years old), εννέα ετών (of η. years, or η. years of age), δι εννέα ετών (lasting η. years) : a space of η. years, έν- ναετηρ'ις, ίδος, η : of η. months, έννεάμηνος, 2. μήνας έχων (ού- σα, ον) εννέα (n. months old) : δι' εννέα μηνών (lasting nine months) : nine times, έννάκις : η. cubits long, wide, &c, έν- νεάπηχυς, εως, (neutr.) υ : η. stories high, έννε άστεγος, 2 : that has η. corners, έννεάγωνος, 2 : η. fold, έννεαπλάσιος, 3 : of η. syllables, έννεασύλλαβος, 2 : of η. voices, έννεάφωνος, 2. εννεάφθογΊος, 2 : twenty-n., εί- κοσι εννέα or εννέα και ε'ίκοσι or τριάκοντα δέοντα ενός or δέοντος ενός (similarly thirty-n., (jfc.) : η. hundred, εννακόσιοι or ένακόσιοι, 3 : η. thousand, έννα- κισχίλιοι. β (as figure) : the η.- hundredth, έννακοσιοστός, 3 : the n.-thousandth, έννακισχιλιο- στός, 3. NINEFOLD, έννεαπλάσιος, 3. NINETEEN, έννεακαίδεκα or ε'ίκοσι δέοντα ενός or δέοντος ενός. ιθ' (as numeral sign). The cycle of n. years, έννεακαιδεκα- ετηρίς, ίδος, η. NINETEENTH, έννεακαιδέ- κατος, 3. δέκατος έννατος, 3. εν- νατος έπι δέκα. On the η. day, έννεακαιδεκαταΐος, 3. NINETIETH, ένενηκοστός, 3. NINETY, ενενηκοντα. ? (as numeral sign). Ν. times, ένενη- κοντάκις : η. years old, ενενη- κονταετής, ές. ένενηκοντ-ούτης, ου, ο, -οϋτις, ιδος, η. NINTH, εννατος or 'ένατος, 3. For the η. time, τό εννατον : on the η. day, ένναταίος or ενα- ταΐος, 3 : one η., or the η. part, έννάτη or ενάτη μερίς, η. NINTHLY, εννατον or τό εννατον or ένατον. NIP. 1 To pinch] Vid. To η. off, άποκν'ιΧ,ειν, περικνίζειν. «υ With refi to the effect of cold] Crcl. by άποκαίεσθαι or μαραί- νεσθαι υπό φύχους and άπο- σκληναι. % Fig.] Το η. in the very bud (= in its very origi?i), ευθύ γεννηθέντα εξαλε'ιφειν. NIPPERS. See Forceps. NIPPLE, θηλή, h. τίτθιον, τό. NITRE, νίτρον, τό. NITROUS, νιτρίτης, ου, b. νιτρΐτις, ιδος, η. νιτρώδης, 2. NO, ου, ουκ, ουχί. ουδαμώς, μά Δία, or (ivhen fulloived by a vowel) μά ΔΓ. <$tr But usually with repetition of the foregoing verb, e.g. have you done this? is it you that has done this ? apa σύγε επο'ιησας ταύτα ; no ! ούκ εγωγε. ούκ έποίησα. As an- swer to a demand, no is expressed by μη, μη γάρ, μηδαν,ώς. No, nor — , ουδέ. See Nor. To say no, ού φάναι. άρνεϊσθαι. No, thank you, κάλλιστα. NO, adj., NONE, adj. and s., ουδείς, μηδείς, δεμία, δέν (dif- fering as ού and μη: see Not). And, only substantively, ούτις, μν- Tts, τι. par In elliptical prohibi' NOB NOM NOR tions, such as no delay! μη τριβάς (sc. εμβάλλετε) : no excuses ! μή μοι πρόφασιν. See NOBODY, Nothing. No' man can do this, ούδ' αν εις ποιήσειε τούτο. §g?* With added particles of place or or time, ever, anywhere, and also any, even, the negation is repeated, e.g. none ever, ουδείς ούπώποτε (ουδέποτε) : none anywhere, ου- δείς ούδαμοϋ : and so when fol- lowed by ' or,' e. g. none said or did athg of the kind, ουδείς ούδ' εΤπεν, ούδ' ηκουσε τοιούτον ου- δέν : the rest of non-existent things have no relation whatever to anybody, anywhere, in any sort, τάλλα των μη όντων οϋδενΐ ούδαμή ουδαμώς οΰδεμίαν κυι- νωνίαν έχει (Ρ Ι.) : there is none who — not (or but — ), ουδείς όστις ου, where όστις conforms itself in case to ουδείς, as if the phrase were one word, ace. ούδένα όντινα ου — , gen. ούδενός Οτου οϋ, S[C : they say there was none, e.g. that did not turn away in tears, οϋδενα φασίν οντιν ου δακρύοντ άποστρέφεσθαι (Χ.). None but (= except), ουδείς άλ- λος η or πλην — , or express by its equivalent alone, only, e. g. none but the father, μόνος 6 πα- τήρ. ggf• Where we use no at- tributively, the Gr. often uses the simple negative oh (μή), e. g. I have no money, ουκ έχω άργύ- ριυν : to have no understanding, μη έχειν νουν : but the Gr. is also fond of repeating the negative, either in the adverbial or in the adj. form ; thus, no harm shall happen to you, οϋ πείσει κακόν ουδέν : there will be no contra- diction, οϋδεν άντειρησεται or οϋκ άντειρησεται ουδέν: none of us even thinks of it, ουδείς ημών οϋό' επιμελείται : at no place, see Nowhere : from no place, οϋδ-(μηδ-)αμόθεν : to no place, οϋδ-(μηδ-)αμη : at no time, see Never : in no way, ονδ- (μηδ-)αμώς and -μη. ου πως (μη πως), οϋκ εσθ' 'όπως : in no manner or wise, ουδαμώς, μηδα- μώς. οϋκ εσθ' 'όπως (όπη) : by η. means, ήκιστα. οϋδ' όπως and οϋδ' οπωστιοΰν. πώμαλα (AM., not a whit), οϋμενοΰν : on no ac- count, οϋ πάνυ. οϋδ-, μηδ-αμώς : nay, upon no account, μήτοι, μήτυιγε : no more, οϋκέτι. μη- κέτι : no more (just as little), οϋ μάλλον. NOBILITY, ευγένεια (of birth and sentiment), γενναιότης, ητος (of sentiment only), and αρετή, η. Ν. of ancestry, άζίωμα προγό- νων, τό. To be tattooed is a mark of η., το μεν έστιχθαι ευ- γενές (Hdt.). t As rank, in the modern sense'] oi γνώριμοι or oi πρώτοι εν τη πάλει, οι καλο- κάγαθοι, also oi εύπατρίδαι, oi άριστοι. NOBLE, adj. Τ| With ref. to birth, rank, Qc.] ευγενής, 2. εύ- (412) πατρ'ιδης, ου, 6. Ν. descent, ευγένεια, η : I am of η. descent, καλός ε'ιμι τό γένος or γονέων ε'ιμι αγαθών. ΤΤ With ref to sentiment, nobility of the soul, or of an act} ευγενής, 2. γενναίος, 3 (g. tt.). καλός, 3. καλός κάγα- θός, 3. NOBLE, NOBLEMAN, άνηρ ευγενής or γνώριμος or 'έντιμος, 6. ευπατρίδης, ου, 6. NOBODY, ουδείς or μηδείς, δενός, 6. ουτις, m?jtis, τινός, ο. I have seen η., ούχ έώρακα οϋ- δενα. See No, No one. NOCTURNAL, νυκτερινό*, 3. 6, ν, τό της νυκτός or εν Ttj νυκτί (γενόμενος). NOD, s. νεΰμα, τό. To make a η., σημαίνειν. έπινεύειν : to give aby athg to understand by a secret η., νεύματι ά<μανεϊ χρώ- μενον δηλοϋν τινί τι. See Hint. NOD, V. νεύειν, νεύματι χρη- σθαι. τ?7 κεφαλή νεύειν, νευ- στά'ζειν, or διανεύειν. Το η. (by way of j approbation, επινεύ- ειν τινί : to η. (in drowsiness), νυστάζειν. NODDY, κέπφος, b (gull), μαμμάκυθος, 6. βερέσχεθος, 6 I (Aristoph.). NODE, άμμα, τό. άψίς,ϊδος, Ι τι (astron. t). See Knot, also Lump, Tumour. NODOSITY. See Κκοτ and Lump. NOISE, θόουβος, 6, and u/o- j φος, ό (g. t.). θροΰς, οΰ, ό (n. of ! voices), όχλος, ό, and ταραχή, \ η (of a turbulent multitude). To make a η., θόρυβον ποιεΐυ and ποιεΐσθαι. θορυβεΐν. κινεϊν or ; 07τοτελεΓί> θόρυβον or ψόφον. j See Alarm. NOISE abroad. See to Di- ! VULGE. Κ018ΕΙ ί Ε$$,αφωνος,2(ιι•ία- out sound), καθ' ήσυχίαν γιγνό- μενος, 3 (silent), άψοφυς, άψό- φιίτος, 2 (poet.). NOISELESSLY. FmtJieAdj. ηρέμα, άτρέμμς. ηοεμί, άτρεμ'ι. NOISOME. See Offensive. NOISY, θορυβώδης, ταραχώ- δης, 2. όχληρός, 3. NOMADE, νομάδες, oi (pi.). Of or like n.'s, νομαδικός, 3: the custom or fashion of n.'s, to vo- μαδικόν: after the custom of n.'s, νομαδικώς. NOMADIC, νομαδικός, 3. NOMENCLATURE, b των ονομάτων κατάλογος. NOMINAL, κατ' όνομα, όνο- μαστί. εκ του ονόματος, ονό- ματι, λόγω, πρόφασιν (fig. — by ivaxj of pretext). NOMINALLY. E.g. to ex- ist η., ονόματι or λόγω είναι. NOMINATE, άπο-, άνα-δει- κνύναι. άναγυρεύειν. άποφαί- νειν. See Appoint. NOMINATION, άπό-, άνά-, δειζις, άναγόρευσις, η. See AP- POINTMENT. NOMINATIVE, η εύθεΐα or ορθή (πτώσις). τ) ονομαστική πτώσις. NONAGE. See Minority. NON-APPPEARANCE (le- gal t.), τό μή άπαντάν επί την δίκην or προς τους δικαστάς. Ν. of the party sued, φυ^,οδικία, ή : η. of a witness, Χιπυμαρτύ- ριον, τό. See the phrases under Contumacy. NONE. See No. NONENTITY, τό ουδέν, ενός. τό μηδέν, ενός. τό οϋκ όν or μη OV. τό μη υπάρχον. NONEXISTENCE, το οϋκ είναι, τό μή είναι, ανυπαρξία, ΝΟΝΡ Α ΥΜ ΕΝΤ. Crcl. with ύπεοήμεοον γίγνεσθαι. NONPERFORMANCE, πα- ρά-, εκ- ελ-λειψις, ή. NONPLUS, απορία, ή. Το be at a η., ίσχεσθαι. άπορεϊν. εν άπόρω είναι. είς άπορον καταστηναι : to put to a η., εί? άπορίαν or άπορον καθιστάναι τινά. NONRESIDENCE, αποδη- μία, ή. See Absence. NONSENSE, Χήροι, oi. φλή- ναφοι, oi. φλυαρία, f). υθλος,ό. To talk η., Χηρεΐν. φΧυαρεΐν. ΰθλεϊν. Ν. ! or, you talk η., οϋδεν λέγεις. NONSENSICAL, Χηρώδης, ες. See Absurd. NONSUIT, άπείργειν του βήματος (put out of court), or άπελαύνειν τους διαδικαζομέ- νους. To be n.-d, μή λαγχάνειν δίκην (not to get leave to commence the suit), ήττάσθαι δίκην (to lose 07ie's cause). NOODLE. See Noddy. NOOK. See Corner. NOON, μέση ημέρα, r). τό μέσον της ημέρας, ημέρα μεσοϋ- σα, τ). At η., κατά την μεσημ- βρίαν : 'tis high η., μεσημβρία ϊσταται (PL): to do athg at η., μεσημβριάζειν, -ίζειν. to sleep at η., μεσημβριάΐυντα ευδειν (PL). NOONDAY, NOONTIDE, adj. μεσημβρινός, 3. b, τ), τό κατά την μεσημβρίαν. NOOSE, βρόχος, ο. αγκύλη, r). άρπεδόνη, ή (Χ.). To draw together the η., έπισπάν τον βρόχον : aby puts his neck into a η., εν βρόχια έχει τις τον τρά- χηλον. NOR. Not — nor, οϋ — οίτε (μη — μήτε) : neither — , η. — , οίτε — , οϋτε — (Μ^τε — , μιίτε — ) : neither — , η. — , no, η. yet (— and a/so not), ούτε — , ούτε — , ουδέ (ουδέ γε, ούδ' αϋ) : not — , η. yet — , οϋ — ουδέ (μή — μηδέ) : not even (or not — either) — , no, n. yet, ουδέ — ουδέ (μη- δέ — μηδέ). §ξ$* ουδέ — ούτε in Attic is doubtful, and will be better avoided. See under Not. NORTH, S. τά προς άρκτον. τά βόρεια. Fm the η., βορέηθεν. βόρραθεν (Att.) : exposed to the NOR n., προσβόρειος, 2. πρόσβορρος, 2 (Eur.) : somewhat exposed to the η., ύποπαράβορρος, 2 (Theo- phr.). ■ NORTH, NORTHERN, adj. αρκτικός, άρκτωος (poet.), βό- ρειος, 3 and 2. b, ?';, το εν τοις προς άρκτου, προς άρκτον or βορέην άνεμον τετραμμένος, 3. The η. sea, η προς άρκτους θά- Χαττα. ωκεανός ο προσάρκτιος : n. star, άρκτος, 6 or ή : η. wind, βορέας,ου. βόρρας, ου, 6 (Att.): a η. wind, άνεμος, 6, απ' άρκτου φερόμενος : the η. side, προς άρκτον. NORTH-EAST, -EASTERN, προς άρκτον τε και την ήλιου άνατολήν. Ν. wind, καικίας, ου, 6. Στρυμονίας, ου (prps Ν.Ν.Ε.). NORTHWARDS, προς άρ- κτον. προς βορίαν τινός (Thuc.). βορέηνδε (poet.) NORTH-WEST, Ν- WEST- ERN, προς άρκτον τε καί ηλίου δυσμάς. NOSE, ρις, ρινός, η. μυκτήρ, ηρος, 6 (snout, nostril), ρώθων, ωνος, ό (poet.,plur. ''the nostrils' 1 ). The tip. of the n., το της ρινός άκρον, άκρα ρις, ή : bridge of the n., ράχις η της ρινός : a flat or snub n., σιμή ρις •. that has such a n., σιμός, 3. έπίσιμος, ριυόσι- μος, 2 : having a hooked or aqui- line n., γρυπός, 3: having it somewhat hooked, επίγρυπος, 2 : to wipe or blow one's n., άπομύτ- τεσθαι (Χ.),υλιζεσθαι (Cratin.) τάς ρίνας, (άπομύττειν τινά,ζζζ to blow aby's n. for him, sharpen his icits) : to hold one's n. (with one's fingers), επιλαμβάνειν τάς ρίνας : to turn up one's n., σι- μυϋν (την ρίνα), μυκτηρίζειν : to cut off aby's n., ρινοκοπεΊν. ρινοτομεΐν. την ρίνα κολοβούν. άποτέμνειν τον μυκτηρα : to speak in the n., φθέγγεσθαι ΰπό ρινός : to bite aby's n. off, άπ- εσθίειν την ρϊνά τίνος : to find out, trace athg with the n., ptv- ηΚατεϊν: to lead aby by the n., της ρινός άγειν or ελκειν τινά (Luc, in the sense of the English phrase), έζαπατάν, παρατείνειν τινά : to cock up one's n., carry one's n. very high, βρενθύεσθαι (a ivord of common life. PL, Aristoph.). ^ NOSEGAY, ανθέων^ δέσμη, f,. ανθέων φάκελος, 6. άνθη συμ- πεπλεγμένα, τ ά. NOT, ου (ουκ, οΰχ, ουχί), μη. The former is used, in general, whenever it is stated absolutely that aby or athg is not, does not, ^c. (objective denial) ; the latter de- notes a representation of the mind, put in a negative form, as some- thing prohibited, willed, purposed, supposed not to be (subjective de- nial). Whatever Iwlds of ob and μη applies also to all negative words formed by composition with them, as ουδέ, μηδέ, fyc. (some of (413) NOT wch are therefore included in the following examples) : — A) In principal sentences with indicative mood, or indie, with av, or optat. with άν, and in ques- tions to wch an affirmative anstver is expected, the particle is ahvays ου, e.g. οϋ γράφω, οΰκ έγραψα, £[C., οΰκ έγραφα άν, οΰ γρά- φοιμι άν, ουκ εγραφας (did you not write ?). β) In independent sentences (or ivhat seem to be such), μη is used (1) in prohibitions, demands, de- hortations of others or of oneself, μη τύτττε or μη τΰφης. §gp In Attic never μη τύφον or μη τΰ- πτης, and only rarely μη τυφά- τω. Be n. angry, μη όργίζου, μη όργισθης : let us n. be angry, μη όργιζώμεθα : (2) in questions to ivch a negative answer is ex- pected : μη εγραφας ; = you did not write, did you 1 (also μών = μη ουν). Also tvith deliberative suhjunct. in questions about what one is to do: I am n. to answer, am I ? or, am I to answer (/ sup- pose n.) ? μη άποκρ'ινωμαι ; (3) in wishes: I wish it may n. be, μη γένοιτο ταΰτα. (Would I had never come, μήποτε ώφελον έλθεϊν.) c) In dependent clauses tvith the verb in the finite mood : — 1) In objective (stibstantive) sen- tences with ' that ' to verba decla- randi and the like, and in causal sentences with ότι, διότι, επε'ι, επειδή, ως, ''because,'' i since,'' SfcC, and in definite sentences of time and place, the particle is οΰ, e. g. (he says, argues, supposes, &c.) that it is n. right, o>s ου χρήν : because or since he will n., on, επειδή ου θέλει : (it happened) when (where) I was n. present, ότε (όπου) οΰ παρην : there was a time when they were n., ην ποτέ χρόνος ότε οΰκ ήσαν. Also, to δέδοικα, φοβούμαι, S[C, folloived by μη = I fear that, the neg. is οΰ, e. g. I fear he will n. come, δέδια μη οΰ παρη. 2) Sentences of intention (final sentences) with όπως, 'ίνα, ως, ' that,' ' in order that ; ' object sentences with ' that,' to verbs of working, endeavouring, Src. ; sen- tences of condition with ει, εάν, ε'ίτε, εάν τε : sentences of time tvith όταν, έπειδάν, <$£C, or, without άν, whenever the parti- cle of time is indefinite = ' so often as,' 'each time that,' Src. ; and (usually, but not ahvays) causal sentences with ότε, οπότε, όπου, in the sense ' seeing that,' ' because,' require μη. You call in physicians, that he may n. die, παρακαλείς Ιατρούς, όπως μη άποθάνη : to take care that we shall n. depart, έπιμεληθηναι (σπουδάζειν, <^c.) όπως μη άπ- ίωμεν : do it if you will, but if n., let it alone, ει μίν σοι δοκεϊ, ποίησον, ει δε μη (δοκεϊ), εασον: NOT whether you will or n., ιίτζ βοΰλει, είτε μη: when (= in the event that) none of these things troubles the mind, όταν μηδέν τούτων την φυχην παραλυπη : whenever (:= so often as) they were n. doing this, οπότε μη τούτο πράττοιεν : when ( — whereas, seeing that) I cannot per- suade even you, δτε γ ε μηδ' υμάς δύναμαι πε'ιθειν. 3) Sentences connected by a re- lative (pron. or adv.) with av, or with the indefinite όστις, have always μή, and so likewise when- ever the relative tvith its neg. im- plies a ' suppose — not,' ' if there be (things, &c.) wch — not,' 'such as — not;' but when the negat. in the relat. clause is absolute, not involving supposition or contin- gency, οΰ is used. What (= if there be things that) I don't know, I don't fancy myself to know, a μη οΊδα, ούδε oloaai εΐδέναι : it destroyed the men, as many as were n. able — , ανθρώπους δι- έφθειρε, όσοι μη εδύναντο (the most pan, as many as were n. persuaded, οι πολλοί, όσοι οΰκ επείσθησαν, Thuc., rare) : so far as — n., Οσον, όσα, καθ' όσον, ο, τι μη : I learnt what I didn't know before, εμαθον α 'έμπροσ- θεν οΰκ {ίδειν. s ού, οτι ού — (— / deny, contending that it is n. so) : the verbs so used are verbs of denial or contradiction, of prohibition, of desisting fm or retracting a reso- lution, of acquitting, of shunning, hindering, holding back, freeing fm, and of doubting or not expect- ing ; see tinder the several verbs of this description, e. g. Deny, ' change one's Mind,' \c. e) The pmrtcp. and adj. with- out art. is negatived by ού, except when it involves condition (— ε'ι with finite mood), or ivhen the go- verning word is in a form wch would itself require μ?) /or its ne- gation. He attempted this, not being wise, έπεχείρει, ού σοφός ών : I perceive that I have n. ef- fected athg of what I wished, αισθάνομαι ουδέν διαπεπραγμέ- νος ων ηβουλόμην : it is misera- ble to live with a soul (that is) n. healthy, άθλιον μη ΰγιεϊ ψυχή συνοικεΐν (PL, because of the in- finitive) : if you perceive that you do n. know, έάν τι α'ίσθη σεαυ- τόν μιι ε'ιδότα (because of εάν) : what city could be taken by men n. obeying? τις αν πόλις υπό μη πειθομένων άλυίη (Χ.) ', f) An adj. or partcp. with the art. takes μη when it means 'such as — not,' 'if — not;' but if absolute denial is implied, then ού : desires (such as are) n. ho- nourable, at μη καλαι έπιθυ- μίαι : such as are η. able, oi μη δυνάμενοι: those η. rightly using, oi μη ορθώς χρώμενοι (= sup- pose they do n. — , then these), oi ούκ ορθώς χρώμενοι (:= they do not — , these then) : they did irre- mediable harm to persons n. go- ing nor wishing to do - — , ά/'7;ι>ί- στα κακά εποίησαν τυύς οϋτί μέλλοντας οΰτε βουλομένυυ^ (implyi?ig οΰτε εμελλον οΰτε έβούλ.). As though — not, with partcp., usu. ως, ώσπερ ού, un- less the pnncipal verb be iviperat., then always μή : if ye are so minded as though we should n. hear, ει, ώε ούκ άκουσομένων ημών, ούτω διανοεϊσθε : but, be ye so minded, as though, &c, ώς μη άκ. ημών, οΰτω διανοεϊσθε. With an abstract subst. the neg. is ού or μή, according to the same rules as for the infin. and partcp. or adj., e.g. ν μη εμπειρία = τό μη έμπειρίαν εχειν (the n. having experience, if such be the case), η τών γεφυρών ού διάλυσις (Th., the n. breaking the bridges, = they did n. break them). G) Concerning two or more ne- gatives in the same sentence ob- serve — 1) A negat. expression formed by the simple negative ού or μή•, with a verb or partcp., is cancelled by a preceding negat. : nor do I n. see him, ουδέ αυτόν εγώ ούχ ορώ (— I do see him very well). 2) A composite negation follow- ing upon another, either simple or composite, with the same predi- cate, does not cancel, but continues the original negat. ; this coniinua- tive negat. esply attaches itself to 'any, 1 'ever, 1 'either, 1 Qc, e. g. do n. say this either, μη λέγε μηοε τούτο. See No, NONE. 3) Emphatic denial is often ex- pressed by ού μη, with fut. indie. or aor. subj. ; tvilh the former in 2 pers. the phrase is usu. inter- rog. : won't you cease trifling? ού μη ληρησεις ; — μη ληρή^ης or μη λήρει (you wont trifle! don't !) ; you'll η. call me by my name? don't do so! ού μη κα- λείς με μηδέ κατερεϊς τοΰνομα (Aristoph.) ; nobody shall take you off, ού μη σέ τις άζει : I shall η. be taken, ού μη ληq>θώ (cf ού δεινόν μη ληφθώ), ξ^Γ For the explanation of this construction see Appendix to Madvig''s Gr. Syn- tax, § 293. 4) After a principal verb nega- tived eapressly or virtually (by interrogation, <|"C ), or after nega- tive notions, such as δεινόν, αι- σχρό ν, Qc, the infin. is negatived by μη ού (esply with wondering repudiation oftlte opposite notion) : it is n. possible for me either n. to remember him, or, remember- ing n. to praise, οΰτε μη μεμνη- σθαι δύναμαι αύτοϋ, οΰτε με- μνημένος μη ούκ έπαινεΐν (Χ., where the latter clause implies mi- rum foret ni — ). 5) In like manner μη ού is used with the partcp. (not freq. in Att. prose). It is n. right to erect a statue if one does n. surpass, ού δίκαιον έστιυ ϊστάναι ανδριάντα μη ούχ ύπερβαλλόμενυν (JFIdt.). See Unless (and for the explana- tion of this and thepreceding, App. to Madv., § 295, b). φψ From these distinguish μη ού with finite mood after verbs of fearing, con- sidering, Sfc, e.g. I fear that — ■ η., φοβούμαι μη ούκ (e.g. η, εσται, S^c.) : to change one's mind and think that — η., μεταγι- γνώσκειν [ενθυμούμενον, or the like understood] μη ούκ y (PL). % That — n. (after take care, Sc), μή : nay, don't — , μη δη : don't, μη μήν : and η., η. ei- ther, η. even, no, not, ουδέ, μη- δέ : η. yet, οΰ-, μη-, ουδέ-, μηδέ- -πω : η. any longer, ούκ-, μηκ- -έτι: η. at all, η. in the least, ούδοτιοϋν. ούκ (or other neg.) αρ- χήν, οΰτοι. ού μήν. ουπως. μη- δαμη. μηδόλως. πώμαλα : in- deed η., οΰκουν. οΰτοι : surely η., ού μήν : nay, η. even, ού μην ουδέ : in truth η., ού μεν δή : then η., ούμενούν : so then η., ούκ άρα, οΰκονν '. certainly η., NOT NOT NOV ού δή. μή γάρ, μή γάρ γε, μη yap δη (in emphatic ansicer) : I suppose η., ού δη που : η., I suppose — ? ούτι που ; is it η. ? ού yap ; jj yap ; why η. ? πώς yap ού ; η. only, but, ού μόνον αλλά και : η. only η. — , but — , ούχ (and str., μη) όπως (ότι, 'ίνα), άλλα. NOTABLE. 1 Remarkable] Vir>. ίΐ Economical] Vid. NOTARY, "γραμματεύς, iois, 6. γμ«μματιστ?)«, ov, 6. Ν. public, δημόσιοι, 6. NOTATION, σημείωσα, ση- μασία, η. NOTCH, s. έγκοπή, χαραγή, η. έντμημα, τό. εντομή, η. χή- λωμα, τό. γΧυφίς, ίδος, ν (of an arrow). NOTCH, v. χαράττειν. έγ- κότττειν. γλύφειν. prps έντέ- μνειν. NOTE, s. ίϊ Mark] Υιό. f Distinction, importarice] Vid. A man of η., άνήρ δυνατός or αξιώ- ματος πολλού, ούχ 6 τυχών, αξιόλογος. if A small letter] δεΧτ'ιον, βιβλιδάριον, also χαρ- τίον, τό. TJ A musical note] ση- μεΐον, τό (g. t.). ^f An annota- tion] υπόμνημα, το. σχόλιον, τό. See Comment. U A note of hand] χειρόγραφον, τό. See Bond. To give aby a n. of band, χειυογραφεϊν. NOTE, v. TT To mark] Vid. "[} To make notes] παρασημαί- νειν. δι-λτοΰσΰαι. &« REMARK. NOTED. See Celebrated. NOTHING, ουδέν, μηδέν, ενός (for the rules, see under Not). For, or about, η., προς ουδέν, ύπερ των ονδινός αξίων. Ν. but, ούδεν ει μή or ό τι μη. ουδέν πλην αλλ' η : η. more, ούδεν περαιτέρω. ούδεν ες πλέον : you effect η. more by your cares, φρυντίζων ούδεν ες πλέον ποιείς : η. to the pur- pose, ούδεν προς έπος : that is as good as saying η., ούδεν λέ- γεις : to come to η., άφανίζε- σθαι. φθίίρεσθαί. άπόλλυσθαι (pass.) : to consider (reckon athg) η., παρ' ούδεν τ'ιθεσθαι. ούδενός άξιον νομίζειν. λόγον ούδίνα νοιεϊσθαί τίνος, ως παρά ούδε- νός ήγεϊσθαί τι : to be reckoned or considered η., εν ούδενός εί- ναι μέρει : to be or signify η., ούδεν είναι : to make η. of, to look upon as η., άμελεΐν τίνος, ολιγωρεϊν τίνος, ούκ έντρέπε- σθαί τίνος: to turn or change into η., ούδενοΰν. άφανίζειν. ποιεΤν άφανϊζεσθαι : good for η., ούδενός άξιος, 3. ούδαμινός, 3. ανάξιος, 2. ανωφελής, ες. άχρηστος, 2. κάκιστος, φαυλό- τατος, 3. A good-for-n. rascal, μαστιγίας, ου, ο. όλεθρος, ό (e. g. όλεθρος στρατιώτης, α good-for-n. soldier). NOTHINGNESS, ούδενία, η (PI), τό ούδεν (μηδέν), τό εν ούδίνός μίρει είναι. (415) NOTICE, s. ΤΓ Observation, remark] α'ίσθησις, κατανόησις, η. επιστροφή, η (heed). To take η. (no η.) of athg, see to Notice. Ν. is taken, επιστροφή γίγνε- ταί τίνος (Thuc.) : to take η. ( = punish, animadvert), έπιστροφήν ποιείσθαι (Dem.) : worthy of n., αξιόλογος, άξιομνηαόνευτος, 2. μνήμης or λόγου άξιος, 3 : to be taken no n. of, άλογίης έγκυρε ιν πολλής (Hdt.) : worth no n. or regard, ούδινόσωρος, 2 (Horn.). If Information given beforehand] άνακήρυξις, η (as act), and κή- ρυγμα, τό (public, by a herald), παράγγελμα, τό (as order issued by a commander), προγραφή, »;, and πρόγραμμα, τό (a written n.). πρόρρησις, η. To give n. (of athg), to issue a η., προαγο- ρεύειν (προειπεϊν). προτιθέναι and άποδεικνύναι (of regulations or laws), προγράφειν (by a bill posted up), παραγγέλλειν (of a military order), κηρύττειν and άνακηρύττειν (by a herald). To give n. (to a debtor, of repay- ment), άπαιτείν χρέος. % To take notice of athg (= animadver- tere)] προσέχειν τον νουν τινι. To take no η. of it, εάν τι. όλι- γωρεϊν τίνος, άμελεϊν Tivct. NOTICE, ν. 1ί To remark] α'ισθάνεσθαι, μανθάνειν, and κατανοείν τ'ι τίνος, or with par- tep. in t/ie dependent clause. See to Remark, to Observe, to Heed, and 'to take Notice.' That is worth n.-ing, λόγου or έπιστpoφηςor επιμελείας άξιος, ^ NOTIFICATION, μήνυμα, ενδειγμα, έπ- and παρ-άγγελ- μα, τό. See Announcement, Intimation. NOTIFY, σημαίνειν, δηΧοΰν, άνα-, άπο-φαίνειν, φανερόνποι- εΐν, έμφανίζειν. επ-, παρ-, άπ- -αγγέλλειν. ( NOTION, είδος, τό, and Ιδέα, η. 'έννοια, ή. κατάληχΐ /is ή. Το form a η. of athg, ύποτνποϋσθαί τι. έννοεϊν τι. εικασία κατα- λαμβάνειν τι : to have a clear η. of athg, γνωρίζειν τι : to get a n. of athg, έννοιάν τίνος λα- βείν : to give or impart a n. of• athg, έννοιάν τίνος παρέχειν : that of wch a n. can be formed, νοητός, 3 : — . cannot — , άνεπι- νόητος, 2 : that has no n. of athg, άνεννόητός τίνος. See IDEA. NOTORIETY, γνωριμότης, ητος, ή, but better Orel, tvith the adj. Notorious, e. g. it is a mat- ter of η., πάντες ϊσασιν, or εν πάσι κατάδηλόν εστίν, ότι — . NOTORIOUS, εμφανής, εν- αργής, σαφής, ές. πάσι δήλος, 3. πάσι φανερός, 3. περιβόη- τος, κατάδηλος, 2. ^ In a bad sense] Ε. g. a η. rascal, see Infa- mous. NOTORIOUSLY. From the Adj., and εκ του εμφανούς, a?id Crcl. with Adj., e. g. he is n. afraid, δήλος έστι πάσιν φοβού- μενος. NOTWITHSTANDING. As prepositional word tvith a case, usu. rendered by tlie Gr. partcp , e. g. n. the difficulty of the way, κα'ιπερ χαλεπής ούσης της όδοΰ. See Though, Although, ' for All that — .' N. all his endeavours, he did n. find — , ούκ έξεΰρε κα'ιπερ πάσαν ποιούμε- νος την Χ,ήτησιν. πάνυ "ζητών or πάσαν την ζήτησιν ποιούμε- νος ούκ έξεΰρε : η. the multi- tude, και έν τοσούτω πλήθει : η. the greater number of the enemy, they still attacked them, έπέθεντο τοΊς πολεμίοις και πλήθει προϋχουσι. gS^• Poet. περ also is used, e. g. n. your bravery, αγαθός περ ών. U As conjunction] N. (that), r= Al- though, Vid. N. he is very strong, εί και μάλα καρτεράς έστι (Horn.), Tf Adverbially] See Nevertheless and However. όμως. άλλ' όμως. όμως δέ. ου- δέν ήττον, και ώς. άλλα και ούτω. NOUGHT, s. See Nothing. To bring to η., ούδενοΰν : to come to η., άφανίζεσθαι. έκφθείρε- σθαι. άπόλλυσθαι (pass.) : to set at η., παρ' ουδέν τίθεσθαι. λόγον ούδένα ποιεΐσθαί τίνος, ώς ούδεν ήγεΐσθαι : a thing of η., τό ουδέν, τό μηδέν (differing as ού and μή, see Not). % In arithmetic, zero] ουδέν, μηδέν, τό. ούτ αριθμός ουδείς ούτε λό- γος, άσημον σημεΧον, τό (as cy- pher). NOUN. E.g. a η. substan- tive, όνομα προσηγορικόν, τό. ρήμα ύπαρκτικόν, ίο : a η. ad- jective, see Adjective. NOURISH, τρέφειν τινά. τροφήν παρέχίΐν τινί (propr. and metaph.). σιτίζειν τινά (to feed), αύξάνειν and άνατρέφειν (to sttpport). NOURISHER, τροφεύς, έως, ό. 6 τρέφων. NOURISHING, τρόφιμος, 3. αυξητικός, 3. θρεπτικός, 3. Ν. property, τροφιμότης, ητος, ή. τό τρόφιμον. NOURISHMENT, τροφή, η. σΐτος, ό. τά προς τον βίον επι- τήδεια, βίος, ο. To give η. to athg, τρέφειν τι. αύξάνειν, έπ- αυξανειν τι. NOVEL, adj. See New. NOVEL, s. λόγος, b (esply in pi), μύθος, 6. See Story, Ro- mance. NOVELIST or NOVEL- WRITER, λόγο-, μυθο-ποιός, b. NOVELTY. «U Newness] και- νότης, ητος, η. τό καινόν. τό νέον. καινοπρέπεια, ή. "[] A new thing] πράγμα νέον or καινόν, τό. τό νεωστί ξυμβάν. NOVEMBER, Νοέμβριος, ό (lat. Gr.). ενδέκατος μήν. ό. See chronolog. remarks under Month. NOVICE, δόκιμος, 6, n (as NOV NUR NUT eccl. £., mod. Gr.). ζένος, άπει- ρος, άμαθώς έχων, and their femm. (= tiro, beginner). To be a n. in athg, ζένως έχειν τι- νός. απείρως or άμαθων έχειν τινός. NOVICIATE, δοκιμή, ν {eccl. t., mod. Gr.). NOW. H Particle of time] νΰν (nunc, at this present time ; the now of the speaker), also νυνί. τό γε νυν. τά νυν. ηδη (jam = now, in the senses of forthwith, henceforth, already, at last, still ; the now of the speaker, or of the person spoken of), εν τω νυν χρόυω. εν τω παρόντι. Just η., άρτι. νυν δη : I was saying only or even η., νϋν (δη) έλεγον. he went away just η., ηδη άπηλ- θεν : I am even η. saying, νϋν δη λέγω. See JuST. Until η., μέ- χρι του νϋν : even (= still) η., ετι και νϋν. εισέτι : η. this in- stant, νϋν ηδη. See IMMEDIATE- LY. Ere η. (=full oft), ηδη (with preterite) and ηδη -ποτέ : η. of a long time, ηδη πάλαι : η. at last, ί'ΐδιι ποτέ. Ν. that — , επεί, fol- lowed by νϋν, e. g. η. that he has done this, he thinks, έπε'ι δε τυϋτο έποίησε, νϋν νομίζει. ^[ Particle of transition or consecu- tion] δέ. μεν ουν, or simply μεν. τυίνυν. άλλα μην. άλλα γάρ. Ν. then ! άγε δη. NOWHERE, ούδαμοϋ, οΰδα- μη, ούδαμόθι, and corresponding forms of μη-. For the use, see under Not. ουκ εστίν or ουκ έσθ' 'όπου. Ν. in the world, οϋ- δαμοϋ γης : fm η. (or no place), ούδαμόθεν. NOWHITHER, ούδαμόσε, μηδαμόσε, μηδαμοΐ. NOWISE. See No. NOXIOUS. See Hurtful. NOZZLE (e. g. of a lamp), μυκτηρ λαμπάδος, δ (Aristoph.). NUDGE, νύσσειν (άγκωνι, with the elbow. Horn.), έξαγκω- νίζειν (Aristoph.). NUDITY. See Nakedness. NUGATORY. See Absurd. NUISANCE, τό βλαβερόν, κακόν, άχθεινόν, φορτικόν, λυ- μαντικόν. To be a η. to aby, δι' όχλου είναι or γίγνεσθαι τινι. άνιάν τίνα. ενοχλεϊν τινι. See Annoyance. NULL, άκυρος, 2 (n. and void), μάταιος, κενός, 3. οΰδενός άξιος, 3. To declare athg η. and void, άκυροϋν τι. NULLIFY, άκυροϋν. άθετεΐν. διαλύειν. NULLITY, ούδενία, η. τό ουοενός άζιον. NUMB, ν. ναρκοϋν. ναρκάν ποιειυ (PL), συμπεδάν (of frost. ΑΓ.). Numbing, ναρκώδης, ες (Hipp.). N.-ing (subst.), νάρκω- σις, η (Hipp.). See Benumb. NUMB, adj. αμβλύς, ε'ια, ύ. αναίσθητος, 2, and ναρκώδης, ες. To^be or grow η., ναρκάν. ναρ- κοϋσθαι, also μαλκιάν (JEsch.) : (416) making η., ναρκωτικός, 3. μάλ- κιος, 2, and μαλκός, 3. : a grow- ing η., νάρκησις, v. See Be- numbed. NUMBER, s. αριθμός, ό. An even η., άρτιος αριθμός: an un- even or odd η., άνάρτιος or περιττός αριθμός : η. one., μο- νάς, άδος, η : η. four, τετράς, άδος, or τετρακτύς, ΰος, η : to state in n.'s, εις αριθμόν ειπείν. *\ Amount] αριθμός, 6. πλήθος, τό. In η., αριθμοί/, τον αριθ- μοί/, άριθμω. τό πλήθος : they are strong in η., πολλοί είσι τό πλήθος : in considerable η., ουκ ολίγοι τό πλήθος: to be equal to the enemy in η., 'ίσον είναι τοΐς πολεμίοις τό πλήθος : to belong to the η. of good men, είναι τών χρηστών : to reckon or place aby among the n. of the enemy, καταριθμείν τίνα εν τοΊς πολεμίοις. τιθέναι τινά εν τοις πολεμίοις. ηγεΐσθαί τίνα τών πολεμίων είναι : many in η., in large n.'s, see Numerous. NUMBER, v. See to Count. Easily to be n.-d, εύαρίθμητος, 2 : to admit of being n.-d, εις αριθμόν ελθεϊν : how many sol- diers or men does the armyn.? πόσον τό πλήθος τών στρατι- ωτών; ο'ι στρατιώται πόσοι τό πλήθος ; NUMBERLESS, άνάριθμος, αναρίθμητος, 2. άπειρος or αμή- χανος τό πλήθος. αμήχανος όσος. See Innumerable. NUMBNESS, νάρκη, άπο- νάρκωσις, ή. νάρκημα, τό. μάλ- κη, η (esply with cold, in the ex- tremities). NUMERAL, σημεΐον, άριθ- μητικόν, τό. i NUMERATION, αρίθμηση, ' NUMERICAL, αριθμητικός 3. NUMEROUS, πολύς, πολ- λή, πολύ (with or without the ad- dition of τό πλήθος), συχνός, 3. ουκ ολίγοι τό πλήθος. ΝΌΝ,άσκήτρια,ησυχάστρια, μονάχη, μονάστρια, η. NUNNERY, μοναστηριονγυ- ναικεϊον, τό. NUPTIAL, έττιθαλάμιο*, 2. γαμήλιος, 2. Also νύμφιος, 3 and 2, and νυμφικός, 3. See Bridal and Marriage. Ν. couch, γαμήλιος εύνη or κλίνη, fl : a n. song, ίπιθαλάαιος ωδη, ή. ό έπιθαλάμιος (ϋμνος). ύμέ- ναιος, ό : η. pomp, παρασκευαί α'ι περί τους γάμους : a η. gift or present, γαμηλιον δώρον, τό : to bring or offer η. presents, δώρα εις τους γάμους φέρειν. NUPTIALS, γάμος, 6. See Marriage, γαμικά, ών, τά (the festivities), γάμοι, oi (the feast or banquet). NURSE, s. ΤΪ One ivho tends children] τροφός, τίτθ»} or τιτ- θη, η. τιθηνη, ν (she that brings up a child), θηλάζουσα or θηλά- στρια, η (ivet-n. or nursing-mo- ther). Poet., μαία, η. τρυφεύς, 6, η. θρεπτηρ, ηρος, 6, and θρέ- πτειρα, η. To be a η., τιτθεύ- ειν, θηλάζειν : the place or office of a η., τιτθεία, η : a n.'s tale, τιθηνών μυθάρια, τά. ^[ One who tends the sick] νοσοκόμος, η. η νοσοϋντας θεραπεύουσα. NURSE, ν. Το η. children, τιθηι/εΐσθαι, τιτθεύειν, θηλά- ζειν : to η. her own child, τρε'- φειν τό βρέφος Ίδίω γάλακτι : to η. the sick, νοσηλεύειν. ϋερα- πεύειν or τημελεΊν νοσοϋντας. νοσοκομείν : to be carefully n.-d, πάστι θεραπεία θεραπεύεσθαι. NURSEMAID, παιδο- τρο- φός or -κόμος, η. See preceding Art. NURSERY. % Room where young children are brought up] Crcl., e. g. οίκημα όπου τιθη- νεϊται τά παιδία. Ν. tale, παι- δικός μύθος, ό. μύθος τοΐς παι- σίν, ο. μυθάριον, τό. ^[ Plan- tation for young trees] φυτώ- ρειον, τό. φυτούργιον, τό. νεο- -φυτεΐον, τό, or -φυτεία, η. NURSING, τιτθεια, η. θη- λασμός, ο (the suckling of infants), θεραπεία, η. επιμέλεια, f). κο- μιδη, ή (attendance). Ν. of a sick person, νοσο-τροφία, -κο- μια, η. ο τών νοσούντων θερα- πεία. r NURSELING, θηλαζόμενος, ένη, ενόν. γαλαθηνός, η, όν. επι- μαστίδιον βρέφος, τό. θρέμμα, τιθηνημα, το (poet.). NURTURE, s. See Nourish- ment. NURTURE, v. See to Nou- rish. NUT, κάρυον, τό (g. t., but esply walnut), βάλανος, η (acorn and similar fruits, glans). Fil- bert or hazel -η., κάρυον Ώοντι- κόν or λεπτόν, τό : chesnut, κ. Έύβόίκόν, also Διός βάλανος, η: walnut, κ. ΤΙερσικόν or βασιλι- κόν, τό, and also κάρυον, τό. See Walnut. Of or belonging to a n., n.-like, καρυηοός, καρύ- ινος, 3. καρυώδης, 2 : the kernel of an., κάρυον, τό. καρύου πυ- ρην, ο : a little η., καρύδιον, τό : η. -oil, καρύϊνον ελαιον, τό : η.- shell, καρύου κελύφανον, τό '. η. branch, καρύα, η : to play with n.'s, καρυατιζειν. . NUT-BROWN, καρύοχρους, *NUT -CRACKERS, καρυο- κατάκτης, ου, ό. μουκηρόβατον, τό, and μυκηρόβας, αντος, δ (for almonds ; Pamphil. αρ. Ath.). NUTMEG, μοσχοκάρνον, τό. NUT-TREE, καρύα, ή (esply ivalnut). Of η., καρύ'ϊνος, 3. NUTRIMENT. See Nourish- ment. That contains no n.. άτροφος, 2: want or absence of η., ατροφία, η (both of food). NUTRITION, τροφή, η. θρέ- φις, ή. NUT NUTRITIOUS, τρόφιμος 3. θοεπτικός, 3. ' NUTRITIOUSNESS,t P o?, 3. The ο. world, τά γιγίΌιιενα. τά ορατά. OBJECTOR. Crcl. with verbs under to Object. OBJURGATION. See under Blame, Reproof. OBLATION. See Offering. OBLIGATION, f Duty] to προσ-, καθ-, άν-ηκον. τό δέον. χρέο?, τό. To discharge one's O.'s, πράττειν τά καθ- or -προσ- ήκοντα, or δέοντα, or α -προσ- ήκει. See Duty. Ti Necessity] Vid. ΤΙ Engagement resulting fn a kindness] η οφειλομένη χάρι?. ευεργεσία, η. ευεργέτημα, τό (tlie benefit conferred). To be un- der o. to aby, όφείλειν τινι χά- ριν, εύεργετεϊσθαι (pass.) υπό τινο? : to be under great, so great, &C., o.'s to aby, μεγάλα (τηλι- καίιτα, <§£C.) υπό τινο? ευ πεπον- θέναι : to lay aby under an ο. by an act of kindness, άναρτασθάί τίνα. εύεργετεΐν τίνα. χάριν καταθέσθαι -παρά τινι. Τί In Ά concrete sense : a written document >γγραφή, η To sign an o. for a debt, χειρογραφεΐν : to make aby give an o. for a debt, τά βίβίΐια ποιεϊσθαι. See AC- KNOWLEDGMENT. OBLIGATORY, κύριο?, Αν- αγκαίο?, 3. άναγκαστήριο?, 2. To make ο., κυροϋν. See Bind- ing. OBLIGE. Ti To compel] άν- αγκάζειν. προσάγειν. πείθειν. βιάζεσθαι (sir. t., force, compel). Ine law o.'s me to do this, 6 νό- (418) respecting a debt] συ• χειρόγραφον, τό. To sign an μο? κελεύει με ποιείυ τούτο : Ι am, or find myself, o.-d, αναγ- κάζομαι, ανάγκη or άναγκαΐόν εστί μοι δει, χρη με. δίκαιο? είμι : I am absolutely o.-d, -πάσα ανάγκη εστί μοι : to do what one is o.-d to do, ποιειν τά καθήκον- τα. TT To lay under obligation by favour] άναρτασθάί τίνα. άνα- κτάσθαί τίνα. ευ ποιοΰντα άνα- κτήσασθαί τίνα. εύεργετεΐν τίνα. χάριν καταθέσθαι παρά τινι. To be o.-d to aby, οφεί- λε ιν τινι χάριν : to express one- self o.-d towards aby, δμολογεΐν χάριν: to feel o.-d, χάριν ε'ιδέναι or εχειν. εύχαριστεϊν (for athg, υπέρ τινο?) : to feel o.-d for an invitation and decline it, έπαι- νοΰντα την κλησιν μη ΰπισχνεϊ- σθαι συνδειπνήσειν : I feel ex- tremely o.-d to you, χάριν σοι έχω μυρίαν. OBLIGING, επίχαρι?, έπί- χαρι, gen. ιτο?. φιλόφρων, 2. φιλοφρονητικό?, 3. άρεστο?, 3. ευάρεστο?, 2. θεραπευτικό? or υπηρετικό?, 3. OBLIQUE, πλάγιο?, 3. λο- ξό?, 3. έγ-, επικάρσιο?, 2. An ο. direction, τό πλάγιον, πλα- γιότη?, ητυ?, η. OBLIQUENESS, OBLIQUI- TY, το πλάγιον. πλαγιότη?, λοξότη?, ητο?, η. επικαρσία, η. Ο. of the ecliptic, λοξιά?, άδο?, η. Ο. of conduct (fig.), διπλόη, OBLITERATE, εξ-, άπο-, συν-αλείφειν. άφανίζειν. O.-d, άφαντο?, 2. See Blot out, EF- FACE. OBLITERATION, έξάλει- φι?, η. αφάνεια, η (state of ο.). OBLIVION, λήθη, ή. επιλη- σμοσύνη, η. αμνηστία, η. Το come or fall into ο., λήθ-η ενέχε- σθαι. άμνηστεϊσθαι (pass.) : athg falls in ο. with aby, λήθη έγγί- γνεταί τινι τινο? : to allow athg to fall into ο., παραδιδόναι τι τνι λήθη. λήθην ποιεϊσθαι τι- νο? : to cause athg to be buried in Ο., λήθην έμποιεΐν τινο?. άπ- εκλανθάνειν τι : act of ο., see Amnesty. OBLIVIOUS. See Forget- ful. OBLONG, επι-, παρα-μήκη?, ε?. OBLOQUY. See Censure, Detraction. OBNOXIOUS. Ti Exposed or liable] Vid. Tl Hurtful] Vid. OBSCENE, αισχρό?, 3. απρε- πή?, έ?. See Indecent, Filthy. O. language or sayings, αισχροί λόγοι, αισχρολογία, ή : to use ο. language, α'ισχρολογεΐν. OBSCENENESS, OBSCE- NITY, άπρέπεια, ή. See INDE- CENCY, αισχρολογία, η. λόγοι ουκ εύπρεπεΊ? (of language), al- σχροπραγία, α'ισχρουργία, ν (of conduct). OBSCURATION (act of ob- scuring), επισκότησι?, h. σκό- τωσι?, 77. άμαύοωσι?, r\. OBSCURE, adv. Tl Dark (propr.)] Vid. Ti Fig.: not clear or intelligible] αφανή?, ασαφή?, έ?. άδηλο?, άσημο?, άγνωστο?, δύσκριτο?, 2. ΤΙ Undistinguished (of birth, rank, £[C.)] αγενή? (of birth), άγνωστο?, 2. Of o. name, άδοζο?, 2. άμαυρότερο? προ? δόζαν. OBSCURE, v. See to Dark- en, Dim. To o. aby's glory, παρευδοκιμείν τίνα. άμαυροΰν τό τινο? αξίωμα. See under Shade. OBSCURITY. Ti Propr.: darkness] Vid. Ti Uncertainty, want of clearness] αφάνεια, ασά- φεια, η. τό άδηλον, ασαφέ?, άφανέ?, οΰ?. τό αϊνιγματώδε?, ου?. Ο. of style, άσάφίΐα του λόγου (Plut.) : to be or be enve- loped in ο., άδηλον or ασαφέ? είναι : athg is enveloped in o., σκότο? έστι πρό τινο?. ΤΙ Want of fame or celebrity] αφάνεια, άδοζία, η. OBSEQUIES. See Funeral. OBSEQUIOUS, ΰπηρετητι- κό?, θεραπευτικό?, 3. άρεσκο?, 2. πειθήνιο?, 2 (poet.). To be ο. to aby, ΰπηρετεϊν τινι. θερα- πεύειν τιι/ά. OBSEQUIOUSNESS, αρέσ- κεια, η. τό θεραπευτικόν, and Crcl. with Adj. OBSERVANCE. Ti Attention, regard] Vid. Ti Pule of prac- tice] See Custom. The o. of one's duty, &c, τό τά δέοντα πράττειν, and with partcpp. and infinn. of other verbs, as έμμένειν τινι (e.g. a law), χρησθαί τινι (of a proceeding) : by the o. of a proceeding, a mode of life, &c, χρώμενο? τρόπω, διαίτ-η, κτλ. The ο. (of a holiday), επιμέλεια, h : the o. of what is holy or sa- cred, άγιστεία, η : the ο. of a feast, &c, see Celebration. OBSERVANT. See Atten- tive, Obsequious. OBSERVATION. 7\ Keeping, practice] τήρησι?, φύλαξι?, η. Ο. of the laws, τό τηρεΐν or φυ- λάττειν του? νόμου?, τό έμμέ- νειν τοΐ? νόμοι?. Ti Act of con- sidering with attention] θεωρία, θεώρησι?, τήρησι?, κατασκοπή, σκόπησι?, η. An ο. (made), παρατήρημα, κατανόημα, τό : ο. of the stars, άστρο-λογία, -υομία, ή : an astronomical ο., άστρολόγημα,τό: to make them, άστρο-λογεΐν, -νομεϊν : to be oc- cupied with astronomical o.'s, δια- τρίβειν εν αστρονομία (Isocr.) : ο. of nature, θεωρία φυσική, ή. φυσιολογία, η. Τί Notice] VlD. To escape ο., λανθάνειν. Τί Re- mark] Vid. To make or offer an ο., φάναι. λέγειν. Τί Military ter?n] Ε. g. army of ο., έπιτη- ρητικό? στρατό?, ό. στρατιά παραφυλάττουσα του? πολεμί- ου?. OBS OBT OCC OBSERVATORY, αστρονο- μική σκοπή, η. OBSERVE. ΤΓ To keep,prae- tise] τηρεΐν, διατηρεΐν, φυλάτ- τειν, διαφυλάττειν τι. εμμένειν τιν'ι. έμπεδοΰντι. *f[ To watch or contemplate attentively and care- fully] θεωρεΐν, σκοπεΐν, έπισκο- πεΐν, κατασκοπεΐν τι προσέχειν του νουν τινι : to ο. fm an eleva- tion, σκοπιωρεΐσθαι : to ο. the flight of birds, οιωνοσκοπεΐν, oi- ωνίζεσθαι : to o. the stars, άστρα κατανοεΐν. άστρο-λογεΐν, -vo- μεΐν : to ο. the heavenly pheno- mena, μετεωροσκοττεΐν. τά άνω βλέπειν : to ο. (= watch) the movements of the enemy, φυλα- κην ποιεΐσθαι των ποΧεμίωυ. φυλάττειν τους πολεμίους. % To ivait or watch for, in order to profit by athg] τηρεΐν, έπιτηρεΐν, παρατηρεΐν, φυλάττειν. Το ο. the right moment, τηρεΐν or φυ- λάττειν τον καιρόν, καιροτη- ρεΐν, καιροσκοπεΐν, καιροφυλα- κτεΐν. Τ[ To follow, as a mode of action, £[C.] άγειν, έχειν, ποι- εΐσθαι τι. χρησθαι τινι. Το ο. silence, σιωπην έχειν or ποιεΐ- σθαι. σι•γη χρησθαι, σιωπάν, σιγάν : to ο. (= act with) precau- tion, ευΧάβειαν ΐΓοίίΐσβιιι, ευλά- βεια χρησθαι. εϋλάβειαν εύλα- βεΐσθαι (pass.) : to ο. order and discipline, εύτακτεΐν, ευταξία χρησθαι : to ο. some mode of behaviour, τρόπω χρησθαι. ^[ To make an observation] λέγειν, φάναι. μνήμην έ/αβάλλειν περί τίνος. See to Mention. Ob- serve, be it o.-d. δή {parentheti- cally), ευ "ισθι (more strongly). OBSERVER, ό επίσκοπων or φυλάσσων τι. ο προσεχών τιν'ι, and Crcl. with verbs wider to Observe. An o. of the hea- venly bodies, άστρο-νόμος, -λό- γος, b. OBSOLETE, παλαιός, αρ- χαίος, 3, and partcpp. ο/'παλαι- οϋσθαι, άπαρχαιοϋσθαι (pass.). έωλος, 2 (sir. t., stale, vapid), άκυ- ρος, 2 {no longer in force). An O. phrase, άυακεχωρηκός ρήμα, τό {Dion. Η.). OBSTACLE. See under Hin- drance. OBSTINACY, άδιατρεψία, δυστραπελία, η. τό άπειστον, άιιετάπειστον. τό της ψυχής άμετάπειστον. αϋθάδεια, η. Ίσχυρογνωμοσύνη, η. φιλονει- κία, ή (co7itentiousness) . φιλοτι- μία, η (presumption; φιλονει- κίαι και ψιλοτιμίαι, Hdt.). δυσ- απαλλαξία and -κτία, η (diffi- culty of being got rid of; the latter form doubted by Lobeck, Phryn. 509). To maintain with ο., ισχυ- ρώς κατατείνειν. OBSTINATE, Ισχυροί, 3 (of things). σκληροτράχηλος, 2. σκληραύχην, ενός, ό, ή. άδιά-, δνσαπο-τρεπτυς, ανένδοτος, ά-, άμετά-, δύσ-, δυσανά-πειστος, 2. αυθάδης, ες. δυσπειθής, is (419) (JT.). ένστατικός, 3 (stubborn, of a beast. Aristot.). δυστράπελος, 2. Ισχυρογνώμων, 2. φιλόνει- κος (και φιλότιμος, PL), 2. Το be ο. (contentious), φιλονεικεΐν : an ο. fight or engagement, ίσχκρά μάχη : an ο. complaint or dis- ease, μακρά νόσος, μακρονοσ'ια, ' OBSTREPEROUS. See un- der Noisy. OBSTRUCT. See 'to Block up,' to Stop, to Hinder. OBSTRUCTION, έμ-, άπό- φραξις, -η. έμφραγμα, τό. έμ- φραγμός, 6. έγκοπη, η. έμπό- δισμα, τό. κωΧύμη, ί;. See HIN- DRANCE. OBSTRUCTIVE, εμπόδιός (2) τινί τίνος or του μη (c. infill.), ενάντιος, 3. OBTAIN, κτασθαί τι. τυγ- χάνειν, επιτυγχάνειν, and λαγ- χάνειν Tii/os. γ'ιγνεταί μοί τι. περιγίγνεταί μοί τι (by chance or accident), κομίζεσθαί τι. See to Get, to Acquire, and cf. to Attain. To o. by entreaty, παρεζαιτεΐσθαί τ'ι τίνος : to Ο. by legal claim, έπιδικάζεσθαι : to o. (=: effect by remonstrance, &[C.), διαπράττειν and διαπράτ- τεσθα'ι τι (παρά τίνος) : likely to ο. his object (request, &c), πρακτικός τίνος (ΑΓ.) : he with- drew without having o.-d his ob- ject, άπρακτος άπηλθεν : to ο. the prize, τη πρωτεία φέρεσθαι. των πρωτείων τυγχάνειν: to ο. aby's pardon, συγγνώμης τυγ- χάνειν παρά τίνος : to ο. per- mission, συγγνώμης τυγχάνειν. έπιτρέπεσθαί (pass.) τι. ^[ Ιν- trs. (by ellipsis of currency, cre- dit, ground, or the like)] E.g. the same principles of justice do not o. among us as among you, ου ταύτα παρ ΰμΐν δίκαια και εν hulv νομίζεται, (PL). See to Hold. The report o.'s, διαδίδο- ται ό λόγος. OBTAINABLE, εφικτοί, αι- ρετό?, κτητός, 3. OBTRECTATION. See Ca- lumny. OBTRUDE, βία ώθεΐν,προσ- άγειν or επιφίρειν. To ο. one- self, ώθείσθαι. περιπίπτειυ τινι (βία), εγκεΐσθαί τινι. εισβιά- ζεσθαι ως τίνα. It constantly o.'s itself in the midst of our re- searches, εν ταϊς Χ,ητήσεσιν παν- ταχού παραπίπτει (PL). See Intrude. OBTRUSION, -TRUSIVE. Crcl. with the Verb. See Intru- sion, Intrusive. OBTUSE, αμβλύς, εΐα, ύ (g. t.). See Blunt (propr. and fig.), κωφός, 3 (fig.). An o. angle, αμβλεία γωνία : that has an o. angle, άμβλνγώνιος, 2. Of o. perceptions, δυσ-, άν-α'ισθι\τος, 2. βραδύνους, 2, and βραδύς, εΐα, ύ. See Dull. OBTUSENESS, ΐιμβλύτης, ijTos, n. See Bluntness. O. of perception, δυσ-, αναισθησία, η. βυαδύνοια, η. βραδυτής,ητος, ή. OBVIATE, άπαντάν τινι or προς τι. προφυλάττεσθαί τι. προλαμβάνειν τι. άποτρέπειν τι. έπικυυρεΐν τινι. προνοεΐσθαι or πρόνοιαν ποιεϊσθαί τίνος or μη γένηταί τι. See to PREVENT. OBVIOUS, φανερός, 3. See Evident, αναγκαίος. 3 and 2. OCCASION, s. 1 Occurrence, circumstances] συντυχία, η. τό τυχόν. On this ο. (= in these circumstances), εν τοιούτοις ων. ταϋτα πάσχων: according to the Ο., εκ προαγωγής, εκ του τυ- χόντος : on the present ο. (= at the present time), επι τω παρ- όντι : on such an ο., επι τοιού- τω πράγματι : upon the ο. of the Olympian games, αγομένων τών 'Ολυμπίων : on many o.'s, επι πολλών. ^[ Opportunity] Vm. καιρός, 6. τό καίριον. On o., when o. requires, συμφόρως. ^[ Incidental cause] αφορμή, λαβή, πρόφασις,ή. αιτία, t) (g.t.). To give aby o. for athg, άφορμην παρέχειν or διδόναι τινί τίνος, πρόφασιν παρέχειν τινί τίνος or του ποιεΐν τι. αίτιον γίγνε- σθαι τινί τίνος : to give ο. for suspicion, ΰποφίαν παρέχεσθαι : I took ο. to speak, ΰπολαβών ει- πον. ΤΙ Casual need] To have ο. for athg, χρε'ιαν έχειν τινός, ένδεώς έχειν τιι /o's : I have ο. for athg, <5εΐ μοί τίνος : there is no ο. for it, οί'δεν δει τίνος. OCCASION, ν. αίτιον είναί τίνος, ποιεϊν, εργά'ζεσθαι, παρ- έχειν, προσβάλλειν τι (e. g. joy, grief, φ?., ήδονήν, λύπην). OCCASIONAL^uXio^-n-apa- τυχών, παραπεσών, οϋσα, όν : or Crcl. ivith εστίν ότε (= ηοιυ and then), 'όταν τύχη (casual), 4"C His ο. remonstrances, αί οπότε τύχοι νουθετήσεις. OCCASIONALLY, όταν τύ- χη, ότε, οπότε τύχοι. καιρού παοαπεσόντος, εστίν οτε. OCCIDENT. See West and Sunset. OCCIDENTAL. See West- ern. OCCIPITAL (anat.). E. g. o. region, see Occiput. OCCIPUT, όπισθο-κέφαλον, -κράνιον, τό. Ίνίον, τό (ορρ. to βρέγμα, sinciput, Aristot.). OCCULT, κρυπτός, 3. See Hidden, Secret, and Myste- rious. OCCULTATION, κρύψις, κατάκρνψις, ή. OCCUPANCY. Crcl. with verbs to Occupy. OCCUPANT. See Occupier. ό κατέχων, and other partcpp. of verbs to Occupy. The first o., ό πρώτος καταλαμβάνων. OCCUPATION. H The tak- ing possession of] κατάληψις, ■η. κατοχή, κατάσχεσις, κατα- κωχή, η. % Holding or tenure] Ee2 occ GDI OF το έχειν. κτησις, i7. Occupa- tion of a house or land as dweller, ο'Ίκησις, κατ-, εν-οίκη- σις, 7j. In both these senses, more urn. Crcl. icith the verb, e. g. after the o. of the town, κατειλημμένης της πόλεως : before the o. of the town, πριν ελεϊν or άλώναι την πάλιν : on the ground of their previous o. (of the country), they claimed — , ηζίουν, ώς προενοι- κήσαντες — : to enter on ο. of athg, έμβατεύειν ε'ίς τι. Tj Em- ployment, business] ασχολία, η. άσχόλημα, τό. πραγματεία, η. διατριβή, η. έργον, τό. εργα- σία, η. τευτασμός, 6. OCCUPIER (of a dwelling), 6 οίκων, κάτοικων, οΰντος. την χώραν {of a country). OCCUPY. J To take up (of space or time)] έχειν, κατέχειν, πληρούν, έπι-, δια-Χαμβάνειν. Το ο. a place, ττΧηροΰν, έπ-, κατ- έχειν χώραν : to ο. one's time, άσχοΧΊαν παρέχειν : this o.'s all my time, τον όΧον χρόνον περί τοϋτο διατρίβω. προς or εν τού- τω όλος ειμί. See to ENGAGE. To he o.-d with athg, άσχολεΐσβαι (pass.) περί τι, κατά τι. άσχο- Χον είναι, άσχοΧΊαν έχειν or άγειν, διά τι, -περί τι, κατά τι. διατρίβειν or διατριβην ποιεΐ- σθαι περί τι, άμφί τι, επί τινι, εν τινι, προς τινι. είναι εν τινι or προς τινι or περί τι or άμφί τι. εχειν άμφί τι : to be con- stantly o.-d, τευτά'ζειν περί τι (PL). ΤΙ To take or have posses- sion] εχειν, κατέχειν τι. κεκτη- σθα'ι τι. νέμεσθαί τι (esply of landed property ; tlien, of posses- sions in general). To o. a house, ο'ικεΊν, κατοικεΐν, ένοικεΐν oi- κίαν : to ο. a rank, εχειν, έπ- έχειν άζίαν : to ο. the first rank, πρωτεύειν άζιώματι. τό πρω- τεϊον εχειν. Το ο. as possessor (= take possession of), καταλαμ- βάνειυ τι. κρατεΐν, έπικρατεϊν τίνος, α'ιρεΐν τι : to ο. the town (with a garrison), καθιστάι/αι φρουράν εν ποΧίσματι, φρουρά κατέχειν πόΧιν. See Garrison. OCCUR. «H To happen] γί- γνεσθαι, εγγίγνεσθαι. συμβαί- νειυ. προσ-, παρα-πίπτειν. % To come under observation, to be met with] ευρίσκεται, γίγνεταί τι. εστί τι κατά τι χωρίον (is met with at a spot), or εστίν Ίδεϊν τι κατά τι χωρίον, ύπαρχε ιν. είναι. Τί To present itself to one" 's mind] παρίστασθαι,έπιέναι (έπ- έρχεσθαι), εγγίγνεσθαι. It o.'s to me, 'έννοια έγγίγνεταί, εμπί- πτει, επέρχεται μοι, υπέρχε- ταί με. εισέρχεται, έπ-, ε'Ίσ- εισί με or μοι. παρίσταται μοι, προσίσταταί μοι. έρχεται μοι επί νουν. μέμνημαι and ενθυ- μούμαι (of things ivch the person already knew). It never o.-d to me even in a dream, ουδέ όναρ προσέστη μοι. OCCURRENCE, πράγμα,τό. (420) το γιγνομενον, γενομενον. το συμβαίνον, οντος. συμβάν, άν- τος. συμβεβηκός,ότος. τδπροσ- πεσόν, όντος. συντυχία, η. See Event. OCHRE, ώχρα, h (Aristot). OCEAN, ωκεανός, δ. η μεγά- Χη θάλαττα. OCTAGONAL, οκτάγωνος, 2. OCTAVE, η διαπασών (χορ- δών συμφωνία), η ογδόη (as eccl. t.; mod. Gr.). OCTOBER, ό δέκατος μην. See remarks on Month. OCTOGENARIAN, όγδοη- κονταέτης, δ. ετών όγδοήκοντα. OCTUPLE, όκτα-πΧοϋς and -πΧάσιος, 3. OCULAR. Orel. e.g. ο. dis- ease, κακόν τό περί τους οφθαλ- μούς. See other combinations un- der Art. Eye. An o. witness, αυτόπτης, επόπτης, ου, δ. δ τών πραγμάτων ορατής, αυτός εωρακώς (of athg, τί). δ παρών, όντος (of athg, τινί) : to he an ο. witness of athg, αύτοπτεϊν τι. αύτόπτην είναι τίνος, παρόντα ίδεϊν τι. πυρεΐναί τινι : to know athg fm ο. demonstration, παρ- όντα συνειδέναι τι. άπ' ομμά- των πέπυσθαί τι (jEsch.). OCULIST, ό τών όφθαΧμών ιατρός, όφθαλμόσοφος, δ. φ^Γ παρακεντητής, οΰ, δ (one that cures tlie cataract). ODD. H Not even or like] άνώμαΧος, ανώμαλης, 2. See Unlike. *\\ Of numbers] άνάρ- τιος, 2. περιττός, 3. An o. number of times, περισσάκις. ΤΙ Strange] θαυμάσιος, 3. άτο- πος,2. αλλόκοτος, 2. That would indeed be ο., άτοπον άν ε'ίη. How ο. you are ! ω δαιμόνιε ! ω θαυμάσιε ! An ο. thing or af- fair, τό θαυμάσιον. ΤΙ And more, over and above] περιττός, 3, e.g. twenty ο., είκοσι περιττά (Dion. Η.) : seventy ο. (years), (έτη) έβδομήκοντα η πλείω. (ετι;) πλείω τών έβδομήκοντα. ODDITY, f Oddness] Vid. *\l An odd thing] θαύμα, τό. τό θαυμάσιον. ODDNESS. 1 Unevenness] τό ανισον, άνισότης, ητος, η. άνομοιότης, ητος, »'/. ανωμαλία, V. U Strangeness] θαϋμα, τό. τό θαυμάσιον. ODDS, «fl Difference] Vid. 1 Advantage, superiority] Vid. ^f Variance] Vid. To be at ο., δια- φέρεσθαί (pass.) τινι or προς τίνα (about athg, περί τίνος). ODE, ωδή, η. ύμνος, δ. One that writes o.'s, ωδοποιός, ύμνο- θέτης, λυρικός ποιητής, δ. ODIOUS, απεχθή*, 2. μιση- τός, 3. άζιομίσητος, 2. εχθρός, 3. έπίφθονος, 2 (the latter of things only). Very ο., έχθιστος, 3. See phrases under Hate- ful. ODIUM. See Hatred, φθό- νος, δ, and τό έπίφθονον (invi- diousness). To bring o. upon ahy, προάγειν τινά εις μ,ϊσός τίνος : to draw upon oneself, or to incur, the o. of aby, εις έχθραν άφ- ικνεΧσθαί τινι. απεχθή γίγνε- σθαι τινι. ODORIFEROUS, ODOR- OUS, ευώδης, ες. εύοσμος, 2. See Fragrant. ODOUR, οσμή, ή. See Sl\I ELL, Scent. ^ Fig.] Good ο , ευ- δοξία, η. δόξα καλή, ή : bad ο., κακοδοξία, η : to be in good, bad, ο., ει; or καλώς, κακώς, άκούειν. See Repute. OF, a) in attributive relation, is expressed by the genitive case, but also sts by attributive adjj., or substt. in apposition, or by prepp. a) Genit. of possession and mu- tual connexion] King of Persia, βασιλεύς Ώερσών: hornsofoxen, βοών κέρα : father of aby, πατήρ τίνος, β) Genit. of the subject] A multitude of men, πλήθος αν- θρώπων : expedition of Cyrus, Κύρου άνάβασις. γ) Genit. of the object] Siege of Thebes, θη- βών πολιορκία : bringing up of Cyrus, Κύρου παιδεία, δ) Par- titive genit.] One, none, some, of the Greeks, tls, ούδεις, τινές τών 'Ελλήνων, ε) Genit. of the pre- dicate] A man of great conse- quence, άνήρ αξιώματος πολ- λού or εν ττολλρ τιμνι ών : a man of comely person, εύφυι)ς τό σώμα : a woman of remark- able beauty, γυνή έκπρεπεστά- τη κάλλει : a matter of import- ance, άξιον λόγου πράγμα : a child of excellent parts, παιδίον ευφυές την φυχήν : a man of great wealth, άνήρ έχων πλεί- στα χρήματα : a column of thir- ty feet, στ?)λί; τριάκοντα πο- δών : a distance of five stadia, διάστημα πέντε σταδίων : a journey of seven days, οδός επτά ημερών, a boy of ten years of age, παϊς δέκα ετών or δέκα έτη γεγονώς. $f§" Note the expres- sion, a monster of a boar, μέγα χρήμα ύός : he is a monster of a man, δεινόν τό χρήμα τάνδρός. @p= The folloiving are instances of the attributive of — rendered by prepp. : the battle of Mara- thon, Salamis, ή εν Μα/οαθώι>ι, έν Έαλαμϊνι μάχη (ή περί Σα- λαμϊνα ναυμαχία) : the admiral of the fleet, ναύαρχος έπϊ ταϊς ναυσίν : the officers of the artil- lery, οι έ7τΐ ταϊς μηχαναϊς : a treatise of (= on, concerning) riding, λόγος περί ιππικής: the friends, &c. of aby, oi περί τίνα. $f$° Observe that esply for the attributive genitive of the object the verb may be used instead of the verbal substantive, followed by of; e. g. the slayer of my brother, ό τον έμόν άδελφόν κτανών : he gave them the use of my house, έδωκεν αύτοΊς τΓ/ οικία χρησθαι τη έμί). gg^> When the name of a city is used OF attributively, the notion is rendered by corresponding adjj. : e. g. Pe- ricles of Athens (= the Athenian), ΊΊερικλης ΆβηναΤο? : Mile- of Croton, Μίλων b Κ.ροτωυιάτης: Pindar of Thebes, Τίίυδαρος 6 Θηβαίος. (^ a The genit. of the material may also be expressed by an adj. : e. g. a statue of bronze, άγαλμα χαλκοΰ or χαλκοΰν : a house of stone, ο'ίκημα λίθου or Χίθινον. b) In objective relation, of, with its subst., dependent on a verb or adj., is expressed by the genitive case, when the verb or adj. is one that governs a genitive : e. g. to accuse of, acquit of, repent of, full of, empty of, deprived of, weary of; but very often in Gr. the ace. or some preposition is used where the English has of, e. g. to beware of the enemy, φυλάττεσθαι τους πολεμίου? : to speak of athg, λέ- γειν περί τίνος. For these see under the several verbs and adjj. ^* The following are examples of the rendering of of {objective) by prepositions : to expend of (= fm or out of) his own means, άναλίσκειν άπό των εαυτού, εκ των Ιδίων : made of gold, sts but rarely εκ χρυσού πεποιημένος, more usually the simple genitive χρυσού πεποιημένος (or adj. of the material) : to learn, hear of (= from) aby, μανθάνειν, πυν- θάνεσθαι παρά τίνος : to be admired of (= by) all, υττό πάν- των θαυμάζεσθαι, ύφ' or προς απάντων : to die of a disease, διαφθείρεσθαι or άπόλλυσθαι (pass.) νόσω τινί or υττό νοσή- ματος τίνος : to die of poison, εκ φαρμάκων άποθνησκειν : of one's own accord, από ταυτομά- του, άφ' εαυτού : this holds not only of men, ου κατ ανθρώπων μόνον λέγεται τοΰτο : to be com- posed or consist of, συνεστάναι ίκ τίνος, συγκεΐσθαι εκ τίνος (but, the army consists of 500 men, η στρατιά εστί πεντακο- σίων Ανδρών, predicative genit.) : to make of (— out of, instead of) a king a slave, δούλον αντί βασι- λέως ποιεΤν or καθιστάναι. (Jf^* Note the following expressions : to make something of aby, ποιιϊν or άποδεικνύναί or καβιστάναι or τιθέναι τινά τίνα, e. g. to make a learned man of aby, άπο- δεικνύυαι τινά σοφόν : to make a beggar of aby, πτωχόν καβ- ιστάναι τινά. What will be- come of me? τί γενήσομαι; τ'ι πείσομαι ; τί γενησεται περί εμέ ; To come of age, άνδρα δοκιμασθηναί: beautiful of form, καλός τό είδος : blind of one eye, deaf of both ears, τυφλός τον 'έτερον όφθαλμόν, κωφός αμφω τω ωτε. To do athg of (= out of) friendship, enmity. &C, εύνοια, έχθρα τι ποιεϊν. also ΰπ' εννοίας, υπ' 'έχθρας, έπ ιΰνοία, επ' έχθρα : out of igno- (421) OFF ranee, &c, Si άφροσύνην, κτλ. See Out of. For of in numerous prepositional expressions, as be- cause of, by reason of, in conse- quence of, for the sake of, <|-c\, see the leading ivord. OFF. If Denoting separation or distance] άπό, παρά, μετά, ig^» more seldom εκ and κατά, all used in composition with verbs, e.g. to break ο., άπορρηγύναι : to fall ο., άποπίπτειν, καταπί- πτειν : to be (— go) ο., άπιέναι (άπέρχεσθαι) : to keep ο., άπ- είργειν. άποτρέπειν τινά τίνος or άπό τίνος, άμύνειν or άπ- αμύνειν (by a defence) : to hew or cut ο., άτΓοκο'τΓΤΕΐι/ : to leave ο., άποπαύεσθαί (mid.) τίνος or ποιούντά τι : to turn ο., παρα- τρέπειν, έκτρέπειν (e.g. water in another direction, αλλ-η τό ϋδωρ). άποχετεύειν, παροχε- τεύειν, έζοχετεύειν (by a canal) : to march ο., άποπορεύεσθαι: to rub ο., άποτρίβειν, κατατρίβειν (by constant use) : to wipe ο., άπομοργνύναι, άποκαθαίρειν. U Miscellaneous] To get ο., σώ'ζε- σθαι (pass.), άτταλλάττειν and pass.: to get o. well, χαίροντα άπαλλάττειν : to make o. (= run away), άποδιδράσκειν. εκ- ποδών άπιέναι or γίγνεσθαι. He is ο., φροΰδός έστι. οΰκέτι όράται. ο'Ίχεται. Be ο. \ απιθι. άπαγε. έρρε. πάρεχ εκποδών. To be badly ο., κακοθηνεΐν. κα- κώς εχειν : to be well ο., καλή τί} τύχη χρησθαι. εύθηνεΐν. Ο. and on, see Ον. Tf In nautical phrases] E. g. o. any place, υπέρ χωρίου τινός : to be sailing o. Salamis, ττεριτι-λεΐι/ υπέρ Σαλα- μίνος. OFF-HAND, πρόχειρος, 2, and adv. προχείρως (e. g. άπο- κρίνασθαι, to ansicer o., in an o. manner), also ευχερής, ές (easy, careless), and ευχερώς (adv.). αυ- τοσχέδιος, 2 and 3. See Extem- pore, έζ επιδρομής (on the spur of the moment). OFFAL, τραχηλιά, τά (Hip- pocr.). See Intestines. OFFENCE, αδικία, r). αδί- κημα, πλημμέλημα, πρόσκρου- σμα, τό, and υβρισμα, τό, ύβρις, εως, r) (str. tt.). See Wrong, Affront, Outrage. To give offence, see to Offend : that does not give ο., αλυπος, 2 : to receive an ο., άδικεΐσθαι, λυ- πεΐσθαι, κακώς or κακά πά- σχειν υπό τίνος, ύβρί'ζεσθαι: to take ο. at athg, βαρέως or χα- λεπώς φέρειν τι. άγανακτεΐν επί τινι or περί τίνος or διά τι. δυσανασχετεΐν τι. δυσαρεστεϊν τινι. αχθεσθαί τινι or επί τινι or τι (Χ.), διαβάλλεσθαί Tivior προς τίνα. νεμεσαν τινι (Ρ1•). νεμεσίζεσθαί τινά τι (Horn.) : at wch no ο. is taken, άνεμέσητος, 2 : no ο. was taken for this, τού- το άνεμέσητον ην (PI.) : — at him, — αύτω (JEschin.). OFF OFFEND. «ff (Trs.)] άδικεΐν, βλάπτειν, λυπεΐν τίνα. άμαρ- τανειν ει* τίνα. προσ-κόπτειν, -κρούειν, -πταίειν τινί. Το ο. grossly, daringly, or on purpose, έπηρεάζειν τιι/ί, ύβρίζειν τινά or εις or προς τίνα. καθυβρίΧ,ειν τινός or τινά. έφυβρί'ζειν τιι/ί or τινά : to be o.-d at athg, see 'to take Offence.' TJ To offend agst athg, as a law, statute, Qc] άδικεΐν. παρανομεΐν. παραβαί- νειν τον νόμον. % (Intrs.) Το be offensive to] See Offensive. OFFENDER. Partcpp. of verbs to Offend. Also κακούρ- γος, κακοποιός, 6. b άρχων της αδικίας (or χειρών άδικων). ^ OFFENSIVE, άδικητικός and υβριστικός, 3. πικρός, 3 (of things), άπάρεστος, 2. άχθεινός, 3. Athg is ο. to me, δυσχερές, αηδές, έστι, or προσίσταταί μοί τι. δυσχεραίνω τι. απαρέσκει μοί or μέ τι. An ο. smell, δυσ- ωδία, h : that has an ο. smell, δυσώδης, 2. Offensive language, κακολογία, η. όνειδιστικός λό- γος, ό : to use ο. language to- wards aby, κακολογεΐν τίνα. βλασφημία χρησθαι προς τίνα. ^§=• λόγοι ουκ ευπρεπείς or λό- γοι αισχροί (obscene language), and α'ισχρολογείν (to use lan- guage offensive to aby*s moral feel- ings), il As term of war] E.g. an o. and defensive alliance, ξυμ- μαχία, r). See Defensive. To enter upon an o. war, άρχειν τοΰ πολέμου : to act on the ο., Ίέναι or ορμάν επί τινι. επιέναι τιι/ί. έπιτίθεσθαί τινι. See INVADE, Assail, Attack. A commander skilful in o. and defensive opera- tions, στρατηγό? ασφαλής τε και επιθετικός (Χ.). OFFER,!?, προσφέρειν,προσ- άγειν, προτείνειν, προίσχεσθαι (τί τινι, athg to aby). To ο. sa- crifice, προσφέρειν or φέρειν, προσάγειν or αγειν ιερά or θυ- σίας. See Sacrifice. To ο. a choice, την α'ίρεσιν διδόναι or προτιθέναι : the choice is o.-d me, έστι or δέδοταί μοι α'ίρεσις. To ο. athg to aby for his use, •7Γαρέχειι/,•7ταρέχεσβαί,7ταριστά- ναι τί τινι : to ο. his purse, his services, to aby, χρήματα, την χρείαν, 'έργον, έπαγγέλλειν τι- νί : to ο. to help in athg, ομολο- γεΐν, ύπισχνεΐσθαι συμπράτ- τειντινί τι, or συνέργου έσεσθα'ι τινί τίνος : to ο. oneself (for athg), επαγγέλλεσθαί or άνα- δέχεσθαί τι : to ο. oneself for a place, post, an office, &c, έπαγ- γέλλειν τιμήν, μνηστεύεσθαι άρχην : to ο. marriage to a wo- man, λόγους προσφέρειν περί γάμου : to ο. violence (to a wo- man), see to Force : to o. battle, see to Challenge. U (Intrs.)] E. g. an opportunity o.'s, άφορμη δίδοται. καιρός έστι. καιρός παραπίπτει. ^ With ref. to price] συνιστάναι τιμήν or τι- OFF OIL OLD μ as τίνος (ore the part of the seller, to o. at a certain price), λέγειν or ΰπισχνεϊσθαι διδόναι (of the buyer). See to Bid. OFFER, s. λόγος,ο. To make an ο , λόγοι /s πρόσφεραν (e. g. of marriage, ττεμί γάμου). See the Verb, and cf Challenge. To make aby considerable or great O.'s, με -yaXa πρότειναν τινί. OFFERING, θυσία, προσφο- ρά, ή. See Oblation and Sa- crifice OFFICE, 'έργον, τό (business, and sphere of duty), τάξις, ή (post), επιμέλεια, ή (discharge of duty), τιμή, h (o. with honour), αρχή, V (with authority), λει- τουργία, ν (state-burden involving expense and exertion). To per- form the duties of one's o., 7roi- εΊν τά καθήκοντα, τα δέοντα, πράττειν εφ' οϊς αν εφεστήκη τις : the holders of public ο., οι των δημοσίων 'έργων έπιστάται (JEschin.) : he has held the high- est and most honourable o.'s, -res μεγίστας αρχάς τε και τιμάς εν τή πάλει μετακεχείρισται (PL) : to enter upon or be in- vested with o. (of rule), αρχήν λαγχάνειν. είσιέναι την αρχήν, εις αρχήν καθίστασθαι (Don.) : to be in ο., αρχήν άρχειν. προεστηκέναι τοΐς πράγμασιν (Dem.). εν τέλει είναι, εν τέλε- σιν είναι (Hdt.) : to resign or quit Ο., έξίστασθαι, άπαλλάτ- τεσθαι της αρχής. άπειπεΐν τήν αρχήν : to serve the public o.'s (state-burdens), λειτουργίας λειτονργεΐν : whilst still in o. (as magistrate), μεταξύ άρχων. Priest, your office ! ίερεϋ, σον έργον ! (Aristoph.) "ff Service of kindness] υπουργία, ή. ύπούρ- γημα, τό. χάρις, ή. To ren- der aby a kind ο., χαρίζεσθαί τινί τι. χάριν ύπουργεΐν τι- νι. εύεργεσίαν καταθέσθαι ες τίνα. ΤΙ Offices of religion] τά περί τους θεούς (νομικό μένα), τά θεία νόμιμα, ή θεραπεία Των θέων. θρησκεία, ή. τά ιερά. ιερουργία, ή. λειτουρ- γία, ή (eccl. t.). To render aby the last o.'s, τά νομιζόμενα ποι- είν, άποτελεΐν τινι. U Place of business] Prps Orel, οι γραμ- ματείς, έων. αϊ γραφαί. ^J Of- fices = side-buildings] παροικο- δομήματα, τά. OFFICER, m Civil] Άρχων, οντος, ο. επιστάτης, προστά- της, ου, 6. See Magistrate. An ο. (= public servant, appari- tor), υπηρέτης, ου, 6 : ο. of jus- tice, δικαστής, οΰ, 6 : ο. of po- lice, αστυνόμος, ο. U Military] άρχων, ό (g. t.). λοχαγός, b (ipr less general than the English word, but often used to denote o?ie invested with command of soldiers). An o.'s commission, λυχαγία, ή: to hold it, λοχαγεΐν. The o.'s (generally), oi ηγεμόνες τε και λοχαγοί. A subaltern o. } ύττο- (422) λοχαγός, 6 : a cavalry ο., Ίλάρ- X>js, ου, b : a naval or marine o., ναύαρχος, 6. OFFICIAL, adj. δημόσιος, 3, and CrcL, e.g. during his o. life, while holding an o. situation, εν αρχή ων. μεταξύ άρχων: ο. in- telligence, εχέγγυος αγγελία, ή : to give an ο. report, άγγέλ- λειν τι δημοσία. OFFICIAL,' s. υπηρέτης, ου, 6. δημόσιος, ο. OFFICIALLY, εκ των προσ- ηκόντων, δημοσία. OFFICIATE '(in public wor- ship), ποιεΐν or τελεί// τά Ιερά (g. t.). ιερεύειν (of the priest), ποιεϊσθαι or επιτελεϊν θυσίαν (at a sacrifice), λειτουργεϊν (eccl. t.). διακονεϊν. OFFICINAL. See Medical. An o. plant, φάρμακον θεραπευ- τικού, τό. OFFICIOUS, πολυπράγμων, ov. To be ο., πολυπραγμονεΐν. OFFICIOUSNESS, πολύ- πραγμοσύνη, ή. OFFSCOURING, κάθαρμα, τό. See Refuse, Dregs. OFFSET, βλαστός, 6. βλά- στημα, άποβλάστημα, τό. OFFSPRING, γονή, ή. γένος, τό. τόκος, ό. γέννημα, τό. έκ- γονος, ο, ή. ο από τίνος. 6 γε- γονώς or φύς από or εκ τίνος. ΪΙ In a collective sense] παίδες, ων, οι. τό εκ τίνος γένος or τό από τίνος γένος. To have or leave an ο., πάιδας or εκγόυους έχειν or καταλιπέσθαι παϊδας : to leave a numerous ο., καταλι- πέσθαι πολλούς : that has no ο., απαις, ο, ή. ατεκνος, 2. έρημος (2) παίδων, άγονος, 2. See Childless. OFT, OFTEN, πολλάκις. (τά) 7Γθλλά. θαμά, θαμινά. πυ- κνά, πολλαχ-ή and οΰ. Very ο.,πλειστάκις. ως επί τό πολύ. άπειράκις, μυριάκις (str. tt.) : more ο., πλευνάκις : most ο., τά πλείστα : how Ο. ? ποσάκις ; as ο., so Ο., οσάκις, τοσάκις, τοσαυτάκις : however ο., πο- σακισυΰν : as ο. as, οσάκις, οπό- τε, επειδή (c. optat.). οποσάκις (sts with αν), όταν and οπόταν (c. subj.) : ο. repeated, θαμινός, 3. συχνός, 3. OGLE, ίρωτικόν βλέπειν ε'ίς τίνα. κατιλλώπτειν, έγκατιλ- λώπτειν τινί (to leer upon aby). OH ! ω ! εα ! αϊ or αϊ ! φευ ! OIL, s. έλαιον, τό. To anoint oneself (with ο.), λίπα άλείφε- σθαι or χρίεσθαι. See ANOINT and Oil, v. A little ο., έλάδιον, τό : to make into ο., έξελαιοΰν: to become ο., έξελαιοΰσθαι (pss.) : making of Ο., έλαιοποιϊα, ελαι- ουυγία, ή : dregs of ο., έλαιό- τρυγον, τό. άμόργης, ου, b, and άμόργη, ή : dipt or steeped in ο., έλαιό-βροχος, -δευτυς, 2. έλαιο- -βρεχής, -βαφής, ές : stained with (or soaked in) ο., έλαιοπι- νής, ές : fed with ο., ελαιόθρε- πτος, 2 : producing much ο., πο- λυέλαιος, 2: to yield little ο. όλιγελαιοΰν (TJieophr.) : apainter in ο., prps έλαιογράφος, b : an ο. -painting, prps ελαιογραφία, ν- OIL-CRUET, έλαιο- φόρον, -δόχον, τό. OIL-FLASK, όλπη,ή. λήκυ- θος, ή. ληκύθιον, τό. OIL-MAN, έλαιο-πώλης,-κά- πηλος, ο. OIL-PRESS, έλαιο-τριβεΐον, -τρόπιυν, ελαίου ργεϊον, τό. OIL -SHOP, ίλαιοπωλεΐον, ελαιοπώλιον, τό. OIL, υ. έλαιοΰν. λίπα or έλαίω χρίεινοΓ αλείφειν. O.-d, έλαιωτός, 3. OILY, έλαιηρός, 3 (of oil), έλαιήεις, εσσα, εν (Soph.), ελαι- ώδης, 2 (UL• ο., slippery), λιπώ- δΐ]ς, 2 (greasy). OINTMENT, μύρον, τό. μύ- ρωμα, τό. χρίσμα, φάρμακον χριστόν, τό. αλοιφή, ή. άλειμ- μα, τό (any greasy substance for rubbing in). See Unguent and Salve. Wet with ο., μυρόρ- ραντος, 2 : smelling of ο., μυρό- πνους, 2 : one that sells ο., μυρο- πώλης, ου, ό. μυρόπωλις, ιδος, ή : to be a dealer in ο., μυροπω- λεΐν : a shop or place where o. is sold, μυροπωλεΐον and μύρον, τό : a flask for ο., αλάβαστρος or άλάβαστος, ή and 6 : a small box for ο., μυροθήκη, ή. μυροθή- κιον, τό. μυρηρόν άγγεϊον, τό. μυρηρός λήκυθος, ή: the making or preparing of ο., μυρεφία, ή : one who prepares ο., μυροποιός and μυρεψός, b : art of prepar- ing ο., μυροφική, ή: to perfume with ο., μυροΰν and μυρϊζειν. OLD. Tf Ancient] παλαιός, 3 (that has been long in existence, Lat. vetus, vetustus, that teas long ago). άρχαΊος, 3 (with accompa- nying notion of venerableness) . Of ο., πάλαι, τόπαλαι. To grow or get Ο., παλαιονσθαι (pass.). II Having a considerable age, esply of persons] πρεσβύτης, b, and πρεσβΰτις, ιδος, ή (fern.), also πρεσβύτερος, 3 (compar.). γη- ραιός and γεραιός [comp. γεραί- τερος, super, γεραίτατος], γέ- ρων, οντος, b. and γραΰς, αός, ή (fem.). πόρρω της ηλικίας ων, ούσα, όν (e.g. aby is so old that — , ούτω πόρρω της ηλικίας εστί τΐ9 ώστε). To be getting ο., επϊ τό πρεσβύτερου {γεραίτερον) Ίέναι (πορεύεσθαΐ). γηράσκειν, καταγηράσκειν, άπογηράσκειν. to be very ο., πολύν αριθμόν χρόνου γεγονέναι(^Ε8θΜη.). See Aged. The ο. ones (of animals, opp to the young ones), o\ γονείς. 11 Of a certain age] Usu. with the verb to Be. Here either the adj. is omitted and the age speci- fied is put in the genitive case, or the verb γεγονέναι is used, e. g. six years ο., εξ ετών or εξ έτη γεγονώς, υϊα, ός. Also εξ 'έτη OLD έχων, 'έκτον ετο? άγων, εζέτη?, 6, and ε£ετΐ5, ιδο?, η {/em.). Older, πρεσβύτερο? : oldest, πρεσβύτατο?, 3. See Elder, Eldest. The oldest of us, πρεσ- βύτατο? ημών : to be older than aby, ηλικία προέχειν τιι /os and ■πρεσβίύειν (with notion of pre- eminence. Hdt.). Howo.,iri|\t- κο?, 3 : so ο., τηλικοΰτο?, αύτη, υϋτο. OLD AGE, γήρας, τό. See OLD-FASHIONED, άρχαιό- τροπο?,2. αρχαϊκός and αρχαί- α, 3. Ο. ways or manners, άρ- χαιοτροπία, η. OLDEN. See Old. OLFACTORY. E.g. the o. organs, 6V ώυ όσφραινόμεθα. OLIGARCH, δυνατοί, ό των ολίγων ει?, ό όλιγ αρχών, οϋν- το?. See Oligarchy. OLIGARCHICAL, ολιγαρ- χικό?, 3. To have an o. govern- ment, όλιγαοχεΐσθαι (pass.). OLIGARCHY, δυναστεία ολίγων ανδρών, ολιγαρχία, ή. $SF* In the old writers, ολιγαρ- χία denotes what toe should call ' aristocracy ; ' this is clearly seen in Thuc. 3, 62, where the two ex- pressions are distinctly opposed to each other: ημΐν μεν γαρ τότε η πόλι? έτύγχανεν ούτε κατ όλιγαρχίαν Ίσόνομον πολι- τεύυυσα, ούτε κατά δημοκρα- τίαν' 'όπερ δε εστί νόμοι? μεν και τω σωφρονεστάτω έυαντι- ώτατον, εγγύτατα» δε τυράν- νου, δυναστεία ολίγων αν- δρών κατείχε τά πράγματα. Later ολιγαρχία was used in the sense of our oligarchy. OLIVE, ελάα and έλαια, η (fruit and tree), έλαΐ?, ίδο?, η, Att. pi. έλαδε? (the tree). Fully ripe ο., δρυπεπη?, 6 (Aristoph.) : a preserved ο., άλμα? (έλάα), άδον,ή: awildo.-tree, άγριελαία, v. κότινο?, 6, and έλαιο?, 6 : planted with o.-trees, ελαιόψυ- tos, 2 : the cultivation of o.-trees, ελαιοκομία, η : to cultivate them, ελαΐζειν, έλαιοκομεΐν. An o.- yard, ελαίων, ώνο?, 6. έλαιόφυ- τον, τό : the gathering of o.'s, ελαιολογ'ια, f) : to gather them, έλαιολογεΐν. Wood of the o., ελάα? ζύλον or ξύλα : of or made of o. -wood, έλά'ινο?, 3. OLIVE-COLOURED, O.- GREEN, έλαιοειδή?,2. ελαίων, ούσα, ου. To be ο., ελαΐξειν. OLIVE -PRESS. See Oil- OLIVE- HARVEST, έλαιο- τρυγητό?, 6. OLYMPIAD, Όλι^-ττιάϊ, artos, η. OMEN, οιωνό?, 6. οΐώνισμα, τό. ο'ιωυισμό?, b,and όρνι?, ιθο?, 6, ή (esplyfin birds), φήμη, κλή- δων, δσσα, όττα (Att.), η (o.fm voice or sound). Also σύμβολο? (sc. οιωνό?), b (casual augury, poet, and Xen.). Of good o., at- (423) ON σιο?, δεξιό?, καλό?, χρηστό?, 3. εύφημο?, 2 (of sounds). Words of good O., έπιφημίσματα, τά (Thuc.) : to speak such, εύφη- μεΐν : of bad ο., απαίσιο?, 2. σκαιό?, 3: to shun as a bad o., ο'ιωνίζεσθαί τι : to look for o.'s, όσσεύεσθαι : to consider as an Ο., οίωνόν ποιεΐσθαί, or τίθε- σθαί, or οίωνϊζεσθαί, εν ο'ιωνω τοΰ μέλλοντος τίθεσθαί τι. OMINOUS. Orel, with οιωνό?. To consider athg ο., see under Omen. O. of good, αίσιο?, 3. See Propitious. O. of evil, απαίσιο?, 2. See Ill-omened. To speak o. words, επιφημϊίε- σθαι (Hdt.). OMISSION, παράλειφις, η (actively), and Orel, ivith the Verb, ελλειμα, τό (passively, the thing omitted), and partepp. of the Verb. Also έλλιπε^, τό. See Defi- cient, Defect. OMIT, τταραλείπειν. παρ- ιεναι. To o. the mention of athg, παραλείπειν τί λέγοντα, σι- ωπή παρέρχεσθαί τι. άμνημο- νεϊν τι. ύπερβαίνειν τι : — pur- posely, έκόντα. See Leave out, Neglect. OMNIPOTENCE, παντο- κρατορία, η (late), τό πάντων κρατεϊν. OMNIPOTENT, παντοκρά- τωρ, 2. παντοδύναμο?, 2. παν- τοδυνάστης, ου, ο. πάντων κρα- τών, οΰσα, οΰν. παγκρατή?, έ?. πανταρχης, έ?, and πάνταρχο?, ' OMNIPRESENCE, τό παν- ταχοϋ πάσι παρείναι. OMNIPRESENT, πανταχού παρών, οΰσα, όν. > OMNISCIENCE, τό πάντα είδέναι. OMNISCIENT, πάντα είδώ?, νια, ό?. ON, prep. % Of place] a) De- noting rest on the surface of a body, £[C, in ansiver to the question where ? επί (c. gen. ; more rarely and for the most part only poet, with dat.). Sts εν (c. dat.) and κατά (c. ace). On earth, επί γη? (rare, κατά γη?, Thuc.) : on horseback, έ' 'ίππου : to lie on the funeral pyre, κεΐσθαι επί τ»; πυρά (PI.) : on (the banks of) a river, επί (εν) τω ποταμω, επί τοΰ ποταμού : on (= in the range of) the mountains, εν όρεσιν : to be on the road, εν άδω είναι (Thuc.) : but to find aby on the road, καθ' όδόν εύρεΐν τίνα. Also περί ivith dat., e.g. to wear rings on the hand, περί ttj χειρϊ δα- κτύλια φέρειν: and with ace, e. g. on the frontiers, περί τά 'όρια. The use of άνά with dat. in this sense is poet., e. g. on a golden sceptre, χρυσέω ανά σκη- πτρω (Horn.). 0jr* On may be expressed by tlw simple dative in expressions like riding up on (= with) a horse, προσελαύνων Ίπ- πω : rarely, and almost exclusively ON as a poet, usage in expressions such as to be seated on a peak, ησθαι κορυφή : most usu., ivhen the pre- position is contained in the Greek verb, e. g. to be borne on (= by) the water, έποχεΐσθαι υόατι. Sts on ivith a subst. may be ren- dered in Greek by an adj., e. g. on the sea-coast, έπιθαλάσσιος, 3 and 2. §?$» Note the brevilo- quentia in expressions like the peo- ple on the house-tops fled, οι από τών οικιών εφυγυν (= οι επί — έφυγον από — ) : those on the bastions remarked it, ήσθοντο oi εκ τών πύργων : those on the towers will render asssistance, oi από τών πύργων έπαρηζουσιν. To fight on horseback, άφ' 'ίπ- που μάχεσθαι. ^ip* Note also the following expressions : all de- pends on him, εν τούτω γε πάν τό πράγμα : he is on the point of coming, οΐό? εστί προσελθεϊν or 'όσον ούπω πάρεστιν : he is on my side, προ? εμού ϊσταται, εστί (PI.) : on the one side — , on the other side — , τ?7 μεν — , τ?7 δε — : on all sides, πανταχη (and πανταχόθεν) : on the spot, έζαίφνη?, παραχρήμα : on the ground, χαμαί. β) Denoting direction of a mo- tion, in answer to the question whither ? upwards, επί, ε'ι?, with ace: downwards, κατά with gen., επί with ace. To jump on the trees, έ-π-ί τά δένδρα άναπηδάν : to strew ashes on the table, τέ- φραν κατά τη? τραπέζης κατα- πάττειν : water on the hands, κατά χειρό? 'ύδωρ. iggp Note the use of εν with dat., επί with gen., after a verb of motion, de- noting the state of rest in which the motion terminates, e. g. to fall on one's knees, εν γόνασι πί- πτειν. Esply after verbs denoting to put, place, and the lilce : thus, to put on board, τιθέναι έν νηϊ: to set on table, καθιστάναι εν τραπέ'ζη : to seat oneself on a chair, καθίζεοθαι εν 'έδρα : to smite on the cheek, επί κόρρη? παίειν (to smite oneself on, = to smite one's, thigh, παίεσθαι τον μηρόν, Χ.). §3§* After compounds in which the notion of direction is already contained, the preposition is not separately rendered : e. g. to put athg on the chariot, όχη- ματι έπιτιθέναι τι : to get on the chariot, όχήματο? επιβαί- νειν : to imprecate curses on aby, αρά? επαράσθαί τινι. fi Of time] a) In answer to the question when ? dat. with or without έν, and sts other preposi- tions, e. g. on the third day, (έν) τ»; τρίτη ημέρα, μετά τρίτην ημέραν : on the following day, τ?; ύστεραία: also by adjj. in αΐο?, e. g. he perished on the twentieth day, άπώλετο είκο- σταϊο? (Antiph.), and advv., as, on the same day, αυθημερόν, β) On with abstract subst. equiva- ONC ONE ONE lent to during, or to while, with partcp., επί (gen.), εν (dat.), κατά (ace.), e. g. on the march, επί της πορείας, εν τη πορεία, κατά την πορείαν. $^• Often ren- dered by participial construction, sts with αμα and μεταξύ : to sing on the march, πορευόμενον άδει v. γ) On with participial subst., on doing so and so, = as soon as this is (was, <$£C.) done, is expressed by the participle, on heing asked, he answered, ερω- τηθείς άπεκρίνατο : on receiv- ing this intelligence, they man- ned a fleet, έπ' άπηγγελμένοις τούτοις ναΰς έπλήρουν : on per- ceiving the enemy they took to flight, αμα τε τους πολεμίους εϊδον καί έφυγον. — On, = at the instant of (and in consequence of), e. g. on a given signal, άπό ση- μείου and επί σημείω. U Of causality and other rela- tions'] επί (c. dat.). On fair terms, επί δικαίυις, έπ' Ισοις, επ' Ιση, και όμοια : on condition (that, &c), εφ' ω and εφ' ιίτε. To lend (money) on athg, δανείζειν επί τινι or εις τι (e. g. on a pledge, έπ' ένεχύρω : on deposit, εφ' υποθήκη : on our property, ε'ις τά ημέτερα). On this account, διά τούτο, τούτου ένεκα : on pain of, επί ζημία : on pain of death, επί βανάτω : to swear on athg, κατά τίνος όμνύναι : to live, feed, &c. on athg, από τίνος ζην : on purpose, εκ προνοίας or προαιρέσεως, κατά προαίρεσιν. ^» For the rendering of on after verbs wch take, their objects under government of this preposition, see the respective verbs, e.g. to hang on, to RELY on, Qc. ; and for other phrases, such as on a sud- den, on the right, on the left, on high, on the contrary, fyc, see the leading words. ^Ad- verb] E. g. to go on, to get on, §c, see to Go, to Get, £c. To have athg (e.g. a hat) on, περι- τεθεϊσθαι (κυνην). έχειν or φέ- ρειν τι (περί την κεφαλήν or επί τη κεφαλή). Off and on (propr.), δεΰρο κάκεϊσε. To be off and on (fig.), άλλοτε άλλως φρονεΐν. ONCE. H Adverbially, with ref to number] άπαξ. Sts by compounds with μόνος, e. g. to marry ο., μονογαμείν : to eat o. in the day, μονοσιτεϊν. More than ο., πολλάκις, ούχ άπαξ μόνον (r= not only ο., but several times) : not ο., υύδ' άπαξ (z=not even one time). O. for all, είσ- άπαξ : to enjoin o. for all, διει- πεΐν (e. g. ό νόμος διείρηκεν, Dem., also διαρρήδην, peremptori- ly) : all at ο., εν τούτω (forth- with), εξαίφνης (suddenly), άπαν- τες, σύμπαντες, άπαξάπαντες, πασαι, πάντα, αθρόοι, 3. άμα. ομού (together, simultaneously) : two, three, &c, at ο., = at a Time, Vid. For o., this ο., το (424) γε νυν έχον : he with me if but this o. ! ξυγγένεσθέ γ' άλλα νυν (Soph) : we must venture it for Ο., άλλα τολμητέον γε δη : for ο. in a way, άπαξ, ως εν παρόδω or παραπεσόντος και- ρού : to look ο. and again at aby, άλλην και άλλην άποβλέπειν εις τίνα (PL) : yet ο., ο. more, αύθις, το δεύτερον. U As par- ticle of time] Ο. (upon a time), ποτέ (end.). ONE. % Numeral] ε Is, μία, εν. a (as numeral sign). Twen- ty-o., &c, εΐς και είκοσι, είκοσι εϊς κτλ. Ο. or none (prov.), εις άνήρ, ουδείς άνήρ or η τι? η ου- δείς : to have ο. throw, μια βάλ- λειν: ο. by ο., καθ' 'ένα. καθ' εν. £V hi. Ο. HALF, Ο. THIRD, &C, see those words: o. and a half, see Hal f : o. and a third, έπί- τριτος, 2 : ο. and a fourth, επι- τέταρτος, 2 : ο. and a fifth, έπί- πεμπτος, 2, S[C. Ο. and all, ξυν- άπαντες. U A single — , (only) one] εις and μόνος, 3. Often also by compounds, e. g. having o. eye, μονόφθαλμος, 2 : to take only o. meal in the day, μονοσι- τεϊν. See the Greek Eng. Lex. under μονό-, H One and tlie same, identical] ε Is και ό αυτός. ε Is και Ομοιος. 6 αυτός, η αύτη, το αυτό (τ<ιύτό). It is ο. and the same, it is all ο., ταύτόν εστίν, ούδεν διαφέρει, εν όμοίω καθίσταται : to be of ο. mind, όμογνωμονεΐν : as ο. man, with ο. accord, ομοθυμαδόν, εκ μιας γνώμης : to make ο. (unite), καθ' εν ποιεϊν. ένοποιεΐν : to set at ο., συναλλάσσει!/ τινά τινι. See Reconcile, "fj One of two (Lot. alter)] 'έτερος, 3, e. g. to carry in o. hand, χειρί φέρειν ετέρα (Horn.) : ο. is taller by the head than the other, 'έτερος ετέρου τη κεφαλή μείζων εστί (ΡΙ.) : the ο. rules the other, 'έτεροι ετέρων αρχουσι (Thuc.) : the ο. — , the other — , ό μεν 'έτερος . . . ο δε έτερος ... ό μεν . . . ό δε. . . and ο'ι μεν . . . οι δε . . . (pi.) : ο. or the other way, επί θάτερα : on the ο. side — , on the other — , επί θάτερα μεν . . ., επί θάτερα δε ... : fm the ο. side, εκ του επί θάτερα (ορρ. to εις τά επί θάτερα, Thuc.) : blind of ο. eye, τυφλός τον 'έτερον όφθαλμόν. ξ^ίϊ* For numerous compounds with έτερο-, e. g. leaning to o. side, έτεροκλινης, ές : to weigh down to o. side, ετεροβαρείν : to go lame of o. foot, έτεροποδεϊν, see the Greek Eng. Lex. U One (of several), with opp. to the others (Lot. alius)] άλλος, 3. One — , another — , άλλος μεν . . ., άλ- λος δε . . .. ό μεν . . ., 6 δε . . .. ό μέν τις . . ., 6 δέ τις . . ., or άλλος δέ τις. Also 6 μεν . . ., άλλος δε . . .. έτερος μεν . . ., άλλος δε . . .. άλλοβ μεν . . ., 'έτερος δε . . . (Hdt.). 6 μεν 'έτε- ρος . . ., 6 δε άλλος . . . (Eur.), andpl. οϊ μεν . . ., οι δε . . .. οι μέν (τινεδ) . . ., άλλοι δέ (τίΐ/ε«) . . .. Ο. says this, another that, or ο. says ο. thing, another says another, άλλος άλλο λέγει. At ο. time — , at another — , άλ- λοτε μέν . . ., άλλοτε δέ. ποτέ μεν . . , άλλοτε δέ. άλλοτε μεν . . ., τότε δέ. Ο. ο. way, ο. an- other, άλλος αλλοσε. ^jp Also sts 'έτερος is so used, e. g. o. cala- mity oppresses o., another others — , συμφορά ετέρα ετέρους πιέζει (Eur.) : the ο. rules the other, έτεροι ετέρων αρχουσι. It is ο. thing to — , and another to — , χωρίς εστί τό τε — , και το — . Ο. and another, ο. or two, άλλος και άλλος (Χ.) : ο. thing after another, άλλο και άλλο (Χ.) : (reckoning) ο. with an- other, εν άνθ' ενός. πλέον έλατ- τον. Fm ο. end of the land to an(or the)other, άπ' εσχάτων της χώρας έπ' έσχατα : to tell ο. story after an (or the) other, λόγοι» εκ λό -you λέγειν : to cause ο. delay after the other, άυαβάλ- λεσθαι χρόνους εκ χρόνων. *t[ One another] αλλήλων, 3 (Lat. alter alterius; more rarely du. άλληλοιν). To love o. another, φιλεΐν αλλήλους : they help o. another, ώφελοΰσιν άλλιιλους. ό 'έτερος ωφελεί τον έτερον (ο. helps the other) : to give pledges o. to another, πίστιν διδόναι καί λαβείν: ο. upon another, άλ- λος έπ' άλλω : beside ο. another, 7ταρ' αλλήλους, as, a (whence παράλληλος, 2). ggp For com- pounds of άλληλο-, e.g. devour- ing ο. another, άλλΐ|λο/3όροϊ, 2 : to eat o. another, άλληλοφαγεϊν, see the Gr. Eng. Lex. U Indefi- nite] (Some) one (of a definite number or body), έίς τις, e.g. ο. of my people, εις τις των εμών: some ο. (of an indefi number), τις, e. g. some o. may say, φα'ιη τις αν. See Some. If any o. asks me, ε"ι τις με έρωτα, tgi^• Where we use one substantively, in place of renewed mention of a preceding object, the Greek either repeats the subst. or leaves it to be understood, e.g. she delighted in dogs, and at sight of o. was beside herself for joy, τους κύυας εφίλει, καί Ίδοΰ- σα (κύνα) έγίγνετο έξω φρε- νών : how big is an elephant ? did you ever see ο. ? ττόσοδ τις 6 έλέφας; άρ' έώρακας ηδη; The fair ο., η καλή : the beloved ο., ή ερωμένη. Each ο. (of two), έκά- τερος, 3 : each ο. (of a number), 'έκαστος, 3. See Each, Every. Ο. (= a certain), e. g. there was o. Thersites, θερσίτης τις ήν : such a ο., ό δείνα. II As indef. pronoun ( Fr. on, Germ, man)] τις, τινός (end.). 0§* The En- glish use of the indef. subject is not nearly so extensive as the Fr. and Germ., wch may often be ren- dered as in English by 3 person plur. act., by ' they,'' e.g. ' on dit,' ONE ΟΡΕ ΟΡΕ Χέγουσι, φασ'ι (end.) : or by 3 person singular of the pass., as λέγεται (with ace. c. infin., or nom. c. infin., or ότι with finite verb). Where it does occur in English, it may very often be rendered by 2 person singular of optat. with άν, e. g. o. might, could, would say — , φαίης αν — : ε'Ίποις άν — : ο. could, would, &c, think or fancy, νομϊζοις αν, ήγήσαιο αν. Also it may often be rendered by verb impers. or by verbal adjj. in τέον, e.g. o. ought, δεϊ, χρή : there ο. might see, ένθα ην Ίδεϊν : ο. may (= is allowed to do), εζεστι ποιεϊν : o. ought to be, must be, content- ed, άγαπν,τέον. $0jF As indef. obj., the oblique cases of τις may be used, e. g. to help ο., ώφελεϊν τίνα, or Crcl., e.g. it does one good to see it, ευφραίνεται, ηδε- ταί, Tit Ίδών. The possessive one's is always reflexive, and must be rendered in the same manner as the reflex, his, her, 8rc, e.g. to squander one's goods, τα εαυ- τού προίεσθαι : to wash one's hands, νίψασθαι tos χείρας; ο. should keep o.'s own people un- der discipline, χρη αυτόν τιυα του? -προσήκοντα? κολάζειν. ONESELF, αυτός, αυτό? τις, and cases of έαυτοΰ, 3. We flat- ter ourselves one will take no harm o., or that no harm will come to ο., ο'ιόμεθα ου και ες αυτόν τίνα ηζειν το δεινόν (Thuc.) : to prepare for ο., εαυ- τοί κατασκευά"ζειν τι: to be ο., φρονεϊν, σωφρονεΐν. εν, εντός, ένδον, εαυτού είναι : to come to or be ο. again, εν εαυτού πάλιν γίγνεσθαι : to wash ο., λούεσθαι (mid.). ONEROUS, επαχθής, ες. See Burdensome. ONION, κρόμμυον, κρόμυον, τ ό (the former more usu.). Abed of o.'s, κρομυών, ώνος, 6 : ο. -leek, κρομυογήτειον, τό (prps chives) : abounding in o.'s, κρομυόεις, εσ- σα, εν. ONLY, adj. μόνος, 3. The ο. hope, μόνη έλπίς, η : an ο. son, άγαπ-ητός παΐς, 6. μονό- παις, 6, ή (Eur.), μονογενής •παις, 6, ή : ο. Ι (= / alone) have seen, εγώ μόνος έώρακα : I have seen ο. his face, μόνι\ν την όψιν αύτυϋ έώρακα : in the ο. way, μονάχη : the ο. way in wch, ηπερ μονάχη. ξ&ρ For other com- pounds by wch only is expressed see the Greek Eng. Lex. under μονό-. The one o. person, one above all others, μονώτατος, 3. See Alone, Single, g^• Only may sts be expressed by αυτός, e. g. to benefit those o. who are praised, ιιΰτούς τους έπαινουμέ- νους ώφελεΐν. "ff Adv.] μόνον. I have ο. (=but) heard, not seen, ηκουσα μόνον, αλλ 1 ούχ έώρακα : ο. now, this moment ο., άρτι, άρτίως. εναγχος : not ο. — but (425) also, ου μόνον . . . άλλα και. ούχ 'ότι or οϋχ όπως . . . αλλά or άλλα καί : not ο. not — but, ουχ ότι or ουχ όπως . . . άλλα. ifpip When the limitation is ex- pressed not by a single word but by a clause, only ( rz but) is expressed by πλην. αλλά or πλην άλλα. I heard, ο. (= but) I don't un- derstand, ηκουσα μεντοι, πλην άλλ' ου γιγνώσκω. And so when only is used conditionally, e. g. I am about to speak, o. ( =: do but) listen, λε'£ω δή, άλλα σύγε άκουσον. See But. ONSET, ONSLAUGHT, ορ- μή, επιδρομή, προσβολή, έπ'ι- θεσις, έφοδος, ή. See ATTACK, Charge. ONWARD. See Forward. ONYX, όνυξ, υχος, 6. Made of ο., όνύχινος, 3. OOZE, v. στάζειν. διαπιδύ- ειν (ο. or spirt. Aristot.). To let water o. through, ΰδωρ διαπιδάν (Aristot.). An o.-ing, διαπίδυ- σις, ή. OOZE, s. Ιλύς, ύος, η. τέλμα, τό. OOZY, Ίλυώδης, 2. τελμα- τιαΐος, 3. τελματώδης, ες, and partcp. of διαπιδύειν. OPACITY, άμαυρότης, ητος, η. ή ου διαφάνεια or διαύγεια, or Crcl. with, adj. Opaque. OPAL, όπάλλιος, 6. OPAQUE, άμαυρός, 3. ου διαφανής or διαυγής, ές. Bodies transparent and ο., τα διάφανη και τά μή. OPEN, adj. % Propr. : not shut] άνεωγμένος,3. ακλειστος, 2. άναπεπταμένος, 3 (ορρ. to folded together or closed, Qc, of the eyes, ears, nostrils, Src., and of doors ; also of the sea, and fig. of impudence, Qc). An o. letter, λελυαειχ}, ασφράγιστος επιστο- λή, jj : with o. eyes to see no- thing, δρώντα μη βλέπειν : to receive aby with o. arms, ασμέ- νως δέχεσθαί, ϋποδέχεσθαί τί- να. Ο. field, πεδίον, τό : the ο. country, τά ύπαιθρα (esply mil., Polyb. and later, ορρ. to walled toivns) : o. air, αιθρία, ή. υπ- αιθρον, τό : in the ο air, αίθριος, 2. ύπαιθρος, 2. υπαίθριος, 2 and 3 (the last esply of an army) : to bivouack in the o. air, υπαιθρι- άζιιν : to live in the o. air, εν καθαρω οίκεΐν (PL) : in the o. sun, εν καθαρω ηλίω (ορρ. to σκία, PI.). In an ο. space (clear fm obstacles, φ?.), εν καθαρω : to flow with a clear and o. course, διά καθαρού ρέειν (Hdt.). Ο. sea, πόντος, 6 : to get into the o. sea, άνο'ιγειν (used absol. X.). To stand o.-mouthed, κεχηνέναι. See Gape. TJ In various more re- stricted significations] O. bowels, ΰπάγουσα κοιλία, ή : to have the bowels ο., λαπάζεσθαι. See Loose, Loosen. To have aby's purse o. to one, ελευθέρως χρη- σθαι τοις χρήμασί τίνος, έζ- εστ'ι μοι χρησθαι τοϊς άλλοτρί- οις χρήμασιν ωσπερ ιδίοις. Ο. (z=LUincalled), ατείχιστος, 2. ύπ- αιθρος, 2 (see above) : on the ο. road, εν τω φανερω or ύπαίθρω. Ο. to all (zzzpublic), κοινός, δημό- σιος, 3 : to keep ο. table, έστιάν τον βουλόμενον είσελθεϊν. Ο. (= accessible), βάσιμος, 3 : a place ο. to strangers for study, τόπος τοΐς ζένοις βάσιμος εις παι- δείαν : most ο. to the enemies' attack, έφοδώτατα τοϊς πολεμί- οις : to be at ο. war, άντικρυς πο- λεμεΐντινι. Ο. (=FRANK, Vid.), άπλοΰς, 3 : to act in an ο. man- ner, άπλοΐζεσθαι. The ο. (pa- tent, undisguised) truth, απλή αλήθεια, ή. Ο. (= undecided), άκριτος, αδιάκριτος, 2. To lay ο., see to Open, Unfold, Dis- close. To be, stand, lie ο., άν- εωχθαι (the proper Attic for this sense; in later Gr. άναργέναι). To lay oneself o. to the charge of athg, όφλισκάνειν τι. See Ex- pose. OPEN-HANDED. See Li- OPEN-HEARTED. See Frank. OPEN-MOUTHED, κεχη- νώς, υϊα, ός. II Adv.] χανδόν. To be ο. in abusing aby, δεινά βή- ματα κατά τίνος χανεΐν (Soph.). OPEN, v. «ff (Trans.)] άν- οίγειν, διο'ιγειν, χαλάν, άναπε- ταννύναι. άναπτΰσσειν. Το ο. a little, παρ- and ΰπ-οιγνύναι, παρακλίνειν (e.g. θΰραν) : to ο. a letter, λύειν, έζελίσσειν έπι- στολήν: to ο. a book, άνελ'ιτ- τειν βιβλίον : to ο. a vein, τέ- μνειν φλέβα : to ο. a dead body, τέμνειν, άνατέμνειν, άνασχίζειν νεκρόν : to ο. the eyes, διοίγειν τους οφθαλμούς : to ο. the mouth, χαίνειν, χανεΐν : to ο. the mouth in abuse of aby, see under Open-mouthed. To o. (a trench, Qc. , with notion of ex- tension), άναστομοΰν : to o. out the wing (milit. t.), άναπτΰσσειν κέρας. TJ Pig.] To o. one's ears to flattery, παρέχειν τά ώτα τοϊς κολακεύουσιν : to ο. one's heart to aby, άνο'ιγειν κληθρα φρενών τινι (Eur.) : to ο. aby's eyes, έκδιδάσκειν, φρενοΰν τίνα. "[| To make a beginning] άρχειν, ίζ-, ύπ-άρχειν τινός, κατάρ- χεσθα'ι τίνος. Το ο. a ball, εζ- άρχειν χοροΰ : to ο. a school, εζάρχειν γυμνασίου : to ο. an assembly, έκκλησίαν ποιεϊν. λό- γων άρχειν εν τη εκκλησία : to ο. a case, ε'ισάγειν δίκην. U Το make known, to make aby privy to athg] δηλοΰν. άναπτύσσειν. φα- νερόν ποιεϊν. άποκαλΰπτειν. "f[ (Intrans.)] Passive of verbs above given. Also διίστασθαι, διαστηναι (part asunder), χαί- νειν, χανεΐν (of the earth, <|c.). The spring o.'s, έαρ ΰποφαίνει and mid. To o. to the right and ΟΡΕ ΟΡΡ ΟΡΡ left, περισχίζεσθαι ένθεν και ένθεν. OPENING. ί| In the abstract: the act itself] άνοιξις, άνάπτυξις, ι), τό άνοίγειν. Χύσις, η (of a letter), αναστόμωσα, f] (of a trench, Qc). U In the concrete: the thing or place standing open] στόαα, τό. χάσμα, τό. See Mouth, Aperture. *]" The be- ginning of athg] αργή, κατάστα- σις, ν- Ο. of a pleading, εισ- αγωγή, η. ^* But usually all these notions are rendered by Crcl. with verbs to Open. OPENING, part. adj. E. g. o. speech, Crcl. with verb to Open (zz to commence), ^j Laxative] εΧατήριος, 3. ύπαγωγός, 2. An ο. medicine, εΧατιιριον, τό. OPENLY. Τ Propr.] φανε- ρω9. εκ του φανερού. ^| Pig.] See Candidly, Freely. To de- clare oneself ο., παρρησιάζίσθαι or τταροιισία χρησθαι περί Tl - ΙΟς. OPENNESS, άπΧότης, ητος, V- χρΐ)στότης, jjtos, η. Ο. in sj>eaking, -παρρησία, η. OPERA, p?ps δράμα τό μετ ωδής. OPERATE. U To act, in ge- neral] See to Act, Effect, ij Surgically] χειρίζειν, χειρουρ- γεΐν. The part o.-d upon, χεί- ρισμα, τό. If /« α mt&S. sercse] μηχανασθαι. OPERATION, έργον, τό. πράξις, ή. επιχείρημα, τό. Α surgical ο., χειρισμός, 6: a mili- tary ο., τά εν ποΧέιιω έργα. πο- Χεμικαί πράξεις, αι. τά στρατ- νγούμενα : a plan of ο., επι- βοΧή, ή. στρατηγία, η. στρατ- ήγηιχα, τό, also προαίρεσις η περί του ποΧέαου. The hase of o.'s, δρμητηριον, τό: to make any place one's hase of o.'s, bp- μασθαι εκ τίνος τόπου : a place wch they would have to make the base of their o.'s in the war, (τόπος) έξ ού αύτυΐς δρμωμέ- νοις πυλεμητέα ην (Thuc). OPERATIVE. II Adj.] See Effective. U Substantively] See Workman. OPERATOR^» general) . See Agent, Doer. *i Surqeori] Vid. OPHTHALMIA, οφθαΧμία, v. ξηροφθαΧμία, η. To have it, όφθαΧμιαν and -ίζεσθαι. OPIATE, ναυκωτικόν or νπνωτικον φάρμακον, τό. OPINE, νομίζειν. δοκεΐ μοι. See next A rt. OPINION, δόξα, η. νπόΧη- uVts. ή. γνώμη, η. Preconceived ο., ο'ίησις, η : in my ο., κατά την εμην γνώμην. εμυΐ δοκεϊν. ώς εγωμαι, οϊμαι. εν or παρ' εμοί: to entertain an ο., δόζαν εχειν. δοζάζειν. δόζη χρησθαι : to de- clare or give one's ο., άποφθέγ- γεσθαι, άποφαίνίσθαι γνώμην: to keep back or reserve one's o. on athg. επιστησαι or εφιστά- (426) ναι γνώμην περί τίνος : to change or alter one's ο., μεταγιγνώ- σκειν. άΧΧοιοΰσθαι (pass.) την γνώμην. aXXoiuv δόζαν Χαμβά- νειν : I am of ο., δοκώ. δοκεΐ μοι. γνώμην εχω. ειμί or γί- γνομαι επι γνώμης. ύπείΧηφα: I am of ο. that, ο'ύτω γιγνώσκω, ώς : I am still of the same ο., εγώ μεν δ αυτός εΐμι τ?7 γνώ- μη (Thuc.) : I incline to this ο., ταύτη μάΧΧον τη γνώιιη πΧεΐ- στός ειμί: he was decidedly of Ο., πΧείστη αύτω η γνώμη ην : to be of one ο. with aby. ταύτα δοζάζειν τινί. συνδοκεϊ μοι τι. δμο-γνωμονεΐν, -νοεϊν τινι : to concur with aby in ο., προστί- θεσθαι τη τίνος γνώμη. έΧέσθαι την τίνος γνώμην : to differ in Ο., ού ταύτα δυζάζειν. γνώμην εχειν άΧΧην. άΧΧοίαν δόζαν εχειν : to be of a contrary or an opposite Ο., έναντίαν εχειν την γνώμην : of different ο. (opp. to ομόδοξος, of the same o.), and, of another than the right o. (opp. to ορθόδοξος, 2), ετερόδοξος, 2 : another, esply a wrong, ο., ετερο- δυξία, η (Pi.) : to be of another o. than the right, έτεροδοξεΐν (PI.). What is your ο. ? τίνα γνώμην έχεις ; τ'ι δοκεΐ σοι ; To have or entertain a great ο. of athg, μέγα or ποΧΧοϋ άξιον νόμιζε ιν τι : to have no great o. of athg, όΧιγωρεΐν τίνος. όΧί- γου άξιον νομίζειν τι : to have a bad ο. of aby, καταγιγνώσκειν τινός : a bad ο. of aby, κατά- γνωσ'ις τίνος (Thuc). ΟΡΙΝΙΟΝΑΤΕΌ,ίσχυοογί/ώ- μων, 2. φιΧόνεικος, 2. αυθάδης, 2. OPIUM, μηκώνιον, τό. όπιον, τό. OPPONENT, ενάντιος, δ εν- αντιούμενός τινι. Sts δ άντι- πράττων τινί. Ο. in any strife (of arms, or at law, or of rivalry) , ανταγωνιστής, οΰ, δ : ο. in a present or impending strife, άντί- παΧος, δ : ο. at law, αντίδικος, δ. δ αντίδικων, δ άντιΧέγων. See Adversary, Antagonist. OPPORTUNE, καίριος, 3. επίκαιρος, εύκαιρος, 2. καΧός, 3. The ο. time or moment, καιρός, δ. See Convenient, Favor- able. Seasonable. OPPORTUNELY, εν καιρώ. εις καιρόν. εν καΧω. Athg comes or happens very ο. for me, εις δέον γίγνεταί μοι τι. ( OPPORTUNENESS,^a ( p ' s , ό. εύ-, επι-, εγ-καιρία, η. επι- τηδειότης, ητος, η, and Crcl. icith adj. Opportune. OPPORTUNITY, καιρός, δ. ευκαιρία, ή. A good ο. for athg, καιρός επιτΐιδειος ε'ίς or προς τι : a famous ο. for making mo- ney, αφορμή πασών μεγίστη προς χρηματισμού (Dem.) : there is a good ο., καΧώς παρέχει (chiefly with absol. participial con- stiiiction ; καΧώς παρασχόν, a convenient o. presenting itself) : an o. presents itself to me, καιρόν παραπίπτει μοι. καιρόν Χαμ- βάνω : to give or afford aby an O. for athg, καιρόν παρασκευ- άζειν. άφορηην or Χαβην or πρόφασιν διδόναι or ενδιδόναι or παρέχειν τιι/ί τίνος, προ- ΐεσθαί τινι καιρόν τίνος : to al- low an ο. to escape, παραπε- πτωκότα καιρόν άφεΐναι. παρα- Χείπειν τον καιρόν. OPPOSE. ΤΙ To set or place agst] άντιτάττειν τινί τι. άντι- τιθέναι. άνθιστάναι, άυτικαθ- ιστάναι. άντιπαρατάττειν (to raise agst athg). To ο. artifice to artifice, άντιτεχνάζειν and mid. To o. force to force, άντιβιάζε- σθαι. ^j To oppose oneself to aby or athg, and (ellipt.) to oppose aby or athg] ivuvTiovatiai(pass.) τινι. To o. oneself (propr.), άντιτάττεσθαί τινι or προς τι. άνθίστασθαί τινι or προς τίνα. άντίον στηναί τινι. g^* The manner of opposition may also be expressed by the appropriate verb compounded with άντι, e.g. άντι- Χέγειν (ο. in words), άντιπράτ- τειν (in act). See Encounter, Resist. "[[ To be opposed] άντι- κεΐσθαι. ίξ εναντίας tlvai. See Opposite. kvavTiodaOai(pass.). εν-, άντι-στηναι. άυτιτετάχθαι. έμποδών yίγvεσθaι (to be agst; denoting impediment). To be vi- gorously, strongly o.-d to athg, διαμάχεσθαι μη γενέσθαι τι, μη ποιε'ιν τι (to doi?ig athg). OPPOSITE. IT a) With refl to place] άντίος, ενάντιος, 3 [the former with gen. and dat., the lat- ter with gen.). ο, η, τό έπϊ θατερα. αντικείμενος, 3. εν- αντίον, άπεναντιον, καταντι- κρύ (adverbially), also κατά (ace). On the ο. side, in the o. direc- tion, έπι θατερα. εις τάναντία: fm the O. side, εκ του εναντίου, εξ εναντίας, εκ του επί θατερα : just ο., άπαντικρύ : to proceed in the ο. direction, τούμπαΧιν πορεύεσθαι : to be, stand, or be placed ο., έζ εναντίας είναι. ^[ β) With ref. to condition, quality, φ?.] εναντίας, 3 (gen.), έτερος, 3 (gen.). Entirely or altogether or diametrically ο., ώς οΊόντε εναντιώτατος : to act in an o. direction, έναντίως εχειν : to give an o. direction, to turn the o. way, άντιστρέφειν : in an o. direction, αντίστροφος, 2: to have or produce an o. effect, τών εναντίων τινός αίτιον εί- ναι : the ο. party, τό άντίπαΧον or εναντίον, οι άντίπαΧοι or εν- άντιοι. See Contrary. Also expressed by compounds with άντι, e. g. to put or place ο., άντικαθ- ιστάναι. άντιπαρατάττειν : to stand ο. one another, άντικαθ- ίστασθαι (of persons), άντικει- σθαι (of inanimate objects), άντι- καθίζεσθαι,άντιπαρατάττεσθαι (of two hostile armies) : to be en- OPP camped ο. the enemy, άντικαθη- σθαι. άντιστρατοπεδεύεσθαι. OPPOSITE, s. τό εναντίον, τά εναντία, έναντιότης, ητος, 77. To be the o. of athg, εναν- τίον εϊι/αί tivl. άντικεϊσθαί τινι. άνόμ,οιον είναι tivl : to be entirely the o. of what one ought to be, πάν το έναντιώτατον εί- ναι. See Contrary, Reverse. OPPOSITION, έναντίωσις, άντίστασις, η. το άντιπράτ- τειν. Ο. by words, άυτι-, εν- αντίο-Χογία, η: athg meets with ο., άντιλίγεταί tl : without ο., μ7ΐδενός εναντιουμένου or κωλύ- οντος : to make ο., see to Op- pose. Orel, with verbs to Op- pose. To be or stand in direct ο., εναντιότατα or άνομοιότατα είναι άλλτηλοις : can any two things be in more direct o. than — , εστίν όπως αν έναντιώτερά Tii δυο θείη του και τοϋ ; ^[ The opposition in a state] αντίσταση, 77. εναντία στάσις, tj. άντιπο- λιτεία, η. To form an ο. (party), άντιστασιά'ζειν : one of or be- longing to ύϊβο.,άντιστασιώτης, ου, ό. OPPRESS, itii&iv. άδικεΊν. κακυνν τίνα or κακώς ποιεΐυ τίνα. τραχέως προσφέρεσθαί (pass.) τινι. κακώς διατιθέναι τινά. υβρει χρησθαι προς τίνα. To be o.-d, άδικεΐσθαι. κακού- σθαι. κακώς πάσχειν. άγχε- σθαι υπό τίνος : to feel o.-d by athg, άυιάσθα'ι τιι/ι. βαρέως or χκλεπώς φέρειν τι : to be o.-d with grief, ξυνέχεσθαι λύπη. άδημυνεΐν. άγωνιάν (to feel one^s heart o.-d) : to feel one's breath- ing o.-d, δυσπυοεϊν. άσθμαίνειν and -άζϊΐι/. OPPRESSION, καταπίεσις, κάκωσις, αδικία, η. ύβρις, εως, η. State of ο., ανάγκη, η. δου- λεία, η : to suffer ο., κακώς ττά- σχειν. άδικεΐσθαι : to live in a state of ο., ττιεζεσθαι. κακοϋ- σθαι. ΰβυίζεσθαι. OPPRESSIVE, βαρύς, εϊα, ύ, άχθεινός, χαλεπός, ανιαρός, 3. επαχθής, ες, δύσφορος, 2 (of food. Χ). See Burdensome. Athg is ο. to me, άχθομαί τινι or επί τινι. Ο. heat, καΰμα, κανσωμα, τό. OPPRESSOR, 6 χειρωσάμε- νος. 6 καταστρεψάμενος. 6 αδι- κών, οΰντος (ofaby, τινά). OPPROBRIOUS. See Dis- graceful. OPPROBRIOUSLY. ^Dis- gracefully. OPPROBRIUM. See Dis- grace OPTATIVE, ευκτική έγκλι- σις, η. In the ο. mood, ευκτι- κών. OPTICAL, οπτικός, 3. An ο. tube or instrument, δίοπτρα, h- δίοπτρον, τό. αυλός 6 οπτι- κός; an ο. illusion, 77 δια της 6ν!/εως άπατη. OPTICS, οπτική (θεωρία), η. (427) ΟΙΙΑ OPTION, αίρεσις, η. See Choice, Election. Το leave (athg) at aby's o., to give him his ο., αϊρεσιν διδόναι or προτιθέναι or ττροβάλλειν τινι, or simj ly διδόναι τινι (seq. infin.). έπιτρέ- πειν τιν'ι τι. άφιέναι τινι τι : athg is at my ο., έ'στι or γίγνε- ταί μοι α'ίρεσις. δέδοταί μοι α'ίρεσις. λαμβάνω αϊρεσιν : Ι have no ο., ουκ εστί μοι α'ίρεσις του πράγματος. OPTIONAL. Crcl. by έπ' εξουσίας, έπ' αδείας, εκ των δο- κούντων. Athg is not ο., ουκ έχει τι αϊρεσιν : it is quite ο. whether I wish to do it, επ' έμοι εστί ποιείν or τό ποιεΊν. OPULENCE, εΰθηυία, η. εύ- πορ'ια, η. εύχρηματία, η. Το be or live in ο., εύθηνεϊν. ευπο- ρεΖν. θάλΧειν. εύδαιμονεΊν. εϋ- πορία χρησθαι. See RlCHES, Wealth. OPULENT, εύπορος, εύχρη- ματος,2. χρήματα έχων. πλού- σιος, 3. ευδαίμων, 2. όλβιος, 2. εϋκληρος. Also simply έχων, ούσα, ον. To be ο., εύπορεϊν. OR, η (= vel, and also = aut). ε'ίτε (= sive). Either — or, 77 — 77, 77T01 — η : whether, or whether, if, or if, ε'ίτε, ε'ίτε. έάντε, έάντε. αν τε, άν τε. καν, καν. ^» In numerical statements καί simply may be used in certain cases, e.g. two or three steps, δύο και τρία βήματα : three or four years, έ'τ»; τρία και τέτταρα : but η is likewise not unusual, e. g. with four or five Cretans, τών Τί,ρητών λαβών τέτταρας η πέν- τε (Χ.). ORACLE, θεοπρόπιον, τό. Tn prose usu., χρησμός, 6. μάν- τευμα, μαντεΐον, λόγιον, τό (all = ο. pronounced), μαντεΐον,χρη- στηριον, τό (place of ο.). Το give or pronounce an ο., μαντεύ- εσθαι. χρησμοδοτεΊν, χρησμω- δεϊν. χρτίΧ,ειν. άνελεΐν (princi- pally of the ο. at Delphi). I ob- tain an ο., χρησμός γίγνεταί μοι. λαμβάνω χρησμόν. ό θεός άποφαίνει μοι : to consult an ο. about athg, μαντεύεσθαι, χρη- σθαι τω θεω, έρωτάν, έπερω- τάν, επερεσθαι, τον θεόν περί τίνος, άνακοινοΰσθαι τω θεω. χρηστηριάζεσθαι : to send to consult an ο , πέμττειν έπερησο- μένους τον θεόν, πέμπειν τινά μαντευσόμενου, ει — (by a depu- ty) : to give athg out as an o., ώσπερ εκ τρίποδος λέγειν τι : to take or receive athg as an o., ώσπερ εκ τρίποδος or εκ θεού ειρημένον δέχεσθαί τι : pro- nounced by an ο., μαντευτός, 3. μεμαντευαένος, 3. ORACULAR. Crcl, e.g. to receive aby's words as ο., ώσπερ θεω xpijTui τις τινι : an ο. sen- tence, λόγιοι/, τό. χρησμωδημα, τό : to consider athg ο., ώσπερ εκ τρίποδος or εκ θεοΰ ειρημέ- νον δέχεσθαί τι. ORAL, λόγω χρησάμενυς, ενη. πάρων, ούσα. <5ιά του στόμα- τος, άπό στόματος, άπό γλώσ- σης, εναντίον. An ο. deposition or testament, άγραφοι διαθηκαι : an ο. discourse, η προς τους παρόντας δίάλεζις : to deliver an ο. message, αυτόν άπαγγέλ- λειν : an ο. instruction or com- mand, παράγγελμα, τό. πρόσ- ταγμα, τό : to give aby an ο. instruction or command, άπό γλώσσης λέγειν or έντέλΧε- σθαι. αυτόν εντέλλεσθαι. ORALLY, διά τοϋ στόματος, άπό γλώσσης. See Oral. ORANGE, μήλον Μηδικόν, τό. χρυσόμηλον, τό. Of an ο. colour, μηλινοειδης, 2. ORANGE-TREE, μηλέα Μ η- δικη, η. ORATION, λόγος, 6. A so- lemn ο., σεμνολογία, η : to make an ο., λόγους ποιείσθαι. λέγειν {before aby, προς τίνα or εις τίνα or έν τινι) : a funeral ο., λόγος επιτάφιος, 6 : to make a funeral ο., έπαινον λέγειν επί τινι. See Speech. ORATOR, ρήτωρ, ορός, ό (that has studied the art of speaking). λέγων, οντος, 6. ό ποιούμενος τους λόγου? (one that makes a speech). A good or distinguished ο., άνηρ δεινός or δυνατός λέ- γειν, άνηρ άγ<ιθός τον λόγον. ORATORICAL,p77T 0/ ot/vos,3. Ο talents or qualities, η τοϋ λέ- γειν δεινότης : ο. ornament, ό τών λόγων κόσμος : ο. skill, 77 τοϋ λέγειν εμπειρία. See RHE- TORICAL. ORATORY, f Art of speak- ing] ή τών λόγων τέχνη, ρη- τορική (τέχνη), η. ρητορεία, η. TJ Eloquence] Vid. ORB, κύκλος, b. See Circle. The o.'s in the heavens, ουράνια, ων, τά : the ο. of the eye, κ όρη, ' ORBICULAR. See Round, Circular. ORBIT (of a constellation), περιφορά, h. κύκλος, ό. See Circle. To revolve in an o., κύκλω περιφέρεσθαι. ORCHARD, μηλών, ώνος, ό. άλσος, ημέρων δένδρων, τό. χω- ρίον δένδρεσι καρποφόροις πε- φυτευμένον. ORCHESTRA, ϋποσκήνιον, τό (§w in the strictest sense, the place where the music is, and forming a division only of a more extended whole, i. e. the ορχή- στρα, τ;, or όρχηστριον, τό. % Musicians in the orchestra] μου- σικοί, οι. ORDAIN. 1 To appoint] Vid. To o. (an ecclesiastic), χειροθε- τεΊν (mod. Greek). ^[ To com- mand] Vid. ORDER, s. ^Arrangement, disposition] τάξις, -η. κόσαος, 6. διοίκησις, διακόσμησις, η. Good Ο., εΰ-ταξία, -κοσμία, η : to put ORD ORG ORN Ίη§οοάο.,δια-τάττειν,-κοσμεΐν, ευ or καλώς τάττειν or διατι- θέναι. (Put) in good ο., ευ-τα- ktos, -κόσμος, 2 (awe? advv.). Want of ο., αταξία, άκοσμία. See Disorder and Derange. To restore o. in the public affairs, έπανορθοΰν τά της 7τόλεα>?. In ο. (= due succession), εξής, εφ-, καθ-εξής. Ο. of nature, κατά- στημα τό κατά φύσιυ. Ο. of the day (in deliberative assemblies), τά καθήκοντα. if To put in or- der {with coercion or restraint)] ε'ίργειν, καθείργειν. κατέχειν. παύειν. if Love of order] ευ- ταξία. A lover of Ο., εύτακτος, εΰθήμων, 2 : good ο. in the state, ευνομία, ή: to disturb the public Ο., ταμάττειν την πάλιν : an enemy of the public ο., άνήρ στα- σί«στικο5 or νεωτεροποιός, 6 : to observe the established ο., εμ- μίνειν τοΐς νομιζομένοις or τοις νόμοις. if Military order] τάξις, σΰνταξις, ή (ο. of battle). To march in ο., συντεταγμένους πορεύεσθαι {ώς εις μάχηυ). if Class {of animals, plants, S[c.)] τάζι?, ;;. είδος, τό. φυλή, η. To be of the same ο., t^s αυτής τάξεως είναι : to arrange by their o.'s, τάττειν. διαιρεϊν. if Class of citizens in a state] τάξις, ή. τέλος, τό. Equestrian ο., ιτητάς, άδος, η : to belong to it, εις ιπ- πάδα τελεϊν or τελεΐν την ιπ- πάδα {propr., to pay the eques- trian census). $w Often expressed by neut. of adjj. in ικος, e. g. the senatorial ο., τό βουλευτικό ν {οι εν συγκλήτου τελούντες, Plut.) : the sacerdotal ο., οι ιερείς. ϋ Moral or intellectual rank] αξία, η. αξίωμα, τό. τάζι?, η. An artist of the highest ο., των τεχ- νιτών τά πρωτεία έχων. if Α body of men subject to certain rules] εταιρεία, or εταιρία, η. σϋστασις, ή. A religious ο., τάγμα, τό {mod. Gr.). if Order of architecture] τάξις, η, and νόμος, 6 {e.g. Αωρικός, Qc). if Command] πρόσ-, έπί-ταγμα, το. πρόσταξις, η. τό προσ-, επι-ταττό μενον , and other par- tepp. To give o.'s, προσ-, έπι- -τάττειυ,παραγγέλλειν,κελεύ- ειν τινά ποιεΐν τι : I did it by your o.'s, σοϋ κελεύσαντος or παραγγείλαντος or κελευσθείς or ταχθείς ΰπό σοϋ έποίησα τοΰτο : by ο. of the people, δη- μοσία : to have o.'s to do athg, κελεύεσθαι ποιεϊν τι : to obey ο. s, πειθαρχΰ,ν or ϋπακούειν τοις ΰπό τίνος προστασσομέ- νοις : to act without o.'s, Ίδιο- π••α«/εΊν. Ο. given by the gene- ral, παράγγελσις, η : ο. of the day {milit. t), παράγγελμα, τό. if Holy orders] See Ordination. if In order to, in order that ] προς τό, υπέρ, ένεκα τοϋ, or simply τοϋ, επί τώ {all c. infin., or with dat. of an abstract subst.), ώστε {with infin.), and also the (428) final particles 'ίνα, όπως. See un- der To and That. ORDER, v. if To arrange, adjust] τάττειν, οΊατάττειι/. κόσμω τιθέναι. κοσμέίν, δια- κοσμεΐν, κατακοσμεϊν. διατιθέ- ναι. διοικεΐν. Το ο. properly or judiciously, εΰθετεΐν, διευθετεϊν. καλώς διακοσμεΐν. 1J To com- mand] κελεύειν {ace. and infin.). τάττειν or καθιστάναι τινά επί τινι. See to Command. To be o.-d to do athg, τάττεσθαι επί τινι : he o.-d meat to be distri- buted among the people, κρέα διαδιδόναι έκέλευσε τω πλήθει: he o.-d stones to be carried (to the spot) by slaves, δούλοις επ- έταξε κομίΧ,ειν λίθους. t§^* In this sense tL• mid. is often used, e. g. to o. "weapons {i. e. at the smith's), όπλα ποιεΐσθαι: to ο. some paintings {at tlie artist's), εικόνας ποιεΐσθαι : to ο. a meal (to be prepared), παρασκευάζε- σθαι δεΐπνον {by tlie cooks). See under Have, Make. ORDERLY. if Objectively•, well-arranged, regular] ευ, καλώς τεταγμένος, 3. εύτακτος, 2. κό- σμιος, 3. εύθετος, 2. if Subjec- tively : loving order] εΰθήμων,2. εύτακτος, 2. ORDINAL NUMBER, τα- κτικός αριθμός, 6 (Gramm.). ORDINARILY, ών έπι τό πολύ. ώς έπι πλείστον, εκ- άστοτε. See Commonly. ORDINARY, adj. f if Com- mon] τυχών, επιτυχών, οΰσα, όν. κοινός, 3. Ο. things, τά εν ποσί. See Common. if Custo- mary, usual] Vid. ORDINARY, s. θερμό-, εφθο- -πώλιον, καπηλεϊον, τό. ORDINATION, if Appoint- ment] Vid. if In sacred matters] τελετή, η. μΰησις, η. χειροθε- σία, η {eccl. t.). ORDURE. See Excrement, Filth. ORE, μέταλλου, τό. Raw ο., βώλος, h {e.g. silver-o., βώλος άργυρΐτες). Copper-o., χαλκί- της λίθος, 6 : iron-O., σιδηρίτης λίθος, 6 : lead-O., μολύβδαινα,ή. γαλήνη, η, ORGAN, όργανον, τό. άρ- θρον, τό. An ο. of the senses, αισθητήρων, τό : God gave man for his use all the o.'s of the senses, έπ' ωφελεία ό θεός προσ- έθηκεν άνθρώποις δι' ων αισθά- νονται 'έκαστα. if Musical in- strument] όργανον εμπνευστού, τό. ORGANIC, όργανα or άρθρα έχων, ούσα, ον. An ο. defect, φυσικόν ελάττωμα, τό. ORGANISATION, φύσις,ή. κατάστασις η κατά φύσιν. κατασκευή, η. διάθεσις, η. διοί- κησις, η. ORGANISE, όργανοϋν and -εΐν, διοργανοΰν {all late), κατα- σκευά'ζειυ. διοικεΐν τι. διοίκη- σιν κατασκεύαζε ιν τινός, δια- κοσμεΐν. διατιθέναι. Ο.-α, όρ- γανωτός, 3 {late) : well o.-d, ευ- διάθετο?, 2. ORGANISM, φύσις, η. κατά- στημα τών οργάνων, τό. διορ- γάνωσις, η {late). ORGIES. if Tlie feast of Bac- chus] "Οργια, ων, τά. To cele- brate the 0., όργιάζειν : the ce- lebration of the Ο., όργιασμός, οΰ, ό : one that celebrates them, όργιαστης, οΰ, b : relating to the Ο., οργιαστικός, 3 {all in the ancient sense). if Debauch, revel] Vid. ORIENT. See East. ORIENTAL. See Eastern. if As subst.] ό εν άνατολαις or εξ ανατολών. ORIFICE. See Opening. ORIGIN, αρχή, η. αιτία, ή. γένεσις, ή. To take its ο. from athg, γεγονέναι από τίνος or παρά τίνος, if Extraction {of persons)] Vid. ORIGINAL, adj. b, ή, το, κατ αρχήν or κατ' αρχάς or εξ αρχής or αρχήν, also αρχικός and άρχαΐος, 3. πρωτότυπος, 2. πρώτος, 3. αιτιώδης, ες (causal), πρωτογενής, ές {PL), πρώταρχος, πρωτόγονος, 2 (poet.). The ο. constituents or elements, τά πρώτα στοιχεία or τά εξ άρχης υπάρχοντα : ο. mo- tion, πρωτουργός κίνησις, η : the ο. cause, πρώτη αιτία, ή : ο. writing or MS., αρχέτυπου, τό. αυτόγραφου, τό : an ο. letter, αυτόγραφα γράμματα, τά : Ο. language or tongue, πρωτότυ- πος γλώσσα, ή : an ο. evil, αρχή τών κακών, ή : ο. essence, τό όν, όντας, ή εξ αρχής ουσία : ο. meaning or acceptation, κύριος νους, ο : ο. sin, κακία, πονηρία ή έμφυτος. if Peculiar, novel] οικείος, 3. ίδιος, 3. καινοτόμος, 2. ORIGINAL, s. if Propr.: of a writing] πρωτότυπου, αρ- χέτυπου, τό (also of a picture), αυτόγραφου, τό. αυτόγραφα γράμματα, τά (an ο. letter). if Fig. : a person of peculiar man- ners] prps aviip αυτοφυής. Quite an ο., ϊδιόυτι σύγκραμα ανδρός. ORIGINALITY. Orel, with adjj. under Original, if Fig. : originality of character] τό αυτο- φυές. ORIGINALLY, εξ αρχής, κατ' αρχήν or αρχάς, αρχήν, την άοχιιυ. ORIGINATE. if (Trans.)] αίτιον or αρχήν γίγνεσθαι τί- νος, if (INTRANS.)] αρχεσθαι, αρχήν λαμβάνειν εκ τίνος or από τίνος, ορμάυ εκ τίνος or άπό τίνος, γίγνεσθαι εκ τίνος. ORIGINATOR, αίτιος, b. See Author. ORNAMENT, s. κόσμος, ό. κόσμημα, καλλώπισμα, τό. καλ- λωπισμός, ο. κάλλυντρον, τό. ανάθημα, άγαλμα, αγλάισμα, τό (poet.). See Adornment. ORN OUG OUT She is the o. of her sex {fig.), πασών έκπρέπει γυναικών. ORNAMENT, v. κοσμεΐν. έπασκεΐν. See ADORN. ORNAMENTAL, κομψός, γλαφυρός, κόσμιος, άγλαός, καλλυντηριος, 3. κοσμητικός, καλλωπιστικός, κομμιστικός, 3. And Orel, with Ornament, s. and v. ORNATE. See Adorned. An o. style, λόγος εσχη ματ ισ μένος, b. καλλιέπεια, η. ORPHAN, παΐς ορφανός or ορφανή- πατρός και μητρός έρημος, 6, or έρημη, η. To make (a child) an ο., όρφανοΰν, όρφα- νίζειν : to be made or to become an ο., όρφανόν καταλείπεσθαι (pass.) : to be an ο., όρφανόν εί- ναι, όρφανεύεσθαι. έρημωθηναι γονέων : to bring up an ο., όρ- φανοτροφεΐν : bringing up o.'s, όρφανοτρόφος, 2 : to take care of the o.'s, όρφανεύειν παϊδας : a guardian of o.'s, όρφανιστης, οΰ, 6. ORPHAN-ASYLUM, όρφα- νοτροφεΊον, τό. ORPHANAGE, ORPHAN- HOOD, ορφάνια, η. όρφανικη τύχη, η {PL), όρφανικόν ημαρ, τό (Ho m.). όρφάνευμα, τό (Eur.). ORTHODOX, ορθόδοξος, 2. νομίζων ουσπερ η πόλις νομί- ζει θεούς, ορθώς πιστεύων περί τυύς θεούς. To be ο., όρθοδο- ι ORTHODOXY, ορθοδοξία, ' ORTHOGRAPHY, ορθογρα- φία, ή. ORTOLAN, κύγχραμος, 6. OSCILLATE, ταλαντοΰσθαι and. -εύεσθαι. OSCILLATION, ταλάντω- σις, ή. OS1 ER. See Willow. OSPREY, άλιάετος, άλιαί- ετος, ο. φήνη, η. OSSIFICATION. Crcl. with the Verb. OSSIFY, συμπηγνυσθαι (pss.) εις όστοΰν. OSTENSIBLE. See Appa- rent, Seeming, Pretended. OSTENSI VE, δεικτικός, επι- δεικτικός, 3. OSTENTATION, ίπίδειξις, η. αλαζονεία, η. καλλωπισμός, b. See Display. OSTENTATIOUS, άλαζών, 2. αλαζονικός, 3. μεγαληγόρος, 2. κομπαστης, οΰ, ο. επιδεικτι- κός, 3. To be ο., όγκον α'ίρειν. όγκοΰσθαι, έξογκοΰσθαι (pass.). OSTLER, ιπποκόμος, ο. OSTRACISM, όστρακισμός, εξοστρακισμός, ό. όστρακοφο- ρία, η. To banish by a judgment of Ο., όστρακίζειν or εξοστρα- κ'ιζειν τινά. OSTRICH, στρουθοκάμηλος, borr). στρουθ'ιων,ωνος,ο. στρου- θός ή μεγάλη. OTHER, άλλος, η, ο. See Another and Else. At ο. times, (429) άλλοτε : to ο. places, άλλοσε : in some or any o. way, άλλως πως : fm some o. place, άλλοθέν πόθεν: in some o. place, άλλοθι που : in many o. place», άλλαχοΰ πολ- λαχοΰ : to many ο. places, αλ- λοσε πολλαχόσε : in ο. respects, es τό άλλα, άλλως, τα άλλα or ταλλα : he has distinguished himself in ο. respects too, λαμ- πρός εστί και άλλως : his son died, in o. respects he is doing well, ό μεν υιός τέθνηκεν αύτω, τά δ' άλλα καλώς πράττει : and among o.'s, also, ο'ί τε άλλοι και, τά τε άλλα και, e. g. I saw ma- ny remarkable things, and among o.'s likewise a trophy, αξιόλογα εΤδον πολλά τε άλλα και τρό- παιον : in ο. respects and espe- cially, άλλω? τε και — : he and two, nine o.'s, τρίτος, δέκατος αυτός, if The other (of two)] έτερος, 3 (ipsp but often used ivliere ice should me another). From, on, to the o. side, ετέρωθεν, ετέ- ρωθι, έτέρωσε. The O.'s, οι άλ- λοι (ceteri), οι 'έτεροι (in speak- ing of two parties), oi λοιποί (reliqui, the rest) : the o. por- tion or part of Greece, η άλλη Έλλά? : his ο. property, τά δ' άλλα τών αύτω υπαρχόν- των. ξ^° For other, in parti- tive expressions, the one — , the other — , some — , others — , S[C., and other combinations with one, such as some one way, some an- other, see under One and An- other. H Each other] See Each and ' One another.' ^[ Every other (— alternate)] See under Every. ^J Denoting difference] άλλος, 'έτερος, 3. άλλοϊος, 3. διάφορος, 2. To become an ο. man, έτερον γίγνεσθαι. 1J The other day (=: not long since)] νεω- στί. άρτι. Only the ο. day, χθες τε και πρώην. OTHERWISE. ^ Ina dif- ferent ivay] άλλη. άλλως, ετέ- ρως. ου ταύτη, άλλ-η πη. άλ- λως πως. See Differently. if In other respects] άλλως. See under Other, ^j In the contrary case, (or) ELSE (vid.)] ει δε μη, ην δε μή. You must pay us our wages, o. we shall leave you, τον μισθόν δει άποδιδόναι ημίν, ει δε μη, άπολείφομέν σε. OUGHT, v. auxil. One ο., οφείλει τις. χρη, δει τίνα (with infin.). Also verbals in τέος, e.g. man o. to serve the gods, ot θεοί θεραπευτέοι άνθρώποις. άνθρώ- ποις θεραπευτέον τους θεούς : the gods signify to us by heavenly signs what we o. to do and what we o. to leave undone, oi θεοί εν ούραν'ιοις σημείοις σημαίυουσιν ημϊν ά τε δει ποιεΐν και ων άπέχεσθαι : not to understand what one ο. to understand, μη έπίστασθαι τά δέοντα : you ο. to have done it, ταΰτ' έχρην σε ποιεΐν. σον έργον ην ταύτα ποιεΐν (it was your business to do it) : such people o. to be punished, tous τοιούτους έδει κολάζειν. OUGHT. See Anything. OUNCE, ούγκ'ια or οϋγγία, η (Lat. Gr. ' uncia'). OUR, ημέτερος, 3. ημών. §?§» Like the other possessives it is not expressed when sufficiently indi- cated by the context : e. g. we love o. parents, τους γονείς φιλοΰ- μεν : fm or of ο. country, ημεδα- πός, 3 : for ο. sake, -ημών χάριν, ύπερ ημών. ημών 'ένεκα, τό καθ' ημάς. OURSELVES, αυτοί, 3. See Self. OUT, he or εξ (c. gen.). To be ο., έκτος είναι (not to be at home) : not to be ο., οίκοι είναι, ένδον είναι. $0• If used in con- nexion ivith verbs, such as to GO out, to find out, <%c, see the Verbs. To be o., to be gone o. (= to be extinct), σβέννυσθαι, κατά-, άπο-σβέννυσθαι (pass.). OUT OF. *H Awayfm] έξω, εκτός (c. gen.). To live o. of the town, έξω της πόλεως οϊκέΐν : to live ο. of the country, αποδη- μεί v. "fl Beyond] O. of reach of athg, εκτός τίνος : to be o. of all danger, πάντων τών κακών άπαλλαχθηναι. For numerous other phrases, e. g. o. of doors, o. of one's mind or senses, o. of one's reckoning, o. of one's POWER, O. of SIGHT, 0. of TEM- PER, o. of patience, see the Substt. To put one's head o. of athg, την κεφαλήν προτείνειν τινός : to look ο. of window, προ-, έκ-κύπτειν της θυρ'ιδυς : the flame bursts ο. of the roof, φαίνεται τό πυρ δια του ορό- φου. ΤΙ By means of] Ο. of one's own means, εκ τών ιδίων χρημάτων. ^Τ Denoting the in- ner moral cause or motive] O. of ignorance, St άφροσύνην, άγνοι- av. αφροσύνη, άγνοια. υπ' αφροσύνης, υπ' άγνοιας : ο. of fear, υπό φόβου. φόβω. φοβού- μενος; ο. of love, enmity, εύνοια, έχθρα, υπ' εννοίας, υπ' έχθρας, έπ' εύνοια, έπ' έχθρα: ο. of neg- ligence or carelessness, άμελεία or άμελήσας. OUTBID, με'ιζω την τιμήν άνειπιϊν or έπαγγέλλεσθαι. ΰπερβάλλειν (τγ τιμτι or ταΐς τιμαϊς). OUTBREAK, έκρηξις, εκβο- λή, η. The ο. (as beginning of any condition), άρχη, η : at the o. of the war, γιγνομένου του πολέμου, ευθύς καθισταμένου του πολέμου. OUTCAST. 1 Exile] φυγάς, άδος, ο. φεύγων, οντος, ο. εκ- πεσών, όντος, b. "f| Reprobate] κάθαρμα, άποκάθαρμα,τό. εξώ- λης, 2. OUTCRY. See Cry, Cla- mour. OUTDO (aby in athg), νικάν τίνα ποιοϋντάτι. ΰπερβάλλειν τινά, περιεϊναι or περιγίγνε- OUT OVE OVE σθαί τινός, τινι or ποιουντά τι. διαφέρειν τινός ε'ίς τι. OUTER, ίξώτεραν, 3 (late). 6, η, τό έξω or έξωτέρω or έξωθεν or wtos. εξωτερικός, 3 (exoteric). The o. parts or por- tions, τά εζω : the ο. or external world, τά εκτός ημών. τά δρώ- μενα: the ο. works, προτειχί- σματα, τά. See EXTERNAL. OUTERMOST, £ V X aTos,£^- τατος, 3. See Extreme, Ut- termost. OUTFIT, κατάστασις, η (al- lowance/or o., e. g. for the caval- ry at Athens). t OUTFLANK, περί-, ύπερ- εχειν των πολεμίων τω κέρατι (Tltuc.X.). ΰπί ρφαλαγγεϊν (Χ.) and ύπερκεραν (Polyh.) τίνος. Το ο. the enemy's wing, ύπερ- τείνειν τό κέρας {Χ.), περιιέναι (περιέρχεσθαί) τινά. κυκΧοΰν τίνα : the}' will ο. us, περισσεύ- σουσιν νμων : the act of o.-ing, ύπερ-φαλαγγίασις, -κέρασις. η (both Polyb.). κύκλωσις, η : the o.-ing phalanx, ύπερπετης φά- λαγξ, ή (Dion. Η.). OUTGROW, ύπερφύεσθαι and ύπερφΰναι. αύξάνεσθαι (pass.) επί νκΐζον μηκός τίνος. OUTHOUSE, παροικοδόμη- μα, τό. ή έχομένη οικία. OUTLANDISH, εξωτικός, 3. See Foreign. OUTLAW, s. άπολις (άπό- Χιδος, άπόλι, άπολιν). 6 έπικη- ρυχθείς. See Exile, OUTCAST. Outlaw, v. άπολίν τίνα τιθέναι, ποιεϊν. άτιμοΰν τίνα. φυγάδα πρυγράφειν τινά (to proscribe. Polyb.). OUTLAWRY. Crcl. with sulist. and verb OUTLAW. OUTLAY, άνάΧ ωμα,τό, υπέρ τίνος. See Expense. OUTLET, έξοδος, ν (g. t.jor EGRESS, Vid.). στόμα, τό (of a holloiv, den, passage, S[c.). εκβο- λή, h (the spot ichence athg flows otd). οχετός, ο (for fluids or liquids). A subterraneous passage has a secret ο., υπόνομος αδήλως εκφέρει : without ο., ανέξοδος, άνέκβατος, 2. OUTLINE, περιγραφή, δια- γραφή, υπογραφή, γραφή, ν- ιχνογραφία, σκιαγραφία, ?;. σκιαγράφησα, τό. τύπος, 6. σκάριφος, 6 (propr., style for scratching an ο.). To draw an O. of athg, διαγράφειν, ύπογρά- φειν, σκιαγραφέΐν τι. τύπν> λαμβάνειν τι. σκαριφάσθαί τι (sratch an ο.) : to give a general Ο., ως εν τύπω μη δι' ακριβείας είρησθαι. OUTLIVE, ίπιβιοΰν τινι. περιγίγνεσθαί τίνος. OUTNUMBER, πλήθει or άριθκιω ΰπερβάλλειν τινά. We ο. them many times over, πολ- λαπλάσιοι έσμεν αυτών. OUTRAGE, ν.αίκίζειν,υβρί- ζειν, λωβάσθαι, έπηριάζειν, με- γάλα άδικεΊν τίνα. To be o.-d, (430) ύβρίζεσθαι. τά δεινότατα πά- σχε ιν (str. t.). OUTRAGE, s. λώβη, αίκεία, ύβρις, επήρεια, ή• α'ίκισμα, τό. αίκισμός, επηρεασμός, ό. See Insult, Wrong. OUTRAGEOUS, $ieum,2md 3. επηρεαστικός, υβριστικός, 3. Ο. treatment, αίκία, λώβη, η. See the Subst. H Excessive ( Vid.) and extravagant] άμετρος, 2. υπερβάλλων, ούσα, ov. δει- νός, 3. ό, fi, τό καθ' ΰπερβολην. ό, ν, τό άγαν or λίαν. OUTRIGHT. f Entirely] Vid. ΤΙ Immediately] Vid. OUTRIDER, 6 προελαύνων εφ' 'ίππου, ηγεμών or κήρυξ έφιππος, ό. OUTRUN, φθάνειν τινά δρά- μια, παρατρέχειν, πάρα-, ύπερ- θεϊν τίνα. προτρέχειν τινός. OUTSIDE, τό or τά έξωθεν, τό or τά έξω. Fm the ο., έξω- θεν : towards the ο., ε is τό or τά εξω : on the ο. of, εξω, έξω- θεν, εκτός (seq. gen ) : the ο. ap- pearance, ή έκτος επιφάνεια, είδος, τό. σχήμα, τό. όφις, η. H At the outside (=α£ the utmost)] τά πλείστα, (ες) τά μάλιστα. % As preposition] See ' on the outside of.' OUTSTANDING (of money or debts), οφειλόμενος, 3. See Arrear. OUTSTRIP. See Outrun. καταταχεϊν τίνα (Polyb.). OUTVAPOUR,o>£- νον καθυπερακοντί'ζειν (Aris- toph.). t OUTWARD, εξω, 'έξωθεν, εκτός, 2 (external), προς τά έξω (towards the outside), εξωτικός, 3 (strange, foreign). Bent o., κυρτός, 3. βλαισός, 3 (the latter esply of the legs). To bend o., κυρτοΰν, βλαισοΰν. OUTWARDLY, έξωθεν. OUTWEIGH,_ ύπερ-σταθμί- ζεσθαι, -ταλανταν. ^J Metaph.] ύπερ-βάλλειν, -α'ιρειν, -τείνειν (c. acc). περισσεύειν and κρείτ- τω είναι (c. gen.). OUTWIT, κατασοφίζεσθαι. εξαπατάν δόλω. παρακρούειν. παραλογίζεσθαι. συσκευάΧ,ε- σθαι (overreach). OUTWORKS. See ' Outer works.' OVAL, ωοειδή*, 2. ( OVEN, κρίβανος, b, and -ov, τό. ίπνός, 6 (a bake- ο.), or όπτα- νείον, όπτάνιον, τό. πνιγεύς, 6. OVER, prep. TJ In local re- lations] α) ΰπερ (c. gen., answer- ing to the question where?). See Above. To fire o. (the heads of) the front rank, ΰπερ των πρόσ- θεν άκοντίζειν. υπέρ (c. acc, = to the other side ; poet and Hdt.), e.g. to fling athg o. the house and to the other side of it, ριπτεϊν τι ΰπερ τον δόμον. Υπέρ is alsofreq. in composition, e. g. their lies a hill o. the city, όρος ύπέρκειται της πόλεως : to go ο. the mountain, τό opos ϋπερβαίνειν : to hold athg o. athg, ύπερεχειν τ'ι τίνος, β) κατά (c. gen., down ore?•), e.g. to fling aby o. the rock, κατά της πέτρας ριπτεϊν τίνα : to run or flow down o. athg, κατσρρεΊν, καταφέρεσθαι κατά τίνος. And in composition, e. g. to pour out o. aby, καταχεϊν, καταντλείν τί τίνος. See Upon, κατά (c. acc, [all] o., o. along), e. g. there was great sorrow all o. the Lace- demonian army, μέγα πένθος ην κατά τό Αακωνικόν στρά- τευμα (Χ.), γ) άνά (c. acc), to look ο. athg, καθοράν τι : ο. the whole land, άνά πάσαν την χώραν. δ) επί (c. acc), ο. a space of forty stadia, έπι στάδια τεσσαράκοντα : famous all ο. Europe, έπϊ πασαν Έύρώπην έλλόγιμος. επί (c dat.), ο. all, έπϊ πάσι : ο. these, they wear — , επί τούτοις φοροϋσι — . ε) διά (c gen.), to go ο. (= across) the sea, διά πόντου πλεΐν : to cross ο. the market, όιά της αγοράς βαδίζειν. And in composition, e. g. to go o. (= to cross) a river, διαβαίνειν ποταμόν. £) ΤΓίί>« (c gen.), ο. the river, πέρα τνΰ ποταμού. See Beyond, Across. *\\ Over (= occupied icith athg)] εν (dat.), προς (dat.), περί (acc), as είναι εν τινι or προς τιη, έχειν άμφί or περί τι. πράτ- τειν τι. Ο. their dinner (= tvhilst the dinner lasted) they con- versed with one another, on- πνουντες διελέγοντο προς αλ- λήλους: to fall asleep ο. his book, καταδαρθάνειν άναγ ιγνώσκοντ OVERFILLED or -FULL, ανά-, KuTa -πλεως, ων. ΰπερ- χειλης, ές (only of vessels contain- ing a liquid). To be ο., ΰπερ- εμπλησθηναι ύπερπληρωθηναι. OVERFLOW, V. ΰπερεκχεΐ- σθαι (pass.), περιρρείν (of li- quids), πλεονάζειν and ΰπερπο- λάζειν (of vessels as well as li- quids), ϋπέρπλεων or άυάπλεων elvtti, υπερεμπίπλασθαι (pass., only of the vessel), λιμνάζειν, πληημυρείν (to be in food), also ύπεραίρειν, έκβαίνειν. Tl (TRS.)] κατά-, έπι-, συγ-, έπικατα κ\ύ- ζειι. έπιχείσθίΐί τινι. καταχεΐ- σθα'ι (pass.) τίνος, προχεϊσθαι, διαχεΐσθαι (pass.) ε'ίς τι, επί τι. (431) OVE t OVERFLOW, s. επίχυσις, ■η. ΰπερέκχυσις, η. πλημμυρίς, ίδος, η. OVERFLOWING. See Abun- dant, Affluent. OVERGROW, σκιάΖειν,ίπι-, κατα-, συ-σκιαζειν. ^ OVERGROWN, ύπερφυής, ές (of inordinate size). O. with athg, κατάσκιός (2) τινι : ο. with trees, δασΰς (εϊα, υ) δένδρεσι (Χ.), κατάδενδρος, 2. OVERHANG, έπικρέμασθαι. See Hang over and Impend. OVERHEAD, ύττερ της κε- φαλής, ύπερ (ημών, &C,)" OVERHEAR, παρακούειν τι and τινός. f OVERJOYED, περιχαρή, ές. To be ο., άγάλλεσθαί τινι or επί τινι. ΰπερχαίρειν τινι. γαυριάν επί τινι. επαίρεσθαί (pass.) τινι. OVERLADEN. See Over- load. OVERLAND. E.g. the o. road or the way or road ο., πεζή οδός, η. η κατά γην οδός : the ο. traffic, ν κατά γην επιμιξία or εμπορία φορτηγία, ν : to journey ο., πεζή πορεύεσθαι (pass.). OVERLAP, παραλλάσσειν. The o.-ing ends of broken bones, παραλ\άγματαυστέων(Ηΐρρ.). OVERLAY, 7τεριτείι/εΐί/ τΐί/ί τι. καλύπτειν τι τινι (to cover athg with), περιχεϊν τινι τι (to spread, extend over, a surface). To o. with gold, silver, copper, καταχρυσοΰν, καταργυροϋν, κα- ταχαλκούν. See to Coat, CO- VER. OVERLOAD, OVE RL A DE, φορτίον μείζον επιβάλλειν τω ζωω η ώστε φέρειν or άγειν (of a beast of burden), ΰπεργεμίζειν ναΰν (of a ship). To ο. one's stomach (fig•), ύπερεμπιπλάναι την γαστέρα. See to GORGE. OVERLOADED, f Propr.] ύπέργομος, 2. To be ο., ύπερ- γέμειν. if Metaph. : of style and expression] περισσός or περιτ- τός, 3. An o. style, περισσολο- γία, -η. OVERLOOK. H To see over the whole range of its extent] καθ- οραν. κατασκοπεϊν. συνοράν. π poo ρ άν. % To command a view of] ΰπερέχειν τινός, ff To go over, look over] VlD. επισκοπε'ιν τι, επιστατεΐν τίνος (as an over- seer). % Not to observe or notice] παροράν, ύπεροράντι. παριέναι (τταρή/Μΐ). καταφρονεΐν τίνος, άμελεϊν, παραμελεΐν τίνος, λό- γον οΰδένα πυιεϊσθαί τίνος, περιοραν τίνα πυιοΰντά τι (to wink at). OVERMATCH, ύπερβάλ- \ειν. ύπεραίρειν. See Excel, Surpass. OVERMUCH, πλέον τού δέ- οντος or του μετρίου. (See the remark and examples on Over, towards end of the Art.) OVE OVERPASS. IT To pass over] See to Cross, to Pass, if To exceed] Vid. OVERPLUS, τό περισσόν. See Remainder, Surplus. OVERPOWER, βιάζειν, κα- ταβιάζειν τινά. κατισχύειν τι- νός. See Overcome. OVERRATE, ΰπερτιμάν.τοΰ δικαίου πλέον νέμειν τινι. ύπερ- άγασθαί τι or τίνα. ύπερ την άζίαν θαυμάζειν τι or Tivct. ύπεοθανμάζειν τι or τινά. OVERREACH, παρακρούειν τινά. συσκευάζεσθαί (mid.) τί- να. OVERRIPE, ύπέρωρος,Ί. An ο. olive, δρνππα, ή (Lat. druppa). OVERRUN, κατα-, επι-τρέ- χειν. κατιιθεϊν. See Infest and Incursion. OVERSEER, επίσκοπος, επι- στάτης, ου, εφεστηκώς, ότος, 6. 6 επί τινι (that is set over athg). επιμελητής, οΰ, ο. επίτροπος, 6 (keeper or guardian). The of- fice or post of an ο., επιστασία, ή : to be the o. of athg, έπισκο- πείν τι. έπιστατείυ τίνος, εφ- οραν τι. έπιμελεϊσθαί (pass.) τίνος. OVERSET. See Upset. OVERSHADOW, έπι-, κα- τα-, συ-σκιάζειν. επηλυγάζειν. O.-ing, έπηλυζ, υγος, ό, η (Eur.). O.-d, επί-, κατά-, σύ-σκιος, 2. An o.-ing, συσκιασμός, ό. ΟνΕΙΙβΗΟΟΤ,ύττερβάλλεΐ!/. υπερακοντίζε ιν. OVERSIGHT. H Care, charge] επιστασία, η. επιμέλεια, η. ^| Α mistake\πapόpaμa,τό. πλημ- μέλεια, η. πλημμέλημα, τό. άγνόημα, τό. άγνοια, η. πταί- σμα, τό. αμάρτημα, τό. By some ο., ύπ' άγνοιας, άγνοια, έπιλαθόμενος, η. OVERSLEEP (oneself '), πέρα του δέοντος, του καιρού, καθεύ- δειν. OVERSPREAD, επιτρέχειν. See to Cover. OVERSTEP, ύπερβαίνειν. OVERSTRAIN, ύπερεκτεί- νειν. ύπερπονεΐν. άποκάμνειν εργαζόμενον (to overwork one-, self). OVERT. See Open, adj. OVERTAKE, αιρεϊν (with and without διώκοντα). κατα- λαμβάνειν, έπικαταλαμβάνειν. έπιγίγνεσθαί τινι. καταταχεϊν τίνα (outstrip. Polyb.)^ 1 Me- taph. : to come up to] is τό ίσον άφικνεΐσθαί τινι (in athg, τινι). if To lake by surprise] φθάνειν καταλαβόντα τινά. εξαίφνης καταλαμβάνειν τινά or έπιπί- πτειν τιν'ι. OVERTHROW, ν. άνα-, περι-τρέπειν. άνα-,κατα-στρέ- φειν. άν-, καθ-αιρεΊν. καταλό- ειν. άνω κάτω ποιεΐν. κατακλί- νειν (a government, Qc.). See to Throw down, Subvert. To be overthrown, πίπτε ιν. κεϊσθαι. OVERTHROW,^ άι/ατροττίί, OVE PAC PAD καθαίρεσα, κατάλυσις, κατα- στροφή, άνάστασι?, ή. See Sub- version, Fall, Ruin. OVERTOP, εζέχειν (athg, τι- νός). OVERTURE. See Proposal. To make o.'s to aby, λόγοι/? προσφέρειν or προσπέμπειν τι- νί. OVERTURN. See to Over- throw, Upset. O.-d, 'ύπτιος, 3. OVERVALUE. See Over- rate. OVERWEENING,U7T£p>;(/)a- νυς, 2. To be Ο., μέγα φρονεϊν. τετυφώσθαι : an ο. character or disposition, φρόνημα, τό. ύπερ- ΐ]φαυία, η. OVERWHELM. See Over- come, Oppress. To o. aby -with reasons, καταχωυνύναι τινά λό- γοις (PL) : a boy o.-d with ques- tions, μειράκιον βαπτι"ζόμενον ευωτημασι (PI.) : O.-d with debt, όφλημασι βεβαπτισ μένος : to be o.-d with grief, συνέχεσθαι λύπη : to be o.-d with misfor- tunes, πιέζεσθαι συμφοοαΐς. OVERWISE, ύπέρσοφος, 2. περισσόφρων, 2 (JEschyl.). OVER\YISENESS,7r £( nVota, h (Thuc.). OVERWORK (oneself ),ύπ ε p- πονεϊν. άποκάμνειν εργα\όμε- νον. ύπερεκτείνειν (overstrain). OVERWROUGHT. See Ex- cessive, Exaggerated. OVIPAROUS, ωά τίκτων, ούσα, ov. OWE, όφείλειν (e. g. χρέος, a debt: πολλην χάριν, many thanks). See Indebted, Debt. OWING το (= in consequence of, caused by), Crcl. with αίτιοι, 3, e. g. it was o. to the following circumstance that — , τον <5έ (in- fill.), αίτιον τοιόνδε : it was ο. to me that — , αίτιος εγώ τον — . See CoNSEQUENCEa /ί «Through. OWL, γλαύζ or -}\αΰ~ζ, γλαυ- κό?, η. The horned ο., ωτος and ώτός, ό. έλεας, αντος, 6 : screech- ο., σκώψ, σκωπός, ό (Horn.), κικκάβη or κικυμίς,ίδος, V, or κίκυβος or κίκυμος, ό. Το shriek like a screech-o., κικκαβί- "ζειν : the cry (too-whit, too-whoo) of the screech-o., κικκαβαΰ : to be as purblind as an ο., κικυμώτ- τειν : like an ο., γλαυκώδης, ες. Ο WIS, adj. 'ίδιος, 3. οικείος, 3. Or possessive of reflex, pro- nouns, εμαυτοΰ, σεαυτοΰ, εαυ- τού, or with αυτός, η, ό, e.g. with my, thy, &c, o. hand, τη εμαυ- τοΰ or σεαυτοΰ, έαυτοΰ χειρί : he wrote it with his o. hand, αυ- τός 'έγραψε : to repeat aby's o. words, αυτά τά εϊρημένα λέ- γειν :_out of his ο. means, παρ' εαυτού, ιδία. οίκου ε ν (and poet, ε ν δοθέν) : to behold athg with one's o. eyes, αύτόπτην είναι τίνος•, written with one's o. hand, αυτό-, Ίδιό-γραφος, 2 : to act after one's o. fancy or suggestion (432) Ίδιο-γνωμονεΐν, -βουλείν : to make one's o., appropriate or adopt as one's ο., Ίδιοποιεΐσθαι, Ίδιοΰσθαι, έζιδωΰσθαι. Of one's ο. accord, (αυτός) άφ' αντοΰ or καθ' αυτόν. See Accord. OWN, v. ij To possess, or have the right of possession] See to Possess. I o. athg (as pro- perty), έμόν or έμαυτον εστίν, εμοι εστίν, υπάρχει μοι. εστί μοι. ^[ Achiotvledge] VlD. IT To confess] Vid. OWNER. Partcp. of verbs to Have, to Possess, e. g. the o. of the house, ό 'έχων or κεκτημένος την οίκίαν. See Master, Mis- tress. OX, βοΰς, βοάς, 6. To drive or feed oxen, βουκολεΐν : a drove of oxen, βουκόλιον, τό : a tender, herdsman, or driver of oxen, βου-κόλος, -πόλος, 6. βούτης, βοηλάτης, ου, 6 : that has the horns of an ο., βούκερως (neut. ων) : an o.'s head, βούκρανον, τό : that has an o.-head, βουκέφαλος, 2 : belonging to an ο., βόειος, βόεος, 3. OX-EYE (a hind of chrysan- fliemum), βούφθαλμον, τό. OX-GOAD, βούκεντρον, τό. βουπλήζ, ηγος, f}. OX-HIDE, βοεία (δορά), η. Made of raw ο., ώμοβόειος, 2, or ωμοβό'ίνος, 3 : a thong of ο., βο- εύς, έως, 6 (Horn.). OX-STALL or -PEN, βοών, ωνος, ό. βούσταθμον, τό. βου- -στάσιον, τό, -στασία, η. OX-TONGUE (plant,bugloss), βούγλωσσος, ό, and -ον, τό. OYSTER, όστρεον, but more usu. λιμνόστρεον, τό. τηθος,τό (Horn.). The pearl ο., μάργα- ρος, ό, ή. Ο. shell, όστρακον, τό (των όστρείων) : of the ο. kind, όστρεώδης, ες. PACE, s. 1ϊ Step] Vid. _ 1 Gait] Vid. % Degree of celerity] E. g. moving at a quick, a slow, ■ρ.,ταχυ-,βραδυ-βάμων,ον(Αης- tot.) : to move at a slow, leisurely p., βάδην, σχολΓι πορεύεσθαι : to keep p. with aby, 'ίσα βαίνειν τινί. κατά ταύτα πορεύεσθαί (pass.) τινι. ^f As measure of length (= ten παλαισταί, cir. 2g feet)] βί}μα. To measure by p.'s, βηματίζειν : one that measures by p.'s, βηματιστης, οΰ, ό. PACE, V. βαίνειν, βαδίζειν. (κατά σκέλος βάδιζε ιν = to am- ble). To p. out (= measure by p.'s), see the Subst. PACHA, σατράπης, ου, ό. PACIFIC, ειρηνικός, 3. ειρή- νης επιθυμών, οΰσα, οΰν. ήσυ- χος, 2 (quiet). See under Peace, Peaceable, Peaceful. < PACIFICATION, ίιαλλαγιί, η. (του πολέμου) διάλυσις, -η. And Crcl. with to Pacify. ^ PACIFICATOR, ειρηνοποι- ός, 6. διαλλακτής, οϋ, ό. See Peacemaker. PACIFY. 1 To make or bring about a peace] διαλύειν or οιαλλάττειν πολεμοϋντας or διαστατοΰντας. είρήνην ποιεΊν πολεμοΰσιν. είρηνεύειν (bring to peace), είρηνοποιεϊν (and mid.), άπαλλάττειν. % To appease] Vid., and to Soothe, Tranquil- lize. PACK, s. H Bundle] Vid. η[ Pack of hounds] κυνηγέσιον, τό. if A number of people confede- rated for an evil puipose, or spoken of contemptuously] συστροφι'ι, η. σύγκλυς όχλος, or simply όχλος, 6. συρφετός, ό. U A great quan- tity] E.g. a p. of troubles, κακών πλήθος. See World. PACK-ASS, κάνθος, κανθη- λιυς, κανθών, ώνος, ό. PACK-HORSE, φορτηγός or φορτηγικός 'ίππος, ό. σκευοφό- ρος 'ίππος, ό (for soldiers). PACK-SADDLE. See Sad- dle. PACK, PACK UP, v. συ- σκευάζειν (and mid.), άνασκευ- άζειν (vasa colligere). συνάγειν. επιβάλλειν τινί τι (to p. upon athg), and επισκευάζειν (e.g. τά χρήματα εφ' άμαζών, Χ.), εν- ειλεΐν (to wrap up, put up in athg). φακελοΰν (to make up a bundle), il Fig. : to pack off (= to make off quickly)] See under to MAKE. P. off! ύπάγεθ' ύμείς της όδοΰ (out of the way), άπ- ιέναι εις κόρακας or εις όλεθρον (go a?id be hanged), or κακώς άπέρρειν. il To unite picked per- sons for an unfair design] παρα- σκευάζεσθαι (mid., Lys.). παρ- αγγέλλειν and παρακελεύεσθαι (mid., to call together one's adhe- rents). P.-d as an audience, jury, &c, παρακέλευστος, 2 (Thuc. with var. Ι. παρασκεύαστος). PACKAGE, φάκελος,ό. φορ- τίον, τό. PACKET. ΤΙ SmaU pack or package] φάκελος (ού μέγας), δέμα, δεμάτων, τό (late). U Α swift sailing-vessel] άγγελιαφό- ρον πλοΊον, τό, also παραλίς, ίδος, η. PACKING-UP (α), συσκευ- ασία, η. PACT. See Compact.^ PAD, s. τυλεΐον, τό. τύλη, ν (for carrying burdens on). U A robber] Vid. PADDED. See Stuffed, and nest Art. PADDING, σωμάτων, τό (Plat. Com., or ' stays"). PADDLE, s. Seeg. t. Oar. PADDLE, v. See g. t. Row. PADDOCK, άγρίδιον, τό. PADLOCK, prps κλιϊθρον επίβλητον, τό. PAG PAGAN, PAGANISM. See Heathen, Heathenism. PAGE. 1\0fa book] σελ is, ίδος, ή. H Attendant boy] παϊς, παιδός, 6. PAGEANT, PAGEANTRY. See Show, s., Pomp. PAIL, κάδος, b. κρωσσός, 6 (ivater-p.), and κρωσσίον, τό (dim.). Μϊίΐί-ρ.,7Γελ.λα, ή. άμολ- γεύς, fldS, 6. PAIN, s. If Bodily] άλγος, άλγημα, τό, and άλγηδών, όνοι, ή (more poet.). Acute p., οδύνη, ■η. ώδίς, ΐνος, ν (propr. of child- birth). σφάκελος, 6 (with convul- sion). To be in p., have a p., ά\- yiiv (e. g. τους πόδας, in the feet), όδυνάσθαι (sir.) : to be in violent p. with cramps or convul- sions, σφαδάζειν. σφακελίζειν : the p.'s abate, al όδύναι λωφώ- σιν : to be worn out with p., τρυ- χεσθαι όδυνώμενον : to be over- come by the p., unable to bear the p., i /ττω είναι των οδυνών : to cause p., όδυνάν. όδύνας παρ- έχειν. See Smart. To be in exceeding p. ,ϋπίρ-,περι-ωδυνεΐν (Hipp.), περιωδυνάσθαι: to feel a slight p., ύπαλγεϊν (Hipp.). U Mental] «See Grief, Sorrow. It gives or causes aby p. to hear or be told athg, αχθί-ται (pass.) άκουσας τι : to think of, or call athg to one's mind with p., με- μνημένον τινός λυπεϊσθαι or άχθεσθαι : free fm p., άναλγής, 2. ανώδυνος, 2. See PAINLESS. 1 Penalty] Vid. ζημία, ή. U Pains (=trouble, diligence)] σπου- δή", r). πόνος, b. To take p.'s, σπουδάζειν περί τι, υπέρ τίνος, ίπί τινι. σπουδην ίχειν, πυιεϊ- σθαι, τιθέναι (τιι /os or ΰπίρ τίνος), πονεϊν τι. πραγματεύ- εσθαι περί τι, περί τίνος. See Labour. To take superfluous p.'s, to waste one's p.'s, έπι τη φακή μύρον άλεί([>ειν (prov.). ΡΑΐΝ, V. όδυνάν. όδύνας παρ- έχειν. άνιάν. λυπεϊν. «SeeHuRT, v., and Grieve. PAINFUL. «IT To the body] άλγεινόςαιιά άλγηρός, οδυνηρός, 3. όδυνώδης, ες. επώδυνος, 2. περιώδυνος (very p.). ί] To the mind] λυπηρός, ανιαρός, πικρός, 3. βαρύς, εϊα, ύ. επαχθής, ές. χαλεπός, 3. δεινός, 3 (exceeding p.). A p. feeling, λύπη, άλγη- σις and άλγηδών, όνος, ή. PAINS. See Pain (end). PAINS-TAKING, φιλόπο- νος, 2. See Diligent, Labo- rious. PAINT, v. U (Trs.)] γρά- φειν. ζωγραφεΐν ("ζώα γράφε- σθαι, mid.Hdt.). εικονογραφείν. γραφή ε'ικάζειν or άπεικάζειν. Painted, rendered with partcp. pass, of the above verbs, and be- sides by υπό γραφής ε'ιργασμέ- νος. % To lay on colours] iv- τρίβειν (χρώμα). To p. oneself, έντρίβεσθαι (mid. ; with athg, τι, also τινί) : to p. one's eyc-lashes, (433) PAL στιβίζεσθαι, στιμμίζεσθαι. ΰπο- γράφειν τά βλέφαρα: with p.-d cheeks or face, κίκ«λλα>7τισμε- νος τό χρώμα : to p. oneself red, έγχούση καταπλάττεσθαι or φυκιοϋσθαι : — white, φιμυθίω καταπλάττεσθαι (mid.) or φι- μυθιοΰσθαι. PAINT, S. χρώμα, φάρμα- κον, χρωμάτιον, εντριμμα, τό. Red p., φΰκος, φύκιον and φυ- κίον, τό. εγχουσα, ή : to lay on or use red p., φυκοΰν. εγχουσί- ζειυ : white p., φ~ιμύθιον, τό : black p. (for the eyelashes), στί- βι. στίμμι. εος, στίμμισμα, τό. PAINTER, γραφεύς, έως, ο. ζωγράφος, ο. γράφων, οντος, ο. PAINTING, s. f As aH] ζωγραφιά, ή. γραφική, ζωγρα- φική, ή. P. in perspective, σκια- γραφία, σκηνογραφία, ή. ^} Picture] Vid. P. on the ceiling, έγκουράς, άδος, ή (JEschyl.). PAIR, s. ζεΰγος, τό. συζυγία, ή. ζυνωρίς, ίδος, ή. In p.'s, ζυ- γάδην. κατά ζεύγη, κατά δύο. σύνδυο : disposed to live in p.'s, συνδυαστικός, 3 (Aristot.) : a p. of, e. q. tongs, Vid. PAIR, v. ί (Trans.) To ar- range or couple in pai)-s] ζευγνύ- ναι. συνδυάζειν. συνάπτειν. συ- ζευγνύναι. To p. dogs (for breed- ing), σκυλακεύειν (X.). *fl (ΪΝ- TRANS.)] συνδυάζεσθαί. See to Copulate. VAIRYNQ, συνδυασμός, b. σύ- ζευζις, ή (coupling), συνουσία, μϊζις, ν (copulation). A p. of boxers by lot, σύλληζις πυκτών, ν (PL). PALACE, βασίλεια, τά, or η του βασιλέως αυλή (of royal- ty), δώματα, τά (more general), also βάρις. ιδος, ή (later), παλά- τιον, τό (Lat. Gr. Phd.). PALANQUIN. See Litter. PALATABLE. See Relish- ing. PALATE, ουρανός (του στό- ματος), b (Aristot.). ουρανίσκος, b. υπερώα, ή (Horn.). TJ Pig. : taste] Vid. PALAVER. See under Talk. PALE, s. σκόλοφ, οπός, b. χάραζ, ακος, b and ή. σταυρός, b. PALE, v. (to fence ivith pales), χαρακίζειν, χαρακοΰν. See PA- LISADE. PALE, adj. άχρους, 2. ωχρός, 3 (especially ivith yellowish tinge), χλωρός, 3. υπόχλωρος, 2 (with yellow or gree?iish tinge). Ghastly p., p. as death, πελιδνός, 3. See Ghastly. P. red, p. blue, &c, see under Light, adj. To be p., άχροεϊν. ώχριάν. See Wan, Dim. PALE (fm the adj.), v. άμαυ- ροϋν (trs.). άμαυροΰσθαι (intrs.). PALENESS, άχροια, ας, ή. ώχρία, ώχρίασις, ώχρότί}?, ή. PALETTE, πυζίς, ίδος, ν, and πυξίον, τό (dim.). PALFREY. Seeg.t. Horse. PAN PALING. See next Art. PALISADE, s. PL ofsubstt. PALE, σταύρωμα, χαράκωμα, τό. PALISADE, v. σταυροΰν, χα- ρακοΰν, χαρακίζειν. A p.-d camp or space, χαράκωμα, τό, and also χάραζ, ακος, ό. PALL, s. ξυστίς, ίδος, but Att. ξυστι?, ιδος, ή. λαμπρά έσθής, ή (robe of state), στρώμα έντά- φιον, τό (covering of a bier). PALL, v. 1\ (Intrans.) To grow vapid] εωλον or ψυχρόν γίγνεσθαι. U (Trs.) To sate, cause satiety] Vid. κόρω άπ- αμβλύνειν. PALLET, κράβατος, άσκάν- της, ου, ο. PALLIATE. See to Cloak, to Extenuate, ϋποκορίζεσθαι. περιπέπτειν (όνόμασι). πρόφα- σιν προβάλλειν τή αμαρτία. PALLIATION,' πρόσχημα, προκάλυμμα, παρακάλυμμα,τό, or Orel, with the Verbs. PALLIATIVE, παραμύθιον, τό. παραμυθία, r). PALLID. See Pale. PALM, s. U The tree] φοί- νιξ, ικος, b. The cocoa-nut p., pips μαργηλίς, ίδος, ή (ΡΙΐτι. ; and its fruit, μαργέλλιον, τό, Cosmas). The fruit of the p., φοινικοβάλανος, ή. See DATE. Grove of p.'s, φοινίκων, ώνος, b : p. branch, βά'ίον, τό. βαΐς, ίδος, ή. φοίνικος κλάδος, ο. ΤΙ Fig.] P. of victory, στέφανος, ο. νίκη, ή : to bear off the p., νικηφο- ρεΐν : that bears the p., νίκη-, άθλο-φόρος,2. The p. of martyr- dom, ό τοΰ μαρτυρίου στέφανος (eccl. t.). ΤΙ Of the hand] παλά- μη, ή. Tf As measure] παλαι- στή, ή. Of the length or width of a p., τταλαίσττ/ϊ (genit.) or παλαιστιαίος, 3 (adj.). PA LMISTRY. See g. t. Di- vination. PALMY. See Flourishing, Victorious. PALPABLE. If Propr.] ψη- λαφητός, αισθητός, 3. ^| Pig.] See Evident, Manifest. PALPITATE, πάλλεσθαι (of the heart), σφύζειν (of heart and veins, Src). PALPITATION, παλμός, ό (of the Mart), σφύζις, ή, and σφυγμός, b (of heart, arteries, veins), πήδησις της καρδίας, rj (in alarm). PALSIED, PALSY. See Pa- ralytic, Paralysis. PALTRY, φαύλος, μικρός, ταπεινός, τρυχηρός, 3. ολίγου or ούδενός άξιος, 3. See MEAN, Little. Contemptible. PAMPER, σιτεΰειν (g. t.feed). To be p-d, τρυφαν. χλιδαίνε- σθαι (pass.) : to p. oneself, ήδυ- παθεΐν. έστιάσθαι (pass.), χαρί- ζεσθαι, or δουλεύειν τή γαστρί. PAMPHLET, συγγραμμά- τιον, τό. PAN, κεράμων, τό. See Ροτ. Ff PAN PAR PAR P. for frying, &c, τήγανον, χαλ- κίον, τό. PANACEA, πανάκεια, ή, and πανακες φάρμακου, τό. PANCAKE, τηγανιτής (άρ- τος), ου, ό. PANDECTS, πανδεκταί, ων, αϊ (late). PANDER, s. μαστροπός, προ- αγωγός, 6. PANDER, ν. προαγωγεύειν. μαστροπεύειν. μαυλίζειν. Α ρ.- ing, μαστροπεία, προαγωγεία, η. ΡΑΝΕ, πλάξ, πλακός, υαλί- νη, ή. m PANEGYRIC, εγκωμιον,τό. έπαινος, ό. πανηγυρικός (sc. λό- γος)^. To pronounce a p., εγκώ- μιον λέγειν τινός, ε'Ίς τίνα, κατά or υπέρ τίνος, επαινον λέγειν, επαίνους ποιεϊσθαι επί τινι or επί τίνος, έγκωμιά'ζ > ειvorπavη- γυρ'ι'ζειν τινά (late). ΡΑ Ν EG Υ R I S Τ, εγκωμια- στής, οΰ, δ. δ λέγων τον επαι- νον. επαινετής, ου, ό. PANEGYRIZE. See' to pro- nounce a Panegyric' PANEL, s. φάτνωμα, τό. PANEL, v. φατνοΰν. σανι- δοΰν. Panelled, φατνωτός and φατνωμιιτικός, 3. PANG. See Agony, Pain. The p.'s of conscience, δέος και φροντίς περί ων άνοσίως ε'ιργά- σατό τι?. See Remorse. PANIC, πανικόν (with or with- out δεϊμα, τό), πανικός φόβος, ο, and pi. πανεϊα or πάνεια, τά (sc. δείματα). To be taken or struck by a p., πανικω θορυβώ συνέχεσθαι. ασαφώς or άπ' αι- τίας ουδεμιάς έκπλήττεσθαι (pass.). PANNIER. See Basket. PANT. H To be out of breath] πνευστιάν. άσθμαίνειν. P.-ing, πνευστιών, ώσα, ων. τό πνεΰμ' έχων άνω (comic). if To punt after] See 'to Thirst after.' ΡΑΝΤΑ LOONS ($m»notGr.), βράκαι, ών, αϊ (as worn by tJte Gauls), θύλακες, οι. άναξυρίδες, αϊ (loose Persian drawers). t PANTHEISM, δόξα των τά ορατά αυτά υομι\όντων θεόν είναι. PANTHEIST. Crcl. as above. PANTHEON, Πάνθεον and ΧΙάνθειον^ τό. PANTHER, πάνθηρ, ηρος,δ. πάρδος, ο. πάρδαλις, εως, η. Α young p., παρδαλιδεύς, δ: spotted as a p., παρδαλωτός, 3: the skin of a p., πάρδαλη (δοοά), η. t PANTOMIME. "U As person] όρχηστήρ, ήρος, or όρχηστης, ου, ο. μΐμος, δ. παντόμιμος, ό (late). if As action] όρχησις, η. όρχη-θμός and -σμός, δ. To re- present or act p., όρχεΐσθαι. ύπ- ορχεϊσθαι, μιμεΐσθαι : a p., ΰπ- όρχημα, τό. ΡΑΝΤΚΎ,ταμιεϊον,ταμεϊον, τό. PAP. if Nipple of breast] (434) Vid., and Teat, Τ Soft food for infants] πόλτος, δ. PAPACY, ή Tod Ύωμαίυυ επισκόπου ιεραρχία (eccl. t.). PAPIST, ό τω Ύωμαίω επι- σκοπώ πάσαν την εκκλησίαν ΰποκειμένην είναι νομϊζων. δ τά του 'Ρ. ϊεράρχου φρονών. Mod. Gr. παπιστής, οΰ, παπο- λάτρης, ου. δ. PAPISTICAL, PAPISTRY. See Popish, Popery. PAPER, s. if The material] πάπυρος, δ and ή. χάρτης, ου, δ. χαρτίον, τό. βυβλίον, τό. Like p., παπυρώδης, 2 : a scrap of p., χαρτίον, τό. σχέδη, η : of or made of p., see the Adj. That deals in p. (— stationer), χαρτο- πώλης, ου, δ : a p. manufacturer, χαρτοποιός, ό : p. -mill, prps χάρτου ργεϊον, τό : p. -money, see the Adj. if Meton.: a writing] Vid. There is a search made at aby's house for his p.'s, "ζητούνται χρηματισμοί τίνος κατά την ο'ικίαν τινός. Armies on p., επι- στολιμαϊαι δυνάμεις (Dem.). if Newspaper] εφημερίδες, αϊ. παράπηγμα, τό. PAPER, adj. βύβλινος or βί- βλινος, 3. παπύρου or βύβλου (gen. of the material). P. money, νόμισμα παπύρου or βύβλινον, τό. PAPPY, πολτώδης, ες. See Soft. PAPYRUS, πάπυρος, δ and ή. βύβλος, ή. PAR. See Equal. PARABLE, παραβολή, παρ- οιμία, η. See Similitude, Al- legory. PARABOLA (geom.t.),irapa- βολή, η. To describe a p. (as a projectile), διά παραβολής φέ- ρεσθαι. PARABOLIC, παραβολικός, 3. εν παραβολή, διά παραβο- λής (rhet. and geom.). PARADE, s. if Display] Vid. έπίδειξις, η. See SHOW, Pomp. To make a p. of athg, επίδειξιν ποιεϊσθαι τίνος. προφα'ινειν( — prse se ferre). *\ In a military se?zse] ή των στρατιωτών πομ- πή, ή εν κόσμω παράταξις. διέλασις, ή (of cavalry). PARADE, ν. επίδειξιν ποι- εϊσθαι τίνος. See to Display, Show off. PARADIGM, παράδειγμα, τό. See Pattern. PARADISAICAL, χαρι- έστατος, εύδαιμονέστατος, μα- κάρτατος, 3. PARADISE (garden of Eden), r; των πρώτων ανθρώπων χώρα. if Fig. : = a charming spot] χω- ρίον πάγκαλον,τό. % The abode of the blessed] αϊ τών μακάρων νήσοι, παράδεισος, δ. PARADOX, s., and PARA- DOXICAL, παράδοξος, 2. PARAGRAPH, κώλον, τό. παραγραφή, τ). Ρ ARALLEL,7ra f) a\\jjXos,2, and παράλληλα, παραλλήλως, εκ παράλληλου (advv.). To draw a p., παράλληλα τείνειν: to run p., εκ παράλληλου τείνειν. if Fig. : similar] παρόμοιος, 2. PARALLELEPIPEDON, παραλληλεπίπεδον, τό. PARALLELOGRAM, παρ- αλληλόγραμμον (σχήμα), τό. PARALYSIS, παράλυσις, η. PARALYTIC, παραλυτικός, 3 (late), παραλελυμένος, 3. Α p. stroke, παράλυσις, ι). PARALYZE, παραλύειν. if Fig. : rz to render inefficacious] παραλύειν, δια-, παρα-κρούειν, κόλούειν. συστέλλειν. P.-d limbs, παραλελυμένα του σώ- ματος μόρια (Aristot.). PARAMOUNT. See Su- preme. PARAMOUR. See Lover. PARAPET, επαλξις, ή. PARAPHERNALIA, f Propr. (not usu.)] παράφερνα, τά (personal property of the wife besides her doicer). if Appurte- nances (of dress, fyc.)] ή άλλη παρασκευή. PARAPHRASE, s. παρά- φρασις, ry. PARAPHRASE, v. παρα- φράζειν. PARASITE, παράσιτος, δ. ^jp" And several words invented by Comedians, as φωμο-κόλαξ (Aristoph.), -κόλαφος (Diph.), δ. πτερνοκόπις,δ(Μβηαηά.). βδελ- λολάρυγξ, υγγος, δ (Cratin.). See Toad-eater. Το be a p., παρασιτεϊν τινι. PARASITIC, παρασιτικός, 3. P. customs or habits, παρα- σιτία, ή. PARASOL, σκιάδειον or σκι- άδιον, τό. θολία, η (Theocr.). PARCEL, s. if Part] μόρων, τό. if A (small) bundle] Vid. if Contemptuously : e. g. a parcel of rogues] See Pack. PARCEL out, v. See to Al- lot, Distribute. PARCH, φρύγειν or φρύσ- σειν,καταφρύγειν. αύαίνειν,ξη- ραίνειν. P.-d, see Dry. P.-d lips, άνειμένα χείλεα (Theocr.). PARCHMENT, περγαμηνή, ή. διφθέρα, ή. PARDON, s. συγγνώμη, σύγ- γνωσις, ή. σύγγνοια, συγγνω- μοσύνη, τ), αϊδεσις, ή (p. fm α feeling of compassion). To ask p. , δεϊσθαι συγγνώμης, α'ιτεϊσθαι συγγνώμην. παραιτεΐσθαίτινα συγγνώμονα εΊναι : to grant p. to aby, συγγνώμην άπονέμειν or εχειντινί. συγγνώμην ποιεϊσθαι τίνος : to obtain p., συγγνώμης τυγχάνειν παρά τίνος: faults committed without design deserve p., συγγνωστόν εστί τό άκού- σιον. PARDON, v. See Forgive. PARDONABLE, συγγνω- στός, 3. It is p., συγγνώμη εστί (seq. infin.) : athg is p., συγ- PAR γνωστόν εστί τι. συγγνώμη» έχει τι. PARE, περι-τέμνειν, -κό- πτειν, -κολούειν. To p. one's nails, άφαιρεΐν τους όνυχας, όνυχί'ζειν and όνυχίζεσθαι. PARENT. See Father, Mo- ther, γονεύς, and poet, τοκεύς, δ, and 6 τεκών, h τεκοΰσα. P.'s 6 πατήρ και ?'; μητηρ. 01 τεκόν- τες, also οί γεινάμενοι, φύσαν- τες, γεννή<ταντες (all c. ace.). The boy's parents, οι γεινάμενοι τον παΐδα. PARENTAL, ό, h, το των γονέων. P. love, στοργή, φιλο- στοργία, 77. PARENTHESIS,™^^*»?, παρένθεσις, v. To put in a p., παρεντιθέναι. PARGET, s. and v. See un- der Plaster. PARHELION, παρήλιος, 6. παριιλια, τά. PARIETAL. See 'of or form- ing a Wall.' PARINGS, τά αφαιρεθέντα. τά άττο- or περι-τμηθέντα. δρύ- φελα, τά. ξύσματα, ξυσμάτια, and άποξύσιχατα, τά (filings, shavings). P. of an apple, see Peel : p. of cheese, see Rind. PARISH, ιερέως or ίεροδι- δασκάλου διοίκησις, η. Mod. Gh:, παροικία, ενορία, v. Parish church, ?'/ εκκλησία της ενορίας, and parishioners, οί ενορϊται. PARK, ττ«ί)άδεισθϊ, ό. PARLANCE. See Discourse, Speech. PARLEY, v. λόγους προσ- φέρειν. See CONFER. PARLEY, s. λόγοι, οι. To hold or have a p., see the Verb, ξυνελθεϊν ε'ις λόγους τιν'ι. See Confer. PARLIAMENT, βουλή, h. An act of p., ψήφισμα, τό : a member of p., βουλευτής, οΰ, δ. PARLOUR, αστταστικόν (sc. οίκημα), τό- PARODY, παρωδία, η. To make a p., παρωαεϊν : he that makes a p. (parodist), παρυ^δός, 6 : belonging to p., παρωδικός, 3. PAROLE (milit. t, word of 7i07iour), πίστις, εως, η. πιστά, τά. To be a prisoner on p., πί- στιν δεδωκότα or δόντα εν φυ- λακή είναι. ΡΆΚΟΧΥ§Μ,παροξυσμότ,δ. PARRICIDE. Τ The doer] πατροκτόνος, πατροφόνος, δ, ι). 6, 77, τον πατέρα άποκτείνας, -ασα. πατραλοίας or πατρα- λωας, a and ου, δ. ^[ As act] πατροκτονία, ή. To be guilty of, or commit p., πατροκτονείν. PARROT, φιττακόςαηά σιτ- τακός, δ. φιττάκη and σιττά- κη. ν. PARRY, δια-, πάρα-, άπο- κρούεσθαι (e. q. πλήγην). PARSE. See to Analyse. PARSIMONIOUS. See Sa- ving, Frugal. (435) PAR PARSIMONY, φειδώ, ous, φειδωλία, φειδωλή and φεισμο- νή, V- ευτέλεια, η. PARSLEY, σέλινον, τό. Rock p., horse p., πετρο-, ίππο-σίλι- νον,τό: made of p., σελίνινυς, 3: wine flavoured with p., σελινί- της οΊνος, δ : like p., σελινοει- δι'π, ές : p. seed, σελινόσπερμον, τό. PARSNEP, σταφυλΐνος, δ and 77 (a kind of p. or carrot). δαϋκος, δ, and δαΰκον, τό (a kind groiving in Crete, and used as me- dicine). PARSON, ιερεύς or ιεροδι- δάσκαλος, δ. PARSONAGE, οίκος, ό, toD ιερέως. PART, s. μέρος, τό. μόριον, τό. μερίς, ίδος, ή (share, divi- sion), μοίρα, η (portion, p. allot- ted). Ever so small a p., πολ- λοστημόριον, τό (Th.) : consist- ing of large, small, many p.'s, μεγαλομ,ερής,μικρομερης, πολυ- μερής, 2 : p. — , p. — , τό μεν — , τό δέ. οι μεν — , οί δέ : I, for my p., εγώ μέν, εγωγε, εγώ μεν τό γ' επ' εμοί: to have p. in athg, μετέχει»/ τινός, ιχέτεστί, προσήκει, μοι (μέρος) τινός : to take p. in athg, κοινωνείν, μετά-, σι/λ-, άντι-λαμβάνεσθαί τίνος. ίΐ Party] Ε. g. to take p. with or to take aby's p., εΊναι or γί- γνεσθαι or 'ίστασθαι (στηναι) μετά τίνος. See Side, v. ^[ Character (in a play)] πρόσωπον, τό. σχήμα, τό. ρησις, η (the words the actor has to speak). To take or act a certain p. of a play, ύποκρίνεσθαι πρόσωπον or σχήμα : to go through his p., άγωνίζεσθαι σχήμα or πρόσ- ωπον : to act a tragical p., άγω- νίζεσθαι τραγωδίαν: to give aby a p. to perform, περιτίθέναι πρόσωπον (of the poet of a thea- trical piece) : to play or act his p. well or cleverly, πιθανώς υπο- κρίνεσθαι τίνα. He has acted his p. well (fig.), καλώς διέπραξε τά καθ' εαυτόν or τά εαυτού. Τ Duty] Ε. g. it is my p., πρέ- πει μοί τι. προσήκει μο'ι τι (or seq. infin.), also προσήκει (c. ace. and infin.) : it is your p., προς συΰ εστίν : it is the p. of noble- minded persons, γενναλίν εστίν, or the gen., γενναίων εστίν. ΤΙ Plur. : e. g. a man of parts (— abilities, talents)] Vid. TI Part of a country] τόπος, ό. χώρα, f]. χωρίον, τό. The flat p. of a district or the country, 7τεοΊά?, άδος, rj- πεδίον, τό : a mountainous or hilly p., ορεινή, 77 (sc. χώρα) : fm what p. (of a country or land)? πόθεν; on being questioned what p.'s he came fm, ερωτώμενος τό ποδα- πός ε'ίη. *(ϊ The parts of speech] τά του λόγου μέρη. % Fig.: eocpressive of a certain mode of feeling or viewing athg] E. g. to take in good p., ευμενώς άποδέ- PAR χεσθαι : to take in ill p., χαλε- πώς φέρειν, δυσχεραίνει» τι. άχθεσθ<χί (pass.) τινι or επί τινι. IT Adverbially: e.g. for the most part] επί τό πολύ. ώς επί τό πολύ. τά πλείστα. PART, ν. 1 (Trans.)] με - ρίζειν, διαμερίζειν. διαιρείν, δίχ<ι ποιεϊν. διαλαμβάνει» τι and μερισμόν ποιεϊσθαί τίνος, νέμειν and διανέμειν. See to Divide, Distribute. ΤΙ (In- TRANS.)] σχίξεσθαι (pass.), χω- ρϊζεσθαι (pass.), δίχα γίγνεσθαι (to fall into separate parts). See Sever, Separate. Tf To part from aby or from a place] See to Leave. Tf Absol.] άπαλλάτ- τεσθαι (pass.) αλλήλων. They parted, διελύθ}ΐσαν or άττ»)λλά- γησαν άλλ7;λωΐ' or άττ' άλλτί- λων. άπήεσαν άπ' άλλ77λωΐΛ "f[ Part with, give up to another] παραδιδόναι (-δυΰναι) τι άλλω. U Alienate'] άναλίσκειν (expend). PARTAKE, μεταλαμβάνειν, μετέχειν τιι /os, or λαμβάνειν μέρος τινός, also μέτεστί μο'ι (μέρος) τινυς. To p. equally in athg with aby, Ίσομοιρεϊν τινι τίνος. See Share. PARTAKER, κοινωνός, δ. δ μετέχων, οΐ'τος (of athg, τινός). PARTERRE. 1 Of a gar- den] πρασιά άνθεσι πεφυτευ- μένη. if In the theatre] ορχή- στρα, v. (οί εν τι) ορχήστρα θεαταί, the spectators in the p.) PARTIAL, t In part, or re- lating to the part] εν μέρει, από μέρους, κατά μέρος, ΐκ μέρους, καθ' εκάστους, μέρος τι. % Dis- posed to favour one party] ου δί- καιος, 3. ετερο-κΑιι>?)9, -μερή?, ές. έτε()όζ7)λθ9, 2 (of things). To give a p. judgment, προς 'έτερον or ουκ όρθως κρίνειν or δικάζειν. παρά τό δίκαιον τίθεσθαι την φηφον : not p., μήτε έχθρα μήτ εύνοια χαριζόμενος, 3. ^[ Favorable (not implying censure)] Ε. g. to be p. towards aby, εύνο- ϊκώς έχειν προς τίνα. εύνοια χρησθαι περί τίνα. PARTIALITY, τό ετερόζη- λον. If rr Liking] VlD. PARTICIPATE. See Par- take. PARTICIPATION, κοινω- νία, σύλληνί/ις, μετάληψις, μέθ- εξις, μετάσχεσις, συμμέθεξις, ή. And Crcl. with verbs to Par- take. PARTICIPLE, μετοχ»?, v . μετοχικού, τό (gram. t.). PARTICLE. 1 A small part] μόριον, τό. Composed of fine p.'s, λεπτομερής, ές. Tf Gram, t.] προσθήκη, V. PARTICULAR. 1 Relating only to one, single, not general] καθ' αυτόν, καθ' εκαστον. See Single, Several. 1 Set apart fm among other things for any given purpose] Ίδιος, 3. κεχωρι- σμένος, 3. εξαίρετος, 2. % Pe- culiar, especial] Vid. διαφέρων, Ff2 PAR PAS PAS ονσα,ον. εζαίρετον, 2. % Exact, precise] ακριβής, έν. PARTICULAR, s. f SMagrfc arcawsiawce] 2?. PEASANTRY, οι εν άγροϊς. άγροϊκοι, οι. PEBBLE, ψήφος, ψηφίς, ΐδος, ή. τρόχμαΧος, δ (rolled stone). To count with p.'s (calcu- lare), ψηφίζειν. PEBBLY, φηφοειδής, ts ( T/ieophr. , like pebbles) . ψηψιδώ- δης, ες (full of pebbles. Geopon.). ποΧυφηφίς, ΐδος, δ, ή (poet.). PECK, s. (measure of two gal- lons), most nearly εκτεύς, έως, δ (= Lat. modius, the sixth part of the Att. μέδιμνος, tvch contained twelve gallons nearly). PECK, v. κοΧάπτειν (with the beak), δάκνειν. πεΧεκάν,άπο- πεΧεκάν. PECTORAL. See Breast and Chest. PECULATE, σφετερίζεσθαι (fm a public chest or the treasury), also εκ-, ύπο-κΧέπτειν, υφάρ- παζε iv. See next Art. PECULATION, κΧοπή, & κλέμμα,τό (g.tt.). σφετερισμός, νοσφισμός, δ. ύφαίρεσις, υπ- εζαίρεσις, ή. To be guilty of p., υπεκκΧέπτειν. νοσφϊζεσθαι. σφετερίζεσθαι. ύφαιρεΐσθαι, ύφεξαίρεΐσθαι. PECULIAR, Ίδιος, 3. οικείος, 3. It is p. to him, it constitutes or forms a p. feature in his cha- racter, εστίν αϋτοΰ. προς τρό- που έστϊν αϋτοΰ. πέφυκε (seq. infin.). φύσει έχει τι: p. nature, WtoVijs, JJT09, ή. Ιδιον, τό. Ιδίω- μα, τό. PECULIARITY, 20«rn,s, ητος, ή. ίδιον, τό. Ιδίωμα, τό (g. tt.). P. of a person (peculiar mental disposition) ,Ίδιοτ ροπία, ή. Ιδιος τρόπος, δ : p. of character, τό φύσει ίδιον : it is a p. of his character, τυϋτ αύτω φύσει υπ- άρχει, αυτιι ή φύσις αϋτοΰ. See 'it is Peculiar.' PECUNIARY. Crcl. tvith Money, e.g. p. difficulty, απορία χρημάτων, ή : p. loss, άποβοΧή αργυρίου, η. PEDAGOGIC, παιδαγωγι- κός, 3. PEDAGOGUE, παιδαγωγός, δ. PEDANT, άνηρ μικροΧόγος, δ. σχοΧαστικός, δ. PEDANTIC, μικροΧόγος, 2. PEDANTRY, μικροΧογία, ή. PEDDLE. 1 To trifle) Vid. *[[ To act as a pedlar] καπηΧεύ- ειν. PEDESTAL, βάθρον, τό. ύπό- βαθρον, τό. υπόθεμα, τό. βά- σις, ή. στυΧοβάτης, ου, δ. PEDESTRIAN, πεζός (άνήρ), \ δ. A good p., βαδιστικός, εΰ• ζωνος, δ. PEDICLE. See Stalk. PEDIGREE, γενεαΧόγημα, το. ο τών προγόνων κατάΧογος. See Genealogy. PEDIMENT, ιιετός, δ. άέτω- μα, τό (fastigium). τύμπανου, τό. δέΧτα, τό. πτερά, τά. We will roof your houses with p.'s, τάς οικίας υμών ερέφομεν προς άετόν (Aristoph.). PEDLAR, κάπηΧος, δ. Το drive a p.'s trade, καπηΧεύειν. PEEL, s. φΧοιός, δ. Χόπος, δ. Χέπος, τό, and Χέπυρον, τό. Χοπίς, Χεπίς, ίδος, ή. Χέμμα, Χέπισμα and άποΧέπισμα, τό, and δρύφεΧον, τό. ίΧντρον, περικάρπιον, τό. To take off the p. of athg, ά7Γολε7τίζΗίΐ/, έκΧεπί- ζειν τι PEEL, ν. Χέπειν, άποΧέπειν, Χεπίζειν, άπο-, έκ-Χεπίζειν. φΧοΐζειν, περιφΧο'ιζειν. άποδύ- ειν. PEEP, ν. βΧέπειν (g.t.), also βΧέπειν εις τι. είσβΧέπειν τι. κυπτάζειν περί τίνα or τι. Το p. into, έγ-, επι-κύπτειν εις τι : to p. through the window, προ-, έκ-κύπτειν της θνρίδος. ^[ (Ιν- TRANS.) To shine through] δια-, διεκ-φαίνεσθαι διά τίνος. PEEP, s. Ε. g. to take a p., see the Verb. P. of day, see Dawn. 1Ϊ Peep! to cry peep ! (as young bi?'ds)] πιππίζειν, τιτ'ιζειν. PEER, s. See Equal. 1 As title] prps ομότιμος, δ. πάρος, δ (mod. Gr.). Chamber of p.'s, prps το τών δμοτίμων συνέδριον. PEER, v. See to Peep, to Pry. PEERAGE, prps ή τών δμο- τίμων τάξις. To raise aby to the p., εις τους ομότιμους or εις την τών δμοτίμων τάξιν καθ- ιστάναι. PEERLESS. See Incompa- rable. PEEVISH. See Cross, Mo- rose. PEEVISHNESS, σκυθρωπό- της, ητος, ή. τρόπων χαΧεπό- της, ή. δυσκοΧία, η. PEG, πάτταΧος, δ. PELICAN, πεΧεκάν, άνος,οτ πεΧεκάς, αυτός, δ. PELISSE, διφθέρα, η. σισύ- ρα, and σίσυρνα, ή. PELLET. See Ball. PELLICLE, ύμήν, ένος, δ. PELL-MELL, όναμίζ, φύρ- δην, δμοΰ. ούδενί κόσμω. εική. άνω κάτω. συμπεφυρμένοι, at, α. άγχιστΐνοι, at, a (Horn.). To be placed or lie about p., εική κεΐσθαι. έρριμμένον είναι : to mix or throw together p., κυκαν, διακυκάν. εική διαρρίπτειν. PELLUCID. See Transpa- rent. PELT, v. Seeg. t. to Throw. To p. aby with stones, βάΧΧειυ τινά Χίθοις. παίειν τιι /u Χίθυις: to p. with mud, καταμολύνειν. PEN PEN PER If Fig. : of rain] E. g. a p.-ing shower, εκχεόμενος δμβρος, 6. φορά or καταφορά ΰετοΰ or όμβρου, -η. PEN (writing), s. (γραφικό?) κάλαμος, δόναξ, α /cos, 6. See Pencil. PENKNIFE, σμιλίον, τό. ξυρόν τοϋ γραμματέως, τό (LXX.). όξυντηρ δονάκων, 6 (poet.). PENMAN, γραφικός,ο. γρα- φικής έμπειρος, 6, ν, or διδά- σκαλος, 6. PENMANSHIP, γραφική (sc. τέχνη), η. PEN, v. See to Write. PEN, s. (small inclosure) for sheep, ειρκτη προβάτων, η : for fowls, see Coop. PEN UP, v. ε'ίργειν, περιείρ- γειν. PENAL, f Relating to pu- nishment] Vid., and Punish- able. P. code, οι περί τα αδι- κήματα νόμοι, ποιναία σελίς, ίδος, η (mod.) : p. authority or jurisdiction, κόλασις or κολά- σεως εξουσία, η : to have it, κύ- ριον είναι κολάσεως. PENALTY, plfija, η. τίμη- μα, πρυστίμημά,τό. έπιτίμιον, τό. To condemn or subject aby to a ρ , ζημιοΰν τίνα χμήμασι or εις τά χρήματα : to be sub- jected to a p., τιμήματι περιπε- σεϊν. See PUNISHMENT, FlNE, and ' on Pain of.' PENANCE. E. g. to do p., μετανοοϋντα υπέχειν δίκην ων νμάρτηκε. Sacrament of p., τό της μετανοίας μυστηριον (eccl. t.) : p. imposed, κόλασμα, τό. PENCIL, γραφεΐον, γράφιον, τό. γραφίς, ίδος, η. στνλος, 6 (style). LEAD-p., Vid. P. of light (fig.), άκτίς, ΐνος, η. PENDANT, adj. κρεμάμενος, κρεμαστός, 3. καΒειμένος, 3. PENDANT, s. άρτημα, τό (e.g. των ώτων, of the ears). See Ear-ring. "R Atlig hanging be- side another to match it] χρήμα (πράγμα, 'έργον, κτλ.) παρεμ- φερές or παρόμοιόν τινι. PENDING, άκριτος, 2. άγ- χώμαλος (as νίκη), μετέωρος, 2. PENDULOUS, αιωρούμενος, 3. μετέωρος, 2. κατήορος, 2 (poet.). See Hanging." PENDULUM, κάθετος (γραμ- μή), η. στάθμη, η. PENETRATE, δια-δύνειν, -δΰναι, -δύεσθαι. διϊκνεϊσθαι. βία διϊέναι or διέρχεσθαι. δια- λάμπειν (of light or sound). ^[ Fig. : with the understanding)] δια- γιγνώσκειν. διασκοπεϊν. Not easy to p., ού ράδιος διϊδεΐν (PL). PENETRATING. ^ Prop.] διϊκνοΰμενος, διαδυτικός, 3. See Piercing. η[ Fig.] A p. eye, οξεία όψις, ή : a p. mind, νους δριμύς, οξύς. See next Art. PENETRATION. ^ Act of penetrating] διάδυσις,τ). φρενών όξύτης, η. 1 Fig.] Ύ ό τών (440) φρενών οξύ. τό της γνώμης άγχίνουν or δεινόν. A man of p., άνηρ εύξύνετος or άγχίνους or οξύς or δεινός την γνώμην. PENΠ$S[JLA,χεpσόvησoςor χερρόνησος, η. To form a p., χερρονησ ίξει»>, -ιά"ζειν : the in- habitant of a p., χερρονησίτης, ου, b. PENINSULAR, χερσονησο- ειδής, ές (Hdt.). PENITENCE. See Repent- ance. PENITENT. Ptepp. of verbs to Repent, μετάμελος, 2. Τί Subst. : one confessing sins to a priest] έξομολογού μένος, -ουμέ- νη, τά αμαρτήματα. PENITENTIAL, μεταμελη- τικός, 3, and Crcl., e.g. with ώς μετανοών. PENNANT, επισείων, ού- τος, 6 (g. t.). H Flag] Vid. PENNILESS, άχρήμων, 6, v. πενέστατος, 3. πάντων ενδεής, 2. PENNY, most nearly δραχμής τό δεκατημόυιον or πέντε χαλ- κοί, gu* The όβολός is eight χαλκοί, and is the sixth part of a δραχμή, ofwch the value is nearly 9|d. of our money. Hence our farthing (vid.) is almost ex- actly tlie thirty-ninth part of the drachma. PNNNYROYAL (menthapu- legium), βληχών (Ion. γλήχων), ώνος, ή. Prepared with p. (e. g. wine), βληχωνίας or γληχωνί- της οίνος. PENSION, s. δωρεά ετήσιος, χορηγία, also ταγή, η. To re- ceive a public p., δημοσία τρέ- φεσθαι (pass.). PENSION, υ. άξιουν τίνα δω- ρεάς ετησίου. PENSIONER, δωρεάν ετή- σιον λαμβάνων, δωρεάς ετησίου αξιωθείς. A p. of the state, δη- μοσία τρεφόμενος, 3. PENSIVE, σύννους, ουν. PENSIVENESS, σύννοια, η. τό σύννουν. PENT up. See to Pen. PENTAGON, πεντάγωνον, τό. PENTAGONAL, πεντάγω- νος, 2. PENTECOST, πεντηκοστή (ημέρα), η. PENTHOUSE, γείσωμα or γείσσωμα, τό. To shelter by a p., γει(σ)σοϋν, άπογει(σ)σοΰν. PENULT, PENULTIMATE, δευτερέσχατος, 2. παρατελευ- ταΐος, 3. The p. (syllable), παρα- λήγουσα or παρατέλευτος (συλ- λαβι'ή, η : a word with p. acute, παροξύτονον, τό : with p. cir- cumflex, προπερισπώμενον, τό: with its p. long, short, μακρό-, βραχύ -παράληκτος, 2 (whence verbs μακρό-, βραχύ -παραλη- κτεΐν). PENURIOUS. 1 Niggardly] Vid. 1 Scanty] Vid. PENURY, πενία, η, σπάνις, εως, η. 'ένδεια, fj. See POVERTY. Indigence. PEONY, παιωνία, γλυκυσί- δη, η. PEOPLE, s. IT Natimi] Vid. λαός (Att. λεώς), 6. δήμος, 6 (the common people ; and in democra- tic states, the p. = free citizens), πλήθος, τό (the multitude, espe- cially opp. to aristocracy, hence τό ύμέτερον πλήθος, in addresses). The low common p., see Mob, Populace, Vulgar. One of the {>., (άνηρ) δημότης, 6 : of or be- onging to the p., δημοτικός, 3. δημώδης, ες (popula?•). δημόσιος, 3 (publicus). See Public, Po- pular, National. The whole p., πανδημία, η : consisting of the whole p., πάνδημος, 2 : be- nefitting, pleasing the p., δημωφε- λης, δημοτερπής, ές: haranguing the p., δημήγορος, 2. See Ora- tor. Leading the p., δημαγω- γός, 2. See Demagogue. TJ Men, persons] λαός, ο, and λαοί, οι (pi., men, as soldiers. Horn.), άνδρες, α θρωποι, oi. Often omitted, e.g. many p., πολλοί, ο'ι : most p., p. in general, oi πολλοί: they are kind p., χρηστοί είσιν. The p. of the town, the city, oi πολιται, oi αστοί. Indefinitely, e. q. p. say, λέγουσι. λέγεται. PEOPLE, V. κατοικίζειν (c. acc). οίκήτορας έγκαθιστάναι (c. dat.). Thinly p.-d, όλιγ άν- θρωπος, όλίγανδρος, 2. PEPPER, s. πέπερι, ιος and εως, τό (and ρ tree). Sprinkled or seasoned with p., πεπερόπα- στος, 2 : to taste like or of p., πεπερί'ζειν. PEPPER, v. εξαρτύειν πε- περίσιν. P.-d, πεπερόπαστος, 2. πεπερ-Ίτης, ου, 6, -ϊτις, ίδος, η. PEPPER- CORN, πεπερίς, ίδος, η. πεπέριον, τό. PEPPERMINT, μίνθη h πε- περΐτις. PERADVENTURE. See Perhaps PERAMBULATE, περιπα- τεΐν. See to Walk. PERAMBULATION, περι- πάτησις, η. PERCEIVABLE. See Per- ceptible. PERCEIVE, αϊσθάνεσθαι (c. gen. or acc). δι-, έπ-, παρ-αι- σθάνεσθαι. μανθάνειν, κατα- μανθάνειν. εν-, κατα-νοεΐν. οράν. γιγνώσκειν. καθοράν. See to See. PERCEPTIBLE, αισθητός, 3. νοητός, 3 (by the mind), εμ- φανής, ές, and δήλος, φανερός, 3 (manifest). PERCEPTIBILITY, τό αι- σθητό ν, or Crcl. with verbs under "P V R. Ρ V Τ VE PERCEPTION, αίσθηση, η. τό α'ισθητόν. τό αϊσθάνεσθαι. I have a p. of athg, αϊσθησιν έχω or λαμβάνω tij/os. εστί μοι α'ί- σθησίς τίνος : to be without p. PER for athg, αναίσθητοι/ είναι προς '"PERCH, s. f A pole) Vid. πέτ-αυρου or -εύροι/, τό {for fowls). T| ^4 fish] πέρκη, πέρ- κα, περκίς, to"os, 77. PERCH, V. {of birds), καθίζει», καθί^σθαι επί τίνος or επί τι. έπικαθίζειν τιυ'ι. PERCHANCE. See Perhaps. PERCUSSION, πλήγη, πλη- ζις, σύγκρουσις, η. See STROKE, Blow. PERDITION. See Destruc- tion. PEREGRINATION, εκ-, άπο-δημία, η. See TRAVEL. PEREMPTORY, άναντίλε- κτος, 2. See Decisive, Posi- tive, Imperious. P. sentence or decision, διάκρισις, η. PERENNIAL, εττε'τειο?, 2 and 3. εττετ-ησιος and έπηέτα- νος, 3 {poet. ; all these esply of fruits and vegetable produce). αέναος, 2 {ever flowing, as springs, «IM- PERFECT, adj. τΑίίο^ 3 and 2. εν-, παν-τελής, ες. άρ- τιος, 3. αττοτετεΧεσμενοι, 3. See Complete, Finished, Entire, Exact, Consummate. P. in it- self, αυτοτελή•:, ές. U Ingram. : the perfect tense) παρακείμενος, συν-τελικός or -τελεστικός χρό- νος, 6. τό συντελεστικόν. PERFECT, v. τελειοΰν, τε- Χεοϋν, απάρτιζε ιν. See to COM- PLETE, Finish. PERFECTIBLE,T£\ fI oi;- σθαι δυνάμενος or ενδεχόμενος, PERFECTION, τελειότ.,ς, ■ητος, η. τό τέλειον. εν-, παν- τέλεια, -η. To cany to greater p., έκπονεΐν τι έπι πλέον or επί τό ακριβές, εζεργάζεσθαί, δια- πονεΐν τι : in p., τελείως, παν- τελείως, εντελώς : p. of virtue, τελεία, παντελής αρετή, η : to be arrived at the p. of virtue or excellence, της αρετής επί τέ- λει είναι : to be in p., ουκ ίχειν υπερβολ-ην. PERFECTLY^ E W ακρι- βώς, άπηρτισμένως. See COM- PLETELY, Entirely, Quite. PERFIDIOUS, α-, κακό-πι- στος, 2 {προς τίνα), 'ύπουλος, 2 {of things). See Faithless and Treacherous. PERFIDY, PERFIDIOUS- NESS, ά-, κακο-πιστία, ή. See Faithlessness, Treachery. PERFORATE, τετραίνειν, τρυπάυ, and διατετ., διατρ. PERFORCE, βία. ανάγκη : and C'rcl. with άναγκάζεσθαι (pass.), άυαγκαστός, 3. PERFORM. See to Do, to Execute, to Effect. To p. one's duty, πράττειν τα δέοντα : to p. one's promise, άποδοΰναι την υπόσχεσιν or a tis ΰπ- έσχετο : to p. a part on the stage, ύποκρ'ινεσθαι and άγωνίζεσθαι {σχήμα or πρόσωπον). See to (441) PER Act. To p. a religious service, επιτελεία θυσίαν : to p. a musi- cal piece, επιτελεΐν μουσικήν : to p. on the flute, αυλούς αϋλεϊν. See to Play. PERFORMANCE. See Exe- cution, Action, Deed. A man- ly p., ανδραγάθημα, τό. 1J In a theatrical or dramatic sense] The p. of a tragedy, τραγωδίας διδασκαλία, η : the p. of the actor, υπόκρισις, η. The p. (= the play performed), τό δράμα. P. on the cithara, κιθαρισμός, b {the act of performing), κιθάρι- σμα, τό [the piece performed). PERFORMER. See Doer. IT Actor, player] Vid. A p. on the flute, cithara, αυλητής, κιθα- ριστής, οϋ, 6 : a skilful p. on the flute, αΰλητικός, 3. PERFUME, s. ε ύ-ωδία,-οσμία, όσμη -ηδεία, η. μύρον, τό. The p. market, μύρα, τά : a p. box, αλάβαστρος, ν, or -τρον, τό. 'PERFUME, ν. εύωδίζειναηά -ιάζειν. The flowers p. the air, τά άνθη εΰωδίας άναπίμπλησι τον αέρα. PERFUMER, μυροποιός and μυρεψός, 6 {one that prepares scented oils), μυροπώλης, ου, b {a dealer in such). P.'s shop, μυ- ροττωλεϊοι/, τό : the p.'s market, μύρα, τά. PERFUMERY, μύρα, τά. See Perfume, s. PERFUNCTORY. E. g. to do athg in a p. manner, άφοσιοΰ- σθαί τι. See under Form and Cursory, Slight. PERHAPS, τάχ άν {c. opt.), τάχα. 'ίσως, 'ίσως άν (c. optat.). τάχ' 'ίσως, 'ίσως τάχα {vily with άν {c. optat.). που {end.), τύχον. άν ούτω τύχ-η. Orel, with κιν- δύνευε ιν and infin. ^* Esply in affirmative answers, perhaps (= may be, His lifaly, probably), is often eoqiressed by κινδυνεύει. PERIGEE, περίγειον, τό. In p., περίγειος, 2. PERIL. See Danger, Risk. If they err, it is at their own p., εάν άμαρτάνωσι, περί τάς εαυ- τών φυχάς και σώματα άμαρ- τάνουσι {Thuc.). PERILOUS, σφαλερός, 3. επικίνδυνος, 2. See DANGEROUS. PERIOD (ο/τιμε [vid.], and in rhetoric), περίοδος, v. A well- rounded p., εύρυθμος λέζις, η. PERIODIC, -ICAL, περι- οδικός, 3. PERIPHERY, περιφέρεια, ν- PERIPHRASIS,7r f pioXoyia : to hold one, πιθανοΧογεΤν. "ft As subst.] See Inducement. PERSUASIVENESS, πιθαν- ότης, ητος, πιθανουργική, η (PL). PERT, ιταμός, 3. αναιδής, ές. πρόΧεσχος, 2 (foricardly loqua- cious). PERTAIN. See Appertain. PERTINACIOUS. See Per- severing and Obstinate, δύσ- -τροπος, -απάΧΧακτος, 2. Most p. in resisting argument, καρτε- ρώτατος προς τό άπιστεΊν τοις Χόγοις (PL). PERTINACITY, πραγμα- τεία, ή. δυσαπαΧΧα- κτία or -ζία. V (PL). PERTINENT. See Apt, Fit, Becoming. PERTNESS. See Forward- ness. PERTURB. See to Disturb. PERTURBATION, ταραχή ή. τάραχος, δ. P. of mind, παρα- φροσύνη, ή : to be in great p. of mind, σφόδρα την φυχήν τα- ράττεσθαι. περιπαθεϊν. PERUKE. See Wig. PERUSAL. Crcl. with to Peruse. PERUSE, διεΧθεΐν αναγιγνώ- σκοντα, επιτρέχειν αναγιγνώ- σκοντα. άνεΧίττειν. PERVADE, διεζ-ιέναι (-ειμή, -έρχεσθαι. And άναπιμπΧάναι (with sense of filling, as e. g. an odour). PERVERSE, διάστροφος, 2. σκοΧιός, 3. ούκ όυθός, 3. άτο7Γο?, 2. πονηρός, 3. ούσκο /Xos, 2 (of temper). To be p., δυσκολαίι/ειι/: to act in a p. manner, άτοπα ποιεΐν. PER PHL PIC PERYERSENESS, -VERSI- TY. Crcl. with Adj. δυσκολία, ft {of temper). PERVERSION, διαστροφή, ft. διαφθορά, ft (corruption). Arid Crcl. with the Verb. PERVERT, διαστυέφειν {e.g. the truth, τό άληθίς) : the right meaning of the law, τό δίκαιου or τά δίκαια, ίί To corrupt] διαφθείρειν. PEST. See Pestilence and Plague. *H Fig.: ?iuisance] Vid. PESTER, ίυοχλεϊυ. See An- noy. PESTIFEROUS. See Pesti- lential. PESTILENCE, λοιμός, δ. φθοοά, ft. PESTILENT, PESTILEN- TIAL, λοιμοφόρος, 2. λοιμι- κός, 3. A p. fellow of a scribe [fig.), όλεθρος γραμματεύς, b. PESTLE, ϋπε ρος,δ. τριπτήρ, ηρος, δυίδυζ, υκος, b. P. -shaped, ΰπεροειδής, ες. PET, s. H Slight fit of anger or peevishness] E. g. to be in a p., ΰποργίζεσθαι. Tj Favourite] παιδικά, τά. ερωτύλος, ο. έρω- μίυιυυ, τό. παιγνίου, τό (play- thing). A p. or cherished priest of Venus, Ιερεύς κτίλος (=tame) Αφροδίτης (Find.). PET, v. See to Indulge. PETAL. See Leaf. PETITION, s. See g. tt. Re- quest^., Intreatv, Supplica- tion. Written p., γράαματα δεητικά, τά. έγγραφος άζίωσις, αίτησις, ft. PETITION, v. See to Re- quest, Intreat, Supplicate. γράμματα δεητικά πέμπειυ. PETITIONER. See Suppli- ant, and Crcl. with the Verb. PETREL (stormy), prps κατ- αρράκτης, ου, δ. PETRIFACTION, λίθωσις, άπυλίθωσις, ft (as act), πέτρω- ua, τό (the thing p.-d). PETRIFY, 'πετρούυ. λιθούυ, άπολιθοϋυ. μεταβάλλειυ εις λί- θου. P.-d, λιθιοτός, 3 : a p.-d specimen, τίτρωμα, τό. *\ Fig. : to petrify (u-ith astonishment, <|*c.)] ε/ν-, ύττερεκ-ττλήττειν. P.-d, έκ- πληκτος, εκθαηβος, 2 : to look at aby as if p.-d, λιθίυως βλέπειν προς τίνα. PETTICOAT, τό εσωθεν πεηί'ζωαα. PETTIFOGGER, δικό-, μη- χανο-ρράφος, δ. ταραχώδης άνήρ, δ. συκοφάντης, ου, δ. Comic terms, πραγματοδίφης, ου, γλισχραυτιλογεζεπίτριπτος, δ (greedy pettifogging knave, both Aristoph.). PETTINESS. See Little- ness, Meanness. PETTISH, ύποργι'ζόμενος, 3. άγανακτητικός, 3. έπ'ιλυπος, 2 [morose). t PETTISHNESS. Fm the Adj. ίπιλυττία, ft (moroseness). (443) PETTY. See Little, Mean, Trifling. PETULANCE, προπέτεια, ακολασία, ft. PETULANT, ποοπετής, ες. ακόλαστος, 2. ασελγής, ες. Sir. t., see "Wanton. To be p., προττε- τιύεσθαι. άκολασταίνειν. «σελ- γαίυειν. μειρακιεύεσθαι (as α boy). A p. doing or proceeding, άκολάστημα, τό. ΡΕ WET ilapwing), prps χαρα- δριός, δ (as q. t.). PEWTER, κασσίτερος, δ (§ψ propr. tin, but prps sts a composite metal, esply in Horn.). PEWTERER, κασσιτερουρ- γός, δ. PHALANX, φάλαγξ, αγγος, ft. To form a p., επί φάλαγγος γίγνεσθαι ΟΓτάττεσθαι (pass.) : to draw the troops up in a p., επί φάλαγγος άγειν. PHANTASM, PHANTOM, φάσμα, φάυτασμα, τό. PHANTASTIC, φαντασίας διώκων, ούσα. φαντασιοκόπος, δ, ft (conceiving vain fancies) . See Fanciful and Silly. PHANTASY. See Fancy, Imagination, il In music (fan- tasia)] prps μέλος αυτοσχέδιου, τό. PHARISEE, Φαρισαΐος, δ (Ν. Τ). PHEASANT, φασιανός, δ. A place where p.'s are kept, φασιανοτροφεΊον, τό. PHENOMENON, τό φ«ΐί/ό. μενού. Tf Anything surprising] πράγμα αλλόκοτου, καινόν τι. PHILANTHROPIC, φιλάν- θρωπος, 2. A p. action, φιλαν- θρώπευμα,τό : to behave towards aby in a p. manner, φιλανθρω- πεύεσθαι προς τίνα. φιλανθρω- πίας προσφέρεσθαι (pass.) or χρησθαί τινι. φιλανθρωπία χρήσθαι πεοί τίνα. PHILANTHROPIST, φιλ- άνθρωπος, δ. PHILANTHROPY, φιλαν- θρωπία, ft. PHILOLOGER, PHILOLO- GIST, φιλόλογος, δ. PHILOLOGICAL, φιλολο- γικός, 3. PHILOLOGY, φιλολογία, ft. PHILOSOPHER, φιλόσο- φος, δ. σοφιστής, οΰ, or σοφός, δ (more anciently). To be a p., φιλοσοφείν. PHILOSOPHIC AL, φιλόσο- φος, 2, also ακριβής, ές (accu- rate). PHILOSOPHISE, φιλοσο- PHILOSOPHY, φιλοσοφία, ft. To study p., φιλοσοφείν. PHILTRE, φίλτρου, τό. PHLEBOTOMY, φλεβοτο- μία, τό φλεβοτομεΐν. See to Bleed and Vein. PHLEGM. 1 Prop.] φλέγμα, τό. Like, suffering fm, or full of p., φλεγματοειδής, ές, and φλεγματώδης, ες. φλεγματι- κός, 3. φλεγματιαΐος, 3 : to car- ry off the p., άποφλεγματίζειν : that carries off the p., φλεγμ- αγωγός, 2 : the carrying off the ρ, άποφλεγματισμός, δ. ^[ Fig.] βραδυτής, ητος, ft. βλα- κεία, ft. PHLEGMATIC. H Propr. (med. term)] φλε-γματώδης, 2. φλεγματικός, 3. φλεγματιαϊος, 3. *[[ Fig.] βραδύς, εϊα, ύ. βλάζ, ακός, δ, ft. PHLEME, τό φλεβοτόμον (σμιλίου). PHOSPHORUS (chemical t), φώσφοοος, δ (mod. Gr.). PHOSPHORESCENT, ννκ- τιλαμπής, ές. P. appearance (phosphorence) , φωτοβολία, ft : — of the sea, 17 της θαλάσσης νυκτός διαύγεια. PHOSPHORIC, φωσφορικός, 3 (mod. Gr.). PHRASE, φράσις,τ,. λέξις, -ft. PHRASEOLOGY, ft των λέξεων τάζις or συνάφεια. PHTHISIS, PHTHISICAL. See Consumption, Consump- tive. PHYLACTERY. See Amu- PHYS1C. See Medicine. PHYSICAL. See Natural. P. science, φυσική (sc. επιστή- μη), ft : to apply oneself to p. science, φυσιολογεΐν. σκοπεΊν τά της φύσεως. PHYSICALLY, φυσικώς, φύσει, κατά (την) φύσιν. PHYSICIAN, Ιατρός, δ. Α clever p., ιατρικός : to be aby's p., θεραπεύειν τιι/ά : to employ a p. for aby, to call in a p., Ίατρδυ είσάγειν τινί : a p.'s fee, ΐατρεΓ- oi/, το' (LXX., arid a p.'s shop or surgery) . PHYSICS, φυσική (θεωρία), ft. φυσιολογία, ft. To study p., σκυπεϊν τά της φύσεως, φυ- σιολογεΐν : one that studies p., ό σκοπών τά της φύσεως, φυ- σικός, δ. PHYSIOGNOMIST, φυσιο- γνώμων, όνος, δ. PHYSIOGNOMY, f The art or science] φυσιογνωμουία, ft. Experienced in p., φυσιογνωμο- νικός, 3. Tf Cast of the face] τό του προσώπου είδος, πρόσωπον, τό. όφις, ft. To judge fm (aby' s) p., φυσιογνωμουεϊν. PHYSIOLOGICAL, φυσιο- λογικός, 3. PHYSIOLOGIST, φυσιόλο- γος, δ. To be a p., φυσιολογεΊν. PHYSIOLOGY , φυσιολογία, ft. PI ACULA R (offering), κάθαρ- μα, τό. καθάρσιου or καθαρτή- ριον (ιερόν), τό. ϊλασμα, τό. μειλίχια, τά. PICK, υ. 1 To select] αϊρεΐ- σθαι. εκ-,άπο-,επι-λέγειν. προ- κρίνειν. A p.-d band or com- pany, άγημα, τό. λεκτυι άπδ του στρατεύματος, οϊ : to ρ. out the dainty bits beforehand, PIC PIE PIL ιτροτενθεύειν : to p. at table (= eat daintily and without appetite), Crcl. with κακό σ it οι, 2. U To cull] δρέπειν. άπολέγειν. To p. ears of corn, σταχυολογεϊν : to p. grapes, τρυγάν. To p. up (e.g. fm the ground), αΐρειν τι άπδ της γη?, αραντα Χαβεΐν. To p. a quarrel (fig.), συνάπτειν νεΐκο? πρό? τίνα. ΤΙ To clean or lay bare by removing things adhering] E. g. to p. one's teeth, διακαθαίρεσθαι του? οδόντα? : to p. bones, see to Gnaw. To p. a pocket, \udpa ΰφαιρεΐσθαί τι εκ τοΰ βαλλαντίου or μαρσυ- ττίου. ΤΙ To pierce or strike, with athg pointed] κοΧάπτειν. See to Peck. To p. at a hole (to widen it), διαΧέγειν (Aristoph.) : to p. a lock, μετά ψευδοκΧειδίου το κΧεϊθρον άνασπαν : to p. out an eye, όφθαλμόν εκ-κρούειν, -κό- πτειν, έξορύττειν. To p. a hole in one's coat (prov.), μωμάσθαί τίνα. See Fault. PICK, s. See 'Pointed in- strument.' U The choicest and best] ανθό?, τό. άκμη, η. το καθαρόν. To have the p. of athg, προτενθεύειν. U Various com- pounds] PlCK-AXE, σμινύη, h. Pick-lock, ψευδοκΧειδίον, τό. Pick -pocket, see 'to Pick a pocket.' Cf Cut- purse. Pick- thank, πυλυπραγμών, 6. See Parasite. PICKED, εξαίρετο?, 2. κρι- τό?, 3. έκκριτο?, 2. Χεκτό?, 3. εκ-, ε•7Γΐ-, άπό-Χεκτο?, 2. Χογά?, άδο?, δ, η. λογαΐο?, 3. PICKEREL. See Pike. PICKET (milit. t), προφυ- Χακν, η. To be on a p., προφυ- Χακην αγειν, or simply προφυ- Χάττειν. εκκοιτεϊν. PICKING(-ouT),jr,artcp. subst. Ε. g. by p. -out, Χογάδην (esply of stones for building). ^ Pick- ings] Crcl., e.g. έξ ών τι? ίκκαρ- ποΰσθαί τι δυνήσεται. PICKLE, s. αΧμ,η, η. To put in p., άΧίζειν. P. -herring, γε- λωτοποιό?, ο {buffoon, jack-pud- ding). PICKLE, ν. ταριχεύειν. άΧ- μεύειν. άρτύειν. άλίζειν (to salt). τεμαχϊζειν. P.-d, άΧιστό?, αλ- μυρό?, ταριχευτό?, τεμαχιστό?, 3. The act of p.-ing, ταριχεία, V. f άρτυσι?, η. P.-d cucumber, σίκυο? or σικυό? αΧμη τεταρι- χευμενο?, δ : p.-d meat, κρέα άλμη τεταριχευμένα, τά. κρεα ταριχευτά, τά. τάριχο?, τό and δ. PIC-NIC, έρανο?, δ. συναγώ- γιον, τό. δεΐπνον συναγώγιμον or συγκομιστόν or σνμφορητόν, τό. PICTORIAL, γοαφικό?, 3, and Crcl. with Picture. PICTURE, s. γραφή, j). ζ ω - γράφημα τό (g. ft.). v [ va f ακυ?, ο [the latter on wood), εί- κων όνο?, ,',. ά π ε ίκασμ α, τό. bee Portrait and Painting (444) PICTURE, v. 1 Propr.] See to Paint. i[ Fig. : to depict] Vid. PICTURESQUE, γραφικό?, 3. σκηνογραφικό?, 3. ώσπερ εν γραφαΐ?. A p. view, όψι? σκη- νογραφική : to afford a p. view, γραφικηνπαρέχεσθαιτηνπρόσ. όψιν. PIDDLE. Tf To pick squeam- ishly in eating] Crcl. with κακό- σιτο?, 2, or κακοσιτία, η. U To make water] ούρεΐν. PIE. II A bird] See Mag- pie. % A pasty] prps άρτό- κρεα?, ω?, τό. PIEBALD, \J/apo?orfiaXio?, 3. ποικίλο?, 3. ττοικιΧόδερμο?, 2. PIECE, s. 1 A part of athg (comp. BIT)] μέρο?, τό. μερί?, ίδο?, η. μόριον, τό. A p. broken off, τρύφο?, άπό-θραυσμα, -κλά- σμα, τό. See FRAGMENT. A p. cut off, απόκομμα, τό. See Slice, Cut, s. A p. torn off, άπό-σπασμα, -ρρηγμα, τό. A p. put on (to a garment), εττί- βΧημα, επίρραμμα, τό. To di- vide into or in p.'s, to pull in p.'s, διασπάν : to break in p.'s, διαρ- ρηγνύναι : tear in p.'s, δια- σπαράσσειν : cut in p.'s, διαμε- Χίζειν. To cut to p.'s, κατά-, άπο-σφάττειν. κατακόπτειν (of an army). ^* A p. of — , serv- ing to individualize abstract or generic nouns, is usu. not eocpressed in tlte Greek ; thus, a p. or bit of wood, ζύΧον, τό : — of land, αγρό?, δ. χωρίον, τό: — of good fortune, ευτύχημα, τό : — of money, νόμισμα, τό: — of work, έργον, τέχνημα, τό : to make a p. of work (fig.), see Ado, Dis- turbance, Fuss. A musical p., or p. of music, Vid. A p. for the stage, δράμα, τό: a p. of ar- tillery, πυροβολίστρα, η, $fjp• or better, the modern, κανόνιον, τό. ΤΙ Of one piece] oXo?, 3. μονο- μερή?, όΧο-μερή? and -μέλη?, έ?. άσΰνθετο?, 2. αρραφο?, 2. άρ- ραφη?, έ? (of a garment), μονό- -ξνΧο?, -Χιθο?, 2 (of a single ρ. of wood, of one single stone). Tf Of a p., = consistent, con- gruous, in keeping] Vid. TJ Α -piece] See Each. PIECE, v. TT To enlarge by the addition of a piece] προστι- θέναι. συ-, έπι-ρράπτειν (to seic on). ^ To piece out] εκπΧηοοϋν. PIECEMEAL, κατά μικρόν. PIER. If Column on wch the arch of a bndge is raised] στήΧη η υποκείμενη, βάσι?, η. % A dam or mole] Vid. PIERCE, διατρυπάν, διατε- τραίνειν (with a bore or gimlet). Also άνατετρα'ινειν. διορύττειν, εκτρυχοϋν (to bore holes into). ίϊ To pass a sharp instrument through] δια-, κατα-κεντεΐν. δια- ττε'ιρειν. διεΧαΰνειν, διατιτρώ- σκειν (transfix). To p. with a dagger, διαΧαμβάνειν τω εγχει- ριδίω. P.-d, partcpp., and διά τορο?, 2 (but διατόρο?, piercing) : p.-d on both sides, άμφιτρη?, -τρητο?, δ, v. PIERCING. Partcpp. of the verb to Pierce, διατόρο?, 2 (esply of sound), as also διαττ^ύ- σιο?, 3. διανταϊο?, 2 (of wounds, and also of mental affections), χα- λεπό?, πικρό?, 3 (of cold). PIETY, εΰ-,θεο-σέβεια, η. οσιότιι?, ητο?, η. τό εϋσεβέ?, οΰ?. τό όσιοι/. P. displayed to- wards aby, r/ 7τερί τίνα ευσέβεια : to show one's p. towards the gods, σέβεσθαι του? θεού?, εύσεβεϊν περί or προ? or ει? του? θεού?. PIG, υ? or σΰ?, ό?, δ, η. χοΐ- ρο?, ου, δ, ή. A young or suck- ing p., δέΧφαζ, ακο?, δ, ν. άπά- Χιο?, δ : a gelded p., χοίρο? ό τομ'ια? or εκτομ'ια? : of a p., υειο?, 3. χοίρειο?, 3. χοίρινο?, 3: a small p., χοιρίδιον, χοιρίον, τό : one that sells p.'s, χοιροπώ- Χη?, ου, δ: Ά herd of p.'s, ΰοφόρ- βιον, τό. υων αγέλη, i] : a ρ.- market, χοίρων αγορά, η : like a p., ύϊκό?, 3. σύβαξ, ακο?, δ, η. χοιρώδη?, 2. PIG-STY, συφεό?,δ. συοφορ- βεΊον, τό. συόβαυνο?, δ. χοιρο- -τροφεΐον, -κομεϊον, -μάνδριον, τό. PIGEON, περιστερά, η (g. t. for p. and dove). A young p., περιστεριού?, έω?, δ. περιστε- ρίδιον and περιστέριον, τό : a wild p., wood p., πέΧεια or πε- Χειά?, άδο?, ν (distinguished fm περιστερά by Arislot., but not by Dorians), also φάττα, -η (or ring- dove, cushat; a smaller kind of wch is the φάψ, φαβό?, JEschyl.). PIGEON -HAWK, φασσο- φόνο? and φασσοφόντη?, ου, δ. PIGEON-HOUSE, ττεριστε- ρεών, ώνο?, δ. περιστεροτρο- φεϊον, τό. PIGGERY. SeeViG-STY. PIGGISH. See Hoggish and Swinish. PIGMENT. See Paint. PIGMY, πυγμαΐο?,πυγμαία. See Dwarf. PIKE. IT A weapon] Χόγχη, V. δόρυ, ατο?, τό. TJ A fish] Χύκο?, δ. PILASTER. See g. t. Pil- lar. PILE, s. ^\ A timber driven into the ground for foundation] καταπηζ, ηγο?, δ. νποστύΧωμα, τό. P.'s of a bridge, γεφύρα? υπόβαθρα, τά. U Heap] σω- ρό?, δ. σώρευμα, τό. P.'s upon p.'s, σωρηδόν. ^\ FUNERAL pile] Vid. f Edifice] Vid. PILE up, v. See to Heap, Accumulate. PILES (pi, med t.), s. αιμορ- ροΐδε?, αι. PILFER, κΧέπτειν, νπο-, παρα-κΧέπτειν. ΰφαιρεΐσθαι, σφετερί'ζεσθαι. PILGRIM. 1 Propr. : one making a journey of devotion] προσήΧυτο?, δ. A p.'s life, 7τροσ- PIL PIN PIR ηλύτευσις, η : to be a p., προσ- ηλυτεύειν (all LXX.). For the g. t. see Traveller, Wander- er. PILGRIMAGE, (Up a) οδοι- πορία or αποδημία, η. To go on p., προσ\\λυτεύειν. PILL, τροχίσκος, 6. κατα- πότιον or κατάποτον, τό. κόκ- κος, 6. PILLAGE, αρπαγή, διαρπα- γή, η. λεηλασία, ας, ή. πόρθη- σις, η. $&t σκυλεία, ή, relates to despoiling the slain enemy. To allow the p., to send the men out for p., εφιέναι άρπάζειν. PILLAGE, v. % Absolute] άρπαζε lv, άρπ&γην ποιεΐσθαι. Χηστεύειν. άγειν και φίρειν. συλάν, συλεύειν. ^[ With state- ment of the place] διαρπάζειν τι. Χηΐζεσθαί τι. λεηλατεΐν τι. Χείαν ποιεΐσθαι τι. πορθεΐν τι. διαφορεΐν τι. σκυλεύειν (to de- spoil the slain enemy). PILLAGER, λ ν στης, ου, 6. To be a p., see the Verb. PILLAR. U Column] Vid. κίων, όνος, η. if Fig. : stay, support] επικουρία, η. Aby is the p. of the state, 6 άνηρ σώζει or διασώζει or ορθοί or άνορθοΐ την πάλιν. PILLARED, στηλο-, στυΧο- ειδι'ις, κιονοειδής, ες (in the form of a pillar). if Resting on pil- lars] Crcl. ivith στύλου v. PILLION. Seeg. t. Saddle. PILLORY, s. ξύλον, τό (a heavy piece of wood like a collar, put on the neck), also κλοιός, 6 (X.). Comp. Stocks. §^* The ξύλον πεντεσύρι; yov, τό (Aris- toph.), had five holes for neck, arms, thighs, therefore combining pillory with stocks. To put aby in the p., δήσαί τίνα εν ζύλω. ξύλω φιμοϋν την αυχένα (com., Aristoph.). PILLORY, υ. See above, £?• στηλιτεύειν does not imply cor- poral restraint. See to Gibbet, to Placard. PILLOW, προσ-, υπο-κεφά- Χαιον, τό. PILOT, s. ηγεμών τοϋ πΧοΰ, 6 (Thuc. vii. 50). κυβερνήτης, ου, b (steersman). PILOT, v. κυβερνάν (to steer), ορμίζειν (to bring a vessel into port). PILOTAGE, κυβερνησις, η. ΡΙΜΕΝΤΟ,καιί/ι/ίόι/,τό (mod. Gr.). PIMP, προαγωγός, μαστρο- πός, 6. Like a p., μαστροπικός, 3 : to act the part of a p., προ- αγωγεύειν. μαστροπεύιιν. μαυ- λίζειν : the trade or doings of a p., μαστροπεία, ή. PIMPERNEL, άναγαΧΧίς, ίδος, η. κόρκορος, 6. PIMPING. See Meagre, Thin. PIMPLE, εξάνθημα, τό. See Pustule, ΐονθος, 6 (p. accom- (445) panying the first growth of the beard), also άκμα'ι, al. PlN, s. περόνη, η. βελόνη and βελονίς, ίδος, η. PIN, ν. προσπεροναν τί τινι. βελόνη προσάπτειν τί τινι. Το p. athgup, συλλαμβάνειν περόνη or άναστελλειν. PIN-MONEY. £9- A corre- sponding term is furnished by the Persian custom, τά εις ζώνην or καλλωπισμόν δεδομένα χρήμα- τα. PINCERS, λαβίς, ίδος, η. Χα- βίδιον, τό (dim., tweezers), θερ- μαστρίς, ίδος (p. or pliers, esply for hot metals), τομεύς, έως, 6, τομεΐον, τό, and τομίς, ίδος, η (all surg. tt.). όδοντάγρα, η, and όδονταγωγόν, τό (for extracting teeth) . PINCH, f Propr.] κνίζειν, κατακνίζειν (behveen the fingers), θλίβειν. Nobody knows where the shoe p.'s (prov.), οΰδεϊς οΊδεν όπου με θλίβει or υΰδεις αν ε'ιδείη καθ' ό τι θλίβεται μέρος οΰμός iroZ*(Plut.&m.P.c.5>). f Fig.] To be p.-d for athg, άπορεϊν. εν απορία είναι, θλίβεσθαι (pass.) : I am or shall be p.-d for provi- sions, εις στενόν τά της τροφής καθίσταται μοι. To p. oneself, τών αναγκαιοτάτων ύφαιροΰν- τα καρτερεΐν. της αναγκαιότα- της τροφής ελάττω προσφερό- μενον καρτερεΐν. Pinching (= niggardly), κνιπός, 2. PINCHBECK, prps χαλκός λευκός, ο. PINCH - PENNY, κίμβιζ, ικος, 6. κυμινο-κ'ιμβιζ,-πρίστης, ου, ό (com.). See Miser, Skin- flint. PINE, s. πίτυς, υος, η. ελάτη η αρρην. στρόβιλος, b (propr. the p. -cone). Made of p., πιτύ- ϊνος, 3. ελάτινος, 3 : a p. wood, see Pine-grove. PINE- APPLE (not knoivn to the ancients), coin άνάνας, ου, 6. PINE-CONE, πιτύϊνος κώ- νος, 6. στρόβιλος, 6. στροβί- λιον, τό (a small p.). Of or like a p., στροβίλινος, 3 : wine fla- voured with p.'s, στροβιλίτης οίνος, b. PINE -GROVE, τόπος πί- τυσι διειλημμένος, b. στροβι- λεών, ώνος, ο. PINE, v. To cause to p., θυ- μοφθορείν {break the heart) : to p. away (with pain, love, &c), άπόλλυσθαι υπ' άλγηδόνων, υπ' έρωτος, τηκεσθαι φροντ'ισι. εκ- τηκεσθαι, έκτακηναι Χυπούμε- νον or λύπη : to p. (with longing) for athg, έκτετηκέναι πάθω τι- νός. PINION, s. (chiefly in pi), 7ττερά, πτερύγια, τά. πτέρυ- γες, αϊ. PINION, ν. οπίσω τάς χεί- ρας δεϊν. PINK (the flower), s. prps κα- ρυόφυλλον, τό (propr. clove). PINK, adj. υποπόοφυρος, 2. β PINNACLE. if Of a wall] επαλξις, η. προμαχεών, ώνος, b. if Fig. : summit] Vid. PINT, very nearly ζέστης, ου, b (Lat. sextarius), = δύο κοτύ- λαι, αι. Half a p., κοτύλη, ή : containing half a p., κοτυλιαΐος. See Gallon, Quart, and Gill ($fjp in tlie last, for three κ. read six κ.). PIONEER, If As^ milit. t] pips σκαπανεύς, έως, b, or Crcl. with χαρακοποιεΐσθαι. If In its more extended sense] οδοποιός, b. κελευθοποιός, b (2Eschf/l.). To go before as p., πραοδοποιεΐν. PIOUS, ευσεβής, θεοσεβης, θεοφιλής, 2. όσιος, 3. άμεμπτος ες τά θεια. P. action, εύσέβη- μα, τό : to be p., εύσεβεΐν. PIP (seed, esply of apples), to εν τω μήλω σπέρμα. See SEED, Stone. PIPE, s. αυλός, b (tube; as musical instrument, — flute or oboe), αύλισκός, b, and σΰριγζ, ιγγος, h (tube and musical pipe), σωλήν, ηνυς, b (channel), σίφων, ωνος, b (siphon, and p. of fire-en- gine). See Tube and Flute. Sound of a p., σύριγμα, τό. To make into a p., σνριγγοΰν : like ap. (or tube), συριγγ-, αύλ-ώδης, ες. A water-p., υδραγωγός αυ- λός, b. υπόνομος, b : by p.'s, ΰπονομηδόν : there are p.'s laid for supplying the town with water, οχετοί ήγμένοι ε'ισιν είς την πόλιν. The p. of a pair of bel- lows, άκροφύσιον, τό. Tobacco- p., τζιμπούκι, ίου, τό (mod. Gr.) : bowl of a tobacco-p., pips καπνίς, ίδος, η. καπνοσμύχιον, τό (mod. G. λουλάς, οϋ, b, Turkish). Α pitch-p. (in music), τονάριον, τό. PIPE, ν. συρίζειν. A p.-ing, σύριγμα, τό. συριγμός, ο : a shrill p.-ing voice, στρίβος, b. PIPE-CLAY, μόροχθος and -ζος, b (Diosc). PIPER, συρικτης, συριστής, οΰ, and συρικτήρ, ηρος, b. PIPKIN. See Pot. PIQUANT, δριμύς, εΐα, υ (for the taste, and fig.), δηκτηριος, 3. χαρίεις, εσσα, εν (fig•). PIQUE, s. See Grudge. PIQUE (oneself), v. φιΧοτι- μεΐσθαι επί τινι. PIRACY, πειρατεία, Xy- στεία, η. To carry on p., 7τει- ρατεύειν : to put down p., τό ληστικόν καθαιρεΊν έκ της θα- Χάττης. PIRATE, πειρατής, οΰ, 6. ληστής ο κατά θάλατταν, or simply ληστής. To be a p., πει- ρατεύειν : a p. -ship, see Pirati- cal : chased by p.'s, Χηστοδί- ωκτος, 2 (Χ.). PIRATICAL, Χηστικός or ληστρικός, 3. A p. vessel, λτ7- στρικόν πλοϊον, τό. πειρατι- κόν σκάφος, τό. ληστρίς (ναΰς), ίδος, η : a p. state, πόλις η Χη- στρικην ποιούμενη or άπό λη- στείας τον βίον έχουσα : a ρ. PIR PLA PLA expedition, επιδρομή η διά Χη- στείαν or έπι ληστεία. PIROGUE, σκάφη μονόζυ- Xos, η. PIROUETTE, γί/οος,ό. στρό- βιλο?, ό, and στροβιλέα, η. PISH ! α'ιβοί ! παπαί ! PISTACHIO, η πιστάκη (fruit and tree), τη πιστάκια (fruit). PISTOL, πιστόλα, ης, η, and πιστόλι, ίου, τό (mod. Gr.). PISTON, 'έμβολο^ 6. PIT, λάκκος, 6 (esplyfor mak- ing wine), βόθροι and βόθυνος, 6. όρυγμα, τό. ορυκτή, η. σι- ρός, 6 (for keeping corn), βαρά- θρου, τό (for throwing criminals into), στομίου, τό (in mining). To open a p., στόμια άνοίγειν. ΤΙ In the theatre] ορχήστρα, η. If Z%e spectators in the pit] oi βεαταί. τό θεάτρου. U 7%e δοί- tomless pit] See Abyss awe? Hell. PIT against. See to Oppose, Match. PITCH, s. H Resinous sub- stance] πίσσα and Alt. πίττα, η. Made of p., πίσσινος, 3: like or of the nature of p., πισσώδης, ες : smelling or tasting of p., πισση- po's, 3 : to look or smell like p., πισσίζειν: prepared with p., πισ- σίτης, ου, δ: to do over or coat with p., πισσοΰν or πιττούν, καταπισσοΰν : coated with p., πισσωτός, 3 : to boil p., ττισσο- καυτείν : one that manufactures p., π ισσουργός, ό : a torch of p., πευκί), η. δας η πισσηρά : tow steeped in p. (for burning as a light), στυπεΐα καιόμενα μετά πίσσης (Diod. xiv. 51) : a p. plaster, πισσηρά κηρωτή, η : to pull out the hair by a p. plaster, δρωπακί'ζειν. πισσοκυπεϊν : as dark or black as p., ττισσώοης, πισσίζων την χρόαι/. ττίσσης μελάντερος, 3. PITCH (to cover with pitch), v. ττισσοΰυ or ττιττοΰν, καταπισ- σοϋυ. P.-d, 7Γ£σσωτό?, 3. PITCH, s. % Degree of height] See Degree and Height. To a high p., εττι πολύ : to reach a high p. of athg, εττι πολύ προ- ελθεΐυ Tti/os : the highest p., to άκρου : to reach the highest p. of athg, εζικυείσθαι εις τό έσχα- του τίνος : to such a p., εις το- σούτου : they would not have got to such a p. of insolence, ουκ άν ες τάδε έξΰβρισαυ (Th.) : to what a p. of infamy, oi ατιμίας. P. of the voice, τόνος, 6. A p. pipe, τονάριου, τό. Tf In music] See Tone. PITCH, v. ΤΓ To fix] Vid. To p. a camp, στρατοπεδεύειν (usually w ith mid.), καθίζεσθαι. καταστρατοπεδεύειν. στρατο- πέδου ποιεϊσθαι or βάλλεσθαι. τίθεσθαι τά όπλα : the p.-ing of a camp, στρατοπέδευσις and στρατοπεδεία, ή. See Camp, ^f In music,orofa musical instrument} See to Tune, f To pitch upon] (446) See to Fall headlong. 11 To fix choice] τάττειν, όρίζειυ, τιθέυαι, τι. καθιστάναι, προειπειν, τι. Also πηγυύυαι (e.g. els o^os οΰκ άυτίλεκτος παγήσεται (Thuc). PITCHED battle (a), Crcl. with συνίστασθαι. There was a p. battle, μάχη συνέστη. συν- ηλθον εις μάχην. PITCHER, κάδος, 6. κάλπη, ή. κάλπιον, τό. υδρία, προχόη, πρόχους, ου, η. PITCHFORK, δίκραυον, τό. PITCHY, πίσσιυος, 3. ττισ- σώδης, ες. πισσηρός, 3. PITEOUS. See Pitiable. PITH, ευτεριώυη, η. έγκάρ- διον, τό. μήτρα, η. Wood with the p. in it, έμμητρα ζύλα, τά. PITHY, f Propr. : full of marrow] μυέλιυος, 3. *ff Fig. : of expressions] στρογγυλός, 3, e.g. στρογγυλά ρήματα or ονό- ματα, τά. στρογγυλή λέζις, η (Lat. oratio pressa). στρογγύ- λως εκφέρε ιν. A short p. say- ing, ρήμα βραχύ και συυεστραμ- μενον (Lat. contortus). PITIABLE, ελεεινός, 3. οι- κτρός, 3 (exciting compassion), άθλιος, 3. See MISERABLE. PITIFUL. % Compassionate] ελεημωυ, 2. οικτίρμων, 2. συ/χ- 7rat)?;s, 2. συμπάσχωυ, ούσα, ου. See Merciful. A p. disposition of mind, ελεημοσύνη, η. συμ- πάθεια, η. Τί Wretched, miser- able] Vid., and Despicable. PITILESS, άυελεημωυ, 2. άυηλεήζ, 2. άνοικτίρμων, 2. άσπλαγχνος, 2. ωμός, 3. Α ρ. disposition, άυελεημοσύυη, η. PITY, s. Τ| Compassion] έλεος, 6. ελεημοσύυη, η. οίκτος, ο'ι- κτιρμός, ό. To have p. on aby, οίκτου έχειυ or λαμβάνειν τι- νός, κατελεεϊυ τίνα. *\\ A thing to be lamented] Ε. g. it is a p. he is dead, λύπηυ εργάζεται τό αυ- τόν τεθνηκέναι. ούκ εις δέον όλωλεν. ώφελε μη άποθανεΤν. PITY, ν. ίλεεϊν, κατελεεΐν, οικτείρειν, κατ-, επ-οικτείρειυ, άποικτϊζεσθαι (aby about athg, τινά τίνος and τίνα επί τινι). συμπάσχειν τιυί τίνος. Ι ρ. athg, ελέω τι : — aby for athg, οικτϊζομαί τίνα της ατυχίας. PIVOT, στρόφιγξ, ιγγος, η. στροφεύς, έως, ό. PLAC ABILITY, εύμέυεια,η. τό εύμευές, ους. τό εύδιάλλα- κτον. PLACABLE, εύκατ-, εύδι.- -άλλακτος, 2. ράδιος or ενμα- ρης προς διαλλαγηυ. πράος or πραύς, εΐα, υ. εύμευής, 2. PLACARD, s. πρόγραμμα, τό. προγραφή, ι). To make known or publish by a p., 7rpo- γράφειυ. PLACARD, v. προγράφειυ. To p. aby's name as infamous (on the στ>?λ?;), στηλιτεύειν τιυά. γράφειυ τιυά εις στηληυ. άνα- γράφειυ ευ στήλη, στηλίτην τιυά άναγράφειν, ποιεΐυ. One who is so p.-d, στηλίτης, ου, 6. See Gibbet, v., ^* to wch add εκ-πομπεύειυ, -θεατρί"ζειυ τινά. PLACE, s. τόπος, ό. χώρος, ο. χώρα, η. At, to, fm this, that, which (what?) p., see Here, Hither, Hence, There, Thi- ther, Thence, Where, Whi- ther, Whence. At some p., που (end.) : at some, or certain, or vai'ious p.'s, έσθ' όπου. έυια- χοϋ : at some p.'s, — at others (i. e. p.s), όπου μέν, όπου δέ : at every ρ , πανταχού : fm every p., or fm all p.'s, πανταχόθεν : of or fm what p. ? πόθεν ; ποδα- πός, »;, όν (ivith ref. to birth) ; on being asked fm what p. he was, or what p. he was a native of, ερωτώμενος τό ποδαπός εϊη : fm whatever p. it may be, όπό- θεν δήποθεν : at many p.'s, 7τολ- λαχοϋ : at no p., ούδαμυύ. See Some-, Any-, Every-, a?id No- where. At wch p. (relat.), 77, οττου : at another or different p., αλλ»?, άλλαχΐ], άλλαχού. See Elsewhere. Sometimes at this p., and then at another, άλλοτε άλλαχί). To put athg in its p., καταχωρίζειν τι. To put athg in its right or proper p., εύθετεϊν or διευθετεΐν 'έκαστα, διατάτ- τειν πάντα, διατιθέναι πάντα. We promised to meet at the usual p., παρηγγείλαμεν άλλ»ί- λοις ηκειν εις τό ε'ιωθός. ^[ With regard to abode] χωρίον, τό. A fortified p., τείχισμα, τό. έρυμα, τό : the p. of aby's abode, see Dwelling-place : at this p. (i. e. the p. ice live in), παρ' ημΐν. ένθάδε. ^j Situa- tion or appointment] τάξις, η. χώρα, η. έργον, τό. Those in p., or holding a p., of authority, oi iv τέλει : a p. of command, άρχ?ί, η : to take a p. (as a ser- vant), δουλείαν ύπομένειν : to have a p. (as a servant), λατρεύ- ειυ, θητεύειυ, δυυλεύειν τιυί. TJ Place of a book, Qc] See Pas- sage. Common p.'s, κοιυοί τό- ποι, οι. χρεϊαι, αι. U Position, circumsta?ices] To put oneself in aby's p., λαμβάυειυ τά τίνος : were I in your p., ε'ι εγώ έπα- σχου άπερ και σύ. H Phrases] To give p., εϊκειν, ύπείκειυ, χώ- ρου παρέχειυ, παραχωρεΐυ τιυι της 'έδρας : to take p. (=.come to pass), γίγυεσθαι : to take one's p. (e.g. at table), καθιζεσθαι, κατακλίνεσθαι : to take aby's p., διαδέχεσθαί τίνα, επεσθαί τινι εις την τάζιυ : in p. of, see In- stead. In the first, second, &c. p., see First, Secondly, &c. In p., out of p., see Opportune, Inopportune, Seasonable, Unseasonable, ggr ' Fm one p. to another' is often expressed by μετά in composition, thus to move athg fm its p. or to another p., μεθιστάυαι, μετακιυεϊν τι. PLACE, v. τιθέναι, κατατι- θέυαι (things at some spot), ίστά- PLA PLA PLA ναι, καθιστάναι {of persons and erect objects), ε is μέσου κατατι- θέναι (in the midst), τάττειν, διατάττείν (according to a certain order). See to Put, Set, Lay. To p. (= assign the p. or p.'s, e.g. at table), άπονέμειν τάς εδμας. PLACEMAN (man in place), ο εφεστιικώς τινι. οι προεστη- κότες toIs πράγμασι, οι εν τέ- λει (pi.). A born p., μισθαρχί- δης, ου, 6 (comic patronymic in Aristoph.). PLACID, ήσυχοι and ησύ- Xios, 2. πραύς, εϊα, ύ, or πρΰος, 2. *See Mild, Gentle. t PLACIDITY, ησυχία, πρα- ot7]s, jjtos, >). See Mildness, Gentleness. PLAGIARISM, λογοκλο- ιτεία, ή (Tim ω. ap. Diog. L.). . PLAGIARIST, ψώρ λόγων, 6. PLAGUE, λοιμός, 6, also η νόσος or το νόσημα (where plain fin the context), φθορά, η. φθό- ρος, 6. The p. is making its ap- pearance, ό λοιμός άρχεται γί- γνεσθαι (among the Athenians, τοΐς Άθηναίοις). 6 λοιμός εγ- κατασκήπτει or εμπίπτει εί POLICE. < m In the abstract] αστυνομία, η. The director of the p., αστυνόμος, 6 : a p. magis- trate, είρηνάρχης, ου, b (justice of peace) : affairs relating to the p., τά περί την άστυνυμίαυ : a p. officer, p. -man, ό του αστυνόμου υπηρέτης or 6 δημόσιος. If Po- lice, the (in the concrete)] o\ τοζό- ται, οι Σκύθαι (at Athens), οι περίπολοι (patrol). Superinten- dant of p., περιπολάρχης or -άρχος, ου, 6. P. station, περι- πολίου, τό. POLICY, πολιτεία, η (poli- ty), τα πεπολιτευμίνατινί(α6ι/ , 8 public measures) . They make per- petual war their p., πολιτεύον- ται πόλεμου εκ πολέμου. See Art, Management, Strata- gem. POLISH, «. ζεΐν, ξύειν, άμ- φιζεϊν, λεαίνειν, λειοϋν (to pro- duce a smooth surface) . στιλβοΰν and -πνοΰν, λαμπρύνειν (to pro- duce a bright surface). Act of p.-ing, ξέσις, στίλβωσις, η : a p.-ing brush, tool, &c, στίλβω- τρον, τό. Tj To improve, refine] Vid. POLISH, s. στίλβη, στιλ- πνότης, λαμπρότης, ητος, η. To give athg a p., see the Verb. if In the concrete] στίλβωτρου, τό (an instrument as well as the material for polishing). POLISHED, ζεστός, ξυστός, Χεϊος, στιλπνός, λαμπρός, 3. A man of p. manners (fig.), άνηρ καλώς πεπαιδευμένος. POLISHER, ξυστηρ, ηρος, στιλβωτής, οΰ, 6. POLITE, κοιχφός, 3, and κό- σμιος, 3 and 2 (ivith ref to exter- nal conduct), αστείος, 2 and 3. χαρίεις, εσσα, εν. See ClVIL, Courteous, Refined. To show aby p. attentions, θεραπεύειν τινά. POLITELY. From the Adj. To act or behave γ.,κομφεύεσθαι. εύσχημονεΊν : to treat aby p., φιλοφρονεΊσθαί τίνα. θεραπεύ- ειν τινά. POLITENESS, κομψεία,κομ- xl /ότης, κοσμιότ)\ς, ητος, η. άστίίοσΰυη, ή. See CIVILITY, Courtesy. POLITIC, POLITICAL, πο- λιτικός, 3, and Crcl. with της πόλεως or περ'ι την πάλιν. Ex- perience or knowledge in p. af- fairs, η τώυ πολιτικών εμπει- (451) ρία, or simply η πολιτική : ρ affairs or politics, τα της πόλεως (with or withoid πράγματα), τά περί την πάλιν, τά δημόσια or κοινά, τά πολιτικά. •[[ Fig.] See Crafty, Cunning. ^ POLITICIAN, πολιτικός άνηρ, b. άνηρ ακριβώς επιστα- μένος τά πολιτικά or τά περί την πάλιν. See Statesman. POLITICS, τάττολπ-ι/ίά. See under Politic. POLITY, πολιτεία, v. POLL, s. 1\ Head] Υιό. P.- tax, έπικεφάλαιον or -λιον, τό : to pay a p. -tax, κατά κεφαλήν ε'ισφέρειν άργύριον. If Voting] αϊ φηφοι. To go to the p., φη- φίζεσθαι. την φηφον τίθεσθαι. φηφοφορε'ιν and την φηφον έμβαλεϊν. POLL, v.^To Ιορ κόπτειν (δένδρα), the hair] See Hair. Vid. POLLARD. If A t> Crcl. See to Poll. (fish)] prps κεστρεύς όζύρρυγ- χος, b. POLLEN, παιπάλη, η. See fine Flour or Meal. POLLUTE, μολύνε iv, μιαί- νειν and καταμιαίνειν, χραίνειν. καθαγίζειν. λυμαίνεσθαι. See Contaminate, Defile. POLLUTED. Ptcpp. of verb, and μιαρός, μυσαρός, 3. έζάγι- στος,2. εναγή?, ές (p. with blood- guiltiness), προστρόπαιος, b (the same as suppliant for cleansing). POLLUTION, μόλυνσις", ι), μολυσμός, b. μιασμός, b. μί- ασμα, τό. κάθαρμα, τό. άγος, τό. μύσος, τό. To expel as a p., εξαγίζειν : one whose pre- sence is a p., μιάστωρ, ooo'i, b. POLTROON. See Coward. An impudent, bragging p., θρα- σύδειλος, b. ^POLYGAMY,πoλυyaμίa,η. POLYGON, πολυγώνων or πολύγωνου, τό. POLYGONAL, πολυγώνιος and πολύγωνος, 2. POLYPUS, πολύπους,ποδος, b (the animal, and the excrescence in the nose). Strong smelling sea p., όσμύλος, b. όσμύλη, η. άξαι- να, ή (also fetid p. in the nose), βολίταινα, βολβιτίνη. η. POLYSYLLABIC, πολυ- σύλλαβος, 2. POMADE,POMATUM, X pi- σμα, τό. κηρωτη, η. To do over with p., άλείφειν χρίσ- ματι. t POMEGRANATE, poa,also ροιά, η (fruit and tree), ροίδιον, τό. σίδη, η. The kernel of a p., κόκκων, ωνος, b : a garden of p. trees, ροών, ώνος, b : the blos- som of the wild p., βαλαύστιου, τό. POMMEL (to strike with the fist), πύζ ελαύνειν or παίειν τινά. κόνδυλον έντρίβειν τινί. POMP, πομπή, πομπεία, η. κόμπος, ο. μεγαλοπρέπεια, πο- λυτέλεια, σε μνότης, ητος, παρα- σκευή, πρότασις, η. POMPOUS, μεγαλοπρεπή, πολυτελής, ές. μεγαλεΊος, λαμ- πρός, σοβαρός, 3. ογκώδης, ες. With p. air. σοβαροβλέφαρος, 2. POMPOUSLY. Fm the Adj. To bear oneself p., σεμνύνεσθαι, σοβαρεύεσθαι : speaking p., σεμ- νολόγος, 2. POND, λάκκος, b. τΐφος, τό. A fish-p., Ιχθυοτροφείου, τό. PONDER. See to Weigh (fig.), μελετάν, φροντίζειν, έν- θυμεΐσθαί τι. See CONSIDER, IVIedit 4TIS PONDEROUS, βαρύς, εΐα, ύ. εμβριθής, επαχθής, ές. PONIARD. See Dagger. PONTIFF, ιερεύς, b (g. t priest), ποντίφιζ, ικος, b (Lat. Gr.). Pontifex maximus, πον- τίφιζ b μέγιστος, b μέγιστος τών ποντιφίκων. PONTOON, γέφυρα πλοίοι? εζευγμένη, ή. πλοία εις ζεΰξιν του ποταμού δεδεμένα. To throw a p. over a river, ζευγνύναι or γεφυρουν τον ποταμόν πλοίοις. PONY, Ίππάριον, ιππίδιον, τό (a small horse). POOL, λίμνη, η. τέλμα, τό. POOP, πρύμνα, η. See STERN. POOR, πένης, ητος, ο. πί- νησσα (fern.). Also άκληρος, 2. ουκ έχων. άχρηματος, 2 (without money), πτωχός, 3 (as poor as a beggar), άπορος, 2. ενδεή?, t? (indigent), τίνος. To be p., ττε'- νεσθαι, πένητα είναι. πενία ενέχεσθαι (pass.), πτωχεύειν. άπόρως or ενδεώς εχειν τινός, and άπορεϊν or σπανίζειν τινός. If Miserable] άθλιος, 3. κακό• δαίμων, 2. δειλός, 3. τλημωυ, 2. P. creature ! ω τ λ ημον ! if Not good] φαύλος, 3. Having a p. soil, λετττόγεωδ (neutr. ων, gen. ω). P. food, φαύλη τροφή: p. subject (for discussion), άπο- ρος ύπόθεσις, η: a p. dress, σχή- μα ευτελές : a p. state of bodily health, καχεζία, η. άρρ\ POOR-HOUSE, π στια, η. πτωχοδο- χεΐον, πτωχοτροφεΊον, τό. POORLY. Adv. t fm the adj. Poor. To live p., άνιαρώς, λυ- πηρώς "ζην : to be p. in health, άρρωστεϊν κακώς εχειν τό σώμα. POP, S. φόφος, ο. φόφημα, τό. κρότος, ο. κρότησις, η (all g. tt.for sound, noise), πάταγος, b. πατάγημα, τό. πόππυσμα, τό (smack). POP, ν. κροτεϊν. φοφείν (g. t.). λάσκειν, λακεΐν. POP IN, INTO. If (TRS.)] έμ-, ε'ισ-βάλλειν,-τιθέναι, -ωθεϊν (g. tt. put, thrust). *ff (INTRS.)] είσ- ελθεΐν or -πίπτειν (g.tt.), -παί- ειν, -ερρεϊν, -φρεϊν. To p. into one's head, 'έννοια μοι εμπίπτει or εγγίγνεται or είσδύνει με. POPE, ιεράρχης, ου, ό. επι- σκόπων ο πρώτος, επίσκοπος G ιμοτικός, 3. κοινός, 3 (of persons). δημο-τερπής, -χάρης, ες. αρμόδιος (3) Ο?' κε- χαρισαένος τοΧς πολλοίς. *[| Habitual among, or belonging to, the people] εγχώριος, επιχώριος, 2. A p. feast, πανήγυρις, εως, ι), δημοτελης or κοινή εορτή, η. See People. A p. song, κοινού άσμα, τό : a p. affair, κοινού πράγμα, τό: a p. tradition, κοι- νός or δημώδης λόγος, ό : the p. opinion or belief, δόξα ή τών πολλών, ο or a οι πολλοί νομί- Χρνσιν : p. favour, χάρις η προς τυύς πολλούς, εύνοια η παρά τών πολλών : that p. (e.g. doubt), το των πολλών : a p. govern- ment, δημοκρατία, η. POPULARITY, το δημοτι- κού, κοινότης, ητος, η. χάρις 77 προς τους πολλούς, έννοια η παρά τών πολλών. A man of great p., κεχαρισ μένος τοΐς πολ- λνΤς : to court p., δήμο-, όχλο- κοπεΐν. POPULATE. See to People. "Well or densely p.-d, see Popu- lation and Populous. POPULATION, ol ενοικοϊν T£s. οι άνθρωποι. A large or dense p., κατοικούντων πλήθος, το. πολυανθρωπ'ια, -η; a scanty p., ολιγανθρωπία, η. POPULOUS, πολυάνθρωπος, 2. πολύανδρος, 2. ευ οίκούμενος, 3. συχνός, 3. PORCELAIN, κέραμος (καθ- αυώτερος or διαφανής), δ Ρ-. clay, κεραμίτις (γη καθαρωτε- ρα) : p. vase, κεράμων εκ or από πηλού καθαρωτέρου. ξ&§* Some with much probability identify the μορρία or μόρρια, η (Pans.), μορρίνη, η (λιθία, Arr.), Lot. myrrha (Mart.), vasa murrhea or murrhena (Propert), with Chinese porcelain, china. PORCH, προπύλαιον, προ- δωμάτιον, τό. See PORTICO. PORCUPINE, υστριξ, ιχος, and 'ύστριγξ, ιγγος, δ and 77. όκανθίων, ωνυς, δ. PORE, πόρος, ο. The p.'s (of the body, skin, &α), πόροι, ol (452) (PL, Lot. 'meatus'). P. of a sponge, σηραγξ, αγγος, η (PL). PORE OVER, εγκύπτειν εις τι. άτενες βλέπειν, άτενίζειν εϊς, προς τι. PORK, κρέα ϋεια or χοίρεια, τ ά. P. lai'd, στέαρ υειον, τό. PORKER. See under Pig. ) POROSITY. ( From the Adj. άραιότης, ητος, η. POROUS, πολύπορος, 2 (Plut.). σηραγγώδης, ες (as a . αραιός, 3. PORPHYRY, πορφυρίτης, ου, δ. PORPOISE, prob. δελφίς, ΐνος, δ (as g. t. for p., dolphin, and smaller ivhales). PORRIDGE, πόλτος, ό. ετνος, ους, τό. λέκιθος,δ. φακή, η (of lenities), prps φύστη or φυστη (sc. μάζα), ν. ρόφημα, τό (gruel. Hipp.), άθάρα, ή (of groats). See κυιφαίη in Lidd. Q Sc. Lex. Like p., πολτώδης, 2. ετνηρός, 3: a p. -spoon, έτνήρυ- PORRINGER, τρύβλιον, τό. σκάφη, η. See Dish. PORT. See Harbour. PORTABLE, βαστακτός, 3. εύβάστακτος, μεταφόρητος, α- γώγιμος, 2. PORTAL, πυλών, ώνος, δ. πύλη, η. See Gate. t PORTCULLIS, prps καταρ- ράκτης, ου, δ. PORTEND. See Forebode, Foreshow. PORTENT, προσημασία, τ,, σημεΐον, τό. τέρας, ατός, τό. See Omen. PORTENTOUS, τερατώδης, ες. θαυμάσιος, 3. See OMINOUS. PORTER. 1 Keeper of a gate] θυρωρός, πυλωρός, δ. To be p., θυρωρεΊν. πυλωρεϊν : a p.'s lodge, θυρωρεΐον, τό. TJ A earner of burdens] φορεύς, έως, φορτοφό- ρος, φόρταξ, ακος, φορταγωγός άνθρωπος, δ. PORTERAGE, φόρετροναηά φορεΐον, τό. PORTFOLIO, επιστολική θήκη, η. χαρτοφυλάκιον, τό. PORTHOLES (of a ship), φατνώματα, τά. PORTICO, στοά, η, and στο- ίδιον, τό (dim.). αίθουσα, η (Horn.), παστός, άδος, ή. παρα- στάδες, αι. PORTION, S. μερίς, ίδος, μοίρα, η. μέρος, μέρισμα, τό. A small p., μόριον, τό. μορίς, ίδος, ή. See Part, Piece. An equal p., ίση μοίρα, or simply η ίση, τό 'ίσον, Ίσομορία, η : in equal p.'s, εξίσης. P. of an in- heritance, κλήρος, δ. κληρονό- μημα, τό (g. tt.). Marriage p., φερνή, η. προίξ, προικός, η. See Dowry. PORTION, v. TT To parcel out] διανέμειν, διαδιδόναι, άπο- μεοίζειν (among people, τισί). διακληρούν (by lot). See to Dis- tribute, if To give a marriage portion] εκδιδόναι θυγατέρα. P.-d, έκδοτος, h : to be p.-d, επι- φερομένη προίκα. PORTIONLESS, ανέκδοτος, άπροικος, 2. PORTLINESS, σχήμα αξιο- πρεπές, τό. σεμνότης, ητος, εϋ-, άξιο-πρέπεια, εύσχημοσύνη, ευ- φυΐα, η. PORTLY, αξιοπρεπής τό σχήμα, εύφυης τό σώμα. σεμ- νός, 3. ευσχήμων, ον. εύσώμα- τος, 2. εύσωματώδης, ες. PORTMANTEAU, πύρα, άσκο-, σακκο-πήρα, η. PORTRAIT, είκών, όνος, η. άπείκασμα, τό. A p.-painter, ε'ικονο-γράφος, -ποιος, δ : ρ.- painting, εικονογραφία, v. See Likeness. PORTRAY, άπεικάζεινγρα- φή, or simply γράφειν, ζωγρα- φεϊν. % Fig.: to depict] ViD., and to Picture. PORTRESS, θυρωρός, η. POSE. See to Puzzle, to Gravel (fig.). To p. with art- ful questions, άπορον or άγκύ- λυν ερωτάν. σοφισμάτιον προ- βάλλειν τινί. POSITION. Τί Propr.: state of being placed or situated] θέσις, η. τόπος, δ, and τοποθεσία, r\. See Situation. To put or bring athg into a certain p., to give it a p., τιθέναι, δια-, κατα-τιθέναι τι : to have a p., κατατίθεσθαι, διατίθισθαι (pass.), κεΐσθαι,α^ο θέσιν κείσθαι, e. g. to have a p., be in a p., wen secures indepen- dency, αυτάρκη θέσιν κεΐσθαι : to have a good p., καλώς or εύ- κα'ιρως κεΐσθαι. A proper p., χώρα, η : to change p., μετα- τάσσεσθαι. ΤΪ Condition, state] Vid., and Posture. P. in life, τάξ is, 77. TI In philosoph. lan- guage] θέσις, η (principle laid down). See Proposition. POSITIVE, adj. θετικός, 3 (philosoph., and as gram. t. ; tlie latter also απόλυτος, 2). άληθι'ις, ές (true, actual, opp. to ' conceived'' or i implied'). P. slavery, άντί- κρυς δουλεία, η : p. democracy, άπλη δημοκρατία, η. ^[ Affir- mative] VlD. Tj CeHain, reliable] βέβαιος, 3 and 2. άσφαλι)ς, σα- φής, ακριβής, ές. I have nothing positive to communicate, ουδέν σαφές έχω ειπείν: there came p. intelligence, σαφή -ήγγέλλε- το. % Sure, convinced] Ε. g. to be p. that athg is right, πεπεΐ- σθαι ορθώς έχειν τι : to speak in a p. way, θαρραλέως λέγειν. Ίσχυοίζεσθαι. βεβαιοΰσθαι. POSITIVE, s. (gram, t), θε- τικόν, απόλυτον, άπολελυμένον, τό. POSITIVELY. Fm the Adj. Also απλώς, άντίκρυς. δια- and επι-ρρήδην. POSITIVENESS. Crcl. with Positive. POSSESS. 1 Propr.] κεκτη- σθαι, έχειν, κατέχειν, έ'στι μυΐ i>os POS POT nom. of thing), υπάρχει μοί τι. κύριοι/ εϊναί τίνος, κυρι- εύειν τινός, μετέχειν τινός (of things wch we share with others, e. g. φιλίας, κτλ.), νέμεσθαί τι (of lands), χρησθαί τινι. Top. aby's affection, esteem, &c, see to Enjoy. To p. oneself of athg, see ' to make oneself Master of athg,' and under Possession. To p. aby's heart with pride, hope, &c, εμΤΓΐιτΧάναι τινά or την xj /νχην τίνος φρονήματος, ελπί- δος, κτλ. POSSESSED. P.-d of athg, έχων τι. P.-d with, e. g. I am p.-d with fear, pity, φόβος, έλεος, λαμβάνει or εισέρχεται με, or £/uiri7n-ii μοι : I am p.-d with hope, εΰελπίς ειμί (c. infill.). To be p.-d by athg, κατέχεσθαι υπό τίνος. P.-d, as by a demon, &C, έμπνευστός, 3. ένθουσιών, ώσα, ων. δαιμονικός, 3 : to be p., δαιμονάν, κακοδαιμονάν. POSSESSION, f In the ab- stract] κτησις, ή. το εχειν. % In the concrete (as object)) κτήμα, 'ίδιον, τό. χρήματα, τά. A pre- cious or costly p., κειμηλιον, τό: one's entire p., παμπησία, η : a p. in a foreign territory, ίγ κτή- μα, τό. έγκτησις, ή : to have such a p., εγκτάσθαι. To take p. of, καταλαμβάνειν, κατέχειν, κτάαθα'ι τι. κρατεΐν τίνος. κατα- στρέφεσθαί τι and ύφ' εαυτώ ποιεΐσθαί τι (forcibly). The act of taking p. of athg, κατάληφις, κατάσχεσις, κατοχή, κατακω- χή, v. To have in one's p., be in p. of, see to Possess. To get p. of atbg, τυγχάνειν, λαγχά- νειν τινός. γ'ιγνεταί,περιγ'ιγνε- ταί μοί τι. See Get, Obtain, Take. POSSESSOR, έχων, ούτος, ό. κεκτημένος, b (both as partcpp. with ace, e. g. the p. of the house, b έχων την ο'ικίαν). »SeeOwNER, Master. POSSIBILITY, το δυνατόν. According to, or within the limits of, p., εις or κατά τό δυνατόν. See Ability. There is no p., that — , ουκ έσθ' όπως (c. conj. and av, or with fut. indie), ου- δεμία εστί μηχανή, όπως (c. fut.). POSSIBLE, δυνατός, 3. άνυ- στο'ϊ, 3. See Practicable. It is p., δυνατόν έστι. οΤ,όντε εστί. ενιστι, ενι. ενδέχεται, υπάρχει, εγχωρεΐ. εγγίγνεται : it is p. for me, δύναμαι. οϊόστε ειμί. έξεστί μοι. See Can and May. If p., εί δυνατόν εστίν or εϊη. ην δυνατόν η, ην δύνωμαι κτλ. εί δυναίμην κτλ. (according to the context). As much as p., ως ενι, δυνατόν, or oiovTt μάλιστα, εκ παντόϊ τρόπου, εις τό δυνατόν, καθ' όσον ενδέχεται, ενδεχομέ- νως, ως or -η άνυστόν: as quietly as p., σιγή ως άνυστόν. ως οϊ- όντε ήσυχαίτατα : as quick as p., (is οϊόντε τάχιστα, ο τι (453) τάχιστα, ως δυνατόν τάχιστα, την ταχίστην (οδόν). All or every — p., ό ενδεχόμενος, η εν- δεχομένη, τό ένδεχόμενον. πο- λύς και παντοδαπός. ο, η, τό έξ ανθρώπων, e. g. all p. care, η ενδεχομένη επιμέλεια : to use all p. precaution, την ένδεχομέ- νην πρόνοιαν ποιεϊσθαι : to make all p. attempts, to try aby in all p. ways, πολλάς και παντοδα- πάς πείρας προσάγειν τινί : to annoy aby in every p. manner, παρέχειν τινί τά έξ ανθρώπων πράγματα : in every p. way, εκ των ενδεχομένων, πάση μηχα- νή : to do every thing p., επί παν ίέναι (έρχεσθαι) or άφικνεΐ- σθαι. μΐ]χανάσθαι πάσαν μη- χανην. μηδέν παραλείπειν. POSSIBLY. Fin the Adj., and see Perhaps. POST, s. 1 A piece of tim- ber set up erect] παραστάς, άδος, η. σταθμός, b. Also στήλη and νύσσα (on a racecourse). The p.'s of a door, παραστάδες, αι. H Station assigned to aby) τάξις, η. χώρα, η. An honourable p., χώρα έντιμος : a sinecure p., αργός χώρα, η : every one was at his p., εν ταϊς χώραις 'έκαστοι έγένοντο : to have a p., εχειν τάζιν or χώραν : to remain at at his p., keep at his p., ύπομέ- υειν εν τη χώρα : to remain at the p. assigned to one, and not leave it day or night, τάζιν ην παρέλαβε tis διατηρεΐν μήτε άφημερεύοντα μήτε άποκοι- τοϋντα : to desert one's p., λεί- πειν την τάζιν. παραχωρεΐν της τάξεως. ^[ A public institu- tion for conveyance) άγγαροι, οι. άγγαρεΐον, τό. όχημα τό δη- μόσιον or κοινόν. To send or forward by p., άγγαρεύεσθαι. I will write by the next p. (or mail), η άυ πρώτη ημέρα γένη- ται τό άγγαρεΐον επιστελώ σοι έπιστολην. POST-BOY, prps άγγαρος, ο. POST-CHAISE, άρμάμαξα ταχυδρόμος, η, or του άγγα- ρείου, η. POST-DAY (or MAIL), ημέ- ρα του άγγαρείου, η. POST HORN, prps κέρας του άγγάρου, τό. POST-HORSE, άγγάρειος 'ίππος, ο. POST-MAN, ό τά γράμματα κομίζων or διακομιδών, ο. δρο- μοκηυυξ, υκος, ό (JEschin.). POST-MASTER, ό επί or ο επιστάτης των άγγάρων. POST-OFFICE, r, τών άγ- γάρων άρχη. οι άγγαρευταί. The p. service, αγγαρεία, η : things relating to the p., p. affairs or business, η περί την κοινίιν έπιμιξίαν επιμέλεια, άγγαρεΐ- ον, τό. τά περί τό άγγαρεΐον. POST-PAID, ατελή? toD φο- ρείου, 2. _ POST-STATION, σταθμός, ο. ίππων, ώνος, ο. POSTAGE, φορεΐον, τό. Free of, exempt fm, p., άτελης του φορείου, 2 : exemption fm p., η τοΰ φορείου ατέλεια. POSTERIOR. ^Withrefto place] See Hind, Behind. ^ With ref. to time] See under Late. POSTERITY, ol επιγιγνό- μενοι. οι 'ύστερον γιγνόμενοι. υί έπειτα έσόμενοι. οι μέλλον- τες εσεσθαι. Our p., οι εξ ημών γιγνόμενοι : to leave a p., κατα- λιπέσθαι παΐδας. Fame handed down to p., ή ές τό έπειτα δόξα. See Descendant. POSTHUMOUS, μετά την τίνος τελευτήι/ γιγνόμενος, επι- γενόμενος (of a child), εκδοθείς (of a book). POSTILLION, άγγαρος, b. POSTING, αγγαρεία, η. ή περί την κοινην έπιμιξίαν επι- μέλεια. POSTING-HOUSE. See Post-station. POSTPONE, άναβάλλειναηά usually άναβάλλεσθαί τι, άναβο- λην ποιεΐσθαί τίνος, ΰπερβάλ- λεσθαι, ΰπερτίθεσθαι (delay, ad- journ). POSTPONEMENT, άναβο- POSTSCRIPT, επίλογος, b. παράγραμμα, τό. ύποβεβλημέ- νοι or έπιγεγραμμένοι λόγοι, POSTULATE, αξίωμα, τό. POSTURE. ΤΓ Attitude, po- sition] σχήμα, τό. τρόπος, ό. U Condition] Υιό. Often omit- ted, e. g. in this p., ο'ύτως : to be in a better p. (of affairs), κάλλιον πράττειν : I see in what a p. we find ourselves, ορώ iv ο'ίοις τυγ- χάνομεν όντες. POT, s. χύτρα, η. κεράμιον, τό. χυτρίον, χυτρίδιον, τό. χυ- τρίς, ίδος, η. χύτρινος, ο. εφη- τηριον, τό. εψάνη and κακάβη, η (for cooking). To put in a p., χυτρίζειν, έγχυτρίζειν : like a p., χυτρυειδης, ές : made in a p., χυτρίτης, ου, b : a seller of p.'s, χυτμοπώλης, ου, ό : a ρ foot, χυτρόπους, ποδός, b, and χυ- τροπόδιον, τό : bearing a p., χυ- τροφόρος, 2 : p. boiler, χυτρε- vi/o's, 2. Go to p." (vulg.), comp. εγχυτρ'ιζειν ('to dish aby.'' Aris- toph.). POT-BELLIED, γαστρών, ώνος, ό. πιθόγαστρος, 2. γασ- τρώδης, ες. προγάστωρ, ορός, °' POT-COMPANION, συμπό- της, ου, ο. συμπόται, οι (pi.). POT-HOUSE, καπηλεΐον, τό. POT, v. See to Pickle. POTASH, POTASS, νίτρον, λίτρον, τό (g. t.forp., soda, na- tron, not our nitre or saltpetre). Of p., νιτρίτης, ου : like p., νι- τρώδης, ες. POTATION, ττο>α, το', πό- σι«, v. See Draught, Drink. POT POTATOE, γ εώ μήλον, τό (mod. Gr.). POTENT. See Powerful. POTENTATE, δυνάστης, ου, ό. μέγα δυνάμενος, 6. POTENTIAL. «Π Efficient] Vid. Tl Possible] Vid. POTHERB, λάχανον, τό. POTION, ποτόν (φάρμακον), τό. POTTER, s. κεραμεύς, χυ- τρεύς, όστρακεύς, έως, κεραμει- κός, ο. To be a p., κεραμεύ- ειν : made by a p., κεράμεος, 3. κεράμους, η, οΰν : p.'s clay, κεραμ'ις or κεραμΐτις γη, η. κέραμος, 6. -πηλός, ό. P.'s, be- longing to a p., κεραμευτικός, 3, e.g. p.'s furnace, κεραμευτική κάηινος, η : a p.'s wheel, τρο- χός κεραμικός or κεραμευτικός or των κεραμέων, ό. κύκλος, άψΊδος, ό (Anthol.). POTTER, v. E.g. why do you go p.-ing about ? τι κυπτά- ζεί« 'έχων; {com.) POTTERY, % Potter's busi- ness] κεράμεια or κεραμευτική (sc. τέχνη), η. P. ware, κερά- μεια, ή. κεραμίς, ίδος, η. κέρα- μος, ό. χύτρεια,τά. ^J The place where pots are made] κεραμεϊον, τό. κεραμευτικόν εργαστηρίου, τό. The p. market, χυτραί, αι. POUCH. -See Pocket. POULTERER, άλεκτρυονο- τρόφος, όρνιθυτρόφος, 6. POULTICE, s. κατάπλασμα, καταπλαστόν φάρμακον, τό. καταπλαστύς, ύος, ή (Hdt.). Α hot p., θέρμασμα. τό : cold p., \}/ϋγμα, τό : emollient p., χλί- ασμα, μάλαγμα, τό. POULTICE, ν. καταπλάσ- σειν. POULTRY, τα πτερωτά των "ζώων. όρνεα, τά. πτηνά, τά. όρνιθες, οι. The flesh of p., κρέα όρνίθεια or άπ' όρνέων, τά. See Fowl. _ POULTRY-YARD, όρνιθών, ώνος, ο. POUNCE, s. See Powder (g. t.), with genitive of σανδαράκη ονσανδαράχη,•η^ιΐ7η8αηάαι•α&). κίσηρις, εως, η (pumice-stone). POUNCE UPON, V. έπιτίθε- σθαί τινι. έφορμάσθα'ι τινι or ■προς τίνα. όρμαν, όρμϊ} φέρε- σθαι επί τι. POUND, s. Hr μνά, ν, = ^ of an Attic talent is about 0"94 lb. avoirdupoise, = 1 T4 lb. troy, λί- τρα, ή, Lat. libra, being ^ of the Roman quadrantal orAtt. talent is about 07 lb. avoird., = 85/6. troy. The ounce (vid.) avoirdup., = 437g grains, is a little less, and the ounce troy, = 480 gr., is more, than 4 δραχμαί, τετράδραχμον, τό, or 2 σίγλοι (Hebr. shekels at 224 gr.). That weighs a p., μ,,α- αιος, μναιαϊυς, μναΊος, 3. λ ι- τηιαϊος. 3. ^ For stray cattle] ΐίρκτν, η. POUND, ν. τρϊβειν, συν-, κατα-τρίβειν, έρείκειν. Also (454) POW τύπτειν εν όλμω or εν θυεία. See Bruise and "Grind. P.-d, έρεικτός and έρικτός, 3. POUR, χεϊν. To p. into athg, είσ-, έγ-χεϊν : to p. out of athg, εκ-, προ-χείν. διαχεϊν : to p. upon, έπιχεΊν : to p. over athg, καταχεϊν, καταντλεϊν τίνος: to p. along with another fluid, to add by pouring into it, προσεγ- χεΐν : to p. out wine, οίνοχοειν: to p. as libation, Vid. ί| (In- trs.)] χεΐσθαι (pass., and com- pounds), άπο-, έκ-ρεϊν. προρ- ρεΐν. εκ-, ε'ισ-βάλλειν (as rivers into the sea). The act of p.-ing out, εκχυσις, προχοή, η. A p.- ing rain, έκχεόμενος όμβρος, 6. φορά or καταφορά ύετυύ or όμ- βρου, ή. ύδωρ πολύ εξ ουρανού: it is p.-ing with rain, ύδωρ πολύ γ'ιγνεται έξ ουρανού. -SeeSHOW- ER. POUT, προμυλλαίνειν (to p. the lips. Hippocr.). μυχθίζειν (to make mouths), σκυθρωπάζειν (to look sullen). ( POVERTY, πενία, ένδεια, απορία, σπάνις, εως, η. To fall into p., πένητα or άπορον "γίγνε- σθαι, εις πεν'ιαν or άπορίαν καταστήναι. ^J Eig.] Ε. g. p. of intellect, τό της γνώμης εν- δεές : p. of expression, λέξεων ένδεια, ή. POWDER, s. κόνις, εως, η. τρίμμα, τό. παιπάλΐ), ή. παι- πάλημα, τό. To reduce to p., κατά-, συν-τρίβειν. συνθλάν. POWDER, v. Ι To reduce to powder] See the preceding A rt. if To sprinkle with powder] See to Sprinkle. To p. (aby's hair), παιπάλην καταπάσσειν τινός. POWER, δύναμις, εως, η, and σθένος, τό (force, strength), ισχύς, ύος, ij. κράτος, τό. See MlGHT, Strength, Force, Ability. To the best of one's p., εις, κατά δύναμιν. κατά, εις τό δυνατόν, όσον δυνατόν μάλιστα, εκ των δυνατών, εφ' όσον δύναται τις: to exert all one's p.'s, επι παν έλθεΐν. παντι τρόπω διατείνε- σθαι : beyond one's p., υπέρ δύ- ναμιν. παρά δύναμιν : athg is in my p., ισχύω, δυνατός ειμί. δύναμαι. έπ\ εν εμοί εστί τι : athg is not in my p., or out of my p., αδύνατος ειμί ποιείν τι : to have athg in one's p., κρατεΐν or επικρατεϊν τίνος, κυριον είναι τίνος, κατέχειν τι. ύποχείριον or ύφ' έαυτω 'έχειν τι. εγκρατή εΊναί τίνος : to be in aby's p., επί, υπό τινι είναι, ύποχείριον εΊναί τινι : to reduce athg to or under one's p., ύποχείριον ποι- εΐσθαί τι. See SUBJECT, SUB- JECTION. To have p. over aby, κρατεΐν τίνος, δύνασθαι ε'ίς or προς τίνα. The p.'s of the soul, ai της ψυχής δυνάμεις. See FA- CULTY. He had or possessed great p. of eloquence, δεινότατο? ήν λέγειν, ^j Authority] εξου- σία, η. δύναμις, η. To have the PRA p. of doing athg, εξουσία εστί μοι or έξουσίαν έχειν or δίκαιον είναι ποιείν τι : athg is in my p., έξουσίαν εχω, εξουσία δίδοταί μοι. έπ' εμοί εστί τι. κύριος ειμί τίνος : since it is in our ρ , έξόνημΐν. See Authority, Au- thorize, Empower. — A p. of at- torney, εξουσία^ η. επιτροπή, η. To have full p., εξουσίαζε ιν. έπι- τετραμμένον είναι : to give full p., έπιτρέπειν. έξουσίαν διδόναι or παρέχειν : one that has full p., see Plenipotentiary. *\ In the concrete] A higher p., the p. above, δαιμόνιον, τό. θεΊον, τό. A maritime p., πόλις ναυτικόν έχουσα, η. Official ρ , αρχή, ή. To be in p., κυβερνάν την πά- λιν. See ' to be in Office,' Qc. The legislative p., ή νομοθετική εξουσία, or οι νομοθέται, ών, and τό των νομοθετών κοινόν (collectively). — Balance of p., ρο- πή, ή, e.g. to have a great effect on the balance of p., μεγάλην την ροπην έχειν. POWERFUL, δυνατός, δυ- νάμενος, 3. πολλην την δύνα- μιν 'έχων. See Mighty, Great. κρατερός, ισχυρός, 3. ισχύων, ούσα, ον. μέγας, άλη, α. ρωμα- λέος, ερρωμένος, 3. 7 πρόσθεν or τη προτεραία νυκτί. See FORE- PRE PRE PRE going and Before, ^fp 5 • In a relat. clause, that wch p.'s, or its abridgment by the partep. p.-ing, may mly be rendered by πρό c. gen., e. g. the night that p.-d or the night p.-ing his death, fj πρό του Qiiva -ου νύξ. PRECEDE Ν ΟΈ,προτέρησπ, ?j. προτέρημα, τό. πρωτεία, ή. πρωτεία, τά. προεδρία, ή. Το have or take p. of aby, προτιμά- σθαι (pass.), πρεσβεύειν, πρω- τεύειν τινός : to give aby. the p., ΰπεκστηναί τινι. ύπείκειν τιν'ι : — over aby, προτιμάυ τινά τίνος : to dispute for the p., άμφισβητεΐυ περί -πρωτείων. PRECEDENT, το πρότερου or πριν γεγευημένου or "γενόμε- νου. _ PRECENTOR, b ένδιδου? or ΐξάρχωυ τό μέλος. PRECEPT, ττρόσ-, επ'ι-ταγ- μα, παράγγελμα, τό. ευτολή, V. Also δίδαγμα, άκουσμα, τό (as lesso)i). δόγμα, τό (of philo- sophers). To give aby wise p.'s, λόγους σοφούς -παραινεϊν. PRECEPTOR, ΟΐΓ,άσκαΧος, παιδευτής, οΰ, 6. See TEACHER, Instructor, Master. PRECINCTS. -See Environs. P. of a temple, άλσος, τέμευος, τεμίνισμα, τό : to consecrate such, τεμευίζειυ : belonging to such, τεμένιος. 3. PRECIOUS, πολύτιμος, 2, and πολυτελής, 2. τίμιος, 3 and 2. Very p., π ρ άτιμος, 2. See Dear, Costly, Expensive, and Valuable. % With ref. to gems] A p. stone, λίθος πολυτελι'ις, 6, or simply λίθος, v. See Gem, Jewel. PRECIOUSNESS, πολυτέ- λεια, -η. τό τίμιου, τιμιότης, ητος, n. PRECIPICE, κρημνός, 6. A p. of immense depth, κρημνός εις βάθος μέγιστον άπερρωγώς. PRECIPITATE, adj. προ- πετής, ές. θερμόβουλος,2(ροβί.). See Headlong. PRECIPITATE, r. y Prop.] κατακριιμνίζίΐν. Ή Fig.] προ- πετως πράττειν τι. προπετεύ- εσθαι περί τι. έπείγειν, ταχΰ- νειν τι. See Hurry (trs.). PRECIPITATION, προπέ- τεια, ορμή, κατάσπευσις, κατ- έπειξις.η. See PRECIPITATE, adj. ^ PRECIPITOUS, κρημνώδης, άπό-κρημνος, -τόμος, 2. αίγί- Χιχΐ/, ιπος, b, f] (poet.). PRECISE, ακριβής, ες. ξύμ- μετρος, 2 (of time). See Exact, adj. PRECISELY. See Exactly and Just. PRECISENESS. PRECI- SION. See Exactness. To speak with p., άκριβολογεΐσθαι. ψήφοιςοτέν φήφω λέγειν (vEs- chyl), and φ'ήφοϊς λογίζεσθαι (to reckon exactly). PRECLUDE. See to Ex- clude and to Hinder. (456) PRECOCIOUS, πρόωρος, προώριος, πρώιμος, πρωμος, and πρωινός, 3. προ ώρας πεπαινό- μενος, 3, and πρόδρομος, 2. PRECOCITY. Crcl. with the Adjj. PRECONCEIVE, προνπο- -λαμβάνειυ, -τοπεΐν, -πτεύειν. εικασία πιιολαμβάυειυ. PRECONCEIVED, προει- λημμένος, 3. A p. opinion or notion, πρό-, ύπό-ληψις, η. αυθ- αίρετος γνώμη, η. PRECONCERT. See Con- cert and Previously, προ- -τάττειν, -ορί"ζειν. PRECONSIDER, προ-σκο- πεϊυ, -βουλεύειν. P.-d, προπε- φρασμένος, 3. PRECURSOR. See Forerun- ner. PREDATORY, αρπακτικός, 3. άρπακτήριος, 2. ληστικός or ληστρικός, 3. And Crcl. with Plunder, Prey. PREDECESSOR, 6 προ-γε- γονώς, -γεγευη μένος (g. t.). b πρό τίνος έχων τΐιυ αρχήν or τιμήν or οΰσίαι/. He "was my p., πρότερος είχε την αρχήν, κτλ. αυτόν διεδεξάμηυ. PREDESTINATE, PRE- DESTINE, προορί'ζειν. προ- τάττειν. προκαθιστάναι. PREDESTINATION, προ- ορισμός, ο. PREDETERMINED, προ- ωρισμένος, π ροδεδογ μένος, 3. PREDICABLE. f As adj.] Fm the Verb. H As subst. (log. t.)] κατηγορία, η (head q/'jo.'s). PREDICAMENT. See Ca- tegory, Class. In the more colloquial sense = plight, see Con- dition, State. To be in such a p., διακεϊσθαί πως : in what a p. we are, εν ο'ίοις εσμέν. PREDICATE, v. κατηγορεϊυ τί τίνος or κατά τίνος. PREDICATE, s. κατηγόρη- μα, τό. κατηγορούμενου, τό (ορρ. to τό υποκείμενου, tlie sub- ject). PREDICT, προαγορεύειν, προλέγειν (προειπεϊυ, προειρη- κέυαι). See Foretell. PREDICTION, προαγόρευ- μα, τό. and Crcl. with Verb. PREDILECTION, σπουδή προς τίνα, προτίμησίς τιυος (for a person), προαίρεσίς τίνος (for a thing). Το have a p. for aby, μάλλον αγαπάν, προτιμάν τίνα : — for athg, προαιρεϊσθαί τι. See Preference, Partial- ity, Liking. PREDISPOSE, προ-διατιθέ- ναι, -παρασκευάζειυ, -τάττειυ, -διοικεΊυ, -βιβά'ζειυ. P.-d, par- tep , and see Inclined, Prone. PREDISPOSITION,*r'piriui- θεσις, and Crcl. with Verb. PREDOMINANCE, επικρά- τεια, υπεροχή, ή. PREDOMINANT. Partep. of verb following. PREDOMINATE, επι-,προ κρατεΐυ (over athg, τίνος or τι). See Prevail. PRE-EMINENCE, υπέρ-, έξ-οχή. υπερβολή, ή. To have the p., ύπερβάλλειυ τι (surpass athg), προέχειυ τιυός (surpass aby). PRE-EMINENT, έξοχος, 2. εξαίσιος, 2 and 3. εξαίρετος, 2. κάλλιστο?, 3. εκπρεπής, 2. δια- φέρων, ούσα, ου. See Excel- lent. PRE-EMINENTLY, κατ' εξοχήυ. εξόχως, έξαιρέτως. ούχ ηκιστα. δειυώς. μάλιστα, δια- φερόντως. PRE-EXIST, προύπάρχειν. Also by other compomids with προ and, verbs to Exist. PRE-EXISTENCE, προύπ- αρξις, προϋπόστασις, η. PREFACE, προοιμίου, φροί- μιου, τό. πρόλογος, b. To make or write a p., and to mention, allude to, in the p., προοιμιάζε- σθαι (τί): without p., άπροοιμί- αστος, άπρόλογος, 2: to be spo- ken by way of p., προειρήσθαι. PREFATORY. Crcl. with verbs, e. g. to make some p. re- marks, προοιμιάζεσθαι περί Ti- ros. PREFECT, έπαρχος, 6 : — of the praetorium, επ. τώυ στρα- τοπέδωυ (Rom.). PREFECTURE, επαρχία, ή. PREFER. 1 To set a higher value upon] αιρεΊσθαί τι πρό τίνος or αντί or μάλλον τίνος or n τι. προαιρεϊσθαί τί τιυος or αντί τίνος, άνθαιρείοθαί τί τίνος, βούλίσθαι μάλλον εαυτω είναι τί, η. προ-τιμάν, -κρίνειυ τί τιυος. τιθέναι and ποιεϊσθαί τι προυργιαίτερου. I p. it, ul- ρετώτερόυ εστί μοι (c. injin.) : to p. to all else, πρό πάντων έλ- έσθαι τι. U To promote] προ- άγειν τινά εις or έπι τιμά?, or simply προάγειυ. To be p.-d, προάγεσθαι or αύξάνεσθαι (pss.) T7J τιμή. % To offer] Vid. To p. a complaint, κατηγορεϊυ τιυός τι. κατηγορίαν ε'ιπεϊυ or ποιεϊ- σθαί, έγκλημα Χέγειυ κατά τι- υος. PREFERABLE, αιρετώτε- ρος, 3, e. g. I find athg p., αιρε- τώτίρόυ εστί μοι (c. injin.). Na- ture is p. to art, της τέχνης προ- -τιμητεα or -κριτέα η φύσις. PREFERENCE, πρόκρισις, προτίμησις, fj (actively), προτι- μία, ν (passively). To give the p. to one over another, see the Verb. To obtain the p., προ-τι- μάσθαι, -κρίυεσθαι (pass.). By p., κατ εξοχήυ. διαφερόυτως, έξαιρέτως. PREFERMENT, προαγωγή, ή. See Promotion. PREFIX, v. προτιθέναι. PREFIX, S. πρόθεσις, rj. PREGNANCY, κύησις, h. κυοφορία, ή. To be in her p., see to be Pregnant. PREGNANT, έγκυος and ίγ. PRE PRE PRE κύμων, 2. To be or become p., ' κυεΐν (κ. παΐδα) or κύειν and κυΐσκεσθαι. έγκυον γίγνεσθαι [ (by aby, εκ τίνος), kv γαστρι λαβείν, πληροΰσθαι (pass.), εν j γαστρι φέρειν or έχειν. κατά γαστρός έχειν. κυοφορεϊν. U | Fig. : full of consequence, mean- j ing, or moment] See those substt. j PREJUDGE, προκρίνειν τι. προκαταγ ινώσκειν tij/os (e. g. I άδικίαν, άδικόν τι, and άδικεϊν, to p. aby as guilty of a wrong ; also π p. τι είναι, to p. that — ). j εικασία προλαμβάνειν τι. PREJUDGEMENT. Ε. g. Ι to condemn by a p., προκατα- j γινώσκειν, -δικάΐειν, τινός. PREJUDICATION, προ- j ay ων, ώνος, ό (Lot. prsejudicium). t PREJUDICE, s. δόζα ούκ opdn, h, or αδίκως εγγεγενημέ- l/»;, η, or εικασία προειλημμένη, ■η. ^f Hurt, detriment] βλάβη, ζημία, η. To my p., τω εμω κακω or kiri τω εμω κακω. κα- κώς ίμοί. See Prejudicial. PREJUDICE, v. m To pre- judice aby agst athg or aby] δια- βάλλίΐν τινά προς τίνα. 1j To be prejudicial] Vid., and to Hurt, I Injure. PREJUDICIAL. To be p. to aby or athg, βλάπτειν τινά or τ'ι, or λυμαίνεσθαί τι. PRELATE, των ιερών προ- στάτης, ου, 6. επίσκοπος, 6 (eccl. t.). PRELIMINARY^po.jytjTi- κός, 3. προηγούμενος, εισαγω- γικός, 3. dip* But usu. by com- position with prep, πρό, e. g. p. instruction, προπαιδεία, ή : to give p. instruction, προπαιδίύ- ειν : p. conditions or articles of a contract, &c. (as subst. pi. preli- minaries), τά προωμολογημένα. PRELUDE, s. προοίμιον, τό. ένδόσιμον (κρούσμα), τό. ανα- βολή, η. προαύλημα, τό (all with ref. to musical performances), προαγών, ώνος, ό. To be a p. of athg, προοιμιάζεσθαί τι. ώσπερ προοίαιον εΊναί τίνος : to look upon athg as the p. of a great undertaking, χρησθαί τινι προ- αγώνι μεγάλων έργων, to make a p., see the Verb. PRELUDE, v. άνακρούειν. προανακρούεσθαι. προοιμιάζε- σθαι. άναβάλλεσθαι. ενδιδόναι (to give the tone). PREMATURE, πρόωρος, 2. πρό ώρας πεπαινόμενος, 3. Το be p., προακμάζειν (Hipp.). See Precocious. *|1 Fig.] A p. death, άωρος θάνατος : a p. birth, άμ- β\ωσις, η (as act), άμβλωμα, τό (the untimely foetus). See Miscar- riage. H Over-hasty] πμοπε- της, 2. άπρονόητος, 2. To act in a ρ manner, προπετεύεσθαι: p. proceeding or mode of acting, προπίτεια. η. PREMEDITATE, προβου- λεύειν (and mid.), προνοείν (in Att. more tisu. mid.). P.-d, see (457) Deliberate, adj., and Pre- pense. PREMEDITATION, προ- βονλη, η. πρόνοια, η. PREMIER, ό πρώτος παρά τω βασιλεΊ. 6 πρωτεύων εν τω βασιλέως συνεδρίω. PREMISE, υ. προλέγειν. προοιμιάζεσθαι. προοιμιαζόμε- νον λέγειν. PREMISE, PREMISS, s. (in logic), πρότασις, η. Relating to ap.,7rpoTaTt/cos, 3: the major p., λημαα, τό (Lot. sumptio). The p.'s (of a syllogism), τά προηγού- μενα. H In law language] The p.'s, τά προειρημέυα. % House and its immediate appurtenances] οίκος, 6. οΊκοι,οϊ. έπαύλιον,τό. On the p.'s, κατ ο'ικίαν που. PREMIUM. See Prize, Re- ward. PREMONISH, προπαραι- νεΐν. ϋπομιμνησκειν. PREMONITORY. Crcl.with Verbs. PREOCCUPATION. Crcl. with verb to Preoccupy. PREOCCUPY^po/caTaXayu- βάνειν. P.-d (fig.), see Occu- pied, Engaged. Having his mind p.-d, σύννους, ουν. PREPARATION,7rapa™ £ u- ασις, πάρα-, κατά-, προκατα- σκευη, προετοίμασις, η. P. of dinner, δειπνοποιϊα, η : p. of me- dicines, φαρμακοποιία, η. Α ρ. for public speaking, μελέτη, προ- μελίτησίς, η. To make p., πάρα-, προκατα-σκευάζειν : — for one's departure, παρασκευ- άζεσθαι ώς άπιόντα : to make p. for war, παρασκευάζεσθαι πό- λεμον or ώς επί πόλεμον : when they had made p.'s, επειδή παρ- εσκεύαστο αύτοΐς : p.'s are mak- ing for dinner, παρασκευάζεται τά περί τό δεϊπνον. PREPARATORY, τταρα- σκευαστικός, προοικονομικός, 3. $$r° And by compos, with προ-, e. g. p. instruction, προπαιδεία, η : to give it, προπαιδεύειν τινά. PREPARE. H To get ready] πάρα-, κατα-σκευάζειν, εύτρε- πίζειν, έτοιμάζειν, προχειρίζε- σθαι. τεχνάσθαι (artistically). To p. oneself (sese), παρασκευ- άζεσθαι : to p. for oneself (sibi), κτάσθαι, πορίζειν εαυτω, κατα- σκευάζειν εαυτω, έπάγεσθαι (mid.) : to p. for athg, μελετάν, έκμελετάν τι (by study and prac- tice), παρασκευάζεσθαί τι or επί, προς, εις, ώς επί or ώς εις τι : to p. for a journey, συσκευάζε- σθαι την πορείαν. μέλλειν ηδη πορεύεσθαι : to p. to do athg, παρασκευάζεοθαι ποιησαί τι or ώς ποιησοντά τι. P.-d, partcp., and έτοιμος, 3. έτοιμο?, 2, and πρόχειρος, 2 (Att.). See Ready. To be p.-d, ιταρεσκειιάσθαι. PREPAY, προκαταβάλλειν (άργύριον). PREPAYMENT, προκατα- βολή, η. PREPENSE, ό, ή, το ε* προ- βουλής, εκ προνοίας (e.g. τραύ- ματα, φόνος). Also ο, η, τό κατά προαίρεσιν. Wrongs by malice p., τά κατά προαίρεσιν αδικήματα (Lycurg.). See DE- LIBERATELY. PREPONDERANCE, ροπή, η (inclination of the scale). ^[ Fig. : predominance, prevalence] Vid. PREPONDERATE, βρίθειν (incline to one side). TI Fig.] po- πην έχειν. ύπεραίρειν. έπικρα- τεΊν. See Predominate. PREPOSITION, πρόθεσις, h. μόριον προθετικόν, τό. PREPOSSESS (aby in favour of aby), ευνουν ποιεΖν τινά τινι. To p. aby in one's own favour, άνακτάσθαί, άναρτασθαί τίνα : I am much p.-d, δεινός με προ- κατείληφεν έρως τινός. PREPOSSESSING, έπίχα- ρις, ιτος, ό, η. επαγωγός, 2. PREPOSSESSION. See Pre- judice. PREPOSTEROUS, f In the proper signif. of Lot. prseposterus] ύστερόπρωτος and πρωθύστε- ρος, 2 (comp. ύστερον πρώτον). ΤΙ In the usu. sense : absurd] άτο- πος, 2. A p. thing, τό άπειρο?, OTOS. PREPOSTEROUSLY, άτό- πως. άπεικότως. To talk p., μηδέν ύγιες πμοφέρειν. PREPOSTEROUSNESS, ά- τοπία, η. PREROGATIVE, προνομία, η. προνόμιον, πρόλημμα, έζαί- ρετον γέρας, τό. To confer a p. on aby, πρόλημμα ποιείν τινι and τιμάν τινά τινι. έζαίρετον νέ- μειν or διδόναι τινι τι : athg is a p. of the king, βασιλικόν νενόμι- σταί τι κτήμα, βασιλέως εστί τι κύριον. ίδιον απάντων των άλλων 6 βασιλεύς έχει τι. τι- μήν τίνα έχει 6 βασιλεύς : an hereditary monarchy with settled p.'s, επί ρητοίς γέρασι πατρική βασιλεία (TL). PRESAGE, S. σημεΐον, πρό- σημον, σύμβολον, τέκμαρ, τό. See Omen, Augury, and Fore- boding. PRESAGE, υ. See Forebode and Foreshow. PRESBYTER, 7Γ ( )εσ/3ύτερ 5, ό (eccl. t.). PRESBYTERIAN, πρεσβυ- τεριανός, 3 {mod. Gr.). PRESBYTERY, πρεσβυτέ- ρων, τό. οι πρεσβύτεροι (eccl. t.). PRESCIENCE, πρόγνωσις, η, and Crcl. with following — PRESCIENT. CrcZ.tt^irpo- γιγνώσκειν. προειδέναι. πρυ- μανθάνειν. PRESCRIBE, επι-, προσ- τάττειν, τάττίΐι/, υπογράφειν. See Appoint, Order, v. To p. a law or rule, τάττειν or τιθέναι or γράφειν νόμον : to p. condi- tions or terms, λόγους προστάτ- PRE PRE PRE την. a p.-d rule or condition, πρόσταγμα, τό. ρητόν, τό : to come to agreement on the condi- tions p.-d by aby, εφ' oTs κελεύει or προστάττει τις ποιείσθαι t«s διαλύσε is : a p.-d time, προ- θεσμία, ή. il To prescribe me- dicine] επι-, προσ-τάττειν φάρ- μακου, συντάττειν θεραπείας. PRESCRIPT, επί-, πρόσ- τακτος, 2. Also tcikto's, ρητός, 3, and paricpp. of Prescribe. PRESCRIPTION. 1 Com- mand] επί-, πρόσ-ταγμα. Phy- sician's p., τά υπό των ιατρών προσταχθέντα or προστασσό- μενα: to follow the p., ποιείν τό προστασσόμενον. ύπηρετεΊν τω επιταττομένω. H In laic language: custom continued till it has the force of law] Crcl. with νομίζειν (gfsr "wch is the proper tcord for all usage, esply when it has acquired the force of law by prescription). If the notion is to be marked prominently, express by an antithesis, e.g. ει και μη εν τοις νόμοις οίίτω γέγραπται, άλλ' εκ τυϋ επί πλείστον χρόνου νενό- μισται. PRESENCE, παρουσία,η. τό παρεϊναι. In aby's p., παρόν- τος τιι /os. επί τινυς. έμπροσθεν and ενώπιον τίνος. εναντίον τινός, εν τισι. P. of MIND, Vid., to wch add, poet., σύλλογος ψυ- χής {Eur.), άγχίνοια, η {readi- ness of m.). PRESENT, adj. ^ With ref to place] παρών, οϋσα, όν. παρα- γενόμενος, 3. To be p., παρεϊ- ναι. παραγενέσθαι {atathg,Tivi): those that happen to be p., oi παρατυχόντες : to remain p., συνδιαμένειν. *[f With ref. to time: now existing, extant or hap- pening] 6, η, τό νυν, αύτίκα or παραχρήμα, ενεστώς, ώσα, ώς. Things p., τά παρόντα, τά έμ- ποδών. τά εν χερσίν : times p., or the p. times, τά νυν παρόντα. 6 νυν καιρός : the p. life, ό ίνθά- δε βίος : the p. (time), τό νΰν. τό αύτίκα. τό παρόν. 6 νυν χρόνος, τά παρόντα {p. circum- stances). For the p., τό νΰν {εί- ναι), τανΰν. νΰν δη. εις τό παρ- όν, τό παραυτίκα. U The pre- sent tense {gram, t.)] ενεστώς χρόνος, 6. PRESENT, v. If To bring to view] παρ-, συν-ιστάναι. έπ- άγειν, παρέχω ιν. "|Τ To repre- sent] Vid. U To offer] προσφέ- ρειν. ενδιδόναι. παρεχειν. Το p. oneself {or itself), φαίνεσθαι, παραφαίνεσθαι. φανερόν γίγνε- σθαι, παραστηναι. καταστηναι εις όψιν, παρελθεϊν, εις όψιν ϊίναι. παριιτυγχάνειν {acciden- tally), παρεχειν εαυτόν {with in- tention or design). An opportunity p.'s itself, αφορμή δίδοται. και- ρός εατι. καιρός παραπίπτει. ΤΙ To bestow upon, by icay of a gift, fyc] δωρεϊσθαί τινά τινι and τινί τι {to p. aby with athg, and (458) athg to aby). διδόναι τινί τι. τιμάν τινά τινι {as a reward for deserts), κοσμεϊν τίνα δώροις. προσφέρειν τινί δώρον. "IT Το present (by introducing to another)] See to Introduce. Hi To present arms] α'ίρειυ τά όπλα : — to aby (as mark of honour), τιμάν τιυα άραντα τό όπλον. PRESENT, S. δώρον,τό. δω- ρεά, η. δώρημα, τό. Friendly p.'s, ξένια, τά {given to a guest, Lot. lautium). See Gift. To make aby a p. of athg, see to Present. PRESENTLY, αύτίκα, παρ- αυτίκα. αύτίκα μάλα. παρα- χρήμα, τάχα. See Immediate- ly. PRESERVATION,aa)T»,p t 'a, φυλακή, τηρησις, and by verbs to Preserve. See Keeping, Defence, Safety. PRESERVATIVE, f Adj.] προφυλακτικός, 3. U Subst.] προφυλακή, η. For both Crcl. with Verb. PRESERVE, σώζειν, δια-, περι-σώζειν. φυλάττειν, όΊα- φυλάττειν. ασφαλώς or εν ασφάλεια τιθέναι. To be p.-d, περιεϊνα'ι. See Keep, Defend, Save, fT Of meat, φ?.] ταρι- χεύειν. άρτύειν. άλμεύειν. P.-d, ταριχευτός, 3. PRESERVER, σωτήρ, ηρος, 6, and partepp. of verbs to Pre- serve. PRESIDE, προεδρεύειν. επι- στατεϊν (c. gen.). To p. in the council, προεδρεύειν της βου- PRESIDENCY, προεδρεία and -ία, η, and Crcl. with Verb. PRESIDENT, πρόεδρος,προ- εδρεύων, επιστάτης, ου, ο. Το be the p., προεδρεύειν {of athg, τινός). PRESS, v. πιέζειν. P. toge- ther, συμπιέζειν : — with vio- lence, θλίβειν, καταθλίβειν {to squeeze, crush). P. heavily upon aby, βαρύνειν τινά. βαρύ εϊναί τινι. To p. aby to one's bosom, εναγκαλίζε σθαί τίνα. περιπλέ- κεσθαί τινι : to p. aby's hand, ΰεζιοΰσθαί τίνα. See to FORCE, Squeeze, and Com-, De-, Ex-, Im-, Op-, Re-, Sup-press. To p. {crowd) one another, ώθεϊσθαι. See Push, Crowd, Throng. To be p.-d {straitened), συνέχεσθαι. στείνεσθαι (Ionic): to be p.-d for room, στενοχωρεΐν (but more freq. trans. =to straiten). To be hard p.-d {fig., to be in difficulties), ταλαιπωρε'ισθαι. άπορείν. άπο- ρίαις ενέχεσθαι. εις άνάγκας άφϊχθαι. ■[} To press upon (= to pursue close)] έπικεϊσθαί τινι. To p. upon the enemy fm every side, πανταχόθεν περιπίπτειν τοΊς πολεμίοις: to be hard p.-d, προσβιάζεσθαι. *i\To urge] έπεί- γειν, κατεπείγειν. άναγκάζειν. Necessity p.'s, ανάγκη πρόσκει- ται : circumstances are p.-ing, ακμάζει τά πράγματα : to p. one's point, κατατείνειν. See Urge, Urgent. T| To imjior- tune] εγ-, προσ-κεΐσθαί τινι : — with a request, — δεόμενον {or προσλιπαρεΐν) : — with ques- tions, — ερωτώντα, επερωτών- τα {or διερωτάν). To p. aby to do athg, δια-, παρα-κελεύεσθαί τινι ποιείν τι. παρ-ορμάν, -οζύ- νειν τιι/ά ποιείν τι or προς τι. "IT To press forward, press on {intrans.)] επείγεσθαι. έπέρχε- σθαι. σπεύδειν. See Haste. *ff To press sailors] συγκροτεϊν επι- βάτας. They are p.-d into ser- vice, άναγκαστοί ε'ισβαίνουσιν, έζάνάγκηςξυμπλέουσιν{^Μΐ.). PRESS, s. πιεστήριον, έκπι- εστήριον, τό. τριπτήρ, ηρος, ό. Comp. under Olive, Wine. A printing-p., τυπογραφικού όρ- γανον, τό. "[} Thronging, push- ing] ώσμός, ώθισμός, ό, and by verbs to Press. IT Metaph] αν- άγκη, ή. PRESSURE, πίεσις, συμπί- εσις, ή. πιεσμός, ό. βάρος, τό {u'eight). θλίψις, η {compression, squeezing), ανάγκη, η {strain, stress). Crcl. with the Verb. PRESUME. See Conjecture and Assume, ύπο -λαμβάνειν, -νοεϊν. 1 p. {put parenthetically), δήπου. *H To venture without leave, or arrogantly] τολμΰν, and μέγα φρονεϊν {ubsol.). To p. upon their good fortune, πλεονά- \ειν ttj ευτυχία {Th.). PRESUMPTION, "ft Conjec- ture] VlD. ύπό-ληψις, -νοια, η. ίΤ Arrogance] τόλμα, η {bold- ness), ύπερηφανία, η {overween- ing). In both senses Crcl. with the Verb. PRESUMPTIVE, δοκών, οΰ- σα, οΰν, and Crcl. with cos δο- κεΐ, έδόκει, φαίνεται, κτλ. PRESUMPTUOUS, υπερ- ήφανος, 2. μέγα φρονών, άλα- ζών, 2 {of persons), αλαζονικός, 3 (of acts). To be p., αύθαδίζε- σθαι. ύπερηφανιύεσθαι. άλαΧ,ο- νεύεσθαι. ΰβρει και ύπερηφανία χρησθαι. See Arrogant, Au- dacious. PRESUPPOSE, προύπολαμ- βάνειν. προύποτιθέναι. PRETENCE (comp. Pre- text), πρόφασις, η (g. t., that wch is alleged, usu. a mere p. or pretext), σκηψις, η (both esply = EXCUSE, Vid.), πρόσχημα, τό cloak ; all c. gen. : τινός, for athg). λόγος, 6, and όνομα, τό (mere words, opp. to έργον), προσ- ποίημα, τό (a mask), ύπόκρισις, η (acting a part), ειρωνεία, ή (a shoiv of willingness, fm wch the person draws back). A poor or slender p., βραχεία πρόψασις (Th.) : in p. (as one pretends), πρόφασιν. τω λόγω. προσ- ποιήτως : under the p., ονόματι, επ' ονόματι : to be a p., προφα- σισθηναι : to use as a p., προσ- ποιε'ισθα'ι τι : to put athg for- PRE PRE PRI ward as a p. {screen) for athg, προΐστασθαί τί tivos {Hdt.) : the p. was of doing athg, πρό- σχημα ην ποιειν tl : under p. (making p.) of doing athg, προσ- ποιούμενος, -μένη : to make a p. of marching against Athens, πρόσχημα, ποιεϊσθαι ώς έπ' 'Αθήνας ελαύνειν {Halt.). See also Show, Colour, Cover. PRETEND. 1 Make a pre- tence, make believe] προσποιεΐ- σθαι (τι, ποιειν τι), δοκεΐν {c. infin.). νποκρίνεσθαι {act a part, simulate), σχηματίζεσθαι, e. g. they p. to be unlearned, σχημα- τίζονται άμιιβεΐς είναι. : he p.'s to know, cos ε Ίδώς εσχημάτισται : to p. not, μη δοκεΐν, μη προσποι- εΤσθαι (dissimulare). See to Af- fect, ij To put forward as pre- text or excuse] προφασίζεσθαι, σκήπτεσθαι,προβάλλεσθαι. To p. (make a p.-d plea of) being out of one's mind, σκήπτεσθαι έκ- στασιν των λογισμών. See AL- LEGE, Excuse. *ff To pretend to, = to claim] προσποιεΐσθαί Τι or τίνος, άντιποιεϊσθαί τί- νος or εϊνα'ι τι. μεταποιεΐσθαί τίνος. P.-ing to, προσποιητι- kos, 3. Τ] To profess or presume on ability to do athg] άντιποιεϊ- σθαί τίνος, φιλοτιμεΐσθαι περί τι. άλαζονεύεσθαι. PRETENDED, λεγόμενος,^, νομιζόμενος, ένη, ενόν. δοκών, οΰσα,οΰν. προσποιητός, 1 !. πλα- στός, 3. επακτός, 2. ειρωνικός, 3. PRETENDEDLY, πρόφα- σιν. τω λόγω. προσποιήτως. πρόσχηαα {as pretext). PRETENDANT/fENDER, ο δίκαιων or αξιών, ονντος {of athg, τι). 6 μετιών, μετερχόμε- νός, τι. P. to a throne, 6 προσ- ποιούμενος την βασιλείαν : ρ. to a lady's hand, μνηστήρ, 6. See Suitor. ( PRETENSION,Trp^7ron,a-i9, h- See Claim, s. Crcl. with verbs to Pretend in the sense to claim, to PRESUME. σχηματισμός, 6 {assumption of what does not be- long to one), περι-έργεια and -εργία, η {affectation), φρόνημα, τό [conceit). PRETERITE {gram, t), 6 παρωχημένος or παρακείμενος χηόνος. PRETERMIT. See to Pass over, Omit. PRETERNATURAL, ύπερ- φυής, ες. δαιμόνιος, 3. PRETERPLUPERFECT {gram, t.), ΰπερσυντελικός χρό- νος, 6. PRETEXT {comp. Pre- tence), πρόφασις, σκηψις, η, and πρόσχημα, τό {for athg, τινός), π ροκ αλ i) μμα, πρόβλημα, τό. A plausible p., πρόφασις ευπρεπής or εύλογος, ή : by way of p., πρόσχημα, τό {accus. and absol.) : to set up as a p., προ- φασίζεσθα'ι τι. σκήπτεσθαι τι : (459) serving for p., προφασιστικός, 3 : under p. of doing athg, πρό- φασιν {ace. absol.) ώς ποιήσων τι : to reject a (decent) p., άναι- ρεΐν, άνελεϊν την πρόφασιν. PRETTINESS, κομψότης, ijtos, fi {of persons and things, esply of language), χάρις, ιτος, v. PRETTY, κομψός, 3 {of per- sons and things), κομψός άνήρ {Lot. ' bellus homo,' a pretty fel- low), g^* καλός, as applied to persons, is too strong, as it implies the notion of dignity or of admi- ration, which is excluded, from the English word, ουκ άχαρις. Tf As adv. attached to adjj. or other advv., = in some degree] μετρίως, επιεικώς, σχεδόν. Corn is p. high in price, 6 σίτος επιεικώς έντιμος : these I think were p. nearly the persons present, σχε- δόν τι οΐμαι τούτους παραγε- νέσθαι : p. clear, σχεδόν τι δή- λον : I am p. certain, fm what I have seen (of him), that he will not — , σχεδόν εξ ών εγώ ησθη- μαι ουκ — . PREVAIL. 1 Absol.] κρα- τεΊν, επικρατεϊν. νικάν. This opinion p.-d, αίίτ») η "γνώμη εκράτησεν, ένίκησεν. If To pre- vail over] See Overcome, ^j To be in force, have effect] καθ'ιστα- σθαι {καταστηναι). κατέχειν. νομίζεσθαι {of a custom). A fa- mine p.'s, λιμός εστί : at Athens, λιμός κατέχει τους 'Αθηναίους: a custom p.'s among the Persians, νομίζεται παρά τοις ΐΐέρσαις. If To prevail upon aby] δύνα- μιν έχειν εις τίνα. πειθόμενυν εχειν τινά. προβιβάζειν τινά επί τι or προς τι. πείθειν or άναπείθειν τινά ποιειν τι {to do athg). To p. upon oneself, τολ- μάν. άνέχεσθαι. PREVAILING. Partcpp. of Verb, and see Prevalent. *[f Common, general] VlD. PREVALENCE, -LENCY, κράτος, τό. επικράτεια, η. πλε- ονεξία, η. PREVALENT, f Victorious, gaining superiority] ΰπερβαλών, οΰσα, όν. διαφέρων, πλεονάζων, ουσα,ον. κρείττων,Ί. καθυπέρ- τερος, 3. if Predominant, pre- vailing] κύριος, 3. ε'ιωθώς, υΐα, os. νομιζόμενος, η, ον. To be- come p., εκνικΰν. P. opinions, δόξαι μάλιστα έπιπολάζουσαι, αι {Aristot.). PREVA RIC ΑΤΕ, ψε ύδεσθαι {g.t. to lie), διαστρέφειν τάλΐ]- θές {to pervert the truth), προφα- σίζεσθαι {to shuffle), πάσας προ- φάσεις προφιισίζεσθαι. πάσας στροφάς στρέφεσθαι. PREVARICATION. Fm the Verb, στρεψοδικοπανονργία, ή {comic). PREVENT. If To go before {obsol.)] Vid. If To anticipate, to forestall] Vid. ^f To hinder, obviate, Iceep fm] Vid. εϊργειν. κωλΰειν. εχειν {του μη, C. infin.). To be p.-d (from) athg by athg, κωλύεσθαι πράττειυ τι διά τι or υπό τίνος. PREVENTION, κώλυσις, αποτροπή, ή. See Hindrance. Crcl. with Verb. To take mea- sures for p. of athg, μηχανάσθαι όπως μη γενηταί τι. PREVENTIVE, κωλυτικός, δίακωλυτικός, προφυλακτικός, 3. Crcl. with Verb. A p. mea- sure, or a p. {as subst.), αποτρο- πή, ή. κώλυμα, τό. προφυλα- κτήριον, τό. PREVIOUS, πρότερος, 3. 6, ■η, τό πρότερον, πριν, πρόσθεν. προγεγενημένος, 3. προτεραίος, 3. See Preceding and Before. PREVIOUSLY, πρόσθεν, πρότερον. τό πριν. See Be- fore. PREY, s. αρπασμα, τό. See Booty, Plunder, Spoil, άγρα, θήρα, ή. κύρμα and ελωρ, τό {poet.), αγρευμα, τό. A beast of p., di)piov αγριον or άρπακτι- κόν, τό. θηρ'ιον τό άφ' αρπά- γης ζών. A bird of p., οιωνός, 6. To become a p. of the flames, απτεσθαι και καταφλέγεσθαι. PREY upon. See to Devour. νέμεσθαι {propr. and fig.), τή- κειν, έκτήκειν, δάκνειν {fig., of grief care, φ?.). To have athg p.-ing upon one's mind, to have one's mind p.-d upon by athg, άχθεσθαί {pass.) τινι. PRICE, τιμή, η. άξια, η. Beyond the p., ϋπερ την άξίαν : what is the p. ? τίς ή τιμή ; at what p., πόσου ; επι πόσω ; at a moderate p., της αξίας : to fix or settle the p. of athg, συνιστά- ναι or τάττειν τιμήν τίνος : to raise the p. of athg, επιτιιχάν τι. άνατιμάν {esply of corn, by false reports), πλειστηριάζειν {and dep.mid.). τιμηουλκειν or τιμι- ουλκεϊν τι, also τιμηρύειν and τιμιοπωλεϊν {all late). To rise in p., ε-ττιτιμασθαι {pass.) : to fall in p., μειοΰσθαι or ελαττοϋ- σθαι {pass.) την τιμήν : high in p., 'έντιμος, 2. πολυτελής, 2. See Dear, Costly, Expensive. To make of a certain p., say at what p., ποσοΰν τι {Theophr.) : to fix or set ahigh p. on athg, τάττειν τι αργυρίου π^αλλοϋ : at a high p., πολλυΰ or πολλών : at a low p., μικροΰ : to sell at a high, at any, at the regular p., πολλυΰ, του εύρόντος, της αξίας άποδ'ι- δυσθαι. To set a p. on aby's head, επικηρΰττειν χρήματα τινι. επαναγορεΰειν άργύριον τω άποκτε'ιναντ'ι τίνα', a great p. is offered for the discovery of the evil-doers, επι μεγάλοις μη- νύτροις ζητούνται οι δράσαντες. PRICK, V. κεντεϊν, κεντρ'ι- \ειν. κνίζειν. νύττειν. Το ρ. with the spurs, πα'ιειν toTs μύ- ωφι. PRICK, s. 1 A puncture] Vid. If In the concrete : an instrument PRI PRI PRI or sharp projecting point"] κέν- τρον, το. εγκεντρί*, ίδο*, η. άκανθα, η. See Sting. To kick agst the p.'s, προ* κέντρα λακτί- ζειι/ (prov.), and, of similar mean- ing, προ* ηνία* μάχεσθαι. PRICK up (the ears), ορθά ιστάναι or επορθιάζειν το ώτα. PRICKLE. See Prick and Thorn. PRICKLY, άκανθα* έχων, ούσα, ov. ακανθώδη*, εδ. άκανθ- ικό*, 3. PRIDE, s. f Subjectively'] με- γαλοφροσύνη, η. ύπερηφανία, h. όγκο*, 6, φρόνημα, τό. See Haughtiness, "fj Objectively] αϋχημα, το. άγαλμα, τό. PRIDE oneself (mjoo?? α%), /ieya φρονεϊν επί τινι. μέγαν α'ίρεσθαι (pass.) αϊτό τινο*. ίπ- αίρεσθαί (pass.), άγάλλεσθαί, σεμνύνεσθαί, τινι or επί τινι. PRIEST, Ιερεύς, έω*, 6. Το be a p., Ιεράσθαι : to officiate as p., perform a p.'s duty, ιερατεύ- ειν: the office or duty of a p., Ίερωσύνη, Ιερατεία, η: of or be- longing to a p., Ιερατικό*, 3. 6, τι, τό τοϋ ιερέα)* or των Ιερέων. PRIESTHOOD. 1 As office] See under Priest. •[[ As body, collectively] ίερεΐ*, ίων, οι. PRIESTLY, Ιερατικό*, 3. ό, ■η, τό τοϋ ϊερίω* or των Ιερέων. PRIM. £9" One of those words for wch the Gr. has no exact equi- valent. The nearest tt., βαυκό*, 3, is 'prudish,' ά\κιζόμενο*, 'coy.' Comp. Demure. Crcl. according to the context, e. g. a woman of p. manners, πλαστοί* ει* άκρί- βειαν τοϊ* τρόποι*. PRIMARY, ό, ή, τό αρχήν or κατ αρχήν or εζ αρχή*, αρ- χικό*, 3. αρχηγό*, 2. πρώτο*, 3. See Original, Elementa- ry, and First. PRIMATE, πρώτο* τών αρ- χιεπισκόπων, b (eccl. t.). > PRIME. % The best of athg] ακμή, η. άνθο*,ή (FLOWER, Vid.). The p. of age, ακμή τη* ηλικία*: to be in the p. of life, άκμάζειν : that is in its p., άκμά"ζων, ούσα, ov. ακμαίο*, 3. % Metaph. : be- ginning] Vid. TJ Morning] Vid. PRIME-COST, Ίσωνία, 77. PRIMER. Ti Prayer-book] Vid. I] Horn- book] πινακί*, ίδο*, 77. στοιχειακού or στοιχει- ωματικόν βιβλίου, τό. άλφα- βητάριον, τό (mod. Gr.). PRIMEVAL, αρχαίο*, 3. πρώτο-, άρχη-γενή*, έ*. πολυ- χρόνιο*, 2. πολυετή*, 2. From a p. period, από τοϋ πάνυ αρ- χαίου : facts relating to a p. pe- riod, τα κατ αρχήν. PRIMITIVE, ό, 77, τό αρχήν or κατ αρχήν or εξ αρχή*, αρ- χικό*, 3. πρώτο*, 3. A p. word, πρωτόθετου, πρωτότυπον, τό. θεμ,ατικον ρήμα, τό. PRIMOGENITURE, πρεσ- βυγένεια, ή. PRIMORDIAL, πρώτο*, ά Ρ - (460) χαΐο*, 3. άρχηγενή?, ε*. See Primitive. PRINCE. See King, Ruler. U The son of a sovereign] βασι- λέω* παΐ*, 6. βασιλέων παΐ- δε*, υί (pi., the young jo.'s). ό του τυράννου παϊ*. νεο* ηγεμονικό*, 6 (Plut.). αναξ, ακτο*, ό (Isocr.). PRINCELY. See Kingly, Royal. U Fig., = munificent] Vid. PRINCESS, βασίλειααηά βα- σίλισσα, η. τ? τοϋ αρχοντο* γυνή (the ivife of a prince), fi τοϋ βασιλεω* or τυράννου παΐ* or θυγάτηρ (tJie prince's daugh- ter). PRINCE'S -METAL, prps χαλκό* λευκό*, b. PRINCIPAL, adj. See Chief. PRINCIPAL, s. % A chief- person] επιστάτη*, ου, b. See Head, Master, if Money em- ployed, laid out at interest] άρ- χαϊυν, τό. τό (τοϋ αρχαίου) κε- φάλαιον. See Capital and In- terest. PRINCIPALITY, αρχή, ή. βασιλεία, v. PRINCIPLE, m Origin] Vid. U Maxim laid dow?i] θεώρ\\μα (as scientific result), αξίωμα, τό (acknowledged p., esply in mathe- mat.). ΰπόληψι*, η (supposition), γνώμη, η (moral view), λόγο*, b. Ορο*, b. This is my p., οϋτω* εγωγε γιγνώσκω : the adhering to a p., επιτήδευμα, τό : I have made it my p., εγνωκα (seq. in- fill.) πράττειν : to have no p.'s, εική πράττειν ό τι αν τύχη. Xfiv προ* μηδένα λόγον απο- βλέποντα : to become faithless to one's p., έξίσταοθαι τη* γνώ- μη* : to be brought up in corre- sponding p.'s, εν ηθεσιν αντίπα- λοι* τρέφεσθαι (Th.) : a leading p., τό άρχηγόν. τό ηγεμονικόν. leading and ruling p.'s, Ίδέαι ap- χουσαι και άγουσαι (PL). $W" Principle is often not expressed in the Gr., e. g. the state's p. of hating evil-doers, τή* πόλεω* — τό του* άδικοϋντα* μισεϊν. it is an invariable p. that — , άεΐ καθ- έστηκε (tvith ace. e. infin.) : on this p., ταύττ7 : on what p. ? κατά τ'ι ; PRINT, v. εκτυποϋν σημεί- οι*. PR Ι Ν Τ, s. 1ί Mark impressed] See Impression, Mark. The p. of aby's foot, 'ίχνο*, ου*, τό. στίβο*, b. % Engraving] έγχά- ραγμα, τό. To put in p., see to Print. PRINTER, τυπογράφο*, b. A p.'s trade or profession, τυπο- γραφία, τυπογραφική, V (both words of modern formation). PRINTING. See preceding Art. P.-house or office, τυπο- γραφείου, τό : p.-press, τυπο- γραφικού όργανον, το. PRIOR, adj. See Former, First. PRIOR, PRIORESS, s. προ- στάτη*, ου, b. προστάτι*, icos, 77 (eccl. tt.) PRIORITY, πρώτε ία, η. προ- τέρημα, τό, and Crcl. by the adj. Prior. PRIORY. See Monastery. PRISM, πρίσμα, τό. PRISMATIC, σχήμα πρί- σματος 'έχων. P. (of colours), Ίριώδη*, ε*. ϊρισσιν έοικώ* (Horn.). See Rainbow. PRISON, δεσμωτήριον, τό. φυλακή, εϊρκτή, ή- δεσμοί, οι. To put into p., see to Imprison : to escape out of p., break p., to δεσμωτήριον διορύξαντα άποδι- δράσκειν : the keeper of a p., see Gaoler. PRISONER, f As captive] Partcpp. of αιρεΊαθαι. άλώναι. λαμβάνεσθαι. ^[ As prisoner in custody or bonds] εν φυ\ακη ων, ούσα, όν. δεσμώτη*, ου, ο. δε- δεμένο*, 3 (taken into custody). A p. of war, αιχμάλωτος, b (and fern, in -is, t'oos). ζωγρηθεί*, έντο*, b. άνήρ έαλωκώ* εν ttJ μάχη or κατά την μάχην : to make p., "ζώντα λαβείν or έλεΐν. ζωγρεϊν. α'ιχμάλωτον λαβείν, αίχμαλωτίζειν. PRISTINE. See Former, Ancient, Primitive. PRIVACY, οίκουρία, η. η καθ' ησυχίαν διαγωγή, έρημία, η. See Loneliness. To live in p., οικουρείν. εν ησυχία διάγειν. PRIVATE, Ίδιο*, 3. ιδιωτι- κό*, 3. οικείο*, 3. P. affair or concern, Ίδιον πράγμα, τό : my p. affairs, τά έμά or τά έμαυτοϋ : to manage one's p. affairs, iolo- πραγεΊν. to have some p. end or design, ιδία βούλεσθαί or σκο- πε'ιν τι, or ει* τό 'ίδιον εαυτοϋ συμφέρον άποβλέπειν. Α ρ. audience, ό ιδία χρηματισμό* : to grant a p. audience, ιδία χρη- ματίζειν. ιδία διδόναι λόγον τινί : to have a p. audience, ιδία λόγου τυχεϊν. μόνον έντυγχά- νειν τινί. P. property, 'ίδιον, τό : athg is aby's p. property, 'ίδιον έχει τ'ι* τι. P. life, βίο* ιδιώτη*, ιδιωτικό*, or 'ίδιο*, b, also 'ιδιω- τεία, ή Ίδια διατριβή- To lead a p. life, τά εαυτοϋ πράττειν (ορρ. Ιο τά πολιτικά πράττειν, to be a public man) : a p. teacher or tutor, b ιδία διδάσκων or δι- δασκαλία» ποιούμενο*: a p. pu- pil, b μαθητεύων ιδία τινί: to receive a p. education, ιδία or κατ' οίκον παιδεύεσθαι. PRIVATEER. See Pirate. H A shiphaving letters of Μ ARQUe] Vid. PRIVATION. ΤΪ Act of de- priving] στέρησι* and άποστέ- ρησι*, άψαίρεσι*, η. "U In a passive or intrans. sense] απορία, 77. ένδεια, ή- See WANT. PRIVATIVE, στερητικό*, άποστερητικό*, 3. Comp. Ne- gative. PRIVILEGE, προνομία, η. ποονόμιον, τό. See Preroga- PRI PRO PRO TIVE. To grant a p., προνομ'ιαν διδόναι τινί. συγχωρεΐν εξαίρε- τοι/ τινί τι : whose p. it is, see following Art. PRIVILEGED, προνομ'ιαν έχων, ούσα, ov. προνομία χρώ- μενος, η, οι/, or, better, ω άν η έζαίρετον c. inf., or κύριο? e. inf. If this man alone is p. to err, ει τούτω μόνω έζαίρετον εσται άμαρτάνειν. PRIVITY. With aby's p., συνειδότος τινός : without aby's p., ayvooivTO? τίνος, λάθρα τι- νός. κρύφα τινός, άνευ τινός. PRIVY, adj. f Private] Vid. *U Secret] Vid. The p. parts, τά αίδοΐα. *fl Conscious of] E. g. to be p. to athg, συνειδέναι τι : that is not p. to athg, ασυνείδη- τος, 2 : without the others being p. to it, ασυνειδήτων τοις άλ- λοις. See preceding A rt. PRIVY, s. αφοδος, η, and prps άπόπατος, ή. Ίπνός, 6 (all Aristopk.). άφεδρών, ώνος, 6 (la- ter, Ν. Τ). PRIVY-COUNCILLOR, σύμβουλος εξ απορρήτων (τινί). PRIVY-PURSE, τά'ίδια χρή- ματα. To pay out of one's p., TT(tp' εαυτού διδόναι : to expend athg or defray the cost out of one's p., τά οίκεϊα or ίδια δαπα- νάν. PRIZE, άθλον, τό (awarded for any good and noble deed). άριστεΐον, τό (for valour). Also γίρας, ως, τό. P.'s have been offered, άθλα κείται or πρόκει- ται or εν μέσω κείται : to carry off the first p. in athg, τά πρω- τεία or πρώτα φέρειν or φέρε- σθαί τίνος : to distribute the p.'s in the public games, βραβεύειν : the distributor of such p.'s, βρα- βευτής, οϋ, b : the first, second, third p., τά πρωτεία, δευτερεϊα, PRIZE ESSAY, άγωνιστή- ριον σύγγραμμα, τό. αγώνισμα, τό. PRIZE-FIGHT, άγων, ώνος, 6. άγώι/ισμα, τό. πυγμή, ή (of a pugilist). PRIZE-FIGHTER. See Pu- gilist, πύκτης, ου, 6. A cele- brated p., πυκτικός, b : to be a p., πυκτεύειν. PRO and CON. E. g. to ar- gue p. and c, διαλογικό μενον περί τίνος επισκοπεΐν (Α^.). λέ- γειν έπ' αμφότερα (Thnc.). PROBABILITY. See Like- lihood. P.-s, τά εικότα : in all human p., άνθρωπείως (Τ hue). PROBABLE. See Likely. It is p., εικός γε. εοικε. κινδυ- νεύει, δοκεΐ. $#ρ» These verbs are generally used personally of a person, thus, it seems p. that they — , δοκοΰσιν (c infin.) : does it seem p. to you that — ? δοκεΐ σοι — ; it seems p. you will (= you seem likely to) — , εοικας (c. fit. infin.). PROBABLY, είκότως. ως (461) εοικε. ώδ (τό) εικός, ως εικά- σαι. ως δοκεΐν. κατά τό εικός. Very p., εκ τών ευλόγων. See Perhaps. Crcl. with optat., usu. with particle άν, e.g. you might p. be disappointed in your expec- tation, τάχ άν ψευσθείΐ)ς της ελπίδος : but, some one might p. say &c, or it might p. be re- marked &C, άλλ' εϊττοι tis άν. guP" Also by personal use of εοικέ- ναι, δοκεΐν, κινδυνεύειν, as above, followed by infin. In affirmative ansivers, probably is often κινδυ- νεύει. PROBATION, ττεϊρα, άττό- πειρα, ή. εξέτασις, ή. έξετα- σμός, b. To submit or subject to a p., εξέτασιν or ίξετασμόν or δοκιμασίαν ποιεΐσθαί τίνος, πεΐραν λαμβάνειν or ποιεΐσθαί τίνος: period or time of p., ώσπερ προαγών, ώνος, b : this earthly life is, as it were, the time of our p., ώσπερ πεΐράν τίνα άγομεν τον ενθάδε βίον. PROBATIONARY. E.g. p. year, ενιαυτός της πρωτοπει- ρίας, ο : p. work or task, επι- δεικτικόν έργον, τό. επίδειξις, ή. See Trial, Specimen. PROBATIONER, ptcp. of τον χρόνον της πρωτοπειρίας άγειν. See under Trial and Novice ($%t to which add, πρω- τόπειρος, έ). PROBE, s. μήλη, η. PROBE, V. μηλούν (Hipp.). See g. t. Examine, Explore. PROBING, μήλωσις, ή. PROBITY. See Integrity. PROBLEM, πρόβλημα, τό (and = difficulty. Pol.), πρότα- σις, ή. To set aby a p., πρότα- σιν προτείνειν τιι/ί : it is a diffi- cult p., έργον εστί. PROBLEMATIC, προβλη- ματ-ικός, 3, and -ώδης, ες. άδη- λος, 2. ασαφής, αφανής, ες. αμφισβητήσιμος, 2. It is p. as yet, εν άφανεΐ ετι κείται. PROBOSCIS, προνομή and -αία, ή. προβοσκίς, ίδος, ή. Sts χειρ, χειρός, ή. PROCEDURE (mode of act- ing), πράξις, η. τρόπος, ο. Το observe a certain p., χρησθαι τρόπω τινί. ^* But more usu. not expressed by a separate word, e. g. a just p., δικαιοσύνη, η : a legal p., δίκη, ή. κρίσις, ή. PROCEED. «IT To advance] πρόσω χωρεΐν. εις τό πρόσθεν or είς τοΰμπροσθεν προϊέναι or προχωρεΐν or προβαίνειν. εις τό πρόσθεν κινεΐσθαι (pass., to move on). See to Go on. P. (with your speech) ! λέγε τά μετά ταύτα or τά έξης, or sim- ply λίγε. To p. on the march, πορεύεσθαι επί τό πρόσω or περαιτίρω πορεύεσθαι or προ- ελθεΐν πορευόμενον. *H To pro- ceed agst aby (at law)] καλεί ν (εις δίκην), ύπάγειν τινά, also with addition of εις τό δικαστή- ι ριον, υπό τό δικαστήριον (in α court of justice), διώκειν τινά. λαγχάνειν δίκην τινί (on account of athg, τινός). See ' to bring an Action (agst aby),' 'go to Law,' Prosecute, «fi To proceed fin: a) propr.] See ' to Set out.' β) Fig. : to originate] άρχεσθαι, αρ- χήν λαμβάνειν, γίγι/εσθαι or ύπάρχειν από τίνος. α'ιτίαν έχειν άπό τίνος or εκ τίνος, ηκειν παρά τίνος. Athg p.'s fm me, αίτιο? ειμί τίνος. PROCEEDING. See Proce- dure . *fl Proceedings = doings, acts] Vid. Legal p.'s, see ' to Proceed agst abv.' PROCESS. See Progress. In p. of time, προβαίνοντος τοΰ χρόνου, χρόνω. ξ^ψ• To be in p. of athg is often simply expressed by the pres. and imperf tense, e. g. to be in p. of building ( ς to be being built -1 ), οίκοδομεΐσθαι. % Action, writ (legal tt.)~\ Vid. PROCESSION, m Train marching solemnly] πομπή, πομ- πεία, πόμπευσις, ή. P. to a temple, πρόσοδος, ή : to hold a p., go in a p., πέμπειν or τελεϊν or ποιεΐσθαί πομπήν. προσόδου ποιεΐσθαί : to make p.'s, πομ- πός άγειν : to lead a p., πομ- πεύειν, πομποστολεΐν (the for- mer also = to march in p.) : one that marches in a p., πομπεύς, έως : to march at the head of a p., προπομπεύειν : belonging to a p., πόμπιος, 3 : to go round athg in p., περιοδεύειν. PROCLAIM, κηρύσσειν, ανα- κήρυσσε ιν (by a herald, esply as victor or conqueror), άναγορεύ- ειν, άνειπεΐν. άναδεικνύναι. To p. as emperor, αυτοκράτορα άνα- γορεύειν or άναδεικνύναι τιι/ά : he was p.-d king, άνηγορεύθη or άνερρήθη. To p. as an order of a magistrate or general, παραγ- γελλειν. προτιθεναι (e.g.wi- or διά-ταγμα). προγράφειν (in writing). PROCLAMATION, κήρυξις, άναγόρευσις, άνάρρησις, ή (as act), κήρυγμα, τό (as act). A previous p., προκήρυγμα, τό : to p. in writing, προγραφή, ή. πρόγραμμα, τό : to make p., see the Verb: to forbid by p., άπο- κηρύσσειν μή (c. infin., X.) : to cause p. to be made, προκηρυ- κεύεσθαι (mid., JEschin.) : with- out a previous p., άκηρυκτί. PROCLIVITY. See Incli- nation, Proneness. PROCONSUL, ανθύπατος and έπαρχος, b. To be p., άνθ- υπατεύειν : relating to the p., άνθυπατικός, 3. PROCONSULAR, άνθυπα- τικός, 3. P. province, επαρχία, PROCONSULATE, -SHIP, άνθυπατεία, ή. PROCRASTINATE, αεί h τό αΰριυν άνα-βάλλεσθαί, -τί- θεσθα'ι τι. άναβολάς ποιεΐσθαί τίνος. PRO PRO PRO PROCRASTINATION, ανα- βολή, v. ύπέρθεσις, η : or Crcl. with the Verbs. PROCREATE, ytwav. φυ- τεύειν. See BEGET. PROCREATION, γενεσι?, γέννησι?, η. P. of children, παιδο-γονία, -ποιία, η. PROCREATIVE. See Ge- nerative. PROCTOR. See Procura- tor. PROCUMBENT. See Lying down or along. Prone. PROCURABLE, κτητό?, 3. Easily p., εύπορος, 2. ( PROCURATION, έζουσία, επιτροπή, η, and Crcl. with Verb. See Assignment, 'letter of Attorney.' PROCURATOR, επίτροπο?, b. διοικητή?, ov, 6. To be p., επιτροπεύειν. See ATTORNEY. PROCURE, παρασκευάζειν, ττορί'ζειν (0§* mid. of both verbs, p. for oneself, but the act. also used with ref. to self), εύρίσκειν, έζ- ευρίσκειν (to find out), ετοίμα- ζε ιν (to prepare), εργάζεσθαι (to effect, carry into effect) . παρέχιιν and παρέχεσθαι (to accord), προζενεΐν (to get for aby by one's intervention or agency), σννάγειν (to collect, e. q. forces, δυνά/κις). PROCUREMENT, προζένη- σι?, η, and Crcl. with Verbs. PROCURER, PROCURESS, προαγωγό?, μαστροπό?, b, η. See Pimp and Pander. f PRODIGAL, adj. άφειδή?, is, προίτικόν, 3. To lead a p. life, άσωτεύεσθαι. See LAVISH. PRODIGAL, s. Άσωτο?, b. φιλαυαλώτης, ου, b (PL). PRODIGALITY, άφειδία,ή. πρόεσι?, η. ασωτία, η. PRODIGIOUS. See Enor- mous, Monstrous. PRODIGY, τέρα?, τό. πέ- λωρ, τό (Horn., only of living things). See Monster, Portent, and Wondkr, Marvel, Mira- PRODUCE, v. II Bring for- ward, offer to view] εκφέρειν εί? τό φως. προφέρειν and παρ- έχεσθαι (esply of proofs). Top. witnesses, μάρτυρα? παρίστα- σθαι, παράγειυ, έπάγεσθαι. See Bring forward, Exhibit, Pre- sent. 1 To bring forth] φύειν, εκφΰίΐν,φερειν. γεννάν,τίκτειν. άναδιδόναι (e. g. καρπού?). Of works of industry, S[C, ποιεΐν. απιργά'ζεσθαί,άποδεικνύναι. % To cause] VlD. τίκτειν. πυιεΐν. εργαζεσθαι. To p. an effect, ενίργη Civ α ι : to p. an effect upon aby, Kivtlv, πείθειν (as an ora- tor) : to p. a great effect, πολύ δύυιισθαι or ισχνειν : a good effect on aby, tl or καλώ? οιατι- θέναί τινά : — no effect, ουδέν δύνασθαι. ουδέν ες πλέον ποι- εΐν: to p. a noise, θόρυβον ποι- εΐν and ποιεϊσθαι : to p. a tone or note, φωνεΐν, φθέγγεσθαι. (462) η χει v. "jj To carry forward as a line (math, t.), a wall, 8[C•] προάγε iv. See Extend. PRODUCE, S. άπο-, ανα- φορά, ή. πρόσοδο?, καρπό?, b. κάρπωμα, τό. Also προσόντα, τά. P. of a sale, χρήματα τά "γενόμενα εκ τη? πράαεω? : ρ. of the land, τά φυόμίνα εν τη χωρά or κατά την χώραν. PRODUCT, τό γιγνόμενον εκ τινο?. See Work, Result, and following — PRODUCTION. IT Act of producing] γέννησι?, γένεσι?, η. T| Thing produced] γέννημα, τό. A p. of art, τέχνη? έργον, τό. τέχνημα, τό : p.'s of the intel- lect, τά τη? ενεργεία? αποτελέ- σματα, τά. PRODUCTIVE, γεννητικό?, 3. εύ-, πολύ-καρπος, and -φό- ρο?^. See Fertile, Fruitful. To be p. of athg, φύειν, φέρειν. γεννάν τι. See to Produce. PROEM. See Preface. PROFANATION, βεβηλω- PROFANE, adj. βέβηλο?, 2. ανίερο?, 2. κοινό?, 3 (of places), αμύητο?, 2 (of persons), ανόσιο?, 2. άσεβη?, έ? (impious). ~ΡΚθνΑ~ΝΕ,ν.βεβηλούν.άσε- βεΐν τι or ε'ί? τι (not to reverence), αίσχύνειντι (fig., put to a shame- ful use). PROFANENESS. See Im- piety. PROFESS, επαγγέλλεσθαι (e.g. την άρετήν). 51 To exer- cise, practise] To p. an art, εργά- ζεσθαι τέχνην. άσκεΐν τέχνι\ν. χρησθαι τέχνη. επιτηδεύειν τέχνην τινά : to p. medicine, Ίατρεύειν. επιτηδεύειν την Ίατρικήν. *\ To AVOW, DECLARE publicly] Vid. PROFESSED. See Open, De- clared. A p. (rz declared) ene- my, πολέμιο? αποδεδειγμένο? (propr.). PROFESSION. «H Avowal, declaration] Vid. επαγγελία, η. A p. of faith, ομολογία or επ- αγγελία τη? πίστεως. *\\ Call- ing, known employment] τέχνη, η. εργασία, η. 'έργον, τό. επιτή- δευμα, τό. To follow or have a \).,εχειvor έργάζεσβαι or άσκεΐν τέχνην : to choose one's p., ai- ρεΐσθαι επιτήδευμα or βίον τινά : to embrace the p. of arms, α'ιρεΐσθαι τό στρατιωτικόν. Of what p. is he? τι επιτηδίύει; Of no p. (or, not of the p.), ιδιώ- τη?, ου, b : to be of no p., ίδιω- PROFESSIONAL. Crcl. by the terms under Profession. P. income, μισθό? b ίκ τη? τέχνη? τελούμενο? : p. men, οι τά? τέχνα? εργαζόμενοι. PROFESSOR. Partcp. of επ- αγγέλλεσθαι, έπαγγελίαν ποι- εΐσθαι. U Teacher] διδάσκα- λο?, b (e.g. of law, of theology, των δικαίων, θείων). 4^Γ In mod. Gr. επαγγελματικό? δι- δάσκαλο? and καθηγητή?. An ordinary p., τακτικό? διδάσκα- λο? : a p. extraordinarius, έκτα- κτος διδάσκαλος. The office of a p., διδασκαλία, η : a p.'s fee, δί- δακτρον, τό. PROFESSORIAL, διδασκα- λικό?, 3. PROFESSORSHIP^oaa/ca- λία, η. PROFFER, προτείνειν. See Offer. PROFICIENCY,7rpoK07r»j, ή, but usu. Crcl. with following — PROFICIENT (to be, become), προκοπην ποιεΐσθαί τινο?. επί πλέον ικέσθαι, προελθεΐν, τινο?. έμπείρω? έχειν τινός. To be quite p. in athg, έζεπίστασθαί τι. PROFILE, τό κατά κρότα- φον σχήμα (ορρ. to κατά πλά- τος), also σχήμα κατά γραφην (PL), and κατατομή, η {LTesych.), and prps καταγραφή, η. 0jf° But κατάγραφα, τά, are figures in Perspective {add to that ar- ticle), Lai. obliquag imagines. PROFIT, s. κέρδο?, τό. See Gain, Advantage. P.'s of bu- siness, η πρόσοδος : p.'s made on merchandise sold, επικέρδεια, η. επικίρδιον, το. PROFIT, ν. ώφελεΐν. λνσι- τελε'ιν. See BENEFIT. What does it p. ? τί όφελος (c. in fin.) ; it p.'s nothing, ουδέν όφελος. See Good, Advantage. H (Intr.)] κερδαίνειν εκ or άπό τινο? (by athg). όνασθαί τινο?. ώφελεΤ- σθαι (pass.) εκ τίνος, χρησθαι τινι εις τό καλόν, περιποιεΐ- σθαί τι άπό τινο?. περίεστί μοί τι εκ τινο?. PROFITABLE,K £i >c-a\ £ 'os,3. SeeGAINFUL. όνήσιμος, 2. ωφέ- λιμο?, 2. See Beneficial, Use- ful. PROFITLESS, άκαρπο?, ά- χρηστο?, ασύμφορο?, 2. ανωφε- λή?, έ?. See Useless. PROFLIGACY. See Cor- ruptness, Depravity. PROFLIGATE. See Cor- rupt, Depraved, Dissolute. PROFOUND. See Deep. P. peace, βαθεΐα or πολλιι ειρήνη : f». sleep, βαθύ? 'ύπνο? : p. know- edge, δεινή ζύνεσι?. πολλή εμ- πειρία, η : p. grief, δειν>) or βα- ρύτατη άλγηδών : p. misery, εσχάτη or μεγίστη ταλαιπω- ρία : to observe p. silence, μα- κράν σιγην σιγαν. PROFOUNDNESS. PRO- FUNDITY. See Depth. PROFUSE. See Abundant, Lavish, Wasteful. PROFUSENESS, PROFU- SION, f Abundance] Vid. ^ Wastefulness] Vid. PROGENITOR. See Ances- tor. PROGENY. See Offspring. PROGNOSTIC, προγνωστι- κόν, τό (Ηίρφ.). σημίΐον, τό. PRO PRO PRO σήμα, τό. See g. tt. TOKEN, Omen, Augury. PROGNOSTICATE. See to Forebode, Prophesy. PROGNOSTICATION. TI Prophecy] Vid. TT Prog?iostie] Vid. PROGRAM, 7Γ ρόγραμμα,τό. PROGRESS, s. προκοπή, πρόβασις, πρόοδος, or προχώ- pijais, y. προχώρημα, τό. επί- δοσις, αίίξησι?, y. To make p., προ-βαίνειν, -ιίναι, -έρχεσθαι, -χωρεϊν, -ελαύνειν : — in athg, έπιδιδόναι ε'ίς, επί, or προς τι. έπίδοσιν λαμβάνειν επί τι or εν τινι or κατά τι. προκόπτειν εν τινι or επί τι or προς τι. αΰξάνεσθαι (pss.). αΰξησινλαμ- βάνειν (to increase in extent, cir- cumference, strength, Qc). See Proficient. To make good p., καλώς προχωρεϊν. the affair is making good p., τό πράγμα χω- ρεί : favorable p. (with ref. to an enterprize), εΰπραγία or εΰ- πραξία, y. εύροια των πραγ- μάτων: in or during the p. of athg, προϊόντος τινός (e. g. τον χρόνου, του συμποσίου). See Course; Process. PROGRESS, v. See 'to make Progress.' PROGRESSION, πρόβασις, προέλευσις, προχώρησα, η, and Orel, with Verbs. PROGRESSIVE, άεί, with partcp. of verbs to make pro- gress, e.g. αυξανόμενος, επίδο- σιν ποιούμενος. See GRADUAL. PROHIBIT. See to Forbid, Hinder. P.-d goods, see Con- traband, τά απόρρητα. φ§* But φορτία παρεισκεκομισμένα, τά (— goods introduced by smug- gling). PROHIBITION, άπαγόρευ- μα, τό. άπαγόρευσις, y. To is- sue a p., άποκηρυττειν μη ποι- εϊν τι. PROHIBITORY, απαγορευ- τικός, κωλυτικός, εφεκτικός, 3, and Crcl. ivith Verb. PROJECT, s. γνώμη, βουλή, y. βούλευμα, τό. επιβολή, -η (attempt). See Design, Plan, Purpose. PROJECT, v. TT (Trans.) To cast forward] προβάλλειν. TT To exhibit a form] άπ-εικά- Χ,ειν, -εικονίΧ,ειν. TT To design] έπιβάλλεσθαι (rnid. τι, and c. infin.). See to Design, Plan, Purpose. TT (Intrs.) To jut out] εξ-, προ-, άν-έχειν. προ- κύπτειν (τινός). προτείνειν. ύπερίχειν, επιπροεχειν. P.-ing, εξέχων, ούσα, ον. πρόβολος, 2. προβλής, ητος, 6, η. PROJECTILE. TT Adj.] Ε. g. p. force, η της βολής or ριπής δύναμις. TT As subst.] See MlS- SILE. PROJECTION, TT The act of projecting] By the Verbs. TT In the concrete] πρόβλημα, τό. ιτρόβολόυ τι. (463) PROLEGOMENA. ^Pre- face. PROLIFIC, γόνιμος, 3 and 2. P. virtue, δύναμις γενεσιουρ- γός, y. See Fruitful, Fer- tile. PROLIX, μακρός, περισσός (Ait. περιττός), 3, μακρό-, πε- ρισσο-λόγος, μακρηγορος, 2 (of discourse), διεξοδικός, 3 (Plut., detailed). To he p. in discourse, μακρό-, περισσο-λογεϊν. μακρη- γοριϊν. PROLIXITY, μήκος (λόγου), μακρηγορία, μακρό-, περισσο- λογία, y. PROLOGUE, πρόλογος, ο. προοίμιον, τό. To speak a p., προοιμιάζεσθαι. PROLONG, μηκύνειν, άπο- μηκύνειν. See to LENGTHEN, Extend. To p. one's stay, επι- μετρεί!; Trj μονή : to p. a line, διάγε iv or εκβάλλειν γραμμνν. PROLONGATION. See Lengthening, Extension. PROLUSION.TrjooMiXtTjjtfis, y. προγυμνασία, y. προγύμ- νασμα, τό. προαγών, ώνυς, 6. PROMENADE, περίπατος, 6 (both as place and act of walk- ing), περιπάτησις, η (as act). PROMINENCE. TT A stand- ing out] υπεροχή, ν, and Crcl. with Adj. TT Eminence] Vid. PROMINENT. TT Standing out] Parlcpp. of έξ-, προ-έχειν. επιπόλαιος, 2. See PROJECT- ING, δια-, εκ-πρεπής, επιφα- νής, ες. Paricpp. of δια-, εκ- πρέπειν, διαφέρειν (tiio's). See Eminent and Conspicuous. P. eyes, επιπόλαιοι όφθαλμοί(Χ.) : that has ρ eyes, εξόφθαλμος, 2. PROMISCUOUS, σύμμικτος, 2. φυρτός, 3, and πεφυρμένος, 3. συμ-, (and poet.) παμ-μιγης, ες. μιγάς, άδος, 6, η. επίκοινος, 2 (e. g. επ. μίζις, p. intercourse). A p. crowd, άνθρωποι σύγκλυ- PROMISCUOUSLY. From the Adj., and άναμίξ. φύρδην, χύδην, επίκοινα. See INDISCRI- MINATELY. PROMISE, s. ύπόσχεσις, y. επαγγελία, η (with notion of boasting, or not intending to fulfil the promise), επάγγελμα, τό. ομολογία, εξομολόγησις, -η (as- sent,- agreement), διομολόγησις, y (reciprocal p.). αναδοχή, V (an undertaking). A p. of marriage, εγγύη, -η : to give or make a p., ΰπόσχεσιν or επαγγελίαν ποι- εΐσθαί τινι. See to Promise. To keep one's p., άποδοΰναι την ΰπόσχεσιν or α τις ΰπεσχετο. επιτελεΊν την επαγγελίαν. πράττειν τά καθωμολογημένα: to make a verbal p., ΰπισχυεί- σθαί τι λόγω: — written p., διά γραμμάτων. ΤΙ Hope, ex- pectation] Ε. g. to hold out a p., ελπίδας λέγειν or ποιεϊσθαι : a boy of much p., see Promising. PROMISE, V. ΰπισχηϊαθαι, καθυπισχνεϊσθαι (flap' followed byfut. infin., sts with η μήν pre- fixed, e.g. ΰπεσχετο η μίιν πυι- ήσειν). έπαγγέλλεσθαι and επ- αγγελίαν πυΐίϊσθαι (of ostenta- tious or insincere profession), δμο- λογεϊν, καθομολυγεϊν, εξομολο- γεί ν, also in mid. (to give an as- surance at aby's request), ava- δέχεσθαι, ΰποδέχεσθαι (to un- dertake). To p. for certain, δια- βεβαιοΰσθαι : to p. more than one is able to perform, μείζους ποίίϊσθαι τάς υποσχέσεις ώυ μέλλεις επιτελεΊν. See to EN- GAGE, ' to Pledge oneself.' ΤΪ To give hope] ελπίδα παρέχειν or ΰποτείνειν. To p. to oneself a favorable result of athg, προσ- δέχεσθαί τι άπό τίνος, προσδο- κάν ώφελεϊσθαι εκ τίνος. PROMISING. ΤΙ Aspartcp.] See the Verb. ΤΙ As adj.: that bids fair, hopeful] εΰελπις, ιδος, 6, y. πλείστας ελπίδας or κα- λην την ελπίδα παρέχων, ούσα, ον (sir. tt.). αίσιος, 2, and δεξιός, 3 (of omens, 8[c.). The matter seems p.-ing, καλώς προχωρεί το πράγμα : is the matter p.- ing? is it likely to be p.-ing? ποίαν τινά ελπίδα παρέχει τι ; πώς δοκεϊ εσεσθαί τι ; ^p Of persons, καλην την ελπίδα παρ- έχεται τις (e. g. of a p.-ing youth, &c.). PROMISSORY-NOTE, ζ υγ- γραφή, v. To give or issue a p., ξυγγραφην ποιεΐσθαι. χειρο- γραφεϊν : to pay by a p., ό\α- γράφεσθαι. PROMONTORY, άκρωτή- ριον, τό. άκρα, y. ρίον, τό, and πρών, ώνος, b (poet.). PROMOTE. See to For- ward, to Advance (trs.), and to Elevate, to Prefer, άνύ- τειν. προάγειν. προβιβάζειν. ώφελεΐν. όνινάναι. PROMOTER. Partcpp. of Verb. 6 προάγων, προβιβά'ζων, οντος, συνεργός, b. See to Pro- mote. Also 6 συμπράξας. ο συνεπιβουλεύων (of any crafty design), υπουργών, οΰντος, b. PROMOTION, προαγωγή, y. τό ώφελεΐν (as act), προβίβα- σις,ή. προβιβασμός, δ. αυξησις, επαύξησις, y. ΤΙ Advancement, preferment] προαγωγή, ν- Το receive p., αΰξάνεσθαι (pass.) τιμή. PROMPT, adj. δεξιός, 3. εύ- τρεπής, 2. Also έτοιμος or έτοι- μος, 3. πρόχειρος, 2. ταχύ?, εϊα, ύ. άοκνος, 2. πρόθυμος, 2 (eager), άπροφάσιστος, 2 (not shuffling or making excuses). See Ready, Quick. PROMPT, v. 1 To assist at aloss] ΰποβάλλειν τινι τους λό- γους. P.-d, ΰπόβλητος, 2. ΤΙ ΤΙ To incite, to instigate] Vid. PROMPTER, ΰποβολεύς, έως, 6. To act the part of the p., υποβάλλε iv. PROMPT-ITUDE, -NESS, PRO PRO PRO ταχυτη?, ετοιμοτης, ντος, αοκ- νία, προθυμία, ή. PROMULGATE,7rpoa7op£U- ειν (προειπεϊν). προτιθεναι and άποδεικνύναι. άνακηρύσσειν. PROMULGATOR. Crcl.with verbs in to Promulgate. PROMULGATION, άνακή- ρυζις, ?;. See Publication. PRONE, προνωπής, προπε- τής, ει. See Bent, Inclined. II Impropr.] πρόθυμος, ευ-κατά- φορος, -κινητός, 2. ετοίμων έχων, έχουσα, ε'ίς τι. P. to an- ger, προς όργήν ράδιο?, 3. PRONENESS, επιθυμία, προθυμία, ή. προπέτεια, η. See Inclination, άκραχολία, όζν- θυμία, ή. P. to vice, ευχέρεια πονηρίας, ή : p. to anger, — προς όργήν. PRONG, οδούς, όντος, 6. στόρθυγξ, υγγος, ή (tyne of a deers liorn). Furnished with p.'s, see Pronged. PRONGED^ οδοντωτός, 3. στόρθυγγας έχων, ούσα, ον. Two-p., δικροΰς, δικρόα, δικροϋυ. δίκρανος, 2. δίοζος, 2 : three-p., τριγλώχιν, ινος, ο, ή : four-p., τετοάζοος, 2. PRONOMINAL, άντωνυμι- κός, 3. PRONOUN, αντωνυμία, η. PRONOUNCE. «U To pro- duce a sound by the voice~\ εκ- -φωνεΐν, -φέρειν,-βάλλειν,προ- φερειν, εκφέρειν {το όνομα). ΪΤ To express by words] φθέγ- γεσθαι {utter). άποφαίνεσθαι (e. g. γνώμην, to p. a sentence). See to Declare. PRONUNCIATION (the act or the ability of pronouncing), έκ- φώνησις, ή. φωνή, ή. προφορά, λέζις, -η. A had p., κακοστομία, η : good p., όρθοίπεια, η. PROOF. If The act of prov- ing] άπό -and έν-δειζις, ή. έλεγ- χος, 6. See Demonstration. ^f That by wch athg is proved, the means of proving] δείγμα, έν-, επί-, παρά- δείγμα, το. See Evidence, Sign, Testimony. To adduce or hring forward a p., άπόδειζιν Χέγειν or φέρειν : to allege as a p. in favour of athg, χρήσθαί τινι αποδείξει τιι /os : to afford or furnish a p. that — , επίδειζιν ποιεϊσθαι ότι — : to give p. of athg, άποδεικνύναι τι. άπόδειζιν ποιεΐσθαί τίνος : to give cogent p., εκνικάν (comp. Lot. evincit ratio) : to afford a hetter p. than athg, άξιοτεκμαρ- τότερον εϊυαί τίνος : a p. of it is — , as a p. of it the following may be mentioned, or the fol- lowing may serve as a p., σημεϊον or τεκμήριον δε (τοιούτον) [0§* the subsequent clause being attended by the particle γάρ\ ^j Test, ex- periment] πείρα, απόπειρα, δο- κιμή, 77. To make p. of athg, put athg to the p., πειράσθαι, άπο-, δκι-πειράσθαί τίνος. πεΐ- ραν λαμβάνειν τινός, πεΐραν (464) έχειν τινός (Thuc.). πεΐραν ποι- εϊσθαι ει (Thuc.), εις πεΐραν έρ- χεσθαί (PL) τίνος, βασανίζειν, δοκιμάζειν τι. βασάνω δοΰναί τι : to put aby's courage to the p., πειράσθαί τίνος ει ανδρείος εστίν: to give p., πεΐραν διδό- ναι (specimen sui edere. Thuc.) : to be brought to the p., εις πεΐραν έρχεσθαι (Thuc.). ί[ As adj.] δόκιμος, 2. δεδοκιμασμένος, 3 : to be p., δοκιμάζεσθαι (pass.), δόκιμον είναι, φαίνεσθαι or ευ- ρίσκεσθαι (pSS.). See APPROVED, Tried, ^p P. agst athg requires to be variously expressed, e. g. p. agst money, see Incorruptible : p. agst entreaty, see Unmoved, and generally Impenetrable : p. agst Fire, see Fireproof, PROOF-SHEET, prps δείγ- μα τυπυγράφον, τό. PROP,s. έρεισμα, ύπερεισμα, τό. άντηρίς, ίδος, ν. *\\ Support (propr. and impropr.)] επικου- ρία, f),and επίκουρος, 'Ζ. βοήθεια, 77. έρυμα, τό. παραμυθία, ή [me- taph.). A vine p., οΐνωτρον, τό. χάραξ (Horn, κάμαζ), ακος, 6 and 77. See Support, Stay. PROP, v. (propr.), χάρακα παρατιθέναι (τινί). στηρ'ι'ζειν, ΰποστηρίΧ,ειν. ερείδειν, άπ-, άντ-, ύπ-ερείδειν. χαρακοϋν την αμπελον (of a vine). See to Sup- port. PROPAGATE, γεννάν. φύ- ειν, άναφύειν. To p. his race, εκγόνους έχειν or καταλε'ιπειν. *H To spread, diffuse, extend] δια- διδόναι. σπείρειν, διασπείρειν. διασκεδαννΰναι. διαχεΐν. Το ρ. a report, θρυλεϊν, διαθρυλεΐν, διαθροεΐν, διαφημίζειν, διαδιδό- ναι, σπείρειν λόγον. See to Disseminate. PROPAGATION, διάδοσις, 77. παράδοσις, η. διασπορά, ή. PROPAGATOR, σπορεύς, εως, 6, and Orel, with the Verbs. PROPEL, προ-κινεΐν, -ωθεΐν, -ελαύνειν, -βιβάζειν. PROPENSITY. See Incli- nation, επφρέπεια, εύκατα- φορία, 77. To have a p. to or for athg, ρέπειν or άποκλίνειν προς τι. επιρρεπή or εύκατάφορυν ε~ίναι προς or επί τι. PROPER. See Peculiar, Own. ΤΙ Belonging exclusively to a person or thing, speaking of words] κύριος, 3. A p. name, κύριον όνομα, τό : the p. expres- sion, 77 κυρία προσηγορία : the p. signification of a word, 6 κύ- ριος νους του ονόματος : in the p. signification, κυρίως : to use the p. word, κυριολεκτεΐν, κυ- ριολογεϊν. If Proper to or for (= APT, FIT, Vid.)] προσήκων and Ίκνούμενος (e. g. χρόνος, the p. time). That wch is fit and p., τό προσήκον, τό Ίκνούμενον. U Becominq] VlD. PROPERLY, ιδίως, κυρίως, ο'ικείως. Ίκνουμίνως. προσηκόν- τως, δεόντως. Virtue p. so called, 71 κυρίως αρετή. PROPERTY. H Peculiar quality] τό ίδιον or οίκεϊον. 'ίδιος τρόπος, 6 (of a person), ιδίωμα, τό. ίδιότης, ητος, η (of things). See Nature, Habit, Quality. Or simply by the art. τό, e. g. it is the p. of virtue, τό της αρετής εστί : or the gen. qualitat., e.g. it is the p. of God alone to be in- fallible, θεοϋ μόνον τό άναμάρ- τητον : to have such or such p.'s, τοιούτον είναι. ^J That wch is one's own, goods possessed] κτή- μα, τό. κτησις,ή. 'ίδιον,το. χρή- ματα, τά. ουσία, -η. τά υπάρ- χοντα. It is my p., εμόν or εμαυτού εστίν, εμοι έστιν. υπ- άρχει μοι : I acknowledge athg to be your p., υμών or υμετερον γιγνώσκω είναι τι : to have a good deal of p., to be a man of good p., χρήματα πολλά έχειν or κεκτήσθαι. P. real and per- sonal, ουσία φανερά και αφανής, κτήματα και αγρός (IscB.) : ρ. in kind and money, κτήματα και χρήματα (PL) : to realize one's p. (turn it into money), αφα- νή καταστήσαι την ούσ'ιαν. PROPERTY- TAX, ό από των υπαρχόντων χρημάτων φό- ρος, είσφοοά, ή. PROPHECY, s. προφητεία, μαντεία, χρησμολογία, ή. μάν- τευμα, χρησμυδότημα, μαντεΐ- ον, τό. χρησμός, 6. The gift of p., μαντική, ή. PROPHESY, ν. μαντεύεσθαι. χρήζειν, χρησμωδεΐν. χρησμο- λογεΐν. προφητεύειν. θεσπί- ζειν. άναιρεϊν (only of an oracle, esply of the Delphian). PROPHET, προφήτης, ου, μάντις, εως, 6. χρησμο-λόγος and -δότης, ου, ό. A false p., φευδόμαντις, εως, ό. PROPHETESS, προφητις, ιδος. 77- γυνή μάντις, εως, ή. PROPHETICAL, προφητι- κός, μαντικός, 3. PROPINQUITY. See Near- ness, Affinity. PROPITIATE, Ίλάσκεσθαι, έζιλάσκεσθαι (a deity), εύμενί- ζειν (of men). See to Appease, Conciliate, Reconcile. PROPITIATION, Ιλασμός, εξιλασμός, 6. ϊλασμα, εζίλασ- μα, τό (the propitiatory victim, 4fc), also μειλίχια, τά. To offer for the sake of p., μειλίχια θύ- ειν. See Atonement. PROPITIATOR. Crcl. by the Verbs. PROPITIATORY, ίλασ-τ,ί- ριος, Ίλπστικός, 3. Ίλάσιμος, 2. PROPITIOUS, ϊλεως, 2 (of gods), ευμενής, ες, a?id φιλό- φρων, 2 (of men). To make p., see the Verb: to be p., Ιλασθη- ναι: be p.! ιλάσθητι, and ϊληθι, ϊλαθι. Ίλήκοις (poet.). PROPORTION, s. λόγος, ή. αναλογία, ή. συμμετρία, ή- In p., ανά or κατά λόγον or άνά- PRO PRO PRO λόγος {adj.), 2. $0- Often also by κατά or irpos, c. ace, e. g. in p. to his fortune, κατά την ύπ- άρχουσαν ουσίαν (Tkuc.) : in p. to the size of the town, προς to μεγιθος τή? πόλεως : in p. as — , οσω, followed by τόσω, £[C. "[[ Symmetry] συμμετρία, ή. το 'έμμετρου, συμ-, έμ-μετρότης, ι/το?, ή. Good p., εύαρμοστία, αρμονία, ή : out of p., ασύμμε- τρος : to be out of p., άναρμο- στεϊν. ^J Equality of ratios {math. t.)~] αναλογία, ή. Con- tinued p., ά. συνεχής, V, or "γεω- μετρική {geom. p.) : arithmetic p., ά. αριθμητική, ή. PROPORTION,?;, ανάλογου ποιείσθαι. συμμετρειν τ'ι τινι. άρμό'ζειν τί τινι or τι 7rpos τι. P.-d, ανάλογος, συ/χ-, έμ- μετρο?, 2. αρμόζων, 3. See ' in Proportion.' Well or duly p.-d, εύρυθμος : badly p.-d, άρρυθμος, ' PROPORTIONABLE. See ' in Proportion.' PROPORTIONAL, ανάλο- γος, 2. /See ' in Proportion,' and comp. Comparative, Re- lative. A mean p. (line), μεσό- γραφος γραμμή, ή. μεσόγρα- φου. τό. PROPORTIONATE. ^Adj.] See ' in Proportion.' 1[ Verb] See to Proportion. PROPOSAL, λόγος, 6 {g. t), and partepp. pass, of λέγειν, ΰπόθεσις, ή {X.). See OVER- TURE, and in the sense of public proposals to the legislature, Qc, see Bill, Motion. P. of mar- riage, see Offer. PROPOSE, προτιθέναι. προ- βάΚλειν. είσ-ηγεϊσθαι. προσ-, πάρα-, εισ-φέρειυ. λέγειυ. συμ- βουλεύειν. παραινεΐν. πείθειν. To p. athg to aby, ΰποτιθέναι τιν'ι τι. λόγους προσφέρειν τινι περί τίνος, παραινεϊν τινί τι : to p. aby for an office, προβάλ- λεσθαί τίνα άρχοντα. ΤΙ Το purpose, intend] Vid. ^» To p. to do athg is often translated by using the present tense of a verb, e. g. to p. to crown aby, στε- φαυοϋν τίνα. PROPOSITION. See Pro- posal, λόγος, 6. θέμα, τό. θέσις, ή. αξίωμα and θεώρημα, τό {scientific p.). πρότασις, ή {in logic). PROPOUND. See to Pro- pose. PROPRIETARY, Ιδιόκτη- τος, 2, and Crcl. with the follow- ing — 'PROPRIETOR, κύριος, 6. δεσπότης, ου, 6. 6 κεκτημένος or έχων τι. PROPRIETORSHIP, δεσ- ττοτεία,ή. κράτος, τό. κυριότης, PROPRIETRESS, h κεκτη- μένη Tior έχουσα τι. ή δέσποινα. PROPRIETY, t Right of property] See Proprietorship. (465) U Fitness'] επιτηδειότης, ητος, η. τό δέον, ούτος, τό προσήκον, οντος. ΤΙ Becoming demeanour] τό πρέπον, ούτος, ευπρέπεια, ή. τό κόσμιου. See Decorum. With p., πρεπόντως, προσ- ηκόντως, κόσμω. κοσμίως. δι- καίως. PROROGATION, αναβολή, η. ύττέρθεσις, η. PROROGUE, άναβάλΧεσθαι. υπερτίθεσθαι : to be p.-d, ύπέρ- θεσιν λαμβάνειν or έχειν (Ρο- lyb.). See to Adjourn. PROSAIC. See Prose. % Fig.] ψυχρός, 3. *See Dry, Un- interesting. PROSCRIBE, προγράφειν τιυά. άποκηρύσσειν. έπικηρύσ- σειυ αργυρίου επί τινι {to set a price upon aby's head, Hdt.) and τω ζωγρήσαντι έπ. τι {later), whence a p.-d person, ό έπικη- ρυχθείς. See Outlaw. PROSCRIPTION, προγρα- φή, έπικήμυζις, ή. See OUT- LAWRY. PROSE, πεζός or ψιλός λό- γος, ό. ή άνευ μέτρων λέξις {D. Hal.) : in p., κατα\ογάδ\\ν. πεζώςαηά-η. πεζικώς : to write in p., 7τεξο-, λογο-γραφεΐν. κα- ταλογάδηυ γράφειυ : the art of writing p., λογογραφική, ή : p. writing, λογογραφία, ή. τα δίχα μέτρου και καταλογάδην γε- γραμμένα : a p.-writer, πεζό-, λογο-γράφος, ό. συγγραφεύς, "PROSECUTE. 1 To con- tinue, pursue] Vid. ^f In a legal sense] διώκειυ τινά. επεζιέναι τιυ'ι, about or for athg, tij/os : to p. aby legally, λαγχάυειν δί- κην τιν'ι, for athg, τινός, γρά- φεσθαί τιι/ά τίνος, or γράφεσ- θα'ι τίνα γραφήν. μετέρχεσθαί τίνα. See to Accuse, Impeach, bring an Action. To be p.-d by aby, διώκεσθαι υπό τίνος, δίκην φεύγειν υπό τίνος. PROSECUTION. 1 Pur- suit] Vid. *[} In a legal sense] δίωζις, υπαγωγή, ή. γραφή, ή. See Accusation, Impeach- ment. PROSECUTOR, 6 διώκων, οντος. b γραφόμευος, γραψά- μενος, of aby, τιι/ά. See Ac- cuser and Plaintiff. PROSELYTE, προσήλυτος, ό (Ν. Τ). PROSODIAL, προσωδικός and -ιακός, 3. μετρικός, 3. PROSODY, προσωδία, ή. μετρική, ή. τά μέτρα. PROSPECT, γ View] όψις, απ-, πρό-οψις, ή. See VlEW. Tf Metaph.] ελπίς, ίδος, η. προσ- δοκία, ή. See Expectation, Hope. PROSPER. II (INTRS.)] εύ- τυχεΐν, -πραγείν, -θηνεΐν. ευ or καλώς πράσσειν. καλή τή τύχη χρήσθαι. εύημερεϊν. ευ φέρεσθαι. Το p. as a statesman, ευ πράττειν τά πολιτικά : agri- culture p.-s, ευ φέρεται ή γεωρ- γία. See to Succeed. U (Trs.)] See to make Happy, to Favour. PROSPERITY, εΰ-τυχία, -πραγία, -πραζία, -ημερία,-θη- νία, and poet, -ποτ μία, ή. τύχη καλή or αγαθή. To become in- solent in p., ταΐς τύχαις έζυ- βρίζειυ. PROSPEROUS, "fl Favor- able, successful] ευτυχής, -ές. εύήμερος, 2. καλός, αγαθός, αίσιος, δεζιός, 3. P. condition, εύπραγ'ια, ή : a p. lot, εύμοιρία, ή. % Successful, fortunate (of persons)] ευ-τυχής, -πραγής, ές. ευδαίμων, 2. όλβιος, 3 and 2. καλή τή τύχη χρώμευος. PROSTITUTE, s. προστάς, άδος. πόρνη or πόρνη ευτελής, ή. έργάτις γυνή, ιδος, ή. A com- mon or vile p., χαμαιτύπη, ή : common prostitutes, εταΐραι ερ- γάσιμοι, (σώματι) εργαζόμεναι (Dem., Lot. quaestum corporis fa- cere), αϊ ένιργαζόμεναι {Hdt.). PROSTITUTE, V. καταπορ- νεύειν. προαγωγεύειν. Fig.KaT- αισχύνειν. άτιμοϋν. To p. one- self, προστήναι. πορνεύεσθαι. PROSTITUTION, προαγω- γεία, ή {of aby by another), πορ- νεία, εταιρεία, εταίρησις, ή (har- lotry). Usually Crcl. by the Verb in the prop, and fig. sense. PROSTRATE, adj. 1 Laid low, lying along] Ptcpp. pass, of κατα-βάλλειν, -στορέσαι, and pret. εκτανύειν. εντάδ»/ι/ κείμε- νος. Τ] In humble supplication] Ptcpp. of verbs ΰποπίπτειν {τινί) Ψ {ϊκέτην) προσπίπτειν {τινί or προς τά γόνατα τίνος), προσκυνεϊν {τίνα), προκυλιν- δεΐσθαι (τινι). προπετής, ές {poet). PROSTRATE, υ. To p. aby, and to p. oneself in supplication, see Verbs under Adj. Pros- trate. PROSTRATION, t Act of falling down in supplication] προ- κύλισις, προσκύνησις, ή. προσ- κύνημα, τό {in supplication). ΤΙ Dejection, depression] Vid. P. of one's strength, αδυναμία and -σία, ή. έκλυσις, ή. PROTECT. See to Defend, to GUARD, προίστασθαί, προ- στατεΐν {and εύειν), έπιστατεΐν τίνος, επικουρεϊυ τινί τι. PROTECTION. See De- fence, προστατεία, προστα- σία, ή. αμυυα,ή. πρόβλημα, τό. To need aby's p., επικούρου δεΊ- σθαί τίνος : to implore aby's p., έπικαλεΐσθαί τίνα : to afford iiby γ., προστατεύειν τινός, έπι- κουρίαυ ποιεϊσθα'ι τινι. επικου- ρεϊυ τινι. PROTECTIVE, άμυντήριος, προστατήριος, άλεζητήριος, 2, and Crcl. with the Verb and Subst. PROTECTOR, προστάτης, ου, ό. επίκουρος, βοηθός, ό. έττι- στάτ»)ϊ, ου, b, and Ptcpp. of the Hk PRO PRO PRO Verb. See Defender, Patron (to which add δεσπότης επίκου- ρος, δ. Χ.). PROTEST, S. μαρτυρία, δια- μαρτυρία, ή. ένστασις, ένστα- σία, ή. To enter a p., see to Protest. A p. of a bill, απο- δοκιμασία, ή. PROTEST, v. P. against athg, ίν'ιστασθαί tlvl or προς τι. εναντιοΰσθαί τινι. άνθίστασθαι προς τι. διαμαρτυρεϊν προς τι. ίΐ To affirm strongly, declare so- lemnly (e.g. by the gods)] άπο- μαρτύρεσθαι, έπιμαρτύρεσθαι τού^ θεούς, seq. infin., usually followed by η μην. διϊσχυρισά- μενον λέγειν, βεβαιούν. See AS- SEVERATE. To p. a bill (mer- cant. t.), άπ οδο κ ι μά\ε ιυ συγ- γραφή». PROTESTANT (mod. eccl. t.), 6 (κατά των παπιστών) δια- μαρτυρόμενος. PROTESTANTISM, τά των διαμαρτυρομένων δόγματα. PROTESTATION. See Pro- test. PROTOCOL, αναγραφή, η. υπόμνημα, τό. To draw up or enter into a p., άναγράφειν, ϋπο- γράφειν. > PROTOTYPE, πρωτό-, άρχί-τυπον, τό. See Model, s. PROTRACT. See Draw out, Lengthen, Del a ν, v. παρ-, δι-έλκειν. άπο-, παρα-τείνειν. μηκΰνειν. χρόνιου ποιεΐν. βρα- δύνειν. To be p.-d, χρονίζεσθαι (pass.), μήκος λαμβάνειν, ές μήκος or ες μακρόν έπιτείνεσθαι (pass.). Crcl. with χρόνος δκι- γίγνεταί τινι, e. g. this suit has been p.-d eight years, τη κρίσει ταύτη διαγέγονεν ετη οκτώ. PROTRACTION. Crcl. with Verbs to Protract, and see Delay. PROTRUDE, f (Trans.)] προωθεΐν (to thrust athg onivard). % (INTRANS.)J έξίστασθαι. έξ- έχειν τινός (from athg). See to Project. PROTUBERANCE, άνοίδη- σις, ν (Aristot., tumour), όγκος, δ. όγκωμα, τό. κύρτωμα, κύ- φωμα, τό (= hump). PROTUBERANT, εξέχων, ούσα, ον. See PROJECTING. PROUD, μέγα φρονών, οΰσα, οΰν. μεγαλόφρων, 2. υπερ- ήφανος, 2. To be p. of athg, μέγα φρονεΐν επί τινι. μέγαν α'ίρε- σθαι (pass.) από τινυς. έπαί- ρεσΰαί(ρα88.), άγάλλεσθαί τινι or επί τινι. ΰπερηφανεύεσθαι. ύπερηφανείν : to render p., ίπαί- ρειν. φρονημάτιζε ιν. Comp. Haughty, Arkogant, Pre- sumptuous. U Metaph.] P. flesh, εκφυσις. ή (surqical t.). PROUDLY, from the Adj. To speak p., ΰψηλολογεΐν : to be- have very p., ΰπερηφανεύεσθαι. PROVE, «fi (Trans.) To show, demonstrate] Vid. To p. clearly, διασαφεΐν. έμφανίζειν. @f§» (466) * To prove ' is often implied before a sentence beginning with ότι, ώς, e. g. and to p. that it is as I say, produce the act, οτι δε ούτω ταϋτα έχει, \έγε τό φήφισμα (Dem.) : to p. that what we do is but fair, consider also this, ως δ' εικότα ποιοΰμεν, εννοήσατε και τάδε. ^| To try, test, put to the proof] Vid. U (Intrans.) To be found by experience] άπο- βαίνειν, e.g. worse (men), χεί- ρους ; curable, Ίάσιμον : if they p. impartial, εάν άποβαίνωσιν κοινοί : and εϋρ'ισκεσθαι (pass.), or simply γίγνεσθαι : he p.-s (is p.-d) to have done athg, εξετά- ζεται πεποιηκώς τι. PROVED, ptcpp. of δοκι- μάζεσθαι (pass.), δόκιμος, 2. πιστό'?, 3 (of persons only), γνή- σιος, 3. σαφής, 2. A p.-d friend, φίλος σαφής και πιστός. See Approved. Tried. PROVENDER. See Food, Provision. PROVERB, παροίμιον, 'τό. παροιμία, η. παροιμιαζόμενος λόγος, 6 (poet, αίνος, δ). Το make athg a p., παροιμιάζειν τι : to pass into a p., παροιμιάζεσθαι (pass.) : to use a p., say in a p., πίΐροιμιά'ζεσθαι (mid.) : a p. is taken or derived from athg, η παροιμία είρηται από τίνος : after the p., as the p. has it, κατά τηνπαροιμίαν. ώς λέγομεν παρ- οιμιαζόμενοι. ώς φασι. τό λε- γόμενον. ώς παλαιός φησι λό- γος, τό της παροιμίας, τό τοΰ λόγου : ' like will to like,' or ' birds of a feather, 1 as the p. says, τό λεγόμενον, τό όμοιον όμοιον παρακαλεί (PL), or τό λ., κο- λοιός ποτί κολοιόν ΐζάνει : the p. ' more healthy than Croton,' η παροιμία υγιέστερον Ιίρότωνος λέγουσα. gup The partcp. λέ- γουσα must always be inserted in expressions like this last. PROVERBIAL, παροιμιώ- δης, ες. παροιμιακός, παροι- μιαζόμενος, 3. To make p., παρ- οιμιάζειν : to become p., παροι- μιάζεσθαι (pass.) : a p. expression or saying, παροιμιαζόμενος λό- γος : to use a p. phrase, παροι- μιάζεσθαι (mid.). PROVERBIALLY, κατά την παροιμίαν. παροιμιακώς. To speak or express oneself p., παρ- οιμιάζεσθαι (mid.). PROVIDE, παρασκευάζει», παρέχειν, έπαρκεΐν, πορίζειν (p. athg for aby or aby with athg, τινι τι), χορηγεΐν τινά τινι. εξαρτύειν. See FURNISH, SUP- PLY. To p. oneself with athg, παρασκεύαζε iv εαυτω τι. περι- ποιεϊσθαί τι : I am p.-d with athg, έχω τι. εστί μοί τι. μετ- έχω τινός : to be amply p.-d with athg, εύπορεΐν τίνος : to be p.-d with resources, προευπο- ρεϊσθαι (Dem.) : well p.-d, εύπο- ρος, πόριμος (Thuc), 2 : able to p., πόριμος, 2 (Aristoph.). πορι- στικός, 3: easily p.-d, εύπορος, 2 : to p. for athg, προσκοπεΐν τι, προοραν τίνος, and Att. also προοράσθαί τι. προβουλεύειν τινός or περί τίνος, προνοεϊσθαι περί, υπέρ τίνος : to p. for aby, προνοεΐν, πρόνοιαν ποιεΐσθαί, προβουλεύειν, tivos (to p. for aby's interests), πορίζειν, εΰ- ρίσκειν τινι βίον or τροφήυ. έπιμελεϊσθαι τών τίνος πραγ- μάτων. ΤΙ To provide against] προσκοπεΐν (προσκέφασθαι) : to p. against suffering, προσκο- πεΐν μη παθεΐν (Thuc). Also προοραν τι, or περί τίνος, or μή with subj. or opt. προνοεΐν ($gjt but Att. more usually mid., except ΑΓ.) μή or ώς μή. πρό- νοιαν ποιεΐσθα'ι τίνος or μη γέ- νητα'ι τι. PROVIDED THAT, ην δη- τα. εάνπερ or ήνπερ (icithsul/j.). μόνον ει (ην) or ει (ην) μόνον with indie, optat. (subj.). PROVIDENCE, f Fore- thought and prudence] Vid. ^J Divine providence] πρόνοια, ή. ή θεία επιμέλεια, ή θεία φροντίς. ή θεία μοΐρα. Also θεός, δ. θεοί, οι. τό θεΐον. PROVIDENT, ευλαβής, προ- μηθής, ές. προνοητικός, 3. PROVIDENTIAL. Crcl. with the terms under Provi- dence. PROVINCE. 1 Prop.] επαρ- χία, η (a district under a gover- nor), νομός, 6 (in Egypt), σα- τραπεία, ή (in Persia). A man of the p., επαρχιώτης, ου, δ '. concerning the p., έπαρχικός, 3 : the governor of a p., 'έπαρχος, νομάρχης, ου. νόμαρχος, σα- τράπης, ου, δ : to be the go- vernor of a p., έπάρχειν, σατρα- πεύειν χώρας τινός. PROVINCIAL. f Prop.] επαρχικός, 3. P. dialect, γλώτ- τα, fj. As subst., a p., επαρ- χιώτης, ου, δ : the p.-s (opp. to the capital), ol χωρΐται. % Bus- tic, rude] χωριτικός, 3. αγροι- κος, 2. άγροικικός, άγροιωτικός, μικροπολιτικός, 3. PROVISION, s. % Act of providing] Crcl. ivith verb, "ff Measures, terms] Vid. πρόνοια, η. επιμέλεια, ή. προμήθεια, ή. To make a p. for aby or athg, προ- νοεΐν τίνος, πρόνοιαν ποιεΐσθαί τίνος, έπιμελεϊσθαι (aor. pass.) or έπιμέλειαν ποιεΐσθαί τίνος. ΤΙ Provision and provisions, pro- vender] σΐτος, δ (τά σΐτα). αι- τία, τά. αίτησις, η. επισιτισ- μός, δ. επιτήδεια, τά. Money for p., σιτηρέσιον, τό : suffi- ciency of p., σιτάρκεια, ή, and -αρκία (e. g. μηνός, for a month) : to lay in p., έπισιτίζεσθαι : want of p., σιτόδεια, ή : to be short of p., σιτοδεΐσθαι : p. for a jour- ney, έφόδιον, τό, usu. pi. εφό- δια, τά : to lay in p., έφοδιά- ζεσθαι. PROVISION, v. ατομετρεΐ» PRO τίνα (e. g. δύναμιν, Polyb., to victual a force), σιτοδοτεΐν τί- να, σιτοποιεΐν τινι (JC.) PROVISIONAL. "R Tempo- rary, ad interim] πρόσκαιρος, 2. 6, ή, το μεταξύ or τέως. The p. committee (often, at Athens), oi πρόβουλοι : p. command or government, ή δια μέσου αρχή. PROVISO. See Stipula- tion. PROVOCATION, ερεθισμός, υ (to anger), ερέθισμα, τό. παρ- οξυσμός, δ, and Crcl. with verb to Provoke. See Offence. PROVOCATIVE (to anger), προκλητικός, 3. ερεθιστικό•:, 3. As subst., a p., e. g. of lust, έπι- θύμημα, τό. Crcl. with the verb. PROVOKE, παροξύνει», έρε- θϊζειν. πάθος εμβάλλειν τιν'ι. To p. aby's anger, or p. him to anger, προάγειν τινά επ' όργήν. ερεθίζειν τινά : to p. aby's hatred, καθιστάναι τινά εις μίσος : to feel p.-d that, αγανακτεί ν ει or οτι: to p. aby to athg, or to do athg, παρορμαν τίνα προς τι. παροξύνειν τινά επί τι : to p. aby (by offensive or injurious words or deeds), προσκόπτειν and προσ- κρούειν τιν'ι. άνιάν, δάκνειν τι- νά. See Annoy, Anger. To p. an appetite, έμποιεϊν όρεξίν τινι. επιθήγειν (whet) την όρε- ξίν : to p. hunger or thirst, λι- μόν or πεϊναν εμποιεϊν (τινι). διψήν ποιεΐν. δίψαν παρασκευ- αζεινοΓπαρέχειν : that p.'sthirst, διψώδης, 2. διψητικός, 3. See Excite, Irritate. PROVOKING, οργής άξιος, άγανακτητός, άχθεινός, ανια- ρός, 3. δυσχερής, ες. To be p., δάκνειν. άνιάν. \ύπ\\ν εχειν : it is p. to me, άνιά or λυπεί μέ τι. PROVOST, προστάτης, ου, δ. See President. PROW, πρώρα, v. With p. turned to the enemy, άντίπρω- ρος, 2 : look-out man on the p., πρωράτης, ου, δ : to be — , πρω- ρατεύειν. PROWESS. See Courage, Fortitude. PROWL. See to Prey, to Plunder. PROXIMATE. See Near, Next, Immediate. PROXIMITY. See Near- ness, esply of kindred, αγχι- στεία, ή. PROXY, επίτροπος, δ. επι- τετραμμένος, η, τι. To do athg by p., δι' έτερου πράσσειν τι. PRUDE ψ$° is one of those words for ivhich the Greek has no exact equivalent, because the qua- lity denoted belongs to a different state of manners. The nearest t. may be βαυκός, 3 (delicate, affected), or sts σωφρον-ικός, -ητικός, 3 (used ironically), or prps we may coin έθελυσώφρων. To play the p., βαυκίζειν (deli- cias facere) and θρύπτεσθαι (be (467) PSY coy, bridle up), άκκίζεσθαι (g. t. to be affected). PRUDENCE, το φρόνιμον. φρόνησις, σωφροσύνη, άγχί- νοια, προμήθεια (and poet, -ία), πρόνοια, ή. ευ-βουλία, -λάβεια, -λογιστία, γνώμη, ή. See FORE- THOUGHT, good Sense. PRUDENT, φρόνιμος, 2. σώφρων, ov. εΰβουλος, 2. ευλα- βής, ές. προνοητικός, 3. πρα- νούς, 2. εύΧόγιστος, 2 (all of persons). P. counsel, καλή or υγιής βουλή, ή : p. conduct, ευ- βουλία, ή. φρονίμευμα, τό, and -ευσις, ή (later) : to be p., act like a p. man, σωφρονεϊν, φρονεϊν, φρονιμεύεσθαι : like a p. man, φρονούντως. νουνεχόντως. σω- φρονούντως. See Sensible, Discreet, Cautious, Conside- rate, Provident. PRUDENTLY, from the adj., also εύγνωμόνως. διεσκεμμένως. πεφυλαγμένως. To behave p., see 'to be Prudent.' ΰγιαίνειν. εύλαβεϊσθαι, also ενλαβεία χρή- σθαι. — in athg, εΰλογιστείν προς τι or εν τινι. PRUDENTIAL. Orel, with Prudent, Prudence. PRUDENTIALS. Crcl. with σωφροσύνη περί τον βίον. PRUDERY, βαυκισμός, δ. A piece of p., βαύκισμα, τό. %$ρ See the rem. under Prude. PRUDISH (nearest t), βαυ- κός, 3. (i§up σαυκρός, 3, and σαϋλος, 3, both rr affected or mincing, esply in gait). To be p., βαυκίζειν. θρύπτεσθαι. PRUNE, s. See Plum. PRUNE, κολάζειν (τά δέν- δρα, Theophr.). κλαδεύειν (esply vines). See to Lop, Retrench. PRUNER, δενδροκολάπτης, ου, δ (i. e. tree-cutter). Ptcpp. of verb to Prune. PRUNING. Crcl. with verb to Prune. P.-hook, or p.-knife, κηπουρική μάχαιρα, ή. PRY INTO, έγ- επι-, ύπερ- κύπτειν εις τι. PSALM, ψάλμα, τό. ψαλ- μός, δ (eccl. t.). Saying or sing- ing p.-s, ψαλμολόγος, 2 : to — , ψαλμολογεΐν. PSALMODY, ψαλμ-ωδία, -oλoyίa, ή. PSALTER, ψαλτήριον, τό. \1/αλτήρ, ήρος, δ. ' PSEUDO. ΤΙ In composition] ψευδό-, ψευδ-. gu" The Eng- lish formation is not so extensive as the Greek, nor does it always coincide in meaning: i^wspseudo- graphy in classical Gr. is πλαστο- γραφία, ή, whereas ψ ευδογ ρά- φια denotes false drawing or de- scription. PSHAW ! βαβαί. αίβοΐ (bah). άπέπτυσα. PSYCHOLOGICAL, ψυχο- λογικός, 3 (word of mod. coinage). PSYCHOLOGY, ψυχολο- γία, 3 (of mod. coinage, without classical authority). PUB PTISAN, 7ττισάι>ίΐ, ή. PUBERTY, ήβη, ηλικία, ακ- μή της ηλικίας, or simply ακμή, ή. Of the age of p., εφ-, πρόσ- ηβος, 2 : to reach the age of p., μειρακ-ίζεσθαι, -ιοΰσθαι. εφ- ηβάν. ήβάν. PUBLIC. % Intended for everybody's use, belonging to the stale] κοινός, 3. δημόσιος, 3. πάνδημος, 2. δημοτικός, 3. δη- μοτελής, ές. Also πολιτικός, 3 (of the state). P. money, or the p. treasure, δημόσια or κοινά χρήματα : at the p. expense, δη- μοσία, κοινή, άπό κοινού : to carry on the p. affairs, πράττε ιν τά της πόλεως or τά δημόσια : the p. good, τό κοινόν αγαθόν : to promote the p. good or inte- rest, ώφελεϊν τό κοινόν : to issue a p. notice, &c, προαγορεύειν (προειπεΊν). άναγορεύειν (αν- ' ειπείν), κηρύσσειν (by a herald) : p. life, p. career, or sphere of ac- tion, πολιτεία, ή : to lead a p. life, hold a p. office, hold a p. function, πολιτεύεσθαι: to come forward as a p. man, or in p. life, εις τά πράγματα ε'ισιέναι (Dem.) : to be a p. man, τά πο- λιτικά πράττειν : to be a p. servant, to receive p. pay, δημο- σιεύειν : to perform a p. office, bear a p. burthen, λειτουργείς. See State. H Open] φανερός, 3. εμφανής, 2. τεθρυλημένος, 3 (bruited abroad). To make p., έκφέρειν. φανερόν ποιεϊν. άνα- κηρύττειν. θρυλεΐν, διαθρυλεΐν. ίϊ Stibstantively] The p., δήμος, δ. δημόσιον, τό. κοινόν, τό. άν- θρωποι, οι. θεαταί, οι (the spec- tators in the theatre), or τό θέα- τρον. άκροαταί, oi (the hearers of an orator), or καθήμενοι : the great mass of the p., οι πολλοί, τό πλήθος : to appear before or in the presence of the p., εξιέναι εις τους ανθρώπους or εις τό δημόσιον : to be among or before the p., εν φανερω είναι : to do athg before the eyes of the p., εν φανερω or εν όχλο) ποιεΐν τι : to appear in p., άναστρέ- φεσθαι εν μέσω. εξιέναι (προ- ελθεϊν) εις τό φανερόν, or ε'ις ανθρώπους, or εις τους πολ- λούς : to bring forward in p., ές τό μέσον φέρειν, λέγειν : to be talked of in p., διαδίδοσθαι (pass.), θρυλεΐσθαι, διαθρυλεΊ- "pUBLIC-HOUSE. See Inn, Tavern. PUBLICAN. See Inn- keeper, Landlord. PUBLICATION, δημοσίευ- σις, ή. άνακήρυξις, ή (see PRO- MULGATION), εκδοσις, ή (of a book, S[C.). A literary p. (in the concrete), γράμματα, τά, εκδο- θέντα. PUBLICIST, ptep. of γρά- φειν, συγγράφειν, περί των κοινών δικαίων. PUBLICITY, το φανερόν. Hb.2 PUB PUL PUN πευιφάυεια, η, and Crcl. with adj. or verb. PUBLICLY, δημοσία, φα- νερών, εκ τοϋ φανερού, ευ τω φανερω (e. g. είναι, to be p. knoivn). εις τό φανερόν (e. g. έξιέναι, to become p. knoicn). See under Public. PUBLISH, δημοσιεύειν.προ- αγορεύειν {by a herald), άνακη- ρύσσειν (by placard), πυογρά- ψειν. See to Promulgate and to make Public. To p. a book, εκδιδόναι, εκφέοειν βιβλίου (PL). PUBLISHER, picp. of the verb : p. of a book, βιβλ ιοπώλ ης, ου, 6 (bookseller). ^$* 6 έκδιδούς or διαδίδουν βιβλίου is more suitable to the author or editor. PUCE, φαιόν. όρφνιυος, 3. PUCKER, v. See to Gather, to Wrinkle. PUDDL\ T G. The nearest U. are prps μά"ζα, or φυστή, η, or πολφός, 6. Black-p., αίματϊτις χορδή, η. χόρδευμα, τό : ρ.- time (e. g. in p. -time), ευ καιρώ. PUDDLE, συστάς, άδος, ή. τέλμα, το. ιλύς, ύος, η. PUERILE, παιδαριώδης, μειρακιώδης, ες. See CHILDISH. PUERILITY. See Childish- ness. P.-S, φλναρίαι, ώυ, αι. ληροι, ωυ, οι : to commit p.-s, παίδωυ μηδευ διαφέυειν. PUFF, ν. ψυσάυ. See to Blow. P. up, see to Inflate, if Fig.] To p. up (with pride), άυαφυσάν. εκτυφουν or τυφοϋν τιυα. χαυ- νυϋν (PL), ίκχαυιοϋυ. όγκοΰυ. επικουφίζειυ (poet.) : to be p.-d up (with pride), άυαφνσάσθαι (e.g. bird τοιούτων δη \ό-, ων, JC.). εκτυφοΰσθαι or τυφοΰσθαι (PL), α'ίρεσθαι, επαίρεσθαι. φυ- σάν τάς γνάθους (in pride, Dem.). φρονηαατισθηναι (be- come presumptuous) εκ τιυος and διά τι (Aristot.). επί τιυι (Ρο- lyb.). ΤΙ Puff off, or simply puff '] άλαΧ^ονεύεσθαι -περί τίνος, κομ- πάζειν. κομπεϊν (rare in prose). To puff off oneself, πυργοΰν έαντόυ (poet.). PUFF, s. φΰσα, η. φύσημα, τό. PUFFY. See Inflated. PUG (dog). See Dog. «ft An ape] VlD. P. -nose, σιμή ρις, ή. oiuoTjjs, ?'; (one that has it) : p.- nosed, σιμός, 3. PUGILIST, πύκτης, ου, δ. A good p., πυκτικός, δ : to be a' p., πυκτεύειυ. PUGILISTIC (contest), πυγ- μή, v. To carry on a p. contest, πυκτεύειυ. PUGNACIOUS, μαχητικός, 3. μάχης έπιθυμών, ούσα, οΰυ. πρόθυμος μάχεσθαι or εις χεΐρας ίέναι. See QUARRELSOME. PUGNACITY, επιθυμία μά- t PUISNE (French), μετά-, ίπι-γενής, ές. μεταγενέστερος, 3. Also νεώτερος, 3. (463) PUKE. See to Vomit. PULE, πιπϊζειν (as a chicken) . κνύζεσθαι (as a child or young animal), κλαυθμυρίζειυ and -ιάυ (as a child) . PULL, v. σπαυ. ελκειν. σύ- ρειν. άγειν. To p. an oar — to τοπ,έρέσσειυ,κωπηλατε'ϊυ,έλαύ- υειυ or τ?7 κώπ-η ελαύνειν τίιν ναΰν. εμβάλλειν κώπη : to ρ. on sbore, προσορμιζειν την ναΰν : to p. backwards, πρύμναυ κρούειν (i. e. to back-icater) : to p. and let go again (as a string. ί-, χεδυοπ-ώδης, ες : to eat p., όσπριοφαγεϊν : a dealer in p., δσπριοπώλης, ου, δ. See Bean. Pea, Tare, Yetch. PULVERIZE, λειοτριβεΐν. λειονν. P.-d, λειοτριβής, ές. PUMICE-STONE, κίσηρις, εως, η. To smooth with p., κι- σηρίζειν, κατακισηρίζειν : like or of the nature of. p., κισηροει- δής. PUMP, s. g®» Unknown to the ancients : the purpose was an- swered by ijistruments for baling, αντλος, δ (esply of a ship), άυτ- λητήριον, τό (athg to draw wa- ter), and by hydraulic machines such as κηλώνειου, τό, and κή- λων, ωνος, δ (a machine for rainng water from a well), κοχ- λίας, ου (αιγυπτιακός), δ (a spi- ral enqine for raising water). PUMP, v. άντλεϊν (to bale). PUMPION, PUMPKIN. See Gourd. PUN, s. τό της λέξεως παΐγ- μα. παρονομασία, ή (Lat. anno- minatio). παραγραμματισμός, δ (a putting one letter for another, esply in names ; also called σκώμ- μα παρά γράμμα, Aristot.). PUN, V. παραγραμματίζειν (esply in aby's name, by substitut- ing one letter for another. See Lidd. Sc. Lex.). PUNCH. % An instrument for boring, 8rcJ\ τέυετρου, κευ- τητήριον, τό. See Awl. ^[ (Vulg.) A knock] Vid. U A buffoon] VlD. PUNCH. See Pierce. ^ (Vulg.) To knock] Vid. PUNCTILIO, e.g. to stand upon p.'s (see next art.). PUN PUR PUR PUNCTILIOUS (see Exact, Nick, Precise), ακριβολόγος, 6, ή. To be p., περί στενών άκριβολογεΐσθαι. PUNCTUAL, ακριβή*, 'επι- μελής, ές. διΐ)κριβωμένος, 3. Also κατά χρόνου ρητόν. εν καιρώ, προς καιρόν. PUNCTUALITY, ακρίβεια, ■η. επιμέλεια, ή. PUNCTUATE, στίζειν, δια- στ'ιζειν. PUNCTUATION, στίξις, διάστιξις, ή. PUNCTURE, s. δήξι*, ή. See Prtpic *? PUNCTURE, v. &e Prick, v. PUNGENCY, δριμύτη*, όξύτη*, ητο*, h. See Poignan- cy. ^ PUNGENT, δηκτικό*, 3. οξύ*, δριμύς, εϊα, ύ. iSfeeBlTING, Poignant, Sharp. PUNISH, επιτιθέναι δίκην τινί. δίκην or τιμωρίαν λαμ- βάνειν παρά τίνος, ζημιοΰν τί- να, τιμωρεϊσθαί τίνα and κό- λαζε ιν τινά (esply with corporal chastisement). To p. aby severely, κολάζειν τινά ταϊς έσχάταις τιμωρίαις : to p. aby in purse or money (see Fine, Mulct) : to p. aby with death, θανάτω ζη- μιοΰν τίνα. PUNISHABLE, ζημίας or τιμωρίας άξιος, 3. τιμωρητέος, κολαστέος, 3. PUNISHMENT. ί[ Act of punishing] ζημίωσις, κόλασις, ή. κολασμός, 6. ^[ The pain in- flicted] δίκη, ποινή, η (for trans- gression of a law), and poet, a- ποινα,τά. κόλασις, τιμωρία, η (in person), ζημία, η (esply fine). Also τιμή, η, and τίμημα, τό. πρόστιμον, έπι-τίμιον, and -τί- μημα, τό (esply penalty inflicted by a judge) ; likewise επιβολή, and poet, θωή, η. See Fine, Mulct. To suffer p., δίκην δι- δόναι or ΰπέχειν (at aby's bands) τινί : liable to p., υπέγγυος, επιζήμιος, 2 : what p. have I deserved ? τί άξιος είμι παθεΐν η άποτϊσαι ; — Phrases of Attic law : To estimate (as judge) the amount of p. due to the criminal, τιμάν (Lat. litem aestiniare), e.<7. την βλάβην, την άξίαν της βλάβης, ό,τι δει πάσχειν τον ήττηθέντα (all PL) : to lay the p. at so and so {as accuser), τι- μάσθαί (mid.)- τινί \δίκην] τί- νος, e.g. φυγής, θανάτου, κτλ. : to lay the p. at a less rate (as ac- cused in reply to the prosecutor), άντιτιμάσθαι (PL), and prps νποτιμάσθαι (X.). PUNNING. See Pun. PUNSTER. Crcl. with Pun. PUNT. Seeg.t. Boat, πλοϊον κοντωτόν, τό (Diod., a barge propelled by a cont). PUNTING-POLE, κοντός, δ. PUNY. See Small, Weak. PUP, s. See Puppy. PUP, v. τίκτειν (g. t.). (469) PUPIL. H Ward] Vid. 1 Scholar] παίδευμα, τό (poet, and PL), μαθητής, φοιτητής, οϋ, 6, and ptcpp. of προσφοιταν τινι (to be aby's p.). φοιτάν πρό* or ως τίνα (in athg, επί τινι), or εις τίνος (sc. διδασκαλεΐυν). πλη- σιάζειν τινί. δμιλεϊν, σννεΊναί τινι : to offer to take p/s, adver- tise for p.'s, επαγγέλλεσθαι δι- δάσκαλον είναι τίνος. % Apple of the eye] κόρη, ή. γλήνη, ή. λογόδες, αϊ, is poet, (whites and also p."s of eyes). ^ PUPILAGE. ( H Minority] άνηβος ηλικία, η. ^J State of a learner] μαθητεία, η. See Ap- prenticeship. PUPPET, νευρόσπαστον, τό (as used by Lat. ivriters, e. g. ap. Gell. 14, 1, § 23). κόρη, ή (PL), άγαλμα, τό. άγαλμάτιον, τό (all = pupa, doll, Vid.). A mere p. (ironically), άνδριάς, άντος, δ (Dem.). PUPPET-SHOW, νευρό- στταστα,τά. σκηνή, ή,ΟΙ'πήγμα, τό, των νευροσπαστών. The actor or exhibitor of a p., νευρο- σπάστης, ου, δ. PUPPY, σκύλαξ, δ, but most zisu.ii. σκυλάκιον, and poet, σκυ- λάκευμα, τό. κύνισκος, δ. κυ- νίσκη, 77 (bitch-p.). Belonging to a p., σκυλάκειος, 3 : like a p., σκυλακώδης, ες. PURBLIND, άμβλυωπός, 2, and -ής, -ες (dim-sighted). To be p., άμβλυώσσειν. PURCHASE, v. &e to Buy. PURCHASE, s. ώνή, v. άγο- ρασμός, δ. To make a p., άρ- γυρίω κτήσασθαι or ωνή προσ- λαμβάνειν. U The thing pur- chased. See Goods. PURCHASEABLE, ωνιος, ώνητός, 3. PURCHASER, ώνητής, οΰ, δ. Ptcpp, of verbs to Buy. PURE. H Prop, a) Free fin stain, spots, or blemish (see CLEAN)] καθαρός, 3. φαιδρός, 3. To make p., see Purify, Cleanse. To be p., καθαρεύειν (fin athg) τινός. % β) Free fin extrinsic admixture] καθαρός, 3. ακέραιος, ακήρατος, άκρατος, 2. ακραιφνής, ειλικρινής, ες. Ρ. water, άκήρατον 'ύδωρ : p. wine, άκρατος and ζωρός οίνος : ρ. gold, καθαρός or ακήρατος χρυ- σός. % (Fig.) : free fm offense or fault] καθαρός, 3. ευκρινής, ειλι- κρινής, ες: p. language, ευκρινής λόγος : p. (of style), καθάριος, 2. f[ (Metaph. ) : freefm moral stain or blemish, i. e. undefiled] αγνός, 3. άκακος, 2. 'όσιος, παρθένιος, 3. P. friendship, φιλία αγνή : a p. virgin, παρθένος ακήρατος or αγνή : to be p., άγνεύειν : to lead a p. life, δσίως ζην : to keep oneself p. fm athg, καθαρεύειν τινός or άπό τίνος : to have led one's whole life p. fm such doings, τον βίον όλον ήγνευκέναι των τοιούτων επιτηδευμάτων (PL). PURENESS. See Purity. PURGATION. See Cleans- ing, Purging. PURGATIVE, adj. καθαρτι- κός, 3, and καθάρσιος, 2. ελα- τήριος, 3. ΰπαγωγός, 2. PURGATIVE (as subst.), ε λ ατηριον, καυαρτικον, καΌαρ- σιον, έκκριτικον, ύπηΧατον (φάρμακον), τό. συρμαία, ή (ρ. or emetic, esply used by the Egyp- tians : to take such, συρμαί- ζειν : one who sells such, συρ- μαιοπώλης, ου, δ). PURGATORY. φ5» The doctrine of purgatory being only Romish, the Greeks have no word to express it: prps άγνιστήριον, καθαριστήριου, τό, or, with ex- plication, τόπο* τι* εν αδου όπου φασϊν οι παπισται τά* των πιστών φυχά* διά πυρός καθαίρεσθαι. PURGE. See to Cleanse, to Clear, to Purify. To p. one- self fm sins of negligence, άφ- οσιοΰσθαι (mid.) : to p. the land (e. g. of monsters), καθαίρειν γήν. "H In a medical sense] το- ράττειν, ελαύνειν, λαπάζειν, or λαπάττειν, ύπάγειν, ΰποκενοΰν την κοιλίαν or γαστέρα. Το ρ. violently, υπερινΰν : p.-d vio- lently, ΰπέρινος, 2. PURGING. See Purgation. κάθαρσις, άποκάθαρσις, υπαγω- γή (τη* κοιλίας), έκκόπρωσις (Hipp.), ή : violent p., ύπερίνη- σις, ν- _ PURIFICATION, καθαρμό?, ό. κάθαρσις, άποκάθαρσις, ή. άγνισμό*. άφαγνισμός, δ. άγ- νεία, ή. An offering of p., κα- θαρμός, δ. άγνιστήριον, τό '. a means of p., καθαρτήριον, τό. άγνισμα, τό. άγνευτήριον, τό. PURIFIER. Orel, with verbs in to Purify. PURIFY. See Cleanse, κα- θαίρειν, άποκαθαίρειν, καθαρόν ποιεϊν (from athg), τίνος, ε'ιλι- κρινεΐν. To p. fm crime, &c., άγνίζειν. άφοσιοΰν : to p. a place by sacrifices, άγνίζειν, άφ- αγνίζειν : of p.-iug properties or effects, καθάρσιος, καθαρτι- κός, 3. PURIST prps may be expressed by καθαρύλλος, δ, η (a comic word, which however seems not to be applied to persons). PURITAN (eccl. hist.), ol κα- θαροί λεγόμενοι, when used as reproach, e. g. οι περί τά θεία έμμ,ανως Ίδιογνωμονοΰντες, και θρησκείας διηκριβωμένης άντι- ποιούμενοι. PURITANICAL. Crcl. with Subst. PURITY^ καθαρότης, ητο*, η. το καθαρόν. P. of soul, εΐλί- κρίνεια, h '■ from sins, άγνότη*, ητο*. τό άγνόν. άγνεία, ή. Ρ. of style, τό καθάριον or ή καθα- ριστή*, ητο* (της λέξεως). PURL, φ ι θ ι/ρίξει ν. κελαρύ- ζειν. ήρεμα φοφείν. PUR PUR PUT PURLOIN. See to Pilfer, Steal. PURPLE, πορφύρα, fj (the p. fish, the p. dye, the colour p. ; and in pi. p. clothes). As adj. πορ- φυρέος, ούς, 3 (dark red). Dyed with \>.,πορφυροβαφής, ές. πορ- φυρόβαπτος, 2, also άλουργός, 2, and later 3, but better Att. άλουργής, ές (genuine p., opp. to imitations) : like p., πορφυροει- δής, ες. πορφυρίτης, ου, b. πορ- φυρΐτις, ιδος, η : having a p. tinge, ίπιπόρφυρος,2(ΤΙΐ€ορΙι?:): to have it, έπιπορφυρίζειν and πορφυρίζειν (to be purplish) : to make p., to dye p., πορφυρούν. a p. rote, cover, or tapestry, πορ- φυρίς, άλουργίς, ίδος, ή : co- vered with p. hangings or tapestry, πορφυρόστρωτος, 2 : one that dyes in p. or a p. dyer, πορφυ- ρεύς, ε'(ι)5, 6. πουφυροβάφος, 6 : a place of p. dyeing, πορφυρο- βαφεΖον, τό. πορφύρειον, τό : a dealer in p., πορφυρό-, άλουρ- γο-πώλης, ου, 6 : the trade of a dealer in p., πορφυρό-, άλουργο- πωλική, 77 : bordered or trimmed with p. stripes, παραλουργής, is: the p. (fish), πορφύρα, ή, also κογχύλη, κάλχη, -η : one occu- pied in catching the p. (fish), πορφυρεύς, πορφυρευτής, οΰ, b\: to fish for p., be a p. fisher, πορ- φυρεύειν. ipsp For otlier coin- pounds ivith πορφυρό-, see the Or. Enq. Lex. PURPORT, s. υπόθεσα, η (the subject-matter), δύναμις, ή (effect, meaning), τα εγγεγραμ- μένα (contents). The p. of the letter was the following, ενεγέ- γραπτο, or ε'ίρητο τάδε εν ttj επιστολή. See Effect, Te no ur, and comp. Import, s. PURPORT, v. Crcl. e.g. this letter p.'s to be, εστίν ή 'επιστο- λή, «is έγγέγραπται. PURPOSE, s. προαίρεση, επίνοια, γνώμη, η. See INTEN- TION, Design, σκοπός, 6. See Aim. τέλος, τό (end). To ac- complish one's p., επί τό τέλος άφικνεΐσβαι της πράξεως, δια- πράττεσθαι ά βούλεται : not to accomplish one's p., άμαρτάνειν της γνώαης. άποτυγχάνειν, or άμαρτάνειν, or άτυχείν ων τις βούλεται. άπρακτεϊν : my ρ. is — , προήρημαι. την γνώμην ποιούμαι : your infirmity of p., το υμετερον ασθενές της γνώμης (Time) : for or with what p. ? έπι τ'ινι or επί τω ; τ'ι βουλόμενος, ίνη, ενόν ; for that p., επί τούτω, επί τοϋτο : for the p. of — , επί τω (with infin.). όπως (with subj. and optat.) : to some good p., πρυυργου. ωφέλιμος, επιτή- δειος, χρήσιμος, 2. προσ-, καθ- νκων, ούσα, ον : to no p., μά- ταιος, 3. άν επιτήδειος, 2: labour to no p., άνήνυτος πόνος : on p., see Purposely. That is done on p., προαιρετός, 3. εκούσιος, 3. επιτηδευτός, 3 : that is no- (470) thing to the p., οΰδεν προς έργον or 'έπος (or Αιόνυσον, prov.), also πάρεργα ταύτα : to speak to the p., προσφυώς λέγειν (Hdt.). PURPOSE, v. επινοείν. δια- νοεΐσθαι. ένθυμέΐσθαι. μελε- ταν. παρασκευά\εσθαι. γνώμην ποιεϊσθαι, βούλεσθαι. μέλλειν (seq. infin.). See to Design, In- tend. PURPOSELY, επίτηδες, έξεπίτηδες. έθελοντί. εκοντί. εκουσίως, εκ προαιρέσεως, κατά προαίρεσιν. από, εκ προνοίας, εκών,οΰσα,όν. εκών είναι, γνώμη and έκ προθέσεως. To do athg p., βουλευσάμενον or επιθέμε- νον πράττειν τι. PURR (as a cat), g. it. τρύ- ζειν, μύζειν. (§^> The Gr. has no distinctive words for the pe- culiar sounds of this animal, see Mew.) PURSE, βαλάντιον, τό. άρ- γυροθι'ικη, ή. σακκίον χρημά- των, τό. One's private p., τά ίδια χρήματα : to give or spend out of one's p., παρ' εαυτού or εκ των ιδίων διδόναι : to defray the cost out of one's own or pri- vate p., τά οικεία or 'ίδια δα- πανάν. PURSINESS, πνεύματος κο- λοβότης, ητος, ή (and from the adj.). PURSLANE, άνδράκλη and -X>»h ν- -Also άνδραχλος and -χι /os, η (Tlieophr.). PURSUANCE. Orel, ivith the Verbs. In p. of athg, ακολούθως τινί. See According to. PURSUANT TO. See Pur- suance. PURSUE, διώκειν, κατά-, επι-, εκ-, μετά-, προ-διώκειν, μετιέναι (-έρχεσθαι), τινά and τι. επεσθαί τινι. επακολου- θεϊν τινι. εγκεϊσθαι and επι- κεΐσθαί τινι. ■[[ To prosecute, carry on, continue] άνύτειν. εξ-, διανύτειν or -άνύειν. To p. his work, διατελεΐν περί τό 'έργον : his project, εμμένειν τγ προαι- ρέσει : his way, πορεύεσθαι επί τό πρόσω or περαιτέρω. ^J Το pursue the study of athg] σπου- δά"ζειν περί τι. μεταχειρίζε- σθαί τι. PURSUER, διώκτης, ου, 6. 6 διώκων, καταδιώκων, οντος. PURSUIT, δίωξις, ή. διωγ- μός, 6. A further p., επιδίωξις, ή : in the p. of the lion, διώκων λέοντα. See Chase.. To carry on the p., see to Pursue. To go too far in p., προδιώκειν : to join in p., συνδιώκειν. 1J Occu- pation] VlD. διατριβή, η. επι- τήδευμα, τό. See Study. Li- terary p.'s, 77 περί των γραμ- μάτων σπουδή (see Study, s.) : one given to literary p.'s, b των γραμμάτων επιμέΚειαν ποιού- μενος : to devote onself (or one's time) to philosophical p.'s, σπου- δάζειν περί την φιλοσοφ'ιαν. PURSY, κολοβός του πνεύ• ματος. πνευματώδης, ες (ASTH- MATIC, Vid., also = flatulent, Hipp.), δύσπνοος, 2, and δυσ- πνοικός, 3. πνευατιών. πνεΰμ' έχων άνω. PURTENANCE. See Ap- purtenance. PURULENT, πυοειδής, is. εμπυος, 2, and see under Pus. PURVEY, όάωνεΐν. PURVEYOR, όφώνης,ου, 6. PUS, πύον and πΰος, τό. See Matter. To promote or assist the formation of p., πυοποιέΐν, άποπυΐσκειν. ελκοϋν. πυεΐν. πυοΰν : that promoting the for- mation of p., 7ruoTrotos, 2. See Suppurate. PUSH, v. ώθεϊν. ελαύνειν. ράσσειν, e. g. τινά εις τον βόρ- βορυν (aby into the mire, Dem.). See Thrust, Shove. To p. (one's way) through a crowd. See to Force, to Press. To p. on = advance, προελαύνειν : to p. away, διωθεϊν : to p. fm oneself, διωθείσθαι (mid.) : they kept p.-ing off each other with conts, διωθούντο κόντοις (Th.) : to p. off from land, άνωθείν and ώθεΐν παρέξ (both Horn.) : to p. about, διωθίζειν : to p. about the wine- cup, περιελαύνειν τάς κύλικας (Χ.), περισοβεΐν ποτήριον (Me- nand.) : to p. together, p. in to- gether, συνωθεϊν: to p. matters on, ώθεϊν τά πράγματα (Hdt.) : to p. things too far, ύπερβάλλειν τό μέτριον. See to Urge, Press, Impel, Propel. PUSH, S. ώσμός, 6. ωσις, h (of any bodily contact). To give aby a p., ώθεϊν : to make a p., ϊ σχυρίζε σθαι (to exert one^s power) or όΊατείΐΈσϋαι (to strive ardent- ly) : the enemy is making a p., ol πολέμιοι επίκεινται. PUSILLANIMITY, μικρό- φυχία, -θυμ'ια, η. See COWARD- ICE. PUSILLANIMOUS, μικρό- ψυχος, -θυμός, 2. To be p., μικρο-ψυχεΐν, -θυμεϊν. ταπει- νοφρονεΐν. See Cowardly. PUSTULE, φλύκταινα, η (g. t. for rising on skin whether as blister or eruption), φλυκταινίς, ιδος, η, and dim. -ίδιον, τό : also• φλυκτίς, ίδος, ή. A large p. (or pimple), όλο-φλυκτίς, ίδος, or -φυγδών, όνος, ή : to get or have p.'s, φλυκταινυΰσθαι : an erup- tion of p.'s, φλυκταίνιοσις, η : covered with p.'s, see following. PUSTULOUS, φλνκταινο- ειδής, ες, and -ώδης, ες. PUT, τιθέναι. ίστάναι. βάλ- λειν. See Set, Lay, Place. ^p When it lakes its object under government of a preposition, a compound is often used : often also a verb of specific meaning is used in preference to the general notion. Thus, to p. athg in or into athg (or aby), έντιθίναι, έμβάλλειν τι τινι : to put athg on athg (as PUT PUT PYR e. g. hat on head), περιτιθεναι τι τινι (see P. on) : (as a hettle on the fire), τιθει/«ι τι (υπέρ τίνος) or υπερτιθέναι τί τίνος : to p. athg to athg (e. g. flute to lips), προσ-φέρειν or -βάλλειν τί τι- νι. See to Apply. To p. a ques- tion to aby, προ-τιθέναι, -βάλ- λειν τί Tivt. See to Propose. To p. the case. See to Suppose. To p. athg on board ship, εΐσ- βάλλειν (είς την ναΰν) : to p. aby on board. See to Embark. To p. into (e. g. a chariot), έμ- βιβαζειν : (as plants into the ground), έμφυτεΰειν. έμπηγνύ- vcu : (as seed), ένσπείρειν τί τινι : to p. athg under athg or aby, υπο-τιθίναι, -βάλλειν and (as e. g. a carpet under one's feet) -στρωννύναι τί τινι : to put aby or athg under = in subjection to, Vid., and to Subject : to p. aby over = in command of, Vid. To p. to sea, άνάγεσθαι : — into port, κατάγεσθαΐ, κατάγειν, or προσ-έγειν, or -σχεϊν την vuvv. ΰρμίζεσθαι. καταίρειν. $W For a vast number of phrases with substt. often under government of the prepositions in, to, S[C, the rendering must be sought under the several substt., e. g. to p. in fear, in mind, in practice, in a passion, in order, in prison, in print, in hand, in motion ; to p. to shame, to the blush, to dkath, to the hazard, to the vote ; to p. into aby's hands, mind, or head ; to p. at the head, out of hand ; to p. an end (or stop), to p. one's trust in, to p. a construction upon. — To p. aby on his mettle, παρ- ορμάν τίνα : to be hard p. to athg, μοχβεϊν or πράγματα έχειν υπέρ τίνος, περί τι : to p. aby (hard) to it, είς άπορίαν κατα- βάλλειν τινά (PL), see Distress, Perplex, Press (hard), and Shifts. PUT ABOUT, εις τουμπαλιν στρέφεσθαι, άναστρέφεσθαι. PUT aside. See Put by. PUT AWAY, άπο-, μετα-τιθέ- ναι. μεθιστάναι. See REMOVE, Dismiss. To p. away one's wife, see to Divorce. PUT BACK, αύθις τιθέναι, κατά-, άπο-τιθέναι. See to RE- PLACE, άττο-, παρα-κινεϊν (cause to recede). See Repel, Reject. To p. further back, εις τουπίσω αγειν, καθιστάναι : to p. back (a ship) to a place, πάλιν άν- άγεσθαι εϊς τίνα τόπον, πάλιν άπι>πλεΐν. PUT BY, άποτιθέναι, παρα- τίθεται (p. on one side), άπο-, παρα-κινεϊν. μεθιέναι (throiv aside). To p. by (sparry) a thrust, παρακρούεσθαι (mid.). άποτίθεσθαι (as savings, see Lay by)• PUT DOWN, κατά-, άπο-, τιθέναι, καθιέναι καταβάλλειν (to p. down in a place and leave (471) there). To p. down in an ac- count, εγγράφειν : money in payment, καταβάλλειν. «ft To suppress] παύειν, καταπαύειν. IT To depose (from rule, φ?.)] Vid. To p. down a speaker, κατα- σιωπαν, -σιγάζειν τινά. PUT FORTH, έκ-,προ-τιθέναι. έκτείνειν (reach out). To p. forth one's strength, see Exert. To p. forth (as buds, S[C.\, φύειν : to p. forth a book, see to Edit, Publish. PUT FORWARD, προτιθέναι, προτείνειν (as pretext) , and π po- ϊστάναι, προ-έχεσθαι, -βάλλε- σθαι, mid. (as screen or defence), -ιστασθαι (as screen or pretext), τί τίΐ /os. See Advance, Al- lege. PUT IN, καταβάλλειν (e. g. seed, σπέρμα), "ft To mterpose] To p. in a word for aby, παρ- αιτεϊσθαι : to p. in bail for aby, καθιστάναι, or παρέχειν, or προσάγειν έγγυητην, or πιστά παρέχειν, υπέρ τίνος, διεγγυαν τίνα. *ff To give one's name as candidate for a place~\ παραγ- γέλλειν τι (e. g. την ΰπατείαν, the consulship) . σπουδαρχεϊν. See Canvass, Candidate, and Try for. PUT off (as a garment), άπο-, εκ-δύεσθαί τι : (a ship), άν- άγεσθαι. εκπλεΐν. To p. off athg to another time, see Defer, Postpone. To p. aby off with vain hopes, κεναΐς ελπίσι βουκο- λεϊν τίνα : I am not to be p. off with that, ου μοι έζαρκεΐ ταϋτα. PUT ON (a garment), ενδΰ- εσθαί, περιβάλλεσθαί, άμφιέν- νυσθαί, άμπισχνεϊσθαί τι (on oneself), ένδύειν, άμφιεννύναι, άμπέχειν τιι/ά τι and περι- βάλλειν, -τιθέναι τινι τι (on another). To p. on one's shoes, ΰποδεϊσθαι : to p. on one's sword, see Gird. To p. on a tax, see to Impose. To p. on a grave face, σπουδαίων ιστάναι τό πρόσωπον, see to Assume. PUT OUT, ( έκτιθέναι, έκβάλ- λειν, ποιεΐν εζω (cast out). To p. out from port to sea, άνάγε- σθαι, λύειν or άπαίρειν την ναΰν: to p. out a flag or signal, α'ίρειν τά σημεία : to p. out aby's eyes, έζορύττειν (εκκόπτειν, εκ- κεντεϊν) τους οφθαλμούς τινι : to p. out one's child to be taught, διδάσκεσθαι παϊδα : to p. out money on interest, επί τοκω δά- νειζε ιν, see Interest : to p. out (a book), see Edit, Publish. To p. out (of one's self-possession), see to Disconcert, ταράσσειν, θορυβεϊν τίνα : that I mayn't be p. out, 'ίνα μη διαπορωμαι : to p. out (a fire), σβεννύναι, see to Extinguish. To p. out of joint, διαστρέφειν. έζαρθροΰν, see to Dislocate. PUT to (as horses to a chariot), ΰποζευγνΰναι. PUT together, συντιθέναι (ε ίς εν), ομοΰ τιθέναι. συνιστά- ναι. καθιστάναι or συντάσσειν, εις ταυτό or εν ταυτω. See Compose, Join, Compare. PUT up. See Set up, Erect. To p. up (as a flag), see to Hoist. To p. up (a parcel), συντιθέναι. ένειλεϊν, see P. together. To p. up a prayer, Vid., and of- fer, present, v. : to p. up (= start, as game, Qc), άνασοβεϊν. έκδιώκειν : to p. up (as a sivord into its scabbard), τιθέναι, βάλ- λειν (τό ζίφος εις τον κολεόν) : to p. up to athg, see Instruct. To p. up aby to do athg, see to Induce, to Instigate. To p. up to auction, Vid. To p. up with athg, πράως φέρειν, άν- έχεσθαι, υπομέυειν, άγαπαν, στέργειν,τι. See Endure, Sub- mit, Bear with. To p. up for (a place), see P. IN. To p. up at aby's, or at a place, καταλύειν παρά τινι, or παρά τίνα, or ευ τόπω τινι, or εις τίνα τόπον, κατάγεσθαι παρά τινι, or προς τίνα, or εις τίνα τόπον. PUT upon. See to Impose. PUTATIVE, ptcpp. of νομί- ζεσθαι (pass.) or δοκεϊν. ( PUTREFACTION, σηφις, άπόσηφις, η (act of putrefying). σαπρότης, ητος. σαπρία, ση- πεδών, πυθεδών, όνος, η. To re- duce to a state of p., σήπειν. σα- προϋν. PUTREFY, σήπεσθαι, pass, perf σεσηπέναι. άπο-, κατα- σήπεσθαι. To cause to p., σή- πειν, άπο-, δια-, κατα-σηπειν : that will easily p., εϋσηπτυς, 2 : a p.-ing, σηψις, η : a tendency for p.-ing, ενσηφία, ή : a p.-ing sore, σηφ, σηπός, 6 and f] (Hipp.). PUTRID, σαπρός, 3. κατα- σεσηπώς, υΐα, ός. PUTTY, λιθόκολλα, ι), $ γ^ρωνται οι. ΰαλουργοί. PUZZLE, ν. άπορον or είς άπορίαν, καθιστάναι τινά. See to Perplex, Embarrass. To be p.-d about an answer, άπορεϊν αποκρίσεων, ουκ έχειν άποκρί- νεσθαι : p.-ing, see Confused. This is a rather p.-ing affair, έχ*ι ποικίλως πως ταϋτα. PUZZLE, s. Se Perplex- ity, Embarrassment, and Enigma. PYGMY (pi., a race of small men in /Ethiopia), πυγμαίοι, ων, οί. See Dwarf. PYRAMID, πυραμίς, Ίδος, η. PYRAMIDAL, PYRAMI- DICAL, πυραμοειδης, ές. PYRE. See Funeral pile. PYRITES, πυρίτης λίθυς, 6 (copper p., and also flint), πυρϊ- τις, ιδος, η. PYROTECHNY, πυροτέχ- νη, ή (mod. Gr.). QUA QUA QUA QUAB, κωβιός, b, and dim. κωβίδιον, τό (g. t. for fish of 'the 'jeon and tench kind). QUACK, s. ayujJT»js, ου, ό. fern. άγύρτρια, 17. Like a q., άγυρτικός, 3: to be a q., τερ- θρεύεσθαι (use clap- traps in rhe- toric). QUACK, v. η[ To cry as a duck, S[c] κλάζειν, κλαγγάζειν. To q. as a frog, κοάξ (comic word in Aristoph.) λέγειν : prps coin κοάζειν. QUACKERY, άγυρτεία, η. τε pi) ρ ε ία, η (use of clap-traps in rhetoric), τέρθρευμα, τό. QUADRANGLE, τετράγω- νον, τό. QUADRANGULAR, τετρά- γωνος, 2. τετραγωνικό? and -ιαΐος, 3. QUADRANT, τεταρτημό- ριου (κύκλου), τό. QUADRATURE, τετραγω- νισμός, 6. QUADRIENNIAL, τετρα- ετής, ές. ετών τεττάρων. A q. feast, τετραετηρίς, ίδος, η. QUADRILATERAL, τε- τράπλευρος, 2. QUADRIPARTITE, τετρα- μερής, εν. τετράμοιρος, 2. QUADRUPED, τετράπους, neut. -πουν, gen. ποδός : a q. (ani- mal), ζώον τετράπουν, τό. QUADRUPLE, τετραπλοί, η, οΰν. τετράπτυχος, 2. τετρα- πλάσιος. 3 (fourfold). QUADRUPLICATE. Crcl. with preceding art. QUAESTOR, ταμίας, ov, 6 : to be q., ταμιεύειν: belonging to the q., ταμιευτικός, 3: office of q., see following. f QU^ESTORSHIP, ταμιεία, v. QUAFF, τερττεσθαι πίνοντα, and g. t. drink, Vid. ροφεΐν, καταρροφεΐν. QUAGGY. See Boggy. QUAGMIRE. See Bog. QUAIL, s. όρτυζ. υγος, 6, and dim. όρτύγιον, τό. To keep q.'s, όρτυγοτ ροφεΐν : excessive love of q.'s, όρτυγομανία, ή : one that catches q.'s, όρτυγοθήρας, a, b : the catching of q.'s, 17 τών όρτύγων θήρα. $fg* όρτυγοκο- Ίτία, ή, a favourite sport or pas- time of the Athenians, consisting in aiming at a quail, and όρτυ- γοκοπεΐν. to indulge in that sport. QUAIL, v. See to Droop. πτήσσειν, κατά- and ύπο-πτήσ- σειν. QUAINT, φ^ The nearest it. may he found, according to cir- cumstances, under Nice, Affec- ted, or Old-fashioned. QUAKE. See Shake, Trem- ble. QUALIFICATION, «fl That which makes aby or athg fit for (472) athg'] Crcl., e.g. the q.'s for a ru- ler, τά ποιοΰντά τίνα άρχικόν είναι : what are the q.'s for a philologer, όπως δεϊ πεφυκότα τινά όμιλεΐν φιλολογία. See Fitness, Capacity, Ability. Also εξουσία τινός, e. g. της άγωνίσεως (Thuc, q. for con- tending in the games). To possess the necessary q.'s for athg, έπι- τήδειον or χρήσιμον είναι προς τι. οίόντ είναι ποιεϊν τι : to admit aby's q. for an office, δοκι- μάζειντινά. m ^Abatemeni\'Kapa- φθεγμα, τό (PL, a qualifying remark). QUALIFIED. See under Qualify. QUALIFY. 1 Make aby or athg fit to be athg] See to Fit (for athg). ποιεϊν τίνα είναι τι or έπιτήδειον είναι προς τι. ϊκα- νούν (later). Q.-d, επιτήδειος, 2. ικανός, 3 : and fin ούτω πε- φυκέναι ώστε, c. inf. See Fit, Capable. 1J To qualify an as- sertion] παραφθέγγεσθαι (PL). QUALITATIVE, βοιωτικός, 3 (imparting quality), ποιότητι (dat., in point of quality, opp. to in point of quantity, ποσότητι). QUALITY, ποιότης, οποιό- της, ητος, ή. φύσις, ή. τό φύσει ενόν, υπάρχον, and esply ρΐ.τά φύσει ενόντα τινί. Particular q., τό ίδιον, ιδίωμα, τό. ξβ$* Inmany cases the subst. is suppressed, and Crcl. by tJte art. in neut. c. gen. or περί, and ace. of tJie object in which the quality spoken of is per- ceptible or inherent, e. g. the q.'s of animals, τά τών ζώων or τά περί τά ζώα. See PROPERTY. Of the same q. as, τοιούτος οποίος κα'ι : without q., άποιος, 2 : to impart a q., ποιούν, ivhence adj. ποιωτικός, 3. ΤΙ Bank] Vid. A person of q., γνώριμος, 6. έν- τιμος, ό. ευγενής, ούς, ό. τών επιφανών τις. QUALM. See Sickness, Lan- guor. Q.'s of conscience, Fid., and misgiving. QUANTITATIVE, ποσότη- τι. πλήθει. αριθμώ. There is a q. difference between two things, πλήθει και όλιγότητι διαφέρει τι τίνος (Arist.). QUANTITY, ποσότης, ητος, η. πλήθος, τό. αριθμός, 6. So great a q., τοσούτος, -αύτη', -ού- τον : one ought not to inquire respecting their q., but their qua- lity, ού δεϊ σκοπεϊν δπόσοι τί- νες εισιν, άλλ' οποίοι : without any q., άποσος, 2. See Great- ness, Magnitude. Great q., see Abundance. U Metrical'] μετρον, τό. A syllable that has a long q., μακρό σύλλαβος, 2. QUARANTINE. To perform q., τεσσαράκοντα ημέρας μένειν εζω της πόλεως. QUARREL,*, ερις,ιδος,η. poet, νεΐκος, τό. See Conten- tion, Dispute, Strife. Object of q., ερισμα, τό. QUARREL, v. έριζε ιν, δι- αγωνίζεσθαι, τινί περί τίνος, φιλονεικεϊν προς τίνα περί τί- νος. See Contend, Dispute, STRIVE. Also μέμφεσθαί, έπι- τιμάν τινι (to find fault with aby). I have a q., am involved in a q. with aby. γίγνεταί μοι ερις (κτλ.) προς τίνα. εις εριν καθίσταμαί or έρχομαι τινι. νεΐκος (poet, and Hdt.) συνηπταί μοί τινι : to seek or pick a q. with aby, σννάπτειν νεϊκος προς τίνα. συμβάλλειν εριν τινί : to raise a q. between persons, καθ- ιστάναι or συμβάλλειν εις εριν τινάς. εριν έμβάλλειν τισί. QUARRELSOME, φιλόνει- κος, 2. φιλαπεχθήμων, ο, η. εριστικός, 3. To be q., φιλο- νεικεϊν : a q. disposition, φιλο- νεικ'ια, η : a q. fellow, φιλόνει- κος, μαχητικός, φίλερις άνήρ, 6. έριστης, φιλεριστής, οϋ, 6. QUARRY, s. H A square] Vid. ΤΙ A stone mine] λίθο-, λα-τομία, η (usually in pi.). i[ Game fioivn at by a hawk] Crcl. with verbs to Fly at, to Chase. QUARRY, v. See to Hew and to Dig. Labour of q.-ing in the mountains, όρειτυπία, η (Hippocr.) : one so employed, όρειτύπος, 6, ή (AnthoL). QUARRYMAN, λίθο-, λα- τόμος, 6. όοειτύπος, 6. QUART, χοίνιξ, ικος, 6 (dry measure), δύο ζέσται, οι (liquid and dry measure). See Pint, Gallon. QUARTAN (e.g. fever), τε- ταρτάΐυς πυρετός, b. To have a q. fever, τεταρταί"ζειν. QUARTER, s. τεταρτημό- ριον, τό (the fourth part). Q. of a year, τρίμηνος, η (Hdt.). τρι- μηνιαίος χρόνος, b. II Region] Vid. κλίμα, τό (of the heavens). The four q.'s of the heavens, ai ώραι του ουρανού (Hdt.). ggf* With ref to the cardinal points, quarter is best expressed by an adv. of place, e. g. in what q. the sun rises or sets, όθεν άνίσχει b ήλιος, Οπου δύει. Q., = ward, of a city, κώμη, η : to divide the city into q.'s, or wards, διαιρεϊ- σθαι την πόλιν κατά κώμας (PL) : also, the q.'s of a city, φάρση πόλεως, τά (Hdt.), see District. From all q.'s, παν- τόθεν : from many q.'s, πολλα- χόθεν, πλεισταχόθεν. See DI- RECTION. ^\Ofan animal] The hind q., κωλη, η. *\\ Quarters, esply of soldiers] Sts σκηναί, ai (not ' tents'), also σκήνωμα, τό. To p. into q.'s, σκηνοΰν : to as- sign as q.'s, έπισταθμεύειν : to have q.'s assigned one, ίπισταθ- μεύεσθαι (pass.) : a house is as- signed as q.'s, έπισταθμεύεται οικία. See to Quarter. Win- ter quarters, Vid. To take up one's q.'s with aby, καταλύειν προς τίνα or παρά τινι. επαυ- Χιν ποιείσθαι (mid.) παρά τινι QUA (PI.) : to move one's q.'s, εξαυ- Χίζεσθαι (εις τίνα τόπον, ΑΓ.). ■fl Metaph.] To come to close q.'s with aby, e. g. the enemy, εις χείρας ίε'ι/αι or συνιέναι τινί. άφικέσθαι εις at)ta/uoi/ {Hdt.). See Engage, Encounter. % The grant of his life to a conquered enemy] E.g. to ask q., παραι- τείσθαι τον βίον : to give or grant q., συγχωρεΐν τον βίον τινί : also ζωγρεΐν (to take alive), e. g. to grant no q., ούδένα or sts μηδαμή, μηδαμώς, ζωγρεϊι/. QUARTER, v. «ft To divide into four parts] τετραχίξειι>. *[j To station, put into quarters] σταθμοΰν (bring to q.'s). επι- σταθμεύειν (assign as q.'s). See Billet. <^§> But obs. that the verbs there given are much more cmly used in tlie intrans. sense = to be q.-d, κατασκηνοΰν, δια- σκηνοΰν, αν, εϊν (all = take up one's q.'s, εις, εν), έπισταθ- μεύειν (to be billeted upon another, επίσταθμος, 6, one so q.-d, and επισταθμία, liability to have per- sons q.-d on one, Cic. Att.). QUARTER-DECK, πρύμνα, ■η (g. t. for hinder part of a vessel). QUARTER-MASTER, σταθ- μοδότης, ου, 6. έπίσταθμος, 6 (fsocr.). QUARTERLY, τριμηνιαίος, 3. τριών μηνών, δια τρίτου μηνός. QUARTET, QUARTETTO, prps συμφωνία τετράφθογγος, V. QUASH. 1 Prop.] See to Crush. *\\ Fig.] See to Annul, make Void, (εκ μέσου) άναι- ρεϊν, άνελεΊν. άποφηφϊζεοθαι (δίκην). QUATERNION, τετραδΓιον and -άδιον, τό. QUAVER, v. To shake, tremble ( Vid.), esply of sound : τερετίζεις (in music, to trill). μελιζειν. A q.-ing, κομπισμός, 6 (on an instrument), μελισμός, 6 (with the voice), τερετισμός, 6 (both together), τερέτισμα, τό. QUAVER, s. See preceding article. QUAY, παράχωμα, τό. κρη- πίς, ΐδος, η. όχθη, η. Q. of a sea-port, όρμος, 6. QUEER. See Strange, Odd. QUELL. See to Put down, Suppress. To q. a riot or in- surrection, παύειν την στάσιν. QUENCH, σβεννύναι (of fire) : also κατά-, αττο- σβεννύ- ναι. See Extinguish. To q. the thirst, σβεννύναι τό δίφος. ιταύειν την δίψαν. See to AL- LAY. QUERIST. Crcl. with verbs in ASK, INQUIRE. QUERN, χειρομύλη, η. QUERULOUS. See Plain- tive, COMFLAINING. όδνρτικός, 3. μινυρός, 3, and φιλ-α'ιακτος, -όστονος, 2 (poet.). QUERY. See Question. (473) QUI ^ QUEST. U Search] ζήτησις, έρευνα, η. Crcl. with verbs, e.g. to be in quest of athg, ζητεΐν, άναζητεΐν. ερευνάν τι. See to Search. QUESTION, s. H To which an ansiver is expected] ερώτημα, τό, and partcpp. pass, of ερωτάν (= thing asL•d). πύστις, εως, η. To put a q. to aby, ερωτάν τί- να : to answer a q., ερωτηθέντα άποκρίνεσθαι : to bother aby with q.'s, άποκναίειν τινά άνε- ρωτώντα : to this q. he would not answer, ίρομένου δε αΰτοϋ ταύτα ουδέν έτι άπεκρίνατο : in the form of a q., ερωτηματι- κός, 3. Tj A subject of investiga- tion] ζήτημα, πρόβλημα, τό, and later, πρότασις, η. τό ζη- τούμενον. A q. = a doubtful point, σκέμμα, άπόρημα, άμφι- σβητημα, τό : a q. is raised, ά-π-ορεΐται. επιζητείται : to put a q., προβάλλειν πρόβλημα, προτείνειν πρότασιν (Athen.) : that's not the q., ου τοΰτό γε ζ»)τώ : no q. about that, ουκ άμφισβητητέον : without q., άμέλει. See UNQUESTIONABLE. The q. is — , σκεπτέον. σκέ- φασθαι χρή : that's another q., 7τερί τούτου άλλος λόγος : to put the question (to an assembly), see put to the Vote. . (aby about athg), ερωτάν, επερωτάν (έρέ- σθαι, επερέσθαι), τινά τι. πυν- θάνεσθαί τινός τι. See ASK, Interrogate, Inquire. χ With accessory notion of uncer- tainty or implied doubt] διστάζειν. άπορείν. άμφισβητεΐν. QUESTIONABLE, αμφί- βολος, -λόγος, αμφισβητήσι- μος, 2. QUIBBLE, s. (petty Cavil, ξ&§° which ivord is omitted), σό- φισμα, τό (g. t. fallacy), παρ- αγωγή, ή (esply legal; false argu- ment). Logical q.'s, κιγχλίδες διαλεκτικαί (Julian) : petty q., σκαριφισμός, 6. σκαλαθιιρμά- τιον, τό. σκινδάλαμος (all Aristoph., and usu. pi., as σκαρι- φισμοι λήρων). QUIBBLE, V. σοφίζεσθαι (mid., g. t.). λεπτολογεϊν. QUICK. TJ Living (opp. to dead)] Vid. Q. with cbild, see Pregnant. Tj Swift] ταχύς, εΐα, ύ. See Nimble, Swift. οξύς, εϊα, ύ. See SHARP, Keen. Q , be q. ! άγε δή, έγκόνει, σπεύδε ! q. pace, q. march, δρό- μος, and adv. δρόμω : one could not be too q., ουκ αν φθάνοι τις : q. of hand, ταχύχειρ, ό, ή : q. of action, ταχύερ -yos, 2: q. of growth, ταχυβλαστο?, 2 : q. to anger, οξύς, εϊα, ύ, and οξύθυμος, QUI 2 (to be — , όξυθυμεϊν) : q. at seizing, όξυλαβής, ές (to be — , όξυλαβεΐν) : q. of hearing, όξυ- ήκοος, 2 : q. at learning, εΰ- μαθής, ές. φ^ρ For other Greek compounds expressing ' quick of athg,' 'doing athg quickly,' or compounds of quick, as e. g. quick -sighted, quick-tempered, see the Gr. Eng. Lex. under ταχυ- and όξυ-. H As subst. (by ellip- sis of flesh)] σαρξ, ή. To cut to the q., ξνρεϊν εν χρω (prop, and fig.). See Sensibly. QUICKEN. ^ Make alive] ζωοποιεΊν. εμφυχοΰν. If Hasten, accelerate] Vid. *|f Excite] έγεί- ρειν. παρορμάν. QUICK-LIME, κονία άσβεσ- τος, ή. QUICKLY. From the adj., also από, διά τάχους, εν, συν τάχει. κατά τάχος. As q. as possible, την ταχ'ιστην. ό τι or όσον τάχιστα, όσον, ή τάχος (poet.) : as q. as he could, ώς είχε τάχους. QUICKNESS, ταχύτης, ητος, ή. τάχος, τό. See Ce- lerity, Swiftness. Q. of wit, άγχίνυια, h. QUICKSAND, ψάμμος, ή (g. t). QUICKSET (HEDGE), θάμ- νος, 6. λόχμη, ή. αϊμασία, η. άχερδος, ή (sts b: a prickly shrub used for the purpose). QUICK-SIGHTED, όζυ-δερ- κής and -ωπής, ές, and -ωπός, 2. To be q., όξυδερκεϊν. QUICK-SIGHTEDNESS, όξυ-δέρκεια (and -ία), -δορκία, -ωπία, ή. QUICKSILVER, άργυρος χυτός, 6 (native q.). υδράργυρος (artificially prepared fin cinna- bar). QUIESCENCE. See Rest. QUIESCENT. See Quiet, of "FifrsT QUIET, 'ήσυχος, 2 (without quick motion and without sound), άτρεμής, 2 (without commotion), ■ηρεμα'ιος, 3 (comparat. ηρεμέσ- τερος and -αίτερος, 3). καθ' ήσυχίαν γιγνόμενος, 3. άπράγ- μων, 2 (without occupation). See Still, Calm, Gentle. A man of q., steady character, άνήρ κατ- εσταλμένος, b : to be q., ήσυ- χίαν, άτρεμίαν, έχειν or άγειν. ησυχία χρήσθαι. ήρεμείν, άτρε- μεϊν and έχειν ήρεμα, άτρέμα (to keep still), έχΐΐν ήσύχως. δι' ησυχίας είναι, άτρεμίζειν (ι^ 5 " in Hdt. always with negative), ήρεμίζειν: be q., will you? ου σϊγ' άνέζει ; QUIET, s. ησυχία, ηρεμία, ήρέμησις, ή. ακινησία, ή. See Rest, Stillness. To live in peace and q., εν καθαρά} ο'ικεϊν. εν ησυχία διάγειν τον βίον. QUIET, ν. ήσυχάζειν. δια- παύειν. See to Calm, to PACIFY. QUIETLY, ήσυχΓι and ήσύ- χως (g. t.) άτρέμα(ς). ήρέμα(ς). QUI RAC RAG σιγΤ], σίγα (and fin the other wljj. in Quiet). To take or bear athg q., ραδίως or πραώς φέοίΐυ τι. άτρεμεϊν επί τινι. πραώς or σίγα άνέχεσθαι. QUIETNESS. See Quiet. Q. of disposition, ευκολία, η. πραότης, ητος, r). καταστολή, 77 (moderation, e. g. της περιβο- λής, q- in dress). QUIETUDE. See Quiet- ness. QUILL, τττεροΰ σΰριγζ, ή (Hipp.), and καυλός πτίρυΰ, 6 (PL). Q. of a porcupine, άκανθα, ν : q. for striking the lyre, πληκ- τρον, τό. κερκίς, ίδος, ή. QUILT, s., prps διπλόη or διπλοΐς, /oOs (διερραμμένη}, ή. QUILT, v., prps διαρράπτειν. QUINCE, μή\οι> κυδώυιον. μ. στρουθίον or στρούθειον (α variety). QUINCE-TREE, μηλέα κυ- δωνιά. ?';. κυδωνέα, η. QUINQUENNIAL, ττευτα- ετης, 2. έτη έχων πέντε, and πέμπτον ϊτος άγων. πέντε ετών. QUINSY, συνάγχη, κυνάγχη, V- QUINTAL {Lot. centupon- dium), λίτραι εκατόν, αι. See Pound. QUINTESSENCE, τό κρά- τιστον. άκμη, r). άνθος, τό. QUINTIN. $φ> Similar to this English game is the κωουκο- μαχία (Hipp.), -βολία (Aret.), r) : in which the κώρυκος, a large leatliern sack, filled icith sand, fig- grains, or flour, was suspended to be banged to and fro by the athletes. _ QUINTUPLE, ττΗΐ/ταττλο^, η, οΰν. πενταπλάσιος, 3. QUIRE. See Chorus, Choir. QUIT. See to Depart, Leave. To q. (= acquit) one- self like a man, άνδρα αγαθόν είναι. QUITE, ό'λαι?. πάντως, παν- τελώς, τελέως. παντάπασι(ν). τω παντ'ι. τό πάν. διαμπάξ. κομιδτϊ. εσχάτως, άρδην (from the very foundation, see Com- pletely). Q. happy, τα ττύι>τα ευδαίμων. Φ5Ρ 1 Also rendered by superL, q. sure or safe, σαφέσ- τατος, βεβαιότατος, 3. QUITS, e.g. to be q. with aby, διαλελύσθαι προς τίνα. t QUITTANCE. «U Discharge] άποχη, η. απαλλαγή και άφε- σις, ή. QUIVER, S. φαρέτρα, η. φα- ρετρεών, ώνος, 6 (Hdt.). QUIVER, ν. πάλλεσθαι. έλελί'ζεσθαι (mid., poet., of the voice). See to Tremble. QUIZ, v. τωθάζειν. QUO IF. See Hair-dress, Cap. QUOIT, δίσκος 6. To play at q.'s, δισκεύειν : playing at q.'s, δισκοβολ ία, r). QUOTA, τό καθήκον μέρος. (474) QUOTATION. Crcl. with the Verb. QUOTE, ττρο-, προσ-φέρειν. έπάγεσθαι. παρατίθεσθαι. πα- ραβάλλειν. See ADDUCE. QUOTH (I, or q. he), φημί. εφην, φησ'ιν, εφη. ην δ' εγώ. ?j δ' os. QUOTIDIAN, ό, η, τό καθ' ημέραν. See DAILY. QUOTIENT, τό πηλίκον. QUOTITY, ποσότης, ητος, η. RABBET, s. άρμογή, η (g. t.). RABBET, Ό. όμαλίζειν, καθ- ομαλί'ζειντάςάρμυγάςΟΓραφάς. RABBI, ραββί, ό (Heb. L), also δεντερωτης, οϋ, ό (eccl.). RABBIT, κόνικλο*, ό. λε- βηρίς, ίδος, η (Strab., ichere prps it should be λέπορις, ό, JEol. — hare), λαγίδιον, τό (prop. = le- veret). RABBLE, συρφετός, 6. όχ- λος, ό. κολοσυρτός,ο (poet.). See Mob. Liketber.,aup ου- ρανού ύδωρ. δμβριον or ούράνιον ύδωρ, τό. RAINY, δμβριος, 2. όμβρώ- δης, 2. επομβρος, 2. The Γ. sea- son, ώρα ομβρώδης or χειμερινή, η : the r. month, ό μην επομ- βρος : τ. weather, όμβρία, ττο- λυομβρία, η. RAISE, f To lift up] α'Ίρειν, έπ-, έζ-αίρειν (mid. is used if athg is raised belonging to the siib- ject). See Lift, Heave. *\[ Mis- cellaneous phrases] To r. a siege, a blockade, Χύειν την πολιορ- κίαν. άνιέναι την φυλακήν : to r. troops or an army, συλλέγειν or συνάγειν or παρασκευάζεσθαι στρατιώτας : to raise money, means, έζευρίσκειν, έκπορίζειν : to r. money by trade and loans, πραγματεύεσθαι από εμπορίας και δανεισμών : to Γ. ghosts, έπάγειν δαίμονας : to r. one's voice, φθέγγεσθαι : to r. a cry, κραυγην ποιεΤν or ποιεϊσθαι. άναβοάν. άλαλά"ζειν or παιωνί- ζειν (the tivo latter of a war-cry) : to r. a report, διαδιδόναι λόγοι». For other senses, see Elevate, Exalt, Erect, Set up, Rear, or Breed. RAISIN, άσταφίς, σταφυ- λίς, ίδος, η. R.-wine, άσταφι- δίτης οίνος, 6 : made of r.'s, σταφίδιος,Ί. σταφιδευταΐος, 3: to make r.'s, σταφιδοΰν (Diosc.) : the making of r.'s, σταφιδο- ποιία, η. RAKE, s. IJ An agricultural implement] άγρειφνα, η (An- thol.). άμη, η. κτείς, κτενός, 6 (Anthol.). αρπάγη, η (Eur., Lot. harpago). IT A dissolute felloio] άσωτος, 6. See PROFLIGATE. RAKE, v. f To clear, £c, tvith a raL•] τη άμη συνάγειν (to r. up, as straio, Src). τη άμη λεαίνειν or όμαΧιζειν. ^| To rake up = Collect] Vid. RAKISH, άσωτος, 2. άνει- μένος, 3. See DISSOLUTE. RALLY, f (Trans.)] συλ- λέγειν πάλιν. άναστρέφειν. έπισυγκροτεΐν (Joseph.). ^J (INTRANS.)] συστηναι πάλιν or αθρόοι, συναγείρεσθαι. Time to r., ανάστροφη, η : to have a point to r. to, a r.-ing point, έχειν προς δ τι χοη στηναι (Thuc.). RALLY.^I To banter] χλευά- ζειν τινά. ε7τι-, άπο-σκώπτειν τινά. RAM, s. κριός, 6 (male-sheep and also battering-ram). Head of a battering ram, εμβολή, h (Thuc). RAM, v. δια-, άπο-, έμ-φράτ- τειν. πακτοϋν. ώθεϊν. ε'Ίλειν (Λλλειν, ε'ιλεϊν, ΐλλειν, with the original notion of rolli?ig, screio- ing tight). To r. clay into crates of wattled reeds, εν ταρσοΐς κα- λάμου πηλον ένείλλειν (Thuc). RAMBLE, υ. πλανάσθαι, περιπΧανασθαι, άΧΰσθαι(ρα58.). Also περι-πορεύεσθαι, -νοστεϊν, -πατεϊν. RAMBLE, s., RAMBLER, RAMBLING, s. Crcl. with verbs in to Ramble. RAMIFICATION, f Prop.] τών κλάδων βλάστησις, η. ^J Fig.] τμησις, η (division). R. of a science, διαίρεσις, η : of a plot, διάδοσις, η. RAMIFY. See Branch, v. RAMP. See Leap, Climb. RAMPANCY. See Preva- lence, Exuberance. RAMPANT. See Exube- rant. •[} Of animals (in he- raldry)] Prps όρθιον εστηκέναι, άναχαιτίζειν (to rear up, as a horse). RAMPART, τεϊχοδ, ερυμα, όχύρωμα (g. tt.), προμαχεών, ώνος, b {battlement), χώμα, τό (as mound). χαράκω/χα and σταύρωμα, τό (as pallisades). περιτειχισμός, 6, and περιτεί- χισμα, τό (tL• round of the walls). To surround a town with a r., χώμα χουν περί την πάλιν, πε- ριτειχίζειν την πάλιν. RAMPION (plant), prps σι- σαρον, τό. RANCID, ταγγόδ, 3. σα- προς, 3 (g. t). Be or turn r., ταγγιζειν. τάγγειν : a being or becoming r., τάγγη, ταγγίασις, η, and τάγγος, τό. RANCIDNESS. See the Adj. RANCOROUS, έθέλεχθρος, 2. κοτηεις, εσσα, εν, and έπί- κοτος, παλίγκοτος, 2 (poet.). To have a r. hatred of aby, κο- ταίνειν τιν'ι,οΐ' Crcl. ; e.g. μϊσον έντέτηκέ τινί τίνος. RANCOUR, κότος, ο. μίσος, τό. RANDOM. H Adj.] See Casual, Inconsiderate, Has- TY. είκαΐος, 3. τυχών, ούσα, όν. αύτοκάβδαλος, 2. μαφίδιος, 2 (poet.). R. talk, ε'ικαιολογία, η : r. breezes, μαφαΰραι, αϊ (Hes.) : a r. shot, Crcl. tvith είκοβολεΐν (to shoot at a venture). *{[ As subst.] At r., ε'ικη. τυχόντως. ώς 'έτυχε : to act at r., αβουλία χρησθαι : talking at r., είκαιο- λόγος, 2. μαφιλόγος, 2 (poet.) : to speak at r. on important mat- ters, περί εύόγκων αύτοκαβδά- λως λέγειν (Aristot.). RANGE, s. «ft Row] στίχος, στοίχος, b. τάζις, η. τάγμα, τό. Τί Course] Vid. ΤΙ A range of mountains] όρη συνεχή, τά. See also Chain (of mountains). U The range or reach (of a missile)] εφ' όσον τόξευμα έζικνεΐται. φορά, η, e.g. ακοντίου (r. of α javelin, Antiph.). A place within bow Γ., διατοζεύσιμος χώρα, η : to be within (without) the r. of shot, εντός (εζω) τοζεύματος or βέλους γενέσθαι : to come within the r., εις τόζευμα άφικνεϊσθαι : ! before they came within r., ττοίι; τόζευμα έζικνεΊσθαί. RAN RAS RAT RANGE, v. TI To place in proper order] See to Arrange. 11 To rove over] άΧινδεϊσθαι. διαπΧανάσθαι (pass.), άΧύειν, φοιτάν (both poet.). RANGER. % One that roves about] Orel, with verbs in to Range. U Keeper qftlie woods] νΧωρός, 6. RANK, adj. σαπρός, 3. ταγ- γός, 3. To turn or become r., ταγγίζειυ. See Luxuriant (of growth), Gross, Coarse, and Rancid. A rank fool, &c, see Complete. RANK, s. f Row] Vid. f irrarfe] τά£ΐ5, ή. χώρα, ή. τι- μή, ή. αξίωμα, τό. αξία, ή. The first r., -πρωτείου, τό : to have or occupy the first r., πρω- τεύειυ τιμή or άξιώμ,ατι. "πρώ- του είναι τή τιμή : to aspire to the highest r., φιΧοπρω- τεύειυ : of the same r., όμοιος την τιμήν. Ισότιμος, 2: to be of the same r., ισότιμου εΤυαί τιυι : to hold a high l\, ποΧυωρεϊσθαι. ευτιμου εΐυαι. ευ τιμή είναι ποΧΧή. See CONDITION.' U Mi- litary t.] τάξις, ή. τάγμα, τό. στοίχος, 6. To draw up the troops in r. and file, συι/τάτ- τειυ or παρατάττειυ τους στρα- τιώτας : to fight in close r.'s, συυτεταγ μευουι μάχεσβαι : in Γ. and file, ευ τάξει, συντεταγ- μένος, η, ου: to march in r. and file, συυτεταγ μένους πορεύ- εσθαι : front-rank, rear-rank, see Front, Rear. RANK, v. f (Trans.)] See to Range, Arrange, ίΐ (In- TRANS.)] To r. with aby, 'ισό- τιμου είυαί τιυα. τιμάσθαι (pass.) 'ίσα τιυ'ι. τήυ ταξιυ τι- νός εχειυ. συντεΧείν εις τιυας. RANKLE. See to Fester, to be Inflamed. R.-ing afresh, παΧίγκοτος, 2 (with v., παΧιγ- κοτεΊυ, subst. -κότησις, ή) : to have a r.-ing resentment, μυη- σικακεΐυ (with subst., μνησικακία, fi : adjj., μυησίκακος, 2, and μυησικακητικός, 3). RANKNESS. See Exube- rance, Coarseness, and under Rancid. RANSACK, t To plunder] Vid. *[[ To search thoroughly] δια^ητείυ, διεξ-ερευναν, -έτα- ζε ι v. RANSOM, s. λύτρον (usu. in pi. Χύτρα, τά). αποινα, τά (poet, and Hdt.). A fixt r., ρητόυ άργύριον, τό : to demand a r., άποινάυ (law in Dem.) : to set at liberty for a r., λυτροΰυ, άπο-, άυτι-, εκ-Χυτροϋυ : to de- liver by paying a r., Χυτρονσθαι, Χνεσθαι, and άποΧύεσθαι (mid.), also άποΧύειυ : a r.-ing or pay- ing a r., Χύτρωσις, άπο-, εκ- Χύτρωσις, ή. RANSOM, ν. Χυτροΰυ, κ.τ.Χ. See under Ransom, s. RANT, v. μαίυεσθαι (pass.), βακχεύεσθαι (pass.), ενθουσιά- (476) ζειυ. κομποΧακεΤν (to speak in a bombastic manner). R. out, βοάν ωσπερ εν τραγωδία. RANT, s. 6 τών Χόγωυ κόμ- πος, ή τώυ Χόγωυ μεγαΧοπρί- πεια. τό διθυραμβώδες της Χέ- ξεως, or simply διθύραμβος, ό. RANTER. Orel, with the Verb. RANUNCULUS, βατράχων, τό. RAP, V. πΧήττειυ or πα- τάσσειυ (τιυά). ραπίζειυ (with a stick), κρούειν, κόπτειυ (τι), e.g. τάς θύρας (to r. at the door). RAP, s. πΧήγη, h (see g. t. Blow, s.), and Crcl. with Verb. RAPACIOUS, αρπακτικός, 3. αρπαγής επιθυμώυ, οΰσα, οΰν. άρπακτήριος, 2. αρπαξ, άγος, 6, ή. RAPACITY, f Prop.] τό αρπακτικού. αρπαγής επιθυ- μία, ή. ΤΙ Metaph. (== avidity)] πΧεονεξία, ή. 6 του πΧεουεκ- τεΊυ or χρηματί'ζεσθαι έρως. επιθυμία του εχειυ or κέρδους, ή. An insatiable r., άπΧηστία, V. RAPE, αρπαγή, άναρπαγή, ή (a carrying off), ύβρις, ή (leg. g. L). To commit a r., βιάζεσθαι. βία μίγνυσθαι γυυαικί. προς βίαυ συγγευέσθαι γυυαικι και καταισχΰυαι. U Plant] ράφα- υος and ράπυς, υος, ή (turnip, Lat. rapa, rapum). RAPID. See Fast, Quick, SwiFT. βίαιος, 3. οξύς, εϊα, ύ. σφοδρός, 3. σύρδηυ φερόμευος, 3 (poet.). RAPIDITY, τάχος, τό. τα- χυτής, ήτος, όξύτης, ητος, ή. RAPIER. See Sword. RAPINE, αρπαγή, ή. Χ-ησ- τεία, η. To live by r. and plunder, από τής Χηστείας ποι- είσθαι του βίου. Χηϊζόμενον Inv. RAPT, adj. See Entranced, Enchanted, Ecstasy. RAPTURE. See Ecstasy. RAPTUROUS. See Ecsta- tic. RARE. U Of unfrequent oc- currence] σπάνιος, 3. To be r., σπάνιου είναι, σπαυί'ζειυ. U Uncommon, select] ούχό τυχώυ. ούχ ή τυχούσα, ού τό τυχόυ. διαφίρωυ, ούσα, ου. θαυμαστός, 3. εκπρεπής, ες. See EXCEL- LENT. RAREFACTION. Crcl. by the Verb. RAREFY, Χεπτύυειυ, άπο- Χεπτύνειυ (of solid matte}•) . αραι- ού ν (to reduce or diminish the density) . RARITY. «U Rareness (rela- tive to quantity or number) ] σπά- υις, εως, ή. σπαυιότης, ητος, ή. "if A rare thing] θαυμάσιου τι χρήμα, θαύμα, τό. θέαμα, τό. άγαΧμα, τό. RASCAL, πονηρός, κακούρ- γος, Χυμεώυ, ώυος, μιαρός, επί- τριπτος, 6. To act like a r., Έύρυβάτον έργου διαπράττε- σθαι or Έύρυβατεύεσθαι (prov.) : to call aby a r., Μύσου τιυά άπο- καΧεϊν (prov.). RASCALITY, πονηρία, ή. κακουργία, ή. RASCALLY. See Rascal. A r. trick, πουήρευμα, τό. κα- κούργημα, τό. RASH. H Inconsiderate] άπερί-, άπρό-, ά-σκεπτος, and άσκοπος, άπροβούΧευτος, άβου- Χος, άΧόγιστος, άπρουόητος, all 2. προπετής, ές. See Hasty, Inconsiderate, Ill-advised, Random, and str. t. Reckless. RASHNESS, άβουΧία, άπρο- βουΧία, άΧογιστία, απερισκε- ψία, προπέτεια, ή. RASP, S. ξύστρου, τό. ξύ- στρα, ή. ρ'ιυη, ή. κυήστρου, τό. κυήστις, εως, ή (a r.-ing knife). RASP, ν. ξύειν, άποξύειυ. κνάυ (and stricter Attic κυήυ, scrape, grate), ριναυ, -εϊυ (to file). A r.-d loaf, κνηστός άρ- τος, b (Athen.) : a r.-ing knife, see the Subst. RASPBERRY, or RAS- BERRY, βάτον 'Ιδαίον, τό. R.-juice or vinegar, όξος τό από τώυ βάτωυ : r.-bush, βάτος or χαααίβατος Ίδαία, ή. RAT. gu= This vermin was unknoivn to the ancients; express by g. t. μυς, μυός, b, or by coining ραττός, 6. To smell a r. (prov.), υποπτεύειυ τι. RATE, v. If To estimate, as- sess] τιμάυ τί τίνος (a property at such a value). Value at which property is r.-d, τίμημα, τό : the house is r.-d at ten mina;, τι- μάται ή οικία δίκα μυών. See to Chide, Censure. RATE, s. II Price] Vid. ^ Degree] Vid. R. of assessment, τίμημα, τό, and τιμή, ή. 1J Tax] τεΧος, τό. τιμή τακτή, ή. "U Phrases] At this r., τούτω τω τρόπω, ε'ί γε ούτως εσται or άποβήσεται ταύτα : at any r., εκ παυτός τρόπου. See Event, Case. RATEABLE, e.g. ther. value of a house is — , see under Rate, v. RATHER, μάΧΧον. Or r., μάΧΧον δε : nay, r., μεν ουν : hasty r. than wise, ταχύτερο? ή σοφώτερος : I had r., would r. μάΧΧον αιρυΰμαι, προαιρούμαι (seq. infin.) : to have r. (one thing) than (another thing), εΧεσθαι τι πρό τιυος. προεΧίσθαι τί τιυος. βούΧεσθαι εΊναί τι ή. βούΧεσθαι εαυτω ε~ίυαί τι μάΧΧον ή. See Prefer, Like better, g^- The A ttics are fond of expressing rather than by μάΧΧον ν ού after a prin- cipal sentence which is (actually or virtually) negative, e. g. it is a cruel resolve (= one ought not) to destroy a whole city r. than the guilty, ώμου τό βούΧενμα πόΧιυ όΧηυ διαφθεϊραι μάΧΧον ή ού τους αιτίους (Time). See Mad- RAT REA REA vig, § 89, 2, and App. 285. 1 Somewhat (=zn some degree)] E. g. r. curved or bent, ύττό- γρυπος, 2 : r. timid, ύποδεής, ες : corn is r. dear, 6 σίτο? επιεικώς εντιαος : r. before that time, or r. sooner, όλίγω πρό- τερου. RATIFICATION, κύρωσα, επικύρωσις, η. RATIFY, κυροΰν, επικυροΰν, κύριου ποιεΐν. RATIO (as math, t), λόγος, b. See Proportion. RATIOCINATION, συλλο- γισμό?, 6. See also REASONING, Reason. RATION, μερίς, ίδος, μοΊρα, V. σιτηρέσιον,τό. σιτυμέτριον, σιτόμετρον, τό. RATIONAL, λόγοι/ or νουν έχων, ovcra, ον. εμφρων, φρό- νιμος, εννους, 2 (of persons), λο- γικός, νοητός, 3 (of things). RATIONALISM, δόγμα των νομιζόντων τον λόγον μετρον είναι των χρημάτων. RATIONALIST, 6 νομίμων τον λόγον μετρον εϊνιιΐ των χρημάτων. RATIONALLY, νουνεχόν- τως. To act r., σωφρονεΐν. RATTLE, s. κρότος, άραγ- μός, ο. άραγμα, τό. πάταγος, ο. πλαταγή,η. κτύπος, δοΰπος, ψόφος, 6. U A rattle (as instru- ment)] κρόταλον, κρέμβαλον, τό. πλαταγή,η. πλαταγώνιον, τό. II Fig.] A r. = noisy talker, κρόταλον, κρότημα, τό. RATTLE, ν. κροτείν, έπι- κρυτίΤν, xj /οφεϊν, παταγεϊν, and πλαταγεΐν. άριιβεϊν, κοναβεΊν, κτυπεϊν (poetic). See CLAT- TER, κροταλί'ζειν,κρεμβαλ'ι'ζειν, κρεμβαλιάζειν (to make a noise with a r.). They r.-d shields against spears, έδούπησαν ταΊς άσπίσι προς τα δοράτια (-Υ.) : aby's throat r.'s, βραγχάν. κερ- χυάν. κέρχειν. RAVAGE, υ. δηοΰν. τέμνειν. κείρειν. άνάστατον ποιείν. πορ- θεΐν. See to Destroy, to De- vastate. RAVAGE, s. φθορά, δια- φθορά, πόρθησις, οήωσις, τμη- σις (of lands and fields), λύμη, η. See Devastation. RAVAGED, έρημος, ανάστα- τος, 2. ^ RAV ΑσΕΚ,διαφθορεύς,έως, 6. λυμαντήρ, ηρος, 6, and ptcpp. of the verbs to Ravage, Devas- tate. RAVE, λυσσάν. μαίνεσθαι, εκμαίνεσθαι (pass.). See Rage, v., to be Mad. RAVEL, εμ-, περι-πλεκειν. ΤΪ To ravel out] δια-, άνα-πτύσ- σειν. άν-, έξ-ελ'ιττειν. RAVELIN (in fortification), προτε'ιχισμα, τό (g. t.for older works), to ivldch may be added μηνοειδές (moon-shaped, or other descriptive term). RAVEN, s. κόραξ, ακος, 6 (477) (or crow). A young r., κορακϊ- νος, 6 : like a r., κορακοειδής, ες, κορακώδης, ες, and κορακίας, ον, 6. RAVEN, υ. See to Devour, to Prey. RAVENOUS. See Vora- cious. RAVINE, χαράδρα, φάραγξ, αγγος, η. Full of r.'s, χαραδρ-, φαραγγ-ώδης, ες. RAVING, μανε'ις, εΐσα, εν. To be r. or r. mad, μαίνεσθαι RAVISH. 1 To carry of by force] άρπαζε iv. To r. a woman, see Rape, % To delight in a high degree] «See Delight, Enchant, Charm. RAVISHER. Crcl. with the Verb. RAVISHMENT, f Rape] Vid. 71 Ecstasy] Vid. RAW, ωμός, 3 (undrest, esply of meat, opp. to e. g. όπταλέος, cooked, and of fruits opp. to πί- πων, ripe), άπεπτος, 2. To eat aby r., ώμο ν καταφαγεϊν τίνα. ώμου έσθίειν τινός : eating r. flesh, ώμοβρώς, ώτος, ο, η. ώμό- σιτος, 2 (poet.), ώμοφάγος, 2 (Thuc.) : eaten r., ώμόφαγος, 2 (Eur.) : to cut r. or unripe, ώμο- τομεΐν : bruised or pressed r. (= unripe, as olives), ώμοτριβής, ες. % Unwrought] 6, ν, τό κατά φύσιν. άνεξέργαστος, 2. αυτοφυής, ες, and compounds with ώμο-, e. g. made of r. (= untanned) ox-hide, ώμοβοίος, 3. -βόειος, 2. -βοίνος, 3. R. tanned, ώμοδέψητος, 2 : r. flax, ώμό- λινον, τό (Lot. crudum linum). U Rude, unmannered] απαίδευ- τος, 2. άγροικος την φυχήν. άμαθης, ες. % Deprived of skin] πάρα-., δια-τετριμμένος, 3 (made r. by rubbing). *f[ Of air and weather] τραχύς, εϊα, ύ. σκλη- ρός, 3. w RAW-BONED, Ισχνός, 3. άσαρκος, 2. RAWNESS, ώμότης (g. t.), and fig., άγριότης (rudeness), τραχύτης, jjtos, v. RAY. t A beam of light] άκτίς, ϊνος, ή. Also (pi.) ai του φέγγους αύγα'ι. To emit r.'s, άκτινοβολεϊν : to send its r.'s in all directions, πάντη έπιβάλλειν τάς ακτίνας : crowned with r.'s, άκτινοφόρος, 2. "ff A kind of fish] βάτος, ο, and βατίς, ίδος, ή (prickly roach). RAZE, κατά-, δια-σκάπτειν. εξεδαφ'ιζειν, εξαϊστοΰν (poet.). See Demolish, Destroy, and Erase, Efface. RAZOR, ξνρόν, τό. μαχαι- ρίς, ίδος, ή. κουρίς, ίδος, ή. R. case, ξυροδόκη, η. REACH, ν. 1 (Intrs.)] See to Stretch and to Extend or be Extended, άνήκειν εις τι (to r. up to) and μέχρι τινός, also the simple ηκειν (e. g. ε'ις τοσούτο μωρίας ήκειν, άνήκειν, to r. to such a point of folly), καθ- ήκειν εις, επί τι (to come down to; e.g. the mountain r.'s to the sea, τό όρος καθήκει εις, επι την θάλασσαν), διήκειν εκ τίνος ε'ίς Tt (to r. or extend from — to — ). ικνεϊσθαι (ικέσθαι), with ace, or εις, επί, c. ace. έζικνεϊσθαι, c. gen., and εις, επί, προς τι. εφικνεΐσθαι, c. gen., c. ace. and εις, επί τι and μέχρι τινός. Also άφικνεΐσθαι (c. ace. in Horn, and Trag., but in prose seldom without prep, εις, επί, ως, παρά τίνα or τι), άνύ- τειν δδόν ε'ίς τι, αν. ε'ίς, προς, επί τι, άν. τι (all poet.). See Arrive, Attain. As far as an arrow r.'s, όσον τόξευμα εξι- κνείται : as far as the army r.'s, όσον επέχει τό στράτευμα : to r. the mark, τυγχάνειν τινός. See Hit. % (Trans.)] όρέγειν, προτείνειν, παρέχειν τι. To r. aby the cup, όρέγειν or ίνδιδόναι τινι την κύλικα : to r. aby the hand, προτείνειν or όρέγειν τινι την χείρα. REACH, s. See Extent, Compass, εφικτός, 3 (attain- able), αιρετός, 3. καταληπ- τός, 2. εν έφικτω (Theophr.). εν καταλήφει (Thuc.) : to come within r., ώς έφικτόν έλθεϊν (Plut.). See Range, s. REACT, άντιδράν. άνταπο- διδόναι. άντι-κόπτειν, -τυπεΐν. To r. (in its turn) upon athg, εναλλάξ δύναμιν ΐχειν προς τι. REACTION, άντιτυπία, τ,, τό άντίτυπον. άντικοπή, άντί- πραξις, η. READ, άναγιγνώσκειν. Το have r. a book, άναγνόντα με- μαθηκέναι τι. εντετυχηκέναι συγγράμματι : to be fond of r.-ing, φιλαναγνωστεΊν : worth r.-ing, άξιος (ία, ων) άναγνώυαι or μαθεϊν : well r. (subjectively), πολν-γράμματος, 2, or -μαθής, ές. γραμμάτων πολλών εμπει- ρίαν έχων, ούσα, ον : to r. over, άι/αλε'γεσθαι (or aloud), διελ- θεΐν αναγιγνώσκοντα : to r. over hastily, επιτρέχειν αναγιγνώσ- κοντα : to r. through, διεξιέναι αναγιγνώσκοντα, δι-, εξ-ανα- γιγνώσκειν. μέχρι τέλους άνα- γιγνώσκειν. READER, αναγνώστης, ου, 6, and partep. of verb to Read. READILY, from the adj., and see Easily, Promptly, and Willingly. READINESS, έτοιμότης, ητος, ν (state of being ready), δεξιότης, ητος, η (adroitness). R. of comprehension, όξύτης, ητος, η: in r., see Ready, Pre- pared : to keep oneself in ν.,πα- ρασκευάζεσθαι : to stand in r., ετοιμον είναι or ΰπάρχειν. πρό- χειρον εϊναι. παρεσκευάσθαι : to have in r., πρόχειρον 'έχειν. if Willingness] Vid. READING, άν,άγνωσις, ή. REA REA REC Love of r., το φιλαναγνωστεΐν : a person of great r., γραμμάτων πολλών έμπειρίαν 'έχων. ^j Words of a passage] γραφή, η- γράμματα, τα. Different, va- rious r., διττογραφούμενον, τό: the difference in the r.'s, διττο- γραφία, ή : there exist different r.'s, διττογραφεΐται. READING-DESK, άνα- Χογεϊον, -γνωστήριον, τό. READY. «ft Prepared] παρ- εσκευασμένος, έτοιμος, 3. πρό- χειρος, 2. εύτρεπής, ές. Also εν ετοίμω, εξ ετοίμου, σύντο- μος, 2. Lying r. at hand, -παρα- κείμενος, 3: to make r., παρα- σκευάζειν, ετοιμάζειν, εύτρε- πίζειν : to get r., keep oneself Γ., παρασκευάζεσθαι. προβάλ- λεσθαι (of soldiers). See in Readiness. ^J Accomplished, finished, done] VlD. U Willing] Vid. "|f Phrases] A r. speaker, άνηρ λέγειν αγαθός or δυνατός, άνηρ αγαθός τον λόγον : to pay in r. money, καταβάλλειν όργύ- ριον : to have a r. sale (of goods), ΚιιΧην έχειν την διάθεσιν. ωνη- τάς εχειν πολλούς. REAL, αληθινός, 3. αληθής, ές. αληθινός, 3. ων, ούσα, όν. R. things, τά όντα : the r. na- ture of a thing, ή αλήθεια τίνος : r. life, b εν ταϊς πυάξεσιν βίος. See Actual, Practical. R. property, φανερά ουσία, η. φα- νερά or εμφανή κτήματα, τά. REALGAR, σανδαράκη, ή (Lat. sandaraca, AristoL, red sul- phuret of arsenic). REALITY, αλήθεια, η. όν, όντος, τό. ουσία, h- ύπόστασις, h. υ-παρζις, h- To exist in χ•., καθ' υπόστασιν είναι, ύπάρ- χειν : in r., τω όντι. έργω: ap- pearing greater than in r., μείζων φανείς του όντος : it is not so in r., τά πράγματα ούχ ούτω πέφυκεν. REALIZATION, ν 'έργω άπόδειξις. REALIZE, έργω καθιστάναι. επιτελεΐν. To be or become realized, γίγνεσθαι, φαίνεσθιχι (passive), καταστηναι εις τό φανερόν : to realize one's plan, περα'ινειν or διαπράττειν την γνώμην. επί τέλος αγειν την προαίρεσιν. To r. property, ε ζαργυρίζειν (to turn into money) : to r. a profit, κέρδος ποιεΐν : by which he r.-d a clear thirty minas per annum, άφ' ων τριάκοντα μνας ατελείς ελάμβανε του ένι- αυτοϋ (Dem.). REALLY, αληθώς. Ty αλή- θεια, τω όντι. όντως, δή. 'έργω. R. ? αληθές ; -η γάρ ; REALM, αρχή, η. βασιλεία, V. > REANIMATE, άναζωπυρέτν, έκζωπυρεΐν. See to QuiCKEN. REAP, θίρίζειν. κομίζεσθαι, συγκομίζεσθαι. σνλλέγειν and συ\λέ-γεσθαι καρπούς (fruit of all kind), αμάν (poet., Hdt.). (478) τρυγάν (of field and tree fruits). *H Fig. : to receive, to enjoy] λαμ- βάνειν and λαμβάνεσθαί τι. άπολαύειν τινός. Το Γ. the fruits ofathg, καρπούς Χαβέσθαι τι- νός or καρποΰσθαί τι. REAPER, θεριστής, od, ο. άμητήρ, ηρος, 6. θερίστρια, jj (fem.). REAPING-HOOK, δρέπα- νου, τό. αρπη, η. REAR, v. See to Raise, to Lift up, to Erect, ^f To bring tip] τρέφειν, παιδεύειν. εκ- τρέφειν. To r. in, έντρέφειν : to r. together with, συν-, σννεκ- τρέφειν : r.-d with, together in, σύν-, όμό-, εν-τρόφος, 2 : to Γ. children, παιδοτροφείν : r.-ing children, παιδοτρόφος, 2 : athg r.-d, θρέμμα, βόσκημα (poet.), τό : r.-ing, τροφή, εκτροφή, παιδεία, παιδοτροφία, η : a r.-ing or being r.-d alone, μονο- τρυφία, τ) : reward for r.-ing, τροφεία, and poet, θρεπτήρια, θρέπτρα, τά. ^[ (INTRS.)] To r. (as a horse), όρθιον έστηκέναι, σφαδάζειν (struggle and kick, Χ.), εξάλλεσθαι (JUT.), άναχαι- τίζειν (poet. r. up, and Trs. r. up and throw the rider). REAR, s. ουρά, ή, and νώτον, τό, and τό όπισθεν (τί}ς στρα- τιάς), ο'ι όπισθεν, οπισθοφύ- λακες, οι. To bring up the r., ούραγείν : to cover the r., όπισ- θοφυλακείν : to get or put the river in one's r., όπισθεν ποιή- σασθαι τον ποταμόν. REAR-GUARD, οϊ οπισθο- φύλακες. To be in it, όπισθο- φυλακεΐν : the command of it, όπισθοφυλακία, η : commander of it, ουραγός, ό : to be so, oip- αγεΐν. REAR-RANK-MAN, επι- στάτης (as front-rank man, προ- στάτης), ου, 6. RE- ARRANGE, μετακοσ- μεϊν, whence subst. μετακύσμησις, η (re- arrangement). REASON, s. νους, λόγος, 6. φρόνησις (η) και λό-γος (ό). λό- γος (ό) και διάνοια (ι'?), λο-γισ- μός, ό. ό της διανοίας λογισμός (PL). Right r., ό αληθής or ορθός λόγος (PI.) : endowed with r., void of r., see Rational, Reasonable, Irrational. R. teaches us, it stands to r., 6 λό- γος αίρει : to bring aby to i\, σωφρονίζειν. *\\ Ground, cause] uiTia, t). λόγος, ό, and πρό- φασις, r\ (alleged r., often pre- text)'. What just r. have you for despising? τίνι δικαίω λόγω καταφρονείς (PL) ; with r. one may, or good r. why one should, δίκαιος εστί τις c. inf.: for Avhat reasons (on what grounds)? κατά τίνα λόγον ; without any one good r., ούδ' εξ ενός όρθοΰ λόγου : to state one's r., α'ιτίαν τινός λέγειν: I had many r.'s (grounds, motives) for doing this, πολλά ην τά βιασάμενά με ταύτα ποιεΐν : for this τ., δια τοϋτο or ταΰτα. άπό τούτου : for these r.'s, τούτων 'ένεκα, εκ τούτων, διά ταΰτα : from what- ever r., or whatever may be the r., ότου δήποτε 'ένεκα, ο, τι μαθών (παθών) : there is no r. why, &c, ουκ έστιν ότου 'ένεκα. See Cause, Ground, and Why, Wherefore. By r. of, see Be- cause of. REASON, V. Χογίζεσθαι. συλλογίζεσθαι. The r.-ing fa- culty, τό λογιστικού, διανοη- τικόν. See to Argue, and to Conclude, il To discourse by way of reasoning] διαλέγεσθαι περί τίνος, διεξελθεϊν περί τί- νος, πραγματεύεσθαί τι. REASONABLE. 7[ Endowed with reason] λόγον or νουν έχων, ούσα, ον. έλλογος, 2. λογιστι- κός, 3 (Χ.), έμφρων, 2. λογι- κός, ξυνετός, 3. σώφρων, 2. ΤΙ Consistent with reason] εύλο- γος, ουκ άλογος, 2. υγιής, ές. ΪΙ Not immoderate, just] δίκαιος, 3. επιεικής, ές. μέτριος, 'ίσος, 3. See Fair. What is (but) r., to εικός. REASONABLY, εικότως. έκ των δικαίων, δικαίως, εζ ίσου. To act r., ορθώς πράτ- τειίΛ σωφρονείν : one may r., δίκαιος εστί τις c. inf. REASONING, συλλογισμός, ό. Act of γ., λογισμός, λό- γος, ό, and Orel, with verb to Reason : art of r., η λογική, διαλεκτική : false ι\, παραλο- γισμός, ό : specious r., σοφισ- τεία, τ) : to use it, σοφίζεσθαι. REBATE. 1 To blunt] Vid. i[ To deduct from the price] See Deduct. REBEL, V. έπανίστασθαι. ταραχηνποιεϊσθαι. άποστηναι. στασιάζειν. θορυβεϊν. REBEL, s., ptepp. of verbs to Rebel. To join the r.'s party, συστασιάζειν. REBELLION^Taats, έπανά- στασις, ή. To urge aby to r. agst aby, άνιστάυαι, επανιστά- ναι τινά τινι. άφιστάναι τινά τίνος. REBELLIOUS, άττοστατι- κός, στασιαστικός, 3. στασιώ- δης, ες. To be r., στασίαζε ιν. αφήνιαζε ιν. REBOUND, άνα-, άπο-πάλ- λεσθαι, ανακόπτε σθαι, pass, (of bodies in general). See Reflect, Reverberate, Recoil. REBUFF. See Refusal. REBUILD, άνασκευάζειν, with or without πάλιν, άν-, έποι- κοδομεϊν. άνορθοΰν. έπανιστά- ναι. REBUKE, v. and s. See to Blame, Chide. REBUT. See Repel. RECALL, v. U To call back] άνα-, έπανα-, άπο-καλεΐν : to r. athg to aby's recollection or memory, άνα- and έπανα-μιμ- νήσκειν τινά τι or τίνος : to r. REC REC REC athg to one's recollection or mind, άναμιμνήσκεσθαί -τίνος or τι : to r. aby (e.g. from office), μετα- πέμπεσθαι πάλιν : — a com- mander, υποστράτηγου ποιεΐν (Dem.) : to r. from exile or ba- nishment, καλεϊν πάλιν, κατ- αγαγεϊν. καταδέχεσθαι. % Το recant, revoke] Vid. RECALL•, s. ανά-, επανά- κλησις, η. RECANT, παλινωδεϊν. άνα-, μετα-τίθεσθαί τι. RECANTATION, παλιν- ωδία, v. τό όνατίθεσθαι. ' RECAPITULATE, άνακε- φαλαιοϋν. επανιέναι τω λόγω. παλιλλογεϊν. RECAPITULATION, άνα- κεφαλαίωσις, η. επάνοδος, η. παλιλλογία, η (Aristot.). RECAST, άναχωνεύειν. με- ταχαλκεύειν. άνα-, μετα-πλάτ- τειν. See Refashion, Reform, Remodel. RECEDE, άποχωρεϊν τίνος or άπό τίνος, άπολείπειν, άφι- ίναι τι. άνα-, ύπο-χωρεϊν. άφ- ίστασθαί (άποστηναί) τίνος, άναδύεσθαι (-δΰναι). See RE- TIRE, Retreat, Withdraw, Draw, Go, Fall back. RECEIPT. TT The act of re- ceiving] ληψις, παρά-, άπό- ληψις, η. εισδοχή", συλλογή, η. R. of tribute, of taxes, δασμό-, φορο-λογία, η : of custom, τε- λωνεία and ία, η. if That well is received] λήμμα, τό. ε'ίσοδυς, jj. See Income, Revenue. R.'s (opp. to expenditure), αϊ λήψίΐς. To be in the r. of, προσόδους εχειν or λαμβάνειν, also άφικ- νειταί μυί τι. See RECEP- TION, ίΐ Acknoniedgment of pay- ment] άφεσις, άπαχη, η. To give aby a r. for athg, άποχην διδόναι τινί τίνος, άπογράφειν τι and ά. προς τίνα εαυτόν εχοντάτι. εν απογραφή ποιεΐν τι {Dem.). U Prescription] φαρ- μάκευμα, τό (med.). σκευασίαι, ai (modes of dressing). RECEIVE. 1 To get into one's hands] λαμβάνειν (g. t.). παραλαμβάνειν, δέχεσθαί (athg offered), άπυλαμβάνειν (a debt, wages, S^c). άφικνιΐταί μοί τι. κομίζεσθαι (of things sent or con- veyed). I r.-d your letter, έκο- μισάμην την παρ' υμών επι- στολή ν : to have r.-d, εχειν, άπεχε ιν : I r. news, ε'ισαγγέλ- λεταί μοί. See NEWS, INTEL- LIGENCE. To r. a benefaction or kindness, εύεργετεϊσθαι (pass.). ευ πάσχειν : to r. one's share, δια-μετρίΐσθαι, -λαμβάνειν : to r. (benefits, injuries) in return, άντιπάσχειν (ευ, κακώς), ^j To receive punishment] Vid. TI By way of hospitality, fyc] δέχε- σθαί, ϋπο-, ε'ισ-, εκ-, άνα-, προσ- δέχεσθαι. εστιάυ. πανδοκεΰειν. To r. aby at the door, άπαντάν τινι επί τάς θύρας or επί ταϊς θύραις : to r. friendly, άσπάζε- (479) σθαί τίνα. φιλοφρονεΐσθαί (pass.) τίνα. δεζιοΰσθαί τίνα : that which is well r.-d, δεζίωμα, τό : to r. heartily, κατ«σ7τάζε- σθαι : to r. with open arms, ασμένως δέχεσθαί : to r. back from exile, καταδέχεσθαι : to r. one as a citizen, πολιτείαν δι- δόναι τινί. μεταδιδόναι της πο- λιτείας: to r. into a league, &c, ξυμμαχίαν ποιεϊσθαι. προσ- άγεσθαι ξυμμάχους : to r. into a society, δέχεσθαί, άναδέχεσθαι. προσγράφειν τινά τινι. ε'ισ- κρίνειν ε'ίς τινας, ε'ίς τι (by elec- tion). TJ To admit] Vid. RECEIVER, ptepp. of the verb, b λαμβάνων, η λαμβά- νουσα. 6 λαβών, η λαβοΰσα. 6 ληψόμενος, η ληψομένη, κ.τ.λ. The r. of a letter, ό απολαμβά- νων την επιστολην. άπο-δεκτήρ, ηρος, and δέκτης, ου, ο. RECENT. See Fresh, New, Late. RECENTLY, νεωστί. άρτι. νίον. Quite ιν, ίναγχος. See Latfi V RECEPTACLE, θήκη, απο- θήκη, ύπο-δοχή, η, κ.τ.λ., -δο- χεϊον,τό. συσχετήριυν, τό (Stob. Eel). RECEPTION, είς-,υπο-δοχη, η (the latter of friends and ene- mies), έπιδοχη h (of athg new, Thuc, and generally), ε'ισκρισις and εγκρισις, η (in a society). Good, friendly r., δεξίωσις, η. δεζίωμα, τό. ασπασμός, 6 '. Υ. of strangers, ξένων υποδοχή, ξενυδοχία, η: to give a friendly Γ., δίξιονσθαι, άσπάζεαθαι : to give a hearty r., κατασπάζε- σθαι : to give a hospitable r., ξενί- ζειν. our r. by Philip, Philip's r. of us, εντευξις n Φιλίππου (JEschin.). RECESS, t Retreat] Vid. Tl Vacation] Vid. RECIPE. See Receipt, Pre- scription. RECIPIENT. See Receiver. RECIPROCAL, αμοιβαίος, 3 and 2, but usu. Crcl. with Each other, Vid., and see Mutual. A r. contest, murder, άλληλο- μαχία, -φονία, η : a r. genera- tion, γένεσις εξ εκατέρων είς άλληλα (PL). RECIPROCALLY, κατά διαδοχην. εκ διάδοχης, εκ περι- τροπής, αμοιβαίως. RECIPROCATE, διδόναι τι και λαμβάνειν or δέχεσθαί τι. See Alternate, v. and Inter- change. RECIPROCITY. Crcl with Reciprocal, e. g. there exists between them a r. of needs, αλ- λήλων δέονται. Also αμοιβή, εναλλαγή, η. τό άντιπεπονθός (retaliation, Aristot.). RECITAL, διήγημα, απο- μνημόνευμα, τό. διηγησις, η. λόγος, 6. ραψωδία, η. ακρόαμα, τό, and Crcl with the Verb. RECITATION, καταλογή, απομνημόνευσις, η, and Crcl. with the Verb. REGIT ATIYE,prps μονωδία, η. To chant in r., μονωδεϊν. RECITE, διηγεΐσθαι. κατα- λέγειν. άπομνημονεύειν (by heart). τραγωδεϊν, ραψωδεϊν (pompously). RECITER, ptepp. of the Verb, also ραψωδός, 6. RECKLESS, θρασύς,Για, ύ. πονηρός (3) και θρασύς. ιταμός, 3. 'ίτης, ου, ο. παράβολος, ρα- διουργός, παντοποιός, 2. RECKLESSNESS, θρασύ- της, ίταμότης, ητος, ραδιουρ- γία, η, and Crcl. with the Adj. RECKON. See to Count, to Calculate, to which add, to r. upon doing athg, λογίζεσθαι πυιήσειν τι : to r. (—number) among a certain class, καταλο- γίζεσαι or καταριθμεϊν or τι- Qivui (and mid.) εν τισι, or εις τινας, also τιθέναι τινά τίνων, έγκαταλέγειν τισί. άναγρά- φε ιν εν τισι. τάττειν τινά έιναι εν τισι, e.g. τόν'Όμηρον εν τοις πρεσβυτάτοις τών ποιητών είναι τάττειι; : to be r.-d among, έξετάζεσθαι εΐς τών — (Dem.). To r. in (= take into the account), ΰπολογίζεσθαι. To r. with (= settle accounts, Vid.) aby, δια- λογίζεσθαι or διαλογισμόν ποιεϊσθαι προς χιι/α. RECKONING, λογισμός, 6. See Calculation and Ac- count. RECLAIM. «H To demand back] άπαιτεϊν. ί[ To cause to improve or amend] άν-, επαν- ορθοϋν. See to Reform. To r. (waste land), ίζημεροΰν. Tf To cry out against] μέμφεσθαι. μέμψιν μέμφεσθαι. RECLINE, άνα-, κατα- κλίνεσθαι. See to Lean. RECLUSE. See Retired, Solitary. RECOGNISANCE. See Acknowledgment, Badge, Bond. RECOGNITION, άνάγνωσις, άναγνώρισις, ή. A mark for r., άναγνώρισμα, τό. RECOGNIZE, άναγνωρ'ιίειν. έπι-, άνα-γιγνώσκειν. To r. aby by his voice, τινά εκ της φωνής : do you fancy they don't r. you? οΰχ ηγτί γιγνωσκειν αυτούς όστις ει (Dem.) ; r.-d, παλί- γνωστος, 2, and ptepp. pass. % To acknoidedge] Vid. To r. athg as king, δέχεσθαί τίνα βασιλέα (by the people), προσειπεΐν τίνα βασιλέα (by other kings) : to r. aby's merits or deserts, γιγνωσ- κειν όσων τις άξιος γέγονε. RECOIL, υ. άνα-, άπο-πάλ- λεσθαι (rebound), άνακόπτεσθαι (as a gun), χάζεσθαι and άνα- χά'ζεσθαι (mid.), and άναχάζειν (JC.), άφίστασθαι (pass.), άπυ- πηδάν. ΰπο-, άνα-χωρεΐν (re- treat, fall back). RECOIL, s. Crcl by Verbs. REC REC RED RECOIN. See to Coin {with πάλιν). RECOLLECT, μιμνήσκε- σθαί, άυα-, επι-μιμνή^κεσθαί τίνος, μνημονεύειν τινός or τι, or with ptcpp. or ότι. μνείαν or μνήμην εχειν τινός. See Re- member, call to Mind. > RECOLLECTION, μνήμη, v. ανά-, ΰπό-μνησις, ή- To the best of my r., cos εγώ μνήμην έχω. cos εμε ευ μεμνησθαι. See ME- MORY, Remembrance. RECOMMENCE. ^ (Trs.)] αύθις απτεσθαί τίνος, πάλιν έπιχειρεΐν τινι. άναλαμβάνειν τι. To r. the war or hostilities, πάλιν κατ αστηναι ε /s πόλεμον. άναπολεμεΐν. πολέμου πάλιν απτεσθαί. % (IntraNS.)] αρ- χεσθαι πάλιν, αύθις γίγνεσθαι. RECOMMEND, ψ To com- mend\ συνιστάναι τινά τινι and προζενεΐν τινά τινι {only of per- sons), α'ινεΐν τί τινι [only of things), παραινεΐν τινι. Το ι: aby as a physician, παραινεΐν (or φράζειν) χρησθαί τινι Ίατρω : to r. oneself to aby, χάριν λα- βείν τίνος, ευνοιαν κτή<τασθαι παρά τινι : to r. oneself by athg, ευνοιαν or χάριν λαβείν or κτη- σασθαι εκ τίνος, πράττοντά τι χίΐρίζεσθαί τινι : to endeavour to r. oneself to aby, φιλοτι- μίΐσθαι (pass.) προς τίνα. άρέ- σκειν πειρασθαί (pass.) τινι. ΤΙ To persuade, advise] Vid. αΐνεΐν and παραινεΐν c. inf. (euphem. for κελεύειν.) m RECOMMENDATION. έπαινος, 6. σύστασις, η. To have a r. of aby, συνίστασθαι (pass.) υπό τίνος. αίνεΐσθαι (pass.) υπό τίνος : on his bro- ther's r., αίνέσαντος or συστη- σαντος του αδελφού : a letter of r., επιστολή συστατική, ή '■ beauty of form is an open or the best letter of r. (rr introduction), το κάλλος πάσης συστατικώ- τερον επιστολής. RECOMMENDATORY, συστατικός, 3. επίχαρις, εύ- χαρις, ιτος, ό, η. RECOMPENSE, v. and s. See Reward, v. and s. RECONCILE, διαλλάττειν and διαλύειν τινά τινι or προς τίνα or τινας (e. g. εχθρούς), ζνναλλάττειν τινά τινι. καταλ- λάττεΐί/, διαλλάττΐΐν, διαλύειν προς αλλήλους. To become r.-d with aby, διαλλάττεσθαί (pass.) τινι or προς τίνα. καταλλάτ- τεσθαί τινι or προς τίνα. διαλύ- εσθαι or καταλύεσθαι, alsoKaTa- λύειν προς τίνα. διαλύειν εαυ- τόν προς τίνα. διαλλαγάς ποιιΐσθαι προς τίνα. RECONCILEMENT, RE- CONCILIATION, συν-, δι-, κατ-αλλαγή, ή. διά-, κατά- λυσις, η. To make the first step for r., άρχεσθαι της διαλύ- σεως. RECONDITE. TJ Prop.] (480) See Hidden. ^ Fig.] See Ab- struse. RECONNOITRE, προσκο- πεΐν (as commander), κατασκο- πεΐυ (as emissary or spy), and mid. σκοπεύειν. κατασκοπεύειν. προσκοπην ποιεΐσθαι. κατά- θεασθαι. διερευναν (explore), προερευνασθαι (mid.). To r. the enemy's movements, τηρεΐν τά από των πολεμίων : to send per- sons to r., πέμπειν επί κατα- σκοπη (ΑΓ.). πέμπειν κατα- σκόπους. RECONQUER, κατέχειν or κρατεΐν πάλιν, άναλαμβάνειν. πολεμώ άνακτάσθαι. RECONSTRUCT, άνασκευά- ζειν. See Rebuild. RECONSTRUCTION, ανα- σκευή, η. άνοίκισις (of a house), άνάκτισις, η (of a town). RECORD, v. f To relate] Vid. Tf To register in public monuments] άνα-, εγ-, άπο-, κατα-γράφειν. See to REGIS- TER. % To celebrate] Vid. RECORD, s. See Relation and Register. The state or public r.'s, τά δημόσια γράμ- ματα, άναγραφαί, αι. το δη- μόσιον (Dem.) : r.'s (as place), γραμματοφυλάκιον, τό. See Archives, Registry. RECORDER, γραμματο-, χαρτο-φύλαζ, ακος, 6. RECOUNT. See Relate, RECOURSE, κατά-, προσ- φυγή, προστροπή, αποστροφή, ή. To have r. to aby, κατα- φεύγειν προς τίνα or επί τίνα. τρέπεσθαι προς τίνα. προσ- τρέπεσθαί τίνα : to have r. to athg, τρέπεσθαι προς τι. άπο- χωρίΐν προς τι. επιβοάσθαί τι : to have r. to denying, άπέρ- χεσθαι πρόςτό άρνεΐσθαι : that they may have r. to, άναφοράν είναι αύτοΐς εις τι (Dem.). RECOVER, άνα-λαμβάνειν, -κομϊζεσθαι (mid.), -κτάσθαι (mid.), άπολαμβάνειν. άναφέ- ρειν (τι, e.g. κώπην, one's oar, Thuc, and τινά εκ τίνος, e. a. /χι - \ ^ πο\ιν εκ πονηρών πραγμάτων, Thuc.). άνασώΧ,εσθαι (to save or rescue). Also παραλαμβάνειν πάλιν. To r. one's strength, άναρρωννυσθαι (pass.) : to r. one's sight, άναβλέπειν : to r. one's reason, άναφρονεΐν : to r. a debt, άπολαμβάνειν or κομί- ζεσθαι χρέος. U (Intrs.) To recover from illness] ραΐζε iv, άναρραΐζειν. άναρρωννυσθαι, έπιρρώννυσθαι (pass.), άναλαμ- βάνειν εαυτόν, άποφεύγειν (and mid.) την νόσου, άνίστασθαι (with or without εκ της νόσου), άναφέρεσθαι (pass.), εκ νόσου Ίσχύειν (Χ.). RECOVERABLE. See Cu- rable (from illness). RECOVERY, t A gaining back] άνάληφις, άνακόμισις, άπόληφις, η (of a debt). TJ Re- storation from illness] pata, η. άνάληφις, η. άνάρρωσις, »;. αποφυγή της νόσου. Means of r., αναφορά, η. See Remedy. g^p* In both senses usually Crcl. by verbs, e. g. after his r. he set sail, αποφυγών την νόσον άπ- έπλευσεν. RECREANT. See Coward- ly and Apostate. RECREATE. See Refresh. RECREATION. «See Re- freshment, Amusement, Di- version. RECRIMINATE, άντικατ- ηγορεΐν, άντιγράφεσθαι, άντεγ- καλεΐν (agst an accuser), άντι- λοιδορεΐν, άνθυβριζειν, άντι- μέμφεσθαι (agst reproach or railing) . RECRIMINATION, άντι- κατηγορία, η. αντιγραφή, η. άντέγκλημα, τό. To use r., see to Recriminate. RECRUIT, v. % Relative to an army] κατά- or συλ-λέγειν στρατιωτας. στρατολογεΐν. A r.-ing, συλλογή, η. κατάλογος, 6. στρατολογία, ν : a r.-ing (officer), στρατολόγο?, ό. 1J Fig.] See Refresh. RECRUIT, s. νεόλεκτος, νεο- σύλλεκτος, νεοστράτευτος, 6. To levy r.'s, see the Verb. RECTANGLE, όρθη γωνία, ορθογώνιον, τό. RECTANGULAR, ορθογώ- νιος, 2. ορθός, 3. ευγώνιος, 2. RECTIFICATION, δι-, έπαν-όρθωσις, f] (as act), and -όρθωμα, τό (as thinq). RECTIFY, δι-, επαν-ορθοϋν. See Correct, Emend. RECTILINEAR, ευθύγραμ- μος, 2. RECTITUDE, εύθύτης, άπλό- της, ητος, η. See Sincerity, Probity. RECTOR, επιστάτης, ου, 6. R. of a school, σχολάρχης, ου, 6. κυβερνήτης, ου, 6 (mod. Gr.). RECTORSHIP, επιστασία, επιστατεία, v. RECUMBENT,/?™» ρ/φ. of Recline. RECUR. Tf To return] Vid. 5i To come bach again to a thought] See to Recollect, Remember. If To have recourse] Vid. RECURRENCE. See Re- turn. RECURRENT. Crcl. with partcp. of Recur. RECUSANT. Crcl. with Ftcp. of Refuse. RED, ερυθρός, 3. Crimson r., φοινικοϋς, 3 : scarlet r., κόκ- κινος, 3. κοκκοβαφής, ές : purple r., πορφυρούς, 3. άλουργός, 2 : rosy r., ρόδεος, 3. ροδοειδής, ές : tawny r., yellowish r., πυρρός, 3 (darker than ξανθός, esply of red hair). Rather r., see Reddish. To make r., ερυθραίνειν : to turn r., έρυθραίνεσθαι, ίρυθριαν (blush) : the r. sea, 'Ερυθρά θά- λασσα, η : the r. colour of the RED cheeks, το τών παρειών ερύθη- μα or ενερευθέ?: to give one a Γ. tint, έπανθΊΧ,ειν τινι ερύθημα {Luc.) : that has r. cheeks, ερυ- θρό? (ά, όν) τά? παρειά?, ερυθρά? έχων {ούσα, ον) τά? παρειά? : that has a r. beard, έρυθρόνεχων τό γένειον. πυρράζων or πυρ- ρ'ιζων τό γένειον : that has r. hair, έρυθρόκομο?, 2. πυρρόθριξ, τυιχυ?, ό, η, and πυρρότριχο?, 2. See the Gr. Eng. Lex. for compounds under έρυθ po- , πυρρό-. RED-CAP (bird), κεβ\ή- πυρί?, tews, h. REDDEN. 1 (Trans.)] έρυθραίνειν and -θαίνειυ (to make red, give a red colour), έρυθρο- δανοΰν (LXX., to dye red). ^} (INTRS.)] έρυθραίνεσθαι (pass.), έρυθριαν. REDDISH, υπέρυθρος, 2. έρυθρώδη?, ε?, ένέρυθρο?, 2. ερυ- θρία?, ου, 6. πυρρό?, 3. Yellow- ish red (ipy* πυρρόν ξανθού τε και φαιοΰ κράσει γίνεται, PL), ρούσιο?, 2. ρουσιωδη?, ε? (Lot. russus, russeus), 2. To be of a r. brown colour, πυρροΰσθαι (pass.), ρουσίζειν. REDEEM, λυτροϋσθαι, άπο ,υτρουσθαι λύεσί Ίζαγο- ράζειν. See Ransom and De liver. REDEEMER, λυτρωτή?, 6. Crcl. with the Verb. The R., our R., ό σωτήρ, rjpo?. ^ REDEMPTION, λύτρωση, άπολύτρωσι?, άπόλυσι?, ή. RED-HOT, διάπυρο?, 2. REDNESS, έρυθρότη?, ητο?, V ερύθημα, τό. έρυθρίασι?, η. To produce ι\, έρυθραίνειν. REDOLENT. See Fla- voured. REDOUBLE, άναδιπλασιά- ζίΐί/. See to Double. To r. one's pace, επιτείνειν την πο- ptiav. REDOUBT, προβολή, V. πρόβλ\\μα, προτείχισμα, τό. REDOUBTABLE. See For- midable (to foes). REDOUND. 1 To be sent back by reaction] See to Recoil. παλινδρομεϊν. The disgrace wili Γ. upon you, ει? σε τρέπεται τό αισχρόν : the censure r.'s upon the censor, αναφέρεται b ψόγο? έπ' αυτόν τον ψέγοντα. % Το conduce] Ε. g. athg r.'s to aby's credit, προ? έπαινον τήκει or κόσμον φέρει, τιν'ι τι. REDRESS, υ. See to Rec- tify, Amend, Repair. REDRESS, s. Crcl. with the Verb. Also δίκη, fi, e.g. to seek to obtain r., δίκην ζητεϊν, λα- β(ϊν : to obtain r. for aby, βοη- θίϊν τινι τά δίκαια. RED-START (bird), φοινίκ- ουρο?, ό, h. REDUCE. If To bring again or back] άν-, επαν-άγειν, άνα-, έπανα-φέρειν. 1ί To constrain, force] Vid. Tf To lessen] Vid. To be or become r.-d, ίλατ- (481) REE τονσθαι, μειοΰσθαι (pass.), e. g. in price, την τι^ιίι/. See Price and Fall, Lower. To be r.-d in one's circumstances, πένεσθαι, ττει/ί/τα είναι, πενία ενέχεσθαι (pass.), ελαττοΰσθαι (pass.) την τύχη ν. ΤΙ To bring into a state of diminution] E. g. to reduce to ashes, τεφροϋν, άποτεφροΰν : to be r.-d to extreme poverty, ει? εσχάτην άπορίαν καθίστασθαι : to be r.-d to unmerited misfor- tune, άνάζια παθεϊν : to r. (to subjection), see Subdue, Con- quer : to r. (a place), καθαιρεΐν τι : the town is or has been r.-d by the besiegers, έάλω fj πόλι? : to r. to slavery, δουλαγωγεϊν. άνδραποδίζεσθαι : to be r.-d to more abject servitude even than before, δοΰλον ώ? ούδεπώποτε γίγνεσθαι : to be r.-d to the lowest degree of slavery, δου- λεύειν την χαλεπωτάτην or κα- κίστην δουλείαν. REDUCIBLE. Crcl. with the Verb. REDUCTION, f TJie act of leading or bringing back] άνα-, κατα-γωγή, η. άνα-, επανα- φορά, -η. "U A diminishing] ελάτ- τωσι?, μείωσι?, συστολή, σύν- τομη, h. To make a r., μειονν. έλαττοΰν. συγκόπτειν. συν- τεμνειν : r. of PRICE, Vid., and Fall. REDUNDANCY. See Exu- berance, Superfluity. R. of language, περισσο-Χογ ία,-έπεια, REDUNDANT. See Exu- berant, Superfluous. To be r. in language, περισσολογεΐν. REDUPLICATION, άνα- διπλασιασμό?, 6, and Crcl. zvith verbs to Redouble. RE-ECHO. See Echo. REED, κάλαμο?, 6. δόναζ, ακο?, 6. κάννα, ή• Full of or abounding in r.'s, δονακώδη?, 2. καλαμώδη?, 2 : made of a r., κα- λάμινο?, 3 : a spot covered with r.'s, δονακεϊον, τό. δονακών, καλαμά>ν, ώνο?, 6 : to waver or be shaken like a r., δονεϊσθαι : to do, make of, fasten, or secure with r.'s, καλαμοΰν : to cut r.'s, καλαμογλυφεΐν : a flute of r., δόναζ, ακο?, b. καλάμινο? αυ- λό?, 6. καλσμίνη σΰριγζ, ιγγο?, η : a weaver's r., σπάθη, η : the r. (or quill) with which stringed instruments are played, κιρκί?, ίδο?, n. REEDY (like or full of reeds). See Reed. REEF, s. (of rock), ραχία, η. εραα, τό. "II Reef (= little rope on lower part of the sail)] θρίο?, 6, usually pi. Also εκφοροι, οι (reefing-ropes) . To let out every r., έζιέναι πάντα κάλων (Att. poet.). Also άκροι? τοϊ? ιστίοι? χρησθαι. REEF, υ. (the sails), στέλ- λειν τά ιστία. REEK. See Smoke. REF REEL, s. (g. t.) τροχαλία (and -fcia), n. REEL, v. See g. t. to Spin and to Wind. To r. off wool, prps τολυπεύειν. 1} To stagger] παράφορον βαδίζειν. σφάλ- λεσθαι. Ίλιγγιάν (to be dizzy), μεθύειν (to be intoxicated). RE-ELECT, ,αρείσθαι πάλιν or δεύτερον or εκ νέου. RE-ELECTION. Crcl. with the Verb. RE-EMBARK, τό δεύτερον άνάγεσθαι. άποπλεΐν πάλιν. RE-ENTER. Crcl. with to Enter and words in Again. RE-ESTABLISH, άποκαθ- ιστάναι, καθιστάναι πάλιν, έπανορθοΰν. επισκευάζειν. See Reinstate. REFECTION. See Refresh- ment. REFECTORY. See Dining- room. REFER, f (Trans.) προσ- τρέπειν τιι/ά τινι (aby to aby). To r. athg to aby, άνάγειν τι 7rpos τίνα. επιτρέπειν τ'ι τινι. άναβάλλεσθαί τι επί τίνα : to r. to athg, άναφέρειν επί or πρό? τι. έπανελθεϊν ε'ί? τι (=:to go back to) : to r. to a person, άνα- φέρειν ε'ί? τίνα : to r. their case to the council, άποδιδόναι ε'ι? βουλην περί αυτών (Isocr.). ^[ (Intrs .)] To r. to athg, see to have Reference. REFEREE. See Arbiter. REFERENCE, αναφορά, ή. A r. to athg premised, επανα- φορά, η (§U" but usu. Crcl. by preposs. κατά, πρό?, c. ace), to κατά τι, τό πρό? τι : to have a r. to athg, τείνειν, άποβλέπειυ, είναι πρό? τι. σκοπεϊν πρό? or ε'ί? τι. άνηκειν ε'ί? τι : without r. to athg, ει? ουδέν αποβλέπων. See Regard. REFINE. II To purify] Vid. H To polish] Vid. and to Culti- vate, il To affect nicety] κομ- \{/εύειν. λεπτουργεϊν. λεπτο- λογεϊν. διακριβουν. R.-d, as metal, άπεφθο?, 2 : of manners, language, &c, κομψό?, κατερρι- νημένο?, 3 : a r.-d person, φιλό- καλο?, 2. See Polished, Ele- gant. REFINEMENT. Crcl. with the Verb in its different applica- tions. R. of manners, language, &C, κομφότη?, ητο?, ή• εύ- μουσία : to cultivate r., φιλο- καλεΐν : r. in discourse, λεπτο- λογία, ή : r. in an art, περισσο- τεχνία, ή- See Subtlety. REFINER. Crcl. with the Verb. Also καθαρτή?, οΰ, b. R. of metals, ό εκτηκων τά μέ- ταλλα. REFIT. See Repair. REFLECT. 1 (Trans.) To throic back, as light or sound] άνα-, άντι-, άντανα-κλάν (light and sound), άνταποδιδόναι (especially sovnd). ε μφ αίνε iv (as a mirror, or water). To be r.-d, passives Ii REF REF REG of preceding, and άντΐλάμπειν, άνταυγεϊν, άντερείδειν, άπο- καταφαίνεσθαι (all of light) : water in which objects are r.-d, iiSivp παρίμφαινόμενον, τό : r.-ing, εμφανής, έ? (as a mirror). "If To consider] ενθυμεϊσθαί τι. ίννοεϊν. διανοεϊσθαι. μελετάν. σταθμάσθαι. διανοεϊσθαι. σκο- πεΐν (σκέψασθαι). λογίζεσθαι, διαλογίζεσθαι. θεωρεΐν. προσ- έχειν του νουν or την "γνώμην τινί, or simply προσέχειν τινί. % To animadvert, censure] Vid. REFLECTING, REFLECT- IVE. See Thoughtful, Con- siderate, and ' causing Re- feection.' REFLECTIVE (or RE- FLEXIVE), gram. t. αύτο- τταθη?, ε'?. A r. verb, ρήμα άντί- στροφον or μέσον. REFLECTION {or Reflex- ion). U Propr.] αντανάκλασα, τ) (of rays, but of sound), αυγών άντέρεισα, άπόστιλψα, άντί- Χαμψα, ή (of light). Also ανά- κλασα, ή. άνταπόδυσα, ή, and τό άνταποδιδόμενον (esply of sound), ανταύγεια, ή. εμφασα, ν {esply in water). Causing r., άνταυγή?, εμφανή?, έ?. *\\ Con- sideration] σκέψα, ή. σκέμμα, τό. Χογισμός, ο. ενθύμησα, ή, and Crcl. with the Verb. Power of v., σύνεσα, η. διάνοια, ή : you will do so and so upon r., δόζιι σοι ποιήσαί τι i»7ro χρό- νου διδαχθέντι. οτι χρή ποιεϊν τι χρόνο? διδάζει σε. ^[ Cen- sure] Vid. REFLECTOR, άντανακΧα- στικόν κά-τοτττρον, τό. REFLUX, άνάρροια, αμπω- τα, v. See Ebb and Tide. REFORM, S. μεταρρύθμισα, ■η. μεταβολή επι τό κρεϊττον, ί). επανόρθωσα, ή. επανόρθωμα,τό. REFORM, ν. επανορθοΰν and mid. μεταρόυθμίζειν and mid. άνακαινί'ζειν. νεοχμοϋν. To r. the church, μεταρρυθμίζεσθαι, νεοχμοΰν τα περί τα ιερά : r.-d (ορρ. to Lutheran), Crcl. with άσπάζεσθαι τα αϊτό Καλβίνου δόγματα. καλβινίζειν. REFORMATION, μεταρ- ρύθμισα, επανόρθωσα, ή. R. of religion or the church, r) περί τα θεια μεταρρύθμισα or νεό- χμωσα: r. in the conduct, μετά- ττλασίϊ τοϋ βίου, r). REFORMER, έπαν-, δι- ορθωτή?, οϋ, ό, and Ptcpp. of the verb, ^ e. g. our church r.'s, ol μετ αρρυθμία άντε? ημϊν την θρησκείαν. REFRACT, άνακΧαν, άντ- ανακλάν. (§^• The Greek does not distinguish reflection and re- fraction.) REFRACTION (of rays), ανάκλασα, αντανάκλασα, η. άνακΧασμό?, δ. REFRACTORY, άνυπότακ- tos, 2. άττειθή?, έ?. μαχητικό?, ό. To be ι•., άπειθεϊν: to be (432) very r., ταραχωδέστατα δια- κεϊσθαι. REFRAIN, v. Tf (Trs.)] IT To check, restrain] Vid. H (Intrs.)] To r. from, ά-πέχεσθαί and άφ- ίστασθαί τινο?. See FORBEAR and Abstain, and see under Help, v. REFRAIN, Ά επωδό?, 6 (the burthen of a song). REFRESH, άναφύχειν. άνα- ζωπυρεϊν. To r. oneself, mid. and άναλαμβάνειν (εαυτόν), αναυεοΰν (memory, Qc). See to REFRESHING, αναψυκτι- κό?, άναληπτικό?, 3. REFRESHMENT. ^ f In the abstract] άνάψυζα, αναψυχή, τ) : in the concrete, αναψυκτικά, τά. "f[ As food] Vid. REFRIGERANT. See Cool- ing. REFRIGERATE, άπο-, άνα-, κατα-ύτύχειν. REFRIGERATORY, κατα- ψυκτικόν σκεΰο?, τό. ψυκτήρ, ηρο?, ο. ψνκτήριον, τό. REFT. See Bereave. REFUGE, καταφυγή, απο- στροφή, η. See Retreat, s. Το take r. with aby, καταφεύγειν πρό? τίνα or επί τίνα. See phrases under Recourse. REFUGEE, φυγά?, άδο?, δ, and Ptcpp. of Verbs καταφεύ- γειν, φεύγειν. REFULGENT, REFUL- GENCE. See Bright, Bright- ness. _ REFUND, άπο-, εκ-τίνειν. άπο-, άνταπο-διδόναι. I shall r. the money to you, τά χρή- ματα απαριθμήσω σοι. REFUSAL, παραίτησα, η. άρνησα, η. τό άναίνεσθαι. άνά- νευσα, η. άπότευξα, r) (failure of a request). To meet with a r. from aby, άποτυχεϊν or άτυχιΐν (τη? δεήσεω? or ων δεϊταί τα) παρά τινο?. μη πείθειν τινά : to give aby a r., απρακτον άπο- πεμπειν τινά. μη πείθεσθαί τινι. REFUSE, v. j II Not accept] παραιτεΐσθαί, άρνεϊσθαί, άπαρ- νεΖσθαί, άπολέγεσθαί τι. Το r. with disdain, άποπτύειν : to r. combat, φυγομαχεϊν : — an employ, άρνέΐσθαι χρείαν τινά (Dem.) : — presents, ου δέχεσθαι δώρα : — an invitation, κΧη- θε'ι/τα ου πείθεσθαί : τ. to do athg, ουκ εθέλειν, ου φάναι, οϋ βοΰλεσθαι (ποιεϊν τι), άρνέΐ- σθαι (τό μή ποιεϊν τι) : to r. all terms, έζαρνεϊσθαι πάσαν όμο- λογίαν : to r. one's assent to plain proof, άπισχυρίζεσθαι πρό? την ένάργίΐαν. *U Not grant] άποφάναι, άπειπεϊν, ορρ. to κατανεύειν. άπο-, άνα- νεύειν. άπαρνεϊσθαι. To refuse downright, άπαναίνεσθαι : — stoutly, άπισχνρίζεσθαι (πρό? τι or τίνα) : to r. aby's request, io r. a favour, άνανεύειν τινί τι or ων τα δεϊται. μή πείθεσθαί τινι. άπολέγεσθαι την δέησιν (Plut.) : to r. no request, μηδέν άρνεϊσθαί τινι δεομίνω : I r. nothing to you, πάντων τεΰξη or τεύζη ών άν δέη παρ' εμού : to r. athg from fear, καταδει- Χιάν τι. See Deny, Reject, Decline. REFUSE, f As Adj.] οΰ- δενό? άξιο?, 3 απόβλητο?, 2. Ptcpp. pass, of άπολίγειν (pick out and reject) and άττοδοκιμά- ζειν. U As Subst.] κάθαρμα, άποκάθαρμα, σάρωμα, άποσά- ρωμα, τό. συρφετό?, δ. σάρο?, ό (poet.). REFUTATION, ΙΧεγχο?, ό. Χύσα, διάλυσα, ανασκευή, ή. Proper for r., ελεγκτικοί, 3. REFUTE, έλεγχε tv, έξ- ελεγχειν τινάαηάτι. διελίγχειν τιι/ά. ελεγχον ποιεϊσθαί τινο?. διαλύειν, άνατρεπειν (upset in argument, Aristoph.) and άνα- σκευά'ζειν (undo an argument) τι. To r. an accusation, a sus- picion, a mistake, διαλύειν δόζαν ψευδή, αίτίαν, έγκλημα, ϋπο- ψίαν. διδάσκεινΟΓ άποδεικνύναι ψευδή ου σαν τήν δόζαν : and if the accusation is directed agst our- selves, δια-, άπο-λύεσθαι (mid.) or άποτρίβεσθαι (— wipe off) αίτίαν, έγκλημα, ύπόνοιαν : to be r.-d, έλεγκτό?, 3 : easy to be r.-d., εΰε'λεγ /CTOs, 2 : not to be r.-d, άν-, άνεξ-έλεγκτο?, 2. REGAIN, αια-κτάσθαι, -λαμβάνειν, -κομίζεσθαι, -σώ- ζεσθαι (mid.), αυθα τυχεϊν τι- νο?. REGAL. See Kingly, Royal. REGALE. See to Feast, trs. and intrs. εστιάν, εϋωχεϊν, and their passives. REGARD, v. ηΐ To attend to (as worthy of notice)] προσέχειν τον νουν τινι. σκοπεϊν τι. Τ| To regard as — ] See to Con- sider (as), νομϊζειν or ποιεϊ- σθαί τ'ι τι. τιθίναι τ'ι τι or ευ μέρει τινό?. I should r. it as a favour, ευεργέτημα άν θε'ιην. ^[ For other senses, see ' to pay Re- gard to,' to Mind, Esteem] H To Respect — have Rela- tion to, Concern] See those words. As r.'s me, τό πρό? or κατ εμέ. τό γε είδ έμέ or έπ' εμο'ι. όσον τούμόν μέρο? (PL). REGARD, s. 1 Attention to athg (as worthy of notice)] προσ- οχή, επιστροφή, ώρα (poet, and Hdt.), σπουδή, ή (str. t). To have regard for or pay regard to athg, άποβΧέπειν πρό? τι. λόγοι/ or ύπόλογον or επι- στροφήν ποιεϊσθαί τινο?. Χό- γον εχειν τινό?. έντρίπεσθαί and επιστρέφεσθαί (pass.) τι- νο?. φρυντί"ζειν τινό?. ώραν θέσθαι τινό? and χώραν θεϊναί τινο? (poet.) : to have no r. for or pay no r. to athg, ούδένα Χό- γον ποιεϊσθαί τινο?. ου φρυν- τιζειν tivos. ουκ εντρέπεσθαί, REG άμελεΊν, καταφρονεΐν, or δλι- γωρεΐν τίνος, βραχύ φροντί- ζίΐι/ τινός. See to Disregard, Slight. To do athg out of r. for aby, κηδόμενόν τίνος ποιείν τι. Tf Respect] Vid., and Es- teem, Reverence, "ff Respect, relation, reference] With r. to athg, άπιδών, αποβλέπων, προς τι, σκοπών or επισκοπών τι (with an eye or vieio to), κατά τι. τό κατά τι. περί τι. εις τι. if^* But often expressed by the ace, e.g. with r. to his body he is ill, with r. to his mind he is whole, to μεν σώμα πουεϊ, τάς δε φρένας υγιαίνει. ι|^° Of "ten also the art. τό and the infin. είναι is added to the prepos. κατά, e. g. with r. to this one, τό κατά τούτον είναι. In some r., in certain r.'s, τρό- irov τινά, πή (enclit.), τι: in some r. this is disgraceful to me, εμοί εστί π\\ ταύτα άτιμίιιν φέροντα (Χ.) : in some r. it gives an edge to the mind, ττ)ν φυχήν τι παρακονα (Χ.). See Sort. In one r , in another — , -ττη μεν, πη δε: in every r., τα •πάντα, κατάπάντα. παντελώς, ιταντάπασι. REGARDLESS, express by ' not regarding,' or ' without re- gard.' See Heedless, Negli- gent. REGENCY, επιτροπεία and ία, η. αρχή επιτροπαία, ή. (Hdt.). In the r. of, επιτροπεύ- οντός τίνος. REGENERATE, πάλιν γεν- νάν. άυαγεννάν. U Fig. to re- form] Vid. il Regenerate, adj., or regenerated] Ptcpp. pass, and παλιγγευής, ες. REGENERATION, άναγέν- !/ι;σΐ9, παλι*γγενεσία, ή. REGENT, ό, ή της βασι- λείας επίτροπος. *ft In the academical seiise] σχολάρχες, ου, and διδάσκαλος, δ. To be Γ., σχολαρχεΐν. REGICIDE, ό τού βασιλέως φόνος (as act), δ τον βασιλέα φονεύων or φονεύσας (the per- son). REGIMEN, δίαιτα, ijs, ή. See Diet. REGIMENT, f Govern- ment] Vid. % A body of soldiers] τάζις, ή. τάγμα, τό. σύνταγμα, τό (mod. Gr.). REGIMENTAL, ταγματι- κός, 3, and Orel, with genit. of Subst. If As Subst.] R.'s, στρα- τιωτική έσθής. REGION, κλίμα, τό. χώρα, ■η. The western r.'s, τά προς δυσμάς τετραμμένα. See DIS- TRICT, Tract. REGISTER, s. κατάλογος, δ. απογραφή, ή. γραμματεϊον, τό. REGISTER, ν. άπογράφειν. καταλέγειν. κατάλογον ποιεΐ- σθαι : athg, τινός. REGISTRAR, δ επί τώυ καταλόγων. ΰπο-, άντι-γρα- (483) REI φεύς, έως, δ. γραμματοφύλαζ, χαρτοφύλαξ, ακος, δ (the keeper of the archives). REGISTRATION. Crcl. with the Verb. REGISTRY, οι κατάλογοι. REGNANT. See Ruler, Regent. REGRESS. Crcl. with πάλιν άπελθεϊν or διελθεϊν. REGRET, S. πόθος, δ. επι- πόθησις, jj. Object of r., πά- θη ua, τό: to feel a lively r. for athg, πάθω φέρεσθαί τίνος. For other senses, see Vexation, Sor- row, Repentance. REGRET, v. ποθεΐν, επι- ποθεϊν, τι or τίνα. R.-d, πο- θητός, ποθεινός, 3. *f[ To be sorry for, vexed at, athg] λυπεϊ- σθαι, άλγεϊν, άλγος εχειν επί τινι. Also μετά μέλει μοι, C. prtcp. dat. μεταμέΚομαι, c.ptcp. nom. $β§* For stronger tt., see to Repent. REGULAR, m According to rule] κανονικός, 3. εμ-, σύμ- μετρος and εΰρυθμ,ος, 2 (ivith ref. to symmetry of outward parts). if Subject to a certain order] τακτός, 3. νόμιμος, 2 and 3. έννομος, 2. δίκαιος, 3. ευσταθής, δμαλής, ές, and δμαλός, 3 (even, steady, not changing). R. motions, τακτικά κινήματα (Greg. Naz.) : a r. verb, ρήμα δμαλόν, τό. % Customary, accustomed] Vid. II Entire, real, truly, or quite a — ] E. g. to be a r. woman, a r. slave, γυναικών, δούλου, ουδέν διαφέρειν : he is a r. fool, εοικεν άτεχνώς ΰποκεκινηκότι. 1J That happens in the usual manner] εί- ωθώς, υϊα, ός. REGULARITY, συμμετρία and εϋρνθμία, jj (relat. to exter- nal form), ευστάθεια, ή (stabi- lity, steadiness), ευταξία, ή (strict observation of a prescribed or set form), τό ορθόν, τό δίκαιον. REGULATE, κανόνιζε ιν τι, USU. διατάττειν, διοικεϊν, δια- τιθέναι, διαθέσθαι, τι. Also κατασκεύαζε ιν τι. See ORDER, Arrange. REGULATION. H Act of regulating] διάταξις, διακόσ- μησις, διοίκησις, ή. to τάττίΐΐΛ See Order and Rule. REGULATOR. Crcl. with the Verb. REHEARSAL. % Relation] Vid. II Previous practice] δι- δασκαλία, ή (^* when the poet himself arranges his play for the stage, and practises the actors) . REHEARSE, il To relate] Vid. U Of a theatrical repre- sentation] διδάσκειν δράμα, με- λέτην ποιεϊσθαι. προμελεταν. REIGN. S. βασιλεία, αρχή, ή. In the r. of Cyrus, βασιλεύοντος Κύρου. επί Κύρου βασιλεύον- τος, επί τού Κύρου. See KING- DOM, Empire, Dominion. REIGN, v. βασιλεύειν. άρ- χειν. See to Rule, ' be King.' REJ REIMBURSE, άποδιδόναι πάλιν. άι«τι-, άπο-καθιστάναι τινί τι. See Repay, 'make Good.' REIMBURSEMENT, άττο'- δοσιν. jj. REIN, s. ηνία, jj (usu. in pi.), χαλινός, δ. To take the r.'s, λσβεϊν τάς ήνίας : to have or guide ι he r.'s, ήνιοχείν : the ma- nagement of the r.S, ήυιυχεία, jj : to give the r.'s, χαλάν or διδόναι or ένδιδόναι or άνιέναι or έφ- ιέναι χαλινόν or t«s ηνίας (prop, and metaph.) : to give the horse the r.'s, άφιέναι τον ϊππον : to pull up, or draw in the r.'s, άντι- τείνειν, εις τούπίσω ελκειν, τάς ηνίας. συνέχειν του χαλινόν : to put on the r.'s, ήνιάζειν, χαλι- υόϋν. εμβαλεϊν τον χαλινόν : to ride with one's r.'s dropped, από ρυτηρος ελαύνειν. REIN, V. ήνιοχεΐν. χαλιν- αγωγείν. To r. in, κατέχειν. See to Restrain, Curb. REINDEER, prps τάρανδος, δ (a horned quadruped of the North, Theophr.). REINFORCE (milit. t), συν- άγειν πλείω την δύναμιν : also βοηθεϊν. REINFORCEMENT, πλέων δύναμις, βοήθεια, η. επίκου- ροι, βοηθοί, οι. To receive r., συνάγειν πλείω την δύναμιν : to receive considerable r., πολ- λήν δύναμιν συνάγειν or μετα- πέμπεσθαι : I am receiving some ΐ.,προσ-γίγνεταί μοι άλλο στρά- τευμα, βοηθοί προσγ'ιγνοντα'ι μοι : to require r. in the garri- son, προσδεΐσθαι φυλακής or φρουρών. REINS. See Kidney. REINSTATE, πάλιν καθ- ιστάναί (e. g. βασιλέα, as king), κατάγειν (of an exile, S[C.). άπιέναι κελεύειν τινά επί τά εαυτού. To r. aby on the throne, καταγαγείν τίνα επί βασιλεία: he took Amyntas with him to r. him as king, τον Άμύνταν ηγεν ως επί βασιλεία : to be r.-d, άνασώζεσθαι εις την πατρίδα or εκ της φυγής REINSTATEMENT, άπο- κατάστασις, η. καταγωγή, ή (but chiefly Crcl. with the Verbs). REITERATE. See to Re- peat. REITERATION. See Repe- tition. REJECT, απορρίπτε ιν, άπο- βάλλειν, ου δέχεσθαι and ου προσίεσθαι. άποδυκιμάζειν. άθετεΐν. ακυρον ποιεϊν. άπο- ψηφίζεσθαΐ (mid.) and άποχει- ροτονεϊν (a motion by voting). See to Refuse. To r. with dis- dain, άποπτύειν : r.-d, από- βλητος, άποδόκιμος, 2. REJECTION, αποδοκιμασία, jj. αποβολή, η, and Crcl. with the Verb. See Refusal. REJOICE, f (Intrs.) χαί- ptiv (to abandon oneself to afeel- Ii2 REJ REL REL ing of joy), ηδεσθαι (denoting the calmer feeling of pleasure, gratifi- cation), εύφραίνεσθαι (pass.) γεγηθέναι. See to Delight, to be Glad. To γ. immoderately, ύπερχαίρειν. εκπεπταμένως εύ- φραίνεσθαι : to Γ. at athg, χαί- ρειν, ηδεσθαι τιν'ι or επί τινι or ποιοΰντά τι : at or in being praised, επαίνου μενού : to r. in the prospect of athg, ηδέων προσ- δοκάν or προσδέχίσθαί τι. χαί- ρειν ενθυμηθέντα εσόιχενόν τι or δτι εσται τι. *\\ (Trs.) εύ- φραίνειν τινά. εύθυμίαν παρ- έχειν τινι. See to DELIGHT (trs.), to Gladden. It r.'s me, I am r.-d = I Rejoice (trs.), Vid. REJOICING. See Joy. R.'s, χαρμόσυνα, τά (Hdt.). That is matter for r., χαρτός, 3. έπί- χαρτος, 2. REJOIN. H To join ogiin] συνάπτειν. H To reply] VlD. άντίΧί-γειν. REJOINDER, ύπόληφις, v. See An^ver, Reply. REKINDLE, άνα-, έκ-ξωπυ- ptlv πάλιν. RELAPSE, V. ύποτροπιά- ζειν, παλιγκοτεϊν, and -αίνειν (med. it., Hipp.). To r. (into evil courses, &c), άφίστασθαι πά- \lv ε« ti : to r. into the same fault, δις (or πάλιν) ταύτόν εξαμαρτείν : a r.-d heretic, ό πάλιν (or αύθις) άποστάς (άσα) or άφεστώς (ώσα). πάλιν απο- στάτης, ου, ο, -στάτις, ιδος, η. RELAPSE, s. ΰποτροπ-ή and -ιασμός, b (Hipp.), υποστροφή, V- παΧιγκότησις and -κοτία, η. To have a r., παλιγκοτία περι- πεσεΐν : also παλινδρομεί η νόσος. RELATE, t Narrate] λέ- γειν and φραζειν. δηλοΰν and άποφαίνειν, έζειπεΤν. εξ-, δι-, άφ-ηγέίσθαι, διεξιέναι. Ιστο- ρεϊυ. μυβολογεΐν. περα'ινειν or διαπεραίνειν (also mid.) λόγον. It has been r.-d, εΊρηται : worth r.-ing, λόγου or μνήμης άξιος, 3. αξιομνημόνευτος, 2. "ff To re- fer to] σκοπεϊν or τε'ινειν προς τι, εις τι. συντείνειν εϊς τι. άνήκειν εις τι. RELATED. 1 Bearing a re- lation] Ptcpp. of the Verb, e. g. προσ-, άν-ήκων, ούσα, ov. To be r., άνήκειν εις τι, but often Orel, with prepos., e. g. how strangely it is r. to its seeming opposite, ώς θαυμασίως πέφυκε προς το δο- κούν εναντίον είναι (PL). TJ Re- luted by birth, S[c] συγγενής, ες. προσήκων, ούσα, ov (with or with- out τω γένει). αναγκαίος, 3. οικείος, 3. επιτήδειος, 2. Το aby, τιν'ι : one closely r. to aby, εγγύς προσήκων τω γένει, άγ- χιστεύς, δ. κηδεστής, οΰ, δ. See Relation. To be closely r., αγχιστεύειν : only r. by name, ονόματι μόνον προσήκων. See Near, Next. RELATION, f Manner of (484) belonging, reference] αναφορά, κοινωνία, μετουσία, fj. κοινόν τι : but usu. Crcl., e. g. to bear r., stand in r., see Relate, be Related ; comp. Refer and Reference. To have friendly r.'s to aby, φιλικώς διακείσθαι προς τίνα. U Of kindred] Crcl. ivith Adjj. See Related. The nearest r.'s, οι μάλιστα or εγ- γύτατα προσήκοντες τω γένει, οι συγγενέστατοι (Diod.). % Narrative, Recital] Vid. RELATIONSHIP, συγγέ- νεια, αγχιστεία, οίκειότης, άναγκαιότης, ητος. η. τό οί- κεϊον. τό συγγενές. R. by mar- riage, κηδος, κήδευμα, τό. See Affinity. By nearness of r., άγχιστίνδην (Solon). RELATER, ό λέγων, άπαγ- γέλλων, διηγούμενος. RELATIVE, adj. *[ Having relation to] προσ-, άν-ήκων ε is Or προς τι : but usu. expressed only by a preposition, as κατά, προς, εις, περί, e. g. things r. to politics, τά προς την πολιτείαν. To be r. to, άναφέρεσθαιΟΓ dva- φοράν εχειν, προς τι : Γ. (to each other), e. g. the r. velocity of the stars, τό τών άστρων τά χος τό προς άλληλα : usu. τών προς τι (Aristot.), sts τό προσ- τυχόν τε και εική (PI.) ^ Gram, t.] αναφορικός, 3. ^Τ In logic] σχετικός, 3. ^] As Subst] See Relation. RELAX. II (Trs.) Slacken, loosen] άνιέναι. χαλάν, άνα-, πάρα-, άπο-, or επι-χαλάν. αν-, έξαν, επαν-, μεθ-, ϋφ-, παρ- ιέναι. λύειν. See REMIT. "|J Ease, divert] Vid. R.-d, ptcpp. and χαλαστός, 3. άνίτος, 2. Also χαλαρός, 3. άτονος, 2. See Slack, Lax, Remiss. RELAXATION. 1 Propr. diminution of tension] άνεσις, ή. χάλασις, η. ^\ Fig.] R. of mind, άνεσις, η. ραστώνη, η. See Ease, Diversion. RELAY (of horses, Qc), prps άγγάρειοι 'ίπποι, οι. άγγαροι ήμίονοι, οϊ (mules), or better Crcl. icith διάδοχος, 2. διαδέχεσθαι. See to Relieve. RELEASE, v. See to Free, v., to set Free, v., to Libe- rate. % RELEASE, s. TI Dismission from confinement] ελευθίρωσις, η. άπαλΧαγή, η. λύσις, άπό- λυσις, η : from athg, τιι /os. Τί Discharge for money received] VlD. αποχή, η. RELEGATE, v., RELEGA- TION. See Banish, -ment, Exile, v. and s. RELENT, κάμπτεσθαι (pass.) and γνάμπτ. (Thuc). επικλά- σθαι (pass., Thuc). μαλθ- and μαλακίζεσθαι (pass.^be mol- lified, poet.). RELENTLESS, άνεΧεήμων, άνοικτίρμων, άσυγγνώμων, 2. ανηλεής, άσυμπαθής, ές. απαρ- αίτητος, άτεγκτος, 2 (poet.), ωμός, 3. See Hard, Cruel. RELIANCE, πίστις, εως, ή. θάρρος or θάρσος, ους, τό. See Confidence, Trust, *•. In r. upon athg, πιστεύων τινι. πε- ποιθώς τιι/ι : to place no r. in aby, α7τιστεϊι/ τινι. άπίστως έχειν or διακείσθαι προς τίνα. RELIC. Τί That which is left, or remains of athg] λεϊμμα, περί-, κατά-, άπό-, ύπό-λειμμα, λείψανον, τό. τό επίλοιπον. II A corpse] Vid. RELICT. See Widow. RELIEF. 1 Alleviation] κούφι- σις, άνακούφισις, άνεσις, ρασ- τώνη, ή. κουφισμός, 6. κού- φισμα, τό. See ALLEVIATION, Mitigation. U Succour (af- forded to the poor)] επάρκεια, ωφέλεια, η. τών πτωχών επι- μέλεια, η. To be in the receipt of public r., συντελεϊν εις τους πένητας. *\\ Milit. t.] a) Succour (to a besieged place, &c), βοή- θεια, επικουρία, ή : to bring r., βοηθεϊν, παραβοηθεϊν. In the concrete, r. party, βοηθοί, επί- κουροι, oi. β) R. of sentries, &c, διαδοχή, ή. διάδοχοι, οι (those relieving guard) : divided into r. parties, κατ ανάπαυλας διαιρη- μένοι (Thuc.). See the Verb under this sense. ^ In a painting] To produce r. by light and shade, τά φωτεινά και σκιερά εγγύς παρατιθέναι. ^[ Alto relievo] έκτύπωμα, τό. εκτυπος προ- τομή, η. Wrought in r., εκ- τυπος, 2 : to represent in r., έκ- τυποΰν : has-r., see Basso re- lievo. RELIEVE, m To alleviate] κουφίζειν, επι-, άνα-κουφίζειν. ραστώνην παρέχειν or παρα- σκευάζειντινί τίνος, ράδιονποι- εϊν. To r. aby's trouble, κου φ ίζειν τινά πόνου : to r. (the poor, &c), άρκεϊν, έπαρκεΐν, βοηθείν, επι- κουρεί ν, τινι. See ALLEVIATE, Mitigate. ^ Milit. t, a) To relieve a town, <^~c] έπικουρεϊν, προσβοηθεϊν τινι. επαμύνειν τινι. βοήθειαν or επικυυρίαν πυιεϊσθαι. β) To relieve guard, φ?.] διιιδέχεοθαίτινα. διάδοχον γίγνεσθιιι or έλθεϊν τινυς. By or on r.-ing one another, έκ διά- δοχης άλλήλοις : divided into parties to r. each other, κατ' ανά- παυλας διηρημένοι (Thuc.) : sen- tries r.-ing one another, φρουραϊ κατά διαδοχην επιουσαι. RELIEVO. See Relief (to- wards end ). j RELIGION, f Subjectively] ευ-, θεο-σέβεια, θρησκεία, ή. To have r., εΰσεβεΐν περί τους θεούς. ΤΙ Objectively] τά περί τους θεούς (νομιζόμενα). τά θεϊα (νόμιμα or πράγματα), η θερα- πεία τών θεών. τά ιερά. θρη- σκεία, 17. ΤΙ As doctrine or dogma] oi περί τους θεούς λό- γοι, οι θεϊοι λόγοι, θεολογία, η. Liberty of ι\, ελευθερία h REL REM REM περί τα θεία or περί τα ιερά : an act of r., ιερόν πράγμα or έργον, τό : a Avar of r., boos 'πόλεμος, 6 : compulsory r., θρη- σκεία μετά δουλείας, δεσποτου- μενη ύπ' άλλ))5 δυνάμεως, η : a teacher of r., ο τών θείων διδά- σκαλος, }ερολόγος, ιεροφάντης, ου, ό: of the same r., ομόθρησκος, 2. κοινωνός των ιερών, 3 : com- munity of Γ., τό δμόθρησκον. κοινωνία των ιερών. RELIGIOUS, όσιος, 3. ευ- σεβής (ες) περί τους θεούς, θεο- σεβής, ες. άμεμπτος (2) is τά θεια. θρήσκος, 2 (later). Α Γ. act, εύσεβημα,τό: to be Γ., εύ- σεβεΐν : τ. usage or worship, θρησκεία, ή. θρήσκευμα, τό : to introduce r. observances, θρη- σκεύειν: of or belonging to such, θρησκεύσιμος, 2 (late) : r. rites or mysteries, τελεταί, ai : r. ha- tred, μίσος τό ττρός τους νομί- ζοντας έτερους θεούς : Γ. war, ιερός -πόλεμος, 6 : r. liberty, ελευθερία η περί τά θεία or περί τά Ιερά : τ. duties, τά περί τά θεία or (late) θρησκευτικά καθήκοντα, τά : a r. society, εταιρία θρησκευτική, η. RELINQUISH. See to Leave, Abandon, Forego. RELISH, v. ηδέως εσθίειν, πίνειν, προσφερεσθαί τι. ηδε- σθαί τινι. Relishing, εΰχυμος, -χυλός, 2. ηδύς, εΐα, υ. RELISH, s. See Taste, Fla- vour. To eat with a i\, see the Verb. Athg eaten as a r. to bread, &c, όψυν, τό. RELUCTANT, RELUC- TANCE. See Repugnant, Repugnance, and Unwilling, Loath. RELY (on), θαρρεΐν, πεποι- θίναι, τινί or επί τινι. πιστεύ- ειν τινί. σκήπτεσθαί, επισκη- πτεσθαί τινι. άπερείδεσθαι εις τι (PL), προς or επί τι (Polyb.), επανεχειν subaud. εαυτόν επί τινι (Dem.). R.-ing on, ptcpp. and πίσυνός τιι/ι (Thuc.) : to be r.-d upon, εχέγγυος, 2 (Thuc). See to Depend, to Trust. REMAIN. Π To continue to exist] μενειν, δια-, επι-, κατά-, παρα-μίνειν. διαφυλάσσεσθαι (pass.), σώζεσθαι, διασώζεσθαι (pass.). ΤΙ To continue to be so and so, or at such a place] μενειν, κατά-, επι-, συμ-, εμ-μενειν (the latter three c. dat.). διατελείν, διάγειν and διαγίγνεσθαι, όντα, ποιοΰντα, κ.τ.λ. To r. at a place, μενειν εν τινι χωρίω or κατά τι χωρίον, διατρίβειν, διάγειν εν τινι τόπω : to r. with aby, παραμένειν, προσμένειν τινί. See Continue, Rest, Abide, Stay, and Keep. ^[ To be left over, as residue] λείπεσθαι, ύπο-, κατά-, περι-λείπεσθαι (pass.), λοιπόν, ΰπόλοιπον εί- ναι, περι-γίγνεσθαι, — είναι, πε- ρισσεύειν. ύποκεΊπθαι. REMAINDER, ΧεΊμμα, (485) περί-, από-, υπό-λειμμα, τό. επίλοιπου, τό. λείψανον, τό, and ptcpp. pass, of the Verb. REMAINING, λοιπός, 3. επί-, υπό-, περί-, κατά-, παρά- λοιπος, 2. περιλιπής, ες (PL), and ptcpp. of t/ie Verb to Re- main. REMAINS, κατάλειμμα, τό. See Remainder. The mortal r.'s of aby, τά των νεκρών οστά. See Corpse. REMAKE. See Restore. REMAND. See to Send (back). REMARK, s. See Observa- tion, Note, Notice. REMARK, v. See to Note, to OBSERVE, αίσθάνεσθαι (ότι, or c. ptcp., $^° which usu. sta?ids in aecus. when perception by the outward senses is denoted, in gen. when by the mind : the infin. is rare), κατά- and έν-νοεΤν (ως). γιγνώσκειν and μανθάνειν (c. partcp), ενιδεΐν, ενοράν (τινι and c. ptep.) or παροράν τινί τι (for. athg in aby). καταμανθάνειν τ'ι τίνος, καταγ ιγνώσκειν τινός τι (athg disadva?itageous) : I r.-ed that he was reluctant, ενεϊδον αύτω δυσθυμίαν or δυσθύμως εχοντι : r.-ing his embarrass- ment, γνούς αυτόν τεθορνβημε- νον (PI.). II To make a remark] See to Observe. REMARKABLE, f Worth remarking] αξιόλογος, αξιο- μνημόνευτος, 2. μνήμης or λό- γου άξιος, 3. R. sayings and acts, απομνημονεύματα, τά. REMARKABLENESS, τό άξιόλογον. CrcL with the Adj. REMEDIABLE, Ιάσιμος, 2. Ίατός, 3. See CURABLE. REMEDIAL, ϊατικός, 3. A r. measure, see Remedy. REMEDILESS. See Irre- mediable, Incurable. REMEDY, s. ηΐ For healing] ϊασις, η. "ιαμα, τό. ακος, τό. φάρμακον, τό. The use or ap- plication of a r., φαρμακεία, η : a r. agst athg, άντίδοτον, άντι- φάρμακον, τό. See MEDICINE, PHYSIC. U Fig.] επικούρημα, τό, and the adj. επίκουρος, 2 : agst athg, τινός : for aby, τινί. βοήθημα, τό : agst athg, προς τι. αναφορά, η (means of re- covery, resource), εύρημα, τό (device), εκλυσις, η. REMEDY, v. 1 In a medical sense] Ίάσθαι. άκεϊσθαι, εξ- ακεϊσθαι. ύγιοποιεΐν. εύτρεπί- Χ,ειν. θεραπεύειν. Easy, hard, to r. or to be r.-d, εύ-, δυσ-, -ίατος, -θεράπευτος, 2 : not to be r.-d, see Irremediable, Incurable. TI In a general sense] άκεϊσθαι, εξακεΐσθαί τι. βοηθεϊν τινι. REMEMBER, μνημονεύειν τινός or (more usu.) τι. μιμνη- σκεσθαί τίνος, and in an acces- sory clause c. ptcp. or ίίτι. μνήμην τίθεσθαί τίνος, σώξειν, άπο-, δια-σώζειν. μνήμην or μνε'ιαν εχειν τινός. As well as I can i\, ως εγώ μνήμης εχω. ως εμε ευ μεμνησθαι. όσα εγώ μέμνημαι. 'όσον έμε μεμνησθαι : r. that you are a man (—mortal), μίμνησο άνθρωπος ων : to r. athg agst aby, άπομνημονεύειν τί τινι : that which one can r., άναμνη- στός, 2 : easy to be r.-d, εύ- μνημόνευτος, 2 : to be easier to r. or to be r.-d, εύμνημονεστίρως εχειν (Χ.) : hard to be r.-d, δυσ- μνημόνεντος, 2 (Aristot.). REMEMBRANCE, μνήμη, η. άνάμνησις, η. ΰπόμνησις a?id υποβολή, η. υπόμνημα, τό. Το keep aby in kind r., μεμνησθαι τίνος μετ εύνοιας. See ME- MORY, Mind. REMEMBRANCER. Crcl. by the Verb. REMIND, άνα-,επανα-, υπο- μιμνήσκειν τινά τι or τινά, or οτι (aby of athg or of aby, or aby that), ΰποβάλλειν, διαμνημο- νεύειν, τινί τι. REMINDER. Crcl. with Verb, μνημόσυνον, τό (memo- rial). REMINISCENCE. See Re- membrance. REMISS, άνειμίνος, 3. ά/ο- ρωστος, 2. αμβλύς, εΐα, υ. See Slack, Slow. To become r., άναπίπτειν. See to FLAG. REMISSION. 1 Abatement, relaxation] VlD. ανεσις, ή. λώ- φησις and άνακούφισις, η. "[[ Release] VlD. άφεσις, ή. Tf For- giveness, pardon] Υιό. άφεσις, συγγνώμη, η. REMISSNESS, το άνειμένον. See Negligence, Slackness. REMIT, % To send] Vid. H Of a payment] εκτίνειν or άποτίνειν τά χρήματα, διδόναι τό apyvpiov. "fl To grant re- mission'] άνιεναι (partial), άφι- έναι (full). REMITTANCE (of money). See Payment. REMNANT. See Remain- der. REMODEL, μετά-, άνα- πλάττειν. μετα-ποιεΧν, -σχη- ματίζειν, -μορφονν, -ρρυθμίζειν, -τιθέναι. καινοΰν. To be r.-d, μετασχηματίζεσθαι (passive), μεταβαλεΐν ε'ις άλλο είδος : the object r.-d, άνάπλασμα, τό. REMODELLING, μετά-, ανά-πλασις, μετά- μόρφωσις, -βολή, η. -σχηματισμός, 6. REMONSTRANCE, νου- θεσία, -θέτησις, η. -θίτημα, τό. παραίνεσις, ν (to a superior), αιτία, η (fault found by a friend, opp. to κατηγορία, by an enemy, Thuc). To make r., see the Verb. My r.'s are in vain or to no effect, παραινών or νυυθετών ούδεν ες ττλε'οι» ποιώ. REMONSTRATE, νουθετεϊν τίνα. παραινεϊν τινι. έ.πιμεμ- φεαθα'ι τιι/ί τι or τινά τίνος (str. t). REMORSE. 1 Pain of guilt] REM REN REP i'lH'Sj h• To feel r., δηχθηναι τον θυμόν : to stifle r., θλίβειν την των 'έργων σύνεσιν. Comp. Conscience. *\ Pity] Vid. REMORSELESS. See Cruel. REMOTE, m Relat. to space] κεχωρ<σαένος, 3. πολύ or μα- κρά, απέχων, ούσα, υν. To be or lie r. fm the sea, γίγνεσθαι, κεϊσΰαι. ω\έσθαΐ από θ>ιλάτ- -Γΐ/9 : the most r., έσχατος, 3. See Distant. Far off. REMOTENKSS, άπόστασις, ■η. See Distance, and Crcl. with Ad EMOVABLE, περιαιρετός, REMOVAL, μετά-, άπο- κίνησις and κ'ιυησις, με τά-, άνά- στασις, άν-, αφ-, περι-αίρεσις, μετά-θεσις, -τάξις, απαλλαγή, αποτροπή, άπο-, άνα-σκευή, ή. Also, as change of abode, διοί- κισις, μετοίκησις, ή. μετοικι- σμός, ο, and -οικεσία, ή. εζ-, μετ-ανάστασις [from abode or settlement). κατάπαυσις, απο- πομπή, η (from a public post). gfy" Often best Crcl. with the Verb, e. g. after their r. from the country, έζαναστάντες εκ της χώρας. ^ REMOVE, ν. 1 (TRS.)] M t-ra-, άπο-κινεΐν, /χετα-, άπο-, έκ- φέρειν, αν , μεθ-, έζαν-, άφ- ιστάναι, μετά-, άπο τιθέναι. μιθιέναι. αφ-, μεθ-ιδρύειν. αν-, άφ-, περί - αιρεϊν. μετ- άγειν, μετα-τάσσειν, μετά-, άνα-, άπο- σκευάζειν. άποκομίζειν. άπαλ- λάσσειν. For the specific use and government of these verbs, see the Gr.-Eng. Lex. To r. from an abode, άν-, δι-, έζ-, μετ-υικίζειν, ανάστατου [and Hdt. σπαστού) τίνα ποιεϊν (Hdt. and Thuc.) : to r. ships, μεθορμίζειν : to r. from office, see Defuse, Recall. άποχε ιροτόνεΐν (by vote). To r. a burthen from aby, κονφίζειν τινά τοΰ βάρους, καθ-, άφ- aiptlv άχθος τινός : to r. an im- pediment, εκποδών ποιεϊσθαί τι. % (Intrs.)] Pass, and intrans. forms of the preceding verbs, e. g. ανίστασθαι and άναστήναι. άν-, δι-οικίζεσθαι, mid. (to change one's abode), άπιεναι. άπυ- χωρεϊν. άπο-, μετά - στηναι. απαλλάσσεσθαι (pass.), απο- λείπε ιν χωρίον τι. REMOVE, s. Crcl. with the Verb. See Removal, Distance. REMUNERATE, -ATION, -ATIVE. See Reward. RENCOUNTER, s. συν-, άπ- αντησις, ή. άπάντημα, τό. συν-, ευ-τευζις, σνμβολή, σύνοδος, τ). See Clash. Meeting. RENCOUNTER, v. See to Encounter. άφικυείσθαι or συνιέναι εις τό αυτό. όιχυΰ γίγ- νεσθαι, συν-, επ ι-τυγχανειν τι- νί. συμ βάλλειν, -πλέκεοθαι (τινί or προς τίνα), -μιγνύναι, εις χείρας or όμόσε iivui or συνιέναι χωρεϊν, γίγνεσθαι τινι. (486) REND. See to Tear. RENDER. If To return, give back] άπο-, άντι-, άνταπο- διδόναι. λαβόντα άποδιδόναι. άποκαθιστάναι. άμείβεσθαι. See Requite, and Retaliate, Return. TJ To do] E. g. to r. aby a kindness, εύεργετείν τίνα. αγαθά ποιεϊν or έργά'ζεσθαί τί- να, ώφελεΐν τίνα : to r. aby a service, ύπηρετεΐν τινι : he has r.-d us important services, πολ- λού άξιος ήμϊν εγένετο. *|| Το make (aby athg, φ?.)] ποιεϊν τι- θέναι, καθιστάναι. ί] To trans- late] Vid. RENDEZVOUS, ό συγκεί- μενος τόπος, τό συγκείμενον. τ) συγκειμένη σύνοδος or εντευζις. To give a ι\, όμυλογεϊν τόπον 'όπου δεΐ παρείναι. See MEET- ING. RENEGADE, αποστάτης, ου, ό. RENEW, καινοΰν, άνα-και- νίζειν, -καινοΰν, καινοποιεϊν. kuivov or νέον ποιεϊν. άνανεοΰν and mid. (e. g. φιλίαν, ε'ιρήνην, σννθή^ας, μάχην). άποκαθιστά- ναι (restore), επισκευάζειν and άΐΌρθοΰν (repair), άνα-, έ-τταϊ/α- λαμβάνειν (to begin afresh, re- sume). &f Often expressed by the advv. πάλιν, αύθις, δεύτερον in connexion with verbs, or by com- pounds with άνα-, e.g. the enemy r.-d the attack, πάλιν έπηλθον or έπέθεντο οι πολέμιοι : to r. the contest or battle, πά\ ιν κατα- βηναι εις μάχην. αύθις άπτε- σθαι της μάχης, δεύτερον μα- χέσασθαι. άναμάχεσθαι : to r. hostilities, πάλιν καταστηναι ες πόλεμον. άναπολεμεϊν: tor. the friendship, πάλιν φιλίαν ποιεϊσθαι πρό% τίνα. RENEWAL, άνα-καίνισις, η, -καΐνισμός, ο, -νεωσις, άνα-, επι- σκευή, ή, and Crcl. with the Verb. RENNET, τάμισος, ν (a Do- ric ivord, Theocr.). πυετία, ?'; (beestings, used as r.). Also πυτία, r), and πΰαρ, ατυς, τό. Cheese made with r., ταμισίνης τυρός, 6 : to curdle milk with r., πυ- τιά'ζειν γάλα. 0jF The acid juice of the fig-tree, οπός, 6, was also used instead ofr. : hence cheese so made, όπίας τυρός, ό. RENOUNCE, άπειπείν τι. άφίστασθαί {άποστηναί), έξί- στασθα'ι τίνος, άφιέναι (and mid.) τι. See Give up, Disown, Forego. RENOUNCEMENT. Crcl. with Verb. RENOVATE. See Renew. RENOVATION. See Re- newal. RENOWN. See Fame, Ce- lebrity, Praise. RENOWNED. See Famous, Celebrated. RENT, s., fm Rend, ρήγμα, σχίσμα, τό. διαρρωγή, η. ρά- γας, άδος, r). λακίς, ίδος, η, and λάκισμα, τό (poet.). To get a r., ρήγμα λαβείν, ρηγνυσθαι, διαρρήγννσθαι and σχί"ζεσθαι (pass.), if Stated payment for house or land] μισθός, 6. μί- σθωμα, τό. μίσθωσις, r) (g. tt. for land and houses), πρόσοδοι, al (revenue to owner), φορά, r) (vectigal, pay, tribute), άπυψορά, r) (return, profit), λα -rpov, τό ( pay, hire, acknowledgment) ^" On the ''metayer'' system, r. was paid by a fiat proportion of the produce, ' non nummo sed parti- bus locare' (Plin.) ; the landlord and tenant under this arrange- ment are ' partiarii,' and the for- mer λαμβάνει άπο τοΰ καρπού (S. Luc). House -r., ενοίκιον, τό : collector of house-r.'s, ivoi- κιολόγος, ό : to produce r., μισ- θοφορεΐν. RENT, V. μισθοΖσθαι (mid.). To r. a house, επι μισθό) οίκεϊν or εχειν οίκίαν : — together or between them, συνδιαιτάσθαι (pass.) φέροντα ενοίκιον. — at a low rate, ενοίκιον ου πολύ τε- λεΐν : r.-d, μισθωτός, 3. RENTER. See Tenant. RENUNCIATION. Crcl with verbs to Renounce. REPAIR, v. επι-, άνα-σκευά- Χ,ειν. άν-, έπαν-ορθυϋν. Also άκεΊσθαι, Ίάσθαι, άνιάσθαι (Hdt.). άναλαμβάνειν. See Mend, make Amends, and Re- medy. The loss of athg may not be easily r.-d, αύθις τυχείν τί- νος ού ράδιόν εστίν : to r. a loss, &c, caused to aby, άντι- and άπο-καθιστάναι and άντι-διδό- ναι τινί τι. *[j Itesoj-t, betake oneself to a place] κομιζεαθαι (pass.), or Ίέναι or χωρεϊν ε'ις τόπον τινά. REPAIR, S. επισκευή, η. έπανόρθωσις, r). To put in Γ., see the Verb. To keep in r., σώον φυλάττειν or διαφυλάτ- τειν : out of r., έρείφιμος, 2. σαθρός, 3. REPARATION. If Act of repairing] άκεσι -i, ή. διόρθωσις, h (see phrases in Repair, s. and v.). R. of loss or damage, άκεσις, ή. άποκατάστασις, τ) (restitu- tion). See Amends, Compen- sation. REPARTEE, άπόκρισις 'έτοιμος or πρόχειρος, r). REPAST. See Meal. REPAY, άποτίνειν. άπα- ριθμεϊν. άποδιδόναι, άνταπο- διδόναι. See REQUITE. REPAYMENT. Crcl. by the Verbs. RKPEAL, v. and s. See to Abrogate, Abolish, and Ab- rogation. REPEAT. % To do or say agabi] άναλαμβάνειν (resume). To r. (an action), εκ καινής or δεύτερον or αύθις ποιεϊν τι : to r. (words), αύθις λέγειν, τταλιλ- λογεϊν. δις ειπείν, διλογεϊν : to r. a narrative, διηγεΐσθαι ταύτα : to r. the same thing REP in other words, ταυτο-λογεΐι/, -επεΐν. ΤΙ To recite] Vid. If Repeated] πολύς, πολλή, πολύ. συχνός, 3. REPEATEDLY, πολλάκις. To do athg r., τευτάζειν περί τι (be always at it, PI.). REPEATER (watch), prps ωρολογίου τίχνηΎον φθόγγω υποσιμκΰνον τα? ώρας. REPEL, απ-, δι-, παρ-ωθεϊν. άπο-, άνα-κρυύειν. άπελαύνειν. άμύνεσθαι (mid.), ε'ίργειν. άπ- ερύκειν. REPENT, μεταμέλει (im- pers.), μεταμέλεσθαι. μετα- γιγνώσκειν, -νοεΐν. επιστρέφε- σθαι (retract), κλαίειν (to rue), επιμέμφεσθαι (to be sorry after- wards ; absol., and with 'ότι, Hdt.). I r. of athg, μεταμέλει μοί τι or μοί τίνος or μοι περί, επί τίνος, or with partcp., e. g. I r. my silence, μεταμέλει μοι σι- γήσαντι, or μεταμέλει μοι της σιγής, and μεταμέλομαι σιγή- σας, μετανοώ σιωπήσας '. they r.-d having concluded the al- liance, μετεμέλοντο τάς σπονδάς ποιησάμενοι : you will surely r. of it, οι'ι χαιρήσεις, κλαΰσεις, κλαύση : I never r.-d having held my tongue, hut often r.-d having spoken, ουδέποτε μετ- εμέλησέ μοι σιγήσαντι,φθεγξα- μένω δε πολλάκις : what one is likely to r. of, τό μεταμελησό- μενον : not to be r.-d of, άμετα- μέλητος, 2. REPENT ANCE, μεταμέλεια, W. τό μεταμελόμενον. μετάνοια and -yvoia, η. I feel r., μετα- μέλεια έχει με : to have or feel Γ. at athg, μεταμέλεσθαι τινι or περί τίνος, or chiefly c. ptcp. μεταμέλειαν λαμβάνειν εκ τί- νος, μεταμέλειαν ποιεϊσθα'ι τί- νος, μετανοεϊν επί τινι : Cato said he had but on three occa- sions in his whole life felt r., μεταμεληθηναι 6 Κάτων εφη εν παντί τω βίω τρεϊς μετα- μέλειας (Plut.). REPENTANT. See Peni- tent. REPERCUSSION, ανακοπή, άπόκρουσις, ανά-, άντανά-κλα- σις, η. REPERCUSSIVE, αποκρου- στικός, 3. REPERTORY, κατάλογο?, 6. απογραφή-, V• REPETITION, επανάληψης, η. R. of words, παλιλ-, δι-, διπλασιο-λογία, η (Χ., PL), of a story, έπιδιήγησι?, η : r. of the same tiling in other words, ταυτολογία, ταυτέπεια, η. if Rehearsal] VlD. REPINE. See to Fret intrs., and comp. Fretful, Discon- TENTFD REPINING, s. See Discon- tent, Complaint. REPLACE, αύθις or πάλιν καθιστάναι. άντιπαρέχειν (as substitute, or amends). (487) REP REPLENISH, ίμπιπλάναι πάλιν. See Fill. REPLETE, adj. See Full, Glutted. REPLETION, πλησμονή, ν- See Fulness, Glut. To be full to r., ΰπερ-εμπίπλασθαί τίνος or -γέμειν τιι /os. REPLY, S. άπόκρισις, άντ- απόκρισις, η. See ANSWER, s. REPLY, V. άποκρίνεσθαι. όντιλέγειν. See to Answer. REPORT, s. 1 Rumour] λό- γος, 6. ακοή, η. φήμη, h• θρυΰς, οΰ, 6. To spread a ι*., διαδιδόναι λόγον. εκφέρειν λόγον : to spread a r. all over a place, θρυ- λεϊν or διαθρυλεΐν φήμην. δια- σπείρειν λόγον : the r. has been universally spread, τεθρύληται : a r. has been spread, διέρχεται or διαδίδοται λόγος or βροΰς or φήμη. U A narrative, relation'] Vid. *\ An exact or official ac- count or statement] απαγγελία, h- A written r., έπιστυλη, ν : an authentic or historical r., υπό- μνημα, τό (usu. in pi.) : the r.'s that have been sent in from all quarters, αϊ πανταχόθεν άπ- εσταλμέναι επιστολαί : to send in a r. to aby concerning athg, άπαγγέλλειν τινί τι or περί τίνος, διαγγέλλειν τ'ι τινι. είς- αγγέλλειν τι προς τίνα: to send or forward a r. to any public or civil department, άναφέρειν εις τίνα : to send or dispatch a r. to a place, άπαγγέλλειν επί or εις χωρίον : one that sends a r., see Reporter. %\ Repute, reputation] Vid. If Loud noise] πάταγος, 6. πατάγημα, τό. ψόφος, 6. REPORT, v. % To narrate, relate] Vid. To r. what one has heard, αύθις διελθεϊν. πυρα- διδόναι. άπ-,έζ-αγγέλλειν. δι- ηγεϊσθαι. See phrases in Re- port, s. REPORTER. Crcl. with ptcp. of the Verb. An official r., είσ- αγωγεύς. έως, 6. REPOSE, v. f (Trans.) To place, set, put] Vid. To r. con- fidence in, πιστεύειν τινί. πε- ποιθέναι τινί or επί τινι. See Confidence, Trust, Rely. if (Intrans.) To sleep, to rest] Vid. REPOSE, s. See Sleep, Rest v REPOSITORY, θήκη, απο- θήκη, η. REPOSSESS. See to Pos- sess and Again. REPREHEND. See Re- prove, Blame, Censure. REPREHENSIBLE. See Blameable. REPREHENSION. See Blame, Censure. REPRESENT, 1 Exhibit (as present)] προ οφθαλμών καθ- ιστάναι. προδεικνύναι. άπο- φα'ινειν. προφέρειν. παρέχειν. ίΐ Τό render the likeness of a REP thing] διαμορφοΰν. άπεικάζειν. εικονίζει», άπεικυνί'ζειν. πλάσ- σειν (in plaster, S[c). κηροπλασ- τεΐν (in wax), γράφειν, ύπο- τυπονν, γραφή άπεικάζειν (by the, pencil), γλύφειν, εκτυποΰν (in sculpture). II Το exhibit by loords to the mind] ύπο-, άνα- τυπουν. παριστάναι. ποιεΤν (in poetry). Also άπο-φαίνειν, -δεικ- νύναι (to malce out to be). if To ■personate] υποκρίνεσθαι πρόσ- ωπον or σχημά τίνος, e. g. βασιλέως and ΰποκρ. βασιλέα. 1T To bring on the stage] δράμα είσάγειν (a theatrical perform- ance), είσάγειν τι//ά (aby on the stage), ^f To represent aby vi- cariously] παρ-, or ύπ-έχειν τάζιν τινός and ύπέχειν χώραν τιι /os. είναι αντί τίνος or εν μέρει τινός, παρέχεσθαί τίνα. To r. aby in any matter, δια- πράσσειν τι αντί τίνος. 1J Το show (with modest or gentle re- monstrance)] ύπομιμνησκειν τι- νά c. inf. or ότι or τινά τίνος or τινά τι. ύποτιθέναι or -βάλλειν τινί τι. I r.-d to him the great- ness of the danger of not con- tinuing in the right course, ειπον δε και ηλίκος 6 κίνδυνος, ε'ι μη την όρθην έλαύνοι (Luc). Το Γ. to oneself, ΰποτυποΰσθαι (mid.) τι. φαντάζεσθαί τι. εν-, υπο- νοεΐν τι. παρίστασθαί τι. προ οφθαλμών λαβείν τι. REPRESENTATION. fl A ct of representing] παράστασις, έπι-, ανά-, άπό-δειζις, ή. ^| By imitative art] άπεικασία, μί- μησις, διαμόρφωσις, η. εικο- νισμός, ό. εικονογραφία, πλάσις, έκτύπωσις, η. Also, ε'ικών, η. εικόνισμα, άπείκασμα, τό (as thing). See Image, Likeness. R. of a play in the theatre, δράματος διδασκαλία or εισαγωγή, η. See Performance, if Act of sup- porting a vicarious character] Crcl. with the Verb in this sense. 1Ϊ Showing (by words)] λόγος, 6, and Orel., e. g. according to your r., ώς σύ φης : r. with Remon- strance, Vid. If Menial re- presentation] See Conception, Idea, Notion. REPRESENTATIVE, b τε- ταγμένος άντ άλλου τινός, ο την τάζιν έχων τινός, ο επι- τετραμμένος τι. See Deputy. The assembly of r.'s, or r. assem- bly, η εκκλησία or πανήγνρις τών λεκτών άπο του δήμου. REPRESS, κατ-, έπ-έχειν, κολάζειν,κωλύειν, κατα-παύειν , -λύειν, συστέλλειν. REPRESSION, κόλασις, κώ- λυσις, η. κολασμός, 6. κατά- παυσις, -λυσις, η, and Crcl. with the Verb. REPRESSIVE, καθ-, ίφ- εκτικός, κολαστικός, 3. REPRIEVE, άι/αβάλλεσ0«ι (tiji; ζ))μίαι/ τινός). άναβιΛιν ποιεΐν (της ζημίας), οώζειι* ίτι χρόνον. See to Respite. REP REP REQ REPR1EVAL, αναβολή [της ζημίας). See RESPITE. REPRIMAND, v. See to Chide, Reprehend. REPRIMAND, s. See Cen- sure. Reproof. REPRISALS, Ισα προς 'ίσα. To maker/s, 'ίσα άνταποδιδόναι τινί. την ϊσην μετρεϊν τινι. κακώς παθόντα άντιδράν τίνα. ■ηδικημένου άνταδικεϊν. τον ύπ- άρξαντα άδικων έργων τιμω- ρεϊσθαι. κατάγγελλαν ρϋσιά tlvl. ρύσιον θεϊναι (Soph.) : right of r., σϋλαι, αϊ (letters of marque), sts άνοροληφία, η. ^ REPROACH, s. όνειδος, έγκλημα, όνείδισμα, κατηγό- ρημα, τό. κατηγορία, η. έλεγ- χο?, ο. επιτίμημα, τό. μέμφις, jj. ενιπά, r\ (poet.). To make r.'s, to impute as a i\, worthy of r., matter of r., see the Verb. Without or free from r., see Ir- reproachable. To incur the r. of atbg, όφε'ιλειν or όφλι- σκάυειυ τι. See CENSURE, Shame, Disgrace. REPROACH, v. όνειδίζειν, εξονειδίΧ,ειν, εγκαλεϊν, μέμφε- σθαι, επιπλήσ,σειν, έπιτιμάν, all with τινί τι (aby with athg, also μέμφεσθαι τίνα εις τι. κατηγορείν τινός τι. α'ιτιάσθαί τινά τίνος, to make athg a r. to aby). ελέγχειν τινά -κερί τίνος or ως — . -See Censure, Upbraid. To r. aby justly, μέμφιν δικαίαν μέμφεσθαι τινι. δικαίως κατα- γνώναι οτι (Thiic.) : to r. in strong or bitter terms, μέμφεσθαι και κακίζειν τινά : to r. aby angrily with - — , κακίζειν τινά οτι — (Thuc.) : to remind people of benefits is to r. them, τό τάς ευεργεσίας ΰπομιμνήσκειν b- μοιόν εστί τω όνειδιζιιν (Dem.) : that is to be r.-d, έπονείδιστος, 2 (matter of r.)\ also επίμεμπτος, 2. επιμεμφής, ες, and μεμπτός, έλεγκτός, 3. εττίψυγος, 2 : they have the impudence to r. others with what they themselves are to blame for, οΊς αϋ -roi τυγχάνουσιν οντες ένοχοι, ταύτα τών άΚλων τολμώσι κατηγορίϊν. REPROACHFUL, όνειδισ- τικός, 3. έπονε'ιδιστος, 2, and όνειδιστήρ, ηρος, 6 (poet.), and Crcl. with Verb or Subst. βλάσ- φημος, 2. REPROBATE, s. άτΓΟ/3λΐ)το9, 2. άττοδίδοκιμασμίνος, 3. αδό- κιμος. 2. εξώλης, ες. κατάρατος, 2. See Abandoned, Profli- gate. REPROBATE, v. άποδοκι- μάζειν. See REJECT, CONDEMN. REPROBATION, αποδοκι- μασία, ή, and Crcl. icith Verb. REPRODUCE, ποιεϊν εκ νέου τι. άυαπλάσσειν. άυα- φΰειν, -γενναν (of nature). % To bring forward anew] πάλιν προφέρειν. εις μέσον πάλιν τι- θέναι or προτιθέναι. To r. the same thoughts in different terms, (488) τά αυτά νοήματα επεσιν ανο- μο'ιοις προφέρειν, ε'ισφέρειν or προτιθέναι. Tf To represent by imitation] άπομιμεϊσθαι. άπ-, εξ- εικάζε ιυ. ΰποτυποΰν. εκ- μάσσεσθαι. Sensation r.'s the forms of sensible objects, εκ- μάσσεται ή α'ίσθησις τά είδη τών αισθητών. REPRODUCTION, άνα- γέννησις, άνάπλασις, η. REPRODUCTIVE, e. g. r. power, δύναμις του άνα-γεννάν, -πλάσσειν. REPROOF, επιτίμησις, νου- βέτησις, μέμφις, κόλασις, ή. ψόγος, 6. νουθέτημα, κόλασμα, τό. To give aby a r., see the Verb. REPROVE, μέμφεσθαι τινί τι. νουθετεΊν and κολάζειν τινά ποιοΰντά τι. ψέγειν τινά εις τι. See to Censure. REPROVER. Crcl. by the Verb. REPTILE, ερπετον, τό. ερπυστής, ερπηστής, οΰ, ό (poet.). REPUBLIC, δήμο κρατεί α and -κρατία, ή. δημοκρατου- μένη ττόλις, ή. δήμος, 6. κοινά, τά. REPUBLICAN, ν. δημοκρα- τικός, 3. A r. constitution, -πολι- τεία δημοκρατουμένη, η. δημο- κρατία, η : to have a r. constitu- tion, δημοκρατεϊσθαι (pass.) : to be of r. sentiments, δημοκρατί- ζειν. φοονεϊν τά του δήμου. REPUBLICAN, s. δημοκρα- τικός άνήρ, ό. δημοκοατίϊων, 6. REPUDIATE. See to Di- vorce, to Reject. REPUDIATION. See Di- vorcement, Rejection. REPUGNANCE. See Re- luctance, Aversion. REPUGNANT. See Con- trary, Opposite. REPULSE, v. ώθεΐν οπίσω, άπ-, παρ-ωθεϊν. άπωθεϊσθαι. άποκρουειν or άποκρούεσθαι. άπο- and έκ-κόπτειν. άπομάχε- σθαι. To r. the enemy, ώθεϊσθαι or άπωθεϊσθαι or άναστέλλειν or άποβιάζεσθαι τους πολε- μίους. REPULSE, s. Crcl. with the Verb, e. g. to meet with a r., άπ- ωθεϊσθαι (pass.). TI Refusal] VlD. REPULSIVE, αποκρουστι- κός, 3. % Ρψ•] δνσ-προσήγουος (Dio?i C), -έντευκτος, -πέλασ- τος, 2 (Soph.). A r. exterior, τό άπό του προσώπου δυσ- ξύμβολον. REPUTABLE. See Respect- able, Respectably. REPUTATION, άξια, άξ- ίωσις, η. αξίωμα, τό. ευδοξία, η. εϋκλεια, η. The r. of virtue, άξίωσις τής αρετής (Thic.). See Repute. To have the r. of being — , δόξαν εχειν είναι (PI.), or ώς εστί τις (Dem.). λέγεσθαι (pass.) and δοζοϋσθαι (Hdt.) είναι. REPUTE, v. See to Hold, to Account. REPUTE, s. See Charac- ter, Reputation, Fame. To be in good r., καλή χρήσθαι τί} δόξη. ευδοξεϊν. εΰδυκιμεϊν. ευ or καλώς άκυύειν. επιεική την δόξαν εχειν : that is in good r., ένδοξος, ένδοξος, 2. εύκλει'ις, ες : to be in ill r., άδοξεϊν. κακο- δοξεϊν. κακώς άκοΰειν : that is in ill r., κακόδοξυς, 2. κακώς άκούων, ούσα, ον : to bring aby into bad r., άδοξίαν κατασκευ- άζειν τινί. διαβάλλειν τινά : to stand in high r. with the towns- men, είναι εν άξιώματι υπό τών αστών (Thuc). REQUEST, s. δεησις, άξίωσις, εντευξις, αίτησις, χρεία, η. δέ- ημα, αίτημα, τό, and Crcl. with the Verb, e. g. to make a r., δεϊσθα'ι (pass.) τίνος : his r. was, έδεϊτο δέ : not have one's r. granted, άτυχεϊν δεόμενον. To be in r., see Demand, s. REQUEST, v. δεϊσθαί (pass.) τινός τι or c. infin. α'ιτεϊν and α'ιτεϊσθαί τινά τι or παρά τι- νός τι. See to Ask, Beg, En- treat. REQUIRE. 1 To demand, to ask athg as a right] δικαιοΰν. άξιοϋν. See to Demand, παρα- καλεΐν (exhort), e.g. the occasion r."s us to do so and so, παρακαλεί 6 καιρός οϋτω ποιεϊν. Tj To make necessary, to need] χρήσθαι τινι. δεϊσθαί (pass.) τίνος, δει, ένδεΐ, τίνος προς τι. επιζητεϊν τι. είναι c. gen.: athg requires much expense, πολλής εστί δα- πάνης : athg is r.-d, χρεία εστί τίνος : bodily strength is little r.-d in athg, έλαχίστ?) σώματος χρεία εστίν εν τινι : it is r.-d that, δεϊ c. ace. and inf. ανάγκη (εστί) c. ace. and inf. As cir- cumstances may r., εκ τών και- ρών : as present circumstances may r., εκ τών παρόντων, κατά τά παρνότα. R.-d, see Requi- REQUIREMENT. See Need, s., Demand, s. REQUISITE, δέων, προσή- κων, ούσα, ον. επιτήδειος, 3 and 2. αναγκαίος, 3. See Neces- sary, Needful. The r. cau- tion or foresight, ευλάβεια ή προσήκουσα : the r. zeal or ap- plication, δικαία ή σπουδή: the r. number, ικανόν or επιτήδειον τό πλήθος : it is r. (z= neces- sary), δεϊ. άναγκαϊόν εστί. ανάγκη (εστί), χρή : athg is r. for athg, όεΓ τίνος προς τι. δεϊ- ταί τί τίνος : more than r., πλείω τών αναγκαίων, περιτ- τός, 3 (adj.). μάλλον του δέοντος (adv.). REQUISITION. See Need, Demand, Command, s. To put in r., έπιτάσσειν, τάσσειν τι (e. g. horses, carts, 'ίππους, οχή- ματα) : also περιαγγέλλειν (e.g. iron, σίδηρον, Thuc.). REQ RES RES REQUITAL, αμοιβή, άπο-, άνταπό-, άντί-δοσις, ή. See Re- turn, s., Retaliation, Re- compense, s. REQUITE, άντι-, άνταπο- διδόναι τινί τι. τό ομοιον άπο- διδόναι τινί. άμείβεσθαί τινά. τινι. To r. aby's services or kind deeds, άντωφελεϊν τίνα. άντευ- εργετεΐντινα. ευ παθόντα άντ- ε υποιεϊν : to r. a wrong, κακώς παθόντα άντι κακώς ποιεΐν τί- να. See Retaliate, andphrases under Reprisals. RESCIND. See to Cut off, to Abrogate. RESCRIPT, απόκριση and prps αντιγραφή, ή. RESCUE, v. See to Libe- rate, set Free, Save. RESCUE, s. See Deliver- ance, and Orel, with the Verb. To come to the r., βοηθεΐν. επι-, προσ-βοηθεΐν. RESEARCH, έρευνα, άνα- Χήτησις, ίζέτασις, άνάκρισις, σκέφις, επίσκεψις, ή. Exact- ness in r., ακριβολογία, ή. See Investigation, Enquiry. RESEMBLANCE. See Likeness. RESEMBLE, ομοιον είναι τινι. εοικέναι τινί. ε'ικάζειν, and usu. είκά'ζεσθαί {pass.) τινι. εμφέρεσθαί τινι (esply of per- sons). To r. very much, ομοιό- τατον είναι τινι. μηδέν δια- φέρειν τινός : to make to r., άπεικάζειν. RESENT, δυσφορεΐν τι or επί τινι. άγανακτεϊν επί τινι. βαρέως or χ(ΐλεπώς φίρειν τι. ^ RESENTFUL, έπίκοτος, εγκοτος, μνησίκακος, 2. τιμω- ρητικός, 3. To be r., μνησικα- κεϊν : a r. disposition or feeling, μνησικακία, ή. RESENTMENT. See Anger, Displeasure. άγανάκτησις, οργή, μνησικακία, η. κότος, 6. το εγκοτον. To feel r. agst aby, νεμεσάν τινι. χαλεπαίνειν τινί. εγκοτον εχειν τινί τίνος (Hdt.). RESERVATION, κρύψκ, ή. See Concealment, έζαίρίσις, ή. See Exception. "Without r., ουδέν άποκρυπτόμενος, άπο- κρυψάμενος, ΰποστειλάμενος, 3. απλώς, φανερώς, παρρησία, άδόλως. άνυπεζαιρέτως (with- out exception). RESERVE, v. If To lay up, lay by] Vid. if To reserve to oneself] καταΧείπεσθαι εαυτω τι. See Keep back, Retain. I r. to myself the right of — , άζιώ 'ύστερον ποιεϊν τι — : it has been r.-d for him to — , δέ- δοται αΰτω — (c. inf.) : it is r.-d for me, μένει με τι. επί-, or πρό-κειταί μοί τι : the glory of it is r.-d for you, παρά σοι ή δόζιι εσται. RESERVE, s. % A keeping back] Crcl. with verbs. To keep in r., διαφυλάττειν. διασώ'ζειν. θησαυρίζειν. τηρεΐν. άποτίθε- (489) σθαι : to he kept in r., αποκεΊ- σθαι, and the pass, of the above verbs. if Of an army, a body of reserved troops] επίτακτοι, επι-, ΰπο-τεταγ μένοι, οι. επίταγμα, τό. $β$* From the time of Ρ ο- lyb. also εφεδρεία, η. To stand or be in the r., επιτετάχθαι (pass.), επι της εφεδρείας τε- τάχθαι. εφεδρενειν. ΤΙ Relat. to manners, fye.] επίσχεσις, έπ-, κατ-οχή, ευλάβεια, ή. Without r., see without Reservation. RESERVED. If Propr.] Crcl. with past ptcp. of the Verb. If Fig. : of manners] ευλαβής, ες (cautious), κρυψίνους, 2 (Χ.), στεγανός, 3 (PL). Also άκοινώ- νητος, 2 (not communicative). A r.-d character, άκοινωνησία, ή. RESERVOIR, θήκη, απο- θήκη, ΰπο-δοχή, fiy and -δοχεϊον, συσχετήριον, τό. RESIDE, διατρίβειν. την διατριβην ποιείσθαι. See to Dwell. RESIDENCE. See Abode, Dwelling. To have one's r. at a place, την διατριβην, ο'Ίκησιν, ποιεϊσθαί που. RESIDENT. See the Verb. RESIDUE. See Remainder. ( RESIGN, «ff To give up] Vid. άφιεναι, and mid. άφίεσθαί τι. μεθιίναι. if To lay down, e.g. of a post, government, Qc] εζ- ίστασθαι αρχής, άποκηρύττειν or άπειπεΐν or κατά- or άπο- τίθεσθαι, άφιεναι αρχήν : to r. in favour of aby, έξίστασθαί or παραχωρεΐν (or ΰπείκειν) τινι της αρχής, "[f Fig.] To r. one- self, to be r.-d, αγαπάν, ΰπο- μενειν, ευκόλως φίρειν τι. See Resignation, Resigned. RESIGNATION. 1 The act of giving up] παραχώρησις, άπόστασις, ϋπειζις, άποκή- ρυζις, άπόθεσις, ή. To give in or tender one's r., άπειπεΐν την αρχήν, έζίστασθαι or άπολύ- εσθαι της αρχής, άποκηρύττειν την αρχήν. If Submission] πρα- ότης, ητος, ανεξικακία, τών κα- κών υπομονή, ή. To show r., μη μεμψιμοιρεϊν. πράως or ευ- κόλως φερειν τι. ευ μάλα τλημόνως ΰπομενειν τά κακά (JElian). R. to the will of God, το συγχωρεΐν τη του θεοΰ βουλήσει. RESIGNED. See Submis- sive, Patient. To be r. to athg, ε'ίκειν τινί. επαναπαύεσθαί τινι. άρέσκεσθαί τινι. αγαπάν τινι or τι. στέργειν τι or τινί. πράως φερειν τι. ΰπομενειν τι. άνεζικακεΐν. μη μεμψιμοιοεΐν. RESILIENCE, neut. of adj., or Crcl. with Verb. See Elas- ticity. RESILIENT, άποπαλτικός, 3 (Sext. Empir.), or ptcp. of verb, άποπάλλεσθαι, άλλεσθαι από τίνος. See ELASTIC. RESIN, ρητίνη, ή. Having a flavour of r. (e.g. wine), ρητινί- της^ (ου) οίνος, 6 : to coat with r., ρητινοΰν. RESINOUS, βητινώδης, 2. RESIST, άντιτυπεϊν τινι. άντέχειν, άντικόπτειν, τινί or προς τι (of a solid body). To r. the action of fire, ΰπομενειν or άμύνιιν τό πυρ. Also εναν- τιοϋσθαί (pass.) τινι (to oppose athg). άνθίστασθαί, ενίστασθαί τινι (or προς τι). To r. stoutly, άντισχυρίζεσθαι (mid.) προς τι. καρτερεΐν τι : not to be able to r. athg, ήττάσθαί (pass.) or J7TTO) είναι τίνος : to r. an at- tack, δέχεοθαι επιόντας τους πολεμίους, άπομάχεσθαι τους πολεμίους. RESISTANCE, άντι-τυπία, -κοπή, ή (of solid bodies) : that op- poses r., άντιτυπής, ες : r. = op- position, άντίστασις,εναντίωσιν, ή. εναντίωμα, τό. κώλυμα, τό : to make or offer γ., εναντιοϋσθαι, άνθίστασθαί προς τι. άντέχειν τινί or προς τίνα or τι : r. agst attack, άμυνα, άντιμάχησις, ή : to offer r. to the enemy, άμύ- νεσθαι τους πολεμίους : to make a valiant r., γενναίως άπομάχε- σθαι. δέχεσθαι τους πολεμίους: without offering or meeting any r., μηδενός εναντιουμένου or κωλύοντος or αμυνομένου. Also άμαχεί, άμαχητεί (and -ί). RESISTLESS. See Irre- sistible. RESOLUTE, τολμηρός, 3. ευτολμος, 2. ευθαρσής, ες. άοκ- νος, άπροφάσιστος, 2. R. con- duct, τόλμα, ή. εύτολμία, ή. τό εϋτολμον. See Determined, Firm. RESOLUTELY, fm the adj. To actr., θαρρείν. θρασύνεσθαι. εύτολμία χρήσθαι. RESOLUTION. If Act of resolving] λύσις, άνά-, διά-λυσις, ή. To give r. (of a question, difficulty, &c), άποκρίνεσθαι. διδόναι or ποιείσθαι άπόκρισιν. a r. in writing, αντιγραφή, ή. if Fig. : determination, purpose] γνώμη, ή. προαίρεσις, ή. See to be Resolved. To pass a r. (of an assembly), βουλήν ποιεί- σθαι. δόγμα, ψήφισμα ποι- είσθαι and ψηφίζεσθαι, χει- ροτονεΊν (by ballot and show of hands), γνώμην ποιείσθαι or αιρεϊσθαι. γιγνώσκειν and δο- κεϊ μοι (of individuals) : a r. is taken, δοκεϊ. γίγνεται ψήφισ- μα: ά τ. has passed or has been taken, δεδογμένον εστίν, δέδοκ- ται. U Firmness of purpose] τό ρωμαΧέον του ήθους, ή της ψυ- χής ρώμη. εύτολμία, ή. τό εϋ- τολμον. RESOLVABLE, RESO- LUBLE, διαλυτός, 3. RESOLVE, υ. If (Trans.) Solve, dissolve] λύειν, άνα-, δια- λύε ιν (propr. and fig. to r. a doubt or question). If To de- termine] γιγνώσκειν, διαγιγ- νώσκειν, αιρεϊσθαι, προαιρεϊσ- RES RES RES θαι. βουΧεύεσθαι. διανοεΐσθαι (aor. pass.), ελέσθαι γνώμην. See to Determine, and ' to pass a Resolution.' To be r.-d, ίγνωκέναι. γνώμην εχειν. εν νω εχειν. πρυηρησθαι : to Γ. de- terminately upon athg, τολμάν c. infin. : not to be able to r. upon athg, άπορεϊν. εν απορία είναι, εις airopLuv καταστήναι. μέλ- λειν. όκνιϊν. RESOLVE, s. See Resolu- tion. RESONANCE, άπ-, άντ-, συν-ήχησις, άντιφώνησις, η. RESONANT, ptcpp. of άττ-, άντ-ήχειν. άντίφωνος, 2. RESORT, ν. φοιτάν. θαμί- ζειι». See to have RECOURSE, to Repair to, to Frequent. RESORT, s. See Concourse, Frequency. A place of much r., χωρίον κεχαρισμένον πολ- λοίς. See Haunt. The judge of last r., δικαστής (υν) αυτο- κράτωρ (ορός), b : those com- posing the court of last r., oi to •πέρας έχοντες (JDinarch.). RESOUND. H (Intrs.) To echo, to sound back] απ-, άντ-, συν-ηχεΤν. άντι-φθέγγεσθαι, -φωνεϊν. Athg r.'s from the mountains, τά όρη άνταποδίδω- σίτι. % (TRS.)] άνταποδιδόυαι. άντανακλάν. See to SOUND. RESOURCE, πόρος, 6. αφορμή, V- αποστροφή, ή, κατα- φυγή, η (refuge). To provide r.'s, πορίζειν πόρους : to have con- siderable r.'s, άφορμάς πλείστας εχειν. εύπορεΐν : the man is not "without r.'s, πόρους έχει, ουκ απορεί, ουκ ευ απορία εστίν 6 άνθρωπος : I have but one r. left, μία μοι άγκυρα ετι άβρο- χος : you are our only r«, εν σοι εσμίν : (a person) fertile in r.'s, πολυμήχανος, 2. RESPECT, s. α'ιδώς, ούς {τι- νός and προς τίνα), also τιμ»}, θεραπεία, υ'ίδεσις, εντροπη, V (poet.), αξία, rj, and αξίωμα, τό (r. in which aby is held). To feel r. for, α'ιδεϊσθαί τίνα. μοϊ- pav νέμειν τιν'ι (Soph.) : to have l*. shown one, θεραπεύεσθαι. τά εικότα θαυμάζεσθαι (proper, reasonable, ?•., Time.) : a person held in great r., άνηρ αξιώματος πολλού or προς πολλών θερα- πευόμενος : to be held in r. by aby, πολυωρεΐσθαι προς τίνος. εύδοκιμεΤν παρά τινι. τιμάσθαι υπό τίνος. *H Account, regard] λόγος, υπόλογος, 6. επιστροφή, v. See phrases in Regard. In Γ. of, προς or εις λόγον. περί τίνος : with r. to athg, κατά, ε'ί?, προς τι : in this r., τό κατά τοΰτο. τοϋτο μεν. τό επί τού- τω : in every r., εις πάντα, τά παυτα. παντη,παντα-χοϋ,-χη, -χως. irat/TtXcus : in a certain r., πή, πώς (enclit.) : in one r., in another r., πη μϊν, πη δε. t RESPECT, υ. «R To regard] άποβλεπειν προς τι. λόγον or (490) νπόλογον or επιστροφην ποι- εϊσθαί τίνος, α'ισχΰνεσθαί, αί- δεϊσθαί τίνα. λόγον εχειν or ποιεϊσθαί τίνος, εντρέπεσθαί (pass.) τίνος, θεραπεΰειν, τι- μάν, θαυμάζειν, τινά. See the Suhst., and Regard, v. and s. ΪΙ To relate to] Vid., and to Re- gard. RESPECTS, θεραπεία, ή. ασπασμός, b. To pay his r., θεραπεΰειν τινά : to go to pay his r., άσπασόμενον προσέρχε- σθαί τινι. RESPECTABILITY. Crcl. with adj. Respectable. RESPECTABLE, αίδοϊς άξιος, 3, and αϊδέσιμος, 2 (of persons), λόγου άξιος, or simply άξιος, 3 (chiefly of things and cir- cumstances), τίμιος, 3. έντιμος, ευδόκιμος, 2. RESPECTFUL, αίδούμενος, 3. α'ιδήαων, 2. μετ αιδοΰς. RESPECTFULLY, from the adj. Allow me r. to observe — , εϊη δε συγγνώμη εις τοιαύτα άγοντι τους λόγους, ει μη φορ- τικώτερον ειπείν. RESPECTIVE. Crcl. with έκαστος (each) or οι εκάστοτε, or (of two) εκάτερος, e.g. the r. ambassadors, oi πρέσβεις εκατε- ρων. oi από εκατέρων πεμ- φθέντες : the traitors in your r. states, oi παρ' εκατέροις προ- δόται : they perform their r. functions, ποιοΰσι τά εκάστω προσήκοντα. •[[ Each for itself] Ίδια. καθ' εν εκαστον. RESPECTIVELY. See the adj. The two brothers r. became blind and died, δυοϊν άδελφοΐν b μεν έτερος ίγενετο τυφλός, ο δ' έτερος απέθανε. RESPIRATION, αναπνοή, ή. εις- and έκ-πνοή (inspiration and expiration), ft. See Breath. RESPIRE, πνεΐν, άναπνεΐν. ε'ις- and έκ-πνεΐν (inspire and expire). See Breathe, take Breath, to Rest. RESPITE, S. αναβολή, ύπέρ- θεσις, διακωχή, άνεσις, αναφορά (τίνος), ή. See Reprieve. RESPITE, ν. άναβάλλεσθαι. See to Reprieve. RESPLENDENT, RE- SPLENDENCE. See Bright, Brightness. RESPOND. See to Answer, to Reply. RESPONDENT. Crcl. by the Verb. RESPONSIBILITY. Crcl. with the Adj., e. g. to have the r. of athg (= to be responsible) : he took upon himself the entire r., πάντ εφ' εαυτόν άνεδέξατο (Xen.). RESPONSIBLE, υπεύθυνος, ύπεγγυος, υπαίτιος, υπόλογος, 2. To be r. for athg, υπεύθυνον είναι τίνος, ύπέχειν λόγον τι- νός : to be r. to aby, υπ αίτιον είναι τινι : to make aby r., λαμ- βάνειν λόγον παρά τίνος : to make or render oneself r. to aby, διδόναι or παρεχειν εαυτόν υπεύθυνον τινι : for athg, υπεύ- θυνον παρεχειν εαυτόν τίνος : to declare (aby) r., υπεύθυνον ποιείν : that for which aby is not r., άνυπεύθυνος, 2. RESPONSIVE. See An- swering, Correspondent. REST, s. il Absence of mo- tion] ησυχία, ηρεμία, η. To be in a state of r., άκίνητον είναι : to have no r., αεί κινεΐσθαι (pass.) : r. of the water, γαλήνη, η. γαληναία (poet.), εύκηλία, η: of the wind, νηνεμία, η. Τ} Ab- sence of exertion] ησυχία, παύλα, ανάπαυλα, άνάπαυσις, σχολή, απραξία, άπονία, η. To have or give to oneself r., σχολην άγειν. ησυχίαν εχειν or άγειν '. to have no rest, άσχολίαν or πράγματα εχειν : to be at ] rest, see to Rest. To lay to r., ησυχάζειν (Irs., PL), παύ- \ ειν, καταπαύίΐν. καθιστάναιχ to leave aby, let aby have, no r., άσχολίαν or πράγματα παρ- ! εχειν τινι. See REPOSE, QUIET, Peace. ^ Sleep] Vid. To lay to r., κατεύναζε tv. κοιμάν and -ίζειν: to go to r., κατευνάζεσθαι (pass.), άναπαύεσθαι (mid.), ^f Remainder] τό λοιπόν or λει- ! πόμενον, or adjectively, λοιπός, I 3, and άλλοι, 3. The r. of the day, τό λοιπόν της ημέρας : the 1 r. of mankind, oi λοιποί or oi άλλοι άνθρωποι : for the r. (ad- I verbially = otherwise), τάλλα. ! τά δ' άλλα. (το) λοιπόν, too λοιπού. REST, v. If To be without motion] ήρεμεΊν. ησυχίαν εχειν or άγειν. άκίνητον είναι. ^ Το desist from exertion] To rest from anything, παύεσθαί, άνα-, άπο-, κατα-παύεσθαί τίνος, σχόλαζε ιν από τίνος. TJ Το sleep] καθεύδειν. κοιμάσθαι. κατακοιμάσθαι. κεϊσθαι (of the dead), ^j (Trs.) To give rest, causetorest] παύειν, άναπαύειν. ησυχάζειν (PL). U To rest athg on athg] έπερείδειν, εγκλίνειν, τινι τι. See to Lean. To r. one's oars, καθιέναι τάς κώπας. Τί (Intrs.) To have rest or sup- port] επερείδεσθαί, επισκήπτε- σθαί, εγκλίνεσθαί τινι. To let one's eye r. upon an object, εάν ένδιατρίβειν την όψιν τινι. ΤΙ To depend (== to rest with) ] Ε. g. it r.'s with me, επ' έμοί εστί τι. εν εμοι εστί τι (=zit is in my power) : every thing r.'s with God, εν τω θεω πάντων τό τέ- λος εστί. τό πέρας ώς άν ο δαί- μων βουληθη πάντων γίγνεται. Τ] Remain (Lat. restare, Fr. res- ter)] λεΐ7Γεσθαι (pass.), λοιπόν είναι, περιειναι. "fl To continue] μένειν, δια-, παρα-μένειν. R. assured, ευ ϊσθι : to r. contented with athg, επανέχειν (εαυτόν) τινι (Alciphr.), see Acquiesce. RESTING-PLACE, άνά-, RES παυ\α, ης, η. άναπαυστήριον, τό. κατάλυσις, καταγωγή, ή (place to put up at). RESTITUTION, άπόδοσις, ν, and Crcl. with verbs to Re- store. RESTIVE, μαχητικός, 3 (of a horse), and γοργός, 3 (hot, wild), whence to be r., γοργοΰ- σθαι (X.). See Unruly. RESTLESS, άκατάστατο REVULSION. «U {Med. t.)] άντίσπασις, ή. REWARD, s. δώρον, το', and δωρεά, -η (αντί τίνος, in return for athg). χάρις, ιτος, ή (thanks, acknowledgement of obligation), μισθός, 6 (pay), άθλον and αρι- στείου, τό (a prize). γ£ρας, αος, τό (honorary r.). σώστρον, τό (for rescuing out of danger). R. for recovery of a runaway slave, δούλου σώστρα, τά (JT.) : to offer a r. to aby who will kill, άργύριον έπαυειπεΐν τω άπο- κτείυαντι (Thuc). REWARD, V. δώρα διδόυαι τιυί, διδόναι τί τινι (αντί τί- νος), άμείβεσθαί τίνα. See to Requite. t RHAPSODY, ραψωδία, ή, ραψωδημα, τό (in the classical sense, and verb ραφωδεΐν, subst. ραψωδός, δ. adj. ραφωδικός, 3, a?id also in the modern contemp- tuous sense, tirade, idle declama- tion). RHETORIC, ρητορική (τέχ- νη), rj. ρητορεία, ή, and τό ρητό• ρικόν (all PL). A figure of r., σχήμα, τό. RHETORICAL, ρητορικός, 3. R. art, it των λόγων τέχνη, ρητορική (τέχνη), η. ρητορεία, V : τ. ornament, ό των λόγων κόσμος : τ. skill or fluency, η τοϋ λέγειν 'εμπειρία. See ORA- TORICAL. RHETORICIAN, ρήτωρ, ορός, δ. See Orator, άνήρ ρη- τορικός, ο. ο περί τους λόγους τεχνικός, σοφιστής λόγων, δ. RHEUM, ρεΰμα, τό. κατάρ- ρους, δ. See Diffusion, Ca- tarrh. Subject to ρεύμα, ρευ- ματικός, 3 : liability to it, ρευ- ματισμός, δ : to suffer from it, ρευματίζεσθαι : like or of the nature of r., ρευματώδης, ες. RHEUMATIC, RHEUMAT- ISM, i^p• These words, bor- rowed from the Greek, have ac- quired a specific meaning distinct from that of tlte corresponding Greek words contained in the pre- ceding article. Chronic r. may prps be denoted by κέδματα, τά (chronic affection of the joints, Hippucr., and adj.' κεδματώδης, ες), or included under the g. t. νευρό νόσος, 2 (Matieth., having disease in the sinews) : but it may be_ better expressed by άλγος (δ νυν καλεϊταή ρευμ'ατικόν. R. fever, πυρετός ρευματικός or ρευματώδης, δ. (494) RHINOCEROS, ρινόκερως, τος, and ω, δ. RHOMB, ρόμβος, δ. RHOMBOID,*., neut. of the following. t RHOMBOIDAL, /όο/χβοειο•^, ^RHUBARB, pa, τό. RHYME, s. τό δμοιοτέλευ- τον. A verse in r., στίχος δμοιο- τίλευτος, δ : poetry in r., ττοί- ησις δια στίχων δμοιοτελεΰτων, ή. παρίσωσις, η : neither r. nor reason, prps ούτε πόδας ούτε κεφαλήν έχει. RHYME, ν. στίχους δμοιο- τελεύτους ποιεϊν or των στίχων όμοιας τάς καταλήξεις ττοιεϊν (of the maker), δμοιοτέλευτον είναι (of the verse). RHYMER, ό γράφων στί- χους δ μοιοτελεΰτ ους. A mere r. (contemptuously), στιχοποιός, δ. RHYTHM, ρυθμός, δ. Good Γ., ευρυθμία : bad 1\, αρρυθμία, η. RHYTHMICAL, ρυθμικός, 3. ερρνθμος. Not r., άρρυθμος, αρρύθμιστος, 2 : to be not r., άρρυθμεϊν. RIB, 7τλευο«, ή. The larger r.'s, πλευραι γνήσιαι : the smal- ler r.'s, ττλευραι νόθαι. ΊΙ Fig.] The r.'s of ships, τά των νεών εγκοίλια. σταμ'ινες, αι (Horn., Lat. statumina) : the middle r. of a leaf, ράχις (εως) φύλλου, h (Theophr.). RIBALD. Sec Obscene. RIBALDRY. See Obscenity. RIBAND, ταινία, ή. See Fillet, Tie. Like or in the shape of a ι\, ταινιώδης, ες. RlCE, όρυζα (and δρινδα, Anecd. Bekk.), η. όρυζου, τό. Boiled r., r. gruel or pudding, δ άττό της όρΰζης ττόλτος : Υ. bread, όρίνδης άρτος, δ (Soph.). RICH, ττλούσιυς, 3. ττλου- των, ούσα, οΰν. εύχρήματος, 2. εύπορος, 2. R. in athg, μεστός τίνος. See to Abound (in athg). άφθονος, 2 (abundant). See Co- pious, Plentiful. R. booty, πολλή λεία, ή : r. in nourish- ment (of food), see Nutritious: r. milk, τό ττϊον (sc. γάλα) : of countries, &c, ευδαίμων, 2: of soil, see Fruitful, Fertile : very ι\, βαθύττλουτος, 2. πολύ- χρυσος, 2. χρήματα άφθονα έχων, ούσα, ον : to be r., πλου- τεΐν. ττλοΰτος υπάρχει μοι. χρήματα έχειν. άκμάζειν ττλού- τω : to be very r., διαφέρειν ττλούτω. ΰπερττλουτεϊν : to be r. in athg, άφθονου έχειν τι. πληθύειν τινός : to become r., πλουτίζεσθαι (pass.), περιποι- εϊσθαι χρήματα or πλούτου : to make r., πλουτίζειν. See En- rich. Newly r., νεόπλουτος, 2 (Dem.). άρτίττλυυτος,2 (Eur.): a r. churl or parvenu, πλούταξ, ακος, δ (EupoL). RICHES, ττλοϋτον, δ. χρή- ματα, τά. εύπορία, ή. See Wealth. RICHLY, άφθονων, άφη- δώς. δαφιλώς. R. provided with athg, πλήρης τινός, εύπορος τί- νος, συχνού or ικανού έχων τι. ίΐ Fig.] Ε. g. he r. deserves to perish, πάνυ δίκαιος έστιν άπο- λωλέυαι. RICHNESS. See Opulence. R. of soil, see Fertility (πίαρ, τό, Horn.) : r. of attire, &c, see Costliness, Splendour : r. of meats, τό πϊον. RICK (of hay, corn, $£C.), χόρ- τος, σϊτος, κ.τ.λ. εις σωρόν συνηγμίνος, δ. σωρός, Θωμάς, δ. To gather in r.'s, σωρεύειν. συν- άγειν or -τιθέναι εις θωμόυ. RICKETS, νόσος ραχϊτις, ή. RICKETY, νόσον ραχίτιδα έχων, ούσα. ^ Fig.: unsteady] Vid. RID. 1 To set free, to re- deem] Vid. TI To clear, dis- encumber of] εκκαθαίρειν τί τί- νος, άπαλλάσσειν τί τίνος. ^[ To get rid of athg] άπαλλάτ- τεσθαι (pass.), ελεύθερον γίγ- νεσθαι, έλευθεροϋσθαί (pass.), έζω γίγνεσθαι τίνος : to get r. of aby or athg (troublesome), άποσκευάζεσθαι, άπωθεΐσθαί τίνα or τι. άποπεμπεσθαί τί- να, άπαλλάττειν τι or τινά : I endeavour to get r. of athg, άπαλλαζείω τινός : easy to get r. of, εύαπάλλακτος, 2 : a get- ting r. of, δίωσις, ή (Aristot.) : to be desirous of getting r. of aby, βούλεσθαι άπαλλαγηναί τίνος : to get r. of one's debts, διαλύεσθαι τά χρέα : to be r. of athg, ελεύθερον or έζω Λυαί τί- νος, άπηλλάχθαι τινός : to get r. of a vendible commodity, δια- τίθεσθαι or άποδίδυσθίΐί τι : to be r. of a thing, διατεθεϊσθαί τι (to have disposed of it). RIDDANCE, απαλλαγή, άπάλΚαξις, ή : of or from athg, τινός. See Deliverance. RIDDLE, α'ίυιγμα, τό. γρί- φος, ό. To make or invent, give, solve a r., ζυντιθίναι, προβάλ- λειν, λύειν, or εΰρίσκειν αί- νιγμα : to guess at a r., συμ- βάλλειν or συνιίναι αίνιγμα : to speak in r.'s (= obscurely), αινίγματα or δι' αινιγμών λέ- γειν, α'ινίττεσθαι, αίνιγματί- ζεσθαι : in r.'s, εν α'ινίγματι, εν α'ινιγμοϊς. δι' αινιγμάτων or αινιγμών : like a r., see Enig- matical. RIDE. II (Intrans.)] Ίπ- πεύειν, ΐ7Γ7τάζεσ(3αί, i7r7T)j\rr- τεΐΐΛ έλαύνειν τω ϊππω or τον 'ίππον or εφ' 'ίππου, or simply έλαύνειν. έλασιυ or έλασ'ιαν or ιππασίιιν ποιεϊσθαι. εφ 'ίππου όχεΐσθαι, ϊππω έποχεϊσθαι (pass.), κελητίζειν ϊππω {on α race-horse, Horn.). To r. on a horse, έλαύνειν 'ίππου : to r. on a dolphin, έφιππάζεσθαι έπι δελφίνος: to r. fast, ταχύ or ανά κράτος έλαύνειν τον 'ίππον: to r. like a woman, κατά πλευ- RID RIG RIG ράν Ίππεύειν: to r. oneself sore, πιιρατρίβεσθαι την τράμιν : to come r.-ing along, ηκειν ελαύ- νοντα : to r. up to, έφιππεύειν and έφιππάζεσθαι. προσελαύ- νειν : to r. up to a person, ιπ- πεύοντα φέρεσθαι (pass.) επί τιυα : to Γ. through a country, Si- ελαύνειν χώραυ : to r. off, άφιπ- πεύειν, άπελαύυειυ : to r. in, ενιππεύειυ : — round, περι- ελαύυειυ : — by or past, παριπ- πεύειν. παρέλαυναν, παρακε- λητίζειν (in racing) : — agst one another, άνθιππεύειν : — up, ύπελαύυειυ : — down, κα-τ- ελαύυειυ : to r. aby down, ava- τρέπειυ τινά τω 'ίπποι, καθιπ- πάζεσθαί τίνα : one that cannot r., αφιππος, 2 : a horse is dif- cult to r., b 'ίππος ού δέχεται άναβάτην. if Of ships] To r. upon the main, μετέωρου είναι : to r. at anchor, σαλεύειν επ' άγκυρας (επ' αγκύρων or επ' άγκυρας) όρμεϊν: tor. out a gale, χειμαζόμενον άποσαλεύειν. RIDE, S. ιππασία, η. To take a r., ιππασίαν Ίππάζεσθαι orπoιεϊσθaι. ελασίαυ ποιείσθαι {see the Verb) : to give aby a r., όχεϊν τίνα. RIDER, ίππεύς, έως, Ίππευ- της, οΰ, 6. Ίππηλάτης, επιβά- της, ου, 6. See Horseman. After the fashion or in the man- ner of a r., ιππαστί. RIDGE. if Earth thrown up by the plough : Crcl. tvith Fur- row] Vid. H The sharp ridge along the back of animals, and hence fig. athg ridged lilte the back-bone] E. g. r. of a mountain- chain, ράχις, εως, η (Hdt.), also άκρώρεια, η (Χ.) : a rugged mountain-r., ραχία, η (Soph.) : Γ. of a chain of hills, δειράς, άδος, ν (poet.), also λόφος, 6, and poet, λοφία, η, and νώτον, τό : a r. with overhanging bank, όφρύς, uos, η (brow). RIDICULE, s. See Laugh- ter, Derision. RIDICULE, v. See Laugh at, and phrases in Derision and Ridiculous. Α^οδιασνρειυ. έγ- Κατιλλώπτειν.περιρρογχά'ζειν. RIDICULOUS, καταγελασ- τος, 2. γελοίος, 3. Very r., παγ- γέλοιος,2: excessively r., ύπερ- γέλοιος, -καταγέλαστος, 2 (Dem. and JEschin) : to make oneself r., γέλωτα όφλεΐν. See Laughable. To put athg in a r. light, εις γέλωτα τρίπειν τι (turn into ridicule). RIDING (the art of), ιππε'ια, ιππασία, ιππηλασία, 'ίππευσις, ελασις and ελασία, ιππική, η. Of or belonging to r., ιππικός, 3 : awkward in r., άφιππος, 2 (PL) : awkwardness in r., άφιππία, η (X.) : fit for r. (country, &c), ι-ππάσιμος, 3. εϋιίΚατος. 2 (Χ.) : (a horse) — , ιππαστός, 2 : unfit for r. (ground), άφιππος, 2 (X.). if A district] Vid. (495) RIDING- SCHOOL, Ιππό- δρομος, 6. To attend it, άσκεϊν την Ίππικην εν ϊπποδρόμω. RIFLE, v. See to Plunder. RIFLE, S. p?-ps πυροβόλου όξυβελές, τό. φ$* The Greeks use όξυβελής of a machine which carries a great distance and hits the mark accurately. RIFLEMAN. Crcl. with the preceding. RIG. f Prop, (of a ship)] όπλίζειν, εξοπλίζειν (vuiv). if Fig.] κατασκεύαζε iv, παρα- σκεύαζε ιν. See Equip. RIGGING, τά της νεώς όπλα or σκεύη or οπλίσματα. To get up or fix the r. of a ship, όπλι- ζειν ναΰν. RIGHT, adj. ϋ Straight, not curved] ορθός, 3. ίθύς, εϊα, υ : e. g. a r. line (math, t.), ευθεία, Ίθεϊα γραμμή, η, also όρθϊι γρ. (Aristot.), but ευθεία γρ. is more usu. of lines : consisting of a r. line, ευθύ-, Ίθύ-γραμμος, 2 (rec- tilinear). See Straight, Di- rect, if Not oblique (math, t.)] ορθός, 3. A r. angle, ορθογώ- νια, η : r. angled, ορθογώνιος, 2 (rectangular). if True, genuine] αληθινός, 3. άληθης, ες. γνή- σιος, 3. if Suitable to the end, purpose, or circumstances] ορθός, 3. επιτήδειος, 2. οικείος, 3. πρέπων, ούσα, ον. To take the r. way, την όρθην όδόν τρέπε- σθαι : to come to the r. house, άφικέσθαι εις ϊ)ν ίβουλόμην οίκίαν : to take by the r. end, άπτεσθαί τίνος ο'ικείως, όπη πρέπει : at the r. time or mo- ment, εν καιρώ, εις καιρόν, εις καλόν (e. g. ηκειν) : to make the r. use of athg, ευ θέσθαι τι. ευ or εις τό δέον χρησθα'ι τινι : the r. proportion, τό μέτρου : the r. medicine, τό επιτηδειον φάρ- μακου : to have the r. magnitude, έχειν τό οικείου μέγεθος. See Proper. if Jtist, lawful, equi- table] δίκαιος, 3. θεμιτός, 3. νόμιμος, 2. Also ορθός, 3, and Ίθύς, εΐα, ύ. όσιος, 3. You are r. in so doing, ταύτα πράττων δίκαια πράττεις : it is r., χρή '. they say it is r., φασϊ θέμις είναι : it is not r., ού δίκαιου, ού θέμις, ούχ οσίου : it is not r. of you to do so, άδικεΐς ταύτα ποιώυ. ού δίκαιος ει ποιεΐυ τι : it is Γ. and just, δικαιότατου και προς θεώυ και προς άυθρώπωυ : to consider athg r., υομίζειυ τι ορθώς εχειυ. υομϊζειυ δίκαιου τι, also δικαι- οϋυ, άξιούν : to count athg quite 1'., πολληυ οσίαυ του πράγμα- τος ποιησαι (Aristoph.) : it serves you r., άξια or εικότα πάσχεις, άξ'ιως πράττεις, επιτήδειος εΊ ταύτα παθεϊυ. H ΝΌί erroneous, not mistaken, correct] ακριβής, ές. αληθής, ές. You are r., άλ^θή or δίκαια or ορθώς λέγεις : he is quite r. not to keep silence, καλώς ποιεί μη κατασιγώυ. κα- λώς ποιώυ ού σιγά : he ia r. in doing so, καλώς βεβούλευται ποιώυ τι : the r. pronunciation, το ακριβές της φωυης : the r. number, ό ώυ or άληθης αριθ- μός : a r. conception, άληθι)ς δόξα, η : your notion of me is quite Γ., πάυυ σοι άληθη δυκώ : to be r. in one's judgement, ορ- θώς κρίυειυ κατά τό ον γιγυώσ- κειν. τυγχάνειν and κυρείυ (hit, Trag.). όρθούοθαι (Hdt.). κρα- τεϊυ (PL) : to set r., see to Cor- rect. If Conformable to one's wish] To be all r., καλώς εχειυ : I am or feel all r., καλώς εχω or πράττω, or ευ πράττω or πάσχω. U Not left] δεξιός, 3. The r. hand, η δεζιά (χείρ) : to give one's r. hand, δεζιούσθαί τίνα. δεζιάν εμβάλλειυ τιυί. δεζιάν διδόναι : τιυί (upon athg) επί τινι. δεζιάν διδόναι και λα- βείν επί τινι (to one anotlier) : the r. side, τά δεξιά : on the r. side, ε'ις τά δεξιά, εν δεξιά : the right wing, τό δεξιόν κίρας : on or to the r., εν δεξιά, προς την δεξιάυ. επί τά δεξιά : to turn to the r., τρέπεσθαι έπί τά δεξιά : but as milit. t., επί δόρυ, e. g. to wheel to the r., επί δόρυ άναστρέφειυ : ^^ opp. μετα- βάλλεσθαι επ' ασπίδα. RIGHT, adv. If Straight- forward] See Straight. if Exactly] E.g. r. into the middle, είν αυτό τό μέσου. if Very] μάλα. ευ μόλα, and superlat., e. g. τ. well, κάλλιστα, άριστα : r. gladly, πάυυ ηδέως. if Rightly] Vid. and Aright. RIGHT, s. if Not tvrong] θέμις, δίκη, η. τό δίκαιου, ορθόν, θεμιτόν, οσιον, εικός. See JUS- TICE, Equity. With good r., ορθώς, προσηκόντως, δικαίως, ε'ικότως, κατά τό εικός : with perfect r., λόγω τω δικαιυτάτω : τ. and wrong, τά δίκαια καδικα (Aristoph.) : to have r. on his side, λόγω δικαίω χρησθαι. μετά του δικαίου στ^ι»αι : con- trary to all r., παρά πάντα τά δίκαια, if Not error•] τό ακρι- βές, η αλήθεια. To be in the r., ορθώς λέγειν, κρίνειν, κ.τ.λ. See under Right, adj. if Just claim] τό δίκαιον. My own r., τό έμόν δίκαιον : aby'g r.'s, τά δίκαια τίνος : I have a r. to do athg, θέμις εστί μοι, or δίκαιος είμι, τούτο ποιείν. ά£ιόδ είμι ποιιίν. δικαίως άν ποιήσαιμι : to have equal r.'s with aby, to "ίσον έχειν, τών 'ίσων μετέχειν, τινι : possession of equal (civil) r.'s, ισονομία, η : in possession of one's civil r.'s, επίτιμος, 2 : possession of them, έπιτιμία, ή : to help aby to his r.'s, βυηθεΐν τινι τά δίκαια : to claim as one's Γ., δικαιούν τι. if Power] εξ- ουσία, η. To have a r. ( — be empowered), έξουσίανεχειν. κυ- ρ ιον είναι and έξεστί μοι τι : to give a person a r. (put it in aby's power) to do athg injurious RIG RIP RIS to us, όφειλειν or όφλισκάνειν τινι τι, e. g. to laugh at us, to take us to be fools, γέλωτα, μωρίαν όφλισκάνειν τινί. RIGHT, ν. Ε. g. to help to r. aby, to see aby r.-d, βοηθεΐν τινι τά δίκαια. RIGHTEOUS. See Just, Upright, and Pious, Reli- gious. RIGHTEOUSNESS. See Justice, Piety, Uprightness. RIGHTFUL. See Just, Le- gitimate. RIGHTLY, advv. of the ad- jectives in the different senses, as ορθώς, δικαίως, πρεπόντως, αλη- θώς, ακριβών, κ.τ.λ. To judge r., ορθώς κρίνειν γιγνωσκειν : to understand r., ευ ζυνιέναι: not to understand r., μη ξυνιέναι καλώς : if I remember r., ει σα- φώς μέμνημαι : if I am r. in- formed, ε'ί μοι σαφώς τυΰτο λε- γουσι : I don't r. know, οΰκ οίδα σαφώς, ακριβώς : you have not r. considered, ου καλώς έσκέφω. RIGID. See Stiff, Severe. RIGIDITY. See Stiffness, Severity. RIGOROUS. 1 Hard] τραχύς, εΐα, ύ. σκλιιρός. R. education, παιδεία τραχεία or σκληρά : a r. law, -πικρός νό- μος, 6. See Severe, Strict. RIGOUR, m Cold] Vid. and Stiffness, Shuddering. % Severity] τραχύτης, χαλεπότης, σκληρότης, δεινότης, ητος, η. With r., χαλεπώς. τραχέως. •πικρών : to proceed with r., have recourse or resort to r., χαλεπό- τητιχρησθαι. χαλεττώς or τρα- χέως προσφέρεσθαι (pass.). ^J Strictness] ακρίβεια, ακριβολο- γία, η. With the utmost r., επί τό ακριβέστατου : of extreme 1"., ΰπερακριβής, ές. RILL. See Rivulet. RIM. See Border, Margin. RIME. See Hoar-frost. RIND, λ έπος, τό. λεπίς, Ίδος, η. λέττισμα, λέμμα, τό (r. peeled of), φλοιός, 6 (bark of trees), έπίπαγος, 6 (crust). Like r., φλοιώδης, ες : made of r., φλόϊνος, 3 : covered with a r., εμφλοιος, 2 : that has a thin, thick, smooth, rough, split i\, λεπτό-, παχύ-, λειό-, τραχύ-, ρηξί-φλοιος, 2 : to peel off the r. of athg, λεπίζειν or εκ-, άπο- λεπίζειν τι : to peel off the r. of trees, φλοΐζειν τά δένδρα, φλοιού περιαιρεϊν τών δένδρων. RING, s. κύκλος, 6 (athg round), κρίκος, 6 (concrete), περί- γραμμα, τό (circular line), δακ- τύλιος, 6 (for tL• finger). To form a r. about aby, κύκλω περι- στηναί τίνα (see under Group, s.) : to make into a r., fasten with a r., κρικοΰν : he has a copper r. through his lip, κεκρίκωται τό χείλος χαλκω : made of r.'s, κρικωτός, 3 : seal-r., see SlGNET. R. -finger, δακτυλιώτης, ου, ό. (496) δάκτυλος 6 παράμεσος. ΤΙ Ring for combatants] παλαίστρα, η. RING, v. % (Trans.)] κω- δωνίζειν, άνακωδωνίζειν. κροτα- λίζειν. κρούειν (κρόταλον). H (Intrans.)] ηχεΐν, and poet, κα- ναχεΐν, άοαβεΐν, κοναβεϊν. επι- βρομεϊσθαι (pass., as the ears). A r.-ing, a r.-ing sound, ήχος, 6 : my ears r., βομβοϋσί μοι αι άκοαί : it still r.'s in my ears, εναυλόν μοι εστίν, b ήχος της φωνής, εν ταϊς άκοαϊς παρα- μένει (Luc.). RING-DOVE, φάσσα, φάτ- το, η (Lot. palumbus). φάψ, φαβός, η (a smaller kind). RINGLEADER, εξηγητές, οΰ, ήγεμών, όνος, άρχων, οντος, αρχηγός, οΰ, άρχηγέτης, ου, 6. αϋθέντης, ου, 6: e.g. της ιερο- συλίας. RINGLET. See Curl, and ελιζ, ελι /cos, η. RINGWORM, λειχτιν, ηνος, η (g. t.). To have it, λειχηνιάν. RINSE, άπο-, άνα-πλύνειν. κλύζειν, δια-, εκ-, ύπο-κλύζειν. άπεκλούειν. To r. one's mouth, διακλύ"ζεσθαι τό στόμα. RINSING (the act of), δια- κλυσμός, 6. άνάπλυσις, η. RIOT, s. f Revelry] Vid. «[J Uproar] θόρυβος, 6. ταραχή, κίνησις, η. στάσις, η (sedition). To run r., άκολασταίνειν, άσελ- γεΐν. RIOT, v. «H To revel] Vid. % To make uproar] θορυβεί v. στασιά"ζειν or εν στάσει είναι (seditious uproar). See ς to run Riot.' RIOTER, ptcpp. of the verb, e. g. 6 θορύβων or στασιάζων, and στασιώτης, ου, 6. RIOTOUS. 1 Tumultuous] ταραχώδης, ες. τεθορυβημένος, 3. If Licentiously festive] Ptcpp. of ' to REVEL.' ακόλαστος, 2. άσελγ»}?, ές. U Seditious] στα- σιαστικός, στασιωτικός,3. στα- σιώδης, ες. RIP (g. t.), λύειν, άνα-, παρα- λύειν. άνυφαίνειν (of a texture). To r: up, παρασχίζειν (Hdt.). διαφύσσειν (poet.) : to r. up old sores, παλαιά άναδέρεσθαι (Aristoph.) and άναζαίνειν 'έλκος (Themist., both = Lat. 'refricare ulcus,' strip off the scar of a heal- ing wound). RIPE, adj. πέπων and πέ- πειρος, more rarely πέπανος, 2. ώραΐος, ωρικός, 3. ώριμος, 2. αδρός, 3. R. fruits, τρωκτά ωραία, άδροι κάρποι : a dealer in r. fruit, ώραιοπώλης, ου, 6 : place where r. summer fruit is kept, ώρείον, τό : with r. fruit, ώραιόκαρπος, 2 : to make r., to become r., see Ripen. "|J Fig.] Of age, πέπειρος, 2, usu. ώραΊος, άκμιιϊος, 3 : r. for marriage, ωραίος γάμων, ώριος γάμω : a maiden r. for marriage, παρθένος εις ανδρός ώραν ηκουσα, ωραία ανδρός : to be of r. age, άκμάζειν τη ηλικία, ανθούσαν την άκμην 'έχε ιν (Isocr.) : of r. experience, πολλών έμπειρος, 2. παντοίας τύχης πεπειραμένος. RIPEN. IT (Trs.) To make ripe] πεπαίνειν, πέττειν. άδροϋν and άδρύνειν. il (Intrs.) To become ripe] άδροΰσθαι (pass.), πεπαίνεσθαι (pass.), ώριμάζειν. Also άκμά"ζειν. εις ώραν τινός άφικέσθαι (for athg). See come to Maturity. RIPENESS, ώραιότης, ητος, ti, and άδρυνσις, η. See Ma- turity. RIPPLE, s. (of tL• sea or a lake under a gust ofwi?id), φρίζ, ικός, η (Horn.), φρίκη, η (Eur.). A r. or plash of waves, γέλως, ojtos, ό, and γέλασμα, τό (both poet.) : the strait is crisped with a r., πορθμός εν φρίκη γελά (Eur.). RIPPLE, v. Crcl. with the preceding. RISE, v. % Raise or lift one- self from lying or sitting] av- ίστασθαι (άναστηναι, άνεστη- κέναι). όρθοΰσθαι. ορθόν άν- ίστασθαι (from a fall). To r. to aby, ΰπεξαν- or ΰπαν-ίστασθαί τινι (της 'έδρας, τών θακών, Aristoph), also ε'ίκειν τινι της 'έδρας : to r. (from bed), έζαν- ίστασθαι (with or without της κλίνης) : from sleep, ίζέγρε- σθαι. εγείρεσθαι : to r. early, έπορθρεύειν or όρθρεύεσθαι : from a sick bed, άναστηναι έξ ασθενείας (Dem.), also άνασφάλ- λειν : to r. to life again, άνα- βιώσκεσθαι, -βιώυαι (PL). Tj Of a heavenly body] άνατέλλειν and επιτέλλειν (φ§* in ancient wri- ters, άνατέλλειν and ανατολή only of the sun and moon, and επιτέλλειν a?id επιτολή of stars, but Trag. and later ivriters do not constantly observe this distinc- tion, Lobeck. Phryn.p. 124). Also άνίσχειν, άναδύεσθαι. "[J To mount up, ascend] άναφέρεσθαι, μετεωρίζεσθαι (pass.), άνω χω- ρεϊν (of bodies, dust, vapours, <$[C.). αϊρεσθαι (pass., g. t.). φέ- ρεσθαι (pass.) άνω. μετέωρον αϊρεσθαι (up into the air), πέμ- πεσθαι (of vapours and smoke), άναδίδοσθαι (as a rocket), διαρ- ρίπτεσθαι (by explosion). A fog is r.-ing, ανατρέχει όμίκλη : clouds are r.-ing, συνάγονται νεφέλαι : to r. as a bird, άνα-, έκ-πέτεσθαι. άν-, έζ-ίπτασθαι: to cause to r., άναπέμπειν. See Ascend. To r. in flames, άνα- φλέγεσθαι (pass.). % To grow more or greater] To r. as a river, αϊρεσθαι. άναβα'ινειυ : the water r.'s beyond athg, τό ύδωρ αίρεται υπέρ τίνος : the river r.'s, πληθύει or πλήρης γίγυε- ται or αναβαίνει ό ποταμός : to r. in importance, rank, &c, see under to Elevate and Ad- vance : the price of athg is r.-ing, επιτείνεται or μιϊζων RIS γίγνεται η τιμή. επιτιμάταί τι. πλείονος άποδίδοταί τι : to r. (as the wind), αύξάνεσθαι : the wind is r.-ing, άνεμοι γίγνε- ται. πνεΰμα λαμπρόν yiyvtTai '. to r. (as a hill above or from the plain), ύφηλόν είναι or ΰπάρ- χειν : to r. (as a building in pro- gress), ΰψος λαμβάνειν : to r. above, ύπερέχειν τινός : to r. out of, έξανιέναι, ΰπεξαναβα'ι- νειν : to r. in the stomach (as undigested food), επιπόλαζαν (Hipp.) : apt so to r., επιπολα- στικός, 3 (Hipp.) : to r. up to (= as high as) athg, μέχρι τινός άναβαίνειν, γίγνεσθαι : to r. at athg (as a fish at a fly), όρέγεσθαί τίνος : the gorge r.'s at athg, προσ'ισταταί τινί τι. ανατρέ- πει τι την κοιλίαν : a contest or quarrel r.'s, γίγνεται διαφορά. See Arise. A thought r.'s in my mind, 'έννοια μοι έμ-π-ίυ-τει or εγγίγνεται. ίΐ To rise in revolt agst aby] συστήναι επί τίνα. επαναστήναί τινι. See REVOLT, Rebel. To r. up in arms, a'iptiv or άναλαμβάνειν τά 'όπλα. απ- τεσθαι των οπλών. % To flow, proceed, or take its origin from] άνατέλλειν, γίγνεσθαι εκ τίνος, τάς πηγάς εχειν or ρεΐν, άρ- χεσθαι, άρχι\ν λαμβάνειν, 6ρ- μάν εκ τίνος or από τίνος. RISE, s. Τ] The act of rising] άνάστασις, εξανάστασις, η. αίώρησις, ή (into the air). % Of the heavenly bodies] ανατολή and έπιτολή, η (see diff. of Syn., άνατέλλειν and επιτέλλειν, in to Rise). Sun-r., see Sun. ^J Rising ground] See Eminence. if Source, origin] γένεσις, ή. αρχή, η. αίτια, η. To take or have its r., γίγνεσθαι. See to Rise. To take r. from, γεγο- νέναι από τίνος or παρά τίνος (g. t., of a river, tyc). τάς πηγάς or τάς γονάς έχειν (e. g. εκ των όρων or εν τοις όρεσι, from α mountain) : to give r. to, αίτίαν or αίτιον (adjectively) είναι τί- νος, άρχειν τινός. *ί[ Increase] αΰξησις, επαύξησις, η. R. of prices, έπιτίμησις, -η : τ. and fall of tide, αύζομείωσις, r;. RISIBILITY, το γελαστικόν. RISIBLE, γελαστικός, 3 (Sext. Empir., inclined to laugh). See Laughable. RISING, s. (from one's seat), ΰπανάστασις, f], or Crcl. with the Verb, r. of the sun, &c, see Rise, s. A r. of waters, see Flood-: a r. into the air, αίώ- ρησις, ή: a r. of undigested food in the stomach, επιπολασμός, 6 (Hipp.) : a r. of the gorge at athg, see Nausea : a r. of acidity from the stomach, όξυρεγμία, fj, see Belching. R. in revolt, see In- surrection. RISING, as ptcp., see the Verb ; as adj., e. g. as ground, όρθιος, 3. See Elevation, Emi- nence. R. above, ΰπερτελής, (497) RIV ές (poet.) : the r. generation, οι παρ f /μϊν νεώτεροι : a r. man, αυξανόμενος, μείζων γιγνόμενος τ\ι τιμή. RISK, s. κίνδυνος, b. See Pe- ril, Hazard, Danger. There is a r., κινδυνεύει, c. inf. : at one's own r., ύποθείς τον 'ίδιον κίν- δυνον (Dem.) : μετά κινδύνου τοΰ έμοϋ : there is r. of athg, κινδυνεύεταί τι (e.g. μεταβολή, of change, Dem.) : to run a r. of athg, or of doing athg, κινδυνεύειν τι, or inf. έπι-, πάρα-, δια-, άπο- κινδυνεύειν τι. κίνδννον άναρρίπτειυ (metaph. from the dice), also κινδύνους άναλαβέ- σθαι, ΰποδύεσθαι, ύφίστασθαι : the r. is with, is run by, the lender, επικινδυνεύεται τω δα- νείσαντι τά χρήματα (Dem.) : attended by, or involving, ι\, επι- κίνδυνος, 2 : without r., ακίν- δυνος, 2. RISK, v. See the Subst., and to Hazard. To r. one's life, κιν- δυνεύειν περί τοΰ βίου. παρα- βάλλεσθαι τον βίον : to r. all or the utmost, κινδυνεύειν περί των όλων. κινδυνεύειν τοϊς όλοις. παραβάλλεσθαι περί των όλων. εις αγώνα καθίστασθαι περί τώυ όντων απάντων (Dem.) : to r. doing aby a service, προέσθαι τινι εύεργεσίαν (viz., without knowing whether he will repay it) . RITE, θεσμός, b. Also οσία, v, and τέλος, τό (Trag.). Re- ligious or sacred r.'s, θεσμοί ιεροί, oi (Plut.). τελεταί, αι. τά ιερά. τά νομιζόμενα or νενομισμένα and τά νόμιμα (esply funeral r.'s, Lat. justa). RITUAL, λειτουργία, η (eccl. t). RIVAL, V. άνταγωνίζεσθαί τινι. άντίπαλον είναι. άνθ- αμιλλάσθαι. φιλονεικεϊν. See Emulate, Vie. All r.-ing each other in good-will, εύνοιας εφά- μιλλου πάσι κειμένης (Dem.). RIVAL. «|f Adj.] αντίζηλος, άνθάμιλλος, φιλότιμος, αντί- παλος, 2. The r. party, τό άντί- παλον : a r. artist, &c, άντί- τεχνος, 2. ίί Subst.] the same and ανταγωνιστής, οΰ, b : aby's in athg, αντίπαλος τινί τίνος : r. in love, άντεραστής, οΰ, b. άντεράστρια, η. RIVALRY, άγωνισμός, b (Thuc). φιλο-νεικία, -τιμία, ή. See Emulation. <^§* Sts ex- pressed by άντι in composition ; e.g. to desire athg in r. of another, άντεπιθυμεϊν τίνος : to serve as choregus out of r., άνθυφίστα- σθαι χορηγόν (Dem.) : that is the object of r., εφάμιλλος, 2 : there is a r. in kindness, εύνοια εφάμιλλος πάσι κείται : to ex- cite to r. in good offices to each other, εφάμιλλου ποιεϊν τό ποί- εΐν αλλήλους ευ (Dem.) : in a spirit of r., φιλονείκως (προς τίνα). RIVE. See to Split. ROA RIVER, ποταμός, b. ρεΐθρον, ρεΰμα, τό (poet.). A small r., ποτάμιον, τό, and ποταμίσκος, b (both Strab.) : belonging to a r., ποτάμιος, 3 and 2 : beside a r., παραποτάμιος, 2 : r. ani- mals, animals living in r.'s, ζώα ποτάμια, or ζώα τά εν πυτα- μοϊς διάγοντα : r.-water, ΰδωρ ποτάμιον, τό. ύδατα ρυτά, τά : deposited, washed or watered, borne by a r., ποταμό-χωστος, -κλυστος, -ρρυτος, π. φορητός, RIVER-HORSE, 'ίππος πο- τάμιος, ο. Ιπποπόταμος, ο. RIVET, s. See Nail. RIVET, v. καθηλοΰν. 'ήλοι* συμπηγνύναι. RIVULET, ποτάμιον, ύδά- τιον, τό (PL). ROACH (the prickly, a fish), βατίς, ίδος, η (whence βατιδο- σκόπος, ο, η, looking, or greedy, after n's, Aristoph.). βάτος, ου, b (Aristot.). ROAD, οδός, κέλευθος, ν (g. it.). Trodden r.'s, στειβό- μεναι οδοί : carriage r., αμαξιτός (οδός), ft: to be traversed by wagon r.'s, have wagon r.'s pass- ing through it, άμαξεύεσθαι ( pass.) : r. -maker, οδοποιός, κε- λευθοποιός, 2 : to make r.'s, οδοποιεϊν : r.-making, οδοποιία, rj : to forward aby on his r., προοδοποιεΐντινι : belonging to (or occurring, seen, &c, on) the r., όδιος, 3. ένόδιος, 2. See Way and Street. % For ships] όρ- μος, b. ναύσταθμου, τό. To lie in the r., όρμεΐν. ROAD-STEAD, επιωγαί, ai (Thuc). ROAM, πλανασθαι, άλασθαι, περί τι (about athg). περινοστείν τι. περιπυρεύεσθαι (pass.). άναστρέφεσθαι (pass., about a place, κατά τι χωρίον), δινεΐ- σθαι, καλινδεΐσθαι, pass, (εν τινι χωρίω). To r. about (in a desultory manner), ρέμβειν, ρέμ- βεσθαι, ρεμβάζειν, ρεμβεύειν (LXX.), whence r.-ing, adj., ρεμ- βός, 3. ρεμβώδης, ες : subst., ρεμβασμός, ο. ρέμβη (Galen), ρεμβίη, f) (Hipp.). ROAN (horse, α), έουθρόστικ- τος (2) 'ίππος, ο. ROAR, βρυχάσθαι, ώρύειν and ώρύεσθαι. μυκασθαι (bel- loiv), βοάν, μέγα φθέγγεσθαι. βρέμειν (especially of waves and storms), παταγεϊν (of the wind). ροθεΐν,ήχεΊν,κτυπεΐν(ο/'ί?ιβ86α). ROARING, adj., ptcp. of the verb; poet., πολύφλοισβος, βαρύ-κτυπος, -φθόγγος, -κόμ- πος, 2 (of the sea), άλίρροθυς, άλιρρόθιος, 2 (of a sea-beaten shore, rock, S[C.). ερίβρομος, 2. ύφιβρεμετης, ου, b (of thunder). Attended with a r.-ing sound (as an earthquake), μυκητίας, ου, b (Aristot.). ROARING, s. βρύχημα, μύ- κημα, τό. βρυχηθμός, μυκηθμό•,, Kk ROA ROD ROL ο. ωρυγη, η. ωρυγμος, ο. ωρυγ- μα, τό. βρόμος, 6 (esply of thunder), ρόθυς, 6 (of water), πάταγος, 6 (oftcind). ROAST. II (Trs.)] όπτάν (usually ivith addition of πυρί). φρύγίΐν (whence φρυγεύς, έως, ό, and φρνγετρον, τό. a vessel for r.-ing), φώγειν, φώζίΐν, φω- γνύναι, φωγνύειν (all — toast, parch, whence φώγανον, τό, a vessel for r.-ing). σταθεύείΐ/. σποδίΧ,ειν and οϋν (in embers). One who r.'s, όπτανεύς, έως, 6 : r.-d, r. (adj.), ptcpp. pass, of the verbs, and όπτός, 07tt()tOs, όπ- ταλέος (Horn.), φρυκτός, στα- θευτός, 3: r.-ing, act of r.-ing, όπτησις, η. φρνγμός, 6 : fit for r.-ing, όπτανυς (opp. to εφανός, 3), 3. όπτήσιμος, 2 : place for r.-ing, όπτάνιον, τό : skilled in r.-ing, ό-ητητικός, 3. if (Intrs.)] 07ττασθαΐ, and fig. καίεσθαι, κατακαίεσθαι, φλέγεσθαι (pss.). H Metaph.] To r. aby, όπτάν (Aristoph.). See Irony. ROB, άρπάζειν, ληστεύειν, άρπαγην ποιεϊσθαι (absol.). See Steal, Plunder, (βία) άφαι- ρεϊσθαΐ or παραιρεϊσΰαί τινά τι or τιι>ό? τι. άπονοσφίζειν τινά τίνος (aby of athy). άπο- aTtptlv τινά τίνος. See De- prive, Bereave. To r. aby of athg, διαρττάζίΐν τινά or τι. συ- λάν, περισυΧαν τίνα or τι (αΐ)- sol., without mention of the thing taken by robbery) : to be r.-d of athg, άπονοσφίζεσβαί and άφαι- ρεϊσβαί τι. άποστίρεϊσθαί τι or τίνος. ROBBER, Χτιστής, ού, ά'ρ- παζ, άγος, άρπακτής, ον, κι- ξάΧΧης or -άΧης, ου (highicay >•., Ionic), ό, and ptcpp. of the Verb, e.g. 6 άφεΧόμενος or αφηρη- μένος, άρττάσας or έζαρπάσας τι. ληστρίς, ίδος, άρπάκτειρα, ν (fern.) : a fellow-r. (fern.), συΧΧήστρια, η (Aristoph.) : a set or band of r.'s, ληστικόν, τό. λ-ηστήριον, τό. ληστών σύστη- μα, τό. λησταί, ων, οι : the chief or leader of r.'s, λ-ηστάρχης and Χήσταρχος, ό. άρχιΧηστής, οΰ, 6: a r.'s den, Χηστήριυν, τό : the life or trade of a r., ληστρική, η : like a r., Χηστικός or ληστρικός, 2r, V " < < *• ' . αρπαζ, ayos, ο, η. αρττακτη- ριος, 2. ap7ra/cTi/fos, 3. ROBBERY, Χηστεία, αρ- πάγη, η. To carry on r., λησ- τεύειν. άρτταγην ποιεϊσθαι : to commit a ι•., Χηστεύειν: prac- tice of Γ., Χηστρική, η. ROBE, s. πέπλος, ό. πέπλω- μα, τό (poet.). στολή and -re, ίδος, ή (poet.). A long r., χιτών ΤΓοοήριιτ. ό : a flowing r., περψ- ρέυνσιι εσβης, ητος. η: a purple Γ., νορφνρί?, Ί^ος. η \ r. of State. r. with a train, ζνστ'ις, Ίδος. ή : a Persian r.. κόνδνς, υον, ό (Χ.): with white, black, long r., λευκό-, yutXuu-, τανύ-πιπΧος, 2 (white- robed, S[c). See Gown, Cloak, (498) Mantle. ^[ Fig.] Profession of the long r., η δικανική : gentle- men of the long r., oi δικανικοί. See Law, Lawyer. ROBE, v. ένδύειν and άμ- φιεννυναί (τινά πέπΧον, κ.τ.λ). περιστέλλειν τινά πέπΧω. Το r. oneself, ένδύεσθαι (ενδύνκι. ενδεδνκέναι), and the mid. of the other verbs : r.-d, ptcpp. and com- pounds with πέπλος, see under RoRE s ROBING-ROOM. See Ves- try. ROBUST, ρωμαλέος, 2. καρ- τεράς, 3. εύρωστο?, 2. ισχυρός, 3. To be r., ρώμην εχειν. εύ- ρωστεΐν. τό σώμα σφριγάν (PL), εΰσωματεϊν και σφριγάν (A ristoph.) : r. health or constitu- tion, ευρωστία, η. See STRONG, Stout. ROBUSTNESS, ευρωστία, η. τό ρωμαΧέον, ευρωστον. ρωμα- λεότι /s, tjtos, v. ROCAMBOLE. See g. t. Garlic. ROCHET (fish, Lat. rubel- lio), έρυθρΐνος, ό (a variety of red mullet). % Part of a bishop' 1 's attire] Mod. Gr., κώτα, η. ROCK, s. πέτρα, η. ττέτρος, 6 (a piece of rock). σκόττεΧος, ό (a high rock, esply in the sea). A r. by the sea, σττιΧάς, άδος, ή: a low r. (just rising above the sea), χοιράς, άδος, ή (hog's-back) : sunken r. (reef), πέτρα υφαΧος, ή. έρμα, τό. See CLIFF, Crag. Made of r., πέτρινος, 3 : like r., also firm as r., πετρώδης, ες : of or belonging to a ι\, πετραϊος, 3 : a r. hollowed out by the sea, σή- pay£, αγγος, fj : a rock with clefts or gullies, φάραγξ, αγγος, η : of or pertaining to a r., ττε- τραΊος, 3 : to strike on a r., πε- ριπίπτειν πέτραις or περί 'έρ- μα : the ship struck on a r., τοϊ? σκοπέΧοις φέρουσα ν ναϋς ενέ- βαΧε. ROCK, ν. 1 (TRS.)] σείειν. αιωρεϊν. πάΧΧειν, διαπάΧΧειν. To r. a child to sleep, κατα/3αυ- καΧαν. καταβαυκαΧίζειν. ΤΙ (Intrs.)] Passives of the pre- ceding, and σαΧεύειν. See Shake, Sway. Swing. ROCK-CRYSTAL, κρύσταλ- λος όρίΐνός, 6. ROCKING (the act or motion of), α'ιώρησις, -η. παΧμός, ό. σεισμός, 6. σάλος, ό (of a ship). ROCK-OIL, νάφβα, τ;, άσ- φαΧτος, η. ROCK-SALT, ορυκτοί αλες, oi. ROCKY, ττετραϊοδ, 3. ττε- τρώδης, 2. R. or stony ground. φεΧΧίύς, έως, ό. φέλλιον, τό (usu. plur., Χ.), φελλεά, τά [lsa. Bekker). yfj φελλίς, ίδος, and φελΧΤτις, ιδος, η. ROD, ράβδος, ραπίς, ίδος, η. νάρβηξ, ηκος, ό. A measuring r., κάΧαμος, ό. κανών, όνος, η : to beat with a r , ραβδίζειν. ραπί- ζειν : a beating with the r., ίπιρ- ραπισμός, 6 : a cut with a r., ράπισμα, τό : to get the r., pa- πίζεσβαι (pass.). \\ Fortieth part of a Rood] Vid. RODOMONTADE, s. αλα- ζονεία, μεγαλαυχία, η. άναζό- vtvua. καύχημα, τό. See Brag, Boast. ^- In Ariosto's Rodo- monte, from which the icord is derived, there is an allusion to the fable of "the leap in Rhodes: 1 '' with the like ullusion we may render, e. g. Don't think to put your r. upon us by the prov., αύτοΰ (or ιδού) 'Ρόδος, αΰτοΰ (ιδού) πνδηαα. RODOMONTADE, ν. κατ- αλαζυνεύεσβαι. λαπίζειν (Cic. Att., sivagger). πεταχνοΰσθαι (pass., play the braggart, Aris- toph.). See to Brag, Boast. A r.-ing fellow, rodomontader, ya5- ραξ, ακος, 6. άλαζών, ό. See Braggart, Boaster. ROE, πρόζ, προκός, η (and also ό). δορκάς, άδος, η (antelope, gazelle). ^ Roe of a fish] κέγ- χροι, oi. Having r., ώοφόρος, 2. ROGATION. See Prayer and Litany (eccl. t.). ROGUE, πανούργος, 6. πονη- ρός, 6. κακοήθης, ό. See KNAVE. An arrant r., see Rascal and ' r. in Grain.' Also κύφων, ωνος, ό (u-ho has been in the pillory), μαστιγίας, ου, b (l>een whipt). τριβών, ωνος, τρίβαζ, ακος, τρι- βακός, ό, and τρίμμα, πιρί- τριμμα, τό. ROGUERY. See Knavery; and in the playful use, Drol- lery, Fun. ROGUISH. See Knavish and Droll, Funny. ROLL, v. H (Trs.)] κυλίν- δειν and (Att. prose and Aris- toph.) κυΧινδεϊν, and (later) κυ- λίειν (allz=zto τ., r. on, r. along). καλινδεϊν (rare in active), άλιν δεΊν (prob. only pass.). εΊΧυφά- ζε ιν, τ ροχάλιζε ιν (poet., r. along). That may be r.-d, κυλιστός, 3 : to r. away or off, άπο-, μετα- κυλινδεϊν (the latter also to r. over, as to r. oneself over upon athg, μ. εαυτόν προς τι, Aris- toph.) : to r. forth or forward, προκυλινδεΐν : to r. out, έκ- κυλινδεΊν (usu. pass., and only aor. 1), εζαλίνδειν (only aor. ptcp. and perf act, e.g. you have r.-d me out of house and home, έζήλικάς με έκ τών εμών, Aris- toph.). προκυκλεΐν (to r. forth or out, song in Athenae.) : to roll down, κατακυΧίνδειν : to roll up, back, or away, άνακυλινδεϊν, -κυΧίειν : to r. about, περί-, δια- κυΧινδεϊν (Aristot.) : to r. the dust (in eddies), έλίσσειν κόνιν {poet.): to r. the eyes, δινεϊν όμιχα and έλίσσειν κόρας, βλέ- φαρα, όμματα έΧίγδην τροχο- δινεϊν (all poet., and adj. ελίκωψ, ωπος, ό, η. έλικωπίς, ίδυς, η, Horn.). If To twist round] ει- ROL Χειν, είλεϊι; (Att. είλ., to r. up tight). συνειΧεΊν. συνεΧίσσειν. συστρέφειν : to have one's head r.-d round with a turban, or a turban r.-d about one's head, ε'ιλίχθαι την κεφαλήν μίτρ-η (Hdt.) : to r. up a cable, σν- σπειραν κάλων. ^[ To level by r.-ing] κυΧινδροΰν. δμαλοϋν or καθομαΧίζειν τω κυλίνδρω. IT (Intrans.), atid reflexive, to roll, roll oneself] Passives of the preceding Verbs. κυΧινδού- μενον φέρίσθαι. The tears r. down the cheeks, τά δάκρυα λει- βεται κατά τών παρειών : to r. in the dust, εγκονίζεσθαι. κο- νίεσθαι or κονίζεσθαι. See to Wallow. To r. (as thunder, &c), φέρεσθ<ιΐ συν xl /όφω. βρέ- μειν : that r.'s easily, εύκυλιστο?, 2 : r.-ing, ptcpp. and τροχιρό?, 3 : to set r.-ing, κυλινδεΐν, ike : to lie r.-ing, κυΧινδεϊσθαι, gc. : r.-ing oneself, είΧητικό?, 3 {wrig- gling) : that has a r.-ing gait, tiXi-rroui (EupoL, of ivomen, but Horn, of oxen, trailing tlie hinder feet) : a r.-ing stone, δλοίτροχο?, 6 (Ion. and X.) : r.-d, ptcpp. and κυλιστό'?, εΧικτό?, εΊΧητό?, 3: athg r.-d, έλιγμα, τό. ROLL, s. t Abstr.] Crcl. with the Verb. To take a r. in the sand, άΧινδεΐσθαι. tg^» See under Horse. R. (as of thunder), ψό- φο?, βρόμυ?, 6 : r. of the drum, 6 του τύμπανου or 'τύμπανων δοΰπο?. TJ Concrete, athg rolled up] κύΧισμα, ενείΧημα, σύσ- τρεαμα, τό. συστροφή, η, and ptcpp. of verbs to Roll up : r. of a book, κύΧινδρο?, b (Diog. L.). MusTER-r., Vid. R.'s = public documents, τα δηαόσια γράμ- ματα, αϊ άναγραφαί : τ. of bread, κόΧΧυβο?, 6. κόΧΧιζ, ικο?, δ, and κόΧΧυρα, η (of coarse bread). ROLLER. ί[ For moving heavy loads] φάΧαγζ, αγγο?, 17 (Lat. pi. palangae). ψαΧάγγωμα, τό. To move with r.'s, φαΧαγ- γοΰν. ^\ For levelling] κύλιν- δρο?, δ. To level with a r., κυ- Xtvr.pouv. See the Verb. % Band- age] εΐΧημα, τό. κειρία, r). ROLLING, S. κυλίνδησι?, άΧίνδησι?, κύΧισι?, εϊλησι?, η. εΧιγαό?, ό, or Crcl. with the Verb. See Revolution. A r.-ing up, άνείΧημα, το: a r. place for horses, a- and κυΧινδήθρα.ή (Lat. volutabrum, see tender Horse). κονίστρα, η (in the dust, esply of birds) : birds fond of r. in the dust, κονιστικοί opvities, o) (Aristot.) : a r. of words, άλινδήθρα επών, ή (Aristoph., bmg r. words) : by Γ. along, ε'ιληδόν and εΊΧηδά (poet 1. ROMAN-(Catholic), της δυ- τική? εκκλησία? (mod. Greek). Having a r. nose, γρυπό?, 3. ROMANCE, S. μϋθο?, δ. μύ- θευμα, μυθυ Χόγημα, -ποίημα, τό, -Xoyia, -πλαστία, -γραφία, μυθιστορία, η. To write or com- (499) ROO pose a r., \oyo-, μυθο-ττοιεΐν, -γραφεΐν, -πΧαστεΤν, or prps coin μυθιστορεΐν : a writer of r.'s, \oyo-, μυθο-ποιό?, μυθοΧόγο? (Plat.), μυθοπλάστη?, ου, δ ' composition of romances, μύθο• ποίησι?, -πιιιΐα, η. ROMANCE, ν. Χογο-, μνθο- ποίεΐν. Fig., See Rodomontade. ROMANISM, τώι/7Γα7Γΐστωι/ (mod. Gr.) θρησκεία, η, or δόγ- ματα, τά. ROMANIZE, την των πα- πιστών θρησκείαν or τά — δόγ- ματα δέχεσθαι, ζηΧοΰν, or coin παπίζειν. ROMANTIC, μυθώδη?, ε?, μυθικό?, μεμυθευμενο?,%, ώσπερ ευ μύθοι?. μυθόπΧαστο?, 2. "ft Fig., improbable, fabulous] Vid. For the senses, Beautiful, Charming (esply of scenery), see those words. R. = quixotic, μεγαλόψυχο?, 2 (PL, as a milder term for άφρων). ROMISH. See Popish. ROMP, s. prps κόρη άνειμε- νω? παιδιώδη?, η. ROMP, ν. άυειμευω? πα'ιζειν. ROOD. 1 Fourth part of an Acre ( Vid.) = 10,890 square feet English] i§^- The nearest term is πΧίθρον, τό, being tlie square of 100 Greek feet = nearly 101 Eng- lish feel (10,201 square feet Eng.). It is also used, very incorrectly, to represent the Lat. jugerum, tvhich being twice the ' actus quad- ratus,' or square of 1 20 feet Ro- man (of 11 62 inches Eng.), is 2S,800 square feet Roman = 27,000 square feet Eng. H Cross (eccl. t.)] Vid. ROOF, S. όροφο?, δ. όροφη, η. τε'γο?, τό (Th., Χ.), στέγο?^ τό (poet, ^» but Th. Magist. r στέγο? λέγε, τό δε τεγο? ποι- ητικού. Tiyo?, as ορρ. to όροφη, is τ. of a house as ορρ. to ceiling of a room, τό υπεράνω του ορόφου τεγο?, Hesych.). στέγη, h (esply r. as covering, opp. to being under the open sky, X.). ερεφι?, ή (Plut). To take off the r., τον όοοφον άφαιρεϊν (άφεΧεϊν). την όροφην διαιρεϊν (διελείν, by tearing it up, making a hole in it) : to get upon the r., επί τό τεγο? άναβαίνειν (Th., X.) : a Γ. of tiles, στέγη κερα- μωτή, ή (Strab.). τό κερααωτόν (Polyb.) : a r. of slates, στέγη or όροφο? σχιστών Χίθων : having a r., στεγήρη?, ε?. See Roofed. Belonging to a r., στεγίτη?, ου, δ : fit for a r., στεγανό?, 3. ερέ- φ-ιμο?, 2 (PI.) : without a r., άστεγη?, ε?, άστεγο?, 2 : living under the same r., δμωρόφιο? and δμι'»ροφο?, δμόστεγυ?, 2 : to live with aby under the same r., δμωρόφιον είνιιί τινι. υπό τον αυτόυ opo'fov ίεναι τινί : under the or one's r., υπόστεγο?, ΰπόροφυ?, ΰπώρυφυ?, ΰπωρό- φιο?, 3 (all poet.) : a garret under the r., ΰπερωυν, τό, and ΰπωρο- ROO ! φία, τι (Diod.). % Fig.] R. of I the mouth, see Palate. ROOF, V. όροφοΰν, ερίφειν υικίαν (1JS3P the former opp. to I leaving it unroofed). R.-d, στε- i γνυ?, 3 (στεγνά, covered dwell' j ings, Χ.), καταστεγον, 2 (e. g. Ι αυΧαι κατάστεγυΐ, al, Hdt.) '. \ the r.-ing, οροφή, όρόφωσι?, Ι ερεφι?, ή : fit for r.-ing, έρίψι- μυ?, 2 (PI.) : wood for r.-ing, ζύλα έρέψιμα, τά. ROOFLESS, άστεγη?, ε?, άστεγο?, 2. ROOK. II A bird] σττεομο- Χόγο?, δ (Aristoph., Aristot.). 1Ϊ Fig., cheat, opp. to pigeon, gull] φηΧητή?, ου, or φηλήτη?, ου, ό (g. t.). Hence verb, to r., φηΧοϋν, or prps κεπφοΰν (to Gull, Vid., though the authority, Cic. Ep., is only for the passive). ROOM (in the abstract). H Space] VlD. τόπο?, δ. χώρο?, δ. χώρα, η. Large r., plenty of r., ευρυχωρία, ή : to make r. for, ϋττείκειντινί. παραχωρεΊν τινι : to make r. for athg into athg, παριεναι τι εΐ? τι, e. g. τον Χόγον ει? την ψυχήν. See to Admit. To give r. (or time) to do athg, εγχωρεϊν τινι ποιεΐν τι : there is r. (to do so and so), έγχωρεϊ. παρέχει (sc. δ καιρό?), ενδέχεται (it admits of), igij» The phmse ' no r. for athg ' may often be expressed by negative com- pounds, e.g. no r. for hope by the adj. άνέΧπιστο?, 2, verb ανεΧ- πιστέίν : no r. for doubt, see IN- DUBITABLE. H Apartment, cham- ber] \ r iD.. to tvhich add δίαιτα, r) (Plut.). Dwelling-r.'s, διαιτητη- piu, τά : men's r.'s, άνδρωνΐτι?, women's r.'s, γυναικωνϊτι?, ιδο?, f) : guest r., spare r., ζενών, ώνο?, δ : school or children's r., παιδ- αγωγεΊον, διδασκαλεϊον, τό (the latter a public lecture-r. or school- r., to ivhich παίδων may be added to fix the meaning to a school for boys, Thuc.) : bed-r., see Bed- chamber ; Dining-room, Vid., άνώγεων (=ccenaculum, in the upper sto)-y). δειπνητήριον, έσ- τιατήριον (late), τό : steward's r., store-r, τααιεΐυν, τό (PL). ROOMINESS, ευρυχωρία, η. ROOMY, ευρύ?, εΐα, υ. εύ- ρύχωρο?, 2. ROOST. Go Ιον.,εύνάζεσθαι and αυλιν ε'ισιέναι (both Horn.). See Perch and Sleep. ROOT, s. ρίζα, ή, and poet. ριζίδ, ίδο?, h. A little r., ρίζιον, τό (Aristoph.) : r. or stock of a tree, πυθμήν, ένο?, δ (Horn.) : belonging to the r., ριζικό?, 3 : like a r., ριζώδη?, 2 : like r.'s (adv.), ριζηδον : made from or out of the r., pi^iu?, υυ (e. g. οπό?, ό, juice) : from or by the r.'s, εκ ριζών, ριζόθεν, and p<>et. ρίζηθεν. πρό-, αυτό-, δλό- ρριζυ? (adj), also poet, αύτόπρεμνο?, and ττρυθέΧυμνο?, 2 : to pluck up bv the r.'s, to destroy r. and Kk2 ROO ROT ROU branch, εκπρεμνίζειν. See Era- dicate, Extirpate. To strike Γ., βιζοβολεΐν, βιζοϋσθαι (pass.), ρίζας ayt.iv, βιζοφυεΐν, άποββι- ζοϋν (Hipp.) : striking r., βιζο- βόλος,2. βιζοφυής, i's : to make to strike r., βιζόν ν : a making to taker., βίζωσις, ή: that which has taken r., ρίζωμα, τό : to gather or cull r.'s, βιζολογεϊν, -τομεΤν : a cutting and gathering of r.'s, βιζοτομία, ή : cutting r.'s, βιζο- τόμος, 2 (and cutting up by tJie rJ's): to dig up r.'s, βιζωρυχεϊν. digging for r.'s, βιζωρύχος, 2: to live on r.'s, βιζοφαγεϊν : living on r.'s, βιζοφάγος, 2. Without r., άββιζος : abounding in r.'s, πολύββιζος, 2 : with long, deep, large, thick, numerous, few, single, fleshy, superficial r.'s, μακρό-, βα6ύ-, μεγαλό-, πυκνό-, πολύ-, όλιγό-, μονό-, σαρκό-, μετ- εωρό-ββιζος (all Theophr.), 2: under the r.'s, or having r. be- neath, ΰπόββιζος (Aristot. and Theophr.) : having r.'s, κατάρ- ριζος (Theophr.) : with leaves from the r., βιζόφυλλος, 2 : with flower growing straight up from the τ., βιζοκέφαλος, 2 (Theophr.). ^p Several of these compounds form denominative suhstt. in ία, e.g. length of r., the having many r.'s, μακρό-, πο\υ-ββιζία, ή (Theophr.). A tree with inter- lacing r.'s, σύνταββον δίνδρον, τό (Theophr.) : to be full of entangled r.'s, συνταβροΰσθαι (pass., Theophr.) : to entwine its r.'s, συγκαρκινοΰσθαι (pass., Pherecr., of corn) : the r. of the nail, βιζωνυχία, ή : r. of a moun- tain, 7roDs, ποδός, 6. υπώρεια, ή (foot of mountain), θέμεθλα, τά (poet., foundations). 1J Fig.] R. or element, ρίζα, ή, and ρί- ζωμα, τό : r. or origin, ρίζα and αρχή, η : also adj. α'ίτιος, 3 : r. of ill, άρχέκακος, 2 (Horn.): r. word (radical word), άρχε-, πρωτό-τυπον, τό : r. of a num- ber (e. g. as 2 is square r. of 4, 3 of 9, S[C,), πυθμήν, ενός, 6 : also δύναμις, ή : gs§* e.g. δ. των τεσσάρων, της έννεάδος ^ the square root of 4, of 9, or, the side of a square of 4 or 9 (gig 3 - not as we use the term ' power ' tvhen we say that ' 4 is the second power of 2,' or ' 8 is 2 raised to the third power ') : 2 is the square r. of 4, δύο δύναται τέτταρα or δίπους δύναται τετράπουν (PL Thecetet. p. 147, 8, see Stallb. in I.). Square r. of a square r., biquadratic r., δυυαμοδύναμις, εως, ή. ROOT, v. To r. itself, or be- come r.-d,see to strike Root. Fig., εγκατασκιββοϋσθαι (pass.), έμ- φύεσθαι (εμφύναι). έντετηκέναι. See Engrained, Inveterate, Settled. . ^ To root out or up] έκριζοϋν. εκπρεμνίζειν. A r.-ing out, εκρίζωσις, ή. άναιρεΐν, άφανίζιιν (e.g. την μνήμην τι- νός). See to Extirpate. (500) ROPE, σχοϊνος, ό, and σχοι- υ'ιον, τό (originally of rushes), σπάρτον, and dim. σπαρτίυν, τό. σπείρα, σειρά, ή. Χινέα, πλεκτή, ή. στροφός, δ. στυ- πεϊον, τό (tow). See Cable, Cord, Halter. A twisted r., στροφείον, τό (Χ.) : stretched with r.'s (as a bed), σχοινότονος, 2 : τ. or girth of a bedstead, κειρία, ή (Lot. instita) : to let out the r., τον κάΧων έξιέναι : sail r., r. from end of sail-yard, τέρθριος, δ : like a r., σχοινο- ειδής, ες : fit for r.-making, σχοι- νοπΧοκικός, 3 (Strab.) : a dealer in r.'s, σχοινο-, σπάρτο-, στυ- πειο-πώλης, ου, ό. ROPE-DANCER, σχοινο- βάτης, ου, -δρόμος, δ. πεταυ- ριστής, οΰ, δ. To be a r., σχοι- νοβατειν, πεταυρίζειν : the art of a r., σχοινοβατική, ή : the practising of that art, σχοινο- βατία, η. πετανρισμός, δ : the scaffold for it, πέταυρον, τό. ROPE-MAKER, σχοινο-, σπαρτο-πΧόκος, σχυινιο-, σχοι- νο-, καΧω-στρόφος, δ. ROSE, βόδον, τό. Of r.'s, βόδεος, ρόδειος, 3. βοδόεις, εσσα, εν : made of r.'s, ρόδινος, 3 : prepared of ο?• with r.'s, βοδωτός, 3. ροδίτης, ου, δ : to he like or resemble the r., βυδίζειν : like a r., βοδοειδής, 2 : vinegar flavoured with r.'s, βοδωτόν όζος, τό : oil of r.'s mixt with vinegar, όζυβ- βόδινον,τό: r. honey, βοδόμεΧι, ιτος, τό : extract of r.'s prepared with honey, βοδόσταγμα, τό : an unguent or powder made from r.'s, βοδίς, ίδος, ή (Diosc). Prov., be it spoken under the r., ώς εν ήμΐν ε'ιρήσθαι (PL). ROSE -APPLE, βοδόμηΧον, τό. ROSE-BED, or -garden, ROSARY, ροδών, βοδεών, ώνος, δ. ροδωνιά, η. t ROSE-BUSH or -tree, βοδέα, ροδή, η. Dvvarf-r., βόδαζ, ακος, ή. ROSE-COLOURED, βοδέον χρώμα έχων. βοδοειδής, ες. βοδό-χρους, χρως, 2. ROSE-LAUREL, βοδό- κισ- σός, -δάφνη, ή (prps oleander or rhododendron, βοδόδενορον, τό). ROSE-WATER, βοδωτόν, τό (Lot. rosatum). ROSEATE, βόδεος, βόδειος, βοδινός, 3. βοδοειδής, ες. Breath- ing a r. fragrance, βοδόπνους, 2. ROSY, as preceding : in com- pounds, βοδο-, e. g. r.• faced, r.- fingered, r.-ancled, r. -bosomed, βοδωπός, βοδοδάκτυΧος, βοδό- σφυρος, βοδόκοΧπος, 2. ROT, v. 1 (Intrs.)] σήπε- σθαι, κατασήπεσθαι (pass.). σεσηπεναι. σαπήναι. καταπύ- θεσθαι. πύθεσθαι (Horn.). To r. by moisture, μυδάν (Theophr.) : that will easily r., εΰσηπτος, 2. ■JI (Trs.)] To cause to r., σή- πειν, άπο-, δια-, κατα-σηπειν. σαπροϋν. πύβειν (poet.). ROT, s. σηψις, η : by mois- ture, μύδησις, ή (Theophr.). ROTATE, (κύκλω) περιφί- ρεσθαι, στροβεϊσθαι, κυκΧοφο- ρεϊσθαι (pass.). To r. around athg, περιστρέφεσθαί τι. ROTATION, άνακνκΧησις, ■η. ν (εν κύκΧω) περιφορά, ij κύκΧω φορά. κυκΧοφορία, ή. δίνη, ή. δίνευμα, τό (circidar motion). In r., αμοιβαίως, εν μέρει, εκ διαδοχής : coming in r., εγκύκλιος, 2 : services re- quired of each citizen in r. or turn, εγκύκλιοι λειτουργ'ιαι, ai (Dem). ROTATORY, εγκυκλος, εγ- κύκλιος, 2, and Crcl. with the Verb. R. motion, κύκλησις, ή. ή εν κύκλω περιφορά, κ.τ.λ. See the Subst. ROTE, e.g. to learn by r., εκμανθάνειν. See ' by Heart.' To repeat athg by r. = mechani- cally, without meaning or com- prehension, άνευ γνώμης or εική άκολουΰοΰντα t»j συνήθεια λέ- γειν τι. ROTTEN, σαπρός, 3. κατα- σεσηπώς, υϊα, ός. διάβροχος, 2 (of ships, by long soaking, Thuc). ROTTENNESS, σαπρότης, ητος, σαπρ'ια, ας, σηπεδών, πυ- ΰεδών. όνος, ή. ROTUNDA, θόλος, δ (Plat., of the round chamber at Athens where the Prytanes dined). ROTUNDITY, στρογγυλό- της, ητος, ή. See ROUNDNESS. ROUE' (French), άσωτος, τρι- βών, ωνος, κώμαζ, ακος, δ. An old r. (or lecher), μΰς λευκός, δ (Phikm.). ROUGE, s. φΰκος, φύκιον or φυκ'ιον, τό. As ν. φυκίον εντρί- βειν τω προσώπυ>. ROUGH, τραχύς, εϊα, ύ (g. t. prop, and fig.), σκληρός and σκληφρός, 3 (of soil, and fig. of persons, and also weather), ωμός, 3, and χαλεπός, 3 (fig. of persons only), άνεζέργαστος, 2 (raw, unwrought). Also αυτο- φυής, ές. δ, ή, τό κατά φύσιν (without the addition of art, na- tural), απαίδευτος, 2. άγροικος την ψυχήν. αμαθής, ές (rude, uncultivated). κερχ<ιλέος, 3, and κερχνώδης, ες (of the voice only). Α Γ. voice, τραχνφωνία, ή. Ktp- χνασμός, δ : with a r. voice, τραχύφωνος, 2 : r. manners, τραχύτης, ητος, and (str. t.) ώμότης, σκληρότης. χαλεπό- της, ητος, ή : of r. skin, ψαφα- ρόχρως, τραχνδίρμων, 2 : a r. country or ground, ύ ραχών, ώνος, δ. Rough of taste, στρυφνός, 2 (harsh, astringent). R. weather, see Stormy, Tempestuous. Comp. Harsh, Rugged, Rude. R., in the r. (opp. to ακριβής, ακριβώς), παχυμερής, ες. παχυ- λός, 3, and adv. παχυμερώς. παχυλώς (Aristot.). Also πα- χυτέρως. φαύλως (PL). Το make a r. (off-hand) calculation, ROU άπό χερός λογίζεσθαι (Arislot.). φαύλων λογίσασθαι (Aristoph.) : the r. (estimate), τό φαύλου (Thuc., opp. to το ακριβές) : to r.-draw, r.-cast, r.-hew, παχύτε- ρων ύπο- or προ-τυποΰυ, ύπο- γράφειυ, έγκολάπτειυ, έκμορ- φοΰυ τι : r. draught, παχύτερα ΰποτύπωσις or σκιαγραφία, κ.τ.λ. : r. cast (with plaster), παχέως κουιαυ τοίχοι/. ROUGH, ROUGHEN, υ. τραχύυειυ. ROUGHNESS, τραχύτης and σκληρότης (prop, and fig.), ώμότης and χαλεπότης (fig.), ητος, η. See Harshness, Rug- gedness. Severity, Asperity. R. of voice, βράγχος, κέρχυος, ό. κέρχυωμα, τό, see Hoarse- ness. R. of weather, see Storm, Tempest. ROUND, adj. στρογγυλοί, γογγύλος, 3. κυκλοτερής, ες (made round), περιφερής, ες. εγκύκλιος or εγ κύκλος, 2 (r. in its circumference), γ upas, 3 (e. g. r. shouldered, γ. ευ ώμοισι, Horn.). See Circular, Sfheri- cal. To make r., see to Round. TJ Phrases] A r. number, αρι- θμός οϋκ ακριβής, ό : in r. num- bers, a hundred, έκατόυ, ν πλεί- ους η έλάσσους : a Γ. dozen, δώδεκα πάυτες : a r. reckoning (without fractions), άπαρτιλο- γία, ή: at a r. pace, δρόμω. ROUND, s. See Circle, Re- volution, Rotation, Ti Rundle of a ladder] βαθμός 6 της κλί- μακος. βαθμις ή της κλίμακος. κλιμακίου, τό. ένήλατα, τά (the r.'s, and sts shafts of a ladder). TT A round (of visits, inspection, £[C.)] εφοδε'ια or Ία, περίοδος, η. To make or go a r., έφοδεύεσθαι, περι-ιέναι, -πολεύειυ : they go the r.'s (as patrol), έφοδεύεται, Κωδωυοφυρεϊται (Aristoph.). ROUND, v. στρογγύλλειυ, στρογγυλεύειν, στρογγνλοΰυ, στρογγυλαίυειυ, γογγνλεύειυ, γυροΰυ, κυκλοτερες ποιεϊυ, πε- ριτορυεύειυ, τι. To r. off (in point of expression or style), συστρέφειυ την λέξιν : r.-d, ptcpp. and στρογγυλός, 3 (also of style) : a stone r.-d by the ac- tion of water, τρόχμαλος or τρο- χαλός λίθος, 6. ROUND, prep, and adv. περί and άμφί c. dat. or accus. (ac- cording as a state of rest or mo- tion is denoted), κύκλω, πέριξ. To sit r. a fire, άμφί πϋρ καθ- #;σθαι. In composition, περί-, as to go r., περι-ιέυαι, -έρχεσθαι, or other prepositions, as e. g. to bring aby r. (to an opinion), με- ταπείθειυ τινά. See the several verbs. To wear golden rings r. the arm, χρυσά ψέλλια φορεϊυ περί τους βραχίονας- φέλλια έχειυ περί ταϊυ χ*ροϊυ, $ξ$" but more usu. by compound verbs, e. g. to build a wall r. the town, τείχος ΊΓίριβάλλειν τη 7τόλ£ΐ : to go Γ. (501)' HOW the town, περι'ίίυαι την πόλιυ : to throw a cloak r. (oneself or one's shoulders), περιβάλλεσθαι or άμπέχεσθαι Ιματίου : to have athg r. oneself or r. one's body, ήμφιεσμέυου εϊυαί τι. άμπέχε- σθαι or άμπισχυεΐσθαί τι. περι- βεβλημένου εϊυαί τι : to get r. (= cheat) aby, περιοδεύειυ τινά, see to Circumvent. ROUND-ABOUT (in all di- rections). TJ Prop.] See Round. To go r., περιοδοιπορεΐυ. περι- πλαυάσθαι (pass., also in speak- ing), μακράν περιβάλλεσθαι (mid., PL, longis ambagibus uti) : r. steps, ίχυη περιφερή, τά (Χ.) : a r. way or road, ελιγ- μός, 6. περιδρομη, περίοδος, η : with r. ways, περιοδεύσιμος, 2: a r. mode of expressing oneself, περιαγωγη, η, see CIRCUMLO- CUTION. To take a r. way, κύκλω πορεύεσθαι. ού τη συντομω- τάτΐί χρησθαι : to take many or long r. ways, πολλούς ελιγμούς πλανάσθαι (Χ.), πολλά περι- πλαυάσθαι (pass.), also περι- όδου πολληυ ποιεΐσθαι. μακράν κύκλω πορεύεσθαι, see CIRCUI- TOUS. ROUNDLY, e.g. to declare athg r., απλώς έξειπείυ or άπο- φαίνειν τι : to deny or refuse r., άντικρυς άποφάναι. ROUSE, εγείρειυ. άυιστάναι. κινεϊν. εκκιυεϊυ. ορμά,υ• παρορ- μάυ. Α Γ. -ing, παρόρμησις, η. See to Excite, Stir up. ROUT, s. TI A clamorous mul- titude] See Rabble, Crowd. TJ Discomfiture, flight] ηχτα, φυ- γή, τροπή, η. Put to the r., see the Verb and Flight. ROUT, v. (ες φυγην) τρίπειν. κλ'ινειν. σκεδανυύυαι. An army r.-d and in disorder, στράτευμα διεσπασμένον (Thuc). See Put to Flight, Scatter. ROUTE (French), στόλος, 6 (of an army). See Journey, Road. ( ROUTINE (French), τριβή, εμπειρία, η (the being versed in the r. of athg). To acquire the r., διατρίβειυ μελετώντα ; versed in the r., συγκεκροτημένος, τι : mere r., συνήθεια, η. εθος, τό : to go by mere r. (without reflec- tion), είκη άκολουθεΐυ τγ συυ- ηθεία. ROVE. See Roam, Wander (about). A wild r.-ing eye, σο- βούμευος οφθαλμός, 6. ROVER. ΤΙ One who wanders about] Crcl. with Verbs, TI A vagabond] VlD. TJ A pirate] Vid. ROW, s. ητίχος, 6 (of persons and things) and (only plur. nom. and ace.) στίχες, al (poet,). στοίχος, b (of objects regularly placed, e.g. of steps, αναβαθμών), δρχος, 6 (of trees, esply of vines). τάξις, η. τάγμα, τό. See RANK, Line, Series, String. Like a r., in a r., or r.'s, στοιχώδης, RUB στιχήρης, ες, and στιχηρός, 3. έξης κείμενος, 3 (of inanimate objects), έξης τεταγμέυος, 3 (of animate objects), adv. στοιχηδόυ: all in a r., επί στοίχου (A?'is- toph.). κατά στοίχου (Thuc.) : by r.'s, στιχ»ι<5όι/ : of or in three r.'s, τρί-στιχος, -στοίχος, adv. τριστοιχεί: to stand or be placed in a r., στοιχεϊυ : to place, put, or set in a r., στοιχίζειι/. δια- στοιχιζειυ. στιχαυ. See to Range. TI A small street, lane] Vid. TJ Vulg., noise, disturbance] Vid. ROW, v. TJ To pull an oar] έρέσσειυ and έρέττειυ. ύπηρε- τεϊν. κωπηλατεΐν. έλαύυειυ or τ»; κώπ-η έλαύυειυ τηυ υαΰυ. Το row backward (= to back-oar), άυακρούεσθαι (mid.) έπι πρύμ- υαν (Hdt.). κρούειν or άνακρούειμ πρύμναν (Att.), or άνακρούεσθαι alone, and πρύμυαυ κρούεσθαι (all g. tt. for putting a vessel back sternwards) . R. -ing oneself, α ΰτ- ερέτης, ου, δ (Thuc.) : the art of r.-ing, ε'ιρεσία, ή. κωπηλασία, n : belonging to r.-ing, έρετι- κός, 3. ROWER, έρέτης and υπ- ηρέτης, ου, δ. R. of the first bank of oars, θρανίτης, of the middle bank, ζευγίτης, of the lower bank, θαλαμίτης, ου, δ : whole body of r.'s, (ship's crew), υπηρεσία, and later ε'ιρεσία, n : to make the r.\ keep time, prps ξυνάγειν την, ε'ιρεσίαυ (Thuc.) : the boat-song, to which the r.'s kept time, ε'ιρεσία, η (Plut.). ROYAL, βασίλειος, 2. βασι- λικός, 3- ό, η, τό του βασιλέως, and later Attic, τυραννικός, 3. τύραννος, 2 (Trag.). R. palace, βασιλέων, τό (usu. in plur. βα~ σίλεια, τά). ROYALIST, φίλο βασιλείας, -βασιλεύς, έως, δ. ptcpp. of φρο- νεϊν τά του βασιλέως, βασιλί- ζειυ. The r.'s, οι σύυ τω βα- σιλεΐ. ROYALTY, βασιλεία, η. τό βασιλικού αξίωμα (r., dignity). RUB, ν. τρίβειυ. φήχειυ. σμηυ or σμηχειν (with a view of cleaning), τείρειν. To r. into dust or atoms, συυτρίβειυ or κατατρίβειυ τι: to r. gently, ύποτρίβειυ : to r. oneself agst athg, παρατρίβεσθαί tuu or προς τι : he drew up his leg, and r.-d it, ξυνέκαμψε τό σκέλος και έξέτριφε τη χειρί (Ρ1•) ' to r. oneself agst another person, προσκναίεσθαί, προσανατρίβε- σθαί, τινι : to r. down a horse, φηχειν, στλεγγίζειν, άπο- στλεγγιζειν, άττοτρίβειν (τη ξύστρα) : to r. one down, καθ- αίρειν (fig•)• σποδεϊν (r. down with an oaken towel, give aby a dusting) : to r. away or off, άπό-, εκ-, περι-τρίβειυ : to r. through or into holes, δια-, κατά-, άπο- τρίβειυ: to r. through (diffi- culties, the world, &c), διακρού- RUB RUL RUN εσθαι (mid.) : to r. out, εζαλεί- ψειν [efface) : to r. on or into, έντρίβειν, προσαλείφειν τινί τι : to r. up, see to Polish, and fig. to Renew, Refresh : the act of r.-ing, τρϊψις, ή. τριμ- μός, ό. τρφη, ή : a r.ing in, εντριψις, ή : a r.-ing down, σμήζις, ή (Χ.) : a dry r. ing, RUB, s. ΤΙ 7Άβ act of rubbing] See under to Rub. ^] -Fie/.] To have a r. with aby, προσκρυύειν τινί. συγκρούει» ά\λή\οις. ^] Obstacle, difficulty] Vid. There's the 1'., εν τούτω "ισχεται (Χ•). τούτο απορώ. RUBBER. if One who rubs'] Crcl. with partcp. of Verb. *\\ A cloth for rubbing] See Clout. RUBBISH, χώμα, τό. χους, χοός, 6 (earth thrown up), κό- ρημα, κάθαρμα, σάρωμα, σύρμα, τό (sweepings, refuse), χληδος, ψορυτός, ό. A r. heap, place where r. is shot, άπουργος -γωνία, V- if Fig.] χρήματα φαύλα, ού- δενός άξια, σκύβαλα, τά. ληρος, 6 (nonse?ise). Won't you have done with your r. ? ου μι) ληρή- σεις, φλυαρήσεις ; See STUFF. RUBBLE, χάλικες, oi and αϊ (Thuc.). Full of ΐ., χαλικώδης, ες (Tkeophr.). RUBICUND, έρυθροπρόσ- onros, 2 (of complexion). See Red, Ruddy. RUBRIC. If Prop.] μίλτω επιγεγραμμένον τι : gen., direc- tions written in red in law-booL• and liturgies, επιγραφή, η. επί- γραμμα, τό. RUBY, λυχνίτης, ου, 6. RUDDER. See Helm. RUDDINESS. See Red, Redness. RUDDLE, μίλτος, v. RUDDOCK. See Red- breast. RUDDY. See under Red. επίπυρρος, 2 (Aristot.). A man of r. complexion, έρυθρίας, ου, 6 (Aristot). RUDE. U Unwrought, with- out art] αφελής, ες. άνεζέργα- στος, 2. αυτοφυής, ες. 6, η, τό κατά φύσιν. ^J Unformed, un- taught] απαίδευτος, άμουσος, 2. άμαθης, ες. R. in speech, άκομ- ψος, 2. "[J Uncivil, boorish] άγροι- κος την ψυχήν. σκαιός, 3: to do r. things, σκαιουργεΐν. RUDENESS, τό άνεξέργα- στον, τό αυτοφυές, άφελότης, ητος, η (simplicity). Tf Coarse- ness of mind or manners] άπαι- δευσία, άααθία, άμουσία, αγροι- κία, σκαιότης, άγριότης, ητος, V. RUDIMENTS, στοιχεΊον, τό. αρχή, η. Belonging to the I.'s, στοιχειώδες, 2. See ELE- MENTS. RUE, v. See to Repent. RUE, s. πήγανον, τό. π. ορει- νού (wild r.). π. κηπευτόν (gar- den r.). Like r., πηγανώδης, ες. (502) RUEFUL. See Sad, Sor- rowful. RU FFI AN, παν-, κακ-ονργος, πονηρός, μιαρός, ο. υβριστής, οΰ, 6. An unmitigated r., 6 εις ότιυΰν υβριστής (AEschin.) : to be a r., πα ν<>νργ εΐν. RUFFIANLY, υβριστικός, έπηρεαστικός, 3. A r. action, 'ΰβριστον έργον, τό : r. treat- ment or conduct, ύβρις, εως, επήρεια, η. επηρεασμός, ο: to behave in a r. manner, ύβρίζειν, έπηρεαζειν : to be treated in a r. manner, ΰβριοπαθεϊν. Sir. t. Brutal, Via. RUFFLE. See to Agitate (prop, and fig. of the mind). RUG, ρηγος, τό. στρωμα- τεύς, έως, 6. See under Cloth. RUGGED. See Rough, Rude, Shaggy. RUGGEDNESS. ^Rough- ness, Rudeness. RUGOSITY, ρικνότης, ρυ- σότης, ητος, η. See WRINKLE. RUIN, s. t Fall of buildings] κατά-πτωμα, τό, -τττωσκ, η. καταφορά, ή. U In the concrete, a ruin, ruins, pi.] έρ^πια, λεί- ψανα, τά. To become a r., to fall in r.'s, έρείπεσθαι, κατερεί- πεσθαι : to bury under the r.'s, καταχωννύναΐ. πεσόντι τινί έπικατασκάπτειν τι. If De- struction of power, fortune, honour] δια-, κατα-φθορά, απώλεια, ή. όλεθρος, 6. άτη, ή (poet., Hdt.). λύμα, τό (poet.). Utter r., παν- ωλεθρία, ή (Thuc). See De- struction. To bring about the r., to come to r., see the Verb. RUIN, v. U To demolish, de- stroy] Vid. H To injure greatly] φθείρειν, διαφθείρειν. άπυλλύ- ναι. άνατρέπειν. άναιρεΐν,καθ- αιρεϊν. Χυμαίνεσθαί τι or τινι. To r. oneself, εις άπώλειαν δού- ναι εαυτόν, εν εαυτω σφαληναι (Thuc). RUINOUS, ολέθριος, 2. βλα- βερός, 3. επιβλαβής, 2. παν-, έζ-ώλης, ες (poet.), άτηρός, 3. See Destructive, Pernicious. % Of a building, dilapidated] έρείψιμος, 2. σαθρός, 3. A r. state, ερείψιμον, τό. RULE, s. If An instrument for drawing lines or for measur- ing] στάθμη, η. κανών, όνος, b. If A law, regulation] νόμος, b. κανών, όνος, b. A r. of life, δίαιτα, ή. διαίτημα, τό : τ. of proceeding or conduct, αγωγή, ή : a procedure by r., οδός, μέθ- οδος, h : r. given by a teacher or friend, παράγγελμα, τό : to give r.'s to aby, παραγγέλλειν, παραινεϊν τινι : it follows the r., κανονίζεται (gram, t.) : to fight by r., επιστήμη or εμπειρία μάχεσθαι : as a general r., ώς επί τό πολύ, and as udj. ε'ιωθώς, υΐα, ός: to make athg a r., νο- μίζει» τι c infin. : to make it a r., νόμον ποιεΐσθαί τι : to de- viate from a r., έκβαίνειν τοΰ ειωθοτος. δραν πάρα τα γε- γραμμένα : without any Γ., άνο- μοθέτητος, άτακτος, αδιόρθω- τος, 2 : according to the common Γ., κατά τό ε'ιωθός. See REGU- LAR, Irregular. To reduce athg to r.'s, τέχνην ποιείν τι : no r. without an exception, πας κανών δέχεται εζαιρεσιν. ^f Dominion, governmeid] Vid. To have or exercise the r. over athg, κρατεΐν or έπικρατεΐν τινυς. άρχειν τινός, κυριεύειν τινός : to be under aby's r., άρχισθαι υπό τίνος, ΰπήκοον είναι τινι : to reduce under aby's r., ποιεϊν υπό τινι. RULE, υ. ΤΓ (Trs.) To draw lines with a ruler] γραμμαις δι/ι- λαμβάνίΐν. άγειν or ελκειν γραμμάς. "\\ To govern] VlD. άρχειν, ηγεμυνεύειν, κρατεϊν (τίνος). RULER (as instrument), κα- νών, όνος, ο. γνώμων, όνος, ο. See Rule, s. RULER {as person), άρχων, οντος,ο. b εντέλει (ων), ο έχων την αρχήν. See Governor, Lord, Master. RUMBLE, ψοφεΊν (g. t.), and str. tt., ΰποβ ( <έμειν, βρυ- χάσθαι. To r., have a r.-ing in the stomach or bowels, βυρβο• ρυζειν, ύπυβυρβορύζειν (IJtpp.). κορκορυγεϊν (Ariatoj)h.), biuKop- κυρυγΰν. βυμβυλιάζειν (Aris- tot.) : a r.-ing of the bowels, βορ- βυρυγή, ι), and -γμός, b (Hipp.), κορκορυγή, ή (Aristoph., and=. any holloiv din, JEschyl.), and -γμός, b (Luc). RUMINANT, ptepp. of the folloiring. A r. or r.-ing fish, μήρυξ, υκος, b (Aristot., like the σκάρος, b. scarus). RUMINATE, άναμασάσθαι (prop, and fig., Aristoph.). μη- ρυκαζειν, -ιζειν, -άσθαι (dep., PluL). For the fig. sense, see Ponder, Meditate. R.-ing (act of), μνρυκισμός, b. RUMINATION, μνρυκισμός, ό, and Crcl. with the Verb. See Meditation, Consideration. RUMMAGE, φωράν πάν- τα χη (e. g. της o'n /ιας), also σκευωρίίσθαι (mid., τι, περί τι). To r. the hold, μετα-τιθέναι or σκευάζεσθαΐ τον φόρτον. RUMMER. See (Drinking) Cup, Glass. RUMOUR, λόγος, b. άκυή, φήμη, η. θροΰς, οΰ, b. See RE- PORT, Fame. RUMP, γλουτός, ο. πυγή, η. πρωκτός, ο. όρροπύγιον, τό (tail and r. of animals and birds). RUMPLE. See Wrinkle, Crumple. RUN, v. If Prop.] τρέχειν (δραμεϊν), and fut. δραμεΐσθαι. θεΐν (fut. θευσεΐσθαι). δρόμω Ιέναι or χωρεϊν or χμασθαι or φέρκ}θαι(ρα8δ.). To come r.-ing, δρομαϊον έπελθεϊν : to r. as fast as one can, at full speed, άνά RUN κράτος θεΐν. τρέχειν ώς (o7rtos) ποδών έχει. δρόμω εκτενεστά- τω φερεσθαι. τρέχειν δλω ποδί : to r. hither and thither, διατρέχε ιν : that r's hither and thither, διά-, περί -δρόμος, 2. ; πιριδρυμάς, άδος, ο, ή : to r. dif- ' ferent ways, έναντ ιυδρομιΐν (so as to meet or cross) : to cut and r. (colluq., see below, R. away) : | to r. for athg (as a prize), in pi Tii'os θιΐν. τρέχειν περί νίκης, ! (Χ.) : to r. the torch- race, έια- θεΐι» τι/ι/ \upTraS(t (X.) : to r. a race, a course, a heat, τρέχειν αγώνα : to r. a dead lieat with, συνεκπίπτειν τω πρώτω (Hdt.), see Race. Fig. expressions : to r. for one's life, one's all, τον περί της ψυχής (περί του παντός) \ δρόμον θεΐν (δρ. δραμεΐν). αγώ- νας δραμεΐν περ'ι εαυτού : to r. (a deadly risk) for life and death, αγώνα θανάσιμο ν δραμεΐν (Eur.). See Risk. To r. in a straight line, with a straight j course, όρθο-, εύθυ-δρομεΐν, -φο- j ρεΐσθαι : that so r.'s, όρβό-, εύθύ-δρομος, 2, εύθυφερής, ες \ {PL). If Of the motion of fluid j objects] φερεσθαι (pass.), ρεΐν (flow). λείβεσθαι (pass., trickle, J distil), τήκεσθαι, δια-τήκεσθαι, -χεΐσθαι, -λΰίσθαι (melt). The ! river r.'s into the sea, ό -ποταμός I ρεΐ or φέρεται, εμ-, εκ-, or εισ- βάλλει, or έκδίδωσιν ε'ις την ι θάλατταν : the r. runs past the ι city, 6 ποταμός παραρρεΐ την πάλιν : the tears r. down aby's cheeks, τά δάκρυα λείβεται κατά τών παρειών : the water r.'s into one's shoes, τό ύδωρ εν- δύεται ε'ις τά υποδήματα : the river r.'s high, ρεΐ πολύς 6 πο- ταμός : the sea r.'s high, μετεω- ρίζεται η θάλαττα: r.-ing water, ύδωρ ποτάμιον, τό. 'ύδατα ρυ- τά, τά : to r. dry, Vid., and see to Exhaust : to r. as a sore, κατά-, ύπο-στά"ζειν : a r.-ing sore, Vid. : r.-ing (of the eyes), ρυώδ\\ς, ες (Hipp.) : r.-ing (in a fluid state), ρυάς, άδος, ό, η (Aristot.). 1 Fig.] The tongue r.'s glibly, ρεϊ η γλώσσα (JEs- chyl.) : his tongue r.'s boldly aget you, θρασύνεται και πολύς ρεΐ κα6' υμών (Dem.) : that r.'s smoothly, εύρυθμος, 2. See FLOW, s. and v. Because of things always r.-ing on and changing, cos ιόντων πάντων και άει ρεόντων (PL). Κινείται Kul ρεΐ τά πάντα (PL). See Flux. The story r.'s, έχει, κατέχει 6 λόγος, έντρέχει λό- γος άνθρώποις (Arat.) : as the story r.'s, ώς φασίν, τό Χεγό- μ*νον: the memory of man r.'s not to the contrary (leg. t), εφ' όσον μνήμη ανθρώπων εφικνεϊ- ται (Χ.) or εν άτταντι τω α'ιώνι τών μνημονευομένων ανθρώπων (Dem.), ουκ άλλως, κ.τ.λ.. : the letter r.'s thus, ή επιστολή λέ- γει τάδε : athg r.'s in my head, see ' to have one's Head full of (503) RUN athg,' &c. : athg r.'s in the blood, εμπέφυκεν άρχηθέυ τι τινι (Hdt.). έμφυτου και πάτριόν (Dem.) εστί τι τινι : τ. to seed, r. to stalk, r. to waste, Vid. : to r. southward, &c. (as a coast, road, &c), τειι/ει προς μεσημ- βρίαν. ff To run as a ship (nav. tt.)] θεΐν (c. ace, e. g. θά- λατταν, to r. over the sea, poet.). πλεΐν (g. t.). To r. before the wind, ες ουρίας (or ούριων) δια- δραμεΐν or δραμεΐν or πλεΐν (PL, Aristot, Soph.), ουρία θεΐν (Aristoph.). οϋριοδρομεΐν (Phe- recyd., and adj. ονριυδρόμος, 2) : to r. with half a wind, εκ κεραίας διαδραμεΐν : to r. into port, κατα- θεΐν, e. g. εις ΐίειραΐα (Χ-), είστρέχειυ. κατατρέχειυ (Ρο- lyb.). ε'ισπλεΐν. καταφέρεσθαι. κατάγεσθαι. ε'ισορμίζειν (Χ. of ships, and Plut. of persons) : to r. out to sea, εζορμεΐν. άνάγεσθαι : to r. along (a coast), παραπλεΐν τι : to r. straight, in a straight course, εύθυδρομεΐν (later), and adj. εύθύδρομος, 2 : to r. foul of, περιπ'ιπτειν τινι or περί τι : to r. (the ship) ashore, aground, Vid. R.-ing, ptepp. and δρο- μαΐος, 3 (e. g. to come r.-ing, δρυμαΐον έπεΧθεΐν). τροχαίος and τροχερός, 3 (tripping), τρο- χαλός, 3 (as on wheels, e. g. τρο- χαλόν τίνα τιθέναι s; to make aby r. quick) : a r.-ing account, see Current : r.-ing on wheels, τροχήλατος, 2. έπιτρόχαλος and επίτροχος, 2 (glib, voluble) : r.-ing as a fluid, &c, see above: r.-ing in a straight line or course, εϋθυφερης, ές (PL), εύθύδρομος, 2: r-ing. swiftly, ταχυδρόμος, 2• ((US* Other compounds are given in the course of this article.) If (Trs.)] To r. a vessel aground, ashore, Vid. : to r. a race, see above, and Race : to run the gauntlet, Vid. : to r. a risk, see above, and Risk : to r. goods, see to Smuggle : to r. a stag, see to Hunt, Chase, and com- binations with prepositions, as to r. one's head agst atlig, to r. aby through with a sword, &c, see below. — Compounds and phrases with prepositions : — IfRUN ABOUT, περιτρέχειν, τρέχειν περί τι. δια-τρέχειν and -τροχάζειν. διαθεΐν (Thuc., and fig. as a report or panic, X.). If Run ACROSS, εις τό πέραν τρέχειν. δρόμω περάν. If a cat should r. the street, ει διάζειεν γαλή (Aristoph.). If RUN AGAINST, επιτρέχειν τινά or τινι. δρόμω φερεσθαι επί τίνα (assault), έπιφέρεσθα'ι τινι. προσπταίειν, τιν'ι, προς τι. περιπ'ιπτειν τινί, περί τι (r. foul of). To r. aby in the race, δρόμω άγωνίζεσθαί τινι or προς τίνα. άθλητήν δραμεΐν προς τίνα. If (Trs.)] Το r. athg agst athg, προσαράσσειν τι τινι or προς τι. RUN If Run along, τροχάζειν ($&> but rejected by Atticists, Lobeck. Phryn.). The fire ran along the ground, διέτρεχε τό πυρ έπϊ της γής (LXX.). ^ (TRS.)] Το r. one's eye along (the page, &c), δια τρεχειν, or prps επιτροχά- ζειν τι. *f| RUN AFTER, έπιθεΐν (τίνα), μετατρέχίΐν, επιτρέχειν (Hdt. =: aim at), διώκειν, κατά-, εκ- διώκειν τινά. μετέρχεοθαί τί- να, διώκειν, θηυαν τι. 1] RUN at, προστρέχειν προς τίνα (Χ., make a sally), επι- προσθεϊν. επιτρέχειν τινά or τινί (see r. AGAINST), έπιθεΐν τίνα (Hdt.). If Run AWAY, δρόμω άπιέναι or φεύγειν. άπο-τρέχειν, -θεΐν, -σεύεσθαι (pass., Horn.), -διδρά- σκειν, also ί.κ-τρέχειν, -διδρά- σκειν. δραπετεύίΐν τινά (PL) or παρά τίνος (Luc). To at- tempt to r., δρασκάΧ,ειν (Lys.). See Flee, Escape, Abscond. To r. together, συναποδιδρά- σκειν : to r. with athg or aby, ο'ίχεσθαι αποφέροντα or άπ- άγοντά τι. συν-, άν-αρπάζειν τι or τινά : a horse that r.'s away (χ. horse), 'ίππος εκφορος, 6 : aby's passion r.'s away with him, εκφέρει τινά η επιθυμία : a r.-ing away, δρασμός, b (poet.), δραπέτευσις, η. δραπέτευμα, τό. See Flight. ΤΙ RUN BACK, άνα-τρέχειν, -θεΐν, -δρομεΐν. άπορρεΐν, άνω μεΐν or χωρεΐν (of fluids). A r.-ing back, αναδρομή, ή. ΤΙ RUN BEFORE, προτρέχειν. •ff Run BEHIND, οπίσω τιι /os τρέχειν. % RUN BEYOND, ύπερτρέχειν. If Run BY, παρατρέχειν. πα- ραρρεΐν (of water). 11 Run Counter, εναντίον είναι, έναντιοΰσθαί (pass.) τινι. If RUN DOWN (lNTRS.)]/C«Ta- τρέχειν, -θεΐν, -φερεσθαι δρό- μω, -ρρεΐν (of liquids) and -λεί- βεσθαι. To r. with blood, sweat, foam, άποστάΧ^ειν αίμα. ρεΐν or ρέεσθαι (Plut.), or στάζει Ίδρώ- τι. καταστά^ειν άφρω (Eur.). If (Trs.)] Το r. aby in argument, καταθεΐν (PL): tor. (= inveigh agst aby), κατατρέχειν τινά (PL) : more freq. Tifos, also κατά τίνος (and subst., κατα- δρομή, »';) : to r. = DEPRECIATE, DISPARAGE, Vid. If Run forth, forward, τρέχειν εις τό πρόσω, προρεΐν (of water), ρεΐν του πρόσω. If RUN FROM, άπο-τρέχειν, -θεΐν. See Run away. If Run in or into, είστρε'- χειν (τι), είσθεΐν (Aristoph.). εΐσω τρέχειν, θεΐν. δρόμω ε'ισ- έρχεσθαί. (είσιέναι) τι. Το Τ. the midst of, δρόμω φερεσθαι, είσπεσεΐν είς — : to r. between (and intercept), ύποτρέχειν(Χ): to r. inwards into athg, ε'ισέχειν εις τι: a wall r.-ing inwards into RUN RUN RUS the city, τείχος εκ τοΰ εντός εις την πόλιν (Thuc.) : to r. debt, Vid. : to r. danger, Vid. U Trs.] To r. athg into athg. εΐσωθείυ τι εΐϊ τι. «See to Run through. U RUN OFF, άπο-, εκ-τρέχειν. δρόμω ο'ίχεοθαι, άττιει/αι. άττο- σοβείν (in a hurry). See Run AWAY, άττορρεΐί/ (άπορρυηναι, of fluids). The sweat r.'s off his face, see Run down : to r. his feet off, υποτρίβεσθαι τους πό- δα? : to r. its claws or nails off, άποσποδεΐν τους όνυχας. Fig., To r. with any gain, φθάνειυ νφελόμενόν τινός τι. προκατα- Χαβόντα άφαιρεΐσθαί τινός τι. προλαβεΐν τι. πλεονεκτεΐν τί- νος. U Run ON, εττι-τρεχειν, -θεΐν. See Run upon, χωρεΐν (joro- ceee?, 6e i» progress). Fig., to r. with athg, διατελεί!/, ού ΤΓαύ- εσΟοί, ποιοΰντά τι : to r. = be glib, Vid. : to r. about athg, φλυαρεΐν, άδολεσχεΐν περί τί- νος : he r.'s on agst you, θρα- σύνεται καί πολύς ρεϊ καθ' υμών (Dem.) : things are ever r.-ing on and changing, κινείται και ρεϊ τά πάντα (PL, and ώς ιόντων πάντων και άει ρεόντων, Id.). ίΐ Run OUT, εκ-τρέχειν, -θεΐν. ορμασθαι. ίξελαύνειν. έκρεΐν (of fluids, εζερρυηκέναι, έκρυ- Vvui), also προρεΐν, προχεΐσθαι. See Leak. Τ r. s= project, εζ- ίχειν : to r. to a point, εΐ$ όζύ τελευτάν. If Ύέ&.\Ε.§. to r. his property, see Run through : to r. his shoes, κατά-, άπο-τρίβειν (τά πο\\ά βαδίζοντα) τά σαν- δάλια. Τ RUN OVER, επιτρεχειν τι (also = to be diffused, spread, and treat lightly of, επιτρεχειν and επιτροχάζειν τι, oratione per- currerej. έτπτρε'χειι/ αναγιγ- νώσκοντα τι (read over hastily). To r. with athg (— be over full), υπερπλεων, άνάπλεων είναι τί- νος, ύπερεμττίπλασθαί τίνος : his eyes r. with tears, δακρύων εμπίμπΧαται αύτω τά όμματα : to r. aby with the wheels, τροχί- ζειν τινά. ΤΙ Run PAST, παρα-τρίχειν, -θεΐν, δρομω — φέρεσθαι (τινά). See Run by, and Outrun, Out- strip. U RUN ROUND, ΤΓερι-τρε'χειν, -θεΐν. άαφι-τρέχειν, -θεΐν. περι- δινεΐσθαι. τροχίζειν (as a icheel) = to surround, θεΐν περί τι (as e. g. a rim, poet.), and περιίχειν (e. g. there r.'s a wall round the town, τείχος περιέχει την πό- Χιν). περιρρεΐν (as a river). H Run through, δια-τρίχειν, -θεΐν, -δρομεϊν, -εκθεΐν, διέρχε- σθαιδρόμω, διεζιέναι (τι), διαρ- ρεΐν {as a rive?•) and διά τίνος ρεΐν. διεκρεΐν. — in drops, δια- στάζειν : to r. in a cursoiy man- ner, see Run over. Fig. = to exhaust, to r. the sweets, a story (and come to the end), δια- (504) τρέχειν τά ηδέα (-ST.), τον Χό- γον (PL). Tf (Trs.)] To r. aby through with a spear, έλαύνειν διά στήθους τινι το δόρυ. *[j RUN ΤΟ, προστρέχειν προς τίνα. προσθεΐν τινι (Χ.). ε7τι- προσθεΐν. επιτρεχειν τιν'ι. U Run together, δμοϋ τρέ- χειν, θεΐν. συντρέχειν τιν'ι (and = twist, shrivel up, as hair, X.). συνθεΐν (Luc, and of things, to meet, join in one point, X.). That r.'s together (meeting), σΰνδρο- μος, 2. συνδρομάς, άδος, 6, ή. Τ] RUN UP, άνατρεχειν επί, ε ι? τι {prop., and fig. as a plant, or sap rising in a plant, or athg elevated, e. g. a rock). To r. to aby, προστρέχειν προς τίνα : to athg, δρόμω φέρεσθαι, τείνειν προς τι. ορμασθαι επί τι : he ran up and reported, προσδρα- μών ηγγελλεν : to r. to a point, είς όζύ τελευταν : the interest is r.-ing up, χωροΰσιν οι τόκοι (AristopL). See to Amount, Mount up. To r. (a tree, &c), see to Climb. U Trs.] To r. a building, fortification, &c. : use the appropriate word, Build, Cast up, Throw up, Wall, PalLISaDE, &c, with σπεΰσας, όσον τάχος, or the like, if haste is implied. To r. the price of athg, αύζάνειν την τιμήν τίνος. See to Enhance and Price, Raise. Tf RUN UPON, επιτρεχειν τι- νά or τιν'ι. δρόμω φέρεσθαι επί τίνα. επιφέρεσθαί τινι. έμ- πίπτειν εις τ ίνας (e. g. τεταγ- μένους, Χ•), also ε'ισπίπτειν εις τινας, ε'ίς τι. His discourse r.'s upon this, περί τούτου διέρχε- ται : my mind r.'s upon athg, εχω περί τι μερίμνων or φρον- τίδων. ποΧΧήν μοι φροντίδα παρέχει τι. ΤΙ RUN WITH, συν-τρε'χειν, -θεΐν, συμπαρα-, συνδια-θεΐν τι- νι. To r. a race with aby, see Run against. RUN, S. δρόμος, 6. δράμημα, το, and Crcl. with the Verb, e. a. to take a r., τρεχειν : at a r., δρόμω. δρομάδην (adv.). δρο- μαΐος, 3 {adj.) : a day's r., ημέ- ρας δρόμος, {or, of a ship) πΧοϋς, b : a r. of water, see Stream, Rivulet : a r. of ill-luck, συν- εχή δυστυχήματα, τά : in or on the long r., μήκιστα, Horn, (εν, συν) χρόνω ποτέ. See at Last, Sooner or Later. RUNAGATE. See Vaga- bond. RUNAWAY. See Deser- ter, Fugitive. A r. slave, δραπέτης, ου, ό : a r. horse, Ϊ7Γ- πος εκφορος, b. RUNNER, δρομεύς, έως, b (PL), δρομοκήρυξ. υκος, b (post- man, courier), ακόλουθος, b (run- ning footman). A r. in a race^Ta- διόδρομος, σταδιοδρόμης, ου, b. RUNNET. See Rennet, ^ to which add : the leaves of the κνηκος, b (a kind of thistle, Lat. cnecus, were also used as r. to curdle the milk in making clieese, Anaocandr., Aristot., Theophr.). RUNNING, m As adj. or ptcp., see under the Verb. TJ As subst.~] δρόμος and τρόχος, b (both also = place for r., see Course, Race-course), δράμη- μα, τό (poet.), τροχή, η (He- sych.), and Crcl. with the Verb. Good at r., δρομικός, 3 : in r.-ing (adv.), τροχ-, δρομ-άδην : a r. hither and. thither, διαδρομή, ή : a r.-ing away, δρασμός, b. άπό- δρασις, ή : of a horse with his rider, εκφορά, ή (X.), and Crcl. with the respective verbs for these and similar compounds. A r.-ing from a sore, πυόρρυια, ή. See Defluxion, Catarrh. RUNT, βοίδιον, βοίδιον, βοι- δάριον, τό. ταυρίδιον, τό (small bull). RUPTURE, s. 1 Breach] Vid. ^1 Hernia] κήλη, Att. κά- λη, η. εζόμφαλος, b (Dioscorid.). εντεροκήλη (scrotal hernia, Dios- corid.). επιπλοκήλη, ή (h. of the omentum, Galen). Having a r., κηλήτης (Att. καλ.), ου, b (Strab.). έζόμφαλος, 2. έπιπλο- and prps ίντερο-κηλικός, 3. RUPTURE, v. See Break, Burst. R.-d (med. t.), see the Subst. RURAL, άγροικος, 2. ό, ν, τό εν άγροΐς or κατ άγρόν, e. g. r. pursuits, occupation, em- ployment, &c, ό κατ' άγρόν πό- νος, τά εν άγροΐς έργα. See compounds w-ith Country. RUSE (French). See A rtifice. RUSH, s. U A growth] σχοΐ- νος, band ή. θρύον,τό. A bundle of r.'s, σχοινιά, ή (Theophr.) : — on which boys leamt to swim, ρίψ, ριπός, ή (later ό, also a mat of r.'s) : made of r.'s, σχοίνινος, 3. σχοινότονος, 2 (Hipp.) : one who plaits r.'s, σχοινοπλόκος, b : like a r., σχοινοειδής, σχοινώ- δης, 2 : full of r.'s, see Rushy : a mat made of r.'s, φίαθος, ή. ΤΙ Fig. : insignificant or worth- less thing] E. g. not a r., ούδ' ελάχιστον, ούδ' όλίγιστον : not worth a r., ούδενός άζιος, 3. T[ Subst. from the following verb, see below. RUSH, v. φέρεσθαι (pass.), ορμάν and ορμασθαι. αττειν (poet.), άίσσειν, σεύεσθαι, θύ- νειν, φοιτάν (as water, see to Gush, to Stream). Τ or. at athg, ορμάν επί τι. προσπίπτειν τι- ν'ι. επιπηδάν τινι : to r. into athg, ρίπτειν or άφιέναι εαυτόν ε'ίς τι. ίμπίπτειν εις τι : to r. into a place, δρόμω (βία) ε'ισελ- θεΐν, ε'ισω φέρεσθαι, ε'ισάττειν, εις τίνα τόπον : to r. into the house, είσφέρεσθαι (pass.) or ε'ισπίπτειν, είσπαίειν, ε'ισπη- δάν, επεισπηδάν εις την ο'ικ'ιαν. See Burst. To r. headlong into a danger, ρίπτειν εαυτόν εις κίνδυνον : to r. upon aby, ορμάν RUS {δρόμω) επί τίνα. έφορμάυ τι- νι. δρόμω έπιφέρεσθαι επί τίνα. ιπεμπίπτειν τιυί : to r. upon or agst the enemy, επιπίπτειυ or έπιφέρισθαι [pass.) τοις πολε- μίυις. δρμάυ εις τους πολεμίους: to r. out of the house, έζάττειν, έξ-ορμάν, -ορμάσθαι έκ της οι- κίας : to r. on with, συμπαρα- φέρεσθαί τινι (Χ.) : to Γ. in with, συνεισπίπτειν : to rush through, διάττειν. R.-ing, ptcp., ίπίσσυτος, 2 (poet.) : a r.-ing motion, noise, or sound, and to r., in the sense to make a r.-ing noise, see Rush, s. RUSH, RUSHING, s. ^ (from the verb), ορμή, φορά, ή. p^yutj, ή (as motion, swing, and sound, e. y. of wings), ριπή, ή (as of wind, fire, 4*c), also ροϊζος, δ. ροϊβδος, δ (motion and sound, as of wind, and of wings), ρόθος, 6 (of waves and of wings). To make a r. at or upon, see to Rush : to make a r.-ing noise, ροιζεΐν, ροθ(ϊυ. κλά- "ζειν (as the wind) : like or with a r.-ing noise or motion, poi- ζώδης, ες (Plut.) : ροιζήεις, εσσα, εν (poet.), ρόθιος, 2 and 3 (like waves) : with a r. (or swing), ρυ- μηδόν (Polycen.). ροιζη-δά and -δόυ (poet., with r.-ing sou?id or motion). RUSHY, θρυώδης, ες. θρυόεις, εσσα, ευ (poet.), σχοιυώδης, ες. RUSSET, ρούσιος, 2 (Lat. russus, russeus). ρουσιώδης, ες. To be of a r. colour, ρουσί- Χ,ειν. RUST, s. ιός, δ (of metal, esply of iron and brass, ferrugo, aerugo). To be coated or encrusted with Γ., προσπήγνυσθαι (pass.) iw : the colour of r., χρώμα ιώδες, τό : a spot produced by r., κηλις (ΐδος) ιώδης, η. RUST, ν. Ίούσθαι (pass.). To Γ. away, διαψθείρεσθαι (pass.) τω ϊω. Τ| Fig.] μαραίνεσθαι (pass.). Better to wear out than to r. out, κρεΐττον τό πουοΰυτα ίκτρυχοϋσθαι, η άργοϋντα μα- ραίνεσΰαι. RUSTIC, s. άγροικος, γεωρ- γός, δ. άγριος and άγροιώτης, ου, δ (poet.), οι άγροικοι (plur.). το χω ρ ιτικδυ πλήθος (Plut.). See Countryman, Peasant, and also Boor, Clown. ^» Some still hold to the distinction made (apparently on insufficient grounds) by ancient grammarians, viz. ά- γροϊκος = rustic, αγροικος = boorish, rude. RUSTIC, adj. άγοοϊκος, 2 (of persons and things), άγριος, 3 and 2 (both also opp. to αστείος, as rusticus to urbanus). δ, η, το iv τοϊς άγρόΐς, κατ άγρον, κατ αγρούς (of things), ά - ) ροιώτης, ου, δ (as adj.. poet.), and άγροιω- τικός, 3. To be r., aypoiK -εύ- ισθαι and -ίζισθαι : a r. dress or attire, άγρυικος στολή, ή. See Rural, and compounds with (505) SAB Countr v,and Boorish,Clown- ISH. RUSTICATE, f (Intrs.)] διατρίβειν εν άγροϊς. χωριά- ζειυ. άγροικου βίον διάγειν. η[ To banish into the country] εκ της πόλεως (ακαδημίας) εις τους αγρούς εκκηρύσσειν (εις ρητδν χρόνου εξορίζειν). RUSTICITY, αγροικία, ν. See Boorishness, Clownish- ness. RUSTLE, ψοφεΐυ (g. t), ύπο- ψοφεϊυ. ψιθυρίζειν (as trees). Str. tt., κλα'ζειυ (as the wind), ροιβδεϊν, e. g. letting her belly- ing aegis r. (as she flies), ροιβδοΰσα κόλπον αιγίδος (JEschyl.). ροι- ζεΐν (whistle, whirr). To r., cause tor., ύποσείειν: a r.-ing, ψόφος, ψιθυρισμός, ροΊβδος, ρυϊ'ζος, δ. RUSTY. \Propr.] 'ιώδης,? To make r., Ίοΰν : to become r Ίοΰσθαι (pass.). "fl Fig. : >i«, rose] Vid. RUT. 1 Track of a icheel] τροχιά, η (track of icheeh). άρ- ματα-, άμαζο-τροχιά, ή. *fi Put, rutting - season (of stags)] Orel, with έπιβαίνειν το θήλυ, or Tats έλάφοις. j RUTHLESS, άνελεήμων, άυοικτίρμωυ, 2. άυηλεής, άσυμ- παθής, ες. ωμός, 3. RUTHLESSNESS, άνελεη- μοσύνη, η. το ανηλεές, οΰς. άσυμπάθεια, η. το άνοίκτιρμον, όνος. RYE, ζεά, %ειά, η (or coarse barley, esply as fodder for horses, Lat. far or adoreum : in Horn, plur.). ολυρα, η (usu. plur., Lat. arinea, Plin.). 0$* Mentioned as food for horses along with κρϊ, barley ; but in Egypt bread was made of it, Hdt. ii. 36, where it seems the same as or very like ζεά or^tia, though Theophr. and Diosc. distinguish it from that and from κριθή and πυρός : prps a kind of spelt, βρίζα, ν, is a kind of r. still called vrisa in Thrace and Macedonia ; the same, according to Galen, is τίφη, η. Made of r., όλυρ'ιτης, ου, δ (e. g. άρτος), όλυρϊτις, ιδος, η (LXX.). Ergot ofr., Vid. SABBATH (Hebr.), σάββα- του, τό. To keep the s., σαβ- βατΐζειυ. σαββατείον, τό : the celebration of the s., σαββατισ- μός, δ. SABLE, s. T| The animal] μΰς δ ΐΐόυτιος. §^* In modern Gr. σαμούριον, τό. ^f The fur] δέρ- μα τό άπό του ΤΙοντίου μυός. SABLE, adj. See Black, Dark. SABRE, μάχαιρα, rj. A Per- SAC sian s., άκιυάκης, ου, 6. S. shaped, μαχαιρωτός,Β. See g. t. SWORD. SACERDOTAL. See Priest- ly. SACK, s. σάκος or σάκκος, δ. σάκτας, ου (Aristoph.), and σακ- τήρ, ηρος, δ. See Bag. στρω- ματόδεσμος, δ (the linen or leath- ern sack in which slaves had to put the bed-clothes, στρώματα, PI, X.). SACK, v. 1 To put into a sack] ένιέναι or ττεριλαμβάνειν σάκκω or σάκκοις. % To devas- tate, plunder] Vid. SACKCLOTH, σάκκος, σά- κος, δ (its prop, meaning — coarse cloth [of which bags, φ?, are made], esply of goats' hair, Lat. cilicium, see Hair-cloth). Made of s., σάκκιυος, 3 : wearing s., σακκο- φόρος (Plut., with verb σακκο- φορεΐν, subst. σακκοφορία, η). SACRAMENT, τελίτ^, h. μυστήριου, τό. SACRED, άγιος, 3. ιερός, 3. 'όσιος, 3. See Holy. A s. place or spot, \ερόυ, τό. τέμευος, τό : to be s., ιερόν είναι and άγιον εΤυαι (of things, e. g. του θεοΰ, to a god). See Hallowed and Consecrated. It is a s. duty, όσιου εστί τι : to consider athg a s. duty, όσιου υομίζειυ τι : to regard or keep athg as s., εύσε- βε ϊν ττερί τι. σέβεσθαί τι. όσιου και δίκαιον φυλάττειν τι : by all that is s., μά του Δία και τους άλλους θεούς. See INVIOLABLE. SACREDNESS. See Holi- ness, Sanctity. SACRIFICE, s. H Propr.] θυσία, προσφορά, r\ (as act and thing), θϋμα, τό (as thing), ιερά, ων, τά. θυσίαι, αϊ (as feast). A 8. of thanksgiving, χαριστήρια, τά: as. or offering for the saving of one's life, σωτήρια (ιερά), τά : for some happy achievement, τε- λεστήρια έργων καλών: for the corroboration of an oath or com- pact, όρκια, τά : an expiatory s., κάθαρμα, τό. καθάρσιου or κα- θαρτήριου (ιερόν), τό. προτέ- λειου,τό. 'ίλασμα,τό. μειλίχια, τά: to offer an expiatory s., μει- λίχια θύειυ : to offer a 8., see to Sacrifice : to celebrate athg by a s., θύειυ τι, e.g. a victory, nup- tials, &c, επιν'ικια, γάμους, σώ- στρα (for one's safety), γένεθλα (for one's bh-thday), ευαγγέλια (for the good news), and the adjj. in -ηρια, e.g. θ. χαριστήρια, S{C. : the s. proves propitious, unpro- pitious, gives favorable, unfavor- able auspices for athg, τά ιερά (καλά) γίγνεται (ού γίγνεται) προς or επί τι, or επί τινι, or c. inf., e. g. on my consulting the s.'s they were not favorable for our going agst the king, εμοί θυομένω Ίέναι επί του βασιλέα τά ιερά ούκ εγίγυετο (Xen. An. ii. 2, 3) : the s.'s appeared to be auspicious for himself and the army to go in safety to Seuthes, SAC SAD SAF έδόκει τά Ιερά γενέσθαι και έαυτω και τω στρατεύματι ασφαλών προς Σεύθην ίέναι (lb. νϋ. 21) : to have or obtain fa- vorable signs from the s.'s, καλ- λιερεΐν c. inf. ; e. g. he did not obtain favorable signs for cross- ing, ουκ έκαλλιέρει διαβαίνειν (Jffdt.), also to yield good aus- pices, τά Itpa being inserted or omitted, e. g. καΚλιερησαι οΰκ έδύνατυ {the s.'s would not yield good omens), καλλιερησάντων τών ιερών (Lut. litato, perlitato), also καλλιερεΐσθαι (mid.) : an auspicious S., καλλιέρημα, τό : inspection of the s., Ίεροσκοπία, ή : to hold that inspection, ϊερο- σκοπεϊν : the day appointed for a 8., ή της θυσίας ημέρα or βά- σιμος ημέρα, η. % Improp., pri- vation imposed on oneself] πρό- εσις, αποβολή, η. The s. of one's life, τό προιεσθαι την φυχήν, for aby, υπέρ τίνος : to make a s., see to Sacrifice : to gain much by a small s., μικρά ava- λίσκοντα μεγάλα κερδαίνειν : it is a great s. forme to — , μόλις ανέχομαι or χαλεπώτατόν εστί μοι c. infin. ^j The thing sacri- ficed] See Victim. SACRIFICE, v. f Prop.] θύειν, θυσίαν ποιεΐν. θύεσθαι (mid.) and θυσίαν ποιεϊσθαι. (§ϋΡ The mid. usually denoting to sacrifice for oneself, e. g. in order to obtain the desired indica- tions.) ϊερεύειν (of the priest). σφάττειν (to kill the victim), θυσίαν προσφέρειν, θυσιάζειν. To s. for athg (= celebrate any- thing with s.), see the Subst. : to s. for (=to consult the aus- pices about) athg, θύεσθαι επί τινι, e. g. επί ταύτη τ»; όδώ (Χ., when the object is regarded, as something purposed), περί τί- νος (when the choice is not fixt), υπέρ τίνος (implying a ivish that the auspices may be for, in fa- vour of, the particular course ; of persons, to s.for their good) : I s.-d in order to ascertain whether it were better, έθυόμην ει βέλτιον ή ν (Χ.). Τ| Improp. = to aban- don, give up, destroy for the sake of something else] To s. oneself for one's country, καθιερεύειν εαυτόν υπέρ της πατρίδος (Plut.). παρακατατίθεσθαι τό σώμα, τά σώματα (JEschin.), also άναλίσκειν, άπολλύναι, άποβάλλειν (e. g. πασαν την ουσίαν, all one's property), προ- ιεσθαι τινι τά έαυτοΰ, κ.τ.λ., also μη φείδεσθ(χι τών έαυτοΰ, των υπαρχόντων χαριζόμενόν τινι : to which I have s.-d my property, ου δη ένεκα εκών είναι ανη\ωσα τά έμαυτοϋ : to S. one thing to another (i. e. renounce one thing for another), 'ύστερον πυιεΐσθαί, εν ύστέμω τίθεσθαί, τι τίνος : to s. justice to his in- terests, την δικαιοσύνην τών συμφερόντων ύστέραν τίθε- (506) σθαι : to s. aby or athg to aby (= make a present of him or it to him), προΐεσθαί τινι τίνα or τι. γαρίζεσθαί τιν'ι τίνα or τι, also προπίνειν, e.g. the interests of our country have been s.-d for momentary pleasure, προπέ- ποται της αύτίκα χάριτος τά της πόλεως πράγματα (Dem.). SACRIFICER, θύτης, ου, 6. θύων, οντυς, ο (), ή (Lys.) : to put on a s., see the Verb : to take off the s., see Unsaddle : that has a firm seat in his s., έποχος ιππεύς, 6 (Χ.) '■ to throw out of the s., έκτραχηλί'ζειν, άποσείεσθαι (mid.) τον επιβά- την. SADDLE, V. έπισάττειν (έπισάζαι, Χ.), στρωννύναι τον 'ίππον. ΤΙ Pig.] To s. aby with athg, έπισάττειν τιν'ι τι : with the blame of athg, επάγειν, έπι- φερειν τινι πασαν την αίτια» τινός : to put the s. on the right horse (prov.), τον όντως αίτιον έπαιτιάσθαι. εις τον άμαρ- τόντα την άμαρτίαν αναφέ- ρε ιν. SADDLE-BAG, ιπποπήραι, ών, αϊ (Seneca), or from context, πήρα, άσκο-, σακκο-πήρα, ή. SADDLE-CLOTH (or hous- ing), σαγή or σάγη, ή. σάγμα, στρώιια έφίππιον, τό. έπυχον, τό (Χ.). See remark on Sad- dle, s. SADDLE-HORSE, 'ίππος 6 άγων τό σώμα τίνος, κέλης, ητος, 6. μόνιππος. 6. SADDLER, ό ποιών πίλους έφιππίους, κ.τ.λ. ήνιοποιός, ο (harness -maker). A s.'s shop, ήνιοποιεϊον (Χ.). ( SADNESS, λύπη, ή. άθυμία, η. στυγνότης, ητος, ή. See SOR- ROW, Grief, and to Sadden. SAFE, if Not exposed to danger] ασφαλής, άδεής, ές. ακίνδυνος, 2. έχυρός,^ (of place). To keep athg as s. as possible, ως εν έχυρωτάτω ποιεϊσθα'ι or τί- θεσθαί τι : to consider athg safe, ασφαλές νομίζειν, or ο'ίεσθαι είναι τι : to make or keep athg s., επ 1 ασφάλεια καθισ- τάναι τι. άσφαλίΧ^ειν τι. σώ- ζειν τι. κρατύνειν τι. εν καλώ θέσθ<ιι τι : to place aby in a s. position, ασφαλή ποιεΐν τίνα. άσφάλειαν παρέχειν or παρ- έχεσθαί τινι : to be 8., ασφαλώς εχειν : you are s. in this respect, ταυτ ασφαλώς σοι έχει : to be 8. from or respecting athg, εν σκέπη, εν άκινδύνω εΊναί τί- νος, εστί μοι ουδέν δέος μή. ουδείς κίνδυνος εστί μοι μή C. subjunct. or optat. έζω γίγ- νεσθαι τίνος, εν άσφαλεΐ εΊναι του μηδέν παθεΐν : I am quite s. in every respect, πολλή ασφά- λεια εστί μοι και ονδί'ις κίνδυνος παθεΐν τι : to think it s. to (=that one may with safety or impunity) do athg, εν άδεια ποι- εϊσθα'ι τι or τό ποιεΐν τι, str. t., θρασύνεσθαι (embolden oneself). U To be depended upon, sure] ακίνδυνος, 2. ττιστόϊ, 3. A 8^ horse, iTnros πιστός : a s. under- taking, πράγμα άκίυδυνον or ούκ έπικίνδυνον : the road is s. t άδεώς, ασφαλώς έζεστι πορεύ- εσθαι : the sea is not s., άπιστου ή θάλαττα. ^| Safe and sound] σώος, 3. σώς, σών. ακέραιος, 2. απαθής, ές. κακόν ουδέν παθών, ούσα, όν, also ορθόν, 3 (as a ship, a tower, £[C, still uninjured). To brings, to, άποσώζειν, e.g. home, ο'ίκαδε : to get s., άποσώζεσθαι (pass.) : to come off s. and sound, σώζεσθαι τό σώμα : a s. return home, σωτιιοίιι ο'ίκαδε, ή. SAFE-CONDUCT, e. g. to afford or grant aby a 8., άδειαν or άσφάλειαν διδόναι τινί : to obtain a s., τυγχάι/£ΐι» αδείας, ασφάλεια εστί μοι, e.g. άπαλ- SAF SAK SAL λαττομένω εκ της πόλεων (in leaving the town) : under or having a s., έπ' αδεία. SAFE-GUARD," φυλακτή- ριον, το. φύλακες, οι, or φυ- λακή, ή, e. g. παρακαθιστάναι τιι /i φυλακ>ιν ούδ'εν ειοσαν άδι- κεϊν ουδέ λαμβάι /nu {Plut.). SAFE-KEEPING. See Care, Keeping. To commend or con- fide athg to aby"s s., πιστεύει!/, διαπιστεύειν, επιτρίπειν τινί τι. παρακατ «τ ίθεσθαι and πα- ραδιδόναι τινί τι : for s., επι σωτηρία (PL) : guarantee for β. of athg, σωτι /iiiu τινός (Dem.). SAFELY, from the adj % One may s. do athg, άδεώς ε^εσ-τι ποιεϊν τι. ασφαλώς έχει ποιεϊν τι : it seemed they could s. do so, άδεια έφαίνετο αύτυΐς (Thuc.) : to travel s., άδεώς πορεύεσθαι. SAFETY, ασφάλεια, η. τό ασφαλές, ους. τό ακίνδυνοι/, άδεια, ή (esply of personal s.). βεβαιότης, ητυς, ή. τό βέβαιον, τό πιστόν (a state or condition to be depended upon), σωτηρία, V (salus) and τό σώ'ζεσθαι. Great or perfect safety, 7τολλ»/ ασφάλεια: to be in s., ευ άσφα- λεϊ είναι, ασφαλώς or άδεώς εχειν: to live or dwell in s., άδεώς διάγειν τον β'ιον. ασφα- λώς ζην : to put athg in s., see Safe : in s., is and κατ' ορθόν (Soph.), έκτου ακίνδυνου (Thuc.), see Safe : one may with s. do so, see Safely : thanksgivings for s., σώστρα, σωτήρια, τά. SAFFRON, κρόκος, ό. Ofs., κρόκινος, 3 : to resemble s., κρο- κίζειν. to besprinkle with s , dye with s., κροκοΰν : of s., κρόκεος, 3. κροκίας, ου, 6 : s. -coloured, κρόκεος, 3. κροκώδης, 2. κρυκω- τός, 3 (esply a s. robe). SAGACIOUS, άγχίνους, εύ- Ρύνετος, εύστοχος, 2. όζυφρων, ο, ή. όζύς or δεινός την γνώμην. στοχαστικός, 3. SAGACITY, άγχίνοια, η. φρενών όξύτης, εύζυνεσία, ευ- στοχία, πολννοια (PL), η. SAGE, s. (a plant), σφάκος, 6 (Lat. salvia). εΚεΚΊσφακος, ό, and -ον,τό. (The mod. Gr. for S. is ελελισφακία, ή.) όρμινον, τό (Theoph.), and όρμινος, ό (Polemo αρ Ath., a kind of s.). Wine flavoured with s., οίνος ελελισφακίτης, ου, ό (Diosc). SAGE, s. and adj. See Wise. SAIL, S. Ιστ'ιον, τό. οθόνη, ή (canvass). Tops., άρτέμων, ονυς, ό : to set s., επαίρεσθαι ιστία, άναπεταννύναι or εκπεταννύ- vai ιστία : to set s. = to s. forth, άνάγειν. α'ίρειν τάς ναΰς, ταϊς ναυσίν : to furl or take in the S.'s, στέλλειν, μηρύεσθαι (Horn.) 'ιστία : to strike s., χαλάν ιστία : to furnish with s.'s, Ίστιυπυιεϊν (Strab.) : to keep the s.'s reefed, άκροις χρήσθαι ίσ -riois (Aris- toph.) : to carry all s., run under full 8., ουρία εφιέναι (εφιϊναι). (507) ιστιοδρομεϊν : to make 8. for, άνάγεσθαι. πλεϊν, εκπλεϊν : to fill the s.'s (of the wind), έμ- πιπλάναι ιστία : filling the s.'s, 7τλΐ)σίστιο«, 2 (poet.). SAIL, V. πλεϊν. φέρεαθαι (pass.). ναυτίλλεσθαι. άπο- πλεΐν, εκπλεϊν, άνάγεσθαι (pass. and mid.), άναβαίνειν. άναγω- γήν or έκπλουν πυιεϊσθαι (mid., to s. away, depart in a vessel, set s. from a place), άνάγειν τάς ναΰς (with a fleet), άντ-, άντεπ- ανάγεσθαι (to meet the enemy), also άντεκπλεϊν. The act of s.-ing away, πλους, απόπλους, έκπλους, ου, 6. αναγωγή, η : to s. towards a place (=set s. for), έπιπλεΐν, ττλεϊν επί τι, προσ- πλεϊν : to s. up (e. g. the river), άναπλεϊν : to 8. down, κατά• ττλεϊν : to s. along the coast, παραπλεϊν : to s. into the har- bour, όρμϊζεσθαι. κατάγεσθαι, also όρμίζειν την ναΰν. κατ- άγειν or καταίρειν την ναΰν : to s. over or across, πλέοντα περ- αιοΰσθαι (pass.) or διαβαίνειν : to s. faster than — , φθάνειν πλέ- οντα — : to s. through, διαπλεϊν : to s. round, περιπΚεϊν : ready to s., ετοιαοϊ ττλεϊν or προς τον πλουν : to s. with a half wind, έκ κεραίας διαδραμεϊν : to S. with a fair wind, κατ' υυρον φέ- ρεσθαι : if you s. continually with a fair wind, ην άεί κατά πρύμναν 'ίστηται 6 άνεμος : to s. in the same boat with aby ( prov.), επί της αντης (αγκύρας) όρμεϊν τινι (Dem.). SAILCLOTH, οθόνη, η. φώσ(σ)ων, ωνος, ό (Egypt, word in Lycophr.). A piece of s., φωσ(σ)ώνιον, τό (Luc. Lexiph.). SAILER (i. e. 'a ship that sails,' e.g. a good or fast s. ). See (Fast) sailing. SAILING (the act of). See under to Sail. A s. out, in, round, through, &c, έκ-, ε'Ίσ-, περί-, διά-πλους, ό : fit or fa- vorable for s., πΚώϊμος, 2 (Thuc), πλώσιμος, 2 (of the sea, Soph.). πλευστικός, 3 (of the wind, Thuc): skilful in s., πλωτικός, 3 (PL) : a fast s. vessel, ταχεία or ταχυναυτοΰσα ναΰς, or τρι- ήρης, η. SAILOR, ναύτης, ναυβάτης, ου, ναυτίλος, ό. ναυτικός δοΰλος, ό (as galley-slave), έρέτης, ου, 6 (as rower, Vid.). A fellow-s., συνναύτης, ου, b (PL) : S.-boy, ναυτοπαίδιον, τό (Hipp.) : to press s.'s, έρέτας άγείρειν. SAILYARD, κεραία (yard- arm), ιστοκεραία, η. Extremity of 8., τέρθρυν, τό (like κεραία, but see Lidd. & Sc). SAINT, άγιος, ό (eccl. t.). SAINTLY, SAINTLIKE, ωσπερ άγιος. See Holy, Pious. SAKE. For aby's s., for the s. of aby, ενεκά τίνος, χάριν τι- νός, υπέρ (c. gen., for the benefit of) : for my s., έμην χάριν : to beseech for heaven's s., προς θεών Ίκετεύειν. See on ACCOUNT of, and for the Purpose of. SALACIOUS, SALACITY. See Lecherous, Lechery. SALAD, τρώζιμα (g. t. athg eaten raw, εν όζει βαπτόμενα or όζηρά, dressed with vinegar). φυλλας, άδος (Diphil.), and -is ίδος, ή (Athen.), also άβυρτάκη, η (Menand.). άστυτ /s, ίδυς, ή (esply of lettuce, Athen.). See Lettuce, Endive, Succory. A s. maker, άβυυτακοπυιός, 6 : s. burnet, prps φεώς, ώ, ό, and στοίβη, ή (poterium spinosum) : s. sauce, όζέλαιον, τό (of vinegar and oil). SALAMANDER, σαλα- μάνδρα, ή. ^ SALARIED, μισθοφόρος, ό, ή. μισθάονης, ου, ό. A S.-d teacher, εττΐ μισθω διδάσκων, ούσα. SALARY, μισθός, ο. μίσθω- μα, τό. μισθοφόρο, ή. SALE, πρασις, διάπρασις, πώλησις, άπεμπόλησις, ή. απ- εμπολή, διάθεσις, ή : to offer or put up for s., άπεμπολάν. πωλεϊν : to have or keep (athg) for s., πράσιμον or ωνιον εχειν τι : the thing offered or put up for s., ώνιον, τό. άγόρασμα, τό : athg is put up for s., ώνιόν εστί τι : to find a s., διάθεσιν εχειν. διαπιπράσκεσθαι (passive, of goods), εχειν όποι διαθέσθαι (of the seller) : to find a ready 8., 7Γΐ7ΐ7)άσκεινττολλά. ραστα έχειν διαθέσθαι (of the setter), καληυ εχειν την διάθεσιν (of goods), ώνητάς έχειν πολλούς (of seller and goods) : athg finds or has no s., άπρατον γίγνεταίτι. άπρα- σία εστί τίνος : want of s., άπρασία, ή : to put up to public s., have athg cried for s., ΰπο- κηρΰσσεσθαί (mid.) τι. See Auction. SALEABLE, ιόνιος, πράσι- μος, 2. SALESMAN, ό πιπράσκων, οντος. πρατήρ, ηρος, 6. κάπη- λος, 6 (a retailer). SALIENT, f Prop.] Crcl. withpartic of to Leap. η[ Fig. t prominent] Vid. SALINE, adj. αλμυρός, άλυ~ κός, 3. See Salt. SALIVA, σίαλον, τό. πτύα• λον and πτύελυν, τό. To have a great deal ofs., τττυαλι'ξειι/ or πτυελίζειν : a flow of s., τττυα- λισμός, ό : to have it, σιαλο- χοεϊν : one that has it, σιαλο- χόος. 2. SALIVARY (β. &. gland), άδην σια\οχόος, ό and ή. SALIVATE, σιαλοχοεϊν. SALIVATION, πτυαλισμός, ό. One subject to s., σιαλοχόος, 2 : to be subject to, or under a cure or treatment of, β., σια- λοχοεϊν. SALLOW. See Willow. SAL SAM SAN SALLOW, adj. χλωρό?, 3. See Pale. m SALLY, s. ^Prop.(milit.t.)] έξοδος, επέζοδος, έκβοήθεια, ή. εκ-, έπεκ-, προ-δρομή, ή. Το make a s., see the Verb : the men to make a s., οι -πρόδρομοι (Thuc.). ΤΙ Fig. : sprightly out- break] S. of wit, αστείο? Kayos, 6 : s. (— freak) of youth, νεα- νίευαα, τό. SALLY, v. εκβοηθεΐν (επί τίνα), εκ-, επεκ-θεϊν, and -τρέ- χειν (τινι or επί τίνα). SALMON, άττακεύ?, ε'ωϊ, ό {Gloss.). SALOON, (μέγα?) οίκος, 6. άνώγεων, ω, τό. SALT, s. άλς, αλός, 6 (as raw substance or 7nass, piece or grain qfs.). άλες, οι (as prepared for use). To put s. to or into athg, to season with s., άλίζειν (in pass., of sheep, to eat or lick s., Aristot.) : seasoned with s., άλι- στός, αλμυρός, 3 : sprinkled with s., αλίπαστος, 2 : a dealer in s., άλοπώλης, ου, ό : the sale of s., the right to sell it, άλατο- πωλία, ή (Aristot.) : a provision or store of s., αλες άποκείμίνοι. To have eaten a hushel of s. to- gether, prov. (= to be old friends), τών άλών συγκατεδηδοκέναι μέ- διμνον (Plut.). % Fig.: — wit (Lat. sales)] αλες, oi (Plut.). SALT, adj. αλμυρός, άλυκός, 3. άλμήεις, εσσα, εν {of the sea, poet.), άλινος (Hdt.) and ά\ά- τιυος, 2 (Clem. Alex., made of or from salt). See Saltish, Briny, and Salted, under the Verb. S.-spring, άλυκίς, ίδος, ή (Stixib.) : s. -water, άλμη, -η. See Brine. A s. incrustation on the skin, άλμυρίς, ίδος, ή (Hipp.) : a s. efflorescence on soil, ά\μη, ή (Hdt.) : with s. soil, άλμυρό- γεως, 2 : to be s., άλμυρίζειν : to become salt, άλμαίνεσθαι (Theophr.). SALT, v. άλιζειν. άλμεύειν (=fo put, keep in s.). ταρι- χεΰειν (to pickle, preserve in s.) or τεμαχϊζζιν, άλίζειν. S.-ed, άλιστός, 3. αλμυρός, 3 (see Pickled), άλμάς, άδυς, ή, e.g. ελάα (Aristoph.). άλμαΐος, 3 (Diosc, of roots, herbs, olives, Qc, preserved in brine) : s.-d provi- sions, αλμια, τά (Afetia?id.) : s.-d meat, s. meat, κρία αλμ-η τεταριχευμένα, κ. ταριχευτά, τά. τάριχος, τό (or s. fish). t SALT-CELLAR, αλιά, ή. αλιά πυζίνη, ή. SALT-MINE or MANU- FACTORY. See Saline. SALTISH, άλυκ-, άλμυρ-, άλμ-ώδης, ες (all Hipp.). SALTPETRE, prps άλίνι- τρον, τό (Gloss.). $$• Otherwise tlte ancients do not seem to have had a distinctive name for this salt = nitre, nitrate of potass, but to have included it under the ge- (508) neral name νίτρον, τό, with natron or soda and potash. For accu- racy say, τό νΰν νίτρον καλού- μενον. SALUBRIOUS, SALUBRI- TY. See Wholesome, -ness, Healthful, -ness. SALUTARY. See Whole- some, Healthful, and Ad- vantageous, Beneficial. U Conducing to safety] σωτήριος, 2. SALUTATION. See Greet- ing. SALUTE. See to Greet. SALVAGE, σώστρα, τά. SALVE, s. ύπάλειμμα, τό. (φάρμακον) εμπλαστυν, τό (Hipp.), έμπλαστρον, τό (Ga- len), εμπλαστρος, η (Diosc). κήρωτον, κήρωμα. τό, and κη- ρωτή, r\ (cerate). SALVE, ν. έμπλάσσειν (to plaster up), έμπλαστροΰν (to put on as a plaster or s.). U Fig., to s. aby over, επαλε'ιφειν επαί- νοις. See to Flatter. SALVER. See g. t. Plate, Tray. SAME, the, ό αυτός, ή αύτη, τό αυτό, and with crasis ταύτό (u7id τ αυτά for τά αυτά). In the s. manner, ομοίως, ωσαύτως, κατά ταύτα, (κατά) τον αυτόν τρόπον, παραπλησ'ιως. §§ρ• The comparative particle 'as'/o/- lowing this pronoun is usu. ren- dered in Greek by the dative (= s. with), or (but more rarely) by a relative pronoun or tlie particle καί, e. g. all had the s. weapons as Cyrus, ώπλισμίνοι πάντες ήσαν τοϊς αύτοίς Κύρω or και 6 Kioos o7r\ois: it comes to the s. thing, το αυτό or Ισον δύνα- ται : it is the s. as if he had not thought, εν ίσω ει και μιι ενεθυ- μήθη (Thuc.) : that is quite the s., one and the β., εν και ταύτό εστίν, ούοεν διαφέρίΐ. See IDEN- TICAL and ' One.' It is all the s., εν όμοίω καθίσταται (e. g. whether a man drinks much or little, τό τε πλέον καί τό έλασ- σον πότον). See 'All one' and Indifferent. Nearly or almost the S., παραπλήσιος, 2. παρ- όμοιος, 2 : to consider or take for the s., εν ίσω ποιεϊσθαι: of the s. — (see Equal, Like), e. g. of the s. size, 'ίσος τό μέγεθος, το- σούτος, όσος καί : of the s. length, height, width, thickness, ίσος τό μήκος, τό υφός, τό πλάτος, τό πάχος, or μακρός, ευρύς, κ.τ.λ., έζ ίσου: of the s. nature or condition, TotoUTos, otos καί. 'έτερος τοιούτος, gfjp Also rendered by compound forms of Ίσο-, όμο-, and ταύτο- (the last occurring most in later au- thors), e. g. of the s. weight, ίσό- σταθμος, Ίσοτάλαντος, Ισοβα- ρής, ές : to be of the s. weight, Ίσορρυπεϊν : of the s. sentiment or mind, όμογνώμων, ομόνους, 2 : to entertain the s. sentiments with or as aby, ομονοεΐν or 6μο- γνωμονέϊν, τά αυτά φρονεΐν, ταύτονοείν τινι : to be of the s. opinion, όμοδοζεΐν. συνδοκεΐ μοι (adj. ταύτόδοξος, 2. late) : of the s. will, ταύτοθελής, ές (late) : of the S. birth, Ίσυγενής, ομογενής, 2 : to be of the s. descent, όμό- θεν γενέσθαι : of the s. sex or kind, ταύτογενής, ές (late) : of the s. rank, Ίσο-, όμό-τιμος, 2 : of the s. character, ομοιότροπος, 2 : of the s. age, stature, ομ-, ίσ- ήλιζ, ικος, 6, ή. ίσος την ήλι- κίαν and -τηλικούτος ήλίκος (as or with aby) : of the s. time, όμόχρονος, σύγχρονος, 2, see Contemporary : of the s. num- ber of syllables, ίσοσύλλαβος, 2: to have the s. syllables, ταϋτο- συλλαβεϊν : of the s. colour, όμόχρους, 2. ομοχρώματος, 2 : of the same meaning or tenour, συνώνυμος, 2. ταυτόσημος, ταΰ- τοδύναμος, 2, and verb ταύτο- δυναμεϊν : liable to the s. suffer- ings, ταύτοπαθής, ές (arid subst. ταύτοπάθεια, ή) : repetition of s. foot in s. verse, ταύτοποδία, ή : of the s. sort of time, μονό- χρονος, 2 : to be always doing or saying the s. thing, τευτά'ζειν (be always at it, PL, and subst. τευ- τασμός, ό), also ταύτάζειν : to make or take as one and ihe s., ταύτίξειν. SAMENESS, ταΰτότ»)5, ητος, ή (Aristot.). See Like- ness, Equality, and Identity. S. of words or speech, ταύτο- έπίΐα, ταυτολογία, ή : s. of ac- tion, ταύτο-ευγία, of tone, -φω- νία and μονοτονία, ή : s. of colour, τό μονόχρουν or -χρων, -χρωμον, μονοχρώματον : the continual s. of motion, τρόπος άει 6 αυτός της κινήσεως. See Uniformity and Monotony. SAMPHIRE, κρηθμον (Hipp.) or κρίθμον (Diosc), τό. Prickly S., πανακες άσκληπίειον, τό. SAMPLE, δείγμα, έπίδειγμα, τό. επί-, άπό-δειζις, ή. έκδί- <5αγμα, τό. Α 8. for tasting, γεϋ- μα, τό. See Specimen and Ex- ample, Pattern. SANATIVE. See Healing, Salutary. SANCTIFICATION. 1 Of things] καθ-, άφ-ιέρωσις, η (con- secration), επιμέλεια, ή (pious observance of a holy day), and Crcl. with verbs to Hallow. If Ofpei'sons] άγιασαός, b. άγιω- σύνη, ή (Ν. Τ). See Holy, Ho- liness. SANCTIFY. IT To make holy] ιερόν or αγιον ποιεΐν (of persons or things), itpouv. καθ- ιερούν, άφιερούν. See CONSE- CRATE, άγιοΰν, άγιάζειν (Ν. Τ.), οσιούν. "ft To keep holy] See to HALLOΛY. S.-ing, ά'/ιαστικός, 3 (eccl.) : s.-d, ptcpp. and άγιος, ιερός, 3. SANCTIMONIOUS, τί,ν περί τά θεια εύσέβειαν προ- SAN SAR SAT ποιούμενος, ουμενη. See HY- POCRITE. SANCTION, s. κύρωσις, επι- κΰρωσις, η {ratification), επ'ι- κρισις, η {approbation), συναί- νεσα, η {concurrence). With the father's s., συνδόξαν τω πατρί : Under s. of an oath, υπορκος, 2. ; SANCTION, v. κυροΖν, επι- κυροΰν {ratify), -κρίνει.ν(αρρ™νβ). συν-, έπ-αινεΐν. συνδοκεΐ μοι. δέχεσθαι, άπο-, ευ-δεχεσθαι. SANCTITY, άγιότης, άγνό- της, δσιότης, ητος, 17. See HO- LINESS, το άθικτον {inviolabi- lity). The s. of consecrated places has been violated, &c, τά ιερά ■ησέβηται. See S ACRED NESS. SANCTUARY, Ιερόν, τό, and τέμενος, τό (any Itoly place or spot), νεώς, ώ, b {a temple), ιεροφυλάκιον, άδυτον and άβα- τον, τό {the part of a temple which was accessible to the p7-iest only), also άγιαστήριον, τό, and τό άγιον {eccl.). Take s., κοτα- φεύγειν εις τι or επί τι. See Asylum. SAND, S. φάμμος, άμμος, fj. φάμμη, η (rarer form, Hdt.). φάμαθος, άμαθος, η {poet.). S. by the sea-shore, παράκτια άμ- μος (κ.τ.Χ.), η : like it for mul- titude, φαμαθηδόν : s. brought down by rivers, χεράς, άδος, ή : a grain of s., φαιχμίον, τό : cal- careous s., άμαοκονία, η : s. with potass or natron (and a coarse glass made of it), άμμόνιτρον, τό : of S., φάμμινος, 3. φαμ- μίτης, ου, δ {poet.), see Sandy. Choked up with s., φαμμόχω- στος, 2 : a silting up with s., ψαμμο-, άμμο-χωσία, η : a bury- ing in the s., φαμμισμός, δ : that buries itself in the s., φαμμο- δύτης (άμμοδύτης), ου, δ (sand- diver, a serpent so called) : grow- ing in s., άμμοτρόφος. 2 {Mel.) : a place for horses to roll in the s., άλινδήθρα, η, see under Horse. S.-bank, θις φάμμου, ή {on the sea-shore), as quicksand, Vid. : s.-pit, ψαμαθών, ωνος, δ : s.- stone, φάμμινος λίθος, δ : S.- marten (bird), κύφελος, δ (Aris- tot.). SAND, V. φάμμον επιπάσ- σειν (τινί). καθαμμίζειν {to s. over, Aristot.). To s. oneself (after anointing and before wrest- ling), εγκονίεσθαι {X.). SANDAL, σάί/δαλοι/,χό. 7Γε- διλον, τό. υπόδημα, τό. To put on one's s.'s, ύπυδεϊσθαι τα σάν- δαλα or υποδήματα. SANDAL-WOOD or SAN- DERS (Lat. santalum), σάντα- λον, τό {Diosc, wood and tree). Made of s., σαντάλινος, 3. SANDARACH, σανδαράκη or σανδαράχη, η {red sulphuret of arsenic or realgar, the yellow sulphuret or orpiment being άρσέ- νικυν). Of s., σανδαράκινυς {and -χινος), 3 : a pit whence s. is dug, (509) σανδαρακ-(αηά -αχ-)ουργιον, τό (Strab.). SANDY, φαμμώδης, αμμώ- δης, 2. φ-άμμινος, 3. φαμμίτης, ου, δ. ψαμμϊτις, ιδος, η. S. soil, φαμμώδης yrj, η : also υπόφαμ- μος {Hdt., Χ.) and υφαμμος {Theophr.), 2. A s. waste or de- sert, άνυδρος και ύταμμώδης, η. SANE. 1ϊ Of the body and mmd] See Healthy, Sound. Not s., see Insane. SANG-FROID {French), άορ- γησία, η. τό άόργητον. ατα- ραξία, ησυχία, η. With S., άόρ- γητος, ήσυχος, άτάρακτος, 2, and their advv., see Cool, Cool- ness, and Cold-blooded. SANGUINARY. See Bloody, Bloodthirsty. SANGUINE, πολύαιμος, 2 (r. in blood). Of a s. hue, see Blood-coloured. H In a moral sense] See Ardent, Eager, Lively, Confident. S. (in his expectation) of athg, εΰεΚπις, δ, η (Thuc.). εν πολλή ελπίδι ων τίνος, ε'ις πολλην εΧπίδα έλθών τίνος. SANIES, πΰον ΰγρώδες, τό. SANIOUS, πυώδης, ες. SANITARY. Crcl. with HEALTH, ό, η, τό της ϋγιείας or περί την υγίειαν, &c. : in the modern political sense, ΰγιειονο- μικός. 3 {mod. Gr.). SANITY, φρόνησις, η. To be in a state of s., ευ φρονεΐν. σωφρονεϊν. SAP, s. οπός, δ {flowing na- turally or by incision), χυλός and χυμός, δ {extracted esply by in- fusion or decoction). Also τό ύγρόν (moisture, fluid). Full of s., πολύοπος, 2 (Tfoophr.). SAP, v. υπ-, δι-ορύττειν. ΰπο-σκάπτειν, -νομεύειν. See Undermine. SAPLESS. Τι Prop.] άχυλος and άχυμος, 2. ξηρός, 3. ^j Improp.] See Dry (in the fig. sense). SAPLING, δενδρύφιον, τό (a small or young tree), μόσχευμα, τό. παραφυάς, άδος, η. SAPPER, τέκτων, όνος, δ (fm the context). S. and miner, or ENGINEER, Vid. Also ταφρώ- ρυχος, δ (Diog. L.). To be at the head of the s.'s and miners, την επϊ τών τεκτόνων άρχην εχειν, and Crcl. with the Verb. SAPPHIRE, σάπφειρος, η. Of s., σαπφείρινος, 3. SARCASM, σαρκασμός, δ. κερτομία, κερτόμησις, η. σαρ- καστικός Χόγος, δ. SARCASTIC, σαρκαστικός, 3. κερτόμιος and κίρτομος, 2 (poet.). To be S., σαρκάζειν (speak bitterly, sneer) : upon aby, κερτοιχεϊν τίνα. SARCOPHAGUS, σαρκοφά- γος, δ and η (prop, a coffin of the limestone so called, and also gen. = σοοός). See Co F FIN. SARCENET. See Silk. SASH, ζώνη, η. περίζωμα, τό. See Girdle. SATAN ^(Hebrf), Σατάν, άνος, δ. Σατανάς, ά, δ. SATANIC. See Diabolical, Devilish. SATE, v., SATED, ptcp. See Satiate. SATELLITE, δορυφόρος, δ. SATIATE, κορεννύναι, μεστ- οΰν. εμ-, εκ-πιμπλάναι, aby with athg, τινά τίνος : to s. one- self with athg, έμπίπλασθαί {pass.) τίνος. S.-d, μεστός, 3. See to Glut, and Replete, Glutted, Gorged. SATIETY, κόρος, δ. πλησ- μονή, fi. See Repletion. SATIN. See Silk. SATIRE, σκωπτικόν or χλευαστικού ποίημα, τό. σίΧ- Χος, δ (usu. — satirical poem, and gen. s., jeering, with verb σιΧΧο- γραφεϊν, subst. σιλλογράφος, a writer of σιΧΧογραφία, a ivrit- ing of σίΧΧοι). Also "ίαμβοι, οι (Horat., iambi criminosi, with verb, Ίαμβίζειν). See Lampoon. SATIRICAL, σκωπτικός and χλευαστικός, 3. S. poem, σίλ- Χος, δ. See the Subst. SATIRISE, σιλλογραφεΐν (to write σίλλοι, see the Subst.), also κωμωδεϊν (prop, to ridicule in a comedy or on the stage, whence κωιιωδημα, τό, a gibe, satirical taunt), διακωμωδεΐν and Ίαμβί- ζειν (attack in ίαμβοι). See to Jeer, Lampoon. SATIRIST, σιλλογράφος, δ. SATISFACTION, f The act of pleasing to the full] πληρωσις, έκπΧηρωσις, η. τό χαρίζεσθαι. S. of one's anger, άποπληυωσις της όργης, and Crcl. with the Verb, il The state of being pleased] Crcl. with the Verb. To give ge- neral s., to acquit oneself to the general s., επαινον εχεινΟΓ επαι- νεΐσθαι προς απάντων, παρά πάσιν εϋδοκιμεΐν. See also CON- TENTMENT and Gratification. To derive lively s. from athg, ευθυμίαν εχειν εκ τίνος. ^f Amends] δίκη, η. τιμωρία, ή, e. g. to give aby s., δίκην διδόναι τινί. δίκην or τιμωρίαν ύπέχειν τινί : to demand s., δίκην, τι- μωρίαν αΐτίΐν : to receive or obtain s., δίκην Χαμβάνειν or λαμβάνεσθαι or εχειν. τιμω- ρίαν Χαμβάνειν παρά τίνος, τι- μωρεΐσθαί τιι/α. τίσασθαί τίνα : to give and receive s., δίκας δού- ναι και δέξασθαι. SATISFACTORY, ικανός, 3. άρκών, οΰσα, οΰν. To do athg in a s. manner, ικαυδν ποιεΐν τινι. πληρούν τι. πΧηροφορεϊν τι. See Sufficient. SATISFY, πληρούν, άπο- πληρυϋν, εκπληρυυι•, άποπιμ- πλάναι {of claims and demands). χαρίξεσθαί τινι {of persons). To s. one's creditors, άπαλλάττειν τους χρηστας. διαΧύεσθαι : to s. aby, άμεμπτον ποιεΐν τίνα '. SAT SAV SAY αρεσκεσναι τίνα. καταπραυνειν τιι/ά. πείθειν τινά : to s. one's hunger, παύειν. κορεννύναι. See Satiate. S.-d, see Content. Contented, άμεμπτος, 2 {ac- tively, having no fault to find). To feel or to be s.-d = persuaded. πεπεΐσθαι, &c. (see Persuade) : you may then be s.-d that I shall pursue the same course as your- selves, ώς ουν εμοϋ 'ιόντος όπη αν και υμείς, ούτω την γνώμην έχετε : to be s.-d respecting the correctness of athg, πεπίΐσθαι ορθώς έχειν tl : I am S.-d. (=: have enough of athg), άρκεϊ μοί τι. αρκούμαι (puss.). άλις εχω τιι /os. άλις εστί μοί τίνος, ικα- νόν εστί μοί τι : to be never S.-d, ά7τλ?5στα>5 εχειν : I was never s.-d with promising, ΰπ- ισχνονμενος ουκ ένεπιμπλάμην. SATRAP, σατράπης, ου, 6. To be s. of a province, σατρα- ττεύειν χώρας τινός : the pro- vince of a s., σατραπεία, ή. SATURATE (diem, t), ίμπι- ττΧάναι τι τίνος, διαβρέχειν τι τινι. S.-d, διάβροχος. t SATURDAY, ή εβδόμη ήμερα της εβδομάδος. Κρόνου ήμερα, η. SATURNALIA (the feast of Saturn), Κρόνια, τά. ήμέραι "Κρονιάδες. Generally, a licen- tious fio/iday, e. g. to keep s., άνειμένως κωμάζειν. SATURNINE. See Gloomy, Melancholy, Severe. SAUCE, εμβαμμα (to dip into), κατάχυσμα and καταχυσμάτιον (poured over meat), το. ηδυσμα, το, and (g. t. as athg eaten as a relish with bread) όφον, τό. ^ρ> όξέλαιον, a sauce of vinegar with oil: όζάλμη, ή, of vinegar and brine : όζύγαρον, τό. όξυλίπα- ρου, τό (see Gr. Eng. Lex.) : κα- ρύκη, ή (a rich s. of blood and spices, and gen. any rich s., see its derivatives in Gr. Eng. Lex.). Hunger is the best s., ή επιθυμία του σίτου όφον. λιμω όσαπερ οφω διαχρησθε (Χ.) : so, οι ΐτόνοι όψον τοΐς άγαθοίς (Χ. ). SAUCEPAN, εφητήριον,τό, and -τήρ, ηρος, 6, εφάνη, ή (for boiling), τήγανον, τό (for roast- ing or steiving). SAUCER, έ> and όζυ- βάφιον, and όζΰβαφον, τό (the two latter prop, for vinegar, Lot. acetabulum, and gen. any shallow earthen vessel). SAUCY, υβριστικός, 3. See Impudent. SAUNTER, ίλινύειν. See to Idle (about). sausage, χόρδιυμα, to. and χορδή, ή. φύσκη, ή, aud φύσκυς, 6. αλλάς, άυΎος, b. γαστήρ, τίρυς, and τρός, b (paunch stuffed, haggis, black- pudding). To make s.''s, χορδεύ- ειν. ά\Καντυττοιεϊν: to sell s.'s, άλλαι/τυττωλεΰ/ : a s.-maker (510) άλλαντοποιός : a s. vender, άλ- λαντοπώλης, ου, 6. SAVAGE, adj. άγριο*, 3. ανήμερος, 2. ωμός, 3. άμικτος, 2. θηριώδης, ες (like a wild beast). See Fierce, Wild, Fe- rocious. SAVAGENESS. See Fero- city. SAVE. Τ] To preserve from destruction] σώζει» (g. t.). δια-, περι-σώζειν (to preserve or keep unimpaired), ρύεσθαι (poet.). To s. from, εκ-, άπο-σώζειν (τιι /os). See Rescue, Deliver, Pre- serve. To s. a town, την πάλιν περιποιεϊν (from, being taken), σώζειν την πόλιν (from ruin, S^c.) : s.-ing, that s.'s, σωτήριος, 3. σωστικός, 3 (Aristot.). *jj Not to spend, preserve from being spent or lost] μη άναλίσκειν. To s. expense, φείδεσθαι δαπάνης. See to Spare, to Husband. S.-ing, φειδωλός, 3. φειδόμενος, 3. See Sparing, Frugal. *[} To pre- serve or lay by] φειδωλία κτά- σθαί or περιποιεϊν or περι- ποιεΐσθαί (mid.) τι : also σώζειν, διασώζειν τι. άνατ'ιθεσθα'ι τι. ΤΙ Phrases] To s. time, μη χρό- νον εμποιεΐν (not to cause delay), μη μέλλειν. θάττον άπεργά- Ιεσθαί τι : to s. (not let slip) the favorable moment (e. g. tide), μη παριέναι τον καιρόν, χρήσθαι τω καιρώ, π ροσέχειν τοις και- ροΐς. άντιλα μβάυεσθαι του και- ρού : to s. appearances, Crcl. with 'ίνα μη δοκτι τις, ώστε μη δο- κειν : to do athg merely by way of s.-ing appearances, άφόσιοϋ- σθαί τι. άφοσιώσεως ένεκα ποιείν τι : to s. aby the trouble, πόνον μη επάγε ιν τινί. πόνου άπαλλάττειν τινά : to s. oneself trouble, φείδεσθαι πόνου, μη υφίστασθαι πόνον. SAVE, SAVING. See Ex- cept. S.-ing your presence or the respect which I owe you, άπείη του λόγου φθόνος (absit verbo invidia). SAVIN, βράθυ, υος,τό (herba sab in a, Galen). SAVING, περιπο'ιησις, η, and Crcl. with the Verb. Reward for S., σώστρα, and σωτήρια, τά : to effect a s. of athg, δια- πράζασθαι ώστε μη άναλίσκειν or μειόνως άναλίσκειν τι : s.'s (plur.), περιουσία, ή. τά περι- όντα (χρήματα), τά χρήματα άποκε'ιμενα. SAVIOUR, σωτήρ, ηρος, ο, and ptcpp. of verbs to Save, to Deliver. SAVORY (the herb), θύμβρα, h (satnreia thymbral, and θυμ- βραία, θυμβρία. ή (Hipp.), θυμ- βοον, τό (doubtful, Schneider). Flavored with S., θνμβοίτης, ου (e. g. οίνος), Ό : like s., θυμβρώ- <5jjs, ες : eating s., θυμβροφάγος, 2 : to look as if one had eaten s., θυμβρνψάγον βλεπειν (=fo have a verjuice look). SAVOUR, s. See Taste, Flavour, and Odour. SAVOUR, v. See to Taste of, Smell of, Smack of. SAVOURY, εΰχυλος, -χυμός, 2. A s. taste, εϋχυλία and εϋ- χυμία. ή : s. smell, ευωδιά, ή. οσμή ήδεΐα, ή. κνίσα, ή (Horn., of burning fat). SAW, s. (from to Say), see Saving, Maxim, Proverb. SAW, s. πρίων, όνος, 6 (πρ. οδοντωτός, a toothed s., opp. to πρ. μαχαιρωτός, a toothless s. for cutting stone, Galen), πριστήρ, ήρος, 6 (Areta?.). To work the s. backwards and forwards, ϊλ- κειν τον πρίονα και άντανα- διδόναι : like a s., πριον-ώδης, ες, -οειδής, and πριστηρο*ιδής (LXX.), ές. πριονω-τός, 3 (made like a s., serrated or jagged) : to make like a s., πριυνοΰν. SAW, v. πρ'ιειν, διαπρίειν. 7Γρίζειν(ΡΙ.). To s. out, εκ-πρί- ειν (Thuc), -πρίζειν (Geopon.) : S.-n, πριστος, πριωτός, πεπριω- μίνος, 3 : s.-n through, διάπρισ- τος, 2 : διαπριωτός, 3 (Hipp.) : athg s.-n, πρίσμα, πρίωμα, τό : athg s.-n out, εκπρισμα, τό (Aristot.) : s.-ing, act of, πρίσις, ή (and the hole made by a cylin- drical saw as in trepanning) : a s.-ing out, εκπρισις, ή (med. t.). SAW-DUST, πρίσματα, άποπρίσματα, παραπ ρίσματα, τά. νπυφηγμα, τό. λεπίς (ίδος, ή) πρίονος. SAW-FISH, πρίστης, ου, ο (i^sr• not to be confounded icith πρίστις, εως, η, a kind of whale, for πρήστις, Lat. pristis). SAWYER, πριστήρ, ήρος, 6. πρίστης, ου, 6. πρίων, όνος, 6 (Aristoph.). SAY, λέγειν (aor. act. ειπείν, pass, ρηθηναι and λεχθηναι, perf act. ε'ιρηκεναι, pass, tipfj- σθαι and λελέχθαι, fut. act. έρε'ιν and λεζειν, pass, ρηθή- σεσθαιαηάΧεχθήσεσθαι). φάναι (often parenthetical, φησίν, ίφη). poet., αΰδάν, γεγωνείν, εννίπειν 9 άγορεΰειυ τι : also interchanged with δΐ}λοΰν, φράξ* ti/ (make knoun, tell). $&r> For λέγειν the construction is ojdionally either ace. with inf. or δτι with dpt sentence, when simply affirmative, ώς when the thing said is marked as an uncertain or untrue asser- tion, pretext, or evasion, therefore also ου λέγω, ώς — . ου λέγω, ώς ου. He said (that) it was nonsense for any one to s. that he could obtain deliverance othei•- wise, είπεν ότι φλυαρυίη όστις λέγοι άλλως σωτνρίας όν τυ- χεϊν : Anytus s.-d they were not in a condition to be revenged upon any of their enemies, but that for the present they must keep quiet, but if restoi ed to their country then they would take their revenge upon the authors of their wrongs, Ανυτος ελε^εν, SAY SAY SCA οτι οΰχ ούτω διακέοιντο ώστε τιμωρεϊσθαί τινας τών εχθρών, άλλα νΰν μεν δείν αυτούς ησυ- χίαν εχειν, ει δε οίκάδε κατέλ- θοιεν, τότε και τιμωρήσοιντο τους άδικυΰντας (Lys.) : they "will say (= will pretend, will want us to believe) that our city has two laws, λέζουσιν ώ? είσϊ τ?7 πάλει δύο vouoi (JEschin.) : I don't mean to s. that we ought not to go agst the enemy, ov τοϋτο λέγω ώ? ου δεϊ itvui έπ'ι τους πολεμίους (ΑΓ.). g^» φά- vm and φάσκειν take tlie infin. He s.-d he would come, εφη νζειν : he s.-d he was a god, εφη θεός tlvui : he s.-d it was not expedient, οΰκ εφη λυσιτελεΐν (οΰ ψημί used like the Lot. nego) : Cleon s.-d he (Cleon) was not ge- neral, but the other (Nicias) was, Κλέων εφη οΰκ αυτός στυατ- ■ηγεϊν άλλ' εκείνον ( Thuc. ) : they say (French, on dit, φησί and φασί parenth., as Lot. in- quit, ait, they say or it is s.-d) that I am = I am s.-d to he, λέ- γομαι είναι τις : 'tis s.-d they are, λέγεται αυτούς είναι and λέγονται είναι : they s. he is — he is s.-d to be, dead, λέγεται άποθανεϊν. φασιν αυτόν άπο- θανεϊν. and poet, κλίνεται θα- νών (Eur.) : if you have aught to s., s. on, λέγε ε'ί τι θέλεις or λέγει? or λέγε ο τι και λέγει? : to s. something of aby, λέγειν τινά τι : to s. something, nothing to the purpose, λέγειν τι, λέγειν ουδέν : to s. the truth, τάλιιθή λέγειν: to s. what is not = to lie, λέγειν ουδέν : to s. well (truly, &c), καλώς λέγειν : to s. all at once (verbo dicere), άλι? ειπείν : you don't s. so ( = in- deed)? άλ»)θέ?; εύφι'?Μει! don't 8. so', μη λέγε τοιούτο μηδέν : as I was s.-ing, ώ? νΰν δη έλεγον, εϊπον : to s. athg by heart {or as a lesson, &c), άττό μνήμη? ει- πείν τι. καταλεγιιν. αττυμνημο- νεΰειν. λέγοντα διϊέναι : to s. a lesson, Vid. : one's prayers, Vid. : what s. you to this ? τ'ι δε σοι δοκεϊ τούτων περί ; how s. you ( — can you really mean what you s.) ? τί φη\ ; 7τώ? ψ-ής ; to have heard s., πυθέσθαι. άκοη μιιθεΐν. παρειλ\\φέναι παρ" άλ- λων, οτι : to s. not a word, μη γρν'ζειν: to s. yes, no, φάναι, άττοφάναι : s. yes or no, ψάθι r) u>) (PL) : he s.-d no, ουκ εφη (PL) : so to s., «is έπος ειπείν: as they s., as the proverb s.'s, κατά την παρυιμίαν. τό λεγόμενον (parenth.) : as I s.-d, as was s.-d, δ δη 'έλεγαν, εΊιτον. ώς ε'ίρηται. τό ε'ιρηιιένον [parenth.) : not to β., to s. nothing of (=not merely, not only, and not only not), ηη οτι, μη όπως and οΰχ οτι, οΰχ ό-π-ω? : would you approach, I don't s. a town, but even a house, where there is danger? σϋ γαρ άν προσέλθοις μη οτι προς πό- (511) λιν, αλλά 7rpos οίκίαν 'όπου κίν- δυνος πρόσεστι ; (JEschin.) Apa- turius, to s. nothing of (=far from) going to law, did not even dare accuse me, Άττατούριος μη ότι δικάσασθαι άλλ' οΰδ' έγκα- λέσαι μοι έτόλμησεν (Isce.) : you wouldn't part with it, I don't s. gratis, but not even for less than its worth? ονδενί άν μη ότι προίκα δοίης άλλ' υύδε ελαττον της άξιας λαβών; (ΑΓ.) fe'FAR from,' ' not only,' ' much less,' ' much more.' To wish to s., λεζείειν (desiderative) : s.-d I, he, she, &c, 1»ιν, εφη or ην δ 1 εγώ, η δ' ός, η δ' η (parenth.) : but, s.-d she, I will put it plainer, άλλ' εγώ, ή δ' ?;, σαφέστερον ε ρω : s.-d I, &c. (at l>eginning of a sentence), e.g. s.-d she, will you be quiet ? και η, οΰκ εΰφημήσεις; εφη. §W φημί is sts joined tvith a synonymous verb, e. g. he s.-d, he went on to s., &c, εφη λέ- γων, 'έλεγε φάς, &c. (Hdt., and not seldom in Att.). But it may be s.-d, άλλα μην ε'Ίποι άν τις : I s. (in resumptions, φ?-), οΰν: as he (they, &c.) s. or s.-d (ironi- cally), δήθεν : that is to s., τοϋτ' εστίν, δηλονότι, δηλαδή, δήθε, δήθεν, δητα, δή, and (in the sense of the Lat. scilicet) άμέλει. δή- που : I dare s., που (enclit.), δή- που : and s. (= suppose, Lat. fac) I accept, (wiiat then ?) και δη δέδεγμαι : to s. again, see Repeat : to s. for oneself (in one's defence), άπολογεΤσθαι : to s. for oneself, why sentence of death should not be passed, «7τολογε7σθαι δίκην θανάτου (Th.): to have nothing to s. to athg, εάν τι χαίρειν : I have nothing to s. to such people, φεύγω τους τοιούτους. Said, the partcpp. pass, and λεκτός, ρητός, φατός, 3 : that must or may be s.-d, λεκτέος, ρητέος, φατέος, φραστέος, 3 : no sooner s.-d than done, άμ' έπος, άμ' έργον, easier s.-d than done, λό- γω ράων η έργω. οΰχ ομοίως εν εΰχερεϊ τό τε λέγειν και τό έργω άποδεικνύναι : the s.-d or aforesaid, ε'ιρημένος. εν τοϊς άνω ρηθείς. SAYING, λόγος, 6 (= state- ment, and also report, opp. to fa- ble, μΰθος, b, and to history or ascertained mutter of fact, ιστο- ρία, η), όησις, ή (act and thing), ρήμα, τό (thing s.-d) : also ptcpp. pass, of the verb, e. g. τό λεγό- μενοι/, τό ρηθέν, λεχθέν. φήμη, ν (report), φάτις, ή (poet., and Hdt.). φθέγμα, τό (poet., an utterance) απόφθεγμα, τό (terse and pointed , apophthegm), γνώμη, ή (see Maxim) : sts omitted, e. g. that 8. of Solon's, τό τυΰ Σό- λωνος : s or doing, λέζ'j (the single s. and pair of s.^s). See Balance. To incline as the de- scending s., ρέπειν (and trans. to make the s. incline one way or the other, poet.) : the inclina- tion of the s., ροπή, η : that weighs down the other s., άντφ- ροπος, 2. H Lat. seal a] Only in the sense Scalade, Vid., and the fig. sense = series proceeding by gradations like a ladder, viz. the musical S., οι του συστήαατος φθόγγοι : s. of degrees or mea- surement, prps μυΐρογνώμων, υνυς, b (from Ptolemy's μοιρο- γνωμόνιον όργανον, an astrono- mical instrument to measure de~ §CA SCA SCE on a great s., μεγαλο- πρεπής, ες : on a small, reduced s., Is βραχύ, ολίγον, κ.τ.λ. συν- εσταλμένος, 3. SCALE, ν. δια κλίμακος επαναβαίνειν (το τείχη), κρα- τεΐν των τειχών, υτπρ-βα'ινίΐν, -uipttv, -ακριζΐΐν τι, and the simple verb άκρίζειν. SCALENE (geom. t), σκα- ληνός, 3. SCALING-LADDER, έττι- βάθρα, η. κλΐμ<ιζ, ακος, n (<7- t.). SCALLION. See g. t. Onion. SCALLOP, s. H A kind of shell-fish] κτί-ίι, κτενός, ό. χ»}- ραμίς, ίδος or us, uoOs, ή (for measuring liquids). χημη, η (cockle). S.-shaped, κτενοειδης, ες. SCALLOP, V. κτενοειδώς έν- τέμνειν. SCALP, s. prps χρως, ωτο'ϊ, ό περικράνιος. περικρανία, η. κορυφή τριχός, η (hairy scalp, LXX.). The s. when stript off in the Scythian fashion, άπό- δερμα, τό (referred to the head by the context, Hdt. 4, 64). SCALP, v. άποδείρειν την κεφαλήν, περιταμόντα κύκλω περί τα ωτα, κ.τ.λ.. (Hdt. U. s.). περί- and άπο-σκυθίζιιν (Ath.), with subst. περισκυθισμός, δ (act ofs.-ing), and πίρισκυθιστης, οϋ, δ (one who s.'s) : also, from the Scythian custom of using s.'s as napkins, s.-d, Σκυθιστι χειρό- μακτρον έκκεκαρμένος (Soph.). SCALPEL, σμίλη, η (scalp- rum), σμιλίον, τό (scalpellum), also μαχαιρίον, τό (a surgeon s knife), γλυφίς, ίδος, ή, and γλυ- φά νον, τό. Formed like a s., σμιλιωτόβ, 3 (chirurg. vett.). SCALY, λεττιόωτοε, 3 (of fish), φολιδωτοί, 3 (of reptiles, but see remark under Scale). To render s., Χεπιδοΰν : having a hard s. surface, φολιδώδης, ει (Hipp.) : s. ant-eater, prps φατ- τάγης, ου, δ. SCAMBLE. See to Scram- ble. SC AMBLING (of gait). See Shambling. SCAMMONY, σκαμωνία, η (Theophr.). σκαμμώνιον, τό (Nic. ΑΙ.), and κάμων, ωνος, δ (Id.). SCAMP (colloq.), ούδενδς αζιος, δ. επίτριπτος, δ. See Knave, Rogue. SCAMPER, δράττετε υ ε ιν. προτροπάδην or οΰδενι κόσμω φεύγειν. See to Run (away). SCAN, ρυθμίζειν στίχον. See to Examine (closelv or nicely). SCANDAL. % Offence^ πρόσ- κομμα, τό. σκάνδαλον, τό (Ν. Τ. and eccl). ^[ Aspersion] διαβολή, η (CALUMNY, Vid.). To produce s., άδοξίαν κατα- σκευάίειντινί: to talk or indulge in s., διαβάλλειν τινά. κακ- ηγορεϊν,κακολογεΐντινα. κακώς λέγειν τινά. See Slander. SCANDALIZE, σκανδα- (512) Χ'ιζειν τινά (to put a stumbling- block in aby's way, give offence or scandal, Ν. T. and eccl.). See to OFFEND. άγανάκτησιν παρ- έχειν τινί. To he s.-d at athg, δυσ-φορεΐν or -χεραίνειν τι or τινί. όνειδος ηγεϊσθαί τι. δει- νόν ποιεϊσθαί τι (str. t.). δεινόν τι έχει τινά (Hdt.). δυσχερές εστί τι τινι. SCANDALOUS, αίσχρός, δεινός, 3. See DISGRACEFUL, Opprobrious, and Defama- tory. SCANT, SCANTY, σπάνιος, σπανός, σπανιστός (sca?itily doled out), 3. To be s., σπανί- ζειν (Aristoph., but more usu. to be in want of, scantily provided with, athg, σπανίζειν τιι /os). αναγ- καίος, 3, and Att. 2 (barely suf- ficient), φαύλος, 3 (slight, shabby). See Deficient, Scarce, Poor, Thin. SCANTILY (from the adj.), γΧίσχρως (PL•). To be s. pro- vided with athg, σ7ται/ίζειι> τι- νός. εν σπάνει είναι τίνος. See to Lack. SCANTINESS, σττάνις, εωβ, στΓαΐΊΟτ»)β, φαυλότης, ητος, η. SCANTLING, μικρόν τι μέρος (τινός). SCANTY. See Scant. SCAPE-GOAT, δημόσιος, δ (a public victim, Schol. Aristoph. Eq. 1136). φαρμακός, δ (one sa- crificed as atonement for others, e. g. the state, της πόλεως, Aristoph. Ran. 1733). κάθαρμα, τό (piaculum, purgamentum). ^ SCAPEGRACE, άσωτος, ακόλαστος, νεανικός (protervus), ό. SCAR, s. ούλη, h (with or without τραύματος, -των), ώτει- λή, fj (Χ., Hipp., rare in Att. prose), πληγή, η (with gen. of in- strument), ίχνος πληγής, τό (pi. 'ίχνη των πληγών. PL =z marks of the blows), εσχάρα (SCAB, Vid., esply of a burn). SCAR (over), v. επουλονν. Make to s., άπουλοϋν (Plut.) : s.-d over, ύπουλος, 2 : a wound is s.-d (or scabbed) over, έπ- or άπ-ουλοΰται τό τραύμα : a s.-ing over, επ-, απ-, and συνεπ- ούλωσις, εωβ, v. SCARAMOUCH, γελωτο- ποιός, δ. φλύαζ, ακος, δ. SCARCE, σπάνιος, 3. όλί- ■yos, 3. μικρός, 3. γλίσχρος, 3. See Rare, and Scant, Scanty. To be s., δι' ακριβείας είναι (PL•), σπανίζειν (absol., more usu. to lack athg, σπ. τινός). SCARCELY, μόλις (ivith difficulty) or μόγις, χαλεπώς (hardly), σχολή: str. tt, μάλα μόλις, χαλεπώς και μόλις, ακρι- βώς και μόλις (νίχ ac ne vix quidem), άγαπητώς. See Hard- ly, Barely. ^» Often ex- pressed by a compound with δυς, e.g. s. to be overcome, δυσ μαχη- τός, 2. S. had I opened the win- dow, when the bird flew away, ούκ ιφθην παρανοίζας τό θΰ- ριον και άφίπτατο δ όρνις. SCARCENESS, SCARCI- TY, σπάνις, εως, η. σπανιότης, ητος, η. S. of food, σιτοδεία, σπανοσιτία, σπανοκαρπία, η : to have a s. of athg, σπανίζει» τινός and σπανίζεσθαί (pass.) τίνος. See Lack, Deficiency. SCARE, δειδίσσεσθαι (dep. mid.), Att. δεδίττεσθαι, from athg, από τίνος, σοβεϊν, άπο- σοβεΐν (prop, to say, σου, σου, shoo, shoo, to birds), πτοεϊν. See to Frighten. SCARECROW, μορμών, όνος, η. μορμολύκειον, φόβη- τρον, κεράμβηλον, τό. SCARF, ττέΊτλοβ, ό (large shawl), π ερίζω μα, τό (sash). S. skin, επι-δερμίς and -δερματίς, ίδος, η. SCARIFICATION, σκαρι- φισμός, δ, and Crcl. with Verb. SCARIFY, σκαριφάσθαι. SCARLET, κόκκος, δ. κόκ- κινον and ΰσγινον (sc. χρώμα), το. το της πρίνου άνθος (Simo- nid., Schneidewin. πρίνος, η, being the s. oak which bears the kermes- berry, whence the s. dye κόκκος, mod. Gr. πιρνάρι, is extracted). Of a s. tint or colour, κόκκινος, 3. ύσγινο-, κόκκινο-, κοκκο- βαφης, ές : dressed in s., attired in a s. robe, ύσγινοβαφη άμπι- χό μένος. SCARP. See Declivity, Slope. SCATHE. See Damage, and "Waste, s. SCATHLESS, ασκηθώ, ίς. SCATTER, σπείρειν, δια-, εκ-σπείρειν. To s. in or among, ενσπείρειν : to s. beside, παρα- σπείρειν. Also, σκεδαννύναι, δια-, κατα-σκεδαννύναι (to dis- perse), διασκορπίζειν (later). See to Sprinkle, Strew, and to Disperse, Dissipate. To s. with fear, όΊατττοεΓι/ : to s. beaten troops, διασπάν : to s. a popula- tion, διοικίζειν : to live s.-d about in villages, διοικεϊν (X.) : to throw down and s., διαρρίπτειν and εΐν : s.-d, εσκεδασμένος, 3. διεσπαρμένος, 3. διεσπασμένος and σποράς, άδος, δ, h• σκε- δαστός, 3 : in scattered fashion, σποράδην: the act ofs.-ing, σκέ- δασις, διασπορά, διαφόρησις, διάρριψις, διοίκισις (of a popu- lation), η. SCAVENGER, ό εκ τώυ δδών τον βόρβορον έκκαθαίρων. κοπρολόγος, δ (dung -gatherer). SCENE. ίϊ Stage] Vid. σκηνή, η (the stage on which the actors appeared, and also in our sense the s.'s, esply the three-sided back scene which moved on a pivot, Plut.). The side-s.'s. παρασκή- νια, τά : a machine for changing the s., περίακτος από σκηνής μηχανή (Plut.) : the s. is laid at Corinth, ή σκηνή του δράματος SCE SCI SCO υπόκειται or κείται εν Κ.ορίυθω. if Fig. : assemblage of objects pre- sented to the view] θέαμα, τό. θέα, η. A dreadful s., κατα- πληκτική όφις, η (Pint.), see Sight, Spectacle : if= oc- currence, Vid. : a ridiculous s. takes place, γελοίοι/ τι συμ- βαίνει or εστίν Ίδεϊυ : to form a picturesque s., γραφική ν παρ- έχεσθαι την προσοχή ιν. To make a s. (=: disturbance), θορύβου or ταραχην ποιεΐυ. θορυβοποιεϊν. if Locality, Vid., and Theatre (fiSl•)•, e • 9• tne s • °f war » X™pa εν ή πολεμοΰσιυ or πολεμείται or γίγνεται 6 πόλεμοι : Greece was the s. of war, iv 'Ελλάδι ό άγων ην : to quit this earthly s., άφαυίζεσθαι έξ ανθρώπων. SCENERY, αί σκηναί. 1 Fig.] όφις, η, see LANDSCAPE, View. SCENT, s. See Smell, s., and Odour. A dog good at the s., of good s., κνωυ ευριυ, 6. See Nose. The s. (of athg chased, &c), οσμή η άποφερομένη. το πνεύμα, α'ίσθησις, η (slot, trail. ΑΓ.) : to get s. of, όσφραίνεσθαί τίνος, στιβεΰειντι, and fig. υπο- πτεύειν, μαντεύεσθαί τι. SCENT, v. See to Smell and ' to get Scent of.' if To per- fume] Vid. SCENT-BOX or BOTTLE, νάρθηζ, ηκος, 6. ναρθήκιον, το. SCEPTIC, SCEPTICAL, adj., σκεπτικός, εφεκτικός, άπορητικός, 3. To he sceptical ahout athg, see to Doubt : s. treatment of a question, σκέφις, v. SCEPTIC, s. Same as the adj. To be a s., or sceptically disposed, in religion, σκεπτικών πεηι τά θεία διακεϊσθαι. SCEPTICISM, αίρεση (προ- αίρεση των σκεπτικών), η. SCEPTRE, σκήπτρου, 6. Το sway or wield the s. (fig.), see to Rule. S. hearing, σκηπτοϋχος, 2 (poet.). SCHEDULE, γράμμα,γραμ- ματεϊου,γραμματίδιου,τό. σχέ- δη, ή (late). There is a s. at- tached to athg, γραμματίδιον ευεστ'ι τινι: to draw out a regu- lar s., σύνταγμα συντάσσιιν (JEschin.). SCHEME, s. and v. See De- sign, Plan, s. and v. SCHISM, σχίσμα, to (eccl). See Division. SCHISM AT ΙΟ,σχισματικότ, 3 (eccl). SCHOLAR. If A learner, pupil] Vid., and Disciple ; also Student, μαθητή?, οϋ, ό. if A u-ell-taught or erudite person] φιλό-λογος and -σοφός, b. σο- φός, b. πεπαιδευμένος, or Orel, with adjj. πολυμαθής, 2. γραμ- μάτων έμπειρος, 2. δεινός ('ό) τι. A (good) Latin s., έμπειρος της τών 'Ρωμαίων γλώττ»)ϊ. SCHOLARLIKE, πεπαιδευ- (513) μένος, 3. επιστήμων, 2. μουσι- κός, μαθηματικός, τεχνικός, 3, or ουκ άνευ παιδείας, επιστή- μης. SCHOLARSHIP,™^, πολυμαθία, μάθησις, σοφία, η. See Learning. Το show one's S., πεΐραυ διδόυαι της παιδείας, επιδείκυυσθαι παιδείαν οτπολυ- μαθίαν. SCHOLASTIC, σχολαστι- κός, 3. SCHOOL, s. διδασκαλείου, γραμματοδιδασκαλεϊον, γραμ- ματεϊον, γυμνάσιου, παιδαγω- γεΐον,παιδευτήριον,τό. σχολή, h (Aristot.) : and fig. παίδευσις, η, e.g. our city is the s. of Greece, ή ημετέρα πόλις της 'Ελλάδος παίδευσις (Thuc). To go to or attend a s., φοιτά υ εις το δι- δασκαλείου or εις διδασκάλου (sc. οίκίαν or διδασκαλείου) : to send to s., πέμπειυ εις διδασκά- λου : to leave s., άτταλλάττε- σθαι (pass.) εκ διδασκάλου or εκ διδασκάλων. A s. of virtue (metaph.), γυμνάσιου της αρετής, τό : the s. of adversity, παθή- ματα μαθήματα (prov.). if Metun.: the pupils or followers of any master] οι από τινος^ The s. of Plato, ol άπό του Πλάχω- νος : according to the rules of the s.'s, τεχνικός, 3. S. -boy, see Scholar, Learner, and pi. παίδες (άνηβοι) οι εις τά δι- δασκαλεία φοιτώυτες : s.-girl, μαθήτρια, μαθητρίς, ίδος, ή : 8.- fellow, ήλικιώτης, ου, ο. ό συμ- πεπαιδευ μένος, συμφοιτητής, οΰ, ο. ομηλιζ, ικος, ό. συυτε- θραμμέυος : s. -master, see Teach- er and Master : s.-room, παιδ- αγωγε'ιον, τό: s.-task, μάθημα, τό, see Lesson. SCHOOL, v. See to Teach, Train, Instruct. He has been s.-d by adversity, εξ ων επαθευ έμαθευ. SCHOOLING, s. παιδεία τ, παρά τω διδασκάλω. if Meton. : money paid for schooling] δι- δασκάλιου, τό. δίδακτρου, τό. ο της παιδεύσεως μισθός. SCHOONER. Seeg.t. Ship. SCIATIC, adj. ϊσχιαδικός or ισχιακός, 3. SCIATICA, ισχιάς, άδος, Ίσχιαδικη υόσος, οσφυαλγία, η. Having the s., όσφυαλγή?, ές : to have it, όσφυαλγεΐν. SCIENCE, επιστήμη, V. μά- θημα, τό. μάθησις, ή. The s.'s, τά γράμματα or μαθήματα, ο'ι λόγοι. Occupation with s., η περί τους λόγους or τά γράμ- ματα σπουδή- φιλοσοφία, η : to addict oneself to s., σπουδά- Χ>ειν περί λόγους, ομιλεϊν παι- δεία. SCIENTIFIC, μαθηματικός, τεχνικός, μουσικός, 3. ό, η, τό περί τά γράμματα, ακριβής, 2. S. knowledge or understanding, επιστήμη, η. επιστήμη η σα- φής or η έπ' ακριβές : s. train- ing, παιδεία, ή : s. pursuits or endeavours, ή περί τά γράμ- ματα σπουδή • s. treatment of a subject, φιλοσοφία ή περί τι : to be engaged in s. pursuits, δια- τρίβειυ περί τά μαθήματα or γράμματα. SCIENTIFICALLY. From the Adj. S. taught or trained, ευ, καλώς πεπαιδευμένος : a sub- ject admits of being s. established, ενδέχεται τι τεχνικόν λαβείν περί τι πράγμα : capable of be- ing s. known, έπιστητός, 2 (PL). SCIMITAR, άκινάκης, ου, b. See g.,t. Sword. SCINTILLATE. See to Sparkle. SCINTILLATION. See Spark, Sparkling, s. SCIOLIST, ήμιπαίδευτος, b. ημιμαθής, ους, b. t SCION. ^ iT Propr.] μόσχος, b and η. μόσχευμα, τό. φυτόν, τό. παραφυάς, άδος, ή. Το propagate by a s., μοσχεύειν, άποφυτεύειν : propagation by s.'s, άποφυτεία, η. See Shoot, s., Offset, if Fig.] εκ-, από- γονος, b. b άπό τίνος, ό'ζος, b (poet.). To be a s. of aby, γε- γονέναί άπό τίνος, εκ τίνος. SCIRRHOUS, σκιρό* or -ορός, 3. To make s., σκιροΰν : to become s., σκιροΰσθαι (pass.) : a s. tumour, σκίρρωμα, άπο- σκίρρωμα, σκλήρωμα, σκλη- ρυσμα, τό. : SClRRHUS, σκΐρος, σκίρρος, ο. σκιρία,. η. SCISSORS, διπλή μάχαιρα, ή (used to cut the hair : ggf• \j/a- λίς, ίδος, ή, usu. supposed = s. or shears is rather a single-edged instrument or razor = μία μά- χαιρα). SCOFF, V. σκώπτειν, επι- σκώπτειυ, χλευάζειυ, μυκτηρί- Χ,ειν τινά. καταγελάν τίνος, έπεγγελαν τινι. διασΰρειν τι and τινά. SCOFF, SCOFFING, s. σκώμμα, άπόσκωμμα, χλεύ- ασμα, τό. σκώφις, έπίσκωψις, χλευασία, κερτόμησις, η. χλευ- ασμός, ο, or Crcl. with the Verb. SCOFFER, χλευαστή, οΰ, b, or Crcl. with the Verb. SCOLD, v. μέμφεσθαί τινι. χΰέγειντινά. επι-πλήττειν,-τι- μάντινι. έγκαλεϊντινίτι. λοι- δορεΐν τιυα and λοιδορείσθαί τινι. See Chide, Reprove. SCOLD, s. γυνή λοίδυρος, φιλολοίδορος, εριστική, φιλό- νεικος, η: alsoprpsfm διακεκρα- γέναι τινι (to scream continually at aby. Aristoph.). SCOLDING^oi<5ooia,i7. επι- τ//,ΐ))σΐ5, η. Φόγος, b. To give aby a s., see the Verb. SCONCE, prps ο κατά τον τοίχου λ ν χυος. if Vulg. : r= pate] Vid. SCOOP, s., prps σκάφων, σκάφος, τό. άρυτήρ, ηρος, ό (ladle). L1 SCO SCR SCR SCOOP OUT. See Hollow, v. SCOPE, σκοπός, δ. See Aim and Reach, s., Room. SCORBUTIC, πλαδαρός, 3. S. disease of the gums, στομα- κάκη, h- See Scurvy. SCORCH, σταθεύειν, περι- -καίειυ, -φλύειν. άφεύειν [singe). To s. with a hot iron, καυτη- ριάζειν: s.-ing, περίκαυσις, ή: s.-d by the sun, ηλιοκαής, ές. ήλιόκαύστος, 2 : s.-ing hot, see Burning. SCORE, s. 1 A mark of number] See Mark. "fi An ac- count] vid. On the s. of athg, διά τι. 'ένεκα τίνος : to run up a s., see Debt : the s. (= reckoning for an entertainment), το τον συμποσίου άνάλωμα. η ες το συμπασών δαπάνη. ΤΙ Score, in music] φθόγγοι, οι. ποίησις μουσική, η. % A number of twenty] Vid. SCORE, v. TT To mark] χα- ράττειν, έπιχαράττειν. έγκό- πτειν. Also to s. or underline, υπογράφειυ. γ pa μ μην άγοντα ύποσημαίνειν. H To score athg to aby] See Account, s. SCORN, s. καταφρόνησα, η. καταφρόνημα, τό. υπεροψία, η. ολιγωρία, η. σκνβαλισμός, δ. Worthy of or deserving 8., καταφρονεϊσθαι άξιος, 3. ούδε- νδς άξιος, 3. ανάξιος, 3. φαΰ- λος, 3. See Contempt, Dis- dain, s. SCORN, V. κατά-, ΰπερ-φρο- νεϊν τίνος. όλιγωρεϊν τίνος, άφρουτιστεϊν τίνος, εν ούδενϊ λόγω ποιεϊσθαί τίνα. ούδένα λόγον ποιεϊσθαί τίνος, υπερ- οράν τίνα or τι. άτιμάζειν τινά or τι. φαυλίζειν τι. σκυβαλί- Χ,ειν τι. See Despise, Disdain, v. SCORNER, καταφρονητής, υπερόπτης, ου, 6, and partcpp. of the verb. SCORNFUL, καταφρονητι- κός, υβριστικός, 3. ύπέροπτος, όλίγωρος, 2. SCORPION, σκορπιός, ο. The sting or bite of a s., σκορ- πιού δήγμα, τό : bit or stung by a s., σκορπιόδηκτος, σκορπιό- πΧιικτος, 2 : like a s., σκυρπω- ειδής, ες. σκορπιώδης, ες. ^| Α kind of plant] σκορπίουρος, σκορ- πιός, δ. § SCOT. See Ύ αχ, s. S.-free, ατελής, φόρου ούχ υποτελής, ες. SCOUNDREL. See Rascal. SCOUR, άποκαθαίρειν. σμην, άποσμην^ or άποσμήχειν. σπογ- γίζειν, άποσπογγίζειν. % Το range through] δια-θεΐν, -τρέ- χειν, περι-τρέχειν, -πολεΐν, καταθεΊν ε'ίς τι (esply of soldiers). Also ίπιδοομην ποιεϊσθαί. SCOURGE, s. «tf Prop.] μά- στιξ, ιγος, η. A cut with the 8., μά στίγμα, τό. "ft Metaph. : plague, evil] τιμωοία, η. όλε- θρος, δ. (514) SCOURGE, ν. μαστιγοΖν. δέρειν, εκδέρειν. S.-ing, μαστί- γωσις, η. SCOUT, s. and v. See Spy, Reconnoitre. SCOWL, s. andv. See Frown, s. and v. SCOWLING, βλοσυρός, 3. See Frowning. SCRAMBLE, y. 1 To at- tempt to seize hastily] άρπάζειν or συναρπάζειν τι. ΐϊ To scram- ble up = to climb] άναρριχάσθαι. πάνω και μόλις άναβαίνειν or εξικνεϊσθαι. εξακρίζειν. SCRAMBLE, s. Crcl. with verbs. SCRAP, αποσπασμάτων, τό (a piece torn off). See Frag- ment. SCRAPE, v. 1 To rub the surface of athg by an edge] κνην, κνήθειν, κνίζε ιν (in order to clean fm extraneous matter), ξέειν and ξύειν [in order to make smooth), φην,περιψην, άποξεϊν (to clean by scraping off), άπο-κνίζειν, -κναίειν, όνυξι περιελεϊν (to se- parate by scratching off), σκαρι- φάσθαι (to s. up like foich on a dunghill), άπο-, εκ-, περι-τρί- βειν (to rub off), σμην or σμή- χειν (for the sake of cleaning), περιξεϊν (to s. all round), άπο- στλεγγίζειν (to s. down a ^se). To s. out (= erase), εκκολάπτειν (Thuc, Dem.). Scraped, ζεστός, 3. περίξεστος, 2. See to Grate. Scrapings, ξύσματα, ξυσμάτια, τά. διάγλυμμα, τό. SCRAPE, s. t Propr.] Crcl. with Verb. TJ Fig. : difficulty, dilemma] απορία, η. To get (oneself) into a s., είς άπορίαν έλθεϊν: to be in a s., άπορίϊν. εν απορία είναι : to be in a pretty s., μυς ttittijs γεύεται (prov., a mouse in a pitch or pickle tub, like our ' a flea in a glue-pot''). SCRAPER, ξύστρον, κνη- στρον, τό. κνηστις, εως, στλεγ- γίς, ίδος, ψήκτρα, η. ξυστήρ, κολαπτήρ, ηρος, δ. SCRATCH,!;, άμύττειν,ξαί- νειν and ξεϊν, άπονυχίζειν (to wound with one's nails), σκαρι- φάσθαι (aspoultry). κνην,όδάξε- σθαι (pass., because of itching), and τρίβειν. To s. one's head, κνησθαι την κεφαλήν: to wish to s., κνησιάν : the act of s.-ing, άμυξις, η. άμυγμός, δ. ξέσις, ξύσις, η. κνησις, ?';. ξυσμός, δ : to 8. out, εξορύττειν τοϊς όνυξι (e.g. the eyes, τους οφθαλμούς), άποχαράττειν, άποξύειν (to re- move by scratching, erase) : to s. through, διαψην : to s. severely, εκκνην (TIdt.) : to s. out athg written, δι-, εξ-αλείφειν, δια- -γράφειν, -σμην. SCRATCH, s. αμυχή, η. άμυγμα, τό. γραπτύς, ύος, η (Horn.), ξύσμα, τό (or, scar). SCRAWL. See Scribble. ^ SCREAM, SCREECH, v. άναβοάν. κραυγην ποιεϊσθαί. μέγα βοάν. μεγάλη τη φωνή βοάν. Also simply άνακραγεϊν, διακράζειν. μηκάσθαι, μεμηκέ- ναι (Horn.). Το 8. with all one's might, λαρυγγίζειν, λαρυγγιάν. εκτεταμένως or δεινώς βοάν. SCREAM, s. κραυγή, βοή, ή. κλαγγή, η (of birds). To set up a s., κραυγην ποιεϊσθαί. άνα- κράζειν. SCREECH-OWL. &e Owl. SCREEN, s. σκέπη and άμυ- να, η. σκέπασμα, πρόβλημα, τό. ιπηλυξ, επήλυγος, δ, η. To put over or before one as a s., ίπηλυγάζειν τι or τινά : to put athg forward as a s. for athg, προΐστασθαί τί τίνος. SCREEN, v. σκέπαζε ιν (aby agst athg, τινά από τινυς). άμύ- νειν τινί τι and τινός τι. Το β. (= hide) oneself behind aby or athg, επηλυγάζεσθαί τίνα or τι. επίπροσθεν ποιεϊσθαί τίνα or τι. SCREW, s. κοχλίας, ου, δ, and κοχλίον, τό. ελιξ, ικος, η. στρεβλή, ή (a s. or press. Plut.). S. of a musical instrument, επι- τόυιον, τό. ΤΙ Pig. : = miser] Vid. SCREW, v. στρεφειν, συ- στρέφειν. στ ρεβλοϋν (to s. up the strings of an instrument. Plat.). To s. to athg, s. together, 8. down, συλλαβεϊν τω κοχλία. U To contort, twist, and screw out =. extort] Vid. SCRIBBLE, επισύρειν τά γράμματα or επισεσυρμενως γράφειν. See g. t. Write. SCRIBE, γραφεύς, έως, δ (author of any writing, writer, copyist, S[c.). δ απογράφων, βιβλιογράφος, δ (copyist), γραμ- ματεύς, άναγραφεύς, εως, δ (scriba publicus). νομικός, δ (no- tary). To be a 8., γραμματεύ- ειν. SCRIPTURE. See Writing. The holy s. or s.-s, τά ιερά γράμματα, οι θεΐοι λόγοι. SCRIVENER. See Notary. ΤΙ A money- or stock-broker] prps κερματιστής, δ. See MONEY- CHANGER. SCROFULA, αϊ χοιράδες (glands of the neck when hard- ened, Lot. scrophulae, also any scrofulous induration). SCROFULOUS, χοιραδώδης, ες. SCROLL, κύλινδρος, δ. See Roll. SCRUB, v. σμην, άπο-σμηυ or -σμήχειν, περισμην. περι- πλύνειν (to rub off). See Rub and Scour. SCRUB, s. 1 = Mean, piti- ful fellow] ανθρώπων, τό. ■([ Brushwood] Vid. SCRUBBY. U Mean, shabby] Vid. H Low -growing, stunted (of trees, &c.)] Vid. SCRUPLE, s. m Doubt, dif- ] ενθύμιου, τό. μέριμνα, o make a s., feel or have a ficulty SCR 8., about athg, ένθύμιον ποιεϊ- σθαί or τιθέναι τι. ένθυμιστόν ποιεΐσθαί τι {Hdt.). μεριμνάν τι. See Hesitation, *\[ As weight : = twenty grains, the 24th part of an ounce troy] See under Pound. SCRUPLE, v. όκνεϊν, and see tlie Sufjst. SCRUPULOUS^tto^tikOs, 3. ύπερακριβής, ές. Χεπτομέ- ριμνος, 2. S C RU Τ Ι Ν Ι Ζ Ε, ανακρίνει* δοκιμάζειν. δι-,εζ-ερευνάν. άκρι- βυΰν, διακριβοϋν. ακριβώς έζ- ετάζειν. SCRUTINY, δοκιμασία, άνά- κρισιςαηά αγκρισις, ευθύνη (most usu. plur.), ft. See Examina- tion. To submit to, be subject to, s., εύθύνην διδόναι, όφλισκά- νειν : to acquit after 8., ευθύνης άποΧύειν : to be acquitted after 8., εύθύνην άπο- or δια-φνγεΐν SCUFFLE, S. διαμάχη, αψι- μαχία (χειρών), ταραχή, ft. SCUFFLE, V. διαμάχεσθαι, διαπαΧαίειν (with aby, τινί). συμπΧέκεσθαί (pass.) τινι or προς τίνα. συμπΧέκειντάς χεί- ρας τινι. SCULK. See Hide, Lurk. SCULL, S. κρανίον, τό. A dead man's s., νεκρού κεφαΧιί, ft. If Oar] Vid. SCULL, v. See to Row. SCULLERY. Crcl. with Kitchen. SCULLION, h τοΰ όψοποιού or μαγείρου ύπηρέτις, ιδος. SCULPTOR, γλυπτή ού and ήμ, ηρος, γΧυφεύς, έως, 6. αγάλματα-, άνδριαντο-ποιός, άγαΧματο-, έρμο-, and "ζωο-γΧύ- φος, 6. A s.'s shop or study, ερμογΧυφεΐον, τό : the art of a 8., έρμογΧυφική (see next Art.). To be a 8., exercise the art of a 8., ποιεϊν, πΧάττειν, and πΧα- στουργεϊν. εκτυποΰν (in alto- relievo or raised work), μορφυύν. SCULPTURE, s. έρμογΧυ- φική, άγαΧματο-, άνδριαντο- ποιία, πλαστική, and μάρμαρο-, Χιθο-γΧυφία, ft (in marble or stone). γλυφή, ft. γλυπτόν, γΧύμμα, έγγλυμμα, τό. ανά- γλυφη, ft (in relief), and plur. άνά-γλυφα or -γλυπτά, τά. SCULPTURE, υ. γΧύφειν (engrave or carve in brass, stone, or wood). γΧάφειν (of coarser work), ξεϊν (in wood, stone, or horn). άναγΧύφειν. άποζεΐν. See other words under Sculptor, and Carve, Engrave, Chisel. SCUM, αφρός, 6 (FOAM, froth, Vid.). S. of liquids, εττάνθισμα, τό (Hipp.) \ 8. of boiled milk, γραΐις, αός, ν (mo- ther). If Fig. : of persons] κάθ- υρμα,πιρίτριμμα,τό. SeeOFF- SCOURING. SCURF, πίτυρα, τά (propr. bran, Lut. furfura, then a bran- like eruption on the skin, esply the (515) SEA head, Lot. furfures, porrigo), also πιτυρίασις, η. πιτύρισμα, τό. λέπιον, τό. άχώρ, ώρος, 6. SCURFY, πιτυρώδης, ες. Το be s., Ίτιτυροΰσθαι. SCURRILITY,7E\w-roTroua, βωμολοχία, ή (buffoonery), κα- κοΧογία, ft (abuse). r SCURRILOUS, γελωτοποι- ός, 2. κακόΧογος, 2. SCURVY, φώρα, τ, (g. t. for itch, s., scab, and mange, Lat. scabies, impetigo). Χειχήν, ηνος, 6 (tetter, scab). Full of, having, s., φωραΧέος, 3 : to have it, φω- ριάν. See Scrofula. SCUTTLE, s. 1 For coals, Sec] Χάρκος, ν- Χαρκίδιον, 2. ^f Scuttles or hatches of a ship] θυ- ρίς, ίδος, η. SCUTTLE, v. f (Intrs.)] To s. off, άποσοβεϊν (intrans.). ο'ίχεσθαι άποφεύγοντα, άπο- δοάντα. 1 (Trans.)] To s. a ship, διατετραίνειν ναύν ώστε καταδϋσαι. SCYTHE, δρέπανον, τό. See Sickle. A chariot armed with s.'s, δρεπανηφόρον άρμα, τό. SEA, θάλασσα or θάΧαττα, ή (g. t.). πέλαγος, τό (the open, high s.). πόντος, 6 (s. as bounded, e. g. 7Γ. εύζεινος). σάΧος, b (s. as fluctuating and unsteady, esply in opp. to the harbour). άλς, άΧός, ft (the brine, poet.). At s., εν τη θαλάττη. κατά θάλατ- ταν : on land and at 8., και κατά γην και κατά θάΧατταν : athg comes by 8., έρχεται τι κατά ΘάΧατταν : to attack aby at s., πΧεϊν επί τίνα or έπι την χώραν τινός : at s., in tbe open 8., μετέωρος, 2. πελάγιος, 3 and 2 : to be, remain, in it, μετεωρί- ζεσθαι. θαΧασσεύειν (opp. to being in dock). πελαγίζειν (X.) : during, or there being, a high s., μετεωρισθείσης της θαΧάττης : to put to s., άνάγεσθαι (mid.). άνάγειν ναΰν. α'ίρειν (ταΖς ναυσί or τάς ναΰς). άτταίρειν. έζορ- μεϊν. εζορμίΧ,ειν την ναΰν : to get into the open s., άνοίγείν (X.) : to ride at anchor in the open 8., άτΓοσαλεύειν έπ' αγ- κύρας μετέωρον (Dem.) : living on or by the s. (as a fisherman), θαΧασσουργός, θαΧασσοβίωτος, 6 : of or belonging to the s., found or met with, near, or in the s., θαλάσσιο?, 2. ένάΧιος, 2. αλιος, 3 and 2 (Horn, and trag.). πελάγιος, 3 and 2. πόντιος, 3 and 2 (trag.) : situated near or by the 8., έπι-, παρα-θαΧάσσιος, and -θαΧασσίδιος, 2 and 3 (all Time, and Χ.). παράΧιος, 2: like the s., θαλασσοειδής, 2: the empire or dominion of the 8., θα- Χαττοκρατία, η : to have it, θαΧαττο- and ναυ-κρατεϊυ : hav- ing it, θαλαττο- and ναυ-κρά- τωρ, ορός, ό, ft. ναυκρατης, ές. To carry or convoy by 8., ναυστο- Χεΐν and ναυσθλοΰν: to go by 8., pass, of foregoing: to take with SEA one by s., ι/αυσθλοϋσθαι, mid. (all poet.) : to travel or voyage by s , j /αυστολεΐιζ : to sail on the s., πΧωιζειν (later πΧοΐζειν). To throw into the s., ποντίζειν (poet.), καταπόντιζε iv : to throw aby into the s., θαλάσσιοι/ εκρί- πτειν τιι/ά (Soph.) : a throwing into the 8., καταποντισμός, 6 (hoc, Dem.) : one who throws into the 8., καταποντιστης, οΰ, 6 (Isoc.) : to make into s. (what was land), θαΧασσοΰν (Aris- tot.) : to form a 8. (or lake, e. g. by an overflow), πελαγί'ζειν : washed or girt by the s., περίρ- ρυτος, 2. άμφίρρυτος, 2 (poet, and Hdt.). άμφίαΧος, 2 (poet, and X.). §^f* For other, poeti- cal, compounds see the Gr. Eng. Lex. under άλι-, θαΧασσο-, and πόντο-. See Marine, Mari- time, and Naval. SEA-BATH or -BATHING, ύδατα θαΧάττια, τά (as place). τό εν τ»; θαΧάττη Χούεσθαι (as act). To take a s.-bath, Χούεσθαι εν θαΧάττη. SEA-BREEZE, αύρα ν από θαΧάσσης πνέουσα. SEA-CALF, φώκη, η. SEA-COAST, παραΧία, η. παραθαΧάσσια, τά. τά παρά την θάΧασσαν. τά κάτω. SEA-FARING. E.g. a s.- man, ναύτης, ναυβάτης, ου, Θα- Χασσουργός, 6 : a s. life, ναυ- κληρία, η. SEA-FIGHT, ναυτικός or ο εν ταίς ναυσϊν άγων. ναυμαχία, η. To engage in as., ναυμα- χεΐν (προς τίνα, with aby) : to maintain a s , διαι/αυμαχεΐι/ τιιί (Thuc.) : to have a s. for, προ- ναυμαχεϊν τίνος : — with, συν- ναυμαχείν τινι : to wish to en- gage in a 8., ναυμαχησείειν (Thuc.) : to be victorious in a s., νικαν ναυμαχίαν : to conquer, destroy, subdue aby in a s., κατα- ναυμαχεΐν τίνα. SEA-GREEN, κυάνεος, κυα- νούς, 3. κυανοειδι)ς, ές. SEA-GULL, -MEW, Χάρος, δ. See Gull. SEA-KALE, ράφανος, η. See Cabbage, g. t. SEAMAN. See Sailor and Sea-faring. SEAMANSHIP, ναυτική, h. Skilled in s., ναυτικός, 3. SEA-MONSTER, κήτος, τό. μύραινα, ή. SEA-PORT. See Port, Har- bour, Haven. SEA-ROOM. E.g. to get s., άνοίγειν (X. ). μετεωρίζεσθαΐ (pass.). SEA-SHORE. See Sea- coast and Shore. SEA-SICK (to be), ναυσϊν or ναυτιάν. καρηβαρεϊν ΰπό σάΧου. SEA-SICKNESS, ναυσία or ναυτία, ft. σάλος, δ (Luc), πε- Χαγισμός, b (Alciph., usu. plur.). SEA- SIDE, τά προς θάΧατ- L12 SEA SEA SEC ταν. At the 8., προς της θα- λάχτ»7?. See Sea-coast. SEA- SULPHURWORT (plant), πευκέδανον, τό. πιυ- κέδανος, η. SEA-URCHIN, εχίνος (πε- Χάγιος), 6. σπάταγος, σπά- ταγγος, 6 (Aristot.), and σπα- τάγγη, ή (Aristoph.). SEA -WARDS, κάτω, irpos την θάλατταν τετραμμένος. SEA- WEED, φΰκον, τό (Lat. fucus), and φυκίον or φύκιον, τό (usu. plur.). βρύου (a mossy s.-w., Lat. alga), also μνϊον or μνΐον, τό. Full of s., φυκιόεις, εσσα, εν : bearing s., φυκιοφό- ρος, 2: eating s., φυκιο- and φυ- κο-φάγος, 2: to stuff with s., φυκούν (Diod.). SEA-WORTHY, πλωίμος, 2 (of a ship. Thuc.). Ships not s., νήες ούδεν στέγονσαί (Thuc.). SEAL, s. U Sea-calf] φώκη, ■η, also κήτος, τό, and plur. νέ- ποδες, oi (Horn.). 1J To seal with] σφραγίς, I<5os, h. U Im- pression made by a seal] σφρα- γίς, loos, ή. σφράγισμα, τό. σημαντήριον, σήμαντρου, ση- με'ιον, τό. To put a s. to athg or affix a 8., σφραγίδα επιβάλ- λε ιν τιυί. επισφράγιζε ιν τι. τω σημάντρω σημαίνεσθαί τι : to break the s., Χύειν την σφρα- γίδα : to keep athg under s., κατ.ασημα'ινεσθαι (for security), άποσημαίνεσθαι (legally, fur se- questration) : a counterfeit s., παρασημείον, τό [PI.) '■ one that forges a 8., ό παραποιησάμενος την σφραγίδα : one that en- graves s.'s, δακτυλιογλύφος, b (i. e. of a s. on a ring) : a s. ring, δακτύλιοι, ό: the keeper of the S., σφραγ ιδοφύλαζ, ακος, 6 : one that affixes a s. to athg (as to a document, τ-ό'7Γτ»)?,'7Γαι>δερκέτ>;9, ου, b (poet.) : far-seeing, τ?)λε- σκΌ7τος, 2 : difficult to s., ουσ- όρατος, 2 : worth s.-ing, αξιο- θέατος. 2. SEED, σπέρμα, τό (veget. and animal), σπόρος, b (veget.). θο- ρός, γόνος, b, γονή, ή (animal). Of or belonging to s., σπερματι- κός, 3 : to bear s., σπερματοΰν. σπερμο-φορεΐν, -φυεΐν,-γονεΊν : bearing s., σπερμο-γόνος, -φό- ρος, 2 : a bearing of s., σπερμά- τωσις, ή : springing fm s., σπερ- μοφυής, ές : to scatter or to yield s., σπερμοβολεϊν : to pick up or eat s., σπερμολογεϊν : eating s.'s, σπερμο-φάγος, 2, and -φα- γιά, ή (subst.) : to run to s., έκ- σπερματοϋσθαι (pass.) : left for s., σπερματίας, ου, b : having many, few, small s.'s, πολύ-, όλιγό-, μικρό-σπερμος, 2. ^| Fig. : cause or germ] σπέρμα, τό. αρχή, ή. αίτια, ή. ^\Fig.: progeny, offspring] Vid. SEED-CORN, σΐτος σττόρι- μος or εις την σποράν υποκεί- μενος, ο. SEED-TIME, σττορητός, ό. τα σπόριμα. SEEDLING, σπερματισμός, b (in plur., s.-plants. Theophr.). SEEDSMAN, σπερματοπώ- λης. ου, b. SEED, V. εκσπερματοΰσθαι ). See ' to bear Seed.' SEEDY, πολύσπερμος, 2. As a cant expression, seedy may be imitated by απ- or έζ-ηνθηκώς, υΐα, ο'ς (that has lost or past its bloom, withered) : a s. coat, ιμά- τιον κατατετριμμένον, τό. τρι- βών, ώνος, ο. τριβώνιον, τό. SEE SEL SEL SEEING THAT, as conj. See Since. SEEK. «I (Trans.) To make SEARCH for] Vid. ζητεΓι/, άνα- ζητεΐν. μετέρχεσθαι, μετιέναι (go to seek), δίζησθαι, ματεΰειν, μαστεύειν (poet.), ^f To endea- vour to attain or compass athg~\ ζητεΐν, σκοπεΐν, διώκειν, μετ- ιίυαι τι. σπουδάζειν περί (or ύπερ) τίνος, θηράν or θηρεύειν τι. επιθυμεϊν τίνος, πράττειν τι, and with inf., to s. to — , σπεύδειν, σπουδάζει», επιχει- ρεϊν, μηχανάσθαι,πειράσθαι (all c. infin.), also σκοπεΐν όπως, c. indie, fut. To s. (= look out) for friends, θηράν φίλους: to 8. aby's profit or advantage, πράττειν or σκοπεΐν τό τινι ζύμφορον. Sought, ζητητόί, 3 : a thing sought, ζήτημα, τό. τό ζητού- μενου : to be sought, ζητητέος, 3 : to be sought earnestly, σπου- δαστέος, 3: one must go and s., μετιτεον : to be each s.-ing the other, ζητεϊν του άντιΐητοϋντα (Χ.). SEEKER, μαστευτης, οΰ, ο (Χ.), and partepp. of verbs. SEEM, φαίνεσθαι (c. infin. ; fm outward and sensible signs). έοικεναι and δοκεϊν (fm suppo- sition). They s. to love one an- other, εωκισαν φιλοϋσιν αλλή- λους, ι^" The impersonal phrase, ' it s.'s that — ,' is formed person- ally, e.g. it s.'s that you (—you s. to) have done this, ύμεϊς μεν δοκεϊτε τούτο πεποιηκέναι : it s.-s as if you were going to say something strange, άτοπον Tt εοικας ίροϋντι : it s.-d as if they were amazed, they s.-d amazed, ο ιοιοι σαν θαυμάζοντες (Χ., φ%Γ like φανεροί ήσαν θ.) : aby s.'s to be (athg), δοκεΐ -ris είναι : to s. to be athg, δοκεϊν είναι τι or είδος εχειυ τιι /os : as it s.-s, εκ των εικότων, κατά τό εικός, εικότως. ως εοικε. ώς γοϋν εί- κάσαι : it s.'s to me (parenthet.), δοκεϊν εμοί : it also s.'s to me (so), συνδοκεΐ μοι. I s. to my- self (videor mihi), δοκώ μοι : I s.-d (to myself) to hear, εδοζ' όκοΰσαι. ^» It s.'s, parenth., may often be expressed by a ρ a, when a feeling of surprise, of find- ing oneself agreeably or disagree- ably undeceived is denoted : how ignorant, it s.'s, I was ! ώς ουκ άρ' ήδη (Soph.) : sts with ώς εοι- κεν, e. g. why then it s.'s we are come in vain, μάτην άρ' ημείς ώς εοικεν ηκομεν (Soph.). Athg s.'s likely, Vid. : it s.'s good, δοκεϊ, δέδυκται. SEEMING. See Apparent. SEEMINGLY, 'εκ των είκό- των. κατά τό εικός, ώς εοικε. είκότως. ώς γοϋν ε'ικάσαι. They s. loved one another, εωκεσαν φιλοϋσιν αλλήλους. SEEMLY. See Decent, Be- coming. SEER, yuai/Tis, εως, 6. The (519) ' art or gift of a seer, μαντική, η. J fem. μάντις, πρόμαντις, εως, η : to have the insight of a s., οικεία Trj ζυνέσει του γενησομίνου άριστον ε'ικαστην είναι (Thue.). SEETHE. See Boil. SEGMENT, απότομη, η. τμή- μα, τό. SEGREGATE. -See to Sepa- rate. SEIZE, λαμβάνειν, κατά-, επι-λαμβάνειν (athg, τι, by athg, τινός), λαμβάνεσθαί or άντι- λαμβάνεσθαί τίνος, εχεσθαί, άπτεσθαί, εφάπτεσθαί τίνος, επιχειρεϊν τινι. To s. forcibly, αιρεϊν, καθ αιρεϊν τι. συλλαβεϊν (arrest), άναλαβεϊν (e.g. όπλα, s. arms), άρπάζειν (rapere), συν-, άν-αρπάζειν. μάρπτειν (Epic), κρατεΐν τι or τινός, δράσσεσθαί τίνος (propr. and fig., e.g. ελ- πίδος). To s. upon the occasion, επε/ιβαίνειν τω καιρώ (jump at the opportunity) : to wait or be ready to s. the favorable opportu- nity, εφεδρεύειν τοϊς καιρυΐς : to s. upon a pretext, επιλαμβά- νεσθαι προφάσεως : to s. as se- curity, κατεγ-γυάν : to s. as a pledge for payment, προσενεχυ- ράζειν (Dem.) : to have one's goods s.-d for debt, ενεχυράζε- σθαι τά χρήματα (Aristoph.). Fire or the flame s.'s athg, to πυρ άπτεται τίνος, επιλαμβά- νεται τίνος, επινέμεταί τι. Ι am s.-d by a complaint or disease, περιπίπτω νόσω : to be s.-d with rage or fury, μανία or λύσ- ση περιπεσεϊν : to be s.-d by fear or with a panic, ταράττε- σθαι. εκπληττεσθαι. ασαφώς or άπ' αίτιας ουδεμιάς εκπλητ- τεσθαι (pass.) : he is s.-d with fear, φόβος έχει or λαμβάνει αυτόν. SEIZURE, ληφις, επί-, κατά- ληφις, η (of property), άντίλη- φις, h (of disease) : and Crcl. by the verbs under Seize. Right of s., σΰλα, τά, see ' letters of Marque.' To exercise right of s. agst the Boeotians, σΰλα ποι- εϊσθαι τους Βοιωτούς (Lys.). SELDOM, σπανίως, σπανι- άκις. σπανία (PL), όλιγάκις. Poet., πανράκις, παΰρα, μανάκις (PI. com., c. gen., e. g. της ημέ- ρας). To be s. seen, σπάνιον είναι Ίδεΐν. See Rare. t SELECT, v. λέγειν, άπο-, εκ-, επι-, δια-λέγειν. προλέγειν (poet.), εξαιρεΐν. κρίνειν, εκ-, προ-, εκπρο- κρίνειν (the last, Eur.). The mid. of these verbs, = s. for oneself. Also άπο-χω- ρίζειν, -μερίζειν (set apart). To s. beforehand, προεκκρίνειν. S.-d, see Select, adj. One must s., εκλεκτεον. εζαιρετέον. S.-ing, partepp. εκλεκτικός, 3 (eclectic). ^ SELECT, adj. λεκτός, 3. εκ-, επί-λεκτος, εξαίρετος, 2. εκ-, πρό-κριτος, 2. κριτός, 3 (poet.). αιρετός, 3. λογάς, άδος, 6, η (picked, usu. plur.). εκλογυς, 2 (later). A s. band (of troops), λεκτοι άπό του στρατεύματος, ol. λογάδες νεανίαι, οι. See Choice, adj., and Picked. SELECTION, ϊκλεζις, η (as act of selecting), εκλογή, η (as act and as result, as e. g. a s. of passages), παρεκβολή, η (chiefly of select authors) : and Crcl. with adjj. λεκτός or επίλεκτος, 2. αιρετός, 3. εκκριτος, 2. To make a s., έκλογην ποιεΐσθαι : (done) with due s., λογάδην, επικριδόν. SELF, αυτός, ή, ό. ^» For the use of the reflex, pron. of 3 pers. see Himself, and comp. He, His ; for the other persons see Myself, fyc, and gen. One- self. One's very s., αύτότα- τος, 3: one-s., him-s. (&c.),with nine others, δέκατος αυτός. Man considered in and by hims., αύ- τοάνθρωπος, 6. He is humanity itself, πέφυκε φιλανθρωπότα- τος είναι. % Self (as subst.)~\ Ε. g. he thinks only of s., s. is all in all with him, τά εαυτω μόνον συμφέροντα σκοπεϊ. My other s., έτερος εγώ : making much of s. (or great Ι), τον εαυ- τόν δη λέγων μάλα σεμνώς (PL). SELF-ABASED, partepp. of εαυτόν ταπεινοΰν, συστέλλειν. SELF-ACTING, αυτόματος, 2 and 3. SELF-CAUSED, αύτόφυτος, 2. SELF-CHOSEN, αυθαίρετοι, 2 (e.g. στρατηγός, poet.), αύτ- άγρετος, 2 {left to one's choice). αύτοπροαίρετος,2 (freely under- taken). SELF-CONCEIT, κατοίησις, η (Plut.). τΰφος, 6. δοκησισο- φία, η (PL). SELF-CONCEITED, τετυ- φωμενος,3. αϋτάγητος, 2 (poet., self- admiring ) . δοκησί - σοφός, -νους (wise in one's own conceit), δοκησιδέξιος (clever in one's own conceit). To be s., κατοίεσθαι (later). SELF- CONDEMNED, αύ- τοκατάκριτος, 2 (Ν. Τ.). SELF-CONFIDENCE, φρό- νημα, τό. See Self-reliance. SELF-CONFIDENT (to be), φρόνημα εχειν. τπστεύειι/ εαυ- τω. πιστεύειν γνώμη. SELF-CONTRIVED, αί,το- κατασκεύαστος, 2. SELF-CONTROL, εγκρά- τεια των επιθυμιών or εαυτοϋ, η. To possess, have, or exercise s., εγκρατεύεσθαι. εαυτού εγ- κρατή είναι, σωφρονεϊν. SELF-DECEPTION, άπατη ΰφ' αύτοΰ. τό ύφ' αύτοΰ άπα- τάσθαι, and prps αυταπάτη, η. SELF-DEFENCE, άμυνα, η. τό άλέξασθαι. What can be more just than s., what more honorable than assisting one's friends? τί γάρ έστιν η του άλεζασθαι δικαιότερον, η του τοϊς φίλοις άρηγειν κάλλιον ; SEL SEL SEN SELF-DENIAL, η των Ιδίων ζυμφερόντων ολιγωρία. SELF-ELECTED. See Self- chosen. SELF-EVIDENT, αύτοο.ι- λος, 2 (JEschyl.). See Evident. / SELF EXAMINATION, ίξ- ί'τασίί εαυτού, ή. τό έξετάζειν εαυτόν. SELF-EXISTENCE, τό αύ- τοεΐναι (of the Deity. Eccl.). αΰ- τοζωή, ή (Eccl.). SELF-EXISTENT, αύθ-ύπ- αρκτος, -υποστατός, 2. SELF- EXPERIENCE, αΰ- τοττάθεια, ή (Polyb.). τό αυτό- ττειρον. Speaking from s., αύτο- παθής, ές (Polyb.). SELF- FORMED, αυτόμορ- φος, 2 (natural. Eur.). SELF-GOVERNMENT. See Self-control. In a political sense, see Independence. ^ SELF- GROWN, αυτοφυή?, ες. αύτόφυτος, 2. φύσει υπάρ- χων or γιγνόμενος. SELF- INCURRED, αύθαί- ρετο?,2(β.ρ. κίνδυνος, Χ.), αυτ- επίσπαστος,2.αύτορέγμων(β^. ττότμος, JEschyl.). SELF-KNOWLEDGE, το yvuivai εαυτόν. SELF-LOVE, φιλαυτία, ή. SELF-MADE, αυτοποίητος, αϋτόσκευος, 2 (—simple, artless). See Self-formed, -contrived. SELF-MOVED, αυτοκίνητος, 2. See Self-acting. SELF-MURDER, αυτοχει- ρία, ή. αυθαίρετος θάνατος, ό. To be guilty of s., άποκτείνειν εαυτόν, διαχρήσασϋαι εαυτόν. άπολΧύναι την ζωήν. SELF-MURDERER, αύτο- χειρ, ειρος, ό. ανβέντης, ου, ό. αυτοκτόνος, ό. αύτοφόντης, ου, ο. To be a s., άποκτείνειν εαυ- τόν. See precedinq Art. SELF POSSESSED. E. g. to be s., εγκρατεύεσθιχι. εαυτού εγκρατή είναι, σωφρονεΐν. SELF-PRAISE, ό καθ' εαυ- τού έπαινος, περιαυτολογία, ή. SELF-PRESERVATION, ή της ζωής επιμέλεια. The in- stinct or instinctive desire for s., V της ζωής επιθυμία. SELF-PROCURED. See Self-incurred. Besides natu- ral evils men suffer other s. evils, χωρίς των αναγκαίων κακών οι άνθρωποι αυτοί έτερα προσπο- ρίζονται (PL). SELF- PRODUCED, αυτο- ποιός, 2 (Soph., = not planted by man). SELF RELIANCE. See Self- confidence. Because they had no s., δια τό την γνώμην άν- εχεγγυον γεγενησθαι (Thuc). SELF - RESTRAINT. See Self-control. SELF - SAME. See under Same. SELF-SATISFACTION, αυταρέσκεια, η. SELF-SATISFIED, αύτάρε- (520) σκος, 2. αυτάρκης, 2. εύκολος, 2 (in a good sense), αυθάδης, 2 (as censure). SELF-SEEKING. See Self- ish. SELF - SUBSISTING. See Self-existent. S. (= absolute), αυτοτελής, ές (e. q. αιτία, ή). SELF - SUFFICIENT. See Self-conceited. SELF-SUFFICING, αυτάρ- κης, ές. SELF-TAUGHT, αυτοδίδα- κτος, 2. S. in philosophy, αύτ- ουρ-γός της φιλοσοφίας (Χ.). SELF-TORMENTOR, αύτό- κακος, ό, η. εαυτόν τιμωρούμε- νος, -μένη. SELF-WILL, αύθάδεια, η. αύθάδισμα, τό (poet.). To be possessed of, be swayed or ruled by, s., αύτογνωμονεϊν, ίδιογνω- μονεϊν. SELF-WILLED, αυτόβου- λος, αύτοβούΧητος, 2. αΰτο-, ίδιο-, μονο-γνώμων, 2. μονογνω- μονικός, 3. αυθάδης, ες. αΰθαδι- κός, 3. αΰτόγνωτος, 2 (Soph.). To be s., αΰτο-, Ίδιο-, μονο-γνω- μονεϊν, and ίδιογνωμεΐν (Dion. Cass.), αύθαδ-ίζεσθαι and -ιάζε- σθαι. SELFISH, φίΧαυτος, 2. ό πράττων or σκοπών μόνον τό ίδιον συμφέρον and ό μόνον τό ΊδιωφεΧες (ορρ. to κοινωφελές) σκοπών. πΧεονέκτης, ου, ό (α grasping person), πλεονεκτικός, 3. SELFISHNESS, φιλαυτία, πλεονεξία, ίδιοπραγία, η, and Crcl. with the Adj. SELL. 1 (Trans.)] πιπρά- σκειν, διαπιπράσκειν. άπεμπο- Χάν. πωλεϊν. άποδίδοσθαι (mid., fut.,andaor.). διατίθεσθαι. Also άΧλοτριοΰν,άπαλΧοτριοΰν (alie- nate), and poet, έξοδάν, περνά- ναι (the price always genitive, e.g. πολλών, ολίγων χρημάτων). To s. and hand over (at once), δια χειρός πιπράσκειν (ορρ. to selling upon a written or formal agreement), also ωσπερ εξ αγο- ράς έκπιπράσκειν: willing to s., πωλητικός, 3 : to s. real pro- perty, άφανίζειν, άφανη καθ- ιστάναι την ούσίαν : to s. by Retail, Wholesale, by Auc- tion, Vid. Sold, πρατός, 3: that may be sold, πράσιμος, 2 : that must be sold, πρατέος, 3: a thing to be sold, ώνιον, τό. άγόρασμα, τό : it is sold or is to be sold, ώνιόν εστί τι : athg sold, πώ- λημα, τό : goods sold in the market, αγορά, η : to have athg to s., πράσιμον or ωνιον έχειν τι. See Sale, Saleable. ^[ Pig.] That has sold himself (for a bribe), διεφθαρμένος και πε- πρακώς εαυτόν (Dem.) : to be betrayed and sold, προδοθήναι και πραθηναι. To s. his life dear, ουκ άτιμωρητει or άτιμώ- ρητον πίπτειν. "ft (INTRS.) To find a sale (of goods)] διάθεσιν εχειν. διαπιπράσκεσθαι(ραε8.). To s. well, καλην 'έχειν την διά- I θεσιν. ώνητάς έχειν πολλούς . athg does not s., άπρατον γίγνε- ταί τι. άπρασ'ια εστί τίνος. SELLER, ό πιπράσκων, ον- I tos, πρατήρ, ηρος, ό. πωλητής, | οΰ, ό. πώλης, ου, ό (Aristoph., but not elsewhere except in com- pounds). A s. of everything, παντοπώλης : — of his own manufactures, αΰτοπώλης, ου, 6 (PI., with adj. αϋτοπωλικός, 3, Id.). See Dealer. SELLING. See Sale. SELVAGE or -EDGE, παρ- αίρημα, τό (of cloth, cut off by the tailor). See Strip, s. SEMBLABLE. See Like, Resembling. SEMBLANCE. U Propr.\ See Likeness. U Fig. : pretence] Vid. SEMICHORUS, ήμιχόριον, τό. SEMICIRCLE, ήμικύκλιον, τό. SEMI CIRC ULAR,^"iu- κλιος, 2. SEMIDIAMETER. See Ra- dius. SEMINAL, σπερματικός, 3 {with ref. to veget. and animal seed), θοραΐος and Θορικός, 3 (animal only), σπερματώδης, ες (seed-UL•). σπερματϊτις, ιδος, ή (e.g. φλέψ). SEMIN ΑΚΥ,προετοιμαστή- ριον, τό (late; mod. Gr. σεμινά- ριον, τό). SEMITERTI ΑΝ, ημιτριται- ος, 3 (Hipp.). SEMITONE, ημιτόνιον, τό (Plut., with adj. ήμιτονιαΐος, 3, consistinq of s.^s). SEMIVOWEL, ημίφωνον, τό. SEMPSTRESS. See Seam- stress. SENATE, σύγκλητο?, γε- ρουσ- and γεροντ-ία, βουλή, η. Assembly or sitting of the s., βουλή, ή. συμβυύλιον, τό : to assemble or convoke the s., συν- άγειν, συγκαλεΐν την βουλήν : decree of the s., βούλευμα, τό. βουλή, ή. SENATE-HOUSE^oiAtio»/, βουλευτήριον, τό. SENATOR, γερουσιαστής, βουλευτής, οΰ, ό. To be a s., γερουσιάζειν, βουλεύειν. SENATORIAL,/8ou\^tiicOs, 3 (e. g. όρκος, s. oath). Of s. rank, σι/γκλι/τικόδ, ό (sc. άνήρ). SEND, στέλλειν, επι-, άπυ- -στέλλειν τι, τινά. επιστέλ- λειν τι (e. g. έπιστολήν, a let- ter), πέμπειν, άπο-, εκ-, επι- πέμπειντι,τινά. Ίέναι,εφ-,άφ-, προ-ιέναι, and poet., Ίάλλειν, προϊάλλειν. To be sent by aby, πεμφθηναι παρά or υπό τίνος : to s. to aby, πέμπειν προς τίνα : to s. ambassadors to aby, πέμπειν προς or παρά τίνα (the object πρέσβεις understood fm the con- SEN SEN SEN text) : — a person to a place or spot, πέμπειν or εκπέμπειν or άποστέΧΧειν τινά εις χωρίου : — on a journey, επί πορείαν : — to school, εις διδασκάΧου πέμπει» : — in different direc- tions, διαπέμπειν (άλλον uWrj) : — to prison, the stone -quarries, the mines {as punishment), παρα- διδόναι εις φυΧακήν, εις λα- τομία?, προς την μεταΧΧείαν : — into exile, φυγαδεύειν. A s.- ing, πομπή, πέμψις, έπίπεμχΐ/ις, of news, άγγεΧία, ή. Sent, πέμ- πτος, 3, and partcpp. Poet, ιαλτός, 3. πόμπιμος, 3 and 2. Sent privily, ΰπόπεμπτος, 2 (X.). if To serco? about] δια- πίμπειυ (άΧΧον aXXy, in dif- ferent directions), περιπέμπειν. A sending about, διαπομπή, ή (Thuc.). if To send away] απο- στέλλε»/, έζαποστέΧΧειν, εκ- πέμπειν {of persons), άφιέναι and άποπέμπειν {of persons and things). See to Dismiss. if To send back] ά-ττο-, άνα- -πέμπειν, άποστίΧΧειν τινά. άπο-, άντι-πέμπειν τι {as an- swer). To s. back word, άπαγ- γέΧΧειν {προς τίνα, τινί τι) : to 8. back for, έπιμεταπέμπε- σθαι (Thuc). if Send down] καταπέμπειν. καθιέναι. ^ Send for] Το s. aby to fetch athg, πέμπειν τινά επί τι : to s. for aby, μεταπέμπεσθαίτινα.προσ- μεταπέμπεσθαι (Thuc). συγκό- μιζε σθ α ι (Χ.), άνακαλεϊν. Poet., πέμπεσθαι and στέλλεσθαι. A 8.-ing for, μετάπεμψις, ή : sent for, μετάπεμπτος, 2 : that must be sent for, μεταπεμπτέος, 3. if Send in] είσπέμπειν. To s. in a report, άπαγγέΧΧειν τινί τι or περί τίνος. διαγγέλλειν τίτινι. εΙσαγγέΧΧειν τι προς τίνα : to s. in a message to a place, 07ray- γέλλειν έπϊ or εις χωρίον. See to Despatch. The (official) re- ports sent in from all parts or quarters, αϊ πανταχόθεν απ- εσταλμένοι έπιστοΧαί. if Send OFF or OUT] άπο-, έξαπο-στέλ- Χειν, εκπέμπειν (as armies and fleets). A s.-ing out, άποστοΧ-η, εκπομπή (Thuc, PL), εκπεμ- ψις (Thuc), ή. άφεσις, απο- πομπή, ή. See Dismission. An army sent out on an expedition, στόλο?, ό. To s. out secret in- telligence to the enemy, εξαγ- γέλλει» τινί τι, τινί οτι — : secret information sent out, εξ- αγγελία, ή. if Send ON (before)] προ-αποστέΧΧειν (Thuc), -είσ- πίμπειν (Χ.), -αποπέμπεσθαι (X.). if Send ROUND] περιαγ- γέλλειν (word, orders, <§"c). See send ABOUT. Sent round, περί- πεμπτος, 2. if Send up] ava- -πίμπειν, -βιβάζειν. άνιέναι (emit). if To send word] έπ- αγγέλλειντινίτι. καταμηνύειν τι προς τίνα. άναφέρειντιπρός τίνα. επιστέλλειν τινί τι (by writing). To s. aby word or in- (521) formation, άπαγγέΧΧειν τινί τι. άπαγγέΧΧειν προς τίνα : word having been sent (or brought) that — , ε'ισαγγελθέντων 'ότι — (Thuc). SENIOR. Fm adj. Old. SENIORITY, πρεσβνγένεια, ' SENNIGHT. See Week. SENSATION, αίσθησις, ή, and το αίσθάνεσθαι. πάθος, τό, and αίσθημα, πάθημα, τό. See Feeling, Sense, Perception. The organs of s., τά αισθητήρια. To produce or make (quite) a s. (fig.), περίβΧεπτον γίγνεσθαι εν τινι. διά θαύματος είναι. SENSE. If Perception by the senses, sensation] αϊσθησις, ή. To have a s. for athg, αίσθάνεσθαι, εΰαίσθητον είναι τίνος : to have no s. for athg, άναισθήτως έχειν τινός or διακέΐσθα'ι τίνος, μη αίσθάνεσθαι τίνος, όποιον τι εστί. if The individual faculty by which external objects are per- ceived, as sight, £[c.] αϊσθησις, ή. αίσθητήριον, τό (seat Of the s.'s, organ of s.), and pi. τά αι- σθητήρια, έκαστα δι' ων αισθά- νονται οι άνθρωποι. Anything strikes, falls under, is perceived by, the s.'s, αίσθητόν εστί τι. αϊσθησιν παρέχει τι. The S. of sight or vision, όφις, ή : the s. of hearing, τό ακουστικοί/. ακουστική αΐσθησις, η. ακοή, ή '. — of smell, όσφρησις, ή : — of taste (gustatus), ή διά τοΰ στό- ματος or διά της γλώττ»)? αϊ- σθησις. γευστικά αισθητήρια, τ ά. All animals have in com- mon, or are endowed with, the s. of feeling or touch, τό τρ αφή αίσθάνεσθαι πάσινυττάρχειτοϊς ζώοις. Objects perceived by the inner and the outer s.'s, τα αι- σθητά τε και νοητά, if Faculty of consciousness] φρένες, ων, αι. τό φρονεϊν. νους, νου, 6. γνώμη, ή. To be in one's s.'s, εμφρονα είναι, εν εαυτω είναι, φρονεϊν. ευ φρονεϊν. σωφρονεΐν. ευ έχειν φρενών (Fur.) : to come to one's s.'s, άναφρουεϊν. εμφρονα καθ- ίστασθαι : to bring aby to his S.'s, φρενοΰν. νουθετεϊν : not to be in one's s.'s, παράφρονα είναι. Άφρονα είναι : to get out of, to lose, one's s.'s, έξίστασθαι τοΰ φρονεΐν. έξεστηκέναι φρενών, έξω έαυτοΰ or φρενών γίγνε- σθαι, if Sense, good sense] See Understanding. A man of s., see Sensible, if Meaning, pur- port] νους, νου, 6. υπό-, διά- νοια, η. τό δηλούμενον. The s. of a speech, τό δηλούμενον εν τω λόγω : keeping as close as possible to the general s. of what was spoken, έχόμενος ό τι εγ- γύτατα της ξυμττάσης γνώμης των λεχθέντων (Thuc) : there is no s. in the speech or saying, oi Χόγοι ούκ έχουσι νουν. δ Χό- γος ουδέν λέγει. SENSELESS, if Insensible] Vid. 1 Without sense] άφρων, 2 (of persons), άνους, 2 (of per- sons and things), άγνώμων, 6, r\ (and verb άγνωμονεϊν, X.). See Foolish, Silly, Irrational, and Nonsense. SENSELESSNESS, αφροσύ- νη, ή. άνοια, ν- SENSIBILITY, τό αίσθητόν. τό αίσθητικόν, έπιδεκτικόν. α"ι- σθησις. ή, and Crcl. with Adj. SENSIBLE, αίσθ,,τόδ, 3 (per- ceptible), αισθητικός, 3 (percep- tive, τίνος). Athg becomes s., αϊσθησιν παρέχει τι : to become s. (= aware, conscious), αίσθά- νεσθαι, επαισθάνεσθαί τίνος, 'έν- νουν γίγνεσθαι (γεγονέναι) 'ότι — (Lys.). if Painful, grievous] Vid. if Possessing good sense] εμφρων, 2. νουνεχής, ές. φρόνι- μος, 2. ζννετός, 3. ευγνώμων, 2. εϋΧογος, ουκ άλογος, 2. SENSIBLY. From the Adj., and νουνεχόντως, and έχόντως νουν (PI.). Χόγον έχόντως or Χογονεχόντως (as one word. Isocr.). To be s. (fig.) affected, διινώς Χυπεΐσθαι. Χνπηρώς και βαρέως φέρειν τι. > SENSITIVE, αισθητικός, 3. ευαίσθητος περί τι. εναισθτη- τως έχων τινός or περί τίνος (ΡΙ.). ευπαθής (ές) υπό τίνος (Aristot.), εϊς τι (Theoph.), προς τι (Plut.), τινί (Plut., with verb εύπαθεΧν). Χεπτός, 3 (of fine or delicate feelings) : keenly s. to athg, όζυπαθής, ές, έπ'ι τινι. ( SENSITIVENESS,£U7ra0£ia, ή (Plut.). τό εΰαίσθητον, αίσθη- τικόν, αισθητικώς εχειν. SENSORIUM (Lat.), αίσθη- τηριον, τό. SENSUAL, if Founded on the bodily senses] b, 17, τό διά τοΰ σώματος, e. g. s. pleasure or enjoyment, ν διά τοΰ σώμα- τος ηδονή : s. desires or delights, ai διά τοΰ σώματος έπιθυμίαι or ήδοναϊ at περί or κατά τό σώμα. if Addicted to sensual pleasure] ήδυπαθής, ές (and verb ήδυπαθεϊν). 77ττωί/ των ηδονών or πάσης της ηδονής or επιθυ- μιών, άβροδίαιτος, 2. τρυφών, τρυφερώς or διατεθρυμμένως Χ,ών. SENSUALITY, ήδυπάθεια, φιΧηδονία, ή. τό άβροδίαιτον. τό δουΧεύειν ταΊς ήδοναϊς, and Crcl. with the Adj. SENTENCE,*, if A pro- nounced judgement] κρίσις, γνώ- μη, ψήφος, ή. ψήφισμα, τό. δίκη (κατεψηφισμένη), ή. Το pronounce or give a s., γνώμην or κρίσιν ττοιεϊσθαι. την ψήφον τίθεσθαι, also δικάζει» (of the judge) : the judge (or juror) must give, pass, or pronounce a just s., συν τω νόμω δει τίθεσθαι την ψήφον τον δικαστήν, or ορθώς την δίκην δικάζειν : to pass s. on or agst aby, καταγιγνώσκειν τινός : to pronounce a s. like this, ταύτ»; θέσθιιι την ψήφον SEN SEP SER (Lys., with ref. to each juror) : to pass a s. of death on aby, κατα- γιγνώσκειν τινός θάνατον, τι- μάν τίνα θανάτου (sc. δίκην) : to have a 8. passed on one, άΧίσ- κεσθαι, and the pass, of the verbs in to Sentence, e. g. άΧίσκε- σθαι κΧέπτοντα or κ\οπής (for theft). A s. of death is passed upon aby, θάνατος καταγιγνώ- σκεταί τίνος. See to CONDEMN. A passing β., τίμησις, η. Τ A maxim or axiom,usu. moral] γνώ- μη, ή. απόφθεγμα, τό. ρήσις, ν- 1ί A short paragraph or pro- position in writing] Χόγος, b. τό Χεγόμενον, Χεχθέν, ρηθέν, ρήσις, η. ρήμα, τό. A well- rounded Β., περίοδος, h : the structure or construction of a s., Ύ] τών Χόγων διάθεσις. SENTENCE, v. κρίνειν, κρί- σιν ποιεισθαι. γιγνώσκειν. άπο- φαίνεσθαι γνώμην. See to give, pass Sentence. To s. aby to athg, κατα-γιγνώσκειν or -δικά- £ειι/ or -χΐ/ηφίζεσθαί or -χειρο- τονεΐν τινός τι : I am s.-d by law to athg, κατέγνωσταί μοί τι : to s. to the galleys, (δεθέν- τα) παραδοΰναι εις ϋπηρεσίαν : one s.-d to the galleys, b ες την ϋττηρεσίαν παοαδεδομένος. SENTENTIOUS, γνωμικό*, αποφθεγματικός, 3. γνωμοτύ- πος, 2 (Ar. and Aristot.). To he s., γνωμοτνπεΐν {Ar.) : given to be s., γνωμοτυπικός, 3 (Ar.) : to speak in a (pompous) s. man- ner, σεμνολογεϊν. a s. manner of speaking, σεμνοΚογία, η. SENTIENT, αισθητικός, 3. S. life, ζωή αισθητική, η (Aris- tot.), and CrcL, e. g. αΐσθησίς εστίν τινί τίνος. SENTIMENT, γνώμη, ή (no- tion, opinion), πάθος, τό (feel- ing), also πάθημα, τό (affection experienced). See Feeling; ^» like that word, s., or s.'s is often not expressed in the Gr., e. g. to entertain friendly s.'s or a s. of friendship, εϋνοϊκώς διακεϊσθαι or εχειν, εΰνοιαν έχειν, ευμενώς δια-κεΐσθαι or -τεθήναι, προς τίνα : he knows what are my S.'s towards him, οίδεν ώς εχω προς αυτόν : to entertain the same s.-s with aby, όμο-φρονεΊν, -votlv, -γνωμονεϊν τινι. Of high, noble s.'s, μεγαΧόφρων, 2. μέγα φρονών : of mean, base s.'s, μι- κρό-, ταπεινό-φρων, 2. μικρό- ψυχων, ταπεινοφρονών. Sus- ceptible of lively, vivid, s.'s, εμ-, εύ-, περι-παθης, ες. Tf A striking sentence] γνώμη, η. SENTIMENTAL, παθητι- κός, 3 (of things), εμπαθής, ες. εμπαθώς διακείμενος, -μένη (of persons), and prps αισθητικός, 3. To be of a soft, s. turn, ηθει μαλακωτίρω κεκράσθαι. οίον είναι παϋεΐν τι προς τι SENTIMENTALITY, εμπά- θεια, η. τό ευπαθές (and prps τό α'ισθητικόν) της ψυχής. (522) ήθος μαΧακώτερον, τό, and prps τό εΧεεινόν (e.g. θρέψαντα γαρ εν εκείνοις ίσχυρόν τό εΧεεινόν ού ράδιον εν τοις αΰτοΰ πάθεσι κατέχειν, PL). SENTINEL, φύΧαξ, ακος, ο. φρουρός, ο. πρόκοιτος, ό. τει- χο-, σκηνο-, ναυ-φύΧαξ (to pro- tect a fortress, camp, ship). To place or post s.'s, διατιθίναι or καθιστάναι φύΧακας. SENTRY. 1 Sentinel] Vid. •f[ Guard, watch] Vid. A s.-box, η τών φυΧάκων or φρουρών στέγη or σκηνή. SEPARABLE, διαιρετός, χω- ριστός, t/xjjtos, 3. διάΧυτος, ευ -χωριστός, -διαιρετός, -διά- and -από-Χυτος, 2. Comp. DIVI- SIBLE, Soluble. SEPARATE, υ. χωρίζειν, άπο-, δια-χωρί'ζειν (with ref. to place), διαιρεϊν (to divide into parts). Χύειν, δια-, άνα-Χύειν. δίχα ποιειν, διχάζειν (PL), and διαζευγνύναι (what before was joined, e. g. man and wife, άνδρα και γυναίκα). άπο-, δια-σπάν and -ρηγνύναι (with violence). σχίζειν, διασχίζειν (to cleave). άπαΧΧάττειν (to loosen, make loose), άφ-, δι-ορίζειν (by a boundary), διαφράσσειν (by a hedge), διακρίνειν (i. e. to dis- tinguish or discern fm athg, χωρί- "ζειν τινός and από τίνος). To s. the combatants, διαΧύειν τους ερίζοντας : to be s.-d from athg, κεχωρίσθαι τινός or άπό τίνος, χωρίς γίγνεσθαι τίνος, διαστή- ναι άπό τίνος. To s. (oneself) fmathg, άπαΧΧάττεσθαί (pass.) τίνος, δίχα γίγνεσθαι τίνος, χωρίζεσθαί (pass.) τίνος and άπό τίνος : to s. (one from an- other), άπαΧΧάττεσθαι άΧΧή- Χων : to s. (oneself) fm wife or husband, see Divorce. SEPARATE, adj. From the past partcp. of the verbs, e.g. κε- χωρισμένος, 3, κτλ. 'ίδιος, 3 (particular, peculiar, several). A s. treaty of peace, σπονδαι "ιδιαι, ai : to conclude a s. treaty of peace, ιδία ποιεισθαι σπονδάς : s. negotiations, 'ίδιοι Χόγοι, οι : to enter into s. negotiations, ιδία ποιεισθαι Χόγους : a 8. compact or bargain, Ιδιαι συνθήκαι or σπονδαι, αϊ : to conclude it, Ίδια ποιεισθαι συνθηκας or σπονδάς. See Single, Apart. SEPARATELY, χωρίς. ιδία. καταμόνας. καθ' εν εκαστον. To place or arrange every thing 8., διατάττειν, διατιθέναι : I shall dwell upon or discuss each of these objects s., διεξιών φρά- σω εκαστον or καθ' 'έκαστα τού- των. See Apart, Severally, Singly. SEPARATION, χωρισμός, b. χώρισις,διαίρεσις,διά-,άπό-, σύΧ-Χυσις, διά-κρισις, -ζευζις, διαχώρισις, άπαΧΧαγτί, ή. See Parting, s. S. of husband and wife, see Divorce. SEPIA, σηπία, η. SEPTEMBER, εννατος μην, b. "Σεπτέμβριος, b (Lot.). $§>=• For theAtt. rendering see Month. SEPTENARY. Crcl. with Seven. SEPTENNIAL. See 'of Se- ven years.' SEPTUAGENARY. See un- der Seventy•. SEPTUPLE. See Seven- fold. SEPULCHRAL, ταφεΐος, τάφιος, 3. εν-, επι-τάφιος, 2. S. inscription, επιτάφιον, τό : s. urn, υδρία, η : s. monument, μνήμα, σήμα, μνημεϊον, τό. ^f Fig.] A 8. voice, κοιΧοστομία, φαιά φωνή, τ) : having a s. voice, κοιΧόστομος, 2. SEPULCHRE, ταφι',, ή. τά- φος, τύμβος, ο. See Grave, Tomb. SEPULTURE. See Funeral, Burial. SEQUEL, 0, n, τό μετά ταύτα, μετόπισθεν, έζής, or Crcl. with επεσθαι, εχεσθαι (τι- νός). Also τέΧος, τό (= issue, consequence). SEQUENCE, διαδοχ-η, v. See Succession, Series. SEQUENT. Partcp. of Fol- low, Pursue, Succeed. SEQUESTER. See to Sepa- rate and to Sequestrate. S.-d, see Retired : to live s.-d, ίδιάζειν. SEQUESTRATE, χωρίς &X- Χω ώς επιτραπώ εγχειρί\ειν τι. μεσεγγυάν or άσθαι (mid.), επί μεσεγγύω τιθέναι τι (as se- curity) : the thing s.-d, μεσεγ- γύημα, τό. SEQUESTRATION, άπόθε- σις, άποχώρισις, μεσεγγύησις, V. SEQUESTRATOR, μεσέγ- γυος, μεσεγγυητης, ο του μεσ- εγγυηματος or μεσεγγύης διοι- κητής, ου, ο, and Orel, with the Verb. To be or act as 8., εζ επιτροπής or επ'ιτροπον διοι- κεΐν τι. SERAGLIO, γυναικείον, τό. (As = palace of the Turkish sul- tan, σαράι, σαραϊοϋ, τό, mod. Gr.) SERAPH, SERAPHIC (Heb. and eccl.). See Angel, Ange- lic. SERENADE, s. νυκτερινή συμφωνία, r), also κώμος προς τίνα. SERENADE, v. κωμάζειν προς τίνα (Theocr.). SERENE. «ΪΪ Prop.] αίθριος, ευδιος, δίαιθρος, 2. A s. sky, αιθρία, α'ίθρα, ή. See CLOUD- LESS, Clear, Bright. *U Fig.: untroubled, calm] γαΧηνής, ές. γαληναΐος, 3. To be s., yaXjj- νιαν, -ιά"ζειν, -Ίζεσθαι. Spirit of serenest calm, φρόνημα νηνέ- μου γαΧήνης (JEschyL). SERENITY, ευδία, αίθρια, γαΧήνη, h (of the sky and tvea- SER ther). τό γαληνάίον, γαληνότης, ητος, ή (of countenance), also το φαιδροί/ and φαιδρότης, ητος, η. ευθυμία, Ίλαρότης, ητος, and γαλήνη, ή [of mind), also γλυ- κυθνμία, η. SERF. See Slave. θής, θη- τός, ό. πενέσται, οι [esply Thes- salian). SERGE. See g. t. Woollen. SERGEANT. % A subaltern officer in the army} prps πεντη- κοντήρ or -στήρ, ηρος, πεντη- κόνταρχος, 6, or δεκαδάρχης, ου, or δεκάδαρχος, 6. S. major, υπολοχαγός, 6. U As officer of a court of law or police] κλητήρ, ijpos, or g. t. υπηρέτη?, ου, 6. SERIES, ειρμό?, στίχο?, 6. συστοιχία, η (Aristot.), also το συνεχές, ους. διαδοχή, ή. See Order, Sequence, Succession. In a S., κατά διαδοχήν, εκ διά- δοχης : a connected or continued Β., συν-έχεια, -άψεια, ή : form- ing one, συνεχής, ε?, εχόμενος αλλήλων, ati διαδεχόμενοι αλ- λήλους. 6, ή, το έξης, εφεξής. SERIOUS. 1 Grave, earnest] σεμνός, σπουδαίος, 3. εσπουδα- κώς, -κυΐα, -κός [earnest), σεμνο- πρεπής, ες. To be or look s., σεμνόν είναι or βλέπειν : to put on a s. look, σεμνοπροσωπεΐν. άνασπάν τάς όφρΰς. σπουδαίως Ίστάνιζι το πρόσωπον : to say athg with a very s. face, μάλα έσπουδακότι τω προσώπω ει- πείν τι : as. word, σεμνολό- γιιμα, τό. σεμνός λόγος, 6 : to speak in a s. tone, σεμνολογεΐν : very s., βλοσυρός, 3 (prop., stern, scowling) : is he s. in this, or does he joke? σπουδάζει ταΰτα η παίζει ; (PL) ^f Grave in its consequences] δεινός, χαλεπός, 3. A S. illness, νόσημα χαλεπόν, τό : to make s. matters of trifles, κενοσπονδεϊν. SERIOUSLY. Fm the Adj. To speak s., σεμνό-, σπουδαιο- λογεΐν : to pursue athg s., σπου- δή πράττειν τι. See in Ear- nest, Earnestly. SERIOUSNESS, σπουδαιό- της, σεμνότης, βαρΰτης, ητος, v. See Gravity, Earnestness. SERMON (eccl. t), ιερός or περί των θείων λόγος, 6. παρ- α'ιυεσις, ομιλία, ή. Conip. to Preach. Το make or preach a 8., ιερολογεΐν. SEROSITY or SERUM, όρος or ορρός, 6 (PI-, Tim., g. t. for watery part of milk and of blood), also Ίχώρ, ώρος, 6 (the same, Id. and Aristot.). SEROUS, ορώδης, Ίχωρωδης, ες, and ϊχωροειδής, ες (Hipp.). To run with s. matter, ίχωρρο- είν (Hipp.}. SERPENT, όφις, εως, 6. ί\ιδνα, ή. δράκων, οντος, 6. <τήψ, σηπός, 6, η (a s. whose bite causes putrefaction). See Viper and Snake. Of or relating to a s., όφιακός, 3 : begotten by a s., (523) SER όφιογενής, ες : bit by a 8., όφιό- δηκτο?, 2 : infested by or full of s.'s, όφιώδης, ες : s. -like, όφεώ- δης, ες. δρακοντοειδής, ες : 8.- like hair, όφεώδης κόμη, ή : hav- ing it, όφιοπλόκαμος, 2. όφίο- θριξ, 6, ή. For other compounds see the Gr. Eng. Lex. under όφιο-, δρακοντο-, έχιδνο-. Relating to the treatment of s.'s, όφιακός, 3. _ SERPENTINE, adj. όφίτης, όφιήτης (poet.), ου, ό. όφΐτις, ιδος, ή. δρακοντόμιμος, 2 (Sopat. αρ. Ath.). ελιξ, ικος, 6, ή (e. g. γραμμή, a s. line), ελιγματώ- δης, ες. H As subst.] S. (stone), όφίτης, 6, or όφϊτις, ή (λίθος), όφιητις πέτρα, η (Orph. and Dionys., Perieg.). SERPENTINE, v. έλίσσε- σθαι (pass.). S.-ing, see Ser- pentine, adj. SERUM. See Serosity, Se- rous. SERVANT, θεράπων, οντος, 6, and (less usu.) θεραπευτής, οϋ, ό. διάκονος, ό (attendant, waiter). δούλος, b (a slave), ο'ικέτης, ου, b (domestic), υπηρέτης, b (as- sistant), ακόλουθος, b (footman, lackey), λάτρις, ιος, b (hired s., poet.), παις, b (boy, attendant generally). A maid-s., θεράπα ί- να, θεραπαινίς, ίδος, δούλη, oi- κέτις, ιδος, διάκονος, κομμώτρια (lady^s maid), -η. The s.'s, ο'ι- κέται, ων, οι. θεράποντες, ων, οι. θεραπεία or δουλεία, ν (col- lectively), also Crcl. οι περί τίνα or οι συν τινι. To be aby's s., see to Serve. Your s., your obedient s. (expressions of cour- tesy), ασπάζομαι σε. θεραπεύω σε πάση θεραπεία : (at leaving, or as conclusion of a letter), χαίρε, ερρωσο, υγίαινε, and their plur. SERVE, θεραπεύειν (as do- mestic), διακονειν, ύπηρετεΊν, ύπουργεΐν τινι. λατριύειν, θη- τεύειν παρά τινι (as hired day- labourer), ο'ικετεύεσθαι (as do- mestic), δουλεύειν (as slave). μισθ-αρνεΐν, -οφορεΐν (for hire or wages). To be well s.-d, ευ or καλώς ύπηρετεϊσθαι. χρη- σθαι θεράπουσι χρηστοΐς. Το s. in the army, στρατέ ύεσθαι : — in the fleet (as marine), επι- βατεύειν. θαλασσουργεΐν : to s. with aby in the army, συστρα- τεύεσθαί τινι : to 8. under aby, στρατεύεσθαι ηγουμένου τινός or υπό τινι (Plut.), or ΰποστρα- τεύεσθαί τινι : to have s.-d ten years, δέκα ετη στρατεύσασθαι. δεκαετή στρατείαν υπομεΐναι : to s. for pay, στρατεύεσθαι (or act.) επι μισθοϋ (Χ.) : to s. on horseback, Ίππεύειν. των ιπ- πέων είναι : to 8. on foot, πε- ζεύειν. πεζή or πεζόν στρατεύ- εσθαι : — in the hoplites, 07τλι- τεύειν : — in the light-armed, τών φιλών ε"ίναι. Το 8. the state or the public, κοινή παρ- έχειν εαυτοί/ χρησθαι. δημοσι- εύειν. πράττειν τά της πόλεως. SER λειτουργεΊν τη πάλει. ^[ Το be serviceable or useful] χρήσι- μον εαυτόν π αρέχειν. χάριν ύπ- ουργεΐν τινι. εύεργεσίαν κατα- θέσθαι ε'Ίς τίνα (to oblige), ώφέ' λιμον or ώνήσιμον εΊναί τιι/ι προς τι (of things). *Π To wor- ship] Vid. TJ To serve any given purpose, answer the purpose of] είναι εν μέρει or τάξει τινός or αντί τίνος. Their shields s.-d for ramparts, άντϊ τειχών ησαυ αύτοΐς α'ι ασπίδες : to s. for a pretext, πρόφασιν παρίχειν. *\\ To serve up (meats, fyc, on the table)] παρατιθέναι, παραφέ- ρειν. The viands that are s.-d up, τά παρατιθέμενα όψα : to s. at table, see to Carve. A well s.-d table, δεΐπνον πολύοφον και ποικίλον (Luc.) : his table is al- ways well s.-d, λαμπρά τη δι- αίτ-η χρηται. % To requite] VlD. I am rightly s.-d, it s.'s me right. άξια επυ.θον. Comp. Deserve, Desert, s. Tf Phrases] To 8. a warrant, κλητεύειν: to s. an of- fice, λειτουργεΊν (λειτουργίαν) : to s. an apprenticeship, Vid. : to s. out one's time, παραμένει» τον τεταγμένου χρόνον : to s. through one's campaigns, δια- στρατεύεσθαι. SERVICE, f Function of a servant] θεραπεία, δουλεία, δια- κονία, λατρεία, θητεία, υπ-ονρ- γία, -ηρεσία, διακονία and δια- κόνησις, ή. δούλευμα and λά- τρευμα, τό (poet.). Painful s.'s, πόνων λατ ρεύματα (Soph.). Το enter into 8., δουλείαν ύπομέ- νειν : to be in s. to, in the s. of aby, see to Serve and Servant. To dismiss from one's s., άπό- μισθον ποιείν. U Military ser- vice] στρατεία, η. Relative to, fit for s., στρατεύσιμος, 3: to grow old in the s., έγγηράσκειν τοϊς όπλοις : exemption fm s., άστρατεία, η : exempt from s., άστράτευτος, 2 : fit for S., καθ- αρός, 3. ενεργός, 2 : to be in active s., εν μέρει είναι. *\\ Di- vine service] λατρεία τοϋ θεοϋ, V (PL), λάτρενμα, τό (poet.). Ίερά,τά. θεοΰ or θεών θεραπεία, ή. λειτουργία, η (LXJC.). Το celebrate divine s., Ίεροποιεΐν or ιερουργεϊν, τά ιερά ποιεϊσθαι. See to Officiate and Worship. To dedicate oneself to the s. of God, καθιεροϋν εαυτόν τω θεω. S. of the mass, of holy commu- nion, λειτουργία, η (eccl. t.) : funeral s., ενάγισμα, τό : to perform or celebrate it, έναγί- ζειν. ίί Service of the state] λειτουργία and -»}σία, ή, also διοίκησις, οικονομία, η (adminis- tration). Those in the public s., oi εν τε'λει. *[J A kindness done, benefit, assistance] εύερ-γεσία, η. ευεργέτημα, τό. See BENEFIT. υπ-ούργημα, -ηρέτημα, διακό- νημα, θεράπευμα, ωφέλημα, and poet, λάτρευμα, δούλευμα, προ- πόλενμα, τό. To perform, do, SER SET SET or render a s., υπουργεΊν, ύπ- ηρετεΐν, διακονεΐν τινι : to be of great s., ωφεΧειαν μεγάΧην εχειν (of things) : to render great β.'β,ττολλήι/ ώφέΧειαν παρέχειν. ποΧΧά ώφεΧεϊν. χρείας παρ- έχεσθαι or ενδείκνυσβαί τινι. ποΧΧού άξιον εΤναί τινι. καΧώς ΰπηρετεϊν τινι : he rendered to the army many important s.'s in this respect, ποΧΧαχοΰ ποΧΧοϋ άξιος ύ\ι στρατιά εις ταΰτα εγένετο : to offer aby one's s.'s in anything, όμοΧογεϊν or ύπο- σχέσβαι συμπράττειν τι τινι or συνεργόν έσεσθαί τιν'ι τίνος, παρέχειν εαυτόν τινι χρησθαι : to be at aby's s., ϋπάρχειν τιν'ι (De?n.) : all is at your s., εξεστί σοι πάσι τούτοις χρησθαι Όπως βούΧει or ο τι άν βυύΧη : I have need of your s.'s, σοΰ χρείαν εχω. To do a kind s., χαρίζε- σθαι. χάριν ΰπουργεΐν. A pre- vious s., προύπαρχη, η (Aris- tot.). το πρυϋπηργμένον (Dem.) : a s. in return for another, άνθυπ- ούργημα, τό. To be forward to do aby a s., προεσθαι τιν'ι εϋερ- γεσίαν (i. e. to risk it without knowing whether the person obliged will repay the person who served him. X.). if A dinner, Qc. ser- vice] κατασκευή, ν (e. g. αργύ- ρου, as. of silver plate). SERVICEABLE, υπουργός, 2. υπηρετικός, 3. χρήσιμος, 3, or ωφέλιμος, Ί,ε'ίς τι. (See USE- FUL, Advantageous. SERVICE-TREE, δα, ή (Lot. sorbus) : its fruit, όον, τό (sor- bum). SERVILE, δουΧοπρεπης, ες. δουλικός, and poet. δούλιος, 3. άνδραποδώδιις, ες. S. sentiments and actions, see Servility. The s. caste, το ττενεστικόν (PL), τό θητικόν (Aristot.). if As obse- quious or /aiming] άρεσκευτικός, θωπευτικός. 3. SERVILITY, τό όνδραπο- δωδες. τό ταπεινόν και σκυΧα- κώδες. άνδραποδωδία, η. δουλο- πρέπεια, η. άνεΧευθερία, ή. if Base obsequiousness] αρέσκεια, κοΧακεία, η. To shows., άρεσκεύ- εσθα'ι τινι. θωπεύειν τινά. SERVITUDE, δουΧεία, η. Χατρεία, η. See Service and Slavery. To reduce to s., see to Enslave. SESAME, σησάμη, η (the plant), σησαμον, τό (the grain). Like s., σησαμώδης, ες : made of s., σησάμινος (ΑΓ.), σησαμαΐ- ος, 3. σησαμίτης, ου, ο : a cake made of s., σησαμη and σησα- μις, ίδος and ιδος, η. σησαμοΰς, οϋντος, 6 : sprinkled over with s., σησαμ,όπαστος, 2. SESQUI-, in words borrowed from the Latin, as sesqui- alter, sesqui-alteral, 1§, ημισύτριτον or ήμισυ τρίτον (a third half), τιμιόλιος, 2 and 3 (half [vid.] as big again, in the ratio of 3 to 2): sesqui-pedal, τρΓις ημίποδας (524) έχων, ούσα, ον. τριημιποόιαιος, 3, and subst. τριημιπόδιον, τό (the length of afoot and a half) : sesqui-plicate (= in the ratio of 3 to 2), as sesqui-alter : sesqui- tone, τριημιτόνιον, τό : but ses- quitertian (Ji, or ratio of 4 to 3), έττίτριτος, 2 : sesquioctave, έπ- όγδοος, 2. SESSION, έδρα, f,. συνεδρεία or συνεδρία, η. σύΧΧογος, 6. To have or hold a s., συγκαθησθαι. συνεδρεύειν. εδραν ποιείσθαι. συΧΧεγομένους βουλεύεσθαι : a hall where s.'s are held, συν- ίδριον, τό (but also the s. itself). See Sitting and Assize. SESTERCE (Lat. sestertius), νοϋμμος, 6 (nummus, Plut.; in the Dorian states of Italy and Sicily a coin of lg obols). The sesterce after Augustus is supposed lfd., in the latter times of the re- public = 2|o5., which values an- swer to 9 T 3 3 and 10^ χαΧκοΐ re- spectively. See Penny. SET. See g. tt. to Put, to Place. if To give or assign a place or position] ϊστάναι, καθ- ιστάναι, τιθίναι, κατά-, δια- τιθέναι. ϊδρύειυ. ϊζειν, καθίζειν (make to sit, comp. to Seat). κΧΊνειν (make to recline or lie, cf. Lay). To be set (= placed), κεΐσθαι, κατακεΐσθαι. στηναι. ιδρυθηναι. To s. trees, plants, &c, see to Plant. To s. athg in gold, &c, ε'Ίρειν (Horn.), έν- δε'ιν τι τινι : to s. in gold, silver, περι-χρυσοϋν, -αργυροϋν : as adj. περίχρυσος, περιάργυρος, 2 : to s. with precious stones, έπικοσμεΐν Χίθοις, as adj. Χιθο- κόΧλητος, 2. To s. a broken or dislocated limb, ε ζευκρινεϊν , συν- διορθοΰν. δι- and κατ-αναγκά- ζειν. άρθρεμβοΧεϊν. καταρτί- ζειν. Το 8. sail, επαίρεσθαι ιστία, άνα- or έκ-πεταννύναι ιστία (prop?: to hoist them), άν- άγεσθαι or πλεΐν, έκπΧεΐν (to sail aivay) : to order the fleet to s. sail, α'Ίρειν t«s ναϋς. To s. his life upon the hazard, παρα- βάΧΧεσθαι την ψυχην. See Hazard. To s. athg to aby's ac- count (as its cause), άναφίρειν τι εις τίνα. To s. a razor, see to Sharpen. For various combi- nations of set tvith an accusative, see the accompanying subst., e. g. to s. a price on athg or on aby's head ; to s. a guard, sentry, &c. ; to s. an example, the fashion, a task ; to s. nets, traps ; to s. bounds ; to s. one's HAND, SEAL, SIGNATURE ; to S. one's heart, mind upon athg; to s. foot, if Set, followed by an accusative and another term, subst. tvith preposition, adj. or partcp., infin. or participial subst., constituting a factitive relation, is often rendered in Greek by a single verb, esply causative, e. g. to s. free, s. at liberty, ίΧευΰεροϋν : to s. in motion, s. agoing, κινεϊν, ορμάυ '. to s. oneself, itself, in motion, κινεΐσθαι. άναζευγνύ- ναι (of an army) : to s. at rest, εττιστησαι. τταύειν, and fig. see to Tranquillize : to s. right, άν-, ετταν-, δι-ορβοϋν, also έκδι- δάσκειν, νουθετεΊν, φρίνοϋν : to set to r.'s, τάττειν, δια-τάττειν, -κοσμεϊν, εύβετεϊν. καΧώς δια- τιθέναι : to s. in ORDER, to s. on fire, s. (the teeth) on edge, s. athg on foot, see those ivords: to s. aby to work, όρμάν τίνα επί τι. έργον τι εττιτάττειν τιν'ι : to s. (oneself) to work, έργάζεσβαι (mid.), ατττεαθαι τοΰ έργου, εττιτίθεσθαι (mid.) τω έργω : to s. to work diligently upon athg, εττιθέμενον άσκεΐν τι : to s. to work in earnest, ετταττοδύεσθαί (mid.) τινι (strip for. Aristoph.). To s. at nought, έξουδενίζειν. τταρ' ούδεν τίΰεσϋαι. Χόγυν ού- δίνα ΤΓοιεϊσθαί τίνος, ως ούδεν ηγεΐσθαι. *ff To set (intrans.) : to go doivn (of the heavenly bodies)] δύεσθαι, καταδύεσβαι (δΰναι, καταδϋναι). if To take a direc- tion] e. g. as a current, tide, <|t\, ρεΐν : to s. (or fall) regularly (as the folds of a garment), έξης τεί- νειν (Eur.). Set about athg (intrs.), tVi- and εγ-χειρεΐν τινι. ατττεσθαί τίνος. Ίεναι επί τι. όρμάν επί τι, προς τι. τάττειν εαυτόν επί τό ποιεϊν τι. 0$* Also in con- nexion with advv. χρησθαί τινι, e.g. to s. about athg in a skilful manner, καΧώς, ευχερώς χρη- σθαί τω πράγματι : I do not know (or see) how to s. about the matter, άπορώ,τίχρηπράττειν: to s. about athg briskly, ερείδειν τιν'ι (Aristoph.). Set against. «See to Oppose. To s. one agst the other (for com- parison), άντιτιθέναι τι τινι. παρατίθεσθαι : to s. army agst army, συμβάΧΧειν : to s. speech agst speech, άντικατατείνειν Χό- γον παρά Χόγον (PI.) : to set aby agst aby, ίιαι/ιστάι/αι and έπεγείρειν τινά προς τίνα. παρ- οζύνειν τινά επί τίνα: to s. one- self, be s., agst athg, εναντιοΰ- σθαί τινι. άντιτείνειν, and sts άντικρούειν, τιιπ. Set APART, άποτίθεσθαι. χω- ρίς κατατίθεσθαι. Set aside. «See Set apart. Fig., εν ύστερω τίθεσθαι, 'ύστε- ρον or δεύτερον -ηγεΤαθαι. παρα- μεΧεΊν τίνος. See to Slight. Set by. See Set apart. Set down. «See to Put down. if To take down in writing] κατά-, άπο-, άνα-, συγ-γράφειν. To s. aby down for athg (e.g. a fool), see to Account. To s. aby down (=z make him silent), κατασιωπάν or κατασιγάζειν τινά. Set forth or forward, if if (Trs.) In discourse] διδάσκειν, δι-, εξ-, άφ-ηγεϊσθαι, δι-, διεξ-, έπεξ-ελθεΐν, πάρα-, έπι-, άπο- δεικνύναι, άποφαίνειν, δηΧοΰν, SET SET SET % (Tntrans.)] See to Set out, Advance. Set IN, iiriivai, ενίστασθαι, παραγίγνεσθαι. The night sets in, νύζ επέρχεται : the spring is s.-ing in, τό εαρ ύποφαίνεται : when the spring s.'s in, άμα ήρι, άμα τω έαρι, άμα ήρι άρχομένω. ευθύ του ήρος. έπιλάμποντος του εαρο?. επειδή εαρ υπέφαινε : also περί or προς τό εαρ : when the warm weather s.'s in, ευθύ του θέρους, άμα τω βέρει : the warm weather is now about s.-ing in, τό θέρος επέρχεται : at the time when the summer s. in, αρ- χομένου or ενισταμένου του θέ- ρους; the cold weather or winter is s.-ing in, b χειλών άρχεται γίγνεσθαι : the tide is s.-ing in, αναβαίνει ή πλημμνρ'ις. Set off. H (Trans.) = To adorn] επι-, κατά-, δια-, εκ- κοσμεΐν. καλλωπί'ζειν, διαποι- κΊΚλειν. See to Enhance. To set off athg in an account] ύφαι- ρεΐντιλογιζόμενον. "[J (iNTRS.) To set off (on a journey)] See to Set out. Set on. See Set upon. To s. aby on, see Instigate, παρ- ορμάν. έπαφιέναι. Set out. ίϊ (Trans.)] έκτι- θέναι. See Place, Lav out. % (Intrs.)] To s. out on a journey, άπ-, έξ-ιέναι (έζέρχεσθαι), πο- ρεύεσθαι, άπο-, έκ-πορεύεσθαι (c.fut. mid. andaor. pass.), άπα'ι- ρειν. ορμάν. εκ-, άπο-πλεϊν, άν- άγεσθαι (by water) : to get ready for s.-ing out, παρασκευά"ζεσθαι ως απιόυτα : at s.-ing out he sa- crificed, άπιών or άπαλλαττό- μενυς θυσίας εποιεϊτο. ^[ Fig.: To set out with (= to begin with athg)] άρχεσθαι or την αρχήν ποιεϊσθαι από τίνος, εκ τίνος. ΤΙ Metaph.: in argument] υπο- θέσει χρήσθαί τινι (by way of postulate or begging the question). Set OVER, έφιστάναι τινά τινι or επί τινι. πρυϊστάναι τινά τίνος, τάττειν or καθ ιστά- ναι τινά επί τινι. To be s. over, εφίστασθαί (pass.) τινι. επι- στατεϊν τίνος or τινι. SET ΤΟ, επι-τίθεσθαι or -χει- ρεϊν τω έργω. άπτεσθαι του έργου, έρείδειν (Aristoph.). See Set about. One must s. to, έπιθετέον (PI•)• Set up. lj (Trans.)] See to Erect, Raise. To s. aby up again, άνορθοΰν τίνα πάλιν : to 8. up a shout, προίεσθαι φωνήν. il (Intrs.)] To s. (oneself) up in business, κατασκευάζεσθαι τέ- χνην τινά : — as merchant, κατα- σκευά'ζεσθαι εμπορίαν or καπη- λείαν. To s. up for oneself at a place, ϊδρύσασθαι εν τόπω τινί. είσοικίζεσθαι (to get settled) . ίί To set (oneself) up for athg] έπαγγέλλεσθαι είναι τι, also προσποιεϊσθαι, σκέπτεσθαι: to s. up for aby's benefactor, κατα- στηναι εύεργέτην τινός. (525) Set upon. TJ (Trans.)] ίπι- τιθέναι. See Place, Put, Lay upon. U (Intrans.) To attack] έπιτίθεσθαί τινι. έρείδειν ε'ίς τίνα. έπαποδύεσθαί τινι (Plut.). A s.-ing upon, έπ'ιθεσις, ή (Χ.). See Attack, v. and s. % To be set ( = have one's mind set) upon athg] γλίχεσθαί τίνος. SET, adj. See Regular, For- mal. A s. form, see Formula: a s. prayer, see Prayer: a s. speech, λόγος συντεταγμένος, παρεσκευασμένος, 6: to prepare as. speech, πάρα-, κατα-σκευάζε- σθαι, συντιθέναι λόγον : in s. terms, συντεταγμένως (PI.) : of s. purpose, Fid. With the limbs s., άρθρέμβολος, 2 : well s. on or articulated, άρθρώδης, ες (Χ.). SET, s. (a number of things suited to, or matching with, each other), σύστημα, τό. σύνταγμα, τό. κατασκευή, ή (of utensils or Comp. Pack, Parcel. SETTING. U Of a heavenly ~_ δυσμή, V (only of the sun). δύσις, ή. The sun is about or near its s., b 'ήλιος κλίνει επι δύσιν : fin the rising of the sun unto his s., άφ' ήλιου ανατέλ- λοντος μέχρι δυομένου. lj Of a bone out of joint] καταρτισμός, ο. άρθρεμβόλησις, ή. διαναγ- κασμός, ο. κατανάγκασις, ή. κατάτασις, fj (stretching for the purpose ofs.) : a machine for the purpose, άρθρέμβολα (όργανα), τά. ^| Of a stone, &[c] πυελ'ις, ίδος, ή (or socket, Lot. pal a or funda), and Crcl. with the verb, e. g. in a s. of amber, ήλέκτροι- σιν έερμένος (Horn.). ^J Setting of the hair from the croivn of the head] Χίσσωσις, ή. ΧΊσσωμα, τό (Aristot., the latter also = the crown as the spot where the hair sets different ways). — A s. out, see Departure : a s. up, see Erection : a s. up in business, see Establishment : and Crcl. with the verbs for these different SETTLE, v. H To fix, estab- lish] τάττειν. καθιστάναι. ορί- Χ,ειν. τιθέναι. προειπεΐν. Το s. with aby or one with another, συντίθεσθαί τινι or προς τίνα περί τίνος or προς αλλήλους, ομολογεΐν τινι περί τίνος : it is settled, ξύγκειταί τι (or with ace. c. infin.) : we have set- tled that, ώμολογήκαμεν. ώμο- λόγηται ΐιμΐν : that has been S.-d, τακτός, 2. τεταγμένος, 3. ρητός, προειρημένος, 3. προθέσ- μιος, 3, and καθήκων, ούσα, ον (of terms for payment). *\\ To terminate, bring to a close, ar- range finally] άποτελείν, άπερ- γάζεσθαι, περαίνειν, διαπράτ- τειν. τέλος επιθεϊναί τινι (and pass, τέλος έχει τι), διαπράτ- τειν. περαίνειν. That has been s.-d (= is a point s.-d), τοΰτο δη άπήλλακται. To s. an account, εκκαθαίρειν τον Χογισμόν. to s. with one's creditors, διαλύειν ols οφείλει τις. Accounts s.-d, καθ- apai ψήφοι, ai (Dem.). See Pay, Liquidate. To s. a dis- pute, διακρίνειν (by a judge), δια- τιθέναι (by an arrangement or compromise), δια-, συλ-λύειν, παύειν (e. g. διαφοράν, πόλε- μον, a difference, <$£c). διαλλάτ- τεσθαι, διαλύεσθαι (e.g. τά διά- φορα, one's own or their mutual differences), also διατίθεσθαι (mid.) : to s. their differences with aby or their mutual differences, διαλύεσθαι τά προς τίνα, τά προς αλλήλους. A suit at law that is not s.-d, άδίκαστος δίκη, ή. ΤΙ With refi to abode, a) Trs.] ε'ισοικί'ζειν εις χωρίον (sts ace. of place in wch). κατοικϊζειν εν χωρίω. οικί'ζειν τινά (εις χω- ρίον). To s. near, παρακατοι- κίζειν : to s. a place as Colony, Vid. β) Intrans. To fix one's abode in a place] ε'ισοικίζεσθαι, οίκίζεσθαι (pass.) ε'ις χωράν, ένοικί'ζεσθαι (pass.) χώρα. οί- κεΐν εν or κατά c. ace. κατοι- κεΐν and επυικεΐν εν χώρα or χώραν τινά. ενοικεϊν χωρίω. ιδρύεσθαι (pass.) εν τόπω τινί. To s. near, παροικίζεσθαι. See under Dwell, Inhabit, Abode, Dwelling. H To settle in life] See to Marry. H To subside (vid.)] (as dregs) ύποστήναι. ύποχωρεϊν εις τό κάτω : (as the foundations of a house, dis- turbed ground, £[C.) 'ίζεσθαι (pass.). Ίζάνειν, also ύπονοστεϊν (as a stack of wood, or, an over- flow. Hdt., Time). 1 Of wea- ther: to get settled] See Wea- ther. U To settle upon (intrs.)] See to Light or Fix upon : to s. upon any part (as a disease), στη- ρίζειν εις τι (Thuc). U To set- tle upon (trans., by deed, £[C.)] τάττειν or κατατιθέναι χρή- ματα τινι (for aby's support). The king has s.-d on me a stipend, μισθός έκκειταί μοι παρά του βασιλέως : to s. upon aby as sa- lary, σύνταξιν προσνέμειν τινί. If by bequest, see Bequeath. SETTLE, s. See Seat and Chair. . SETTLED, partcpp.pass.fm the verbs for the different senses, and τακτός, ρητός, 3 (agreed upon), εδραίος, 3 and 2 (firmly jLct). σαφής, ειλικρινής, ές (s. as certain or clear), καθαρός, 3 (as an account liquidated). SETTLEMENT. 1Ϊ In the abstract: as act of settling athg] Crcl. with the Verbs. See Ar- rangement. S. of an account, άπόλογος, b. απογραφή, ή. διά- λυσις, ή (ivith one's creditors). ^[ With ref. to abode] κάθεσις, ή (the act), μετ-οικία, -οίκησις, ή (a settling in a place), κατ-, απ-, επ-οικία, ή (a COLONY, Vid.). *fl A settlement made upon aby] χρή- ματα τεταγμένα or συντεταγ- μένα τινί. σύνταζις προσνεμη- SET SEW SHA θΰσά τινι: s. upon a wife, αγαθά τά ε'ις την χήρευσιν δεδομένα. U Subsidence] ύπονόστησις, η. ϊζ^μα, τό (of a mound. Strab.). SETTLER, επ- and μέτ-οι- κος (sis c. <7era. o/" iAe country in wch), άποικος (colonist), and γεω- μάρος, a?so /ίλ»7ροΰχο5 (αΖΖ ο, ή), and partcpp. of the verb to Set- tle, Vid. (e.g. έποικων, οΰντος, δ). To be a s., to come as a s. to a country, εΐσοικίζεσθαι (pass.) til χώραι/. ένοικίζεσθαι (pass.) χώρα: to hold lands as a s., κλη- ρουχεϊν : a body of s.'s, κληρου- χία, -η : rights of s.'s, μετοικία, v : tax on s.'s, μετοίκων, τό. See Colonist. SEVEN, επτά. Its numeral sign, £'. Number s., επτάς, άόο9, ή : s. times, επτάκις: that has s. mouths (of a river), επτά- στομος, 2 : ip^ 3 • and numerous similar compounds, for which see the Gr. Eng. Lex. under επτά-. S. feet in length, ε-π-τάττου?, 2 (also s. -footed), ποδών επτά. επτά πόδας έχων, ούσα, ον. He and s. other persons, όγδοος αυτός. Of s. years, s. years old, επταετής, έτττετη?, ους, b. έπτ- έτις, ιδος, ή. επτά ετών. εβδο- μον έτος άγων, ούσα, ον : of S. months, έπταμηνιαΐος, 3 (of age), επτάμηνος, 2, and επτά μηνών (lasting s. months) : of s. days, εφθήμερος, 2. επτά ημερών : a time of s. days, εβδομάς, άδος, fi (and also fin the context, of years. Plut.). S. sixths, or in the ratio of s. to six, έφεκτος, 2. S. hundred, επτακόσιοι, 3. Its numeral sign, φ' : s. hundred times, έπτακοσιοπΧασιάκις, η : the s. hundredth, έπτακοσιοστός, 3. S. thousand, επτακισχίΧιοι, 3. Its numeral sign, ,ζ. SEVENFOLD, έπταπλούς, 3. επταπλάσιος, 3. επταπΧα- σίων, 2. To make s., επταπλα- σιάΧ^ειν. SEVENTEEN, επτακαίδεκα. Its numeral sign, ιξ'. S. years old or of age, επτακαιδεκέτης, 2. επτακαίδεκα έτων : s. thousand, ίπτακισχίλιοι και μύριοι. SEVENTEENTH, έπτακαι- δέκατος, 3. 'έβδομο? και δέκατος, έβδομος επί δέκα. On the 8. day, έπτακαιδεκαταΐος, 3. SEVENTH, 'έβδομος, 3. The s. day of the lunar month, ή εβ- δόμη (Hdt.) : — of the week, see Sabbath, Saturday: on the s. day, or occurring every s. day, εβ- δομαϊος, 3. As denominator of a fraction, see that word. SEVENTIETH, εβδομηκοσ- τός, 3. SEVENTY, εβδομήκοντα. Its numeral sign, o. S. times, εβδο- μηκοντάκις : a person s. years, εβδομηκοντούτης, ου, δ : s. years old or of age, εβδομηκοντούτις, ιδος, η. εβδομήκοντα ετών. 'έτη έχων (ούσα, ον) έβδομηκοντα. S. -first, εβδομηκοστό- μονός, 2 (526) (Archimed.) : s.-second, -δι/ο?, 2 (Plut.). S. thousand, επτακισμύ- ριοι. επτά μυριάδες. SEVER. See to Separate. SEVERAL, πολλοί, αί, ά. πλέονες or πλείονς, οι, ui. πλέ- ονα or πλείω, τά. εστίν ο'ί, α'ί, ά. τινές (e?icl,), τινά (neut.), and αττα. To go through or over the s. heads or portions of athg, διελθεΐν εν εκαστον. διελθεΐν πάντα καθ' εν εκαστον. SEVERALLY, καθ' εν εκασ- τον. SEVERE, y Hard, harsh] τραχύς, εϊα, ύ. σκληρός, πι- κρός, χαλεπός, 3. δριμύς, εϊα, ύ. A s. mode of life or living, τραχεία or σκληρά δίαιτα : a s. education, παιδεία τραχεία or σκληρά, σκληραγωγία, η : a s. law, πικρός νόμος, ό : to be s. upon or with aby, σκληραγω- γεϊν τίνα. πικρώς or χαλεπώς προσφέρεσθαί (pass.) τινι. For str. tt. see Cruel, Inhuman. A s. measure or proceeding, νεώτε- ρόν τι (Thuc). T| Strong (—felt severely)] σύντονος, 2. πικρός, δεινός, χαλεπός, 3. μέγας, -γά- λη,-γα. οξύς, εΐα, ύ. A s. win- ter, δεινός or μέγας or χαλεπός or πολύς or τραχύς 6 χειμών: I have never seen or gone through such a s. winter, ούπώποτε εγώ ύπίμεινα τοσούτον χειμώνα : s. cold, υπερβάλλον το ψύχος : S. sufferings, πικρά πάθη : a s. fight or battle, όζύς άγων. κρατερά or ισχυρά μάχη : a s. disease, χαλεπή νόσος, όξεΐα νόσος. U Strict, esply with ref. to a feeling of duty or right] σεμνός, σπου- δαίος, χαλεπός, δεινός, 3. από- τομος, ακριβοδίκαιος, 2. Α 8. man (as to principles of duty, £{C.), σπουδαίος άνήρ: a s. judgement, σπουδαία κρίσις. SEVERELY. Fm the Adj., e. g. χαλεπώς, τραχέως, πικρώς, ακριβώς, σπουδαίως. To treat, act, or proceed s., χαλΕΤΓότ?)Τί χρησθαι. χαλεπώς or τραχέως προσφέρεσθαί (pass.): to punish S., Ισχυρώς κολάζειν. SEVERITY. ΤΙ Harshness, rigour] τραχύτης, χαλεπότης, αύστηρότης, σκληρότης, ητος, η. With β., see Adverb : he go- verned the province with extreme 8., έττετρόττευε τί)ς χώρας τρα- χύτατα : this he effected by his s., τούτο εποίει εκ τον χαλεπός είναι (Χ.). H Violence] δεινό- της, χαλεπότης, ητος. υπερβο- λή, ή. το υπερβάλλον, οντος. if Strictness, punctuality] ακρί- βεια, η. σπουδαιότης, ητος, η. S. of diet or regimen, τό σκλη- ρόν της διαίτης, τό σκλιιροδίαι- τον. SEW ,ράπτειν.άκεϊσθαι^ΐά., poet.). To s. together or up, συρ- ράπτειν : to s. up in, ενράπτειν τινί, ε'ίς τι. καταρράπτειν εις τι : to be s.-d up in athg as a covering, καταρράπτεσθαί τινι (Hdt.) : to β. up again, άπορ- ράπτειν : to s. on, επιρράπτειν, άναρράπτειν τι τινι. Sewn, ραπτός, 3: well sewn, εύρρα- φής, ές. SEWER, οχετό?, ό. άποφορά, η (drain). See Canal, Drain, s., Sink, s. A common s., βαρ- βάρου δεξαμενή, ή. βαρβάρου έκδοχεϊον, τό. όζοθήκη, ή (later only), also λαύρα, η (Aristoph.). ΤΙ Gentleman- sewer] δ διανέμω ν τά κρέα. SEX, γένος, τό. φύσις, η. See Male, Female. SEXAGENARY. See' Sixty years old.' SEXTUPLE. See Sixfold. SEXUAL. The s. parts, τά αιδοία : 8. instinct, επιθυμία του γεννά ν, η. SHABBILY. From the Adj. S. dressed, δυσείμων, 2: to be s. dressed, δυσειματεΐν : to deal s. with aby, μικρολογεΐσθαι προς τίνα (εν τινι, in athg). SHABBINESS,(pau\o-rt,9, ητος, μικρολογία (mealiness), η. SHABBY, φαύλος, 3. μικρό- λογος, 2. μικροπρεπής, ές. See Mean. SHACKLE, s. and v. See Fetter, s. and v. SHADE, s. σκιά, ή. τό σύ- σκιον. -ηλύγη, η (darkness). The s. of the trees, δένδρων σκιαί : to cast a s. or shadow, άποσκι- ά"ζειν. παρέχεσθαι σκιάν, also επισκοτεΊν(-άΧ ί ειν,Ηϊρρ.,-ίΧ > ειν, Polyb.) τινι : a s. or shadow cast, άποσκίασμα, τό (and the object wch casts it), σκιά προσπίπτου- σα τινι, ή : the plane tree does not give s. enough for a grasshop- per, η πλάτανος ούχ ικαυην τεττιγι σκιάν παρέχει (Χ.) : the trees afford a pleasant s., ηδέως ημάς συσκιάΧ,ει τά δέν- δρα : to throw a s. upon, επι- σκιάζειν τι and τινί (oversha- dow, Lot. obumbrare) : the parts in, or thrown into, the s., τά ύπό or εν σκιά: to rest in the s., εν σκιά, ύπό σκιαϊς άναπαύεσθαι (Χ.) : to fight in the s., ύπό τρ σκιά μάχεσθαι. ίΐ Fig.] The s.'s of night, see Darkness, Ob- scurity : to throw a s. over (= to disguise), επηλυγάζειν τι (e.g. τον φόβον, one's fear. Thuc.) : to cast aby into the s. (= obscure his merits), παρευδοκιμεΐν τίνα : — athg — ,επισκοτειντινι. άπο- κρύπτειν τι. In the s., επί- σκιος, 2 (fig. ε. βίος, vita umbra- tilis). κατά-, σύ-σκιος, 2 : to rear in the s. (= within doors, awayfm the light), σκιατροφεΐν, pass, to keep oneself in the s., with subst. σκιατροφία, η, and adj. σκιατροφής, ές : in a like sense, to fight in the s. (= in the school, for practice, to spar), σκια- μαχεΊν, with subst. -μαχία, ή. il Athg affording shade] σκιάς, άδος, ή (e. g. a canopy), σκιά- δειον, τό (as an umbrella). See SHA Screen. If In painting] σκιά, η, more usu. σκίασμα, τό. τά σκιερά or σκοτεινά {ορρ. to τά φωτεινά, lights and s's.). That fiaints figures with their proper ights and s.'s, σκιαγράφος, 6, η (but σκιαγραφεϊν = to draw in outline, slcetch) . S. (= ' nuance ' or gradation) of colour, άπόχρωσις, 77. See 'to Shade off.' A s. of difference (fig.), ελαχίστη δια- φορά, n : they have their s.'s of meaning, διαφοράς τινας ώσπερ χροιάς Ίδιας (or αποχρώσεις) Καμβάνουσιν. ff Ghost] σκιά, η. ε'ίδωλον, τό. The s.'s below, ai εν αδου φυχαί, τά εν αδου είδωλα, τά των νεκρών, τά κάτω. έρεβος, τό. SHADE, υ. σκιαζειν. κατά-, επι-, συ-, ΰπο-σκιάζειν. See 'to cast a Shade.' To hold the hand to one's head so as to s. the eyes, ομμάτων έπίσκιον χείρα κρά- τος άντίχειν (Soph.). See to Screen. "If To shade off in paint- ing] άποχραίνειν (Plat.), άπο- σκοτοΰν (Aristoph.). Apollodo- rus the first inventor of the art of mixing colours and s.-ing off the tints, 'Απολλόδωρος ανθρώ- πων ποώτος έζευρών φθοράν και άπόχρωσιν σκιάς (Plut.). SHADOW,*. See Shade, s. σκιά, η (and fig., as e. g. a mere s. of a man, and an uninvited guest introduced by another, as Lot. umbra, a s. of a shade, ε'ίδω- \ov σκιάς, τό. σκιάς όναρ, τό), also σκίασμα, τό : to be afraid of his own s., την εαυτού σκιάν δεδιέναι : to look at his own s., εις την εαυτού σκιάν άποβλε- πειν (Χ.) : a s. cast (and that wch casts it), άποσκ'ιασμα, έπι- σκιασμα, τό : s.'s cast by a body, σκιαι άποσκιαζόμεναι, ai (PL): the casting a s., άποσκιασμός, δ: measures of time by the s. on a sundial, άποσκιασμοι γνωμόνων, ol (Plut.) : the s. on the dial marks the sixth hour, δ γνωμών σκιάζει την εκτην. *[f ΐη paint- ing] σκιά, η, more USU. σκίασμα, τό. To paint merely in light and s., σκιαγραφεϊν (= to sketch, Lot. adumbrare) with adj. σκια- γράφος, δ, ή, and substt. σκια- γραφία, ν, and -Ύράφημα, τό. SHADOWY. If Shadmv-like, unreal] σκιοειδης, ες (Plat.). ωσπερ σκιά. Mere s. pleasures, ηδοναι ώσπερ έσκιαγριιφημέναι. If Full of shade, dark] ηλυγαϊος, 3. See Shady, Obscure. SHADY, σκιιρός, 3. επί-, κατά-, συ-, πολΰ-σκιος, 2. σκιό- εις, εσσα, εν (poet.). Also ήλν- γαΊος and ίπηλυγ<ΰο<:, 3 (dark). επηλυζ, υγος, ό, n (shading, over- shadowing, affording shade, e. g. i. πέτρα, η, Eur.). SHAFT, t Stem, stalk, han- dle or straight part] e. g. s. of an arrow, javelin, &c, ξυστόν, τό. ράβδος, rj. καυλός, ο : poet., rr arrow, Vid. : s. of a column, (527) SHA &c, στυλό?, ό. τδ της κίονος σώμα : s. of a spindle, ήλακάτη, η : s. or pole of a carriage, δ του άρματος ρυμός. ^f Of a mine] σήραγζ, αγγος, and σΰ- ριγξ, ιγγος, η. SHAG (of hair). Crcl. with the Adj. SHAGGY, λάσιος, 3. δασύς, εΐα, ύ. μαλλωτός, 3. δαυλός and δαϋλος, 2 (JEsehyL). That has a 8. neck, λασιαύχην, ενός, δ, η : that has s. hair, λασιόθριξ, τριχος, δ, η. λασιότριχος, 2, also compounds with δασύ, e. g. with s. beard, δασυγένειος, 2. SHAKE, v. f (Trs.)] σεί- ειν, δια-, κατά-, συσ-, άπο-, προ-σείειν. πάλλειν and τίνασ- σε ιν (swing, brandish, mly poet), δια-, άπο-, άνα-, συν-τινάσσειν. δονείν (poet., Hdt. and Χ.), κρα- δαίνειν (poet.), όρχεϊν (Plat., propr. make to dance). To s. aby's hand or s. hands with aby (fig.), κατασείειν τινι την χεί- ρα, δεζιοΰσθαι, άντιδεζιοϋσθαι (mid.). See Hand. To shake one's head, άνανεύειν : to s. well (give a good or sound shaking), διατινάσσειν. δια,- άνα-σείειν. διασοβεΐν. To shake down or off, άποσείειν, κατασείειν (e.g. fruit, καρπούς), άποτινάσσειν : to s. off the dust, σοβεϊν την κόνιν. (psp άποσείεσθαί τι (me- taph. only, e. g. τάς λύπας, τά εγκλήματα, κτλ.), απολακτί- ζει»/ (spurn, e.g. υπνον, Mschyl.) : to s. off old age, έκδύεσθαι τό γήρας : to s. off the yoke (fig.), see ' to Free oneself : ' to s. out (of athg), εκπάλλειν. εκ-, άνα-σείειν. εκτινάσσειν: to s. out all the reefs, πάντας σείειν κάλως: to 8. against, επισείειν: to s. up, άνακινεϊν, νπο-, δια- σείειν. — To 8. the voice in sing- ing, έλελίζειν. See to QUAVER. "(1 (Intrs.)] See to Tremble, to Quiver. Shaken, ptcpp. , and σειστός, 3. διάσειστος, 2. SHAKE, s. «if Propr.] See Shaking. U Impropr. : of the voice in singing] See Quaver. SHAKER, partcpp. act. of the verb, also τινάκτωρ, ορός, κινη- τηρ, ηρος, δ (both poet.). S. of earth, έννοσιγαϊος, ενοσίχθων, όνος, δ (poet.). SHAKING (the act of), σει- σμός, δ. σεϊσις, η, and later σεί- σμα, τό. παλμός, τιναγμός, δ. ένοσις, η (poet.), κατάσεισις, η (with t/ie hand), διασεισμός, δ. κλόνησις, η. To give a good s., see 'to Shake well.' *[f Trem- bling] τρόμος, παλμός, δ. U In singing] See Quaver. SHALL (pret. Should). I. Shall, a) in principal sentences, (I) as auocil. of the fut., shall is rendered by the fut. tense ; comp. Will. $$r The optat. with av may be so used, as a modest expres- sion (avoiding the appearance of positiveness) : I s. (will) not go SHA away, ουκ αν άπελθοιμι : I shall be glad to see, ηδέως αν θεασαί- μην : a more impudent fellow one shall not find, άνθρωπον άναιδέστερον ούκ αν τις εύροι. (2) When it denotes something to be because another (or the sub- ject) wills it, it may still be ren- dered by the fut., as a courteous mode of expressing, (e. g.) a com- mand ; thus, thou shalt not steal, ου κλέψεις : you shall go in, ελ- θοιι αν ε'ίσω : in laws, by the third pers. imperat., they shall deliver up the slave, παραδιδόντων τον δοϋλον. For the str. expression of duty, necessity, &£c, see Must, Ought, ^p• By an idiomatic use, it sts denotes permission (= may) : one shall smite such a man on the cheek, and not be punished for it, τον τοιούτον εξεστιν επι κόρρης τύπτοντα μη διδόναι δίκην (PL). The subj. 's. dubitativus' stands in questions of that wch shall be, is to be done, S[C (what one is re- quired to do by the will of an- other). What shall I say, what s. I do ? how s. we speak, and how act about these matters ? τι φώ ; τι δρώ ; πώς ουν δη περί τούτων λέγωμεν και πώς ποιώ- μεν; (PL) gSr" When the notion of requirement is not pressed, the simple future may stand in such questions : what then s. we do ? s. we admit them ? τί ουν ποι- ησομεν,πότερονπαραδεζόμεθα', (PL) S. we speak or s. we be silent ? or what s. we do ? ε'Ίπω- μεν η σιγώμεν, η τί δράσομεν ; (Fur.) §gp A shall dpi on the will of the person addressed may be expressed in Attic by βούλει, βούλεσθε (=. is it your pleasure? do you wish ?), followed by the subjunctive : shall I tell ? βούλει (βούλεσβε) φράσω ; β) Independent sentences: (I) the future indie, after ότι, ώς : he says that we s. come, λέγει οτι έλευσόμίθα : he would have you believe that we s. not fight, πείθει νμάς ώς ου μαχούμεθα : — in dependent questions, consider in what way we shall most safely pass, σκέψασθε ότω τρόπω ώς ασφαλέστατα διαττορευσόμεθα (Thuc.) : but it shall be my care that (prop, how) you' shall com- mend me, όπως δε και ϋμεΐς έμε επαινέσετε, έμοι μελήσει (Χ.) : to consider how our affairs s. be saved, σκοπεϊν όπως τά πράγ- ματα σωθησεται : — in relative sentences denoting a purpose, we will ask of Cyrus a guide who s. (= to) lead us, ηγεμόνα α'ιτησο- μεν ULupov, όστις ημάς άπάξει (Χ.) : — in conditional sentences, if I s. have athg, I will give it, εϊ τι εζω, δώσω : — sts in sentences with μη dependent on verbs of fearing, Qc, e.g. I fear (= doubt, suspect) we s. find, φοβούμαι μη εύρήσομεν. SHA (2) The subjunctive stands in questions dependent on a leading verb in the present or future : I am at a loss how I s. (how to) portion my sister, απορώ την άδελφην 'όπως έκδώ (D.) : I am considering how I s. (how to) ab- scond fm yo-u, βουλεύομαι, 'όπως σε άποδρώ : I don't know whe- ther I s. (whether to) give the cups to this Chrysantas, τά έκ- πώματα ουκ οίδ εΐ τω Χρυ- σάντα τούτω δώ (ΑΓ.) '. — after verbs of fearing, Qc, with μη, e. g. I fear I s. become, φοβού- μαι μη γένωμαι : — in sentences annexed by οττως, όπως μη to the present or future of verbs of endeavouring, taking care, <$£C (§?£* the fut. indie, as above, is most usual ; rather less freq. the subj. pres. and aor. 2; rare the aor. 1 act. and mid.), to make it one's care how athg s. be done, έπιμεληθηναι όπως τι γένηται (or γενησεται). ^= With άν added, it is marked that the point will be gained, e. g. they do every thing to secure that he shall give up the helm to them, πάντα ποιοϋσιν όπως αν σφισι το πηδάλιον έπιτρέψη (Pi.) : and similarly όπως αν, ως αν, with su'j. in final sentences, involves both ' in order that — may,' and ' so that — shall,' e.g. hold this umbrella over me, that the gods may not see me (as they shall not, if this be done), τουτι λαβών μου το σκιάδειον ύπέρ- εχε άνωθεν ως αν μη μ' ϊδωσιν οι θεοί. Also in stces of condition with εάν {^*a case put as uncer- tain, but possible, and to be deter- mined by future experience), now if (it s. turn out that) Aphobus s. say (or says) . . ., but if on the other hand he s. say — , εάν μεν ουν δ'Άφοβος φή . . ., εί δ' αυ φησει — (Ζ>.) : — in hypothetical relative sentences, or such as are introduced by relative words (pro- nouns, adjj. , adverbs) , who-, what-, when-, where-, how-ever, Qc. ; as many as you s. find (= as it shall turn out that you find), bring, όσους αν ε'ύρητε, άγετε: where- ever I s. be, όπου αν ώ : when I shall have seen, όταν ΐδω (quum videro). ipi» Observe that tlie tense of the subj. proper to be used is the aor. when the future action is conceived as single, sepa- rate, and transient. (3) The infinitive : a) future, I trust I s. do away the slander, πιστεύω διαΧύσειν την διαβο- ~λην (Thuc.) : he says he s. come, φησιν έλεύσεσθαι : I think I s. be rilled with wisdom, οΐμαι εμέ σοφίας πληρωθησεσθαι (PI.) : 1 think I shall be, δοκώ μοι έσεσθαι, or aor. with av, e. g. I think I s. fall, δοκώ μοι πεσείν αν. b) present, c. ace, without av. after verbs, S^c, denoting a will (command, resolve, taking (528) SHA measures that something shall take place) ^* shall after a pres. or fut., should after a preterite: it is decreed that Alcibiades shall sail, δίδοκται πλεϊν τον Άλκι- βιάδην (but έδοζε πλεϊν τον Ά., = that he should) : it is settled that the king of Persia shall hold the cities, ζύγκειται κρατεΐν τον βασιλέα τών πόλεων : we will enact that none shall be per- mitted to govern who has not (shall not have) served, νόμον θη- σόμεθα μηδενι εζεΤναι αρχειν ός αν μη στρατεύσηται. Sts with ώστε : I will endeavour so to arrange that you shall consider — , πειράσομαι ποιησαι ώστε σε νομίζειν : Τ have great hopes of speaking (that I shall speak) sufficiently so that you shall not be left behindhand in your know- ledge of the state of affairs, πολ- λά? ελπίδας έχω αρκούντως έρεϊν, ωσθ' υμάς μη άπολειφθη- ναι τών πραγμάτων (D.). II. Should, α) in principal sentences (1) strictly such, and not forming the apudosis to a condition expressed or implied, denotes mo- ral necessity, duty, Sj-c, and is expressed in the manner suitable to those relations, viz. by the verbal in τέος, τέον, or by verbs χρη, δεΊ, $c ; see Ought', Must. The gods should be worshipt, θερα- πευτέοι είσίν οι θεοί : you should practise virtue, άσκητέα (εστί) σοι η άρετη or άσκητέον (εστί) σοι την άρετην : we should set about the work, έπιχειρητέον (εστίν) ημίν τω έργω : we should speak the truth, δεΐ τάληθη λέ- γειν (= it is right, Qc that we should speak the truth ; see below on infinitive) : you should do, s. have done, this, χρη, έχρην, σε τοϋτο ποιεϊν. 2) In apodosis (virtual) : I should like to see this (e. g. if I could), ηδέως αν θεασαίμην ταύ- τα : I should wish, βυυλοίμην av (velim) : I should have liked (but it could not, or cannot be), έβουλόμην av : I should think, νομίζοιμι av : I should say, λε'- γοιμ' αν, φαίην αν : should you feel disposed to continue — (s. you mind — ) ? άρ' ουν έθελ»;- σαις αν διατελέσαι — ; (PI.) it should (I s. think) be time for us, ώρα αν ημίν ε'ίη — (X•)• And so the optat. answering to the subj. dubitativus; whither then should we turn ourselves ? ποϊ ουν τρα- πυίμεθ' αν έτι ; how should one be wise in things he doesn't know? πώς av tis, αγε μη έπί- σταιτο, ταΰτα σοφός ε'ίη ; (ΡΙ.) 3) In apodosis to a condition expressed: (1) optat. with av, as apod, to a pure subjective assump- tion expressed by ει with optat. If I should say this, I should be wrong, εί τοϋτο λέγοιμι, άμαρ- τάνοιμι αν : if one must needs SHA do or suffer wrong, I should ra- ther choose to suffer than to do the wrong, εί άναγκαΐον ε'ίη άδι- κεΐν, η άδικεΐσθαι, έλοίμην αν μάλλον άδικεϊσθαι η άδικεϊν. (2) αν with imperf. or aor. indie, as apod, to an objectively untrue assumption by εί with imperf. or aor. indie. Were I able (as I am not), I should do, εί έδυνάμην, έποίουν av. had you ordered me (as you did not), I should have done, ti έκέλευσας, εποίησα αν: had I taken advice (then), I should not be out of health (now), εί έπείσθην, ουκ άν ηρρώστουν. ^^ The imperf. usu. represents the present, and the aorist the pre- terite, in the forms, ου δύναμαι, ου ποιώ : ουκ έκέλευσας, ουκ εποί- ησα : ουκ έπείσθην, αρρωστώ. β) In dependent sentences: (1) in conditional clauses (of oratio recta) : if I should, = were I to — , εί c. optat. : if I should, or should I, = supposing that I shall, should it turn out that Ι, εάν with subj. ^» The form of the apo- dosis will determine wch is proper to be used : e.g. if I should have athg, I would give it, ει τι έχοιμι, δοίην αν: if I should (or should I) have athg, I will give it, έάν τι έχω, δώσω. See un- der If. (2) Generally (in common with other dependent clauses), in orat. obi., a should, dependent on an historical tense, passes into the op- tative (unless in orat. recta it u-ould be expressed by imperf. or aor. indie, in wch case these forms of the verb remain), and the tense of the optat. will be the same as that of the indie or subj. : thus, I will give what I shall be able, what I shall find, δώσω, α δυνήσυμαι, a αν ευρω : I will send when 1 shall be able, πέμψω, όταν δυ- νηθώ, become in orat. obi., he said he should (or would) give what he should be able, should find, — that he should (or would) send, when he should be able, έλεγεν ότι δώσοι (έφη δώσειν) ά δυνή- σοιτο, it εύροι : έφη πέμψειν, ότε δυνηθείη. ^@* Observe that the use of the fut. optat. is con- fined to the purpose, for wch alone it is formed, of representing the fut. indie in orat. obi. after an historical tense (see Madv. Gr. Syntax, § 134, Rem. 2). A should of apodosis, expressed in oratio recta by indie imperf or aor. with av, does not pass in oratio obi. into the optative. He said that if he had (or had had) athg, he should give (have given) it, έλεγεν, οτι ε"ι τι είχεν (or έσχεν), έδίδου (or έδωκεν) αν. — A should of ' virtual apodosis" 1 (above, II. a, 3), expressed by op- tat. with av, usu. passes into orat. obi. in the same form: he said he should like, έλεγεν ότι βούλοιτο άν : he himself looked to it, that SHA (— how) they should he the best possible, αυτός έσκόπει (from σκοπώ), όπως ως βέλτιστοι έσοιντο (from έσονται) : they asked, whether they should deli- ver up the city, έπήροντο, πότε- ροι; την πάλιν παραδυϊεν (fin the suhj. deliberat., την πάλιν παραδωμεν ;) : he feared lest we should escape, έδίΐσε, μη έκφύ- γοιμεν (fm δέδια, μη έκφύγω- σιν. the fut., e.g. δ., μη έκφεύ- ξονται, very rarely passes into fut. optat., as έδεισε, μη εκφευ- ζοίμεθα). ^* A should, dpi on a pres. or fut., is expressed as if it were shall : I am at a loss whether I should keep this or let it go, άμηχανώ, πάτερ' έχω τάό" ν μεθώ : I fear lest I should be- come, φοβούμαι μη γίγνωμαι. (3) Often (from the freedom of Greek construction) the mood of orat. recta is retained: he said he should give what he should be able, what he should find, έλεγεν, οτι δώσει α δυνήσεται, α αν εϋμ-η : he said he should send when he should be able, εφη πέιιψειν, όταν δυνηθη : they de- liberated whether they should burn them as they were, έβουλεύ- οντο είτε κατακαύσωσιν αυτούς, ώσπερ έχουσιν (Thuc., fm suhj. delib. κατακαύσωμεν — , ώσπερ έχουσιν ;) : he feared lest his grandfather should be dead, έφο- βεϊτο μη οι 6 πάππος άποθάνη (Χ.) : unless, &α — , I should be quite afraid lest we should be at a loss for reasons, ει μη (c. indie, imperf), πάνυ αν έφοβούμην, μη άπορήσωμεν λάγων: we said we were at a loss to know in which of the two classes we should place him, ε'ίπομεν, 'ότι άποροϊμεν, εις οποτερον τοιν δνοϊν ε'ιδοΐν θησομεν αυτόν (PL) : I said be- fore, that you would do athg ra- ther than answer, if any should ask you athg, προύλεγον, ότι πάντα μάλλον πυιήσοις η άπο- κρίνοισ, ε"ι τις τ'ι σε έυωτά (ΡΙ.) : the messengers said they had brought guides with them, who, if the truce should take effect, should (or would) lead them where they should (would) have provisions, ελεγον ol άγγελοι, ότι ήκοιεν ηγεμόνας 'έχοντες, οϊ αυτούς, εάν αϊ σπονδαι γένων- ται, αζουσιν, ένθεν εζουσι τά επιτήδεια (Χ., for the regular ε'ι — γένοιντο, αζοιεν, ένθεν εζ- νιεν). (4) In ohject- sentences connected by that, the infinitive is frequently used, esply where equivalent to the English to with infinitive : I ad- vise, counsel that you should do (= you to do) athg, παραινώ, συμβουλεύω, σοι ποιεϊν τι : it is right that he should bear the blame of this, τούτου την α'ι- τ'ιαν ούτος εστί δίκαιος έχειν ( = he has a right to — ) : it is fair that we should get some good (529) SHA by this that has taken place, άξιοι γε εσμέυ του γεγενημέ- νου τούτου πράγματος άπολαΰ- σαί τι αγαθόν : it was expected that I should turn out — , επί- δοξος ην γενέσθαι — : (it was right) you should have done this, Ιδεί, έχρην σε τούτο ποιεϊν : it is not possible that the dead should (for the dead to) return to the light, ούκ εστί τους θανόυτας ες φάος μολεΊν (Eur.) : I said Ι should (or would) send, when I should be able, έφην πέμψειν ότε δυνηθείην (see II. β, 2) : I thought we should be here, ημάς ηξειν ενόμιζον: to make a de- cree that the Avar should be im- placable (without herald), δόγμα πυιήσασθαι τον πόλεμον άκή- ρυκτον είναι (from 6 πόλεμος ακήρυκτος έσται or έστω) : it was resolved that Alcibiades should sail, έδοξε πλεϊν τον 'Αλ- κιβιάδη ν : all said that the au- thors of the wrong should be punished, πάντες ελεγον τους της ανομίας αρξαντας δούναι δίκην (Χ.) : there came a letter to him, (so as) that he should kill Alcibiades, άφίκετο επιστολή προς αυτόν ώστε άποκτεΐναι Άλκιβιάδην : on condition that neither should he molest the Greeks, εφ' ω or εφ' ωτε μήτε αυτός τους "Ελληνας άδικεϊν: they make an agreement providing that it should be lawful (allowed) for them — , όμολογίαν ποιούν- ται (επι τοίσδε) ώστε εξεϊναι αύτοις — . Also in exclamations of wonder : e. g. that you should have done this ! σε ταύτα δρά- σαι (to think of your doing this !). Often with the article : that a man of his years should believe in a Zeus ! το Δία νομιζειν, όντα τηλικουτονί (Arist.). (5) The infijiitive with av, the pres. answering to imperf. indie, and pres. optat. with av, aorist to indie, and optat. of aor. with av, chiefly after verba declarandi et sentiendi. Do you think we should be able — ? δοκεϊς ημάς (or δοκοΰμέν σοι) δύνασθαι άν — ; I pronounced against myself that I should never be able — , κατίγνωκα έμαυτοΰ μηποτ άν δυνατός γενέσθαι — (PL) '• if we wished — , think you we should lack means — ? ει εβου- λόμεθα — , α.7Γ00ίϊί> αν σοι δο- κοΰμέν ; (Χ., representing ήπο- ροΰμεν αν) : methinks we should deliberate better, if we reflected — , δοκοΰμέν μοι βέλτιον άν βυυλεύσασθαι, ε'ι ενθυμηθείη- μεν — (Ζ)., fm βουλευσαίμίθα άν) : they thought they should easily force it to surrender, ένό- μιζον ραδίως γ' άν έκπολιυρκη- σαι. See other examples under Would. SHALLOW, s. τέναγος, τό (shoal-water, shoal, in sea or ri- vers, Lat. vadum). βράχεα, τά SHA (vada). To be full of s.'s (or pools of shoal water), τεναγϊζειν : to fill with — , τεναγοΰυ : fre- quenting the s.'s, παράγειος, 2 (Aristot.). SHALLOW, adj. t Propr.] άβαθης, ές. λεπτοβαθής, ε? (poet.). Covered with s. water, τεναγώδης, ες. See the Subst. Having a s. soil, λεπτόγεως, 2 (Thuc). ^f Impropr.] επιπό- λαιος, 2 (superficial), ε'ικαΐος, 3. λεπτογνώμων, 2 (of poor un- derstanding. Hipp.). SHALLOWNESS. Neuters oftheadjj. λεπτότης, βραχύτην (της γνώμης), ητος, η. SHAM, adj. «U Not real] See Fictitious, Simulated, προσ- ποιητός, 2. A s. fight, σκιαμα- χία, η (with verb σκιαμαχεϊν) : of cavalry, άνθιππασία, η (Χ.). H As subst.] πρόφασις, ή. See Pretence, to δοκεϊν μόνον, ύπόκρισις, η (acting a part). SHAM, v. See to Pretend, Simulate. SHAMBLES, κρεω-,^ όψο- -πωλεϊον and -πώλιον, τό. SHAME, s. αισχύνη (for an ill deed), αιδώς, οΰς (bashfulness, reverence, and also a s. or scan- dal), δυσωπία (being put out of countenance), έντροπή (abash- ment), η. κατηφεια, ι) (dejection; with adj. κατηφής, ές, verb κατ- ηφεϊν, to be mute with s. ; subst. κατηφών, όνος, b, one who causes s. Horn.). S. of or at athg, αι- σχύνη τινός or υπέρ τίνος (Oem.) or έπί τινι (Plat.) : to feel s., see to be Ashamed : out of or fm a feeling of s., ΰπ' αισχύνης, δι' α'ισχύνην : to leave athg undone (= not do it) out of s., άπαι- σχύνεσθαί τι : to lay or set aside any feeling of s., or to have lost all 8., άπαισχύνεσθαι. έκδύσα- σθαι την αιδώ: that produces or calls forth s., αιδέσιμος, 2: that has no s., see Shameless. To take s. to oneself, νεμεσάσθαι (Horn.): to consider athg a s., όνειδος ήγεΐσθαί τι. εν αισχύνη or δι' αισχύνης τίθεσθαί τι. See Disgrace, Scandal. (What a) s. ! for s. ! s. upon you ! αιδώς, οΰς, ή. άπέπτυσα. βαβαί. φεΰ ! SHAME (aby), ν. α'ισχύνειν (τινά). See to Disgrace. To s. aby by importunity, δυσωπεϊυ τίνα. SHAMEFACED. See Mo- dest, Bashful. Sir. t. κατηφής, ές (mute fm shame). SHAMEFUL, αίσχρός, 3. αν- άξιος, 2. δεινός, 3. See Dis- graceful. S. treatment, α'ικία, η. λώβη, ή : to treat in a s. man- ner, αΐκίζεσθαι. λωβάσθαι. λυ- μαίνεσθαι. ΰβρίζειν, εφ-, καθ- υβρίζειν. επιιρεάζειν: it is s. to say, and yet true, βλάσφημου μεν ειπείν, αληθές δέ. SHAMELESS, αναιδής, 2. αναίσχυντος, 2. See Impudent. Perfectly s., ουδέν μετέχων τοΰ Mm SHA SHA SHE αίσχύνεσθαι βδελυρό?, 3. To act in a s. manner, άναισχυντεϊν. άναιδεύεσθαι : s. behaviour or conduct, αναίδεια, άναισχυντία, βδελυρία, ή. SHAMROCK, τρίφυλλον,τό (trefoil, clover). SHANK, σκέλος, τό (fm knee to ancle). SHAPE, s. and v. See Frame and Form, s. and v. SHAPELESS, &μορφος(ΐϋΟϊι- oulshape), δύσμορφος (ill-shaped), ασχημάτιστοι, άπλαστος, 2. SHAPELESSNESS, ά-, δυσ- μορφία, η. SHAPELINESS, εύμορφία, ευφυΐα, v. SHAPELY, εΰμορφος, 2. κα- λός τό σχήμα or την μορφήν. εύ-ειδης, -φυής, ει. πλαστικό? (ΡΙ.)• SHARD, οστράκου, τό (pot- sherd or tile), κέραμοι, ό. See Sheath. SHARE, s. μερο?, τό. μερ'ις, ίδος, μοίρα, ή, κλήρος, 6 (the al- lotted portion), and λάχος, τό (the latter poet, and X.). Aby's s., τό επιβάλλον μέρος τινί or επί τίνα : the due or proper s., η προσήκουσα μοίρα : an equal s., ϊση μοίρα, or simply η Ιση. τό 'ίσον. Ισομοιρία, η : at equal s.'s, εξίσης : one that lias an equal s., or that goes like s's., Ίσόμοιρος, 2 : to have an equal s., 'ίσον εχειν, Ίσομοιρεϊν (with aby in athg, τινί τίνος), των 'ίσων μετ- ίχειν τινί : to let aby go like or equal s.'s, ίσόμοιρον ποιεϊν τινά τίνος : a double s., διμοιρία, η : to give a s., μέρος νέμειν. προσ- κοινοΰν τινι από τίνος (Dan.) : to give every one his s., δια- νέμειν εκάστω τό μέρος : Ι have a s. in athg, μετέχω τινός. /λετεστί μοι (μέρος) τινός : to have no s. or portion in any thing, ουδέν μετέχειν τινός, ουδέν προσήκει μο'ι τίνος, άπο- γ'ιγνεσθαί τίνος : to get a s. in athg, μεταλαμβάνειν τινός, κοινωνεϊν τίνος : to demand a s., μεταιτεΐν τι or τίνος : I never failed to take my s. in, ούδενός άπελείφθην πώποτε (e.g. των πόνων) : having a s., μέτοχος, εγκληρος, 2. if Of a plough] See Ploughshare. SHARE, v. «Ϊ (Trans.)] See to Distribute. If (Intrans.) To have a share in] See phrases in Share, s. If To have or bear (athg) in common] τό 'ίσον μετ- έχειν, συμμετίχειν, μεταλαγ- χάνειν, ^ιέτεστί μοι τό 'ίσον, κοινωνεϊν (and compounds with προσ-, συγ-, επι-, κατά-), all τινός τινι. σνλλαμβάνεσθαί τι- νός τινι. To s. in aby's labour, &c, or to 8. it with him, συλ-, συνεπι-λαβέσθαι, των τίνος πό- νων, συμπονεϊν τινι : also συμ- φέρειν, συνδιαφέρειν, συναίρε- σθαι, συναντλεΐν (πόνον, <$Τ.). To have aby to s. in one's labour, (530) κοινωνον ποιεϊν or εχειυ τίνα των πόνων : to s. aby's fortunes, συναγωνιζεσθαί τινι : to s. (in) aby's joy, grief, &c, συνήδε σθαι, συναλγεϊν,τινι,κτλ. One must S., μεθεκτέον, μεταληπτέον. με- ταδοτέον (give as.). SHARER. Orel, with verbs. Comp. Partaker. SHARING, S. μέθεξις, μετ- οχή, η, and Crcl. tvith the Verb. SHARK, κήτος, τό (g.Lfor any large fish). Varieties of s.'s are ζΰγαινα, λαμία (and λάμνα, λάμβα), η. γαλεός, 6 (ma^d like a weasel, Lot. mustelus). Of the s. kind, γαλεοειδής, ες. γα- j λεώδης, ες. SHARP, οξύς, εΐα, υ (in the same senses propr. and fig. as the English word), θηκτός, τε- θηγ μένος, 3 (sharpened), τομός and τομαϊος, 3. See Cutting, I Keen. S. of sound, see Pierc- ing, Shrill : of taste, smell, &c, πικρός, 3. δριμύς, εϊα, ύ (and of persons), see Biting, Pungent : of treatment, see Severe : to be very s. -with aby (in rebuke), δει- νως έπιπλήττειν τινά. Ending in a s. point, εις οξύ τελευτών, and poet, όζύτονος, 2. όξυτενής, ες. A s. frost, παγετός εξαί- σιος, 6. ψύχος or κρύος υπερ- βάλλον, δριμύ, τό. To keep a 8. look out, ευ, ακριβώς, οξέως, έπι/ιελως σκοπεΐν, or πάρα-, δια- τηρεϊν or κατά-, έπι-σκοπεϊν, j and fig., προσέχειν (τον νουν) τινί, έπιστροφην ποιεΐσθαί τι- I νος (to be intent upon). A s. ear, όξυηκοΐα, η : to have s. ears, όξυηκοεϊν (adj. όξυήκοος, 2). όξυλοβεϊν. Cut s. off, άπόξυ- ρος, 2 (steep, abrupt). U Com- pounds] S.-EDGED, οξύς, εϊα, ύ. οξύ στ ο μος, 2 (poet.). S.-NOSED, όξύρριν, ό, η. Comp. under Scent. S.-pointed, όξύθηκτος, 2. Poet, όξυ-πευκης, -βελής, ές. όξύπρωρος, 2. S.-pointed rush, όζύσχοινος, ό. S.-SIGHTED, όξυ- -δερκής, -ωπής, ές, and -ωπός, 2. εΰσκοπος, 2, and εύδρακής, ές (poet.), όξυβλέπτης, ου, ό. Το be s. -sighted, όξυδερκεϊν. οξύ βλέπειν. όξυβλεπτεϊν (Arr.). S.-SIGHTEDNESS, όξυ- δέρκεια, -δερκία,-δορκία,-ωπία,-βλεφία, η. διεντέρευμα,τό (acomic word, coined by Aristoph.). S.-tooth- ED, όξυόδους, 2. S.-WITTED, οξύς έπινοησαι (Thuc.). ό. ε'ίς τι (PL), δεινός και ό. (PL), όξύφρων, 2 (Eur.), όξυμαθής, ές (quick at learning). SHARPEN, όξύνειν, άποξύ- νειν. έξαποξύνειν (Eur.). θήγειν, andpoet. θηγάνειν. άκοναν, παρ- ακονάν. χαράσσειν (of a saw). To s. by or on athg, θήγειν προς τι. S.-d off, άποξυς, 2 (Diosc). Fig., to s. the understanding, άσκεϊν την διάνοιαν. See to Whet SHARPER, κίναδος, τό (επί- τριπτον κ., a regular s.). άπα- τεων, ωνος, ο. αποστερητης, ου, 6. τοιχώρυχος, ό (propr. bur- glar, and generally knave) A fe- male s., άποστερντίς and -τρις, ίδος, η. Comp. Cheat, RASCAL, Rogue. SHARPNESS. If Keenness] τό οξύ, έος, όξύτης, ητος, η (of form, of the senses, and fig. = cleverness), δριμύτης, ητος, η (of taste, and also = shreivdness). άκή, ακμή, ή (of edge, and also point). II Severity] Vid. SHAVE (comp. to Shear), ξυρεΐν and ξύρειν. ξυρΰν. κεί- ρειν. κουρεύειν. To shave off, άποξύειν (as by a plane) : to get shaved, ξυρεϊσθαι, ξύρεσθαι. κείρεσθαι την γενειάδα or τό γένειον : to s. clean or close, άπο-ξύρειν, ξυροΰν. εν χρω κείρειν : to s. all round, περιξυ- ρεϊν : to get s.-d, ξύρεσθαι, κείρε- σθαι. S.-d, shaven, ptepp. pass., and κούριμος, 2 (of the hair), εγ•, εκ-κεκαρμένος, 3 : close shaven, ξυρηκής, ές (poet., as head or hair) : shaven all round, τροχο- κουράς, άδος, 6, ή, and -is, ίδος, ή (Chceril.) : s.-d bare, κράτ άπεσκυθισμένος, 3 (Eur.) : s.-n close as punishment of adultery, κεκαριχένος μοιχόν μια μαχαίρα (Aristoph., ορρ. to being shorn διπλή μαχαίρα : this fashion of shaving is called κήπος, ό) : that can be s.-d, ξυρήσιμος, 2 : the act of s.-ing, κουρά, η (and that which is s.-d off) : a s.-ing dish, λεκάνη κονρική, ή: a s.-ing cloth, σινδών, όνος, η. ώμόλινον, τό : s.-ing apparatus, κουρικά σκεύη, τά : a razor (vid.) for s.-ing, κου- ρίς, ίδος (or shears), μία μάχαι- ρα (ορρ. to διπλή μ. = shears), κούριμος μάχαιρα, η (Plut.). ^[ Fig.] To s. close by (in sailing), εν χρω παραπλεϊν, comp. to Graze : it is a close s., εν χρω ξυρεϊ (it touches one nearly), παρά μικρόν έξέφυγέ τις (it was a narrow escape). SHAVER, κουρεύς, έως, κου- ρευτής, οΰ. ό. See Barber. SHAVINGS, άπόξυσμα, τό. SHAWL, πέπλος, ό. SHE, αυτή. See He, His, and comp. Himself. SHEAF, σταχυών φάκελλος, b, or δράγμα, τό, or δέσμη, fj. άμαλλα, ν (poet.). A heap of s.'s, Θωμάς, 6 : to collect into s.'s, δραγμεύειν : one "who binds in s.'s, άμαλλοδετήρ, ηρος, and -ής, οΰ, ό (poet.). A 8. (e. g. of let- ters), φάκελλος, 6. S. of a pul- ley, prps τροχαλία, η (Aristot.). SHEAR, κείρειν, άποκείρειν, ξυρεΐν (Q^pwch stand also for to SHAVE, Vid.). πέκειν, πεκτεϊν. To s. the sheep, πεκτεϊν πόκον προβάτων. Shorn, κεκαρμένος (διπλί} μαχαίρα, ορρ. to μία μ., razor). See shaved, shaven, under Shave. To have one's hair shorn off, κείρεσθαι κου- ράν: to have their hair closely SHE SHE sin shorn, άποκείρασθαι τας κεφά- λας : having the hair shorn all round the head, leaving it only on the crown, which resembled a bowl, σκάφιον, άπο-, έκ-κεκαρ- μένος, 3. Fig., shorn of athg, άποκεκαρμένος, τι (e. g. of thy crown of towers, στεφάνην πύρ- γων. Eur.). SHEARING, κονρά, η (and that which is shorn off, a lock). Sheep-s., πόκος, 6 (ivith heterocl. accus. plur. πόκας, in the prov. to an ass's s., of the wool fm the back of an ass = where nothing is to be got), εις 'όνου πόκας. SHEARS, διπλή μάχαιρα, ή, see remark under Scissors, κου- ρίς, ίδος, η (or razor). SHEATH, κολεός, 6. θήκη, η. ξιφοθήκη, ή. S. of a flower or leaf, κάλυξ, υκος, ή : s. or shard of a beetle's wing, ελυτρον, τό: s. -winged (as beetles), κο- Xf07TT£pOS, 2. SHEATHE, κρύπτεσθαι τό ξίφος. See under to Put up. S.-d, κολεόν (or, of flowers, φ?., κάλυκα) έχων. SHED, υ. προ-, κατά-, and εκ-χεΐν, λείβειν. To s. TEARS (vid., and also to weep), δα- κρυρροεΐν : to s. blood, φόνου ποιεϊν : a great deal of blood is 8., φόνος γίγνεται πολύς : athg causes much blood to be s., ουκ άνευ πολλού φόνου γίγνεταί τι: without s.-ing any blood, άναιμωτί. *H Fig. : to diffuse (poet.)] σκεδαννύναι, άναπεταν- νύναι (as light over athg). κατα- χεΐυ τί (e. g. χάριν) τινι or τι κατά τίνος, ■ft To drop] To s. its leaves, feathers, hair, φυλλορ- ροεΐν (and poet, -χοεϊν, with adj. -ρρόος, -χόος, 2). πτερορροεΐν and -ρυεϊν. τριχορροείν : to s. one's teeth, εκβάλλειν οδόντας (and subst. εκβολή οδόντων, Hipp.) : to s. its horns, άποβάλ- λειν τα κέρατα (Aristot.). SHED, s. γείσωμα or γείσ- σωμα, τό ( pent- house) . καλύβη, h (hut, cabin). SHEDDING, πρό-, εκ-χυσις, ■η. δακρύων πρόχυσις, ή (of tears). The s. of blood, φόνος, 6. σφαγή, ή (i. e. bloodshed; but the '■act of s. blood ' to be Crcl. with the verbs under to Shed). SHEEP, πρόβατου, τό. ols, οίος, ή. μήλον, τό (&$*inHom., e. g. αρσενα μήλα, rains, we- thers; but standing by itself μήλα ■= flocks of small cattle) . To graze 8., μηλοβοτεΊν : to sacrifice s., μη- Χοσφαγεΐν: a keeping of s., πνο- βατεία, ή : to keep s., προβα- τεύειν. To cast a s.'s eye, ίλλί- ζειν (leer), έποφθαλμίζειν or -ιά'ζειν. S.-COT or -FOLD, ή των προβάτων αύ\ή. άρνών, ώνος, δ. S.-shearing, see Shearing: to be s. -shearing, άπυκιίρειν τα πρόβατα. S.-SKIN, δέρμα προ- βάτειον, κωδιον. άρνακίς, ίδος (PL), ρηνική (Hipp.), ή : as.- (531) skill coat, μηλωτή, ωα, σίσυρα, ή. S.-WALK, to turn a district into a, χώραν μηλόβοτου άν- uvui (=: to lay it waste. Isocr.). SHEEPISH, προβατώδης, ες (Simplic). A s. lout, αμνυκών, οΰντος, βλάζ, βλακός, ηλίθιος, 6 : to be so, μακκοάν : with a s. (helpless, foolish, or discontented) look, άχοεϊον Ίδών (Horn.). SHEER. See Downright, Meer, Pure. SHEER OFF, άποδιδράσκειν. S. off ! φθείρου. απερρε. άπαγε, ύπάγεθ' ύμεΐς της οδού. SHEET, στρώμα, τό (of α bed), φάρος and φάρος, τό. Α thin plate, Vid. : s. iron, 'έλασ- μα σιδήρου or σιδηρούν, τό : s. copper, χαλκού πέταλου or έλασμα, τό. Α 8. of paper, χάρ- της, ου, b (ivith or ivithout δίπτυ- χος). S. lightning, αστραπή, ή. In a s. of fire, πυρϊ κατάδρομος (Eur.). ΤΙ The rope fastened to each bottom corner of the sail] πους, ποδός, b, and ποδεών, ωνος, 6. To slack away the s., παριέναι του ποδός, χαλάν and εκπετάσαι ποδά (ορρ. to haul the s. close, bring the s. home, τείνειν ποδά) : a ship with her s. hauled close, ναΰς ίνταθεϊσα ποδί (all these fm Trag.). S. anchor, άγ κυρών ή μεγίστη. SHEKEL, σίγλος or σίκλος, b. SHELF, σανίς, ίδος, ή (g. t. BOARD, vid.), and αβαξ, ακος, 6. άβάκιον, πινάκιον, τό. πινακίς, ίδος, ή. A book-s., θηκίον, τό (or book-case). Fig., to be laid on the s., άποτίθεσθαι (pass.) χωρίς ώς ούκέτι χρήσιμου or άχρειωθέντα or άχρεϊον γενό- μενου. If Shelf of a rock) See Ridge, ^j Sandbank] Vid. SHELL, s. όστρακον, τό (the hard s. of testacea, and sometimes of an egg), τέρφος, ερφος, or στέρφος, τό (hard skin. jVe- cand.). ^jp" Aristot. calls snails and other mollusca having hard s.'s, οστρακόδερμα, τά : Crusta- cea, as crabs, lobsters, Qc. ,μαλ ακό- στρακα, τά : testaceous animals, ζώα όστρακηρά, τά. With hard, rough, smooth s., σκληρ-, τραχύ-, λει-όστρακος, 2 (Aristot.). An egg-s., λεπις ωού, η (Aristoph.). S.-fish (bivalves, esply muscle or cockle), κόγχη and κόγχος, 6, ή (and the s. itself conch, όστρακου τό της κόγχΐ)ς), also κογχύλιον, and -άριου, -ίου, τό. S. of ve- getables (as nuts, S[C, = rind, husk, pod), κέλυφος, κελύφανον, τό : of pease, &c, see Rind, Husk, Pod. ελυτρον, τό (of fruit, and also of Crustacea, as crawfish, Qc). S. of a tortoise, and also of the crab, χελώνειον and -ώνιου, χέλειου, χέλυου, τό, dim. χελωυάριου, τό, and also of the tortoise only, χελώυη, and χέλυς, υος, ή (the last also s. as lyre, like Lat. testudo). To turn to s., become covered with hard s., όστρακονσθαι (pass.). ^| Bomb] prps σφαίρα πυρυβόλος, ή. Mod. Gr. απόμπα, εμβόμβη, ή. SHELL, ν. λέπειν, άπολέ' πζιν, λεπίζειν, άπο-, εκ-λεπί' ζειν. To s. an egg, περίγλύ' φειν ώόν. SHELTER, S. στέγη, ή. στεγνού, τό. σκέπη, ή. σκέ- πασμα, στίγασμα, άποστέγα- σμα, τό. κατάλυμα, τό. Το take 8. (fm the rain, <§"£.), άπο- στηυαι ύπό τι. Want of s., το άστέγαστυν (Thuo.). SHELTER, ν. σκέπην (τιυί τιυος, ahy fin athg) παρέχειυ or παρέχεσθαι. στέγειν τι (athg). σ. τινός (fm athg). άποστέγειυ τί τίνος, άμύνειν τινι τι or τι- νός Tt (of hostile attach), προ- στέλλειν τί τινι (athg with athg. Thuc). To be s.-d agst athg, iu σκέπη εΤυαί τιυος. Comp. to Protect. SHELVING. See Sloping. A s. beach, ήϊόνες παραπλήγες, ai (Horn.). SHEPHERD, ποιμήυ, ενός, ο. προβατοβοσκός, ο, μηλο- βότης, -νόμης, ου, 6 (poet.). Το tend as a S., ποιμαίυειν. νομεύ- ειν. A s.'s — , or belonging to a 8., ποιμενικός, νομευτικός, 3, e. g. a s.'s dog, ποιμενικός and ποιμνίτης (ου) κύωυ, b : a s.'s life, b τώυ ποιμένωυ βίος : a s.'s crook, ποιμενική ράβδος, ή. See Pastoral. S.'s needle (plant), σκάιδιζ, ϊκυς, ή. SHEPHERDESS, prps ποι- μάυτρια, ή. ποιμενική γυνή or παρθένος, ή. SHEW. See to Show. SHIELD, S. ασπίς, ίδος, η (large round s.), and θυρεός, b (oblong, scutum), σάκος, τό (mly poet., esply Horn.), πέλτη, ή (light target, of leather, without rim, originally Thracian). Ιτέα, ή (tvicker target covered with gyp- sum, hide, or metal), γέρρον, τό (oblong, usu. tvicker, originally Thracian). S. bearing, armed with a S., άσπιστής, πελταστής (targeteer), ού, ό. γερροφόρος, 6. Poet, άσπιδη-φόρυς, -στροφός, άσπιδοΰχος, άσπιστήρ, ηρος, φέρασπις, ιδος, ή. In the form of a s., άσπιδοειδής, 2: the han- dle of the 8., πόρπαξ, ακος, 6: the rim or edge of a s., ϊτυς, υος, ή : one that makes s.'s, άσπιδο- -ποιός, -πηγός, 6 : his shop, άσπιδοπήγιον, τό : a s.-bearer, υπασπιστής, ού, b. οπλοφόρος, b. Tl Fig.: defence] Vid. SHIFT, s. See Artifice, Trick, Expedient, s. To make s. to do athg, μόλις or συν πολλω πάνω or μάλα μόγις ποιεΐν τι (to do athg, but with difficulty) : to make s. to live, άθλιως έια- φέρειν τον βίον : to make s. with athg, see ' to Put up with athg :' to try every s. or all sorts of s.'s, πάντα εζιέυαι >άλωυ Mm2 SHI SHI SHO (prov.). πάσας στροφάς στρε- φεσθαι : to be put to one's last t's, άπορεΐν. εν (ποΧΧη) απορία είναι, άμηχανεΐν. % Chemise] χιτώνιον, τό. χιτωνίσκος άνά- κωλος, b {^ cutty sark''). επιγο- νατίς, ίδος, ή {reaching to the SHIFT, υ. «II To change] Vid. *\\ To change one's abode] μετοι- κεϊυ. μετοικίζεσθαι. μετανίστα- σθαι, μετανιστηναι. SHIFTLESS. See Helpless. SHIFTY, πολυμήχανος and πολύ-τροπος [Horn.), -στροφός, 2. μηχανικός, μηχανητικός, 3. ποικίλος, 3. SHIN, κνήμη, ν (tibia, the part of the leg that has two boties. Aristot.). άντικνήμιον, τό (its front part), γαστροκνήμιον, τό (the hind part). SHINE, s. (light, brilliancy), αυγή, άπαυγή, η. αΰγασμα, τό. φέγγος, ους, τό. SHINE, ν. Χάμπειν, εΧΧάμ- πιιν (splendere and fulgere). στίλβειν, άποστ'ιλβί ιν (nitere). φαίνειν, φωτί'ζειν, φέγγειν (to give light), φέγγεσθαι. ψαίνε- σθαι (to emit light or rays). Tbe sun s.'s upon athg, b ήλιος ίπι- Χάμπει τι : begins to s., εκλάμ- •πει : s.'s in one's face, άντιλάμ.- ττει τιν'ι : to make (cause) atbg to S., άναφαίνειν τι. ■[[ Fig.] ίκπρέπειν (to s. = distinguish one- self), also λαμπρύνεσθαι (pass.). Χαμπρόν είναι, διαφερειν άλ- λων τινί or τι or επί τινι. See Surpass, Outshine. 1 Shine FORTH] εκλάμπειν, δια-, εκ-, προ-, εζανα-φίΐίνεσθαι (pass.). εκ-, δια-πρέπειν. TJ S. through] δια-,εκ-λάμπειν. δια-φαίνεσΰαι and -φαίνειν διά τίνος, διεκφαί- νεσθαί (pass.) τίνος or διά τίνος, εμ- and διεμ-φαίνεσθαί τινι. 1J Shine UPON (athg)] επιΧάμπειν τινί. SHINGLE. Seeg. t. Board. Prps σχιδή, η (more usu.= splin- ter). ^J On the beach] κάχληξ, ηκος, 6. See g. t. Pebble. SHINING, λάμπων, ούσα, ov, and στιλπνός, 3 (only propr. = splendens,nitidus). λαμπρός, φαιδρός, 3 (propr. and metaph.). μεγαλοπρεπής, έκπρεπής, επι- φανής, ές (metaph. only). Comp. Briiliant, Bright, Efful- gent, Illustrious, Radiant. SHIP, ναϋς, νεώς, η. πλοΐον, τό (g. t. vessel.) τριήρης, ους, η (with three benches of oars, used in tear), τριώροφος ναΰς, η (a kind of three -dec/cer). A s. of war, μακρά ναϋς, ή. μακρόν πλοΐον, τό : a small fast-sailing s., κε- λί]?, ητος, 6: a merchant s., ναΰς έμπορος or εμπορευτική or εμ- πορική, η. φορταγωγός ναΰς, r\. στρογγϋΧον or φορτηγικόν πλοΐον, τό. όλκάς, άδος, -η '. a transport s., ΰπηρ^τικόν πλοΐον : the s. conveying tbe commander- in-chief or general, στρατηγίς, (532) ίδος, h : the admiral's s. or flag- s., ναυαρχίς, ίδος, η: — convey- ing soldiers or a portion of the army in general, στρατιώτις ναΰς : — conveying the horse or cavalry, ϊππαγωγός ναΰς, ή : a s. not seaworthy or taken from the lists, ναΰς απΧους : a s.'s keel, Vid. : a s. with a good, strong, or staunch keel,i/ais ίκα- νως τετ ροπισμίνη : — bottom next the keel, άμφιμήτριον, τό: — ribs or belly-timbers, έγκοί- λια, τά (Lat. interamina) : — sides, ό της νεώς τοίχος: the snug side of a s., ό ευ πράττων τοίχος (prov.) : the s. lies on her beam -ends, τοιχίζει : — reels from side to side, ava- or (^jp according to the Grammarians bet- ter) δια-τοιχεϊ r\ ναΰς : a s.'s prow or bows (also = forecastle of the moderns), πρώρα της νεώς, η : — poop, stern or steerage, πρΰμνα της νεώς '. — brazen beak, εμβολον, χάλκωμα, τό. ggsF* For other combinations with substt. see s.'s deck, hold, car- go, ballast, crew (= s.'s com- pany), harbour-dues (= ship- money), Sj'C. ; and icith vei-bs, see LAUNCH, RIG, EMBARK, PUT to sea, NAVIGATE, SAIL, STEER, RUN AGROUND, WRECK, ANCHOR, RIDE, and. phrases under Sea, e. g. ' travel by sea,' ' convey by sea,' <$£C. To build s.'s, ναυπη- γεΐν and mid. κατασκευάζειν ναΰς: to fit out a s. or s.'s, παρα- σκευάζεσθαι ναΰς : to man s.'s, πληροΰν ναΰς: to pull a s. on shore, αναβίβαζε ιν or άνέλκειν ναΰν : tbe hire, freight, or charter- money paid for a s., ναΰλον, τό : to let a s. for hire, ναυλοΰν πλοΐ- ον : to charter (hire) a s., ναύ- λου σ^αι πλοΐον: the commander of a s. or admiral of the s.'s, ναό-, or of a s. of war, τριήρ- -αρχος : captain or master of a merchant s., ναΰκληρος, 6. See Captain. The admiral's s., ναυ- αρχίς, ίδος, η : to have the com- mand of the s.'s, ναυαρχεΐν. ^p• For compounds other than the fol- lowing, esply poet., see the Greek Enq. Lex. under ναυ-. SHIP-BUILDER or SHIP- WRIGHT, ναυπηγός, ό. SHIP - BUILDING, ναυπη- γία, fj. ή τών νεών κατασκευή. The art of s., ναυπηγική, ή : of or relating to or fit for s., ναυπη- γήσιμος, 2 : experienced or ex- pert in the art of s., ναυπηγικός, 'SHIP-MASTER or -OWN- ER, υαύκΧηρος, b (with subst. -κληρία, adj. -κληρικός, verb -κληηεΐν). SHIP-MATE, συνναΰτης, ου, b (sailor in tlie same vessel), συν- ναυβάτης, ου, b (Soph.), σύμ- πλους, ου, ο. ο συμπλέων, ον- τον. ο μετέχων τοΰ πλου (fel- low traveller by sea). SHIP-WRECK, ναυάγια, v. To suffer s., be s.-d, ναυαγε'ιν. ναυάγια περιπίπτειν: s.-d, να υ- αγός, 2. SHIP, V. εντιθεναι είς τό πΧοΐον (put on board). To s. a sea, ε'ισδέχεσθαι σάλον, κλύδω- να. SHIPMENT (of goods). Crcl. with the Verb. SHIPPING, s. ναΰς, ah πλοία, τά. τό ναυτικόν. SHIRK, V. δια-, άνα-δύεσθαι, -δύνειν,-δΰναι (tergiversari). άπο- κνεΐν τι or ποιεΐν τι (shrink back from). To s. labour, άποκάμ- πτειν μοχθεΐν (Fur.), άποκά/χ- vtiv πόνον (to flinch fm toil, de- trectare laborem. Χ.), άποδει- λιαν τίνος (to flinch cowardly fm danger or toil), άπολείπεσβαί (pass.) τίνος (be wanting to one's share of a duty), άποστερεΐν εαυτόν τίνος (withdraw oneself fm a duty. Antipho.). A citizen who s.'s all state burdens, δια- δρασιπολ'ιτης, ου, b (coined by Aristoph.). S.-ing (subst.), άπό- κνησις (e.g. στρατειών, Thuc), h. SHIRT, χιτών, ώνος, b. χι- τώνιον, τό. χιτωνίσκος άνάκω- Χος, Ό ( ς a cutty sark" 1 ). SHIVE, σχιδή, ή (splinter). See Slice. SHIVER, v. (intrans. : —shud- der), φρίττειν (with cold, τω ψύχει or υπό τοΰ ψύχους, φρι- κιάν. φρικοΰσθαι (pass.), ρι- Thiver, shivering, *. (a shuddering), φρίκη, ή. φρι- κίαι, α'ι, or φρικιά, τά (brought on by or attending fever). The cold s.'s, ρίγος, ους, τό. ηπίαλος, b. See Fever. SHIVER, v. (—shatter; trans, and intrans.). See ' to Break in pieces,' to Shatter, θραύειν, δια-θραύειν, -βρύπτειν, δια- and κατα-ρρηγνύναι. To be s.-d, to s. (intrs.), 'be broken or go to shivers,' passives, and poet, δια- κναίεσθαι (pass.,jEschyl.). θρυΧ- Χίσσεσθαι (pass., Horn.), ηρι- κον (aor. 2 of έρείκειν, Horn.). SHIVER, s., in the phrase ' to break, &c. to s.'s,' see the Verb. SHOAL, s. and adj. IT Shal- lotv] Vid. U A crowd or mul- titude] Vid. A shoal of fishes, όγελη 'ιχθύων, η : fishes swim- ming in s.'s, Ίχθΰς άγελαΐοι : fish that so swim in s.'s (with the current, like herrings), ρυάδες, οι (Aristot.). SHOALY, τεναγώδης, ες. SHOALINESS, τό τεναγώ- δες. SHOCK, s. U Collision, con- cussion] VlD. σύγ-, πρόσ-κρου- σις, σύμπλιιζις, συμβολή, ή. S. in the collision of enemies, προσ- βολή, επιφορά, πρόσμιξις, έφο- | δος, ορμή, η, and Crcl. with the corresponding verbs. To stand the s. of the enemy, δέχεσθαι επιόντας τους πολεμίους. S. SHO SHO SHO of an earthquake, σεισμός, 6 : there is a — , σείεται ή γή : an earthquake giving one s., σει- σμό? ώστ -rjs, ου : with many s.'s, σ. παλματίας, ου, ό (both Aris- tot.). *[J Fig.] To give a s. to aby, to aby's feelings, &c, θράτ- τιιν (ταράττειν) τινά. διασεί- ειν τό φρόνημα : esply of pain- ful surprise, displeasure, disgust, &C, Crcl. with προσπίπτειν tlvI άχθεινόν, άλγεινόν, πικρόν, α- ηδές, κτλ. Aby's health has sus- tained a severe s., εθραύσθη ή ύγίειά τίνος, SHOCK, v. ΤΓ To shake] Vid. U To offend, hurt or surprise grievously] προσ-κρούειν,-πταί- ειν, -κόπτειν τινί. ταράττειν, θράττειν (Att.), συν-, δια-τα- ράττειν, εκ-, κατα-πΧήττειν τινά. προσίστασθαί τινι (dis- gust aby). To s. greatly, εκπλη- ξιν ποΧΧήν παρέχειν τινί. Το be s.-d, άγανακτεϊν τινί τι (at athg in aby, at aby for athg). βα- ρέως, χαλεπώς φέρειν and άχ- θεσθαι (τί τινι, επί τινι). προσ- ίσταταί τινί τι (to be disgusted at athg). κατά-, εκ-πλαγήναι. συνταραχθήναι (often with added την φυχήν, τάς φρενας). δεινόν, δεινά Ίτοιεϊν or more usu. mid. ΐτοιεΐσθαί τι. SHOCKING, δεινός, 3. εξαί- σιος, 2. εκ-, κατα-πληκτικός, 3. εκπληζιν παρέχων. SHOD. See under Shoe, v. SHOE, s. ($9- Fm this Art. supply tlie deficiencies of the articles Boot, Brogue, Sandal, ?, 3: unshod, ανυπόδητος, 2: ipshod, σύρων or χαΧαρά έχων τά ΰποδ. SHOE-BLACK, S.-CLEAN- ER, ό περικωνων or σπογγϊζων τά υπ. See under Shoe, s., ad "SHOE-BLA CKING, prps κώ- νος, δ. See under Shoemaker. SHOE-BRUSH, σπόγγος, δ (for washing the shoes. Aristoph. Vesp. 600), and prps coin περι- κώνιον, τό (for blacking them, περικωυεϊν, ibid.). SHOE-LATCHET, -String, -Thong, -Tie, ηνία, η. ζυγός, also ιμάς, άντος, άναγωγεύς, έως, δ. SHOE - MAKER, σκυτεύς, εως, σκυτο-τόμος, -ρράφος, δ. πίσυγγος or prps πίσσυγγος. δ (Sappho). To be a s., carry on a s.'s trade, σκυτοτομεΐν. σκυτεύ- ειν : a s.'s trade, σκυτοτομία, ή: of or belonging to a s.'s business, σκυτοτομικός, 3 : a s.'s shop, σκυτοτομεΐον, and s.'s bench, σκυτικόν εργαστήριον, πισ -^jr πισσ-)ύγγιον (Pollux), τό. σκυ- τική or σκυτοτομικη τέχνη, ή : s.-s blacking, χαλκάνθη, η, and χάλκανθος, δ, ή. χάλκανθον and χαλκοί/θε'ϊ, τό (copperas water), μελαντηρία, ή (prps oxide of cop- per) : s.'s (waxed) thread or string, νήμα πιττωτόν, νεΰρον,τό. ρομ- φεϊς, ίων, οι : a s.'s knife, το- μευς, εως, δ. σκυτοτομικη σμί- λη, ή : a s.'s awl (vid.) or puncher, δπεας, τό: s.'s last, κα- Χάπους, ποδός, δ, and dim. κάλο- πόδιον. τό. SHOE-SOLE. See Sole. SHOOT, S. κλάδος, κλαδί- σκος, βλαστός, δ. βλάστημα, τό, and poet, βλάστη, άπο-, παρα-φυάς (esply fm root), άδος, η. κλήμα, τό. μόσχος, θαλλός, δ, and poet. θάλος, εος, τό. πτόρ- θος, α. ερνος, τό. φίτυμα and φιτυ, τό. The first light green s. of plants in spring, χλό»), ή : the hollow under a fresh s., μασχά- λη, and -αλίς, ίδος, ή (like Lat, ala, axilla, and the s. itself, esply of young palm twigs. Theophr.), See Scion, Offset, and fig. Off- spring. SHOOT, v. 1 (Trans.)] βάλλειν (poet. Ίάλλειν). ιεναι (and compounds, άφ-, μεθ-, εφ-, επαφ-, προ-, άπο- and επι- προ-ιέναι). άκοντϊζειν (propr. the javelin, but also — to hurl, in general), τοζεύειν (with a bow), βάλλειν or ιεναι τοζεύ- ματα (arrows). Fig., to s. with a long bow, prps κομπάζοντα ύπερτοζεύειν τυΰς αλΧους, see Rodomontade. To s. game, καταβάλλειν θιιρία ■ to 8. aby (dead), κατα-βάΧΧειν, -τοζεύειν, -ακοντίζειν τινά., βαλόντα or τω τάζω κατεργάζεσθαι or άν- αιρεϊν τίνα : — with a gun, &c, πυροβολεΐν τίνα : to be shot dead, κατατοζευθέντα άποθα- νεΐν : to s. oneself (in the modern sense), διαχρησασθαι εαυτόν πυ- ροβολώ οπλω χρώμενον : to s, at a mark, ιεναι έπϊ σκοπόν : to s. wide of the mark, βαλόντα άμαρτάνειν. άσκοπα τοζεύειν. μη τυγχάνειν του σκοπού : to s. at aby, τοζεύειν επί and εις τίνα (Horn., τοζάζεσθαί τίνος, and έιτιτ. τινι, and όϊστεύειν τινός), άποτοζεύειν τινά (Luc): /3άλλίΐι/ τινά or στυχαζόμενόν τίνος, άκοντ'ιζειν τινός, είσ- ακοντίζε ιν τινά or εις τίνα : to s. thro' or in the head, βάλλειν εις or κατά την κεφαλήν, βάλλειν τινός την κεφαλήν : to be shot, βάλλεσθαι, βελει πλήττεσθαι, τοζεύεσθαι, άκοντΊζεσθαι (in any part, τί or ε'ίς τι) : — in the ribs, the head, &c, τοζευΟεις εις τάς πλευράς, ε'ις την κεφαλήν. To s. a bolt (fig•), εμβάλΧειν τον μοχλόν: to s. a bridge, (τά? κώπας επισχόντα or συστεί- λαντα) οϋτως αυτή τή ρύμ\1 διά τής γέφυρας φερεσθαι or την γεφυραυ διάττειν. To s. (absol. — to discharge missiles), το- ζεύειν, άκοντιζειν, άφΐί'ι/αι βέ- λη. To s. off, άποτοζεύειν : — words like arrows, άπ. ρηματί- σκια (PL): to s. through, διατο- ζεύειν, διοϊστεύειν τινός (Horn. and Χ.) : one could s. through it (i. e. it is within bow-shot), και SHO κεν διοϊστεύσειας (Horn.) : a space that can be shot through, διατοξεύσιμος χωρά, fj (= a place within bow-range. Pint.) : to s. out, έκτοξεύειν (X. ; and, to s. away all one's arrows. Hdt.). έξακοντίζειν. See to Dart, to Emit. To s. out aby's eye, βα- λόντα τίνα. άποστερεϊν τού οφθαλμού : to s. out (e. g. from a cart), έκβάλλειν, εκ-, προ-χεϊν τι (άνατρεψαντα τϊ\ν άμαξαν) : to s. down, κατατυξεύειν τινά (dead ; see above), άνωθεν τοξεύ- (iv, Qc. (fin a higher position). *il (INTRANS.)] φέρεσθαι, όρμά- σθαι, also όρμαν, άίσσειν. To s. through (e.g. the air), διαΐσσειν, -άσσειν, and Att. διάττειν (and of pain, c. gen., e.g. των πλευ- ρών) : s.-ing stars, αστέρες διάτ- τοντες (Aristot.) : the pain s.'s through me, 77 οδύνη διέρχεται με : a thought shot through my mind, διήλθε με τι (Eur.). To shoot up (in height), αύξάνεσθαι (pass.), έπίδοσιυ λαμβάνειν. SHOOTING (the act of), τυ- ξεία, η (with a boiv ; see Ar- chery), βολή, ή. ακόντισα, rj. ακοντισμός, b. To have a s. (archery) match, διατοξεύεσθαι (mid., X). To go s. (game), see Hunt, Chase. % Fig.] φορά, ορμή, h (of rapid motion). S. of plants, &c, εκβολή, ή. SHOP, σκηνή, η (booth), κα- πι<λεϊον, εργαστήριον (works.), πωλητήριον, τό : and numerous compounds with -πωλεϊον, e.g. a perfumer's s., or s. for unguents, μυροπωλεΐον, τό : for these see under the specific term. To keep s., καπηλεύειν : one who keeps a 8., s. -keeper, κάπηλος, 6, and fern, -is, ιδος, ή : and specifically by compounds with -ττωλεΐν, -πώ- λης, ου, 6, and -11, ιδος, ή, e. g. μυρο-πωλεΊν, -πώλης, £{C. SHO RE, ακτή, ή (beach, strand, usu. steep, where the waves break, sis even of a river, rare in Att. prose, but occurs in X. and Ly- curg.), and αιγιαλός, 6 (sea-s., beach, usu. fiat, poet, and Thuc.). Poet., ρηγμίς, ϊνος, and θίς, θι- i/os (epic), ή'ιων, όνος (epic, trag., but also Χ), ή. S. of a river, see Bank : a rough s., ραχία, ή (Thuc.) : off, on, along s., ακτιος, έπ-, παράκτιος, 2 (all poet.) : found on, inhabiting, Qc. the s., α'ιγιαλώοιις, ες (Aristot.). S. (opp. to water), see Land : to go on s., haul a ship on s., ^c, see Ashore. SHORT. U With refi to space] βραχύς, εϊα, ύ. σύντομος, 2. συνεσταλμένος, 3. A shorter way, ίλάσσων or βραχυτέρα οδός: the shortest way (or cut), σνντομωτάτη οδός. ορθή or ευ- θεία (οδός), ή: to take the short est cut, συντίμνειν όδόν: s. cuts, τά σύντομα : to be (but) a s. way or distance off, δι' ολίγου tlvai. μικρόν άπέχειν or δια- (534) SHO στηναι : to cut 9., συντίμνειν. έπιτέμνειν. συστελλειν. Cut s.,partcp., and σύν-, άπό-τομος, 2. "if With ref. to time] βραχύς, εΐα, ύ. 6, ή, τό δι ολίγου. όλι- γοχρόνιος, 2. συνεσταλμένος, 3 (of syllubles). A s. study or ex- ercise, ή δι' ολίγου μελέτη: as. time, ολίγος or μικρός or βρα- χύς χρόνος : in a s. time, έν βραχεί, εν τάχει. ουκ εις μα- κράν, ου δια μακρού : a s. time ago or since, νεωστί. άρτι. άρ- τίως : a s. time after, ού πολύ ύστερον, μετ' ού πολύν χρόνον. μετ ολίγον: a s. time before, ολίγον έμπροσθεν, όλίγω πρό- τερον : it is but a very s. time since, ύπόγυιόν έστιν εξ ού. That has s. arms, βραχείας τάς χείρας έχων, ούσα, ον : that draws his breath s., s. -breathed, ασθματικός, 3. κολοβός τό πνεύμα, βραχύπνους, ουν : that has 8. legs, ανά-, βραχύ-κωλος, 2. βραχυσκελής, ές: that has a s. sight, see under Compounds : that has a s. syllable, βραχυσύλ- λαβος, 2 : s. in speech (curt), βραχυλόγος, 2 : to be s., in s., (ws) σννελόντι or συντίμνοντι, tus συντόμως, απλώς ειπείν, or συνελόντι, συντέμνοντι (without the infin.) : also εν βραχεί or όλίγω. δι' ολίγων, όλως. ού πολλω λόγω. ως ειπείν λόγω. άλλ' ουδέν δει πολλά λέγειν or μακρηγορεϊν. συλλήβδην : to make s., see to Shorten : I will be s., make the matter s., διά βραχέων έρώ. σνντεμών φράσω. συντεμώ λόγους έν βρα- χεί : make your answers s., συν- τέμνε τάς αποκρίσεις και βρα- χυτέρας ποίει (PI.) : to give s. (= curt, uncivil) answers, air οτ ό- μως άποκρίνεσθαι. ^f Phrases] S. of athg, ενδεής, ελλιπής (ές) τίνος (implying want), ένδεώς έχων τινός : also ivith ένδεΐ μοί τίνος. δεΊσθαί τίνος, σπανίζειν τινός, λείπει or εκλείπει μέ τι : not to fall s. of athg, see ' to be Equal to athg :' to stop s., έπ- έχειν (in motion, in speaking and acting) : to cut s. a conversation, μεταξύ τον λόγον κατα-λεί- πειν or -λύειν, or λέγοντα άπο- παύεσθαι : to take aby up s. (in- terrupt), ύπολαμβάνειν, -κρού- ειν τινά : to bring a horse up s., άναλαμβάνειν τον ϊππον (quite check him, as ύπολ., = half check him, hold up). SHORT-HAND, σύντομα τά γράμματα, or with συστείλας τά γράμματα, or διά σημείων γράφων. A s. writer, σημείο-, ταχυ-γράφος (with verbs -γρα- φεί ν, and adjj. -γραφικός) : to be a s. writer, to practise s. writ- ing, σημειογραφεϊν. SHORT-LIVED, έφή μ ερος,2 (Thuc). Poet., εφημέριος, ώκύ-, ταχύ-ποτμος and -μορος, όλι- γοχρόνιος, 2. SHORTSIGHTED. % Prop.] SHO μύωψ, ωπος, 6, η. μυωπός, 2 (Χ.), αμβλύς or ασθενής την όψιν. To be s., μυωπιάζειν. ίί Metaph.] αμβλύς την φύσιν or την γνώμην. βραχύ φρονών, ούσα, ούν. άξύνετος, 2. ολίγα προορών. See INCONSIDERATE, Improvident. SHORTSIGHTEDNESS. 1ϊ Propr.] μυ-, άμβλυ-ωπία, ή. ίΐ Metaph.] άμβλύτης, ητος, η. τό άζύνετον. See Improvi- dence. SHORT-SPOKEN, βραχυ- λόγος, 2. See phrases under Short. SHORT-WINDED. See ου, ν : the s. burst in torrents, ομ• βροι επιρρηγνυνται : a s. of hail, συρμός χαλάΧ,ης, δ. χαλα- Χ,ώδης or χαλάζοβόλος χειμών, δ. χαλαζοκοπία, ή: as. of snow, νιφάς, άδος, η : a heavy 8. of rain, πολύς δ ύετός. 'ύδωρ πολύ εξ ουρανού. A s. of missiles, πλήθος άμήχανον or ώσπιρ χά- λαζα τών φερομένων βελών : a s. of rocks, νιφάς πετρών (jEs- chyl.), also πυκνά βέλη, τοξεύ- ματα πολλά και πυκνά. SHOWER, v. See to Rain, ς to Pour down.' SHOWER-BATH, κατάχυ- τλον, τό (portable s.). SHOWERY, δμβριος,2. όμ- βρώδης, 2. επομβρος, 2. SHOWY, λαμπρός, 3 (splen- did), επιδεικτικός, 3 (fit or meant for showing off), έπιδεικτιων, 3 (later, desiring to show off oneself), καλλωπιστής, οϋ, δ, and -τρία, η (Plut. ; but φιλόκαλος, 2, = fond of elegance). SHOWiNESS,Ka\Xa>7r^os, σχηματισμός, δ. See DISPLAY, Ostentation. SHRED, s. (small piece cut off), περίτμημα, τό. άνάκερμα, τό. S.'s or parings (vid.) of leather, κοσκυλμάτια, τά (Aristoph.). SHRED, v. See ' to Cut into small parts.' άνακείρειν. κερμα- τϊζειν. SHREWD. See Clever. δριμύς, εϊα, ύ. πυκνός και σοφός, 3. As. rascal, πυκνδν κίναδος, τό (Aristoph.). SHREWDNESS. See Cle- verness, δριμυτης, πυκνοτης (e. q. φρενών), ητος, ή. SHRIEK, ν. όξύ βοάν, άνα- βοάν, or κλά'ζειν, or κράζειν. όλοΧύζειν, also poet, κωκύειν (to wail), and ίύ'ζειν. SHRIEK, S. δξεϊα βόη or κραυγή, and poet, κωκυτός, δ. κώκυμα, τό. Ίυγμός, δ. ιυγή, ή. See Scream. SHRILL, οξύς, λιγύς, εϊα, ύ, and λιγνρός, 3. To call out with a s. voice, όξύ βοάν. λιγαί- vstv : to utter or sing in s. pierc- ing tones, τορεΐν and τουεύειν (A ristoph. ). For poetical co mpds see the Gh: Eng. Lex. under όξυ- and λιγυ-. ^ SHRILLNESS, όξύτης,ητος, η, and Orel: with Adj. SHRIMP, καρίς, ίδος and Τδος, η, and κουρίς, ίδος, h '• and as varieties, δξίς, ίδος, and κραγ- γών, ώνος, or κράγγη, ή : and prps as g. t. τεττιξ ε'ινάλιος, δ. See Prawn, ^f A divarf] Vid. SHRINE, ναός, and Att. νέως, δ. σηκός, δ. σήκωμα, τό. εδος, τό. καλιά or καλιάς (άδος) ιερά, ι? (a wooden niche contain- ing the image of a god. Anthol.). άδυτον and μίγαρον, τό. SHRIFT (eccl. t). See Con- fession (of sins). To make a clean s., εζομολογεΐσθαι πάντα τά αμαρτήματα μηδέν ύποστει- λάμινον. SHRINK, v. H (Intrs.) Το contract, esply to Shrivel] Vid. To s. as cloth, συστελλεσθαι : to s. by settling down or collapse, συν-ΐζειν (e. g. ες ταύτόν σ., PL), -ιζάνειν (e.g. the flesh shrwik by sweating, σάρκες δ' Ίδρώτι συνίζανον, Theocr.). συσπειρά- σθαι (pass., PL, SHRIVEL, Vid.). Shrunk, partepp. pass., and ρι- κνός, 3 (shrivelled), επίρρικνος, 2 (e. g. s. shanks, επίρρικνα σκέ- λη, X.). To make to s. (to s., trans., e.g. cloth, &c), σκέλλειι; (by drying, smoking, S^c, poet.). Ίσχναίνειν (to make thin), συυ- ίζειν ποιεΐν. A s.-ing, συστολή, n. See Contraction. ^[ Fig.] To s. (= hesitate, be ashamed, scruple) to do athg, δκνεΊν ποιεϊν τι. άποκνεϊν τι (e.g. κίνδυνον, πόvov),andπoιεΐυτι. ύποστέλ- λεσθαί (mid.) τι. δρρωδείν τι (to dread), άποδειλιάν τίνος (through cowardice) and προς τι : also φεύγειν τι. έκστηναί τι. άναβολήν τίνος ποιεΊσθαι (e.g. τοϋ δεινού, fin danger. Thuc). χάξεσθαι (give ground, epic, but Χ. άναχάζεσθαι). Comp. to Flinch, Shirk, and str. t. to Recoil. A s.-ing, δκνησις, άπό- κνησις, rj. See HESITATION, RE- LUCTANCE. There must be no s.-ing, ούκ όκνητέον, ούκ άποδει- λιατέον. SHRIVE (eccl. t), έξομολο- γεϊυ τίνα (receive ally's confes- sion, mod. Gr). *U (Intrs.)] Sec to Confess. SHil SHU SIC SHRIVEL. If (Intrs.)] pi- κνοΰσθαι, καταρρικνοΰσθαι, and ρυσοΰσθαι (pass., by wrinkling), συντρέχειν (by twisting, as hair, Χ.), συσπειράσθαι (pass., shrink up. PL), άποσκληναι (by dry- ing)• II (TRANS.)] Ίσχναίνειν, συνισχναίνειν (help to dry up. Hipp.), καταρρικνοΰν. ρυσοΰν. S.-d, partepp. pass, and ρικνός, 3 (prop, with cold, and by old age), επίρρικνος, 2 (Χ.). Ισχνός, 3 (lean,ivit/iered). puao SICKLINESS, < ασθένεια, η. αρρώστια, η. άρρώστημα, τό. τό νοσώδες, ους, κτλ., fm the Adj. SICKNESS, νόσος, η. νόση- μα, τό. άρρώστημα, τό. -πάθος, τό. A tedious or lingering s., μακρά νόσος, μακρονοσία, η. See Illness and Disease. To cause 8., νοσοποιεΐν : diet in s., νοσο- τροφία, η (PL), νοσήλια, τά (sc. σιτία, poet.) : s. which needs tending, νοσηλεία, η (medic, and tending in s.). SICKLY, ασθενής, ες, and άρρωστος, 2 (of person and con- stitution), νοσώδης, ες (of body and season, Qc), also νοσηματ- -ώδης, ες, and -ικός, 3 (Aristot.). έπίνοσος, 2 (of the body). To be s., to have a s. body, άρρωστεϊν. ϋπονοσεϊν. SIDE, s. U Propr. : of the living body, the pa?t fortified by the ribs] πλευρά, >j, and plur. (prop, ribs) : more poet., πλευ- Ϊόν, τό, inly plur. πλευρά, τά. Vom the s., πλευρόθεν : on or at the s., πλενρίτης, ου, 6 : pain in the 8., πλευρΐτις, ιδος, η : on or along the s.'s, παράπλευρος, 2, and -πλευρίδιος, 3 : armour for the S., πυραπλευρίδια, τά (Χ.) : to cover on the s. with athg, παραπλευροϋν τινι : cover- ing the s., περίπλευρος, 2 (Eur.) : a covering for the s., περιπλευ- ρίδιον, τό : to split one's s.'s, or have to hold one's s.'s, with laughing, εκθνήσκειν γέλωτι. Ά Wilh ref. to llie boundaries of any body or figure] Sides of a ship, πλευραί, αι. τυϊχοι, οί : s. of a mathematical figure, πλευρά, η (s. of a rectangle), πλευρόν, τό : having one, two, three, four, six, seven s.'s, μονό-, δί-, τρί-, τετρά-, έξά-, επτά-πλευρος, 2: having four, eight s.'s (= surfaces of solid figures), τετρά-, όκτά- εδρος, 2 : having equal s.'s, ισό- πλευρος, 2 (equilateral) : (a tri- angle) having two of its s.'s equal, ισοσκελής, ες (with suhst. Ίσοσκε- λ/α, η, opp. to [a triangle] with unequal s.'s, σκαληνός, 3): s. (or front) of a square or triangular building, κώλον, τό (PL, whence one-sided, μυνόκωλος, 2, Aris- tot.). ^I Part, as opp. to any other part or notion of extension or boundary] μέρος, τό, e.g., the upper s., μέρος τό άνώτερον. See (537) Top, Bottom, Inside, Outside ; also Right, Left, Front, Back. S.'s of an army, τά πλάγια, see Flank ($§r to which add, the right s. or flank, τά γυμνά, the left being covered by the shield) : on the 8., πλάγιος, 3 and 2 : fm the s., εκ του πλαγίου, see SIDE- WAYS : having fruit, stalks at the s.'s, πλαγιά- καρπός, -καυ- λός, 2 (Theophr.). See Lateral and Oblique. At the s. of (= beside), προς c. dot., παρά τινι (aby), παρά τι (athg). $^= Fre- quently expressed by compounds with πάρα-, e. g. to sit at aby's s., παρακαθησθαί τινι : to follow at aby's s., παρέπεσθαί τινι : to lay athg on its s., παρεγ κλίνε iv τι : to hew, burn athg on the s., παρα-πελεκάν, -πιμπράναι τι : to put s. by s., παραβάλλειν, see Beside : on one s. = aside, Vid. : on which s.? ποτέρας της χειρός (hand) : the opposite s., τά επί θάτερα : from it, εκ του έπι θ., εκ του εναντίου : on it, άντιπέραν, εναντίον, ες τάναν- τία, εξ εναντίας : the western s. of a country, τά προς εσπέραν τετ ραμμένα της χώρας : on both s.'s, κατ' αμφότερα, καθ' εκάτε- ρα. άμφοτέρωθεν, εκατέρωθεν, ένθεν και ένθεν (the four latter prop.,fm both s?s,fm each, either s.) : from every s., παντ-, έκαστ- -αχόθεν : on all s.'s, παντ-, έκαστ-αχη, see QUARTER, DI- RECTION : on this or the one s. — on that or the other s., tjJ μεν — τη δέ. ένθα μεν — ενθιι δέ. ένθεν μεν — ένθεν δέ. πη μεν — πη δέ : on this S., τηδε : on that s., εκείνη : towards this s., έπι τάδε. δεΰρο : towards that 8., επ' εκείνα or επέκεινα. εκεϊσε. ^[ Party] τά τίνος. Το be on aby's s., είναι or γίγνε- σθαι σΰν τινι (to be allied with him, to fall to his lot or share, e.g. the victory is on aby's s., ή νίκη γίγνεται σΰν τινι). είναι or γίγνεσθαι Οΐ'ϊστααθαι (στηναι) μετά, προς τίνος, τάττεσθαι συν τινι. συνίστασθαί τινι. φρονειν τά τίνος, συμπράττειν τινι. ξόμμαχον εΤναί τινι : to come on aby's s., γίγνεσθαι συν τινι or μετά τίνος, προστίθε- σθαί τινι. προσθέσθαι τινι. ελέσθαι τά τίνος : to draw aby over to one's s., προς εαυτόν λα- βείν τίνα. εΰυοιαν κτησασθαι προς τίνος. "|[ From the side of (= originating fm any given side or quarter)] e. g. from the fa- ther's s., the mother's s., άττό πατρός, από μητρός, προς πα- τρός, προς μητρός, πατρόθεν, μητρόθεν. U Relating to the mode and manner in which athg appears] e. g. to have two s.'s, to have a good and a bad s., τά μεν καλώς εχειν, τά δε κακώς, πη μεν χρηστόν είναι, πη δε και κακόν : that is (= be- to, forms a part of) his good s., ταύτ-η μεν επαίνου άξιος ίστι : to show the good or favorable side, καλώς έχον φαί- νεσθαι, and of persons, καλόν φαίνεσθαι. καλόν παρέχειν εαυ- τόν : every one has his weak s. (= his foible), μανία γ' ού πάσιν ομοία: to discover aby's weak s., εΰρίσκειν τά σαθρά τίνος, rj μάλισθ' άλωτός άν ε'ίη : to every question there are two s.'s (— aspects to be viewed in), προσθη- και δύο πάσίν ίίσι πράγμασί τε και λόγοις (Dem.). SIDE, in composition. Comp. Lateral. S.-arms, ξίφος, τό. μάχαιρα, η. εγχειρίδιον,τό. S.- blow, -stroke, or -thrust, πληγή εκ τοΰ πλαγίου : to deal one, πληγην εκ πλαγίου εντείνε ιν τινι. S. -board, τραπε'ζοφόρον, κυλικεΐον (Aristoph.), τό. S.- building,'jraj0oi/co5o / u7]/Aa,TO. S.- door, πλαγία θύρα, παράθυρα, η, and dim. παραθύριον, τό. S.- glance or -look, τό εκ πλαγίου βλέμμα, παρά-, υπό -βλέμμα, τό : to cast one at athg, ΰποβλέ- πειν, ΰφοράν τι: — to this also, άποβλέπειν και ες τούτο. S.- long, πλάγιο?, 3 and 2. ό, η, τό ίκ πλάγιου: a s.-long glance, see side-glance : to cast a s.-long glance, πλαγίοις όμμασι προσ- βλέπειν τι. Comp. Askance. S.-path or -way, εκτροπή οδοΰ, παρεκτροπή, v. S. -wall, τοί- χο?, ό. S. -wards, s.-ways, see Oblique, πλάγιος, 3 and 2. (ό, fj, τό) ές τό πλάγιον, εκ τοΰ πλαγίου: to make a s. move- ment (so as to avoid the direct shock), άποσιμονν (Th., X.) : to turn s., πλαγιάΧ,ειν or -οΰν τι : to cast s., λοξοΰν τι : to walk or move s., see to Sidle. S.-wind, εκ too πλαγίου άνεμος, ό, πνεύ- μα, τό. SIDE (with), v. See 'to take aby's Side.' S1DERAL, SIDEREAL. See under Star. SIDLE, πλαγιά'ζειν (sc. την βάδισιν). λοξοπορεϊν (Plut.). Sidling, λοξό- κινητός, -βάμων (like a crab), 2. To s. in, εκ too πλαγίου παρεισδΰναι. SIEGE, πολιορκία, η. To raise the s., λνειν την πολιορ- κίαν. άπανίστασθαι την στρα- τιάν (Hdt.), or της πολιορκίας (Diod.). άπαναστηναι πολιορ- κοϋντας (Hdt.) : to make to raise the s., την πάλιν άπαλ- λάττειν της πολιορκίας (Diod.) : the town is in a state of s., fis την πολιορκίαν καθίσταται η πόλις; to declare or put in a state of s., πολιορκίαν επικη- ρΰττειν τη πόλει : to lay s. to a place, πολιορκεϊν τι. See to Besiege, to Beleaguer. To lay a close s., τειχήρεις ποιεϊν τινας : to be under close s., τ*ι- χήρη γίγνεσθαι : to push for- ward the s. with vigour, ένεργόν είναι περί την πολιορκίαν : to S1E SIG SIG take a town by s. or after as.,1 έκπολιορκεΐν πάλιν, πολιορκία έλεϊν or παραστήσασθαι πάλιν: relating to a s., πολιορκητικά?, 3 : s. engines, ai μηχαναί. SIESTA {Spanish), 'ύπνο?, b, μεσημβρινά?. To take a s., μεσ- ημβρί'ζίΐν or -ιάζειν. SIEVE, κάσκινον, and dim. κοσκίνιον, σήστρον, τό. κιναχύ- pa, ή {Aristoph., s. or bag for bolting flour), δίαττο?, 6 (v. Ruhnk. Timce.). -ηθμό?, b {sieve, strainer, or colander), and dim. ήθμάριον, τό. Hoop of a s., t>j- λία, η, also κοσκινόγυρο?, 6: the perforated bottom of a s., δίκτυον, το: to pass through a s., see to Sift : like a s., κόσκινο-, ηθμο- ειδή?, ε?, and ?)θμώδη?, ε? : as adv. κοσκινηδάν (and like as in or fm a s.). Prov. to draw water in a 8., τω ήθμω άντλεΐν. κοσ- κίνω ϋδωρ (ptpttv. ε? τετρυπη- μίνον πίθον άντλεΐν (labour in vain). One that divines by the s., κοσκινόμαντι?, 6 : divination by the s., κόσκινο μαντεία and -μαντική, η. SIFT, f Prop.] σήθειν, κοσ- κινεύειν and -ίΧειν. διαττάν (and σσ). To s. in, ένσήθειν. A s.- ing, σήσι?, η. ύποσεισμό?, b : that which falls through the sieve in s.-ing, ύπόσεισμα, τό. S.-d, partcpp. pass., and σηστά?, 3. σητάνειο? and -ιο?, 3 (icell-s.-d or bolted, esply of flour) : that must be s.-d, σηστέο?, 3. % Fig. : to investigate (minutely)] Vid. To s. this argument, τού- τον διαπραγματεύσασθαι τον λάγον (PL). SIFTER, partcpp. of verb. aiwTaα7τίζεΐί/. SIN-OFFERING, in the He- brew sense, θυσία περί αμαρτίας : in the more general sense, see Ex- piation, Propitiation. SINCE, li Causal conjunction] επεί, επειδή (seeing that, s. it is clear that), έπείπερ (poet.), επεί 7ε (quandoquidem), επεί γε δη, also οτε, οπότε, δπηνίκα (JDem.), and sts 'όπου (but rarely, and the?i the apodosis often ηπου, e. g. s. or if they have proved able, surely we — , 'όπου εκείνοι οίοι τε γε- γόνασιν, ηπου ήμεΐς — ) : also ε'ίγε (siquidem, of things taken for granted), ti άρα, ε'Ίπερ, and a>s, άτε, οία, with participial con- struction, see As, Because. $i^ «is also with the finite verb, esply when negatived: I beg of you, therefore, to stay with °us, s. (== as assured that) there is nobody (540) SIN I should better like to hear than you, δέομαι ουν σου παραμεϊναι ημΐν, lis εγώ ούδ' li»os ηδιον άκοΰσαιμι η σου (PI.) : s., if we comply with you, neither will the husbandman be a husbandman, cos, άν σοι πειθώμεθα, οντε ό γεωργοί γεωργός εσται (PL). ίΐ Temporal conjunction] επεί (sts, but rarely, ever s., = εξ ου: Ion., έπεί τε, /req. in Hdt., but also in Att. Trag.). επειδή (postquam). εξ ου or ότου, and poet, έξότε (Callim). αφ' ου (χρόνου). If Temporal preposition] εκ, εξ, από c. gen. S. that time, έξ εκείνου, εκ τότε or 'έκτοτε : s. the time when, see s. temporal conj. T| Elliptically as adv.] e.g. a long time s., εκ and διά πολ- λού χρόνου. See Ago. SINCERE, άπλοϋς, η, οΰν. αληθής and άψενδής,ές. αληθι- νός, 3. ακέραιος, 2 (guileless, Eur.), εύηθης, ες, άκακος, ανυπό- κριτος, 2 (of persons), άδολος, άπλαστος, 2, and ειλικρινής, ές (of abstract things), άδολος λό- γος, ειρήνη, άδολοι σπονδαί. άπλαστος εύνοια, προθυμία. Το be S., άληθεύειν and άληθεύ- εσθαι and άπλοΐζεσθαι προς τίνα. Comp. Frank, Candid. To entertain a s. wish for athg, έθέλειν τι ώς αληθώς. SINCERITY, άττλότ,, ? , άλ»5- θεια, άψεύδεια, η. With 8., see Sincere and adv. SINCIPUT (Lat.), βρέγμα, τό. SINEW, νεΰρον, τό (in the animal body ; and, metonym., the string made of it). See Nerve, is, Ίνός,ρΙ. Ίνες (§&pbut the later word for Ίνες usu. νεϋρα). τόνος, ό (nervus). τένων, οντυς, ό (ten- don). The great s.'s of the shoul- der, oi επίτονοι. SINEWY, νευρώδης, Ινώδης (Χ.), ες. SINFUL, εναμάρτητος, αμαρ- τωλός, also άλιτνριος, 2 (agst aby, τινός). άμπλάκητος(2,τινί, JEschyL). ανόσιος, 2. άσεβης, ές, also πονηρός and μοχθηρός, 3. SINFULNESS, πονηρία, μοχ- θηρία, ασέβεια, άνόσιον, τό : and Crcl. with Adj. SING, αδειν (άείδειν), and poet, μέλπειν,επι-,άνα-μέλπειν, μολπάζειν, μελίζειν, μελοτυ- πεϊν, μινυρίζειν and μινύρεσθαι to hum, also PL). To s. a song, μελωδεΐν : to s. with accompani- ment of the cithara, flute, κιθαρ-, αΰλ-ωδεϊν : to learn to s., φω- νασκεϊν. μανθάνειν αδειν : to S. in praise of, αδειν, ύμνεΐν, έφ- υμνεϊν, καθυμνεΐν, ΰμνωδεΐν (τί- να), and poet, αΰδάν, γηρΰειν, μολπάζειν, κωμαζειν προς τίνα (and to serenade). To s. over or to aby, επαείδειν, επάδειν (and κατ-, by way of incantation) : to s. with, συνάδειν and υπάδειν (as accompaniment) : to s. for a SIN prize, διαείδειν (and between the acts, διάδειν, Aristoph.) : to s. a piece through, όΊελθεΐν ώδ{ι : to s. a solo, μονωδε'ιν : to 8. in a low plaintive tone, ίια/χιι-ύρεσθαι (Aristoph.) : to s. out one's life, έξάδειν βίον (PL, of the sican). SINGE, αφ εύ ε ιν (the hair fm the skin), ευειν (epic), περιφλεύ- ειν (Hdt.), also περί-, επι-καί- ειν. καταύειν. A s.-ing, περί- καυσις, η : place for s.-ing swine, &c, ευστρα, n (Aristoph.). SINGER, ό αδυαν, οντος, αοι- δός and ωδός, μελωδός, κιθαρ- and αύλ-ωδός (to cithara and flute), δ. SINGING, τό αδειν, ωδή, η. μέλος, τό. μελωδία, η. The art of 8., μουσική, η : practice of s., φωνασκία, η : to practise s., φων- ασκεΐν : fond of s., ojoikOs, 3 : in the manner of s., ωδικώς (Aristot.). SINGLE, adj. μόνος, 3, also μοναδικός and μοναχός, 3 (s. in its kind, Aristot.), and μονοφυης, ές (Hdt.). μονήρης, ες (Hipp.). Likewise εΊς μόνος (one alone), and its (μία, εν). Not a 8. one, οΰδε (μηδέ) εις. For other senses, see Separate and Several. % Unmarried] άγαμος, 2 (chiefly of men), άζευκτος, 2 (of both sexes), ανέκδοτος, άνανδρος, 2 (of women), γυνή παρθένος or sim- ply παρθένος, η (only of virgins). She is determined to continue s., παρθένος έθέλει άει μένειν. SINGLE (out), v. See to Choose, Pick, Cull. SINGULAR. 1 Ofwch there is but one] See Single, ^f Ex- cellent] Vid. if Strange, parti- cular] VlD. άήθης, ες. % As gram, t.] ενικός, 3. The s. num- ber, ό ενικός αριθμός, τό ενικόν'. in the s., ενικώς. SINGULARITY, ίοιότη*, jjtos, ιδιοτροπία, η. τό Ίδιον, τό άηθες. See STRANGENESS, Particularity. SINISTER (prop, and fig.), σκαιός, 3, also αριστερός, 3 (of omens). Of s. countenance, στυ- γνός, 3 : to have s. designs agst aby, κακώς τινι έπινοεϊν (Ap- pian.). SINK, v. H (Trans.)] καθ- ι ένα ι (let down), καταδύειν (as a ship), also βάπτειν (in any fluid), κατα-ποντϊζειν , -βυθί\ειν (in the sea). To s. a well, φρεωρυχείν : to s. a trench, ταφρεύειν. ^[ (INTRANS.)] ϊζειν, ϊζσνειν, καθ- ίζεσθαι. See to Settle, ρέπειν (as a scale or athg in it) and καταρρέπειυ. δΰεσθαι (as the heavenly bodies, see to Set), and καταδύεσθαι (likewise as a ship, also βάπτειν used intrans., e. g. η ναΰς εβαψεν, Eur.), καταφέ- ρεσθαι (by descent), πίπτειν, καταπίπτειν (to fall), άπολιί- πειν (as a river). To s. lower (in one's circumstances, &c), see SIN SIT SIX to be Reduced: to s. under toil, &c, άπειπεΐν, άπειρηκέναι, see to Faint (also λύεσθαι) and to be Overcome : to s. (as the cheeks, &c), see to Fall in and Hollow: sunk, sunken, ptcpp., also αύλωνοαδής, ές (Diod.) : of a sunken appearance, λαγαρός, 3: to be so, λαγαρίΧ^εσθαι : sunken eyes, οφθαλμοί ύποδε- δυκότης (Luc.) : with s. eyes, (= hollow-eyed), κοιλ-όφθαλμος or -ωπός, 2. Sunk under water, υποβρύχιοι, 2 : a sunken rock, χοιράς, άδος, η, see ROCK. To 8. into, έντηκεσθαι (as colour, and fig. of feelings) : to s. (as pa- per with ref. to ink), prps πίνειν τό μέλαν : the rain s.'s in, δια- δύεται b ϋετός : sunk in debt over head and ears, όφλημασι βεβα- ηττισμένος (Plut.), see PLUNGE, Immerse. S.-ing backward, πα- λ ίρροπος, 2. SINK, s. εΰδιαΐος, 6, and χεί- μαρος, 6 (esply in a ship). See Drain, Sewer. SINKING, s. φορά, καταφο- ρά, η. ροπή, ν (of a balance), κατάδυσις, η. SINLESS, άναμάρτητος, and poet. άυαμπλάκητος,2. See PURE, Innocent, Unerring. SINNER, partepp. ofapapTa- νειν. άν'ηρ άδικος or άσεβης or ανόσιος or κακούργος or πονη- ρός, δ. άλιτρός (poet.). A great s., αμαρτωλός άνηρ, δ : to be a 8., άμαρτάνειν. άσεβεΐν. See to Sin. ^ SINUOSITY, κόλπωμα, τό. άγκών, ώνος, δ. ελιγμός, δ. μαίανδρος, δ (of a river). See Winding. SINUOUS, κολπώδης, ελιγ- ματώδης, ες. See WINDING, adj. SIP, (ωσπερ άκροις τοις χεί- Χεσιν) άπορροφαν or απογεύ- εσθαί τίνος. SIPHON, σ'ιφων, ωνος, δ. Το draw the wine out of the cask with a s., σιφωνίζειν τον οΤ,νον. SIR. See Lord and Master. κύριος, δ. Sirs, άνδρες or ω άν- δρες. SIRE. See Father. 1 So- vereign, in addresses] (ω) δέσπο- τα or κύριε or βασιλεΰ. SIRRAH! ω ούτος \ SISTER, αδελφή, ή. A s.'s husband, ό της αδελφής άνηρ. γαμβρός, δ (g. t. connexion by marriage) : a s.'s child, άδελφό- τταις, παιδος, δ, η : a s.'s son, daughter, δ άδελφιδοΰς, η άδελ- φιδη. δ, η της αδελφής υιός, θνγάτηρ. For other combinations, such as father's s., mother's s., see Aunt. SISTER-IN-LAW, h τοΖ αν- δρός or της γυναικός αδελφή, ή του αδελφού γυνή. κηδέστρια, η (q. t. relation by marriage). ^ SISTERLY, αδελφικός, 3. ό, η, τό της αδελφής. SIT (sedere), καθίζειν. καθ- -ίζεσβαι and -ε'ζεσθαι, καθησθαι (541) and "ζεσθαι : also θάσσειν, θοά- ζειν, θακεΐν (all Trag.). To s. on or upon athg, έφίζεσθαί τινι. καθησθαι επί τίνος. εγκαθ- ησθαί τινι, -ίζειν and -έζεσθαι τιν'ι and εις τι : to s. next to athg, καθησθαι παρά τι : to s. near or next to aby, παρακαθ- -ησθα'ι, -Ίζεσθαί τινι : — at table, παρακατα-κεϊσθαι or -κλ'ινεσθα'ι (pass.) τινι : to s. quietly or still, καθησθαι. άτρέμας ησθαι. ησυ- χίαν άγειν or εχειυ : to s. still (r= not to move, keep onus seat), καταμένειν εν έδρα, but also καθ- ησθαι: to s. (= be) at table, κατα- κλιθηναι επί δεΐπνον. κατακεΐ- σθαι δειπνοΰντα : to 8. at the head of the table, πρυκατακλί- νεσθαι (pass.). To s. as a hen, έπωάΧ,ειν. έπικαθεύδειν, έφ- εδρεύειν, and επικαθησθαι (all Aristot.) : to s. before a town to besiege it, επικαθησθαι Ttj π~ό- Χει : to s. still, see Sedentary : to s. (=δβ) over athg (fig.), είναι προς τινι. έχειν άμφί τι : to S. firm on one's horse, εποχον εί- ναι: a horse easy to s., εΰεδρος 'ίππος, δ : to s. (for one's like- ness), \ωγράφω παραστηναι or παρεστηκέναι. Sit down, καθ- -ίζεσθαι, -ησθαι. To sit up (a] in an erect position), άνακαθ- -ησθαι, ίζεσθαι : (β] not to go to bed), μη κοιμάσθαι (pass.) : to s. up all night, νυκτερεύειν, δια- νυκτερεύειν. διαγρυπνειν. δι- εγρηγορέναι. διαπαννυχίζειν. S.-ing, partcp. and έφεδρος, 2 (Trag.): s.-ing together, όμόκλι- νος (Hdt.), σύνθακος (Trag.), 2: s.-ing fast, εδραίος, 2 (Eur.) : — as a hen, έπωαστικός, 3. SITE, θέσις, v. See Situa- tion. S. of a building, οικόπε- δου, τό. SITTING, s. m The act ofs.] 'έδρα (esply a s. still), κάθισις, καθιζησις, κατάκλισις (at table), επώασις (incubation of a hen), ή. A s. before a place, έφεδρα, εφ- εδρεία, η : a S. by, προσεδρία, η. ΤΙ Session] 'έδρα, συνεδρεία or -Ία, η. σύλλογος, δ. To hold or have a s., συγκαθησθαι. συν- εδρεύειν. εδραν ποιεϊν (Andoc.) : the s. of the senate or any coun- cil, βουλή, η. συμβουλίου, βου- λευτήριου, βουλευτικού, σνν- έδριον, τό. SITTING-ROOM. See under Room. SITUATE, SITUATED, f Having a certain position] κείμε- νος, 3. To be s., κεΐσθαι, ο'ικεΐ- σθαι (pass., of a town) : s. near, προσκείμενος, 3 : to be s. un- der a mountain, ΰποκεΐσθαι τω δρει : to be s. at some distance, άπέχειν τινός or από τίνος, διαστηναι από τίνος. ^[ With ref. to circumstances] See under Situation. SITUATION. H Position] θέ- σις, η (g.t.). τόπος,δ,αηάτοπο- θε tia, η. To have or be in a cer- tain s., κατά- and δια-τίθεσθαΐ (pass.), κεΐσθαι and θέσιν κεΐ- σθαι, e. g. to be in a s. which gives or affords an independent character, αυτάρκη θέσιν κεΐ- σθαι : to have a good s., καλώς or εΰκαίρως κεΐσθαι. ^} Con- dition] διάθεσις, κατάστασις, έξις, η. τα πράγματα. τά περί τι. τά τίνος. My s., τά έμά πράγματα, η έμη τύχη : a critical or sad s., άπορα or επισφαλή πράγματα : the pre- sent s. (of things in general), τά παρόντα : matters being (found) in this s., τούτων τοιού- των όντων : to be or find oneself in a good or pleasant s., καλώς διακεΐσθαι. τύχη καλ»; XPV~ σθαι. ευ φέρεται τά έμά πράγ- ματα, καλώς πράττειν : to be in a fearful s., δεινώς διακεΐ- σθαι : to find oneself in a worse s. than another person, κάκιον, εν- δεέστερα 7τράττί»/, μείον έχειν τινός. SIX, εζ : as numeral, •?'. Number s., έζάς, άδος, η : s. times, έζάκις : of s. feet (as to measure), έζάπους, πουν, gen. π-οδος (and = that has s. feet) : a verse of s. feet, έξάμετρον (έπος), τό : s. years old, έζα-ετης, ές, and fern, -έτις, ιδος, but also εξ- έτης, ες, and fem. έζέτις, ιδος : after the boy and girl of s. yeare old, μετά τον έξέτη και την έξέτιν (PI.) : of s. years, εζα- έτης, ες (e. g. έζαέτης χρόνος) '. for s. years, έζάετες (Horn.) : a space of s. years, εξαετία, η : s. hundred, εξακόσιοι, 3 : as nu- meral, χ : the s. hundredth, έξ- ακοσιοστός, 3 : s. thousand, εξ- ακισχίλιοι, 3: as numeral, /r: the s. thousandth, εξακισχιλιο- στός, 3. SIXTEEN, έκκαίδεκα: as nu- meral, it'. S. hundred, χίλιοι και εξακόσιοι : s. thousand, ί£- ακισχίλιοι και μύριοι : s. times, έκκαιδεκάκις: a space ofs. years, έκκαιδεκαετηρίς, ίδος, η: s. yeai's old or of age, έκκαίδεκα-, εκκαι- δεκ-έτης, ου, δ, -έτις, η. SIXTEENTH, έκκαιδέκατος, 3. δέκατος έκτος, έκτος έπι δέκα. A s. part or portion, έκκαιδεκα- τημόριον, τό. SIXTH, 'έκτος, 3. For the s. time, τό 'έκτον : one s., or s. part or portion, εκτημόριον, τό : seven s.'s, εφεκτος, 2 (in ratio of 7 to 6) : interest one s. of the principal (— 16| per cent.),To εφ- έκτον, τόκος εφεκτος, δ, and έπωβελ'ια, η (PL, viz. one obol to the drachma) : but έπωβ. is more usu. assessment at one obol in the drachma, e. g. to be con- demned to pay the s. part of the damages, την έπωβελίαν όφλεΐν. SIXTHLY, τό 'έκτον. SIXTIETH, εξηκοστός,^ 3. On the s. day, έξηκοσταΐος, 3. SIXTY, έξηκοντα : as nume- ral, ξ'. S. thousand, εξακισ- SIX SKI SLA μύριοι, 3. εξ μυριάδες, ai : S. times, εξηκοντάκις : a number of s., έξηκοντάς, άδος, ?'j (δζ/ί also a sixtieth part, Strab.) : a man of S., έξηκονταέτης, εξηκοντού- της, ε« : a woman of s., εξηκον- τοΰτις, i<5os, ή. SIXFOLD, έζα-πλοΰς, 77, out/, -ττλάσιο?, 3. In a s. manner, εξαπλή, εξαχη, and εξαχώς. SIZE, s. μέτρου and μέγεθος, τό. περίοδος, περι-βολη, -οχ?}, and -γραφή, ή. Of a good (= great) s., ευ-, παμ-μεγέθης, ες : of an enormous s., υπερμεγέθης: of tolerable s., επιεικώς αίγας, 3: of the same or of such a s. as, τοσούτος, 'όσος : of what s. ? πόσος ; 3 : almost of the s. of the other, παραπλήσιος εκείνω : of much larger s., πολλω μείζων or πλέων : many times that s., ποΧλαπλάσιος, 3. SIZE, v. (to make of a size so as to fit). See to Fit, Adapt. SKATES, S. παγο-πέδιλα, -σάνδαΧα, τά (mod. Gr.). SKATE, υ. παγοδρομεΐν(?ηοά. Gr.). SKELETON, οστά, ων, τά. σκιά, η. νεκρού οστά, τά. τά τών νεκρών οστά. (/ττω είναι των επιθυμιών or ηδονών, δουλεύειν ταϊς ηδοναΐς : to make aby a s., δουλούν, κατα- δουλοΰν, and mid. : δουλαγω- •γειν. άνδραποδίζειν, and mid. : the service of a s., δουλεία, ή : a s.'s work or occupation, δούλων έργα, τά : like or befitting a s., δουλικό^, 3. δουλο-πρεπης, ές. άνδραποδώδης, ες. See SLAVISH, Servile. SLAVE-DEALER, σωματ-, and (rhet.) φυχ-έμπορος, b. av- δραποδώνης, ου, 6. άνδραποδο- κάπηλος, 6. SLAVE-TRADE, σωματεμ- πορία, η. άνδραποδισμός, 6. άν- δραπόδισις, η. To carry on the 8., σωαατεμπορ^ν. SLAVE -MARKET, άνδρά- ποδα πιπρασκόμενα,τά. There is a s. at a place, άνδράποδα πι- πράσκεται or ωνια προτίθεται κατά τι χωρίον. SLAVER, ν. σιαλίζειν, σια- λογοείι/ (Hipp.). SLAVERY, δουλεία, η. Το reduce to s., δουλαγωγεΊν. δου- \οϋν. άνδραποδίζεσθαι : to be reduced to s., δουλον yίyvεσθaι. δουλοϋσθαι and καταδυυλυί,σθαι (pass.), δουλεύειν: to sink into or be reduced to greater s. than before, δοϋλον ώς ούδεπώποτε γίγνεσθαι : to suffer, be reduced to, or live in, the hardest or most oppressive s., δουλεύειν την χα- λ£7τα)τάτ>ιι> or κακίστην δου- SLAVISH, δουλικός, 3. δου- λοπρεπής, ες. άνδραποδώδης, ες. A s. disposition or mind, s. sen- timents or feelings, δουλοπρέ- πεια, άνδραποδωδία, άνελευθε- ρία, η : that has a s. look, δουλο- φανής, 2. SLAY. See to Kill, Mur- der, Slaughter. SLAYER, φοι/ίύς, έως, δ. άν- θρωποκτόνος, δ. παλαμναΤος, δ. αύτόχειρ, ειρος, ο. SLEDGE, ελκηθρον, τό. χα- μουλκός, b (mod. Gr.)\ A 8. track (543) or road, χιών βαθεΊα ώστε ίπο- ^SLEDGE- HAMMER, = α heavy hammer, Vid. SLEEK, λιπαρός, 3 (shining with fat). See Smooth and Fat, Plump. SLEEP, s. 'ύπνος, δ. κοίμησις, η, and poet, κο'ιτος, δ. Deep s., κάρος, δ, and poet, κώμα, τό : deep, sweet s., βαθύς, γλυκύς ύπνος, ό (poet, νήδυμος ΰ.) : to fall into s., go to s., εις υπνον πίπτειυ. νπνου λαγχ- or τυγχ- -άνειν. καταλαμβάνεσθαι υπνω : to be overcome by s., καταφέρε- σθαι or κατασπάσθαι εις υπνον. ύπνος λαμβάνει or αιρεϊ or έχει Ύΐνά : overcome or overpowered by s., υπνω κάτοχος, 2: to resist the inclination to s., ύπνομα- χείν. υπνον άποστρέφεσθαι (mid.) : not to be able to over- come it, tow ύπνου ηττασθαι : to send, put, or lay to s., κοιμί- ζειν Tti /ά, κατακοιμαν τίνα, also ύπνοΰν τίνα (lull to s.), later also ύπνί'ζειν, ύπνοποιεϊν,8ββ ASLEEP and Bed : putting to s., υπνω- τικός, 3 (e.g. οίνος), ύπνικός, 3: to awake fm s., εγείρεσθαι, έξ- εγείρεσθαι (pass.) : to wake aby out of s., εζ-εγείρειν, -ύπνί'ζειν and -υπ νουν (later) : to chase or drive off s., άπωθεΐσθαι or άφαιρεΐσθαι τον υπνον : to pass the night without s., διαγρυπνεϊν την νύκτα : in or during s., καθ' υπνον, εν υπνω, or by tJie partcp. καθεύδων. S. -bringing, ύπνο- ποιός and εφυπνίδιος, 2, and poet, ΰπνο-δότης^βιη. -δότις. A short 8., see Nap. SLEEP, v. εΰδειν, usu. καθ- εύδειν. κοιμάσθαι and ύπυοΰ- σθαι (pass.), also poet, ύπνοΰν (prop?: put to s.), and κνώσ- σειν, δαρθάνειν, and καθυπνοΰν. ύπνώσσειν (propr. be sleepy or droicsy). To s. well, γλυκύν υπνον ευδειν. ηδέως άναπαύ- εσθαι (mid.) : to s. profoundly, βαθύν (sc. υπνον) κοιμάσθαι : to s. ill, δυσ-υπνεΐν, -κοιτεΐν : to go to s., see the subst. and Bed : to s. with or by aby, συγ- and παρα-κοιμάσθα t or παρακοιτεΐν τινι. συγ-, παρα-καθεύδειν τινί, also συγκατακεΐσθαί τινι, see Bedfellow. To s. or go to s. over athg, έπικοιμασθαί τινι (PI.) : to s. away fm one's quar- ters, άπο-κοιμάσθαι (PL), -κοι- τεΐν (D.). έκκαθεύδειν (Χ•). SLEEPER, partcpp. and νυ- στακτης, ov, δ. SLEEPING (the act of), τό καθεύδειν. κοίμησις, η. ύπνος, ο. νυσταγμός, ο. SLEEPING-APARTMENT, κοιμη- and εύνασ-τνριον, τό. κοιτών, ώνος, δ (late), θάλαμος, ό (more poet.). SLEEPING-DRAUGHT or POTION, ύπν- and ναρκ-ωτι- κόν φάρμακον, τό. SLEEPINESS, νύσταζις, η. νυσταγμός, δ. ^[ Fig.] νώθεια, νωχέλεια, νωθρεία, and ότης, ητος, βραδυτής, ητος, η. δκνος, δ. SLEEPLESS, αύπνος (that cannot sleep), άγρυπνος (that chooses not to sleep), 2. A s. night, άύπνος and poet, ακοίμητος νύζ, η : to pass one, άγρυπνεΐν or διαγρυπνεϊν την νύκτα (with subst. διαγρυπνητης, οΰ, δ) : to pass s. nights over athg, έπαγρυ- πνεϊν τινι. > SLEEPLESSNESS, αύπυ'ια, αγρυπνία, η. SLEEPY, f Propr.] ύπνώ- δης, ες. υπνωτικός or -ητικός, and (poet, and late prose) ύπνη- λός, ύπνηρός (Hipp.), ύπνί- διος (late), ύπνάλεος, 3 (poet.), κάθυπνος, 2. νυσταλέος, 3. Το be or feel s., ΰπνώττειν. ύπνου έπιθυμεϊν. % Fig. : indolent] νωθής and νωχελης, ές. νωθρός, 3. νωθρώδης, ες. βλακικός, 3. βλακώδης, ες. See Lazy, SLUG- GISH. A s. head, βλάξ, άκός, δ : a s.-headed old fellow, νυσταλο- γερόντιον, τό (comic). SLEET. See Snow. SLEEVE, χειρίς, ίδος, and ϊδος, η. That has s.'s in it, χει- ριδωτός, 3. A man's dress with- out s.'s (or as others, with one s.), έξωμίς, ίδος, η. ετερομάσχαλος χιτών, δ (with one hole for the arm, opp. άμφιμάσχαλος, 2, co- vering both arms, two- sleeved). SLEIGHT. See Trick. S. of hand, ευχέρεια, ή. See Jug- gling. SLENDER, ραδινός (slim, taper, e. g. of s. make or form, p. τω μηκει του σώματος, Plut.). λεπτός (^» but rarely in a good sense, usu. thin, meagre). Ισχνός (thin, lank), αραιός (Lot. rarus), all 3. See Thin, Slight, and Scanty. SLENDERNESS. Crcl.with Adj., and Ίσχν-, λετττ-, άραι- ότης, ητος, η. SLICE, ν. τεμαχίζειν. S.-d, τεμαχ-ιστός, 3, and Ίτης, ου, δ (esply offish s.-d and salted). See to C ut, g. t. SLICE, s. τέμαχος, τό (esply of salt fish), and dim. τεμάχιον, τό. τόαος, δ (of other meat or bread, d"C.), also τμήμα, χναΰμα, and dim. -άτιον, κνίσμα, τό. SLIDE. H (Intr.)] όλισθά- νειν. See to Slip, Gode. % (Trans.)] Ιμβάλλειν (g. t.) τί τινι or its τι. SLIGHT, adj. λεπτός, αραι- ός, μανός, 3, also σπάνιος, ισ- χνός, μικρός and σμικρός, ολί- γος, all 3. ολίγου or μικρού or ούδενός αζιος (inconsidera- ble), φαύλος (trifling), κο~>φος, 3. ευτελής, ές (light, unimportant), ασθενής, ές, and άρρωστος, 2 (iveak). άμαυρός, 3 (of sound, &c, faint). αύτοκάβδαλος,2(οβ-- Kand and negligent). S. hope, βραχεία or άμαυρά or αμυδρά SLI SLO SLU iX-jris : s. suspicion, όλίγη or άσαφης υποψία : s. { — faint) colour, άμυδρόν χρώμα : a s. pain, έλαφρόν άλγος : a s. trou- ble, κούφος πόνος : a 8. wound, τραύμα επιπόλαιου: a s. frost, επιπόλαιος πάγος. Of s. make or shape, see Slender. S.-look- ing, μανώδης, ες : s. built, λε7Γ- τόδομος, 2. SLIGHT, v. ολίγου ποιεΐ- σθαί τι. όλιγωρεϊν, καταφρο- νεϊν τίνος, ύπεροράν τι. φαυ- λίζειν τι. For sir. tt. see under Contempt. SLIGHT, s. ολιγωρία, η. See Contempt. SLIGHTLY. Fm Adj. See ' a Little,' Rather. > SLIGHTNESS, λε-τττ-, μαν-, άραι-, σπανι-, ταπειν-, and μι- κρ-ότης, ητος, η. το βραχύ, £05. SLIM. See Slender, Taper, Thin. SLIME, μΰκος, 6, and μύξα, v {mucus). Ιλύς, ύος, h {mud). «σι?, εως, η {mud of a swollen river, Horn.). SLIMY, μυζώδης {mucous), Ίλυώδης {muddy), and άσώδης, ες (jEschyl.). To be s., μυζάζειν. SLING, S. σφενδόνη, η. ρυμ- βών, όνος, η (= ρόμβος, ρύμβος, g. t., athg that may be swung round, esply a s.). S. stone or bullet, σφενδόνη, η : to hurl fm a s., άπο-, as from a s., εκ-σφεν- δονάν, -σφενδονίζειν (Heliod.). SLING, v. σφενδοναν, airo-, έκ-σφενδονάν. See g. t. Hurl. S.-ing, σφενδόυησις, η : good at s.-ing, σφενδονητικός, 3 : art of s.-ing, σφενδονητική, η. SLINGER, σφενδονήτης, ου, 6. To be a skilful s., Crcl. σφεν- δοναν επισταμένος, 3. SLINK {to steal out of the way), ΰπεζιέναι. ϋποκλέπτειν εαυτόν. Λφ έρπει v. See ' to Slip off.' SLIP, s. H A false step] ολί- σθημα, σφάλμα, πταίσμα, and αμάρτημα, τό {propr. and me- taph.). κενεμβάτησις, r\ (propr., Fr. faux pas). To make a s., σφάλλεσθαι {pass.), όλισθάνειν. κενεμβατεϊν, πταίειν (propr.) : a s. of memory, αμάρτημα μνη- μονικόν, τό : a s. of the pen, τό iv τω γράφειν πλημμέλημα. "j ραφικόν αμάρτημα, τό : a S. of the tongue (e. g. a word or ex- pression escapes me by a s. of the tongue), εκβάλλω λόγον. U A branch set in the ground] παρα- -φυάς, -σπας, άδος, η. ^Τ Α noose] Vid. % Fig. : to give aby the slip] See the Verb. •[} Slip of paper] See Scrap. SLIP, v. TI (Intrans.)] όλι- σθάνειν, άπ-, ΐ£-, δι-ολισθάνειν. To s. off or away, ές-, άττ-ολ«σθά- Vfiv, έκκλέπτειν εαυτόν (steal away), ύπεξιέναι. ΰπο- and ύπ- εκ-δύεσθαι (absol. and c. acc.,fm athg, z=zHo shirk'), άφέρπειν, also ΰπεκθεΐν, ύπαπο-τρέχειν -κι- (544) vtiv (one must s. off, ύπαποκινη- τέον, Aristoph.) : to s. off one by one, διαπέρχεσθαι (as deserters, Dem.) : a s.-ing off, παράπτω- σις, h : to s. away (fm athg, and fig. of time), ύπορρεϊν (PL) : to s. out of aby's hand, εζολισθά- νειν της χειρός : to s. out fm under, ΰποδύεσθαί τίνος : having s.-d out of the tent, ΰπεκρυείς της σκηνής (Plut.) : to s. through, διολισθάνειν, e.g. under the fin- gers, υπό τούςδακτύλο υς(Ηϊρρ.) : the waves, τών κυμάτων (Luc.) : aby's hand or grasp (= to give aby the slip), τινά (PL) : to s. from one's memory, διαφεύγειν την μνήμην, or simply διαφ. τινά or ίκρεϊν : athg slips fm my me- mory, ΰπεκρεΐ με τι (Plut.) : to s. from under aby, ΰποδύνειν τινά (as a horse fm its rider, X.) : to s. in under, s. under or into athg, ΰποδύνειν υπό τι or υπό τίνος. To let s. (as an opportunity), παρ-, άφ-ιίναι, προίεσθαι : to let s. from one's hand, προιέναι. 1 (Trans.)] To slip (e. g. the dogs), άνιεναί (upon athg, τινί) and επιλύειν. See Loose. To s. on, off (e. g. one's shoes, coat, &c.\ see to Put on, off. SLIPPER, βλαύτη, l h βλαυ- τ'ιον, τό. ράδια, τά (easy shoes). See under Shoe. SLIPPERINESS. From the Adj. SLIPPERY, ολισθηρός, 3 (as ice, 8{C.). σφαλερός, 3 (metaph., of things and persons), γλοιός, 3 (knavish, Aristoph.). Making S., όλισθητικός, 3 (Hipp.). S. places where one cannot keep one's footing, χωρία υποφέροντα τά (Poll.). SLIPSHOD, σύρων or χαλα- ρά έχων τά υποδήματα, επισε- συρ μένος, 3 (slovenly, e.g. of style). SLIT, v. σχί"ζειν, διασχίζειν. άναρρηγνύναι. To 6. up, άνα-, προ-σχί'ζειν. έπιτέμνειν. SLIT, s. σχίσμα, τό. To make a s., see the Verb. SLOE, αγριον κοκκύμηλον and άγριοκοκκύμηλον, τό (the fruit), κοκκυμηλέα αγρία, η (the tree), also βράβυλον, τό (fruit), and βράβυλος, η (tree, Theocr.), and pips σποδιάς, άδος, ή (black- thorn). SLOOP, λέμβος, 6. See Ship. SLOP (inferior drink or BE- VERAGE, Crcl. with those tvords), περίκλυσμα, τό. άπόπλυμα, τό (rinsings). SLOPE, s. See Declivity. On the s., see Oblique and In- clined. SLOPE, V. κατά-, επι-κΧΊνε- σθαι. See to Incline. S.-ing, ύπτιος, 3 (of countries, Lot. ver- gens in aliquam partem), επι- κλινής, καταφερ-ης, ές. κατάν- της, ες : a s.-ing direction, εγ- κλισις, ή : to give a s.-ing direc- tion (=to slope athg, trans.), εγ- κλίνειν τι. SLOPPY, ύδατώδης, ες. υδα- ρής, ές. ΰδαρώδης, ες. ύδρηλός, 3 (poet.). SLOTH, αργία, ραθυμία, νω- θρεία, ή. νώχαρ, τό (poet.). See Laziness, Sluggishness. SLOTHFUL, αργός, ράθυμος, 2. νωθρός, 3. νωχαρώδης, ες (DiphiL). See Lazy, Sl uggish. SLOTHFULNESS. See Sloth. SLOUGH, t Miry place] χω- ρίον βορβορώδες, τό. See MlRE. 1j Cast-off skin of a snake] όφεως λεβηρίς, ίδος, η. σϋφαρ, ατός, τό. SLOVEN, s. Άκομψος (un- tidy), άμελης (negligent), 6, η. SLOVENLY, adj. άκομψος, 2 (ivithout neatness), αμελής, ίβ (CARELESS, vid.). άνειμένος, 3. άνετος, 2 (lax, loose), επισεσυρ- μένος, 3 (hurried or slurred over), αΰτοκάβδαλος, 2 (done careless- ly). To do athg in a s. manner, επισύροντα ποιεΊν τι. SLOVENLINESS, άκοσμία, ή. τό ακομψον, άπρεπες, and other adj. neut. SLOW, βραδύς, εΐα, ύ. σχο- λαΊος, 3. For sir. tt. see Slug- gish, Tardy. In a s. manner, βάδην, βραδέως, σχολή, διά χρόνου : s. at learning, δυσμα- θής, ές : to be s. in comprehend- ing, δυσμαθώς εχειν or διακεϊ- σθαι : s. to attack, νωθρεπιθέ- της, ου, 6 (Aristot.) : s. of appre- hension, βρσδύνους, 2, or simply βραδύς, αμβλύς (εΐα, ύ) την φύσιν (str. t.). SLOWNESS,/V<5«,Tr5s,i5Tos, σχολαιότης, ητος, ή. βράδος,τό (Χ.). S. in learning or of appre- hension, δυσμάθεια, ή : s. of in- tellect, άμβλύτης της φύσεως, η. βροδύνοια, η. SLUG. See g. t. Snail. SLUGGARD, αργός άνθρω- πος, 6, andfm the following adjj. Like a s., νωθρώδης, ες. SLUGGISH. Comp. Slow, Tardy, Inert, Lazy, νωθρός, 3. νωχελης, νωθής, ές. βλάξ, άκος, 6, ή (stupid and lazy), βλα- κικός, 3. βληχρός, 3 (poet.). Το be 8., νωθρ- and νωχελ-εύεσθαι. βλακεύειν : of s. flow (of water), δυσμανής, ές (Theophr.) : making s., νωθροποιός, 2. SLUGGISHNESS, νωθεια, νώθρεια, and νωθρία, νωχέλεια, νωθρότης, ητος, βλακεία, η. SLUICE, καταράκτης or καταρράκτης, ου, ο. ύδρορρόα, jj. κλεισιάδες, α'ι (Dion. Hal.). A s. with flood-gates, φράκτης, ου, 6. SLUMBER, s. See Sleep. ύπνος, b. νύσταγμα, τό. SLUMBER, v. See to Sleep. βρίζειν. ύπνου τυγχάνειν. νυ- στάζειν. SLUR, v. f To sully] Vid. If To pass lightly] E. g. to s. over athg, επισύρειν τι (do it negli- gently), επισύροντα ποιεΐν τ SLU or λέγειν, άναγινώσκειν τι (in speaking or reading so as not to be understood) : also παρωθεΐν τι (put aside, keep secret, e. g. έρωτα, Sopk.). άφοσιοΰσθαί τι (do athg for form's saL•) : s.-d over hastily, έπισεσυρμένος, 3. αύτοκάβδα- λος, 2. SLUR, = Slight, Reproach, Vid. SLUT. See Sloven (fern.). SLUTTISH. See Slovenly. SLY, πανούργος, 2 (πολύ- τροπος, 2, and επιστρεφής, ές) : also άγχίνους, 2. κερδαλέος, 3. ποικίλος, 3. άλωπεκώδης, ες (fox-like), and αλωπος, 2 (£ορΑ.). A s. fox, άλώιτί}£, εκοδ, ή : to be one, άΚωττεκίζειν: a s. rogue, παιπάλη, ή. τρίμμα, τό. See Crafty, Cunning. SLYNESS, πανουργία, άγ- χίνοια (πολυτροπία), κερδαΧε- OTtJS, ηΤΟς, h- SMACK, s. if Taste, savour] Vid. if A sound (made with the lips)] κρότοι, 6 (g. t.), and prps πόππυσμα, τό (as in kissing). if A small sailing vessel] See Ship. if A smack on the face] See Slap. SMACK, v. if To taste, re- lish, savour] Vid. if To make a sound with the lips] ποππύ- ζειν (as in kissing). if (Trans.) To slap] Vid. SMALL, μικρός, Att. σμικρός, ολίγος, βραχύς, εΐα, ύ, and other ac UJ-, for wch, with their distinc- tive senses, see Little. Very s., ιτάμ-, πάνσ-μικρος, 2 : quite a s. party, πάνυ ολίγοι τινές. To cut s., in s. pieces, συγκόπτειν, see to Mince. S. clothes, see Breeches : s. pox, εξανθήματα, τά, or φλύκταιναι, αι (g. t. pus- tules) : to have it, prps φλυκταί- νεσθαι : marked with it, ούλάς τάς άπό των φλυκταινών or εξανθημάτων έχων, ούσα : S. TALK, Vid. SMALLNESS,/xi/fDOTijs,o\t- γότης, βραχύτης, also Χεπτό- της, ταπεινότης, ητος, η. SMART, s. See Pain. SMART, adj. if Sharp in favour] δριμύς, εΐα, ύ, and πι- κρός, 3. if Quick, vigorous] Vid. A s. fight, οξύς άγων. κρατερά or ισχυρά μάχη. if Pungent] Vid. if Fine, gay] κομψός, 3. ενσταλής, ες. κεκοσμημένος, 3. ευ or καλώς περιεσταλμένος. SMART, ν. όδυνάσθαι. άλ- γεϊν. See to Pain, 'to feel Pain.' To make to s., δάκνειν, επιδάκνειν : you shall s. for it, ου χαιρησεις, κλαύσεις, κλαύ- σ-η. SMARTEN UP, ώραΐζειν. έπικοσμεΐν. See ADORN, Dress. SMARTNESS. See Quick- ness, Pungency. S. of dress or appearance, ώράϊσμα, τό, and ώρα'ίσμός, δ. S MATTER, επικεχρώσθαί τινι (to be just tinged with athg). (545) SMI έπιποΧαίως ειδέναι or μεμαθη- κέναι τι. SMATTERER. Crcl.withthe Verb. SMATTERING, 'επίχρωσις, επιχροία, η (a superficial tinge). A 8. of learning, επιπόλαιος παιδεία, η : that has but a s. knowledge or a s. of learning, ημιπαίδευτος, b. ημιμαθής, ους, δ. SMEAR. See Besmear. SMELL, S. οσμή (Horn, όδμή, but οσμή is better Attic), ή (τινός, of athg, or από τίνος : also the object ofs., = a scent or perfume, and sts sense of smelling), όσμός, δ (Diosc). δσφρα, ή (Achill. Tat.), δσμησις and δσφρησις, -ανσις, fi,and όσφρασία (LXX.), ή (all = smelling). Savoury s., κνίσα, ή : without s., a-, av- οσμος, 2. άνώδης, ες : a good, bad, pleasant, intolerable s., όσμη καλή, κακή, ήδεΐα, βαρεία, ούκ ανεκτός, also εύ- and δυσ-ωδία, ή (with adjj. εύ-, δυσ-ώδης, ες) : of powerful s., πολύοσμος, 2 (with subst. πολυοσμ'ια, ή). The organs of s. or smelling, δι ων όσφραινόμεθα. SMELL, v. if (Intrs.) To emit a smell] δζειν, άπόζειν, όσμην εχειν or άποφίρειν or άποπνεΐν or παρέχειν (of athg, τινός), also simply άποφίρειν or άποπνεΐν τίνος or τι. προσβάλ- λειν τινός (e. g. offish, Ιχθύων). S.-ing, όσμηρός, 3, and -Jjtnjs, ες. όσμώδης, ες (or όδμ.) : sweet- s.-ing, ευώδης, ες : strong- s.-ing, όδμάλεος, 3 (Hipp., esply stink- ing, vid.). if (Trs.) To perceive a smell by the olfactory organs] όσφραίνεσθαί τίνος, αισθάνε• σθαι διά ρινών, όσμάσθαί and δδμάσθα'ι τι (to scent, snuff, track). To s. acutely, οξέως όσφραίνε- σθαί : I s. meat, προσπνεΐ μοι κρεών : quick-s.-ing, όσφραντι- κός and -ητικός, 3, and όσφραν- τήριος, 3. Smelt, that can be smelt, όσμητός, όσφραντός, 3. SMELT. See to Melt, εψειν (s. and refine), χωνεύειν. SMILE, V. μειδιάν (^p but γελάν is oft. used where we should rather say s. than laugh), διαμει- διάν (προς Tiva,upon aby). προσ- μειδιάν (τινι). ύπο-, έγ-γελάν: no friend s.'s on me, ου φίλος οϋδεις γελά μοι: fortune s.-s upon me, ή τύχη ευμενώς πάρ- εστί μοι : to have a s.-ing face, φαιδρόν είναι τό πρόσωπον : to s. through tears, δακρυόεν γελάν (Horn.). SMILE, s. μειδίαμα, τό. With a 8., μειδιών, επιμειδιών or μει- διάσας : s.'s mixt with tears, κλαυσίγελως, ωτος, δ (ΑΓ., κ. είχε πάντας). SMITE, κόπτειν, τύπτειν. See to Strike, if Fig. : to be smitten with aby] See Enamour- ed. SMITH, σιδηρουργός, δ. χαλ- SMO κεύς, έως, δ, and χαλκευτής, ου, ό. A s.'s work, χαλκευτικά έρ- γα, τά: a s.'s profession or trade, η τών σιδηρουργών τέχνη, χαλ- κεία, η. χαλκευτική, h : a s.'s shop, σιδηρεϊον, σιδηρουργεϊον, τό. χαλκεΐον, τό. SMITHY. See 'a Smith's shop.' SMOCK. See Shift, s. S.- frock, σινδονίσκη, κατωνάκη (dress of a slave), ν : a peasant's s., διφθέρα, jj. άγροϊκος στυλή, ή. SMOKE, s. κ απνός,δ. A thick s., τΰφος, δ. ατμός, δ : to cause or produce s., καπνίζειν. καπνόν άναδιδόναι or άνιέναι : to fill the town with s., καπνω τύφειν πά- λιν (Aristoph.) : to raise a s., κα- πνόν τύφειν (Hdt.) : to wrap in s. or mist, τυφοΰν : that makes or produces no s., without s., άκαπνος, 2 : to go off in s., είς καπνόν διαλύεσθαι (pass.), κα- πνοΰσθαι (pass.) : to hang up or dry in s., καπνίζει ν : to suffer froms., καπνίζεσθαι (pass.), χα- λεπώς διακεϊσθαι υπό του κα- πνού : a column of s., καπνός ώσπερ στήλη : like a cloud of s., καπνός ώσπερ μελάνια. SMOKE, υ. καπνούσθαι (pss.). καπνιάν. καπνόν άναδιδόναι or άνιέναι. θυμιάν, άποθυμιάν. It s.'s, καπνός φαίνεται, if (Trs.) Todry in smoke] κάπνιζε ιν. S.-d, καπνιστός, 3 : the act of s.-ing, κάπνισις, η : s.-d meat, καπνι- στά κρέα, τά. To s. out the bees, καπνω άπελαύνειν or καπνιάν τό σμήνος, καπνω τύφειν μέ- λισσας (Aristoph.). See to Fu- migate. To s., e. g. tobacco, prps καπνορροφεϊν. SMOKY, καπνώδης, τυφώ- δης, ες. A 8. fire, καπνώδες πυρ, τό. SMOOTH, adj. if Propr.] λεϊος, 3. λισσός, 3, and -άς, άδυς, η. δμαλής, ές. δμαλός, 3 (even), λιτός, d (of woven mate- rials), ξεστός and ξυστός, 3 (planed down), ψιλός, 3 (not hairy). S.-headed (= bald), λειο- κάρηνος, 2: s.-chinned (= beard- less), λειογένειος, 2. ίσο-, επί-, ά-πεδος, 2 (level), also άστύφε- λος, 2 (of a road, poet.). The sea is s., γαλιινιά h θάλασσα : is getting s., γαΧήνΐ) γίγνεται : a 8. sea, θάλασσα λειοκύμων (Luc), if Fig.] See Soft, Bland, Gentle. Χίσπος, and Att. ΧΊ- σφος, 3 (esply of the tongue), a?id ύπόλισπος, 2 (Aristoph.). S. - tongued (=fiattering) ,λειόγλωσ- σος, 2 : s. words, θωπεύματα, άρεσκεύματα, τά. SMOOTH, v. λεαίνειν (g.t.). ξύειν or ξεϊν, άποξύειν and συ- ξύειν, συγξεϊν (by polibhing or scraping), άποτορνεύειν (esply by means of the lathe, also metaph. of style), δμαλόν (-ες) ποιεϊν. δμα- λίζειν, καθομ. (to level), and δμα- λοΰν, -ύνειν. To s. beforehand, 2 Ν SMO s. the way, προομαλ-ί'ζειν, -ύνειν (PL). If Fig. : to allay, appease, soften] Vid., also to Palliate. SMOOTHNESS, Χειότης, tjtos, h, and λεΐον, τό. See Evenness, and Mildness, Gen- tleness. SMOTHER, πνίγειν, άπο-, κατά-, συμ-πνίγειν. To bite the lips in s.-d rage, όδάζ εν χείλεσι φϋυαι (Horn.) : to s. a laugh, δά- κνειν εαυτόν (Aristoph.) : to s. one's wrath, δακείν θυμόν (Id.), also πέσσειν χόλου : a s.-ing, πνίζις, κατάπνιζις, η. πνίγος, τό : as adj. πνιγμώδης, 2. πνι- γηρό?, 3. See Suffocate. SMOULDER, τύφεσθαι (and fig., e.g. a s.-ing war, τυφόμενος πόλεμος, Plut.), also poet, σμύ- χεσθαι : to make to s. away, σμύχειν τι (Horn.). SMUGGLE, παρεμπορεύ- εσθαι, παρεισκομιζειν. παρεμ- πολάν. S.-d goods, φορτία παρ- εισκεκοαισμέυα, τά. SMUGGLER. Partcpp.ofthe Verb. SMUT, αιθάλη, η. αϊθαλος, 6. See Soot. SMUTTY, α'ιθαλώδης, ες, and α'ιθαλόεις, εσσα, εν. H Improp. : obscene] Vid. SNACK. See Share. U A slight repast] δεΐπνον ευτελές. SNAFFLE. See Bit. SNAIL, κοχλίας, ου, b. κό- χλος, ό : also στράβηλος, ό (Soph.), κοκκαλία, η (Aristoph.). σέσϊλος or -ήλος, and σεσελί- της, ου, 6 (a s. with a shell living on shrubs). A s. without a shell (prps = slug), σέ μέλος, 6 (He- sych.), and λείμαζ, ακος, b. In the form or shape of a s., κοχλι- and στρομβ-ώδης, ες : a«.'s shell, κελΰφανον,τό. στρόμβος,ο. τό του κοχλιού όστρακον. SNAKE, όφις, εως, 6. See Serpent. SNAKY, όφεώδης, ες. δρα- κοντοειδης, ες. SNAP, ν. II To break short] Vid. To s. (or nip) off, άπο- κνίζειν. iJ To strike or fillip with with a sharp sound] E.g. to s. one's fingers, άπο-κροτεϊν or -Χακεΐν, έπικροτεϊν δακτύλοις (Lot. digitis crepare). \ To snap at (with the teeth)] ίπιχαίνειν προς τι (inhiare alicui) : to s. at aD y (fid•)•, καθάπτεσθαί τίνος : to s. up (eat greedily), κάπτειν, άνακάπτειν, and fig. προ-αρπά- Χ,ειν, -αιρεϊσθα'ι τινά τι (athg fm aby). See to Filch. SNAP, s. άπο-κρότημα, -λά- κημα, τό (esply a s. of the fingers). To go off with a s., άττο-κροτεϊν, -λακεϊν. A s. for necklaces, &c, βάλανος, -η (Aristoph.) : to fasten with one, βαλανοΰν. SNAP-DRAGON (plant), άν- τίρρινον, τό. SNAPPISH, δηκτ,ίριος, 2 (given to biting), and χαλεπός, 3 (fig.), or εριστικός, 3 (quarrel- (546) SNI some). άκράχοΧος, 2 (peevish). See Petulant, Rude. SNARE, s. πάγη, παγίς, ίδος, αρκυς, υος, άρπεδόνη, -η. πλέγμα, τό (gin, Χ.). To lay a s. for aby, παγίδας ίστάναι τινί (propr.). ενεδρεύειν τινά and επιβουλεύειν τινί (fig) : to catch or take in a s., π ay η λαμ- βάνειν : s.'s are laid for me, εν εδρεύομαι, επιβουλεύομαι : to fall into the s., περιπίπτειν ταΐς παγίσιν. εις βόλον καθίστασθαι, καταστηναι or ερχεσθαι (Eur.) : to be caught in as., ttj πάγ-η ένέχεσθαι. SNARE, v. See to Insnare. SNARL, κνυζαν and mid. ΰλακτεϊν (to bark), and poet, ρά- Χ,ειν, ρύζειν, ρυζεΐν. A s.-ing, κνυζηθμός, 6. κνύ'ζημα, 'ύλαγμα, τό. ^ SNATCH, ν. άρπάζειν. άν-, άφ-, εζ-, συν-αρπάζειν. ΰφαρ- πάζειν (secretly). άπο-, άνα- σπάν (to pluck atvay) : also προ-, προκατα-λαβεϊν τινός τι (athg fm aby by forestalling), άφ-, εζ- αιρεϊσθα'ι τινά τι or τινός τι. To s. aby fm a danger, σώζειν or ρύεσθαι εκ κινδύνου. SNATCH, s. ολίγον, μικρόν, βραχύ τι. εγκαφος, τό (morsel). To get a s. (= wink) of sleep, άποκοιμηθηναι όσον στίλην (Aristoph.) : by s.'s, Crcl. with διαλιπών χρόνον. τότε μεν, τότε δ' ου : there are s.'s of sun- shine, σπανίως ύποφαίνει, δι- αυγάζει, ό ήλιος. SNEAK. See to Creep slily, to Slink, and to Cringe, to Crouch. Sneaking, see Servile. SNEER, v. μυκτηρ'ιζειν and σιμονν (to turn up tlie nose, naso suspendere adunco). σαρκάζειν (by biting the lips, or speaking bit- terly). Comp. to Grin, σαίρειν (by shoivi?ig the teeth), also μυχθί- ζειν χε'ιλεσι (Theocr.). σιμά σε- σηρώς μυχθίζεις (Mel.). SNEER, s. μυκτήρισμα, τό. σαρκασμός, 6. μυχθισμός, ο (LXX.). See Derision, Con- tempt. SNEERER, μυκτηρίστης, ου, and μυκτ-ηρ, ηρος, 6, and Crcl. with the Verb. ' SNEEZE, v. πτάρνυσθαι and πταίρειν. επι-πτάρνυσθα'ι τινι and -πταίρίΐν τινί (at athg). The act of s.-ing, πταρμός, 6 : caus- ing to s. (and inclined to s.), πταρμικός, 3 : just going to s., μελλέπταρμος, 2 (Aristot.). SNEEZE, s. πταρμός, 6. SNIFF, v. 1Ϊ Prop, and fig.: to draw breath audibly up the nose] φυσάν. μέγα πνεϊν. άνα- πνεΐν τοις μυκτηρσιν or ρινίοις. άνασιμοΰν (turn up the nose, na- sum supinari). To s. at athg, άναπνεϊν επί τι. SNIGGER. See Giggle and Laugh. SNIP, v. See 'to Cut with Scissors.' SNO SNIP, s. U A cut with scis- sors] Fm the Verb, ^f A shred] Vid. T[ Colloq. : a tailor] Vid. SNIPE, σκολόπαζ, ακος, and άσκαλώπας, ου, 6 (Aristot., a large variety, pips woodcock). SNIVEL, v. H Prop. : of de- fluxion fm the nose] Crcl. with I adj. λεμφος, 3. λεμφώδης, ες ι (snotty) : also κυρυζάν (as fm a cold in tlie head), il To cry (con- ', temptuous expression)] λύ'ζ t ειv(sob, | whine), μυχθίζειν (snort, moan). j S.-ing, μυχΰώδης, ες (moaning, Hipp.). SNIVEL, s. See Snot. SNORE, ρεγχειν, Att. ρεγ- κειν and ρέγκεσθαι. ρογκιάν (Epicharm.). To s. loudly, μέγα or μείζον ρέγκειν : to s. slightly, ύπορέγκεαν '. s.-ing, ρέγξις, v. ρόγχος, 6 : the sound produced by s.-ing, ρέγκος, τά : as if s.- ing, ρεγκώδης, ες. SNORT, φυσιαν, φυσάν. μέγα πνεϊν. φρυάττεσΰαι(οΑΐΙί£^^β, but also metaph. of haughty per- sons), ποιφύσσειν. SNORTING, φύσημα,^ τό. φρυαγμός, b. φρύαγμα, τό. SNOT, μύζα, η, aho μϋκος, ο (slime, phlegm). κόρυ\α, η. λέμ- φος, b and τό. SNOTTY, λεμφ-, μυζ-, βλεν- 1 ν-ώδης, ες, and μΰκος or μυκός, 3. To be s , κορυζάν. μυζάζειν. SNOUT, μυκττήρ, ηρος, ο. ] ρύγχος, ρυγχίον, τό. See Nose. SNOW, S. χιών, όνος, η (if lying on the ground, e. g. χ. έστι, and the s. lies a fathom deep, εστί της χιόνος τό βάθος όρ- γυιά). νιφετός, b, and νιφάς, άδος, η (when falling). A deep s., χιών βαθεϊα: abeavys., χιώι; ττολλίί, and sir. t. άπλετος : some s. is falling, νιφετός κατα- φέρεται, χιών γίγνεται : there is a good deal of s. in a country, χιόνι ττολλί; νίφεται χώρα τις: mountains covered with perpetual 8., άει κατανιφόμενα όρη or χιόνι κατειλημμένα or κατεχό- μενα, τά : like s., χιον- and νι- φετ-ώδης, 2 : a covering or coat of s., χιών έπιπεπτωκυϊα, η (Χ.) : a flake of s., νιφάς, άδος, η : a heavy fall or storm of s., a driving s. storm, νιφάδες, αϊ. νι- φετοί, οι. συρμός νιφετών, ο. νιφετώδης χειμών, ο : cold as s., χιόνεος, 3 : water formed fm melted s., χιόνεον or χιονικόν ύδωρ, τό : white as s., χιόν-εος, -ικός, 3, -οειδης, ές: of a colour as white as s., χιονό-χρως, ωτος, b, η. -χρους, 2. S.-ball, θρόαβος χιόνος, b. S.-drop or -flake (a flower), "ιον λευκόν or λευκό'Ίον, τό (a bulbous flower , Theophr. ; the first that blows, Plin.). SNOW, v. νίφειν. κατά-, έπι- νίφειν. χιονίζειν. Το 8. a little, ύπονείφειν (better than -νίφειν). See under the Subst. SNOWY, νιφετ-, χιον-ώδης, ες. χιόνεος, 3. χιονωτός, 3. Also SNU SO SOA poet., νιφόεις, εσσα, εν, and vi- φάς, άδος, h, and see Greek Eng. Lex. for compounds with νιφο-, χιονο-. A s. night, νύζ ΰπονει- ψομένη (Thuc.). SNUB, adj. σιμοί, 3 (s. -nosed, and as epit/iet of nose), also άνά- σιμος, ρινόσιμος, and σιμοπρόσ- ωπος {PL), 2. Somewhat s.- nosed, ύπόσιμος, 2. SNUB, v. έπιπλήττειν τινί. μέμφεσθα'ι τινι. επιστομίζειν, xf /έγειν, διαφέγειν τινά. SNUFF, v. See Sniff, σι- μοΰν, άνασιμοΰν (την ρϊνα, esply as animals, Lot. nasum supinari). Comp. to Scent, Smell. SNUFF, s. il For sneezing] πταρμικόν, έρρινον, τό. *\ Of a candle] μύκης, ητος, ο (e. g. μύκης έπεστι τω λύχνω). As verb, to s. a candle, προμύττειν τον λύχνον. SNUFFERS, λύχνου άπό- μακτιιον, τό. SNUFFLE, ν. φθέγγεσθαι υπό ρινός. SNUFFLES (colloq.). See Ca- tarrh. SNUG, πυκνοί and πυκινός [poet.), 3. See Close, Comfort- able. SO. I. Simply demonstrative. Tj In this manner] οϋτω and, if a vowel follows, οϋτως, and with demonstrative emphasis, ούτωσί. τώς (epic) . ως (but in A tt. usu. only in the combination καϊ ως, ουδ' ως : PL however has also ως — ως, — as — so ; and ως φήσομεν, so ive shall say ; ως ουν -ποιήσετε, so or thus then shall ye do). Also, when followed by explication, ώδε, τήόε (as folloics) . See Thus, and comp. Such. It is not so, ούκ εστί ταΰτα : so stands the mat- ter, ούτως έχει το πράγμα : if it so please heaven, ει ταύτη τοϊς θεοϊς φίλον. So (= in the same manner), ωσαύτως, κατά τον αυτόν τρόπον, ομοίως. So? (ironically), αληθές; how so? πώς δη τούτο ; and Att. τ'ι δα'ι ; πώς δα'ι ; (only in the familiar style.) Sts not expressed in the Greek, e. g. the so-called — , ό (οϋτω) λεγόμινος, καλούμενος, προσαγορευόμενος, κτλ. : if Ι may so say, tt θέμις ειπείν. $U» esply where 'do so' = ' do it ' re- presents an action, fyc, tech would require in Greek to be expressed by repetition of the verb, e. g. to be able to make a return and not to do so, δύνασθαι μεν χάριν άποδοΰναι, μη άποδιδόναι δέ : and sim. where so represents an adj. or subst., e. g. it is disgrace- ful, or a disgrace, for you, and still more so for me, σοι μεν αι- σχρού, έμο'ι δε έτι αΐσχιον : or by the demonstrative, if you say so, εί ταΰτα λέγεις : so to say, cos (έπος) ειπείν, σχεδόν ειπείν : so be it, γένοιτο ! ε\εν ! So, so, e. g. how are you ? So, so, τι δ' άλλο πράττετε ; οία δι'} (Aris- (547) ioph.). See Indifferent. So and so, δ? και ός. Mr. or Mrs. So-and- so, ό, ή δεϊνα. And so forth, και τα λοιπά or άλλα or εχόμενα τούτων. Just so, precisely so (in ansicers), πάνυ μεν ουν. αληθή λέγεις, πώς γαρ ου ; or empha- tically by δήτα, with iteration of the leading term : pity us, . . . aye, do so, ο'Ίκτειρε δ' ημάς . . . ο'ίκτειρε δήτα. In exclamation: e.g. I was so' (— was exceeding- ly) vexed, εγώ δε, πώς δοκεϊς, ■ηχθόμην, comp. How. So much for that, και ταΰτα μεν δη ταΰ- τα. So far (= thus far, hitherto), μέχρι τούτου. Ever so (fol- lowed by adj.), see Ever, ad fin. So much the more, τοσούτω μάλλον. ΤΙ So, with notion of consequence] οϋτως (accordingly). ουν. ούκοΰν. τοίνυν. τυιγαροΰν, and ώστε, with indicat. and im- perat. (e. g. so be [= so that you should be] of good cheer, ώστε θάρρει), also είτα, έπειτα (esply in ironical or indignant questions, so then — ?). άρα, άρα γε (esply in inference with surprise, so then it appears that — !). II. In correlation. H As — , SO — ] ώς — , οϋτως — . οϋτως — , ώσπερ — . ρ — , ταυττ; — . καθ- άπερ. κατά ταύτα. As it fared with his brother, so fares it with him, τά αυτά πάσχει τω άδελ- φω or οία και ό αδελφός. In protestations: so help me God, νή τον θεόν. οϋτως όνα'ιμην. SO heaven bless me with my children (as) I hate the man, έγωγ', οϋ- τως όνα'ιμην τών τέκνων μισώ τον άνδρα. Τ[ So (e. g. great, good, $£c), as (expressed or under- stood)] οϋτως (e. g. αγαθός), ως. So much, so great as, τοσοΰτος όσος : so many as, τοσούτοι 'όσοι : see As — as, Equal, and Equally. So far, Vid. &$- Observe that in Greek the g. t. τοιοΰτος, talis, is much used to denote the specific term of quality, such as so good, bad, excellent, miserable, 8[C, and τοσούτος for that of Quantity, so great, strong, powerful, 8fc, e.g. with so power- ful and excellent an army, συν τοσαύτη και τοιαύτη δυνάμει. No other precaution is so safe, ούκ Ιστιι/ άλλη φυλακή τοιαύτη. So long as, έφ' όσον (χρόνον). όσον : so often as, οσάκις, οπότε : so soon as, επει τάχιστα, ώς πρώτον. See Long, Often, Soon, and As. 1 So — , that — , or — as (= in that manner in wch, relation of maimer expressed as an effect or consequence)] e. g. he speaks so that he is (= so as to be) understood, οϋτως λέγει ώστε πάντες συνιάσιν : or by adverbial phrases, e. g. to place oneself so as to be heard, ες επ- ήκουν στήναι. % So that (de- noting consequence intended)] I will march against these, so that (or so as) they shall be obliged to be on their guard against us, επί τούσδε ελάσω ώστε άναγκασθή- σοντα ήμΊν προσέχειν τον νουν (ΑΓ.). So that — , of an event past happening, ώς, όπως, with past tense of indicat., e.g. why didn't you kill me, so that I never should have shown — ? τ'ι μ' ούκ έκτεινας, ώς έδειξα μήποτε ; (S.). So that — shall, denoting an effect or consequence intended and implying that it will be realized if the condition be fulfilled, = that so — may and nearly so shall, ώς, όπως, c. subj. tcith av : e. g. let us leave him quiet, so that he may (or so shall he) fall into sleep, εάσωμεν εκηλον αυτόν ώς αν εις ϋπνον πέση (Αρρ. to Mad- vig., § 302). So that — , of con- dition, see ' on Condition that,' ' Provided only that.' So that, — ' wherefore* ς accordingly,* ' which being the case, it folloics that* ώστε c. indie, e. g. so that (consequently, in consequence of the foregoing explanations) it will be found that — , ώστε εύρήσει τις. T[ So — , that — or — as to — (= in that degree — which, relation of equal intensity mea- sured by its effect or consequence)] οϋτως — ώστε, or esply Hdt. and sts Att. οϋτω — ώς c. indie, or c. infin. (see Madv. 166). He is so senseless that he prefers war to peace, ούτως ανόητος εστίν ώστε πόλεμον άντ ειρήνης αι- ρεϊται (that he actually prefers) or α'ιρεΐσθαι (as to prefer) : he was so very ambitious as to bear every thing, φιλοτιμότατος ην ώστε πάντα νπομεΐναι: or tcith ώστε omitted, they were so strong, (that) you could scarcely break them, οϋτω Ίσχνραι ήσαν, μό- γις αν διαρρήζειας (Hdt.). Of- ten instead of οϋτως the so is expressed by τοιούτος, τοσοΰτος, Qc: let none be so powerful as not to suffer punishment, μη- δείς τηλικοΰτος έστω ώστε μη δοΰναι δ'ικην. See under so Far. ^° Often in Att. a relat. is sub- stituted for ώστε : who is so silly as not to know? ti's οϋτως εύ- ϊίθης εστίν όστις αγνοεί — ; SOAK, ν. 1ϊ (Trans.)] βρέ- χειν, εμ-, επι-, κατα-βρέχειν (in athg,Tivi), κατατέγγειν also δι- ηθείν (to filter through, percolate, τι τινι, Hdt.), and ύγρα'ινειν, δι-, καθ-υγρα'ινειν. ^j (Intr.) To be- come soaked] βρέχεσθαι, διαβρέ- χεσθαι. καθυγραίνεσθαι. S.-d, διάβροχος (e.g. ναΰς, a ship with its timbers s.-d through and rotten, Th.), δ'ιυγρος and -υδρος, 2. δια- βρεχής, ές. S.-ing (subst.), Crcl. with verbs and adjj. See Drench. SOAP, σμήγμα, and Attic σμήμα, το. σάπων, ωνος, ο, and dim. σαπώνιον, τό (Lat. sapo, Celtic or German ivord), also ρύμμα, τό (athg used for wash- ing). To besmear with s., σμήυ and σμήχειν: one that sells or Ν η 2 SO A SOF SOL deals in s. (or unguents generally), σμηγματοπώλη?, ου, 6. ξφ• σμηκτί? or σμηκτρϊ? γη, ή, a kind of fuller s earth, and Κιμω- λία γη, ή, an alkaline clay ; κο- νία, ή, an alkaline powder; all used in the baths, 8[C.,for s. To wash without s., λούειν άνευ κο- νία?. S.-dish, σμηματοφορεΐον, τό. S.-wort (for cleaning wool), στρουθίον (ριΧ,ίον), τό. SOAR, μετέωρου άπ-ιέναι or -ελθεΐν or φέρεσθαι, οϊχεσθαι. αίωρεισθαι (pass.), άνω φερε- σθαι or άναφέρεσθσι (pass.). άναπέτεσθαι. S.-ing, partcpp., and μετέωρο?, 2. • See WlNGED and Sublime. SOB, v. λύζειν. λυγγαίνειν. See to Sigh. SOB or SOBBING, s. λ ύγξ, Χυγγό?, ή. ποίφυγμα, τό (blow- ing, puffing, as from exertion). With s.'s, λύγδην. SOBER, νηφάλιο? and εο?, 3, and νήφων, ούσα, αν (with ref. to drink, and fig. wary, discreet) : also ξηρό?, 3 (siccus), and με- τριοπότη?, ου, 6. σώφρων, 2 (s. in mind, moderate, temperate) : to be s. -minded, σωφρονεϊν. S.- ing, νηφαντικό?, 3. To be s., νήφειν : to become s. again, έκνή- φειν. άποκραιπα-λάν and -λί- Χ,εσθαι. In his s. senses, εμφρων, ' SOBERLY. Fm the adj. νη- φόντω?, and Crcl., e.g. to live s., νήφειν. SOBERNESS, SOBRIETY, νήφι?,ή. νηφαλιότη? and εότη?, ijto9, ή. νηφαλισμό?, 6. εκνη- \f/i?, ή (the recovering of it), σω- φροσύνη, ή, and εγκράτεια, ή (s. of mind). See Moderation, Temperance. SOCCAGE (feudal term, opp. to ' knighfs service" 1 ), Crcl., e.g. άγρόν νέμεσθαι εφ ω θητικω- τέραν εργασίαν παρεχειν. SOCIABLE, ομιλητικό?, 3, and ομίλητο?, εύ-κοινώνητο?, -όμιλο?, 2. κοινό?, d. See Fami- liar and Conversible. S. ani- mals, see Gregarious. SOCIABLENESS, SOCIA- BILITY, εϋκοινωνησία, κοινό- tjjs, tjtos, 17, and Crcl. ivith Adj. SOCIAL, κοινωνικό?, ομιλη- τικό?, 3, and 6, η, τό περί την συνουσίαν or ομιλίαν. Man is, nature intended man to be, a s. creature, πεφύκασιν οι άνθρω- ποι ζυνεΐναι άλλήλοι?. επιθυ- μοΰσιν άνθρωποι μετεΐναι τόΐ? άλλοι? : the s. tie or bond, τό φιλόκοινον : the tempers of s. life, αστυνόμοι όργα'ι (Soph.) : the s. state (of a country or peo- ple), η τών κοινών κατάστασι? : s. position (of an individual), η παρά τοϊ? άνθρωποι? ταξί?. The S. war, 6 συμμαχικό? πόλε- μο?. Comp. Ally, Confede- rate. SOCIETY. See Company. 1 In the abstract] κοινωνία, μετ- (548) and συν-ουσία, ομιλία, η. Bad or unprofitable Β.,άνωφελεϊ? αν- θρώπων ομιλ'ιαι. See Company and Fellowship. Fond of s., see Sociable. Suited for s., συν- ουσιαστικό?, 3 (agreeable, Aris- toph.) : agreeable s., επίχαρι? εν ταϊ? συνουσ'ιαι?. (Human) s., οι άνθρωποι : the interests of s., τά κοινά τών ανθρώπων, τά Koivrj τοϊ? άνθρωποι? συμφέ- ροντα. ΤΙ In the concrete] κοι- νωνία, σύστασι?, συνουσία, εται- ρεία and -ία, ή. συνόντε?, οι. See Company. SOCK, ποοεϊον or πόδιον,τό. SOCKET, κοτύλη (cup of a joint, esply hip joint, Horn.), and κοτυληδών, όνο? (Ar. and Aris- tot., tfie same), ή. στροφεύ?, 6 (s. of tL• pivot, στρόφιγζ, ιγγο?, b, on wch the door tur?is). τόρμο?, ό (the same, and any hole in wch a peg is inserted), αυλό?, ό (s., e. g. of a clasp, and of a spear- head, Horn.), πυθμήν, ένο?, 6. S. of the eye, κόγχη, -η. κόγχο?, ό : s.'s of the teeth, φατνώματα, τά. To start from the s. (of a bot2e), εκπαλεΐν. SOD, χορτό-π\ινθο?, η, or -πλιιθον, τό, or fm the context, πλίνθο?, ή. SODA. See Potass. SODALITY. See Friend- ship, Fraternity. SODDEN. Ptcp. o/ Seethe, Vid., and Boil. S. flesh, κρέα τετηκότα (Eur.), SOEVER, in compounds, e. g. Who-, What-, When- soever, &c, Vid. SOFA. See Couch, Bed. SOFT, μαλακό?, 3 (e.g. μ. εύνη, στρωμνή, χιτών, κτλ., and μ. πνεύμα, a gentle air or wind). απαλό? and αβρό?, 3 (tender, delicate), μαλθακό?, 3 (poet., but also Pi. ; usu. fig.), πέπων (by ripening), τεράμων, 2 (by boil- ing). S.- boiled eggs (or rather half hard-boiled), ώά ήμιπαγή- τα (Hipp.). A soft (= gentle) voice, πραεία φωνή : s. ground, γη άσακτο? (X.). For the fig. senses, Ductile, Pliant (in dis- position), see those words. Soft- (= fewu?er-)hearted, μαλακό? (3) τό ήθο?. άπαλόφρων, 2 (poet.), ελεεινό? (pitiful), 3. γλυκύθυ- μο?, 2 : to make aby s.-hearted, κατακλαν τίνα : s. -mouthed, μα- λακόγναθο?: s. -skinned, άπαλό- χρω?, 6, η (and other compounds, see the Gr. Eng. Lex. under μαλ- and μαλθ-ακο-). Rather s., μα- λακώδη?, άπαλώδη?, ε?, ύποπέ- πων, 2: to be S., μαλακια-ν (ΑΓ•). SOFTEN, μαλάττειν, εκ-, κατά- μαλάττειν. μαλακ'ι'ζειν and -ύνειν. εκμαλθακοΰν. κατά- βρεχε ιν (by moisture), μαλακόν ποιεϊν and μαλθακΊΧ^ειν. άπαλύ- νειν(Χ.). κατατήκειν (melt, sap). δέφειν (make supple), δεψεϊν (by moulding in the hand, as wax), πίσσειν (ripen) and πε- παίνειν (also fig., mollify of an- ger), ήμεροΰν (make gentle, of manners or character) . καθ εφ ε iv (temper), and πραύνειν, κατα- πραύνειν (of passions), τέγγειν (as by warm waier, and fig. mol- lify), κατατέγγειν. See to MOL- LIFY, Mitigate, Appease. S.- ing, μαλ- and μαλθ-ακτικό?, μαλθακτήριο?, 3, See EMOL- LIENT. S.-ing (subst.), μάλ- and μάλθ-αζι?, μαλάκυνσι?, πέπαν- σι?, τέγζι?, η. άπαλυσμό?, 6. μώλυσι? or -υνσι?, η (Aristot., opp. to πέψι?), and Crcl. S.-d, partcpp. : that may be s.-d, μα- λακτό?, τεγκτό? (fig), 3. SOFTLY, μαλ- and μαλθ- ακω?. πράω?, πραεω?, ήσυχη and -ω?. Comp. Gently. SOFTNESS, τό μαλακόν. μα- λακία, μαλ- and μαλθ-ακότη?, άπαλότη?, τεραμότη? (by boil- ing), ητο?, ή. See Gentleness. SOIL, s. γη, ή (g. t.). ούδα? and πέδον, τό. See Earth, Ground, Land. Poor s., λεπ- τή γη : that has a poor, a black, s., λεπτό-, μελάγ-γεω?, ων: at- tached to the s., έπάρουρο?, b, η (Horn.), il Dung, manure] Vid. TI A spot, stain] Vid. SOIL, V. μολύνειν, δια-, άνα- -μολύνειν, ρυπαίνειν, ρυπούν. Str. tt., μιαίνειν, καταμιαίνειν. χραίνειν and καταχρωννύναι (Trag.). S.-d, ptepp. pass., and σπιλωτό?, ρυπαρό?, 3. κατά- -πλεο? and Alt. πλέω?, 2 (with athg, τινά? and τινί). SOJOURN, ν. μετοικεϊν, επι- δημεΐν (εν τινι τόπω). See to Abide, Dwell, Reside. To s. in a strange place, παρεπιδημείν (with adj. παρεπίδημο?, ο, η). SOJOURN, SOJOURNING, S. μετοικία, επι-δημία, -δημη- σι?, jj. A s.-ing in a foreign land, παρεπιδημία, η. See RE- SIDENCE, Stay, s. SOJOURNER, μέτοικο?, b, η, and partcpp. of verb. SOLACE, v. and s. See to Console, Consolation, and Comfort, v. and s. SOLAR, ηλιακό?, 3, e. g. s. year, month, η. ενιαυτό?, μήν : s. eclipse, ηλιακή 'έκλειψη? : but chiefly by του ηλίου, e. g. a s. eclipse, η του ηλίου εκλειψι?, also 'ήλιο? εκλείπων, ο : the s. orbit, ό του ήλιου (or ηλιακό?) κύκλο?. See Sun. SOLDER, s. κόλλα, ή (g. t). Gold s., χρυσόκολλα, ή. See the Verb. SOLDER, V. στεγνοΰν, συ- στεγνοΰν. κολλάν. μολυβδοϋν (with lead, ^ρ though the verb is found only in the pass.). S.-d, partcpp. pass., and κολλητό?, 3: S.-d with gold, χρυσοκόλλητο?, 2 : — with lead, μολυβδωτό?, 3: s.-ing, στέγνωσι?, κόλλησι? : — with lead, μολύβδωσι?, ή. SOLDIER, στρατιώτη? or άνήρ σ. Soldiers ! άνδρε? στρα- SOL SOL S Ο Μ τιωται. A common or private s., στρατιώτης : a young s., νεο- στράτευτος, 6. b νεωστί στρα- τευόμενος : an old or veteran s., 6 πάλαι or εκ πολλοΰ στρατευ- όμενοι : never having served as a S., άστράτευτος, 2. LlGHT- ARMED, HEAVY-ARMED S., Vid. The s.'s or soldiery, τα όπλα (Χ.) : the common s.'s, λαός (Horn.), όχλος, ό : belonging to such, υπηρετικός, 3 (X.) : the commander, officer, and his s.'s (= men), b στρατηγός (λοχα- γός) καί οι περί αυτόν or άμφί αυτόν or συν αϋτω : to be or serve as a s., στρατέ ύεσθαι. στρατιωτικόν β'ιον εχειν: to turn s., enlist as a s., έλέσθαι στρατιωτικόν β'ιον or στρατιώ- του τάξιν. to enrol or enlist s.'s, συλλέγειν or καταλέγειν or συνάγειν or παρασκευάζεσθαι στρατιώτας : of or belonging to a s. or s.'s, στρατιωτικός, 3 (and soldier-like), see Military. SOLDIERY. See under Sol- dier. SOLE, adj. μόνος, 3. See Alone, Only, and Single. The s. heir, κληρονόμος άπάσης της ουσίας, b. SOLELY, μόνον, and Crcl. with Adj. See Only, Merely. SOLE, s. % Of the foot] πέλ- μα, θέναρ, αρος (Hipp.), τό. ίχ- νος, ους, τό. ταρσός ποδός, ο. (ποδόκοιλον, holloic of the foot.) ϊί Of a shoe, Src.] κάττ- and κάσσ-υμα, πέλμα, τό. πτέρνα, κρηπίς, ϊδος, η. To stitch s.'s on, see tlie Verb. U A sea-fish] ψήττα, ή (g. t. for plaice, s., or turtjot). SOLE, v. καττύειν (e. g. πέ- διλα), ύπορράπτειν πέλματα, πτερνίζειν. To re-sole a shoe, ΰπόόημα παλιμπήζει καττύειν and καταπελματοϋν (LXX. and Joseph.). SOLEMN. 1i Lat. solennis] See Anniversary, Annual, and Festive (of celebration). •[[ {Religiously) grave, reverend] σεμ- νός, 3. σεμνό-, μεγαλο-πρεπής, ές. σπουδαίος, 3, and έσπουδα- κώς, κυΐκι, κός. See Grave, Se- rious. S. of speech, σεμνολό- γος, 2 (with subst. σεμνυλογία) : to speak in a s. manner or tone of voice, σεμνυλογεΐν. σεμνηγο- ρεΊν, σεμνομυθειν (poet, and later prose) : to talk in s. phrases, σεμνο-λογείσθαι, -μνθεϊσθαι : spoken in a s. manner, σεανόστο- μος, 2 (Eur.) : a s. remark, σεμ- νολόγιιμα, τό : to trifle in a s. manner, be a s. trifler, σεμνολη- ρεϊν: s. inanity, σεμνοτυφία. η : to look s., σεμνόν βλέπειν : of s. countenance, σεμνο-πρόσ- ωπος, 2 (with subst. -προσωπία, and verb -προσωπείν) : to affect a grave and s. air, σεμνύνεσθαι (mid.) : s. looking, σεμνοπρεπής, £« : a 8. bearing, σεμυοπρέπεια, V : worshipt with s. rites, σεμνό- (549) θεσμός, 2 (Eur.) : to promise in a most s. manner, on one's s. OATH (vid.), θεοΐς εύζάμενον ύπ- ισχνεΊσθαι. SOLEMNITY. Τ Solemnness (in the abstract)] σεμνότης, ητος, η. τό σεμνόν. σεμνοπρέπεια, ή (s. of beanng). σέανωμα, τό (dignity, majesty, Epicur.). σπου- δαιότης, ή. See Earnestness, Gravity. ^ A solemn feast] Ιερά, ών, τά. See Celebration. SOLEMNIZE, έορτάζειν. άγειν. τελεϊν. θύειν (e. g. γενέ- θλια, χαριστήρια) : also συν-, έπι-τελεϊν. ποιεϊσθαι (e. g. έορ- τήν, μυστήρια, θυσίαν, a feast, mysteries. Qc). SOLICIT, δεϊσθαί (pass.) τι- νός τι or seq. infin. α'ιτεϊν and α'ιτεΊσθαί τινά τι or παρά τι- νός τι. δεήσεις ποιεϊσθαι περί τίνος, προμνασθαί τίνα (Χ.) : fit to s. favour, παρασκευάσα- σθαι ικανός : to s. earnestly or urgently, λιπαρεϊν τίνα. δεήσεις πολλάς ποιεϊσθαι. συντεταμέ- νως δεΐσθαι. See IMPORTUNE. SOLICITATION, αίτησις, ή. See Asking, Request, and str. t. Importunity. SOLICITOR. U One ivho so- licits] Crcl. icith Verb. ^ A legal adviser] συνήγοοος, σύνδικος, b. SOLICITOUS, επιμελής, ές. σπουδαίος, 3. To be s. about athg, σπουδάζειν περί τι. προ- νοεΐν or πρόνοιαν εχειν τινός. See Anxious. SOLICITUDE, φροντίς, Ίδος, επιμέλεια, ή. See Anxiety, Care. SOLID. ΤΙ Prop. : not liquid, not holloiv] στερεός and στερ- ρός, 3. στερεοειδής, ές : also άδρομερής, ές. πυκνός, πηκτός, 3 (compact, dense). % Cubic] στε- ρεός, 3, e. g. a s. angle, στερεά γωνία, ή : s. geometry, measure- ment of solids, στερεομετρία, ή. ΤΙ Fig. : strong, firm] ασφαλής, ές. βέβαιος, 2. έμπεδος, 2. ισχυ- ρός, 3. ευσταθής, ές. σταθερός, 3. στάσιμο?, 2. άπτώς (e.g. λό- γος, s. reason, PL). ^[ Genuine, massive] καθαρός, 3. ειλικρινής, 2 (e.g: χρυσός, άργυρος). Of s. gold. ο\όχρυσος, 2. Also γόνι- μος, 2 and 3 (ivith ref. to genius, e. g. a s. poet, γ. ποιητής). SOLIDITY, SOLIDNESS, στερε-, στερρ-, στιφρ-, βεβαι-, άδρ-, πυκν-ότης, ητος, also εύ- στάθ-, άσφάλ-εια, ή, and neuters of the adjj. See Firmness, Com- pactness. S. of character, to ρωμαλέον του ήθους. SOLILOQUY, μονολογία, ή. ο προς εαυτόν διάλογος. Το hold a s., soliloquise, διαλέγε- σθαι έαυτω. διαλογί'ζεσθαι προς εαυτόν, holding a s., μονόλογος, ο. ' SOLITARY, ίΐ Single] YiD. Tj Lonely] έρημος, 2. μόνος, 3, and fern, μονάς, άδος. μοναχός, ο (Aristot. } pr" earlier icriters ! have only the adv. -η, -ώς). μο- υίας, ου, b (JElian). μοναδι- κός, 3 (of animals, Aristot.). μο- νώτης, ου, and fern, -ώτις, ιδος (Aristot.) : also poet, μονό-στο- λος, -τρόπος, 2, -Χ,υζ, ο, ή. μόν- -αυλος,μονοτράπεϊ,ος(ο^α meal), 2. A s. place, έρημία, ή : to live a s. life, ερημον άγειν τον βίον. εν έρημία είναι or διάγειν, and poet, χηρεύειν and μονοΰσθαι (pass.). To make s., μονουν. SOLITUDE, έρημία, ή (as condition and place, χώρα lp?j- μος, ή), ησυχία, ι), and μόνωσις, ή (as condition), ή καθ' ήσυχίαν διαγωγή (solitary life). To turn into a s., ερημοΰν, έζερημοΰν. SOLO (in music), μονωδία, ή. Arranged as a s., μια φωνή : to sing a s., μονωδεΊν. SOLSTICE, (ai του ήλιου) τροπαί. Summer s., τροπα'ι θε- ρινοί or νότιοι : winter s., t/j. χειμερινοί or βόρειοι. SOLUBLE, λυτός, διαλυτός, 3. SOLUTION, λύσις (prop, and fig., e.g. of a problem or fallacy). ανά-, κατά-, διά-λυσις, ή. διά- κρισις, ή. To effect a s., διιέναι (to dissolve athg, e.g. in a liquid, τινί or εν τινί.). SOLVE, λύειν, άνα-, κατά-, δια-λύειν. See DISSOLVE and Loose, Explain, Refute. SOLVENCY. Crcl. by adjj. SOLVENT, e. g. not to be s., ουκ εχειν άποτϊσαι or όθεν και άποδοΰναι. As subst., med. and chem. t., φάρμακου άναλυτικόν, τό. SOME, τ is, τί (end.), $^- its subst. often in gen., e. g. s. god, θεών τις•=ζθεός τις : in Ion. prose and sts in later authors put be- tween art. and genitive, e. g, s. of the Phoenicians, των τίνες Φοι- νίκων : s. of the men were pre- sent, παρήσάν τίνες των αν- δρών : s. person, s. one, see Some- body : plur. also ενιοι or εστίν ο'ί, ϊνι ο'ί : s. things, s., άσσα (Ionic), άττα (Attic), e.g. give me s., δός μοι άττα. Some — , some — , or some — , others — , oi μεν — , οι δε — . ενιοι μεν — , ενιοι δέ : or more fully οι μέν tii/es, άλλοι δε — or οι δέ τίνες. S. this way (— in this^ manner), the others that way, άλλοι άλ- λως: so άλλοι άλλοθι, άλλοθεν, κτλ. : in s. manner, sort, measure, degree, τρόπον τινά, τρόπω τινί. πή, πώς (end.), ού πάνυ. έσθ' όπως : in 8. respect, πή, πώς, πού, τί (all end it.) : s. others, έτεροι τίνες, μετεζέτε- poL (Ion.) : s. one', εΊς τις : s. few, ολίγοι τινές, ού πολλοί τίνες : s. — or other (contemptu- ously), tis, e. g. and s. wind or other (forsooth!) hindered them, και τις και άνεμος έκώλυεν αυ- τούς (Thuc.). There were some ;wo hundred of them (= two hundred or thereabouts), ήσαν ώς SO Μ soo SOR διακόσιοι or περί διακόσιους. το πλήθος αυτών εΐκάσειεν άν τις επί διακόσιους είναι : they sent s. two hundred armed men, δπλίτας έπεμψαν περί τους, or ώς, διακόσιους: (at) s. time, ποτέ, see Sometimes : (for or during) s. time, χρόνον -τινά. ολί- γον χρόνον. οϋ πολύν χρόνον. SOMEBODY, SOMEONE, τις (enclit.). S. came and said, άνήρ τις προσελθών έιπεν : s. one of my own, εις τις των εμών : s. one possibly might say, ε'ίποι Tts ά,ν. φαίη civ tis : if s. one (r= anybody) asks me, ε'ί τις με ερωτά. Somebody (= some great one), τίς (a?id reverse- ly, with contempt, somebody or other). SOMEHOW. See ' in Some manner.' S. (= I know not how), ούκ οίδ' 'όπως : s. or other, εν'ι yi τω τρόπω. άμωσγέπως, άμηγέπη. SOMETHING, τί {end.). To think s. of aby, πολλοΰ άξιον νομίζειν τινά : s. (= some great thing), τί, see Somebody. SOMETIMES, ενίοτε, εστίν ου. εσθ' ότε. ένιαχοΰ and -η. S. — , s. — or other times, άλ- λοτε μεν — , άλλοτε δε — . οτε μεν — , ότε δε or ενίοτε δε. SOMEWHAT. See Some- thing, and adverbially Rather. m SOMEWHERE, πού {enclit). εστίν ου. εσθ' όπου. ένιαχί] or -οϋ. άμουγέπου. S. else, άλ- λοθι, άλλοθι που. άλλη. άλλα- χοϋ. ετέρωθι: from s.'else, άλ- λοθεν : from s. or other, άμοθέν γέ πόθεν (PL). SOMEWHITHER, Ιστιυ (εσθ') οΊ, όποι. SOMNIFEROUS, ύπνοφό- ρος, 2. See ' causing Sleep.' SOMNOLENCE, ύπνωδία,ή. See Sleepiness, Drowsiness. SOMNOLENT, ύπνώδης, ες. See Sleepy, Drowsy. SON, υιός, 6, ^r and obsol. υιεύς, fm wch some of the oblique cases are retained, interchangeably with those of υιός : viz. in Attic, υιεΐ, υιέε, υιέοιν, υΐεΐς, υιέσι (and later Att. υιεϋσι), υιέων. παϊς (αρρην), δ. εκγονος, δ, and τίκνον, τό (offspring, child.), gfjp• The subst. is supprest before the name of the father or motlier, e.g. Alexander, the son of Philip, 'Αλέξανδρος δ Φιλίππου : to be the s. of, είναι τίνος, εκγί- γνεσθαί τίνος: to have a s. born, to get or give birth to a s., τί«- τειν παΐδα (of the mother), φΰ- σαιπαϊδα (of the father), γεννάν παΐδα and γίγνεταί μοι παις [until ref. to both parents) : I have a s., εστί μοι παις αρρην: I have no s., άπαις ειμί αρρένων παίδων : to adopt a child as one's s. ( , ε'ισποιεΐσθαι. υϊοποιεΐσθαι, νιοθετεΐν. παΐδα ποιεΐσθαι : the adoption of a 8., υιοθεσία, η : the son's s., υιδοϋς, οΰ (550) οι», νιωνος. υιω- νευς, tms, ο. ο του νιου παις : the s.'s daughter, υ'ιδή, rj. ν'ιωνή, η. ίι της θυγατρός παις : a little or young s., υ'ίδιον, τό. παιδίον, τό. SON-IN-LAW, γαμβρός, δ. κηδεστής, οΰ, δ. δ της θυγατρός άνήρ. SONG, άοιδή (poet.), contr. ωδή, η (singing and thing sung). μολπή (poet., singing), άσμα and μέλος, τό (thing sung), νό- μος, δ (melody or strain). A lit- tle s. (ditty), άσμάτιον, τό. SONGSTER, SONGSTRESS. See Singer. SONNET, ωδή, η, or μέλος, τό (g. tt.). ; SONOROUS, η χώδης^ ες. ηχητικός, 3, and poet, ήχήεις, εσσα, εν. λαμπρός, 3 (e.g. a s. voice, φωνή λαμπρά, η). SOON, τάχα, ταχέως, ταχύ (comp. θάσσον, sup. ταχύτατα, τάχιστα), αντίκα, ευθύς, ουκ εις μακράν, ούχ έκάς χρόνου (Hdt.). As s. as, usu. επεί or επειδάν, or επεϊ, επειδή, επει- δάν τάχιστα or πρώτον : sts επειδάν, ην or εάν θάττον, όταν πρώτον: also ως τάχιστα: more rarely επειδή (al. επει) ευθέως (ΑΓ.). ευθύς επειδή (ΤΙι.). επει- δή θάττον (D.), or άμα . . . τ ε — , και — , e. g. as s. as we heard we appointed, άμα άκη- κόαμέν τε, και καθίσταμεν (D.) : or c. partcp. in construction, or gen. absol., e. g. as s. as he had spoken, he rose up, άμα ειπών ανέστη (Χ.) : as s. as the news was brought they assisted, της αγγελίας άμα ρηθείσιις έβοή- θυυν : as s. as possible, ό τι (ώς, όπως) τάχιστα, την ταχίστην. όσον τάχος (poet.) : as s. as they could, ώς είχον τάχους (Thuc.) : too s., προ ώρας. θάττον : s. after, μετ' ολίγον, ού πολύ ύστε- ρον, μετ ού πολύν χρόνον. ολί- γου τινός χρόνου παρίληλυθό- τος. I would as s., or sooner, see Willingly, Rather. No sooner — , than — , e. g. I had no ; sooner opened the window, than I the bird escaped, ούκ εφθην παρανοίζας τό θύριον Kat άφ- ί ίπτατο δ όρνις : no sooner had ι they so determined, than they set off, αϊ? δε εδοζεν αύτοΐς και έχώ- ρουν (Thuc.) : no sooner said than done, άμ' 'έπος, άμ' έργον. SOOT, αιθάλη, η, and α'ίθα- λος, δ. άσβόλη, η, and άσβολος, δ : also λιγνύς, ύος, η, and poet, ψόλος, δ : to reduce to s., αίθα- λοΰν, άσβολοΰν : to cover with 8., καταιθαλοΰν. SOOTHE, πραύνειν, κατα- I πραύνειν (pacify, appease), παρα- [ μυθίΐσθαι (console), κιιλεΐν. Το ! s. the pain, παραμυθεΐσθαι or πραύνειν τό άλγος : to S. anger, παύειν or κατέχειν or κατα- στέλλειν την όργήν. Athg S.- ing the pain, ανώδυνος, 2. j SOOTHSAYER, μάντις,εως, δ. -χρησμοΧόγος, δ. χρησμωδός, δ (g. tt.). SOOTY, α'ιθαλ-, άσβολ-, Χιγ- νυ-ώδης, ες, and more poet, -όεις, εσσα, εν, also φολόεις. SOP, V. /3ά•7ττειΐ', έμβάπτειν (to dip into athg). ένθρύπτειν (to crumble into liquid, Hipp.). Comp. to Soak. To s. bread in soup or gravy and eat it, μυστιλάσθαι (dep., Aristoph.). Soaked, ενθρυ- πτος, 2. SOP,s. ενθρυπτον,τό (Dem.), and ενθρυμματίς, ίδος, ή (Anax- andrid. ) . SOPHISM, σόφισμα, τό (g. t.). παραλογισμός, δ, also συλ- λογισμός or λόγος άσυλλόγισ- τος, or εριστικός, άντιλογικός, σεσοφισμένος, δ. To deceive aby by using a s., παραλογίζε- σθαί τίνα : a s. in refuting athg, παρεζέλεγχος, δ : to use such, παρεξελέγχειν. SOPHIST, σοφιστή, ού, δ. The school of a s., σοφιστήριον, τό : the arts of a s., σοφιστεία, η : to act, teach, speak, &c. like or as a s., σοφιστεύειν. σοφι- στιάν : to be infatuated by the S.'s, σοφιστομανεϊν. SOPHISTIC or -ISTICAL, σοφιστ-, σοφισματ-, έριστ-, άντιλογ-ικός, 3. A s. argument, &C, σοφιστεία, η. SOPHISTRY, σοφιστεία, η. εριστ- or άντιλογ-ική (sc. τέχ- νη), ή, andpl. of Sophism. SOPORIFIC, ύπν- and ύ- πνωτ-ικός, 3. ύπνο-φόρος, -ποι- ος, 2. See Somniferous. A s. medicine or draught, ναρκωτικόν or ύπνωτικόν φάρμακον, τό. SORB. See SERVicE-tree. SORCERER, SORCERESS. See Magician, Enchanter. SORCERY. See Magic, En- chantment. SORDID, ρυπαρός, αισχρός, 3. See Dirty, Filthy, Base, Ignoble. SORDIDNESS^irn-a/Ot^aiff- χρότης, ητος, η. See FlLTHI- ness, Baseness. SORE, s. 'έλκος, τό (ulcer, esply concealed s.), and ελκωμα, τό (Hipp.). A slight s., ελκύ- δριον, τό (Aristoph.) : to cause s.'s, ελκοποιεΐν (and metaph. 'to rip up old s.'s [i/'irf],' JEschin.) : causing s.'s, έλκωματικός and ελκωτικός (both Diosc), 3 : like a 8., έ-λκώδης, ες. SORE, adj. ελκώδης, ες, and Crcl. with the Subst. To make s., έλκουν: to becomes., έλκοΰσθαι. Comp. Wounded, Hurt. To walk oneself s., παρατρίβεσθαι (mid.) τους μηρούς. S. THROAT, s. eyes, Vid. To feel s. in any part of the body, άλγεϊν τι or επί τινι and άλγος εχειν εκ τίνος (at or fm athg, of physical or mental pain). See Pain, Pain- ful, and Hurt. SORE (German 'sehr') and SORELY, adv. See Exceed- SOR ingly. S. afraid, πάνυ or λίαν φοβηθεί? or εμφοβος : full 8. against my will, εξαναγκασθείς τε και πάνυ άκων. SORREL, s. όξαλίς, ίδος, ή. (όξυ)\άπαθον, το. SORREL, adj. (colour), φ> nearest it. are πυρρός, ξανθός, 3. — κνηκός and κνηκίας, ου, 6, are rather pale yellow, as the wolf and goat. SORROW, s. λύπη, ή. αχός (lon.and Xen.) and κήδος (Horn.), τό. See Grief. SORROW, v. αχθεσθαι, λυ- πεϊσθαι (pass.), άλγεϊν. See Grieve. SORROWFUL, λυπηρός, αν- ιαρός, 3, see Grievous, στυγ- νός, 3, see Sad. To have a s. look, σκυθρωπά"ζειν. SORRY. % Grieved, sad (for something past)] See under Grieve ; also to Repent, Re- gret, e. g. I am s. for not having spoken, μεταμέλει μοι σιγήσ αν- τί, μεταμέλομαι σιγήσας: since he is s. for it, μεταμέλον (as nom. absol.). To be s. for aby, see to Deplore, to Pity. % Mean, poor, pitiful] Vid. SORT, s. See Kind, Species, also Description, Quality. What s. of? ποϊος, ποία, ποίον; (in indirect questions), όποιος* οία, οίον; όστις, ήτις, ό τι. 1 don't know what s. of man I have be- come, ουκ οΤδ\ 'όστις άνθρωπος γεγένηααι : of all s.'s, every s. of, παντοίος, παντοδαπός, 3. A s. of — , often Crcl. with τις or οίου or ωσπερ, e. g. a s. of dis- inclination, αηδία τις, ωσπερ αηδία τις : a β. of low-spirited- ness, ωσπερ δυσκολία. In some 8., τρόπον τινά, τρόπω τινί. πή, πώς, τι (enclit.). SORT, ν. δια-τιθέναι or -τάσ- σειν (καθ' έκαστα). SORTIE (French milit. t), see Sally. SOT. See Fool, Drunkard. SOTTISH. See Foolish, Drunk. SOUL, ψυχή, ή. From the bottom of one's 8., εκ (της) ψυ- χής : with all one's s., π αντί τω θυμω. όσον τις δύναται μά- λιστα : athg hurts or pains me in my very s., σφόδρα άλγώ τι : aby's s. has departed fm his body, εξέπνευσε τις. την ψυχήν άφ- ήκέ τις. Fig., to be the s. of athg, είναι ωσπερ ψυχήν τίνος. Camp. Life, Heart, Spirit, and Mind. Of or belonging to the s., ψυχικός, 3: having a s., έμψυχος, 2 : having a great s., μεγαλόψυχος, 2. Upon my s. ! ούτως όνιιίμην. SOUND, s. ήχος, b, and ήχή, ή. τιχημα, τό. φωνή, h (esply articulate), φθόγγος, 6, and φθογγή, η. φθεγμα, τό. ψό- φος, ό (noise), ακοή, ή (s. heard). S. of FLUTE, HARP, TRUMPET, &c, Vid. : a crashing, plashing, (551) SOU rushing s., see Crash, Plash, Rush, SPIRITLESS, άφυής, ές, and άβέλτερος, 2 (that has feiu men- tal endoivments). ασθενής and αμβλύς την ψυχήν. ψυχρός, 3 (of thi?zgs without vigour or life). > SPTRITLESSNESS, άφυΐα, σβεΧτερία, της φύσεως άμβΧό- της, ητος, η. τό ψυχρόν. SPIRITUAL, πνευματικός, and with ορρ. to body, ψυχικό?, 3. ασώματος, άσωμος, 2. Also as = mental, της ψυχής. 6, ή, τό or κατά την ψυχή ν or εν τή ψυχή or τή ψυχή ινών, οΰσα, όν. if Sacred, ορρ. to secular] ιιρός, 3. ιεροπρεπής, ες. άγιος, 3: also έκκΧησιαστικός, 3 (eccl.). SPIT, S. όβεΧός, όβεΧίσκος, ό. SPIT, υ. (to fasten on a spit), πείρειν όβεΧω. SPIT, v. πτύειν, εκ-, άπο- τττυειι/. χρέμπτεσθαι. Το 3. frequently, 7π-υαλίζίίΐ/: to s. out hefore aby or to his face, κατα- πτύειυ τινός : to s. into ahy's face, iyUTTTUfii/ τιν'ι. προσπτύ- ειν τιν'ι. άποπτύειν προς τό πρόσωπον τίνος : to s. over or upon athg, εμπτύειν τιν'ι. περι- πτύειν τι. καταπτύειν τινός, καταχρίμπτεσθα'ι τίνος : to s. blood, άναφέρειν or άνάγειν αί- μα, αιμορραγεϊν. To s. out flames or fire (fig.), άποπνεΐν πυρ. άναπέμπειν φΧόγα. πυρ άναδίδωσι (of a volcano) : also φΧόγας αναπέμπει or αναφυσά or άναφυσήματα πυρός άν'ιησι, τό όρος. SPITAL. See Hospital. SPITE, s. See Malice and Grudge. Having a s. agst aby, έθέλεχθρος, 2. ίθε\έχθρως έχων προς τίνα. U In spite of, Lot. ingratiis] βία, and poet, προς βίαν τιι /o's. See Notwithstand- ing. SPITE, v. εθελεχθρεΐν. εθ- εΧέχθρως έχειν προς τίνα. SPITEFUL, εθέΧεχθρος, 2. See Malicious. SPITEFULNESS. See Spite, Malice. (555) SPITTING, s. πτύσις,χρέμ- ψ•«, ι?. Act of s. out, τό άπο- πτύειν. αναπομπή, ή. S. of blood, αιμορραγία, ή. SPITTLE. See Saliva, tttu- σμα, τό (Hipp.). SPLASH, v. πΧατυγίζειν (s. tlie ivater as ivith an oar, s. about in the ivater). Χαταγεΐν. To s. aby, see Sprinkle, επιβραίνειν. SPLASH, s. Χάταξ, άγος, ή (the noise made by the few drops of wine in the bottom of the cup, Χάταγες, αϊ, when thrown into the κότταβος with a s.) : also Xa- ταγή, ή, and to make the s., Χα- ταγεΐν. To make a s. (=stra<7- ger), πλατυγίζειν, ΧαπΊ\ειν. SPLAY, V. διαστρέφειν την ώμοπλάτην "ζώου τινός. S.-d, διεστραμμένος τάς ώμοπΧάτας. SPLAY-FOOTED, prps 'έσω διεστραμμένους έχων τους πό- δας : more gen. tt. are κυΧΧός, 3 (crooked, esply inwards, cnppled). κυΧΧόπους, b, ή (ci'ook- footed) . ραιβός (bandy-legged ivith feet turned inward, ορρ. ίο βΧαισός, with feet turned outward) , ροικός, (boiv-legged) , 3. SPLEEN, σπΧήν, ηνός, 6. Be- longing to the S., σπΧηνικός, 3. σπΧηνίτης, ου, ό : like the s., σπΧηνώδης, ες : without s., a- σπληνος, 2: diseased in the s., σπΧηνικός, 3. επί- and ύπό- σπληνος, 2 : to be so, σπΧηνιάν. H Ill-humour] χοΧή, ή (gall, bit- terness). ΤΪ Melancholy, vapours'] μεΧαγχολία, ή. ΰποχονδριακά πάθη, τά. ^ SPLEEN-WORT, σπΧήνιον, άσπΧήνιον, ασπΧηνον, σκοΧο- πένδριοα, τό. SPLENDID, Χάμπων, ούσα, ον, and στιΧπυός, Χαμπρός, 3 (e.g. a s. victory, Χαμπρά νίκη). μεγαΧο-, έκ-πρίπής, έπικυδής, ές. See Bright, Shining, and Magnificent, Brilliant,Glo- rious. SPLENDOUR, Χαμπρότης, ητος (prop, and fig.), and Χαμ- πηδών, όνος, ή (Lot. splendor), also τό Χαμπρόν. See Bright- ness, μεγαλοπρέπεια, ή. τό μεγαΧοπρεπές. See MAGNIFI- CENCE. SPLENETIC, σπΧηνικός, 3. επί- and ύπό-σπΧηνος, 2 (having disease of the spleen). To be s., σπΧηνιάν. ΤΙ Fig.] See MoROSE, Melancholy. SPLICE. See Join. SPLINT, s. (in surgery), νάρ- θηξ, ηκος, 6 (Lat. ferula), and πΧάστιγζ, ιγγος, ή (regula or ferula). As verb, to s. (a broken leg with pieces of νάρθηξ, Lat. ' ferulis obligare'), ναρθηκίζειν. SPLINTER, s. σχινδ- or σκινδ-άΧαμος, σκόΧοψ, οπός, ό. (ai παρασχίδες, s.'s or chips that fall by the side in cleaving, Qc, Hipp.) To run a s. (into one's body), σκοΧοπίζεσθαι (pass.), περιπείρεσθαι σκόΧοπι. SPLINTER, v. f (Trans.)] σχίζειν, άποσχίζειν. ^[ (INTR.)] The pass. f SPLIT. 1 (TRS.)] σχίίειν, άνα-, κατά-, δια-σχίζειν. διαρ- ραχίζειν (Eabul.), see to Cleave. διαιρεϊν, see to Divide. Split, σχιστό?, 3, see Cleft and Clo- ven : s. all the way up, οΧόσχι- στος, 2. To s. one's sides with laughing, διαρραγήναι γεΧώντα. άποπνιγήναι τω •γελωτι or υπό του γέΧωτος, see to Laugh. S. you ! (as imprecation), διαρρα- "γείης. U (Intrs.)] Passive of the preceding verbs, and see to Cleave, Burst (intrs.). SPLUTTER, v. πΧατνγίζειν. παφΧάζειν (in speaking), or φύρ- δην τά ρήματα έκβάΧΧειν. S.- ing (big) words, παφΧάσματα, τά (Aristoph.). SPLUTTER, s. Crcl. with the Verb. SPOIL, v. TT To plunder, strip (of goods)] Vid. Tf To deterio- rate] διαφθείρειν (e.g. την πρα~- ξιν, an enterprise), also άποΧΧύ- ναι (ruin), Χυμαίνεσθαί τι or τινι. έκχεΙν(ο/αρΙαη,8^ο.). To s. a child, κακώς παιδεύοντα or φαύΧη παιδεία, δια-φθείρειν or -θρύπτειν. *[j (INTRANS.) To spoil, as meat, Qe.] σήπεσθαι, κατά-, άπο-σήττεσθαι (pass.). διαφθίίρεσθαι. See to Corrupt. SPOIL, S. Χεία,ή. α'ιχμάΧω- τα χρήματα, τά. Χάφυρα (fm the living), and σκΰΧα (fm the slain, enemy), τά. SPOKE, κνήμη, κνημ-ία, and -ίς, loos, ή. With four, eight s.'s, τετρά-, όκτά-κνημος, 2. SPOKESMAN, 6 T ok Χό- γους ποιούμενος (υπέρ τίνος). See Speaker. SPOLIATE. See to Spoil, Plunder. SPOLIATION, αρπαγή, δι- αρπαγή, ή. See PLUNDER, RA- PINE. SPONDAIC, σπονδειακός, 3. With s. termination, σπονδειο- κατάΧηκτος, 2. SPONDEE, σπονδείος, 6. To use s.'s, σπονδειάζειν (Plut., and S. -ασμός, ό). SPONGE, s. (for wiping), σπόγγος (Att. σφ.), b. σπογ- για (Att. σφ.), ή, and dim. σπογ- γ-ίον, -άριον, τό. To wipe with a s., see the Verb: like a s., see Spongy : a diver for s.'s, σπογ- γο-θήρας, ου, and -κοΧυμβητής, οϋ, also σπογγ-εύς arid -ιεύς (Theophr.), έως, 6: to collect s.'s, σπογγολογεϊν. SPONGE, v. σπογγίζειν, περισπ. (all round), ΰποσπ. (slightly). S.-ing, σπογγισμός, ό : that belongs to s.-ing, σπογ- γιστικός, 3 : that which is s.-d, σπόγγισμα, τό. To s. upon aby, παρασιτεϊν τιιη. ψωμοκο- Χακεύίΐν. SPONGINESS, neut. of adj. and σομφότης, ητος, ή. SPO SPR SPR SPONGY, σπογγ-οειδης, ες, and -ώδης, as, α /so σομφ-ός, 3, awe? -u>o>js, ε?. SPO Ν SAL. See Nuptial, adj. SPONSION. See Security. SPONSOR. IT Security] Vid., and Bail. iJ Godfather] σύν- τεκνος {mod. Gr.). To be or stand s. for a child, άναδέχεσθαι τό παιδίον (mod.). SPONTANEITY. Crcl. with the Adj. > SPONTANEOUS, ( (aUTOs) άφ' αύτοΰ. εκ and από ταύτο- μάτου. αυτόματος, 2. εκούσια, εκών, ούσα, όν. εκούσιος, 3. SPONTANEOUSLY, έκοντί. εκουσ-ίως and ία. καθ' εκουσίαν. αύτο- μάτην and -μάτως. εκ προαιρέσεως, έθελοντί. And ad- jectively. SPOON, κοχλιάριον, τό. μύ- στρον, and dim. μυστρ'ιον, τό. A dealer in s.'s, μυστρο-, μυ- στριο-πώλης, ου, 6. See LADLE, ^f to wch add, soup-ladle, ετνη- ρυσις, η : ladle or s. for stirring, τορύνη,η. τάρακτρον,κύκηθρον, τό. SPOON-BILL, prps πελεκϊ- νος, 6. SPORT, s. παίγνιον, τό. παίγνια and παιδιά, η. άθυρμα, παΐγμα, τό. παιγμός, 6. δια- τριβή, η. See Pastime. Το have or make s., see the Verb, and ' to make Game.' S.'s of the field, see Hunting, Chase. To spoil aby's s., λυμαίνεσθαι την πράξίν τι νι. ενοχλεϊν τόίς τί- νος πράγμασιν. SPORT, ν. παίζειν. άθύρειν. See Play, v. Το ε. in athg, έμ- παίζειν τιν'ι : to s. with aby (β^.),ττρυσ- and έμ-παίζειν τιν'ι. See Jest, Joke. Fortune or destiny s.'s with the affairs of men, h τύχη άνω και κάτω τα ανθρώπεια πεττεύει or παίζει τά των ανθρώπων πράγματα. SPORTIVE. See Playful. φι\ο-παίγμων and -παίσμων (PL), 2. -παίκτης and -παίστης (JEL), ου, ό. A s. poem, παίγ- νιον, τό. SPORTI VENESS, φιλοπαιγ- μοσύνη, ν, and neut. of adj. SPORTSMAN. & Hunts- man and under Chase. SPOT, s. 1 Mark] στίγμα, τό. κηλίς, ΐδος, η (later σπΐλος, 6, esply stain of dirt, <§"α). φο- λίς, ίδος, η (as on a leopard's back, and also gen.). Without s., see Spotless. "Tf A small extent of or any particular place] Vid. To remain on the same s., iv τω αυτώ μίνειν. not to stir or move im the s., άκινητως εχειν. μηδέν ύττείκειν: on the s. (= instantly), ευθύς and ευθέως, αντίκα μάλα. παραυτίκα. (εκ του) παραχρή- μα. SPOT, ν. στίζειν (to mark), κηλιδουν and σπιλοϋν (to stain with blemishes). Spotted, στικτός (556) 3. κατάστικτος, 2. ποικίλος, 3, and ποικιΚό-στικτος, -δερμος, 2, and βαλιός, 3 (of the skin of beasts), and φολιδωτός, 3 (e.g. as a leopard). σπιλ-,κηλιδ-ωτός, 3. To get or become s.-d, κη- λίδας λαμβάνειν, σπιλοΰσθαι (pass.). SPOTLESS, άμίαντος,2. καθ- αρός, 3. αμεμπτος, 2. ακήρατος and ακέραιος, 2. U Morally] αγνός, 3. A s. state or condition, άγνότης, ητος, η. τό καθαρόν. SPOUSE. See Husband, Wife. SPOUT, s. t Mouth of a pipe, gutter, δρ.] See those words, χολέρα and ύδρορρόα, ?'; (waters., roof gutter). Water-s. (of rain), σίφων, ωνος, and τυ- φώς, ώ and ώνος, 6. νεφελών εκρηγμα, τό. SPOUT, ν. βλύειν, βλύζειν, and βρύειν (poet, and later prose), άνα-βλύζειν (Aristot.) and -βλύ- ειν (Polyb., Hipp.), and εκβλύ- ειν (all = s. up, either absol. or c. ace. cognato, e. g. ύδωρ, ελαιον). άναπέμπεσθαι (pass.), άνατρέ- χειν (spurt up. Horn.), also έκ-, προρ-ρείν, and εκ-, προ-χεϊσθαι. άναπιδύεσθαι. See GUSH, φυ- σαν, έκφυσάν (τι, blow, spurt out athg, e.g. of an elephant s.-ing water through his trunk, Pol.). A s.-ing out, βρύσις, άνάβλυσις, η. ΤΙ Fig. : to declaim pompous- ly] τραγωδικώς εκφθέγγεσθαι, όγκωδεστέρως ρητορεύειν. τρα- γωδεϊν, έκτραγωδείν (talk big). έκτραχηλίζειν (talk in a break- jaw style, Hermog.). SPRAIN, v. σπαν (e. g. τό σκέλος), στρέφειν (occurs in this sense only in pass.). See Strain, Dislocate, Wrench. SPRAIN, S. στρέμμα, τό. SPRAT, μαινίς, Ίδος, μαίνη, and later μαινόμενη, ή, and dim. μαινίδιον, τό. SPRAWL, σφάδαζε iv (strug- gle), ε'ιλυσπάσθαι (wriggle like a worm). To lie s.-ing on the ground, χαμαιπετη κεϊσθαι : to lay aby s.-ing, εκτείνειν τινά. S.-ing (■=. trailed out irregularly), διεσπασμένος, 3. SPRAY. «U Of a tree] κλών, κλωνός, κλάδος, 6 (g. t.). See Sprig. TJ Of tlie sea] (πόντου) αφρός, 6. άλμη, άχνη, r\. SPREAD, v. f (Trans.)] πεταννύναι, άνα-, δια-, εκ-, εμ-, κατα-πεταννύναι (to unfold), στρωννύναι (strew), τείνειν (e.g. sails), δια-, εκ-τείνειν. καλύ- πτειν τί τινι. σπείρειν (e.g. α report), δια-, έκ-σπείρειν. σκε- δαννύναι (esply of reports, Qc, only in pass.), δια-, κατα-σκεδαν- νύναι, and δια-διδόναι, -χεΐν, -θροεΤν, δια-φορεΐν, -φέρειν (abys reputation ; in a place, among people, εις τι, τινας, διά πολλών). To s. a report, (see above, and) θρυλεϊν, δια-θρυλεΐν, -φημ'ιζειν. έγκατα-, εν-σπείρειν (to s. a report among) : the re- port is widely s., b λόγος έν- έσπαρται, ότι — . See RE- PORT, Rumour. To s. around, περί-, άμφί-πεταννύναι, -χείν. περι-τείνειν, -χεΐν τινί τι. Το s. before, προπεταννύναι τί τί- νος. To s. over, έπιπεταννύναι τί τινι. ύπερτείνειν τί τινι or τίνος. To s. on or upon, έπι- πάσσειν τί τινι (sprinkle), ΰπ- αλείφειν τί τινι (as ointment, 8[e.). To s. out, έκ-πεταννύναι, -τείνειν, -χεΐν. To s. under, ύπο- στρωννύναι, -πεταννύναι, -βάλλειν τί τινι. Comp. Ex- tend, Expand, Diffuse, Dis- seminate, Divulge. A s.-ing, εκπέτασις, διά-, έπί-δοσις, δια- σπορά, η. See Extension, Ex- pansion, Diffusion. Spread, partcp. pass., and στρωτός, 3 (as a bed, Sj~c.) : s. on, έπίπαστος, 2 (as a plaster) : athg s. over, περιπέτασμα, τό : a wide-s. ru- mour, τό (οια)θρυλούμενον, τε- θρυληαένον : also θρύλιιμα, τό (LXX.). t (Intrs.)] Passives of the preceding verbs, and δι- -ιέναι (-έρχεσθαι), -ηκειν (of re- ports, Qc). χωρεϊν (e.g. to s. over the whole globe, χωρεϊν διά πάντων τών ανθρώπων), and poet, ερπειν and ύφέρπειν (to s. secretly), and πλανάσθαι. αύζά- νεσθαι (pass.) and επίδοσιν λαμ- βάνειν (ivith notion of increase). To s. (as fire, contagion, fyc.), πρόσω νέμεσθαι, έπινέμεσϋαί τι. S.-ing, partepp., and (e. g. of an eruption or sore) έρπ-ηστικός, -υστικός, 3 (Hipp, and Aristot.) : a s.-ing eruption (herpes), ερπ-ης, ητος, 6, and -ηδών, όνος, η. Wide- s.-ing (as a tree), άμφιλαφης, ές (PL). SPREAD, s. Crcl. with the verbs under to Spread, and see Extent, Compass, Expansion. SPRIG, κλάδος, b. κλαδίσκος, κλών, κλωνός, b. κλήμα, τό. See Branch (g.t.) and Twig. SPRIGHT. See Spirit. SPRIGHTLY, -LINESS. See Lively, -liness. SPRING, v. f Fm the ground by vegetative force] βλαστάνειν, άνα-, έκ-βλαστάνειν. φύεσθαι, άνα-φύεσθαι, -δίδυαθαι, and Crcl. with φύει or άναδίδωσιν η γη. See Grow, Germinate. Also ανάτελλε iv (absol.) and άνατέλλειν τι (to cause to s.). To s. out or fm athg, εκφύεσθαί τίνος, άπο-, εκ-βλαστάνειν τι- νός : to s. again, άναβλαστάνειν. ΤΙ To issue from the ground as water] άνα-βλύΧ,ειν, -πιδύεσθαι, έκ-, προρ-ρεΐν, άνατέλλειν (ab- sol. and trs., e.g. 'ύδωρ, cause tva- ter to s. up), also τάς γονάς εχειν. See G ush, Flow, Rise. If Fig. .• to take its rise or origin] φύεσθαι, ίκφύεσθαι άπότινος. άρχεσθαι, άρχην λαμβάνειν, ορμάν, γένος εχειν, γίγνεσθαι, γεγονέναι, εκ or άπό τίνος. To s., be sprung, SPR from a noble family, καλώς γε- yovivai. See Descend. If To leap, rtish hastily] Vid. To s. upon his horse, άναπηδάν έπι τον ϊππον : to s. up (as a hare), ύπανίστασθαι (ΑΓ.). U To fly with elastic power] άναπάλλε- σθαι. έκπάλλεσθαι (spurt out). To s. open (as a door), άναπετάν- νυσθαι. if (Trs.)] E.g. to s. a mine, prps άναρράσσειν ύπονο- μήν ύπό πυρός : to S. a LEAK, Vid. SPRING, s. 1 The vernal sea- son] εαρ, gen. έαρος, and ηρος, το. ώρα, ή. At the commence- ment of s., άμα (τω) εαρι or ηρι (άρχυμένω). ευθύ or έπιλάμ- πουτος τοϋ ηρος or έαρος, επει- δή εαρ ύπέφαινε : belonging to s., see Vernal, εαρινός, 3 : s. work, έαρινόν έργον, τό : a s. flower, εαρινόν άνθος, τό : on a s. morning, τοϋ ηρος εωθεν : to pass or spend the s., έαρίζειν : meadows drest with flowers in s., Χειμώνες άνθεσιν έαριζόμενοι : the s. of life, ακμή or ώρα της ηλικίας : to be in the s. of life, πρωθηβης, ου, b, and πρώθηβος, 2. ακμάζων, ούσα, ov. % A fountain] πηγή, ή (usu. in plur. πηγαί, ai, source of a river or large body of water, hence metaph. = origin), κρήνη, ή, and κρου- νός, 6 (fountain, bourn), πίδαζ or πΐδαζ, ακος, ή (chiefly poet, for κρήνη), νάμα, το (mostly poet., for πηγή and κρήνη), όνά- βλυσις, η (the place where water gushes out). S. water, κρηναΊ- ov 'ύδωρ. if Origin, rise] Vid. H An elastic body] prps έλατηρ, νρος, 6. A chariot or sedan on s.'s, α'ίωρα, ή. 1J Elastic power] See Elasticity. Tj A leap] Vid. SPRING-TIDE. See Tide. SPRINGE, παγίς, ίδος, and πάγη, ή. SPRINKLE, ραίνει τι ες τι (athg on athg), τί τινι (besprinkle with athg). έπιρραίνειν τι (e.g. ύδωρ) επί τί or τί (ύδωρ) τινι (or τινά υδατι, besprinkle aby with water ; but προσραίνειν όζος τινί, sprinkle vinegar on aby, besprinkle aby with vinegar), καταρραίνειν (besprinkle, wet), περιρραίνειν (besprinkle round about), also (mly late) ραντϊζειν, καταρρ., πίριρρ. (with deriva- tives ράντισμα, ραντισμός, ράν- τιστρον). πάσσιιν τί or τινός (e g. ά\ός, some salt) ες or επί τι, επιπάσσειν τι εττί τι, δια-, προσ-πάσσειν τι ες τι, κατα- πάσσειν (κατά) τινός τι (all these with τί (τινά) τινι = besprinkle athg (aby) with athg ; but έμπάσ- σειν τί τινι, s. athg on athg). See Strew, and also Wet. S.-d, ραυτός, παστός, 3, and κατά- παστος, 2 (all besprinkled), επί- παστος, 2 (s.-d on or over athg) : that must be s.-d, παστίος, 3. Athg s.-d, ρανίς, ίδος, ή (drop), ράσμα, το. κατάπασμα, τό (557) SPU (athg that can be strewn). S.-ing, ράσμα, τό. ραντισμός, 6 (late), περίρρανσις, η (besprinkling, wet- ting). A mere s.-ing of — (fig•)-, ολίγοι τίνες. Fit for s.-ing, ραντηριος, 3 : a vessel (or also whisk) for s.-ing (holy-water), άπο-, περι-ρραντηριον, τό. SPROUT, v. βλαστάνειν, άπο-, έκ βλαστάνειν. A s.-ing, βλάστησις, ή. SPROUT, s. βλαστός,ό. βλά- στη, ή. βλάστημα, άποβλ.,τό. To prune or cut the young s.'s, βλαστοκοπεΐν : to pluck off the young s.'s, βλαστολογεϊν. SPRUCE, κομψός, 3. To make S., κομψεύειν, κομμοΰν. καλλω- πίζεσθαι (oneself) : a s. young fellow, ώραϊστης, καλλωπιστής, οϋ, 6 (dandy). SPRUCE Ν ESS, κομψότης, ητος, ή. ώραϊσμός, καλλωπισ- μός (περί τό σώμα, PL), 6. SPUNGE. See Sponge. SPUR, κεντρον, τό (also of cocks, =: πληκτρον, τό). εγκεν- τρίς, ίδος, ή. μύωψ, ωπος, 6. To have s.'s on, walk about in s.'s, εν τοις μύωψι περιπατεϊν: to set or put s.'s to, see the Verb. Armed with s.'s (as a cock), πλη- κτροφόρος, 2. Tf Fig. : = insti- gation, encouragement] κεντρον, also κεντηριον, and παρόρμη /ua, τό. On the s., κατά κράτος (ελαύνων). προτροπάδην. έκ πο- δός, also δρομαΊος, 3 : on the s. of the moment, έζ επιδρομής (on the sudden, of -hand, PL, Dem.). SPUR, v. κεντρ'ιζειν, εγκεν- τρ'ιζειν, μυωπϊζειν. παίειν τοϊς μύωψι (τον ϊππον). τα κέντρα or τους μύωπας προσ-θεϊναι or -βαλείν(τω'ίππω). SeetoGoAD. To s. aby on (fig.), έπ-αίρειν, -οτρύνειν, παρ-ορμάν, -οζύνειν, προτρέπειν (τινά). See Insti- gate, Encourage. SPURGE, εύφόρβιον, τό (Diosc, Euphorbium). τιθύμα- λος, b, pi. τιθύμαλα, τά. pά,f}(Aristoph.). S.'s, pi. of Staff, Vid. U In rhymed poetry] prps στροφή, ή. "STAVE, v. m Stave off = push off as with a staff] άπο- -μάχεσθαί, -σείεσθαί, άπώσα- σθαί, διωθεΐσθαί, φυλάττεσθαί τι. ΤΙ To break a cask (and let the contents run out)] άφ-, έξ- αιρεΊν πίθου πυθμένα. To 8. a ship's bottom, διηρρηγνύναι να,υν. STAVESACRE (plant). See Larkspur. STAY, v. II (Intrans.) To continue] Vid. To s. in a place, μενειν, επι-, πάρα- μενειν εν τινι χωρίω : — with aby, πάρα-, προσμίνειν τινι. I can't endure β. -ing here long, ου καρτερώ τον ενθάδε βίυν or την ενθάδε δια- τρφην. See Abide, Dwell, Sojourn, il Stop (intrs.)] Vid. επέχειν. επιστήναι. % Wait] Vid., and Tarry. "[[ (Trans.)] See to Stop (trs.), to Delay (trs.), to Hinder. U To prop] Vid., and to Support, Hold up. STAY, s. II Continuance] Vid. μονή, επι-, παρα-μονή, ή. To make a s. anywhere, see to Stay. διατριβην ποιεΐσθαι εν τινι τό- πω. TJ Hindrance] Vid. 1J Prop] Vid., and Support, s. A pair of s.'s, στηθόδεσμον, τό. στηθοδεσμίς, ίδος, η. Stay-lace, prps σφιγκτήρ, ήρος, ο. STEAD. See Place. In aby's s., εν μέρει or αντί τίνος, see Instead. To stand aby in good s., συμφέρειν τιιύ. λυσι- (562) τελεΊν, ώφελεΊν τινι. όνινάναι τινά : this definition will stand you in good s., ούτος b διορισμός έγκαιρος αν σοι γένοιτο : also ες δέον γίγνεσθαι, συναγωνίζε- σθαί τινι. STEADINESS, σταθερότης, ητος, ή. τό σταθερόν, στάσιμον, and other neut. adjj. Also κατα- στολή, εύκοσμία, ή. S. of light (opp. to fashing), στηριγμός, b (Aristot). STEADY, adj. σταθερός, στάδιος, 3. στάσιμος, 2. καθ- εστηκώς, ι/Τα, ός. ακίνητος, ά- μετάστατυς, μόνιμος, 2. Το stand s. (in battle), μενειν. % In a moral sense] κόσμιος, 3. κατ- εσταΧμίνος (a man of calm, s. character, opp. to τολμηρός), καταστηματικός, 3 (sedate, Plut.). STEADY, v. στηρίίειν. ερ- μάζειν, ερματϊζειν (prop, with ballast). A s.-ing, στηριγμός, ερμασμός (Hipp.), b. ερμασις, ή. That wch s.'s, a steadier, ερματί- της, ου, b (e.g. πέτρος). Comp. to Prop, to Support. STEAK, τέμαχος, τό (slice, esply of salt fish), κρεάδιον, τό. φλογίς, ίδος, ή (roasted or broiled, e. g. beef-s.'s, φλογίδες ταύρου, Archipp.). άπσνθράκισμα, τό (g. t., athg broiled). STEAL, κλέπτειν, εκ-, υπο-, δια-κλέπτειν. ΰφαιρεΐσθαι. The act of s.-ing, κλοπεία, ή. κλοπή, η. Stolen, partepp. pass., and as adj., κλοπαΐος, κλοπιμαίος, κλεμμάδιος, 3, see FURTIVE: the thing stolen, κλέμμα, φώριον,τό. To s. away, άπο-, ΰπεκ-κλέ- πτειν (prop, secretly), ύπο-χω- ρεϊν,-διδράσκειν,λανθάνεινάπο- διδράσκοντα, ΰποκλέπτειν or ύπεζάγειν εαυτόν (fig., to ab- scond, slink away). To s. into, λαμβάνειν είσιόντα. εφ-, παρ- έρπειν. υπο-, κατά-, πάρα-, and παρεισ-δύεσθαι (-δϋναι). παρ- εισ -and ήρεμα ε'ισ-ιεναι,παρεισ- πίπτειν : to s. into an alliance, Ιποδΰεσθαι εις την συμμαχίαν (enter clandestinely or by intrigues). To s. upon aby or athg, λάθρα or λάθρα επι-, προσ-, εμ-πίπτειν τινι : to s. a glance, ΰποβλέπειν ε'ίς τίνα : to s. a march, κλέ- πτειν (ΑΓ.). λάθρα προελθεΐν. STEAL or STEALE. See Handle. STEALTH. See Theft. By S., λάθρ», λάθρα, κρύφα, κρυ- φή, κρύβδην, and adjectively λα- θραίος (poet.) and κρυφαϊος, 3 and2 (PL), κρυπτάδιος, 3 (poet.), see Clandestine. Also Crcl. with λανθάνειν or itspartcp. υπό μάλης (PL, Don., prop, under the arm-pit, underhand). STEALTHY, κλοπαΐος, κλο- πιμαίος, κλεμμάδιος (PL), 3. κρύφιος, 2. κρυφ- and λαθρ- αίος, 3 and 2. κλετττικό?, κλω- πικός (like a thief), and Crcl. with λανθάνειν, or phrases under Steal. See Furtive, Clan- destine. In a s. manner, see by Stealth. STEAM, S. ατμός, b. άτμίς, ίδος, ή. See Vapour. Hot s., πυρία, ή. See Vapour -bath. S.-boat, s.-vessel, πλοϊον ατμό) or πνρι έλαυνόμενον. ατμοκίνη- τος ναΰς, ή : prps coin άτμήρης, ή. άτμόπλοιον, ατμοκίνητου καράβιον, τό (mod. Gr.). S.-en- gine, prps μηχάνημα υπό πυρίας κινητόν. STEAM, v. (intrans.), άτμί- ζειν. Το β. athg (trs., = cook by s.), υπό πυρίας εψειν. S.-ing, steamy, άτμ-, άτμιδ-ώδης, ες. STEDFAST, σταθερός, υπο- στατικός (Aristot.), 3. ευσταθής, ες. παραμόνιμος and παράμο- νος, ακίνητος, 2. βέβαιος, 3 and 2. See Firm, Fixt, Constant. STEDFASTNESS, ευστά- θεια, επιμονή (PL), ή, and neut. of adjj. See Firmness, Con- stancy. STEED, 'ίππος (πομπευτής), b. A war s., ϊ. πολεμικός, b. STEEL, s. χάλυψ, υβος, σί- δηρος (g. t. iron), όδάμας, αντος (a compound of gold and s., PL), b. Of or• made of s., χάλυβος (as gen. of the material), χαλυβ-, χαλυβδ- ικός, αδαμάντινος, 3. See Iron. STEEL, V. σιδηρούν, κρατύ- νειν σιδήρω or χάλυβι (propr.). θήγειν or άκονάν την φυχήν or τον θυμόν (whet, metaph. of cou- rage), also κρατύνειν or επιρρων- νύναι τον θυμόν. STEELY, σίδηρους, α, οΰν. αδαμάντινος, 3. STEEP, adj. όρθιος, 3. άν-, προσ-, κατ-, επ-, άπ-άντης, ες. όρθόπους, 2 (Soph., uphill). A s. descent, καταβαθμός, b. For str. tt. see Abrupt, Sheer, Pre- cipitous. STEEP, v. (in anything), βά- πτειν,καταβάπτειν, έμβάπτειν ε'ίς τι. καθ-ιέναι ε'ίς τι : also βρέχειν (soak), εμ-, επι-, δια-, κατα-βρέχειν τινι. To s. and dye hair, εψήσασθαι κόμην. S.-d in debt, όφλήμασι βεβαπτισμε- νος : to s. one in crimson (give him a bloody coxcomb), βάπτειν τινά βάμμα Σαρδιανικόν (Aris- toph). STEEPLE. See Tower. STEEPNESS, neut. of adjj. Steep. STEER, v. κυβερνάν, ο'ιακί- %ειν. ο'ιακοστροφεΐν (poet.). See under Helm, Rudder. % To navigate] πλεΐν. ευθύνειν τον πλουν, στέλλεσθαι (pass.), ναυ- τίλλεσθαι. See to Sail. STEER, s. (young bullock, vid.), μόσχος, b. ταύρος, b (bull). STEERING, s. κυβέρνησις,ή. Good at s., κυβερνητικός, 3: art of S., κυβερνητική, ή. STEERSMAN, κυβερνήτης, πρνμνήτης,ου, οίακιστής, οΰ, ο. See Helmsman, Pilot. STE STEM, s. στέλεχος, το (Lat. codex, propr. the crown of root whence the s. springs), στόλος, 6 (s. or stalk, Aristot.). S. of a tree, see Trunk : s. of a plant, see Stalk. To form a s., στελε- χοϋν : like a s., στελεχώδης, 2. IT Prow (of a ship)] Vid. πρώ- ρα, 77. εμβόλου, τό. στόλος, ό. STEM, ν. άντερείδειν, άντι- τεινειν, τινί, προς τι. STENCH, κακή οσμή, V- δυσ- ωδία, η• That causes a s., δυσ- ώδης, 2. STEP, s. βήμα, τό. βάδισμα, τό. βάσις, rj (with re/', to the mo- tion of the feet), or πάτοι, 6. πλίγμα, τό (a standing with the hgsfar asunder). In s., and s. by s., βάδην (at a foot pace) : to retire s. by s., έπι πόδα (pedetentim) άυαχωρεΐν : not to stir a s. out of the house, μηδέ του έτερον πόδα προ'ίέυαι εκ της οικίας : to follow aby s. by s., to follow him at every s. he takes, προσκεΐσθαί τινι πανταχού και μη άπολεί- πεσθαι. συυακολουθεΊν τινι : to keep s. with aby, Ίσα βαίνειν τινι. κατά ταύτα πορεύεσθαί (pass.) τινι. *Ι Footstep'] 'ίχνος, ους, τό (foot-print), or στίβος, δ. To follow aby's s.'s, κατ ίχνη τίνος πορευεσθαι. μετιεναι τά Ιχνη τινός. ^[ A step of a stair] VID. κλιμακτηρ, ήρος, δ, also βήμα, βάθρου, τό. βαθμίς, ίδος, v. See ' Flight of steps.' S. of a ladder, Vid., and round, s. See Gradation, Degree, and Gradual. ^ Metaph. : pro- ceeding, measure] επιχείρημα, τό. πραζις, ή. πράγμα, τό. ερ- yov, τό. α τις πράττει. I in- form aby of the s.'s I have taken, άνακοινοΰμαί τινι α πρόσθεν επραττον : I wish to be directed by you respecting the s.'s I am to take, τη ση βουλή or γνώμη πεί- θομαι ό τι άν ποιώ : to take no s.'s without aby's knowledge, μη- δέν εγχειρεϊυ ποιιϊν άνευ τινός : to resolve or determine upon a disgraceful or dishonorable s., εθελειν αισχρού έργον εργάσα- σθαι : to take a false s., ου δί- καιον επιχειρεϊν πράγμα. » But usu. Orel., e.g. false or wrong S.'s, άμαρτίαι, αι. αμαρτήματα, τά : a bold s., τόλμημα, τό : a dangerous or hazardous s., κινδύ- νευμα, τό : a rash or inconside- rate 8., άλογιστία, η. STEP, v. βαίνειν, δια-, έπι-, προ-βαίνειν. βαδίζειν. τιθίναι τον πόδα (poet.). To s. back, άναποδίζειν (and = to make to s. hack). See Fall back, Re- tire. If = go or come, see those words. To s. down, see De- scend : to 8. (in) between, see Interpose : to s. into, see En- ter : — aby's place, see Suc- ceed : to s. out (as a horse), a'i- ρειν τά σκέλη και εύπετώς κι- νιϊσθαι. STEP, in composition: s.-fa- (5G3) STI ther, επιπάτωρ, 6 : s.-mother, μητρυιά, η (pi. of both, γονείς οΰ γνήσιοι) : s.-son, προγονός, δ : s.-daughter, προγονή, η : s.- child, επίκτητος παΐς, δ, ν : s.- brother, s.-sister, see Half-bro- ther, Half-sister, pi. παίδες ουχ δμο-πάτριοι, -μητριοί (= half-brothers or -sisters to each other). Like a s.-mother, μη- τρυιώδης, ες : to act like or as a s.-mother, μητρυιά"ζε ιν : to give one's children a s.-mother, τοΐς αΰτοΰ παισι μητρυιάν επεισ- άγειν. μητρυιάν έπάγεσθαι κατά των ιδίων τέκνων. STEREOMETRY, στερεομε- τρία, ή (with verb -εΐν, adj. -ικός, 3). STEREOTYPE, στερεό-τυ- πος, 2 (as adj.), -τυπία, ή (as subst.), -τυπεϊν (as verb; all of mod. coinage). STERILE, STERILITY. See Barren, Barrenness. STERLING (toith ref. to the English standard of currency), κατά τον των "Αγγλων νομισ- ματικού λόγον. For the derived sense, see Genuine. STERN, s. πρύμνα, η. Of or belonging to the s., πρυμνησιος, πρυμναϊος, 3 (poet.) : s. cables, πρυμνησια, τά (Horn.) : fm the s., πρνμνηθεν, πρυμνόθεν (both poet). STERN, adj. See Severe. βλοσυρός, 3 and 2 (Horn., Hes.). βλοσυρόφρων,2(Ή$ο1^1.). With a s. look, υποδρα Ίδών (Horn.). STERNNESS. See Severi- ty. STEW, v. εψειν (to boil). πνίγειν (in a close covered vessel). A s.-ing, πνϊζις, η. πνιγμός, δ, or Crcl. with the Verb. STEW, s. πνικτά κρέα, τά. ΤΙ Fig. : vulg. — perplexity] απο- ρία, ή. To be in a s., άπορεϊν. εν απορία είναι, or prps πνίγε- σθαι, άγχεσθαι. STEWARD, ο'ικονόμος (g. t), ταμίας, ου, διοικητής, επιμελη- τής, επίτροπος, διοικών, οΰντος, δ. S. on a landed estate, άγρο- κόμος, δ : to be a s., act the part of a 8., οικονομεϊν, ταμιεύειν, διοικεϊν. STEWARDESS, ταμία, δι- οικητρια, οικονόμος, η. STEWARDSHIP^oi^ia, διοίκησις, έπι-μέλεια, -τροπεία, -τρόπευσις, ή. To have or be entrusted with the s., διοικεϊν. ο'ικονομεΐν. STICK, s. βακτηρία, η (for support, and as instrument of pu- nishment), δοκις, ίδος, η (X.). See Staff, Rod, Wand, and sir. t. Club. To walk with or lean upon a s., βακτηρία χρήσθαι or έπερείδεσθαι : to beat with a 8., use the s., πληττειν τη βακτη- ρία, ζυλυκοπεΐν : a dry s., φρύ- γανου, τό (usu. pi., for firewood) : to gather such, φρυγανίζειν, see Firewood. STI t STICK, v. 1 (TRS.)] προσ- απτειν τ'ι τινι. άν- or συν- άπτειν τι προς τι. περιπη- γνύναι. προσπερονάν, έπιπορ- πάν (with a pin), προσκολλάν (glue, all τι τινι). 1 To post up] Vid. 1 To stab] Vid. IT (Intrs.) To adhere, cleave fast] προσκολλάσθαι, έπικαθήσθαι, προσ- and έμ-φΰναι, -πεφυκέ- ναι, παραπεπηγέναι, προσεΐναι (all τινί). εχεσθαί τίνος, έν- έχεσθαί τινι. γλίχεσθαί τίνος. To s. to athg (e.g. an assertion), μένειν επί τίνος, see PERSIST : to s. to one's opinion, άμετακί- νητον εχειν την γνώμην. Το 8. fast, ίνέχεσθαί τινι : — in one's speech, ταράττεσθαί μεταξύ λέ- γοντα : to s. at, see Hesitate, Scruple : to s. out, see to Pro- ject, έ£-, προ-έχειν : to 8. up for aby, see ' to Side with,' έλε'- σθαι τά τίνος. STICKINESS, γλισχρότης, ητος, η. STICKLE, γλίχεσθαί τίνος, γλισχρώς άντέχεσθαί or ύπερ- δικεΐν τίνος. STICKLER, partepp. of pre- STICKY, γλισχρός, 3. γλοι- ώδης, ες. See CLAMMY. STIFF. IT Prop.] στερρός, σκληρός, 3. άκαμπτος, 2, and partepp. of Stiffen. Also στά- διος (of clothes, e. g. σ. θώραζ), όρθοστάδιυς, 2. See Rigid and Hard ; and fig. by the negat. of Graceful, Natural. Tomain- tain stiffly, see Obstinate. STIFF-NECKED, σκληρο- τράχηλος, 2. σκληραύχην, ενός, δ, η. See Obstinate. t STIFFEN,?;, f (Trs.)] στεβ- ροΰν, στερρόν ποιεϊν. ^[ (ΪΝ- trs.) To become stiff] πηγνυ- σθαι. ριγούν, ναρκάν, ναρκοΰ- σθαι {become torpid), άποπηγνυ- σθαι (pass., by cold), σκληροΰ- σθαι, ξηραίνεσθαι (pass., by the action of dryness). STIFFNESS, στερρό-, σκλη- ρό-της, ti/tos, η. τό άκαμπτον or στερρόν or άπειστον. S. of the bowels, see Costiveness, also η κοιλία υφίσταται. See Rigidity. STIFLEjiri/i^ii/, a7ro-, κατά-, συμ-πνίγειν. S.-ing, πνιγ- and πνιγμ-ώδης, ες. πνιγηρός, 3 : a s.-ing heat, πνϊγος, τό. STIGMA, στίγμα, τό (brand- mark). ΤΙ Fig.] See Disgrace, Opprobrium. STIGMATIZE, στίζειν and στιγμάτιζε iv (brand), λύμην or αισχύνην περιποιεϊν or πιρι- άπτειν τινί. S.-d, στιγματίας, ου, δ (as a runaway slave, or a criminal). STILE (in a fence or hedge), βαθμΊδες, ai (g. t., steps). S. of a sun-dial, γνωμών, όνος, δ. STILETTO. See Dagger. STILL, adj. ήσυχος, 2. στα- θερός, 3, and στάσιμος, 2 (sta- Oo2 ST I STI STO tionary). άτρεμής, ές. σιγηλός, 3, and σιωπών, ώσα, ών (silent), καθ' ήσυχίαν γιγνόμενος, 3 (without sound), εϋδιος, 2 (of the air and the sea). To be or re- mainor stand s., ήσυχάζειι>. ήσυ- χίαν εχειν or άγειν. ήρεμεΐν, έχειν ήρεμα, στήναι, καταστή- ναι. άτρέμας έ'χειι» or ήσθαι (sit still), άτρεμεΐν. έπέχειν, παύ- εσθαι. άργεΐν and άργόν γίγνε- σθαι (to stop ivork, as a mill, . STONE-CUTTER,Xieo-7XO- tttj)s, ου, -γλυφός, -τόμος, -κό- πος, -ζόος, ο. if As engraver] Vid. STONE-MASON, λιθουργός, b. λιθο-ζόος, -δόμος, λα-τόμος, -τύπος, ο. STONE-PIT. See Quarry. STONE, v. λιθολευστεΊν, λι- θόλευστον ποιεϊν. λιθοβολεΐν. κατα-λιθοΰν, -πετροΰν, λεύειν. λίθοις ελαύνειν. To be stoned, καταφονεύεσθαι πέτροις. πε- τρορριφή θ αν εΐ ν (Eur.): the act of s.-ing, death by s.-ing, λιθο- κτονία, -βολία, η : (one) that de- serves s.-ing, λιθόλευστοδ, κατα- λεύσιμος, 2. STONY, λιθοειδής, ές. λιθ-, πετρ-ώδης, ες. λιθι-,πετρ-αΐος, κραναάς (poet.),S. Stony-hearted, λιθοκάρδιος, 2. See Ruthless, Cruel. STOOL. if A low seat] See g. t. Seat and Chair. A foot- stool, Vid. if Evacuation of the bowels] κοϊλιολυσία, κοιλίας υπόστασις, διαχώρησις, η. To bring on a s., ύπάγειν or λύειν την κοιλίαν. if The evacuated matter] απόπατος, b. άποπάτη- μα, δια-, ύπο-χώρημα, τό. Thin s. (stercus liquidum), τιλος, b. τίλημα,τό. σπατίλη,η(Ηιρρ.): to have it, τιλάν. STOOP, v. if Propr.] κύ- πτειν, έγκύπτειν (εϊς τι), and έπεισκύπτειν. έπικύπτειν επί τι or ε'ίς τι. To s. aside, παρα- κύπτειν (επί τι, looking at athg) : to s. down, κατακΰπτειν : to s. down and pass through, διακύ- πτειν : to s. and lean over, ύπερ- STO κύπτειν. See to Bend. To s. in one's gait, τω σχηματι μη ορθόν άλλα προπετέστερον εί- ναι (Aristot.). Stooping (in the shoulders), κυφός,Β (humpbucked, opp. to λόρδας, 3, bent forwards or inwards, Lot. cernuus) : a bent S.-ing figure, σώμα συγκεκαθικός, τό (Aristot.). S.-ing (as subst), κύψις, 77, and sim.fm compounds, or Crcl. with verbs. To 8. (as eagle or hawk), καταφέρεσθαι. if Fig. : condescend, demean one- self] Vid. συγκαθιέναι εαυτόν. STOP, v. if (Trans.) To hinder from progressive motion] εχειν, κατ-, επ-έχειν. ε'ίργειν, άπείργειν. άνακόπτειν. άπο- λαμβάνειν (Lot. deprehendere, esply of an opposite wind), δια- λαμβάνειν (intercept), έπιλαμ- βάνειν (cause to stand still, e. g. την κλεφύδραν or τό ϋδωρ). συλλαμβάνειν (to arrest aby). κωλύειν, δια-, έπι-κωλύειν. άνα- κρούειν. εμποδίζειν (hinder, im- pede), διατρίβειν, βρμδΰνειν (de- lay), ιστάναι, εφιστάναι. άνα- στέλλειν. παύειν, καταπαύειν (cause to cease). To s. a horse, &c, see to Pull up, to Rein in. To stop aby's mouth, έπιστο- μϊζειν τινά. άποφράττειν τό στόμα τινός : to s. people's mouths (fig.), συρράπτειν τά στόματα των ανθρώπων (ΡΙ.) : to. s. up (by closing or filling up with athg), έμ-, δια-, έπι-φράτ- τειν. άποστεγοΰν. εμ-, έπι- βύειν. See to Obstruct. Το 8. up the ears, έπιβύειν τά ώτα. έπιβύσασθαι (one's own), if To punctuate] Vid. if (Intrans.)] See to Stay, to Halt, to Pause, to CEASE, παύεσθαι. μένειν. ϊστασθαι, έφίστασθαι. ίσχε- σθαι. λήγειν. Stop ! έπισχές ! To s. at aby's house, καταλύειν παρά τίνα or τινι. Without s.- ing, αδιάλειπτος, 2 : a s.-ing, e.g. to consider athg, έπίστασις, η. S.-ing (~ interpunction), διά- στιζις, η. τά στίγματα or ση- μεία. j STOP, s. if Check, delay, $c] tir-, κατ-οχη, η. άνα-, έγ-κοπη, η. See Hindrance, Obstruc- tion, παΰλα, η, or άνάπαυσις, η. στάσις, επίστασις, η. επί- σχεσις, η (pause, standstill). To come to a s., εφ-εστηκέναι or -εστάναι. παύεσθαι, άναπαύ- εσθαι. επέχειν. λωφάν : to put a s. to, συ-, άνα-στέλλειν. παύ- ειν, κατά-, άπο-παύειν (to athg ; all c. ace.), if Stay at a place] Vid. if For punctuation] στιγ- μή, η. Full s., τελεία σ. παρα- γραφή, η (to mark the end of a sentence, Aristot.) : to put one, στίζει»/, if Of an organ, fyc] prps φθόγγος, b. STOP -COCK, έπιστόμιον, τό. κρουνός, στρόφιγζ, ιγγος, ο. STOP-GAP, παραπληρωμα, STO STR STR STOPPAGE, εμφραξις, ή. έμφραγμα, τό. επιβύστρα (e.g. ώτων, Luc), ή. επίσχεσις, ή. See Obstruction. A s. of the bowels, στεγνότης της γάστρας or κοιλίας, κοιλίας επίστασις, ' STOPPLE, STOPPER, επί- φραγμα, εμβολον, βύσμα [plug), τό. ίττιβύστρα, ή. STORAX, στύραξ, α /cos, τό: the shrub producing it, στύραζ, ν : to smell or taste of or be like β., στυρακιζειν : made of s., στυράκινος, 3. STORE, s. f Large supply of ctihg] τό υπάρχου πλήθος, περι- ουσία, ή. ταμίευμα, τό. εύπο- ρία, η. Also Crcl., e. g. a s. of provisions, 6 σίτος 6 υπάρχων or άποκείμενος. παράθεσις, ή {Polyb.) : an abundant β., see Abundance and Plenty : I have a s. of athg, υπάρχει μοί τι. περίεστί μοί τι. εΰπορώ τίνος : to take out of one's s., ταμιεύεσθαι : to provide with or supply a s. of provisions, σιτη- ρεσιάζειν. σιταρκεϊν. τροφήν or σίτοι/ παρασκευάζειν or παρ- ίχειν τινί : to take in or lay in a S-, επισιτίζεσθαι. παρασκευά- "ζεσθαι or ε'ισκομίζεσθαι σϊτον : to lay up a s. (of favour) with aby, άποθήκην ποιεϊσθαι ε'ίς τίνα (Hdt.). ^Τ The place ichere athg is stored up~\ θησαυρός, 6. ταμιεϊον, τό. αποθήκη, v. To lay up in 8., θησαυρίζειν, άπο- θησαυρίζειν : a laying up in s., παράθεσις, ή (Polyb.). θησαυρι- σμός, όποθησαυρισμός 6. STORE, v. See ' to lay in a s.,' or ' lay up a s.,' in preceding Art. TI To provide] Vid. STORE-HOUSE. Sw Store and Warehouse. STORE-KEEPER. See Ste- ward. Public s., σιτάρχης, ου, σ'ιταρχος, 6 : to be — , σιταρ- STORE-SHIP, -WAGGON, σιταγωγόν πλοΊον, άρμα, τό. άμαξα σίτου, ή. STORK, πελαργός, ο. Α young s., πελαργιδεύς, έως, 6. STORM, s. ΤΤ Tempest] χει- μών, ωνος, 6. άνεμος μέγας or χαλεπός or εξαίσιος, 6. θύελλα, ή. λαΐλαφ, «ttos, ή. καταιγίς, ίδος, ή. ζάλη, ή, and κλύδων, ωνος, 6 (of the waves). To dis- turb by s., χειμάζειν : there is a s., χειμάζει : to be caught in, be exposed to, or to be out in, a s., χειμάζεσθαι (pass.) : I am ex- posed to, suffer from, am out in, a 8., χειμών έπιγίγνεταί μοι. χειμωνι περιπίπτω: to weather a s. together, συγχειμάζεσθαι : a s. of hail, snow, Vid. : thun- der-s., βρονται και κεραυνοί, βοονταϊ συν κεραυνοϊς. ύδωρ εξ ουρανού πολύ και βρονταί. ύδατα άστραπαΐα, τά. ύδωρ πολύ εξ ουρανού μετά βροντής; a s. is coming on, ξυμβαίνει (566) βροντάς τε γενέσθαι και άστρα- πάς και ύδωρ πολύ (Thuc.) : a s. is threatening, ξυννένοφε και βροντά : the s. is passing over, παραφέρεται 6 χειμών. U As- sault on a fortified place] προσ- βολή, h (έπϊ την πόλιν), and Crcl. with προσ-βάλλειν, -μάχε- σθαι χωρ'ιω τινί. To take a place by s., κατά κράτος or βία προσμαχόμενον αιρεΐν τό τεί- χος. STORM, v. f (Intrs.) To rage, to rave] Vid. *fl (Trs.)] ττροσ/3άλλε£ΐ/ c. dot. προσβολήν ποιεϊσθαι c. dot., or προς or επί c. ace. See ' take by Storm.' STORMY, χειμέριος, 2 and 3. θυελλώδης, 2. S. weather, χειμών, ώνος, b : to be s., χει- μαίνειν. κυμαίνειν (of the sea): a s. sea, κυμαίνων or κυματώδης b πόντος. STORMILY. Fm Stormy. STORY, ίϊ A short narra- tive] λόγος, b. διήγημα, τό. απ- αγγελία, ή. απομνημόνευμα, τό. A fabulous s., μύθος, ο. μυθά- ριον, τά. λόγος μυθω εοικώς, ο. They make up s.'s of mere ima- gination, οίίτε όντα ούτε άν γε- νόμενα λογοποιούσιν (PL). $U* The subst. is often suppressed and the article τό or τά substituted, with following gen. or prep., περί c. ace. : e. g. the s. about the thief, to or τά περί τον κλέ- πτην : the s. about the dog, τό του κυνός : to tell or relate a number of s.'s, πολύν είναι λέ- γοντα περί τίνος, πλείονα λέ- γειν περί τίνος : the s. goes, ε"ι- ρηται. λέγεται. See to Say. ίΐ Floor] κώλον, τό. οίκημα, τό. Composed or consisting of one s., μονόκωλος, 2 : of or con- sisting of two s.'s, δίστεγος, 2, and in a similar manner formed of στέγη and οροφή, e. g. of three s.'s, τριώροφος and τρί- στεγος, 2 : of four s.'s, τετρώ- ροφος and τετράστεγος. An upper s., ύπερωον, διήρες (ύπερ- ώον), τό. ' STORY-TELLER, b λέγων, οντος. λογοποιός, μυθολόγος, ο. STOUT. See Robust and Healthy. STOUT-HEARTED. See Bold, Intrepid. STOVE, (gir not known to the ancients; for the nearest it. see Oven. STOW, δια- or συν-τιθέναι or συνάγειν. See Lay up. STRADDLE, διαβαίνειν. S.- ing, διαπεπλιγ μένος, 3 (Archi- loch.). STRAGGLEAa-aTTft'/Oiaeai, -χεϊσθαι, σκεδάννυσθαι, δια-, άπο-σκεδάννυσθαι (pass.). See Stray. S. -ing, partepp., e. g. διεσκεδασμένος, 3, also σποράς, άδος, b, ή. σπάνιος, 3. Some s.-ing firs, πίτυες διαλείπουσαι. STRAGGLER, πρόδρομος (από της στρατιάς), b (of an army, esply for attack), εφ ελ κα- μένος (dragging or trailing behind the main body, Hdt.). άποσκε- δαννύμενος (άπό του στρατοπέ- δου), and other partepp. STRAIGHT, adj. ! Opp. crooked] ευθύς, εϊα, ύ (horizontal and perpendicular) . ορθός, 3 (per- pendicular), ευθύγραμμος, 2 (of mathematical figures). άστρ<•βής, ές (not twisted, PL). Growing s., όρθοφυής, ές (with verb -φνεΐν, and subst. -φυϊα, ν, all Theophr.). For numerous similar compounds see Gr. Eng. Lex. under όρθο-, εύθυ-, ϊθυ-, A 8. line, ενθεϊα (with or without γραμμή) : in a s. line, κατ' ευθείαν, έπ' ευθείας. A s. road, εύθεΐα (with or with- out οδός). I am come s. from home, ήκω άτενής απ' οίκων (Eur.). Straightway, την ευθείαν, την όρθήν, or simply όρθήν, επ' ευθείας, ευθύ. See DlRECTLY, Immediately. Το make or set s., ενθύνειν, κατευθύνειν. όρθούν. Cf Rectify, if As adv.] ευθύ. όρθήν. ορθώς. Standing s., όρθο- στάδην, -σταδόν. or κατευθύ. STRAIGHTFORWARD, adj. ευθύς, εϊα, ύ. εύθύπορος, 2. απλούς, 3 (simple, undisguised), αύθέκαστος, 2 (calling things by their right names). In a s. man- ner, άντικρυς (downright, with- out ceremony), άπό or εκ του εύθέος : also σαφώς, φανερώς (plainly, openly), άμεταστρε- πτεί (PL) : to act in a s. man- ner, άπλοΐζεσθαι : to say athg s., to speak in a s. manner, fu- θυρρημονεΐν. > STRAIGHTEN, εύθύνειν. άπ-, κατ-ευθύνειν. όρθούν. άν-, δι-, επαν-ορθουν. STRA1GHTNESS, ορθό-, εύ- θύ-της, τητος, ή, and Crcl. with the Adj. STRAIN, v. IT To SQUEEZE (vid.) through a filter] ύλίζειν, άφ-, δι-υλίζειν. ήθείν, διηθεϊν. σακκεύειν. εξητριάζειν. τρυγοι- πεΊν (esply wine), στραγγεύειν. ΤΙ To stretch, exert] εν-, επι-, δια-, συντείνειν. Ίσχυρίζεσθαι (exert one^s energies). To s. every nerve, παντί τρόπω διατείνε- σθαι: to 8. oneself (have the veins swollen), φλεβυτονεϊσθαι. Tj To sprain] Vid. STRAIN, s. x t Exertion of poiver] σύν-, εν-, διά-τασις, ή (as act), τόνος, b (tension), συν- τονία, σπουδή, ή, and πόνος, ο (exertion). *(| Sprain] Vid. if Note, tone] Vid., and Song. To speak in a different s. (fig.), ετέ- ρας άφεϊναι φωνάς. STRAINER, τνθμο?, ύλιστήρ, ήρος, b. ήθητήριον, ύλιστήριον, τό : also σάκκος and τρύγοιπος (Aristoph.), b. STRAIT, adj. See Narrow, • Difficult. STRAIT, s. *& A narrow part of the sea] πορθμός, b. βόσπο- ρος, b. στενά, ων, τά (e. g. b STR κατά την "Σικελίαν πορθμός, ui Ηρακλέους στήλαι [of Gib- raltar] or 6 καθ' Ηρακλείους στηλας πόρος). The s. between Euboea and Boeotia, b Εύριπος (now 'Golfo di Negroponte;' in some cases also used as g. t. for ' strait '). ^f Difficulty, dilemma] Vid. To be in a s. (fig.), έν απορία είναι. ΘΚίβεσθαι (pass.) : to drive to s.'s, εις άπορίαν καθ- ιστάναι. έγκεΐσθαί τινι. STRAITEN, f Propr. : to confine, limit] Vid. "fl Impropr.] εις άπορίαν καθιστάναι. άπορου καθιστάναιτινά. άμήχανον ποι- εΐν or τιθέναι τινά. To be s.-d, άπορεΐν. εν απορία είναι, πο- νεϊν. θλίβεσθαι (pass.) : I am much s.-d for provisions, ε'ις στε- νόν τά της τροφής καθίσταται μοι. STRAND, s. See Shork and ' Bank of a river.' % Of a rope] τόνος, 6. λίνον, τό (both Χ.). STRAND, υ. έξ-, έπ-, προσ- -οκέλλειν (ivith or without την ναΰν). See Aground, Ashore. STRANGE. «Π Foreign] Vid. U Uncommon, unusual] άλότρίυς, 3. αλλόκοτο?, 2. ξένος, 3. έκ- and ά-τοπος, 2. θαυμάσιος, θαυ- μαστός, 3. παράδοξος, 2. ύπερ- φυής, δυσχερής, ες. νέος, νεώ- τερος, 3. καινός, 3. 'ίδιος, 3 (pe- culiar). It would be s. if — , δει- νόν or άτοπον άν ε'ίη ει — : Ι think athg s., ξενοπαθώ προς τι. ξενίζει μέ τι, and ξενίζε- σθαί (puss.) τινι (be astonished). What a s. fellow you are, ω δαι- μόνιε, ω θαυμάσιε. Is it not very s. ? πώς οΰχ ΰπερφυές ; I felt very s., had a s. kind of feel- ing, θαυμάσια έπαθον. Comp. Singular, Odd. STRANGENESS, άλλοτοίό- της, ητος, ή. τό άλλότριον. ξε- νισμός, 6 (novelty), andCrcl. with Adj. STRANGER, ξένος, αλλοδα- πός, αλλότριος, 3. αλλοεθνής, ές. αλλόφυλος, 2. For numerous compounds see the Gr. Eng. Lex. under ξένο-, άλλο-. To be a s. to aby (opp. related), άλλότριον εϊναί τινι : a s. to athg, άπειρος or αλλότριος τίνος, ξένως or απείρως έχων τινός or άλλο- τοίως έχων προς τι : no 8. to athg, έμπειρος τίνος. f STRANGLE, άγχονάν, άπ- άγχειν. στραγγαλοΰν, στραγ- γαλάν. πνίγειν. See Hang, and Suffocate, Throttle, Choke. STRANGLING, STRAN- GULATION, αγχόνη, κατά- πνιξις, ή. πνιγμός, 6. Marks of s., άμυχαί. ai (Dem.). STRANGURY, στραγγ- and δυσ- or Ίσχ-ουρία, ή. To suffer from s., δυσ-, στραγγ-ουριάν and -ονρεΊν. STRAP, S. ιμάς, άντος, 6 (broad s.). ηνία, ή (for tying shoes), ρυτήρ, ηρος, b (trace for horses or to flog with), τελαμών, (567) STR ώνος, b (for carrying the buckler or shield, <£c.) : also οχανον, τό. Comp. Thong. Spare s.'s, περί- Χ,υγα, τά (X.). To beat with a s., ιμάσσειν (to s.) : to fasten with a S., ιμάντι σννδεΊν. έμπερονά- σθαί τι (to s. on athg) : to draw up with a s., ϊμαν, Att. ιμήν (e.g. ύδωρ). STRAP, v. (to beat with, and to fasten urith, as.), see the Subst. S.-ing, as subst., see Beating : to get a good s.-ing, ϊμάσι δαρήναι: as adj., ΰπερμήκης, ες. See Great, Huge. STRAPPADO. See under Strap, v., and comp. Gauntlet. STRATAGEM, στρατήγη- μα, τό. επιβουλή, ή. δόλος, ο. τέχνη, απάτη, ή. κλέμμα τό κατά τον πόλεμον. To conquer by s., πραξικοπεΐν (Polyb.). STRAW, καλάμη, ή. κάλα- μος, b. To drink or sip up through a S., κάλαμον εις τό στόμα λα- βα ντα μύζειν. Made of s., κα- λάμινος, 3: an image of s., ε'ί- δωλον εκ καλάμων πεποιημέ- νον, τό : a man of s. (fig.), άν- θρωπος οϋδενός άξιος, b : a roof thatched with s., στέγη καλά- μων πεποιημένη, ή: a hut co- vered with s., οικίσκος καλα- μοστεφής, bias, hut, καλύβη καλαμίνη or εκ καλάμων κατ- εσκευασμένη, ή: of the colour of s., κιρρός, 3. S. bed or litter, στιβάς, άδος, ή. STRAWBERRY, χαμοκέρα- σον, τό (mod. Gr.). — S. tree, κό- μαρος, b and ή. άδράχνη, ή. άφ- άρκη, ή : its fruit, κόμαρον, μι- μαίκυλον, τό. STRAY, ν. πλανάσθαι, άπο- πλανασθαι. οδοιπλανεϊν (Aris- tot.). To s. fm one's road, πο- ρευόμενον (or έλαύνοντα, if rid- ing) άμαρτάνειν or άφαμ. της οδοΰ. See Astray. To allow to s., άποβουκολεΐν (of cattle or a flock). See to Straggle. STRAY, adj. πλανήτης, ου, b. οδοιπλανής, ές (poet.), and partcpp. of the verb. STREAK, s. ράβδος, ή (in the shy, and in cloths, animals, &c). t STREAK, v. ραβδουν. S.-d, ραβδωτός, 3. STREAM, s. «H Course of a fluid body] ρους, ρου, b. ρεΰμα and ρείθρου, τό. φορά, ή. Poet., νασμός, ο. ροή, ή, and ρέος, τό. Comp. Current. With the s., κατά ρουν y αν ούτος φέρη (PI.) : up s., against 8., άνά ρόον or άνά τον ποταμόν (πλεΐν) : in s.'s (not drops), άστακτυς, 2, and adv. άστακτί or -εί. ρυ- δήν, ρυδόν: the wine flowed in s.'s, ό οίνος έρρει ποταμηδόν : the tears flow in s.'s, άστακτει χωρεί τά δάκρυα. Fig., the s. (lapse) of time, χρόνου φυγή, η : to be carried away by the s. of athg, ξυνεπισπάσθαι υπό τίνος. U Body of water, 8fc, in motion] ρεΰμα, τό. ποταμός, b. See Rl- STR ver, Flood, Torrent. A s. of lava, ρύαξ, ακος, b. STREAM, v. ρε'ιν, ρυήναι. φέρεσθαι (pass.), ορμάν. έκχεΐ- σθαι (pass.) λείβεσθαι (in a gen- tle s). See to Flow. STREAMER, ταινία, ή. See Flag. STREAMLET. See Rivulet. STREET, οδός, ή (g.t.). άγ υιά, αμφοδος, ρύμη (Lat. vicus), πλα- τεία (sc. οδός), η ($s§* the two last opposed in later Greek, as lane and main s.). A narrow s. (alley), λαύρα, ή (poet, or late): windows facing the s., θυρίδες παρόδιοι : a s.-song, άσμα τό εκ τριόδου. πολυπάτητον μελον, τό. To pave s.'s, (κατα)στρων- νύναι λίθοις : pavement of the S.'s, έδαφος, τό. τό λιθόστρω- τον τών οδών. An overseer of the s.'s, ρυμάρχης, ου, b. STRENGTH, δύναμις,ρώμη, ισχύς, ύος, ή, and κράτος, τό (with notion of superiority), σθέ- νος, τό, and αλκή, βία, ή (poet.). S. of body, ή του σώματος ρώ- μη, ισχύς : s. of mind, ή της ψυχής ρώμη (courage), δεινότης της ψυχής, ή (of judgement) : s. of character, φύσεως ισχύς, ή (Time) : s. of voice, φωνής 'ισχύς, ή : s. of passions, όξύτης, ή : s. of a fortress, ισχύς, τό όχυρόν φρουρίου : of unabated s., έμπε- δοσθενής, ές (PL). See POWER, Vigour, Force, if In respect of size] See Thickness, πάχος, τό. παχύτης, ητος, άδροτής, ήτος, ή. ΤΙ In respect of num- ber and quantity] πλήθος. The s. of the army was so great, ό στρατός τοσούτος ην τό πλή- θος : the s. of the enemy is ex- aggerated, επί μείζον άγγέλλον- ται οι πολέμιοι. STRENGTHEN, Ίσχνρόν ποιεΊν τι. κρατύνειν τι (e.g. the feet by going unshod, τους πόδας άνυποδησία, Χ.), παρέχειν τινί δύναμιν, ρώμην, Ίσχύν. ρωννύ- ναι, έπιρρ. τι, and sts αύξάνειν τι. στήριζαν, έμπεδοΰν, βεβαι- ούν, ασφαλώς καθιστάναι τι (to give stability). To s. the me- mory, άκριβοΰν την μνήμην. To be s.-d (become strong), Ίσχυρί- "ζεσθαι, άδροϋσθαι (pass.). STRENGTHLESS. See Fee- ble. Impotent. STRENUOUS. See Brave, Bold, Active, and Zealous. STRESS. See Importance, Force, Emphasis. To lay s. upon athg, Ίσχυρίζεσθαί τινι: s. of weather, χειμών, ώνος, b. STRETCH, v. H (Trans.)] τείνειν, άνα-, εκ-, άπεκ-, εν-, δια-, άπο-, πάρα-, προ-, συν- τείνειν. τανύειν (Epic tvord). πεταννύναι, άναπετ. (by spread- ing or unfolding), όρέγειν (to reach forth). To s. oneself, σκορ- δινάσθαι (after sleep) : to s. out one's legs, άπο- or έκ-τείνειν τά σκέλη, παριίναι τά σκέλη (of STR STR STR animals) : to s. out one's hand to or after athg, διατείνειν την χεΐρα επί τι. όρέγεσθαί τίνος, έπορέγεσθαί τινι: — towards heaven, άνατείνειν τάς χείρα? προς τον ούρανόν : — towards aby, όρέγειν or προτείνειν τινϊ την χείρα. *\\ (INTRS.)] τείνειν {to s. out towards, of geogr. posi- tion), and παρατείνειν (as a wall, a line of country, ι/μα, τό. επαφή, η. STROLL, v. See to Ramble, Rove, 'Gad about.' πλανάσβαι. περι-πορεύεσθαι, -νοστεϊν, and -πλανάσθαί. S.-ing, πλάνης, ijTos, see Vagrant. STROLL, s. περίπατος, 6, and Crcl. with Verb. STROLLER. See Vagrant. STRONG, f Great in quan- tity] πολύς, πολλή, πολύ {e.g. στρατιά πολλή). The army is two hundred men s., ό στρατός διακοσίων εστί στρατιωτών or διακόσιους έχει στρατιώτας. TJ Having much force, power, or stability] ρωμαλέος, 3. έρρωμέ- νος, 3. ευσθενής, ες. εύρωστος, 2. κρατερός, ισχυρός, δεινός, δυνατός, 3, and poet, σθενανα- ρός, δβριμος, βριαρός, στιβα- ρός, κραταιός. Also ερυμνός, οχυρός, εχυρός, 3 (of places). To be 8., ίσχύειν. εϋσθενεΐν, and poet, σθένειν. άκρατος, 2 (of drink ; e. g. the wine was very s. unless it was mixed with water, πάνυ άκρατος ην ό οίνος, ε'ι μή τις 'ύδωρ επιχέοι). A s. smell or odour, βαρεία and δριμεία οσμή, η : a s. wind, πολύς or βίαιος or χαλεπός άνεμος : a S. remedy, ισχυροί/ or βίαιον φάρ- μακυν : a S. voice, μεγάλη φωνή : a s. pulse, αδρός σφυγμός : a s. memory, άγαθη or ισχυρά μνή- μη. See Powerful. S. -hearted, -handed, καρτερό-θυμος, 2, -χειρ, 6, ή (poet.). STRONGHOLD. See For- tress, Fastness. STROPHE, στροφή, v. STRUCTURE. 1 In the ab- stract] κατασκευή (e. g. of the human body, η τοΰ σώματος), σύστασις (e. g. ή των όλων). See Make, Constitution. The β. (569) of a period, η των λόγων διά- θεσις : grammatical s., σύνταξις, ή. See Construction. TT In the concrete] οικοδόμημα, κατα- σκεύασμα, τό. οικοδομή and -Ία, ή. See Building, Edifice. STRUGGLE, υ. See to Con- tend, Strive. άγωνίζεσθαι. διαμάχεσθαι. συμπλέκειν (as wrestlers). ΑΙζολακτίζειν,σφα- δάζειν (as a horse). STRUGGLE, s. See Contest, Effort. A close s. (of wrestlers), συμπλοκή, ή : a desperate s. (as between disease and the vital pow- ers), συμπαράταζις, ή (Hipp.). STRUMPET. See Harlot, Prostitute. STRUT, σοβεϊν. σοβαρ- and βρενθ-ύεσθαι. διαβάσκειν, εκ- πομπεύειν. See Swagger. S.- ing, σοβαρός, 3. σόβησις, η (as subst.). STUBBLE, καλάμη, η. κόρ- φος, τό. STUBBORN, σκληρός, 3. See Obstinate. A right s. temper, ό αύτοδάζ τρόπος (Aristoph.). STUBBORNNESS. See Ob- stinacy. STUCCO, s. σκΊρος, 6. λατύ- πη, ή. κονίαμα, τό (opus alba- rium). Worker in s., σκιρίτης, ου, 6. STUCCO, υ. κονιάν. S.-d, κονιατός, 3. STUD. H The head of a nail] η τοΰ ήλου κεφαλή, if A place ivhere horses are, bred] ϊπποτρο- φεΊον, τό. STUDENT, ό περί τα γράμ- ματα σπουδάζων. 6 των γραμ- μάτων μελέτην or επιμέλειαν ποιούμενος. To be a s., see to Study. STUDIOUS, σπουδάζων περί τι. φιλομαθής, επιμελής (ες) τίνος. Also σπουδαίος, 3. έκ- τενής, έπισπερχής, ες. STUDIOUSNESS, φιλομα- θία, επιμέλεια, σπουδή, ή. φι- λομαθής τρόπος, ό. STUDY, ν. σπουδάζειν τι or περί τι. έπιμελεΐσθαί τίνος (to bestoiv pains upon athg, to apply oneself to athg). άσκέΐν τι and έπιτηδεύειν τι (to practise), με- λετάν τι. φροντίζειν τι (medi- tate), μανθάνειν τι (to learn). εμπειρίαν λαμβάνειν orKTaaOui τίνος (to acquire knowledge)-. Aby s.'s athg, μέλει τινί τίνος : to have diligently s.-d athg, διαπε- πονημένον είναι εν τινι. έζηκρι- βωκέναι τι. έζεπ'ιστασθαί τι. μελετηθείς, εΐσα, έν. εσκεμμέ- νος, 3 (effected by meditating). κατασκευαστός. 3 (designed craf- tily). A s.-d speech, λόγος πε- φροντισμένος, 6. STUDY, s. IT The application to a study] μελέτη, η. μελέτη- μα, τό. ασκησις, η. η περί τών γραμμάτων σπουδή, and σπου- δή ή περί τι. Object of s., επι- τήδευμα, έπιμέλημα, φιλοσό- φημα τό. διατριβή, η. επιστή- j μη, ν . "Π In the concrete: place for study, closet] μουσεΐον, τό. φροντισ-, μελέτη-, σχολασ-τή- ριον, τό. STUFF, s. 1 Matter] Vid. IT Furniture or goods] Vid. *|T Cloth, material (for dress)] κατα- σκευή, ή. υφαντά, τά (woven), λίνον, τό. οθόνη, ή {linen), σιν- δών, όνος, ή (cotton). ΤΤ Trash] ληροι, οι. φλήναφοι, οι. φλυα- ρία, ή. χρήματα ούδενός άζια, τά (worthless things). STUFF, ν. στοιβάζειν. σάτ- τειν, παρασάττειν. εμπιπλά- ναι. βύειν, εμβύειν. επιπληροΰν τι. διανάσσειν. Athg stuffed in (as expletive), στοιβή, η. STUFFING, στοιβή, η. πλή- ρωμα, τό. θρϊον, τό (as force- meat). STUMBLE, f Prop.] πταί- ειν,προσπταίειν. προσκόπτειν. προσκρούειν. xl /ελλίζειν την βά- σιν. σφάλλεσθαι (pass.). *β Im- propr.] To s. upon athg, έντυγ- χάνειν, έμπίπτειν τινί '. to s. upon aby, εν-, επι-, συν-τυγχά- νειν τινί. άπανταν τινι. έμπί- πτειν ε'ίς τίνα. επιλαμβάνειν τινά. STUMBLING, πταίσμα, τό. σφάλμα, τό. A s.-block, εμπό- δισμα, κώλυμα, τό: also εγκομ- μα, τό, and έγκοπή, η (hindrance, Ν. Τ.) : this is a s.-block for me, τοϋτ εστί μοι ωσπερ έμπό- δισμα. STUMP, κορμός, 6. βραχύ, τι. STUN, t Prop.] εκκωφουν (the hearing), άμβλύνειν, άπαμ- βλύνειν (the feeling), ίκ-, κατα- πλήττειν (fig-, the mind), κατά-, ίμ-βροντάν (by thunder and light- ning) . STUNT, κολοβουν. S.-d, κο- λοβός, 3. STUPEFACTION,eWXi,£is, η (propr. and fig.), αναισθησία, η. νάρκωσις and νάρκη, ν (prop, only). ^[ Improp. : sudden amaze- ment] ταραχή, η. εκπληζία, κατάπληξις, r/. τΰφος, 6 (fin fever, Hipp.). STUPEFY, κατά-, I/c-ttXjtV- τειν. ναρκοΰν (benumb, deaden), καροϋν. To s. the mind, έζελιΐν φρένας; to s. with smoke, καπνω τύφειν: s.-ing or of a s.-ing ef- fect, κατά-, εκ-πληκτικός, ναρ- κωτικός, 3. S.-d, partcpp. pass., and από-, κατά-, εκ-, εμ-πλη- κτος, εμβρόντητος, αναίσθητος, 2, and άναισθήτως έχων. STUPENDOUS. See Asto- nishing, Immense. STUPID, adjj. under Stupe- fied, and άβέλτερος, 3. βλάξ, βλακός, 6, η, and βλακικός, 3. τυφώδης, ες. τετυφωμένος, 3. See Dull, Foolish. A s. looby, κοάλεμος, άμνοκών, 6 : a 8. bu- siness, αλογον πράγμα, τό. STUPIDITY, αναισθησία, άβελτερία, εμβροντησία, ΐμ- πληξία, η. STU SUB SUB STUPOR {Latin), αναισθησία, f). νάρκωσιςαηά νάρκη,η. κατά-, εκ-, εμ-πληξις, έμπληξία, ft. κώμα, τό {lethargy), τΰφος, ό (fm fever). STURDY, -INESS. See Stout, Hardy, and their substt. S. as oak, πρίνινος, σφενδάμνι- νυς (maple), 3. στιπτό?, 3. STURGEON, άντακαιος, 6 {Hdt. ; whence άντακαΐον τάρι- χος, caviare). STUTTER. See Stammer. STY. Tf For swine] συφεός, b(Hom.). ύοφορβεΧον,τό. χοιρο- -κομεΐον, -τροφεΐον, τό. ^J A tumour on the eyelid] κριθή, ή. ττοσθία, ι). χάλα"ζα, η. ST YLE, s. U Instrument used by the ancients for writing] στυ- λό?, ό. γραφεϊον, τό. ΐ[ Me- tonym.: manner of writing] λέξις, εως, η. 6 της λέξεως τρόποι. To write in a flowery or florid s., άνθηρογραφεΐν : running, con- tinuous S., εϊρομένη λέξις, ή {Aristot.). S. of building or ar- chitecture, κατασκευή, ο'ικοδο- μίας, τρόπος, ό. τεκτοσύνη, ft : s. of an artist, χείρ, χειρός, η. See Manner, Fashion. Old s. {of tJte calendar), τό παλαιόν 'έτος {mod. Gr.). STYLE, v. See to Call, to Term. STYPTIC, στάσιμος (3) του αίματος. Comp. to STAUNCH. SUAVITY, τόνδύ. γλυκό- της, ΐ]τος, η. τό εττίχαρι. See Agreeableness, Sweetness. SUBALTERN, ΰποτεταγ μέ- νος, 6. The s.'s of an army, οι ύπομείονες (Dion Cass.). SUBDIVIDE, ύποδιαιρεϊν. SUBDIVISION, ύποδιαίρε- σις, h- SUBDUE. -See to Conquer, to Overcome. Fig., τέγγειν, κατακλάν (with pathos). S.-d {morally), κατεσταλμένος, 3. SUBJACENT. Crcl. with verbs, e. q. υποκεΐσθαι. SUBJECT, adj. «[J In subjec- tion] ΰττοτεταγ μένος, 3. υπήκο- ος, υποχείριος, 2. 6 ΰττό τινι. 6 •πειθόμενός τινι. S. and ruler, ό άρχων kui ό αρχόμενος. TJ Li- able] VlD. ένοχος (2) τινι. ητ- των τινός. To be s. to athg, έν- έχεσθαί τινι : not — , εκτός εϊ- vui τίνος. Comp. Exposed, Ob- noxious. SUBJECT, s. If Opp. to ru- ler] See the Adj. ^J Subject mat- ter] τό λεγόμενον or ύποκείμε- νον. περί ου εστίν b λόγος, ύπόθεσις, η. To discourse, write upon, a s., διαλέγεσθαι, γράφειν •περί τίνος : to rise to the height of his s., άξίως του πράγματος λέγειν. See Matter. A s. of study, wonder, of grief, &c, μά- θημα, θαϋκα, λύπημα, τό, κτλ. : the s. of discussion, τό ζήτημα, τό ζητούμενον. ή\ In gramm. analogic] τό ύποκείμενον. ύπό- στασις, η. See Subjective. (570) SUBJECT, V. ΰπο-τιθέναι, -βάλλειν (aby to athg, τινά τινι), and επι-τιθέναι, -βάλλειν τινι τι. To s. (= bring into subjection to oneself), ΰφ' εαυτόν ποιεϊσθαί, καταστρέφεσθαί τινά, τι. ύπο- χείριον λαμβάνειν τινά, τι : to s. oneself to the caprices of aby, ύποφέρειν τον τρόπον τινός, συμπεριφέρεσθαί τινι : to S. to examination, έξετάζειν. SUBJECTION, ύπόταξις, υποταγή, χείρωσις, η, and Crcl. with verb or adj., e. g. to bring into s., put into s., ΰποτάττειν, ύποστρέφεσθαι.ΰποχείριονποι- εΐν, χειροΰσθαι. πειθόμενονπαρ- εχειν τινά. ττειθομένω χρησθαί τινι. SUBJECTIVE^ {mod.phOos. t.), Crcl. with ο αν [ι αύτοΰ τίνος, or not eocpressed, e.g. the s. na- ture of man, ft φύσις των αν- θρώπων : a s. judgment, δόξα, ft. b τινι φαίνεται περί τίνος : sts by όναρ, opp. to υπαρ, e. g. let us give the most general defini- tion of the worst (of men) ; he will be one who is objectively such as we subjectively repre- sented, κεφαλαιωσώμεθα τοίνυν τον κάκιστον' εστί δε που, οΐον όναρ διι'ιλθομεν, ος άν υπαρ τοι- ούτος τ; (ΡΙ-) : or by λόγος, opp. to έργον, if the s. view is followed by objective acts, εάν περ επί γε λόγω έργα τεληται (PL). SUBJOIN, πάρα-, προσ-τι- θεναι, επιβάλλειν, συν-, πρυσ- -άπτειν. παραφθέγγεσθαι (in speaking). See Add, Append. SUBJUGATE, χειροΰσθαι. δουλοΰν, καταδονλοϋν. κατα- στρεφεσθαί. See Conquer and under Subjection. SUBJUGATION, χείρωσις, καταδούλωσις, υποταγή, ύπό- ταξις, ν. SUBJUNCTIVE (gram, t.), υποτακτική, ι) (se. 'έγκλισις). SUBLIME, υψηλός, 3. θείος, 3. Α 8. genius, φύσις ανυπέρ- βλητος, 77. .See Lofty, Ele- vated, Exalted, Majestic. The s. (of sti/le), 'ύφος, τό. SUBLIMITY, 'ύφος, ους, τό. δεινότης, σεμνότης, ητος, η. με- γαλοπρέπεια, η (e.g. of style). See Elevation, Majesty. SUBLUNARY, ύποσέληνος, 2 (propr.). H Fig.] See Earth- ly, Transitory. SUBMERGE (trs.), βάπτειν, έμβάπτειν, -βαπτίζειν. κατα- δύε ιν. See Plunge, Dip, and Drown. SUBMERSION, κατάδυσις, η. τό κατα-δύεσθαι, -δΰναι, and other verbs, καταποντισμός, 6 (in.the sea), τό καταποντισθη- ναι. SUBMISSION, ύπο-ταγή, -ταζις, r;. υπειξις, η. See SUB- JECTION, Obedience. To make 8., ΰποτάττειν εαυτόν, προσ- χωρεΐν : s. to the will of God, θεοπε'ιθεια, η. See the Verb. SUBMISSIVE, ύφιιμένος, ύπο-τεταγ μένος, -μονητικός, 3, -χείριος, 2. ταπεινός, 3. S. to the will of God, θεοπειθης, ες. See Resigned. _ SUBMIT, m (Trs.) To sub- ject] Vid. U To refer to judge- ment, SfC.] εις εξέτασιν οιέόναι τι. επιτρέπειν τινι τι. άναφέ- ρειν τι εις or ττρός τίνα. See Refer. H To sutjmit oneself, or to submit (intrs.)] ύπείκειν. ύψ- Ίεσθαι. ύποτάττεσθαί τινι. ΰφ- ίστασθαί τι (to athg) and τινι (to aby) or ποιεΐν τι. ύπο-, άνα- δέχεσθαί τι. ΰπέχειντι. Tos.to the laws, πείθεσθαι τοις νόμοις. SUBORDINATE, ν. ΰπο- τάττειν τινά τινι. εξ-, άπ-αρ- τάν τινά τίνος. SUBORDINATE, adj. Υ,τ- των, δεύτερος {τινός), πάρερ- γος, 2 (by the way). The s. ge- nera, τά ύποκάτω (Aristot.) : s. to one another, υπάλληλος, 2. SUBORDINATION, ύ-ττοτα- γη, ν- πειθαρχία, η (obedience to discipline). Also ευταξία, η. Sts κόσμος, 6. See Discipline, Order. SUBORN, ύφιέναι. κατασκευ- άζειν. παρασκευάζεσθαι (e. g. false witnesses, μάρτυρας ψευ- δείς, καταψευδομαρτυρεΐσθαι). S.-d, partcpp. pass., and εγκάθ- ετος, 2 (PL), κατασκευαστός, 3 (Aristot.). SUBORNATION. Crcl. with Verb. SUBPCENA, s. and v. κλη- τεύειν, έκκλ. (to cite a reluctant witness under penalty), with subst. κλητευσις. η. SUBSCRIBE, υπο-γράφειν, -σημα'ινειν. To s. one's name, υπο-, έπι-γράφειν τό εαυτού όνομα τινι: also νπογράψασθαι (to endorse an indictment). See to Sign, ^f Fig.] See to Con- sent. — To s. money to athg, νπο- γράψασθαι (ώς παρεξόμενον τό επιβάλλον μέρος της τιμής). SUBSCRIBER, υπογραφεύς, έως, 6, and partcpp. of verb. S. to a book, 6 έπαγγελλόμενος παρέξεσθαι τό επιβάλλον μέ- ρος της τιμής βιβλίου μέλλον- τος εκδοθησεσθαι. SUBSCRIPTION, υπογρα- φή, V• ύπόγραμμα, τό, and Crcl. with Verb. SUBSEQUENT, 'ύστερος, 3, and partcpp. of επιγίγνεσθαι, and to Follow. See Later. SUBSEQUENTLY. See Af- ter, Afterwards. SUBSERVE. -See to be Sub- servient. t SUBSERVIENT, partcpp. of ύπουργεΊν, ύπιφετεϊν: and υπ- ηρετικός, 3. υπουργός, 2. χρή- σιμος, ωφέλιμος, 3. SUBSERVIENCY, υπουρ- γία, 77, and Crcl. SUBSIDE, υπονοστειν (as re- ceding waters of a flood). See to Settle, to Abate. SUB sue sue SUBSIDENCE, ύπονόστη- σις, ι?, and Crcl. SUBSIDIARY, επικουρικός, 3. επίκουρος, 2. εν επικουρία? μίρει: also συνεργητικός, 3. έπ- ωφέλιμος, 2. SUBSIDIZE. See Subsidy. SUBSIDY, εισφορά, η {e.g. χρημάτων, of money), συντέλε- σμα, τό. χρήματα δεδομένα ώς προ? τον πόλεμου. To make or furnish a s., συντελεΐν : to agree to — , to subsidize, όμολο- γεΐν χρήματα υπούργησαν εις τον πόλεμου. SUBSIST. 1 To have a con- tinued existence] See to Exist. H Get a livelihood] τρέφεσθαι, διατρέφεσθαι από τιυος. See to Live, and phrases in Liveli- hood. SUBSISTENCE. 1 Real or continued being, or existence] Vid. ■[} Life, living, livelihood] VlD. ^ SUBSTANCE, ουσία, h. τό όν, υπάρχον, and later ύπόστα- σις, η, and τό υποκείμενον. To be a man of 8., ευ έχειν χρημά- των or χρημάτων ενπορεΐν. ^J An essential part] E. g. to give the s. of athg or give it in s., λε'- γειν τά κεφάλαια, U Substance = property] Vid. SUBSTANTIAL, ένούσιος, 2. ουσιώδης, 2. υποστατικός, 3 : or Crcl. with ύπαρχε ιν. See Es- sential. Also σωματοειδης, ες. σωματώδης, ες. See MATERIAL and Considerable. SUBSTANTIATE,^*) άπο- δεικνύναι, φανερόν καθιστάναι, διασαφείν τι. SUBSTANTIVE. 1 Adj.] Crcl. with αυτός καθ' αυτόν, ^j Subst. : gram, t.] ρήμα or όνομα οΰσιαστικόν or ρήμα υπαρκτι- κόυ or προσηγορικού, τό. SUBSTITUTE, ν. ύπο-, προσ-, άντι- καθιστάναι τινά τινι. άνθυποβάλλειν, άντεισ- 'άγειν, -φέρειν τί τινι. To be s.-d, εν χώρα. είναι τίνος, άντι- καταστηυαί τίνος [of persons), άνθυποβεβλήσθαί , τίνος (of things). To s. in writing, άντ- ty-, -επι-γράφειν : — by elec- tion, άνθ(ΐιρεΐσθ<ιι. SUBSTITUTE, s. b αντί τί- νος τεταγμένος, 6 εν χώρα τι- νός ώυ. συνεργός, 6. Later υπο- κατάστατος, 2, also ύπάλλαγ- μα, τό. To be aby's s., to act as his s., παρέχειν τάξιν τινός, νπέχειν χώραν τιι /os. διαπράτ- τειι/ τι αντί τίνος or υπέρ τί- νος. See Deputy and to Re- present. SUBSTITUTION, ύποκατά- στασις, -βολή, η, or Crcl. with the Verb. SUBTERFUGE, διάδυσις, η. προκάλυμμα,τό. παρεύρεσις, η. See Evasion, Shift, Trick, and Cloak. To use s.'s, διαδύεσθαι. προφάσεις πλάττειν, τεχνά- ζειν. (571) SUBTERRANEAN, κατά-, υπό-γειος, κατά- ύπο-χθόνιος, 2, and χθόνιος, 3 (poet). 6, η, τό κατά γης or υπό γης. A s. passage, ΰπόγειον όρυγμα, υπό- νομος, ό (mine, vid.) : through a s. canal, ύπονομηδόν. s. fire, γη- γενές πϋρ. SUBTLE (propr.), λεπτός, 3. ακριβής, ές. οξύς, εΐα, υ : also ποικίλος, 3. λειττολογοβ, 2. Α s. speech, λεπτολόγηαα,τό. See Fine, and (fig.) Crafty, Cun- ning. SUBTLETY (prop.\, λεπτό- της, ητος, ποικιλία, ακρίβεια, η. See Cunning. Το act with s., σοφίζεσθαι. ποικίλλειν. λεπτ- ουργεΐν, -ολογεΐν. SUBTRACT, ύφ-, αφ-αιρεΐυ (fm athg, τινός). See ' Take away or fm,' Deduct, Detract. SUBTRACTION, ύφ-, άφ- αίρεσις, -η. SUBURB, προ-άστειον and -άστιον (poet.), τό. SUBURBAN, ττρο αστείος 2, and -άστιος, 3 (poet.). SUBVERSION, ανάστροφη, κατάλυσις, η. SUBVERT, άι/ο-στοε'φειμ, -τρέπειν. See to Over-turn, -THROW. SUCCEED. II (Trans.) To come next] See to Follow, δέ- χεσθαι. επι- and (Hdt.) ύπο- γίγνεσθαι. άμείβεσθαι (poet.). To s. (to an inheritance or in of- fice), διαδέχεσθαί τίνα. διάδο- χου γίγνεσθαι τινι τίνος; also έκδέχεσθαί, ύπολαμβάνειυ τι (to athg). ΰφίστασθαί τίνα (to aby). εν- and άντικαθ-ίστασθαι (a'bsol., as king). All s.-ing time, ό αεί (είσαεί) χρόνος : each s.- ing — , ό άεϊ — . H (IntraNS.) α) Of things] (καλώς, ευ) προχω- ρεί, and simply χωρεί τι«/ί τι, also καλώς or κατά τό δν απο- βαίνει, συμβαίνει, γίγνεται ευ or εις δέον. εντυχεΐταί, (κατ)- ορθοΰταί τι. β) Of persons] κατ- ορθοΰν and -οϋσθαί τι. τυγχά- νειν, κατατ. τινός, ευτυχεϊν, κατευτ. εύπραγεϊν. ευ πράτ- τειν εν τινι. κατέχειν τι. ευ φέρεσθαί τίνος, τελεϊν, κατα- πράττειν τι. Likely to s., κατ- ορθωτικός, 3. See to Prosper. Not to s., to s. ill, see to Fail. SUCCESS, προχώρησις, (κα- λή) άπόβασις, εύ-τυχία, -πρα- γία, -πραξία, εΰπραξις, κατόρ- θωσις, η, and (of the thing sac- ceeding) ευτύχημα, κατόρθωμα, τό, and partepp. neut. of verbs to Succeed (e. g. τό καλώς άπο- βάν). Ill s., see Failure, ά-. απο-τυχια, η. άτύ X'JM< SUCCESSFUL, επιτυχής, ες (of a person), and Crcl. with the verb or subst., e. g. to be s., = to Succeed : a s. undertaking, z=. a Success or athg Succeeding. See Prosperous. SUCCESSION, ακολουθία, f, (sequence). τά£ι?, η (order). Con- tinual 8., επαλληλία, η : in 8., έξης, εφεξής, η. See SUCCES- SIVE. TJ Ln an office] δια-, εκ-, and poet, άνα-δοχη, έκδιξις, η. αμοιβή, η. The right of s., αγ- χιστεία, η. See Inheritance. War of s., ό δια την διαδοχην της βασιλείας γενόμενος πόλε- μος, διαδόχων πόλεμος, 6. ( SUCCESSIVE, διάδοχος, 2. έκδεκτικός, 3. επάλληλος, 2 : and έξης, εφεξής (κείμενος, τε- ταγμένος, 3) : also έκ διάδοχης, κατά διαδοχην. Each s. — , ό άεΐ — : s. order, ετταλλ»ιλία, η. SUCCESSOR, ακόλουθος, δ (g. t.). S. in office, διάδοχος, b, and partepp. of the verb. SUCCINCT, σύντομος, 3. συν- εσταλμένος, 3. See Brief. SUCCORY, κιχόρια, τά (ci- chorea). σέρις, εως and ιδος, η (Lot. seris) : also πικρίς, ίδος, η. στρούθιον, τό, and τρώξιμα, τά (as salad). See Endive. SUCCOUR, v. and s. See Help, Aid, v. and s. SUCCULENCE. Crcl. with Adj. SUCCULENT, χυλ-, όπ- ώδης, ες. εγ-χυλος, -χυμός, 2. See Juicy. SUCCUMB, ύποπίπτειν τινι. ?;ττω γίγνεσθαι τίνος, άπαγο- ρεύειν τινι or προς τι. κάμνειυ ύπό τίνος, ου φέρειν τι. ου δύ- νασθαι ΰφίστασθαί τι. ε'ίκειν or ύπείκειν τινί. See Yield, ' Sink under.' SUCH, toioDtos, αύτη, οΰτο. τοιόσδε, άδη, όνδε (when followed by its explication). τοΊος, 3 (poet.). S. a man, 6 τοιούτος άνηρ : some- what s., toioDtos tis: of s. man- ners or kind, toioi/totoottos, 2: just s. (another), 'έτερος τοιού- τος : and s. like, και άλλα τοι- αύτα : s. a man as you, ό olos σϋ άνηρ. If such be the will of the gods, ει ταύτη τοις θεοϊς φίλον. ΪΙ In correlation] τοιούτος οίος. S. in point of age, τηλίκος, 3, see ' so Old :' s., = so great, Vid. In s. wise or manner, ούτως : — as, (outws,) ώςτε c. infin. SUCK, v. βδάλλειν. ελκειν. μύΧ,ειν. To s. the breast, θηλά- ζεσθαι. S.-ing, βδάλσις, η. θη- λασμός, 6. To s. dry, see Ex- haust, Drain, εκπ'ιυειν. SUCK, s. E. g. to give s., see to Suckle. SUCKER (of a plant), μόσχος, b. μοσχίδιον (dim.), μόσχευμα, τό. παραφυάς, άδος, and παρά- φυσις, η. Also αυτόμολος, ο (fm a root, Lot. stolo). Comp. Scion, Offset. SUCKLE, θηλάίειν. τιτθεύ- ειν. έπέχειν την θηληυ. τιτθόν δούναι, τω μαστω προσίεσθαι (to put to the breast). To s. her child with her own breast, τρέ- φειν τό βρέφος Ίδίω γάλακτι. S.-ing (== a baby on the breast), θηλαζόμενος, ένη, ενόν. γάλα- sue SUI SUM θηνός, ή, όν. επιμαστίδιον βρέ- φος, τό. SUCTION, βδάΧσις, f, (g. L). SUDDEN, αιφνίδιος and έξ- -αιφν., 2, -απιναϊος, 3. ο, ή, τό αντίκα or παραυτίκα. υπόγ νιος, 2. That happens all on a s., άγ- χίστροφος, 2 : all on a s., see Adv. See Unexpected. SUDDENLY, εξαίφνης, έζ- απίνης. αιφνιδίως, άφνω. αν- τίκα, τταραυτίκα, παραχρήμα, εζ απροσδόκητου or ύπογυίου or επιδρομής. SUDDENNESS. Crcl. by the Adj. or Adv. SUDORIFIC, ίδρω-τικός and -τοποιός, 2. To have or produce a s. effect, to be s., ιδρώτα παρ- έχειν. Ιδρωτοποιών. SUDS. Crcl. with Water and Soap. Dirty s. in wch clothes have been washed, χαΧαί-ρυπον, τό, and -ρύπος, 6. SUE. *\\ Request, petition, pray for] Vid. i| In a legal sense] See 'bring an action agst aby.' καΧεϊν (εις δίκην), ΰπάγειν τινά (also with addition of εις τ 6 δι- καστήριον, υπό τό δικαστή- ριον, before a court), διώκειν τινά, Χαγχάνειν δίκην τιν'ι (for or account of athg, τινός), προσ- καΧεϊσθαί τίνα εις διαδικασίαν. επισκήπτεσθαί τινι. SUET (renal fat, as culinary t. only), στέαρ νεφριαϊον, or τό περί τους νεφρούς, or simply στεαρ, στεάτιον, τό. SUFFER, f To endure] πά- σχειν (g. t.). καρτερεϊν. υπομέ- νει ν (to undergo patiently) or άν- έχεσθαι. φέρειν and υποφέρειν. See Bear, Endure. U To un- dergo (an evil)] πάσχειν τι. περιπίπτειν τινί. γίγνεταί μοί τι. For numerous combinations, e. g. to S. SHIPWRECK, PUNISH- MENT, pain, see tlie substt. You shall s. for it (menace), see to Smart. ^[ To permit, allow] Vid., and Let. SUFFERANCE. See Per- mission. SUFFERER. Chiefly Crcl. with verbs. A great s., κακών ποΧΧών έμπειρος, 6. ποΧυτΧή- μων, όνος, ο, ή : to be a great s., ποΧΧά κάμνειν : a fellow-s., ό μετέχων or μετάσχων τών κα- κών : to be aby's fellow-s., μετ- έχειν τινί τών κακών. SUFFERING. U As abstract subst.] τό πάσχειν. πάθησις, ή (as act), πάθος, πάθημα, τό (usu in a bad sense), τα κακά. See Pain, Grief, Sorrow, fyc. U As adj.] See Sufferer and Afflicted. SUFFICE, άποχρήναι. ίκανόν είναι. To s. for athg or any given purpose, άρκεϊν τινι (aby and for athg), δι-, άπ-, επ-, έζ-αρκεΐν προς and ε'ίς τι. αΰταρκεΐν. άντέχειν. SUFFICIENCY, Ικανότης, ητος, αυτάρκεια, ή, and Crcl. (572) with verb Suffice. See Enough and Competency. SUFFICIENT, άρκών, οΰσα, οΰν. επ-,εζ-,αύτ-άρκης,ες. άπο- χρών, ώσα, ών. ικανός, 3. See Enough, Equal, Competent. To be s., see to Suffice. SUFFOCATE, πνίγειν, κατά-, σνμ- πνίγειν. See to Choke. S.-ing, πνιγώδης and πνιγμώδης, 2. πνιγηρός, 3. SUFFOCATION, πνιγμονή, η. πνιγμός, b. πνίγμα, τό. πνί- γος, τό. To die from s., πνι- γέντα άποθανεϊν. SUFFRAGE, ψήφος, ή. See Election, Vote. To carry by general s., φέρειν or τίθεσθαι την ψήφόν τινι. φηφοφορεΐν τίνα. SUFFUSE, επι-, επεγ-χεϊν. κατασκεδαννΰναι τι κατά τίνος. SUFFUSION. Crcl. with the Verb. SUGAR, σάκχαρ, αρος, σακ- χάρου, σάκχαρι, εος, τό. TJ As verb] ήδΰνίΐντι σακχάρω. προσ- πάττειν τιν'ι σάκχαρον. SUGGEST, τιθέναι, νποτι- θέναι. δούναι (εις την ψυχή ν), έντιθέναι, έμ-, ΰπο-βάΧΧειν, and mid. παριστάναι. ύποτίθεσθαί τινί τι. ύπέχειν. ΰπάγεσθαι. SUGGESTION, ϋπο-βοΧή, -θήκη, ή. συμβουΧή, παραίνεσις, γνώμη, ή. At aby's s., ύποβα- Χόντος or υποθεμένου τινός, πει- σθείς τινι or υπό τίνος. SUICIDE. ΤΙ As act] αυτο- χειρία, ή. αυθαίρετος θάνατος, 6. τό αυτόν εαυτόν άπο-κτιν- νύναι or -κτείνειν or — διαχρή- σασθαι. "U The person commit- ting it] αύτόχειρ, ειρος, αυθέν- της, ου, αύτο-κτόνος, -φόντης, ου, 6. SUIT, s. "υ Set] Vid., and Series. A s. of clothes, εσθής, ήτος, στοΧή, ή. τα ιμάτια. 6 ιματισμός : a complete s. of ar- mour, πανοπΧία, ή. T| Petition] Vid., and Courtship. H Legal] See Lawsuit, Cause, and Ac- tion. SUIT, v. y, To ft, to adapt] άρμόττειν, εν-, εφ-, προσ-αρ- μόττειν τ'ι τινι. εύρυθμον ποι- ειν τι προς τι. *ff To suit (in- trans.) or be suited to] See Fit, Befit, πρέπειν, άρμόζειν, έφ- αρμόΧ,ειν. εϋάρμοστον, επιτή- δειον or ο'ικέΐυν είναι. S.-d to the occasion or thing, ουκ από του πράγματος : to be s.-d to the occasion or thing, (άζιον) εί- ναι τίνος. SUITABLE, πρέπων, ούσα, ον. πρεπώδης, ες. επιτήδειος, 2. οίκεϊος, 3. See Convenient, Fit. SUITABLENESS. See Fit- ness, Agreeableness. SUITE (French), άκοΧουθία, ή. οι άκόΧουθοι. See Retinue, Attendance. SUITOR. See Petitioner, Wooer. SULK, v. See to be Sullen. SULKINESS, SULLEN- NESS, σκυθρωπότης, ητος, ή. δυσκοΧία, ή. τό συνεστώς φρε- νών (Eur.). SULKY, SULLEN, σκυθρω- πός, 2. στυγνός, 3. σύννους, 2. δύσκοΧος, 2. δυσάρεστος, 2. Α s. Ιοοίί,συι/εστώ? πρόσωπον, τό : to look s., make a s. face, σκυ- θρωπά'ζειν. SULLY. See to Soil, to De- file. SULPHUR, θείον, τό. To clean, purify, or fumigate with s., θειοΰν : like s., containing s., θειώδης, 2 : sublimated s., ή του θείου ακμή. τό του θείου άνθος. Sulphurwort, sea (plant), πευκέ- δανον, τό, and prps μυοφόνον, τό, and μαγύδαριτ, ή. SULPHUREOUS, -PHUR- OUS, θειώδης, ες. ώσπερ θείου. SULTRINESS, καΖμα, καύ- σωμα, Ίσχνρόν θάΧπυς, πνϊγυς, τό. See Heat. SULTRY, καυματ-, καυσ- ώδης, ες. καυματηρός, 3. See Hot. It is extremely s., άνύπο- ιστον τό καΰμα. SUM, S. αριθμός, 6. κεφά- Χαιον, τό. κεφαΧιι, κορυφή, ή. τό σύμπαν, αντος. τό σύνοΧον. τό σύμπαν πΧήθος, πΧήρωμα, τό {the total amount). A s. of money, αργυρίου πΧήθος, τό, or simply άργύριον, χρήματα, e. g. a small s. of money, μικρόν άργύριον. όΧίγα χρήματα : a large s., ττολϋ αργύρων, χρή- ματα ποΧΧά or συχνά. See Amount. SUM, v. συΧΧογίζεσθαι. λο- γίζεσθαι. κεφαΧαιυΰσθαι. Α S.-ing up, συγκε φαΧαίωσις, ή. See Recapitulate. SUM ACH-TREE, ροΖς, 6 and ν- SUMMARY, adj. σύντομος, 2. τυττ-, κεφαΧαι-ώδης, ες. άνα- κεφαΧαιωτικός, 3. S. recapitu- lation, ανακεφαΧαίωσις, ή : in a S. way, εν κεφαΧαίοις or έπί κε- φαΧαίων (e.g. ειπείν), and τύ- πω (e.g. Χαβεΐν τι). Also βρα- χέως. δια βραχέων. SUMMARY, s. άνα-, συγ- κεφαΧαίωσις. επιτομή, ή. See Abstract, Compendium, Epi- tome. SUMMER, θέρος, τό. In s., του θέρους, εν θέρει. κατά τό θέρος : at the commencement of S., ευθύ του θέρους : αμα τω θέρει: s. is approaching, το θέρος επέρχεται : to pass or spend the s. at a place, θερίζει» εν χωρίω τινί : a wet s., υπομβρυν ΰέρος : a dry s., αϋχμοι κατά τό θέρος or διά του ΰέρους. Οι or belong- ing to s., s.'s — , and s. in compo- sition, θερινός, θέρειος, θερικός, 3, e. g. s.'s work or occupation, θέρεια έργα, τ ά. τά του θέρους or εν θέρει έργα. κατά τό θέρος ήΧιος : a s.'s day, θερινή ήμερα, ή. ή διά του θέρους ημέρα: 8. SUM SUP SUP days or the days in s., θερμημε- ρ'ιαι, ul : as. night, θερεία or θερινή νύξ : s. campaign, η κατά τό θέρος στρατεία : s. garment or suit, θερινά or σείρινα Ιμά- τια, τά. θερίστριον, θέριστρον, τό : s. residence, θέρετρου, τό. η δια τον θέρους διατριβή. SUMMIT, see Top. άκρα, η. άκρον, τό. κορυφή, η. §siP Also Orel, ivith adjj. άκρος and ύφη- λός (e. g. άκρον τό ορός, the top of a mountain). To reach, at- tain, or ascend the s. of athg, έττ' άκρον τινός έ\θεΐν: the s. of ho- nour or glory, μεγίστη δόξα : the s. of power or sway, τό της δυνάμεως άκρον, πλείστη δύνα- μις. SUMMON, ν. καλεΐν, κελεύ- ει» παραγενέσθαι. προ-, εισ-, παρα-καλεϊν, άνα-, παρα-καλεΐ- σθαι. κλητεύειν (esply as wit- ness), εισάγειν. προσκαλεΐν. See to Cite. SUMMONS, κλη-σις, πρό- κλησις, η. To send aby a s., see the Verb: an official or public s., κήρυγ μα, επ ίτ ay μα, π a pay "y ελ- μα, το. SUMPTUOUS, κάλλιστος,Ζ. μεγάλο-, έκ-πρεπης, ές. μεγα- λεϊος, 3. See COSTLY, MAGNI- FICENT. SUMPTUOUSLY. From the Adj. SUN, ήλιος, 6. Of or belong- ing to the β., ηλιακά, 3, see So- lar. Struck by the s., ηλιό- -βλητος or -βόλος, 2 : scorched by the s., ηλιοκαης, ές. ηλιόκαυ- στος, 2: brilliant as the s., ήλιο- φανης, ές : the rising 8., ήλιος άνίσχωι/ or ανατέλλων: the set- ting 8., 'ήλιος δυόαενος : at the rising of the s., άνίσχοντος, ανα- τέλλοντος, φανέντος του ηλίου, αμ' ηλίω άνίσχοντι or άυατε'λ- Χοντι. ά' /u' ημέρα, άμα τη εω : to expose to the s., ηλιοϋν : to dry in the s., θειλοττεδεύειν. αυ- αίνειν προς τον ηλιον. εΐλ>}- θερεϊν : warmed by the s., είλ»>- θερης, ές. The best fellow under the 8., άριστος των ΰπό τον ηλιον. S. -burnt, ήλιο-καης, ές (with subst. -καΐα, ή). See Sun- STRICKEN. SUN-BEAM, {ηλίου or ηλι- toTis) άκτίς, ϊνος, η. Motes in the s., τί\αι, αι. SUNDAY, κυριακη ημέρα, η {eccl. t.). SUN-DIAL, γνωμών, όνος, 6, and στοιχεϊον τό (prop, gnomon and its shadow), σκιά- (and later σκιο-) θήρας, ου, b. σκιάθηρον (and later σκιόθ.), τό. ηλιοτρό- πιου, τό. The s. points to five, ό γνωμών σκιάζει την πέμπτην: to consult the s., τάς σκιάς γνω- ματενειν (ΡΙ•)• SUN-FLOWER, ηλιο-τρό- πιον, -σκόπιον, τό, and ηλιό- πουτ, 6. SUN-RISE, ηλίου ανατολή and 'ήλιος ανατέλλων, 6. At 8., (573) αμ' ηλίω άνίσχοντι or ανιόντι or άυατέλλοντι. ^ SUN -SET, ηλίου δύσις, η. ήλιος δυόμενος or δύνων or δύς. At s., δυομένου του ηλίου, αμα τω ηλίω δύνοντι. SUN- SHINE, ν τοΖ ηλίου αυγή- ήλιος, 6, and 77X101, οι. In s., προς τον ηλιον: rain with S., όμβρος έκνεφίας, 6 (Hipp.). SUN- STRICKEN, ηλιό-βο- λος, -βλητος, 2. άστροβλής, ητος, ο, η. SUN-STROKE^-rpo-jSoX ία, -βλησία, η. -βολισμός, ο. σει- ρίασις, η. To have or be suffer- ing from a s. 3 άστροβολεΐσθαι. σειριαν. SUN, v. ηλιοϋν. άλεαίνειν. ειληθερεΐν. To s. oneself, ήλι- οΰσθαΐ, ηλιάζεσθαι (pass.) : the act of S.-ing, ηλίωσις, ηλίασις, η : a place for s.-ing, ηλιαστηριον, τό. SUNDER. See to Divide, Separate, Sever. SUNDRY, πλέονες or πλεί- ους, οι, αι. πλέονα or πλείω, τά. εστίν ο'ί, αϊ, α. τινές, τινά (enclit.). See Various, Seve- ral. SUP. «ff To sip] Vid. «ft To take supper] Vid. SUPERABOUND, -ABUN- DANCE, -DANT. See Abound, Abundance, -dant. SUPERANNUATED,/^/)/?. pass, of παλαιοΰσθαι, άπαρχαι- ουσθαι. άνακεχωρηκώς, υΊα, ός. εξωρος, 2. εξεστηκώς της αρ- χής (fm office), διαστρατευσά- μενος (of milit. service). SUPERB. See Magnifi- cent. SURERCILIOUS, -NESS. See Arrogant, Insolent, and suljstt. SUPEREMINENT. See Emi- nent. SUPEREROGATION, -TO- RY (m-theol. t./mLat.o/Luke X. 35, ότι αν προσδαπανησης), Orel, ivith εξ υπερβολής, ϋπερ του δέοντος, εν επιμετρώ, προσ- επι-πονεϊν, -χαρίζεσθαι. SUPERFICIAL, επιπόλαιος, 2 (prop, and metaph., e. g. s. ac- complishments or education, i. παιδεία), οϋκ ακριβής, ές. επί- τηκτος, 2. See Shallow and Smattering. SUPERFICIALLY, εξ'επι- πολης. To do or perform athg 8., σχεδιάζειν, αύτοσχεδιάζειν ^SUPERFLUITY, περισσ- -εία, -otijs, ητος, η. περίσσευ- μα, τό. τό περισσόν. πλεονασ- μός, 6. S. of words, περισσο- -λογία, η (with adj. -λόγος, 2, and verb -λογεΐν : Att. ττ). See Redundancy. SUPERFLUOUS, περισσός (Att. ττ), 3, or περίεργος, 2. πλέων του αναγκαίου, πλεον- αστικός, 3. To be s. (=r more ύαηκςΗΐΜά),περισσεύειν.π\εο- νάζειν. See Redundant, Un- necessary, and Needless. SUPERHUMAN, μείζων η κατ' άνθρωπον, ΰπερ άνθρωπου, δαιμόνιος, θεϊος, 3. SUPERINTEND, 'επισκο- πεΐν. 'εφοράν. εποπτεύειν (PL), εφίστασθαί τινι (or επί τίνος), έπιστατείν τινι or τιυος. έπι- μελεΐσθαί τίνος. SUPERINTENDANCEjTTt- μέλεια, η, and Crcl. with Verb. See Oversight, Direction, and Management. SUPERINTENDANT, επί- σκοπος, επιμελητής, επόπτης, ου, 6, and partepp. of verb. See Overseer, Director, Manag- SUPERIOR. See g. t. High- er, Upper. S. (in dignity, pow- er, <$£C.), μείζων, κρείσσωυ, 2. υπέρτερος (poet.), and καθυπ. (pi'ose) τίνος, and adv. υπερθε (poet.), καθύπ. (Hdt.). See Pre- eminent, Distinguished. Of s. or s. in talent, κράτιστος (3) xfi φύσει, άκροφυής, ές : to be s. , προ-, ΰπερ-έχειυ τινός, ύπερ- βάλΧειν τιυά. πλεουεκτεΐυ τί- νος : to be s. m number, περισ- σεύειν : — in merit, διαφέρειυ ττ/ άρετη, έπ' άρετ?ι, εις, προς άρετήν. To be or rise s. to athg, κρείσσω είναι τίνος. If As subst.] προστάτης, ου, 6, and προστά- τις, ιδος, η, and partepp. ο/προ- ΐστασθαι, άρχειυ. See PRESI- DENT. One's s.'s, οι κρείσσο- υες. SUPERIORITY, ΰπερ-βολή, -οχή- ΰπέρεξις,πλεουεξία, περι- ουσία, η, and Crcl. Great s. of power, force, or number, πολλα- πλάσια δύυαμις. S. in talent, &c, see Excellence, Pre-emi- nence. SUPERLATIVE (gram, t), ΰπέρθεσις, η. τό υπερθετικού. In the s., υπερθετικως. % Fig.] To attain a s. degree in athg, έ£ικι>εΐσθαι εις, προελθεϊυ επί τό εσχατόν τίνος : this is a s. degree of athg, τοΰτ' ουκ 'έχει ύπερβολήν τιυος. Superlatively, ΰπερβαλλόντως. εσχάτως, εις άκρον: this is superlatively good, τοΰτό γε πάνυ άριστον. SUPERNATURAL, ύπερ- φυης, 2. εξαίσιος, 2. See SU- PERHUMAN. SUPER- or SUPRA-NATU- RALISM, δόγματα των ΰπό θεοΰ ημάς τά θεϊα νομιζόντων μεμυησθαι. SUPERNUMERARY,7r £/ otff- σός (Attic ττ), 3. πλεονάζων, ούσα, ον. ΰπερτελής, ές. To be S., περισσεύειν. πλεονάζειν. SUPERSCRIBE, επιγρά- φειν τινι or επί τι. SUPERSCRIPTION, 'επι- γραφή, η. επίγραμμα, τό. That has a 8. to it, έπιγεγραμμένυς, 3. SUPERSEDE, καθιστάναι τινά αντί τίνος (appoint one in SUP place of another), άφιστάναιαηά παύειν τινά της αρχή? or άρ- χοντα (remove aby fin office). SUPERSTITION, δεισιδαι- μονία, θρησκεία, η. SUPERSTITIOUS, δεισιδαί- μων, βλεπεδαίμων, 2. To be s., s.-ly inclined, δεισιδαιμονεΐν or δεισιδαιμόνως έχειν (in athg, περί τι) : much addicted to s. ob- servances, άγαν θειασμω προσ- κείμενος (Thuc). SUPERSTRUCTURE, ptcpp. pass, of ΰπερ-, έπ-οικοδομίΐν. SUPERVENE, (προσ)επιγί- γνεσθαί τινι. συμπίπτειν τινί. SUPER-VISE, -VISOR, -VI- SION. See Superintend, and substt. SUPINE, 'ύπτιος, 3. απρό- θυμος, 2. See INDOLENT, LIST- LESS. As gram, t, p)-ps ρήμα ο καλοΰσιν οι 'Ρωμαίοι υπτιον, επίμεσον τον τε ονόματος (or •προσηγορικού) και τοΰ ρήμα- τος (or απαρεμφάτου). ^ SUPINENESS, απροθυμία, ν• See Indolence, Listless- NESS. SUPPER, δεΐπνον, τό (tie principal repast, our dinner, vid.), tech was taken towards even- ing), δόρπον, δειΚινόν (Athen.), τό. The time of s., δορπηστός, 6 (X.) : at s., προσ-, at or after s., μετα-δόρπιος, 2 (poet.). The Lord's Supper, δεΐπνον κυριακόν, τό. ευχαριστία, η (eccl.). SUPPERLESS, άδειπνος, 2 (Χ.). SUPPLANT, ϋποσκεΧίζειν (trip up) and πτερνίζειν (LXX), also παρακρούειν, παρωθεϊν (τι- νά τίνος). A s.-ing, παράκρου- σις, η. SUPPLE, υγρός, χαλαρός, γναμτΓτό? (Horn.), 3. With s. limbs, ϋγροαελής, ες (Χ.) : to make s., διαχαλάν (X). See Pliable, Flexible. SUPPLEMENT, (άνα)πΧή- ρωμα, τό. προσθήκη, η. επιβο- λή, »';, also επιμέτρου, τό. Το add a s., προστιθέυαι, έπιβάλ- Χειν. ^ SUPPLEMENTAL, -ARY, άναπΧηρωματικός,πΧηρωτικός, 3. ευ επιμετρώ, εν προσθήκης SUPPLENESS, ύγρότης, ητος. and neut. adjj. SUPPLIANT, Ικέτης, ου, 6, and -ις, ιδος, η : poet., 'ίκτωρ, ορός, ικτηρ, η ροζ, αφ-, προσ- -ίκτωρ,προστρόπαιοςαηάπρόσ- τροπος, έφέστιος. A company of s.'s, προστροπη, -η : of or be- longing to s.'s, s. (as adj.), ϊκέ- σιος, 3 and 2. ικετηριος, 3, also Χιπηρής, is : to intreat as s., see the Verb. SUPPLICATE, ϊκετεύειν. ικετείαν ποιεΐσθαι. Χιπαρεΐν. προσ-πίπτειν, τινά, τινί, προς τίνα. προστρέπειν (a?id mid.) τινά. See Intreat, Implore. (574) SUP SUPPLICATION, Ικετεία, ικεσία, προστροπη, η. ικέτευ- μα, τό (Lat. supplicatio, suppli- catory procession), also πρόσοδος, η, and έλιννες, at (Polyb.). See Intreaty, Prayer. SUPPLY, v. 1 To fill up] πΧηροϋν,άνα-, έκ-πληρουν. άνα- πιμπΧάναι (to fill up). % To furnish] Vid., and to Provide. παρέχειν, επαρκεΐν τινί τι. χορ- ηγεϊν τινά τινι. SUPPLY, s. παροχή, παρα- πομπή (Χ.), επι-βοΧη, -φορά, η- Often not expressed, e. g. a s. of provision for three days, τριών ημερών σϊτος : S.'s, τά επιτή- δεια, κομιδη, η. χορηγίαι, α'ι, and -ηγια, τά (esplyjbr war). SUPPORT,•», if Prop, stay, bear up] VlD. στηρί"ζειν, ύπο- στηρίζειν. ερείδειν. ΰπερείδειν. σκηπτειν. άνέχειν, σντιλαμβά- νειν (hold up). H To assist, aid, abet] Vid. If To endure] Vid. If To maintain] VlD. τρίφειν. SUPPORT, s. U Assistance] Vid. H Prop, stay] Vid. 1 If Sustenance, maintenance] τρο- φή, ή. SUPPORTABLE, ανεκτός, ύποιστός, 3. See TOLERABLE. SUPPORTER. II A support] Vid. T| One who supports] Crcl by verbs. SUPPOSABLE, ύπόληπτος, 2. SUPPOSE. IT To lay down or admit without proof] ύπολαμ- βάνειν. τιθέναι and ύποτίθε- σθαι (mid.), ποιέΐν. We will s. or let us s. it to be so, θώμεν or ποιώμεν or ποίει (=Lat. 'fac') c. infin.: I 3. you will grant this, τίθημι όμολογοϋντά σε. S.-ing the case to be so, εάν ταΰτα τι- θώμεθα, ει χρη ΰποΧαμβάνειν ούτως έχειν τά πράγματα : s.- ing this to be true, επί τούτοις άΧηθευομένοις. See to ASSUME. ΤΙ Imagine, think] διανοεΐσθαι. ηγεΐσθαι. οϊεσθαι. δοκεϊ μοι. ^» I s. may often be expressed by particles : δηπου (expecting an affirmative answer), also που, e.g. it seemed good, I s., έδοζέ που : well they are dead, s. it, και δη τεθνάσι (supposition of a fictitious SUPPOSITION, ΰπόΧηφις, -θεσις, η, -Χημμα, τό. υποδοχή, η. See Assumption, Hypothe- sis, Conjecture. SUPPOSITITIOUS, υποβο- λιμαίος, 3. See Spurious. SUPPRESS, κατ-, επ-έχειν. παύειν, καταπαύειν (put down, e. g. στάσιν). Also ΰποστέλ- Χεσθαι. άφανίζειν. See to CON- CEAL. SUPPRESSION, κατοχή, παΰσις, η. υποστολή, η (preva- rication, suppressio veri) : and Crcl. with the verb. SUPPURATE, ττυ-εϊσθαι, -Ίσκεσθαι, πυορροεϊν. To s. a little, ύποπυΐσκεσθαι. S.-d or SUR s.-ing, πυόρρους, εμπυος, 2. πυ- ώδης, ες. SUPPURATION, πυόρροια, πύωσις, πύη, ή. To cause or bring on s., πυεΐν, πυοΰν, πυο- ποιεϊν (adj. -ποιος, 2), άποπυ- ίσκειν. SUPREMACY, εζουσία n μεγίστη, αυτοκρατορία, άρχη, ηγεμονία, επικράτεια, η. t SUPREME, ύπατος and poet, υπέρτατος, 3 : also άκρος, πρώ- τος, κράτ- and μέγ- ιστός, 3. (πάντων) προέχων, ούσα, ον, or μείζων, 2. To be s., hold or oc- cupy a s. position, πρωτεύειν. (πάντων) ΰπερέχειν. See HIGH- EST, Excellent. S. power, see Supremacy : s. good (summum bonum), μέγιστον or τέΧυς τώυ αγαθών. Supremely, εσχάτων, μάλιστα, πλείστα. SURCHARGE,?;. See Over- load. ΤΙ In respect of price, tax, &c."\ μείζω τιμήν έπιβάΧΧειν. επιτιμάν. SURCHARGE, s. φορτίου (or τιμής) προσθήκη, η. SURD. See Deaf. If As math, t.] άλογος, 2 (irrational). SURE. *[ Certain] Vid., and Infallible. Aby will be 8. to (= will infallibly) — , ουκ εστιι; 'όπως οϋ c. fut. : he would have been s. to perish, η που αν άπ- ώΧετο: be s. you do (not) — , or be s. (not) to — , όπως (μη) c. aor. subj. or fut. indie. : as a. as my name is Alexander, η μη με 'Αλέξανδρου νομίζετε. If Safe, firm] Vid., and Se- cure, Indubitable. ασφαλής, σαφής, ές. βέβαιος, 3 and 2. αναμφίβολος, 2. U Confident] Vid., and Assured, Undoubt- ING. To be s. of athg, σαφώς, ακριβώς ε'ιδέναι τι. πεπεϊσθαι. πεποιθέναι. Pretty sure, Vid. To be s- (adverbially, = assured- ly), δή, δηπου. πάνυ γε, σαφώς. To be s. (rr yes indeed) ! πάνυ γε. και μάλα. μάλιστα γε. άμέλει. δητα. δηττου : and πώς γάρ οϋ ; (in reply, undoubtedly) : and τι γάρ ; they oppose each other, to be s., don't they? ουκ άντιλέγουσι μέντοι; (PL): S. enough, τοι. γε δη. όυν, esjily γάρ ουν (concession with indiffe- rence) : I, for my part, s. enough, εγώ μεν τοίνυν. SURELY. See Certainly, Assuredly, and Sa fely, Firm- ly. U As particle] γε, e. g. if not — yet s., ε'ι μη . . ., άΧΧά . . . γε. που, δηπου, e. g. s., you don't at all imagine? οϋ τι που ο'Ίιι ; άρα μη δοκεΐς ; s. they are not leading you ? οϋ δηπου σε γ' αγουσιν ; ηπου, e. g. if Α. and C. have managed — , s. we should be able, όπου γάρ Ά. και Κ. οίοί τε γεγόνασιν, ηπου ήμεϊς αν δυνηθείημεν (Isocr.). δηπουθεν, e.g. s. he will be al- lowed to stand, εστάναι ίζέσται δηπουθεν αΰτω (Dem.). μην, SUR SUR sus e. g. but then s. you don't mean to say, ου μην έρεϊ? γε. See phrases under Sure. SURE-FOOTED, άπταιστο?, 2. SURENESS. See Security, Stability. SURETYa^SURETISHIP. See Bail, Security. SURF, ρόθιον, τό. ρόθο?, ό (poet.). ανακοπή κυμάτων, η. SURFACE, τό or τά επιπο- \ή?. επιφάνεια, η. τό or τά έξωθεν (the outside of athg). τό or τά έξω. άκρα, ων, τά. νώτα, τά (poet., of the sea). That is found on the s., έπιπολη?, επι- πόλαιο?, 2. άκρο?, 3 : to lie on the s., έπιπολάζειν (with subst. -πόλασι?, ή, -πολασμό?, 6). SURFEIT, s. κραιπάλη, τ, (esply from wine), πλησμονή, η (repletion), κάρο?, τό (Anstoph.). To have a s., κραιπαλάν. See Repletion, Excess. SURFEIT, υ. ύπερεμπιμπλά- ναι. To be s.-d, see the Subst. S.-d, διακορή?, ε?, and διάκορό? (2) τινο?. SURGEON, χειρουργό?, 6. ιατρό?, 6. To be a s., to prac- tise as a 8., ίατρεύειν, σπουδά- £eti> περί την Ίατρικην. See Physician. A s. who practises by anointing, friction, and exer- cise, Ίατραλείπτη?, ου, 6 (ivitk subst. -αλειπτικη, η, both Plin.). SURGERY, χειρουργία, η. Ιατρική, Ίατρίία, Ίάτρευσι?, η. To practise s., see Surgeon. if As place~\ ΊατριΙον, τό. SURGICAL, χειρουργικό?, ιατρικό?, 3. The s. profession, see Surgery. SURLINESS, στυγνό-, χα- Χεπό-τη?, τητο?, δυσκολία, ή. SURLY, στυγνό?, χαλεπό? (3), και δύσκολο? (2), αγροικο?, 2 (booriah). To be s., δυσκολαί- νειν. See Morose, Sour, Un- civil. SURMISE. See Conjecture, Suspicion. SURMOUNT. See 'to Rise above.' if Fig.] See to Over- come, περιγίγνεσθαί τινο?. καθυπέρτερον γίγνεσθαι τινο?. SURNAME, S. έπ-,προσ-ωνυ- μία,η. παρωνύμισί',τό. επίκλη- σι?. προσηγορία, η. προσηγο- ρικόν όνομα, τό. κοινού άπό συγγένεια? όνομα, τό (family name). With the s., see the Verb. SURNAME, v. προσαγορεύ- ειν, επι- and άνα-καλεϊν, άν- αγορεύειν, επονομάζειν τινά. Το be s.-d, pass., and επώνυμόν μοι γίγνεται. λαμβάνειν επωνυμί- αν : also περιφέρειν προσηγο- ρίαυ. χρησθαι επωνυμία. S.-d, partcpp. pass., and επώνυμο?, 2, and adverbially, έπίκλην (by s.). SURPASS, ύπερ-βάλλειναηά -αίρειν τι. είναι υπέρ or παρά τι. This work s.'s human pow- ers, τό έργον μεϊ\όν εστίν η κατ άνθρωπον. See to EXCEED, (575) to Excel. S.-ing, see Excel- lent. SURPLICE, λευκή στολν, ή (g. t.). δαλματική, η (mod. Gr.). ώράριον. τό {the deacon's s.). SURPLUS, περιουσία, η. χρή- ματα τά περιόντα. τό περι- γιγνόμενον (e.g. άργύριον). τό περισσόν, or partcpp. of περισ- σεύειν. SURPRISE, v. m Take, $c. by swprise] See the Subst. % To cause ivonder] θαΰμα παρέχειν, ξενίζειν. Sir. t., see Astonish. I am s.-d, it s.'s me that — , θαυ- μάζω ότι or ει — . S.-ing, see Wonderful, Strange, Start- ling, Astonishing. SURPRISE, s. m The taking or being taken unawares] τό άπροσδόκητον. η εξ απροσδό- κητου επιφορά. τό παρά την δόξαν συμβάν : also κλοπή (ΑΓ.). To take, fall upon, by s., φθά- νειν λαβόντα or καταλαβόντα τι. συσκευά"ζεσθαιτί. κλεπτειν τι (Χ., by stealing a march), έξ- αίφνη? or αίφνιδίω? or απροσ- δόκητα» (οι?) or άφράκτω (οι?), επι- or προσ-πίπτειν, πραξικο- πεΊν (by stratagem, Polyb.). εξ εφόδου λαβείν (πάλιν), also παραβόλω? (by α ' coup de main," 1 Polyb.). *J Sudden confusion] έκ- πληξι?, η. θαΰμα, τό, and Crcl. tvith the Verb. See Wonder, Astonishment. SURRENDER, v. εκ-, εν-, παρα-διδόναι. εκδοτον ποιεΐν. *[f Intrs. (by omission of reflex pronoun)] ενδιδόναι, παραστη- ναι (abseil.), επιδιδόναι and εγ- χειρίζειν εαυτόν τινι. To S. (without resistance), προσχωρεϊν, ξυμβαίνειν. ούκέτι άντεχειν. ΰφίεσθαι. εϊσδέχεσθαι του? πο- λεμίου? (of the besieged in a for- tress, Qc). To s. at discretion, παραδιδόναι εαυτόν τινι χρη- σασθαι, ό τι βούλεται. S.-d, partcpp. pass., and εκ-, άνά-δο- το?, 2. SURRENDER, s. (in a gene- ral se?ise), εκ-, παρά -δοσι?, η. To ask or demand the s. of aby or his person, έξαιτεϊν or εξαι- τεϊσθαί τίνα (from aby, παρά τινο?) : the s. of a town or for- tress or of the besieged, προσ- χώρησι?, ξύμβασι?, ή : to effect or bring about the s. of a city, παραστήσιισθαι πάλιν. SURREPTITIOUS. See' done by Stealth,' and Fraudulent. SURROGATE. See Deputy. SURROUND. See to Envi- ron, Encircle, Enclose, and Stand, Sit, Lie, &c. round. 7Γ£0ΐ-/3άλλε(ί/, -κυκλεϊσθαι (and simple v.), -λαμβάνειν, -χεϊσθαι, -στηναι. To s. with a wall, a palisade, a trench, περι-τειχί- \ειν, -σταυροΰν, -ταφρεύειν: — with a fence, -φράττειν, -φρα- γνΰναι. S.-ing, paiicpp. act., and 6, η, τό (κύκλω) περί or άμφί τίνα : the s.-ing landscape, τά πέριξ χωρία : the S.-ing ob- jects, το περί- or προσ-κείμενα. SURVEY, v. εφ-, καθ-, συν-, προ-οραν, επι-, κατα-σκοπεϊν, καταθιασθαι, θεωρεΐν, ίστορεΊν. See to View, Inspect, Look over. "[[ To measure land] δια- μετρεΐν τηνχώραν. γεωμετρΰν. SURVEY, S. έπίσκεψι?, θεώ- ρησι?, θεωρία, σύνοψι?, η, and Crcl. tvith verbs. SURVEYOR. See Inspector, Overseer. TJ Land measurer] γεωμέτρη?, ου, b. SURVIVE, επιβιώναί τινι. περι-βιώναί or -γίγνεσθαι τι- νο*. To s. fin a battle, εκ μά- χη? περισωζεσθαι. In the event of my surviving, I will give — , ει δε βιώσομαι πλείω χρόνον, δώσω. The persons s.-ing aby, οι περι-όντε?, -γενόμενοι, -σω- θέντε?, -λειπόμενοι, also υπό- λοιποι. SURVIVOR. Ptcpp. of Verb. SUSCEPTIBILITY, τό επι- δεκτικόν. αϊσθησι?, η. See SEN- SIBILITY, Sensitiveness. SUSCEPTIBLE, επιδεκτι- κό?, 3, and Crcl. with δέχεαθαι, προσ-, έν-δέχεσθαι, also οϊό? τε or δυνατό? or ικανό? (e. g. παρα- λαβιΐν or μαθεϊν, κτλ.). See Capable and to Admit of. SUSPECT, ΰπονοεΐν, υπο- 7ττ£υεΐί/, ύποτοπείν, ΰφοράσθαι (mid.), ΰπόπτω? έχειν πρό? τίνα. κατα-δοκεΐν, -δυξάζειν. ύποφίαν λαμβάνειν εϊ? τίνα or κατά τινο?. δι υποψία?, εν υποψία 'έχειν τιι/ά. υποψία χρησθαι πρό? τίνα or περί τι. εν υποψία ποιεΊσθαί τι. See DistrustJ Mistrust. To be s.-d, εν υποψία είναι, δι υπ- οψία? or ϋποπτον γίγνεσθαι τινι. εμπίπτειν or έρχεσθαι εί? ύποψίαν. καταδοκεΐσθαι υπό τινο? είναι τι. I s. (= think), ύπολαμβάνω : Ι 3. (= doubt) athg will happen, άπιστώ μη τι γένηται. SUSPEND. 1ί Hang] Vid., and comp. Depend. % To in- terrupt, defer, delay] Vid. To s. one's judgement, επέχειν την γνώμην or τη? γνώμη? : to 8. payment, παύεσθαι or άποπ. τη? εκτίσεω? : to s. aby from office, &c, ει? χρόνον (or μεταξύ) δια- παύειν τινά τη? άρχη?, κτλ. : to s. a priest from his functions, άπαγορεύειντινι ποίίΊντάϊερά. SUSPENSE, usu. Crcl, e. g. in 8., μετέωρο?, άπορο?, 2. εν άποροι? or -ω : also εν απορία. To be in s., μετεωρίζεσθαι. άπο- ρεΐν. άπόρω? εχειν : to keep in S., jUiTiwp/^tii'. αϊωρεϊν. άνα- πτεροΰν : also άναρτάν, παρα- τείνε ιν. SUSPENSION, άνα-, υπερ- βολή, άπό-, διά-παυσι?, η, and Crcl. with the Verb. S. of hosti- lities, see Truce. SUSPICION, υποψία, ή. υπό- νοια, ή. υποπτον,τό. Seephrases sus SWE SWE under the Verb. Free from s., ανύποπτοι, άνυπονόητος, 2. If Surmise] Vid. υπόνοια, η. νπο- νόημα, το. SUSPICIOUS. 1 Given to suspect] 'ύποπτοι, 2. ύποπτης, ου, 6. S. of evil, καχ-ύποπτος and -υπότοπος, άπιστος, δύσ- πιστος, 2. ΤΙ Liable to be sus- pected] ύποπτος, 2. .For oo//j sewses see phrases under Suspect. SUSTAIN, m 7b 6ear, AoW up, support] Vid. if To feed or keep] Vid. τρέφειν τινά. τρο- φην or σϊτον παρέχειν τιν'ι. ΤΙ Undergo or incur {e.g. a loss)] περιπίπτειν 'ζημία, ζημίοΰσθαι (πολλά, μεγάλα, a great loss). SUSTENANCE (prop, and fig). See Support and Main- tenance. SUTLER, κάπηΧος, 6. (fern.) καπηλίς, η (κατά τό στρατο- πέδου). SUTURE, βαφύ,ν. SeeSBAM. S. of the scull, τό πριονωτόν του κρανίου (Aristot.). SWADDLE, σπαργανοΰν. S.-ing (the act of), σπαργάνωσα, V. S.-ing clothes, σπάργανα, τά (the si?ig., a swathing band) : a child in s.-ing clothes, σπαργα- νιώτης, ου, 6. SWAGGER, σαλεύειν. σα- Χακωνίζειν, and -εύειν, διασαλ., σιιυλοϋσθαι, and σαυλοπρωκτι- άν (comic). See Flaunt and Strut, λαπϊζειν (rodomontade), πλατυγίζειν. S.-ing, σαλακω- SWAGGERER. Fm the Verb. SWAIN. .See Lad, Shep- herd, and Lover. SWALLOW, s. (a bird), χε- Χιδών, όνος, η. A young s., χε- Χιδονιδεύς, έως, ό : of or belong- ing to a s., χεΧιδόνειος and -ιος, 3 and 2, e.g. a s.'s nest, χελιδό- νια νεοττιά, η : a s.'s egg, χελι- δόνιον ώόν, τό. SWALLOW- WORT (celan- dine), χελιδόνιον, τό (varieties, χ. κυάνεον or γλαυκόν and χ. χλωρόν). Also άσκληπιάς,άδος, ν (Linn&us, Asciepias Vincetox- um). t SWALLOW, v. βροχθίζειν, άνα-, κατα-βροχθίζειν, καταβι- βρώσκειν. κατεσθίειν. καταπί- νειν. ροφεΐν, καταρροφεϊν. κά- πτειν, άνα-, έγ-κάπτειν. The act of s.-ing, κάψις, ή. κατάπο- σις, η. SAVAMP,S. ελος,τό. τέλμα, τό. See Marsh, Fen, and Mo- rass. SWAMP, v. καταδύειν (e.g. ναϋυ). See to Sink, and Inun- date. t SWAMPY, λιμν-, τελματ-, ελ-ώδης, ες, and εΧειος, 2. See Boggy, Fenny. SWAN, κύκνος, 6. Of or he- longing to a s., κύκνειο?, 2 : s.- down, κύκνου πτερόν, τό : a S.'s neck, κύκνειος τρά-χηλος, b. SWARD. «[J Aopr.: skin] (576) Vid. TJ Surface of the ground] e.g. green s., πόα, χλόη, η. χόρ- τος, ό. SWARM, s. όχλος, 6 (g. t. CROWD, MULTITUDE, vid.). εσ- μός, άφεσμός, 6, and σμήνος, τό (of bees). By s.'s, in s.'s, κατ' 'ίλας. αθρόος, 3. άγεΧαΐος, 3, or simply άγεΧηδόν and Ίλα- δόν. SWARM, ν. σμηνουργεΐν and mid. έκπέμπεσθαι (pass.). The s.-ing of bees, ή της νεοττιάς άφεσις : the time for s.-ing of bees, ό της αφέσεων καιρός. To s. with athg (to be crowded to ex- cess), γαργαίρειν τινός, ύπερεμ- πλησθήναί, Χ,εΐν τίνος, γέμειν, ύπεργέμειν tivos. SWARTHY, όρφνινος, 3. με- Χάγχλωρος, 2. πεΧιτνός, 3 (of a darkish brown) : also μελανό- χρους, ου, 2. μεΧανόχρως, ωτος, ό, η. μέλας, αινα, αν. φαιός, 3 (of a darkish grey). SWATH. ΤΙ Of mown grass] δγμος, b. U Swaddling -band] σπάργανον, τό. SWATHE, σπάργειν (poet), σπαργανοϋν, -άν, -ίζειν. S.-ing, σπαργάνωσις, η : s.-ing band, σπάργανον, τό: athg s.-d, σπαρ- γάνωμα, τό. SWAY, ν. f (Trs.) Prop.] τινάσσειν, πάΧΧειν, δονείν, κρα- δαίνειν τι. See to SWING, ρέ- πε ιν (make the scale incline), σα- λεύειν (make to move to arid fro). To s. the sceptre, σκηπτρον άμφ- έπειν, νέμειν, μεταχειρίζειν. If To bias, influence] προτρέπειν, παρορμάν, also ροπή ν εχειυ. κλί- νειν, άποκλίνειυ, and πείθειν, άναπείθειν (of moral suasion). See ' to Weigh -with,' ' to have Weight with.' He is s.-d by the last word, εστί του λέγον- τος (Thuc). Tf (INTR.)] ταΧαντ- εύεσθαι, -Ί'ζεσθαι,-οΰσθαι (pass., s. to and fro, opp. to Ίσορρο- πιΐν), and τανταλ-εύειν, -ίζε- σθαι (pass.). SWAY, s. δύναμις, η. κρά- τος, τό. The s. over one's pas- sions, &c, εγκράτεια, σωφρο- σύνη, ή : to have or exercise a s. over them, κρατεϊν or κρείτ- τω είναι or εγκρατή είναι των επιθυμιών, κολά'ζειν τά πάθη. See Mastery, Rule, Dominion. SWEAR, όμνύναι, διομνύναι. όρκον ποιεΐσθαι. See phrases under Oath. *[[ To blaspheme] Vid., and under Curse, Impre- cation. % (Trans.)] To make aby swear (= put upon oath), 6p- κοΰν or ορκιζειν τινά. όρκον λαμβάνειν παρά τίνος. S.-ing, όρκοι, οι (with ref to taking an oath), βλασφημία, η (blasphemy). SWEARER. Orel, with the verbs in to Swear. SWEAT, v. f (Intrans.)] ιδροΰν, άν-, άφ-ιδροϋν, Ίδίειν. To s. fm the effects of anguish, ίδίειν ΰπ' απορίας. Apt to s., Ιδρώδης, ες (Hipp.). TJ (Trs.) To cause to sweat (= throw into a perspiration)] Ίδρωτα παρέχειν. ιδρωτοποιεϊν. πυριάν (by a va- pour-bath). SWEAT, S. ιδρως, ωτος, b. "ιδισις, εως, η. Without s., άν- Ίδρωτος, 2, and adv. -ί, άνιδιτί (PI.) : causing s., ιδρωτοποιός, 2 (with verb -εϊν, subst. -ία, ή), ιδρωτικός. SWEEP, v. > f Clean with a besom] κορειν,εκκορείν. σαίρειν (a house, S[C , dust ; the last inly act., pres. fut. aor. 1). σαρούν (not Att., and used in act. and pass.) : also καθαίρειν, έκκαθ. To s. off or away, σνμφην (e.g. of a river s.-ing aicay a horse, Hdt.). όνακαθαίρεσθαι. άπαράσ- σειν (menfm a ship^s deck, Hdt., Thuc). συλάν, άποσυλαν (strip, plunder). if (Intrans.)] To s. past, φέρεσθαι, άΐσσειν (g. tt., of any rapid motion) : to s. down, κατιέναι, καταβηναι (as a stormy windfm the mountains, Thuc). SWEEP, s. 1 The act of sweeping] καθαρμός, b, and Crcl., e. g. to make a clean s., εκκαθαί- ρειν. S. of the wind, ριπή άνε- μου, η. See Swoop, ίΐ Compass] Vid. TI Sweeps] See (long) Oars. H Sweeper] Ptcp. of verb. Tem- ple-S., νεώκορυς, b, fj. SWEEPINGS, κάθαρμα, τό. κόρημα, σάρωμα, σάρον, σαρ- μά, σύρμα, and όφελμα, τό.. σάρος and σαρμάς, φορυτός, ό. SWEET, γλυκύς, ηδύς, εΐα, ύ. My s. friend, ω γλυκύτατε ! ω γλύκωνί a s. hope, γλυκεία or ήδεΐα έΧπίς : a s. voice, γλυ- κυφωνία, η : a s. odour, ηδυ- οσμία, ή : that has s. fruit, γλυ- κύκαρπος, 2. See for other com- pounds Gr. Eng. Lex. under γΧυ- κυ-, ηδυ-. To be s., έγγΧύσσειν, γλυκαίνεσθαι (pass., Χ.). γΧυ- κάζεσθαι (later). To make s., see to Sweeten. % Fig•] See Pleasant, Delightful. SWEET-BREAD, πάγκρεας, ατός, τό. SWEET-BRIAR, κυνόσβα- τος, η. κυνάκανθα, ή. SWEETHEART. See Lover, Suitor. SWEET-MEAT (SWEETS), γλύκυσμα, μελίτωμα, μελίπη- κτον, τό. S.'s, νώγαλα, πέμ- ματα, τά. ^[ Fig.: the sweets] τά ηδέα, γΧυκέα, αί ηδοναί. See Delights. SWEET-TOOTHED (licker- ish), χνανρός, χναυστικός, 3. SWEETEN, γλυκαίνει ν, άνα- γλυκαίνειν. καθηδύνειν, γλυκά- Χ,ειν. To s. with sugar, ήδύνειν τι σακχάρω. προσπάττειν τιν'ι σάκχαρον. καταμελιτοΰν. SWEETISH, εγγλυκος, 2. To be s., έγγλύσσειν : a s. taste, see Sweetness. SWEETNESS, γλυκύ-, ηδύ- της, τητος, η. τό γλυκύ, έος. ηδυσμα, τό. If Fig.: pleasant• ness] Vid. SWE SWELL, v. IT (Trans.)] ol δάνειν, -αίνειυ {poet.), άν-, δι-οι- δαίνειν. όγκοΰν, εξ-, δι-ογκοΰυ. See to Puff up, Fill the Sails. To s. the amount, see Increase. II (INTRANS.)J ο'ιδεΐν, άν-, δι-, εξ-οιδεΐυ, άν-, δι-οιδαίνεσθαι. όγκοΰσθαι. αύξάυεσθαι (pass.), σπαργάυ. σφ ρ ιγάυ (with plump- ness), όργάν (of ripe fruit), κυ- ματυυσβαι (of the sea), and κο- ρύσσεσθαι (poet.), κορυφοΰσβαι. άυαφλεγμαινειυ (tumour with in- flammation). μετεωρίζεσθαι(ρ33., to heave, e. g. as the breast, Sec), κολποΰσθαι (as sails), πληθύειν (as a river). To s. a little, ύποι- δεΐυ and -αλέος (adj.), 3 (Hipp.). S.-ing, ογκώδη?, ες (of a horse's sides, JT.). ^J Fig. : e. g. with ostentation, pride, fyc] μέγα φυ- σάυ. όγκου alpuv. όγκοΰσθαι, έξογκοΰσθαι (pass., επί τινι). τυφοϋσθαι, εκτυφοΰσθαι, and εκτύφεσθαι. επα'ιρεσθαι. See to be Puffed up, Elated. SWELL, s. (of the sea), κλυ- δώυιον, τό. u SWELLING (in the abstract), όγκος, ό. οίδημα, τό. όγκωσις, άυοίδησις, ετταρσις, ή. ^[ Tu- mour] Vid.. and Abscess. SWELTER,a-aue- αίυεσθαι τω καύματι. S.-ing (hot), καυματ-, καυσ-ώδης, ες. καυματηρός, 3 : s.-ing heat, καύ- μα. SWERVE, κλίυεσθαι (pass.), εκ-, παρεκ-κλίυειυ. πτύρεσθαι, πτυρηυαι (start as a horse). To s. fm the right way, see to Wan- der, Deviate. SWIFT, adj. ώκύς, ταχύς, tta, ύ. θοός, 3. Poet., α'ιψ-, Χαιψ-ηρός, κραιπνός, λαβρός, καρπάλιμος, 3, and numerous compounds with ώκυ-, ταχύ-, for wch see Gr. Eng. Lex. See Fast, Quick, Rapid. SWIFT, s. 1M rapid] Vid. ^I Sand-martin] κύψελος, δ. δρε- πιιν'ις, ίδος, f]. άπους, άπυδος, δ. SWIFTNESS, τάχο5, το. ταχύ-, ώκΰ -Tjjs, τητος, ή. See Quickness, Celerity, Rapidi- ty. SWIM, νεϊν and νήχεσθαι (to be carried by the water), κολυμ- βάυ (only of living beings). To s. at the top, see to Float : to s. under water, υφαλον νήχεσθαι : to be able to s., νεϊν επίστασθαι : able to s., νευστικός, 3 : to s. across a river, διανήχεσθαι πο- ταμού, νηχόμενον διαβαίνειν ποταμόν. A s.-ing eye, κάθ- υγρος οφθαλμό?, ό : the act of S.-ing, τό νείν or νήχεσθαι. νη- ξις, ή. νεΰσι•:, h- το κολυμβάυ. κοΚύμβησις, ή: art of s.-ing, κο- λυμβητική, n : to save oneself by s.-ing, άποκολυμβάυ : to s. out of, εκκολυμβαυ. εκνεϊν. Tf Fig. : to be in abundance] Vid. SWIMMER, κολυμβητή?, od, and -ήρ, ήρος, ό. A good 8., κο- λυμβητικός, 3. (577) swo SWINDLE. See to Cheat, Defraud. SWINDLER. See Cheat, Impostor. SWINE. See Sow, Hog, Pig. SWINEHERD, συβώτης, ου, δ. υο- and χοιροβοσκός, δ. SWING, v. f (Trs.)] πάλ- λειν, διαπάλλειν. δονεϊν. δι- νεϊν. κραδαίνειυ. τιυάσσειν. σεί- ειν. σφευδουάν (sling), αϊωρείν (aloft in air), ραδανίζειυ (move backwards and forwards, esply of wool in spinning). See Sway. To s. oneself upon a horse, άυαπη- δάυ ίφ' ϊππον: to s. the arms in walking, παρασείειν τάς χείρας. ίί (Intrans.)] Passives of pre- ceding, and κρεμασθ ui (to hang), or άνακρεμασθαι. μετέωρου εΐ- υαι. S.-ing, -παλμός, δΊνος, δ. α'ιώρησις, ταλαυτ- and τανταΧ- -εία, η (a s.-ing motion) : a s.-ing of the arms in walking, παρά- σεισμα, τό (Hipp.). SWING, 's. αιώρα, r). SWINISH, ΰϊκός, υειος, ύηνός, 3. χοιρώδης, ες. To be S., υη- υεΐυ (PL). SWINISHNESS, ύηνία, συ- ηυία, ν. SWIPE (Lot. tolleno), κηλωυ, ωυος, δ, and κηλώυειου, τό. SWITCH, s. ράβδος, h (g. t rod), ράδιξ, ικος, η. SWITCH, υ. βαβδίζειν (g. t. fog). Ιμάσσειυ (lash). SWOLLEN, past partcp. to Swell. ^ Fig.] See Inflated. SWOON. See to Faint. SWOOP, V. καταφέρεσθαι (e.g. the hawk upon the doves, δ ϊίραξ επί τάς περιστεράς). SWOOP, S. ορμή, καταφορά, οίμα, τό (Horn.). The eagle's s., ρόμβος άετοΰ (Pind.). SWORD, ξίφος, φάσγανον, τό. Small S., μάχαιρα, ή. αορ (poet.), and also αίμα (Soph.), τό. κοπίς, ίδος, ή: a Pei'sian s., άκι- νάκης, ου, δ '. to draw the s., γυμ- νοϋυ or σπάσασθαι or ελκειυ or ερύσασθαι τό ξίφος (agst airy, επί τίνα) : to gii'd on one's s., ύποζώννυσθαι τό ξίφος; to kill, &c. with the s., ξιφοκτονεΊν : to put to the s., see Slay : in the shape of a s., ξιφοειδής, ες : one that bears a s., ξιφο- and ξιφη- -φόρος, δ (with verb -εΐν, and subst. -ία, ν) : a short or small s., ξιφίον, τό : one that makes, sells, s.'s, s. -cutler, μαχαιρο- -ποιός, -πώλης, ου, ξιφουργός, δ : his shop, μαχαιροπωλεΐον, τό. S. -belt, ξιφιστήρ, ηρος, τελαμών, ώνος, δ : S. -sheath, scabbard, ξιφοθήκη, ή. S.-dance, ξιφισμός, δ, and ξίφισμα, τό (fm verb ξιφί"ζειυ, to dance it). S.-lily (plant, Lat. gladiolus), μα- χαιρώνιου, τό. S.-fish, ξιφίας, ου, δ. SWORN. From past partcp. of verb to Swear. A s. enemy, εχΰ ιστός, δ. αδιάλλακτος εχ- SYN Θρ05, δ : s. enmity, άσπονδο? έχθρα, ή. SYCAMORE, prps ζυγία (hornbeam, greater maple), or πλάτανος (g.t. oriental plane), ή (ι^* not συκάμιυος = mulberry, nor συκόιχορος — fig -mulberry). SYCOPHANT, συκοφάυτης, ου, δ. To be a s., σνκοφαυτεϊυ: a s.'s trick, συκοφάντημα, τό : S. like, συκοφαντώδης, ες, $|f» all in the ancient sense, false ac- cuser, TALE-BEARER, Vid. In the mod. sense, βωμολόχος, παρά- σιτος, δ (toad-eater). See Flat- terer, Fawning. SYLLABLE, συλλαβή, h. The last s., ή καταλήγουσα: the last s. but one (penult.), ν παρα- λήγουσα : the last s. but two (an- tepenult.), ή προπαραλήγουσα : that has a long s., μακροσύλλα- βος, 2 : that ends with a long s., μακροκατάληκτος, 2 : that has the penultimate s. long, μα- κροπαράληκτος, 2 (both with verb -εΐν) : to write down from dicta- tion s. by s., tos αυτάς συλλα- βάς γράφειυ τινί: of two, three, four, &c, or the same number of, s.'s, δι-, τρι- τετρα-, Ίσο-σύλλα- βος, 2. SYLLOGISM, συλλογισμός, δ. To make a s., συλλογίζεσθαι. SYLLOGISTIC, συλλογισ- τικός, 3. SYMBOL, σύμβολου, σημεί- ου, τό. ε'ικών, όνος, ή. SYMBOLIC, συμβολικός, 3. όΥ εικόυος. SYMMETRICAL, σύμ-, Ιμ- μετρος, εύρυθμος, 2. S.-ly, κατά συ,μμετρίαν, μετά συμμετρίας, συμμετρίας. SYMMETRY, συμμετρία, εϋρυ&ιιία, τ/. SYMPATHETIC, συμ-, δμο-, δμοιο-παθής, ες, τινι. SYMPATHISE, δμο-, δμοιο- παθεΐν τινι. συμπάσχειν τινί. To s. in athg, δμοιοπαβη είναι λύπης τε και ηδονής (Ρ Ι.) : — in grief, συναλγεϊν, συμπενθεϊν τινι. συγκάι^νειν τινί. SYMPATHY, συμ-, δμοιο- πάθεια, ή. SYMPHONY, συμφωνία, ή. SYMPTOM, σύμπτωμα, τό. επισημασία, η. SYMPTOMATIC, σημειώ- δης, ες. SYNAGOGUE, συναγωγή, η (eccl. L). SYNCHRONISM, συγχρο- νισμός, δ. SYNCHRONISTIC, όμό-, σύγ-χρονος, 2. See CONTEMPO- RARY. SYNOD. See Assembly. SYNONYM. Orel, with Adj. SYNONYMOUS^iwii/uMos, ισοδύναμος, 2. To be s., Ίσοδυ- ναμεϊν. SYNOPSIS, σύνοψις, v. See Summary. SYNTACTICAL, συντακτι- κός, 3. Pp SYN SYNTAX, σύνταζις, ή. SYNTHESIS, σύνθεσις, ή. SYRINGE, σίφων, ωι /os, σα.• λ?7ΐ/, ^ί/θ9, ό. Also κλυσ^-ήρ (used for medical injections, <§"C.), or ένετήρ, ήρος, 6. SYRUP, σίραιον, εψημα, γΧεΰκος, τό. SYSTEM, σύστημα, τό. τέ- χνη, ή. To bring into a s., τέ- χνην συστήσασθα'ι τι : philoso- phical s.'s, φιλοσοφίαι, αϊ : part of this 8., μέρος τη? μεθόδου ταύτης. SYSTEMATIC, συστηματι- κός, τεχνικός, 3. έντεχνος, 2. Also τέχνη και οδω, οδω, καθ' οδόν (e. g. άλλως δε συνείρειν μη φαΰλον η και ου καθ' οδόν, ω φίλε, PL). S.-ly, μεθόδω, οδω, τέχνη, τεχνικώς. TABERNACLE, s. σκηνή, ή. See Tent. The Jewish feast of T.'s, σκηνοπηγία, η. σκηνοπή- yia, ων, τά. Also ή εορτή {the κατ εξοχήν). TABERNACLE, ν. σκηνούν. ενσκηνοΰν. TABLATURE, ττινάκωσις, ή. σανίδωμα, τό. TABLE, τράττεζα,^ ή. Α small t., τραττέζιον, τό : to put the cloth on the t. (= lay the cloth), πάρα- or κατα-σκευάζειν, τταρατιθέναι τράπεζαν. (§f^* παρατίθου τράπεζα, παρα- σκεύαζε σεαυτήυ, Athen. vi. 267, ε; Germ. Tischchen decke dich !) To sit down at table, κατακλίνεσθαι (pass.) έπι δεί- ττνω : to be at t., ava- or κατα- κεϊσθαι δειπνοϋντα : to get up fm t., άνίστασθαι από δείπνου: at t., παρά δεϊπνον. εν τω δει- πνεϊν: to keep a good t, λαμ- πρά τη διαίτη χρήσθαι : to have the' freedom of aby's t., άμισθϊ λαμβάνειν την τροφην παρά τίνος : to make aby free of one's t., τροφην διδόναι τιν'ι. προίκα έστιάν or εύωχεϊν τίνα : one that sets the things on the t., serves or waits at t. (= the waiter at t.), 6 παρασκευάζων την τράπεζαν. τραπεζοκόμος, 6 : utensils and vessels for the table, επιτραπέζια σκεύη, τά. σκιύη τά προ•; τό δεϊπνον : the company at t., ομοτράπεζοι, οι. T.-cloth, -linen, prps επιτραπέ- ζιος οθόνη, ή (not used by the an- cients). T.-wine, οίνος ευτελέ- στερος, ο. Τ. -talk, λόγοι ol παρά τό δεϊπνον (γενόμενοι), συμποτικοί μϋθοι, οι. % Tablet] Vid. «ft Index-] Vid. πίναξ, ακος, δ. διάγραμμα, τό. If Game of tables'] S e Draughts. (578) TAI T| Prov.] The t.'s are turned, μεταπέπτωκε τά πράγματα, άλλοίως ήδη έχει τό πράγμα. TABLET, πινάκιον, πινακί- δων, τό (g. t.). % For writing] δέλτος, η. πίναξ, ακος, δ. πινα- κίς, ίδος, ή. σανίς, ίδος, ή. γραμ- ματεϊον, τό. T.'s (= slabs as marks), 'όροι, οι. TABULAR, ωσπερ εν πι- νάκι, εν πίνακος ε'ίδει. TACIT (not eocpressed), άρρη- τος, 2. ου φανερός : but usu. Crcl. with σιωπών partcp. or σιωπή or καθ' ήσυχίαν. A t. assent or agreement, ομολογία ου φανερά, ή καθ' ήσυχίαν προσθήκη, αϊ εκ τοϋ αφανούς συνθήκαι : to give one, σιωπή προστίθεσθαι or δμο- or καθ- ομο-λογεΐν. TACITURN, σιγηλός, σιω- πηΧός and -ρός, σιγητικός, 3. TACITURNITY. Crcl., and see Silence. TACK, v. ! (Trs.) To join, unite] Vid. if (Intrs.) Naut. t. : to sail with a half wind] δια-, άνα-τοιχεΐν. πλαγιάζειν προς άντίους τους άνεμους (Luc). Το t. about, επιστοέφειυ την ναΰν. TACK, s. ΙΟ/α ship] Crcl. with the Verb. TJ A small nail] στοιχεϊον, τό. σκόλοφ, οπός, 6. TACKLING, τά της νεώς όπλα or σκεύη or όπλίσματα. TACT, σύνεσις, εύ-στοχία, -τραπελία, ή. To have t., συν- ετεϊν. εμμελώς κρίνειν or ποι- εϊν τι : that has t., συνετός, 3. εύστοχος, 2 : want of t., άσυν- εσία, αστοχία, άκαιρία, άπειρο- καλία, ή : that wants t., ασύν- ετος, άστοχος, άπειρόκαλος, άκαιρος, 2. TACTICS, τακτική, ή. τα- κτικά, τά. (Well) versed in t., τακτικό?, 3: a treatise or writing on t., τακτικόν σύγγραμμα, τό. TADPOLE, (βάτραχος) γυ- ρίνος, δ (PL). TAFFETA. See Silk. TAG, s. See End. T.-rag and bobtail, πλήθος άγνρτικόν, τό. συρφετός, σύρφαξ, ακος, δ. TAG, v. See to Fasten. To t. verses or rhymes, κολλομελεΐν (comic). TAIL, ουρά, ή. κέρκος, ή. The lion's t., άλκαία, ή (and poet, δλ- καία) : the horse's t., σόβη, ή : to wag its t., σαίνειν την ούράν or τή ούρα : to drop its t., σχά- ζε ιν την ούράν : to draw his t. between his legs, υπό την γασ- τέρα αγειν την ούράν : that has his t. clipped, κόλουρος, 2 : in fern, κολουρίς, ίδος, ή. κολοβό- κΐρκος, 2. Of or belonging to the t., ουραίος, 3, e. g. the hair of the t., ούραϊαι τρίχες, αϊ : a t. feather (of a bird), ούραϊον πτερόυ, τό, and όρροπύγιον, τό {likewise = t.-fin of a fish). ^J Fig.] The t. of a garment, σύρμα, έπίσυρμα, τό : the tail of a comet, άκροφύσιον, τό. κόμη, ή. ΤΑΚ H Colloq.] To turn t., see Flee: t. foremost, πυγηδόν (Aristoph.). TAILOR, ϊματουργός, άκε- στής, οΰ, δ. A t.'s trade or pro- fession, ϊματ- and ϊματιο-ουργι- κή (τέχνη), ή : a t.'s work, ϊμα- τοποιία, ϊματουργία, ή : to fol- low the trade of a t., πυιεϊν or έργάζεσθαι or κατασκευάζει» ιμάτια. TAILORESS, άκέστρια, ή. άκεστρίς, ίδος, ή. TAILORING. See under Tai- lor. TAINT, v. See to Stain, De- file, Corrupt. T.-d, see Ran- cid, Putrid, κρεοσαπής, ες (as meat). TAINT, s. μίασμα, τό. ση- πέδων, όνος, ή, and Crcl. TAKE, v. II Propr.] λαμ- βάνειν, δέχεσθαί τι. To t. with one's hand, λαβεϊν τι τη χειρί. βαστάζίΐν, μεταχειρίζεσθαί τι : to t. arms, λαβεϊν τά όπλα : to t. in one's arm, άγκάς λαβεϊν τι, and άγκ-άζίσθαί, -αλίζεσθαί τι (poet.) : to t. into one's arms, see to Embrace : — on one's back, δέχεσθαί τι έπϊ τά νώτα. νω- τίζεσθα'ι τι. αϊρεσθαί τί: to t. aby by the hand, λαμβάνειν τινά της χειρός: to t. athg offered, see to Receive, Accept : what will you t. for the horse? πόσου πωλεϊς τον ϊππον ; to t. to one- self, into one's house, δέχεσθαί στέγη, πυρί τίνα. ε'ισδέχεσθαί τίνα : to t. aby with one, αγειν μεθ' εαυτού τίνα : — away — , λαβόντα τινά μεθ' αυτού άπ- ιέναι : to t. HOLD (vid.), επι-, άντι-λαμβάνεσθαι (of or by athg, τινός) : to t. (by depriving an- other), ύφ-, άφ-αιρεϊσθαί τι. άφελέσθαι τιι /os τι or τινά τι : — with violence, βία άφαιρεϊ- σθα'ι τι. άρπάζειν τι : to t. by the hair, by the throat, &c, see Seize, Catch : to t. (by con- quest), α'ιρεϊν, έλεϊν (e.g. πόλιν). ύφ' εαυτω ποιεϊσθαί τι, sts λα- βεϊν (e. g. a harbour, λιμένα). pass., άλίσκεσθαι, άλώναι (e.g. the city was taken, ε άλω ή πό- λις) : easy, hard to t., εϋ-, δυσ- άλωτος, 2 : to t. aby prisoner, captive, συλλαβιϊν, ζωγρεϊν τί- να, ζώντα λαβεϊν τίνα : to t. in hunting, in a net, &c, see to Catch : he took nothing by his motion, ουκ έσπασε ταύτη γε and ή μήρινθος ουδέν έσπασε (metaph., fm angling, Aristoph.). To t. (jig. absol. = to please), άρέσκειν, str. t. see to Capti- vate : t.-ing (of manners and address), επίχαρις, ι. To t. food, προσφέρεσθαί τι. άπολαύειν τινός, πάσασθαί τι (poet.): — drink, πίνειν τι : to t. breath, Vid. : without taking breath, πυ• κνουμένω πνεύματι (Plut.): to t. MEDICINE, POISON, SLEEP, a ride, a avalk, see those substt. : to t. in hand, έπιχειρεϊν τινι: to t. one's time about anything, ΤΑ Κ TAL ΤΑΜ σχο\{7 πράττει» τι : to t. the opportunity, λαβείν καιρόν, χρη- σθαι τω καιρώ: to t. the liberty, τολμάν : to t. possession of athg, t. athg in possession, κρατεΐν τί- νος, υφ' εαυτω ποιεισθαί τι : to t. aby's part, αιρεΐσθαι τά τί- νος, see Side : to t. a wife, άγε- σθαι γνναϊκα : to t. as teacher, αιρεΐσθαι τίνα διδάσκαλον : to t. lessons, διδάσκεσθαι : I have taken my part, διέγνωκα, κέ- κρικα : to t. on hire or lease, μισθοΰσθαί τι : to t. an OATH, Vid., and = swear : — of any- body, ορκοϋν, εξορκοϋν or -ϊζειν τινά: to t. REVENGE, Vid. : to t. one's place (and aby's place), one's seat, the road, copy, pattern, example, &c, see the substt. To t. the form of a dove, μεταβάλλειν μορφην εις περιστεράν : to t. shape, μορ- φοϋσθαι. συνίστασθαι : to t. place, Vid. : to t. its rise or BEGINNING, Vid. : to t. a FANCY or a liking, Vid. : also to t. ALARM, FRIGHT, HEART, COU- RAGE, WARNING, NOTICE, HEED, CARE, PAINS, TROUBLE, &C. : to t. the trouble, (= be so good as) to report to aby, προθυμνθήναι άπαγγεϊλαί τινι : to t. COLD, the fever, and the UL•, see the sulMt. and to Catch : to t.harm, ζημίαν, κακόν λαβείν (JC.). βΚάπτεσθαι. To t. athg strictly, ακριβώς σκο- ττεϊν τι : to t. athg seriously, to HEART, ILL, AMISS, Vid. : I should t. it as a favour, ευεργέ- τημα αν θε'ιην, see to Esteem : to t. the sense of the laws so, λαμβάνειν ούτω τους νόμους (Lys.) : t. it as you will, οπη βούλει δέζασθαι, δέχου : to t. athg for what it is not, νομίζειν τι είναι ο ουκ εστί : I t. it (ρα- renth.), οΊμαι, δήπου : to t. aby's meaning, συνιέναι (το λεγόμε- νον), see Understand, % In combination with prepositions used adverbially or with cases] To t. after (= be or turn out like), ομοιοΰσθαι. ομοιον γίγνεσθαι τινι : — his father, πατρ-ώζειν, -ιάζειν. To t. AWAY, (άρεΤν, αφαιρεΐν and mid , άποσπαν (by force) : to t. athg away fm aby, άφαιρεϊσθαί τίνα or τινός τι. άποστερεϊν τίνα or τινός τι: to t. away by stealth, νποκλέπτειν, νπεκκλέπτειν. To t. BACK, άρα-, άπο-λαμβάνειν. άττοδέχεσθαι and άφαιρεϊσθαί πάλιν. To t. down, καθαιρεϊν, άττοκινεΊν. κατάγειν: to t down a building, see Pull down, Demolish : to t. down in writing, see to Write. To t. for, see to Account, to Hold : to t. for granted, Vid. To t. from, λαμβάνειν, seq. gen. ύπολαμβάΐ'ειν τινός τι. άφαι- ρεΊν and άφαιρεϊσθαί (άφελέ- σθαι) τινά τι or τινός τι. See to Remove, Withdraw, De- duct. To t. IN, ε'ισ-, προσ- δέχεσθαι, or simply δέχεσθαι, see (579) to Receive : to t. in passengers, άναλαμβάνειν (into a ship) : to t. in goods, εντιθέναι ε'ις την ναΰν. To t. in (intellectually), see to Comprehend, συνιέναι τι. To t. in (physically), see to Comprise. To t. in (= impose upon) aby, παρ-, ύπ-άγειν, φε- νακίζειν τινά, see to Cheat, Deceive. To t. in sail, στέλ- λεις, κατά-, ύπο-, or συ-στέλ- λειν, or καθαιρεϊν ιστία, χαλάν ιστία. To t. INTO, ε'ισδέχεσθαι : to t. into consideration, see to Consider : to t. athg into one's HEAD (vid.), εις νουν έμβάλλε- σθαί τι. To t. OFF, καθαιρεΐν, αφαιρεΐν (e. g. άχθος τινός, α burden, or κουφίζειν τινά του βάρους) : to t. off the helmet, one's hat, &c, περι-αιρεϊηθαι, -ελίσθαι : to t. off one's dress or clothes, εκ-, άπο-δύισθαί, -δϋναί τι. See to Put off, Remove, Abate ; also to Imitate, to Mimic. To t. on, see to Grieve. To t. OUT, έζαιρεΐν. εκ-, άπο- λαμβάνειν. προφίρειν. To t. το = α] Betake oneself to, Vid.: (β] set about athg), επι-, έγ-χειρεϊν, τινι. απτεσθαί τί- νος : γ] to t. to aby, see to Like : to t. to drink, άποκλ'ινειν προς φιλοποσίαν. To t. UP (fm the ground), α'ίρειν άπό της γΓ]ς. αραντα λαβείν : to t. up the dead on the field of battle, άν- αιρεΐσθαι τους νεκρούς : to t. up the discourse or a speaker, ΰπολαμβάνειν : to t. up the thread of one's narrative, &c, see to Resume: to t. up arms, λαμ- βάνειν or α'ίρειν or άρπάζειν τά 'όπλα, also ένδΰναι τά όπλα (to gird or arm oneself) : to t. up room or space, see to Occupy : to t. up aby's time, άσχολον ποιειν or παρέχειν τινά. άσχο- λίαν παρέχειν τινι του c. infin. To t. up, = ARREST, Vid. To t. up money by way of loan, δα- νείζεσθαι, see to BORROW and Loan. To t. upon one, see As- sume, Undertake. TAKE-IN, s. See Deception. TAKER and TAKING, s. Verbal subst., or Orel, with verbs to Take. TAKING, adj. See Attract- ive, Winning. TALE, il Prop.] See Story. il Fig.] To tell a t. or t.'s, see Falsehood. TALE-BEARER, ψιθυρι- στής, οΰ, 6 (susurro), or ψίθυρος, b. διάβολος (if with wicked and malicious intent), μηνυτής, οΰ, b (delator). A malicious or spite- ful t., συκοφάντης, ου, b : to be a t., συκοφαντεϊν. TALEBEARING, ψιθυρισ- μός, b. διαβολιά, συκοφαντία, διαβολή, ή. TALENT. IT Λ certain weight of money] τάλαντον, τό. Worth or weighing a t., ταλαντιαΐος, 3. if Intellectual gift] φύσις, δύνα- μις, εως, η. A poetical t., ττοι- ητικη δύναμις : a great t., ευ- φυΐα, φύσεως 'ισχύς, η : he undoubtedly displayed great t., βεβαιότατα εδήΚωσε φύσεως Ίσχύν: a man of t., άνήρ ευφυής (την φύσιν), ο : to have a natu- ral t. for athg, ευ πεφυκέναι προς τι : to have no t. for athg, άφυη είναι προς τι: not with- out t., ουκ άφυής, 2. ζυνετός (η, όν) ες τά μάλιστα. TALENTED. See preceding -Art TALISMAN, περίαμμα, τό (amulet), φυλακ-, άλεζη-τήριον, τό (agst athg, τινός), προφυλα- κή, ή. TALK, s. λόγος, 6, and λό- γοι, οι. διάλεκτος, διάλεξις, ή. τό διαλέγεσθαι. ομιλία, ή. Α confidential or friendly t., λόγοι προσφιλείς. See CONVERSA- TION. To have a t. with aby, διαλέγεσθαι τινι or προς τίνα. λόγους συμβάλλειν τινι : to have a long t. together, λόγους πολ- λούς ποιεϊσθαι, or διατελεΐν διαλεγομένους, προς αλλήλους : there is a t., λέγουσιν (άνθρω- ποι), τεθρύληται. λόγος εστίν: the town's t., τεθρυλημένος λό- γος, b : to become the town's t., θρνλεϊσθαι and διαθρυλεϊσθαι (pass.): mere t., λαλαγή, η. λα- λάγημα, τό : small t., στωμυ- λία, ή : idle t., μάταιο-, κενο- λογία, φλυαρία, ή. λήροι, ων, οι. TALK, ν. λέγειν. SeeSPEAK, and phrases under Talk, s. To t. athg over, άνακοινοϋν τινι τι or άνακοινοΰσθαί τινι περί or υπέρ τίνος. κοινολογεϊσθαίτινι, διαλέγεσθαι τινι or προς τίνα : to be t.-d deaf by aby, διατεθρυ- λησθαι τά ωτα υπό τίνος (Ρ1•). TALKATIVE, λάλος, 2. άδο- λέσχης, ου, ο. πολύλογος, στω- μύλυς, 2. See Loquacious, Gar- rulous. TALKATIVENESS, λ«λία, ττολυλογία, άδολεσχία, στωμυ- λία, η. See Loquacity, Gar- rulity. TALL, μακρός, 3. μέγας, με- γάλη, μέγα. See HlGH, LOFTY. TALLNESS. See Height. TALLOW, στε'αμ (contr. στηρ, gen. στητόβ), τό. λίπος, τό. To make into tallow, στεατοΰν τι : made oft., στεάτινος, 3: t. can- dle, στεάτινος λύχνος or φανός, b : like t., στεατ-, λιπ-ώδης, ες. TALLY, v. ΤΙ To carve] εγ- κόπτειν. χαράττειν. ΤΙ Το match] Vid. TALLY, S. σύμβολον, τό. T.'s (= tesserae hospitales), λί- σπαι, αϊ, and σύμβολα, τά. TALON. See Claw. TAMARISK-TREE, μυρίκη, n ' TAMBOURINE. See Tim- brel, and g. t. Drum. TAME, adj. ήμερος, 2. τι- θασσός or τιθασός, 2. χειρο- Ρρ2 ΤΑΜ TAS TAT ήθης, ες. To serve up the flesh of wild and t. beasts, κρέα και θήρεια και τών ήμερων παρα- φέρειν τινι : to make or render t., ήμεροϋν. τιθασσεύειν or τι- βασίύειν : to become t., ήμεροΰ- σθαί. τιθασσεύεσθαι : made t., τιθασσευτός or τιθασευτός, 3. TT Fig. : spiritless] Vid. H Flat, insipid] Vid. TAME, V. ήμεροΰν, εζημε- ρυΰν. τιθασσεύειν or τιθασεύειν. To s. (= break in) a horse, δαμά- ζει» ϊππον. T.-ing {the act of), τιθασσεία, ήμέρωσις, κόΧασις, V. TAMER, τιθασσευτής, οΰ, ό, and Crcl. Τ. of horses, ιππο- δάμος (Horn.), and δαμάσιππος, ό, ή. TAMPER, f To meddle] Vid. IT 7Ό practise secretly'] See to In- trigue, πράσσειν eis Tit/a. διαπειρασθαί τίνος : to t. with the words of a law, &c., Χυμαί- νεσθαι. TAN (ίο prepare leather), δέ- ψειν, βνρσοδεψεϊν, μαΧάττειν. TANGENT (geom. t), ή επι- ύαύουσα γραμμή. ' TANGLE, v. and s. See En- tangle, -ment, and Confu- sion. TANK. See Cistern, Re- servoir. TANKARD. See Cup and TANNER, βυρσοδέψης, ου, 6. To be a t., βνρσοδεψεϊν : a t.'s yard, βυρσοδίψιον, τό : a t.'s business or trade, βυρσοδε- ψική, ν• TANTALIZE, Crcl, e. g. ιταρατείνειν τινά αγαθόν τι π-ροδεικνύντα είτα πάΧιν άφαι- ροϋντα. τω τανταΧείω -πάνω βασανϊζειν τινά. Also έΧεφαί- ρεσθαί or βουκολεΐν τίνα (cheat with idle hopes')^ TANTAMOUNT. See Equal. TAP, v. έΧαφρώς πατάσσειν or θεναρϊζειν. εΧαφράνπΧηγην επιφέρειν. To t. at a door, θρυ- γαναν (Aristoph.). See to Rap. TT To tap a cash, <^c] ύπανοι- γνύναι.κατασταμνί'ζειν(Αϋιβη.). ΪΤ Surg. t. : for the dropsy] παρα- κεντεϊν. The operation of t.-ing, παρακέντησις, ή. TAP, S. εΧαφρά πΧηγή, ή. See Rap, s. TAPER, s. κηρίων, ωνος, 6 (wax-light). Wax-t.'s, κηροί, oi (Heliod.). TAPER, v. See to Light up. TAPER, s. ραδινό^, 3 (slim, slender, esply of human body or its parts), ήρεμα or κατά μικρόν αποκορυφού μένος, 3. κώνο- or π-υραιιο-ειδής, ές. TAPER, v. ήρεμα or κατά μικρόν άττοκορυφοΰσθαι. TAPESTRY, τάπης, ητος, ό, and -ts, ιδος, ή. αύΧαία, ή. κρεκάδια, τά (a kind of t., Aris- toph.). To cover or hang with t., στρωννύναι, επιστρωννύναι, (580) κοσμεϊν or επικοσμειν ταττισι : the walls were hung with t. of (or tapestried with) purple and gold, ήσαν oi τοίχοι άΧουργεσι και διαχρύσοις εμπεπετασμέ- νοι (A then.). TAPIS (French), in the phrase to bring upon the t., τιθέναι or προφέρειν εις τό μέσον, or sim- ply εισφέρειν. TAR, s. πίσσα or πίττα, ή. See Pitch. IT Improp. : a sailor] VlD. TAR, v. πιττοΰν, πιτταΧοι- φεΐν. See to Pitch. TARDY, -INESS. See Slow, -NESS, βραδύς, εϊα, ύ. βραδύ- της, ητος, ή. TARE (plant, Lat. vicia), βι- κ'ιον,τό. κύαμος, ο. See VETCH. i$gt The ζιζάνιον, τό, of the pa- rable in the Ν. Τ. (which ivord occurs only there), is Heb. zunin, Gr. αϊρα, ή, Lat. lolium temu- lentum, Fr. ivraie, Germ, toll- korn, not a species, but a degene- rated wheat. TARGET, 7τελτ»7, h. γέρρον, τό. See Buckler, Shield. TT As mark for archers, Qc] σκο- πός, 6. TARGETEER, πεΧταστής, οΰ, 6 (with adj. -ικός, 3). TARIFF, παράπηγμα, τό. To make a t., παραπηγνύναι : — of prices, την των ώνίων τι- μήν τάσσειν. TARNISH. See to Sully, to Soil. TT To make not bright] See to DlM. άφανίζειν. άμανροΰν. To t. aby's reputation, μαρα'ινειν, διαβάΧΧειν, καταισχύνειν τήν τίνος δόζαν. ΤΤ (INTRANS.) Το lose its brightness] άμανροϋσθαι. έζανθεϊν. TARRY. See to Delay, to Linger. Τ A RT, adj. See Acid, Sharp, Sour. TART, s. πΧακοίς, 6 (g. t). πΧακοΰυτιον, τό (tartlet). TARTAR, φέκλη, ή (late,fm Lat. fsecula, fsex vini nota). TARTNESS. See Acidity, Sharpness, Sourness. TASK, S. έργον, τό. εργασία, η (g. tt. work). A t. imposed, τό ταχθεν or προσταχθεν, τεταγ- μένον. A t. for solution, πρό- βΧημα, τό. πρότασις, ή. ζή- τημα, τό (for answering or work- ing it out). μεΧέτημα, τό (for reflexion). See Problem, and Lesson, Exercise. άθΧος, 6 (a labour). To set aby a t., προτεί- νειν πρότασιν : it is an arduous or difficult t., έργον εστί : it is aby's t., έργον εστί τινι : the hardest t. remains still to be per- formed by aby, 6 μέγιστος των αγώνων ΰποΧείπεταί τινι : to be equal to a t., δυνατόν or ol- όντ είναι ποιεϊν τι. διαρκεϊν προς τι. άξιον είναι πράττειν τι. To t. aby to t., άνακρίνειν τινά (bring to account), μέμφε- σθαί τινι (censure). TASK, V. προτε'ινειν πρότα- σιν. άθΧον επι-orπpoσ-τάττειv τιν'ι. TASSEL, θύσανος, 6. TASSELLED, θυσανωτός, 3. TASTE, s. IT Savour, flavour (=: sapor)] γεύμα, τό. χυμός, b. Without t., άχύμωτος, 2 : of sharp t., δριμύς, εϊα, ύ. TT Sense of taste (gustatus)] γεϋσις, ή. ή διά του στόματος or διά της γΧώττης α'ίσθησις. στόμα, τό. To t. a taste of athg, άπογεύ- εσθαί τίνος : to give aby a t. of atbg, γεύειν τινά τι : not to have had a t. of athg, άγευστον εΊναί τίνος : organs of t., γευστικά αισθητήρια, τά. A fresh t. of calamity, παροψις κακών, ή (poet.). TT Fig. : (Esthetic percep- tion of good and bad] κομψεία, ακρίβεια, ή. A man of (good or fine) t., άνήρ αισθητικός or φι- ΧόκαΧος. έμπειρος, ίμπείρως έχων, ουκ άπειρος τών καΧών τε και μή, also κομψός, 3, and εϋτράπεΧυς, 6, ή : to possess t. in athg, ακριβώς κρ'ινειν περί τίνος, α'ισθάνεσθαι του καΧοΰ τε και μή. έμπείρως έχειν τών καΧών τε και μή. Good t. (:= grace, elegance), κυμψότης, ητος, χάρις, ιτος, ή. τό εΰχαρι. ^Τ Relish or inclination for athg\ επιθυμία, ή. έρως, 6. To have a t. for athg, φιΧεϊν τι. ήδεσθαί (pass.) τινι. επιθυμεΐν τίνος. άσ7ταζεσθαί τι. άγάμενον ομι- λεΊν τινι : to have no t. for athg, ποΧύ άπέχειν τινός, εκτός εΊ- ναί τίνος, μεμισηκέναι τι : this is not to my t. 5 τούτο ου με προσίεται. TASTE, v. f t (Trans.)] γεύ- εσθαί, άπογεύεσθαί τίνος, άπορ- ροφεϊν τίνος (as king^s taster, Χ.). To cause to t., γεύειν τινά τι: to t. slightly, παρα"γεύεαθαι : to give to be tasted beforehand, προγευματίζειν. TT (INTRANS )] E.g. to t. of onions, σκοροδίζειν. See to Smack, to Relish. TASTEFUL. See Taste, s., and Graceful, Elegant. TASTELESS. 11 Prop.] άχύ- μωτος, 2. μωρός, 3 (of things). See Insipid. *j| Fig. : devoid of good taste] άπειρόκαΧος,2. άμου• σος, αναίσθητος, 2 (of persons). άκαΧΧής, ες. άκομψος, 2. άχα- ρι ς, ι (of things). TATTER. See Rag. TATTLE, άδοΧεσχεΐν. λ»»- ρεΊν. φΧυαρείν. See to GOSSIP. TATTLER, άδοΧεσχης, ου, and άδόΧεσχος, ποΧυ-, περιττο- -Χόγος, στωμύΧος, ΧάΧος, δ. An intolerable t., άπεραντοΧόγος, 6. ΧαΧιστάτη, ή, and ποΧυΧόγος, ή (fern.). Tattling, άδοΧεσχία, πο- Χυ-, περιττο-Χογία, στωμυΧία, ή. TATTOO, s. (of the drum), άναπαυτήριον (sc. σημεΐον), τό. To beat the ί.,τό άναπαυτήριον σημαίνειν. TAT TATTOO, v. στίΐιιυ. T.-d, ποικίλος, 3: not t.-d, άστικτος, 2. If To beat time] Vid. TAUNT, v. κερτομεϊν (poet.), σκώπτειν. See Reproach, Re- vile. TAUNT, s. κερ-τομία, and -τόμησις, ή (poet.), σκώμιχα, τό. TAUTOLOGY, ταυτολογία, i\. See Repetition. TAVERN. See Inn. TAWDRY, e. g. t. dress or apparel, ρωπικόν κόσμημα, τό : in t. attire, ρωπικώς κεκαλλω- πισυ. ει /os, 3. TAWNY, -πυρσός, ξανθός (Trag.), 3. έπίξανβος, 2 (Χ.). TAX, S. τιμή τακτή, n (g.t.). άποφορά, η (esply of natural products), φόρος, 6 (esply of toll and tribute), δασμός, 6. σύνταζις, ■η (esply property t), εισφορά, η (esply for carrying on a war), τέλος, esply plur. τέλη, ων, τά (paid into the public treasury). To pay t., τελεϊν or ύποτε- Xtlv φόροι/, δασμοφορεϊν, άπο- φίρειν δασμόν : to pay extraor- dinary or voluntary t.'s, χρήμα- τα είσφίρειν : to receive or ga- ther t.'s, φορολογεϊν. τελωνεϊν. πράττειν or εισπράττει» τον φόρον. δασμολογείν. συλλέγειν χρήματα. εκλέγειν δασμούς εκ τίνος : to lay or put a t. on athg, τάττειν φόρον or δασμόν τινι. δασμολογεϊν τίνα : that pays t.'s, υποτελής, ες. δασμοφόρος, 2 : that does not pay t.'s, ατελής, ίς. φόρου ονχ ΰποτεΧής, ες (of persons). άνε'ισφορος,2 (of extra- ordinary taxation) : an exemption from paying t.'s, άτε'λεια, η. άν- εισφορία, η : to grant or vote for a t., τάττεσθαι φόρον: the receiving, or gathering of t.'s, φορολογία, δασμολόγια, η. τε- > ωνεία, η : a receiver of t.'s, see next Art. TAX-GATHERER, φόρο-, δασμο-λόγος, άπο-δεκτήρ, ήρος (Χ.), and -δέκτης, ου (Dem.), 6. ο του φόρου είσπράκτωρ. τε- λώνης, ου, 6. TAX, ν. τάττειν or έπιτάτ- τειν φόρον τιν'ι. φορο-θετεΐν τίνα (on aby), -λογεΐν or -θετεϊν τι (on athg). Taxed, φορυλόγη- τος, 2 (of things), φόρου υποτε- λής, ες (of persons). TAXATION, επίταζις and επιταγή του φόρου (ofaperson). φορολογία, η (of a thing), δασ- μολόγια, τελωνεία, η. See Tax, s. To he assessed for t., συν- τάασεσθαι (Dem). TEACH, διδάσκειν τινά τι (aby athg). παιδεύειν (to educate, train) τινά τι or ε'ίς τι (aby in or to athg), also δηλοΰν (e. g. the fable t.'s, δήλοι b μϋθος), and άποδεικνύναι (shoiv), παράδειγ- μα είναι τίνος (to serve as exam- ple of athg). διδασκαλίαν ποι- είσθαί τινί τίνος, ΰφηγείσθαί τι. καθηγε'ισθαι (absol.). Το have aby taught athg, δίδασκε- (581) TEA σθαί τινά τι : to t. aby accurately, ίπιδιδάσκειν τινά: to t. the first elements, κ αταστοιχιξε ιν. στοι- χειοΰν : to t. thoroughly, έκδι- δάσκειν (tutor) : to t. beforehand, προ-διδάσκειν, -παιδεύειν : to t. besides, προσδιδάσκειν : to t. a fresh or some new lesson, άναδι- δάσκειν. See Learn, Instruct. To t. athg publicly, profess to t., έπαγγέλλεσθαί τι : the act of t.-ing, διδασκαλία, παίδενσις, παιδεία, ή. Taught, παιδευτός and πεπαιδευμένος (of persons), διδακτός, 3 (of things) : that must be taught, παιδευτέος (per- son), διδακτέος (thing), 3 : self- taught, αυτοδίδακτος, 2 : a self- taught philosopher, αυτουργός της φιλοσοφίας (Χ.) : anything taught, δίδαγμα, διδασκάλιον,τό, see Lesson. TEACHABLE, εύμαβής, ες. ενμαθώς έχων, ούσα. To be t., εϋμαθως εχειν. See DOCILE. TEACHABLENESS. See Do- cility. TEACHING, παιδεία, παί- δευσις, η. διδασκαλία, η (school- ing). Early t., παιδομαθία, η : one that has had early t., παιδο- μαθής, 2. See Instructor. A t. of the first elements, στοιχεί- ωσις, η : skilful in t., διδασκα- λικός, 3: art of t., διδασκαλ-, παιδευτ-ικη, η: previous t., προ- παιδεία, η. "[[ Doctrine'] Vid. TEACHER, διδάσκαλος, 6. An experienced t., άνηρ διδασκα- λικός, ό: a t. of children, παιδ- αγωγός, παιδοτρίβης, ου, 6 : to have aby for one's t, χρησθαί τινι διδασκάλω. προσφοιταν τινι : one that never had a t., «is οϋδενός διδασκάλου ποτέ φοι- τησας. TEAL, prps βασκάς and φασ- κάς, άδος, and βόσκας, αδος, η. TEAM, ζεϋγος, τό. συνωρίς, ίδος, ή. A t. of thi'ee, four horses, τρί-,τέθρ- ιππον, τό: a wretched t., Χ,ευγάριον, τό (Aristoph.). TEAR, v. 1 (Trans.) Rend] διασπάν. ρηγνύναι, δια-, κατά-, περι-ρρηγνύναι. σπαράττειν, διασπαράττειν. δρΰπτειν (esply one's cheeks in token of grief and mid. absol.). τίλλειν (pluck the hair, and as a bird its j>rey). δάπτειν, δαρδάπτειν (poet., as a wild beast a dead body), άμύσ- σειν (poet, and Hdt.). διαφορεΐν (Hdt.). διασχίζε iv (t. in two, as the wind a sail), λακίζειν, λακι- δονν (garments). To t. open a wound, επαναρρηγνύναι (PI.) : to t. up the ground, γλάφειν (lies., as a lion ivith its paws). A t.-ing, σπάραζις, η. σπαραγ- μός, ό, and απάραγμα,τό (poet.), άμυγή, r\ (Dem.). άμυγμός, 6, and αμυγμα, τό (poet.). I have aby torn or order him to be torn to pieces by horses, πώλοις συ- "ζεύζας or προσδησας διασπα- ράττω or διαιρώ τίνα. Torn, ptcpp. pass., and διασπάρακτος, TEA 2. Χακιστός, 3 : death by being torn to pieces, μόρος Χακιστός, (Luc.) : athg torn, Χάκισμα, το (pi. tatters), ελκημα, σπάραγμα, τό (poet., by beasts) : torn all into holes or tatters, πολυσχιδής, 2 : to wear clothes all torn into holes, καταρρήγνυσθαι τά ιμάτια. % Snatch away forcibly] άρπαζε iv, ελκειν, άφαρπάζειν, άφαιρεΐν (τι παρά τίνος). See to Pull, to Pluck, to Seize, άνασπάν. α'ιρεΐν. To t. down, καδαρπά- ζειν : — from a horse, από τοϋ 'ίππου άρπάζειν: to t. from aby or athg, άποσπαν τινός τι. άφ- έλκειν από τίνος, άφ*, έζ-αρ- πάζειν τινί τι : to t. up, πάρα• σύρειν (as a flood trees). A t.- ing or being torn away, άπο- σπασμός, b : that wch is torn off, απόσπασμα, and dim. -μάτιον, τό (rag, shred), and αποσπάς, άδος, η (esply of a vine-branch, <§•r.] -See he Pregnant α?2α? ' Bring forth.' ΊΙ .Α'σ.] Oct it#A Abound. TEETHING, οδοντοφυΐα, ή. TELESCOPE, τηλεσκόπιο», τό (of modern coinage). TELL. Tl 7b k«bt, ^Jeafe, say] λέγειν and φάναι (fut. έρώ, aor. είπον, perf. εϊρηκα). φράζειν : also κατειπεϊν. άγγέλλειν (as a message), μηνύειν (signify, in- form). To t. the truth, αληθή λέγειν, άληθεύειν : — a false- hood or lie, ψεύΰη λέγειν, φεύ- δεσθαι : I was or have heen told, έπυθόμην. ακοή εμαθον. παρ- είληφα ΰπ' άλλων : let me t. you, άκουε, ευ Ισθι : to t. dis- tinctly, διειπεΐν. δια-φράζειν, -σημα'ινειν : to t. beforehand, προ-λέγειν, -ειπείν (and FORE- TELL, vid.). To t. upon aby, see ' Inform agst.' I can't t. '(= I do?i't know), ουκ οΊδα. Easy to t., εύμνημόνευτος, 2. % To num- ber, count] Vid. TELL-TALE. See Tale- bearer. TEMERITY, τόλμα or τόλ- μη, θρασύτης, Ίταμότης, ητος, η. θράσος, ους, τό. τό τολμη- ρού, φιλοκίνδυνον. See Rash- ness. TEMPER, s. f Disposition of mind] φύσις, οργή, η. τρό- πος, νο ΰς, 6. See Humour. Good t., ευκολία, η : of good or easy t., εύκολος, εύόργητος, δ, η : evenness of t., απάθεια, αταρα- ξία, η. μετριο'τι^, ?jtos, εύορ- γησία, η. ησυχον or ημερον ■ήθος, τό : to be of or in good t., ευ or καλώς διακεϊσθαι or διατεθηναιτην φυχήν,ΖββΟοΟΤ)- tempered : cheerful or serene t., ευθυμία, ή : playful t., τό παι- γνιώδες, ους : of or in bad t., δύσκολος, 2, see Ill-tempered : bad t., αηδία, δυσκολία, η : to be in a bad t., δυσ-θετεΊσθαι (pass.), -κολαίνειν : to be out of t., άηδεΤν: violent t., εμπάθεια, η : to be in a violent t., έμπαθώς εχειν : of hasty or hot t., άκρά- χολος, 2. όργίλος, 3. όζύς προς (582) όρ^ ην. όζύρρυπος, άφίχολος, 2. To keep one's t., έμμένειν τρ πραότητι. καρτερεΐν. άνέχε- σθαι γιγνομένου τινός, or e. g. κακώς πάσχοντα, πράως ύπο- μένειν. See TEMPERAMENT. TEMPER, v. U To mix, to mingle] κεραννύναι τί τινι or προς τι (e. g. άργύριον προς χαλκόν). άναμιγνύναι τινί τι. άναδεύειν τί τινι (e.g. φόρμα- κον μέλιτι) : also φαρμάσσειν (poet.). A t.-ing (of metals by immersion), βαφή, ή. \\ To mo- derate] VlD. μέτριον ποιείν. συστέλλειν, κτλ. TEMPERAMENT. 1 Of body] 77 τοΰ σώματος εζις. See Habit, Constitution. *ϊ Of mind] φύσις, η. Good t., εύορ- γησ'ια, η : irascible t., όζυθυμία, h. See Temper and Disposi- tion. TEMPERANCE, μετριότης, ητος (moderation), εγκράτεια (self-co7itrol), σωφροσύνη and επιείκεια, μετριοπάθεια, η. Τ. in drinking, μετριοποσία, in eat- ing, όλιγο-σιτία, -φαγία, ή. TEMPERATE, μέτριο*, 3. επιεικής, ες. σώφρων, 2. εγ- κρατής, ές. Τ. in drinking, με- τριοπότης, ου, ό : t. in eating and drinking, εγκρατής γαστρός και ποτοΰ : to be t., μετριάζειν εν τινι. σωφρονεϊν περί τι. έγ- κρατεύεσθαι. εγκρατή είναι τί- νος, σωφοοσύνην άσκεΐν. σω- φρόνως εχειν. μετρίως χρησθα'ι τινι. μετρίως εχειν προς τι. Α t. climate, ευκρασία τοΰ αέρος, 77. Temperately, μετρίως, σω- φρόνως. μετά σωφροσύνης : to live t., μετρία τη διαίτη χρη- σθαι. βίον εχειν or άγειν μέ- τριον. TEMPERATURE, κράσις (e. g. τοΰ άέρυς), ή. Good t., εύ- κρασία (τοΰ αέρος), η. TEMPEST, χειμών, ώνος, ο. See Storm. TEMPESTUOUS, χειμέριος 2 and 3. θυελλώδης, ες. Τ. wea- ther or season, χειμών, ώνος, 6. See Stormy. TEMPLE, ιερόν, τό. νεώς, ώ, ναός, ο. The territory or space round a t., τέμενος, τό : the over- seer of a t. , νεωκόρος, ό : a pre- sent or donation made to a t., ανάθημα, τό : one that plunders a t., ιερόσυλος, 6, see Sacri- lege. U Plur. : temples of the head] κρόταφοι, οι. κόρσαι, αι (Horn.). TEMPORAL. See Earthly, Secular, ανθρώπινος, χθόνιος, 3. επίγειος, 2. ό, η, τό κατά γην or εν άνθρώποις or ένθάδε (ορρ. to εκεί). Τ. goods, τά κατά γην, εν άνθρώποις αγαθά : t. affairs, τά ανθρώπινα, τά κατά την γην. Τ Anatom.] κροτα- φαϊος, 3. ό, ή, τό ττε^οΐ τους κροτάφους. TEMPORALITIES (eccl. t), ai τών κληρικών πρόσοδοι. TEMPORARY, πρόσκαιρος, 2. ό, ν, τό προς καιρόν, όλιγο- χρόνιος, 3 and 2. TEMPORISE. 1ϊ To delay, procrastinate] Vid. ^f To trim according to the times] συμπερι- φέρεσθαι (pass.) τοϊς καιρυΊς. καιρο-τηρεΐν, -σκοπεϊν. δυνλεύ- ειν καιρώ (= teinpori servire). TEMP Ο RISER. Orel, by partepp., e. g. to be a t., act the part of a t., δίδυμον στρίφειν πηδάλιον (Plut.). μετακυλινδεϊν αυτόν άει προς τον ευ πράτ- τοντα τοίχοι/ (Aristoph.). See to Temporise. TEMPT, πειράν, πειράζειν τινά (to evil), also πειράσθαί (aor. pass.) τίνος, πεΊραν λαμ- βάνειν τινός, δοκιμασίαν ποιεΊ- σθαί τίνος (in the general sense, to try, to prove aby). See to Prove. δελεάζειν, παλεύειν (with a bait or lure), επ-, παρ-, ΰπ-άγειν, and -άγεσθαι. έφέλκειν. See Entice, Allure. To he t.-d by athg (:= have a strong inclination to it), έπιθυμεΐν τίνος, έχ*"' έπιθνμίαν τινός : — to do athg, εφίεσθαι, όρυιάσθαι, όρέγεσθαι ποιείν τι. T.-ing, έπ-, προσ- αγωγός, 2. TEMPTATION, πείρασις, ή. πειρασμός, 6. επ-, ύπ-αγωγή, η. άγωγόν, τό. To lead into t., πειράν τίνα : to give way or yield to t., εφίλκεσθα'ι (pass.) τινι. έπισπασθαί (pass.) τινι. TEMPTER, 7Γεΐ/οασττ75, οΰ, 6. ό πεφάζων. TEN, δέκα (its numeral sign, ι'). Number t. or a number of t., δεκάς, άδος, η : by t.'s, t. to- gether, κατά δέκα : of t. feet (in length), δεκάπους, πουν, gen. πο- δός (and that has t. feet) : of t. cubits, δεκάπηχυς, 2 : t. fingers broad, δεκαδάκτυλος, 2 : a space of t. years, δεκαετία, η : t. years old, &.C., δεκα-ετης, οΰ, -έτηρος, 2. δέκα ετών or δέκα ετη έχων or δέκατον έτος άγων, ούσα, ον: of t. months, δεκαμηνιαϊος, 3. δέκα μηνών : t. times, δεκάκις : one set over t., a ruler overt, δεκαδ-άρχης, ου, δ (with subst. -αρχία, η) : that has t. oars, δεκ- ήρης, 2: t. per cent, interest, one in t., τόκος επιδέκατος : t. THOU- SAND, Vid. TENABLE, οχυρός, έχυρός, 3. φυλάζιμος, 2 (of a place). Not t., ικανός, 3 (of an argument), άνόχυρος, 2 : this place is not 1, εν τούτω τω τόπω ουκ εστί καταμένειν. TENACIOUS, γλίσχρος, 3 (adhesive). H Pig.] ισχυρογνώ- μων, άδιάτρεπτος, 2. άτενής, ές. See Pertinacious. A t. memory, ακριβής μνήμη, ή: that has one, μνημονικός, 3. See Re- ten tive. TENACITY, TENACIOUS- NESS, 7λισχ/θο'τ7)5, 7/TOS, 77. T. of purpose, Ίσχυρογνωμοσύνη, ή, see Pertinacity, τό άνένδο- TEN τον, see Firmness. Τ. of me- mory, τό ακριβές της μνήμης, τό μνημονικόν. TENANCY. Crcl. with Te- nant, Le-ase. TENANT, μισθωτής, od, b, and partcpp. of μισθοϋσθαι. The t. of a house or dwelling, ό 'έχων οίκίαν or δ οίκων έπι μισθω : to he a t., μισθωσάμενον or έπι μισθω ο'ικεΐν or έχειν οίκίαν: to he joint t., συνδιαπάσθαι (pass.) φέροντα ένοίκιον : to become a ( — aby's) t., λαμβάνειν τι έπι μισθω. μισθοϋσθαι τι : to be occupied by a t., μισθοφορεΐν. TENANT ABLE. See Habi- table. TENCH (Lot. tinea), ^» the g. t. κωβίός, δ, Lot. gobio, in- cludes t. and gudgeon ; some sup- pose the τΊΧλων or τίλων, ωνος, 6, of Hdt., v. 16, to be this fish. TEND, ηΐ (Trans.) To at- tend] Vid. To t. the siCK,Vid., and to Nurse. U (Intrans.) To tend to or towai-ds] τείνειν, συντείνειν, or σκοπεϊν εις or προς τι : also φέυειν εις τι and προς τίνος είναι (conduce to). Whither does this t.? τοϋτο ποΐ τείνει ; i TENDENCY, αγωγή", η, also αϊτό-, εγ-κλισις, η (inclination, propensity) . Having a t. to athg, partcpp. of the verb. TENDER, v. Ίτροτείνειν, see Proffer: also διδόναι (e.g. 'όρ- κο v). TENDER, s. ναΰς υπηρετική, η. πλοϊον υπηρετικού, τό. TENDER, adj. τέρην, εινα, εν (poet.), απαλός, μαλακός, μαλθακός, 3 : also τακερός, 3 (e.g. τακερά σάρζ, Plut.). ραδινός, 3 (delicate). Τ. age or infancy, πρώτη ηλικία, η. See DELICATE and Soft. To bring up too ten- derly, θρύπτειν τινά. U Affec- tionate] φιλόστοργος, 2. στερ- κτικός, φιλικός, 3. μαλακό- φρων, 2. A t. glance, μαλακόν όμμα : the t. passion, see Love. To love aby tenderly, στέργειν τινά, φιλοστοργεΊν, αγαπάν τίνα: tenderly loved, αγαπητός, 3 : loving tenderly, φιλόστορ- γος, 2. TENDON, νεΰρον, τό. τίνων, οντος, δ. TENDRIL, βλαστός, δ. βλά- στημα, άποβλάστημα, τό (g. Η.) . Τ. of a vine, άμπέλινον κλήμα, τό. οϊναρίς, Ίδος, and ελιξ αμ- πέλου, ή. οστλιγξ, ιγγος, δ (Theophr.). To cut off the young t.'s, βλαστοκοπεϊν : to pluck off the young t.'s, βλαστολογεϊν. TENEMENT. See Abode, Dwelling. TENET, δόγμα, τό. δόξα, ή. See Doctrine. TENFOLD, δεκα-πλάσιος, -πλους, 3. TENNIS. Seeg.t. Ball. T. court, σφαιριστήριον, τό. TENOR or TENOUR. % (583) TER Course, continuity] Vid. τόνος, δ. •f[ Purport, contents] Vid. ^[ In sinqing] μέση ή φωνή. TENSE, s. χρόνος, δ, e. g., present t., ό ένεστώς χρ. δ πα- ρών χρ. : the imperfect t., χρό- νος παρατατικός, δ. χρόνου παράτασις, ή: the fut. t., ό μέλ- λων χρ. : the second or perfect future t., δ μετ ολίγον μέλλων ( — Lat. fut. exactumorpaulo-post fut.). TENSE, adj. σύντονος, 2. εκ- τεταμένος, 3. See Stretched OT)d Ττγητ TENSENESS. See Tension. TENSION, τόνος, δ. τάσις, εκ-, εν-, διά-τασις, εν-, συν-το- νία, η. τό σύντονον. Violent t., συγκατάτασις, η. TENT, σκηνή, ή. A small t., σκην'ιδιον, τό: to pitch a t., καθ- ιστάναι σκηνήν. σκηνοπηγείν : to pitch one's t., σκηνοποιεΐ- σθαι. σκηνοΰν, κατασκηνονν : the pitching of a t., σκηνοπη- γία, ή : to strike t.'s, διαλύειν or άναιρεΐσθαι τάς σκηνάς : the inhabitant of, or he that dwells in, a t., ό εν σκηνή κάτ- οικων- σκηνίτης άνθρωπος, ο : a t. fellow, σΰσκ ηνος, δ (e. g. σύ- σκηυον είναι τινι, also σκηνοΰν μετά τίνος, to be abys t. compa- nion) : a t. maker, σκηνο-ποιός, -ρράφος, δ. H Roll of lint put into a sore] See Lint, Pledget. To apply it, to t. a sore, μοτοϋν, διαμοτοΰν. TENTATIVE, πειραστικός, 3. Crcl. with verbs Try. See Experiment. TENTH, δέκατος, 3. One t., δικατημόριον, τό : on the t. day, δεκαταΐος, 3: the t. (= TITHE, vid.), δεκάτη, δεκατεία, ή, also έπιδέκατος, η (Andoc. Χ.) : in- terest of one t., τόκος επιδέκα- τος, 3 : one and one t. or eleven t.'s, έπιδέκατος, 2. TENUITY. See Thinness. TENURE. Crcl. with verbs to Hold (property). Comp. Feu- dal. TEPID. See Warm, Luke- warm. TERGIVERSATION, άνά- διά-, διέκ-δυσις, η. See SHUF- FLING, Evasion, Prevarica- tion. TERM, s. 1 Limit] τέρμα, τό. τέρμων, όνος, δ. πέρας, ατός, τό. Τ| In logic or math.] 'όρος, δ. ΤΙ Set time] προθεσμία (sc. ημέρα), ή. To fix a t., τάττε- σθαι ήμέραν. TJ Word, expres- sion] ρήμα, όνομα, τό. Informal or precise t.'s, διαρρήδην. Τϊ Terms = conditions] Vid. On the following t.'s, επι τούτοις : to come to t.'s, see to Agree. ■[J Footing] E. g. on what t.'s do you stand with him? πώς διά- κεισαι προς αυτόν; to be on good t.'s with aby, προσφίλως διακεΐσθαι προς τίνα : we do not stand upon equal t.'s, ουκ εξ TES ίσου διακε'ιμεθα : to be on t.'s of equality with aby, από του Ίσου ομιλεΐν τινι or προς τίνα. TERM, v. See to Call, to Name. TERMAGANT. See Scold: ISP" add, to be a scold or t., στο- βάζειν : a t.'s abuse or scolding, στόβος, δ. TERMINAL, TERMLY (that takes place at a given period) , e. g. to make t. payments, ταξά- μενον άπυδιδόναι. Also Crcl. κατά χρόνους τακτούς, εν τα- κτοί? χρόνοις. TERMINATE, f To set a bound or limit] See to Limit. TJ To end (trans.)] τέλος έπιτιθέ- ναι τινι. See ' put an End to.' U ' To come to an end'] Vid. TERMINATION. See End, ENDING, τέλο?, τό. τελευτ?}, ή. κατάληζις, ή (of a word). TERNARY. Crcl. with Three. TERRACE, χώμα, ανά-, επί- χωμα (βαθμυειδές), τό. A t. with a colonnade (in Roma7i fa- shion), ξυστός, δ. TERRENE. See Earthy. TERRESTRIAL. See under Earthly. TERRIBLE, TERRIFIC, φοβερός, 3. See DREADFUL, Fearful, and str. t. Horrible, Tremendous. TERRIFY. See Frighten, and str. t. Horrify. TERRITORIAL, ό, ή, τό της χώριις or τον χωρίου. TERRITORY. See Land, Country, Dominion, District. TERROR. See Fear, Dread, and Fearful or Dreadful thing. TERSE, συνεστ ραμμένος, στρογγυλός,^, σύντομος, 2 (con- TERSENESS. Crcl. with Adj. TERTIAN (fever), τριταίος πυρετός, δ. To have a t. fever, τριταΐζειν. TESSELLATED, φηφωτός, 3. A t. pavement, xl /ηφωτή, ή : to make one (Lat. tessellare), ψη- φο-θετεϊν : a maker — , -θέτης, ου, δ (tessellator) : a stone or tile for t. work, ψήφος, ν, and άβακίσκος, δ. TEST, s. βάσανος, η. λί- θος Λυδία, ή (touch- stone), δοκί- μιον, τό. To bring to the t., see the Verb : to stand the t., δοκι- μάζεσθαι (pass.), δόκιμον φαί- νεσθαι or εΰρίσκεσθαι (pass.). TEST, V. βασανίχ,ειν, δοκιμά- Χ,ειν, έξετάζειν τι. βασάνω δού- ναι τι. To t., τρίβειν or προσ- or παρα-τρίβειν τη βασάνω (with the touchstone). See Proof, Prove. The art of t.-ing things, δοκιμαστική, ή : one that t.'s, δοκιμαστής, οΰ, δ : the act of t.-ing, δοκιμασία, ή. TESTACEOUS (of animals), όστρακηρά ζώα, τά. οστρακό- δερμα, τά. TES ΤΗ A THA TESTAMENT, διαθηκαι, al, also διά-θεσιν, -ταξί?, and δια- ταγή, η. To make one's last will and t., δια-τίθεσθαι or -τάτ- τεσθαι : to write in one's last will and t., εγγράφει»/ tcus δια- θηκαιν (διάβηκαν) : to publish — , θεσθαι is το φανερόν διάβηκαν or γράμματα α κατέλιπέ tis σεσημασμένα : without a will or t., see Intestate : to leave to aby by — , διαθεμένοι/ κατα- Χιπεϊν τινΊ τι, see Bequeath : to revoke or annul a t. made, av- αιρεΐν or λύειν διάβηκαν : to forge a t., ύποβάλλειν διαθ. H Fig. : the Old, tlie New Testament'] h παλαιά, h καινή διαθήκη. TESTAMENTARY, διαθε- τικόν, 3, and Crcl. εκ διαθήκης, κατά διαθηκαν. TESTATOR, ptcpp. of [διά- βηκαν) δια-τίθεσθαι, -τάττε- σθαι, ποιεϊσθαι or γράφειν. TESTIFY, μαρτυρεΊν τι and τιι/ι (athg). επιμαρτυρεΐν τινι. ίκμαρτυρεϊν (sts ε'ίν or πρόν τίνα, before aby). πιστούσθαι, βεβαιούν τι. To t. to aby that — , συμμαρτυρεΊν τινι, ότι. See 'to bear Witness,' and to Af- firm. TESTIMONIAL, μαρτύρη- μα έγγραφον -περί τινον. TESTIMONY, μαρτύριον,τό. μαρτυρία, η. μαρτύρημα, το'. See Witness. TESTINESS, δυσκολία, η. See Pevishness. TESTY, δύσκολον, 2. To be t., δυσκοΧαίνειν. See PEEVISH, Morose. TETRACHORD, τετράχορ- δον, τό. TETRAMETER, τετράαε- τρον, 2. TETRARCH, τετράρχη, ου, ο : to be t., τετραρχεϊν. ^ TETRARCHY, τετραρχια, fi. TEXT (of an author), υφον tow λόγου, τό κε'ιμενον (and t. of an expository discourse). T. of a sermon, οι λόγοι, ιερά ρή- σιν, η. THAN, Ι.] η, after compara- tives and ivords implying compa- rison or opposition, as άλλον, έτερον, εναντίον, <$[C.: e.g. more than the rest, μάλλον η οι άλ- λοι : more t. before, διαφερόν- των η εν τω πρόσθεν χρόνω : whom should I trust rather t. thee? τίνι αν μάλλον πιστεύ- σαιμι rj σοι ; son of a man more powerful t. I (am), υίόν άνδρόν δυνατωτέρου η εγώ (sc. ειμί). ξβ$* Sometimes the preceding case is retained by attraction, you would have given the horse to a richer t. I (am), πλουσιωτέρω αν, η εμοί, τον ϊππον έδίδουν (Χ.). Other t, άλλον η: none other t., in the sense But or Ex- cept (vid.), also ούδειν άλλον πλην : and after a negation (ex- (584) press or virtual), ούδειν, * « *s r — . τι μ ουκ εκτεινας,ως εαείζα μήποτε — ; (in which I should never have sAow.72.) £§=• όπως, ώς αν, with subj., denotes that the thing intended will ensue : take and hold this umbrella over me, t. the gods may not (and so shall they not) see me, τουτι λαβών μου το σκιάδειον ύπέρεχε άνω- θεν, ώς αν μη μ' ιδωσιν οι θεοί (Aristoph.). Purpose is also sts expressed especially in negation by the genitive (dependent on ένεκα) of the ace. c. infin. or of tlie sim- ple infin. : it was fortified, t. pi- rates might not infest — , έτει- χίσθη του μη ληστάς κακουρ- γε'ιν — : they seized them, that the news of their approach might not spread, ζυνελάμβανον — . τού μη εζάγγελτοι γενέσθαι (Th.). ^1 Miscellaneous combinations] But t. — , εί μη, see Unless : seeing t. — , έττεί, επειδή, see Because, Since. Also Pro- vided t. — , on Condition or the Understanding t., in Case t., the Reason t., see those tvords. For all t. — , see Although. THATCH, s. στέγη καλα- μ'ινη or καλάμων πεποιημένη, ή. καλάμινον στρώμα, τό. THATCH, v. Crcl. ivith the subst. and verbs in to Cover, to Roof. THAW, v. 1 (Trans.)] τή- κειν, άνα-, κατα-τήκειν. ^f (Ιν- trs.)] Pass., see Subst. THAW, s. ή τής χιόνος τη- κεδών. χλιαρός άήρ οΊος κατα- τήκειν την χιόνα. There is a t., τήκεται or άνα-, κατα-τήκε- ται or απέρχεται ή χιών (και τό κρύος). THE. II As gram, article] b, ή, τό. §Ot For the rules of in- sertion and omission see the Gram- mars. *\\ Used in a comparative p?-oposilio?i] The — the, όσω — τοσούτω. ξβτ In the second mem- ber τοσούτω is sts omitted ; and sts the members are inverted, το- σούτω — όσω. The more — the more (= in proportion as, Lot. quo — eo icith comparative, or ut quisque with superlative), e. g. the more the pleasures of sense decay, the more does the love of intellectual gratification increase, 'όσον α'ι άλλαι αϊ κατά τό σώμα ήδοναι άπο μαραίνονται, τοσού- τον αϋζονται α'ι περί τους λό- γους έπιθυμίαι (PI.) : the more the better, όσω πλέον, τοσούτω αμεινον : the sooner the better, ότι τάχιστα : so much the more, τοσοιίτω μάλλον. §§$* Sts by tivo comparat. or superlat., e. g. the more needy they are, the weaker they think to find them, ένδι- THE THE THI εστεροι? ουσι ταπεινότεροι? αυ- τοί? ο'Ίουται χρήσθαι (ΑΓ.) : the more promising the disposition, the greater the need of educa- tion, αϊ άρισται δοκοΰσαι είναι φύσει? μάλιστα παιδεία? δέον- ται. THEATRE, θέατρο», τό. Α seat in the t., θέα, ή ■ there is a play performed in the t., θέα εστίν : the lessee of a t., θεα- τρώνη?, ου, 6 : money allowed hy the (Athenian) treasury for the support of the t., or price of ad- mission to the t., θεωρικά, ων, τό. THEATRICAL, σκηνικό?, 3. ό, ή, τό εν τή σκηνή or κατά την σκηνήν. θεατρικό?, 3. υπο- κριτικό?, 3 {like an actor), also ωσπερ εν σκηνή or εν τω θεά- τρω. THEFT, κλοπή, φωρά,κλω- πε'ια, η [as act), φώριον, κλέμ- μα, τό (the thing stolen). To commit t., see Thieve, Steal. THEIR. See He, His. THEME, ΰπόθεσι?, η. θέμα, τό : also αιτία, ή. See Subject. THEN. ΤΙ Temporal] τότε. είτα. έπειτα, ενταύθα, εντεύ- θεν (esply icith article'), τηνικαΰ- τα. αϋτόθεν : and poet, ένθεν, ένθένδε {esply with art.), τήμο? (only of the past) . τηνίκα. τοτη- νίκα (Soph.), και τότ' έπειτα (Horn.). %^* τότε (τότε δή), τηνικαϋτα (in apodosis), likewise ήδ\\ (at that point, thereafter), e.g. could you recover your sight, t. you would avoid rogues, εί πά- λιν άναβλέφεια? ωσπερ και προτού, φεύγοι? αν ήδη του? πονηρού? (Aristoph.). Also ύστε- ρον, μετά ταΰτα. ίκ τούτων, κατ εκείνον τον χρόνον. Then — , when — , τότε — , ήνίκα (αν). Now and t., εσθ' ότε. ενίοτε. And t. is often expressed by a partcp., e.g. he drew up his sol- diers, and t. he said, του? μεν στρατιώτα?παρετάζατο,παρα- ταζάμενο? δε έλεγε τοιάδε : ι^ρ* but here έπίΐτα, είτα is often in- serted with the partcp»., in wch case it is usu. necessary in English to resolve the participial coiistruc- tion, e. g. first compare your be- haviour to me with mine to you, and t. blame me, σκέφαι δε ο'ίω όντι μοι περί σε οίο? ων περί έμε ε7τειτά μοι μέμφει (ΑΓ.) : how can you go and conclude a separate peace and t. look me in the face? πώ? ηαών μόνο? σπει- σάμενο?, έπειτα δύνασαι νυν προ? εμέ γ' αποβλέπει»; (Aris- toph.) : and t. (with ironical bit- terness), εΤ,τα, έπειτα, κάπειτα. First Socrates, and t. the rest, άρζάμενοι από Σωκράτου?. H Of place] μετά c. ace, επί c. dat. First he drew up the hop- lites, t. the peltasts, t. the jave- lin men, πρώτου? μεν 'έταζε τυύ? οπλίτα?, επ' αύτοϊ? δε τοις πελταστά?, και μετά του- (587) του? του? άκοντιστά?. U As inferential particle] ουν (accord- ingly, such being the case, icithout more ado ; also frequent in re- sumption). gfjT For ουκ ουν and ουκουν, see the Gram, and Lidd. Sc. — άρα (subjective consequence ; so t. — , ivhy t., it appears or turns out that — / mly icith a feeling of surprise, of finding one- self mistaken and agreeably or disagreeably undeceived), e.g. this t. is he — ! όδ' ην άρα (= he was so all along as it now turns out). — νυν (igitur, jam, vero), e.g. t. do not dishonour the gods, μή νυν άτίμα του? θεού? : in poet, enclitic, νυν. — το'ινυν (t., to pro- ceed ; t., in brief; well t., ivhy t., esply in lively reply), e.g. well t., I'm going, άιτει^ι το'ινυν. — τοί- yap (in expressions of assent and inference), e. g. why t., I'll do it, Toiyap ποιήσω : why t., such being the case, w T hy t., for that very reason, τοιγυροΰν. — ρ-ήν, e. g. but t. surely you don't say — , ου μην έρεϊ? γε : well t., we will' cry, άλλα μην κεκριιζό- μεθα: what t.? (= what of that?) τί μήν ; — δή, e.g. come t., αγε δή : well t., hear, άκουε δη : fm this t. it follows, εκ δη τούτων : they're dead t., suppose it, και δή τεθνάσι. — δαί (ί?ι lively interro- gations icith wonder, indignation, c|*c.), τί δαί ; πώ? δαί. — ά\λά (esply in quick, abrupt reply), άλλα μήν (both may be used for το'ινυν). THENCE, ενθένδε. εντεύθεν, αύτόθεν. εκείθεν. See HENCE. Τ. it follows, δήλον εκ τούτων. THENCEFORTH, -FOR- WARD. See ' from that Time.' THEOLOGIAN, θεολόγο?, δ (Aristot.). δ των θείων διδάσκα- λο?. THEOLOGICAL, θεολογι- κό?, 3 (Aristot.). THEOLOGIZE, θεολογεΊν (Aristot.). THEOLOGY, θεολογία, ή (PL, Aristot.). θεία επιστήμη, ή. THEOREM, θεώρημα, τό. THEORETICAL, θεωρητι- κό?, 3. λογικό?, 3. Τ. and prac- tical, see Theory. THEORY, γνώσι?, θεωρία, ή. επιστήμη, ή. Both in t. and practice, επιστήμη τε και εμ- πειρία. THERE. 1 As adverb of place] ενταύθα, ένθα (poet.), εν- θάδε. τήδε. εκεϊ and poet, κεϊθι (yonder, illic). τόΟι and τή (poet., hie, illic, and ibi : t., take it, τή λαβε, Horn. ; now here, now t., τή μεν — , τή δέ, Eur.) : and with the same generality, ενταύ- θα, ένθα (poet., here and t., 'ένθα και ένθα, Horn.), ενθάδί. αυτού (and poet, αυτόθι) and adjectively εκείνο?, ουτο?. Τ. it is, ιδού τό πράγμα : see t., ήν ιδού ! ήνίδεί ήνί ! ήν ! t. we have it, τοΖτ εκείνο ! you t. ! (ω) ουτο? ! ου- το? σύ ! ω σε τοι (καλώ). Of- ten expressed only by the verb, e. g. to be t. (= p?-esent) , παρεΊναι. παραγενέσθαι. ήκειν. &$• As representative of the inverted sub- ject, there belongs only to the struc- ture of the English sentence, e. g. t. was a man, ήν τι? άνθρωπο? : t. is no need, ουδέν δεΊ. THERE, in composition, = that, this, it, see the several prepositions. Thereabout (of place and of quantity), see Near. T.- after (of time), see Accordingly. Thereat, e. g. to marvel, be of- fended t., see the Verb. Thereby, διά ταύτα, ταύτη, τούτοι?, or by partcp. of ποιε'ιν : we thereby incurred the greatest dangers, ταΰτα ποιήσαντε? μέγιστοι? περιεπέσομεν κίνδυνοι? : the dwellers thereby, see Near. T.- for (obsol.), αντί τούτων, see 'in Return for this :' as illative conjunction, see Therefore. T.- from, see Thence. There -in, -into, -of, -out, -over, -to, -unto, -under, all expressed by preposi- tions icith the proper case of ου- το?, αυτό?. Thereupon, see also ' in Consequence of that,' and Then, Immediately. There- with, also rr Immediately : -withal, see Over and above, ' at the same Time.' THEREFORE,eo»;. ουν,αρα, τοίνυν (always after tlie first word of the sentence; see under Then). τοίγαρ and τούνεκα (poet.), τω (PI.), τοιγάρτοι. τοιγαροΰν. ώστε c. infin. ούκοΰν, also διά ταΰτα. τούτου ένεκα, προ? ταΰτα (= this being so, Hdt. and Trag.). ταΰτα, τα ΰτ άρα, ταΰτ' ουν (for this reason). THERMOMETER, θερμόμε- τρον, τό (word of modern coin- age). THESIS, θέσι?, v. THEY. See He (and His), Himself. THICK, παχύ?, 3 (g. t.). αδρό?, 3 (compact, of animals and plants), πυκνό?, 3. δασύ? a?id βαθύ?, εϊα, ύ, 3 (close, com- pressed), πηγνύμενο? and πη- κτό?, 3 (of fluids, e. g. t. milk, γάλα πηκτόν). σταθμώδη?, ε? (with sediment), τροφιώδη?, ε? (Hipp., of urine), δυσμανή?, έ? (sluggish, as water, Hipp.), ταρφύ?, ε Γα, υ (poet., of arrows, hair, $c). Thickly planted with trees, δασύ? δένδρων or δένδρεσι : three cubits t., τριών πήχεων τό πάχο? : to make, to become t., see Thicken. T., thickly ( = frequent, in crowds, vid.), θαμέε? (pi., poet.), arid θαμειό?, θαμινό?, 3. θαμά, θαμινά (adv.) : to rush upon the t. of the enemy, into the t. of the fight, έμπί- πτειν ε'ι? αθρόου? του? πολεμί- ου?. For compounds, as thick- skinned, see (Hr. Eng. Lex. under παχύ-. Τ. -head, άμνοκών, ουν- Till Till THI tos, κοάλεμος,βλιτομάμμας, ου, b. THICKEN, παχύνειν,όγκοΰν, πυκνοΰν, and intrans. pass. if Fig.\ The fight t.'s, ή μάχη ισχυρότερα, όζ-, βαρ-υτέρα γί- γνεται. THIEF, κλέπτης, ου, 6. κλώψ, κλωπός, ό, and κλέπτρια, κλέ- πτις, ιδος, η (/em.), and ptcpp. of verbs to Steal, τοιχωρύχος, 6 (propr. housebreaker). THIEVE. See to Steal. THIEVERY, κλωπεία, κλο- πή, λ-ηστεία, η. THIEVISH, κλεπτικός,κλω- πικός, αρπακτικός, ληστικός, 3. έπίκλοπος, 2. > THIEVISHNESS, άρπαγη* ίπι^υαία, η. το άρπακτικόν. THIGH, μηρός, 6. φ* μη- ρ'ια and μηρα, τά (= either thigh- bones according to the old Gramm., or, the flesh or ham cut from the thighs, viz. for sacrifice). Belong- ing to or on the t., μηριαίος. 3 (ichence η μηριαία, the thigh, X.) : outer side of t, υπογλουτίς, ίδος, η (opp. to το περινέου, Aristot.). See Leg. THIMBLE, δακτυληθρα, t) (mod. Gr.; anc, finger-sheath). THIN, αφ", λεπτός, 3 (of small size), αραιός, 3. μανός, 3. σπά- νιος, 3 (rare), ισχνός, 3 (slight). Also υγρός, 3 (of liquids). That has t. legs, Ίσχνοσκελης, ες : that has t. hair, λεπτόθριζ, τριχυς 6, η : that has a t. skin, λεπτό δερμος, 2. See Fine and Lean THIN, v. λεπτύνειν (to make t. or fine ; thinning, λέπτυνσις, 7]), and άπολέπτ. άραιοϋν (e.g. — the ranks of the enemy, a. τάς των πολεμίων τάζεις). To t. trees, υλοτομεΐν (subst. -τομ'ια η) : — the hair, διακείρειν τάς τρίχας. To sow thinly, μανο- σπορεΐν. THINE, fe Thy. THING. See Affair, Mat- ter, χρήμα, τό (in the most vague sense), πράγμα, τό (affair), γεγενημένυν, συμβάν, τό [event. occurrence), 'έργου, τό (actio?i). Things (pi. = property), κτήμα- τα, χρήματα, υπάρχοντα, όντα, τά : and when zcithout precise sig- nification, expressed only by neuter of the adj. or partcp. belonging to it: a beautiful t., καλόν τι : t.'s (— objects) which strike or fall under the senses, νοούαενα, τά : that is a sad t. (= affair), χαλεπόν λέγεις τό πράγμα : in all t.'s, εν παυτί πράγματι. έυ πασιν εργοις : before every t. or all t.'s, πάντων μάλιστα, πρώτου πάντων : frivolous or trifling t.'s, ληροι, οι. φλυαρίαι, al: to pack up one's t.'s, συσκευ- άζεσΰαι : it is a difficult t. to — , έργον or μέγα έργον εστί seq. infin.j that is (quite) a diffe- rent t., άλλος or έτερος λόγος ούτος : the present state of t.'s, (588; τά παρόντα : as t. s now are, εκ των παρόντων. THINK, v. If Absol: have thoughts, exercise the faculty of thought] νοεΊν. φρονεΐν. λογίζε- σθαι (to reaso?i). ΤΙ To reflect, <|*e.] συννοεϊν or -εΐσβαι. λογι- σάμενον συννοεϊν. λογί'ζεσΰαι (calculate), ένθυμεΐσΰαι (consi- der), διανοεΐσβαί τι or περί τί- νος (PL). To t. athg over with oneself, εις σΰυυοιαν αυτόν αυτω άφικέσβαι (PL), λογισμού λα- βείν (Dem.). λογισμώ διδόναι τι (Lys.). U To muse, meditate] Vid. if To opine, deem, judge] νομίζειν. ηγεΐσθαι. οιεσΰαι (to fancy). Also φάναι. δοκεΐ μοι, and γιγνώσκειν, κρίνειν τι περί τίνος, διανοεΐσθαι with ace. c. infin. (PL, to suppose that), if To intend] Vid. Tf Miscellaneous examples] To t., say, and do, λέ- γειν, υοεΐυ και πράττειν : to t. (intend) ill to aby, νοεϊν κακόν τινι : to t. (too) highly of one- self, μέγα (μείζον) φρονεΐν. επι- πλέον τι αυτόν δυζάζειν : to t. with (be of same mind as) aby, τά αυτά φρονεΐν τινι : to t. one thing and say another, άλλα φρο- νεΐν και άλλα λέγειν, 'έτερα φρονοΰντα 'έτερα λίγειν or ει- πείν : to t. soberly, μέτρια φρο- νεΐν. σωφρονεΐν : to t. how to do athg, προσέχειν τον νουν τινι or όπως (όπως μη) c.fut. indie: do you then t. of it as I? ap' ουν ώσπερ εγώ περί αυτών δια- νοεΐ ; (PL) to t. of (be t.-ing of) something else, προς ετέρω τινι έχειν τον νουν, την γνώμην : to t. of athg (= represent it to one's mind), έννοεΐσθα'ι τι. λαμ- βάνειν τι παρ 1 έαυτω εν τη διά- νοια, also βάλλεσθαι ές νουν : Ι never thought to shed a tear, ουκ έφην δάκρυα βαλεΐν ποτέ : Ι thought I was flying, διενοηθην ώς πετάμενος, see Seem, Fancy : what t. you about it ? σΰ δε τί φης περί αυτών ; I t. it is thus, δυκεΐ μοι τοΰτ' έχειν ώδέ πως : I don't know what to t. of it, ουκ οΊδ' ό τι είπω τούτου περί: as I* t. (= m my opinion), εμοιγε δοκεΐν. ώς γ' ή έμη γνώμη εστίν, κατ έμην γε γνώμην : I can't t. that of you ! ου γάρ που εκεί- νο γε καταγνώσυμα'ι σου (ΡΙ.) : to t. much of athg, Vid. : to t. fit, right, Vid. : to t. of aby = bear in mind, Vid., and Re- member : to t. of one's own ad- vantage, σκοπεΐν τό έαυτω συμ- φέρον : to t. ill, badly of aby, κακόν ηγεΐσθαι τίνα. δοκεΐ μοι τις είναι κακός : to t. slightly of aby, καταφρονεΐν τιυος, see to Slight. Methought I saw. έδοζ' Ίδεΐν : methinks I shall do athg. δοκώ μοι ποιε'ιν τι : you can't t. (imayi7ie) how much, πώς (πό- σον) δοκεΐς ; (parenthet.) : they are indignant as t.-ing themselves deceived, άγανακτοΰσιν ώς έζ- ηπατημένοι : to t. how ignorant we are! ώς ουδέν άρα "ίσμενΐ you are not ashamed — to t. how you have destroyed? ουκ α'ισχύ- νεσβε — , ώς άπολωλέκατε ; THINKER, λογιστή, οΰ, ο. άνηρ άγχίνους or λογιστικός, ο. THINKING (act of), νόησις, φρόνησις, ή. See THOUGHT. To my t. = opinion, Vid. : way of t., νους, ό. ηβη, ων, τά. διάνοια, τ), τρόποι, οι. if As adj.] νο- ητικός, διανοητικός, 3, and by partepp. ^ THINNESS, λετττό- μανό-, αραιό-, σπανιό-της, τητος, τ). THIRD, τρίτος, 3. For the t. time, το τρίτον : the t. part, τριτημόριον, τό : constituting the t. part or portion, one t., τρι- τημόριος, 3 : one and one t., four t.'s, επίτριτος, 2 (sesquiter- tius) : a loan of which one t. (= 33| per cent.) is annually paid as interest, έπίτριτον (δάυεισμα), τό, and the interest, to'kos επί- τριτος, ό : the t. rank, τριτεΐα, τά : (on) the t. day, τριταίος, 3: a number less than another by one t. of itself (or in ratio of 2 to 3j, ϋπότριτος, 2 (inverse of έπί- τριτος) : to diminish or reduce to one t., άποτριτοΰν. THIRDLY, τό τρίτον, τρί- τον, τρίτως. THIRST, s. δίψα, η. δίψος, τό (also fig. of great longing or desire). T. of or after athg, δίψα τινός : to have t., see the Verb : to cause or provoke t., δι- ψην ποιεΐν, δίψαν παρασκευ- άζειν or παρέχειν : provoking t., διψώδης, 2. διψητικός, 3: to quench the t., σβεννϋναι τό δί- ψος or την δίψαν : to quench aby's t., παΰιιν τιυά διψώυτα : quenching the t., άδιψυς, 2 : to endure t , διψώντα άνέχεσβαι. THIRST, v. διψην τίνος, δι- ψηυ, έπιθυμεΐν τίνος (metaph., to have an ardent longing or desire after athg). THIRSTY, διψών, ώσα, ών. διάηρός, διφαλέος, 3. THIRTEEN, τρισκαίδεκα (as numeral sign, ιγ'). Τ. times, τρισκαιδεκάκις : that lasts t. years, τρισκαιδεκαέτης, 6, -έτις, V. THIRTEENTH, τρισκα^ε- κατος, 3. δέκατος τρίτος, τρί- τος έπ'ι δέκα. On the t. day, τρισκαιδεκαταΐος, 3. THIRTIETH, τριακοστός, 3. On the t. day, τριακοσταΐος, 3 (also =: thirty days old) : the t. part or portion, τριακοστημό- ριον, τό. THIRTY, τριάκοντα (as nu- meral sign, λ'). Τ. feet long or high, τριακοντάπους, οδός, b, η: t. times, τρίακυυτάκις : t. years old, τριακονταετής, 2. τριακον- τούτης, b, ή : t. thousand, τρισ- μνριοι, 3. THIS, ούτος, αυτή, τοΰτο (mly the latter of two objects, but often edso = the folloiving, asfol- THI ΤΗ Ο THR lows), όδε, 'ήδε, τάδε {more point- edly emphatic, and very often = the following). T. here, οδί, ήδί, τοδι, and (but rarely) οδεδ'ι, &c. {both of common life) : t. — mat {in C07itradistinction), b μεν - 6 δε : t. and that, τό και τό, see That : of t. year, -τητες. τή- τειυς, 2. τούτου τοΰ έτους : t. time, νυν μεν. τό νϋν. τό παρ- αυτίκα: on t. side, επ\ τάδε. ενταύθα : in t. part of the coun- try, τά επί τάδε : on that side and on t., τό επ' εκείνα και τό επί τάδε. THISTLE, άκάνθιον, τό. άκανθα, ή (g. t. for thorn and t.). άκανος, b {and dim. άκάνιον, τό, a variety ; nith verb, to be like or to bear such, άκανίζειν, and adj. άκανικός, 3, all Theophr.). Also άκαρνα, τ) [Theophr.). κνη- κος, b {Lat. cnecus, a variety, the juice of tech teas used as rennet), σκόλυμος, b {edible t. or arti- choke), λειμώνια and φυλλ ά- κανθα, η (carduus crispus). To bear t.'s, άκανθοψυεΐν {Diosc.) : the down (ggp* add to that arti- cle) of t.'s, πάππος (au άνθινος), ό, and π απποσπ έρματα, τά [the downy seeds of tSs, Sec). THITHER, ίκεΐσε. ες τό εκεΐ. ενταύθα, ενταυθοϊ and -ί. ένθα. αϋτόσε. Hither and t, ένθα και ένθα. THONG, ϊμάς, άντος, b. hv'ia, ν {used for a shoe-latchet), ρυ- ■ηίρ, ήμος, b, and ηνία, η (for leading a horse), τελαμών, ώνος, b (for bearing a shield, <|"C.). A small t., Ίμάντιον, ιμαντίδιον, ϊμαντάριον, τό : to whip with a t., Ίμάσσειν. THORN, άκανθα, r). σκώλος, b (Aristoph.). Of or made of t., άκάνθινος, 3 (e. g a crown of t.'s, στέφανος άκάνθινος, b) : scratch- ed by a t., άκανθυπλήζ, ηγος, b, v : that bears t.'s, άκανθοφόρος, 2 : in the shape of a t , full of t.'s, ακανθώδης, 2. Thorn-bush, άκανθα βάτος, ράχος, ριιχός, ραμνός. παλίουρος, ασπάλαθος, h : a thicket of such, ακανθών, εών, ώνος, b : a hedge of t.'s, al- μασία. η. See BRAMBLE, BRIAR. THORNY, ακανθώδης, 2 (propr.). τραχύς, 3 (fig.) T. questions, άκανθαι ζητήσεων (Cic, = spina? disserendi). THOROUGH, τέλειος, 3 and 2. άμεμπτος,2. εν-,παν-τελής, ts. άκρος, 3. See Complete, Entire. Thoroughly, τελίως, ακριβώς, άπηρτισμενως and άπ- αρτί. THOROUGH -BRED, γνή- σιος, 3. "γενναίος, 3. ευγενής, εύφυιίς. ίς. THOROUGHFARE, πόρο*, ο. δίοδος, -πάροδος, ή. See Pas- sage. THOU {nominative), συ (if emphatic by antithesis, S[c: other- wise the personal flexion of the verb sufficiently expresses it; so (589) the plur. nom. ύμεϊς). Τ. at least, for thy part, σύγε : t. there ! ω ούτος. Thou (ye) is aho omitted when followed by a relative, e. g. t. who pretendest to be so friend- ly, os δή ο'ύτω φιλικώς προσ- ποιεΐ εχειν. THOUGH, ει κα'ι c. indie καίπερ {poet, περ), and simple και (in connexion with a partcp., φ^» rarily, if ever, with the finite mood) : e. g. 1 wish to remind you, t. you are fully aware of it, ύπομνήσω σε καίπερ ακριβώς ε'ιδότα: they attacked the enemy, t. superior (to them) in number, έπέθεντο τοΐς πολεμίοις και πλήθει προΰχουσι : t. you are brave, αγαθός περ ων (Horn.). Also το ι (enclit.), κα'ι — το ι, and καίτοι : what am I saying t. ? καίτοι τ'ι φημι ; and more strongly και ταύτα {' and that too,'' c. partcp.). Likeicise, 'όμως after the word it qualifies. See Although and However. It may also be expressed by opposi- tion of μεν {icch may be omitted) and δέ : I marvel that, though you conquer those with ease, you fancy there is no attacking these, θαυμάζω σου, ti εκείνους ραδίως χειρούμενος, τούτοις δε μηδένα τρόπον ο'ίει δυνήσεσθαι προσεν- εχθηναι. THOUGHT, νόημα, φρόνημα, διανόημα, ενθύμημα, τό. εν-, διά- νοια, ένθυμία, γνώμη, διανόησις, ν. λογισμός, ό. See Idea, Con- ception, Notion, and Conside- ration, Reflexion. Also άγι- γνώσκει or νοεί τις (owe's t.'s). Quick as t., άμα νοήματι : deep or rapt in t., σύννους, 2 : second t.'s are best, αϊ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι (Eur.) ; to take t. for athg, λαβείν φρον- τίδα, εν φροντίδι είναι περί τιυος (Hdt.). μεριμνάν περί τι, see Care, Heed : the t. enters my head or a t. occurs to me, έν- νοια μοι εμπίπτει or εγγίγνε- ται : to have one's t.'s elsewhere, άλλοσε εχειν τον νουν: to give athg a t., προσέχειν (τον νουν) τινί. εφιστάναι την γνώμην κατά τι. επινοεϊν τι. THOUGHTFUL, σύννους {or ζ.), 2. φροντιστ-, εννοητ- ικός, 3. φροντίδων, ούσα. Το have a t. and careworn look, πε- φροντικός βλεπειν. See Con- siderate. THOUGHTFULNESS^oi/- τίς, Zoos, ή. τό σύννουν. μέρι- μνα, η. THOUGHTLESS, ανόητος, αλόγιστος, απερίσκεπτος, 2. άνευ γνώμης. Also χαλίφρων, 2 (flighty), μετέωρος, κουφόνους, 2. εΊκαϊος, 3 and 2. See Incon- siderate. THOUGHTLESSNESS, ά- λογιστία, άνοια, απερισκεψία, άνεπιστασία, απροσεξία, and χαλιφροσύνη, άπροβυνλία, r). THOUSAND, χίλιοι, αι, α {as numeral sign, a). The num- ber of one t., χιλιάς, άδος, r) : one t., χιλιοστύς, ύος, r) : a leader or captain of a t., χιλίαρχος and χιλιάρχης, ου, b : a body of ca- valry of a t. horse or a t. horse, 'ίππος χιλία, τ) {Xenoph.). Τ., t.'s, indefinitely, μυρίος, μύριοι, 3 (see note beloiv) : a t. times, χι- λιάκις : t. fold, χ^ιλιοπλάσιος, 3: and indefinite, = t.'s of times, numberless times, or infinitely more than, μυριο-πλάσιος, 3, and -πλασίων, 2 : that has a t. feet, ~χι\ιόπους, πουν, gen. πο- δός : a t. years old or of age, ετών χιλίων, χιλιετής, 2. Two, three, &c. t., δισ-, τρισ-χίλιοι, ■ Sec. Ten t., μύριοι, 3 : — times, μυ- ριάκις : in 10,000 places, μυρια- χοΰ. gf^• According to thegramm. the indefinite μυρίος — ' count- less^ definite μύριος = 10,000, are distinguished by the accent. See compounds under χιλιο- and μυριο-, THOUSANDTH, χιλιοστό*, 3. A t. part, χιλιοστύς, ύος, τ) : ten t., μνριοστός, 3 : — part, μνριοστημόριον, τό. THRALDOM. See Bondage, Servitude. THRASH. See to Beat. To give aby a sound t.-ing, συγκό- πτειν τινά. σποδεϊν τίνα : to get a t.-ing, δαρηναι. See to Thresh. THREAD, s. ^ Propr. : fi- lum)] λίνον, τό (g. t.). νήμα and ράμμα, τό (for sewing), μί- τος, b, a?id στήμων, όνος, b (of woof or web), also άρπεδόνη, ή. κλώσμα, τό (when spun). To put the t.'s (as on a loom), μιτούν. To hang by a mere t. (fig.), εκ πα- λαιού και σαπρού στήμονος κρέ- μασθαι. TJ Metaph. : the con- text of a relation or tale] ακολου- θία, τ), περίοδος, r). To lose the t. of the narration or discourse, μεταξύ καταλείπειν τον λόγον '. to resume it, άναλαμβάνειν τον λόγον όθεν άπελίπομεν. THREAD, ν. % To put α thread through a needle] διεμβάλ- λειν or διιεναι (διίημι) ράμμα. ^1 To wind oneself through] δια- δύεσθαι (διαδϋναι) διά τίνος. THREADBARE, e.g. a dress that is t., τριβώνιον, τό. THREAT, απειλή, τ), άπεί- λ»)/χ«, τό. Also ρησις απειλη- τική and άπειλητήριοι, οι (pi.). To use many t.'s. άπειλεϊν πολ- λά, ισχυρώς, τινι. THREATEN, άπειλεϊν, επ-, δι-απειλεϊν τινί τι or c. infin. To t. with a weapon, &c, ava- -τείνεαθαι and -σείειν : to t. aby with the hand or by lifting up one's hand agst him, τάς χείρας έπανασείειν or διασείειν τιι/ί. T.-ing, απειλητικός and τήριος, 3. κατ' επήρειαν. δεινός κίνδυ- νος (great danger) : to present athg to aby in a t.-ing manner, επισείειν tiih ti. THR TOR THR THREE, -77ms, τρία (as nu- meral sign, γ'). In t. parts or divisions, τριχί), τρίχα : to di- vide into t. parts or portions, τριχη~ διάνεμαν, τρίχα ποιεΐν. διελεΐν τρία μέρη ' the army forms or is composed of t. divi- sions, τριχη γίγνεται το στρά- τευμα : fin t. places or spots, τρι- χόθεν : t. and t. together or joined, τρισσοί, 3 {and of t. different sorts or kinds) : t. times, τρίς, see Thrice : he and t. others, τέ- ταρτοι αυτός : t. talents and a half, τέταρτον ημιτάλαντον, τό, see Half : t. palms wide, τρι- πάλαιστος, 2 : t. feet long, τρί- πεδος, 2 : that has t. legs, τρί- πους {newt, τρίπουν, gen. τρίπο- δος), τρισκελής, 2 : that has t. leaves, τρίφυλλο?, 2, and nume- rous other compounds, for wck see Gr. Eng. Lex. under τ pi-. T. hundred, τριακόσιοι, 3 {as num. sign, τ): t. hundred times, τρια- κοσιάκις. τριακοσιοστός, 3 {t. hundredth). Τ. thousand, τρισ- χίλιοι, 3 {as num. sign, t y) : the t. thousandth, τρισχιλιοστός, 3. THREEFOLD,TptTi^oi}s (tri- plex, consisting of three parts of same kind), τριπλάσιος (triplus, three times as much), 3. THREESCORE. See Sixty. THRESH, άλοάν {Att. άλ.) τον σ'ιτον, also άλωνεύεσθαι. Fig., see Thrash. T.-ing, άλό- ησις,ή. άλοι;τ05,ό: t.-ing FLAIL (vid.), ρόπαλον, τό : t.-ing ma- chine, τά τρίβολα : t.-ing time, άλοητός, 6 : t.-ing floor, άλως, ή. THRESHOLD, οδός, ουδός {Ion.), 6. ουδας, τό {Epic), βη- λός, 6 {poet.). To pass aby's t., προσφοιταντινι.είσελθεΐνπρός τίνα or παρά τίνα. επί θύρας ελθεΐν τίνος : at the t. of old age, επί γήρως όδω {Lye). THRICE, τρις, ες τρις, and τριάκις. τρισσάκις. If = for the third time, τό τρίτον. Τ. {three times as great), τρις τοσού- τος, αύτη, οΰτο, and more poet. τ. τόσος, 3. τριπλάσιος, 3, also simply τρις όσος, 3, e. g. if t. as much as you now have were to come to you, hi τρις όσα νυν κέ- κτησαι, προσγένοιτό σοι {Χ.). Freq. in compounds with τρισ-, τρι-, e. g. t.-cooked, τρίσεφθος, 2: t. -dead, τρισθανής, ες: t.- turned, τρίπολος, 2 : t.-happy, τρισ-όλβιυς, -ευδαίμων, τρίσμα- καρ, κτλ. THRIFT. See Frugality. % Plant] prps στατική, η. THRIFTY. See Frugal. THRILL, V. ηχείν, βομβείν {of sound, e. g. xais άκοαϊς or βομβιΐ μοι τά ωτα, athg t.'s in my ears, my ears t. with athg), see Ring, and comp. Shrill, Sharp,^ Piercing {of sound). Also δίίρχεσβαι {to go through one, e. g. ή οδύνη διέρχεται με, I feel a t. of pain, it i.'s through me), φρίσσε iv {to feel a t. of (590) atce). T.-ing, διαπρύσιος, 3. λι- γυρός, 3. όξύτονος, 2 {of sound), also διατόρος, 2, and δ. φόβος {a t. of fear). THRILL, s. See under the Verb. A t. of awe, φρίκη, η. THRIVE. See to Prosper, to Grow, εϋ-τροφεϊν, -θηνεϊν. T.-ing, εϋτροφος, 2. THROAT, αϋχήν, ένος, τρά- χηλος, 6 {g. t.). δέρη, ή {poet.). See Neck, σφαγή, η {the part common to neck and chest, esply of animals, with ref. to the spot where they are pierced when slaughtered). λαιμός, 6. βρόγχος and βρόχ- θος, 6 {the gullet), φάρυγξ, υγ- γος, η. λάρυγζ, υγγος, ό (wind- pipe). To cut the (= aby's) t., σφάττειν, άποσφάττειν. λαι- μοτομεΐυ : to cut one's t., άπο- σφάττεσθαι : a sore t., βράγ- χος, 6 : to have it, βραγχαν. THROB, πάλλεσθαι. πηδάν. (ά)σκαρίζειν. λακτίζειν. See to Beat, Palpitate. THROBBING. See Palpita- tion. THROE, ώδίς, ϊνος, η (esply plur., of Hie t?s or pangs (vid.) of travail). To be in the t.'s of labour, ώδίνειν. THRONE, θρόνος (βασίλει- ος), 6. To place upon or elevate to the t., καθί'ζειν εις θρόνον. ενιδρύειν θρόνω. καθιστάναι εις την αρχήν : the accession of or coming to the t., η εις την άρχην κατάστασις : on his coming to the t., ελόμενος or παραλαβών την άρχην : to be on the t., καθ- ίζίσθαΐ επί θρόνου, άρχειν. βα- σιλεύειν: the heir to the t., 6 της άρχης or βασιλείας κληρο- νόμος or διάδοχος. 6 διαδεχόμε- νος τον βασιλεύοντα THRONG, s Pressure. THRONG, v. to Press. THROTTLE, αγχειν. πνί- γειν. εχειν τινά ες πνίγμα. See to Choke, to Suffocate. THROUGH, prep. ^De- noting motion fm end to end of a space] διά c. gen. : the spear went t. the shoulder, διά ώμου ήλθε τό εγχος : but usu. this sense is expressed by compounds (for wch see the several verbs), e. g. to cut, break t. the ranks of the enemy, διακόπτειν, διαρρηγνύναι τάς των πολεμίων τάξεις. §§§* διά in this sense with ace. is confined to the poets, mly non- Attic, to walk t. the deep, διά πόντον βαίνειν (Find.). *{[ Denoting extension over space and time] ανά and κατά c. ace: t. all the land, άνά πάσαν την χώραν (up t.) : t. the city, άνά or κατά (doam t.) την πόλιν : t. (the course of) this war, άνά τον πόλεμον τούτον (in prose usu. παρά c. ace). Also παρά c. acc, e. g. t. life, παρά πάντα τον βίον. U By means or the medium of] διά c. gen. : See Crowd, See to Crowd, to send news or make inquiries t. a messenger, δι' αγγέλου λέ- γειν, έρωτάν : to endeavour to attain athg t. others, δι' ετέ- ρων ζητείς χι : to attain or ob- tain t. considerable exertions, διά πολλοΰ πόνου λαμβάνειν, ίΐ By reason of, through, of the cause and the author] διά τι or τίνα, also εκ, or sts άπό c. gen., and υπό c. gen., or by the dative. See By, Out of. T. fear, διά φόβον, υπό φόβου, φόβω (and also by partepp. of the verb to Fear) : to be thrown into con- fusion t. a total want of proper heed, ταράττεσθαι εκ του μη- δέν φροντί"ζειν ων έχρήν : to be cast out of his country t. (in con- sequence of) factions, άπό στά- σεων εκπίπτειν '. t. you (oiving to you) we prosper, διά σε εύ- πραγοΰμεν : it is t. those who correct what is amiss, that states make progress, διά τους επανορ- θοΰντας άεί τι των μη καλώς εχόντων αϊ επιδόσεις γίγνον- ται τάΐς πόλεσιν (Isocr.). Also παρά c. acc. — through, by means of, our colloq. ' along of (of that wch turns the scale, and on which the result critically depends) : it isn't t. one or two (faults) that things are come to this pass, ου παρ' εν ουδέ δύο εις τούτο τά πράγματα άφΊκται (Dem.) : it is generally allowed to have been t. him that the besieged were saved, ϋπό πάντων ομολογεί- ται, παρά τούτον γενέσθαι την σωτηρίαν τόίς πολιορκονμένοις. ΤΙ Adverbially] Ε. g. right t., t. and t., διαμπερές (sts with gen.), διά τέλους, διαπαντός (all t.) : but usu. by compounds ivith δια-, e.g. wet t,, διαβρεχής, ές. See Thorough. THROUGHOUT. 1 Prepo- sition] διά, άνά, παρά, with πας, όλον: e. g. t. life, διά, παρά πάντα (όλον) τον βίον : t. the land, άνά πάσαν την γην. ^[ Adverb] See Thorough. THROW, v. βάλλειν. ρί- πτει v. Ίέναι, ά φ ιέ ν at. See to Cast, Hurl, Fling. To throw stones at aby, βάλλειν τινά λί- θοις, see to Pelt and Stone : to t. (=hurl) a spear, javelin, quoit, dice, Vid. : to t. to the ground, καταβάλλειν : to t. an antagonist (bytivisting legs),KaTa- πλίσσειν : to t. open, άνοίγειν. άναπεταννύναι, see Open, v. and adj. To be thrown on shore (of a ship), έκβράσσειν (Hdt.) : to t. his rider (of a horse), άπο-κρού- ειν -σείεσθαι (mid.), -κυλίειν, έκτ ραχηλίζειν •. 1] In combina- tion ivith prepositions, used ad- verbially or with substt.] To t. ABOUT, δια-βάλλειν, -ρριπτεϊν (hither and thither) : to t. a cloak about one, περιβάλλεσθαι ιμα- τίου. To t. athg after aby, pi- πτειν τι μετά τίνα. επιρρί- πτειν τινί τι. φυγόντα τινά THR ΤΗ U TID βάλλειν τινί. To throw ASIDE, see Cast, Fling aside. To t. at aby, βάλλειν τινά. (e. g. λί- θοι?, άκοντίω). έφιέναι, εμβάλ- λειν τιυί τι. To t. AWAY, άπο-, ■εκ-βάλλειν. ρίπτειν, άττο-, δια- -ρρίπτειν. προίεσθαι (and fig., e. g. o?ie's pains) : a t.-ing away, αποβολή, 7Γ ρόεσι?, η : thrown away, απόβλητο?, 2 : apt to t. away, άποβολιμαΐό?τινο?(Αΐ'Ϊ8- toph.). See Reject. To t. back, άνα-βάλλειν, -ρριπτεΐν τι : — to or at aby, εμπαλιν επαφιέναι τινί τι : to t. back one's cloak, άνακαλύπτεσθαι το ιματίου : to t. one's head back (e. g. in sleep), υτττιαζειυ : to t. back, ■=. RETARD, HINDER, Vid. To t. BEFORE, προβάλλειν τ'ι τινο?. To t. BEYOND, ΰπερβάλλειν τι (or Ύΐνός, aby). To t. down, κατα-βάλλειν, -ρρίπτειν. άνα- τρέπειν,5ββ OVERTHROW, κατα- πλήττειν, -κόπτειν (beat down) : to t. oneself down (on the ground), καταπίπτειν: to t. oneself down at the foot of the altar, προσ- πίπτειν βωμω : to t. oneself at aby's feet, προσπίπτειν τινί : to t. down (in wrestling), παρα- στορεννύναι : to t. down (in ruins), συγχωννύναι τι: to t. aby down a precipice, κατακρημνίζειν τινά : to t. down from a rock, ρίπτειν κατά ττετρων : able to t. down, καταβλητικό?, 3. To t. IN or INTO, ε'ισ-, εμ-βάλλειν. kviivai (ίημι) : to t. oneself into a place, είσπίπτειν, εμπίπτειν, ίμβάλλειν, ιέναι εαυτόν f is τίνα τόπον : to t. aby into any state, εμβάλλει» τινά ε'ί? τι : — into confusion, διαταράττειν τινά. συγχεϊν τίνα : to t. into a panic, φόβον έμποιείν τινι. To t. OFF, άττο -ρρίτττειν, -βάλλειν (and καταβάλλειν), -κροϋειν, -σεί- εσθαι : to t. off the hounds, εττ- αφιέναι του? κύνα?. To t. ON, see t. upon. To t. out, έκ-βάλ- Χειν, -ρίπτειν, άττο ρρίτττειν: to t. out the legs, εκλακτίζειν : a t.-ing out, and athg thrown out (from a ship), εκβολή, η : to t. out (as scum in boiling), άνα-, άττο-, ίκ-βράσσειν: to t. out (or let fall) a word, hint, &c, ρήμα εκβάλλειν (PI.) : to be thrown out (e.g. fm one's course), εκττί- τττειυ. To t. OVER, υπέρ τινο? βάλλΐΐν, ιέναι, Qc. : to t. over- board, εκβάλλειν or άττορρί- πτειν ει? την θάλασσαν, έκβο- λην εκβάλλεσθαι : to t. a cloak over one, see t. about. To t. UP, άναρρίπτειν. άναττίμττειν (from the depth), άνπβάλλειν, ■χουν (e. g. a mound of earth, a hillock, or a grave, χώμα, σήμα, or μνήμα), ταφρεύειν, άναβάλ- λειν τάφρον (the earth on the sides of a trench). To t. up, = vomit, spit, Vid. : to t. up foam, &c, see t. out : to be thrown up on shore (as a ship), εκβράσσειν (Hdt.) : to t. up an office, &c , see (591) Resign. To t. upon or on, fari-, εμ-βάλλειν : to t. athg upon the table, καταβάλλειν τι έπ'ι την τράπεζαν : to t. the blame upon aby, επιφέρειν, άυατιθέναι τινι την α'ιτίαν τινά? : they t. the blame one upon another, άλλο? άλλον έπαιτιάται. THROW, s. βολή, 17. βόλο?, b. ριπή, η. To make or have a t., βάλλειν (with a missile or at dice) : to have a successful t., εύ- στόχω? βάλλειν. βαλόντα καθ- άτττεσθαι or τυγχάνειν τοΰ σκο- ποΰ (with a weapon), καλόν βάλ- Χειν. εύκυβεΐν (at dice) : a lucky t., ευστοχία, τ) : a t. (with ref. to distance), εφ' 'όσον βέλο? εξικνεί- ται : a stone's t., λίθου βολή, η. See Cast, s., and phrases under Dice, Hazard, Risk. THRUSH (a bird), κίχλη or κίχλα, η. κόψιχο?, b. THRUST, v. ώθεϊν (g. t, to PUSH, vid.), also ελαύνειν, τύ- τττειν (e. g. with a horn, a spear, τω κέρατι, δόρατι). To t. aby (through), see to Pierce, Stab : to t. athg into athg, εν-, επ-ερεί- δειν, καθιέναι τι ε'ί? τι : to t. aby into athg, ρίτττειν or κατα- βάλλειν τινά, προωθεΐν τίνα ε'ί? τι : to t. aby out of athg, εξ-, άττ-ωθεΊν or άττελαύνειν or εκ- βάλλειν τινά? or εκ τινο? : to t. athg away or from oneself, άπ-, παρ-ωθείσθαί τι. THRUST, s. ώσμό?, b. ώσι?, η (push), πληγή, η (icith a wea- pon). THUMB, άντίχειρ, ειρο?, b. δάκτυλο? b μέγα?. THUMP, v. κρουειυ. κότττειν. τύτττειν. See Knock, Beat, Strike. THUMP, s. κρούσμα, τυμμα, τό. πληγή, η. See Blow and Knock. THUNDER, s. βροντή, η, also βρόντημα (poet). The t. peals, βροντή φέρεται, φθέγ- γεται : like t., βροντώδη?, ε?, ωσπερ βροντή : t. and lightning, βροντα'ι συν κεραυνοί? : to strike with t., κεραυνοΰν, συγκεραυ- νοϋν, see Thunder-struck : stage-t., machine for imitating t., βοοντεΐον, κεραυνοσκοπεϊον, τό. ' THUNDERBOLT, κεραυνό?, b. To hurl or kill with a t., κε- ραυυοϋν. ιέναι κεραυνόν. THUNDER-STORM, βρον- τα'ι και κεραυνοί, ύδωρ έζ ου- ρανού πολύ ku'i βροντα'ι (rain and t.). THUNDER-STRUCK, κε- ραυνοβλη?, ητο?, ό, η, and me- taph. θεοβλαβη?, ε? (infatuated), εμβρόντητο?, 2. εμβροντηθεί?, εΐσα, έν. εκπλαγεί?, εϊσα, εν (astonished). THUNDER, v., e.g. it t.'s, βροντά, βροντή γ'ιγνεται. THURSDA Υ, ν πέμπτη τη? εβδομάδο?. ή τοΰ Αιό? ημέρα. THUS, οϋτω(?). ώδε. τω, τη (Horn.), τϊ,δε (Χ.). See So. THWART. See to Cross, Frustrate. THY, THINE, σό?, at, σον, or by the genitive σου. Τ. slave, ο σό? δοΰλο?. b δοΰλο? b σό?. σου ο δοΰλο?. ο δοΰλό? σου : a a slave of thine, δοΰλό? σο?. ^g= When not emphatic, it need not be expressed, if the reference is suffi- ciently clear fm the context, e. g. thy father loves thee, φιλεϊ σε b πατήρ. Thine own (either em- phat. = tuus ipsius, or reflex. tuus), σεαυτοΰ, η?, οΰ or (b) σό? — αυτοΰ (very rare in prose). ^" In the best classical writers the genitive of the pers. pronoun is very rarely reflexive of the nearest subject, e. g. thou lovest thy fa- ther, φιλεϊ? τον πατέρα (σου). §UP Instead of the genu, the da- tivus commodi is freq. in poetry, and in Attic prose chiefly with φίλο?, εχθρό?, πολέμιο?, ζύμ- μαχο? : e.g. he will become thy friend, φίλο? σοι γενησεται. THYSELF, as nom., αυτό? (συ) : in the oblique cases, σεαυ- τόν, ην, £$C. (with sts αυτό?, η, nom. for greater emphasis). Know t., γνώθι σεαυτόν : in Att. not seldom εαυτόν, Qc, but more fre- quent in the plur. THYME, θύμο?, b. TIARA, τίαρα, η. See Lidd. Scott, s. v., and κνρβασία, κίδα- pL?. TICK. 1 A kind of vermin] κροτών, ώνο? (and paroxyt.), b. κυνοραιστη?, οΰ, b (Horn.). 1\ A covering of a bed] στρωμα- τόδεσμο?, b. % Vulg. : credit] Vid. TICKET,*, σΰμβολον,τό. TICKET, V. σημειοΰν, επι-, παρασημειοΰν. σημείοι? διαλαμ- βάνε ιν. TICKLE, γαργαΧίζειν. κνί- ζειν, κνην, ύποκνί'ζειν. To t. inside the mouth with a feather, καταματεύεσθαι πτερό). Athg t.'s my fancy (fig.), προσσαίνει με τι. TICKLING, γάργαλο?, γαρ- γαλισμό?, κνισμό?, ο. γαργά- λισμα, τό. TICKLISH, δυσγάργαλο?, 2. It is a t. affair (fig.), χαλεπόν, δυσχερέ? εστί. TIDE, διαρροή τοΰ ωκεανού (η ανω τε και κάτω), also πα- λίρροια (ebb and floio), h, and δίαυλο? κυμάτων, b (poet., Eur.), επιρροή τοΰ ώκεανοΰ, and πλημ- μυρά or πλημμυρί?, ίδο?, and (Hdt.) ραχία (flood-tide), η. ανά-, μετά-ρροια, and άμπωτι?, εω?, η (ebb). Rise and fall of the t., αύζομείωσι?, η (Strab.) : the t. is rising, falling, αναβαί- νει, μεταπίπτει πλημμυρί?. παλιρροεΐ (ό ωκεανό?) : to be at high t., the t. is up, πλημμυρεϊν: any part of the sea where the t. ebbs and flows with remarkable violence, εύριπο?, b. If Metaph. : = time] Vid. U Course] Vid. TID TIM TIM TIDINGS. See News, In- I TELLIGENCE. TIDY. See Decent, Neat. TIE, v. δεΊν, σι/ι/-, επι-, προσ- δεΐν. άπτειν, συνάπτειν. See Fasten, Bind, Knit, and Knot. ToNGUE-tied, Vid. TIE, s. αμμα. See Knot, Fastening, and Band. The ties of kindred {fig.), συγγένεια η αναγκαιότατη, τά της συγ- γενείας αναγκαία [Lot. necessi- tudo). TIER. See Row, Rank. TIERCE. H Third part of a pipe (of nine), Qc. z= 42 gal- lons, or sixth part of a tun] Vid. il I?i music] T. major, δί- τονος, η : t. minor, τρι,ημιτόνιον, TO. TIERCET (Terzetto, Ital). See Triplet. TIGER, τίγρις, ιδος, >j. τί- γρεις, εων (plur.). τιγροειδής, ες. Τ. cat., τιγροειδης αίλου- ρος, ό, η. TIGHT, σύντονος, 2, partcpp. pass, of συντε'ινειν, σφίγγειν. σφιγκτός, 3. έπίσπαστος, 2. συμπυκνος, 2 {compact), στεγα- νός, 3 (close). Water-!, Vid. Τ. -fitting, συν-, προσ-εσταλμέ- νος 3, see Close and Compact : that wch is bound t., σφίγμα, το : to keep a t. rein, hold, Vid. : too t., ακριβής, ες (e. g. θώραζ, TIGHTEN, σφίγγειν, συ- σφ'ιγγειν. τείνειν, συν-, επι- τείνειν. επισπαν (Dem.). A t.- ing, σφίγξις, επίτασις, η. σφιγ- μός, ό. To t. the rein, Vid. TIGHTNESS, έπίτασις, η, a?id by the adjj. Tight. TIGRESS. See Tiger. TILE, S. πλίνθος, η. κέρα- μος, 6. κεραμίς, ίδος, ή. See g. t. Brick. Roof-t., στεγασ- and καλυπ-τήρ, ηρος, b : coping- t.'s, ol ηγεμόνες. TILE, V. κεραμοϋν. T.-d, ττΧινθωτός, 3 : a t.-d roof, t.-ing, στέγη κεραμωτή or πλίνθων πεποιημένη, η. TILER, 6 τάς πλίνθους συν- απτών. TILING. See Tile and TlLED. to κεραμωτόν. TILL, prep. See Until. TILL, s. See Drawer. TILL, v. γεωργεϊν. έργάζε- σβαι την γην. See CULTIVATE, Plough. T.-d land, γεώργημα, τό. γεωργία, η. TILLAGE, εργασία των αγρών, της γης, ή. γεωργία, γεωπονία, ή. τά κατά τον άγρόν ειιγα. See Cultivation, Agri- culture. -TILLER, γεωργός, b. 6 την γην εργαζόμενος. TJ Of a rud- der] Vid. TILT (a vaulted covering), στέ- γη, σκηνή, ή. TIMBER, ΰλΐ), η. ζυΧεία, η. ξύλα, δόρατα, τά. See Wood. Λ592) Kne.3• t., crooked t. for ship-build- ing, τορνεία, η (Theophr.). TIMBREL, τύμπανον, ηχεΐ- ov, ρόπτρον, τό. To beat the t., τυμπανίζειν : one that — , τυμ- πανιστής, οϋ, ο, and -Ίστρια, η {/'em.) : a beating — , -ισμός, 6. TIME, s. il In general] χρό- νος, 6 (e. g. t. makes beauty fade, ό χρόνος εμάραυε τό κάΧΧος, Isocr.). To look back to the re- motest t., επ\ μακρότατον σκο- πεϊν {Time.) : t. present, future, b ένεστώς, νυνί παρών, μέΧλων, έπειτα χρ. : t. past, ό παρεΧθών, -εληλυθώ?, προ του χρ. : to our t.'s, Is τό6ε, ες εμέ : the wars of our t., οι έφ' ημών πόΧεμοι : at or in our t.'s, καθ' νμα,ς, έφ' ημών: the t. of aby, ηλικία τι- νός : the present t. (= genera- tion), η νυν (ζώσα) ηλικία (Hdt., Dem.) : in the t. of Alexander, when A. was king, έπ' 'Αλεξάν- δρου : to the present t., μέχρι τοϋ νυν: to my, our t., ες εμέ, τιμάς : from the, this, that t. forth, εκ τούτου αεί. αύτόθεν. εκ τοϋ τότε χρόνου : from the t. that — , εξ ου or ότου : from this t., εκ τούτου : at that t., τότε : the best speaker of his t., ρήτωρ άριστος τών τότε : for a t., χρόνον τιι/ά or ολίγον : (at) some t., 7τοτε (enclit.) : another t. (= hereafter), αύθις {opp. to νϋν) : from t. to t., εσθ' ότε, ενιότε, also by διαλιπών χρό- νον : for a t., see ' for a While,' and Temporary: at thet. being, αεί with partcp., e. g. whoever is ruler at the t. being, ό κρατών αεί : the emergencies of the t., αϊ άει ξυντυχίαι: in t. (= sooner or kiter), (τω) χρόνω : of a long, very long t., έκ πολλού, εκ τοϋ επι πλείστον : a long t. after- wards, διά πολλού χρόνου : at the same t., ομού (simul), see Si- multaneous and Contempo- rary: in a moment's t., έν άκα- ρεϊ χρόνου : in no t., αύτίκα μάλα (= this very MOM Ε NT, vid. ) . To help aby pass the t., χρόνου διατριβην παρέχειν τινί. See Pass, Spend, and, Pastime. ^J Time, as required for doing athg] χρόνος, b. σχολή, η See Lei- sure. I have t. to do it, σχολή εστί μοι ποιεϊν Tt : I have not — , ασχολία τις εστί μοι: there is no t. to lose, ου καιρός μέλ- λειν : athg takes a long t., πολ- λού χρόνου εστί : athg takes up my t., άσχολίαν παρέχει μο'ι τι : I will find or make t. to hear you, σχολην ποιήσομαι άκροάσθαι σοϋ : we must take t. to deliberate, εν πλέονι σκε- πτέον (Thuc). U The fit season] καιρός, b. ώρα, η. It is t. to go, ώρα (εστίν) άπιέναι : it was not the t. for that, ούκ ήν ταύτα γε πράττειν καιρός : 'tis high t., ώρα or καιρός εστίν, ακμάζει : when the t. (for so doing) came, επειδή καιρός έλάμβανεν, sc. αυτόν (Thuc.) : 'tis the t. for ac- tion, έργων ακμή (poet.) : it is still t., έτι έγχωρεϊ, έτι έν καλώ εστί : you are come in the nick of t., εις καλόν ηκεις or έν δέον- τι, εν καιρώ, προς καιρόν: to die before his t., προ μοίρας άποθανεΐν: t. presses, σνγκλείει, συι/07ττει or επείγει νδη ή ώρα. See Season and Opportunity. Without loss of t, αμελλητί. ^j As including the changes it Lri?igs] E. g. to accommodate oneself to the t., δουλεύειν τω καιρώ, see Time-server, £[c. : to turn the t.'s to good account, τά παρόντα ευ θέσθαι : a sad, hard t., χαλεπό? καιρός : in good, bad t.'s, έν άγαθοΖς, κα- κοΤς πράγμασιν : (a history) of Alexander and his t.'s, περί 'Αλεξάνδρου και τών κατ' αυ- τόν γεγενημένων : spirit or cha- racter of the t.'s, see ' Spirit of the age.' Tj With ref to the pro- gress of the day, year, S[c.] E. g. what t. (of day) is it ? πηνίκα μάλιστα; to-morrow at this t., this t. to-morrow, αΰριον τηνι- κάδε : (he thought) that should he come at this t., he would find nobody at home, ότι τηνικαϋτα άφιγμένος οϋδένα καταλήψυιτο οίκοι (Lys.) : in summer t., έν ώρα θέρους: a set t , προθεσμία, f), see Term. % Implying re- petition or recurrence (French fois, German mal)] E. g. at one t. — , at another t. — , άλλοτε μεν — , άλλοτε δε — . τότε μεν — , τότε δε — , see under Now and Sometimes: for this t. (this once), τό γ ε νϋν (έχον) : another t. (= anon, hereafter), αύθις : first, second, &c. t., τό πρώτον, τό δεύτερον, κτλ. : for the last t., τό εσχατον, υστατον : to- day is the first t. I ever saw him, σήμερον τό πρώτον εΊδον αυ- τόν. Three t.'s (= thrice), τρις : four, five, &c, t.'s, τετρ-, πεντ- άκις, κτλ. : many t.'s, innume- rable t.'s, ιτολλ-, μυρι-, άπεφ- άκις : four t.'s, many t.'s our number, τετρα-, 7τολλ α- ττλ ό- σιοι ημών. One, two, &c. at a t., καθ' 'ένα, κατά δύο, κτλ. ^f In ?nusic] ρυθμός, b. In or keeping t., ενρυθμος, 2. έν ρυθμω. κατά ρυθμόν, e. g. to dance, march in t., έν ρυθμω όρχεϊσθαι, πορεύ- εσθαι : to keep t., τηρεΐν ρνθμόν. αρσιν και θέσιν άνατείνειν : to keep t. in beating (on athg) with a hammer, ΰπό μίαν αρσιν και θέσιν άνατείνειν και κατατί- θεσθαι : out of t., ά-, παυά-ρ- ρυθμος, 2: to be or get out t., έξω ρυθμού γίγνεσθαι : to set the t., ενδιδόναι : to beat the t., ΰποκρούειν, and poet. έπιλιικεΊν (Horn.), έγκροτεϊν : — with the foot, ραβάσσειν: to beat t. (tat- too), ληκίνδα παίζειν {Luc.). TIME-HONOURED^pxaio- πρεπής, ες. άρχαιόπλουτος, 2 (with ref. to wealth, both poet.). TIM TIME, v. Crcl., e.g. εν καιρώ ποιεί ν τι. "Well-, ill-t.-d, see Seasonable, Unseasonable. TIMELY, καίριος, 3. εύκαι- ρος, 2. To offer t. assistance, εΰ- καιρον την βοήθειαν ποιεΐσθαι. See Seasonable. IT Adverbial- ly] εν κάψω or ωρα. See Be- times. TIME-PIECE. See Clock. TIME-SERVER (to be a), &ί- δνμονστρίφειυπηδάλιυυ(ΡΙιιί.). μετακυλιυδίϊν αΰτόυ atl προς τον ευ πράττυντα τοίχοι/ (Aris- toph.). καιροτηρεΐν, καιροσκο- πεΐν. δουλεύειν καιρώ. TIME-SERVING.' Crcl. ivith examples in preceding Art. TIMID, TIMOROUS, φοβε- ρός, οκνηρός, μαλακός, 3. άτολ- μο?, 2. ευλαβής, ές, and str. tt. δειλός, 3. εμ-, περί-φοβος, 2, and partcpp. of πτήσσειν, ύπο- τττησσειυ [cower). See Fear- ful, Shy. TIMIDITY, φόβος, όκυος, 6. ατολμία, δειλία, ευλάβεια, η. δίος, το'. See Fearfulness, Cowardice. TIN", κασσίτερος, 6. A tin mine, Μέταλλα κασσίτερου, τά : made of t. (t., as adj.), κασσιτέ- ρινος,3. κασσιτέρου (as gen. ma- teria^) : to cover with t. (to t., as verb), κασσιτερυϋν (Diosc.) : one that makes t. vessels or utensils, tinman, κασσιτιρουργός, ό. TINCTURE, s. m Colour] χρώμα, τό. See Tinge, s. η\ Infusion or extract] Vid. TT Fig. : superficial knoivledye] τα στοι- χεία. See Tinge. TINCTURE, s. IT To colour] Vid. IT To imbue] Vid. TINDER. 33» The substances used for the purpose by the an- cients were to ayapiKov [fun- gus), α'ι "ισκαι [fungus growing on trees), πυρεϊα, τά (bits of tvood rubbed together to produce light). TINE [of a horn), στόρθυγξ, υγγος, η. TINGE, v. τεγγευ/ τ'ι τινι [athg ivith athg). έπιχρωννύναι τί τι, also χρωτί"ζεσθαι [mid.). Just t.-d with opinions, επικε- χρι•>σμένος δόζαις (PL). TINGE, s. Crcl. with the Verb. TINGLE. IT Of sound] βομ- β ί ^ ν ι νχ*ϊν• Aby's ears t., βυμ- βοϋσιν ui άκοαί, ηχεϊ τά ωτά, τίνος or τινι. See to Ring. A t.-ing, τό ηχε'ιν. βόμβος, ήχος, 6. ΤΤ Of pain] See Smart. TINKER, prps 6 τά χαλκώ- ματα άκούιιενος. ΤΤ As ve?'b] άκίϊηθαι. κασσύειν [cobble). TINKLE, ηχεΐν. κωδωνίζειν. T.-ing, κωδωνόκροτυς, 2 (adj). κΐϋύωνισμός, 6 (subst.). See JlN- GLE. TINSEL, χρυσοΰ, αργύρου, Qc. -πέταλα, τά (spangles), αγλά- ισμα, καλλώπισμα, τό [ivith contemptuous epitlvct, ρωπ ικόν ,ου- δενός άξιον). Τ. -footed (in a (593) TIT good sense, Milton), άργυρόπεζος, 2 (poet.). TINT. See Colour, Hue. TIP, s. See Point. The t. of the finger, άκροδακτΰλιον, τό. τό του δακτύλου άκρον, άκρος 6 δάκτυλος : the t. of the nose, το της ρινός άκρυν. άκρα η ρίς. TIP- TOE, άκοοποδητί. Το walk on t., άκρο-βατεΐν, -/3αμο- νεΐν (fm adj. -βάμων, 2). έπ' άκρων των δακτύλων βαίνειν : traces of one walking on t., 'ίχνος άκρώνυχον,τό (Plut.). On the t. with expectation (fig.), μετέωρος, 2. όρθος, 3. όρθόφρων, 2 (poet.). TIP, v. See Point, κατα- σιδηροΰν (with iron). T.-d with iron, άκροσίδηρος, 2. TIPPLE. See to Drink. T.- ing, φιλοποσία, η. TIPPLER, φιλοπότης, ου, 6. TIPSY, άκροθώραζ, 6, ή (Aris- toph.). See Drunk. TIRE, v. καταπονεϊν, κοπούν τίνα. κόπτειν, τρύχειν, παρα- τείνειν τινά. See to Fatigue, to "Weary. To be t.-d, κάμνειν, άιτο-, εκ-κάμνειν. καταπονεΐ- σθαι (pass.), κόπτε σθ α ι (pass.). T.-d of, partcpp. pass., and see Sated : very, rather t.-d, υπέρ-, ύπό-κοπος,2. TT To attire] VlD., and to Dress, Adorn. TIRE, s. 1 Row, rank] Vid. TT Attire of the head] See Head- dress. TJ Of a wheel] επίσσω• τρον. τό. TIRESOME, φορτικός, 3. See Fatiguing, "Wearisome, Te- dious. TIRO. See Beginner. TISSUE, 'ύφασμα (πεποικιλ- μένον), τό. υφή, η. vrjua, τό. It is a t. of lies (fig.), φευδη άλ- λως εστίν, σύγκειται μεμηχα- νημενα, πεπλασμένα. TIT-(or TID-)BIT, 'ήδυσμα, λίχνευμα, χναΰμα, τό. τό δια του στόματος ηδύ. See DAINTY. TITHE, S. δεκάτη, δεκατεία, and επιδέκατος, η, also επικαρ- πία, η. To receive or collect t.'s, δεκατεύειν : the receiving of t.'s, δεκάτευσις, η : to impose or levy t.'s, άποδεκατοΰν : to pay t.'s, τελεΐν την δεκάτην: a place where t.'s are received, δεκατευ- τήριον, τό : a collector of t.'s, δεκατευτης, οΰ, ό : one that con- tracts for t.'s, δεκατώνης, ου, ό. TITHE, v. (to levy Vs). See preceding Art. TITHE ABLE. Crcl. with τε- λεΐν την δεκάτην. TITLE. IT Appellation] επ-, or προσ-ωνυμία (η εις tim>jv δε- δομένη, t. of honour), προσηγο- ρία, η. προσαγόρευμα (τιμητι- κόν),τό. See Appellation. Τ. of a book, επιγραφή, ή. TT Right or privilege] δίκαια, τά. δικαίωσις, άζίωσις, ή (claim). Τ. -deeds, at βεβαιώσεις: I have a (legal) t. to athg, επίδικόν εστί μοί τι. δίκαιος ε'ιμι τυχεϊν τί- νος. ΤΟ TIT -MOUSE, αίγίθαλο* or αιγιθαλός, 6 (or λΧ). TITTER. See Giggle and Laugh, τριγλίζειν. TITTLE, στίγμα, τό. άκα- ρες, ους, τό. κεραία, ή (in writ- ing, e.g. accentual mark, apex). TITTLE-TATTLE. See Gos- sip, Chatter. TO, prep. A. Local, denoting the goal or direction of a motion, or of an action conceived as such] a) In answer to the question, whi- ther? by the ancient locative in δε or ζε formed from names of cities, e. g. to go out to Eleusis, to Olympia, to Athens, έξελθεϊν ΊΙλευσίναδε, Όλυμπιαζε, Άθή- ναζε : more freq. in epic, as to the sea, άλαδε : to his own home, όνδε δόμονδε, and οΊκονδε, for wch in prose only ο'ίκαδε : to the ground, earth, χαμάζε, εραζε (also χαμάδις and so ο'ίκαδις) : fm pronouns -σε, as to that place, εκεΐσε (thither) : to another place, άλλοσε (elsewhither). ^* In Att. poetry an accusative is sts found in place of this locative with verbs of motion : I go to my house, δόμους στείχω εμούς (Soph.) : I am come to the streams of Dirce, πάρειμι Αίρκης νάμα- τα (Eur.). b) By prepositions : 1 . προς c. ace. (towards, persons and things) : to go to aby, άπελθεΊν προς τίνα : to retreat to a hill, ava- χωρεΧν προς λόφον : to look (turn one's regard) to God, άπο- βλεπειν προς τον θεόν : to have an eye or regard to athg, σκοπεϊν, βλίπειν προς τι : to say (= ad- dress oneself, direct one's speech) to aby, λέγειν, ειπεϊν προς τίνα ; and generally in expressions de- noting reference or relation, e. g. our relation, duties, &c, to the gods, τά προς τους θεούς: in re- ference to the matter, προς τον λόγον: 'tis nothing (in reference) to me, ουδέν προς εμέ ; to sing (addressing the voice) to the flute, αδειν προς αύλόν: they are poor to (= compared ivitk) us, φαΰλοι προς ημάς. — 2) παρά C. ace. (to the side of; mly persons) : to lead, be brought, to go in, to aby, άγειν, ενεχΰήναι, ε'ισιέναι, παρά τίνα. — 3) επί c. acc. (mly with a pur- pose implied, as to fetch some- thing, Qc.) : to sail to Egypt, πλεΐν έπ' Αϊγυπτον (icith the genitive z= for, in the direction to — ) : to go to the rich men's doors, Ίέναι επι τάς των πλου- σίων θύρας: to flee (for refuge) to a hill, καταφεύγειν επι λό- φον : to fly to a place, ττε'τεσθαι επί τι : to betake oneself to an inquiry, τραπέσθαι επι ϊ,ήτησιν. — 4) «is (into, of a place that would be entered ; among, of an assembly, Qc.) : to sail to Athens, πλεΐν εις 'Αθήνας : to be con- veyed to a city, άποφέρεσθαι εις πόλιν τινά : to speak to (= Qq TO TO TO among) the people, λόγου? irot- έΐσθαι εις τον δημον : ellipt., c. gen., e. g. to (the house of) Hades, «is "Αδου : to go to the teachers' (schools), ε is διδασκά- λων φοιτάν. Also [of amount), up to or to the number of 10,000, zh μύριους : and (as general ex- pression of reference or relation), as to this, εις μεν ταΰτα (quod attinet ad hoc), (gu* εις in Attic is never (in Ionic rarely) applied to individual persons, because the notion of entering does not apply to such. To persons in the plur. it is applied when these are repre- sented as an assembly, e. g. (to go) to (= into tlie assembly of) the dicasts, εις τους δικαστής, or, as local notions (as land and people, fyc), e. g. they marched to the (country of among the peo- ple of tJie) Taochi, έπορεύθησαν εις Ύαόχους (Χ.) : to go to one another, εις άλλτιλους βαδίζειν. But in speaking of behaviour and disposition towards aby, εις may be applied to individuals, e. g. good will to aby, εύνοια εις τίνα : to accuse aby to aby, διαβάλλειν τινά ε'ίς τίνα (to convey an ill report of aby into aby's mind). — 5) ως (only of persons or per- sonified objects, denoting direction toivards them), e.g. to go, send to the king, Ίέναι, πέμπειν ως βασιλέα : — to Miletus (= to the Milesians), — ώς την Μίλη- τον. — 6) μέχρι, 'έως c. gen., up to, Lat. usque ad, see Until. — 7) Other prepositio7is occur in par- ticular combinations : thus, up to, e.g. the mountain, ανά το ορός : according to aby or athg, κατά τίνα, τι : according (^.conform- ably) to, Ik c. gen. : even to, 'έως, μέχρι c.gen.: to the best of one's ability, κατά δΰναμιν : to the sound of (as accompaniment), υπό c.gen. : next to (= after), μετά c. ace. : to the right, εν δεξιά (=. on) : with reference to, περί c. ace, as unjust to aby, άδικος περί τίνα, and c. gen., what re- lates to virtue, τά περί της αρε- τής or την άρετήν : to suspend to, άναρτάν εκ τίνος (==/}«, by). — 8) Phrases. From — to, e. g. to be driven from land to land, γην προ 'γης έλιιύνεσθαι : from city to city, κατά πόλεις, πά- λιν εκ πόλεως αμείβων : from year to year, ε is ετοε : from day to day, εις ήμέραν : from morn- ing to (== till) night, μέχρι δεί- λης όψίας έζ εωθινυΰ From five to six (five or six) horsemen, πέντε η εζ Ίππεΐς. (All) to a MAN, πάντες, άπαντες, οΰδεις όστις ου. To a hair, εΊς όνυχα, also ακριβέστατα. ^ Β. As exponent of dative rela- tion (i. e. of an object personal, or conceived as such, participant in the action, or, the remoter object in wch, as its goal, the action rests), to is expressed by the da- (594) tive case, if the Greek verb or expression is one which admits of that case; see the Grammars. To give, say, promise athg to aby | (aby athg), διδόναι, ειπείν, ύπ- I ισχνεϊσθα'ι τινί τι : to charge, impute athg to ahy, λογ'ι\εσθα'ι Ι τι τινι : to recommend aby to aby, συνιστάναι τινά τινι : to cast up athg as hlame to aby, | μέμψεσθσί τ'ι τινι: to send suc- I cour to aby (aby succour), βο- ήθειαν πέμπειν τινί : to yield, i give in to misfortunes, ε'ίκειν συμφοραΐς. ^p• To some verbs the relation may be expressed with | a slight difference of meaning by J a preposition : thus, to speak, dis- i course (addressing oneself) to aby, : λέγειν, διαλέγεσθαι προς τίνα. ; Friendly to the Athenians, hos- | tile to the Lacedaemonians, εϋνους Άθηναίοις, εχθρός Αακεδαιμο- νίοις : akin to aby, συγγενής τινι : neighbour to (bordering upon) the Armenians, 'όμορος το'ις Άρμενίοις. gu* Friend, enemy, neighbour to aby, φίλος, εχθρός, πολέμιος, όμορος, used substan- tively, require the genitive (in English also the to stands only in the predicate, therefore ivhen the subst. is virtually adjective, e. g. he is a friend (—friendly) to aby, φίλος ην τινι : you will find him (to be) an enemy to you, έχθρόν σοι εύρήσεις. Sts the dat. stands after a verbal subst., concerning the god's gift to you, περί την του θεοϋ δόσιν ΰμΐν (PL) : the enslavement of Greece to Athens, καταδούλωσις των Ελλήνων τοις Άθηναίοις. But from εΰνους τινί, εύνοεϊν τινι, the siibst., henevolence or good will to aby, εΰνοιά τίνος, and ε' /s τίνα, προς τίνα. pS* Those ad- jectives of comparative significa- tion wch in English take to, are constructed with the gen. in Greek, e. g. superior, prior, posterior to anything, υπέρτερος, πρότερος, νστερός τίνος. Generally, for the rendering of the dative to, when not to be expressed by the dat. case, see the governing word : e. g. to do good to ahy, ευ ποι- εΐν τίνα : EQUAL to aby or athg, PRONE, PRONENESS to athg, IN- SOLENT, INSOLENCE to aby, LIA- BLE, LIABILITY to athg, PREFER athg to athg, give ear, listen, HEARKEN to aby or athg, <£c. C. In factitive relations, to (= into, vid.) after verbs and ex- pressions of changing, transform- ing, S[C, is expressed by εις, e. g. to turn (intrs.) to stone, μετα- βαλεΐν εις λίθον, or by a causa- tive verb, as άπολιθοΰ σθαι (pass.): to burn athg to ashes, take any- thing to pieces, &c, Vid. : — of choosing, taking, appointing, fyc, by the accusative, e. g. to take aby to wife, άγειν γυναικά τίνα : to take aby to witness, μάρτυρα ποιεϊσθαί τίνα : — of compul- sion, persuasion, instigation, by προς τι, επί τι, and other phrases, for which see the given verb or expression : — of redound- ing, issuing, turning out, επί c. dat., e. g. to your good, to aby's advantage, disadvantage, επί τω σω άγαθω. έπ" ωφελεία, επί βλάβ-η τινός: to your honour, προς της ύμίτέρας δόξης : or CrcL, as e. g. it redounds to my honour, κόσμος εστί or κόσμον φέρει μοι. To put to shame, έν- τρέπειν τινά : to put to FLIGHT, to the ROUT, to RIGHTS, to shifts, bring to poverty, to go to WAR, to SLEEP, to SCHOOL, &c, see those words. To your sorrow you shall do this, κλαίων ποιήσεις τοΰτο (at your peril) : he died to the great grief of his fellow-citizens, αποθανών δεινόν ίαυτοϋ πόθον τυϊς πολίταις έμ- πεποίηκε (Dem.) : it comes to fighting, μάχη γίγνεται : also by CrcL in expressions in wch the intensity of an action is measured by its effect, e. g. to laugh to death, γε'λωτι εκθνήσκειν, see under Laugh. TO, forming the infinitive, 1) objectively joined to verbs, parti- ciples, adjectives, and substantives, or forming the subject of a sen- tence, is rendered, a) by the Gr. infinitive, wch occurs for the most part after verbs, &c of the same classes as in English. For the particular rules relating to the use of the infinitive, without and with the article, and also the ace. c. infin., see the Grammars. I am willing, desire, resolve, am able, learn to do athg, βούλομαι, επι- θυμώ, εγνων, δΰναμαι, μανθάνω ποιεϊν τι : I promise, hope to do athg, υττισχνοΰμαι, ελπίζω ποι- ήσειν τι (fit.) : he hegged (of) me to do athg, εδεήθιι μου ποι- εϊν τι : I own (myself) to be in the wrong, ομολογώ άδικεΐν : the fight is reported to have been severe, ήγγελται ή μάχη Ισχυρά γεγονέναι : you are suspected to have fled, ύποπτος εί φυγείν: I order aby (give aby orders) to do, προστάττω τινι ποιεΐν (πρ. τινά ποιεΐν, give orders for aby to do, that aby shall do) : the de- sire or eagerness to drink, ή επι- θυμία του πιεΐν : the hope to conquer, ή έλπις περιέσεσθαι (without article) : to study to be, έττιμελεϊσθαι του είναι: to neg- lect to be, άμελεϊν (του) είναι : easy to do, ράδιος ποιεΐν: a man hard to live with, avhp χαλεπός συζήν : a very pleasant house to live in, ήδίστη οικία ένδιαιτά- σθαι : beautiful to behold, κα- λός Ίδεΐν, όράν : the horses will be troublesome to attend to, πράγματα οι 'ίπποι παρέζου- σιν έπιμέλεσθαι : it is not plea- sant to have many enemies, ουχ ■ηδύ πολλούς εχθρούς ίχειν : it TO TO TO is not so pleasant to have wealth as it is painful to lose it (not so pleasant is the possession — , as the loss is painful), ούχ ούτως ηδύ τό εχειν χρήματα, ως αν- ιαροί/ τό άποβάλλειν. Sts όπως may be used : e. g. I study, con- trive to get away, επιμελούμαι, μηχανωμαι ottojs άπίω : it is forbidden me to speak aught of what I think, άπείρηταί μοι, όπως μηδέν έρώ ων ηγούμαι. Sts the infin. has ώστε, when the notion of consequence or intention is to be expressed : they made a decree (the object of which was) to help — , έφηφίσαντο ώστε βοηθησαι : I have taken great pains (in order) to know, -πάνυ μοι έμέλησεν ώστε ε'ιδέναι. b) By the partcp. as comple- ment of the predicate in the form of an apposition to the subject, viz., after verbs denoting conti- nuance and persistence, weariness and desisting, satisfaction and dissatisfaction (shame), superiori- ty and its opposite, being early or late, doing well or ill, being right or wrong (see Madv. § 177). We rejoice to be (= in being) praised, χαίρομευ, ηδόμεθα επ- αινούμενοι : he has continued, ceased to do athg, διαγεγένη- ται, έπαύσατο ποιων τι : I am ashamed to say it (= while say- ing), α'ισχύνομαι λέγων (but ai. Χέγειν — I am ashamed and therefore forbear) : I am sorry to have so acted, μιταμέλει μοι ουτω^ ποιήσαντι : it did us no good to be annoyed, πλέον ουδέν ην ημΐν άγανακτούσιν : you do wrong to break the treaty, αδι- κείτε τάς σπονδάς λύοντες. Also after τυγχάνω, λανθάνω (not ίο be seen to — ), δήλος, and φανε- ρός ειμί, φαίνομαι : they chanced to be sleeping, ετυχον καθεύδον- τες : I show myself, am seen to have done athg, φαίνομαι (δηλός, φανερός ειμί) ποιησας τι (but φ. ποιεΐν τι, / appear or seem to be doing athg). Also (Madv. § 178) as complement of the object (=: ace. c. infin. after verba de- clarandi) or of the subj. if the verb is passive, after verbs to see, mark, know, experience, remem- ber, show, prove, find (oneself), signify : they did not know him to be dead, ουκ ηδεσαν αυ- τόν τεθνηκότα : when people know themselves to be dis- trusted, έπειδάν γνώσιν άπισ- τούμενοι : let us not tamely (look on and) suffer Lacedaemon to be insulted, μη περιίδωμεν ύβρισθεΐσαν την Αακίδαίμονα (but also περιοράν τι γίγνεσθαι = ίάν) : I remember to have heard, μίμνημαι άκουσας. For the unabbreviated construction, to see, mark, remember, <^c. that, see under That, conj. 2) In expi-essions of possibility and necessity (with am, have) : (59.5) there is something to see, to be seen, εστί θεωρεϊν τι : I have yet much to write, εχω γράψαι ετι πολλά, γραπτέον μοι ετι : the gods are to be worshipped, θ*ραπευτέοι οι θεοί: what is to be done, what is one to do? τι χρή δράν ; see Must, Should (under Shall), and Ought. What am I to do ? whither am I to turn ? τι ποιώ ; ποΐ τράπω- μαι : I have nothing to do, ουκ εχω δ τι ποιώ : I had — , ουκ είχον ο τι ποιοίην. 3) In the abbreviation of a de- pendent question, after who, what, which, where, or some other inter- rogative word expressed or un- derstood : he shows them a way (how) to escape punishment, 'όπως μη δώσουσι δίκην, οδόν δείκνυ- σιν (Dem.) : we are contriving, deliberating, &c. how to effect athg, μηχανώμεθα,βουλευόμεθα, πειρώμιθα, κτλ. όπως διαπρα- ξόμεθα or -ώμεθα or -οίμεθα άν, or ottojs διαττράττεσθαι ivith ellipsis of άν γένοιτο : I don't know which way to turn, οΰκ εχω όπη τράπωμαι : I knew not — , οΰκ είχον οττη τραποίμην : to be at a loss what (how) to do, άπορεΐν, εν άπόρω είναι, ο τι (πως, όπως) χρη ποιεΐν, ποι- ήσει, ποίηση, ποιοίη, or ποιεΐν τι (hoiv to — ) : they were at a loss how to dispose of the matter in hand, εν άπόρω ε'ίχοντο (— ηπόρουν) θέσθαι τό παρόν. 4) The infin. of purpose after verbs of choosing, appointing, giving, offering, committing, Qc, sending, leaving any where, ex- pressed in Lat. by at, or the rela- tive with the subjunctive, is ex- pressed partly by the infin., partly by the fut. partcp. , or by a rela- tive clause: appointed to be pilot, κυβερνάν κατασταθείς : he gave me the books to read, εδωκέ uoi τά βιβλία αναγίγνωσκε ιν : wives must be chosen to live with, γυ- ναίκες έκλεκτέαι συνοικεΐν (or α'ίτινες συνοικησουσι) : they elect generals to carry on the war agst Philip, στρατιιγούς α'ιροΰνται, οϊ τω Φιλίππω πολεμησουσι : they sent forward ships to sail and reconnoitre, va us προύπεμ- ψαν πλίΰσαι και κατασκέφα- σθαι or πλευσουμένας και κατα- σκεφομένας. ggr The partcp. is esply frequent after verbs of motion, ε"ίμι, ηκω, έρχομαι, πάρ- ειμι, πέμπω, άγω, and some others, as αποπλέω. 5) The infill, forming an abbre- viated final sentence, e. g. we eat to live — that we may live, is expressed in the unabbreviated form, for wch see That, έσθίομεν 'ίνα "ζω μεν, or sts by the gen. of the infin. with 'ένεκα or προς τό c. infin., ε. τοΰ Χ,ην 'ένεκα : after verbs of coming, sending, Qc. (as above), by the fut. partcp., e. g. I am come to visit you, ηκω σε έπισκεφόμενος : to cut the mat- ter short (to express my meaning in few words), I was obliged — , 'ίνα (rarely ως) συντέμω ταΰτα, ηναγκάσθην. 6) The infin. preceded by so as (relation of manner expressed as effect or consequence), or by So with adj., e. g. so great as to — (relation of equal intensity mea- sured by effect or consequence), ουτωβ ώστε, c. infin., or if equi- valent to so that something is &c, ou'tojs ώστε c. indie. See under So and Such. The disease did not take the same person twice so as to be fatal, δις τον αυτόν ώστε και κτείνειν ου κατελάμ- βανεν η νόσος (Thuc.) : so dull as not to be able, ούτω σκαιός ίόστε μη δΰνασθαι (but . — ού δύ- νασθαι, — that he is not able). I So as) to, denoting condition, is also expressed by ώστε c. infin. : what would you give me to have (on condition of having, so as to have) your wife back? πόσα άν μοι χρήματα δοίης, ώστε την γυναίκα άπολαβεϊν; (Χ.) '■ there is nothing they would not do to become our allies, 7τάι/τα άν ποι- ησαιεν ώστε σύμμαχοι ιιμΊν γε- νέσθαι (Χ.). Also by εφ' ω τε c. infin., e.g. he made a treaty, neither he to injure — , nor they to burn — , έσπείσατο, εφ' ω Μ»ίτε αυτός άδικεϊν — , μητ εκείνους καίειν — : or with fut. indie, they agreed with them, to leave the Peloponnese, and never set foot on it again, ζυνέβησαν προς αυτούς, εφ' ω τε εζίασιν εκ Π., και μνδέποτε επιβησον- ται αύτης (Th.). 7) Too (great, &c.) to — , the comparat. followed by fj ώστε or ως c. infin., e. g. human nature is too weak to bear this, η ανθρω- πινή φύσις ασθενεστέρα εστίν η ώστε φέρειν τοΰτο : or by the simple infin., the disease was too great to bear, τό νόσημα μείζον ην η φέρειν. See ΤθΟ. Miscellaneous phrases] What ailed (induced) you — , how came you — , to do this ? τί παθών (μαθών) τοΰτο έποίησας ; I am not the man to do athg, ούχ οϊός ε'ιμι ποιεΐν τι (non is sum, qui — ) : it was not the season to ir- rigate the plain, οΰκ ην ώρα υ'ία άρδειν τό πεδίον (Χ•)• So to say, ο>5 (έ'-π-ος) ειπείν, σχεδόν ειπείν : to speak generally, ώε επί παν ειπείν. It is great folly to imagine — , πολλής εύηθείας όστις ο'ίεται. I am naturally qualified, it is my nature, to do athg, πέφυκα ποιεϊν τι : the best thing is to hear what he has to say, ουδέν οίου (τό) άι.πΰααι τών λόγων αύτοΰ: do you know what to do ? οϊσθ' wis ποίησον : I was glad to see you, άσμενος ύ /uas ειόΌι\ To think of this man's insulting us ! this fellow to insult us ! τούτου ΰβρίΧ,ειν ! Qq2 TO Ο the folly ! for a man of his age to believe in a Zeus! της μω- ρία?, τό Αία νομίζειν, οντά τη- Χικουτονί (Aristoph.). You are a most wretched creature to wish that, άθΧιώτατος εΤ πάντων ει σοι βουΧομένω εστί τούτο. Ι think you lucky to have done, μακαρίζω σε οτι πεπυίηκας. He thinks himself well off to have escaped punishment, αγαπά εί μη δίκην δίδωκεν, or with partcp. To see him, one would say, ίδών αυτόν φαιή τις αν : to hear him speak, one would think him very clever, ει τις αύ- τυΰ ακούει διαΧεγομένου, νομ'ι- σειεν αν αυτόν σοφώτατυν εί- ναι. TO, adv., e.g. the door is shut to, κεκΧεισμένη εστίν η θύρα : to and fro, δίΰρο κάκεϊσε : to go to and fro, περιϊέναι : — to aby, (ποοσ)φοιτάν, θαμίζειν ως or TTyOOS τίνα. TOAD, φρϋνος, ο and ή (Ba- brius.). φρύνη, η. όζύγη, η (doubtful), φύσαΧος, 6 (a sup- posed venomous kind of t. which puffs itself up, Luc.). T. -catch- ing, φρυνοΧόγος, 2 : like a t., φρυνοειδής, ες. TOAD-EATER, βωμοΧόχος, παράσιτος, κόΧαζ, ακος, 6, also by αρεσκος, 2. άρεσκευτικός, 3. To be a t., βωμο-Χοχεύεσθαι and -Χοχεΐν. TOAST, υ. άφεύειν. κρομ- βοϋν (Diphil.). See Roast. ^ To drink aby's health] See the Subst. TOAST, s. H Toasted bread] τόμος άρτου άφευθείς προς το ττΰρ. ΤΙ In drinking health] φι- Χοτησία, η. A filling of cups for a t., έπίχυσις, η : to drink a t. (to t. aby), επιχεϊσθαί (άκρα- τόν) τίνος (esply of lovers' 1 t.'s), and επίχυσίν τίνος Χαμβάνειν or ποιεΤσθαι. φιΧοτησίαν (or -ίας) προπίνειν τινϊ μετά προσ- αγορεύσεως (Athen.): the reign- ing t., ή καΧη ής ακρατον επι- χείται ουδείς όστις ου. TO-DAY, σήμερον, τήμερον. See Day. TOE. δάκτυΧος ό του ποδός, e. g. to have one's toes frozen off, υπό του φύχους τους δακτύ- Χους των ποδών άποσεσηπέναι : on his toes, see Tip-toe : from top to t., εζ άκρας κεφαΧης άχρι ποδών. TOGETHER, ομοΖ, Άμα (of place and time), tie ταύτα (mo- tion, e.g. to flow t., ρεΐν ε'ις το αυτό), εν τω αύτω (rest, e.g. to dwell t., οίκεΐν — ). In the sense, in common, κοινγ. If— with one another, case's of άΧΧήΧων, e. g. to agree t. (— with one an- other), ομοΧογε'ιν άΧΧήΧοις : to agree t. upon athg, συντίθεσθαι προς άΧΧήΧους : to confer t, δκιΧέγεσθαι άΧΧήΧοις or προς άΧΧήΧους. κοινω Xo-yco χρήσα- σθαι. συνιέναι εΊς Χόγους. It (596) ΤΟΝ is also eccpressed by compounds with συν-, e. g. tie, bind, fasten t., συνδεϊν, συνάπτειν, συμπη- yvuvai : hold t., συνέχειν. See under the several verbs. TOIL, v. See to Labour. TOIL, s. See Labour, Trou- ble, Fatigue, s. TOILETTE, κοσμή-, κομμώ-, καΧΧωπίσ-ματα, τά (adornment, attire). καΧΧωπισ-, σχηματισ-, κομ-μός, ό (dressing). To make one's t., καΧΧωπί"ζεσθαι. See to Dress, Attire, Adorn. TOILS, αρκυς (Att. &.),υον, h (usu. pi.), άρκυ-στασ'ια, η, and -στάσιον, τό (a line of nets), also τά άρκύ-στατα (fm -στατος, 2, surrounded icith Vs). See Net. ΊOlL§OM.Έ,,πpayμaτ-, κοπ-, καματ-, εργ-ώδης, ες. ποΧύ-πο- νος, -μόχθος, 2. καματηρός, 3. Very t., μοχθηρός, 3. επιπονώ- τατος, 3. See LABORIOUS, WEA RISOME. TOISE, όργυία, v. See Fa THOM, S. TOKEN, σημεΐον, σύμβοΧον τεκμήριον, σήμα, τό. See SlGN, Signal. TOLERABLE, ανεκτός, υπ οιστός, ΰπομενητός, 3 (endura- ble). Also μέτριος, ού κακός, 3 επιεικής, ες (passable, moderate), I am tolerably well, in t. health, μετρίως πράττω. TOLERANCE, συγχώρησις, ή, also επιείκεια, ευγνωμοσύνη, η. See Indulgence. TOLERANT, επιεικής, ές. ευγνώμων, 2. TOLERATE, εάν c. infin., or περιοράν c. partcp., e. g. he did not t. them in the town, ούκ εϊα αύτυύς έπιδημεΊν or ού περι- εώρα αυτούς επιδημοΰντας εν τη πόΧει. Also ούκ ενοχΧεΐν τινι or τίνα (to leave unmolested). TOLERATION, καρτερία, v. άνεζία,η (Cicer.). εύγνωμοσύνη ί ή. επιείκεια, η. TOLL, s. τεΧος, τό. SeeTAX, Impost. Τ. at a gate or turn- pike, διαπύΧιον, τό. TOLL-BOOTH, τεΧωνεΐον, τό. TOLL GATHERER, τελώ- νης, ου, ό. TOLL, v. (of a bell), φωνεΐν. φθέγγεσθαι. κωδωνίζειν (trs., to pull the bell). TOMB, τάφος, 6. ταφή, η. τύμβος, ό. θήκη, η. ηρίον, μνη- μεϊον, μνήμα, οίκημα θηκαϊον (Hdt.), τό. A family t., πα- τρωαι θηκαι, αϊ. TOMB-STONE, σήμα, τό. στήΧη, η. ΤΟΜΕ. See Volume. TO-MORROW, αϋρων. See Morrow. Τ. morning, αΰριον πρωΐ: the day after t., εις ενιιν. αϋριον τη ενη. ΤΟΝ. ' ^» According to the proportion in Pound, the Hun- dred-weight (^Omitted in its place) is about 119T5 minae, i. e. TON nearly two Attic talents, διτάΧκν- τος, 2 : hence the t. = 20 cwt., may be expressed roundly by τεσ- σαράκοντα τάΧαντα, more ex- actly = 2383 minae, or 17 minae short of 4$ talents. TON (French). See Fashion, Mode. TONE, τόνος, 6 (esply of in- struments), φθόγγος, ό. ήχν, φωνή, ή. See g. t. Sound, s. Through all tones (= notes) of the scale, διά πασών (sc. χορ- δών) : an equal t., neither high nor low, όμότονον, τό (PL) : to speak in a milder or more quiet t. (of voice), φθέγγεσθαι ήαυ- χαιτέρα τη φωνή : to speak in or assume a different t. (fig.), ετέρας άφεΐναι φωνάς. μετα- βάΧΧειν τον Χόγον: in a threat- ening t. (of voice), κατ επήρειαν : one ought to answer in a more gentle t., δει δη πραότερόν πως άποκρίνεσθαι : to give or sound the t. (in music), ένδιδόναι or έζάρχειν μέΧος. ήγείσθαι ώδης. To fall into a dictatorial t., δι- δασκάΧον δίκην τούςΧόγουςποι- TONGS, Χαβίς, ίδος, r, (of α small size, see Forceps), καρκί- νος, 6, and καρκίνα, τά (pL, of larger size), θερμαστρίς, ίδος, and σχενδύΧη, ή (blacksmith's), also πυράγρα and πυροΧαβίς, ίδος, η. TONGUE, f Propr. : of the animal body] γΧώσσα and γΧώτ- τα, η. In the shape of a t., γΧωσσοειδης, ές : the tip of the t., Άκρα η γΧώττα : the root of the t., βάσις της •νλώττ»;ς, ή. To hold one's t., σιγαν. σιωπάν: to govern or bridle one's t., κατ- εχειν την γΧώτταν. γΧωσσο- κρατεϊν. τρέφειν την γΧώτταν (to accustom it, e. g. to silence) : to have an unbridled t, άχάΧινον κεκτησθαι τό στόμα (PL) : that can't keep a quiet t. in his head, άθυρόγ Χ ωττος, 6 (with verb -εΐν, and subst. -ία, η) : to talk till one's t. aches, γΧωσσαΧγεΊν (adj. γΧώσσαΧγος or -αργός, 2, and subst. -ία) : to ply or wag the t., γΧωσσοστροφεΐν. *fl Pig. : lan- guage, speech] Vid. % Anything shaped like a tongue] E. g. a t. of leather, γλώσσα, η : the t. of a buckle, πόρπη, ή. περόνη, η : ■ — of a balance, πΧάστιγξ, ιγ- γος, ή, and σπαρτίον, το : at. of land, άκρα της γης, η. εμβο- Χον, τό. TONGUE-TIED (to be), σφίγγειν Χόγον (Plut.) : also prov. βοΰς επί γΧώσσης (επι- βαίνει [υς επί στόμα, Menand.], of one kept silent by some weighty reason). TO-NIGHT, σήμερον καθ' έσπέραν. τη επιούση νυκτί (in the coming night). TONNAGE (of a vessel), χώ- ρησις, η. See Capacity and Freight. TON TOP TOR TONSILS, παρίσθμια, τά. σπόγγοι, οι. άντιάδες, αι. The t.'s are swollen, τά παρίσθμια παροιδαίνει. TONSURE, κουρά, η. TOO. ίΐ Also, moreover] και. ετι δέ. προς δε τούτοις, προς {adverbially). And that t. — , και ταύτα — : besides, it isn't easy to pass without a guide, and with weapons t., άλλως τε ουκ ευπό- ρου δι'ίέναι άνευ αγωγού, και μετά όπλων γε δή (Thuc.). ^[ Denoting excess] άγαν, λίαν. $§Ρ But usually rendered by the com- parative degree, sts with addition of τοϋ δέοντος (Lat. justo). T. great, μείζων τοϋ δέοντος, see Excessive : I know but t. well, σαφών πάνυ μεμάθηκα : it is but t. certain, σαφέστατον δη τούτο. Τ. great for man, μεί- ζων η κατ 7 άνθρωπον : to have suffered (afflictions) too great for tears, μείζω fj κατά δάκρυα πε- πονθέναι : and followed by infin. (Lat. major quam ut or qui, $■stituted, see that preposition. % Local, with notion of direction wch is not always ex- pressed in the Greek] To sail t. or in the direction for Egypt, έπ' Αιγύπτου πλεϊν : t. the east, south, west, north, προς την εω or ήλιον άνίσχοντα, προς μεσ- ημβρίαν, πρό? δυσμά? or εσπέ- ραν, πρό? αρκτον. Ά Of time (denoting approximation)] Τ. mid- day, άμφι μέσον ημέρας : t. the break of day, ΰπό την εω '. t. evening, άμφι δε'ιλην : t. mid- nignt, TO^ OWEL, χειρόμακτρον, εκ- μαγείου, τό. TOWER, s. πύργο?, 6. τύρ- ριςαηάτύρσις,εως,ή. A wooden t., πύργο? ζύλινος, 6. τνρσις ζυλίνη, ή. μόσσυν, υνο?, ό : the greater part of the houses had t.'s to them, έπϊ ταΐς πλείσται? ο'ικίαις τύρσεις επήσαν : to he furnished by or flanked with a t., πυργοφορεΐν. τνρσιν εχειν : made or constructed in the shape of a t., πυργωτός, 3 : fortified or flanked with t.'s, πυργήρη?, 2: like a t., πυργοειδής, ες. πυρ- γώδη?, ες. TOWER, v. See 'to Rise high.' To t. above, ύπερέχειν τινός. TOWN, s. πόλις, εω?, ή (as place and its inhabitants), πό- λισμα and άστυ, εος, τό (as place). See City. Town-clerk, γραμματεύς, έως, b. Τ. -crier, δημόσιος, b. Τ. -hall, πρυτα- νείου, τό. T.'s-man, -woman, πολίτης, πολιτίς, ίδος,ή. αστό?, ο. άστη, ή. b, h εν τή πάλει or κατά την πάλιν. Τ. -talk, τεθρυ- Χημένος λόγος, ο. τό θρυλούμε- νον εν τή πάλει : to become the t.-talk, θρυλεΐσθαι, διαθρυλεϊ- σθαι (pass.), ϋ As adj. : relating to or customary in a town] αστι- κό?, 3. ο, ή, τό κατά πάλιν. TOY, s: Τί Λ plaything] Yid. If A trifle] Vid. TOY, v. See to Play, Dal- ly. TRACE, s. Ιχνος, Ιχνιον, τό (propr. and fig.), "ίχνη, ών,τά. στίβος, b. See Track. Also τεκμηρίου, σημεΐον, τό (fig.). There is no longer a t. left or existing of athg, οΰό" "ιχνο? ΰπο- Χελειπταί τίνος, όλως ήφάνισ- ταί τι : not a t. is to be seen, no t. of athg shows itself or can be found, ούχ ύποφαίνεταί τι : lessons wch leave a deep t. upon the mind, διδάγματα βαρέως or ε'ις βάθος ενσημαινόμευα (Basil). ΤΙ Of harness] Vid. ρυτήρ, ήρος, ' TRACE, v. H To track] Vid. To t. up to its source, επανιεναι: to t. one's pedigree up to — , άνα- δεΐν or -φερειυ (την πατριάν) εϊςτινα (Ildt.). γενεαλογειντήν συγγενειαν : to t. up = INVES- TIGATE, Vid. : to t. back (— re- peat fm the beginning, altius repe- tere), προλαμβάνειν (Isoc). ^[ To draw tlie lines of a plan, ^c] δια-, υπο-γράφειν. αγειν or ελκειν γραμμάς. σχηματογρα- φεΐν. TRACK, s. τά 'ίχνη or'ixvia. ο στίβος. Τ. of wheels, τροχιά, άμαξοτ(θογ_ίά, ή. The dog loses the t., των ιχνών αποκόπτεται ή κύων. Τ. of athg dragged, όλ- κό?, συρμό?, ο. επίσυομα, τό. TRACK, ν. ίχνεύειν, άνιχνεύ- ειν, ίχνηλατεϊν τίνα. μετιεναι 'ίχνος τινός. To t. wild beasts, στιβεύειν θηρία : the dog is t.- ing, ρινηλατεΐ b κύων : the act of t.-ing, ΐχνευσι?, Ίχνεία, Ίχν-, ριν-ηλασία, στιβεία, έρευνα, ή : one that t.'s, Ίχν-, στιβ-ευτής, οϋ, ίχν-, ριν-ηλάτης, ου, ο. t TRACKLESS (e.g. of a road), άτριβής, άστιβή?, ε?, άβατος, 2. TRACT (of land), χώρα, ή. See Region. % Tractate, a small treatise] Vid. TRACTABLE, αγώγιμος, εύάγωγος, πειθήνιος (propr. of a horse, but also metaph.), 2. Also εύπειθής, ες. πείθαρχος, κατ- and ύπ-ήκοο?. 2. TRACTABLENESS,iuayo)- γία, ή. τό εύάγωγον, κτλ. TRADE, s. ί Commerce] Vid. ίΐ Craft or profession, or mecha- nical occupation] τέχνη, χειρο- τεχνία, χειρωναζία, δημιουργία, εργασία, ή. A mechanical t., βάναυσος τέχνη, ή : Ά sedentary TRA t. or profession, τέχνη επιδί- φριος : to carry on a t., εργάζε- σθαι τέχνην τινά. εχειν εργα- σία». §^/" Also metaph., e. g. to carry on a thief's t. or profession, έχειν την των κλεπτών έργα- σίαν : to make a t. of athg, έρ- γον ποιέϊσθα'ι τι. επι τέχνη έογάζεσθαί τι : to set up a t. in opposition to aby, άντίτεχνον εί- ναι τίνος : of or relating to a t., βαναυσ-, δημιουργ-ικός, 3. TRADE, v. TT To carry on trade or commerce] εμπορεύ- εσθαι (wholesale), καπηλεύειν (retail), χρηματίζειν (and mid.). T. with aby, χ. προς τίνα. See Deal, also phrases in Business, Commerce. TRADER, TRADESMAN. U As person] 'έμπορος, 6. εμπο- ρευόμενος, 6. πραγματευ-, χρη- ματισ-τής, τον, 6. See MER- CHANT. % A small trading ves- sel] See Ship. TRADE - WINDS, έτησίαι (άνεμοι), ων, οι. TRADITION, παράδοσις, ν (a handing on, and the thing handed on), παραδεδομένα, τά. παραδεδομένος λόγος, ο. ακοή, V (e. g. to know athg by t., aKorj ε'ιδέναι -τι). TRADITIONAL, Crcl, e. g. t. account, τά. άκοη παραδεδο- μίνα. TRADUCE, TRADUCER. See to Calumniate, Calum- niator. TRAFFIC, s. and v. See Trade, s. and v.. Commerce. TRAGEDIAN, τραγωδός, 6. τραγωδοποιός, 6. TRAGEDY, τραγωδία, 17. τραγωδημα, τό. To write t., τραγωδίΤν. TRAGICAL, τραγικός 3. τραγικώδης, ες. A t. actor, τρα- γωδιών υποκριτής, ο : a t. per- formance, τραγωδημα, τό : to speak or act in a t. vein, τραγι- κεύίσθαι : to represent in a t. manner, τραγωδεΐν. TRAIL, v. ούρειν, επισύρειν. εφέλκειν. See to Drag. TRAIL, s. See Track, s. TRAIN, s. 1 Retinue, pro- cession] Vid. ■[[ Row, series] Vid. H Of a dress] σύρμα, έπ'ι- συρμα, τό. TRAIN, ν. παιδεύειν, διδά- σκειν. κατασκεύαζε ιν. To t. a horse, see Break in : a dog well t.-d to chase or catch animals, κνων επιτετηδευμένη προς τό κατά πόδας αιρεΐν τά θηρία. TRAINING, παιδίία, παί- 0£υσΐ5, ή. See Education. TRAIT. See Feature. TRAITOR, προδότης, ου, 6. πρυδότις, ιδος, η, and partcpp. of' π(>οδιδόναι. TRAITOROUS, προδοτικός, 3. TRAITRESS, προδότις, ιδος, h. TRAMMEL, s. and v. See (599) TRA Fetter, s. and v., Hinder, Hin- drance. TRAMP, κτύπος ποδών, 6. κόμπος, 6 (Horn.). TRAMPER (or Tramp, on the Tramp). See Vagabond. TRAMPLE, πατεΐν, κατα- πατεϊν, λάξ πατεΐν or λακπα- τεΐν τι. έπεμβαίνειν τιι/ί. καθ- ιππάζεσθαι (ride over). To t. in the dust, προπηλακίζειν τι. TRANCE, λειποφυχία, r, (mens sevocata a corpore, Cic). See Ecstasy. TRANQUIL. See Calm, Quiet. TRANQUILLITY. See Calmness, Quietness, Com- posure. TRANQUILLIZE. See to Calm, Quiet. TRANSACT. See Manage, Conduct, v., Negotiate, Per- form, Do. TRANSACTION. See Ma- nagement, Negotiation, and Doing, Occurrence. To re- ceive an account of the t.'s, τά πραχθέντα or πεπραγμένα πυ- θέσθαι. TRANSCEND, -ΕΝΤ. See Surpass, -ing, and Superemi- NENT. TRANSCENDENTAL. See Supereminent. In the modern sense — that surpasses the senses, Crcl. with phrases in Sense : α'ισθητόν ουκ εστί τι, or α'ί- σθησιν ου παρέχει τι (= Lot. quod sub sensus non cadit, quod sensibus non subjectum est, Cic). A t. philosopher (with derision), μετεωροσοφιστής, οΰ, b (Aris- toph.) : to affect a t. vein, μετεω- ρο-\ογεΐν, -κοπεϊν (PL, Aris- toph.). TRANSCRIBE, άπο-, μετα- γράφειν. εκγράφεσθαι. ποιεΐ- σθαι or λαμβάνειν αντίγραφα τίνος. See Copy, v. TRANSCRIBER, γραφεύς, έως, b. ο απογράφων, βιβλιο- γράφος, b. See Copyist and ft pR TRF TRANSCRIPT, αντί-, άπό- γραφον, τό. See Copy, s. TRANSFER, v. μετα-φέρειν, -τιθέναι. μεταλλάσσειν. μετα- γράφειυ (in writing). To be t.-d to aby, μεταπίπτειν ε'ίς τίνα. To t. a property, see ' to Make over.' TRANSFER, s. μετάθεσις, μεταλλαγή, ή, and Crcl. TRANSFERABLE. Crcl. with the Verb. TRANSFIGURE, -ATION. See to Transform, -ation. TRANSFIX. See ' to Pierce through.' TRANSFORM, μετά-, άνα- πλάττειν. μετα-ποιεϊν, -σχη- ματίζειν, -μορφοΰν, -σκενάζειν, -τιθέναι. To become t.-d, μετα- σχηματίζεσθαι (pass.), μεταβα- λεΐν εις άλλο είδος. TRANSFORMATION, μι- TRA τά-, άνά-πλασις, μετα-μόρφω- σις, ή, -σχηματισμός, ο. TRANSFUSE, μεταχεΊν. μετ-εγχεϊν, -αγγίζειν, -εράν. TRANSGRESS (trs.), πάρα-, ΰπερ-βαίνειν τι. ποιεϊυ παρά τι. παρα-νομεϊν, -πηδαν. See Break, Violate, Sin, v. TRANSGRESSION, παρά- βασις, παρανομία, ή. See VIO- LATION, Sin, s., Offence. TRANSGRESSOR, partcpp. of the verb t παραβάτης, οΰ, and παράνομος, ο. TRANSIENT. See Passing, Fleeting. TRANSIT (of goods), μετα- κομιδή, διαγωγή, η. Merchan- dise in t., τά διαγώγιμα : t.- duty, δια-,παρα-γώγιον, τό : to demand t.-duty, παραγωγιάζειν τινά. TRANSITION, μετάβασις, έπαλλαγή, μεταβολή, ή. See Passage. TRANSITIVE^ETa/SaTi/co'?, 3. άλλοπαθής, ές (gram. t). TRANSITORINESS, τά ίξί- τηλον. βραχύτης, ητος, ή. τά φθαρτόν. φυγή, ή. TRANSITORY, 'εζίτηλος,2. φθαρτός, θνητός, 3. See FLEET- ING. TRANSLATE. H To trans- fer] Vid. *U Render into another language] έρμηνεύειν, μεθερμη- νεύειν. μετα-γ ράφειν,-φρά'ζειν. See Render, Interpret. TRANSLATION, μετάφρα- σις, ή. See VERSION. TRANSLATOR, μεταφρα- στής, ov, b. TRANSLUCENT, διαφανής, διαυγής, ές. TRANSMARINE, διαπόν- τιος, 2. TRANSMIGRATE, -GRA- ΤΙΟΝ. See Migrate, -ation. TRANSMISSION, έπίπεμ- φις, ή. διαποστολή, διά-, παρά- δοσις, παρεγγύησις, and παρεγ- γύη, v. Crcl. by the verbs. TRANSMIT, πέμπειν, έπι-, δια-πέμπειν. επι-, διαπο-στέλ- λειν. δια-, παρα-διδόναι. παρ- εγγυάν. See to Pass, Hand on. TRANSMUTE, -ATION. See Transform, -ation. TRANSPARENCY, διαφά- νεια, διαύγεια, and -Ία, η. TRANSPARENT, διαφανής, δι-ειδής, -αυγής, ές. υδάτινος, 3 (of woven textures). To be t., διαφαίνεσθαι. διαυγ-εϊν and "TRANSPIRE, m Prop.] See Perspire. H Fig. = to become divulged] εκ-, δια-φοιτάν. έκ- φέρεσθαί. διέρχεσθαι. TRANSPLANT, M £Ta-,aTro-, εκ-, δια-φυτεύειν. μετακηπεύ- ειν. Τ. -ing, μεταφυτεία, μέτ- αρσις, h. To t. the inhabitants to another part, μετοικίΧ,ειν or άποικίζειντούς ενοικονντας. άν- ιστάναι or μετανιστάναι τού« ο'ικήτορας. TRA TRE TRE TRANSPORT, *>. .See Car- ry, Convey over or across, δια-, μετά- κόμιζε ιν. % To convey into exile] έξορϊζειν τινά εις τινά τόπον (g. t. = BANISH, EXILE, vid.). έπ' εξορία απ-, μετ-οικί- ζειν τινά. Τ] To delight, ravish] VlD. _ TRANSPORT, s. 1 As act] αγωγή, κομιδή, δια-, μετά-, παρα-κομιδή, ή. παραπομπή, παραγωγή, ή. άγώγιμα,τά {as a means of transporting). ^J A vessel employed for conveying troops, S[C.] φορταγωγόν or πορθμευτικόν πλοϊον, τό. άκα- τος, ν- T.-ships or t.'s, πΧοϊα τά άξοντά τι : horse-t, Ιππ α- γωγός, στρατιώτις, ιδος (ναΰς), ν. ΤΙ Metaph. : delight, rapture] Vid. t TRANSPORTATION^^), αγωγή, κτλ. See TRANSPORT, S. T. to exile, έξορισμός, 6. εξορία, v {OSS' but in the Gr. the notion is that of sending, not taking, into exile), ή επί φυγί} (άειφυγία, for life) άποίκισις. TRANSPOSE, μετατιθίναι. μετατάττειν. That can be t.-d, μεταθετοί, 2. TRANSPOSITION, μετάθε- σις, ή. TRANSUBSTANTIATION (theol. t.), μετουσίωσα, ή (mud. Gr.). TRANSVERSE, πλάγιος, εγ-, επι-, κάρσιος, 3 and 2. See Cross, Across, and Slanting TRAP, s. See Snare. A mouse-t., μυάγρα, »; : to lay or set a t., see under to Entrap, Ensnare. T. -spring, σκιχνδά- Χηθρον. τό. ρόπτρυν, τό (the bit of wood which strikes the mouse, g^c), also υσπληγξ, ηγγος, ή or sts 6. Clap-t. (in oratory), τερ- θρεία, ή (to use it, -εύεσθαι). τά ρωπικά (tawdry ornaments). TRAP, v. See to Entrap. U To adorn] Vid., and Bedizen. _ TRAP-DOOR, βάρα ίπιρ-- ρακτή, καταρράκτη, κάθετος, ή. καταρράκτης, καθίκτΐ)ς, ου, ο. TRAPPINGS. 1 Ornament] VlD. TJ Horse-trappings] τά ιπ- πικά or τά των 'ίππων σκεύη. ί RASH, ρωπικόν, τό. χρή- μα οϋδεί'ός άξιον, τό. TRASHY, ούδενός άξιος, ρω- πικός, 3. TRAVAIL, s. and v. See Labour, s. and v., and Child- birth. TRAVEL, s. See Journey. ΎΙ^ΑΥΈΙ,,ν.πορεύεσθαι^ίΛ aor.pass. and fid. mid.), πορείαν ποιεϊσθαι. όδοιπορεϊν. άπο-, έκ- δημεϊν (in foreign lands). στέλ- Χεσθαι (pass.), and στόΧον ποι- εϊσθαι (of large parties). To t. on horseback, in a vehicle, &c, πορεΰεσθαι εφ' 'ίππου, εφ' αμά- ξης or ϊππω, άρματι χρησάμε- νον. ίλαύνειν ϊππον, άρμα, also όχεϊσθαι : to t. in or to a place, έπελθεϊν χώραν τινά. Uvui εις (600) χώραν τινά. άπεΧθεΐν or άπ- ιεναι προς χώραν τινά: to t. (in a carriage) with aby, συνοχεΐ- σθα'ι τινι. T.-ing, αποδημία, ή : a t.-ing carriage, οδοιπορικού άρμα, τό. οδοιπορική άμαξα, ή : a t.-ing adventure, τό κατά την πορείαν κινδύνευμα : t.-ing ap- paratus or effects, τά Trpos την πορείαν. τά σκεύη τά επι την πορείαν. εφόδια, τά: t.-ing mo- ney, εφόδιον, τό, and εφόδια, τά. δδοιπόριον, τό: t.-ing dress, οδοιπορική εσθής or στολή, ή : t.-ing cap, πέτασος, δ : a t.-ing companion, συνοδοιπόρος, δ. ξυν- έμπορος, ό. ό της δδοΰ κοινω- νός, συναπόδημος, δ : to be aby's t.-ing companion, συνοδοιπορεϊν τινι. συνοδεύειν τιν'ι. συμπορεύ- εσθαί, συνοχεϊσθα'ι τινι. κοινώ- ν εϊ ν της δδοΰ: t.-ing suite, οι επό- μενοι προς την πορείαν : t.-ing expense, ή της πορείας δαπάνη, τά προς την πορείαν άναλώ- ματα. εφόδια, τά. χορηγία ή προς την πορείαν: fond of t.- ing, φιΧαπόδημος,Ί: a fondness of t.-ing, το φιλαπόδημον. TRAVELLER, οδοιπόρος, δδ'ιτης, ου, δ. έμπορος, δ (on bu- siness). Fellow-t., see ' travelling- companion ' wider the verb. TRAVERSE. See to Cross (propr. and fig.), and Thwart, Oppose. TRAVESTY, παρωδία, ή. To make a t. of athg, to t. athg, παρωδεϊν. TRAY, φορεϊον, φέρετρον, τό. TREACHEROUS, άπιστος, 2. δολερός, 3. επίβουλος, 2. εξ επιβουλής, μετ έπιβουΧήν. See Traitor, -ous. TREACHERY, δόλος, απι- στία, επιβουλή, προδοσία, εν- έδρα, ή. Exposed to t., εύεπι- βούλευτος, 2 : slaying by t., δο- λοφόνος, 2 (with verb -εϊν, subst. -ία, ή). See TREASON. TREAD, v. πατεϊν (τίνα, upon aby). στείβειν (τι, athg). βαίνειν (set foot). To t. a nail into one's foot, πατεϊν ήλον: to t. under foot, πατεϊν τι. έπεμ- βαίνειν τινι, see Trample. To t. out grapes, πατεϊν τάς βότρυς, also τραπεϊν (Horn.). Trodden, στιπτός, 3. TREAD, s. πάτος, δ. βάσις, ή (step), στίβος, δ (trace). TREASON, προδοσία, ή. High t., 17 της πατρίδος πρ. : to com- mit t., προδιδόναι. TREASONABLE, προδοτι- κός, 3. TREASURE, θησαυρός, δ (t and treasury), χρήματα τά υπ- άρχοντα or κείμενα. The pub- lic t.,TO δημόσιον, χρήματα τά δημόσια : filled with t., θησαυ- ρώδης, ες : such a friend is a t„, του παντός άξιος δ τοιούτος φίλος. TREASURE, υ. θησαυρίζειν. See Store, Lay up. TREASURER, βησαυροφύ- Χαξ, ακος, δ. δ των χρημάτων ταμίας or φύλαξ. TREASURY, θησαυρός, δ. ταμιεϊον,τό. γα'ζοφυλάκιον,τό. TREAT, ν. % (Trans.) Το use in a certain manner] χρή- σθα'ι τινι (aby). διατιθίναι, με- ταχειρίζειν, περιέπειν τινά. προσφέρεσθαί (pass.) τινι. άγειυ τινά. (ευ, κακώς) ποιεϊν τίνα. See Behave. Often with its ad- verb to be eocpressed by a deno- minative verb, e. g. to t. aby in- solently, ύβρίζειν τινά: to t. affectionately, φιλοφρονεϊσθαί τίνα : to t. aby with violence, επηρεά"ζειν τινά and έπιπολά- ζειν τιν'ι. To be t.-d, (e. g. ευ, κακώς) πάσχειν υπό τίνος. Το allow oneself to be treated like a brute, ταύτα πάσχειν τοϊς άφρονεστάτοις τών θηρίων : Ι do not deserve to be thus t.-d, ουκ άξιώ τούτο παθεϊν. To t. a patient, θιραπεύειν νοσούν- τα. % To occupy oneself with athg] μεταχειρίζειν τι and mid. (to handle), εγ-, έπι-χειρεϊντινι and άπτεσθαί τίνος (take athg in hand). To t. a written subject or t. athg in writing, γράφειν, συγγράφιιν περί τίνος : to t. of athg, διαλέγεσθαι περί τίνος: — fully — , διε ξεΧθεϊν — . πραγ- ματεύεσθαί τι or περί τίνος : to t. superficially or in an off- hand manner, έπισύρειν. fj To negotiate] Vid. 1} To entertain (as a guest)] ξενίζειν and mid. ξενοδοχεϊν, δέχεσθαι. έστιάν, εύ- ωχεϊν, δειπνίζειν. To t. aby in a very magnificent manner, ξε- νίοις μεγίστοις ξενίζειν τινά. TREAT, s. ίστίασις, ή. ευ- ωχία, ή. To give a t., έστιάν. εύωχεΐν (τίνος, of athg). See Entertainment. TREATISE, συγγραφή, δια- τριβή, ή. λόγος, δ. TREATMENT (usage, beha- viour towards aby), προσφορά, V, and τό χρήσθαί τινι. Often ivith its adj. expressed by a single subst., e. g. respectful t., θερα- πεία, ή : disgraceful t., α'ικία, ή. προπηλακισμός, δ : I do not deserve such t., ούκ άξιώ τούτο παθεϊν : I meet with such t. at your hands, τυγχ(ίνω τοιούτων υμών. Τ. of a subject, μεταχεί- ρεσις,ή. μέθοδος, ή: medical t., see Cure, s. See also Handling, ADMINISTRATION,attd MANAGE- MENT. TREATY, ξυυθήκη, σπονδή (both usu.plur.), ομολογία, σύμ- βασις, ή. όρκια, τά (Horn, and Hdt.). See Compact and Al- liance. According to the t., ό, ή, τό κατά τάς ξυνθήκας. έν- νομος, -σπονδος, 2 : contrary to the t., ό, ν, τό παρά τάς ξυνθή- κας. παρά-νομος, -σπονδος, 2 : included, not — , in a t., εν-, εκ- σπονδος : secured by, under t., ύπόσπονδος, 2 : to conclude or TRE TRI TRI make a t., σπονδάς (ορκια) ποι- εισθαι and τέμνειν (poet.), σπέν- δεσθαι. συμβαίνειν. δμολυγεΐν. πιστά διδόναι και λαμβάνειν : to make a fresh t., έπισπένδε- σθαι : to make a t. of peace, συγγράφεσθαι ε'ιρηυην : to act contrary to the t., παρασπονδεϊν. πιιραβαίνειν ξυνθήκας. λύειν τάς σπονδάς : to wish to make a t., συμβασείειν. TREBLE {thrice as much), τριπλάσιος, 3. See THREE. % In music] μελωδία όρθιος, η. φθόγγος οξύς, ό, or prps φθ. δ κατά την νητην. To sing t., prps ψθίγγεσθαι την νητην, τον δξύν, δρθιον (φθόγγον, νόμου). TREE, δένδρου, τό (dot. plur. δένδροις and δένδρεσι). Alittlet., δένδριον, δενδρύφιον (Theophr.), τό : of a t., δενδρικός [e.g. καρ- πός, Theophr.) : a grove of t.'s, δένδρων, ώυος, δ. χώρα δενδρό- φυτος, ή : full of t.'s, πολύ-, έυ- δενδρος, 2, see Wooded : with- out t.'s, άδενδρος, 2 : to grow to a t., δενδροϋσθαι (Theophr.): to cut down t.'s, δενδροκυπεϊν, έκ- κόπτειυ δένδρα : to chop or prune t.'s, δενδροτομεΐν: like a t., δεν- δροειδής, ές. δενδρώδης, ες. TREFOIL, τρίφυλλος τό. TRELLIS. See Lattice- work. TREMBLE. 1 To vibrate with a tremulous motion] πάλ- Χειυ and πάλλεσθαι (pass.). See Shake, Quiver, Quake. % With fear] τρέμειυ, and τρομεΐυ, τρεΐν (poet.), ύπότρομον είναι or γίγνεσθαι, πάλλειν or πάλ- λεσθαι (φόβω). To t. before aby, τρέμειν, τρομεΐν τίνα : — at athg, τρέμειυ προς τι. όρρω- δειν and κατορρωδεΐυ τι : to t. about athg, τρέμειυ περί τιυος : I t. for aby or athg, δείδω περί τινι or τίνος : I t. for my son, περί τω παιδί σφόδρα δέδια : to t. all over, περι-τρέμειν, -τρο- μεΐν. T.-ing, τρομερός, 3. τρο- μώδης, ες. ύπότρομος, 2 : t.-ing all over, περίτρομος, 2 : not t.- ing, without t.-ing, see Intre- pid : a t.-ing, τρόμος, παλμός, δ. TREMBLER, τρέστης, ου, δ. See Coward. TREMENDOUS. See Ter- rible, Dreadful, Awful. t TREMULOUS, τρομώδης, ύποτρομώδΐ]ς, ες. TRENCH, s. See Ditch. TRENCH (upon), v. See to Encroach. TRENCHER, πίναξ, δ. σα- νίδιον, τό (Aristoph.). TREPAN, ίΐ Subst. : surgi- cal instrument] τρύπανον and τρυπάνιον, τό. U Verb] ava- τετραίυειυ. The act or operation of t.-ing, άνάτρησις, η. ^f Tra- pan] See Inveigle, Ensnare. TREPIDATION, τρόμο*, φόβος, δ. See Fear and Hur- ry. (601) TRESPASS, V. ύπερβαίνειν. See to Transgress. And subst., see Transgression. TRESS, = Lock o/hair, see both ivords. TRESTLE, κιλλίβας, αντος, δ (Aristoph.). TRIAD, τριάς, άδος, η. TRIAL. 1 Attempt] Vid. πείρα, rj. U Experiment] Vid., and Proof, από-, διά-πειρα, ή. έλεγχος, δ, also βάσανος, η. To make a t. of aby or athg, πεΐραυ έχειυ τινός, άποπειράυ τίνος : to have made no t. of athg, άπει- ρον είναι τίνος. *[J Judicial] κρί- σις, δίκη, η, also άγων, ωνος, δ. To bring to t., καθιστάναι ε'ις δίκηυ or άγώυα : a t. is taking place, δίκη εστί : to stand a t., δικά'ζεσθαι. δίκηυ παρ-, υπ- έχειυ: a fair t., ευθυδικία, η : a new t., άνάδικος δίκη, r) : to grant one, άνάδικον δίκηυ ποιεϊυ. ψή- φου άυάδικου καθιστάυαι (both Dem.). TRIANGLE, τρίγωνου, τό (as figure), τρίγωυος, δ (both in the abstract as figure, and in the concrete as instrument). TRIANGULAR, τρίγωυος, 2. τριγωυοειδης, ές : also δελ- τωτός, 3. TRIBE, φΰλου, τό. φυλή, η: and more generally — race, γέ- νος, τό. γενεά, η. Of the same t., δμό-, εμ-φυλος, 2 (and as subst. φυλέτης, ου, δ, tribesman; with adj. φυλετικός, 3) : to adopt into a t. (make a tribesman of), φυλετεύειυ: divided into or of four, ten t.'s, τετρά-, δεκά-φυ- λος, 2. TRIBULATION, ταλαιπω- ρία, η. κακά, τά. δνσ-, κακο- τυχία, η. See Grief, Afflic- tion, Trouble. TRIBUNAL, βημα,τό. πήγ- μα, τό. δικαστηρίου, τό. See ' Court of justice.' TRIBUNE (Roman magis- trate), δήμαρχος, φύλαρχος, δ. The office or dignity of a t., tri- buneship, δημαρχία, η : to be a t., δημαρχεϊυ : whilst aby was tribune, αύτοΰ δημαρχοΰυτος : of or belonging to a t., tribunitial, δημαρχικός, 3 (e. g. tribunitia potestas [under the Ccesars], δη- μαρχικη εξουσία, η). TRIBUTARY, φόρου υποτε- λής, ές. δασμοφόρος, 2, and partcpp. of διδόναι φόρου, δασ- μού άποφέρειυ or άποδιδόναι or άπάγειν. δασμοφορε'ιυ. Το make or render oneself t., τάτ- τεσθαι φόρου. TRIBUTE, φόρος, δ. δασμός, δ. To levy a t., to impose a t. upon aby, τάττ£ΐν or έπιτάτ- τειν φόρον τιυί : — on oneself, τάττεσθαι φόρου : to pay t., see verbs in Tributary : to collect t., δασμολογεϊυ: to be in arrears with (the payment of) one's t, λείπειυ του δασμόυ or την του δασμού φοράν. To pay the t. of nature (fig.), υπέχειυ του τΐ} φύσει οφειλόμενου θάνατον. TRICE (in a), εν άκαρεΐ. εξ- αίφνης. TRICK, s. 1 Fraud] σόφισ- μα, τέχνημα, τό. στροφή, V. δόλος, δ. δόλωσις, τ), κατα- σκευή, η. κακ-, παυ ούργημα, and -γεύμα, μηχάνημα, πλεον- έκτημα, σκευώρημα, and κέρδος (Ηοιη.),τό. T.'s, trickery, σκευ- ωρία, η : vile t.'s, κακοτεχνία, r) : to use such, κακοτεχνεΊυ. κακουργεϊν. accomplish by such, σκευωρεϊσθαι. See Fraud, Ar- tifice. A juggler's t., γοητεία, η, see Juggler, Juggling. Free from t.'s of trade, άκαπηλευτος, 2. T[ A habit, manner, or prac- tice] Vid. TRICK, υ. f To defraud, cheat] Vid. Tf Fig. : to bedizen] επικοσμεϊυ. σκευάζειν. κομμοϋυ. καλλωπί'ζειν. TRICKERY. See under Trick, s. TRICKISH. See Artful, Knavish, Fraudulent. TRICKLE. See Drip, Drop, Distil. TRIDENT, τρίαινα, ης, v. τριόδους, ούτος, δ. τρίβολος (άκων), δ. TRIENNIAL,^» τρίώί/έτώΐΛ A t. duration or period, τριετία, h : a t. feast, τριετηρίς, Ίδος, η : to be t., τριετίζειν. TRIFLE, S. μικρόν, βραχύ, ολίγον τι, also ληρος, δ. λ»ί- ρηιχα, τό. φλύαρος, δ (foolery), φλυαρία, η. It is no t., μέγα μέυ εστίν 'έργον, as though it were a mere t., ως ουδέν έργον δν : to consider athg or take it to be a t., παρ' ούδευ τίθεσθαι. περί ούδευδς ηγεΐσθαι or ποιεϊ- σθαι : to buy athg for a t., βρα- χέων or πάνυ ολίγων άγοράζειν τι : one that troubles himself about t.'s, μικρολόγος, ακριβο- λόγος, δ (with verb -λογεΐσθαι, and subst. -λογία, η) : making a wonder of t.'s, μικροθαύμαστος, 2 : a pertinacity about t.'s, γλισ- χρολογία, η. TRIFLE, v. φλυαρε'ιν. λη- ρεΐν. See phrases under the Sub- TR1FLER, φλύαρος, δ. μι- κρό-, άκριβο-λόγος, δ, also λη- ρώδης (άνθρωπος), δ, and ptcpp. of the verb. TRIFLING, s. φλυαρία, η, and φλύαρος, δ. μικρό-, άκριβο-, γλισχρο-λογία, τι, also ληροι και παιδιαί or φλυαρίαι. Mere t., ληροι λεπτότατοι. TRIFLING, adj. δλίγοϋ or μικροΰ or ούδενδς άξιος, φαύ- λος, κούφος, 3. ταπεινός, 3. λη- ρώδης, ες. φλύαρος, 3 (silly, foolish), βραχύς, εΐα, ύ. μικρός, 3. Τ. and petty (questions), σμι- κρά και στενά. See INSIGNIFI- CANT, Frivolous. TRILATERAL, τρίπλευρος, 2. A t. figure, see Triangle. TRI TRILL, s. and v. (in music). See Shake, Quaver. TRIM, adj. κυσμητός, κε- κοσμ,ημένος, περιεσταλμένος, 3. κομψός, 3. TRIM, v. See to Adorn, to Clip, and Adjust. To t. a lamp, προβύειν. ΤΙ Fig.] To t., be a trimmer, see Timeserver. To give aby a t.-ing, to t. aby's jacket, σποδεΐν τίνα. TRINITY, τριάς, άδος, r,. TRINKET, κόσμημα, τό (g. t.). Female t.'s, ό των γυναι- κών or γυναικείος κόσμος. TRIP, v. *|f To stumble] πταί- ειν. σφάλλεσθαι (pass.). ψεΧ- λίζειν την βάσιν (totter). Ready to t., άκροσφαλής, ες. TJ To trip up] εδραν στρέφειν τινί. ύποσκελίζειν, πτερνιζειν τινά. A t.-ing up, πλίγμα, τό (in wrestling), also παρεμβολή, η. ΤΙ To move along lightly] τρέχειν. To t. or hop off, άποπλίσσε- aQui : t.-ing (as verse), τροχε- ρός, τροχαίος, 3. TRIP, s. αποδημία, v. To take a t., έξιέναι. See Journey. TRIPARTITE. See 'in Three parts.' TRIPE, χολικές εφθαί, αϊ (prepared as food). TRIPLE. See Treble, f As verb] τρι-πλούν, -πλασιοΰν. TRIPOD, τρίπυυς, ποδός, 6. TRIREME, τριήρης, ους, ή. TRISYLLABLE, τρισύλλα- βο*, 2. TRITE, κοινός, 3. τεθρυλη- μένος, 3. έωλος, 2 (stale), αρχα- ϊκός, 3 (old-world). TRIUMPH, s. θρίαμβος, b. πομπή, fj. πομπε'ια, ή. To ce- lebrate a t., πομπεΰειν. πομπην άγειν, έπιτελεΐν, πέμπειν. θρι- αμβεύειν : to carry or lead aby about in t., θριαμβεύειν τινά. πομπεΰειν tl (athg). εν τω θρι- άμβω κομίζειν τι : to sbare in aby's t., συμπαιωνιζειν τινί (Dem.) : one that celebrates a t., θριαμβευτής, οΰ, 6. TRIUMPH, v. θριαμβεύειν από τίνος. άγάΧλεσθαι επί τινι. γαυριάν τινι. To t. over a con- quered enemy, τρόπαιον ιστάναι κατά τίνος. TRIUMPHAL, θριαμβικός, 3, e. g. t. dress, θριαμβική or θριαμβις στολή, η. θριαμβική κατασκευή, η : t. arch, θριαμ- βική πύλη, η : t. hymn or song, ύμνος έπινίκιος, b : t. chariot, θριαμβικού άρμα, τό : t. proces- sion, θρίαμβος, b. TRIUMPHANT, θριαμβευ- τής, οϋ, ό. See Victorious. TRIVET, λάσανον. τό. yu- τρόπους, ποδός, ο. TRIVIAL, ό, η, τό εκ τριόδου. αγοραίος, 2. δημοτικός, 3. ό τυ- χών, η τυχούσα, τό τυχόν. See Trifling. TRIVIALITY. See Trifle, Pettiness. (602) TRO TROCHAIC, τροχαϊκός or τροχαιικός, 3. TROCHEE, τροχαίος, b. t TROOP, s. πληθος,τό. τάξιβ, η. τάγμα, τό. ϊλη, η. αγέλη, ή. όχλος, b. (See Crowd. UP/.: troops] στρατιά, ή. δύναμις, εως, η. Light t.'s, ψιλοί, οι. γυμνητες, ol : heavy-armed t.'s, οπλϊται, οι : light and heavy t.'s, βαρύ και γυμνητικόν οπλον : aby'e t.'s (of a general), οι ύπό τω στρατηγώ τεταγμένοι, οι άαφι or περί τον στρατηγόν. τό του στρατηγού στράτευμα: by t.'s, κατ ϊΧας. TROOP, v. See ' to Flock together,' Congregate. TROOPER. See Horseman. TROPE. See Metaphor. TROPHY, τρόπαιον, τό (g. t.). ναύμαχον τρόπαιον (erected in memory of a naval victory). To erect a t., στησαι or άναστη- σαι τρόπαιον (in memory of aby or athg, τινός or από τίνος). TROPIC, ai τού νλίου τρο- παί, or simply ai τροπαί. τα τροπικά. TROPIC AL, τροπικός, μετα- φορικός, 3. TROT. Tf Verb] καΧπάζειν (or prps galhp) . τροχάζειν. δια- τροχάζειν (Χ., τον αυτοφυή [δρόμον] διατρ., to have natural paces, Id. ; ^* add to art. Pace, s.). δρόμω εκτενεστίρω φέρε- σθαι (pass.), ίΐ As subsi.] κάλ- πη, η (or gallop). Crcl. with the Verb. TROTH. See Faith. TROUBLE, s. ΤΪ Disturbance] VlD. θόρυβος, b. ταραχή, τύρ- βη, h. όχλος, b. Full of t., θο- ρυβ-, ταραχ-ώδης, ες. ^J Per- turbation] VlD. ταραχή, τά- ραξις, εκτάραξις, ή. See Per- PLEXITY,UNEASINESS,a«fli VEX- ATION. Tl Affliction, calamity] Vid., and Distress. U Moles- tation, inconvenience] 'έργον, τό. πράγματα, τά. πραγματεία, η. πόνος, μόχθος, κάματος, όγκος, ο. See Labour. ταΧαίπωρία, ή. επιμέλεια and σπουδή, ή. See Pains. Full of t., see Trouble- some. To take t. about athg, σπουδά'ζειν περί τι or υπέρ τί- νος or επί τινι. σπουδην εχειν τινός or ποιεΐσθαί τίνος or τι- θέναι άμφί τίνος : to take all possible t. about athg, περί παν- τός ποιεΐσθαί τι: taking t., επί- πονος, 2: not — , άταλαίπωρος, 2 : taking needless t., περίεργος, 2 (with verb περιεργάζεσθαι) : to take the t. (= be so good as) to do athg, προθυμηθηναι ποιεϊν τι : to give or cause t., 'έργον εί- ναι (of things), πράγματα παρ- έχειν (of things and persons) : to bring into t., εις κίνδυνον καθ- Ίστασθαί τίνα. TROUBLE, v. ΤΤ Putin com- motion] τάρασσε ιν. θoλoύv(make turbid). ΤΙ Disturb, perturb, per- plex] Vid. TJ To cause vexation, TRU disquiet, labour] παρέχειν τινί πράγματα, πόνον, άσχολίαι>, όχλον. ένοχλεΐν τίνα. σκύλλειν τινά (ΛΓ. Τ), επαχθή είναι τινι. λυπεϊν, άνιάν τίνα. See ANNOY, Harass, Molest. To t. one- self, see 'to take Trouble,' or ' the Trouble.' To be t.-d about athg, άνιάσθαί τινι or επί τινι. άχθεσθαί τινι, επί τινι, υπέρ τίνος. T.-d times, πράγματα ο'ιδοΰντα (Hdt.). TROUBLESOME,-jrpay M aT-, εργ-, όχλ-, όγκ-ώδης, ες. πολύ- -πονος, -μόχθος, 2. μοχθ-,λυπ-, όγκ-ηρός, 3. χαλεπός, 3. δυσ- χερής, ές. βαρύς, εΐα, ύ. άχθει- νός, 3. επαχθής, ές. φορτικός, 3. To find athg t., άχθεσθαί (pass.) τινι. δυσχεραίνειν τι : to be or become t. to aby, βαρύν εΊναί, ένοχλεϊν, δι' όχλου εϊναί or γίγνεσθαι τινι. Seethe Verb. Not t., άπονος, άταλαίπωρος, 2. άπράγμων, 2. TROUBLESOMENESS, βα- ρύτης, ητος, ή, and βάρος, τό. ένόχλησις, δυσχέρεια, επάχθεια, ν : and by neut. adjj. e. g. to δυσχερές, άχθεινόν, φορτικόν. TROUGH, σκάφη, f, (any hol- low vessel), πύελος, ή (for wash- ing and feeding cattle), κάρδοπος and μάκτρα, ή (for kneading), ληνός, b, η (vat), πίστρα, ή, and πίστρον, τό (Eur., for cattle to drink fm). TROUT, χρωτόφαρον, τό (mod. Gr.). TROWEL, τρουλλίον, τό. ύπαγωγεύς, b. TROWSERS, prps θύλακες or θύλακοι, ων, οι. άναζυρίδες, α ι (loose drawers of the Persians), and σαρά-βαλλα or -βάρα, τά, and σαραπάραι, ai (an eastern word,Antiph.,Strab. , andLXX.). TRUANT, δραπέτης, δραπε- τίδης, ου, b (g. t., run-away). To play t. from school, prps έλινύειν (μη έζόν) των διδασκάλων. TRUCE, άνοχαί, σπονδαί, ai. ανακωχή, εκεχειρία, ή (ar- mistice). To make a truce with anybody, άνοχάς or άνακωχην or εκεχειρίαν ποιεΐσθαί προς τίνα. άνοχάς σπένδεσθαί τινι. γίγνεταί μοι εκεχειρία προς τίνα : to take up the dead under t., άναιρεΐσθαι or κομϊζεσθαι τους νεκρούς ύποσπόνδους. TRUCK, υ. and s. See Bar- ter and Car. TRUCKLE, ύπο-κύπτειν, -πτήσσειν τινί. θωπεύειν τινά (by fawning). TRUCULENT, ωμός, 3. See Savage, Cruel. TRUDGE. See ' to Go' and ' Slowly,' ' to Plod on.' TRUE, αληθής, ές (g.t., of per- sons and things), άληθ ινός ,3 (chief- ly of persons), άψευδής, ες, also πιστός, 3, also απλούς, η, ούν. ορθός, δίκαιος, 3. σαφής, ές (e.g. a t. friend, φίλος σαφής) : also ο, ν, τό τ»; άληθεία or ώς άλη- TRU θώς, e. g. t. virtue, ή ώς αληθώς a(OfT>j : a t. follower of virtue, b τή αλήθεια or ό cos a\»/t)uis τί /s αρετής επιμελόμενος. The t. sign of nobility, 'ίδιον τής Αρετής σημεϊον : to be a t. wo- man, a t. slave, γυναικών, δού- λου οΰδεν διαφέρειν : to speak t., άλιιθή λέγειν. ορθώς λέγειν. άληθί it t. ? άρ' ορθώς λέγεις• λέγεις τι; λέγω τι it is t., but — , εστί ταύτα, αλ- λά, καίτοι, αλλά : as t. as I am alive, νη τον θεόν, νη Αία. True ( Germ, zvvar) — , but — , see In- deed. TRUFFLE, βόλβος, 6. υδνον, and μ'ισυ, υος and εως, τό. TRUMP UP (β. g. an accusa- tion agst aby), see to Fabricate, Invent. f TRUMPERY. See Frippery. ρωπικός, 3. ούδενός άξιος. 1J As subst.] ρώπος, λήρος, 6. TRUMPET, s. σάλπιγζ, ιγ- γος, η. βυκάνη, η {Lot. buccina, Polyb.). The t. sounds, ή σάλ- ττιγξ φθέγγεται : to give the signal with the t., σημαίνειν τή σάλπιγγι. σαλπιζίΐν. βυκανί- %nv and -άν: the t. sounds, σαλ- πίζει, σημαίνει τή σάλττιγγι (sc. τις) : a flourish or blast of t., σάλ7Γΐγγοδ φθέγμα. σάλ- πισμα, βυκάνημα, το. σαλπίγ- γων ήχος, 6 : the sounding of the t., βυκανισμός, 6. τό σαλπί^ ζειν. TRUMPET, v. See 'to blow the Trumpet,' s. TRUMPETER, σαλπιγκτής, οΰ, 6. βυκανιστης, οΰ, δ. TRUNK. ΤΙ Of a tree] πρέμ- νον, τό. στε'λεχοϊ, τό (crown of the root). *|j Of the human body] σώμα, τό. U Of an elephant] προνομαία, προβοσκίς, Ίδυς, also χειρ, χειρός, η. If Chest] κιβω- τός, ή. κιβώτιον, τό. κίστη, η. ρίσκος, δ. TRUSS. U Bandage] Vid. If Bundle] Vid. TRUST, s. See Confidence, RELIANCE, ττ'ιστις, εως, η. θάρ- ρος or θάρσος, τό. ελπίς, ίδος, η. To have t., to put or place one's t. in aby, see the Verb. If Credit] Vid. if Deposit (e. g. to give in t., $c.)] Vid. TRUST, v. If To confide, place confidence in] πιστεϋειν, πεποιθέναι τιν'ι. πιστόν εχειν τινά or τι. θαρρεϊν τίνα. επι- τρέπεσθαί (mid.) τινι. Not to t., ά-πιστεϊν, see to Dis-, Mis- trust. To t. to or in athg, θαρ- ρεϊν τίνα or τινι. ττιστόν έχειν τι. See to Confide, to Rely. If To entrust] Vid. επιτρέπειν τ'ι τιι/ι. If To give credit] Vid. TRUSTEE, ό ττιστ ευθείς τι. TRUSTWORTHY, TRUS- TY. See Faithful, πιστό'*, 3. βέβαιος, 3 and 2. φερ- and έχ-έγγυος, άζιοτέκμαρτος (of actions, S^c, X.), 2. ασφαλής, ίς. (603) TUF TRUTH, αλήθεια, ή. τό αλη- θές, οϋς. τό σαφές, οΰς. The exact t., ακρίβεια, η : to say or speak the t., (τά) αληθή, την άλήθειαν, τά όντα, ορθώς λέ- γειν, άληθεύειν. άψευδεΐν: to speak the t. of aby, τή άληθεία or ταίς άληθείαις χρήσθαι ττερί τίνος: according to t., μετ' αλη- θείας, έπ' άλιιθεία. λέγων (ού- σα, ον) τάληθή : in t., τή αλή- θεια, τω όντι. ττρός, κατ' άλή- θειαν. τό γε αληθές, αληθώς, ως αληθώς: in very t., αΰτοαλη- θώς (Aristot.) : a friend or lover of t., φιλαλήθης, ους, δ. άνήρ άττλοΰς τε kui ττιστός : love of t., τό φιλάληθες, ους. τό άπλοϋν τε και ττιστόν. TRUTHFUL. See 'lover of Truth.' TRUTHFULNESS. See Ve- racity, 'love of Ttuth.' TRY, έγ-, εττι-χειρεΐν τινι (attempt), ττειράσθαί τίνος (at- tempt and prove), πειράζειν, πειράν and ττειράσθαί τι or ττοι- εΐν τι (attempt, endeavour athg, or to do athg). ττειράσθαί ti — , εάν — (make trial, prove whe- ther, t. if — ). To t. their strength agst each other, ττειράσθαί αλ- λήλων κατά τό ισχυρόν. Also ττεΊραν λαμβάνειν or ποιεϊσθαι (τίνος), and δια-, εκ-, άττο-, άνα-ττειράσθαι. To t. every ex- pedient, επι ττάν ελθεϊν. μηχα- νάσθαι πάσαν μηχανήν. ττάν χρήμα, πάντα λίθον κινεϊν (to leave no stone unturned), ττάντα κάλων εζιέναι, ίκτείνειν. See to Attempt, Endeavour, and Prove, Test, Examine. "If Judicially] κρ'ινειν, άνα-κρίνειν, -ζητεΐν, δικάζειν. See TRIAL. TUB, σκαφίς, ίδος, σκάφη, ή. σκάφος, σκαφίον,τό. ττύελος, η. See Trough. Like a t., πυ- ελώδης, ες. TUBE, σωλήν-ι ήνος, σίφων, ωνος, αυλός, δ. σΰριγζ, iyyos, η. See Pipe. TUBER, βόλβος, δ (bulb), prps γογγύλιον, τό. ^ TUBERCLE, φΰ μα (tumor), εκφυμα (excrescence), τό. TUBERCULOUS, φυματώ- δης, ες, and partcpp. of φυμα- τοϋσθαι. TUBEROUS, βολβ-οειδή^, ές, ώδης, ες (bulbous), prps γογγυ- λώδης, ες. TUBULAR, αΰλώδης, 2. TUCK (up). See to Gather up. To t. up one's dress, άνασΰ- ρεσθαι. άναστέλλεσθαι τον χι- τώνα (by laying bare or exposing a part of the body) : also συστέλ- λεσθαι : t.-d up and all ready, συσταλείς, εϊσα, έν. TUESDAY, h τρίτη της εβ- δομάδος, or η του "Αρεος ημέρα (mod. Gr.). TUFA, TUFF-STONE (Lat. tophus), ττώρος, ττώρινος λίθος, δ. Like t., ττωρώδης, ες. TUFT (of hair), τριχών σύν- TUR δεσμός, δ. κόρυμβος, δ. κρωβυ- λος, δ. σίλλυβος, δ. σίλλυβα, τά (pi.). To cut the hair so as to leave only a t. on the crown, σκόλλυν άττοκείρειν. Τ. of fea- thers, see Crest. TUG. See to Drag, Pull. TUITION. See Instruction, Education. TUMBLE, v. 1J (Intrans.)] See to Fall, κυβιστάν (as a tumbler). If (Trans.)] See ' to Throw down.' *[f Fig. : to dis- order] Vid. TUMBLE, s. See Fall, s. TUMBLER, κυβιστητήρ, ήρος, δ. If A drinking glass] See Cup. TUMID. -See Inflated (prop., and also fig. of style), Swelling, Swollen. TUMOUR, φύμα or φΖμα, οίδημα, τό. See Swelling, s. TUMULT, θόρυβος, δ. τύρ- βη, ταραχή, στάσις, ή. See Commotion, Insurrection. TUMULTUOUS, θορνβ-, τα- ραχ-ώδης, ες. TUN. See Barrel, Cask. As definite measure = 252 gal- lons (vid.), = nearly είκοσι εν- νέα μετρηταί (or αμφορείς) και δύο χόες, or χόες τριακόσιοι και ■πεντήκοντα (the Attic metretes reckoned at 864 imp. gall.). TUNE, s. μέλος, τό. See Am and Harmony. In t., εν μέλει, εμμελής, ές. δμό- σύμ-φωνος, 2 (with verb -εϊν, subst. -Ία, ή). See to Harmonize, Harmonious. Out of t., παρά μέλος, πλημ- μελής, ές (ivith verb -εϊν, to make a false note), also άπωδός, παρά- μουσος, ανάρμοστος, αντί-, διά- φωνος, 2. άπηχης, ές (of an in- strument) : to be out of t., avap- μοστεϊν (7T(>os τι), άπηχεΐν. άπάδειν. διαφωνεϊν : to put (an instrument) out of t., χαλάν or παραχαλάν τάς χορδάς. TUNE, v. άρμοζε ιν and άρ- μόττειν (a musical instrument). TUNEFUL. See Musical, Harmonious, Melodious. TUNIC, χιτών, ώνος, δ (with dim. -ώνιον, τό, -ωνίσκος, δ). TUNNEL, υπόνομος οδός, η. TUNNY (Thunny), θύννος, δ, also θύνναζ, ακος, δ. θύννη, θυννάς, άδος, and -ίς, ίδος, τ), σκόμβρος, δ. πηλαμύς, ύδος, and πρημάς, άδος, η. όρκυς, υνος, κολίας, ου, δ. σκορδύλη, η (esply young). To spear t.'s, θυννάζειν, -ίζειι/ : of or belonging to t., θύννειος, θυνναϊος, 3 : like a t., θυννώδης, ες : belonging to fish- ing for t.'s, θυι/ι/ευτι /cos, 3 : that watches t.'s, θυννο-σκόπος (with verb -εϊν, subst. -ία, η, and -εϊον, τό, place to watch fm). TURBAN, τιάρα, η. In the form of a t., τιαροειδης, ές. TURBID, θολερός, 3. σταθ- μώδης, ες. See MuDDY. TURBOT, ψήττα, h (g.t.for t., plaice, sole ; ρόμβος, δ, as the TUR TUR TUR name for this species offish is pro- bably Italian, Lot. rhombus). TURBULENCE, ταραχή, η. θόρυβο?, 6, or by neut. of the Adj. TURBULENT, ταραχ-, θο- ρυβ-ώδης, ες. όχληρός, 3. A t. person or citizen, νεωτεροποιός, πολυπράγμων άνηρ : to be t., θορυβεϊν ένοχλεϊσθαι (pass.). TURF, χόρτος, 6. πόα, χλόη, η (grass). A piece of t. cut out, χορτό-πλινθος, 77, -πλινθον, TO, or simply πλίνθος, η. TURGID, ογκώδης, ες. See Inflated (propr. and fig.). TURGIDITY, όγκος, b. όγ- κωμα, οίδημα, εζαρμα, τό. if Fig. : of a speech or style] τό δι- θυριιμβώδες της λίζεως. 6 των λόγων κόμπος. TURMOIL. See Commotion, Perturbation. TURN, v. if (Trans., and by ellipsis of reflex, pron. intrans.) In general, to give a different direction] τρίπειν, στρεφειν, κάμπτειν τι. To t. athg to- wards aby or athg, στρεφειν τι προς τίνα or τι : to turn (or go) to work, τρέπεσθαι επι, εις, προς έργα : whither shall I t. (me)? ποΐ τρίβομαι, τράπω- μαι ; to t. one's back, επιστρέ- φε σθαι (mid.) : — upon aby, τα νώτα επιστρεφειν τινί. άπο- στρίφεσθαί τίνος. — τινά (in aversion or contempt) : t.-d to- wards the south, προς νότον τε- τραμμένος : to t. to flight, τρί- πειν τινά (oneself τρέπεσθαι) εις φνγην: to t. to ( — direct one's attention to) athg, τρέπεσθαι προς τι (e.g. άριστον, dinner, fyc.) : to t. and twist (or shuffle), στρέ- φεσθαι (πάσας στροφός) : to t. (oneself) to right, to left, προς την δεζιάν, άριστεράν, τρέπε- σθαι : to t. one's eyes towards athg, βλέπειν προς τι. προσ- βλέπειν τι. επιστρεφειν την όψιν εις τι : — in all directions, πάντη πιριβλέπειν : all eyes are turned upon thee, 7rpos σέ άποβλέπονσιν άπαντες : to t. one's steps towards a place, προσ- ιέναι τινι τόπω. τε'ινειν, δια- τε'ινειν εις, προς τίνα τόπον : — one's thoughts towards athg, προσέχειν τον νουν τινι, see DI- RECT. To t. a position, παρα- μείβειν τον τόπον : to t. the enemy's flank, περικυκλονσθαι τους πολεμίους : to t. the head of a country, and so invade by a down-hill route, κατά κορυφην εσβαλεϊν ες — (Thuc). The question, discourse, &c.,t.'s upon athg, ο λόγος εστί περί τίνος : to t. on any point, = to hinge, depend, Vid. : to t. upon a PI- VOT, axle, &c, Vid. : to t. in athg as a socket, &c., ενστρέφε- σθα'ι τινι. To t. the SCALE, Vid. A t.-ing, στροφή, fj, see TURN, s. : a t.-ing of a road, εκτροπή, h : without turning, (604) άστ ροφός, άστρεπτος,Ί. άστρε- πτί (adv.). My head t.'s, Ίλιγ- γιώ, see Giddy, Dizzy : to t. aby's head, έζιστάναι τινά : my brain is t.-d, παρακινητικώς εχω: to t. one's stomach, one's stomach t.'s, άναστρέφειν την καρδίαν Ι (Thuc). προσίσταταί τινί τι, \ see under Gorge, s. To t. on one j side, παρακλίνειν τι. πλαγιοΰν τι : to t. athg to or towards, «i- στρέπειν: to t. towards athg, άπονεϋειν προς τι. To t. athg to account, to one's use or advan- tage, άποχρησθαί τινι. χρησθαί τινι προς τι. εις τό "ίδιον κατα- τίθεσθαί τι : to t. (intrans.) to aby's honour, δόξαν φέρειν τινί, see Redound, Result. To t. one's capital, ενεργά ποιεϊν τά χρήματα. if With stronger no- tion of change] To t. (=. change), τρέπεσθαι, μεταπίπτειν : for- tune having turned, της τύχης μεταπεσούσης : to t. the other way, μετακλίνεσθαι : to t. into money, έζ-, άπ-αργυρϊζειν (or -οϋν) : to t. athg into athg, μετα- βάλΧειν τι (ititrs. μεταβάλλε- σθαι) εϊς τι, see to CONVERT, Change, Make (into) : to t. into stone, άπολιθοΰν τι : to t. into Greek, see to Translate, Render: to t. into ridicule, γέ- λωτα or εν ^ίλωτι ποιεϊσθαί τι : to t. fm one party to another, αφ-, μεθ-ίστασθαι. μεταβαί- νειν προς, μετατάζασθαι παρά τίνα. To t. poet, traitor, &c, see to Become. To t. in colour (of ripening fruit), περκάζειν : to t. (= become sour, of wine), εκτρέ- πεσθαι (pass.; adj. έκτροπίας, ου) : (of milk), έκθρομβοΰσθαι (adj. θρόμβειος, 2). To t. PALE, white, red, Vid. (usu. by a de- nominative verb from those adjj., ώχριάν, λευκαίνεσθαι, κτλ.). if To turn upon a lathe] τορνεύειν, δίνουν τι. Turned, τορνευτός, δινωτός. if To fashion, form, give a certain turn to, esply with ref. to a thought or expression] πλάσσειν. φρά"ζειν. A well- t.-d verse, στίχος ευ or καλώς πεποιημένος, εύποίητος. if In combination with prepositions used adverbially: — To turn about or ROUND] περι-στρέφειν, -άγειν, -φέρειν τι, also δινεΐν, -εύειν, έντρέττειν (e. g. τά νώτα, Hdt.). Int?s., mid. (κύκλω) περιφέρε- σθαι, also δινεΐν (intrs.), see to REVOLVE, διακάμπτειν (bend). That t.'s about with every wind, ιύμετά-βλητος, -βόλος, άγχί- στροφος, άλλοιότροπος, 2, see Fickle. A t.-ing about, πιρι- -τροπη, -στροφή, η. if To turn ASIDE] π αρα-,εκ-τ ρέπειν ,π apa- φέρειν, άπο-κάμπτειν, -κλ'ινειν. See to Divert and to Seduce. Intrs., πάρα-, παρεκ-, and ΰπεκ- κλίνειν, παραλλάσσειν (intrs.) and παρατρέπεσθαι (mid.), εκ- νεύειν (so as to avoid). A t.-ing aside, εκτροπή, η. i] To turn AWAY] άπο-τρέπειν, -στρέφειι/ Tt (e. g. πρόσωπον, the face). παρακΧ'ινειν (e. g. παρείαν, tL• cheek), see Avert : — a servant, see to Dismiss. Intrs., άποτρέ- πειν εαυτόν, άποστρέφεσθαί τι or τίνα (sts act. intrs., in aver- sion), τίνος (by desertion). A t.- ing away, αποστροφή, η. if To turn BACK] άνα-, άπο-στρέφειν (οπίσω) τι. άνακάμπτειυ τι : — one's cloak, διακαλύπτεσθαι τό ίμάτιον. Intrs., μεταστρέ- φεσθαι and -τρέπεσθαι. ΰπο- and επανα-στρέφεσθαι (and sts act. intrs.). See to Return, Re- vert. A t.-ing back, υποστρο- φή, η. if To turn down] e. g. a leaf in a book, ύπο-, συμ- πτύσσειν τι, see to Fold : to t. down (=zdismiss, in school phrase) , άπωθεΐσθαι ως ούκ ευ μεμαθη- κότας : to t. upside down, άνω (και) κάτω στρεφειν or μετα- βάλλειν, μεταρρίπτειν, seeToP- sy-turvv and Overturn. if To turn IN] εγ-, επι-κάμπτειν τι (bend) : having the knees t.-d in, βλαισός, 3, see Bandy. To t. in to lodge with aby, καταλύ- ειν παρά τίνα, παρά τινι. ϋ To turn off] See t. away, and Avert, Divert. To t. off (e. g. a servant), see to Dismiss : to t. off (fm the way), εκτρέπεσθαι, άπο-κάμπτειν, -κλ'ινειν. if To turn ON] τρέπειν τι επί Tt. if To kirn OUT] εκ-τρέπειν, -στρε- φειν τι. τρέπειν, στρεφειν τι εξω. ρίπτειν εζω. θύραζε έκ- βάλλειν τινά (out of doors) : to t. out the guard, έξάγειν την φυλακην. To turn out of bed, έγερθηναι, άναστηναι. To t. out (well, ill, &c), εκ-, άπο-, συμ-βαίνειν, and simple βα'ινειν. γίγνεσθαι.πίπτειν.ίξέρχεσθαι. άποτρέχειυ (exire). άποσκη- πτειν tts τι : also with notion of reverse, περι-ίστασθαι, -γίγνε- σθαι. To t. out so and so, άνα- φανηναι (e. g. λογογράφος, a writer, instead of something else, εκ τίνος) : athg t.'s out well, bad- ly for me, ευ, χαίρων, κακώς, άπαλλάττω τινός, see to CoiviE off. if To turn over] e. g. the leaves of a book, άνελίττειν, παριέναι σελίδας : — a new leaf (fig.), see to 'Amend one's life:' to t. over in one's mind, στρεφειν τι φρεσίν, ελίσσειν (e. g. λο- γισμούς), see to Revolve, Cogi- tate : to t. over to aby, εττι- τρέπειν, -τάττειν τινί τι, see Transfer, if To turn round] See to t. about. My head t.'s round, Ίλιγγιώ, σκοτοδινώ, see Dizzy, Giddy. To t. round upon aby, — retort, Vid. if To turn TO] τρέπεσθαι επί τι. if To turn UP] άνα-τρέπειν, -στρε- φειν : — the soil, πολεΐν, άνα- -πολεϊν, -πολίζειν την γην. Το t. up (of the NOSE, vid.), σιμοΰν, άνασιμοϋν. To t. up by chance, see to Happen : to t. up (of athg TUR lost or mislaid), Orel, with ανευ- ρίσκει» τι. αύθις εντυγχάνειν η ινί (to light upon). TURN, s. ΤΙ Circular motion] περιστροφή, περιφορά, fj. ^[ Winding, deviation fm its course, turning round] στροφή, επιστρο- φή, η. καμπή, κάμψις, επίκαμ- φις, η. εκτροπή, h (turn of a road). To take a t., επι-, περι- στρέφεσθαι. τρέπεσθαι τρο- πάς. Τ[ Change] τροπή, αλλα- γή, μεταλλαγή, ροπή (prop, in- clination of the balance), μεταβο- λή, h- To take at., κλίνειν. περι- ίστασθαι. ρέπειν (as the scale of the balance) : to take another or a different t, περιίστασθαι or άποβαίνειν εις τουναντίον, με- ταβάλλειν. άλλοιυϋσθαι (pass.) : to take a favourable or a bad t., κλίνειν έπι το βίλτιον, επί το χεΐρον. άποβαίνειν καλώς, κα- κώς : to take such or such a t., εις τοΰτο περιίστασθαι. ούτως άποβαίνειν. ^J Disposition ( = turn of 7ni?id)~] τρόπος, b. H Mode of expj-ession] φράσις, λίξις, tws, t). T. of a verse, ή κατασκευή του στίχου. ^J Or- der (of successive vicissitude )] E. g. in t., by t.'s, εξής, εφεξής, εν μέρει, κατά, ανά, προς μέρος, εν περιτροπή, ίξ ύπολήψεως. εκ διαδοχής, εν-, παρ-, έπ-αλ- λάξ. αμοιβαίως. And adjective- ly, διάδοχος, 2. μεταβαλών, ού- σα, όν (PL). It is my t., καθ- or περι-ήκει είς εμέ : it is my t. to speak, its εμέ καθήκει b λόγος : a speaking in t., μετά- ληφις των λόγων (PL), U Of- fice (good or bad)] A good t., χάρις, ιτος, η. φιλικά έργα, τά : to do aby a good t., χαρίζεσθαί Ttvi. χρήσιμον παρέχειν εαυτόν τινι. εύεργεσίαν καταθέσθαι ες τίνα. See phrases in Service. TURN-COAT, αποστάτης, ου, b, and partepp. of άφίστα- σθαι. TURNER, τορνευτής, οΰ, b. A t.'s chisel, τόρνος, b, and τορ- νευτήριον, τό: t.'s chips or shav- ings, τόρνευμα, τό. TURN- KEY, δεσμοφΰλαξ, ακος, b. δήμιος or δημόσιος, b. TURNING (the act of), στρέ- ψεις, στροφή, επι-, άνα-, περί-, κατα-στροφή,άνα-,περι-τροπή, εκτροπή (of a road), κάμψις, ίπίκαμψις, η. Τ. on a lathe, τορνεία, η : fit for t., τορνευτι- κός, 3. TURNING-LATHE, τορνευ- τήριον, τό, and τόρνος, b (the chisel). TURNING-POST, τέρμα,τό, καμπή, V- καμπτήρ, ήρος, ο. TURNIP, γογγυλίς, ίδος, ή. ρά-πυς and -φυς, υος, ή. Τ. tops, γο-γγυλίδων φυλλεΐα, τά. TURPENTINE, τερεβινθίνη (with or without ρητίνη), η. Τ.- tree, τερεβ- or τέρμ-ινθος, ή: t.- oil, τερεβίνθινον ίλαιον or χρί- σμα, τό. (605) TWE TURPITUDE, αίσχρότης, ητος, η. See DEFORMITY, BaSE- TURQUOISE, some suppose κάλαϊς or κάλλαϊς, b (adj. -αίνος, 3, wch others make the topaz or chrysolite), βουκάρδιος λίθος, b (mod.). TURRET, πυργίον, πυργί- σκιον, πυργισκάριον, τό. πυρ- γίσκος, ο. TURTLE, χελώνη, η. κλέμ- μυς, υος, τό. Shell of the t., χε- λώνειον, χελώνιον, τό. χελώνη, TURTLE-DOVE, τρυγών, όνος, η. TUSH, παπαΐ. See Psha ! Pooh ! TUSK, χαυλιόδους, οντος, b. άμυντήριοι οδόντες, oi (plur.). A boar's t., στόνυξ, υχος, ο. TUSKED, χαλιόδων, οντος, ' TUTELAGE. See Guardian- ship, Minority. TUTELARY, προστατι'ψιος, 3. κηδεμών, b, η. πολι-, δημ- οϋχος, 2. See Guardian, Pro- tecting. TUTOR, s. παιδαγωγός, b. διδάσκαλος, b. See TEACHER, Instructor. TUTOR, v. See to Teach, Instruct. TUTORSHIP, έργον τοΖ δι- δάσκειν, τό. τάξις του διδάσ- κειν, η. διδασκάλου τάξις, η. Also ομιλία, η (Χ., instruction). TWADDLE, ν. κενολογεϊν. φληναφάν,φληνάν,ΰσσειν,ύειν. φλεδονεύειν. T.-ing, κενολόγος, 2. See ' to Talk idly,' Prate. TWADDLE, s. κενολογία, η. φληνάφημα, φλήνος, τό. φλη- ναφος, ο. φλέδων, όνος, φλεδο- νεία, ή. TWAIN. See Two. TWANG, v. ψάλλειν (trs.). κλάζειν (intrs.). To t. like a harp-string, βλιτυρίζεσθαι : the bow t.-d, λ'ιγξε βίος (Horn.). TWANG, s. κλαγγή, h. T. of a harp-string, βλίτνρι, τό. TWEAK, v. See Pinch, v. TWELFTH, δωδέκατος, 3. The t. part or portion, δωδεκα- τημορίου, τό: on the t. day, δω- δεκαταϊος, 3. TWELVE, δώδεκα (Us num. sign, ιβ'). The number or a number of t., δωδεκάς, άδος, t): t. times, δωδεκάκις : t. years old or of age, δωδεκαετής, ές. δώ- δεκα ετών. δάτδεκα ετη έχων, ουσα,ον. δωδέκατου έτος άγων, ούσα, ον : of or relating to t. months, δωδεκάμηνος, 2 : of or lasting t. hours, διά δώδεκα ωρών. δώδεκα ωρών: relating to or last- ing t. days, δωδεκαήμερος, 2. δώ- δεκα ημερών. Τ. hundred, δια- κόσιοι και χίλιοι. TWELVEMONTH (substan- tively), = Year, Vid. TWENTIETH, εικοστός, 3. The t. part, ιίκοατή, h (half- TWI tithe) : on the t. day, ίίκοσταϊο?, 'TWENTY, είκοσι {its num. sign, κ). The number of t., ti- κάς, άδος, τ) : t. times, είκοσά- κις : t. years of age or old, ει- κοσαετή^, ές. είκοσι ετών. ετη εϊκοσιν έχων, ούσα, ον. έτος ει- κοστού άγων, ούσα, ον: a period of t. years, εικοσαετία, η : that has t. oars, εικοσήρης, ες. ε'ι- κοσήρετμος, 2. Τ. thousand, δισηύριοι, 3 (its num. sign, κ). TWICE, δίβ. Τ. as much, δις τοσούτος, αύτη, οΰτο. δι- πλάσιος, 3: t. as big, διπλάσιος (α, ον) τό μέγεθος. TWIG, κλών, κλωνός, ο. κλά- δος, ό. κλήμα, τό. άκρεμών, όνος, ο. τέρχνος, τρέχνος, τό. βλάστημα, τό (sprout, scion). TWILIGHT, λυκόφως, ωτος, τό. λυκαυγές, ους, τό. κνέφας, ους, τό (in the evening), λύγη, η. όρθρος, b (morning). He came at t., κνεφαΧος, όρθριος ηλθεν. TWIN, δίδυμος, b. To bear t.'s, δίδυμα τεκεΐν. διδυμοτο- κε'ιυ (with adj. διδυμοτόκος, 2, and subst. διδυμοτοκία, η). TWINE, v. ΤΙ (Trs.)] πλέ- κειν, συμπλέκειν. συστρέφειν. The act of t.-ing, συστροφή, ν : to t. around athg, περιπλέκειν. περι-ελίττειν, -πτύσσειν: a t.- ing around, περιπλοκή, ν• ίϊ (INTRANS.)] έλίττεσθαι (pass.) περί τι. See ENTWINE. TWINGE. See Pain. TWINKLE, μαρμ-, άμ-αρύσ- σειν. στίλβειν. See SPARKLE, Flash, and Quiver. To t. with the eyes, γλοιάζειν. See Wink. T.-ing (subst.), μαρμ-, άμ-αρυγή, V. άμάρυγμα, τό. Also ριπή, ν : in the t.-ing of an eye, εν ριπή οφθαλμού. TWIRL, δινεΐν. δινεύειν. περιδινεϊν. έλίσσειν. γυροΰν. περιάγειν ες γϋρον. στρέφειν. See to Whirl. TWIST, στρέφειν and πλέ- κειν (a thread, <$£C.). διαστρέ- φειν. To t. round, συ-, περι- στρέφειν : to t. together (shrivel up as hair, intrs.), συντρέχειν (X.) : to throw in wrestling by t.-ing the legs, κατα-πλίσσειν (see the subst.). T.-d, έλικτός, πλεκτός, 3 : well-t.-d, εϋστρε- φης, ές. TWIST, s. στροφή, συ-, περι- στροφή, ν, and Crcl. by theVerb. Subtle t.'s (or dodges, fig.), δό- λιαι εντροπίαι, at (Horn. hymn.). To throw in wrestling by a t. of the legs, παρεμβολή καταβάλ- λειν, καταπλίσσειν τινά. A t. (=zt.-d cake), στρεπτός (άρτος), ' TWITCH, ψάλλειν (twang α string, fyc). See to Pluck. TWITTER, ψιθυρίζειν. τρί- ζε ιν. στρουθίζειν (Aristoph.). T.- ing (adj.), ψίθυρος, 3. πυικιλό- τραυλος, 2 : (subst.) τρισμός, τριττισμός, b (Aristot.). TWO UNA UNA TWO, δύο (its num. sign, β'). Number t., δυάς, άδος, ή: t. and t., by t.'s, σύνδυο, see Pair, Cou- ple : in t. ways, in t. parts, δ/χα, έιχ^, διχώς. διχάδε: int. places, δισσαχη : t. years old or of age, διετές, ές. δυοϊν ετών. δυο έτη έχων, ούσα, ον. έτος δεύτερον άγων, ούσα, ον: a space of time or duration of t. years, διετή pis, Ίδος, ή. διετία, ή : t. years since, προπέρυσι (year before last), as adj. προπιρύσινος, 2 : of two months, δίμηνος, 2. δυοϊν μηνών : t. talents in weight, διτάλαντος, 2 : t.-oared, άμφήρης, ες. άμφ- ηρικός, 3 : with t. heads, t.-headed, δικέφαλος, 2: with t. bodies, δί- σωμος,Ί: t.-edged, δι- and αμφί- στομος, 2. For other compounds see the Greek English Lexicon under δι-. Τ. hundred, διακό- σιοι, οι, a (as num. sign, σ') : t. hundred times, διακοσιάκις : t.- ]luτ^dγeά{o\ά,διaκoσιovτάχoυς,or better διακοσιάχους, ουν (Strab.) : the t.-hundredth, διακοσιοστόι, 3. Τ. thousand, δισχίλιοι, οι, α (its num. sign, β) : the t. thou- sandth, δισχιλιοστός, 3. TWOFOLD, διπλούς, η, οϋν. διπλάσιος, 3. οΊττόϊ, 3. δίδυ- μος. See Double. ΤΥΡΕ, τύπος, 6. See Model. TYPICAL, τυπικός, 3. ώς εν τύπω. See Exemplary and Emblematic. TYPIFY, ώσπερ εν τύπω προ-σημαϊνειν or -δεικνύναι. TYPOGRAPHER.TUTroypa- φος, 2 : typographical, -γραφι- κός, 3 : typography, -γραφιά, ή (with verb - έΐν : all of modern coinage). See Printer, 8rc. TYRANNICAL^i/pa^/cos, 3. T. rule or government, τυ- ραννίς, ίδος, ή. τυραννία, ή. τό τυραννικόν. TYRANNIZE, τυραννεύειν and τυραννεϊν τίνος or τίνα. δεσποτεύειν τινός, χαλεπώς άρ- χείν τινός. ( TYRANNY, τυραννίς, ίδος, V- τυραννία, ή. τό τυραννικόν. To savour or smell of t., τυραν- νιάν. TYRANT, τύραννος, b. δεσ- πότης χαλεπός, ό. To turn t., τυραννεϊν ιπιχειρεϊν : to side with a t. or t.'s, τυραννϊζειν : to be ruled or governed by a t., τυ- pavvtiadai : free from the rule of t.'s, άτυράννευτος, 2: making t.'s, τυραννοποιός, 2. u UDDER, μαστ -o's, ό. θ)]λή, rj. UGLINESS, αίσχρότης ,ητος , V. αίσχος, τό, and τό αίσχρόν, also φαυλότης, ητος, ή (all of body or mind), δυσείδεια, κακό-, ά-μορφία, άσχημοσύνη, ή (only of body). UGLY, αισχρός, 3, and φαϋ- (606) λος, 3 (of body and mind), άσχη- μων, άμορφος, 2. δνσειδής, ες, and α'ισχροπρόσωπος, 2 (only of body). Very u., υπέραισχρος, 2: an extremely u. face, πρόσωπον υπερβάλλον αϊσχει. See FOUL. ULCER, έλκος, τό. φύημα, τό. See Sore. To have u.'s, be ulcerated, ελκοϋσθαι, έζελ- κονσθαι. ULCERATION, 'έλκωσις, fj, and -ω μα, τό. To produce u., έλκουν. ULTIMATE. See Last. ULTRA (in composition). See Extreme, Extremely. UMBEL (hot. L), πέτασος, 6 (with adj., umbellated, -ώδης, ες, both Theophr.). UMBILICAL, e. g. u. cord, ομφαλός, 6: to cut it., τον όμ- φαλόν άποτέμνειν : u. ligature or bandage, ομφαλού σπάργα- νον,τό. U. hernia, όμφαλοκήλη, η (but icithout ancient authority), έζόμφαλος, 6. UMBRAGE. 1 Propr.) See Shade. f[ Fig.: offence, indig- nation] Vid. UMBRAGEOUS. See Shady. UMBRELLA. 1 For shade] See Parasol. % For rain] ή τοϋ υετοΰ σκέπη, τό από των όμβρων σκέπασμα. άντιβρό- χιον, τό (mod. Gr.). UMPIRE. See Arbiter and Arbitration, and Judge. U. (in the games to award the prizes, and generally), βραβεύς, έως, βραβευτής, οΰ, ό (to be such, βραβεύειν),αΐ80 άγωνοθέτης, ου, 6, and poet, αίσυμνήτης, ου, "ιστωρ, ορός, 6. ραβδούχος (PL) and ραβδονόμος (Soph.). UN. ^* This privative par- ticle, which may be prefixed al- most at ivill to adjj. and ad- verbs, is represented by the Greek ά-, av- before a vowel, and sts δυσ-. In the following selection those words are omitted ichich are represented only by. negation with ού, μη. UNABASHED, αδυσώπητος, αναίσχυντος, 2. UNABLE, αδύνατος, 2, c. in- fin. or εις τι. See INCAPABLE, 'Incompetent. UNACCEPTABLE, άπρόσ- and άπαρά-δεκτος, 2. αηδής, ες. See Disagreeable, Unplea- sant. UNACCOMPANIED, μόνος, 3. έρημος φίλων, 2. UNACCOMPLISHED, άτε- λεστοϊ, 2. ατελής, ές. άπρα- κτος, άνεξέργαστος, and poet, ατελεύτητος, άκραντος, άυήνυ- τος, 2. UNACCOUNTABLE. See Inexplicable, Strange, and Irresponsible. UNACCUSTOMED, ά- and άσυν-ήθης, ες (both = unused to athg, Ttfo's, and unusual, e. g. άν,θές εστί μοί τι), άπειρος (2) τίνος (of persons), άτρίβαστος ττρός τι (unversed). To be u. to athg, άηβίζεσθαι, and άηθέσσειυ (Horn.; to athg, tij/os). Unac- customedness, a- and άσυν-ηθεία, ή, and απειρία τινός (a being u. to athg). UNACQUAINTED, άγνώς, ωτος, ό, η, and άπειρος, 2, or απείρως έχων c. gen. (e. g. αλ- λήλων, with each other), άμαθης (2) ές, τίνος (not having learned atlig). άγευστός τίνος (without experience of athg). UNADORNED, άκοσμος and άκόσμητος, 2. άκαλλώπ ιστός, 2. αφελής, ές (simple), άκομφος, ' UNADULTERATED, άκέ- ραιος, άκρατος, άδολος, 2. ειλι- κρινής, ές. άκίβδηλος,άδιάφθαρ- τος, 2. See Pure, Genuine. UNADVISABLE, άχρήσι- μος, άσύιχφορος, 2. ού καλός, 3. UNADVISED. See Impru- dent, άνονΰέτητος, 2 (that will not be warned, Dem.). UNAFFECTED, άθρυπτος, άπερίεργος, απέριττος, ανυπό- κριτος, άπλαστος, 2. αφελής, ές, and άπλοΰς, η, οϋν. UNAIDED, αβοήθητο*, 2. UNALLOTTED, άκλήρωτος, ακληρος, 2. f UNALLOYED, άκίβδηλος,2. αμιγής (ές) τίνος, άμικτός (2) τινι or προς τι. άκρατος (2) τί- νος, καθαρός (3) τίνος. UNALTERED, -ABLE. See Unchanged, Immutable. UNAMBIGUOUS, αναμφί- βολος, 2. σαφής, ές. UNAMBITIOUS, αφιλότι- μος, 2 (with subst. -ία, ή). UNANIMITY, ομόνοια, ομο- -λογία, -δοζία, συμφωνία, ή. UNANIMOUS, σύμφωνος, ο μογ ν ώμων, ομόλογος (Χ.), όμ'ο- φράδμων (PL), and ομό-, κοι- νό-φρων (poet.), all 2. To be u., όμο φρονεϊν, -γνωμονεΐν, -δοζ- εϊν : by u. consent, unanimously, εκ μιας γνώμης, μια γνώμη, γνώμη ttj των συμπάντων, παμ- ψηφεί : they agreed unanimous- ly, συνέδοξε πάσι. UN ANSWERABLE, ανέλεγ- κτος, ανεξέλεγκτος, αναντίρρη- τος, άναντίλεκτος, αναμφισβή- τητος, 2. σαφέστατος, 3. εμ- φανής, ές. UNANSWERED, άναπόκρι- τος, 2. UNAPPEASABLE. See Im- placable. UNAPPROACHABLE. See Inaccessible. UNARMED, άοπλος, 2. γυ- μνός (ή, όν) 'όπλων. UNASKED, ουκ ερωτηθείς, εΊσα, εν. μηδενός ερωτώντας or έρωτήσαντος (icithout being ques- tioned or asfad). άκλητος, άκέ- λευστος, 2. μηδενός κελιύσαν- τος. (αυτός) άφ' αΰτοΰ (=: of one's own accord, vid.). UNASSISTED, αβοήθητος, 2. UNA UNASSUAGED, -ABLE, άκαταπρά'ύντος, άθελκτος, άκη- \»}TOS, 2. UNAS S U Μ Ι Ν G. See Mo- dest. UNATONED, ακάθαρτο*, 2. UNATTAINABLE, ανέφι- κτος, άττα/οβ»ίολούθ);τος, ακατά- ληπτος, 2. ου ούχ όιόντε τυ- χεϊν. δ ουκ εστί λαβείν, αδύ- νατος (2) λαβείν. UNATTEMPTED, άπείρα- στος, άπείρατος, 2. (Stee UN- TRIED. UNATTESTED, αμάρτυρος and άμαρτύρητος, 2. UNAUTHENTIC ATED, άν- έγγυος, άνεχέγγυος, 2. UNAVAILING. SeeUsELEss. UNAVENGED, ατιμώρητος, άνεκδίκητος,2. άτιμωρητεί (ad- verb). UNAVOIDABLE, άφυκτος, άνεκφευκτος, 2. See Inevita- ble, αναγκαίος, 3. άναμάρτη- τος, 2 (not caused by one's own fault). UNAWARES, ίξ / απροσδό- κητου, αιφνιδίως, άφνω. εξ- αίφνης, άιτρονοητως : and Crcl. by λανθάνειν e. partcp., he fell u., ελαθε πεσών. And by per- sonal construction of adj., e. g. to fall upon us u., άφρακτοι?, ου προσδεχομένοις ημϊν προσπ'ι- τττειν. UNBEARABLE, άκαρτέρη- tos, άνύποιστος, αφόρητος, δυσ- άνεκτος, δυσανάσχετος, 2. See Intolerable. f UNBECOMING, άπρεπες, ίς. οΰ -πρέπων, ούσα, ον. άπει- κώς, υϊα, ός. U. conduct or be- haviour, άσχημοσύνη,άπρέπεια, UNBEFRIENDED, ϊρημος φίλων, αβοήθητος, ατιμώρητος, UNBELIEF, απιστία, η. UNBELIEVER, -ING, άπι- στος, 2. άπιστητικός, 3. UNBEND. See 'to make Straight,' and to Relax. χα- λάν, έπιχαλάν. άνιέναι, παρ- ιίναι. U.-ing (subst.), see Re- laxation; (adj.), see Inflexi- ble. U.-ingness, see Inflexi- bility. UNBIASSED. See Impar- tial. UNBID, UNBIDDEN, αΰτο- κέλευστος, άπαράγγελτος, άν- επίτακτος, 2. μηδενός κελεύ- σιιντος άφ' αΰτοϋ. UNBIND, λύειν. See to Loose. UNBLAMABLE, άμεμπτος, άμωμος, άνέγκλιιτος, άνεπίλη- πτος,2. άψεγής,ές. See BLAME- LESS. UNBLEMISHED. See Spot- less, Chaste. UNBLEST. See Fatal. U Ν BO LT, άποκινε ιν or πάρα- φέριιν τον μοχλόν. UNBORN, άγέννητος, 2, or by πριν γενέσθαι τινά. (607) UNC UNBOUGHT, άπρ'ιατος, 2. UNBOUNDED. See Bound- less, Infinite, Immense. UNBRIDLED, αχαλίνωτος, ακόλαστος, 2. άνειμίνος, 3. See Inordinate. UNBROKEN,a0pauffTos, άρ- ρηκτος, άκλαστος, 2. UNBROTHERLY, ούχ ώσπερ αδελφός, άστοργος, 2 (without natural affection). UNBURDEN, άπο-γεμίϊ,ειν, -φορτίζεσθαι, άποσκευάζεσθαι (propr.) κουφίζειν τινά τίνος (fig.). See Relieve. UNBURIED, άταφος, άκη- δεντος, 2. UNCALLED (fig.), άκέλευ- στος, 2. See Unasked. Your trouble or the pains you took in pleading the cause -was (quite) u. for, ου σον έργον ην άπολογεΐ- σθαι. See Gratuitous. UNCEASING. See Inces- sant. j UNCERTAIN, αβέβαιος, 2. επισφαλής, ες. σφαλερός, 3 (in- secure), άπιστος, 2 (not to be re- lied upon), ασαφής, άφανης, ες (not clear). άδΐ]λος, 2. To be u., εν άφανεΐ κεϊσθαι. άδηλον εί- ναι (of things), άπορεϊν. άπόρως εχειν. άμφισβητεΐν. διστάζειν (of persons). See Doubtful, Wa- vering. ^ UNCERTAINTY, αφάνεια, ασάφεια, η. το άδηλον, or ασα- φές, ους, or σφαλερόν. Also άμφισβήτησις, απορία, η. UNCHAIN, δεσμών άπαλ- λάττειν τινά. δεσμά λύειν τι- νός, λύειν εκ δεσμών or δεσμώ- τας or διδεμένους. UNCHANGEABLE, -NESS. See Immutable, -bility. UNCHANGED and -ING, άμετά-τροπος, -βλητος, 2. αεί ό αυτός, η αυτή, το αυτό. See Constant, Fixed. UNCHARITABLE, άφιλάν- θρωπος, άφιλοικτίρμων, 2. αν- επιεικής, ες. UNCHARITABLENESS,^- επιείκεια, ή. UNCHASTE, ασελγής, ες, ακόλαστος, 2. λάγνης, ου, and λάγνος, ό (lewd, lascivious), άν-, δύσ-αγνος, 2 (impure). UNCHASTITY, ασελγεί, πορνεία, λαγνεία (lewdness), ακο- λασία, -η. UNCHECKED, ά-, άνεπι- κώλυτος, ανεμπόδιστος, 2. UNCHEWED, αμάσητος, 2. UNCIRCUMCISED, άπερί- τμητος, 2. UNCIVIL. See Rude, Ill- mannered. UNCIVILIZED, άνήμερος,2. άγριος, 3. απαίδευτος, 2. UNCLE, θείος, 6. 6 του πα- τρός or της μητρός αδελφός, πάτρως, ωος, μητρως, ωος, πατρ-, μητρ-άδελφος, πατρο-, μητρο-κασίγνητος, b. An u. by marriage, ο την τηθίδα τινός έχων. ότήςτηθίδος άνηρ: great- UNC η., ό του πάππου, της τήθης αδελφός. UNCLEAN, ου καθαρός, 3. ακάθαρτος, 2 (physically and mo- rally), ρυπαρός, 3 (str. t., filthy), μιαρός, 3. άναγνος, 2 (morally impure), άλουτος, αθεράπευτος, 2. See Dirty, Impure. UNCLEANLY, -LINESS, neg. of καθάριος, 3, -ιότης, ητος, ' UNCLEANNESS (as state or condition), ακαθαρσία, ρυπαρία, η. το ρυπαρόν. το άκάθαρτον. See Impurity. UNCLEANSED, ακάθαρτος, 2. UNCLOSE. See to Disclose, Open (propr. and fig.). UNCLOTHE. See to Un- dress. UNCLOUDED, άνίφελος, 2. εΰδιος, 2. See CLOUDLESS, SE- RENE. UNCOIL, ίζελίττειν. See Unfold. UNCOINED, άσημος, 2. UNCOLOURED (propr.), άχρωστος, άχρώματυς, and άχρωμάτιστος, άβαφος, 2. UNCOMBED, άκτένιστος,2. UNCOMELINESS, άπρέ- πεια, άσχημοσύνη (disposition or quality), α'ισχρότης, ητος, η (ug- liness). UNCOMELY, άπρεπης, is (of things), οΰ πρέπων, ούσα, ον. άσχημων, 2. αισχρός, 3. UNCOMFORTABLE, χαλε- πός, 3. See Hard, Incommo- dious. UNCOMMON, ούκ είωθώς, υΐα, os. άήθης, ες. αλλόκοτο?, 2. εζ-,παρ-ηλλαγμενος, καινός, ξένος, 3. διαφέρων, ούσα, ον. ίκπρεπής, ές. Uncommonly, see Exceedingly : u.-ly large, &c, θαυμάσιος, 3, or ύπερφυης, ές (tvith or without όσος, 3). UNCOMMONNESS, καινό- της, ητος, η. UNCOMPELLED,a/3iaaTos, 2. UNCOMPOUNDED. See Simple^ UNCONCERN. See Indif- ference, ολιγωρία, η, and by the following — UNCONCERNED, αμελής, ές. άφρόντιστος, αμέριμνος, άνεπίστρεπτος, όλίγωρος, 2. To be u., άφροντίστως εχειν '. — about anything, άμελεϊν τί- νος, άμελώς εχειν τινός or περί τι. ου φροντίζειν τινός, όλι- γωρεΊν τίνος, εάν τι : to view unconcernedly ο?• with unconcern, περιοραν (e. g. τινά άδικούμε- νον). UNCONDEMNED, ά- and άκατά-κριτος or -δίκαστος, 2. UNCONDITIONAL,*^»^, 3. αναγκαίος, 3, and απόλυτος, 2 (absohde). UNCONNECTED, ασύνδε- τος, -απτός, 2. UNC UND UND UNCONQUERABLE. See Invincible. UNCONQUERED, ^ττ,,- tos, ανίκητος, ακαταμάχητο?, άμαχο?, άκατα-πάλαιατο?,-γώ- νιστο?, 2. UNCONSCIOUS. See Un- awares, Ignorant. UNCONSECR ATED, κοινό?, 3. βέβηλο?, 2. UNCONSIDERED, &- and άποό-σκεπτο?, 2. UNCONSTITUTIONAL, παρά του? κειμένου? νόμου?, παράνομο?, 2. To bring forward u. measures, παράνομα γράφειν (Th.). UNCONSTRAINED, άναν- άγκαστο?, αβίαστο?, 2. εκών, οΰσα, όν. εκούσιο?, 3. In an u. manner, έκοντί, έθελοντί, also ανυπόκριτο?, 2, and άπλοΰ?, η, οΰν {natural, unaffected). UNCONT A ΜΙΝ ATED, aV- αντο?, ακήρατο?, and ακέραιο?, 2. See Pure, Spotless. UNCONTROLLABLE, α- κατάσχετο?, 2. UNCONTESTED, αναμφι- σβήτητο?, άναμφίλογο?,2. ώμο- λογημένο?, 3. See UNDISPUTED. κ UNCOOKED, άνέφητο?, άπεπτο?, απυρο?, 2. UNCORRECTED, άδιόρθω- το?, 2. UNCOUTH, -COUTHNESS. See Clumsy, Odd, and their suhstt. UNCOVER, εκ-, άπο-, άνα- καλύπτειν. To u. oneself (= take off one's hat), περιελέσθαι πΐλον. U.-d, άστέγαστο? (with- out roof), a- and άκατα-κάλυ- πτο?, 2. γυμνό?, ψιλό?, 3. See to Bare, Strip. UNCREATED, άγένητο?, ακτιστο?,2. έζ άρχη? υπάρχων, ούσα, ον. UNCTION. See Anointing. Extreme u., εΰχέλαιον, τό (mod. Gr.). *ff Fix).: in preaching , S[C.] τό άναγωγικόν, ψυχ-αγωγόν, -αγώγημα. η πειθώ, οΰ?. With u., άναγωγικώ?. πιθανώ?: there is much u. in the discourse, 6 λό- yo? ανάγει θυμόν. UNCTUOUS. See Oily. UNCULTIVATED, αργό?, 2. αργών, οΰσα, οΰν. άγεώργητο?, 2. άγριο?, 3. ΤΙ Fig. : uncivi- lized] Vid. UNCURBED. See Unbri- dled. UNCUT, απελέκητο? (of wood), άξεστο? (of stone), 2. UNDAUNTED. See Fear- less, Intrepid. UNDEBILITATED, άκρα- το?, άθραυστο?, 2. ακραιφνή?, έ?. UNDECAYED. See Sound, Whole. UNDECEIVE, έζαιρεΐσθαί τινο? την περί τι πλανήν. φρε- νοΰν τίνα. μεταδιδάσκειν τινά and pass, μεταμανθάνειν. UNDECIDED, ά- and αδιά- κριτο?, 2. έτεραλκή?, έ? (of α (608) battle, Hdt.). Also άγχώμαλο?, ισό- and άμφί-ρροπο?, άδηλο?, αμφίβολο?, 2. ασαφή?, έ?. UNDEFENDED, αναπολό- γητο?. 2 (with words), φρουρών or φυλάκων or επικούρων ερί]- μο?, 2. άφρούρητο?, 2 (ungarri- soned). UNDEFILED, αμίαντο?, αμό- λυντο?, 3. καθαρό?, αγνό?, 3. See Pure, Spotless. UNDEFINED, αόριστο?, a- δηΧο?, αμφίβολο?, άτέκμαρτο?, αβέβαιο?, 2. άσαφη?, έ?. UNDENIABLE, σαφέστα- το?, 3. εναργή?, έ?. άναμφίλο- γο?, 2. UNDER, prep. Ι. υπό. a) c. ace, mly implying motion in an- swer to the question whither ? To go u. the earth (■=. to die), υπό γ ην Ίέναι : to lead the army u. (= to beneath) the very walls, ΰπ' αυτά τά τείχη αγειν τό στράτευμα : and fig. to bring aby u. the laws, υπό τού? νό- μου? αγειν τινά : they will en- deavour to bring u. (in subjection to) them, πειράσονται ΰπό σφά? ποιεϊσθαι (Thuc, also c. dat. ύφ' εαυτοί?): to come u. (the power of) the king, ΰπό τον βασιλέα γίγνεσθαι (Thuc). Sts in an- swer to the question where ? The villages u. (= as you come to the parts u.) the mountain, αϊ ΰπό τό όρο? κώμαι (Χ.) : the barba- rians (who have been brought) u. (the power of) the king, oi ΰπό τον βασιλέα βάρβαροι (Χ. ). β) c. dat., of place and situation: to dwell U. iEtna, ΰπό τη Α'ίτνη ο'ικεΤν : to have athg u. his cloak, ΰπό τω ίματίω εχείν τι : to have u. him many cities, πολλά? πάλει? εχειν (ποιεϊσθαι) ΰφ' έαυτω : to be brought up u. (a man of) such a character, ΰπό τοιούτοι? ηθεσι παιδευθηναι (Isocr.). $%$* All the signif. of ΰπό c. dat. may also be expressed with the gen., but not vice versa. γ) c. gen., prop, fm under, often, esply Attic, simply under : the fountain flows most beautifully (from) u. the plane-tree, ή πηγή χαριεστάτη ΰπό τη? πλατάνου ρεΐ (PI.) : the places of correc- tion u. the earth, τα ΰπό γη? δικαιωτήρια : to carry u. one's arm, ΰπό τη? μάλη? φέρειν. Also, to suffer, die, under aby's hands (as t/ie agent), πάσχειν, θνήσκειν ΰπό τινο? : to work u. the lash (compelled by it), ΰπό μαστιγών εργάΧ^εσθαι. II. By other prepositions or phrases. U. in the sense down into is expressed by κατά c. gen., e. g. to sink u. (= into and beneath) the earth, the water, καταδύεσθαι κατά γη?, κατά τοΰ υδατο?. U. (= in and be- neath) the open sky, εν ΰπα'ιθρω : to be u. arms, εν 'όπλοι? είναι. U. = in subjection to, also επί c. dat., είναι επί (or ΰπό) τιι/ι : u. pretext of, επί τη προφάσιι (on pretence), also προφασιζόμε- vo?, προσποιούμενο?, κτλ. U. = less than, short of, e. g. u. twenty years, εντό? είκοσι ετών: u. fifty years old, ουπω, or ελατ- τόν τι η, πεντήκοντα ετη γε- γονώ? : u. 3000 strong, άποδέ- οντε? τών τρισχιλίων. To be under aby or athg, ΰπεΐναί, ΰπο- κεϊσθαί τινι : to die u. the lash, άπολέσθαι μαστιγούμενον : to trample U. foot, καταπατεΐν τι : to labour u. a mistake, άγνοείν. ψεύδεσθαι. σφάλλεσθαι : u. (= in the reign of ) Cyrus, έπι Κύ- ρου or Ιίύρου βασιλεϋοντο? : to be u. medical treatment, χρησθαι φαρμάκοι? : u. the guidance, di- rection of, ηγουμένου τινό? : to speak u. correction, εί μη άγροι- κότ ε pov ειπείν. For other phrases see the accompanying subst., e. g. u. lock and key, u. the sanc- tion of, u. full sail, u. sen- tence, u. pain of death, u. OATH, U. SANCTION, &C UNDER AGE. See Minor and Non-age. UNDERBRED, απαίδευτο?, 2. See Ill-bred, Rude. UNDERDONE, οΰ δίεφθο?, 2. UNDER-GARMENT, χιτών, ώνο?, 6. ΰποδύτη?, ου, ό (under the cuirass). UNDERGO (to suffer, endure), πάσχειν (g. t.). ΰφίστασθαίτι. ΰποδύεσθαί τι. ΰπο- or όνα- δέχεσθαί τι. ΰπέχειν τι. άν- έχεσθαι, φέρειν and ΰποφέρειν, ΰπομένειν (with notion of patience and submission). See to Bear, to Endure. To u. trouble, &c, πονεϊν, διαπονεΐν. ταλαιπωρεϊ- σθαι : to u. a change, see to Change (intrs.). UNDERGROUND. See Sub- terraneous. UNDERHAND. See Pri- vately, Secretly. To seek to gain aby by u. tricks, ΰποποι- εϊσθαί τίνα (Dem.). UNDERLINE, γραμμαΤ? διαλαμβάνειν (to rule lines, in general). UNDER -MASTER, υποδι- δάσκαλο?, 6. UNDERMINE, ΰπ-, δι-ορύτ- τειν. ΰπονομεύειν, also ΰπορ- ρεϊν τι (to u. and so make to fall, Dem.). To u. the walls, ΰπορύττειν τα τείχη: they u.-d the mound, estimating its dis- tance from the town, ΰπόνομον όρύζαντε? εκ τη? πόλεω? ζυν- ετεκμήραντο ΰπό τό χώμα (Th.). U.-d, υπόνομο?, 2. ΰπ-, δι-ορω- ρυγμένο?, 3 : the act of u.-ing, τό ΰπονομεύειν. UNDERMOST. See Lowest. UNDERNEATH, ΰποκάτω τινό?. See Below, Under. UNDERPART, τό κάτω μέ- ρος, τά κάτω. UNDERRATE. See Depre- UND UNDER-SECRET ARY,u7ro- γραμματεύς, έως, 6 [with subst. -τεία, ή, office; and verb -τεύειν, to hold it). UNDERSELL, διδόναι ελατ- τον τής άξιας λαβόντα. UNDERSTAND, συνιεναι τι (e. g. a speech, the meaning of athg, an art, επιστήμην) : also ειδέναι, νοεΊν ορθώς, μαυθάνειν (e. g. α λέγει τις), έπίστασθαί τι (e. g. τέχνην, an art), or c. infin. < — how to do athg, έπ. πράττειν τι. έπαίειν τινός, περί τίνος, έμπειρου είναι τί- νος, έμπείρως εχειν τινός, κατανοεϊν τι. See to Know, to Comprehend. I u. [in a reply), μανθάνω : I u. (= am informed), ακούω, πυνθάνομαι : to u. athg (to be so and so), ΰπ- ακούειν τι ττερί τίνος (PL) : to give aby to u., δηλοϋν, σημαί- νειν, υποδεικνύναι τ'ι τινι, see to Intimate : to u. athg thorough- ly, άκριβουν, έξεπίστασθαί τι. ακριβώς ειδέναι τι : you don't u. one word each of what the other is saying, μανθάνετε ουδέ εν αλλήλων : what am I to u. by this that you say ? τί (πώς) δη τοΰτο λέγεις ; To u. (athg not expressed, Lat. subaudire), ΰττονοεϊν. προσλαμβάνειν τη νοήσει. προσ-υπολαμβάυειν and -υπακοΰειυ. Hard to u., δυσ- μαθής, ες. δυσ-ξύνετος, -ξΰμ• βλητος, δύσληπτος, 2. UNDERSTANDING, s. H As menial faculty] νυΰς, λογισ- μός, ό. φρίνες, αι. See Mind. "fl Insight] ξύνεσις, εως, γνώμη, διάνοια, ή. φρόνησις, η (str. t). Devoid of u., άγνώμων, άφρων, 2 : to act without u., εική, άπερι- σκέπτως πράττειν. See INTEL- ligence,Knowledge,Compre- hension. U Intelligence, terms of communication] σύστασις, συγ- κρότησις, συνωμοσία, ή (conspi- racy). To have an u. with aby, κοινή τι βουλεύσασθαί τινι. συνίστασθαι μετά τίνος : to have a good u. with aby, 6μο- -νοεΤν, -γνωμονεϊν τινι. φιΧικώς διακεΐσθαι προς τίνα : bad U., see Misunderstanding. UNDERSTANDING, adj. See Intelligent. UNDERTAKE, ίττι- ίγ-, χεφεΐν τινι (e. g. 'έργω or πράγ- ματι). άπτεσθαί τίνος, έπι- βάλλεσθ,ιί τι. όρμάσθαι (e. g. ττρός ττορείαν, a journey). Το u. for hire, &c, έργυλαβεϊν and εργυλαβεϊσθαι : to u. a campaign, στρατείαν πυιεΐσθαι. ^| To un- dertake the care or charge of] avu-, ΰπο-δέχεσθαι. άναλαμβά- νειν. ύφίστασθαί (ΰποστήναί) τι, and ΰ. ποιήσειν τι (engage to do athg). ϋπέχειν. υπομένειν. α'ιριϊσβαι. To u. the command, ΰπυδέχεσθαι την στρατηγίαν : to u. an employment or office, μ παστή ναι αρχήν : to u. a busi- ness, άντιλαβέσθαι πράγματος : (609) UND to u. a work, άναδέχεσθαι ποι- εΐν τι. See also to Engage, Pledge oneself, Promise. UNDERTAKER. Orel, with the Verb. U. of a funeral, κηδε- μών, όνος, 6 (Horn., one attend- ing to the dead), ό τάς ταφάς ποιούμενος, ο κηδεύων. 6 τους νεκρούς έκφέρων. UNDERTAKING, επιβολή, επιχε'ιρησις, ορμή, ή (as act), έπι-, ίγ-χείρημα, τό (as thing), also επιβολή, ή. έργον, πράγμα, τό. See Enterprise. UNDERVALUE, όλιγωρεΐν τίνος. See Depreciate. UNDERWOOD, ρωπεΐον, τό (usu. pi.), and ρώπες, α'ι. ρωπάς, άδος, ή, and ρώπαξ, ακος, ό. δενδρύφια, τά. Covered with u., ρωπήεις, εσσα, εν : to cut down u., ρωπεύειν. See BRUSHWOOD and Bush, Thicket. UNDERWRITE. See to Sub- scribe. UNDESERVED, ανάξιος, 2. In an u. manner, u.-ly, άναξίως. παρ' άξίαν or παρά την άξίαν. οϋ προσηκόντως; to suffer u.-ly, u. wrongs, &c, άναξιοπαθε'ιν. ανάξια πάσχειν. UNDESERVING. See Un- worthy. UNDESIGNED. See Unin- tentional. UNDETERMINED. See Ir- resolute and Indeterminate. UNDIGESTED, άπεπτος, 2. ωμός, 3. See Crude. UNDIMINISHED,a M eio.T s, 2. ουδέν έλάσσων, 2. ακέραιος, 2. άτριβής, ες. UNDISCERNIBLE, αόρα- τος, άσημος, αναίσθητος, άδη- λος, 2. αφανής, ες. UNDISCIPLINED^TaKTos, άσύντακτος. απαίδευτος, αν- άγωγος (ill-bred), ακόλαστος, 2. To be u., άτακτεϊν : a being u., αταξία, ή. UNDISCOVERABLE, άν-, άνεξ-ενρετος, 2. t UNDISGUISED, άκρυπτος, ανυπόκριτος, άπλαστος, άπρο- φάσιστος, 2. άπλοΰς, ή, οΰν. UNDISMAYED. See Fear- less, Intrepid. UNDISPUTED, άυαμφισ- -βήτητος, -βητήσιμος, άναμφί- λογος, 2. ώμολυγημένος, 3. U. at law, άνεπίδικος, 2 (Dem.). UNDISTURBED, άτάρα- κτος and ατάραχος, αθόρυβος, άθυρόβητος, ανενόχλητος, 2. U. happiness, συνεχής or βέβαιος ευδαιμονία, ή. > UNDIVIDED, αμέριστος, 2. αμερής, ες. αδιαίρετος, άνέμη- τος, άσχιστος, 2. j UNDO, f Propr.] λύειν, άνα-, έπι-, κατα-λΰειν. άπρα- κτον or άκυρον ποιεϊν. διαχεΐν. To u. one's own work, άνήνυτον 'έργον ποιεΐ ν (PL), ^f To ruin] Vid. I am undone! όλωλα, άπ- όλωλα. ο'ίχομαι. ^J Undone = not done] e. g. what did I leave UNE ' undone in the way of sending — ? τί ουκ έποίησα πέμπων — ; to make done undone, άποίητον θεΐναι 'έργον (Pind., infectum reddere) : what is done cannot be made u., ου γάρ αν τό γε πραχ- θεν άγένητον θείη τις (PL), also poet., άρρεκτος, άρεκτος, 2. Done or undone, είτε γενήσεται, έγένετο, κτλ., είτε μη. UNDOUBTED, άναμφί-β - λος, -λόγος, αναμφισβήτητος,*!. See Indubitable. Undoubtedly, = Certainly, Vid. : in reply, νή Αία. άμέλει. δηλονότι, δη- ττου. πάνυ γε or π. μεν ουν, και π., και π. μάλα. UNDRESS, ν. εκ-, άπο-δύειν. περιαιρεΐν. To u. (oneself), έκ-, άπο-δύεσθαι (-<5ϋι/αι). See to Strip. UNDRESS, s. ή κατ' οίκου στολή. UNDUE. See Improper, Il- legal, and Immoderate. UNDULATE, κυμαίνειν, κυ- ματοΰσθαι (ji?ass.). See to Wave. UNDULATION. Crcl. with Verb. UNDUL ATORY, κυματώδης, UNDUTIFUL. See Disobe- dient. UNEASINESS. See Trou- ble. Disquiet, Perplexity. UNEASY. See Disturbed, Painful, Anxious. UNEDIFYING, ψυχρός, 3. άχρηστος, 2. φαΰλος, 3. UNEDUCATED, απαίδευ- τος, αδίδακτος, αγράμματος, παιδείας άνομίλητυς, 2. αμα- θής, ές. άμουσος, 2. An u. State, αμαθία, άπαιδευσία, άμουσία, άγραμματία, ή. UNEMPLOYED, αργός, 2. άπράγμωυ,2. σχολαϊος,3. σχο- Χήν άγων, ούσα, ον. To be U., άργεΐν, σχολά"ζειν. σχολήν ά- γειν. πράγμα μηδέν έχειν. See at Leisure. UNENCUMBERED, ανεμ- πόδιστος, 2. ελεύθερος, 3 and 2 (of property). See Free. UNENDOWED, άκληρός (2) τίνος, ενδεής (ές) τίνος. UNENLIGHTENED, απαί- δευτος, άξΰνετος, 2. UNENVIED, -ABLE, αδή- λωτος or άζηλος, άφθόνήτος, άυεμέσητος, άβάσκαντος, 2. UNEQUAL, ανόμοιος, άνισος, άσΰμκιετρος, ανώμαλος (uneven), 2. An ιι. conflict, άδικος άμιλ- λα, if Not equal to a task] Ne- gat. with ' Equal to athg.' See Inferior. UNEQUALLED. See Incom- parable. UNEQUIVOCAL, αναμφί- βολος, ανυπόκριτος, άπροφάσι- στος, 2. σαφής, ές. UNERRING, άναμάρτητος, 2. See Infallible. UNESSENTIAL, περιττός, 3. UNEVEN, «ft Not level] άν- Ri UNE UNF UNG ώμαλος, 2. κυρτός, 3. επικαμ- tttjs, ε?. ΤΙ Of numbers] See Odd. UNEVENNESS, αί/ω/χαλό- τ -rjs, ?)tos, ή. «See Inequality cmof Roughness. UNEXAMINED, ανεξέτασ- τος, άδοκίμαστος, αβασάνιστος, άπείραστος, ανέλεγκτος, ανεξ- έλεγκτος, 2. UNEXAMPLED, ανήκου- στος, 2. καινός, 3 : and Crcl. with οίος (α, ον) ούπώποτε iy ε- νετό, ούδενί των παρεληλυθό- των εοικώς, υΐα, ός. An u. fa- vour, εύνοια, ο'ία ούδενι πώποτε ίγένετο. UNEXCEPTIONABLE, ά- μεμπτος, άναπόβλητος, δόκι- μος, 2. UNEXECUTED, άτέλεστος, 2. ατελής, ες. άπρακτος, άνεξ- έργαστος, 2. UNEXERCISED, άγύμνασ- τος, άνάσκητος, άμελέτητος, 2. UNEXPECTED, απροσδό- κητος, παράλογος, παράδοξος, 2. U.-ly, άπό του αδόκητου. εξ απροσδόκητου, άπροσδοκή- τως. παραδόξως. αιφνιδίως, παρά γνώμην. παρ' α ήλπιζε τις : athg occurs to me u.-ly, ού προσδεχομένω γίγνεταί μοί τι. UNEXPLORED, ανεξέτα- στος, αν-, άνεξ-, άδι-ερεύνητος, UNFADING, αμάραντος, άγήρως, ων, C/en. ω, αθάνατος, 2. UNFAILING, αδιάλειπτος, 2. ασφαλής, ες. UNFAIR, ανεπιεικής, ες. See Unjust, Disingenuous, Dis- honest. UNFAIRNESS, άνεπιείκ εια, v. See Injustice, Dishonesty. UNFAITHFUL, άπιστος, 2. See Faithless, and sir. t. Per- fidious. UNFAITHFULNESS, απι- στία, h- See ' bad Faith,' and str. tt. Perfidy, Treachery. UNFATHOMABLE, άβυσ- σος, άδιεξέταστος, άνεξ-, άδι- ερεύνητος, αδύνατος έξευρεΐν (of things and circumstances), 2. UNFAVORABLE. H Of persons] i. e. u.-ly disposed, δύσ-, κακό-νους, 6, v. See UNFRIEND- LY, ίϊ Of circumstances] κακός, ού καλός, πονηρός, 3. άκαιρος, άν επιτήδειος, απαίσιος, 2. αρι- στερός, 3 (of an omen of presen- timent). U. time or opportunity, άκαιρία, η : u. time for naviga- tion, άπλοια, n • to turn out u.-ly to one's wishes, ού (μη) κατά γνώμην συμβαίνειν. UNFED, άσιτος, άνάριστος, άδειπνος, άγευστος σίτου, 2. t UNFEELING, άγνώμων,δυσ- άλγητος (Soph.), ανάλγητος, 2. σκληρός, 3. See Hard (fig.), Pitiless UNFEIGNED, ανυπόκριτος, άδολος, άκατάψευστος, 2. UNFETTER. See Unchain. U.-d, άδεσμος, 2, also άφετός, 2 (let loose, free). (610) UNFINISHED, ατελή*, ες. ατελεύτητος, άτέλεστος, 2. See Incomplete, Imperfect. UNFIT, άνεπιτΎΐδειος (προς τι), ανοίκειος, άκαιρος, άτοπος, 2. ού προσήκων, ουσα,ον. άπρε- πης, ες. ανάρμοστος, 2. To be U., άναρμοστεΐν. ^ UNFITNESS, άναρμοστία, άνεπιτηδειότης, ητος, αχρη- στία, άπρέπεια, η. U. of time, άκαιρία, ν. UNFIX. See g. t. Loose. U.-d, ακατάστατος, 2. See Un- settled. UNFLEDGED, άπτερος, 2. UNFOLD, άνα-, δια-πτύσ- σειν. άναπεταννύναι. άνείλλειν. αν-, εξ-ελίσσειν. εξ- and καθ- απλοΰν. See Develop. U.-ing (act of), άνάπτυξις, η. > UNFORESEEN^irpoopoToe, απρόοπτος, απροσδόκητος, 2. UNFORGIVING, άσυγγνώ- μων, 2. UNFORGOTTEN, αείμνη- στος, 2. UNFORMED, άμορφος, ά- πλαστος, 2. a- and άδια-τύπω- τος, 2. See Shapeless, Crude. UNFORTIFIED,aT-it'x£ CT Tos, άφρακτος, 2. UNFORTUNATE, ά- and δυσ-τυχης, ες. κακοδαίμων, 2 (ill-fated). See Wretched and under Misfortune. To be u., κακοδαιμονεΐν. κακώς πράττειν or κ. πάσχειν. κακοτυχεΐν : to be u. in athg, δυστυχεϊν εν τινι or περί τι. κακοπραγεΐν τι or περί τι, see to Fail : an u. case or occurrence, a- and δυσ-τύχη- μα, τό, see Misfortune, Mis- hap. UNFOUNDED, άβέβαιος,2, also μάταιος, 3. ε'ικαϊος, 3. άτέκ- μαρτος, 2. UNFREQUENT. See Rare. > UNFREQUENTED, άβατος, έρημος, 3 and Att. usu. έρημος, 2. άστιβής, ες. t UNFRIENDLINESS, ά ηδία, r\. άπροσηγορία, ή. χαλεπότης, ητος, δυσμένεια, fi. UNFRIENDLY, άφιλος, άν- επιτήδειος, 2. δυσμενής, and άηδης, ές. UNFRUITFUL, άκαρπος, 2 (of plants and the soil), άφορος, 2 (of the soil), στείρος, 3 (of liv- ing creatures), άγονος, 2 (of liv- ing creatures, plants, and fig. of mental production), άτοκος, 2, and στερίφη, h (only of the fe- male). See Barren and Un- profitable. UNFRUITFULNESS, άκαρ- πία, άφορία, άγονία, ή. See In- fertility, Barrenness. UNFULFILLED, ατελές, ές. άπρακτος, 2. εσφαλμένος, 3. κενός, 3. An u. wish, desire, hope, κενή ευχή. κενή or ατελής έλπίς : to remain u., ουκ άπο- βαίνειν. ούκάποτελεΐσθαι (pss.) : to leave a promise u., ουκ άπο- ύπόσχεσιν : to leave a δοΰναι clause or condition u., εκλιπεΐν τι της ξυνβήκης. UNFURL (the sails), επαί- ρεσθαι, άνα- or εκ-πεταννύναι ιστία. To u. the banner or co- lours, α'ίρειν τά σημεία, μετ- έωρον ποιεϊν τό επίσημον. άνα- πεταννύναι επισείοντα. UNFURNISH, ίκσκευάζειν (mly pass., Dem.). U.-d, neg. of Furnished. UNGAINLY. See Clumsy. UNGENEROUS, ανελεύθε- ρος, 2. U. feelings or disposition, άνελευθερίααηάάνελευθεριότης, ητος, rj. See Illiberal and neg. o/"Generous. UNGENTLE, ού πραΰς, εΐα, ύ. απηνής, ές. άμείλιχος, 2 (poet.). See Harsh, Rude, and Rough. UNGENTEEL, -GENTLE- MANLY, ανελεύθερος, 2. See Ill-bred, Ill-mannered. UNGlRD, λύειν την ζώνην. άπο'ζωννύναι. UNGODLY, -GODLINESS. See Impious, Impiety. UNGOVERNABLE, δυσ- and άν-άγωγος, 2. ά- and δυσ- πειθής, δυσχερής, ές. άκαμπτος, αδάμαστος, αχαλίνωτος (unbri- dled, prop, and fig.), ακόλαστος (not disciplined)^. Also ακρατής, ές, and ακράτητος, 2. U.-ness, an u. disposition, άγριότης, ητος, ακολασία, jj. τό άδάμαστον. ακράτεια, απείθεια, δυσχέρεια, 'UNGRACEFUL, άχαρις, ι, gen. ιτος. ά-κοσμος, -κομψός, 2. ά-καλλής, -πρεπής, ές. άγροι- κος,άπειρόκαλος,2. Also σόλοι- κος τω τρόπω (Χ.). See Awk- ward, Clumsy. UNGRACEFULNESS, τό άχαρι, and other neut. άκοσμία, αγροικία, σολοικία, άπειροκα- λία, ι). UNGRACIOUS, άχαρις, ούκ έπίχαρις, 2. See Unfriendly, Harsh. UNGRACIOUSNESS, τό :χαρι or ουκ επιχαρι. UNf- " GRAMMATICAL, ού γραμματικός, 3 (of a person not skilled in grammar), σόλοικος, 2 (provincial), άσύντακτος, 2 (not fitly put together). UNGRATEFUL, αχάριστος (προς τίνα), άγνώμων, 2. To be u., άχαριστεΐν. μη άποδιδό- ναι χάριν : to be u. towards aby, άχάριστον είναι or αχαριστία χρησθαι περί τίνα : u. beha- viour or conduct, αχαριστία, άγνωμοσύνη, ν : I am ungrate- fully treated by aby, άχαρίστως μοι έχει προς τίνος (ΑΓ.). UNGROUNDED. See Un- founded. UNGUARDED, αφύλακτος, άφρουρος, άφρονρητος, 2. 1J Fig.] See Heedless, Inconsi- derate. UNGUENT, μύρον, τό. See Ointment, UNH UNI UNK UNHALLOWED, άνίερος,2. See Profane, Impious. UNHAND (= let go), μεθεΐ- ναί -τίνα. UNHANDY, UNHANDI- NESS. See Awkward, -ness, and Maladroit. UNHANDSOME, ανελεύθε- ρος, 2. UNHAPPINESS. See Mis- fortune, Misery. UNHAPPY, δυστυχής, ες. τάλας, αινα, αν. τλήμων, άμο- ρος, άνολβος, άνόλβιος, κακοδαί- μων, 2. See Miserable, Un- fortunate, Ill-fated, Sor- rowful. To make aby u., see to Grieve, Sadden. UNHARMED. See Unin- jured. UNHARMONIOUS. See In- harmonious. UNHARNESS, άπο-ζευγνύ- ναι or -"ζυγοΰν, λύειν, ύπολύειν (to take the horses out), αφήνι- αζαν (to take offilie bridle), άπο- -σάττειν, -σκευάζειν (to take off the saddle). UNHEALTHINESS. See III -health, Infirmity, to νοσηρόν (a state of things inju- rious to health). See Unwhole- SOMENESS UNHEALTHY. See Sickly, Infirm, and under Ή.έαι,ύέι. An u. place or spot, νοσηρόν or vo- σΰδες or βαρύ χωρίον : an u. State of body, ασθένεια, αρρώ- στια, η. UNHE ARD, άνήκοος, ανήκου- στος (and u. of), 2. άκριτος, 2 (wiihout trial). A fining or sen- tencing aby u., δίκη, γνωσις, επωβελία απρόσκλητος, ή. U. of (of whom or which are no ti- dings), αϊστος, άπυστος (Horn.), ακήρυκτος, 2 (Soph.) : U. of, = Unexampled, Vid. UNHEATED, άθέρμαντος, 2, and neq. of Heated. UNHEEDED, άμεΧούμενος, 3. See Uncared for, and Heed. UNHEEDFUL, -LY. See Heedless, Inattentive. UNHESITATING, άοκνος, άπροφάσ ιστός, πρόθυμος,2. See Prompt. V. -Ιγ,άμεΧλητί,ετοί- μως, προθύμως. UNHEWN, απελέκητος (of wood), άξεστος (of stone), 2. UNHINDERED, d- and άν- επι-κώλυτος, ανεμπόδιστος, 2. UNHINGE, λύειν τους στρο- φείς, εκ των στροφέων μετα- κινεΐν or των στρ. παρασύρειν την θύραν, κτλ. See ' to break off the Hinges.' U Fig.] τα- ράττειν, εξιστάναι τιι/ά (in mind). UNHIRED, άμισθος, 2. άμι- σθί (adv.). UNHOLY, ανίερος, ανόσιος, 2. See Impious. UNHOOK. See g. t. Loose. Χύειν τάς περόνας. UNHOPED (FOR), ανέλπι- στος, 2. See Unexpected. (Gil) UNHORSE, αϊτό τού 'ίππου κατα-βάλλειν or -φέρειν. See to Throw. UNHURT. See Uninjured. UNICORN, μονόκερως, ωτος, 6. UNIFORM, adj. μονοειδης, ες (of only one form), ά ει 'όμοιος or "ίσος, 3. 6 αυτός, η αυτή, το αυτό {keeping the same tenour). ομαλός, 3 (EVEN, vid.). Of u. size, ισομεγέθης, ες. σύμμετρος, 2 : of u. velocity, Ισοταχής, ες. See Equal, Even, Like, Inva- riable. UNIFORM, s. στρατιωτική στολή or σκευή (Thuc.), h. UNIFORMITY, το όμοιον. δμοιότης, ητος, η. το 'ίσον. το αυτό. U. of motion, τρόπος άει 6 αυτός της κινήσεως. UNIMAGINABLE, αλόγι- στος, 2. See Inconceivable. UNIMPAIRED, άθραυστο?, 2. ανελλιπής, ες. σώος, 3. See Uninjured, Sound, Entire. An u. state or condition, άκεραι- ότης, ητος, άβλάβεια, η. UNIMPASSIONED, απα- θής, ες. άτάρακτος,2. See Calm (and as censure, Tame) and Dis- passionate. UNIMPEDED. See Unhin- dered. UNIMPORTANT. See In- significant. UNINFORMED,»™^ utos, άδίδακτος, 2. αμαθής, ες. t UNINHABITABLE, ά- and άν-οίκητος, 2. An u. state, το άοίκητον. UNINITIATED, άτέλεστος (2), ατελής (ες), αμύητος (c. gen.), also βέβηλος, 2. UNINJURED, ακέραιος, ακή- ρατος, 2. ά-βλαβης, -κραιφνή?, -σινή?, -σκηθής, ες. σώος, 3, and Att. σώς, 6. σών τό. άδήλητος, 2. άπήμων, 2. άνατος, 2 (poet.). UNINSPIRED, άνενθουσί- αστος, 2. UNINSTRUCTED. See Un- informed. UNINTELLIGENT, άγνώ- μων, άνους, άξύνετος, ανόητος, άφρων, 2. μωρός, 3. άβέλτερος, 2. UNINTELLIGIBLE, άση- μος, αδιάκριτος, 2. ά-φανης, -σαφής, ες. δυσ-ξύνετος, -κατα- μάθητος, -άλωτος, δύσ-γνω- στος, -κριτος, 2. UNINTELLIGIBILITY, α- φάνεια, ασάφεια, η. τό άση- μον. UNINTENTIONAL, ανεπι- τήδευτος, 2. ακούσιος (mly of the deed), 2. άκων, άκουσα, άκον (mly of the doer). See Involun- tary. UNINTERESTING, άτερ- 7TTjs, αηδής, ες. xf /υχρός, 3. See Dry. UNINTERRUPTED, άδιά- -λειπτος, -παυστος, 2. ανελλι- πής, ενδελεχής, συνεχής, ες. See Continual, Perpetual. UNINVESTIGATED, ανεξ- έταστος, άσκεπτος, άκριτος, άν- and άνεξ-ελεγκτος, 2. UNINVITED, άκλητος, αυ- τόκλητος^. See Unasked, Un- bidden. UNION, σύζευξις, συΐυγία, συναφή, συνάφεια, κράσις, σύγ- κλεισις, ν (act of joining or blend- ing two or more things), σύστα- σις, εταιρεία or εταιρία, κοινω- νία, δμαυλία, η (a being together, communion). U. in wedlock, σύυ- ερξις γάμων, η (PL) : a point or place of u., αποστροφή, η. χωρίον εις ο συνέρχονται : after their u. or an u. having been brought about among or between them, δμου or κοινή γενόμενοι, συμμίξαντες : to form an u., συν- ίστασθαι (συστηναι). UNIQUE. See Singular. UNISON, αρμονία, f,. UNIT, μονάς, ένας, άδος, -η. UNITE. IT (Trans.)] ένο- ποιειν, ενοϋν (Aristot., to make one), συν-άπτειν, -άγειυ, -αρμό- ζειν, -ιστάναι, -είργειν. μιγνύ- υαι, συμμιγνύναι (mix, blend). ΤΙ (INTRANS.)] άμα or όμοΰ γί- γνεσθαι, συν-ιέναι, -ίστασθαι. συμφύισθαι (as a wound). Το unite (oneself) with aby, εις ταύτόν έλθεΐν or συνελθεΐν, or δμοΰ γίγνεσθαι τινι. συμμιγνύ- ναι τιν'ι or προς τίνα. προσμι- γνύναι τιν'ι. KOivrj γίγνεσθαι τινι (for a common cause or end). UNITY, ενάτης, ητος, η (one- ness), μονότης, ητος, η (an ex- isting only once, unicity or ' one- liness''). Or Crcl. with the verb Unite or adj. One. UNIVERSAL, καθολικός, (πάσϊ) κοινός, 3. ό, ν, τό καθ- όλου. Universal history, ή των καθόλου πραγμάτων σύνταξις (Polyb). Or Orel, by εν or παρά πάσι, υπό πάντων, or by απάν- των, συμπάντων, £[C., e. g. to draw upon oneself u. admiration, to be u.-ly admired, εν πάσι or υπό πάντων θαυμάΧ,εσθαι. δόξαν λαμβάνειν παρά πάσιυ. See General. It is u.-ly acknow- ledged, known, εν πάσιν ομολο- γείται, πάσι δηλόν εστί. UNIVERSE, τό όλον or πάν. τά όλα or σύμπαντα. UNIVERSITY, άκαδήμεια or ακαδημία, η. τό πανδιδακτή- ριον (mod. Gr.). UNJUST, άδικος, 2 {of 'per- sons and actions), ουκ ορθός, 3. άνομος, παράνομος, 2 (of ac- tions). U. towards aby, άδικος, περί τίνα : to be u. — , άδικεϊν τίνα. παρανομεϊν ε'ίς τίνα. αδί- κως χρησθαί τινι : an u. pro- ceeding, αδικία, η. See INJUS- TICE. UNJUSTIFIABLE, αναπο- λόγητος (or άπολογίαν ουκ έχων, κτλ.), απαραίτητος (in- excusable), άσύγγνωστος (unpar- donable), 2. UNKIND, δυσμενή*, αηδής, R r 2 UNK UNN UNP £S. άφιΧος, άφιΧάνθρωπος, 2. τραχύ?, εϊα, υ. Also δυσμενώς or άΧΧοτρίως διακείμενος προς τίνα (u.-ly disposed). ? UNKINDNESS, δυσμένεια, απέχθεια, η, and Crcl. UNKNOWING. See Igno- rant and Unconscious. UNKNOWN, αγνοούμενος, 3. άγνώς, ώτος, ό,ι). άγνωστος, άδηλος, 2. U. to fame, άοοζο?, 2. a'cpai/?js, ες : an u. quantity, άριθαός δ 'ζητούμενος. U. to myself, λαβών, ο?• s£>\ Η»ίΑ λαν- θάνειν, see Unawares. UNLABOURED, άτεχνίτευ- τος, άπερ'ιεργος, 2. άπΧοΰς, 3. αφελής, ες. UNLADE. See to Unload. UNLAMENTED, άκΧαυ- στος. άνοίαωκτος, 2. UNLAWFUL, α- α?ζαί παρά- νομος, άδικος, παρά τον νόμον or τους νόμους or το δίκαιον, ουκ ορθός, ού δίκαιος, 3. It is u., ούκ εξεστι. See Illegal. UNLAWFULNESS, παρα- and ά-νομία, η. το παράνομον. See Illegality. UNLEARN, α'-ττο-, μετα-μαν- θάνειν τι. μαθόντα άνεπιστή- μονα γίγνεσθαι τίνος. UNLEARNED, απαίδευτο*, άμουσος, αγράμματος, 2. άμα- 6ης, ές. άνεπιστημων, 2. Also ιδιώτης, ου (mid verb ιδιωτεύειν, Sllbsf. Ιδιωτεία, η, ορρ. to πεπαι- δευμένος), 6. See Ignorant. To be u. in athg, άμαθαίνειν ε'ίς τι (1*1.). ιδιωτεύειν τινός. UNLEAVENED, άζυμος, 2. UNLESS, εΐ μή {if not), ην μη c. subj., e.g. we will not make peace, u. the enemy quit the coun- try, ού ποιησόμεθα ε'ιρήνην, ην μη οι πολέμιοι άποχωρήσωσιν εκ της ημετέρας, ε'ι μη άρα. πλην ε'ι. Also μη ού C. partcp. after a negation expressed or im- plied. L T NLIKE, ανόμοιος, άνισος, 2. άπεμφερής, ές. To be u.. άπεοικέναι. t UNLIKELY, απίθανος, 2. άπεικώς, υϊα, ός. To be u., άπεοικέναι. See IMPROBABLE. UNLIKENESS, άνομοιότης, ητος. ή. το avouoiov. UNLIMITED, άπειρος, απέ- ραντος, απερίγραπτος, α- and άπερι-όριστος, άμετρος, αυτεξ- ούσιος [with refl to power), 2. UNLOAD, έξαιρεϊν and mid. άπο-φορτίζεσθαι and -γέμιζε ιν (of goods), έξάγειν,εκ- and άπο- βιβάζειν. The act of u.-ing, η τώυ φορτίων έξαίρεσις or εξ- αγωγή. U.-d (= not loaded, of gims, <|-c.), prps ού γεμιστός, 3. UNLOOSE. See to Loosen, Untie. UNLOVELY, άχαρις, ι, gen. ιτος. ούχ ηδύς, εϊα, ύ. δυσάρε- στος, 2. UNLUCKY. See Unfortu- nate. UNMADE, άπαρασκεύαστος. (612) άποίητος, 2 : also άκτιστος, άγέννητος (uncreated), 2. UNMAN. See to Effemi- nate, to Unnerve, to Subdue. UNMANAGEABLE. SeeUN- GOVERNABLE, INTRACTABLE. UNMANLINESS; άνανδρία, η. μαΧακία, δειΧία, η. UNMANLY, άνανδρος, 2. μα- Χακός, δειλός, 3. UNMANNERLY, άπειρόκα- λος, άσχημων, άγροικος, άκομ- ψος, άκόσμιος, σόΧοικος (τω τρόπω, ΑΓ.), 2. U. conduct, άπει- ροκαΧία, άγροικεία, άσχημοσύ- νη, η. UNMARRIED, άγαμος, 2 (chiefly of a man), ανέκδοτος, 2. άνανδρος, 2 (of a woman), άζευ- κτος, 2 (of both sexes). An u. daughter, θυγάτηρ παρθένος, η: she intends to remain u., παρ- θένος εθέΧει άεί μένειν : an u. life, αγαμία, η. παρθενεία or -ία, η (o7ily of maidens). UN Μ AS Κ, περιαιρεϊυ το πρόσωπον (propr.). εΧέγχειν, έξελέγχειν, άποκαΧύπτειν,φα- νερόν ποιεΐν, φωράν and κατα- φωοαν (fio. of deceit). UNMATCHED. See Un- equalled. UNMEANING, e.g. u. words, φωναί άσηαοι, αι. μάταιοι Χό- γοι : this is u. talk, ol Χόγοι ουκ εχουσι νουν. 6 Χόγος ουδέν UNMEET. See Unfit. UNMELODIOUS. See In- harmonious. UNMERCIFUL, άν-εΧεήμων or -οικτίρμων, 2. άνηΧεής, άσυμ- παθης, ές. ώμ,ός, 3. U. disposi- tion, see the subst. UNMERCIFULNESS, άν- εΧεημοσύνη, η. άσυμπάθεια, η. το άνηΧεές, οΰς, άνοίκτιρμον, όνος. UNMERITED, ανάξιος, 2. An u. recompense, εική διδομένη δωρεά. See Undeserved. UNMINDFUL, άμνήμων, 2. To be Μ.,άμνημονεΊν. άμνηστεϊν. επιΧελησθαι. χ UNMINGLED, UNMIXED, άκρατος (of lujuids, especially of wine), άμικτος, 2. U. with athg, αμιγής (ές) τίνος, άμικτός τινι or προς τι. άκρατος τίνος, καθ- αρός (3) τίνος. ^ UNMOLESTED,oVapaKTos, άνενόχΧιιτος, 2. UNMOOR, λύειν την ναϋν. ^ UNMOURNED, άκΧαυστος, άνο'ιμωκτος, 2. UNMOVED, ακίνητος, 2. άτρεμης, άσφαΧης, ές. άτρε- πτος and άδιάτρεπτος, 2. Το remain u., άκινήτως εχειν. μη κινεΐσθαι(ραε$.). α'τ ρε μίαν εχειν. άτρεμεϊν. See IMMOVEABLE. UNMUSICAL, άμουσος, 2. See Inharmonious. UNMUTILATED, άπηοος. άπηρωτος, ακέραιος, 2. See Whole, Entire. UNNATURAL, ό, «, το τταρ« την φύσιν or ού κατά την φύ- σιν. ύπερφυης, ες (super- or preter-natural). U. (= without natural affection), άστοργος, 2. U. (= AFFECTED, vid.), προσποι- ητός, περίεργος, 2. See FORCED, Laboured. UNNAVIGABLE, άπΧους, ουν. ού περάσιμος ναυσί. UNNECESSARY, ουκ αν- αγκαίος, 3. περιττός, 3. περί- εργος. 2. See Needless. UNNERVE, έκνευρίζειν. εκ- λύειν. διαθρύπτειν. The act of U.-insr, εκλυσις, διάθρυύτις, η. UNNOTICED, αφανή*, ές. άσημος, άδηΧος, 2. To do athg U., Χανθάνειν or ά<ρανή εΊναι ποιοϋντά τι : they approached u., ελαθον εγγύς ττροσελθόντες. UNOBJECTIONABLE. See Unexceptionable. UNOBSERVED. See Unno- ticed. UNOBSTRUCTED. See Un- impeded. Unhindered. UNOCCUPIED, t κενός, 3 (empty), άφρούρητος, άφρουρος, έρηαος, 2 (of a place or fortress). TI At leisure] άπράγμων, 2. σχο- λαΐος, 3. σχοΧην άγων, ούσα, ον. To be u., σχολαζειν. σχο- Χην άγειν. ποάγμ,α μηδέν εχειν. UNOFFENDING. See Harm- less. UNOPENED, ούκ άνεωγμί- νος. κεκλεισμένος, 3. UNORGANIZED. Crcl. with Organized, and negat. UNOWNED, ούδίνός ων, ού- σα, όν. αδέσποτος, 2. UNPACK, Χύειν (g. t.) έξαι- ρεΐν, έκτιθέναι (to take out from the package, ^fc). UNPAID, άναπόδοτος, άδιά- Χυτος, 2 (of debts), ούκ άπειΧη- φώς (υϊα, ός) το χρέος or τον μισθόν (of persons). f UNPALATABLE, μωρός, 3. άνήδυντος, 2. To be u., μωραί- νεσθαι(ρα88.). See Insipid, Dis- agreeable. UNPARALLELED. &e In- comparable. UNPARDONABLE, άσύγ- γνωστός, 2 UNPERCEIVED. See Un- noticed. UNPERFORMED, άπρα- κτος, άποίητος, άτέΧεστος, 2. ) UNPHILOSOPHICAL, άφιλόσοφος,2. ούκ ακριβής, ές. σοφού or φιλοσόφου ανάξιος, 2. UNPLEASANT. See Dis- agreeable. UNPLOUGHED, άνήοοτος, UNPOETICAL, ού ποιητι- κός, χϋυχρός, ταπεινός, 3. UNPOLISHED, άξεστος, άξοος, άγΧάφυρος, 2. ^[ Me- taph. : uncivilized'] Vid. UNPOLLUTED. See Unde- F1LED. UNPOPULAR, άχαρις, ι, gen. ιτος. δυσάρεστος, 2 (not liked), or neg. with Popular. UNP UNR UNS With a view to make aby u., επϊ διαβολή τη τίνος (Thuc). ; UNPOPULARITY, φθόνο*, 6, and τό έπίφθονον. UNPRACTISED, άπειρος, άγύμναστος, άμελέτητος, άν- άσκητος, 2 {in athg, τινός). Also Ιδιώτης (ου, ό) τινός or κατά τι. UNPRECEDENTED. See Unexampled, Unheard of. UNPREJUDICED. See Im- partial. UNPREMEDITATED, άπροβούλευτος, 2. See EXTEM- PORE and Unintentional. UNPREPARED, άπαρα- σκεύαστος, άπαράσκευος, άμε- λέτητος, 2. UNPRETENDING. See Un- assuming. UNPRINCIPLED {e. g. to be), εική 7τράττειι/ ο τί αν τύ- Xy. See Immoral, and sir. t. Profligate. UNPRODUCTIVE. See Fruitless, Sterile. UNPROFITABLE, ασύμφο- ρος, 2. ανωφελής, αλυσιτελής, ες. άνωφέλητος (poet, and ΑΓ.). άνεπιτήδειος, 2. e Defenceless. UNPROVED, ανεξέταστο?, άδοκίμαστος, αβασάνιστος, ά- πείραστος, 2. If i» argument] ανέλεγκτος, άναπόδεικτος, 2. ού βέβαιος, 3 ακα 7 2. UNPROVIDED, t £7«/-«r- jn's/iea'] Vid. Tf Unprovided for] άκληρος, 2. ού /c εχωι/ όθεν ποι- εϊσθαι τον βίον. άπορος or εν- δεής τών προς τον βίον (of per- sons), ανέκδοτος, 2 (of daugh- ters). άτηαέλητος,Ί (of tilings). UNPROVOKED, μηδενός ίρεθίσαντος. See WlLFUL and Uncalled. ^ UNPUNISHED, άζήμιος, αθώος, άνεπιτίμητος, ακόλα- στος, ατιμώρητος, 2. άνοιμω- κτεί (adverbially). To leave u., άζήμιον έάν : to go u., ά"ζήμιον ίΊναι : to come off u., χαίροντα or άθωον άπαλλάττειν. See ' with Impunity.' UNQUALIFIED. SeeUNFiT. > UNQUENCHED, a- and άκατά-σβεστος, 2. UNQUESTIONABLE, άν- αμφίλογος,Ί. άναμφισ-βήτητος and -βητήσιμος, 2. U.-ly, άμέ- UNQUESTIONED, ούκ ερω- τηθείς, εΐσα, έν. μηδενός έρω- τώντος or ερωτησαντος. UNQUIET, ακατάστατος, 2. ταραχ-αηάθορυβ-ώδης,ες.όχλη- ρός, 3. UNRAVEL, άν-,έξ-ελίττει ν , (613) άνειλεϊυ. ^[ Fig.] δια-πτύσ- σειν, -σαφηνίζειν. See to DE- VELOP, to Explain. UNREAD, adj. αγράμματος or γραμμάτων άπειρος, 2 (a per- son who has not read). To leave ath? u., =: not to Read, Vid. UNREASONABLE, άλογος, 2. ανεπιεικής, ές. άγνώμων, 2 (with sziirf. ένεπιείκεια, άγνω- μοσύυη, -η : and verb, to act u.-ly, άγνωμονείν). UNRECLAIMED, αδιόρθω- τος, 2. ουδέν βελτίων γενόμε- νος. UNREBUKED, -ABLE, dv- επιτίμητος, άμώμητος, άμεμ- πτος, 2. UNRECONCILED, άνεξίλα- στος, 2. UNREGARDED, άνεπί- σκεπτος, 2 {Χ.}. UNRELENTING, απαραί- τητος, άκαμπτος, άσπειστος, 2. To be u., απαραιτήτως εχειν. UNREMITTING, αδιάλει- πτος, άκατά- and άδιά-παυστος, 2. συνεχής, ές See INCESSANT. UNREMO VED, a- and αμετα- κίνητος, άστροφος, 2. UNREPENTED, άμετα-μέ- λητος. -νόητος. 2. UNREQUITED, άναπόδο- τος, άμισθος, 2. ατιμώρητος, 2 (unrevenged). To leave a benefit U., ευ παθόντα ούκ άντευεργε- τεΐν or άνταποδιδόναι or άντ- ωφελεϊν, see Unrewarded : — a urong — , κακώς παθόντα ουδέν άυτιδράν. See next Art. and Un- punished, Unrevenged. UNRESENTED, ατιμώρη- τος, 2. άζνμιος, 2. To allow athg to pass υ., ου τιμωρείσθαί τι. περιοράν τι. UNRESERVED, μηδέν άπο- κρυπτόμενος, έυη, ενόν. απλώς. To speak u.-ly, μηδέν ύποστει- λάηενον παρρησιάζεσθαι. UNRESTRAINED, ακώλυ- το?, αχαλίνωτος, 2 (unbridled). See Loose. UNREVENGED, ατιμώρη- τος, ανεκδίκητος, 2. άτιμωρη- τεί (as adv.). UNREWARDED, αχάρι- στο?, άμισθος, 2. See Unre- quited. UNRIG, 'εζοπλίζειν ναϋν. UNRIGHTEOUS, ά -δικός, -νοαος, 2. See Unjust, Sinful. UNRIGHTEOUSNESS, α- δικία, ανομία, η. See INJUSTICE, Iniquity. UNRIPE, άωρος (of fruit, UNSPEAKABLE, άρρητος, ανέκφραστος, αμύθητος, άδι- άνεξ-ήγητος, λόγου μείζων, 2. UNSPOTTED. SeeSpoTLEss, Unstained, Undefiled. UNSTABLE, σφαλερός, 3. £7τισφαλ»/5, ασταθής, ές. παρά- φορος, ευμετά-βοΧος or -βΧητος, άγχίστροφος, ου μόνιμος, 2. See Changeable, Irresolute. UNSTAINED. See Spotless, Undefiled. j UNSTEADINESS, a- _ and ακατα-στασία, αστάθεια, η. το εύμετάβολον. το της γνώμης άγχίστροφον. See Instability, Inconstancy. j UNSTEADY, ασταθές, ες. αβέβαιος, ακατάστατος, αστάθ- μητος, παλίμβολος, 2. See Un- stable, Inconstant, Fickle. UNSTRING, άνιέναι (e. g. a how), εκλύε iv. UNSUBDUED, αήττητος, άχείρωτος. άκατααάχητος, 2. UNSUBSTANTIAL, κενός, 3. μάταιος, 3 and 2. UNSUCCESSFUL, άπρα- κτο?, 2 (without success, e. g. απρακτον άπιέναι, re infecta abire). Also μάταιος, 3 and 2. άκαρπος, 2. ανωφελής, ές (of (614) things). To be u., άπρακτεΊν. άτυχεϊν, σφάλλεσθαί τίνος, αποτύγχανε ιν τινός. See to Fail, not Succeed. U.-ly, d- πρόκτως, άτόπως (Tliuc.). _ UNSUCCESSFLLNESS, απραξία, η. UNSUITABLE, -NESS. See Unbecoming, Unfit, -ness. UNSUITED, see Unfit, to icch add : ^p often u. for athg is expressed by the neg. adj. derived from the name of tlie object, e. g. unfit to ride in, or unsuited for horses, άνιππος, 2. UNSULLIED. See Spotless, Pure, Bright. UNSUPPORTED, αβοήθη- τος, 2 (unaided), ψιλός, 3 (of an assertion, PL, Dem.). UNSURE, σφαλερός, 3. αβέ- βαιος, 2 (not to be relied on, of persons). UNSUSPECTED, ανύπο- πτος, άνυπόπτευτος (both also active), άνυπονόητος, 2. UNSUSPECTING, UNSUS- PICIOUS, ανύποπτος, άνυπό- ΤΓτει /Tos τίνος, 2 (both also pass.). UNSWERVING, d- and άμετα-κίνητος, 2. σταθερό?, 3. See Constant, Steady. UNSWORN, άνώμοτος, 2. UNTAINTED, αμίαντος, 2. UNTAKEN, άνάλωτος (as a city, £[C.), άθηρευτος (in tL• chase), UNTAMED, αδάμαστος, and poet, άδάματος, άδμητος, ανήμε- ρος, άτιθάσσευτος or άτ'ιθασ- σος, 2. άγριος (wild), ωμός (sa- vage), 3. ν UN TANNED, άδέφητος, άψηκτος, 2. Of u. ox-hide, ώμο- βόειος, 2, and -εος, -ινος, 3. UNTASTED, άγευστος, 2 (a?id active c. gen.). UNTAUGHT, άμαθ,',ς, ές. άδίδακτος, απαίδευτος, αγράμ- ματος, άμουσος, άνεπιστήμων, 2. ανιστόρητος περί τίνος (un- informed about athg), 2. UNTAXED, άνεπιτίμητος, 2. See Tax. UNTEACH, ava- and άπο- διδάσκειν (both n: Lat. dedocere), also άπεθιζειν τινά μη ποιεΐν τι. Comp. to Unlearn. UNTENABLE, αβέβαιος, 2. ουκ ισχυρός, 3. UNTENANTED, ά- and άν- οίκητος, 2 (uninhabited), ουκ άπο- μεμισθωμένος, 2 (not let). ^ UNTERRIFIED, άφοβος, άφόβητος, άτρεστος, άνέκ- and άκατά-πληκτος. απτόητος, 2. UNTHANKFUL. See Un- grateful, Thankless. UNTHANKFULNESS. See Ingratitude. UNTHINKING. See under Thoughtless. UNTHRIFTY. See Prodigal. UNTIE, λύειν (g. t. to loose). χαλάν, μεταδεΐν. διεξελίσσειν. UNTIL. "[[ As preposition of time] μέχρι c. gen. U. sunset, μέχρι ηλίου δυσμών '. from one morning u. (= to) the next, εξ εω μέχρι της ετέρας εω : U. the end, μέχρι της τελευτ^δ : u. death, μέχρι θανάτου : until now or u. this (very) day, μέ- χρι τοϋδε, also μέχρι του νυν, μέχρι and άχρι της τήμερον ημέρας : u. ten days ago, μέχρι δεκάτης ημέρας της άπό τησ- οε : u. to-morrow, ει? αΰριου : u. the morn, εις την εω : u. our time (= the present age), εις ημάς. % As temp, conjunction with a sentence] 'έως, έστε, εις ο, μέχρι ου or simply μέχρι c. indie, and opt. (seethe Grammars). Not — , until — , ου πρότερου or πρόσθεν — , πριν (with tlve proper mood). UNTILE. See Unroof. UNTILLED. See Unculti- vated. UNTIMELY, a- and άν-ωρο:, 2. As adv., άωρί c. gen., e. g. at an u. hour of the night, άωρΊ της νυκτός (Antipho), or also άωρι νύκτωρ (Aristoph.) : an u. hour of night, άωρία, η (also = u. fate) : an u. summer, άωρία θέ- ρους (Plut.) : to come at u. hour (= too late), άωρίαν ηκειν (Aris- toph.): u. bom, άωρότοκος, 2: a child u. born (abortion), έκτρω- μα, τό. U.-ness, ά- and άν-ωρία, άκαιρ'ια, η. UNTlNGED, άχρωστος and άχρωαάτιστος, άβαφος, 2. UNTIRED, -ING, άκοπος, ακάματος, ακαταπόνητος, άμό- γητος, άμοχθος, άτρυτος, 2. UNTO. See Το. UNTOLD, άρρητος, αμνημό- νευτος, 2. To leave athg u., άμνημονεΐν τίνος, παραλείπειν τι. "ί| Uncounted] άν-άριθμος and -αριθμητός, 2. UNTOUCHED, άθιγής,^ ές, and άθικτος, άψαυστος, ανέπα- φος (of bodily contact), άχρωστος, ακέραιος (entire, sound), 2. άνο- σος (e.g. κακών, u. by ill, Eur.), 2. To leave u., παραλείπειν (in speech and writing), άγραφου άπολείπειν (in writing), άμνη- μονεΐν (to make no mention of). UNTOWARD, δυσχερής, ές. U.-ness. δυσχέρεια, η. UNTRAINED, άγύμναστος, ανάγωγος (as horse or dog), 2. UNTRIED, άγευστος, 2 (not tasted), άπεί-ραστος, -ρατος, 2 (not attempted or undeHahen). αβασάνιστος, άκωδωνιστος, αν- εξέλεγκτος^ (not tested), άκρι- τος, άδίκαστος,2 (by legal trial). To leave nothing u., επϊ πάν έλθεϊν or εφικνεϊσθαι πάσας μηχανάς μηχανάσθαι : I have left nothing u., ούδεν άπε'ιρατόν έστίμοι. See 'to leave no Stone unturned.' UN TRIMMED. See Un- adorned, Uncombed, and Un- shorn. UNTRODDEN, άτριβής, άστιβης, ές. άβατος, 2. UNT UNTROUBLED, άτάρακτος and ατάραχος, 2. άταραχώδης, ες. αθόρυβος, ανενόχλητος, αμέ- ριμνος (freefm care), 2. An u. happiness, συνεχής or βέβαιος ευδαιμονία, ft. UNTRUE, UNTRUTH. See Falsehood, Lie,s., and False, Faithless, -ness. UNTUNED, ανάρμοστος, 2. See ' out of Tune,' and Inhar- monious. UNTURNED, ά-στροφος, -στρεπτος, 2. άστραψα, ές. α-, άδιά-τρεπτος, 2. άτενής, ές. To leave no Stone u., Vid. UNTUTORED. See Un- taught. UNT WINE, UNTWIST, λύ- ειν, άναΧύειν (g.t. loose), έξελίσ- σειν. UNUSUAL, άήθης, ες. ου ti- ωθώς, υϊα, ός. See STRANGE, Extraordinary. UNUSED. See Unaccus- tomed. UNUSUALNESS, άήθεια, άσυνήθεια, »;. άλλοτριότης,ητος, η. See Strangeness. UNUTTERABLE, Άρρητος, ανέκφραστος, αμύθητος, άδι- ήγητος, λόγου μείζων, 2. UNVARNISHED, άκαλλώ- πιστος, άνυπόκριτος,άπλαστος, 2 {fig.). < UNVARYING, αεί 6 αυτός, ή αυτή, το αυτό. άμετάτρο- πος, 2. μόνιμος, 2. U. in mind, άμετάπειστος, 2. αεί της αυτής γνώμης ων. See CONSTANT, IN- VARIABLE. UNVEIL, άνα-, άπο-καλύ- πτειν. Presents to the bride at her u.-ing, θεώρητρα and άνακα- λυπτήρια, τά. U. -d, άκάΧυ- τττος, 2. άκαΧυφης, ές (Soph.). UNWALLED, ατείχιστος, 2. UNWARINESS. See Incau- TIOUSNESS. UNWARLIKE, ού πολεμι- κός, 3. άπόλεμος, 2 (poet, and Plat). UNWARNED, άνουθέτητος, 2. UNWARRANTABLE. See Unjustifiable, and Crel. with phrases ' to have no Right.' ^ UNWARRANTED, άν- and άνεχ-έγγυος, 2. UNWARY. See Incautious. UNW ASHED, άλουτος, a-, and άναπό-νιπτος, άπλυτος, 2. An u. state or condition, άλου- σία, άπλυσ'ια, η, and neut. adj. UNWAVERING, άκλινής, ές. See Constant, Steady, Firm. UN WE ARI ED. SeeUNTiRED. UNWEAVE, άνυφαίνειν and λύειν (q. t. loose, undo). UNWEDDED, see Unmar- ried : add άνυμφος, ανύμφευ- τος, άνυμέναιος, 2 (poet.). UNWELCOME, δυσάρεστος, 2. δυσχερής, ές. Athg is u. to me, δυσχεραίνω τι. βαρέως φέρω τι. ακουσίως άφικνεΐταί μοί τι : to have come as an u (615) UNY guest, ακουσίως άφΐχθαί τινι (Thuc). See Unacceptable. ^ UNWELL, ασθενής, ές. άρ- ρωστος, 2. To he u., άσθενεΐν. άρρωστεΐν. κακώς έχειν or ιτράττειν. See III, Indisposed. UN WEPT, άδάκρυτος, άκλαυ- στος, άνοίμωκτος, 2. άδακρυτί, άνοιμωκτεί (adverbially). UNWHOLESOME, επίνο- σος, 2. νοσερός and -ηρός, also sts χαλεπός, 3. νοσώδης, ες. Also g. t. βλαβερός, 3. επιβλαβής, ές (injurious). UNWHOLESOMENESS, by neut. of Adjj. UNWIELDY, -DINESS. See Clumsy, Clumsiness. UNWILLING, άκων, ούσα, ov, and sts ακούσιος, 2 (propr., involuntary, not wished), air ρά- θυμος, 2 (not ready or disposed for athg). άβούλητος, 2 (invo- luntary). To he u., μη θέλειν. άβουλεΐν (PL). See Disinclined, Reluctant. U.-ly, ακουσίως, χαλεπώς. UNWILLINGNESS, άνεθε- λησία, ή, or Orel, by the adj. See DisinclinationJ Reluc- tance. UNWIND, έξ-, άπ-, άν-ελ'ιτ- τειν. UNWISE, άσοφος, άφρων, άγνώμων, 2. UNWISHED FOR, άνεθέλη- τος, 2 (Hdt). UNWITNESSED, αμάρτυ- ρος, 2. UNWITTING. See Uncon- scious. UNWOMANLY, ου κατά τάς γυναίκας, -παρά την γυναι- κείαν φύσιν. UNWONTED. See Un- usual, Unaccustomed. UNWORTHINESS, άν-, απ- αξία, ή. το άνάξιον. φαυλότΐ]ς, ητος, ή. UNWORTHY, άν-, άπ-άξιος, 2. To think u., άναξιοΰν τίνα. απαξιούν τι (reject athg as u.) : to consider ahy u. of athg, απ- αξιούν τινά τίνος, άτιμάζειν τινά c. gen. or (το μη ού) c. inf. (Trag.) : u. treatment, άναξιο- πάθεια, η. UNWOUNDED, άνού-τατος or -τητος, 2 (poet.), as adv. -Ί. See Sound, Whole. UNWRAP, έξελίττειν, άνα- πτύσσειν. UNWRITTEN, ά-γραπτος and -γράφος, 2. UN WROUGHT, άκατασκεύ- αστος, άδι-,άκατ-έργ αστός, also άξεστος (of wood and stone, un- hewn), άπυρος (of metals), all 2. See Raav, Crude, Plain. f UNYIELDING, ανεπιεικής, ές. άπαραχώρητος, 2. U. cha- racter or disposition, άνεπιείκεια, V. UNYOKE, άποΧ,ευγνύναι,Χύ- tiv, ύπολύειν. U. and put to another chariot, μεταΧ,ευγνύναι (Horn.). UPP UP, adv. and prep., ανά c. ace, e. g. up the river, άνά ποταμόν, and άνω, upwai'ds, e.g. up and down, άνω και κάτω : up (by) the stairs, άνω της κλίμακος : u. the mountain, άνω τοΰ όρους, άνά το όρος. In combination ivith verbs, e. g. go up, run up, bring up, Qc, see the several verbs. Up to, e. g. to come up to aby, προσιέναι τινί : with num- bers, e. g. up to (the amount of) twenty measures, άνά ε'ίκοσι μέ- τρα : up to the age of fifty, μέχρι πεντήκοντα ετών : of extent, e. g. up to the neck, μέχρι τοΰ αύχένος : up to the river, επι τον ποταμόν. See ' as Far as,' and Until. Up to athg (fig.), see Equal to, Competent, a Match, ικανός (3), επιτήδειος (2) προς τι : up to the mark (= approved), δόκιμος, 2 : to be up to aby's designs, ξυνιέναι, μη ά- γνοεϊν την έπιβουλήν, or ού λαν- θάνει τινά c. partcp. To act up to an agreement, έμμένειν ταΐς συνθήκαις. To come up with, see to Overtake. Up the coun- try, see Inland. The sun is up, άνέτειλεν b ήλιος : I am up, see to Rise : the time is up, see Ended : it is all up with me, διείργασται τά πράγματα περί έμέ. όλωλα. Up! άνα for άνα- στήθι (Horn.). εΤα (δή). άγε. αλλ άγε or "ιθι (δή). Up hill (e. g. to go), προς or έπι το όρ- θιον. προς άναντες, also προς το σιμόν (ΑΓ.), πρόσ- and Horn, άν-αντα : as adj. όρθιος, 3 and 2. ανάντης, ες. σιμός, 3 (Χ.). See Steep. Up stream, άνά ρόον or άνά τον ποταμόν (e.g. πλεΖν). Up stairs, Vid. Up and down, άνω και κάτω : ups and downs {fig.), αϊ (της τυχής) μεταβολαί. See Vicissitude. UPBRAID, όνειδίίειν τινά τινι (ivith athg) or τί τι ν ι or είς τίνα. εξονειδί'ζειν, έγκαΧεΊν, μέμφεσθαί, έπιτιμάν τινί τι. UPHOLD, See to Support. UPHOLSTERER, K \ii/-oTroi- ός, -ουργός, 6 (a couch-maker), σκευ-οποιός and -ουργός, 6 (esply of stage properties, theatrical u.). σκευοπώλης, ου, ό (g. t. seller of σκεύη). UPHOLSTERY. See Fur- niture. UPLAND. See Highland and Higher ground. UPLIFT. See to Elevate, to Elate. UPON, in most of its significa- tions now usu. contracted into On, vid. U. my honour, πάνυ μέν. πάνυ γε. η μήν. νη τον Αία : to be or bear hard u. aby, πικρώς orχaXεπώς προσφέρεσθα'ιτινι: close u. 10,000, εις μύριους, μύ- ptoi μάλιστα. U. this (here- upon), είτα. έπειτα, μετά ταύ- τα, εκ τούτου or τούτων, ίπϊ τούτω or τούτοις. UPPER. H Locally] ύπέο- UPP USE USE τερος, ανώτερος, 3. 6, η, τό άνω or ανωτέρω or (καθ)ύπερ- θε(υ). Ι With re/ to rank] See Higher, Superior, προέχων, ούσα, ου. μείζων, 2. — An upper tooth, 6 αυω οδούς : u. room or apartment (or u. story or floor), υπερώου, τό : the u. town, η αυω πόλις : u. seat, προέδρα, ή : the u. lip, τό ανωτέρου χείλος, μάστσζ, ακος, h, more usu. in this sense μ,ύσταζ, ακος, b : u. LEATHER (of a SHOE, ^» aελός εστί τίνος : aby who is of ever so little u., άνήρ ότου τι και σμικρόν όφελος. USE, ν. ΤΙ (Trans.) To em- ploy /or any purpose] χρήσθαι τινι (ε'ίς or προς τι), απο-, κατα-χρήσθαι. What will you u. the thing for? τί χρήσει τω πράγματι ; (to ivhat u. will you put it ?) : to u. coercive measures, άνάγκας προσάγειν τιν'ι, see to Employ, Apply, Resort to. To u. up, u. to the uttermost, καταχρήσθαί τι (also c. dat. and sts c. ace, = to abuse, misuse). To u. a great deal or very frequent- ly, έμφορεϊσθαί τίνος (Ildt.). To use customarily, e. g. to u. a language, νομίζειν γλώσσαν: to u. neither shield nor spear, ούτε ασπίδα ούτε δόρυ νομίζειν. also c. dat. like χρήσθαι, e. g. to u. (= make common u. of) speech, νομίζειν φωνή (Hdt.) : — games and sacrifices, v. άγώσι και θυ- σίαις (to practise them, Thuc): among the Byzantians they u. an iron currency, εν Βυζαντίοις σι- δηρίοις νομίζουσι (Plat. coin.). ΊΙ (Trans.) To accustom, habi- tuate] εθίζειν, συν-, προσ-εθί- ζειν τινά ποιεΐυ τι. σύνηθες ποιεΐυ τί τινι. παρασκευάζεις or παιδεύειν τινά ώστε δύνα- σθαι ποιεΐυ or φέρειν τι. Το u. oneself, έθίζεσθαι (pass.), ίθί- ζειν ίαυτόυ (wilfully or with in- tent) : to u. aby to live mode- rately, to u. him to temperance, παρασκευάζειν τινά μέτριου : I am using myself to athg, σύνηθες γίγνεταί μοί τι. συνήθης γίγνο- μαί τινι : I am used to athg, σύνηθες εστί μοί τι. έν'έθει εστί uoi τι. ε'ίθισμαι ποιεΐν τι : the Egyptians are not used to hero- worship (do not practise it), oi Αιγύπτιοι ήρωσιν ούδεν νομί- ζουσι (Hdt.). t (Intrans.) Το be in the habit of] ίθίζεσθαι (pass.,beusedto). είωθέναι. εθος εχειν. νομίζειν (see exx. above). φιλεϊν (a contracted habit, fm inclination). Aby used to do so and so, expressed by imperf. of the verb ; see to be Wont. % To treat aby] Vid. χρήσθαι τινι. USEFUL, χρήσιμος, 2. χρη- στός, 3. ωφέλιμος, εύχρηστος, 2. προσφερής, ές. Very useful, πολύχρηστος, 2. ποΧυωφελιίς, ές (Χ.), ου μέγα όφελος : U. in all things, πάγχρηστος, 2 (ΑΓ.) : u. ever so little, ότου και σμικρόν όφελος. See Advantageous, Beneficial, Serviceable. USE VAC VAL USEFULNESS, χρήσι?, b. Χ|θ))στο'τΐ)5, ητο?, η. όφελο?,τό. τό συμφέρον, οντο?. τό ωφέλι- μοι/. Great u., πολυχρηστία, η. See Use. USELESS, άχρηστο? and αχρείο?, 2. άκαρπο?, 2. ασύμ- φορο?, 2. ου, ή?, κτλ. ούδεν όφε- λο?. See Unprofitable. It is u. to do athg, &c, see Vain, in Vain, 'to no Purpose.' No- thing u. (prov.), οΰ γαρ άκαυθαι (no thistles, Aristoph.). USHER, S. πρόπολο?,6. προ- πομπό?, 6 (escorting). U. in the courts of law (Fr. h'uissier), κ\ή- τωρ, opo?, κλητήρ, ήρο?, κήρυζ των δικαστών, 6 : u. at court, prps θυρωρό?, 6 (door-keeper) : u. in a school, υποδιδάσκαλο?, 6 (tinder-teacher). USHER (in), v. See to In- troduce and to Present, είσ- άγειν τιν'ι. προπομπεύειν τινά (go before as escort). USUAL, ε'ιθισμένο?, 3. εί- ωθώ?, υΐα, ό?. νομιζόμενο?, νε- νομισμένο?, 3. εν εθει γενόμε- νο?, 3. συνήθη?, ε?, νόμιμο?, 3 and 2 (established practice), and καθεστώ?, ωσα, ό?. χρηστό?, 3 (gramatically of words), ήθά?, άδο?, ό, ν (ordinary). U.-ly, τά πολλά, ώ? επί το πολύ. ω? επι πλείστον, εκάστοτε: it is u. for aby — , or aby u.-ly — , see Custom, to he Wont, Com- mon, -ly. USUFRUCT, κάρπωσι?, έκ- κάρπωσι?, καρπεία, επικαρπία, V. To have the u. of athg, καρ- ποΰσθαί, έκκαρπ-οΰσθαί and -Ί'ζεσθαί τι. USURER, τοκιστή?, δανει- στή?, οϋ, 6: partcpp. of τοκ'ι'ζειν and δανείζειν επί τόκω. An extortionate u., τοκογλύφο?, b. USURIOUS, δανειστικό?, 3, and Crcl. with suhst. To ruin by U. loans, κατατοκιζειν τινά. USURP, ελέσθαι βία, and by the phrases in Usurper. To u. another's goods, ύποβάλλεσθαι τά αλλότρια (Strabo). USURPATION. Crcl. with the Verb. USURPER, τύραννο?, 6 (in a democratical state). 6 παρεζελό- μενο? την αρχήν. 6 βία κατα- στά? επί την βασιλείαν (in α monarchical state). USURY, τόκο?, τοκοληψία, v. See Interest, τοκισμό?, ό (a taking of u.). To ruin by u., see Usurious. Trade of u., όβο- λοστατική, η. UTENSIL, σκεΰο?, τό (usu. in pi. σκεύη, τά). πάρα-, κατα- σκευή, h. 'έπιπλα, τ ά {household uSs). See Implement and Fur- NTT UFtK UTILITY. See Use, Use- fulness. UTMOST, άκρο?, έσχατο?, 3. νπερβαλών, οΰσα, όν. See LAST, Extreme, and 'All possible.' To the u. degree, εσχάτω?. έ? («17) τά μάλιστα, υπιρβαλλόντω?. έ? τό έσχατον. ε? τά 'έσχατα : to proceed with the u. caution, την ένδεχομένην πρόνοιαν ποι- εϊσθαι : to do one's u., έπι πάν άφικνεΖσθαι ον'ιέναι (ερχεσθαι) : with the u. despatch, ω? δυνατόν τάχιστα, ο τι τάχιστα, την ταχίστην (όδόν) : it is of the u. importance, εν τοί? μέγιστοι? εστί. πλείστον διαφέρει: it is to me of the u. importance, πλεί- στου άζιόν εστί μυι. UTTER, adj. See Extreme, and Entire, Total, 'όλο?, 3. To be in u. despair, εν πολλή άθυμία και άπογνωσει είναι, εσχάτω? άπορεϊν or διακεΐσθαι. U.-ly, see Quite, Entirely. ολω?. πάντω?. παντελώ?. εσχά- τω?. άρδην. Uttermost, see Ut- most. UTTER, V. έκφωνεΐν. εκ-, προ-φέρειν. ει? μέσον φέρειν, εκβάλλειν (ρήμα, λόγον), a'sc λέγειν, φθέγγεσθαι. Ίέναι φω- νήν. άφιέναι ονάποτελεϊν φθόγ- γον (u. a sound, Qc.) : also δη- λονν, άποδεικνύναι, φανερόν ποιεΐν (declare, make known). To u. a curse or a malediction, άφ- ιέναι αρά?, καταράσθαι : to u. a sigh or groan, άναστενάζειν. στεναγμόν άναφέρειν. UTTERANCE, φωνή, η. See Expression, Pronunciation. To give u. to one's thoughts, άπο- φαίνεσθαι την γνώμην. See to Utter. V. VACANCY. See Emptiness. κενότη?, ητο?, ερημιά, η, or Orel, with the Adj. VACANT. See Empty, κε- νό?, 3. έρηαο?, 3, and Att. usu. 'έρημο?, 2. To be v., κενόν ε Ίναι. έρημοϋσθαι (pass.). σχολάζειν: to let athg remain v., ερημον καταλείττειν τι. εκλείπειν τι. A v. house, see Unoccupied : while the office was v., τή? αρχή? κενή? or έρημου οΰση? : a v. chair (in a university, φ?.), καθ- έδρα σχολά'ζουσα (Julian). VACATE, κενοΰν, εκκενοΰν. έρημοΰν. See EVACUATE. To v. an office, άφιέναι την αρχήν. VACATION, m Act of va- cating] κένωσι?, η, and Orel, with Verb. Tf Holidays'] Vid. Law v., απραξία, η. ήμέραι άπρα- κτοι. VACCINE, inmod. Gr. δαμα- λ'ι?, Ίδο?, η (cow-pox; according to Cora'i, βούφνμα, τό). δαμα- λικόν, τό (the v. matter). Vac- cinate, δαμαλί'ζειν. έγκεντρίζειν την δαμαλίδα παιδίω (to inno- culate a child ivith coiv-pox). Vac- cination, δαμάλισμα, τό. VACILLATE, ταλαντεύ- εσθαι, -οΰσθαι. σαλεύειν and pass, άστατεΐν. V.-ing, αστα- θή?, έ?. άστατο?, αβέβαιο?, 2. οκνηρό?, 3. See to Waver. VACILLATION, ταλάντω- σι?, άστασία, ή. όκνο?, ο. See Indecision. VACUITY, κενότη?, ητο?, -η. > VAGABOND, VAGRANT, αλήτη?, ου, πλάνη?, ητο?, πλά- νο?, 6. αγύρτη?, ου, 6 (as beg- gar), and άγύρτρια, η. άγνρτ- ικό?, 3, and -ώδη?, ε? (adjj.). άλωμενο?, 6, and ptepp. of verbs = to be a v., άλ-, πλαν-, περι- πλαν-άσθαι (pass.), καλινδεΐ- σθαι. πλαν- and άλ-ητεύειν (Horn.). VAGARY. See Freak, Ca- price. VAGRANCY, αλητεία, ,). βίο? πλανητικό? or άγυρτικό?, 6. VAGUE, a- and άδι-όριστο? (indefinite). άδΐ)λο?, 2. ασαφή?, έ? (obscure), αμφίβολο?, 2 (am- biguous). άτέκμαρτο?,2 (without proper foundation), αβέβαιο?, 2 (not to be relied upon). To be v., άοριστ-εϊν, -αίνειν: v. words, κωφά ρήματα (Soph.) : a v. re- port, φήμη μετέωρο? και αδέ- σποτο? (Dion. Hal.) : v. talk, άσαφη? λόγον, άνεμώναι λόγων (Luc.) : to indicate vaguely, αίν Ίσ- σεσθαι : a v. and obscure oracle, χρησμό? άδηλο? και ηνιγμένο?. V. ( =r such as one cannot explain) , κενό?, 3 : a v. feeling or sensa- tion, κενοπάθηικα, τό. VAIN. 1 Of things'] μάται- ο?, κενό?, 3. ηλίθιο?, 3 (silly), άλιο?, 2 (Soph.), έτώσιο?, μετά- μώνιο?, 2 (Horn.). V. hope, μα- ταία or κενή έλπί?: v. talk, μα- ταιολογία, ή ■ for other compds see Gr. Eng. Lex under ματαιο- and κενό-. See Idle, Worth- less, Useless. In v. (adv.), μάτην or εί? μάτην. εική. μα- ταίω?. κενόυ?. άλλω?. τηνάλ- λω?. ήλιθίω?. ε'ι? κενόν, δια κενή? : not in v., ουκ έτό? (Aris- toph. and Plat.) : to be in v., μά- την or άνόνητα πονεΐν : and as proverb, ει? τετρυπημένον πίθον άντλεΐν. εί? τον Δαναίδων πί- θον ΰδροφορεϊν. δικτύω άνιμον θηράν. β ίί Of persons] χάννο?, 3 and 2 (conceited, vid., and silly). VAIN-GLORIOUS, άλάζων, 6, ή. αλαζονικό?, 3. κενόδοζο?, ' VAIN-GLORY, αλαζονεία, κενοδοζία, ή. VALE. See Valley. VALERIAN (plant), νάρδο?, h- VALET. See Servant. VALETUDINARIAN, ,vo- σώδη?, ε?, νοσηματικό?, 3. έπί- νοσο?, 2. καχεκτικό?, 3. To be a v., ύπονοσείν, καχεκτεΐν. VALIANT. See Brave, Cou- rageous. VALID, κύριο?, 3. βέβαιο?, 3 and 2. ισχυρό?, 3. νόμιμο?, 'έν- νομο?, 2 (of legal validity). Also ικανό?, άζιο?, πιστό?, and πι- VAL VAR VEG θανός, 3. δίκαιος, ορθός, 3. V. argument, grounds, or reason, άξιόχρεως αιτία or πρόφασις, η: to be v., Ίσχύειν. κύριοι/, κτλ. εΊναι. VALIDITY, κύρος, τό. Of- ten by a Orel., e. g. to admit the v. of an adoption, δμολογεϊν την ποίησιν γενέσθαι (Isceus). That has legal v., κύριος, 3. νόμιμος, έννομος, 2: that has not v., άκυ- ρος, 2 : to give v. to athg, κύριον ποιεΐν τι. κυροΰν, επικυρούν. VALLEY, άγκος, τό: dim. αγκιον, τό (Aristot.). νάπη, η. νάπος, τό. κοίλον (ivith or ivith- out της γης) and γύαλον (poet.), τό. αυλών, άγκών, ώνος, 6. κόΧ- πος, 6 (poet.). Belonging to v.'s, ναπάΐος, 2 : with beautiful v.'s, εΰαγκης, ες : with many v.'s, πο- λύπτυχος, 2: with deep v.'s, βα- θύκολπος, 3. βαθυαγκης, ες (all poet.). VALOUR. See Bravery, Courage. VALUABLE, τίμιος, 3 and 2. πολλού άξιος, 3. πολυτελής, ες. εν-, πολύ-τιμος, 2. τιμήμα- τος πολλού (ων), έντιμος, 2. Str. tt., Costly, Precious. ί[ As subst.: valuables] χρήματα πολυ- τελή or τίμια or κάλλιστα, τά. κειμ7]λια, τά. αγάλματα, τά. VALUATION, τίμνσκ,η (the fixing of a value). To make a v., τιμάν. See Estimate. VALUE, s. αξία, η (real or in- trinsic v.). τιμή, V- τίμΐ]μα, τό (v. attached), δύναμις, ε ως, ι), τό ποσόν (with ref. to the im- pression on coins stating their v., e. g. 6 χαρακτηρ τού ποσού ση- μεΐόν έστι). αμοιβή, h (money- value, exchange). Of great, very great, v., πολλού, πλείστου άξι- ος, 3, see Precious : of no v., ούδενός άξιος, φαύλος, 3 : of equal v., ισότιμος, Ισόρροπος, 2: to have a v., τίμιου or έντιμου είναι : to be in high v., to have a great v., μεγαλό- or πολύ-τιμον εΊναι : to fix the v. of athg, συν- ιστάναι τιμ,ην τίνος. See Price. VALUE, v. τιμαν, προτιμάν. πολλού άξιον νομίζειν τι. φι- λοτιμεΐσθαι (pass.) επί τινι. περί πολλού ποιεϊσθα'ι τι and τίνα. See to Prize, to Esteem, and to Appraise. VALVE, prps επίθεμα, τό. VAMP, s. See ' upper-leather,' under Upper. VAMP, v. καττύειυ. See to Mend, Botch, Cobble. VAMPIRE, λαμία or λάμια, η (Aritloph.). VAN. •[[ Front of an army] V πρώτη τάξις, πρόταγμα, τό. οι πρόμαχοι, ων, πρωτοστάται, *»ν. οι πρώτοι (τεταγμένοι), προτεταγμένοι, αφηγούμενοι, πρόσ-, μέτ-ωπου, τό. U A kind of light vehicle] See Carriage, Wagon. VANE, ανεμουρίου, τό. VANISH, άφανίζεσθαι (pss.). (618) ο'Ίχεσθαι. έξίτηλον or άφανη or άφαντου γίγνεσθαι, εκποδών άπιέναι (άπέρχεσθαι). To cause to v., άφανίζειν. άφανη ποιεΐν: to be v.-d, ηφανίσθαι. άφανη or εκποδών εΊναι. ούκέτι δράσθαι. VANITY. % Objectively] κευ-, μαται-ότης, ητος, η. τό κενόν, μάταιου. U Subjectively: of per- sons] χαυυότης, ητος, η. κενο- δοξία, η (vain-qlory). VANQUISH. See Conquer, Overcome. VANTAGE. See Advan- tage. V.-ground, τόπος επιτή- δειος, 6. VAPID. See Insipid, Taste- less. TI Fig.] ψυχρός, 3 (life- less), 'έωλος, 2 (stale). VAPOUR, ατμός, ό. άτμίς, ίδυς, η. καπνός. 6. See Smoke, 8τέαμ, a?zd Mist, Exhalation. TJ Vapours = hypochondriac af- fections] ύποχονδριακά πάθη,τά. To have the v.'s, to be v.-d, see Hypochondriac. VAPOURING and subst. VA- PORER. See Bragging, Brag- gart. f VAPOURISH, άτμ-, καπν- ώδης, ες. VARIABLE, εύμετά-βολος, -πτωτος, 2. άλλοιωτός, 3. άλ- λοιό- or άλλό-τροπος, 2. κού- φος, 3. άφίκορος, 2 (of taste and inclination). See Changeable. VARIABLENESS, τό εύ- μετάβολον. εύμετάπτωτον,κτλ. See Changeableness, Incon- stancy. VARIANCE. See Discord, Disagreement. VARIATION, μεταβολή, αλ- λαγή, μεταλλαγή, μετάστασις, άλλοίωσις, η. άλλοίωμα, τό. See Change, Deviation. VARICOSE, κιρσοειδής, ες and κιρσώδης, ες, fin varicocele (Lot. varix), κρισσός, Att. κιρ- σός, 6. See Vein. VARIEGATE, ποικίλλειν. V.-d, ποικίλος, ποικιλτός, 3. ποικιλόχρως, ωτος, 6, ή. στι- κτός, 3. αίόλος, 3 (poet.). See Spotted, Striped, and Gay, Diversified. VARIETY, μετ-, παρ-άλ- λαξις and -αλΧαγή, εξαλλα- γή, μεταβολή, ποικιλία, η. See Difference, Variation, and Change. To give v. to his dis- course, ποικίλλειν τους λόγους : v. of form, sound, colour, πολυ- μορφία and -ειδία, -φωνία, πο- λύχροια, η. A v. (■=. different sort of athg), (έτεροι/) είδος, τό : a v. of things, many (different) things, 7Γολλά (και διάφορα), or by παντοίος, παυτοδαπός, 3. V.'s, σύμμικτα (miscellanea). VARIOUS, ποικίλος, 3. διά- φορος, 2. ούχ 6 αυτός, ούχ ν αυτή, ού τό αυτό. έτερος, 3. ετερογενής, ές. έτεροΐος, άλ- ΧοΊος, 3. άλλοιώδης, ες. παυ- τοΐος and παντοδαπός, 3 (of all sorts). ποΧνειδην, ές : also πλέ- ονες, πλείους, 2. See VARIE- GATED, Changeable, and Se- veral, Diverse, Manifold. VAR LET, παις, παιδός, δ (page). VARNISH, s. γάυωμα, τό. VARNISH, v. γανούυ. H Fig. = to cover over with a pre- text] See to Cloak, Colour. VARY. «tf (Trans.)] ποι- κίλλειν, ποικίλουν (diversify), μεταβάλλειν. άλλάττει»/. See to Alter. % (Intrs.)] μετα- βάλλεσθαι, άλΧοιούσθαι (pass.), μεθίστασθαι. See to CHANGE (intrans.). VASE, άμφορεύς, έως, 6. Χέ- βης, ητος, ό. See VESSEL. VASSAL, ΰποτεταγ μένος, μέυη, τιυί, and υπήκοος, δ, »;, τιυός or τινί (g. t. subject). 0$* Somewhat similar relations among the ancients to that of the feudal vassalage, are those of the Laced., νεοδαμώδεις and περίοικοι (see Thuc. v. 34, Arnold) : to the re- lation of client (vid.) Plutarch applies πελάτης, ου, δ. πελα- τεία, η (clientela). VAST, -NESS. See Great, -ness, Immense, -ity. VAT, ύποΧηνίς, ίδος, η. VAULT, s. καμάρωμα, κύρ- τωμα, τό. άφίς, ϊδος, \}/αλίς, ίδος, η. A ν. (= vaulted cham- ber), καμάρα, η. κρυπτή, η (<* crypt). The v. of heaven, η ύπ- ουραυία άφίς (PI.), κύκλος ου- ραυού, δ. δέπας ουρανού, τό (Eur.). See Firmament. VAULT, v. κυρτούυ (to give a vaidted form), καμαρούυ. A v.-ing, κύρτ-, καμάρ-ωσις, η. U To vault (on a horse)] έφάλλε- σθαι. See to Leap. VAUNT, v. and s. See to Boast, Brag, -ing. VEAL, μόσχεια κρέα, τά. VEER, επιστρέφεσθαι. See ' to Turn about,' to Change (intrs.). VEGETABLE. «U Adjective- ly] δ, h, τό από τώυ φυτών, or εν τι} γ-η φυόμενος, 3. V. life, η τών φυτών Χ,ωή : v. kingdom, φυτά, τά. τό τών φυτών (γέ- νος). ^[ As plur. subst.] φυτά, τά. έγγεια, τά. τά εν tj; γη φυόμευα: and λάχαυα, όσπρια, τά (in a culinary sense). The v. market, τά λάχανα: belonging to or of the nature of v.'s, λαχαν- -ικός, -ηρός, 3, -ώδης, ες : foraging for v.'s, λαχανισμός, δ : gather- ing v.'s, λαχανηλόγος, 2: to grow v.'s, λαχανεύειν: the grow- ing of v.'s, λαχανεία, η : a place where v.'s are grown, Χαχανία, η : the selling of v.'s, Χαχανο- πωλία, η : to carry on that trade, λαχανοπωλεΐν : seller of v.'s, λαχαυόπωλις, ιδος, and λαχα- νοπωλητρια, η : a V. dish, λα- χανοθήκη, η. VEGETATE, ζην ωσπερ φυ- τών ζωήν. VEGETATION, βλάστησις, VEH VEN VER η {act of vegetating), τά των φυ- τών, τά περί τά φυτά. VEHEMENCE, όζύτης,ητος, n. See Violence. VEHEMENT, οξύς, εΐα, υ. Ισχυρός, εντεταμένος, 3. See Violent. VEHICLE. See Carriage. VEIL, s. TT Propr.] κάλυμ- μα, and προ-, πάρα-, επι-κ.,τό. καλύπτρα, ή. ελύτρου, τά. όθό- ναι,αΐ (Horn.), επικαλυπτηριον, τό (Aristot.). (ξ$Τ πέπλος, ου, 6, usu. translated veil, not exactly a veil after our notions, but larger and less diaphanous, similar to the oriental shawl.) To cover with a v., καΧύπτειν. κρύπτειν: to throw a kind of v. over athg, προβάλλεσθαί τι πρό τίνος (e. g. της αισχύνης), and περικαλύ- πτειν τί (the cover) τινι (the thing covered) : to take off the v., κεκρυμμένον τι αποκαλύπτει» or έκφαίνειν. See to Unveil. ■f[ Fig. : cover] Vid. To confide athg to aby under the v. of se- crecy, ώδ εν άπορρητω λέγειν τί τινι. VEIL, υ. καλύπτειν,αηά σι/γ-, κατά-, παρα-καλύπτειν τί τινι (athg ιυϊϋι athg). περικαλύπτειν τί τινι (see the subst). V.-d, κεκαλυμμένος : the act of v.-ing, περικαλυφη, κατακάλυψις, η : to v. oneself in athg, καλύπτε- σθαί or συγ-, περι-καλύπτεσθαί τι : to v. one's face, προκαλύ- πτεσθαι του προσώπου : to V. one's meaning, περιβάλλεσθαι (mid.). ^ Fig.] See to Cloak, to Screen. VEIN. IT Prop.] φλέψ, φλε- βός, η (in tJie animal body, and also of metal = πηγή, η), φλέ- βιον, τό (dim.), διαφυη, η (in metal, stone, wood ; see Grain). ράβδος, η (streak), στη μα, τό (on a leaf). Like a v., φλεβώ- δης, ες (and large-veined) : with- out v.'s, αφλεβος, 2 : of or be- longing to the v.'s, φλεβικός, 3 : to open a v., διατεμεϊν or σχά- σαιφλέβα. φλεβοτομεΐν,κατα-, άπο-σχάζειν : with large, with swollen or projecting v.'s, μεγά- λο-, επί-φλεβος, 2 : to have the v.'s swollen (tvith exertion) y φλε- βοτονεΐσθαι : the rupture of a v., φλεβορραγία, η : varicose v., κρισσός (Att.) or κιρσός, δ (esply of hips, legs, and belly), also ίζία, V and κιρσ-οειδης or -ώδης φλέψ, η. •|| Fig., e.g. vein of writing] τρόπος, δ. VELLUM. See Parchment. VELOCITY. See Speed and Swiftness. VELVET, έζάμιτον, δλοση- ρικόν, τό (all silk), τό κατηφές (mod. Gr.). έξάμιτος,2, and δλο- σηρικός, 3 (as adj.). V. like, velvety, prps έξαμιτοειδης, ές. ίϊ Fig. : like the skin of the peach] χνοώδης, ες. εγχνους, 2. VENAL. 1J Pertaining to the veins] φλεβικός, 3. ^J That may (619) be bought] ώνιος, 2 and 3. ώνη- τός, 3. "f[ Of persons] δωροδό- κος, 2. δ επί μισθού ποιών τι. VENALITY, δωροδοκία, h. VEND. See to Sell. ^ Vendi- ble, πράσιμος, 2. πρατός, 3. VENEER. See g. t. Inlay. VENERABLE, σεμνός, σε- βαστός, α'ιδεστός, 3. σεμνοπρε- πής, ές. σεβάσμιος, αίδέσιμος,2. VENERATE, σέβεσθαι and σέβειν. α'ιδεΐσθαι. See to RE- VERE, ' regard with Awe.' t VENERATION, σεβασμός, 6. σέβας, τό (nom. and ace.). An object of v., σέβασμα, τό. See Reverence, Awe. VENGEANCE, τιμωρία, h (τινός or κατά τίνος or παρά τίνος), also τιμώρημα,τό. τίσις, η. Divine v., όπις (ιδος, ace. -ιν) θεών, η : to take v., τιμω- ρεΐσθαί τίνα. τίσασθα'ι τίνα. τιμωρίαν or δίκην λαβείν παρά τίνος : to have taken dire v., με- γάλας δίκας άπειληφέναι παρά τίνος : to thirst after v., δίκας λαβείν, χρηζειν. See REVENGE, Punishment, and to Avenge. VENIAL. See Pardonable, Excusable, and (obsol.) Per- mitted, Allowed. VENISON, κρέα ελάφεια, τά. See g. i. VENOM, -OUS. See Poison, -ous. VENT, s. όπη, h (aperture), διεξοδικόν, τό (passage), φυση- τηριον, τό (spiracle). To give v., εκφέρειν : to give v. to one's anger, passion, &c, όργη χρη- σθαι : άφιέναι την όργην ε'ίς τίνα. See ' to let Loose,' ' to give a Loose to.' Not to give v. to, see to Restrain. VENT, v. See ' to give Vent to—.' VENTILATE, δι-ανεμουνα7ΐά -αεροΰν τι. εζαιθριά'ζειν. Ven- tilation, Crcl. Ventilator, πνευ- ματοδόχον, τό. VENTRICLE, κοιλία,η. κοί- λον, τό (g. t. for cavity). Having large v.'s, μεγαλοκοίλιος, 2 (Aris- tot.). VENTRILOQUIST, έγγασ- τρί-μυθος and -μαντις, στερνό- μαντις, εως, δ. ^gr" The ancient v. was conceived as a possessed person, having the spirit of pro- phecy. Hence later (in Plut?s time) πύθων, ωνος, δ. πυθώνισ- σα, η. From Eurycles, ivho was very famous as a v., the name Εΰ- ρυκλης, έους, δ, came to be used as appellative of any person pos- sessing the faculty (Schol. Plat. Sophist. 372): also Έύρυκλείδης, ου, δ. Ventriloquism, ή Έύρυ- κλέους τέχνη. VENTURE, ν. τολμαν or ύπομένειν τι,αηάποιείν τι. επι- χειρεΐν τινι οτποιεϊν τι. παραρ- ριπτεϊυ ποιείν τι. ύφίστασθα'ι τι. See Risk, s., and Dare. VENTURE, S. τόλμημα, κιν- δύνευμα, τό. παραβολή, η, and κίνδυνος, δ. See Risk, s. At a v., εική, άπερισκεπτώς, or by εί τύχοι, όπως ετύγχανεν, ως 'έτυχε ν (as it chanced, indefinite- ly), τυχόντως. εκ του τυχόν- τος or παρατυχόντος (casually). VENTURESOME, VENTU- ROUS, τολμηρός, (παρα)κινδυ- νευτικός, 3. ριψοκίνδυνος, 2. f ΥΕΚΑΟΙΟυδ,φιλαλύθης,ες. άληθευτικός, 3. See True and VERACITY, τό φιλάληθες, ους. άλήθευσις,άψεύδεια,η. τό άπλοΰν τε καϊ πιστόν. τό αλη- θές, οΰς. See Truth, Truth- fulness. VERB, ρήμα, τό. A transi- tive or active v., ρήμα μεταβα- or ενεργη-τικόυ : a passive v., ρήμα παθητικόν: an intransitive v., ρήμα αύτοπαθές or άμετά- βατον or ουδέτερου : a reflexive v., οημα άυτίστοοφον or μέ- σον. VERBAL, ό, ν, τό δια του στόματος (oral), από γλώσσης ε'ιρημένος, 3, also (τω) ρηματι. άγραφος, 2 (unwritten), όηματι- κός, 3 (as gram. t.). 'Proces verbal,' τώυ γεγενηιχέυωυ ανα- γραφή, η: to form one, άυα- γράφειυ καθ' 'iv έκαστου τά γε- γενημένα. VERBATIM. See < Word for word.' VERBIAGE (French), λαλία, κενό-, περιττό-, and πολυ-λο- γία, η. κόαπος ρημάτων, b. See Verbosity. VERBOSE, πολύλογος, 2. πολυεπης, ές, also λογοπώλης, ου, δ (word-monger), λάλος, 2. To be v., μακρό-, πολύ-, περιτ- το-λογεϊυ. μακοηγορεϊυ. Seethe Subst. VERBOSITY, μακρηγορία, περιττολογία, η. λόγοι άλλων, οι. λόγωυ κόμπος, δ, or περιτ- τού άχθος, τό. ονομάτων πλή- θος, τό, or πάταγος, δ (hubbub of ivords). ρημάτων άπεραντο- λογία, η, or άγλαϊσμός, δ (idle display). VERDANTa«dVERDURE. See Green. VERDICT, ψήφος, fi (jury- man's vote). See Sentence. VERDIGRIS, χαλκοί) Ίός, δ. VERGE, s. (propr. and fig.). See Brink. VERGE, v. See ς to Border upon,' Incline. VERGER. See Lictor. VERIFY, ίζετάζειν, δοκιμά- Χ,ειν, ελέγχειν, and βεβαιούν. See Prove, ' make Good.' VERILY, η μην (neg. ου μηυ). ηπου. δητα. μάλα τοι. VERISIMILAR, -LITUDE. See Likely, Probable, and Likelihood, Probability. VERJUICE (juice of sour crabs), imitate by όμφακίας or -ίτης, ου, δ (sc. οπός, juice of un- ripe grapes). Also όμφάκ-ιυος, 3 or -ιος, 2. To have a v. look, VER VEX VIC όμφακας or θυμβροφάγον βλέ- TTtLV. VERMICULAR, σκωληκοει- VERMICELLI, ψώμιον or -ίον σκωληκοειδές, τό. VERMILION. See g. t. Red. μίλτος, ή {red-ochre and red- lead). To" paint v., μιλτοϋν : painted v., partcpp. pass., and μιλτωτός, 3. As applied to the lips or complexion, see Rosy. VERMIN, Ιωάρια τά λυμαί- νοντα. "ζώα τά 'έρποντα, σκω- λήκια, τά. VERNACULAR, e. g. the v. tongue, εγχώριος γλώττα or ιδία γλώττα, fj. VERNAL, εαρινός, 3. See Spring (season). V. equi ox, ισημερία εαρινή, ή. > VERSATILE, ευτράπελος, άγχίστροφος, 2. See CHANGE- ABLE, Fickle, and Shifty, Wi- ly, -πολύτροπος, 2 {Horn., ver- satus, versatilis). VERSATILITY, by the substt. of the above adjj. VERSE, στίχος, 6. έπος, τό. To write v.'s, στιχουργεϊν. στί- χους Ύράφειν : to write in v., στιχϊζειν : to put into v., ποι- εϊν : composed in v., στιχηρός, 3. στιχήρης, ες : to speak in v., στιχομυθεϊν : conversation or discourse in v., στιχομυθία, ή. VERSED (in athg), 'έμπειρος, ουκ άπειρος τίνος, έντρεχης εν τινι. επιστήμων τινός, έμπεί- ρως 'έχων τινός. Not v., άπει- ρος, 2. Ιδιώτης, ου, 6. See UN- PRACTISED. Well v. in athg, ουκ άπειρος ων τίνος, ακριβώς ε'ιδώς τι. See Experienced, Prac- tised. VERSIFICATION, στιχο- TTOitrt, f). VERSIFIER. See Poet. VERSIFY. See ' to make or write verses' in Verse. VERSION. See Transla- tion, Rendering, μετάφρα- σις, ή. According to their v. of the story, ώς λέγουσι, εξ ών φασι. VERTEBRA, σπ. and σφόν- δυλος (and dim. σφονδύλιον, το), στροφεύς, έως, 6. στρό- φιγξ, ιγγος, η. — Vertehral, 6, η, τό του σφονδύλον. V. co- lumn, ράχις, εως, άκανθα, η. — Vertehrated, σφονδύλους 'έχων, ούσα, ον. VERTEX. See Sum it, Top. VERTICAL, ορθός, 3. ίπϊ or κατά or προς στάθμην έζη- κριβωμένος, 3. See UPRIGHT, Perpendicular. VERTIGO. See Dizziness. — Vertiginous, see Dizzy. VERY, adj. See True, Real. The v. same, see Just, Exact- ly. ^ if As adv.] μάλα. πάνυ. σφόδρα, δεινώς. μεγάλως. πολύ. Ισχυρώς. Also Crcl. with περί j or πάν, e.g. ν much afraid, περί- \ (620) φόβος, 2. περιδεής, ες. V. sad or sorry, περίλυπος, 2 : v. beau- tiful, πάγκαλος: v. hard or heavy, παγχάλεπος, 2 : or by the superlative, e. g. v. much, πλείστος, 3 : v. great or big, μέγιστος, 3: v. much (indeed), και μάλα. και σφόδρα, ττάνυ γε. μάλιστα. VESICLE, κύστιγξ, ιγγος, η. See g. t. Bladder. VESSEL, σκεύος, άγγος, άγ- γεΐον,τό (also asanatom. t. blood- vessel), δοχείου, τό. A gold v., χρύσωμα, τό (see Plate) : a brass or bronze v., χάλκευμα, τό : an earthen v., κέραμος, 6. κεραμίς, ίδος, η. A blood-v., ψλέψ, φλεβός, ή. See Vein. if A ship] Vid. VEST, v. See to Invest. V.-d rights, δίκαια άρχαΐα και έμπεδα. VEST, s. See Garment, Waistcoat. VESTAL, εστίας (άδος) παρθένος, η. ιέρεια ι) της Έσ- VESTIBULE, πρόθυρου, προδωμάτιον, προπύλαιον, τό. πρόδομος, 6. προπύλαια, πρό- πυλα, ων, τά. See Porch. VESTIGE, 'ίχνος, ϊχνιον, τό. See Trace, Track. VESTMENT, VESTURE. See Garment. ^ VETCH, βικίον, τό (vicia). όροβος, ό (tare), and dim. όρό- βιον, άρακώδες, τό (vicia amphi- carpa). Kidney v., έβενος (dios- pyros ebenum) : milk v., τραγ- άκανθα, η (astragalus creticus or ari status, Willd.). VETCHLING, έρέβινθος όρο- βιαϊος, 6 (lathyrus cicera). άρά- χιδνα, ή (lathyrus amphicarpus). Yellow v., άφάκη, η (lathyrus aphaca). VETERAN, ό πάλαι or εκ πολλού στρατευόμενος, ο δια- στρατευσάμενος (Dion Cass.). VETERINARY Surgeon, ϊππίατρος, 6. V. surgery, ιπ- πιατρία, η. VEX (aby), δάκνειν τινά. άνιάν τίνα. See ANNOY, Har- rass, Grieve. To be or feel V.-d, δάκνεσθαι υπό τίνος, επί τινι. άχθεσθαί (pass.) τινι or επί τινι or c. partcp., e.g. άδι- κηθέντα (at an offence, φλ). άνιάσθαί τινι or c. partcp., e. g. δαπανώντα, δυσχεραίνειν τι. άσχάλλειν τινί or επί τινι. βα- ρέως φέρειν, δυσφορεϊν and χα- λεπαίνειν τι, or επί τινι, or προς τι. δυσαρεστεΐσθαί τινι. άγανακτεϊν τινι or τι or c. partcp. Also άνια, λυπεϊ με, δυσθυμίαν παρέχει μοί τι. Το feel v.-d that — , άνιάσθαί (pass.) οτι. άγανακτεΐν ότι ο?' ει — . VEXATION, ανία, δυσχέρεια, άγανάκτησις, λύπη, βαρύ-, δυσ- θυμία, v. To cause v. to aby, see to Vex, Annoy. VEXATIOUS, δυσχερής, ες. βαρύς, εϊα, υ. χαλεπός, λυπη- ρός, ανιαρός, 3. VIAL. See Flask, Bottle. VIAND. See Food, Meat. VIBRATE, πάλλεσθαι. See to Quiver, Tremble. VIBRATION, πάλμος, 6. VICAR, ό αντί τίνος τεταγ- μένος. VICE, κακία, πονηρία, μοχ- θ ρ ία, κακότης, ητος, η. κα- κόν πάθος (as thing). To fall into vice, περιπεσεΐν κακίαις. έξοκέλλειν εις KaKiuv. sunk in v., πάσης κακίας or πονηρίας μεστός, 3 : free from v., άκακος, 2. κακίας ούχ ?7ττων, 2: hater of v., μισόκακος, μισοπόνηρος, 2 : hatred of v., μισοπονηρία, ' VICE-ADMIRAL, έπιστο- λεύς, έως, επιστολιαφόρος (both VICEGERENT, ό αντί τί- νος τεταγμένος. See VlCAR. VICE-PRESIDENT, 6 τοΟ προέδρου άμοιβός. VICEROY, υπ-, επ-αρχος, επίτροπος, 6. VICEROYALTY, άρχη έπι- τροπαία, ή. VICINITY, γειτονία, η. See Neighbourhood. VICIOUS, κακός, πονηρός and μοχθηρός, 3, str. tt. εξώλης, ες (profligate, of pe?sons) and μιαρός, 3 (mly of persons). A v. (horse), γλοίης, ητος, 6 (Soph.) and γλοιάς, άδος, ή ι v. tricks of horses, δηνεύματα, τά (X., not in Lidd. Sc.) : the horse has some v. tricks, χαλεπότητά τί- να έχει b 'ίππος. In the milder sense, Faulty, Incorrect, Vid. V. expression, παράρρησις, fj (Plut.) : v. pronunciation, κακο- στομία, ή. VICIOUSNESS, μοχθηρία, πονηρία, ή. κακ- and χαλεπ- ότης, ητος, ή. See Vice. VICISSITUDE, μεταβολή, μετάστασις, η. V. of fortune, ή της τύχης μεταβολή, τό της τύχης άγχίστροφου (Procop.) : the v.'s of life, at του βίου or εν τω βίω μεταβολαί : in the life of man all is v., άπαντα εν τω βίω εύμετάβολα και αβέβαια. See Mutability. VICTIM, σφάγιον, τό. See Sacrifice, s. To become a v. of athg, άπόλλυσθαι or διαφθεί- ρεσθαι υπό τίνος : to be the v. of his patriotism, υπέρ της πα- τρίδος άποθνήσκειν or άπόλ- λυσθαι : — of his temerity, παρακινδυνεύσαντα διαφθείρε- σθαι. VICTIMIZE, παραπολλύναι τινά. VICTOR. See Conqueror. VICTORIOUS, κρατών, οϋσα, οΰν. νικών, ώσα, ών. νικητικός, 3. V. in athg, νικηφόρος (2) τι- νός : to contend with v. arms, εϋπραγεΐν πολεμοΰντα : to be v., see to Conquer. VIC VIL VIO VICTORY, νίκη, ν- τόνικάν. V. over one's enemies, η των πολεμίων or άπό των ποΧε- μίων νίκη : to gain the v., νίκηυ κτήσασθαι, α'ίρεσθαι or άνελέ- σθαι or νικαν. νίκη γίγνεταί τινι : I gain a brilliant victory over the enemy, ή νίκη λαμ- πρώς εστί μετ' εμοΰ. See to Conquer. To lose the victory already obtained, την πρόσθεν νίκην άποβαλεϊν : to pursue one's v., ώφελεϊσθαι (pass.) άπό του νικαν : to give or procure (for aby) the v. (= turn the battle in his favour), νίκην διδόναι or ποιεϊν : worthy of v., άζιόνικος, 2 : a festival on the occasion of a v., επινίκια or νικητήρια [ιερά], τά. έπινίκιος εορτή, η : to ce- lebrate a v., επινίκια θύειν. νι- κητήρια έστιάν: games, &c. for commemorating a v., έπινίκιοι αγώνες or πομπαί: a hymn or song of v., ύμνο? έπινίκιος, 6. επινίκιος ωδή, V- έπινίκιον, τό : a companion or one who shares in a v., 6 συννικήσας, αντος. VICTUAL. See to Provi- sion, Supply. VICTUALLER. See Pur- veyor. VICTUALS. See Food, Pro- vision. VIDETTE, σκοπός, ου, b. To act as v., προερευνάσθαι. See Scout and Reconnoitre. VIE WITH, έρίζειν τιν'ι τι or περί τίνος, φιλοτιμεΐσθαιπερί τίνος or εις or προς τι. παρα- βάλλεσθαί τι τινι (to set some- thing of o?ie , s own against aby's, e. g. θρήνους όρνιθι =to v. with the bird in one's wailings, Eur.), and absol. v.-g with one another (certatim), παραβαλλόμενοι, αι (Eur.). See phrases in Emulate and Rivalry. VIEW. «U Propr.: Sight] VlD. <\\ Survey] Vid. TJ Pros- pect] VlD. απ-, πρό-οφις, η. To have or command a v. of athg, bpav, άφοράν ε'Ίς or προς τι : the house commands a v. of the sea, η οικία προς θάλασσαν αποβλέπει (Plut.) : one has a v. of athg from a given point, atbg commands a v. of athg, άποπτόν εστί τι άπό τίνος : to intercept or stop aby's v. of athg, επι- σκοτεϊν τινι. έπιπροσθεϊν τιν'ι τίνος (Plat.) : to take a v. of athg, σκοπεΐν, επι-, κατα-σκο- πεϊν. έπιβλέπειν. εφ-, καθ- οράν : point of v. (prop, and fig.), σΰνοκί/ις: under asingle — , καθ' ευ μόνον : to present under different points of v., πολλαχώς έζηγεϊσθαι περί τίνος (Isoc.). If Fig. : mental view, opinion] γνώμη, δόξα, άζίωσις, η. Dif- ferent or contrary v.-'s, δόζαι εναντίαι. λόγοι διαστάυτες χω- ρίς : to have or take different v.-'s, διχογνωμονεΊν. ου ταύτα γιγνώσκειν or δοξάζειν : to have, take, or entertain (such or such) (621) a v. respecting athg, τοιαύτην την γνώμην έχειν περί τίνος or υπέρ τίνος : to take a right, wrong v. of athg, ορθώς γιγνώσ- κειν, κακώς δοξάζειν, περί τί- νος: of profound v. 's, πολυγνώ- μων, 2 (with subst. -γνωμοσύνη, ή). *ΤΪ Design, intention] VlD. To have athg in v., βούλεσθαί τι. μέλλειν c. inf. See Pur- pose, Intend, ^f With a view of] See in Order to. With a v. of enriching himself, επι πλεον- εξία : to learn or study athg with a v. of making a profession, trade, &c. of (or a living by) it, μαυθάνειν τι επί τέχνη: with a v. of assuming the command, 7rpos το αρχΐΐν. VIEW. See to Look (at), Survey, Examine. V.-d in one single regard, καθ' εν μόνον : v.-d as — , εν τάζει τινός, e.g. as an enemy, εν τ. εχθρού. VIGIL. See Watch, s. As eccl. t., προεόρτιος εσπέρα, η. ή προ της εορτής ημέρα. Το keep the v., προδιανυκτερεΰειν. VIGILANCE, αγρυπνία, ή. τό έγρηγορικόν (wakefulness). τό φυΧακτικόν (ivatchfulness) . To possess, have or act with v., εγρηγορέναι. φυλάττεσθαι. See phrases in Vigil ant, Watch- ful. VIGILANT, εγρηγορικός, 3, and άγρυπνος, 2 (ivakefid). φυ- λακτικός, 3 (watchful). To be v., εγρηγορέναι. φυλάττεσθαι : to be v. in or about athg, άγρυ- πνεϊν τινι : to keep a v. eye upon athg, επιμελεϊσθαί τίνος, επι- μελώς σκοπεΐν τι. VIGOROUS. See Forcible, Strong, Robust. To be v., άκμαζε iv. ήβάν. ευθηυείν. σφρι- VI G OUR. See Force, Strength, Energy. VILENESS. See Low, Ab- ject, and substt. VILIFY. See to Defame. VILLA. See Country- House. VILLAGE, κώμη, 77. The bailiff of a v., κωμάρχης and κώμαρχος, 6 : belonging to a v. or V.'s, κωμητικός, 3. VILLAGER, κωμήτης, ου, b, and fern, ήτις, ιδος, ή. b, ή, εν τη κώμη or της κώμης. VILLAIN. «II Propr.: in feudal language] άγεννής, αγε- νής, ές. δημώδης, ες. % A worth- less person] πονηρός, δ. πονηρόν άνθρώπιον, τό. κάκιστος, kuk- οΰργος, λεωργός (Χ.), λνμεών, ώνος, μιαρός, b, and sir. t. παν- ουργότατος, b. Also τριπάν- ουργος, b (poet.). To act like a v., πανουργείν : unless you like better to call him Άν.,ε'ιμή σοι ΝΙΰσον γε ήδιον καλεΐν (a My- sian prov., PL). VILLANOUS, πονηρός, μοχ- θηρός, 3. ραδιουργός, 2. See Base, Wicked, Worthless. VILL AN Υ, παν-, κακ-ουργία, πονηρία, άναισχυυτία, ή (as character or quality), κακούρ- γημα, πονήρευμα, ραδιούργημα, τό (as deed). VINDICATE. 1 To avenge] Vid. If To justify] Vid. «fl To defend] λέγειν, άπολογίαν ποι- εισθαι or προίσχεσθαι, άπο- λογεΐσθαι υπέρ τίνος. VINDICATION, απολογία, ή, and Crcl. with the verb. See Defence. VINDICTIVE, μνησίκακος, 2 (ivith verb, μνησικακεϊν). See Revengeful. VINE, άμπελος, άμπελίς, ίδος (dim.), ή. άμπέλιον, τό (dim.), οινάς, άδος and ο'ινάνθη, ο'Ίνη, η (poet.). Wild v., αγρία orXευκή άμπεΧος,άγριάμπελος, ή : of or belonging to a v., άμ- πεΧικός, 3. άμπέλινος, 3 and 2. άμπέλειος, 2: to cultivate v.'s, άμπελουργεϊν : v.-dresser, αμ- πελουργός, b (ivith adj. -ικός, 3, and subst. -ία, -ική, ή), τρυγη- τής, οΰ, and -τήρ, τηρος, ο : a v.-dresser's knife, κλαστήριον, τό : to plant v.'s, άμπελοστα- τεΐν : planted with v.'s, άμπελο- φυτος, 2: a v. country, χώρα άμπελο- or οίνο-φόρος, ν : to dig about the v., υποκονίειν την άμπελον: soil good for v.'s, άμπελϊτις (ιδος) γη, η. ο'ινό- πεδος,2 (Horn.) : blossom of the v., άμπελάνθη, η: v.-leaf, αμ- πέλινον φύλλον, άμπελόφυλ- λον, o'ivupov, τό : to strip off v.-leaves, οίναρίζειν. See Grape. VINEGAR, όξος, ους, τό. Belonging to v., όζηρός, 3 : to taste like v., όξίζ^ν : v.-cruet, όξίς, ίδος, ή. όζηρόν κεράμιον, όζυβάφον, τό (v. saucer, aceta- bulum) : one that sells v., όζο- πώλης, ου, b : sauce of v. and oil, όξέλαιον: mixture of v. and honey, όξυ-γλυκές, -μελίκρατον and όξύ-γλυκον or -γλυκύ : a v.-tempered fellow, όξινης, ου, 6 (Aristoph.) : to have a v. look, see Verjuice and Sour. VINEYARD, άμπελών, ώνος, άμπελεϊον, τό. οινοπέδη, ή. υι- νόπεδον, τό. VINTAGE, τρύγη (with or without αμπέλων), ή. τρυγητός or τρυγητός, b. To gather in the v., τρυγάν : of or belonging to the v., τρυγητικός, 3. VINTNER, οινυπώλης, ου, οίνέμπορος, b. VIOLATE. ΤΙ To infringe upon] πάρα-, ΰπερ-βαίνειν τι (e. g. τους νόμους = παρανο- μεΊν). ποιεϊν παρότι (e.g. παρά τάς ζυνθήκας). See to Break. If To dishonour (α ιυοηια?ι)] βιά- ζεσθαι γυναίκα, βία μίγνυσθαι γυναικί. προς βίαν συγγενέαθαι γυναικί. VIOLATION. H Trans- gression] παράβασις, παρανο- μία, ή. As act, παρανόμημα, τό. V. of treaties, παρα-σπόν- νιο VIS voc δησις, η, and -σπόνδημα, τό. άσυνθεσία, η. See Breach. V. of an oath, see Perjury, f 0/ a woman] βιασμός, 6. VIOLATOR, παραβάτης, ου, 6, and fern, -βάτις, ιδος, h. See Transgressor, and by ptcpp. of the verb, e.g. b παραβαίνων ο?' παραβάς. ό βιαζόμενος or βια- σάμενος (γυναίκα). V. of the law, b παρανόμησα?, ή, -μήσασα : v. of treaties, παρασπονδητης, οΰ, 6, and fern, -σπονδι'ισασα, η '• v. of an oath, see Perjurer. VIOLENCE,^, βιαιό-, χαλεπό-, δεινό-, όζύ-, σφοδρό- της, t»)tos, φορά (rush), 'ύβρις, εως (insolence), Ισχύς, ύος, ν. The v. of the storm, του χει- μωνος το μέγεθος : v. of temper, ι) του τρόπου όζντης or χαλε- πότης. To treat with v., έπι- πολόζειν τιν'ι: to act with v., βιάζεσθαι. VIOLENT, βίαιος, 3 and 2. δεινός, σφοδρός, ισχυρός, 3. εμ- βριθής, ες. μέγας, γάλη, γα and πολύς, πολλή, πολύ. V. pain, οδύνη βαρεΐα, πολλή άλ- γηδών, ν : a v. blow, πληγή ισχυρά or βαρεΐα, ή : v. rain, πολύς όμβρος, δ : v. storm, <5εί- νός or μέγας χειμών, ό: v. wind, άνεμος σφοδρός or πολύς : ν. temper, η του τρόπου όζύτης or χαλεπότης. To put to a V. death, βιαίως άποκτείνειν. VIOLET, ΐοι/, τό (gir dis- tinctively Ιου μέλαν, Theophr. = viola odorata, the Ιου being g. t. including wallflower, gilli- flower, and snowdrop). V. like, ίοειδης, ts : V. colour, ίανθον, τό : v. coloured, Ίάνθινος, 3. Ιοειδής, ές. ιώδης, ες. ιοβαφής, ές : a wreath of v.'s, στέφανος ϊοθαλής, 6 : v. crowned, ίοστέ- φανος, 2 (poet.). VIPER, εχιδνα, ης, r/. εχις, εως, 6. Of or belonging to a v., εχιδναϊος, 3 : bit by a v., έχιδνό- δηκτος, 2 : the bite of a v., έχίδνης δήγμα or δ. έχιδναϊον, τό. t VIPERINE, VIPEROUS, εχιδυαϊος, 3. VIRAGO, άνδρείκελος γυνιί or κόρη, η. VIRGIN, παρθένος, r,. To remain a v., παρθενεύεσθαι. See Maid. Like a v., see the adj. Pleasure or occupation fit for v.'s, παρθενεύματα, τά. VIRGIN, VIRGINAL, adj. παρθένιος, 3 and 2, and παρθέ- νειος, 2. παρθενικός, 3. παρ- θενώδης, ες. Of v. air, παρθεν- ωπός, 3. . VIRGINITY, παρθενία, and εια, κορεία, η. κόρευμα, τό. State or life of v., παρθένευσις, VIRILITY, ανδρεία, v. VIRTUAL, -LY, δυνάμει (Anstot.). See Efficient, Ef- fectual. VIRTUE. 1 Power, efficacy] (622) δύναμις, εως, Ισχύς, ύος, rj, and j σθένος, τό. Medicinal v., δύ- ναμις άκέσιμος or θεραπευτική, v. H In a moral sense] άρετη, j ή. τό καλόν, καλοκαγαθία, αν- \ δραγαθ'ια, ή. To apply oneself to v., διώκειν, επιτηδεύειν or ! άσκείν την άρετήν or τό καλόν. Ι αρετές επιμελεΐσθαι or άντ- έχειν: the path of v., η δι άρετης οδός. Tf Chastity] Vid. VIRTUOUS, καλός, αγαθός, ! καλός και αγαθός, χρηστός, 3. | To be v., άσκείν άρετην. καλο- καγαθία χρησθαι. καλόν και αγαθόν είναι. VIRULENCE, neut. of the adj. VIRULENT, Ιώδης, ες [ve- nomous), πικρός, δηκτικός, 3, and δακνώδης, ες (of language). Also υβριστικός, 3. VIRUS, ιός, b. VISAGE. See Counte- nance, Face. VIS-A-VIS (French), hav- τίον, απ-, κατ-εναντίον, αντι- κρύ, άπ-, κατ-αντικρύ, άυτι- πέρας, καταντ., all c. gen. See Opposite, Over against. VISCERA. See Intestines. VISCID, VISCOUS. See Sticky, Tough. VISIBILITY, το φανερόν. τό εναργές, ους. έμφάνεια, η. Crcl. with the Adj. VISIBLE, ορατός, θεατός, 3. To become v., οράσθαι. φανερού γίγνεσθαι, φαίνεσθαι : athg be- comes v. to aby, προφανές γίγ- νετα'ι τ'ι τινι. ΤΙ Evident] ViD. VISION. _ ! Sight] Vid. «fl An apparition] όραμα, φάν- τασμα, τό. είδος, τό. όφις, η. V.'s and spectres, φάσματα και είδωλα όφθέντα, τά : a v. in a dream, όφις (εως), ενυπνίου or όνείρατος, η. τό επιφαινό- μενου εν τω υπνω. -η ευ τοΐς όνείροις φαντασία, φάντασμα, τό. To have a v. in one's sleep, όναρ ίδεΐν. οράν ενυπνίου. VISIONARY, φαντ-, φαν- τασι-αστικός, 3. φαντασιώδης, ες. ενθουσιαστικός, μανικός, 3. VISIT, S. εντευζις, η. ασπα- σμός arid χαιρετισμός, b (visit of courtesy). To pay a v., επι- σκοπείυ τίνα. προσιέναι τινι άσπασόμενον. εντυγχάνειν and εντευζιν ποιεϊσθαί τινι. φοιταν προς τίνα or ες [την οίκίαν] τινός. VISIT, ν. έπισκοπεΐν, εφοραν τίνα (a friend, a patient, S[c). άσπάζεσθαί τίνα. εντυγχάνειν τιν'ι and δεΐσθαί τίνος (aby, e.g. in order to ask a favour), εϊσιέναι προς τίνα, παρά τίνα, επι τίνα, ιός τίνα. προσιέναι τιν'ι or ε'Ίς, προς τίνα. φοιταν προς τίνα αηάπαραγίγνεσθαίτινι. φοιταν orπapaγίγvεσθat εις τι, e.g. to v. the theatre, παραγίγνεσθαι εις τό θέατρον or επι την θέαυ: to ν. aby frequently, θαμίζειυ επί τί- να, θαμινά εϊσιέναι προς τίνα : to v. a place repeatedly, θαμίζειυ εις τίνα τόπον : a place much v.-d, χωρίον κεχαρισμένον πολ- λοίς : a v.-g, φοίτησις, εως, η. ΤΙ Pig. : to visit ivith = to inflict] μετιέναι (μετέρχεσθαι) τινά. To v. with punishment, ζημίαις κυλάζειυ τινά. έφικνεϊσθαι (Hdt.) : to be v. by athg, πιέζε- σθαί τινι. κακώς έχειν biro τί- νος, περιπ'ιπτειν τιν'ι. VISITATION (the act of vi- siting). See Visit. ^J Infliction] τό μετελθεϊν. A v. of calamity, σκηπτός, b. VISITOR, with pres. ptcp. of the verb. We have v.-'s with US, φίλοι ομιλούντες ζυνεληλύ- θασιν ες την ημετέραν. ζένοι ε'ισεληλύθασι προς ημάς : to re- ceive v.'s, δέχεσθαι έπισκοποϋν- τας or άσπαζομένους. VISOR, πρόσωπον, τό. See Mask. VISUAL, ορατικός, 3. See Sight. VITAL, «ft Propr. : of or pertaining to life] ζωικός, "ζωτι- κός, ψυχικός, βιωτικός, 3. V. breath, πνεύμα, τό : v. power or spirit, ψυχή, ισχύς, ύος, η. But usu. Crcl. with tlie substt. in Life, Vid., and the compounds, ibid. U Metaph. : Essential] Vid. t VITALITY, ψυχή, v. Ισχύς, ύος, η. VITALS. See Entrails, In- testines. VITIATE. See to Mar, Spoil. VITREOUS. See Glass. VITRIOL, χαλκίτης λίθος, b. πινάριον, τό. σταλακτίς, ίδος, V (Diosc.). χαλκάνθη, η, and χάλκανθον, τό (copperas-water). Also χαλκανθές, οϋς, τό. Vi- triolic earth, μίσυ, τό (earth con- taining copperas). VITUPERATE. See to Blame, Censure. VIVACIOUS. See Lively. VIVACITY. See Liveli- ness. VIVID. See Lively, ' to the Life.' VIVIFY, ψύχουν, εμψυχοϋν. ζωοποιεΐν. See to ENLIVEN, Quicken, Animate. VIVIPAROUS, ζωοτόκος, -γόνος, 2, with verb -τοκεϊυ, -γονεΊν. VIXEN. ^ Propr.: she-fox] άλώπηζ, εκος, η. (σ)καφώρη, η (jEL). II Fig. : a quarrelsome woman] Crcl. with Quarrel- some. See Scold, Termagant. VIZIER, βεζίρης, ου, b (mod. Gr.), with siibst. βεζιρεία, η. VOCABULARY, ό τών λέξ- εων κατάλογος or πίναζ. λεξι- κόν, τό. See Dictionary, Lexicon. VOCAL, φωνηεις, εσσα, εν (having voice), φωνητικός, 3. εμφωνος (2), e.g. v. music, Ι. μου- σική, also ψιλή συμφωνία, ή : voc VOR VOU v. concert or harmony, συμ- φωνία, η. -VOCATION. See Calling, Call. VOCATIVE, κλητική {with or without πτώσι?), η. VOCIFERATE, κραύγαζαν. κράζειν. See Shout. VOCIFERATION, κραυ- γασμό?, 6. See Crying, Shout- ing. VOCIFEROUS. See Loud, Clamorous. VOGUE. See Fashion. To be in v., πολύν, έντιμον είναι, έπιπολάζειν (with subst. έπι- πολασμό?, 6, and adj. επιπό- λαιο?, 2), άκμάζειν. τιμασθαι. επιθυμητά? λαμβάνειν. Το come in v., εκνικάν. VOICE, φωνή, η (sound and one's voice), φθέγμα, τό, and φθόγγο?, 6 (sound). To raise one's voice, φθέγγεσθαι. ϊίναι or άφιεναι φωνην. όζύνειν την φωνήν or οξύτερα τρ φωνή χρησθαι : to lower one's v., νφιεναι την φωνήν. A strong or loud v., φωνή μεγάλη or ισ- χυρά, λαμπρό-, μεγαλο-φωυία, ν : a thin or soft v., λεπτή or όλ'ιγη φωνή : to have a deep v., βαρύ φθέγγεσθαι φύσει: that has a strong, a weak, v., μεγάλο-, μικρό-, and Ίσχνό-φωνο?, 2 : the sound of aby's v., ηχο? φθεγγο- μενου τινά?. *i\ Vote] VlD. VOICELESS,a-0o>i/os, -φθόγ- γο?, 2. VOID, s. U Propr. : empty] Vid. if Fig. : without legal or other validity] άκυρος, 2. To de- clare null and v., άκυρον ποιεϊν. άκυροϋν. καταλύειν. VOID, v. See to Empty and to Evacuate, to Discharge. VOIDNESS. See Emptiness, Vacancy VOLATILE, θυμιατικό? (PL), θυμιατό? (Aristot.), 3. εύ- διαφόρητο?, 2, and Crcl. with διαλύειυ ει? αϋραν, έζαεροΰν. ί[ Pig.] κουφάνουν, 2. See Light, Light-minded. VOLATILITY, τό εύδιαφό- ρητον. See Levity. VOLATILIZE, διαφορεΐν. διαλύειυ εις αϋραν. έζαεροΰν. VOLCANIC, καιόμενο? (η, ον) και έχων (ούσα, ον) κρα- τήρα? πυρά? (Strab.). VOLCANO, δρο? ρύακα? άναπέμπον, τό, or by the phrase in Volcanic. There is an erup- tion of the v., άναφυσα και ρύακα? αναπέμπει τό όρο?. VOLITION, βούληση, h. See VOLLEY. See Flight. A v. of arrows, musketry, &c, πλη- θο? αμήχανου των φερομένων βελών, τάομοΰ φερόμενα βέλη. To give a v., άφιεναι τα βέλη. VOLUBILITY (of speech), λόγων εύπορία, η. ευστροφία, σ ρεπτη γλώσσα, ενρεσι-λο- γία, -έπεια, εύρημοσύνη, ή. (623) VOLUBLE, εττίτροχο?, πο- λύλογο?, εΰρεσιλόγο?, 2. ιτολυ- and εύρεσι-επη?, έ?. εύρήμων, 2. See Fluent, Glib. VOLUME. 11 Bulk, size] Vid. ^T Of a book] τόμο?, b. σωμά- τιον, τό. VOLUMINOUS. TI Bulky, large] Vid. U Of many volumes] πολύβιβλο?, 2. VOLUNTARY, εκούσιο?, 3 and 2. εθελούσιο?, 3. αυτόμα- το?, αύτοκέλευστο?, αυθαίρε- το?, αβίαστο?, 2. Voluntary la- bour, εθελούσιο? πόνο?, 6. εθελ- ουργία, η : v. exile, εκούσιο? (or έκυυσία) φυγή ' v. slavery, έθελοδουλεία or ία, ή (with adj. εθελόδουλο?, 2, verb -δουλεϊν or -δούλω? έχειν) : v. motion, αύτο- κινησία, -κίνησι?, η. See SPON- TANEOUS, Self-imposed, $c. V.-ly, έκοντί, εκούσια, εκυυ- σιω?. εθελοντί, έθελουτηδόν, έθελοντήν (Hdt.). εφ', αφ' εαυ- τού. To do or perform athg v.-ly, εκόντα ποιεϊν. έκουσιάζεσθαι. αύτοματίζειν. See ' of one's own Accord.' VOLUNTEER, εθελοντή?, ου, and -ήρ, ηρο?, 6. A v. soldier, ό έθελοντηδόν στρατευόμενο?, 3. I am going as a v., συνέπομαί τινι εθελοντή? εΐ? τον πόλεμου (Time.) : who without being either general or captain or private soldier served as a v., ο? ούτε στρατηγό? ούτε λοχαγό? ούτε στρατιώτη? ών συνηκολούθει (Jr.). VOLUNTEER, ν. εθέλοντα επαγγέΚλειν τι. See to Offer (oneself) and the subst. To v. into the ranks of the slingers, σφενδοναυ εντεταγμένου έθέ- λειν (Χ.). VOLUPTUARY, 6 των Μο- νών τ/ττων. 6 προ? τά? ηδονά? άκρατη?, φιλήδονο?, 2. f VOLUPTUOUS, ήδυτταθή?, έ?. αβρό?, τρυφερό?, χλιδανό?, 3. τρυφιρόβιο?, άβροδίαιτο?, φιλήδονο?, 2. To be v., ρά- διου είναι προ? τά? ηδονά?. χλι- δαν and -αίνειν : to lead a v. life, τρυφερώ? Xfiv. ηδυπαθεΐν. δουλεύειν Trj ηδονή, τά? ηδυυά? ζητεΐ ν. άβροτέρα τή διαίτη χρησθαι. έκ-, έν-τρυφάν. ταΊ? ηδοναΐ? εγκaλιι'δ^ίσθaι. ( VOLUPTUOUSNESS, ηδονή, ηδυπάθεια, φιληδονία, η. τό φιλήδονον, κτλ. VOLUTE, έλικο- or κοχλιό- ειδι)? γραμμή, η. σπείρα, h (of a column), άνθέμιον, τό. To de- scribe a v., έλικογραφεϊν. VOMIT, εμεΤν, άπεμεϊν, also κοτταβίζειν, άποκοτταβί- Χ,ειυ (to SPURT [add to that art.] from the mouth, in the game of κότταβο?). V.-g, έμετο?, 6. έμε- σι?, η : medicine to produce v.-g, εμετικού, τό (φάρμακον) : to give it, εμετηρίζειν. VORACIOUS, άοη-, πολυ- φάγο?, λαί-, γαστρί-μαργο?, λάβρο?, 2. βορό?,3. φαγεΐν δει- νό?, 3. VORACIOUSNESS, VORA- CITY, 7Γολυ-, άδη-φαγ'ια, λαι-, γαστρι-μαργία, η. VORTEX, δίνη, η. δϊνο?, 6. στρόβιλο?, 6. συστροφη υδά- των, η. ϊλιγξ, ιγγο?, η. VOTARY. See One Dedi- cated ' or ' Devoted to,' and Worshipper. VOTE,S. ψήφο?, η. ψήφισμα, τό (the thing voted), κρίσι? and γνώμη, η (sentence or opinion, by ivord of mouth), χειροτονία, η (by show of hands). To give one's v., ψηφϊζεσθαι. την ψηφον τί- θεσθαι (propr. and metaph.), for aby, τινί. άποφαίνεσθαΐ την γνώμην. ψηφοφορεϊν (for aby, τίνα) and την ψηφον εμβαλεΐυ (only propr.). χειροτονείν (by holding up the hand : for aby, χ. τίνα), συμβουλεύειν (only me- taph. : for athg, σ. τι) : to ap- point to office by v., διαχειροτο- υεϊυ τίνα : to give one's v. in public, φανεράν φέρειν την ψη- φον. to put to the v., έπιψηφί- ζειν τι and τινά? (the voters) or ε'ί? τίνα?, ψηφον έπάγειν, προ- τιθέναι, τισίν, ε'ι — . προτιθέ- ναι την διαψήφισιν. Also επι- χειροτονεϊν : to put to the v. again, άναψηφ'ιζειν, άνάδικου την ψηφον καθιστάναι (Dem.) : the v.'s are all in favour of aby, αϊ ψήφοι γίγνουται πασαι σύυ τινι : giving a v., ψήφου φορά, ψηφοφορία, διαψήφισι?, επι- χειροτονία, η : electing by vote (show of hands), διαχειροτονία, η : diversity of v.'s, πολυψηφία, η (Thuc.) : Majority of v.'s, Vid. VOTE, v. ψηφϊζεσθαι (rarely active), ψηφον τιθεσθαι. δια- ψηφίζεσθαι. ψηφον φέρειν. ψη- φοφορεΐν. χειροτονεΐν. Το ν. for aby, athg, see ' to give one's Vote,' also δέχεσθαί, δοκιμά- ζειν τι : v. agst athg, vote that — not, άποψηφίζεσθαί τίνα, τι or μή C inf. άποχειροτονεΐν μή C. inf. κατα-ψηφί"ζεσθαί and -χει- ροτονεΐν τινο? (in condemnation of aby) : to v. with aby, 6μό- ψηφου είναι τινι πιρί τινο? : to join in v.-g for, συνεπιψηφίζειν: to V. succours, ψηφίζεσθαι βοη- θειαν (Dem.) : to have right to v., ψηφον έχειν : not having it, άψηφο?, 2 : having an equal right to v., Ίσόψηφο?, 2 : to allow the people to v., διαχειροτονίαν δι- δόυαι τώ δήμω (/Eschin.). VOTER. Crcl. ivith the Verb. VOTIVE, εύκταΊο?, 3. VOUCH. See to Confirm, Witness. VOUCHER, μάρτυρ, υρο?, εγγυητή?, οΰ, 6. 6 λέγων, 6 ει- πών (as person), μαρτύριον, τό. πίστι?, εω?, έγγύη, διεγγύησι?, η. ασφάλισμα, τό (as thing or document). VOUCHSAFE, m To accord, vow WAI WAL granf] Vid. ^j To condescend, please] Vid. VOW, S. ευχή, έπευχη, η. To make or offer a v., εΰχεσθαι, ευχάς ποιεϊσθαι : he made a v. to consecrate a temple, ηύξατο νέων άναθησειν {Pint.) : to make a v. of chastity, εΰχεσθαι τω (τη) θεω άγνεύσειν : under a v., bound by v.'s, εύχωλιμαίος, 3. ένοχος (2) τί] εύχ?;: to pay for one's v., άπο-διδόναι, -τελεΐν YOW, v. See ' to make a Vow,' also ΰπισχνείσθαι, καθ- υπισχνεΐσθαι (g. t. promise, en- gage). \ OAA EL•, (γράμμα) φωνήεν, τό. VOYAGE, s. h κατά θάλοτ- ται/ πορεία. πλους, οϋ, ο. ναυ- τιλία, ή, also στόλος, 6, and g. t. οδός, πορεία, ή. To make v.'s, πλωΐζειν : a fair v., εύπΧοια, η : a v. across, round, a coasting v., διά-, περί-, παρά-πλους, ό. VOYAGE, v. See to Sail, and g. tt. to Journey, to Tra- vel. YO YAGER. See Sailor, and ptcpp. of to Sail. VULGAR, δημ-, συρφετ- ώδης, ες. Υ. opinion, δόξα ή των ποΧΧών. See Common and Popular, χυδαίος, 2 (coarse). V. language, χ. ΧαΧιά, ή : to make v., χυδαιοΰν : to become v., χυόαΐζειν : in v. language. χυδαϊστί, χυδαϊκώς : to speak the v. language, κυινολεκτεΐν : a v. (base or mechanical) trade, βάναυσος τέχνη, ή : a v. upstart, φορτικός (3) και νεόπΧουτυς (Plut.) : v. claptrap, φορτικά και δηαηγορικά or δικανικά (PL) : the v. herd, ό αγοραίος (2) όχ- Χος, ο : v. jests, αγοραία σ^ώμ- ματα, τά : the v. (as subst.), το πλήθος, οι ποΧΧο'ι. ο πολύς όμιλος. VULG AR1T Υ, neut. adjj. and χυδαι-, φορτικ-ότης, ητος, jj. φόρτος, 6. Υ. of expression, χυδαιολογία. η. YULNERABLE, τρωτός, 3. VULNERARY, τραυματι- κός, 3. ^1 Relating to a wowid] Vid. VULTURE, γΰψ, γνπός, 6. Of a v., γύπινος, 3: v. like, γυ- πωδης, ες: a vulture - haunted crag, γυπιάς (άδος) πέτρα, ?; (jEschyl.). w. ( WAD, WADDING, στοιβή. V (g. t. stuffing), υπόστρωμα, τό (lining). WADDLE, σαΧεύειν βαδί- ζοντα (roll in one's walk). " A D Ε, διαβαίνειν, e. g. through a river, δ. ποταμού. Also ciavtiv. (624) WAFER, πλακοΰντιον, τό. WAFT. See to Float: as a breeze, οϋρίζειν, επουρίζειν (poet.). WAG, v. ΤΙ To sJtake (Trs. oWIntrs.)] Vid. To w. its tail (of a dog), σαίνειν τη οΐφα or την ουράν, also σείειν aiid διαρρίπτειν την ουράν : to keep W.-g, διασείειν τη ουρά (Χ.). WAG, s. εύτρά7τελθ5 or παι- γνιώδης άνθρωπος, σκωπτολης, ου (Arisioph.), δ. See Jester, Jocose. WAGE, v. προ- and έκ-φέρειν, and άναιρεΐσθαι πόΧεμον. See War. WAGE, s. See Wages. WAGER, lay a WAGER, s. περιδίδοσθαι mid. c. gen. of the. thing wagered (Horn.), or περί c. gen. (Aristoph.) See Stake, v. To w. with aby or lay aby a w., περιδίδοσθαι τινι : a w., περί- δοσις, η. WAGES, μισθός, ό. μισθο- φόρο and -φορία, η. έπίχειρα, τά. εργασία, ή. επιτίμια, τά, e. g, w. of impiety, της δυσσε- βείας (Soph.). Fixed w., σΰν- Tugis, ή : to give or pay w., μι- σθοί/ διδόναι or φέρειν or παρ- εχειν or άποδιδόναι or τελείν. μισθοδοτεϊν : to take, get or re- ceive W., μισθόν λαμβάνειν or άπολαμβάνεινΟΓ φέρειν or <ρέρε- σθαι. μισθοφορεϊν. μισθαρνείν. μισθού or επί μισθω ποιείυ τι. See Hire, Pay, and Merce- nary. WAGGERY. See Fun, Drollery. WAGGISH. See Funny, Jo- cose. WAGON, άμαξα φορτίων or φορταγωγός, i}. See g. t. CAR- RIAGE. A w. road, οδός αμαξι- τός, η : a w. load, άμαξιαϊος, 3, e.g. λίθος (AT), άμαξοπληθής, ές (Eur.) : of or belonging to a w., άμαξικός, 3 : to go with a w., άμαξεύειν : to be traversed by w.'s, άμαζεύεσθαι (Hdt.) : traversed by w.'s, άμαξήλατος, 2 : to build w.'s, άμαξοπηγεΐν and subst. -ία, ι) : dwelling in a w., άμαξόβιος and άμάξοικος, 2 (Strab.). WAGONER, ό άγων or ελαύ- νων τό ζεΰγος. άρματηλάτης, ου, 6. To be a W., άμαξεύειν. WAGTAIL, κίγκλος, κίλλ- and σείσ-ουρος, ο. σεισοπυγίς, ίδος, η. WAIL. See Lament. WAILING. See Lamenta- tion. WAIN. See Wagon. Charles's w. (the constellation), βοώτης, ου, b (the driver). ά'/ζαζα, η (the wain). WAINSCOT, σανιδ-, φατν- ώαατα, τά. σανίδες, αι. W.-d, σανιδ-, φατν-ωτός, and φατν- ωματικός, 3. Y'AIST, ίζΰς, ύος, η (small of the back, loins), also "ζώνη (girdle) and πρότμησις, η (both Horn.). To pinch in at the w., σφηκυΰν : pinched — , σφηκ-ώδης, ες, -οειδής, ες (wasp-like) : long w.-d, βίΐθΰ'ζωνος. 2 (poet.). NYAISTBAND. See Girdle. WAISTCOAT, pips προ- στερνίδιον, τό. χιτωνίσκος 6 περιστέρνιος. ΛΥΑΙΤ, ν. μενειν, επι-, άνα-, περί-, υπο-μενειν (to stay or re- main at a place), επίχειυ (not to proceed icith attigfortlncith). To w. for aby, μενειν, άναμένειν τιι/ά. εκδέχεσθαί τίνα : to w. for athg, μενειν τι. εκδέχεσθαί τι. άναμένειν γίγνεσθαι or ηκειν τι (to wait for athg to take place), τηρεΐν τι. φυλάττειν τι. See to Watch for. W. a little, w. awhile, περί^εινον ολίγον χρό- vov (don" t go away), μικρόν έπί- σχες : to w. for the future, τό μέλλον περι'ίδίϊν (Thuc.) : what are you w.-g for? τί μέλλεις ; the favorable moment does not w., καιροί ου μενετοί (Thuc.) : to w. upon, see to Attend. WAIT, s. To lay w., to lie in w. for abv, see Ambush. WAITER. See Attendant. WAITING, μονή, επι-, άνα-, περί-, ύπο-μονη, η. προσδοκία, ν. ^Ι Serving as a icaiter] θε- ραπεία, διακονία, η. % Waiting upon] See Attendance and Call, Visit, s. WAKE, WAKEN, v. 1 TRANS.] εγείρειν, άν-, επ-, δι- εγείρειυ. To w. aby out of bis sleep, άνεγείρειν εξ 'ύπνου, άφ- υπνίΧ^ειν, εξυπνί'ζειυ- *\\ Ιν- TRANS.] έγείρεσθαι, αν-, εξ- εγείρεσθαι (pass.). See AWAKE. WAKEFUL. % Sleepless] Vid. % Watchful] Υιό. WALK,», ήί Tomoveo?ione''s legs'] βαδί"ζειν, βαίνειν (propr. to step ; opp. to ride and run), φοιτάν (to resort, frequent), πε- ριπατείν (to walk about). See g. t to Go, to Come. To w. one's toes off, άποσποδεΐν τους όνυχας (Aristoph.) : w.-g (as adj.), πε- ζός (on foot), πεζευτικύς (opp. to flying, creeping, Qc., Aristot.) and πορευτικός, 3. As adv. πεζή and βάδην (at a f oofs pace). An subst. βάδισις, περιπάτησις, η, βαδισμός, b, see the subst. Good at w.-g, βαδιστικός, περιπατη- τικός. 3. WALK, s. If Act oficalking for air or exercise] περιπάτησις, ή and περίπατος, b. To take a w., go for a w., go w.-ing, περι- 7Γατεϊι/. περίπατον ποιεΐσθαι. έζιέναι εις τους περιπάτους : with aby, συμπεριπατείν τινι. άκολουθεϊν τινι εις περίπατον. Τί Place to walk i?i] περίπατον, δμόμος, b, a?id g. t. Way. Tj Space walked over as measure of distance] E.g. a day's walk, βα- δίζοντι η•^έρας οδός, v. ^1 Gait] Vid. % Sphere, region] Vid. AVALL, s. τείχος, τείχισμα WAL WAR WAR {of a fortress), τειχίου, τό (dim.). W. of a house or room, τοίχος, 6 (paries) : common or middle w., w. of partition, κοινός τοί- χος, μεσότοιχον, 6 (paries in- terserinus) : to erect, build, or raise a w., ιστάυαι. or άνιστάναι or ο'ικοδομεΐυ or άυορθοΰυ τεί- χος : the building or raising of a W., τείχισις, η. τειχισμός, 6 '. to provide with a w., τειχίΧ,ειυ : to surround with a w., περιτει- χί"ζειυ τι. τείχος περιβάλλει» τινί : to separate or partition by a w., διατειχίζειυ. διαφραγυύ- ναι τείχει. WALL, v. a) To build or raise a wall: β) To fortify by or surround with a wall. See phrases in Wall, s. W.-d, τει- χήρης,ες. τετειχισμένος,Ζ. See to Fortify. WALLET. See Scrip, Bag. WALLFLOWER, Ιου, τό (g. t.for violet, snow-drop, stock, and wallflower), λευκόϊου and φλόγινον, τό. WALLOW, κυλιυδεΐσθαι. See to Roll oneself. WALNUT, κάρυον Περσι- κού or βασιλικόν or πλατύ, τό, or simply κάρυον, τό. W.-tree, καρύα ΐίερσική or βασιλική, η. WAN. See Pale. WAND. &e Staff. A ma- gician's w., θελκτική ράβδος, η : herald's w., κηρυκείου, τό. WANDER. See Roam, Stray, go Astray. Also άλά- σβαι. κυλιυδεΐσθαι, and poet. ττλά'ζεσθαι (pss.). φοιταν, διυεΐ- ff0at(/)ass.). ερρειν (asvagabond) and περιέρρειυ. To cause to w., πλανάν. πλά'ζειυ: to w. from the right course, παρασφάλλε- σθαί τίνος (PL) : w.-g, as adj., πλάνης, ητος, ό. πλανήτης, ου, 6. πλάνητος, 3, and by ptcpp. Also poet, πλαγκτός, 3. πλάνος, 3 and 2. As subst. πλάνη, fj, and πλάνος, 6. πλάυιιμα, τό. αλη,η (also fig. of the mind, PL), and Orel. Also poet. πλαγκτο- σύΐ'η, άλητ-εία and us, ΰος, rj. WANDERER, πλάνης, ητος. πλαυ- and αλήτης, ου, ό, and by ptcpp. of verb. See Rover, Rambler." WANE, s. (of the moon), σε- λήνη φθίνουσα, η της σελήνης έλάττωσις or άπόκρουσις. άπο- λείπουσα or αποκρουστική ή σελήνη. The moon is on the w., απολείπει η σελήνη. WANE, v. φθ'ινειν. ελαττοΰ- σθαι, and spec, of the moon, άπολείπειν. AVANT,v. f To Iqpk] ευδεώς εχειν τινός, ένδεά είναι, also δει, εν-, προσ-δεΐ μοι, and δεΐσθα'ι, τίνος, σπανίζειν τινός. W.-g =r in w. of, εν-, κατά-, επι-, προσ- δεής {ίς) τίνος. Str.t.,see Des- titute. lj To fail, be deficient] λε'ιπειν, ελ-, επι-λείπειν. To w. but little of — (—to be within a little of — , or in he all hut — ), ' (625) ολίγου δεΐυ c. inf., e. g. of cry- ing, δακρΰσαι : there w.'s little (= all but), ολίγου δει. See under Little and Short of, Far from. To w. three fingers of being four cubits high, μέγεθος από τεσσάρων πήχεων άπολεί- πειυ τρεις δακτύλους (Hdt.) : W.-g (= deficient), ελλιπής, ες: to be w.-g in athg (subjectively), άπο- or έλ-λείπειυ τι : I am not w.-g in good will or intention, ούδευ απολείπω or ελλείπω προθυμίας. "ft To ivish, to de- sire, to long] VlD. WANT, s. ένδεια, απορία, σπάνις, εως, η (scarcity), ερη- μιά, ή (privation of athg). χρεία, h (need), χητος, ους, τό. En- tire W., εσχάτη απορία, η : W. of sustenance, ένδεια σίτου : W. of money, απορία χρημάτων: W. of friends, έρημία φίλωυ : and subjectively, w.'s (=: needs) of the body, α! σώματος ένδειαι (ΑΓ.). ^* In many instances Crcl. with a privat. or otherwise by com- pounds, e. g. w. of due considera- tion or discernment, αβουλία, η. άγνωμοσύυη, η : w. of under- standing, άνοια, ή : w. of advice orgood counsel, αμηχανία, απο- ρία, η : w. of water, ανυδρία, h '. want of corn or food, σιτοδεία, ή (and verb, σιτοδεΐσθαι) : to suffer w. of athg, see to Want. To remove or supply the w.'s of aby, άρκεΐυ or έξαρκεΐυ άπο- ροϋντί τινι : out of w., for w. of athg, απορία or ένδεια τινός, δι άπορίαυ or ένδειάυ τίνος, άπορων (ούσα) τίνος. For str. tt.,see Poverty, Distress, Des- titution. WANTON, S. ακόλαστος, 2. νεαυικός, ή, όν. ασελγής, ίς. υβριστής, οΰ, ο. υβριστικός, 3. σινάμωρος, 2 (mischievous, and also lecherous, Pint.), χλιδαυός, 3 (voluptuous). W. treatment or proceeding, υβρισμα, τό. ύβρις, εως, ή : to be W., άκολασταί- νειν. στρηυιαν : to play the w., deal w.-ly with aby, έγχλίειυ τιυί (jEsch.) : w. tricks, υεα- νιεύματα, τά. See LASCIVIOUS and Wilful. WANTON, v. ενήδεσθαί τινι (wanton in athg). ευηδνπαθεΐν τινι. άβρότητι χλιδαίνεσθαι (revel in luxury, X.). Also poet, σκιρτάν (of the wind, JEschyl.). See to Play. > WANTONNESS, ακολασία, ασέλγεια, 'ύβρις, εως, ή. From sheer w., εκ περιουσίας or εκ του περιόντος (Luc). See Las- civiousness and Wilfulness. WAR, s. πόλεμος, ό (agst or with aby, προς τίνα). "Αρης, ίος and εως, ό (poet.), στρατεία, ή (military service). Civil w., οικείος or εμφύλιος πόλεμος : foreign w., πόλεμος προς τους έζι•) : an open w., νόμιμος και προφανής πόλεμος : of or be- longing to w., πολεμικός, 3. ό, ή, τό προς τον πόλεμου: to carry on w., πολεμεΐν (πόλε- μον). διαπολεμεΐυ. εχειν πό- λεμου : to wage or go to war against aby, πολεμεΐν, έκπολε- μοϋσθαί τινι or προς τίνα : to go to w. (of tiuo parties), συνιέναι : to make w. upon aby, πόλεμον έπι- φέρειν τινί. π. ποιεΐσθαί τινι: to begin, engage in, aw., πόλεμου εκφέρειν or αρασθαι or άυαιρεΐ- σθαι προς τίνα. πολέμου or όπλων απτεσθαι. καθίστασθαι or καταστνυαι εις πόλεμου, ευίστασθαι πόλεμου : to cause, give rise to, or bring on a w., κιυεΐυ or έγείρειυ, συγ-κροτεϊυ or -κρούειυ πόλεμον (between persons), ζυυιστάυαι τινάς εις πόλεμου : to incite to w., set at w., ίκπολεμοΰυ : to declare w., προαγορεύειυ (προειπεΐυ) or καταγγέλλειυ πόλεμου : to make w. without declaring it, άπροφασίστως πολεμεΐυ : w. not proclaimed, π. ακήρυκτος, ο (and without regard to overtures of truce, internecine) : to change the seat of war or carry the w. into another country, μετ- άγειν or μεταφέρειν or μετατι- θέυαι π. εις χώραυ τιυά : to be involved in a w., be in a state of w., ξυυεστηκέυαι εις π. or πο- λεμοΰυτας : a war is breaking out, συρρήγνυται ό πόλεμος, π. καθίσταται or καταλαμ- βάνει, π. γίγνεται or συνίστα- ται τισιυ (beticeen people) : it comes to an open w., φαυερός καθ- ίσταται 6 πόλεμος: on the out- break of a W., πολέμου συρ- ραγέυτος : to put the army on a war footing, παρασκευάζεσθαι την στρατιάυ ώς εις πόλεμον: — the navy — , εζαρτύεσθαι υαυτικόυ. πληροϋυ τάς τριήρεις ως πολεμήσοντα. PRISONER of war, Vid., and Captive. The history of a w., διήγησις η τώυ πολεμικώυ έργωυ or των εν πο- λεμώ πραχθέντων : the fortune of w.j πολέμου τύχη, η. ai ευ ταϊς μάχαις or εν πολέμω συυ- τυχίαι : a man of w., see War- rior and Ship. Minister of w., πολέμαρχος, επιστάτης τώυ πολεμικών, ό. ό επί τών πολε- μικών : w. ministry, οι στρατη- γοί, οϊ έπϊ τώυ πολεμικών : a w. department, ν του πολέμου διοίκησις. τά περί τον πόλεμου, τά πολεμικά : council of w., ν τώ>υ στρατηγώυ or ηγεμόνων βουλή, ζύλλογος τΰ>υ στρατ- ηγώυ, ό. ζυνέδριον τών στρατ- ηγών : to hold a council of w., βυυλήν προτιθειαι εν τοις ηγε- μόσιυ. συνεδρεύειν μετά τώ>υ ήγεμόνωυ. W.-cry, αλαλαγμός, ό : to raise a w.-cry, αλαλάζει/'. @lsP παιάυ, ανος, ό (a song or warlike hymn) : to sing it, παια- υίΧ,ειν. W. -horse, 'ίππος πολε- μικός, 6. W.-tax, εισφορά η, τέλι} τά, and φόρος ό, εις του πόλίμον. Ss WAR WAR WAR, v. See phrases tinder AVAR, S. WARBLE, μινύρεσθαι and μινυρίζειν. See to Quaver, and g. t. Sing. WARBLER. See Singer. WARD, f In fencing] ευλά- βεια, η. To make a w., ευλα- βεΐσθαι (pass.) πληγήν. *|{ Custody] VlD. ^1 A district of a town] κώμη, ή. See District. il A person under guardians] επιτροπευόμενο?. μένη. WARD OFF, ε'ίργειν, άπείρ- γειν. άποτρέπειν τινά τινο? or από nvos. άμΰνειν, άπαμύνειν (by protection or resistance), άπ- ωθεΐν and άποκλείειν (to shut out), άμύνεσθαι {to defend). To w. (in fencing), δια- or άπο- κροΰεσθαι or εύλαβεϊσθαι (pass.) πληγήν. WARDEN. See Guard, Keeper, and Overseer. WARDER. See Keeper, Guard. WARDROBE, ϊματιο-φυλά- κιον, τό, -θήκη, ή (as place), ιμάτια, ων, τά, Ίαατισμό?, ό, εσθή?, ητο?, η (the garments). WARDSHIP. See Guardian- ship. WARE. See Merchandize. WAREHOUSE, αποθήκη, v. ταμιεΊον or ταμείου, τό. See Store. WARFARE, το πολεμεΊν. See War. WARINESS. See Caution. WARLIKE, πολεμικό?, 3. μάχιμο?, 3 and 2. W. expedition, στρατεία, ή : w. enterprizes, τά εν τω πολεμώ, τά του πολέ- μου : matters assume a w. aspect, πόλεμο? μέλλει έσεσθαι. See under War and Military. WARM, s. θερμό?, 3 (or hot, prop, and fig.). ά\εεινό?, 3 (e.g. a w. coat, ά. χιτών, δ). Also λιαρό? (poet.) and χλ. (Hdt.), ευδιενύ?, 3 (PL), and εύδιο?, 2 (poet., of iveather) : rather w., ΰπόθερμο?, 2: veryw., διάθερμο?, 2. Luke- warm, Vid., and Tepid. To make, to become w., see the Verb. The dress keeps aby w., θάλπει τό ϊμάτιον. T[ Fig.] There is w. work (in fighting), μέγα? έστϊν 6 άγων. % Metaph. : ardent, zealous] Υιό. W. tempered, see Hot, Hasty. WARM, v. θερμαίνειν, δια-, έκ-θερμαίνειν. θάλπειν, επι-, περι-θάλπειν. άλεαίνειν. χλιαί- νειν. To w. oneself, άλεαίνε- σθαι (pass.), θερμαίνεσθαι (pass., to be or become warm) or δια-, υπο-θερμαίνεσθαι : W.-ing, θερ- μαντικό?, 3: W.-d, θερμαντό?, θερμό?, 3 : to W. up, άναθερμαί- νειν, άνα-, έκ-θάλπειν. to W. up (a dish), άναπέττειν : to w. at, παραχΧιαίνειν τιν'ι. WARMING, θίρμανσι?, θερ- μασία, ή. A means of w-, θέρ- μασμα, τό : w.-pan or bottle, φακό?, δ (Hippoer.). (626) WARMTH, θέρμη, θερμότη?, ητο?, θερμασ'ια, ν. τό άψυκτον (Plat.). A pleasant w. (esply of the sim), αλέα, ή : excessive w., θάλπο?, το. See Heat. Exer- cise or motion produces w., τό κινεΊσθαι θερμασίαν παρέχει. See to Warm. ^ Fig.] See Ar- dour, Heat, Zeal. WARN, νουθετεΐντινα. παρ- αινεϊν τινι. ΰπομιμνήσκειυ τι- νά (of personal subjects). Tow. agst, άποτρέπειν τινά (τινά?), and παραινεϊν τινι φεύγειν τι : a token or appearance w.'s me not — , αποτρέπει με or εναντι- οΰτα'ι μο'ι τι σημεϊον : to be (= allow oneself to be) w.-d, νου- θετεΐσθαι (pass.). άποτρέπε- σθαι (2iass.) : to be w.-d by aby (take his learning), νενουθετήσθαί and πείθεσθαί (pass.) τινι. ά- κούειν and ΰπακούειν νουθετή- σαντό? τινο? : one that will not be w.-d, άνουθέτητο?, 2. W.-g, as adj. (= calculated or proper for a warning, of a learning effect), νουθε-τητικό? and -τικό?, 3 : a w.-g example, παράδειγμα άποτρεπτικόν τών κακών. See to Admonish, Exhort. W.- ing, as subst., νουθέτησι?, παρ- αίνεσι?,ι). υουθέτημα,τό. απο- τροπή, ?';. To take w.-g, to listen to or take aby's w.-g, see under the Verb. My w.-g is of no avail or in vain, παραινών ουδέν ε? πλέον ποιώ: to be a w.-g, παράδειγμα γίγνεσθαι του μή . . . WARP, S. στήμων, ονο?, δ. στημόνιον, τό. Also ντριον, τό (PL, opposed to κρόκη, woof), δίασμα, τό (Callim.). W.-like, like the threads of the w., στη- μονοφυή?, έ? (PL). WARP, v. U Intrans.] ελ- κεσθαι and στρέφεσθαι (as wood, <^"C, by bending, contracting, or shrivelling: see those verbs), ^f TRANS.] διαστρέφειν. παρα- λυγίζειν. W ARRANT, v. 1 To autho- rize] κύριον ποιεΐν τινά τινο?. έπιτρέπειν τιν'ι τι. διδόναι τινι έζουσίαν ποιεΐν τι. Ι am w.-d to do athg, δίκαιο? ειμί ποιεΐν τι. έζουσίαν έχω or έζουσία εστί or δέδυταί μοι ποιεΐν τι : to consider oneself w.-d. άζιοϋν. δικαιοϋν. ^j To guarantee athg, e. g. the genuineness or correct- ness] έγγυάν τι (also mid.), άνα- δέχεσθαί τι (to take upon one- self), ίσχυρί'ζεσθαί τι. πίστιν παρέχειν υπέρ τινο?. He will do it, I w. you (= take my word for it), άμέλει ποιήσει. WARRANT, s. ΤΪ Authority] εξουσία, έπιτροπή,ή, and phrases under the verb. % A zcarrant of captio?i] προγραφή ή κελίύονσα συλλαμβάνειν τινά. To issue a w. agst aby, προαγορεύειν or άνακηρύττειν συλλαμβάνειν τι- νά. WARRANTABLE. See Jus- tifiable. WARRANTY. be* A rity and Guarantee. WARREN, Χαγωτροφεΐον, τό. WARRIOR, πολέμων, oZv- to?, πολεμιστή?, οΰ, στρατιώ- τη?, ου, ό. A brave or valiant w., πολεμικό?, δ. δεινό? τον πό- λεμον. See Hero. WART, άκροχορδών, -όνο?, η (a wart with a neck to it; with adj., full of such w.'s, -ονώδη?, ε?), μυρμήκια, τά, and μυρμηκίαι, αϊ (on palm of haiid and sole of foot, and growing directly out of the skin, not with a neck : Lat. formicationes) : to have such w.'s, μυρμηκιάν {with subst. -ιασμό?, ό) : full of such, μυρμηκώδ))?, ε? : W.-like, μυρμηκοειδή?, έ?. μυρμηκία?, ου (e.g. λίθο?, a stone with wart-like lumps on it). WARY. See Cautious. WASH, v. λούειν and νίΧ,ειν (chiefly of parts of the human body). πλύνειν, αποπλύνειν (esply linen). See to Bathe. To w. or w. oneself (one's hands), λούσασθαι. νίφασθαι (τά? χεί- ρα?), χερνίπτεσθαι (poet., with holy water) : to w. out athg fm oneself, έκνί'ζεσθα'ι τι. άποτρί- βεσθαί τι. To w. a blackamoor white, Αιθίοπα σμήχειν : to w. off, περί-, άπο-λούειν. άπο-, εκ-, κατα-πλύνειν. άπονΊΧ,ειν : tow. (as the sea, <|"C.), περί-, προσ-, κατα-κλύ'ζειν τι: w.-d all round, περίκλυστο?, 2 (poet.) : of or belonging to w.-g, νιπτικό?, πλυντικύ?, 3 : water for w.-g in, χέρνιφ, ιβο?, 77, and poet, -vi- πτρον, τό : a w.-g of the hands, χέρνιμμα, τό : a vessel for it, χέρνιβον, τό. WASH, s. ίί Washing] πλύ- σι?, ή. πλυσμό?, δ (of linen), λοΰσι?, ή (of the body), and inf. of verb. To be in the w. (of linen), πλύνεσθαι (pass.) : to send to the W., κελεύειν πλύνειν τι. *\l Lotion] YlD. νίπτρον, άπόνιμμα, τό (for cleansing the body), φάρμακον καλλωπιστι- κού, τό (cosmetic), ^j For rinsing or in which athg has been rinsed] περίκλυσμα, διάκλυσμα, άτιό- πλυμα, τό. ^\ A marsh] YlD. WASH -BALL, σμήγματυ? σφαίρα, ή. See SOAP. WASH-HAND -BASIN, νιπτήρ. ijpo?, δ. χέρνιβον, τό. WASH-TUB, πλυνό?, ό. σκάφη, ή. WASHERWOMAN, h πλύ- νουσα. φαιδρύντρια (JEsdn.l.) and πλυντρί?, ίδο? (Aristoph.), ή- WASP, σφήζ, σφηκό?, άν- θρήνη, ή. Of or belonging to a w., σφήκειο?, 3: like aw., σφη- κοειδή? and σφηκώδν,?, 2 : a w.'s nest, σφηκία, ή (a?id metaph., e. g. σ. έχθρων : a cell in one, σφηκίον, τό, as κηρίον, of bees), also άνθρήνιον, τό : to destroy a W.'s nest, έζαιρεϊν σφήκα? : Ιο WAS WAT WAT Stir up a w/e nest, όργί"ζειν σφη- κίαν : to make like a w., σφη- κοϋν (e. g. by tight lacing). WASPISH, WASP- LIKE, σφηκειος, 3. σφηκοειδής, ές, and -ώδης, ες. See Irritable, Morose. WASSAIL, κώμο?, 6. See Revelry. WASTE, v. 1 Trans.] μα- ραίνειν, άπομαραίνειν. φθίνειν, καταφθίυειυ. έπι-, κατα-τρί- βειν. άναΧίσκειν. τρύχειν,κατα- τρύχειν. τήκειν, εκ-, συν-τηκειν (of grief, Sec). To w. by degrees, σμύχειν : to w. by extravagance, δια-, κατα-σπαθάν, see to LA- VISH. Also προίεσθαι. έκχεϊν. διαρρίπτειν. διαφορεϊν. % Ιν- trs.] See to Dwindle, to Con- sume (ifitrs.). φθίνειν. τηκεσθαι. ελαττοϋσθαι. μειοϋσθαι. To "W. away slowly, ΰπεκτηκεσθαι {pass., Hipp.). ' AVAST E, adj. Tf Destroyed, desolate] VlD. To lay w., δηοΰν. κατακείρειν. κακοποιεΐν. ανά- στατου ποιεΐν. See Devas- tate, Ravage. U Refuse {adj.)] Vid., and Worthless. W. land, see the Subst. WASTE, s. TI Lavish or wanton consumption] σπάθησις, πρόεσις, η. άνάλωμα, τό. W. of time, διατριβή {χρόνου), η. M^Decay] Vid. % Waste land] γη ανάστατος {devastated) or άγι-ώργητος {unfilled), η. WASTEFUL. See Extra- vagant, Lavish. WATCH, s. II The act of watching or guarding] φυλακή, h {as act, and as time, e. g. the w.'s of tbe night, αϊ φυλακαι της νυκτός), φρουρά, η {of α post). To keep w., to have the W., προκοιτεΐν. φυΧακην αγειν or εχειν or κατέχειν or ποιεΐ- σθαι. φρουρεϊν. φυλάττειν {with or ivithout φύλακας), εν φρουρά είναι : in the day time, ημ^pυσκoπεlv (r= to be ήμερο- σκόττος and -φύΧαζ, ακος, 6, day- watcher) : at night, νυκτοφυλα- κεϊν (=to be νυκτοφύλαζ, ακος, 6, night-watcher) : a n. w., νΰ- χευαα, τό {Eur.). ^[ The person watching, a watch {man)] φύλαξ, ακος, ο, ή. φυλακίς, ίδος,ή. η φυ- Χάττουσα (of athg),Ti. φρουρός and σκοπός (scoid),o. SeeGvAKT), Sentinel. *Π Collectively, a body of men] φύλακες, φρυυρηί, oi. oi 'περί τάς πύλας φρουροί (at the towns gate). To send out or post a w., φύλακας or φύλακας κιιθιστάναι or καθίστασθαι. The captain of the w. or that has the w. (= is on guard), φρουρ- άρχης, ου, and φρούραρχος, 6. *Ii Watch house] Vid. H A time- piece] ώηο-λόγιοναηά -σκοπεϊον, τό. φ&° For the ancient method, see Dm.. The w. goes (too fast, too slow), κινείται τό ωρολογίου (θάττον, βραδύτερον του -προσ- ήκοντος) : w. -maker, τεχυίτ»;? (627) ό κατασκευά'ζων τα ωρολόγια. 6 ωρολογάς (mod. Gr.). WATCH, v. H Not to sleep or be asleep] εγρηγορέναι. ά- γρυπνεΐν. See to Wake. ^]. To be vigilant or attentive] See the Adjj. To w. over aby's safety, εγρηγορέναι περί της ασφα- λείας τινός έπιμελόμενον. "\\ Το be on the look out, to watch for] σκοπεϊυ. κατασκοπεΐν. τηρεΊν, e7ri-, irapa-, δια-τηρεΊν. έφ - εδρεύειν (with hostile design). To W. carefully, έπιτηρεΊν, φυλάσ- σειν. καραδοκεΐν [with expecta- tion), il To observe closely and attentively] θεωρεΐν, σκοπεΊν, έπι-, KuTa -σκοττεΐν τι. προσ- έχειν τον νουν τινι. άθρεΊν. έπιμεΧεΊσθαί τίνος, έπιμέλειαν ποιεϊσθαί τίνος, άνακώς έχειν τινός (Thuc, to give good heed to athg). To w. the enemy's move- ments, &C, φυλακην ποιεϊσθαί των -πολεμίων, φυλάττειν τους πολεμίους : to w. or blockade an enemy (with ships), εφορμεΊν τινι (also to lie by and w., and fig., see beloio). TJ To watch athg (with a via• of deriving beiiefit or profit by it}] τηρεΊν, έπι-, παρα- τηρεΐν. φυλάττειν. To w. the right time, period, or opportunity, τηρεΊν or φυλάττειν οτεύλαβεϊ- σθαι (Eur.) τον καιρόν, εφορ- μεϊν τοϊς καιροΐς (Dem.). καιρο- τηρεΐν, -σκοπεϊν, -φυλακτεϊν : he w.'s his opportunity agst our city, καιροφυΧακεΐ την -πάλιν ημών (Dem.). Also θεραπεύίΐν τι (to watch so as to provide for). T[ To keep watch] φυλάττειν, διαφυλάττειν, φρουρεϊν. τη- ρεΙν, παρατηρεϊν. To w. by night, by day, see tinder Watch, s. : to w. from a watch-toaver, Vid. : w.-g, ptcpp. : w.-g by, over, alone, έπί-, αεί-, μονό-φρουρος, 2 (poet). WATCH-FIRE, πυρά, τά. To light or kindle the w., -πυρά καίειν. πυρπολεϊν. See FlRE and Beacon. WATCH-HOUSE, h των φρουρών στέγη or σκηνή, φυ- Χακτηριον, τό. WATCH-MAKER. See under Watch, s. WATCH-TOWER, σκοπιά and σκοπη, περιωπή, η. To watch from a w., σκοπι-ά\ειν, -ωρεΊσθαι. See LOOK out. WATCHMAN, φύλαζ,ακος, ό. φρουρός, 6. See under Watch, s., a?id Guard, s.. Sentinel. WATCHWORD, σύνθημα, σύμβολον, τό. -παραγγελία, η. To give the w., τταραγ- γέλλειν, -παρεγγυάν or ττσρα- διδόναι τό σύνθημα : the w. is passing along, τό σύνθΐ]ΐια -παρ- έρχεται : thew. has gone round, τό σύνθηαα ηκει -πάλιν άντα-πο- διδόμενον : the giving out of the W.. -παρ-άγγελσις, -εγγύησις, η. WATER,*, 'ύδωρ, 'ύδατος, τό. River-, sea-, spring-, well-w., υ. ποτάμιον, θαΧάσσιον, κρηναΊον, φρεατιαΐον: salt W., ϋδωρ πλα- τύ and αλαυοον : standing w., ύδροστάσιυν.τό (ivithadj. -στά- σιμος, 2, and verb -στατεΐσθαι, = to have it), see Stagnant : w. for washing the hands, χέρνιψ, ιβος, η (esply holy ιν.) : to draw W., άρύτεσθαι ύδωρ. ΰδρεύειν (with subst. ΰδρε'ια, η) and ϋδρεύ- εσθαι (also to take in w., of a ship, άντλεΐν). : to fetch or carry w., υ. φέρειν. ΰδροφορεϊν (subst. -φουία, η). Ίεναι επί ύδωρ : w.- carrier, Λν. -man, υδροφόρος, 6 : to drink W., ύδωρ πίνειν. ΰδρο- ποτεΐν (stibst. -ποσία, η), ΰδρο- πότην είναι : to have or be in want of w., άνυδρος (tcith subst. αι/υδρύζ, η), 2 : well off for w., εΰ-, πολύ-υδρος,Ί (subst. ευ- and ποΧυ-υδρία, ή) : having little w., όλιγουδρος, 2 : to attract w. (as the sun), υ. ϊλκειν and ϋδατοπο- τέϊν : to cut off the w., άφαιρεΐ- σθαι τό ύδωρ. ι'ίργειν από του ύδατος : to go into or take tc the w., απτεσθαι τοΰ ύδατος . the w. comes up to my knees, βρέχομαι (pass.) (προς) τά γόνατα, βρέχω τά γόνατα : to pour w. on (athg), ύδραί- νειν : by land and w., και κατά γην και κατά θάλατταν : to go by or on the w., άνάγεσθαι. πλείν. ναυτίλλεσθαι. ναυτιλία χρησθαι : that lives or grows in the w., υδραίος, 3 (by w., on w., opp. to χερσαίος), 'ένυδρος, 2. ύγροτροφικός, 3 (w. animals, ΰ. ζώα, τά, PL) : under w., υφ- υδρυς, 2 (Thcophr.). υποβρύχιος (PL), and ύπόβρυχος, 2. ΰπό- βρυχα (as adv.) : to lay under w., κατακλύζειν τι: w. side, τά 7rpos την θάΧιίτταν (or τον ποταμόν) τετραμμένα : to surround with W., περιλιμνάζειν (Thuc.) : to be surrounded by w., περιρρεΐ- σθαι : surrounded — , περιρρυ- τος, περίρρους, 2. W.-fall, see Cataract. To hold w., be w. tight, 'ύδωρ στέγειν : w.- tight or w. -proof, υδατοστεγής, ές. στε- γνός and στεγανός, 3. W. on the chest, see Drops ν : w. in the head, ύδροκέφαλον, τό, and -ος, b : that has it, ίδρο- and ΰγρο-κέφαλος, b. W. basin or urn, ewer, bucket, κρατϊψ, ηρος, 6. άγγεϊον νδρο- δόκον, τό. υδρία, η. άμφορίύς, έως, ό. κάδος, ό. κάλπη, η. κάΧ- πκ>ν, τό. πρόχους, προχοη, η. ύδατηρός κρωσσός, b (JEsch.). W. flask or bottle, κέραμος ύδρο- δόκος, ό. W. fowl, όρνιθες έπι- θαλάσσιυι, έπιποταμιοι, λιμ- ναίοι, oi. W. hen, α'ίθυια, η. φαλιιρίς, ίδος, ή. W. serpent, υδρος, ό, and υδρα, ή. W. plant, φυτόν ενυδρον or λιμναϊον or ποτάμιον, τό. W\ lily, μηδω- νία, η. W. -works, υδραγωγού and ΰδραγωγεΐον,τό. See AQUE- DUCT, Conduit. W. mill, υδρο- μύλη, η. υδρόμυλος, 6. ύδρα- λέτης, ου, 6, and τά ϋδραλίσια^ Ss2 WAT WAY also ύδραλεσία, ή (and Hesych. -τία). W. organ, ΰδραυλις, sws, jj : one that understands to play on it, ΰδραύλης, ου, 6. W. wheel, 6 υπό του 'ύδατος περιφερό- μενος τροχός. W. spout, ύϊραρ- ρόα, ή [from the roof). W. pipe, υδραγωγός αυλός, b. W. course or channel, ΰδρορρόα, ΰδραγω- γία, χαράδρα, ή {conduit for let- ting off water, Dem). W. drain, ΰδροχόη, ή. W. clock, κλεψύ- δρα, ή. ΰδροσκόπιον, τό. ΰδράρ- παξ, άγος, 6. W. prophet or diviner by w., ΰδρόμαντις, εως, b : divination by w., ύδ ρομαν- τική, η : art of seeking for w., ύδρο-μαστευτική and -φαυτική, η : that practises it, -μαστευτής, οΰ, 6, and ΰδρο-γνώμων, ό, ή, -φάντης, ου, 6 : to get a supply of water, ΰόρονομεΐσθαι {Luc.) : scooped out by the action of w., ΰγρολάζευτος, 2 : water-green, ύδατό-χλοος and -χλωρός, 2. See other compounds in Gr. Eng. Lex. under ύδρο- und ΰγρο-. WATER, v. αρδειν {land and cattle), άρδεύειυ {Hdt.). ποτί- "ζειν {plants), ΰγρ-, ΰδρ-αίνειν βρεχειν. καταδεύειν {Eur.), ύδωρ επιχεΐν τινι. To w. a horse, ρυιζειν ϊππον {Strab., to walk him in a porid) : well w.-d, ευ-, πολύ-, εφ-υδρος : scantily w -d, όλιγόΰόρος : half w.-d, ήμιβρεχής, ες: w.-g, άρίεία and άρδευσις, ύδρεία and υδρευσις, η. ρυϊσμός, ό (of a horse by walking in a pond) : w.-g place {for cattle), άοδμός, 6 (Horn.), ΰόρεΐον and ϋδρευμα, τό (place where water is draivn, well) : = bathing place, see Bath. To go to or visit a w.-ing-place, άποδη- μεϊν or άπιεναι χρησόμενον dip- μαις. WATERY. 11 Propr.] υδά- τινος, 3. ϋδατ-, ύδαρ-, and ύδρ- ώδης, ες. υδαρής, ες (e. g. of wine), and ύδαρός (subst. -ότης, ητος, ή), also ΰδαλέος, 3. ενυ- 7/3 os, 2 (full of water), υδρη-λός and -ρός, 3 (poet.), ΰδρόεις, ΰδα- τύεις, εσσα, εν, and ϋδροειδής, ες. To be W., εξυγραίνε σθαι (pass., Aristot.) : to make w., ΰδατοΰν: of w. consistency, ΰγρο- παγής, ες (Galen, opp. to σκλη- ρόσαρκος) : with w. eyes, ύγρ- όφβαλμος, 2 (opp. to σκληρόφ- θαλμυς). ^[ Abounding in water\ See under Water, v. WAYE, s. κΰμα, τό. κλύδων, ωνος, 6 (a short breaking wave ichich curls back and dashes over). To rise in W.'s, κυμαίνειν. κυ- ματοΰσθαι (pass.) : full of w.'s. κυματηρός, 3. κυματώδης, ες. κυαατίας, ου, 6. WAVE, v. «fl Intrs. : To move as a ivave] κλυδωνίζεσθαι (pass.), κυμαίνειν (pass.), κυμα- τυυσθαι (pass.). W.-g, κυμαί- νων, ούσα, ου. κυματηρός, 3. κυματίας, ου, 6. ^| Trs.] σεί- ειν. άνασείειν. διαπάλλειν. άνα- (628) τινάσσειν (poet.), κραδάειυ and κραδα'ινειν (Horn.). To W. one's hand (in making a sign), σημαί- νε ιν. *H To move to and fro] See to MOVE, σείε σθαι, α'ίσσε- σθαί. See to Float, Hover. TI To wave or waives omit, (wil- lingly) foreqo, pass over~\ Vid. WAVED, WAVY, κυματώ- δης, ες. A w. motion, κύμανσις, εως, η (Aristot.). WAVER, δονεΤσθαι (pass.) and σαλεύειν. ταλαντεύεσθαι and -οϋσθαί (δεϋρο κάκεϊσε,pss.). άστατεϊν. κινεϊσθαι (pass.), δι- στάζειι/. άμφισβητείν. επαμ- φοτερ'ιζ,ειν. άπορείν. σφάλλε- σθαι τ?; γνώμη, δεϋρο κάκεϊσε Την ροπήν λαμβάνειν. W.-g, see Inconstant, Unsettled. W.-g r= flickering (tgtjp add to that art., ροδανός, 3, poet.) : w.-g in mind, ττλαγκτός, 3 (poet.). WAX, s. κηρός, 6. Made of w., κηρινος, 3 (and pliable as w., nose of w.) : to do over with w., κηροΰν, εγκηροΰν : done over with w., κηρωτός, 3 : like w., w. coloured, κηφοειδής,2. κηρό- χρως, ωτος, 6, ■>). κηριώδης, ες : moulded in w., κηρό-ττλασ- tos, -χυτός, 2 : a modeller in w., κηρο-ττλάστιις, -τέχνης, ου, 6 : his art, -πλαστική, ι) : to mould of w., κηρο-ττλαστεΊν, -χυτεΐν : a torch of w., κηρίων, ωνος, 6 : w. tapers, κηροί, oi : formation of w. and materials of w., κή- ρωσις, ι) (Aristot.) : dealer in w., w. chandler, κηροττώλης, ου, 6: making cakes of w., κηριο-ποιός, 2 : a painter on w., κηρογράφος, 6, ?'; (but κηρόγραφος, 2, painted in w.) : the art of painting on w., κηρογραφία, ?'j : white, bleached w., τρακτόν, τό : to bleach like w., τρακταΐζειν: sticking-plaster of white w., τράκτωμα, τό : w. salve or unguent, see the verb and Cerate, also of w. and pitch, κη- ρόττισσος, ττισσόκηρος, η (used in later times by ivrestlers. Plut.). WAX, v. *If (Trs.) To cover or besmear with wax\ κηροΰν, εγ- κηροΰν. Waxed, κηρωτός, 3 : W.-d floor, κΐ))ΐωτίίΐ), κηρωμα, τό (and = w. salve, cerate). ^ (In- trans.) To groiv] Vid. WAXEN, κήρινος, 3 (and see under the subst.). WAY, ττόρος, 6. οδός, η, and poet, κέλευθος, ν (to athg, -προς, ί'ττί, its τι : and fig. επί τινι, in order to). oTuos, ό (PL). See Road, Path. Trodden, beaten W., τρ'ιβος, πάτος, στίβος, βά- δος (Aristoph.), 6 : foot-w. , α- τραπός, ή, and poet, άταρπός, άτιιρπ- and άτραπ- ιτός, η (Horn.) : the shortest w. or cut, >) συντομωτάτη οδός : to take the short w., συυτεμυειν οδόν : the straight w., Vid. To take one's W., τρέπ^σθαι, τίμνειν οδόν : to take a different w., άλ- λην τρίπεσθαι : to go one's W., βαδίζειν or πορεΰεοϋαι οδόν: a high-w., λεωφόρος οδός, r\ . show aby the w., οδηγείν τίνα. ηγεϊσβαι της όόοϋ τινι : to bring aby into the w., όδοϋν τίνα : to bring aby on his w., see Escort : out of the w., εξίατω : to put one in the w., όδοττοιεϊν τινι. όδοΰν τίνα t?s τι : to make one's w. (advance), όδοποΐεϊσΰαι (mid), όδοΰσθαιαηα' ευυδυϋσθαι (pass.) : to stop the w. agst aby, άπο- κλείειν τινά της όδοΰ. όδοστα- τεϊν : opening the w., paving or preparing the w., οδο-ποιό%, 2, -TroitjTi/co's, 3 : on the w., καθ' όδόν. κατά την οδόν. Also πο- ρευόμενος, 3 (inter eundurn). See Route, Journey. To stand in aby's W., εμποδών είναι, εμπό- διον and ίπίπροσθεν (PI.) γίγ- νεσθαι τινι : sis έμποδΊΧ,ειν, κω- λύειν τό μη — : see Hinder, Obstruct, Thwart (gu* to which add παρά σκέλος άπαν- τάν τινι). To stand out of aby's w., εκποδών γίγνεσθαι τινι : to make w. for, give w. to, παρα- χωρεϊν or ε'ίκειν της όδοΰ, ΰπεξ- Ίστασΰα'ι, τινι : to give w. to, ε'ικειν τιν'ι. πλέον νεμειυ (give loose to, e.g. a feeling, Eur.). See Yield. To get out of athg's w., έζίστασθαί, φεύγειν τι : go your w. ! ϋπαγε δη. την σαυ- τοΰ τ ρίπου : (get) out of the way, ίξίστω. To put aby out of the W., εκποδών ποιεϊσθαί, avaiptlv τίνα : to come in one's w., Crcl. with ευτυγχάνειν τινι, see to Happen, Meet with, Light upon. To be in luck's w., see Lucky : out of harm's w., εκτός βλάβης : to do athg by the w. , ώς εν παρόδω or εν παρ- εργω ποιεΐν τι : to mention by the w., παραμεμνησϋαι, tee ' by the Bye,' and Cursory, Pass- ing. To depart from the w. of virtue, άποστηναι της άρετης : to leave the right w., άποκλίνειν της όδοΰ. W.'s and means, μη- χανή, αφορμή, η : in this W., ταύτη τη όδω. ταύτη τηδε : to try one's luck (in) this w., «is τοϋτ' ιόντα σώζεσβαι (pass.): to get or attain athg in an honest w., in the w. of honesty, τά δί- καια πράττοντα κτάσβαί τι : what w. shall I best be able to bring athg about? τίνα όδόν ιών πράττειν τι ικανός εσομαι; in a friendly w., προς φιλίαν: that is the (right) w. to it, αυτή εστίν h οδός επί τί, e. g. to attain, ac- complish, bring about, or arrive at athg, έπι τό κτήσασθαί τι, or simply c. infin. : by w. of apo- logy, άπολογούμενος,-μενη, also απολογίας δίκην ('=■ χάριν, for the sake of). In what w. ? τινι τρόπω ; τίνα τρόπον ; See How. It is their w., εν εΰει εστίν αύτοϊς. νόμιμόν εστίν αυ- τοΐς. ώδε πως νομϊζουσι. φι- λυΰσί πως : 'tis woman's w., προς γυναικός εστί : after aby's (pe- culiar) w., τρόπον or δίκην τίνος. WAY WEA WEE WAYFARER, -PARING, οδοιπόρος, 6, ή. See TRAVEL- LER. WAYLAY, έφεδρεΰειν Ύΐν'ι. λοχαν τίνα (poet, and lute prose), λοχίζειν τινά (Th.). See phrases in Ambush. WAYLAYER, οδο-σκόπος, -φόλαξ, ακος, -στάτης, ου, ό. WAYWARD, μονο-γνώμων, 2, -γνωμονικός, 3 (to be — , -μονεϊν). Also δΰσ-τροπος and -κολος, 2. See Perverse, Fan- ciful, Petulant, and Self- willed. WAYWARDNESS, μονο- γνωμοσύνη, ή. See PERVERSITY, Petulance, Self-will. WE, ήμεΐς : 0§» but unless emphatic not separately rendered, being expressed by the personal flexion. The use of\ p. plur.for 1 p. sing, is even more frequent in Greek than in English. WEAK, ασθενής, ες. άρρω- στοι, αδύνατοι, 2. μαλακός, 3 (iveak in character and will). Also sts ολίγος, 3, and βραχύς, εΊα, ύ (slight, small). λεπτός, 3 (e.g. of the voice). άαβλύς, εϊα, ύ (dull, of sight, intellect, S^c). άμαυρός and αμυδρός, 3 (dim, obscure). φαιός, 3 (of voice), υγρός and αραιός (of liquids). άλωτός, 3 and 2. άΧώσιμος, 2 (of a for- tress), σαθρός, 3 (decayed, un- sound). The w. side of aby or athg, το σαθρόν : w. of under- standing or intellect, τή φυχγ ανόητος. αμβλύς την φΰσιν : to be W., άσβενεΐν. άρρωστεΐν. άδυνατεϊν : to render or make w., see to Weaken. Aby's eyes or sight grows w., άμαυροϋται τα όμματα : the cattle are in a \V. State, κακοθηνεΐ τα πρόβατα. See Infirm, Feeble, and sir. t. Impotent, also Slight, Faint, Dim, &c. WEAKEN, ασθενούν, εξ- ασθενϊζειν. ασθενή or άσθενέ- στερυν ποιείν. ίΧαττοϋν and μειούν. άμαυρούν (dim.), du- βΧΰυειν (dull), θρύπτειν and θραύειν (impair), τρύχειν and κατάτρυχαν (consume, waste). εκ and παρα-Χύειν (unstring). See Enfeeble, Debilitate. WEAKLING, μαλακός άνήρ, γύννις, ιδος (Aristoph.), θηλυ- δρίας, ου, ό. See EFFEMINATE. WEAKLY, adj. See Weak, Feebi V WEAKNESS, ασθένεια and αρρώστια, ή. άδυνασ'ια, αδυνα- μία, μαΧακία, η. Α/8θλεπτό-, σα- θρό-, άμαυρό-,άμβλύ-της,τητος, ■ή. έκλυσις, εως, ή, and by veut. adjj., e.g. το σαθρόν, άμαυμόν. W. of intellect, ασθένεια ή -περί την φυχήν. το της ψυχής ά- νόητον. τό της γνώμης ασθενές. See Infirmity, Feebleness, Debility, and str. t. Impo- tence. WEAL. «ff Welfare] Vid. ■f} Mark of a stripe or bloiv] (629) σμώδιζ, ιγγυς,ή. μώλωψ,ωπος, 6. Full of w.'s, μωλωπικός, 3 : good for w.'s, σμωδικός, 3 (Hip- pocr.). WEALTH. Τ Riches] πλοΰ- τος, 6. χρήματα, τά. εύπορία, ά<ρθονία, δαψίλεια, περιουσία, ευθ)\νία, εύχρηματία, εΰττορία χρημάτων, ή. The W. of a country, ευδαιμονία της χώρας : to accumulate ν/.,συνάγειν πλοΰ- τον or χρήματα, άθροί'ζειν χρν- σόν or χρήματα : to acquire w. by athg, πλυυτεΊν άττό τίνος, περιποιιϊσθαι χρήματα or πλούτον αϊτό τίνος or εκ τίνος. WEALTHY, πλούσιος, 3. εύχρήματος, εύπορος, 2. εύπό- ρως (a?id χρήματα) έχων, ούσα, ον. ευδαίμων, 2. όλβιος, 3. εύ- κΧηρος, 2. To be W., χρημάτων εύπορεϊν. εύχρηματεϊν. ευ εχειν χρημάτων, χρήματα ποΧλά or iKuva εχειν or κεκτήσθαι. εΰ- -θιινεϊν, -πορεΐν, -δαιμονεΐν. WEAN,a7roya\a^Ti^£(i/. χω- ρίζειν του γάΧακτος. Weaned, άπότιτθος, 2. Also fig. άπεθί- Χ,ειν. άπυ-, μετα-διδάσκειν : to have w.-d oneself from athg, μη- κίτι είωθίναι. μηκέτι εν νόμω εχειν τι : to be w.-ing — , ct7ro- μανθάνειν τι or ποιεΐν τι. WEAPON, οπΧον, τό. W.'s, όπΧα, τά. σκεύη, ων, τά : w.'s for close fight, αγχέμαχα όπΧα : with w.'s, όπΧυις. μεθ' όπΧων. ένοπλος, 2 : with w.'s in one's hands, τά όπΧα εν ταΐς χερσιν έχων. συν όπλοις. ώπλισμένος, 3. See Arms and phrases. WEAR, v. 1 As clothes, $c] φορεϊν. χρήσθαι C. dut. εχειν. To w. a black dress, φορεϊν ιμά- τιον μέΧαν. χρήσθαι Ίματίω ιχεΧανι : to w. rings, φορεϊν or εχειν δακτυλίους : to w. (such or such) clothes, χρήσθαι ιμα- τίοις or στολή, άμπισχνεϊαθαΐ ιμάτια. See to Put on and to be Clad. *ft To waste or con- sume with use and time] τρίβειν, άπο-, κατα-τρίβειν. τρύχειν, κατατρύχειν. τρυχυΰν. τείρειν. συγκρούειν. Also δια-, εκ-κναί- ειν, καταζαίνειν. To be worn away, άποκναίεσθαι (ΑΓ.). άνα- τρίβεσθαι (Hdt.) : to be worn out (by fatigue, νιον, τό. WEAR (substantively), τρΐφις, εως, ή. άποτριβή, ή, and Orel, with the Verb. *fl For fish] κυρ- τός, 6. WEARINESS, κάματος, κό- πος, 6. See Fatigue. WEARISOME. See Fa- tiguing, Toilsome. WEARY, v. and adj. See Fatigue, Tire. WEASEL, γαλή, ή. "ικτις, ιδος, ή. α'ιελουρος and αίλουρος, 6, η. A w.'s skin, Ίκτιδή, ή. γαΧής δορά, ή. WEATHER, s. ωρα,ή. άήρ,ο. Fine W., ευδία, αιθρία, ευημερία, Ι ?7 : in fine W., ευδίας ούσης; dull W., συννεφεϊς ήμέραι, αϊ : bad, stormy w., χειμών, ώνος, 6 : changeable w., μιξ-αιθρία, ή, and -αίθριυν, τό. W.-COck, άνεμού- ριυν, τό. W. -glass, prps άερό- μετρον, τό. W.-wise, άερόμαν- τις, εως, άεροσκοπος, 6: W.-WIS- dom, άεροσκοπία, ή. WEATHER, v. See to En- dure, Overcome. WEAVE, ύφαίνειν. Ίστουρ- γεϊν. κρεκειν. πλίκειν and tl- ρειν (of garlands). To weave entirely and to finish weaving, εξ- : to weave in, εν- : to weave together, συν-υφαίνειν, and σνμ- aud δια-πΧεκειν, συγκερκίζειν (PL) : woven, υφαντός, πλεκ- τός, 3 : athg woven, ύφασμα, τό: finely woven, εύήτριος, 2 (PI.): well woven, εύυφής, ές (Sojih.) : woven in, ενΰφαντος, 2. The (act of) w.-ing, υφή, ή. υφαντική, υφασία, ή. ιστουρ- γία, κερκιστική (PL), κερκισις, εως (Aristot.), and πλέζις, έμ- πλεξις, n : of or belonging to W.-ing, υφαντικός, ίστουργικός, WEAVER, ΰφάντης, ου, 6. ιστονργός, ό. ΰφάντρια, ή. Το be a w., Ίστουργεΐν: a w.'s reed (to strike the threads), σπάθη, ν : the using of it, σπάθησις, εως, ή. WEB, ύφασμα, τό. υφή, ή. Also πήυη (poet.), and πλοκή (by platting), ή. μηχάνημα, τό (fig., of intrigue, $£c). A spi- der's web, άράχνιυν, τό. See Tissue. "[} A membra?ioits tis- sue beticeen the toes of certain ani- mals] έπιδερμίς, ίδος, ή. W.- footed, στεγανόπυυς, ποδός, ό, ή (Aristot., ορρ. to σχι'ζόπους). WED. See to Marry. Wed- ded to athg (fig.), see Devoted. WEDDING-DAY, γάμοι, oi (the feast or celebration). WEDGE, σφήν, σφήνας, 6. έμβολον, τό. έμβολος, ο (esply fig., as milit. t.). To cleave by a w., σφηνοΰν : a small w., σφη- νίσκος, 6. σφιινάριον, τό : w.- shaped, σφηνοειδής, ες. επίσφη- νος, 2 : w.-shaped order of battle, έμβολος, 6. WEDLOCK. See Marriage. ^WEDNESDAY, ,', τετάρτη τής εβδομάδος, ή του Έρμου ημέρα (mod. Gr.). WEED, αγριον φυτόν or σπέρμα, τό. ύλη άγρια και ακάθαρτος, ή. WEEK, (ήμερων) εβδομάς, άδος, ή. WEEK-DAY, της εβδομά- δος ήμερα, ή (a day of the iveek). εργάσιμος ημέρα, ή (a work- day). WEEKLY, καθ' εκάστην εβ- δομάδα. W. wages, ό καθ' εβ- δομάδα αποδιδόμενος μισθός. WEEP. II (INTRANS.)] δα- κρΰειν, δακρυρροεΊν. κλαίειν or κλάειν (τι, at athg). To w. for one's misfortunes, κλαΰσασθαι WEI WEL τά πάθη. κΧαυΰμυρίζεσΰαι (of young children ; comp. to Cry). Without w.-ing (as adv.), άκΧαυ- στί, άδακρυτί : [as adj.) άκΧαυ- στοϊ, 2. άδακρυς, υος, ό, r), and άδάκρυτος, 2 : to be about to w., feel inclined to w., feel as though one could w., κλαυσιάν. κλανστικώς εχειν. Weeping (subst.), τό δακρύειν or κλαίειν. τά δάκρυα. κΧαυθμός, ό. See Tear, s., and Cry, Mourn, Bewail. To w. aloud, άνευφη- μεΊν (PL, a euphemistic antiphra- sis). WEIGH. H (Trs.)] σταθ- μάσθαί τι. ϊστάναι (σταθμω) τι, σηκοΰν τι, also άποσταθμάν τι (to. off or out, ταλαι/τίζειι/, στίίθμίξειι/, ζυγο-στατεϊι/, «?ζί3? -σταΰμεΐΐ', ζυγωβρίζειι» τι L4?'is- ioph.), and σταΰμάι> τι, which last is also weigh with the hand, — διαβαστάζειν τι, σταθμαν κάπιβαστάσαι χεροΐν (Eur.), and simply βάσταζαν arid άνα- τείνειν (poet.). To weigh out to aby, σταθμω παραδιδόναι τινί : to have anything weighed out to oneself, άποστήσασθαί τι (Dem.) : to w. over again (for correctness), άνασταθμάσθαί, πά- λιν σταθμάσθαί τι. To w. down, βαρύνειν (esply fig.), βρίθειν, καταβρίθειν (poet.), see to Out- weigh and to Oppress. To w. (= heave, raise) anchor, avu- -σπάυ or -Χύειν or α'ίρειν or (poet.) μηρύεσθαι άγκυραν. άν- άγεσθαι (put to sea). To w. atlig over in one's mind, σταθμάσθαί, έπισταθμασθαί, άναμετρείσθαί τι, see to Ponder, Deliberate, Balance, and Consider, Ex- amine. To w. well his words, περισκέπτεσθαι τά ρήματα. To w. one thing agst another, άντι- σηκοΰν, έζισοΰν, όντεξετάζειν. % (Intrs.)] βάρος εχειν (c. gen. or c. ace. appos. of the weight, e. g. to w. ten minas, β. ε. δέκα μνών or δέκα μνάς). ελκειν and άγειν (c. ace. of the weight, e. g. ά. or ε. δέκα μνάς). Things that w. more are considered heavier, and things that w. less, lighter, τά πλεΐον ελκοντα βαρύτερα νομίζεται, τά δε εΧαττον κου- φότερα (PL). That weighs so much, adj. in -aloi, e. g. that w.'s a pound, Χιτραΐος, 3. To w. more, see to Outweigh and Preponderate. Athg weighs with me (fig.), Crcl. by phrases under Weight, Importance. Weighing (subst.). στάθμησις, η. ζυγοστασία, ή. W.-d, σταθμη- TOS, 3. WEIGHER (one who weighs). Crcl. with the Verb. WEIGHT, m In the abstract] βάρος, τό. σταθμό^, 6. ροπή. οΧκύ, η. Also σήκωμα, τό. Of equal or the same w., ίσό-σταθ- μος, -ρροπος, 2. Ισοβαρής, ες. τον αυτόν σταθ/ιόν έχων, ούσα, ον. Ίσοσταθμ-, Ίσοβαρ-, Ίσορ- (630) ροπ-ών, οϋσα, οϋν : equality of W., Ίσοβαρ-, Ίσοσταθμ-, Ίσυρ- ροπ-ία, ?'/ : of unequal w., άν- ομοιοβαρης, ες : without weight, άβαρης, ες. So much in w., of the w. of so much, adj. in -αϊος, e. g. a pound — , Χιτραϊος : a talent — , ταλαντ-αϊος and -ιαίος : a mina — , μναΊος and μνααΐος, 3 : also by partepp. of Weigh (intrs.). Of' full w., 6Xo- te/\?;s, ες : worth his w. in gold, αληθώς χρυσούς, η, οΰν. ^f In the concrete: the thing iceigled icith] σταθμίον, τό. σήκωμα, τό (to. in the balance). Lawful or standard w., σύσσημον, τό : by w., στάδην or στηδην: to sell by w., από συσσήμου πωλεΐν. σταθμω άποδίδοσθαι : to give false w., κρουσιμετρεΐν (Dem.) : inspectors of w.'s and measures, μετρονόμοι, oi. *ff Metaph.: im- portance] βάρος, τό. άξια, δύ- ναμις, εως, and ροπή, h, and αξίωμα, τό [influence, considera- tion). Of W., βαρύς, ε'ια, ύ. άξιό- Χογος, 2 : of no W., βραχύς, εΤα, ύ. οϋδενός αζιος,'δ. ελαφρός, Β: to attach w. to athg, Xoyov ποι- εΐσθαί τίνος, πολύ νέαειν τινί : — too much w. — , πΧέον νέμειν τινί : — great or particular w. — , προτιμαν τι. περί πΧεί- στου ποιεΐσθαί τι. πΧείστου άξιον νομίζειν τι : to have w., be of w., δύνασθαι. δυνατόν εί- ναι : to be of great or considera- ble w., ποΧΧοϋ άζιον είναι : to possess w. (of persons), δύνασθαι, ουι/ατόυ είναι, Ισχύειν (with aby, παρά τινι). See Importance, Influence. WEIGHTINESS. See under Weight, Heaviness, Import- ance, Cogency. WEIGHTY, βαρύς, εΐα, ύ. εμβριθής, ες. See HEAVY. Fig. usu. μέγας, -άΧη, a (e. g. w. proofs, μεγάλα τεκμήρια, τά). See Important, Cogent. WELCOME, αφ', αγαπητός, άσπαστός, άσπάσιος, 3. ηδύς, ε'ια, ύ. ενάρεστος, 2. χαρίεις, εσσα, εν. Welcome ! χαίρε ! to bid aby w., see the Verb : athg is quite W. to me, 'ήκει μοι άσμέ- νω, χαίρουτι. ασμένως δέχομαι τι. αγαπώ τι. WELCOME, s. ασπασμός, ό. δεξίωσις, η. πρύσοησις, r). He will give you a pretty w., καλώς γε απαλλάξεις προσελθών (iro- nical). WELCOME, V. δεξιού σθα'ι, άσπάζεσθαί τίνα. χαίρειν κε- λεύειν τινά : to w. each other, άντιδεξιοΰσθαι and άντασπάζε- σθαι : after w.-ing each other they entered into a deliberation, δεξιωσάμενοι διεΧέγοντο προς αλλήλους. WELFARE, αγαθόν, τό. σω- τηρία, εύ-δαιμονία,-θηνία, -π ρά- για, -τυχία, and poet, -εστώ, οΰς, η. See Good, s., Prospe- rity. WELL, s. φρέαρ, u. φρεάτια, η (X.). Belonging iv. a w., φρεατιαϊος, 3 (e. g. w. wa- ter, φρεατιαΐον ϋδωρ) : to di? a w., φρεωρυχεϊν : one that digs it, φρεώρυχος, φρεορύκτης, ου, 6 : the digging of aw., φρεωρυ- χία : to draw water fm a w., Ίμαν, Att. ϊμην : w.-rope, Ίμονία, η. WELL, adv. ευ, καλώς. Also ήδέως (pleasantly), ορθώς (right- ly). Athg agrees w. with me, ευ έχω εκ τίνος, ευ γίγνεταί μυί τι, see ' to do Good :' I am do- ing w., ευ or καλώς εχειν, πράτ- τειν : one does w. to — , καλώς ποιεί or βεβούλευται c. partcp. nom., or conversely, e. g. he does w. not to be silent, καλώς ποιών ού σιγά : and w. that you did so! καλώς γε συ ποιών : it is w. that you are coming, εις δέον or εις καλόν ηκεις. εν καιρώ πάρει, καίριος επήλθες : it would be w. for you, if — , όναιο αν, ει — : athg goes W., καλώς προχωρεί τι : w. off for athg, ευ έχων, εύ- πορων τίνος : it suits him w., πρέπει αύτω : I know w., ευ οΊδα. επιεικώς εμαθον : I am W. aware, ουκ αγνοώ, ου με λανθά- νει or φεύγει : to have deserved w. of aby, ποΧΧοϋ άξιον γεγο- νέναι τινί. ξ#ί* Very often ex- pressed by compounds with ευ, e. g. w.-armed, εΰοπλος, 2 : w.- made (of shape or grozcth), ευ- φυή?, έ« : w. put together, w.- arranged, εύάρμοστος, εύσύνθε- τος, εύτακτος, 2. See the folloic- ing compounds, and usu. the second member of Hie compound, e. g. w.-vebsed, w. -informed, Qgl % In combination u-ith to be, = in good health, Vid. : to get w., see to Recover. U Denoting approbation, ^-c] W. done ! ευ γε : w., very w. ! πάνυ γε. μά- Χιστα. εΐεν (in reply) : w. then — , άλλα μήν. και δή• αγε. άγε δη. ϊθι. άλλ' ουν. αλλά γάρ. φέρε. As w. — as, καί, και. τε και. τε, τε. WELL-AFFECTED, -DIS- POSED, -INCLINED, ευνο- ϊκός, 3. ευμενής, ες. To be w. towards aby, εύνοϊκώς εχειν τιι/ί or προς τίνα. WELL-BEHAVED, -BRED, εύήθης, ες. εΰκοσμος, 2. κόσμιος, 3. εύπαίδευτος, 2. καλώς πε- παιδευμένος, 3. εϋάγωγος, 2. εμμελή?, ές (polite). WELL-BEING. See Wel- fare, εύεστώ, οΰς, η (poet.). WELL-BORN, ευγενή*, ές. WELL-DREST, εύσταλ.ί*, WELL - FAVOURED. See Beautiful, Handsome. WELL-FED, ευ-, πολύ-σαρ- κος, 2. WELL-FORMED, εΰμορφος, 2. καΧός τό σχήμα or την μορ- φήν. WELL-GROWN, εύυι'/9(έ«;) τό σώμα. WEL WHA WHE WELL-KNOWN, άγνωστος, γνώριμος, 2. WELL-MEANING,WELL- MEANT, ε'ύνους, 2. ευνοϊκός, 3. Well-meant advice, εταιρική παραμυθία (Luc). : he gave W.- meant advice, ευ φρόνησαν ελε- ye. WELL-ORDERED. See Or- derly, εϋνομος, 2 (with subst. -ία, ή, verb -εΐσθαι). WELL-READ. See Learn- ed. WELL-SPOKEN, εύ-,καλλι- επής, ές. See Eloquent. WELL-WISHER, εΰνονν, 2. See Friend, Benevolent. WELTER. See 'to Roll (oneself) about,' to Wallow. To w. in one's blood, κεϊσθαι περιχεόμενον α'ίματι πολλω. αϊμάσσεσθαι (pass., Soph.). WEN, κήλη, βρογχοκήλη, γογγρώνη, χοιράς, άδος, ή. WENCH, s. See Girl. WENCH, υ. πορνεύεσθαι. μοιχεύειν. WEST, αί (τού ι)\ίου) δυσμαί. εσπέρα, ή. Towards the W., προς εσπεραν. προς ηλίου δυσμάς, προς εσπίραν τε και ήλιου δυσ- μάς : from the W., εκ δυσμών. WESTERLY, WESTERN, WESTWARD, προς έσπέραν. εσπερινός, 3. εσπέριος, 2 and 3. δυτικός and δυσμικός, 3. The w. parts of a country, τα προς εσπέραν τετραμμίυα της χώ- ρας. WEST-WIND, ζέφυρος, 6. WET, adj. υγρός, νοτερός, 3. κάθ-, έν-υγρος, ένυδρος, 2. νό- τιος, 3 and 2 (of iveather), poet, νοτερός, 3. νοτιώδης, ες (Hipp.). To he w., νοτ-εϊν, -ιάν, -ίζεσθαι. A w. year or season, ένυγρυν έτος, τό: w. weather, όμβρία, πολυομβρία, ή, see Rainy : to make w., see the Verb : a little w., πάρυγρος; w. through, δίυγρος and διάβροχος, 2 : SOAKING w., Vid. WET, s., WETNESS, ΰγρόν, τό. νάμα, τό. νοτία and -is, ίδος, ή. WET, V. βρέχειν, δια-, κατα- βρέχειν. ΰγραίνειν, δι-, καθ- υγραίνειν. νοτίζειν. See MOIST- EN and sir. t. Soak. WET-NURSE, θηλάζουσα, θΐ]λάστρια, τροφός, ή. WETHER, κριός εκτομίας or έκτετμημένος, δ. WHALE, φάλαινα, ή. κήτος, τό. Of the size of a w., κητώ- δης, ες : w. fishery, jj των φα- λαινών θήρα. Whaler, ό τάς φάλαινας θηρών. WHAT. «Π Interrog.] ti's, τί, and indirect 'όστις : as subst. τί and ο τι. Also ποίος (qualis), πόσος (quantus), and indirect οποίος, όπόσος, 3. But the direct interrog. is often retained in the dpt question. W. say you? τί λέγεις ; I know not w. you say, (631) ουκ οίδα ο τι λέγεις : you sir, w. are you doing ? w. am I doing (ask you) ? ούτος τί ποιείς ; ο τι ποιώ; w. means this? w. mean you by this? τί τούτο θε'λεί; τί or πώς τούτο λέγεις ; w.'s the matter? τί γέγονεν; w. then? τί γάρ ; τί δη ; τί δαί ; do you see ? (I do, and) w. then, w. of that ? δρας — ; τί μην ; we must not heed w. people in general, but w. the intelligent say, ου φρουτιστέον τί έροΰσιν οι πολ- λοί, αλλ' ο τι ο επαΐων (ΡΙ.) : I know not with w. courage or in w. words I shall speak, ούκ οΊδα οποία τόλμη η ποίοις λό- γοις χρώμενος έρώ (PL). 4^° Note the construction of the inter- rog. with participial and dpt clauses, e. g. w. ailed (possessed, induced) you not to keep quiet ? τί (dpt b τι) παθών or μαθών (or βουλόμενος) ησυχία ν ουκ ηγες ; see Why? W. ails you to twist and shuffle so? τί δήτ' έχων στρέφει ; w. had he done wrong that the thing did not turn out so ? τί εζαμαρτόντος αύτοϋ ούκ απέβη οίίτως τό πράγμα ; w. must take place before you will act ? έπειδάν τί γένηται, πράξετε; if you were to ask me, w. there must be in aby's body to make it warm, εΐ γάρ έροιό με, φ άν τί εν τω σώματι έγ- γένηται, θερμόν έσται (si cui quidnam in corpore insit, PL) : do you know w. they do (for doing w. it is) that people call them ungrateful ? οΊσθα τους τί ποιοϋντας αχάριστους καλοϋ- σιν ; ξ^$° Note also the construc- tion with a demonstr. attached as apposition, I bring sad news. W. may that be? άγγελίαν φέρω χαλεπήν και βαρεϊαν. Ύίνα ταύτην ; (PL) : what are these (matters) yon speak of? τά ποία δή ταύτα λέγεις; (PL) Tow. purpose ? επί τω ; 'ίνα τί (γένη- ται) ; for w. reason ? 'ότι and δτιήτι; seeWHY,WHEREFORE: of w. country? 7roia7ro's ; 3 : at w. time ? see When ? w. o'clock is it? W. o'clock? πηνίκ εστίν άρα της ημέρας; Όπηνίκα ; (Aristoph.) : in wbat place? see Where? of what age or size? πηλίκος; 3: what (in point of number or reckoning, quotus)? πόστος; 3. What's-his-name, what-do-you-callhim, ό, ή, τό δείνα (her, it). In w. way shall we contend and for w.? (dou- ble interrogation), πώς τί άρ' άν άγωνιζοίμεθα ; w. imitations they are, and of w. life (they are imitations), I cannot say, 7τοΓα δ' οποίου βίου μιμήματα, ουκ έχω λέγειν (PL). ^Τ For the rules of construction of dpt ques- tions ivith what and other inter- rogat. pronominal words, see the Grammars. I asked w. he said, ηρώτησα τί (or b τι) λέγοι or λέγει (the direct question being τί λέγεις ;). — έλεγεν (fin τί έλε- γες ; ιυ. did you say, e. g. yester- day) : I don't know w. to do with the money, ουκ έχω, ο τι χρήσωμαι (ονχρήσομαι) τω άρ- γυρίω : I am at a loss w. to do, απορώ, ό τι χρή ποιεϊν, see un- der To, infill. : they did not know w. they were doing, w. they had done, ηγνόουν b τι ποιοΐεν, ποί- ησα ιε ν ($W ambiguous; both, also = w. to do). TI In eocclama- tioiis : what a — , &c] oTos (qua- lis), 'όσος (quantus), 3, and by ως, see How. W. a length the nights are ! το χρήμα τών νυκ- τών 'όσον (Aristoph.) : w. a plea- sure ! W. joy ! u>s ηδύ. 'όσα ησθην : w. trouble you have in your sup- per ! 'όσα πράγματα έχεις εν τω δείπνω (Χ.) : and indirect, Socrates appeared to me a happy man (when I reflected) w. a noble end he made, ευδαίμων μοι Σ. έφαίνετο — ως γενναίως ετε- λεύτα (ΑΓ.) : Cyrus departed, commiserating the woman (when he thought) w. a husband she had lost, Kupos άπήει κατοι- κτείρων την γυναίκα, ο'ίου αν- δρός στέροιτο (Χ.) : do you see w. a number there are of us ? οράς ημάς, 'όσοι εσμέ ν; [fin the exclamation, 'όσοι ε'ισίν !). 0$* Sts the relative form is used for the indirect interrogative, esply tenth tell, say, §c. : he tells the shipmaster who he is, and for w. causes (= the causes for icch) he is fleeing, φράζει τω ναυκλήρω oVtis εστί, και δι α φεύγει (Time). ΤΙ Relative : = that (those) which] As adj. 'ός, η, b, όστιβ, 'ήτις, b τι, also οΊος (qualis), 'όσος (quantus), 3 : as subst. b, a, b τι, άτινα, οία, όσα. To do W. he will, ποιεϊν b τι άν βού- ληται : to say w. he is thinking of, λέγειν α διανοείται. At- traction is frequent, e. g. from w. you confess, it appears plainly — , έξ ων ομολογείς, δηλ ov — : W. money (=so much as) they found, όσα χρήματα ευρον. i^-Porthe co7istruction of relative sentences connected by what and other rela- tive pronouns see the Grammars. W. you now ask is no trifling or simple matter, ούκέτι τούτο φαϋλον ούδ' άπλοΰν ερωτάς (Χ.) : w. I say is true, ταύτ' αληθή λέγω. " W. with — , W. with — , πή μεν — , πή δέ. ότέ μεν — , ότέ δέ. άμα μεν — , άμα δέ. οι μεν — , οι δέ, all c. ptepp. WHATEVER, -SOEVER. See under Ever and Whoever. WHEAT, πυρός, b, and πύ- ροι, oi (pi., as store or supply), σίτος, δ (as food). Made of w., wheaten, πύρινος, 3 (e. g. w. bread, π. άρτος, δ) : the finest sort of w. bread, γυρίτης (ου) άρτος, δ : beer made of w., πύ- ρινος οίνος, δ : a field of w., αγροί ο πύρους φέρων : bran of WHE WHE Wh. W., πύρινου πίτυρον, τό : w. I flour, άλενρον, τό : the finest sort of it, γϋρις, ttos, ή : w. straw, καλάμαι ai από των πυρών: to sell w., πυροπωλεϊν. W. har- vest, 6 τυΰ πυροϋ θερισμός. πυ- ρών συγκομιδή, η. WHEATEN, e. g. w. bread, w. flour, see the Subst. WHEEDLE. See to Cajole. WHEEL, s. τροχός, 6. κύ- κλος, b. A carriage w., άρμά- τειος τροχός, 6 : the w. turns round, περιάγεται ο τροχός : like a w., in the shape of a w., τροχοειδης, ες: a SPINNING w., Viol.: w. drag, τροχοπέδη, ή: w. rut or track, τροχιά, ??. άμαξοτροχιά, ή : w.-wright, τρο- χοποιός, 6 : w.-barrow, όχημα ώστόν,τό. μυνόστροφος άμαξα, ή: w.-barrow trundler, άμαξο- κυλιστής, οΰ, b (Plut.). *fl As instrument of torture] τροχός, ο. To break on the w., τροχί- Χ,ειν. τροχηλατεΐν. εις τροχόν ' WHEEL. *Ι (Trans.)] κυ- Χινδεϊν. κατακυλινδίϊν (doum). προκυλινδεϊν (on or forward). See to Turn. TJ (Intrans.) To ■wheel ronnd~\ κνλίνδεσθαι and κυλινδεΐσθαι. τροχαλίζεσθαι. περιφέρεσθαι (all puss.). WHEEZE. See Pant. WHELP. See Cub. WHEN ? πότε ; πηνίκα, and πηνίκ άττα ; (at what moment or time of the day ?) W. will you act ? πότε πρήζετε ; in in- direct questions sts οπότε and οπηνίκα : since they could not tell w. some invader would come and deprive them — , άδηλον όν, οπότε τις και άλλος έπελθών άφαιρησεται (Thuc.) : as there was no saying w. they might break out in conflict with each other, άδηλου bv οπότε σφ'ισιν αύτοΐς ξυρράξυυσι (Thuc): no- thing being settled as to w. they should set out, κυρωθεν δε ονδεν οπηνίκα χρη όρμάσθαι (Thuc.). See also 'What time?' For the construction see the Grammars. WHEN, temp, conjunc., ότε, οπότε (indefi, whenever, in re saepius facta), and sts ώς (as), ννίκα (at the moment or time of day in well), έπεί and επειδή (esply with notion of causality), also sts 'όπου and ένθα (prop?: where, as Lot. ubi), and ώς (hoiv, as), and 'όπως (as, so soon as, prop. how), ημος, εύτε (poet.). (1) With indie, when the thing spoken of is put as actual fact : w. you are in prosperity be not high-minded, ότ ευτυχείς, μη μέγα φρόνει : w. we returned fm succouring the Eubceans, bd' νκομεν Έΰβοεΰσι βεβοηθηκότες (Dem.) : w. the ambassadors came fm Philip, ήνίκα ηλθον ο'ι παρά Φιλίππου πρέσβεις (Dem.) : W. they had conquered in the fight, επειδή μάχη εκράτησαν (Thuc.) : (632) w. the generals perceived this, έπει δε ταύτα έγνωσαν οι στρα- τηγοί (Χ.) : w. I came, he was not there, ώς δε ήλθυν, ού παρην (PL). (2) With αν (όταν, οπόταν, έπειδάν, έπάν) and the suhj. (to denote the indef. point of time and contingency in present or future) : w. we go, these will follow us, ούτοι ημΤν, όταν άπίωμεν, εψον- ται (viz., supposing ice do go) : I advise you when(ever) you see (supposing you do see) any beau- tiful woman, to flee, συμβουλεύω σοι, οπόταν ϊδιις τινά καλην, φεύγίΐν (Χ.) : w. I (shall) have carried my point, I will be here to take you back to Greece, έπ- ειδάν διαπράξωμαι, α δέομαι, Ί'ΐζω άπάξων ύμας εις την Ελ- λάδα (Χ.). (3) After a preterite, in oratio obliqua : he said he would send w. he should be able, έφη πέμ- ψειν ότε δννηθείη (fm πέμχ}/ω όταν δυνιιθώ) or έφη πέμφειν, otuv δυνηθΓ] (mood of orat. recta retained) : he said he did not know this w. he sent the messen- ger, έφη, ότ έπεμψε (not opta- tive) τον άγγελον, ο'ύπω ταυτ εΐοε'ι/αι (from οτε έπεμψα — , οΰπω ηδείν) : Hippocrates in- tended, w. it should be the fit time, to invade Bceotia, Ιππο- κράτης, οπότε καιρός ε'ίη, έμελ- λε στρατεύειν ές τους Βοιωτούς (Thuc, from οπότε κ. έσται or οπόταν καιρός η, μέλλω) : they vowed to sacrifice w. (propr. where) they should first reach a friendly land, εύξαντο θύσειν ένθα πρώτον εις φιλίαν γην άφίκοιντο (Χ.) : he passed the word to halt when (ever) the ene- my pressed on them, παρήγγει- λεν ύπομένειν, οπότε οι πολέ- μιοι έπικέοιντο (Χ., from οπό- ταν έπικέωνται — , υπομένετε). Optat. of indefinite repetition (tfoe principal verb usu. imperf. indi- cat. or otherwise expressive of fre- quency) : w. (== whenever) he was compelled he used to conquer them all, οπότε άναγκασθείη, πάντας έκράτει : it was (ever) his wont w. he came hither — , ε'ιώθει γοΰν, οπότε δεΰρ' έμβάλ- λοι — (Χ.) : I used to (or would) say, w. aby asked me, έλεγυν αν, οπότε τις έρωτωη : the wild- asses, when(ever) one pursued them, would run forward and then stop, and again w. the horse got near, they did the same, οι όνοι έπει τις διώκοι, πρυδραμόντες αν εϊστήκεσαν, και πάλιν, έπει ττλ?;σιάξοι ό 'ίππος ταύιόν έπο'ι- ουν (Χ.). 1§β§* When the subject is the same in the dpt and in the principal clause, and the temporal clause precedes, the subject is usu. prefixed to both, as in the fol- lowing : w. Xerxes retreated fm Greece, he built, it is said, the citadel of Celsenae, Ξέρξης, ότε έκ της Ελλάδος άττεχώρ**, γεται οίκοδυμησαι την Κελα* νών άκρόπολιν (Χ.). (4) TL• when of the principal action is freq. (as in English) ex- pressed by the partcp., in concord with the subject, when there is but one subject, and by the gen. absol. when the subject of the temp, clause is not the subject of the principal action : w. they had heard this (— having heard it) they departed, άκούσαντες ταύτα άπηλθον : w. people's bodies are becoming effe- minate, their souls also become much more feeble, τών σωμά- των θηλυνομένων και ai φυχαι πολύ άρρωστότεραι γ'ιγνονται (Χ.). ΤΙ Other usages] Hardly or scarcely had 1 done this, I had just done this, when — , ουκ έφ- θην τούτο ποιήσας, και — : the sun was not yet down, w. they came, ουπω ο 'ήλιος κατέδυ, kui παρησαν. And (colloq.) = and then, e. g. I hope to come — , w. I will visit you, ελπίζω έλθεϊν, και τότε έπισκέψομαι. WHENEVER, -SOEVER, οπότε, οπόταν. SeeWHEN,a?id under Ever; also 'as Often as,' ' as Soon as, 1 Src. WHENCE. H Interrog.] πό- θεν ; and in indirect questions, οπό- θεν (both of place and cause), από or έκ τυύ ; έκ τίνος αιτίας; and indirect, άφ\ εξ 'ότου (of cause). Whence (= of what country) ? πυδαπός; 3: w. comes it? τί δε εν αιτία.; τί δε αίτιον; από ποίας αίτιας ; *\ Relative] όθεν and οπόθεν, also ένθεν (Trag. and Χ.), αφ' or εξ ού or ότου. εξ ης or ών. W.-soever, όπυθε- νούν (PL), οπόθεν δήπυθεν: W.- soever it may be, οπόθεν άν τύχη (PL). ^W The construc- tion follows the same rules as that of When, and generally Who, S[c, in dpt interrog. and in rela- tive sentences. WHERE. *& Interrog.] π oZ; and indirect, όπου. Where (= at wch of two places) ? ποτέρωθι ; and indir. οποτέρωθι. W. in the world ? ττού (όπου) πυτε γης (ubi gentium or terrarum?). Also after verbs of motion ex- pressed by whence and whither, πόθεν; ποϊ ; οπόθεν, όποι: e.g. w. did the disturbance take its rise? πόθεν ηρξατο ό θόρυβος ; you know w. the sun rises and w. it sets, ίστε, οπόθεν ό ήλιος άν- ίσχει, και όποι δύεται (Χ.). H Relative] ου and όπου. ένθα. 'ίνα (mly poet.), ένθαπερ (just w.), also η and όπη or οπη (propr., which way) : and with verbs of motion, όθεν, οπόθεν, έν- θεν (whence), and ol, όποι (whi- ther). — Wherever, wheresoever, όπου ποτέ. όπουοΰν. όπου δη- ποτε. φ$* For the construction see the general rules for dpt interrog. and relative sentences. WHI WHI , jiEREABOUT, που, and ■ direct όπου μάλιστα. WHEREAS, ίττίί or επειδή. See Since. W. {on the contrary), δέ, δε — αυ, δ' uv {opp. to μέν expressed or understood). Also το δι, e.g. that we may not fancy we are learning, w. it may be just the reverse, 'ίνα μϊ) δοζάσω- μεν μανθάνειν, το δε τούτου γίγνηται πάν τουναντίον {PL). And or but w. (== as regards this, that —),o or α δι, e. g. and w. you threatened, that — , α δε ?)πείλησ(ίς, ως — . WHERE- AT, -by, -from, -IN, -INTO, -OF, -ON and -UPON, -out, -το and -unto, express by the interrog. or relative pronoun, with the corresponding preposition. WHEREFORE. See Why. TJ Interrog.'] δια τί and indir. διότι; τίνος or τον {οτον) ένεκα or 'ένεκεν; τί βουλόμενος, μένη; Τϊ Relative] ου 'ένεκα, άνθ' ών. διό, and δι α. διόπερ. διότι. WHERRY, -MAN. See Boat, -man. WHET,Uj5y£ii/.a/coi/ατε, ταΐς έπιστολαΐς αΤς έγράφατε : fm the gifts w. they receive, από των δώρων, ών λαμβάνουσι : with the manners w. Evagoras had, τοιούτοί? ΐ'ιθεσιν ο'ίοις Εύ- αγόρας είχεν : it is just to do the opposite of that w. {what) you say, δίκαιον Ιστι ποιεϊυ τουναντίον n δ συ λέγεις {PL). For other examples of attraction and transposition see the Gram- mars. There are {or were) w., εστίν or ην υς, ο'ί, ά, κτλ. See Some. — That w., see What {re- lat.). They assaulted the wall on the opposite side to that by w. their men were getting over it, προσέβαλλον τω τείχει εκ τοΰμπαλιν η {or n y) οι άνδρες αυτών ϋπερέβαινον {Thuc.) : on the day after that on w. — , τί; ύστεραία rj or ότε {for r) y or r) ότε). Of all the good things w. we have not from the gods but w. have come to us through our relations one to another, τών παρόντων αγαθών, όσα {accus.) μη παρά θεών έχομεν άλλα {όσα nom. to be supplied from the pre- ceding clause) δι αλλήλους ημϊυ γέγονεν^ο^.). ^'For the con- struction of relative sentences with which {and other relatives) see the Grammars and examples under What, Who, When, §c W.- ever, see Whoever. WHI WHI WHO WHILE, s. χρόνοτ, 6. A long w., a good w., πολύς or συχνός χρόνος, δ. See phrases under Long (diu). A short w., ολίγος, οϋ πυλύς χρόνος : after a w., ου πολύ or πολλω ύστερον : be came after a w., ου πολύν χρόνον έπισχών ηκεν : (for) a W., χρ<>- νον τινά. επί τίνα χρόνον. τίως μεν. See Time and phrases ibid. Worth while (opera pretium), πρυυργου {e.g. to be worth one's w., serviceable, πρ. είναι), άξιον (εστίν) c. infin. Mean while, Vid. WHILE, WHILST, conj. 1 Dum] οτε. ώς. kv ω. gif Fre- quently abridged with pres. ptcp. and άμα or μεταξύ, or by the gen. absol., or by εν τω c. infin., e.g. w. he was speaking, μεταξύ λέγων or λέγοντος αύτοϋ or εν τω λέγειν : w. he was absent, απόντος αυτού or απών : they sang w. marching, w. on their march, πορευόμενοι άμα ij&ov. II Quamdiu] εφ' όσον. 'έως. W there is time, 'έως εστί καιρός : w. the Athenians had the com- mand, μέχρι οι Αθηναίοι ηγοΰν- το : w. (= so long as) things may be altered yet, μεταβολής χρό- νον έχοντος τίνος. See 'as Long as.' tgig* For the construction of temporal sentences with while, see the Grammars. WHILE away (one's time), διατρίβειν (φλυαροϋντα). άπο- διατρίβειν τον χρόνον. WHIM. See Fancy. WHIMPER, κλαυθμυρ-ίζειν and -ιαν {of young children) . κνυ- ζάσθαι {as a dog). Whimpering, κλαυθμυρισμός, κνυζηθμός, ό, and κνύζηαα, τό. WHIMSICAL. See Fanci- ful. WHINE. See Whimper. WHINNY, χρεμετίίειν. See Neigh. Also ύβρίζειν {of over- fed horses). WHIP, S. μάστιζ, ιγος, ή. Ιμάς, άντος, ό. See Lash and Scourge. Also ύστριχίς, ίδος, ν (Aristoph., for slaves). WHIP, v. μαστιγοΰν. κολά- %ειν. W.-ing, μαστίγωσις, ft : one that deserves a w.-ing, μαστι- γίας, ου, ό. μαστιγώσιμος, 6. WHIRL, s. δίνη, ή, and δί- νευμα, τό. στρυφάλιγξ, ιγγος, ν {poet.), 'ίλιγγος, ό {dizziness). Every thing appeared to me to go round in a w., πάντα έδόκει περιφέρεσθαι. ^j Whirlpool'] ViD. WHIRL, v. TJ (Trans.)] δι- vtlv, περιδινεϊν. If (INTRANS)] δινεϊσθαι (pass.), κύκλω περι- φέρεσθαι (pass.), στροφοδινεΐ- σβαι (poet.), βεμβικιάν (to spin like a top). See to Spin and Dizzy. To w. round athg, περι- στρέφεσθαί τι. W.-ing (adj.), στρυφάς, άδος, δ, η (poet.), δι- νητός, 3. δινήεις, εσσα, εν : w.- ing motion, see the subst. : also, (634) the w.-ing of the splinters, τά των σχινδαλάμων παραξόνια (Aristoph.). WHIRLPOOL, συστροφη υδάτων, η. δίνη, βέμβιξ, ικος, η. WHIRLWIND, συστροφη ανέμων, η. στρόβιλος, στρόμ- βος, δ. βέμβιξ, ικος, στροφά- λιγξ, ιγγος, δίνη, η. WHIRR, ροιίΓιν,ροιβδεΐν. Α w.-ing, ροίζημα : with w.-ing wings, πτεροΐσι και ροιζήμασι (Aristoph.). WHISK, υ. (e.g. with the tail), περιρραπίζειν τ?7 ούρα (Aris- toph.). περι-σκαίρειν, -σκαρίζειν (to jump about). WHISKERS, prps τρίχες αϊ παρά την γνάθον τρεφόμεναι. τρίχωμα τό κατά την σιαγόνα, ϊουλοι υπό κροτάφοις άνθούν- τες (poet., Horn.). WHISPER, ν. ψιθυρίζειν: also ύπειπεΐν (to speak 'sotto voce'), έντρυλλίζειν (Aristoph.). WHISPER, s. ψιθύρισμα,τό. ψιθυρισμός, δ. WHISPERER. Orel, with the Verb. WHIST. See Hush, Silent. WHISTLE, v. (of persons), συρίττειν or συρί'ζειν. λαπί- ζειν (Soph.), ποππύζειν. Also ροιζεΐν (as the tvi?id). To w. as accompaniment, συντερετί'ζειν. W.-ing (szito.), σύριγμα, τό. συ- ριγμός, δ. πόππυσμα, τό. W.- ing (as adj.), λιγυρός, 3. όξύτο- νος, 2. WHISTLE, s. (as instrument), νίγλαρος, δ. To play on a w., νιγλαρεύειν. A w. (= w.-ing), see the Verb. WHIT, e. g. not a w., ούδ' ολίγον, ούδ' άκαρές. WHITE, λευκός, 3. The w. of an egg, τό λευκόν and λεύκω- μα, τό : the w. of the eye, τό του οφθαλμού λ., also λογά- δες, α'ι (pi.), and σφενδόνη, η : he knows black from w., τό λ. οΊδεν : hair w. as snow, λευ- και or πολιαι τρίχες : dressed in W., λευχείμων; 2. λευκά ιμά- τια 'έχων, ούσα, ον: to be dressed in w., λευχειμονεΐν : to make w., λευκαίνειν. λενκοΰν (also to w.-wask) : that has w. feet, λευ- κόπους, πουν (gen. ποδός) : that has w. feathers, λευκόπτερος, 2: a w. horse, 'ίππος λ. or λευκό- τριχος, δ: w.-haired, λευκόθριξ, τριχος, ό, η, and λευκό-τριχος, -κομος, 2 : w.-coloured or -com- plexioned or -skinned, λευκό- χρους, 2, and -χρως, ωτος, δ, η : w. complexion, λευκόχροια, η : to be of — , λευκογραεϊν : w.- cheeked or faced, λευκοπάρειος, 2: w.-spotted,\if/coaTti»Tos. λευ- κοποίκιλος, 2 : marked with w., διάλευκος, 2 : w.-edged, περί- λευκος, 2: to be w. on the sur- face, έπιλευκαίνειν : w. lead, w. paint, φιμύθιον, τό. φίμυθος, δ : to coat with or give a coating of w. lead, ψιμυθιοΰν, -οΰσθαι (mid., one's own face) : to p. white, λευκογραφεϊν, see to Whiten. W. thorn, λευκάκανΟα, η. κρα- ταιγός, δ: w.-wash, κονίαμα, τό (fm verb, to w.-wash, κονιάν) : w.-washed, κονιατός, 3: w.- washing, κονίασις, rj. WHITEN, v. λευκαίνειν and -οΰν. See 'to paint white 1 and ' to white-wash,' under the adj. W.-ing, λιύκανσις and -ωσις, ή. WHITENESS, λεύκωμα, τό. τό λευκό»/, λευκότης, ητος, η. W. of the skin, λευκόχροια, η. WHITHER. ^ Interrog.] ποι; (π όσε; Horn.) : sts πή (propr., qua, which way?) : w. of two places, ποτέρωσε ; and indirect, όποι, όπη (§§ρ usu. with preg- nant notion of motion to, and then rest in a place) . (δπόσε, Horn . ) , 07τοτερωσε. (§ϋΡ 'ίνα only in exclamations.) W. in all the world, TToI γης ; όποι or όπη γης ; ^j Relative] ol, sts rj. ένθα {poet.). Just w., the same u-ith περ. ^» For the construction, see the Grammars on interrog. and relative sentences. WHITHERSOEVER, 'όποι, όπη, with αν (subj.). όποι ποτέ, with δπηοΰν. t WHITING (fish), g. t. γάδος, δ, and όνος, όνίσκος, δ. (§§?* λευκίσκος, δ, is rather w. MUL- LET ; add to that Art.) WHITISH, ίπτό-, παρά-, επί- λευκος, λευκόφαρος, 2 (w.grey). To look w., έπιλευκαίνειν. WHITLOW, 7Γα/3ωι/υχ-ί α and -ίς, ίδος, η. WHIZ, ν. ροιβδεΐν, ροι'ζεΐν, διαρροιζεΐν (to w. through). A w.-ing, ροίζημα, τό. ροίβδησις, η. ροϊ'ζος and ροΊβδος, δ : with w.-ing sound, ροιζηδόν. W.-ing (adj.), ρυιζήεις, εσσα, εν. ροι"ζώ- δης, ες : a rapid w.-ing motion, τό ροιζώδες (Phd.). WHO. ΤΙ Interrog. pron.: a) in direct question] τις ; (pi. τί- νες ; always retains its accent on the Ί) : also sts ποίος ; 3 (qua- lis?). W. of two ? πότερος; w. has dared? τίς δ τολμησας ; w. comes there? w.'s there? τίς δ κόπτων την θύραν; (ιυ. knocks at the doorl). τίς εΐ ; (w. is it?), τίνες έστέ ; (plur.) : w. is so foolish or infatuated as not to see or be convinced, &c. ? ti's ούτως ανόητος, όστις μη γιγνώσκει ; whom shall we find under greater obligations, and to whom, than children to parents ? (double in- terrog.), τίνας υπό τίνων ε'ύροι- μεν αν μεί'ζονα ευεργετημένους fj παϊδας υπό γονέων; (Χ•). β) In indirect questions] όστις : (sts δποΊος, 3). W. of two? 07τό- τερο? ; 3 : I do not know who he is, ουκ οΊδ' όστις εστίν. 4W In indirect questions u'ith who, and the other interrogative prono- nominal words, which, what, whe- ther, where, whither, whence, when, how, $c, the direct form WHO WHO , .ο often retained in place ., me indirect όστις, <$£C. I know not w. they are, ούκ οΊδα τίνες είσίν. $^For the construction, see in the Grammars, the syntax ofdpt questions. I asked w. they were, ηρώτησα τίνες είσίν {the mood and tense of the direct question τίνες £στί ; retained) : the wo- men asked them who they were, til γυναίκες ηυώτων αυτούς, τί- νες εΊεν (Χ.) : I am at a loss to whom to turn, απορώ προς όυτινα (or προς τίνα) τράπω- μαι (suhj. deliberativus) : I was at a loss — , ήπόρουν — τρηποί- μην (or τράπωααι). &f In the Grammars it is stated, that occa- sionally, though very seldom, the relative forms themselves are used in dpt questions. But in this usage the pronoun, in good authors, is in fact still relative : e. g. you know whom (= tlie persons ichom) you have served, οϊσθα ους ώφέ- λησας : he tells him who he is and for what (= he tells him the causes for which) he is fleeing, φράζει 'όστις εστί, και δι' α φεύγει (Thuc.) : mayest thou never come to know w. thou art (= knoio [thyself to be] the man that thou art), είθε μή- ποτε γνοίης ος εϊ (Soph) : Ι know full well, from what these are telling me, w. (= the man that) the suppliant is, έζοιδ' άκούων τώνδ' ός έσθ' 6 προστά- της (Soph.) : so relat. 'όσος, υϊος, seemingly for όπόσος, οποίος, do you see then, said he, how many we are (= the number that we are)? όρας ούν, εφη, 'όσοι έσμέν, (PL) : do ye hear what sort of things (=z the sort of things that) he utters? άκούεθ' ola φθέγγε- tui ; (Soph.). iJ Relat. pron.] (1) ος, ή, ό. Comp. Which. The brothers and sisters whom they had, οι αδελ- φοί και άδελφαί ους είχον: this is the man whom you saw, b άνηρ ov είδες ουτός εστίν, or by trans- position of antecedent, όν είδες άνδρα ουτός εστίν, or ουτός εστίν, ον είδες άνδρα. — Attrac- tion : Cyrus begs you to drink this wine with those whom you most love, τούτον τον οίνο ν Κΰ- ρος δεΐταί σου έκπιεΐν συν οϊς μάλιστα φιλεϊς (Χ.) : the very person W., όσπερ, ήπερ, όπερ. (2) όστις, ήτις, ούτινος, and ότου, κτλ. (rzsome, any, everyone who, whoever [siquis], one or a person who [quippe qui and qui quidem in restrictions]). "We will ask Cyrus for a guide who shall lead us back, ηγεμόνα αίτήσομεν Κϋρον, 'όστις τιμάς άπάζει (Χ., = to lead us) : there is none to whom I can leave my house, ουκ εστίν, ότω καταλείψω τον εμόν οίκον (Χ., = for me to leave it, to) : is there any other to whom you trust more — ? εστίν ότω άλλω πλείω επιτρέπεις — ; (G35) (Χ.) : so in the phrase, εστίν όστις, <$£C.,z=some; ουδείς οστι? ου, — nemo non, everybody; τις ούτω — , όστις, = ivho so mad as to — . And don't you richly de- serve it, you w. (or a fellow w.) won't praise Euripides (for not praising — ) ? ούκοΰν δικαίως όστις ουκ Έύριπίδην επαινείς ; (Aristqph.). gig» The passages wliere όστις seems = os are ei- ther doubtful or admit of expla- nation. For the construction of relative sentences generally, see the Grammars. All are willing to aid those whom they see prepared and willing to do their part, συμ- μαχεϊν τούτοις έθέλουσιν άπαν- τες ους ορώσι (whom they ac- tually see ; ους αν όρώσι, = if they see them, whomsoever they see, such as they see) παρασκευ- ασμένους και πράττει εθελον- τής α χρή : he said that he was willing to aid those whom he saw — , έφη συμμαχεϊν τούτοις εθέλειν ους δρωη — (oblique form of the preceding) : he said he would aid whom he should see — , ελεγεν δτι τούτοις συμμα- χήσοι (or εφη τ. συμμαχήσειν) ους όψοιτο (fin τ. συμμαχήσω ους όψομαι) or εφη συμμαχή- σειν (κτλ.) ους όφεται — (mood and tense of orat. recta retained). I asked if there were witnesses in whose presence they paid, 7700- μην εϊ τίνες εΐεν μάρτυρες, ών εναντίον άπεδοσαν (fm άρά τί- νες μάρτυρες εισιν, ων εναντίον άπεδοτε ;). Relative sentence in ace. c. infin.: (he said) there were other Greeks who were willing to bear their part in the tribute, άλλους δε είναι τών Ελλήνων, ους βούλεσθαι κοινωνεϊν της συντάξεως (jEschin.). In place of a relative clause the Greek (more extensively than the English) employs the article with a partcp. or adjective : e. g. he w. or who- ever will, ό βονλόμενος : those w. are willing, οι εθελοντές : he w. took the fortress, ό τό τεϊχος ελών : he that shall help (= any to help), b βοηθήσων : to those of the Arcadians w. were their allies, τοις Άρκάδων σφετέροις ουσι ζυμμάχυις : so ivith omis- sion of the partcp. ών, κτλ., those (w. are) at the head of affairs, οι επί τών πραγμάτων. See Which, g|g* More rarely the partcp. without the article : we sail against men w. possess (pos- sessing) many ships, πλέομεν επί πολλάς ναϋς κεκτημένους (Χ.). WHOEVER, -SO, -SOEVER (= any or every one who, Lat. quisque, quicunque), os av c. sul>j. ε'ίτις. $iy= ε'ίτις does not express a doubt of there being any, but is nearly r= όστις, e. g. you will choose Thesetetus or whomso- ever of the rest you fancy, αίρή- σει θεαίτητον η ε'ίτις τών άλ- λων σοι κατά νουν. Also όστις, όστις άν c. subj. Esply in con- cessive sentences such as, whoever he may be or be who he may, όστις alone or strengthened by ποτέ, δή, δήποτε, and, for ex- pression of indifference, -ούν (= / care not, or it is all one to me who or what, Qc.) : how say you? can there be athg whatever, in which to any person, be who he may, and in whatever circum- stances, ignorance is better than knowledge ? πώς λέγεις ; εστί γαρ οτιοϋν πράγμα ότωδή οπωσοΰν έχοντι άμεινον άγνοεϊν η γιγνώσκειν, (PL). The Lat. quivis, whom (what) you will, = ό'στ -ts and also ός βούλει : ten or whatever other number (you choose), τά δέκα η όστις βούλει άλλος αριθμός (PL) : concern- ing Polygnotus or whom else you please of the painters, περί Πο- λυγνώτου ή άλλου ότου βούλει τών γραφέων (PL) : such works as who-you-will (= aby whom [relative] you choose to name) has wrought, 'έργα τοιαύτα οΊα ός βούλει ε'ίργασται (PL). Who- ever will, ό βουλόμενος. WHOLE, όλος, 3 (β. g. the w. day, της ημέρας όλης : the W. night long, όΥ όλης της νυκ- τός) : also ολόκληρος, 2 (e. g. w. and sound or unhurt, ολόκλ. και υγιής or απαθής : in a w. skin, εν όλοκλήρω δέρματι) : and δλο- μερής, ές (e. g. joints served up w., όλομερη κρέα, τά) : and ολο- σχερής, ές (a?id = relating to the w., important) : ολοτελής, ές (complete) : likewise = all, πάς, α-, συμ-, and poet, πρό-πας. See All and Entire. % As subst.] τό όλον, πάν, σύμπαν. The w. of athg, the adj., and see All : a W., εν σώμα : grown as a w., ολοφυής, ές : the w. together, σύνολος, 2 and 3 : on the w., κατά όλον. καθ' όλου and καθ- όλου. Also όλως, συνόλως, and τό σύνολον. See in General, Generally. _ WHOLENESS, ολότης,ητος, ολοσχέρεια, ή. WHOLESOME. See under Healthy, Salutary, and Sa- lubrious. WHOLESOMENESS. See Healthiness and Salubrity. WHOLLY, όλως. ολοσχε- ρώς, πάντως, παντελώς, απλώς, πάνυ. κομιδί}. See ENTIRELY, Utterly. WHOOP, s. See Hoopoe. To cry w. like the hoopoe, ποπίζειν (its cry, ποποί, Aristoph.). See g. t. Cry, s. WHOOP, v. ποπί&ιν (like the hoopoe). To w. to or after aby, ίπιβοάν τινι. WHORE, πόρνη, η. To make a W., πορνεύειν. See. DEBAUCH, v. To be or play the w., πορ- νεύεσθαι (pass.). See HARLOT, Prostitute. WHOREDOM, πορνεία, h. WHO WID WIL WHOREMONGER, πόρνο* and πόρνης, ου {rare poet.), 6. WHORL {of a plant, Lat. verticillus), σφόνδυλυς, 6. WHOSO, -EVER. See Who- ever. WHY (as interrog. particle), διάτί; τί ; τίνος χάριν; τίνος or τοΰ 'ένεκ-α or -tv ; διά τίνα αίτίαν; πώς ; προς τί ; επί τω; Also 'ίνα τι {sc. γένηται) ; 'ότι and ότι»; τί {sc. γέγονεν) ; εκ τίνος; αντί τοΰ; τί βουλόμε- νυς, ένη, ενόν ; Also in expres- sions of surprise and vexation : xv. in the world — ? (= what j ailed or induced — ?), τί παθών; {roith ref. to external affection, what came to him that he — ?), ! and τί μαθών ; (= what notion had he taken into his head that he — ?) : pray tell me, w. in the \ world, if they are really clouds, \ do they look like mortal women? Χέξον δη μοι, τί παθοΰσαι, ε'ί- \ περ νεφέλαι γ' είσίν αληθώς \ θνητα'ις εϊξασι γυναιξίν; {Aris- toph.) : similarly, τί δητα έχων — ; τίνα έχων γνώμην • — ; In indirect questions, the correspond- J ing forms of 'όστις; viz. δι ο τι, j kuW' ο τι, and simply ο τι, also \ ότου ένεκα or χάριν, άι>θ' ότου, '■ <|~c. §§§* Esply note the loose con- j iiexion of ο τι παθών and μαθών in the se?ise because, heaven knows ! why — , or the like, after the ex- \ pression of vexation : what do I deserve to suffer or to pay for not keeping quiet — heaven knows w., I Tt άζιό<; ε'ιμι παθεϊν q άπυτϊ- σαι, ο τι μαθών εν τω βίοο ι)συ- χίαν ουκ ηγον ; {PL) : I should much more justly beat your fa- ther, forbegetting — heaven knows w. or wherefore — such wise sons, πολύ μέντοι, έφη, δικαιότερον άν τύπτοιμι τον ύμέτερυν πά- τερα, ο τι μαθών σοφούς υίεΐς ούτως εφυσεν {PL). When why = for which (relat.) it may be expressed by the proper case of os, i'j, b, e. g. the reason w., ?'; αίτια δι ην {but ου ένεκα, άνθ' ων, κτλ., more usu. = wherefore, forwch reason, and, for that — , = because) . ^jp For the construction, see the Grammars on dpi questions and relative sentences. Comp. Which, What.— W. not? τί yap ου ; τί δε μη : τί μη ; and τί μην; τί yap; {esply in affir- mative answers). That (this) is W. — , δια τοΰτο or ταϋτα. Why, used as a hind of interjec- tion, yap, esply with interog., e.g. xv., what evil has he done ? τί yap κακόν εποίησεν; w. how — ? πώς yap — ; Also αλλά, e. g. whom shall I call up ? my father ? w., he's dead, τίνα ava- βιβάσωμαι; τον πάτερα; άλλα τέθιιηκεν. WICK, θρυαλλίς, ίδυς, »;. φλόμος, 6 {prop, mullein, ofwch the thick woolly stalks were used for lamp-wicks, whence φλομις (636) [i<$os] λυχνΐτις, η). Also ελΧύ- χνιον, τό {Hdt. and late tvriters). That has two w.'s, δίμυξος, 2 : to put a w. into, έλλυχνιάζειν c. ace. : to have a w., -άζεσθαι {pass.) : to pull or push up the W., την θρυαλλίδα ώθεϊν. τον Χύχνον προβύειν. WICKED, κακός {bad, per- sons and things) and κάκιστος, 3. πονηρός and μοχθηρός, μιαρός, 3 {mly persons) . εξώλης, ες. παν-, κακ-οΰργος, 2 {only of persons). άσεβης, ες {impious, irreligious, inly actions), ανόσιος, 2 (break- ing the divine or natural laws). Thoroughly w., παμπόνηρος, πάγκακος {poet.), 2: w. in great, in small things, μεγάλο-, μικρο- πόνηρος, 2 {Aristot.) : a w. act, παν-, κακ-ούργημα, άσέβημα, το. έργον άσεβες και άνόσιον, τό. See Bad. Το be w., κακύ- νεσθαι, κακουργεΊν : to do a w. deed, πονηρεύεσθαι. WICKEDNESS, κακότης, ητος, πον- and μοχθ-ηρία, παν-, κακ-, αίσχρ-ουργία, κακο-τρο- πία, η. A piece of w., πονηρίυ- μα, τό {knavish trick) : love of w., φιλοπονηυία, η. WICKER, adj. πλεκτός, 3. ο'ισύϊνος and Ίτεϊιος, 3 {made of ivillow). W.-work, πλέγμα,πλό- καμον and -νον, τό. Also ταρ- σός, b {any frame of w.-zvork). τάρττη and ταρπάνη {esply large tv. basket), ίτέα {ivillow) and κυρ- τία {both esply w. shield), η. W. basket, φορμός, b {g. t. atlig platted), amd dimm. φορμίον, τό. φορμίς, Ίδος, η, and φορ- μίσκος, ο. ΰρρίσος, -ίσκος, -Ίχος, ό, with cognate forms συρίχος, b. άρριχος, η. See Basket and Willow. WICKET, W.-GATE, πυ- Χίς and θνρίς, ίδος, η. WIDE, ευρύς and πλατύς, εΐα, ύ. ευρύχωρος, 2, and ευρύχωρης, ες. A w. place or space, εύρυχω- ρία, η. See Broad, Spacious. So much w. (= in width), τό πλά- τος or εύρος {e. g. the opening is sixty feet w., τό χάσμα ίζηκον- τα πόδας έχει τό εύρος, and έζι'ικ. πόδας διέχει). Open your gullet W., χείλος φάρυγγος άνα- στόμου {Eur.) : to be νν. of the mark, πολύ άμαρτάνειν or άπο- τυγχάνειν τοΰ σκοπού. WIDEN, ττλατ-, εύρ-, and διευρ-ύνειν. άναστομοΰν {e. g. τάφρον, to char out and enlarge a trench). WIDGEON. See; wild Duck.' πορφυρίων, ωνος, b. WIDOW, χήρα, ή. To make a woman aw., χηροΰν, χηράζειν : to be a w., χηρεύειν : a w.'s por- tion, χρήματα τά ταϊς χήραις εις τροφηυ δεδομένα : property settled on a w., αγαθά τά ές την χηοείαν δεδομένα. WIDOWER, χήρος, ό. WIDOWHOOD, χηρεία, χή- ρευσις, ή, and Orel. WIDTH, εύρος, πλάτος, τό, and εύρ-, πλατ-ύτης, ητος, ι). Of a certain w., so much in w., of the w. of so much, see under Wide. WIELD, νωμαν and νέμειν {e. g. σκηπτρον), also πάλλειν (brandish), δια- and μετα-χειρί- ζειι/ {handle). WIFE, γυνή {also with addi- tion of γνήσια or γαμέτη), η. γαμέτη, η. σύνοικος, η. A young w., νεάγαμος γυνή: man and w., άνηρ και γυνή : to give to w., γυναίκα διδόναι. συνοικίζειν. νυμφεύειν τινί τίνα : to take to XV. or take a w., γυναίκα λαβείν or άγεσθαι. γαμεΐν {γυναίκα) : to take a second w., επιγαμε'ιν. See Marry. WIG, κόμαι πρόσθετοι, αι. φενάκη and πηνίκη, η. κεφαλή περίθετος, ?'? {Aristoph.). ττρυκό- μιον, τό. W.-maker, τεχνίτη ο κατασκευά'ζων φενάκας. WIGHT, {φαΰλον) ανθρώ- πων, τό. WILD, άγριος, 3 {g. t.). άγρι- ας, άδος, η {as a plant), and ορεινός, 3 {ορρ. to domestic, Aris- tot.). Also ωμός, 3 {propr. un- cooked, then fig. crude, unculti- vated, uncivilized, cruel). Fig., ακόλαστος, 2 {unrestrained in manners, xcanton), also άσωτος, 2 {profligate), άνειμένως ζών. A w\ boar, us άγριος, b. κάπρος, ό : a w. horse, 'ίππος υβριστής, b : a w. beast or animal, θηρίον {luilh or without άγριον), τό : like a w. beast, θηριώδης, ες : a wild look or countenance, to άγριωπόν τοΰ ττροσώπου : to look w., ταυρηδόν βλέπειν: to make or turn xv., άγρ-, έξαγρ- ιαίνειν and -ιοΰν. θηριοΰυ : to turn w., άγρ-, έξαγρ-ιαίνεσθαι, θηριοΰσθαι {pass.) : athg {as a plant) grows w., η φύσις άναδί- δωσί τι. αύτόματον φύεται τι : growing w. or in aw. state, αυ- τοφυής, ές. άσπαρτος, 2 {un- sown, Horn.) : xv. olive, Vid. : a w. country, έρημος χώρα, η. See Waste, Uncultivated. ^ WILDERNESS, έρημία, v. έρημος χώρα, η. To turn into a w., έρημοΰν. χερσοΰν. See Dttskr τ WILDNESS, άγρι-, άνημερ- ότης, ητος, ή. WILE, s. άπατη, τ), δόλος, ό. See Guile, Cunning. WILE, V. άπατάν, έζαπ., φη- Χοΰν. See Deceive, Beguile. WILFUL. % (Done) on pur- pose] Vid., and Purposely, Deliberate, and Prepense. TI Perverse'] Vid., and Way- ward, Self-willed, αυθάδης, ές. αύθαδικός, 3 {Aristoph.). αυ- τόβουλος, 2 {poet.). To be xv., αύθαδίζεσθαι. WILFULNESS, αύθαδία, η. W1LINESS, δολοφροσύνη, τ). See Cunning, Craftiness. WILL, s. If Faculty of will- WIN WIN ...α, βούλ-ησίΐ, »7. TO .cfftlai, θέλειν. Free w., τό ελεύθερον της γνώμης and sts αϊρεσις, η : of free w., see Vo- luntary. The object of the w., τό βουλητόυ. *[ί Act or expres- sion of this faculty] yi /ώμη, θέ\-, βούλησις, η : also θέλ-, βούλ- ημα (design, purpose) , and βουλή, η (counsel, determination, Lot. consilium, Horn. and Trag.). προ- αίρεσις, η (preference, purpose). To act according to aby's w., δράν κατά την γνώμην τινός, see Pleasure and Option : to work one's w. with aby, καταχρήσα- σθαί tivl : against the w. of aby, άκοντος τίνος. W. = WILLING- NESS, Vid. Good, ill-w., Vid. TI Last will and testament] Vid. WILL, v., pret. Would, βού- Χεσθαι (denoting inclination, will- ingness, %^ except in speaking of the gods, Horn., with ivhom to will is to effect, e. g. Zeus w.-d vic- tory to the Trojans, Ζευς Τρώ- εσσιν έβούλετο νίκηυ). ίθέλειν, θέλειν (choice, purpose). If you W., ει βούλει: who youw., όστις and Βς βούλει (PL, see Who- ever) : be who, what, &c. it w., όστισοΰν, ητισούν, ότιούν, and tvith δήποτε, see Who-, What- ever : the law w. have it so, ό νόμος ούτω κελεύει : w. or would you have me tell you? βούλει φράσω ; I would not (= do not wish), am unwilling that, ού βού- λoμaιorθέλω: he w., would have it that, see to Persist, Insist. — Would, would to heaven, &c. that — , εϊθε and ει yap c. optat., or with past tense of indie, of things impossible: cos ώψελον, e. g. would God that I were dead ! ώς ώφελον άποθανεΐν. Would FAIN, RATHER, Vid. *\[ As auxiliary: 1) Will is rendered by the fid., and as mo- dest expression by optat. c. αν. For the construction in dpi propo- sitions see Shall. I will depart, άπελεύσομαι : I will not depart, οΰκ αν άπέλθοιμι : he will be glad to see, ήδέως αν θεάσαιτο : consider how they will travel, σκέφασθε ότω τρόπω διαπο- ρεύσονται : he says he will come, φησιν ελεύσεσθαι. W. you not run off directly? (= command, run off, w. you ? quin statim), άποτρέχων ουκ αν φθάνοις ; (PI. ) : hence in reply, I'll do it directly, ουκ αν φθάνοιμι (PI.) : and in peremptory assertion, he w. certainly die, he w. be sure to be killed, ουκ άν φθόνοι απο- θνήσκων (comp. Buttmann, Gr. § 150, and Lidd. Sc. s. v. φθά- νω). 2) Would, see should under Shall. He would like to see this, ηοίως αν θεάσαιτο ταύτα (virtual apodosis) : should you say this, you would be wrong, ει Κέγοις τούτο, άμαρτάνοις αν (637) (apodosis to a condition) : were I able (as I am not), I would do it, ει εδυνάμην, ίποίουν αν: he said he would give what he should be able, εφη ότι δώσοι (έφη δώ- σειν) α δυνήσοιτο. Would de- noting indefinite frequency, e. g. the wild asses when pursued would run forward, and then stop, and again on the horses' approach- ing, they would do the same, oi όνοι, επεί τις διώκοι, προδρα- μόντες αν εστασαν, και πάλιν, επεί πλησιάζοιεν oi 'ίπποι, ταύ- τόν ίποίουν: Socrates would (= used to) say, see Use, v. WILLING, partepp. of /3ου- λεσθαι, ίθέλειν. έτοιμος, Β (rea- dy), and πρόθυμος, 2. άπροφά- σιστος, 2. άσμενος, 3, and εκών, ούσα, όν. W. to work, ίθελό- πονυς, εθελουργός, 2 : to be w. to work, ίθελουργεϊν : to be w., βούλεσθαι, ίθέλειν, άζιούν : to be w. and ready or forward, προ- θυμεΐσθαί τι (pass.), μηδέν προ- φασιζεσθαι. ήδέως δέχεσθαίτι. βουλομένω τιν'ι εστί τι or ποι- εΐν τι. Willingly, προθύμως. προφρόνως (poet.). ασμένως, εκουσίως. άγαμένως (PL). ήδέως. W.-ly at least, εκών είναι. See ' with Pleasure,' and ' to Like to — .' t WILLINGNESS, προθυμία, ετοιμότης, ητος, η. τό πρόθυ- μου. W. to work, εθελουργία, έθελοπονία, η. WILLOW, οίσύα, οίσύς, ύος, η. οΐσος or ο'ισός, ό. ο'ισύον, τό (osier). Ιτέα, η (withy, vitex, sa- lix). λύγος, 6 (ιυ. twig, vimen). ελίκη, η (its name in Arcadia, Theuphr.). Made of w. twigs, w. (as adj.), ίτέ-, υ'ισύ-ϊνος, 3: a place planted with w.'s, osier-bed, Ίτέων, ωνος, 6. WILLOW-HERB, οίνο- or όνο θήρας, ου, ό, and -θηρίς, ίδος, and οίυάγρα, η. WILY, δολερός, 3. See Cun- ning, Crafty. WIN. See to Gain. To w. a prize, τό άθλον φέρεσθαι or α'ιρεϊσθαι : to w. a battle, μάχην νικΰν. μαχόαενον κρείττω γί- γνεσθαι: who has won ? τ is ό νικησας ; to w. the law-suit, ai- ptlv or νικάυ δίκηυ. επιτυγχά- νειν τού αγώνος: to w. the hearts of persons, άνακτάσθαι or άυ- αρτάσθαι ανθρώπους : friends must be won (= gained over) not by force but, by kindness, η των φίλων κτησις ουδαμώς εστί συν βία, άλλα μάλλον συν τη ευερ- γεσία. WINCE. See Flinch •, and, of a horse, to Kick, Strike out. WIND, s. άνεμος, ό. πνεύμα, τό. A fresh W., άνεμος λαμ- πρός, b : a violent w., ά. χαλε- πός or εξαίσιος, μέγα or χαλε- πού πνεύμα, χειμών, ώνος, ο. See Breeze, Gale. Good, fair, favorable w,, εύφορου or καλόν πνεύμα, τό. καλός άνεμος, 6. ούρος, 6. ουρία, η: contrary, un- favorable w., ενάντιος or σκαιός άνεμος : a w. blowing on shore, τρόπαια (αύρα), η : a rainy w., ίζυδρίας (άνεμος), 6 (Aristot.) : a cloud betokening w. (not rain), κηλάς νεφέλη, ή (Theuphr.) : pe- riodical w.'s, ίτήσιαι (άνεμοι), oi: flaw's of W., μάφαυραι, ai : the W^ blows, άνεμος γίγνεται or πνεΐ : the w. is against (us, &c), 6 άνεμος ενάντιος πνεΐ : the w. is contrary, 6 άνεμος κω- λύει : to sail with half a w., έκ κεραίας διαδραμεϊν : to have a fair W., άνέμω καλώ χρήσθ^ι. κατ ουρον φέρεσθαι : if one has always a fair w., ην άε'ι κατά πρύμναν ϊστηται 6 άνεμος : against the w., ttoos άνεμου : with it, συν άνέμω : a squall of w. having come on, ανέμου κατ- ιόντος (Thuc.) : the w. being in the north, κατά βορέαν έστηκώς 6 ά. (Thuc.) : the w. is abating or going down, συνιζάνει or λή- γει 6 πνεύμα : to be, stand ex- posed to tire W., στηναι 'ένθα πνεΐ άνεμος or έκ τού προσήνε- μου μέρους : to expose to the w., άνεμούν : to be blown upon, moved, or shaken by the w., άνε- μούσθαι (pass.) : with hair float- ing to the w., ηνεμωμένος την τρίχα (Callistr.) : to give the tresses to the w., ούριούν έθείρας (Anthol.) : carried away by the w., ανεμοφόρητος, 2 (Luc). See the Gr. Eng. Lex. under άνεμο- and πνευματο-. Exposed to the w., κατήνεμος, 2 : towards the w., w.-ward, προσήνεμος, 2 (X.) : to w.-ward, εκ τού προσήνεμου (JC.) : under the w., leeward, ύπ- ήνεμος, 2 (opp. to προσήνεμος, whence to leeward, εκ τού υπήνε- μου, X.). To talk to the w., άνέμω διαλέγεσθαι. άλλως λέ- γειν : to try and catch the w. in a net, ανέμους θ ήραν εν δικτύ- οις : to give, cast to the w. (ven- ds tradere), δούναι τι άνέμοις. ^f Breathing, respiration'] πνεύ- μα, τό. Of short w., short-w.-d, πνεύμα έχων άνω : also τό πν. γίγνεται άνω, and subst. πνεύ- ματος κολοβότης, ητος, ή: long- winded (fig.), see Prolix, Te- dious : to be broken -winded, πνευστιάν. άσθμάζιιν and -α'ι- νειν (to pant ; adj. ασθματικός, 3). Wind (in the intestines), see Flatulence: to break w., πίρ- δειν. πέρδεσθαι. W. == SCENT, Vid. : to get w., εκφέρεσθαι εις άνθοώπονς. WIND-EGG (ovum subven- tanum), ώόν ύπηνέμίον, άνεμι- ulov, ούριου or ούρινον. τό. §^=• Those laid in spring are ωά ζε- φύρια, in autumn ώά κυνόσουρα, τά (Aristot.). WIND-INSTRUMENTS, έμ- πνευστά όργανα, τά. WINDMILL, μύλη η υπό τού πνεύματος άyoμέvη. g;>F Alod. WIN WIN WIN Gr. ανεμόμυΧος, 6. Sail of a W., άνεμούριον, τό. WIND -PIPE, βρόγχος, 6. Χάρυγζ, υγγος, ό. αρτηρία, ή, and πνευμόνων διαρροαί, α'ι (Eur.). W. of birds, βόμβυζ, υκος, ό. WIND, v. 1{ (Trs.) To blow (e.g. a horn)] VlD. ^J To TURN, twist, fold athg round athg] See those verbs, σττειράν, έλίσ- σειν. πλέκειν, περιελίττειν, and εμπΧέκειν τί Tift, πτύσσειν. είΧεΊν. To w. off carded wool, τοΧυττεύείν, arid fig. also εκτο- Χυπεύειυ πόνου (a labour or task) : to help in w.-ing οίϊ, συν- τολυπεύειν : to w. (thread, <|-c.) off a reel, εκμηρΰεσθαι (to w. out like a ball of thread), πηνί- ζεσθαι. εκπηνί'ζειν : to w. or twist athg out of aby (fig.), έκ- ττηνιεΐσθαί (fut. mid.) τί τίνος (Aristoph.) : to w. up by mecha- nical force, όνεΰειν. άν-έΧκειυ or -ελκύειν τι επί τροχαλίας θέ- μενον: to w. up a clock ο?• watch, χορδι'ζειν or γυρίζει» ώρολόγιον (mod. Gr.) : — the strings of an instrument, χορδολογεϊν. επί Των κολλόπ ων στρεβΧοΰν τάς χορδάς (PL) : wound up (= on the stretch, rid.), εκτετααένος, 3 (prop?: and fig.). Winding- sheet, φάροςταφιϊίον,τό [Horn.), see Shroud. ^J (Intrs.)J ελίτ- τεσθ<ιί (as snake or river) and στρέφεσθαι (pass.), ελιγμού? and καμπάς ποιείσθαι. Wind- ing (as adj.), έΧικτός, στρεπτός, στρεβλός, σκόλιος, 3, and poet, πολύ-γναμπτος and -καμπτος, 3. ττοΧυκαμττής, ες, and κολπώ- 6ης, ες (full of bays, as a coast). A w.-ing stair, κλΐμαζ εΧικτη, η (Athen.), and κοχλίας, ου, 6 (spiral stair). W.-ing (as subst.), καμπή, στροφή, η. ελιγμός, 6. άγκών, ωνος. ό (bend of a river). WINDLASS, βαροϋλκον, τό. έζελίκτρα, η, and έζέλικτρον, τό. τρυχαΧία or τι>οχιλία, η. στροφεΐον,τό. στρεβλή, η. σκυ- τάλη (or roller for moving heavy weights, Aristot.) and σκυταΧίς, ίδος (esply as used by fishermen for drawing heavy ?iets to land, JEL, Lat. scutulae), η. εργάτης, ου, 6 (kind of capstan, Lat. er- gata, Yitruv.). όνος, ό. To lift up by a W., όνεΰειν (Time.), av- έΧκειν: to twist or strain with w.'s, όνοις ζυλίνοις στηεβλοϋν (Hdt.). WINDOW, θυρίς, t'ios, η. φανότττης, ου, 6 (late icord). φωταγωγός (sc. θύρα), η (Luc.), φωστήρ, τιρυς, ό. To look out of the w., πρόκυπτε iv της θυρ'ι- δος, W. -glass, διόπτρα, ?; : w.- shutters or blinds, θυρίδες, ων, αϊ : to close the w.-shutter, σφη- κουν τάς θυρίδας. WINDY, άνεμ- and πνευματ- ώδης, ες. άνεμιαϊος, 2 and 3 (prop, and fig.), άνεμόεις, εσσα, εν (poet.), κατ-, δι-, arid προσ- (638) ννεμος, 2 (exposed to tlie wind). See (fig.) Empty, Vain, and In- flated. WINE, oti/os, ό. White w., oL κιρρός : red w., οΊ. μέΧας or ερυθρός : clear w., ol. διαυγής : good w., οΊνος ηδύς or αγαθός: producing good w., εΰοινος, 2 (with verb εύοινεΐν — εύοινον είναι, and subst. εύοινία, η, = a good year for wine, εύετ}}- ρία οίνου, η) : to be rich in w. (as owner of a vineyard), πολυ- οινεϊν : strong, unmixt w., οίνος άκρατος, μέθυ, τό : a poor w., οινάριον, τό (Dem.) : sour w., όζος, τό (vinegar) : boiled w., aipuiov, τό (Antipho) : over (a glass of) W., παρ' υίνον. εν οΐνω : to drink w., πιεϊν οίνου (to take a draught), πίνειυ οίνου and oi- νοποτείν ( denoting habit of drink- ing it) : fond of w., φίΧοινος, 2 (PL) : to be fond of w., οίνοπο- τάζειν : excess in w., πολνοι- νία, η : to be full of w., διοινοϋ- σθαι (PL) : staggering with w., ο'ινοβαρης, ες : w.-bibber, οίνο- πότης, ου, οίνόφλυζ, υγος, οΐ- νομανής, ους, 6, η : to pour out the w., οίνοχοεΐν. οΊνον έγχεΐν : to intoxicate with w., οίνονν : containing w., ο'ινηρός, 3, and = like w., ο'ινώδης, ες : of the co- lour of W.. οινόχρως, ωτος, ό, η, and ο'ινωπός, 2 and 3 : to taste or have a smack of w., ο'ινίζειν : made of w., οΐνινος, 3 : a store or warehouse of w., οίνος άπο- κείαενος, 6. ο'ινοθήκη, η. οίνων, ώνος, ό : W.-growing, άμπεΧουρ- γία, ?;, see under Vine : w. - growing country or lands, άμ- πελο- or οίνο-φόρος γη or χώρα, η : to RACK off W., σταμνιζειν (tos). εν χειμώνι : of or belonging to w., χειμερινός, 3 (esply = in w. time, e. g. a w.'s evening, χειμερινή εσττέρα, η), also "χειμέριος, 3 and 2 (= wintry, coM). To pass the W., get over the w., χειμερίζειν : expose to the w., χειμάζειν : to pass or endure the w., χειμάζε- σθαι (pass.) : to stay in w., see the Vert>: to practise during the WIS WIT .«£Γι/. W. season, η .μώνο? ώρα. χειμερινό? .i/os, ό. χειμά?, άδο?, awer? χειμερεία (Dion. Η.), i). TV. sol- stice, ηλίου τροπαί ai χειμερι- ναί. TV. campaign, ή ει» χειμώνι or κατά τον χειμώνα στρατεία. TV. crops (= sown in winter), χει- μόσπορο? σϊτο?, ό (corn), χει- μόσποροιπυροί,οϊ (wlieat). Trees that have stood or lived through the W., χειμασθέντα δένδρα, τά (Theopkr.). Winter-dress, χείμα- στρον, τό, and χειμά?, άδο? (εσθή?), 17. χειμάμυνα, η (poet., a dread-nought). TV. -dwelling, w.-quarters, χειμαδιού, τό, usu. pi. χειμάδια, τά, also χειμασία, v (Hdt.) : to take up one's w.- quarters at Lemnos, χειμαδίω χρησθαι Αήμνω (Dem.) : to fix one's w.-quarters, χειμάδια πη- γνυσθαι (Pint.) : to bring and (i?it?'s.) to go into — , χειμάζειν (the latter also pass.) : also later χειμαδ-εύειν and -Ίζειν : to re- move the troops into w.-quarters. άπάγειν την δύναμιν ει? παρα- χειαασίαν. WINTER, ν. χειμάίειν and pass, (to pass the w.). παραχει- μάζειν. Also χειμερ- and later χειμαδ-εύειν and -ίζειν. W.-ing, χειμασία and παραχειμασία, ή : place for w.-ing, see w.-quarters under Winter, s. Good to w. in, εύχείμερο?, 2 (Aristot.). WINTRY, WINTERLY, χειμέριο?, 3 and 2, and sts χει- μερινός, 3. WIPE, σμηυ, σμήχειν. To w. off, away, άπο-, εκ-μάττειν and -σμην, and -καβαίρειν. άπο- yj /ην, άπομοργνύναι, also σοβεΐν (Χ.) : to w. one's hand on a nap- kin, άποκαθαίρειν την χεϊρα ει? τά χειρόμακτρα: to w. with a sponge, σ7τογγίζειΐ', άποσπογ- γίζειν: to w. one's hands or athg fm oneself, άπο-μάττεσθαι (e.g. τον ιδρώτα), -φησθαι, -μόργνυ- σθαι (mid.): to w. out athg writ- ten, έξαλείφειν : to w. out or off a disgrace, άποτρίβεσθαι. W.- ing. ημηγμα, τό. σμηζι?, η. WIRE, ελασ/ια, τό. Brass W., έλασμα τό άπ' ορειχάλκου: iron w , νηαα σιδήρου, τό. WISDOM, σοφία, σωφροσύ- νη, φρόνησι?, η. To aspire after w., μετιίναι, σπουδάζειν περί την σοφ'ιαν. φιλοσοφείν : one who teaches W., σοφία? διδάσκα- λο?, ό. σοφιστή?, οΰ, δ: conceit of w., δοκησι-, δοζι-σοφία, η: over-w., περίνοια, h (Thuc.). WISE, adj. σοφό?, 3. σώ- φρων, 2. φρόνιμο?, 2 {practically w.). εΰβουλο?, 2 (well-advised). To he w., act wisely, σωφρονεΐν: a W. advice, εϋβυυΑ'ια, η. βού- λευμα καλόν, τό: aw. man, σο- φό?, δ. σώφρων, ονο?, δ : a w. rule or saying, λόγο? σοφό?, ό : in a w. manner, φρονίμων, κα- λώ?, ευ. See Prudent, Cle- ver, Sage. TV. in one's own (G39) conceit, δοκησί-, δοζί-σοφο?, 2 : a being such, δοζισοφία, η (PI.) : exceedingly wise, πάνσοφο?, 2 (PI.) : w. in evil, κακοξύνετο?, 2 (Thuc.) : to be wiser than — , περί- or ύπερ-φρονεΐν τίνα : 1 am\viser than the physician, περι- σοφιζομαι τον Ίατρόν (Aris- toph.) WISE, s. See Mode, Man- ner. WISH, V. εΰχεσθαι, έπεύχε- σθαι (to express or utter, also to ente?iain, a to.), επιθυμεϊν and προθυμεΐσθαι (to feel a strong inclination), βούλεσθαι (to feel inclined, disposed), εθέλειν, θε- λειν (be willing and desire ; see under Will, v.). Poet, words, έλδεσθαι, μάσθαι or μώσθαι, με- uaa, μεμαώ?, μίμονα, λιλαί- εσθαι, χατίζειν. To wish very much or ardently, ύπερεπιθυ- μεΊν. μάλιστα βούλεσθαι. προ- τιμαν. εραν τινο? : to w. for in return, άντιποθεΐν : to w. for athg, επιθυμεϊν τινο?. ποθεϊν or έπιποθεΊν τι. όρέγεσθαί τινο?. εφίεσθαί τινο?. χρίζειν and βούλεσθαι c. infin.: I w. I was dead, χρήζω or βούλομαι άπο- θανεϊν. How I W. — ! ώ? ώφε- λον κτλ. c. infin. ε'Ίθε c. opt. (or past indie, of things tliat cannot be), see Oh that. To w. that — , εΰχεσθαι c. infin. : to w. that athg may not — or to w. athg not to happen, άπεύχεσθαι μη -γενέ- σθαι τι : he w.'s to have a con- versation with you, χρήζει σοι συγγενέσθαι : to w. aby well, ε'ύ- σθα ι τινι -πάντα τα αγαϋα to w. aby ill, έπαρασϋαι τινι κακά or δεινά, εΰχεσθαι δεινά κατά τινο? : to w. aby bad luck, εφυμνείν τινι κακά? -κράζει? : to turn out as one w.'s or w.-d, κατά γνώμην or νουν άποβαί- νειν : to w. aby joy, see Con- gratulate. W.-iiig (zzzthe act of), τό εΰχεσθαι. εύχη, η. ττό- θησι?, η. επιθυμία, η. WISH, s. εύχη, επιθυμία and σπουδή (eager desire), η. πόθο?, 6 (all subjectively), ου or ών τι? επιθυμεί, ο or α τι? εύχεται (objectively, the thing wished). Also Horn., χρίω, η, and εέλδωρ, τό. An ardent w., εύχη και επιθυ- μία, δεινό? πόθα? : I have no more ardent w., ούο αν εύρΰν δεξαίμην μάλλον η C. infill, ουκ έχω ο τι αν μείζον εϋζωμαι γενέσθαι μοι : to express a w., εΰχεσθαι, κατεύχεσθαι. εύχίιν ποιεϊσθαι : to have or entertain a w., ποθεΊν. επιθνμεΊν : some say, that he had entertained the W. of — , εύχην τινε? αύτοΰ έκ- φερουσιν, ώ? εϋχοίτο : to see one's w. accomplished or realized, i/s το πέρα? άφικέσθαι τί}? εύχη?. τύγχανε ιν ών έπιθ ν μεΊ: to assist one in accomplishing his W. , συμπράττειν τινι ών επιθυ- μεί : my w. is granted, τυγχά- νω τη? εύχη?. τυγχάνω ων δέομαι : every or any w. of yours shall be granted, πάντων, ων αν δέη, τεύζη παρ' εμού : athg goes quite after my w., κατά γνώμην έκβαίνει μοί τι. κατά νουν άπαντα or αποβαίνει or προ- χωρεί μοι τι. τοιούτον γίγνε- τα'ι μοί τι, οίον αν εγώ βούλω- μαι : to act according to aby's W., καθιστάναι τινι ό βονλεται μάλιστα : contrary to one's w., παρά γνώμην : to return aby's good w.'s, άντευνοεϊν τινι (Χ.). WISHER. Crcl. with Verb. Well-W., ό, η εϋνου?, 6 εύνοών, V εννοούσα. WISHY-WASHY, υδαρή?, έ?. See Watery, Weak [fig.). WISP, (χο'ρτου) φάκελο?, δ, or δέσμΐ), η. WIST, pret. obsol. of Wot, = Know, Vid. WIT, s. ξύνεσι?, άγχίνοια, η (cleverness,aready ιυ .) .άστειότη?, ητο?, κομψ-ότη?, ητο?, and -ε'κι, εύτραπελ'ια,η (quickness of fancy), also άστειολογία and ευστοχία, ή, and (as shown in words) λό- γοι αστείοι or κομψοί A wit (= witty person), ευτράπελο?, άστεΊο? άνηρ, 6. Fond of w., φιλευτράπελο?. 2 (Aristot.) : of a ready w., quick witted, άγχί- νου?, εύστοχο?, 2. *[[ Wits, =z se?ises] E. g. to be out of, to have lost, one's w.'s, a- and παρά- φρονα είναι : to lose one's w.'s, έζίστασθαι τού φρονεΊν. άπο- νοεϊσθαι (pass.), έζω έαυτοΰ γίγνεσθαι {to be beside oneself) : to have one's w.'s about one, έμ- φρονα, άγχίνουν, εν εαυτω εΊ- ναι. ευ φρονεΐν. WIT. v. n., in the phrase to wit, see Namely. WITCH, φαρμακίύτρια, φαρ- μάκι?, ίδο?, επωδό?, η. To be a w., to act the w., μαγεύειν. φαομακεύειν. βασκαίνειν. WITCHCRAFT, μαγική, h. φαρμακεία, η. There is no w. in the affair (fig. = it is not be- yond ordinary human powe)•), ούχ η Τλαύκου τέχνη or ου χι Γλαύ- κου τέχνη (PL). WITH, prep. The prepositions most nearly correspo?idi?ig are σύν, older Att. ξύν, c. dat. (denoting rather an otiticard and camtd being together), μετά c. gen. (de- noting coexistence with community and participation, a being with and doing or being as — ). Sts with may be rendered by πηρά and πρό?. and other prepositions by wch the relation is cupressed under a different form ; sts by cases ; sts by participial construc- tion. (1) As exponent of coexistence in place, society (of persons) in action, and connexion of things : To be w. aby, είναι (γενέσθαι) σύν τινι (generally, in company u-ith aby, and spec, on his side), also — μετά τινο? (together with and sharing with him in what he WIT does or is, and likeivise spec. =r on his side ; see Side) : he was drinking w. the servants, μετά δμώων έπινε (Horn., = he was with them and did as they were doing). Together, along w., 'άμα I and ομοΰ [adv. prep. c. dat.) : to lead, go, follow (along) w. aby, άμα τινι άγειν, έλθεϊν, επε- σθαι : w. the winds, άμα and μετά πνοιης άνέμοιο {Horn., = in company w. them and as swift as they) : together w. the gods, θεοί? ομοΰ (Soph.) : along with the lake, ομοΰ τη λίμνη (Hdt.). Other prepositions : to have guards w. (= about) him, περί εαυτόν φύλακα? εχειν: w. us (= among us, at our house, in our country), παρ' ημίν : to be in good repute w. all men, παρά πάσιν εύδοκι- μεΐν : to leave the memory of himself with aby, μνήμην προς τίνος λείπεσθαι (Hdt.). gig- With verbs of beginning, tJie point of departure is denoted by άπό, εκ : to begin w. aby or athg, άρχε- σθαι άττό or εκ τίνος (but also, the laws of the Persians seem to begin w. the care for the common good, οι Περσών νόμοι δοκονσιν άρχεσθαι τον κοινού άγαθοΰ έπι- μελούμενοι, Χ.) : and with verbs of ending, tJie point of rest is de- noted by εν dat., είς ace. : to end with aby or atbg, τελευταν εν τινι, ets τι : to put up w. aby (at his house), κατάγεσθαι (κατά• Χύειν) παρά τίνα or παρά τινι or ets τίνα, see Lodge : to stay or dwell w. aby, διατρίβειν παρά τινι or μετά τίνος. To eat cooked meat w. (= to) his bread, €7τΐ τω σίτω όψον έσθίειν : to have money w. his wife, άργύ- ριον εχειν επί τ;7 γυναικί. Athg will rest w. you (penes te), επί σοι εσται τι : as far as it rests w. me, το έπ' εμέ (quod ad me attinet) : it rests w. us, παρ' ιΐμάς έστι: w. him rested (= on him as the turning-point depended) the deliverance of the besieged, παρά τούτον έγέυετο ή σωτη- ρία τοΊς πολιορκουμένοις. Often hy compounds : to dine with aby, συνδειπνεΐν τινι : to die w. aby, συναπυθνήσκειν τινί : brought up w. aby, δμότροφός τινι. — Phrases: (taken) one with an- other (= altogether), οι σύμπαν- τες, καβάλου, συλλήβδην. (2) As exponent of dative re- gions, with aby or athg, consi- dered as personal object, is ex- pressed by the dative case : e. g. to be angry w. aby, όργίζεσθαί, θυμοϋσθαί τινι. χαλεπαίνειν τινί: to quarrel w. aby, ερίζει»/ τινί : at variance w. aby, διάφο- ρος τινι: to find fault w. aby for athg, έπιτιμάν τινί τι (or W. athg in aby) : to trust athg w. aby, πιστεΰειν τινί τι {or aby w. athg) : to reconcile aby w. aby, διαλλάττειν τινά τινι and προς τιυα : to be reconciled w. abv, (640) WIT διαΧύεσθαί, διαλλάττεοθαί τινι and προς τίνα : to associate, keep company w. the good, δμιλεϊν τοις άγαθοϊς : to go to war vv. (against) the Lacedaemonians, πο- λεμεϊν τοΐς Αακεδαιμονίοις (or προς τους Λ.) : to discourse, dis- cuss with aby, διαλέγεσθαί τινι and προς τίνα. I have the like, the same mind w. (= as) you, την δμοίαν, αυτήν σοι γνώμην ε χω : to receive the same num- ber of stripes w. aby, τύπτεσθαι τάς ϊσιις πληγάς τινι : of the same craft or trade w. aby, ομό- τεχνος τινι, and numerous other compounds with συν-, δμο-, a?id the like. What is there (in com- mon) to me (= what have I to do) with thee ? τ'ι έμοι καϊ σοι ; friendly w. (= to) aby, εϋνους τινί : inconsistent w. himself, άσύμφωνος έαυτω: agreeably w. what has been said, ακολούθως τοΐς ειρημένοις. Prepositions : προς = against, as above, πολε- μεΧν προς τίνα : = to or toivards, as διαλλάττειν and διαΧέγεσθαι Trpo's τίνα, and so, to consider w. oneself, σκοπεί ν, σκέπτεσθαι, Χογίζεσθαι προς εαυτόν: to be intimate w. aby, οίκείως διακεϊ- σθαι προς τίνα : in comparison w. other animals, παρά τά άλλα ζώα : in conformity w. aby's man- ner, προς του τρόπου τινός : it is in keeping w. (the character of) woman, 7rpos γυναικός εστί, opp. to at variance w., not in keeping w., e. g. the manner of man, από του ανθρωπείου τρό- πον. (3) As eocponent of the manner or accompanying circumstance, e.g. to go away w. a smile, to come w. (= having) a fleet, to observe w. regret, to dance w. grace (= gracefully), with £s expressed sts by the dative case (ablative), or by prepositions ; but oftener by par- ticiples or other constructions, as adverbs. Thus, to acquire athg w. injustice, κτάσθαι τι μετ αδικίας (igf^* μετά c. gen., esply in moral relations, sts poet, σνν, e. a. w. truth, ζύι> άληθίία, JEs- chyl.) : w. joy (—joyfully), μετά χαράς and χαίρων, ούσα : w. pleasure, προς ηδυνήν. ήδίως. ήδόμενος and άσμ^νος: w. speed, συν τάχει, διά τάχους, κατά τάχος : w. earnestness, μετά and διά σπονδής, σπουδάζων, κτλ., σπουδαίως : w. all one's might, κατά κράτος : W. zeal, μετά and υπό προθυμίας (PL)., πάση προθυμία, and partepp. of προ- θυμεΊαθαι, προθυμία χρησθαι : to come on w. much shouting, επιέναι κραυγή πολλή (X., also συν κρ.) : they removed w. the victory incomplete, άτίλ&ι ttj νίκη άνέστησαν (Thuc.) : with impunity, χαίρων, ούσα: not — , κλαίων, ούσα : the king of Per- sia is coming on w. a great army, b βασιλεύς συν στρατεύματί W Ι τ πολλω προσέρχεται (Χ.). &f TJie military or naval force with wch a movement is conducted often stands in dat. without preposition, e. g. to arrive with twenty ships, άφικνεϊσθαι είκοσι ναυσί : to encamp w. the infantry, κατα- στρατοπεδεύεσθαι τω πέζω : to march w. 2000 hoplites, δι'σ- χιλίοις δπλίταις στρατεύειν. Also in phrases like they took the ship together w. its crew (= crew and all), ελαβον την ναΰν αύ- τοΐδ (τοϊς) άνδράσι : so, w. its root, αύτη τη ρίζη, and as adj. αύτό-ρριζος, -πρεμνος, 2. Nate also the phrases like he (e. g. was general) w. nine others, (έστρα- τήγει) δέκατος αυτός : they ex- pelled all the inhabitants, and w. them (together w\) their king, παντας άνέστησαν τους ενυι- κοΰντας και αυτόν τον βασι- λέα : they slew the women w. the children, ό-π-ε'/ίτειι/αι/ και γυ- ναίκας και παϊδας or τάς γυ- ναίκας επί τοϊς τέκνοις. Esply with aby or athg, in the sense having, taking, bringing, and also showing or exercising athg, $c, is inly rendered by the correspond- ing partepp. : he came with 700 men, επτακόσιους έχων παρ- εγένετο : — w. the boy, παρεγ. άγων τον παΐδα : the messen- ger came w. letters, δ άγγελος ηκε φέρων επιστολάς : he de- parted w. his property, ά7η;εί λαβών τά έαυτοϋ : he addressed me w. much kindness, προσωμί- λησέ μοι φιλανθρωπία χρώμε- νος πολλή : he forced his way in w. violence, βία (χρώμενος) ε'ισ- ηλθεν : w. tears, w. a smile (e.g. he addressed me), δακρύων, ούσα, δακρύσας, ασα, γελών, ώσα, γε- λάσας, ασα : w. pleasure, ηδέως, ήδό μένος, μένη : to observe w. regret or pain, άχθόμενον αίσθά- νεσθαί τίνος and άχθεσθαι α'ι- σθόμενόν τίνος : to lead out w. (or in) solemn procession, υπό πομπής έζάγειν τινά (Hdt.) : w. good reason, μετά του λόγου and e. g. καλώς γε συ ποιών, see Well : w. good right, δίκη, δικαί-ος, ορθώς : w. God's help (= if God help or will), συν θεω and θεοΰ θέλοντος : w. your permission (= if you permit), συγχωραΰντός σου. ε'ι μη τι συ άλλο λέγεις. W. your prudence (= being so prudent) you cannot fail to perceive, οϋ μη σε λάθη άτε εύλαβούμενον : with all his wickedness (= although so wicked) he got great glory, μεγάλιιν δό- ζαν έκτησατο καίπερ πονηρό- τατος ών : w. all his cunning he can do nothing to the purpose, ττάι<τα μιιχανώμενος ούοεν μη διαπράζιιται τών δεοι/τωι /.What w. — , what w. — , see under What. Το speak w. refe- rence to athg. λέγειν προς τι : w. a VIEW to, Vid., and. the lead- ing word in other like plivases. WIT (4) In attributive relation, with athg (== kavi?ig, S[C athg) may be expressed either by tlie partcp. and ease or by an attrib. compound adj., e. g. w. two wings, δύο πτε- ρά έχων, ούσα, ov, or δίπτερο?, Ζ, (5) As exponent of relation of time : e. g. w. the dawn, άμ' εω : w. the spring, α μα τω η οι and ευθύ? αρχομένου τοΰ ηρο? : to learn athg {simultaneously) w. the first rudiments, άμα τοϊ? γράμ- μασι μανθάνειν τι : w. that (= this said) he departed, ταϋτ ει- πών απέβη. (6) With forming with the in- strument a relation of manner, and also the active cause, is ex- pressed by the dative (ablative) : e. g. to pelt w. stones, λίθοι? βάλλειν : to slay w. a sword, ξίφει άποκτείνειν: furnished w. brazen utensils, κατεσκευασμέ- vo? χαλκώμασι : adorned with Parian marble, ΤΙαρίω λίθω ησκημένο? : to honour, adorn w. crowns, στέφανοι? τιμάν, κοσ- μεΐν τίνα : to be diseased w. in- curable wickedness, νοσεϊν av- ηκέστω -πονηρία.: to die W. (of) hunger, Χιμώ άποθνησκειν : to be elated w. (by) wealth, πλούτω επαίρεσθαι : to be satisfied or content w. athg, άρκεΐσθαί τινι. But often with σύν (esply of the material instrument or means) or other prepositions : to kill w. the club, τω or συν τω ροπάλω άνελεϊν : to soothe w. the lyre, θέλγειν τί} or σύν ττ} λύρα : to see w. eyes, to hear w. ears, bpav οφθαλμοί?, άκουε ιν ώσίν: to see w. one's eyes, εν οφθαλμοί? (before — ), δι' οφθαλμών (by, through) bpav : which is the more correct answer, Eyes are that w. which or that by which we see? ποτέρα όρθοτϊρα άπόκρισι?, ώ ορώμεν τοϋτ είναι οφθαλμού?, η δι' ου ορώμεν ; (PI.) : to col- lect a force w. (by means of) the money, άπό τών χρημάτων στράτευμα συλλέγειν (Χ.) : to maintain a fleet w. certain reve- nues, τρέφειν το ναυτικόν άπό προσόδων τινών (Tkuc.) : tobuild houses w. the saw, οικία? ποιεϊν άττό ττρίονο? : wrought w. the axe, άττό πελέκεω? ε'ιργασμέ- vo? : to write w. ink, δια μελα- νό? γράφειν: to split one's sides, to die, w. laughing, άποπνιγη- vui ύπό του γέλωτο? or τω γελωτι or γελώντα : to be oc- cupied w. athg, ϊΐι /at, γίγνεσθαι πρό? τινι (e. g. business, πρό? πράγμασιν) and έχειν άμφί τι : to be content w. athg (vid.), αγαπάν τι : (big or PREGNANT, vid.) w. child, έγκυο?, 2: made w. hands, χειροποίητο?, 2. (7) With some verbs with de- notes relations ivch may with little difference be expressed by of (ge- nitive relation) : to fill w. athg, εμπιμπλάναι τινά?: filled with (641) WIT athg, εμπλεώ? τινο?: sparing w. athg, φειδόμενο?, φειδωλό? τι- νο?. See the several verbs. (8) In certain phrases, with athg after a verb with a personal object is rendered by the accus. τι : thus, to tax or reproach aby w. athg, εγκαλειν τιν'ι τι : to en- trust, charge — , πιστεύειν, επι- τρίπειν τιν'ι τι : to invest aby with athg, περιτιθέναι τινι τι : to acquaint aby w. athg, διδάσκειν τι νά τι : to threaten aby w. athg, άπειλεϊν τινι τι: but these and the like phrases admit of other renderings, for wch see the several verbs. > WITHDRAW. «U (Trans.)] άν-, επαν-, ύπ-άγειν. άπάγειν (esply to draw off 'aby 's attention). To w. one's foot, άναφίρειυ τον πόδα. άναχάζεσθαι: to w. one's hand, υπάγε ιν την χείρα (prop.): to w. one's hand fm aby (= w. any support, <$fc), προλείπειν τινά. εάν τίνα (leave him to him- self), ούκέτι προσφοιταν τινι. άπεχεσθαί τινο? : to w. one's action (at law), άναιρεϊσθαι, δια- γράφεσθαι. if (INTRS.)] ύπ- and επαν-άγειν (sc. εαυτόν), άνα- χωρεΐν (with or ivithout εί? τυύ- πίσω or πάλιν), επανα-, ύπο- χωρεΐν. To w. from public life, άφανιζεσθαι. άναδύεσθαι. See to Retire, Desist. WITHER. ΤΪ (TRS.)] αύαί- νειν, εξαυαίνειν, μαραίνειν,άπο- μαραίνειν, also κάρφειν (epic). U (Intrs.)] See to Fade, αύ- αίνεσθαι, συναυα'ινεσθαι. κατα- κάρφεσθαι (JEschyl.). ταριχεύ- εσθαι (Dem.). W. -ing (adj.), αύαντικό?, μαραντικό? 3 : (as SZiftsi), αΰανσι?, αύονη (poet.), μά- ρανσι?, η. αύασμό?, μαρασμό?, ο. W. -ά,αύαλέο?, σκελετό?, σκε- λιφρό?, and Att. σκληφρό?, 3. WITHERS (of ahorse), άκρω- μία, η (Χ.). WITHHOLD, κατ-, άπ-, ίπ- έχειν. To w. athg, κάτεχε ιν and κρΰπτειν τι (keep back, con- ceal). To w. aby from any act, επισχεϊν τίνα του ποιεΐν τι. κωλύειν τινά μη ποιεϊν τι. απο- τρέπε ιν τινά έργου τινά? : to w. athg from aby, άποστερεΐν τινά τι. άπείργειν, άποκλείειν τινά τινο?. ου συγχωρεϊν or δούναι τινί τι. WITHIN. H As prep.] 'έσω c. gen. (of place), εν e. dot. and διά c. gen. (of time), έντό? c. gen. (of place and time). W. reach, SHOT, COMPASS, BOUNDS, Vid. W. a little, παρά μικρόν : to be w. a little of — , παρά μικρόν έΧθεΐν παθεΐν τι : he was w. a little of being stoned, παρά μι- κρόν έξέφυγε τοΰ μη καταπε- τρωθηναι. See NARROWLY. U As adv.] 'έσω (of motion), ένδον (of rest, = indoors, at home, οί- κοι): not w., έξω (abroad, out of doors) : from w., έσωθεν. ινδό θεν. WIT WITHOUT. H Adv. and prep., opp. to within] έξω, εκτό?. From w., έξωθεν (e. g. δόμων, fm w. the house), έκτοθεν: things within and things w., τά τε έν- δον, τά τε εκτό?. % Prep., opp. to with] άνευ, χωρί?, and poet, άτερ, ατερθε(ν), άνευθε(ν), δίχα, νόσφι, all c. gen. : often also by compounds with ά privative, e. g. w. danger, άνευ κινδύνου, ακίν- δυνο?, 2. άκινδύνω? : w. reason, άλόγω?, εΊκη : w. consideration, thought, &c, see Inconsiderate, Unthinking, Sec. : w. trees, ά- δενδρο?, 2, see Treeless : a city w. inhabitants, πόλι? έρημο? αν- θρώπων, see Uninhabited : w. doubt, question, see Undoubted, Unquestionable : without aby's knowing it, λάθρα, κρύφα, τι- ι /os, and by constr. of λάνθανε ιν c. partcp. or λαθών c. verb, see Unperceived. Often also by ne- gation of έχων, φέρων, άγων, λαβών, 8cc. y see With: and when followed by participial subst. by ού (μη) c. ptcp., e.g. w. knowing it, μη ε'ιδώ? (supposing him not to know it), ούκ ε'ιδώ? (actually not knowing) : I will speak the truth w. fearing — , βούλομαι δ' ειπείν τάλ?}θ»;, ού φοβούμενο? μη — : I should not deserve credit w. first letting it appear what sort of person I am, αξιόπιστο? ούκ άν εϊην μη ούχι πρότερον αυτό? φάνει? οΊό? ε'ιμι (implying also, do not imagine that I shall not let it appear; see App. to Madv., § 296). He could not speak three words w. stumbling, ούκ άν τρΐ είπειν ρημαθ' όίό? τ ην πριν άμαρτεΐν (Aristoph.). W. any right, παρά ττάι/τα τά δίκαια. Without (colloq.), = except, un- less, Vid. WITHSTAND. See to Re- sist. WITLESS. See Unreason- able, Foolish. WITLING, σκωπτόλη?, ov, 'WITNESS, s. % Evidence] μαρτύριον, τό. μαρτυρία, η. To give or bear w , μαρτυρά Ίν, έκ- μαρτυρ*Ζν (ε'ί?, πρό? τίνα, be- fore aby). επιμαρτυρεϊν (τινι, to, and before aby) : to bear addi- tional w., προσμαρτνρεϊν : to bear w. with, συμ-, συνεπι-μαρ- τυρεϊν : the bearing of w., μαρ- τυρία, διαμαρτυρία, η : false w. or the bearing of false w., ψευ- δομαρτυρία, η : to bear false w., φευδομαρτυρεϊν: — against aby, καταφευδομαρτυρε ϊν τινο?: pro- secution for false w., ψευδομαρ- τυρία, τά. II Person untness- ing] μάρτυρ, υρο?, 6 (he who af- firms athg by his evidence), γνώ- στη?, ου, and συνειδώ?, ότο?, σϋνίστωρ, ορο?, 6 (cognizant of, privy to). To be a w. of athg, παρατυγχάνειν τινί. παραγί- γνεσθαί τινι. αύτόπτην είναι τινο?. αύτηκοον εΤναί τινο? : Tt WIT aby 19 my witness in a matter, σύνοιδέ μοί τις τι. μαρτυρεί μοί τις τι : heaven is my w., οι θεοί ξυνίστορες (Thuc, God htoics) : to call on aby as aw., μάρτυρα ποιεϊσθαί τίνα. μαρ- τύρεσθαι, δια-, έπι -μαρτύρ ε- σθαί τίνα: also κλητεύειν {sum- mon), αναβιβαζειν {cause to stand up) : to produce w.'s, παρίστα- σθαι, παρέχεσθαι, and έπάγε- σθαι μάρτυρας: to come forward or appear as a w., διαμαρτυρεϊν : a false w., ψευδό μάρτυς, υρος, 6: to be a false w., ψευδομαρτυ- ρείν : the hearing or examining of W.'s, ή των μαρτύρων άνά- κρισις : there is a hearing or an examination of w.'s, αναγιγνώ- σκονται μαρτυρίαι : a joint w., σύμιχαρτυς {PI.). WITNESS, v. μαρτυρείν and διαμαρτυρεϊν. To w. in aby's favour or for him, μαρτυρείν TiVL : to w. for or respecting the truth, &c. of athg, μαρτυρείν τι or περί τίνος {of persons and things), τεκμνριον εΤναί τίνος and δηλοΰν τι {of Hangs and cir- cumstances) : tow. falsely, χΐ/ευδο- μαρτυρε'ιν: to w. agst aby, κατ«• μαρτυρείν τίνος: to establish by w., καταααρτυρείν τ ι (Is jb., rare): to w. respecting or about athg. μαρτύρων είναι τίνος, σημεϊον είναι τίνος. δηλουν τι. νποφαί- νειντι: to call aby to w., έπιμαρ- τύρεσθαί τίνα {e.g. heaven, θε- ούς) : to call gods and men to w., διαααρτύρεσθαι,εββ to PROTEST. Witness the following considera- tion — , μαρτύριον δε, τεκμ,ήριον δε, δήλον δε, followed by yap. WITTED, in composition, e.g. sharp-w., quick-w., εύστοχο?, ό, ν, see Quick, Clever: slow-w., βραδύνους, δ. ή, see Dull. WITTICISM. See Wit. _ WITTINESS, κομψότης, άστειότης, ητος, ευτραπελία, κομΦεία, ή. WITTINGLY. See Design- edly, Knowingly. WITTY, αστείος. 3. ευτρά- πελος, 2 {of persons and things), κομψός, 3. χαρίεις, εσσα, εν. επίχαρις, ι, gen. itos. δεξιός, 3 (of things). A w. idea, λόγος αστείος or κομψός : to say w. things, κομψεύεσθαι. WIYE (to take a wife). See Wife. WIZARD, μάγος, δ. φαρ- μακεύς, έως, δ. επωδός, ή. γόι\ς, ΐ]τος, δ. WOAD, ΐσάτι?, ιδος, v. Of the colour of w., ίσατώδης, ες. WOE, άΧγηδών, όνος, η. αχός, τό. λύπη, ι). See GRIEF, Sorrow. Woes, τά κακά. al ξυμφοραί, see Calamity. Ex- clamation of w., οιμωγή, η (la- mentation), and poet, ίυγμός, δ, γόων και όδνρμάτων θρήνοι (JEschyl., Eur.) : to break out in loud exclamations of w., ava- βοάν εις ο'ιμωγήν. άνοιμώζειν. (642) WOM άνοτοτύ'ζειν. αίάζειν. See LA- MENTATION. W. is me ! ο'Ίμοι. ο'ίμοι μάλ' αύθις. Ίώ, ίώ. ιού, Ιού. αΊ, at (poet.). See Alas ! Also ούαί μυι (Alexandr. and la- ter, = Lat. Y8e !). Woe to thee ! ούαί σοι \ κακώς όλοιο\ w. be to him if he do this, κλαίων ποι- ήσει ταΰτα. WOE-BEGONE, iv λύπαις εχόμενος, μένη. σκυθρωπός, 2 and 3. πε/ηλι/ποε, 2. WOEFUL. See Sorrowful. ελεεινός, οικτρός, 3. επίκλαυ- τος, ταλαίπωρος, 2. άθλιος, λυ- πηρός, 3. A w. cry, οιμωγή, η. See under Woe. WOEFULNESS,to έλεεινόν, and other newt. adjj. ταλαιπω- ρία, η. WOLF, λύκος, δ. A she-w., λύκαινα, η : a w. whelp, λυκι- δεύς, έως, δ : of or belonging to a w., λύκειος, 3: w.'s skin, λυκή, η. λύκου δέρμα, τό : of the co- lour of a w., λυκόχρους, 2 : w.- like, wolfish, λυκοειδής, ές, and λυκώδης, ες, and as adv. λυκη- δόν (JEschyl.) : w. -shaped, λυκό- μορφος, 2: w.-minded, λυκό- φρων, 2 (Plut.) : w.-eyed, λυκ- όφθαλμος : w.-mouthed, λυκό- στομος, 2: eaten, chased by w.'s, λυκόβρωτος, λυκοδίωκτος, 2 : slaying w.'s, λυκοκτόνος, 2, and verb λυκοκτονεΐυ : javelins for killing w.'s, πρόβολοι λυκοερ- γείς (Hdt.) : w. hunter, λυκο- θήρας, ου, δ : to tear like a w., λυκοΰν : sheep torn or worried by w.'s, πρόβατα λελυκωμένα (Χ.) : howling of a w. or of w.'s, λεύκων ώρυγαί,α'ι, and λυκηθμός, δ (Suid., as μυκηθμός). Prov., a w.'s friendship, λυκοφιλία, fi {Ep. Plat, and M. Antoyiin.) : of or like w.'s friendship, λυκοφι- λίας, 2 (Λίβηαηά.) : to shear the wool off a w.'s back, prps λύκον πέκειν. To be as hungry as a w., βουλιμιαν (subst. -λιμία, ή), see Ravenous. W.-man (were- w., Fr. loupe-garou), λυκάνθρω- πος, ό, ν : the disease so called, λυκανθρωπία, η. Wolf's -bane {plant), άκόνΐΊον, τό (aconitum, Linn.; mojik" s-hood) . W.'s-milk (plant, Euphorbia esula, Linn), see Spurge. W.-fish, θαλάσ- σιος λύκος, δ (anarrichus lupus, Linn). % An eating sore or ul- cer] καρκίνωμα, τό (to cause it, καοκινοϋν). φαγέδαινα, η. WOLFISH, WOLYISH. See under Wolf. WOMAN, γυνή, γυναικός, η (esply married w., see Wife). θήλεια, η (female). Little w., γυναικάριον,γυναίκιον,γύναιον, τό : young w., νύμφη, η (mar- ried), νεάνις.ιδος,ή (girl), παρ- θένος, η (maid) : old w., γραϋς, γραός, η : little old w. (and old hag), γραΐδιον, τό: old w.'s talk, old wive's fables, γραολογία, η : women, woman-kind, γυναίκες, ών, al. τό τώυ γυναικών γένος WON or τδ θήλυ γένος : a w. (in a contemptuous sense), γύναιον, τό (a wench) : after the nature of w., γυναικοφυης, 2 : like a w. or women, w.-like, γυναικείος, 3. γυναικώδης, ες. ώσπερ γυναί- κες : w.'s way or custom, γυναι- κείος τρόπος, δ : 'tis w.'s way, προς γυναικός έστι : w.'s apart- ment, γυναικεΐον, τό : γυναικ- -ώυ, ώνος, -ωνίτης, ου, δ, and -ωνΐτις, ιδος, ij : w.'s rule or go- vernment, γυναικοκρατία, η : to be under it, γυναικοκρατεΐσθαι (pass.). Speaking small like a W., γυναικόφωνος, 2. γυναικώ- δες φθεγγόμενος. W.'s love, γυναικείος έρως, δ. δ τών γυ- ναικών έρως : w.'s hatred, τό εκ γυναικών μίσος : a lover of women, γυναικ- εραστής, οΰ, δ : to be one, -εραστεΐν : w. loving, γυναικοφίλης, ου, but the more approved word is φιλο- γύνης, also φιλόγννος, φιλο- γύναιος, δ: w.-hater, μισογύνης, ου, δ : to be one, μισογυνείν : w.-hating, μισογύναιος, 2: love, hatred for w., φίλο-, μισο-γυνία, ή : insane passion for w., γυναι- κομανία, ή : having it, γυναικο- and γυναι-μανης, ές. For other compounds denoting woman's or women's — , or woman- withptcp., see the Gr. Eng. Lex. under γυ- ναικο-. WOMANHOOD, γυναικεία φύσις, η. Age of W., νβη, η. ακμή της ηλικίας, η, see MAR- RIAGEABLE. WOMANISH, γυναικ-ώδης, ες, -οειδης and -οπρεπης, ές, -εϊος, -ικός, 3. Also γύνανδρος, 2 (Soph.), θηλυκός, 3, and άν- ανδρος,'2. μαλακός, 3. «SfeeWEAK, Effeminate. Το act in a w. manner, γυναικίζεσθαι and -κί- "ζ,ειν. θηλυκεύεσθιιι. Also μαλα- κίζεσθαι προς τι (e.g. in the pre- sence of danger). W. temper, γυ- ναικοκρασία, h : to have it, γυ- ναικοπαθεΊν : of w. mind, γυ• ναικό-θυμος and -ψύχος, 2 : a poor w. creature, γυναικίας, ου, and γύννις, ιδος, δ (weakling). WOMANLINESS. See Wo- manhood. WOMANLY, δ, ν, τό τών γυναικών, γυναικείος, 3. θήλυς, 3, and with γυναιζι πρέπει and προσήκει. Of w. appearance, γυ- ναικο-πρεπης, -είδης, and θηλυ- πρεπής, ές: w. disposition, ways, or manner, τό γυναικεΐον ήθος. WOMB, κοιλία, μήτρα, γα- στήρ,τέροςαηάτρός,ή. σπλάγ- χνα, τά. κόλπος, δ. υστέρα, ή (usu.pl.). δελφύς, ύος, ή. Of or belonging to the w., υστερικός, 3 : to bear in the w., υπό ζώνην or ζώνης φέρειν or τρέφειν (poet.) : from the very w., έκ κοιλίας μητρός, από πρώτης γενεάς, ευθύς γενηθείς, εΐσα, έν. WONDER, ν. θαυμάζει*.^ 1 w. whetber or that — , θαυμάζω (θαυμαστόν μοι γίγνεται or WON φαίνεται, θαΰμά με λαμβάνει) tl — (wlien the thing conceived is uncertain)^ 'ότι (when as a matter of fact, but Θ. or ι is rare in Att.): to w. at athg, θ. τι and επί τινι, at aby, τινά and τινός : sts fol- lowed by ει or 'ότι, e.g. I w. at their supposing, θ. αυτών ει or οτι ηγούνται (Isocr.) : or ace. c. infln., I w. that you are sad, θ. σε πενθεΐν (Eur.) : also ace. fol- lowed by 'όσος, οίος, φ?., as, I w. that he says such things, θ. τινά οϊα λέγει and θ. τινός οτι — (Isocr.). I w. at your greediness, θαυμάζω σου την επιθυμίαν. θαυμάζω σε της επιθυμίας : Ι could not enough w., ουκ έξηρ- κουν τω θαύματι : it is not to be w.-d at, ούδεν θαυμαστού : people w. that I am not present, θαυμάζομαι μη παρών (Soph.). Colloq., in the sense, 1 know not, I should like to know whether — , ουκ οίδ' ει — . WONDER, s. 1 As feeling} θαΰμα and str. t. θάμβος (stu- por), τό. To feel w., εν θαύματι είναι, εχεσθαι : — at athg, δια θαύματος εχειν τι : a feeling of w. comes upon me, θαΰμά μ' έχει, ύττέρχεται,Χαμβάνει: wor- thy of w., θαύματος άξιος, 3, see the Verb and Wonderful. % A marvel] θαΰμα, τό. θαυμα- στόν τι. τέρας, ατός, τό (por- tent), θαυμαζόμενον έργον. Α w. to behold, &c, θαΰμα οράν, ίδέσθαι, μαθειν, άκοΰσαι, κτλ. : to be reckoned among or num- bered with the seven w.'s of the World, καταριθμεϊσθαι εν τοις επτά θεάμασι. άναγράφεσθαι εν τοΐς επτά θαυμαζομένοις ερ- γοις : to make a w. of athg, δει- νόν ποιεϊσθαί τι : I look upon it as a w., see above and the Verb: it is no w., οΰ θαΰμά εστί. θαΰ- μά γε ουδέν, ούδεν θαΰμα, or θαυμαστόν ουδέν seq. infin. : what w. ? τι θαυμαστόν; aw. of a — , see Wonderful. A w.-worker, θαυματ-, τερατ-οποιός and -ovp- γός, 6 (with verb -οποιεϊν, -ουρ- γεΐν, and subst. -οποιία,-ουργία, η). See Miracle. WONDERFUL, θαυμαστό'?, θαυμάσιος, 3. άτοπος, 2, and πα ράδοξος,Ί (uncommon), θείος, and δαιμόνιος, 3 (supernatural). To relate w. things, θαυμαστά λέγειν: that is w. (indeed), θαυ- μαστοί/ δη τοΰτο λέγεις: of a w. size, θαυμάσιος τό μέγεθος : the w. nature or character of athg, τό θαυμαστόν. θαυμασιότης, ητος, η: a w. appearance, see Wonder, s. : w. to behold, θαυ- μαστοί οράν : of w. beauty, θαυ- μαστός or θαυμάσιος τό κάλ- λος. &$* Note the construction with tL• relative pronouns : w. how great (= w.-ly great), θαυμαστός (θαυ αάσιος) όσος (ηλίκος) = εφ' ω θαυμάζει»/ δει οτι τοσού- τος (τηλίκος) έστιν : with w. Labour, μόγις και μετά Ίδρώ- '643) WOO tos θαυμαστού όσου (PI.) : si- milarly αμήχανος (2) and ύπερ- φυης (ές) followed by όσος, οΐος : w. damage, ύπερφυης τις ώς μεγάλη βλάβη (PL): W.-ly miserable, θαυμάσιος ώς άθλιος (PI.) : w.-ly much, in a w. de- gree, θαυμαστώς ώς σφόδρα (PL), so υπερφυώς ώς, S[C. : it is w. that, θαυμαστοί/ ει or οτι (see the verb) : — that you — , θαυμαστόν ποιείς οτι — : aw. creature (monster, fyc.) of a hog, μέγα χρήμα ΰός (Hdt), see Monster. WONDERFULNESS, τό θαυμαστόν. θαυμασιότης, ητος, WONDERSTRUCK. See Amazed, Astonished. WONDROUS. See Wonder- ful, Amazing. WONT, v. and s. See Accus- tomed, Used, and Custom, Ha- bit. WOO, μνασθαι. μνηστεύειν and mid. (γυναίκα). WOOD, ξύλον, τό (as gen. t.). ξύλα, τά (timber, logs, §"c). ϋλη, ή (timber and a wood). To turn into w., ξυλοΰν : to become w., ξυλοΰσθαι : to run to w. (as the vine), ύλομανεϊν. καθυλομανεϊν: running to w., ύλομανης, ες : dry W., τραύ- and τρώ-ξανον, τό (Theophr.) : there is old w. yet in store, ϋλη απόκειται αρχαία: of w., see Wooden : like w., ξυ- λοειδης, ές. ζυλικός, 3. ξυλί- της, ου, ό : all of w., αύτόξυλος, 2 : made of one solid piece of w., μονόζυλος, 2 : to cut w., ύλοτο- μεΐυ. τέμνειν νλην or ξύλα : W.-cutter, δρυο-, ΰλο-, ξυλο-τό- μος, ξυλοσχίστης, ου (w.-cleav- er), 6 : also ξνλεύς, έως, ό (and timber-merchant) : cutting or fell- ing w., £υλο-τόμος, -κόπος (e.g. πέλεκυς, η, Χ.), 2. υλοτόμος, 2 (but υλοτόμος, cut in the w., e. g. a simple) : the cutting or felling of w., υλοτομία, η: to carry or gather w., ξυλίζεσθαι. ξυλεύεσθαι (lignari), also ύλ- αγωγεΐν (with adj. -αγωγός, subst. -αγώγια, η) : a felling and carrying of w., ξυλεία, η. ξυ- λισμός, 6. ξυλοφορία, η (ligna- tio) : to get or fetch w., ύλάζε- σθαι (Hesych.) : one who gets or fetches w., ύλαστης, οΰ, ό : ύλά- στρια, η : to work in w., ξυλ- ουργεϊν : a worker in w., -ουρ- γός, ό : working in w., ξυλουρ- γία, η : relative to it, -ουργικός, 3: art of — , -ουργικη, η: a place for w., w.-house, ξυλών, ωνος, 6. ξυλο-βόλον,τό, -θήκη, η: dealer in w., timber -merchant, ξυλο- πώλης, ου, and ξυλεύς, έως, 6 : w. -market, τά ξύλα. ύλοτόμιον, τό (timber-yard, Strab.) : scarcity of w., δρυοτόμιας σπάνις, η : carving w., ξυλογλύφος, 2 : w.- engraving, είδος έξυλογραφη- μένον, τό : built of w., ξυ- λο7ταγ»;ς, ε'ς: w.-work, ζυλεία WOO and -ία, η (of ships), ξύλωσις, ν (of houses, οικιών, Thuc). DRiFT-wood, Vid. Wood-worm, θρίφ, θριπός, δηξ, δηκός (He- sych.), κνίφ, κνιπός, 6. τερη- δων, όνος, η : to be infested by — , τερηδονίζεσθαι. W.- louse, όνίσκος, and όνος πολύπους, ό. W.-pecker, πελεκάς, άντος, and -άν, ανος, δρυ(ο)κολάπτης, ου, δρυοκόπος, ό, and varieties κε- λεός and σίττ?;, η (all Aristot.). ΤΙ Forest] 'ύλη, η. δρυμός, ό. Co- vered with w.'s, see Woody. To fight or defend oneself in w.'s, ύλομαχεΊν (Appian). Compds, mly poet, in Gr. Eng. Lex., see ΰλο-, W.-man, w.-cutter, δρυ-, ύλο-τόμος, 6 : his trade, δρυοτο- μικη (PL). W.-nymph, δρυάς, άδος, η. W.-cock, άτταγάς, a (Aristoph.), and -ην, ηνος, also σκοΧόπαζ, ακος, and άσκαλώ- πας, ου, 6 (all Aristot). W.- pigeon, φάφ, φαβός, φάσσα and φάττα,η. W. -lark, κορυδαλλίς, ίδος, η : songstress of the w.'s, ' singing her native w.-notes wild,' μοΰσα λοχμαία, η (Aristoph., of the nightingale). U As second member in names of plants] E. g. dog- wood = cornel, Vid., to well add θηλυκράνεια, η. Southern- wood ($β$* omitted in its place)) άβρότονον, τό, and prps άρτε* μισία, η. WOODEN, ξύλινος, 3. ζύλου (gen. mat), also ζυΧικός, 3. ξυ- Χίτης, ου, ό. W. shoes, κρού- παλα, τά. U Fig.] ξύλινος, 3. άγροικος, ακομχΐ/ος, 2. WOODY, WOODED, ξυλώ- δης, ες. ιτολύξυλος, 2 (abounding in wood), or άφθονίαν ΰλης έχων, ούσα, ον. δένδρεσι or δρν- μοΐς διειλημμένος, 3. ΰλ-, άλσ-, δρυμ-ώδης, ες. κατάδρυμος, 2. WOOER, μνηστηρ, ηρος, ο. See Suitor. WOOF, κρόκη, η. συν- and εφ-υφη (PL), ροδάνη (poet), η. WOOL, εριον (usu. in pi. ερια, τά), poet, ε'ίριον, ερος or εΐ/οος, and ληνός, ους, τό. γνάφαλον, τό (flock for stuffing cushions, Sfc), and χνοΰς, οΰ, 6. Un- dressed w., πόκος, 6, and πέκος, ους, τό (fleece) : carded w., ζά- σμα, τό : greasy, undressed w., οίσυ•π»;, η (propr., the dirt and grease), and, ερια ο'ισυπηρά, τά (lana sucida or sordida) : to fur- nish or yield w., ερια παρέχε- σθαι or φύειν : of or made of w., see Woollen: short-woolled, κο- λερός, 3 (Aristot.) : with thick, with curly w., δασύ-, στρεφί- μαλος, 2 (poet.) : to work in w., εριουργεΊν : to spin w., ταλα- σιουργεΐυ: w.-spinner, ταλασι- ουργός, 6, η, and ταλασιουρ- γών, οΰσα: w.-spinning, ταλα- σία, ταλασιουργία, η. Wool- merchant, έ/οιο7τώλί}ς, ου, ό (with verb -πωλεϊν). W. -market, εριο- πώλιον, τό. W. -basket, τάλα- ρος, 6. ταλάριον, τό. Collo- Tt2 woo WOR WOR quially, aby's wits are gone w. -ga- thering, άξύννους or απρόσεκτος εστί τις, also διατετάρακται την γνώμην : Gr. pi'ov., to seek w. off an ass's back, els δυου πό- κας (Jit., to an ass- shearing, a place where nothing is to be got, Aristoph.) : Eng. prov., aby went out for w. and came home shorn, prps πόκυν διζημενος αυτός επ- έχθη or πΧεονεκτεϊν βουΧόμι- νος αυτός επΧεονεκτήθη. WOOLLEN, ίρεοϋς, ε/οεά, ερεονν. ερίου (gen. mat.). To have w. clothes or to wear a w. dress. εριοφορεΖν. one that wears a w dress, εριοφόρος, 2. WOOLLY, εριώδης, ες. W. hair. Χάχνη, ?'; (adj. Χαχναϊος, 3). WORD, s. Χέξις, εως, η (e.g. speech is composed of w.'s, 6 Χό- γος συνηρμοσται ίκ Χέξεων). ρήμα, έπος, τό. όνομα, τό (as name or appellation), φωνή, ν (as audible sound, uttered). The w. 'man,' to avvp : the w. ' speak.' τό Χεγειν: obsolete or antiquated w., γλώττα, q (needing to be ex- plained by a known vocable, = γΧώσσημα, τό) : w. by or for w., αύτοΧεζεί. κατά Χεζιν. Words (= speech), Xoyoi, oi. επεα, τά (more poet.) : also μύ- θος, 6 : to have w.'s (altercation) with aby, ερίζειν τινί. Χογομα- χείν tivl : sis διακεκραγεναι τινί (to have high w.'s) : idle w.'s, κενοί Xoyoi, oi. κενοΧογία, η : to speak such, κενοΧογεϊν, see • idle Talk :' to make many w.'s, ποΧύν είναι Χέγοντα : these Were his own W.'s, ούτως είπε τω οήματι : these were his last w.'s, τοϋτό εστίν ο δη τεΧευταϊον εφθέγξατο : with (ο?• saying) these W.'s, ταντ ειπών, ούσα. ταντα Χέζας, ασα : in a w., in one w., kvi λόγω. ως εν βραχντάτω δηΧώσαί : in a w., έίΧις ε'ιπεΊν (verbo dicere), see in Short: to say (athg) in plain w.'s, διαρρή- δην or σαφώς Χέγειν. w.'s be- come closer in signification, πυ- κνοϋται τά ρήματα (PL) : to speak a good w. for aby, see to Intercede : no one else could ?ut in a w., ουκ ην ειπείν ετέρω : have a w. (or two) to say to you, Xoy ος εστί μοι προς σε : by w. of mouth, λόγω χρησά- μενος, ένη. διά τοΰ στόματος, άπό στόματος, άπό γΧώσ- σης; word of command, ττυράγ- γεΧμα. πρόσταγμα, τό : to send word (= TIDINGS, vid.), όγ- γέΧΧειν. άπ-,'επ-αγγίΧΧειν τινί τι : a play upon w.'s, παϊγμα προς τάς Χέζεις, παρονομασ'ια, ν : w. -hunter, όνοματο-, Χογο- θήρας, ου, Χεζιθηρ, ηρος, ό : to hunt after w.'s, όνομσ,τοθηράν, Χεξιθηρεΐν : a feast of w.'s, Xo- γόδειπνον, τό : a twisting or wresting of w.'s, prps στρεψοΧο- yia, KiiKovpy'ia περί τους Χό- γους, η : to twist or wrest or per- vert people's w.'s, κακουργεϊν (644) τονς Χόγους (PL) : one that does so, p?ps στρεφολό-γος, ό, ■η : setting w.-traps, σκανδάΧηθρ' Ίστάς επών (Aristoph.) : having command of w.'s, εΰρεσιΧόγος, ό, η (subst. -Xoyia, η '■ verb -Xo- γεΐν, to invent or multiply w.'s , icithout reason, PL), see Fluent : a hubbub of w.'s, άΧΊνδηθραι επών (Aristoph.). ονομάτων πάταγος, 6. άπεραντοΧογία ρημάτων, η (Luc.) : in w. ("pp. to in deed), λόγω, poet, μύθω, όνόμασιν : as far as w.'s go, όσον άπό βοής ένεκα (Thuc.) : a w. and a deed, au έπος, αμ' έργον. If Promise] π'ιστις, εως, η. υπόσχεσις, η. To give aby one's w., 7ταραγγέλλειι/ τινί. πίστιν διδόναι τινί. See Pro- mise and ' word of Honour.' A man of his w., as good as his w., άνηρ πιστός, ούχ οΊος ι|/εύόε- σθαι. Upon my w., q μ-ην. WORD, v. (to couch in words), συντιθεναι. συντάττεσθαι. συγ- γράφειν, see to Compose, λόγω ειπείν. The w.-ing of athg, 17 των ρημάτων or ονομάτων θίσις («. e. arranqement of words). WORDIN ESS, λόγωι; or ονο- μάτων or ρημάτων, άπεραντο- Χογί,ι, ν- See Verbosity. WORDY, ποΧύ-Χογος, -λα- Χος. 2. See Verbose. WORK, s. έργον, τό (in all the significations of the English word), πράγμα, τό (business, affair, thing done), ποίημα, τό, and κτίσμα, τό [the thing made or created), πόνημα, τό (result of w., e. g. μεΧισσών, and = α booh), also πόνος. 6. A good, a bad w., έργον αγαθόν or καΧόν, έργον κακόν, άγαθ-, κακ-ούργη- μα, τό : a great, arduous w., έρ- γον μίγα or χαΧεπόν : to finish a w., εργάζεσΰαι, άποδείζασθαι έργον or πράγμα : to undertake a w., επιχειρεϊν τω Ιογω, πράγ- ματι. άντιΧαμβάνεσθαι τοΰ πράγματος, έργου : to go to w., απτεσΰαι τοΰ έργου, επιχει- ρεϊν τινι. τρέπεσύαι προς τι. όρμάν επί τι : one must set to w. at, επιθετέον τινί. ^^* 06- serve that in Gr. t/ie specific term is very often used where we use the gen. t. work, e.g. w. (= build- ing), οικοδόμημα : w. of author- ship, συγγραφή, ih σύγγραμ- μα, τό : prose w.'s, τά καταΧο- γάδην συγγράμματα : w. (of art), τέχνημα, τό : of SCULP- TURE, painting, &c, Vid.: a beautiful w., ποίκιΧμα, τό: han- diwork, χειροΰργημα, τό. % Labour] Vid. πόνος, b. Hard w., μόχθος, 6 : athg is hard w., εστί τι ποΧΧοϋ πόνου : to be fond of w., φιΧοπονεΐν (ivith adj. φιΧόπονος, 2) : averse to w., μισό-, φυγό-πονος, 2. % Em- ployment] VlD. εργασία, rj. Out of W., αργός. 3 (subst. -Ία, η, verb -εϊν) : to let out or apportion w., εργοδοτεϊν τινι (ivith subst. -δότης, ου, 6, Χ.) : to contract for the doing of w., εργοΧαβεϊν (subst. -Χάβος, b, contractor; -Χά- βεια and -ια, v, contract) : at w., ενεργός, 2 (active) : to be at w., see the Verb, ενεργείν (to be ac- tive). Tf Works] E. g. of a clock, τά όργανα or μηχανήματα, τά κινοΰντα : water-w.'s, τό ΰδρα- γωγ-όν or -εΐον : w.'s of a siege, &c, see Fortification : public w.'s, έργα δημόσια or κοινά, τά : superintendant of w.'s, έργεπι- στάτη?, ου, b (with verb -στα- τεϊν, and s?iisi. -στασία, ν). WORK, v. H (Intrs.) To do work, to labour] εργάζεσθαι, έργον ποιεΐσθαι. πονεϊν. To w. hard, αοχθεϊν and κάμνειν : to be willing or to like to w., φιΧοπονεΐν : to w. without he- sitation or grumbling, εθεΧουρ- γεϊν : to w. for aby, ΰπερπονεϊν τίνος : to w. for athg, σπονδά- "ζειν περί τι. πράττειν τά τί- νος, πράττειν τι : to w. (be at w.) at or about athg, είναι προς τινι. ασχοΧον είναι διά τι. άσχοΧίαν εχειν άμφί τι. ενερ- γείν, ενεργόν είναι (be active). To w. in athg, e. g. wood, ξυΧ- ουργείν. ενεργείν τινι (be active in athg) : — in metal, χαΧκονρ- γεϊν, see tL• defining substt. % To operate] Vid. E. g. the me- dicine W.'s, τό φάρμακον ποιεΤ, see also to Act, to be Effective : to w. upon aby, see to Influ- ence, διατιθίναι πώς τίνα. % To make way or progress] E. g. to w. well, προχωρεϊν : the mat- ter w.'s, το χρημ' εργάζεται (it goes on, Aristoph.). % To ferment, be agitated] VlD. ο'ιδάν, -εΐι/. The wine w.'s, παρακινεί b οίνος (Theophr?). TI (Trans.) To produce or bring into any state by working or action] εργά"ζε- σθαί τι. πονεϊν τι. κατασκευ- άζειν τι. άσκείν τι (esply of raw materials). To w. in the hand (so as to soften), όργάζειν. μαΧάσσίΐν τι : to w. stones, τυ- κίζειν Χίθους (Aristot.) : to w. a ship, εΧαύνειν ναΰν, see Navi- gate : to be w.-d, that can be w.-d, εργάσιμος, 2 (esply of land) : easy, hard to w., ευ-, δυσ- κατέργαστος, 2. % To produce, effect, cause] έργάζεσθαί τι. αί- τιον γίγνεσθαι τίνος. Also ερ- γάζεσθαί τι (e.g. calamities, πη- μονάς, Soph. ; regret to aby, πό- θον τινί, Dem.). To w. athg into or in athg or aby, εμποιε'ιν, ενεργάζεσθαί τινί τι : also έμ• πΧέκειν, ενυφαίνειν (by platting or weaving), εμποικΊΧΧειν (by embroidering) τί τινι : to w. gold thread into athg, διαποικίΧΧειν τί τινι : to w. one's way into athg, (πάνω) εισδΰεσθαι εις τι : — into aby's good graces, see to Insinuate: the shoe-straps w.-d (i?rf?-s.) into their feet, είσεδύον- to εις τους πόδας oi ιμάντες (Χ.) : to w. one's way through, WOR WOR WOR δια-δΰναι or -περάν πονοΰντα. (χαλεπών) δια-, διεκ-δύεσθαι διά τινο? : to w. out atlig, έκπο- νεΐν τι. εξ-, άπ-εργάζεσθαί τι: — careful, άπακριβοΰν τι. έκ- μεΧεταντι. εργάζεσθαί τι (earn by w.-ing, e. g. βίοι/) : to w. out a debt, see to Liquidate with πάνω or εργασία : to w. up (= consume by working), κατ-, εζ- εργάζεσθαι. κατατρίβειν: tow. up aby's feelings, παροζύνειν τινά. διατιθέναι τινά ώστε έμ- παθέστερον εχειν πρό? τι : to w. oneself up into a beat, θερ- μαίνεσθαι, εκκαίεσθαι (with do- ing atbg, e. g. διαΧεγόμενον, with speaking). if Causative] ε'ι? 'ipya τρέπειν, παρορμάν τίνα. άσκεΐν (exercise). To w. aby to death, καταπονεΐν τίνα, -τρύχειν τι- νά : — oneself, καταπονεϊσθαι : w.-d excessively, κατά-, υπέρ- πονο?, 2. W.-ing (act of), τό έρ- γάζεσθαι and other infinn. ερ- γασία, η (labour, and w.-ing of mines, φ?) : also by siibstt. from the several verbs, e. g. a w.-ing in metal, χαΧκουργία, η : a w.-ing upon aby, see Influence : the w.-ing of atbg, see Operation, Effect : quick at w.-ing, ταχύ- tpyos, 2, and ταχυίργή?, έ? : quickness in w.-ing, ταχυεργ'ια, V (X.) : w.-ing day, εργάσιμο? ημέρα, η. Working (adj.), by partepp., e.g. εργαζόμενος: a w.-ing man, woman, εργάτη?, ου, and -άτι?, ιδο?, η : the w.-ing people or class, ο'ι εργαζόμενοι, οι ίργαστικοί (Polyb.), τό kp- γάσιμον (Appian). See Work- man. W.-ing bees, ai έργάτι- δε? (Aristot.). WORKMAN, εργ-άτη?, ου, -αστήρ, ηρο? (ΑΓ.), ό, and -άτι? (fern.), ico?, ή. See Labour- er. A good w., εργατικό?, 3 : W. as ARTIFICER, HANDICRAFTS- MAN, or MECHANIC (vid.), τεχνί- τη?, ου, δημιουργό?, τέκτων, ονο?. χειροτέχνη?, ου, 6: fellow- W., συν-, όμό-τεχνο?, δ, η : poor w., φαυλ-, φλαυρ -oopyo?, δ, η : w.-like, δημιουργικό?, 3. WO R Κ Μ Α Ν S Η Ι Ρ, έργον, -πόνημα, τό. δημιουργία, n. Of delicate w., Χετττουργη?, ε?. t WORK-HOUSE or -SHOP, εργαστήριον, δήμιου ργείον, τό (or by the specific term, e. g. of a 8addler, ηνιυποιεΊον, τό, <§"c). WORKER,/rfcp/?. o/toWoRK, and εργάτη?, ου, δ. See Work- man. WORLD, t The universe] κόσμο?, δ (ichence, of the w., κοσμικό?, 3: before the w., προ- κόσμιο?, 2 : origin of the w., de- scription of the w., see Cosmo- gony, Cosmography). AIsotu πάντα, τό πάν. τα bXa. Fm the beginning of the w., απ', εξ αρ- χή?- % The whole earth] γί}, γη?, h. To sail round the w., περι- πλεΊν την γην. the end of thew., τά έσχατα τη? γη?. ^| State of (645) existence"] This w., δ ενθάδε τό- πο? : from this w. into another, εκ του τόπου του ενθένδε ε'ι? άλλον τόπον : in the other w. or invisible w., έκεΐ. Later Gr. (N. T.), the present w., ό αιών ουτο? : w. without end, see ' for Ever,' Everlasting, Eter- nity. Tf All mankind and its concerns] ol, and (οι) πάντε?, άν- θρωποι, τά εν άνθρωποι?, τά ανθρώπινα, τά των ανθρώπων. All the people or men in the w., πάντε? οι όντε? άνθρωποι : no- thing in the w., ουδέν των πάν- των : the most skilful artist in the W., των όντων τεχνικώτα- tos : to know better than any one in this w., ειδέυαι πάντων μάΧιστα ανθρώπων : to know the w., πείραν ε'ιΧηφέναι πλεί- στων ανθρώπων, ε'ιδίναι πάντα τάνθρώπινα : a man of the w., that knows the w., ποΧιτικό?, 3 : a citizen of the w., κοσμοποΧί- τη? or κόσμου ποΧίτη?, ου, δ : the w. now-a-days, οι νυν δ ντε?, ο'ι νυν άνθρωποι, οι καθ 7 ημά? : a man of the old w., άνηρ άρ- χαιότροπυ?, δ : to come into the w. (= existence), γίγνεσθαι, καταστηναι ti? του? άνθρω- που? : to bring into the w., γεν- νάν. τίκτειν, άποτίκτειν : to be in the w. for a given purpose, παρεΐναι ε'ι? τον βίυν seq. plcp. fut. : to go out or leave or depart from this w., άπιέναι or άφανί- ζεσθαι (pass.) εκ των ανθρώ- πων. ά7ταλλάττεσθαι (pass.) τοΰ βίου : history of the w., κοινή ιστορία, η. η των καθόΧου πραγμάτων σύνταξι? : the way of the w., το εν άνθρωποι? εί- ωθό? : such is the way of the w., ούτω φιΧεΐ γίγνεσθαι εν άν- θρωποι? : the polite w., οι χαρι- εντε?, κόσμιοι, καΧώ? πεπαι- δευμένοι : the learned w., οι πε- παιδενμένοι, ο'ι των γραμμάτων έμπειροι, "ff Phrases] To be well off in the w., to be beforehand in the w., εύθηνεϊν. ενπορεϊν. εύ- πορία χρησθαι. καλή τύ\ τύχη χρησθαι : to be badly off or be- hindhand in the w., κακοθηνεϊν. κακώ? εχειν. See phrases in Cir- cumstance. Who, what, how in the w., τί?, τι, πώ? ποτέ, and with δη, δηποτε : he is for all the w. like you, παντάπασιν εοικε σοι: not for all the w., not for w.'s — ! fully by οΰδ' αν μοι δοίιι? (Qc), όσα εστίν εν τοϊ? άνθρωποι? : as emphat. negation or protestation, see ς by no Means:' a w. of — , see Multitude, In- numerable. WORLDLINESS, κενοφρο- σύνη,τ). ερω? ανθρωπίνων σπου- δασμάτων, δ. \VORLDLY, κοσμικό? and ανθρώπινο?, κοινό?, 3, and βέ- βηΧο?, 2 (ορρ. to sacred), εφήμε- ρο?, 2 (transitory), μάταιο?, 3, and κενόφρων, 2 (idle, vain), = w.-minded, worldling, ταπεινό? (in a bad sense) και ανελεύθε- ρο?, και τά εν άνθρωποι? αγαθά σπουδάζων. In Ν. Τ., φιΧόκοσ- μο?, δ, η. W. vanities, μαται- ότη? τοΰ κόσμου, η (eecl.). See Earthly, Human, Secular. WORM, s. σκώληξ, ηκο?, δ (in animal body, wood, and grain). Like — , σκωΧηκ-οειδή?, έ?, and -ώδη?, ε? : to be like — , -ίζειν (= to move sloicly, of the pulse) : to be infested with — , -οΰσθαι and -ιάν : a being — , -Ίασι?, η : to breed — , σκωΧηκοτοκεϊν : breeding — , -tokos, 2, as suhst. -τυκία, η. Also εΧμιν?, ινθο?, t; {in dot. plur. ελμινσι, esply tape- and maiv-ivorm). ελμίνθιον, τό (dim.), and adj. w. like, ίλμιν- θώδη?, ε? : to have them, έλμιν- θιάν. WoOD-W., Vid. εΰΧη, η (maggot in the decomposing body). To become infested with w.'s or maggots, see above (fm σκωΧηκ-), also τερηδονίζεσθαι (of wood) : wounds become — , θηριοϋται, ζωοΰται τά έλκη : the corn — , σκωΧηκοΰται and φθειρίζει δ σΐτο? : w. -eaten, θριπηδεστο? (of ivood), σκωληκόβρωτο?, 2 (Theophr., and — eaten of w.'s) : she swarmed alive with w.'s, ζώσα ευΧών ίζέζεσε (Ildt.): free from w.'s, άκιο?, άκοπο?, 2. To crawl like a w., ε'ιλυσπάσθαι: w.-like motion, εΊλύσπωμα, τό. WORM, v. e. g. to w. oneself into aby's favour, see Insinuate : to w. out aby's secret, Χάθρα εκ- πηνίζειν (or mid.) τά απόρρητα τινο? (to tvind out). WORMWOOD, άψίνθιον, τό, and άψινθο?, ή (JV. Τ.), σαντό- νιον and σερίφιον, τό. σερϊφο?, η, and σερϊφον, τό, also called θαλάσσιον (varieties in Diosc.) : also prps αρτεμισία, ή (or south- ern-wood ? [see at end of Wood], Diosc). Wine prepared with w., άψινθίτη? οΤι /os, ό. WORRY, v. and s. See An- noy, Annoyance, and Trou- ble. WORSE, comparat. of Bad, Vid. So much the w., τοσούτω χείρον. From bad tow. (prov.), ίξ εσχάτων ε'ι? έσχατα (Hdt.) : to go from bad to w., τρέπεαθαι or φερεσθαι επι τό χείρον, τρ. ε'ι? χείρον (Χ.) : to eay nothing W., και πλέον οΰδεν προσθήσω (Aristid.) : and what is w., — , το δε (or και τό) δεινότατον or χαΧεπώτατον or δυσχερέ- στατον, seq. οτι c. indicat. : to make bad w., πλέον θάτερυυ ποιείν or άπεργάζεσθαι (Hein- dorf on Plat. Euthyd.,% 24) : to be w. off than, μειοΰσθαί and μειονεκτεϊν τινο?: to be w. off for athg, ίλαττοϋσθαί τι and κατά τι (Dem.) : a being w. off, μειονεξία, η. WORSHIP, s. σεβασμό?, δ (veneration, vid.; usu in nonu and ace. only). Tt/u»';, »;. θερα- πεία, η, and Οεράπευμα, τό, and WOR WRA WRE προσ-κύνησις,ή,α?ιά-κύνημα,τό. λάτρευμα,τό. λατρεία, ί). Also λειτουργία, -η (eccl. t.). Form of w., θρησκεία, ?j, WORSHIP, v. H To venerate] Vid. II To pay divine honour] προσκυνεΤν, σέβεσθαί τίνα. λα- τρεύίίυ τινί. θεραπεύειν τινά (metaph. of persons also). Also θύειν καί προσεύχεσθαι (to sa- crifice and pray). W.-d, to be W.-d, προσκυνντός, 3. WORSHIPPER, partcpp. of verb, e. g. προσκυνών, ούντος, and θεραπεύων, οντος, b. θερα- πευτής (PL, with or without θεών), -προσκυνητή? (iV. Τ.), ού, ' WORSHIPFUL. See Vene- rable. WORST, superlat. of Bad, Vid. To be in the (very) w. si- tuation or position, εσχάτως δια- κεΐσθατ : the w. that can hap- pen to me, is — , ουδέν έμοϊ μη ξυαβη χαλεπώτερον, η sea. in- fill. : that is not the w. how- ever bad it may be or the w. is yet to come, we have not seen the w. vet, ουπω τούτο δεινόν, καίπερ ο ν δεινόν: and what is w., και τό δεινότατον, see WORSE : at the w., ει 7τασα ανάγκη, and οποίον αν ποτέ γένηται, or ο τι αν τύχη or ξυμβη (happen what will) : to have the w. of it, έλασσον έχειν (Thuc.): to put the w. construction upon athg, λαίλβάνειν τι έπι τό χείριστον or κάκιστον. n WORSTED (to be), έλασσον εχειν (Thuc.). έλαττούσθαι. κα- κίζεσθαι (Thuc). WORSTED, s. κάταγμα, τό. κρόκη, η (woollen thread). WORT. See Herb.' WORTH, s. TJ Value] Tid. ■H Price] Yid., and Desert, Merit. ^ WORTH, adj. άξιος, 3. αντ- άξιος, 2 (c. gen.). Also αντί (c. gen.). To be w. (= equivalent to) so much, δύνασΟαί τι: w. a great deal, πολλού άξιος, 3. πολύτιμος, 2 : w. speaking, λό- γου άξιος, 3 : w. mentioning, αξιομνημόνευτος, 2. αξιόλογος. 2 : w. knowing, άξιος (ία, ιον) άναγνώναι or μαθεΊν. For si- milar combinations, such as w. seeing (θέας άξιος, 3, or αξιο- θέατος), w. hearing (άκοης άξιος. 3, or άξιάκουστος), §[€., see the respective Verbs. It is w. one's while, άξιον εστί. λόγου εστίν άξιον, προϋργου : it is not w. troubling oneself about, ουκ 'έχει ΰπόθεσιν σπουδής: W. his weight in gold, αληθώς χονσούς. 3. WORTHINESS. See Worth, Dignity. W ORTHLESS, οΰοει^ο? άξιος, 3. φαύλος, 3. εΰτελ?75, ές. Το consider w., ούδαμού λέγειν (Soph.). WORTHLESSNESS, φαυ- λότης, ητος, η. (646) WORTHY, άξιος, 3 (of athg, τινός : at aby's hands, τινί). Sts άξιόχρεως, 2 (Dem.). κατ- and έπ-άξιος, 3 (poet.), δίκαιος, 3. To be w. of athg, see to Deserve, Merit : to consider aby w. of athg, άξιον νομίζειν τινά τίνος. άξιοΰν τινά τίνος, see to Deign : w. of trust or confidence, αξιό- πιστος, 2 : to act in a w. man- ner, άξ'ιως εαυτού πράττειν. ποιεΐν πρέποντα εαυτω : w. of note, άξιό-χρεως and -λόγος, 2. A w. man, άνηρ αξιόπιστος (2, trushvorthy) or χρηστός (3, good). W. of praise, επαίνου άξιος, 3. αξιέπαινος, 2. επαινετός, Β. 0^• For similar combinations see the respective substt. WOULD. See Will, v. WOUND, s. τραύμα, τό (of or for w.'s, τραυματικός 3, Diosc). 'έλκος, τό (an angry suppurating w., and dim., a slight w., έλκύ- δριον, τό). πληγή, η (produced by a cut, by stabbing, or any mis- sile weapon), ώτειλ?'; and σφα- γή, h (poet.), and prps βλήμα, τό (fm Hdt. 3, 35). δήγμα, τό (produced by a bite). A slight w., έπιπόλαιον τραύμα : a deep w., βαθεΊα πληγή : a mortal w., καιρία πληγή ' to die of the w., από του τραύματος άπο- θνήσκειν and εκ του τρ. τελευ- τάν (Hdt.) : a w. in front, εναν- τίον or έμπροσθεν τραύμα : a w. on the back, όπισθεν τραύ- μα : to receive and to inflict a w., see the Verb : covered with W.'s, τραυμάτων άνάπλεως. τραυμάτων μεστός τό σώμα. κατατετρωμένος, 3: w. upon w., τραύματα επάλληλα: the w. is yet bleeding, νεαρόν παραμένει τό τραύμα. WOUND, v. τραυμάτιζε ιν. τιτρώσκειν. τραυματίαν ποιεΐν. πληττειν. βάλλειν. έλκοποιεΤν. To w. aby mortally, καιρίαν πληγην επιφέρειν,προστρίβειν τινί, or πληττειν τινά κ. πλ. : to be or get W.-d, τραυματίζε- σθαι. τιτρώσκεσθαι. τραύμα (τραύματα) λαμβάνειν (λαβείν) : I am or become w.-d in any part, τιτρώσκομαί τι: W.-d, τραυμα- τισθείς, τρωθείς, εϊσα, έν. βλη- θε'ις, εϊσα, έν: a w.-d man, τραυ- ματία?, ου, 6 : not w.-d, άβλη- tos, άτρωτο?, άτραι/μάτιστοϊ. απληκτος, 2. 2. H Me- taph.: to hurt, injure] βλάπτει, δάκνειν {esply by ivords). άνιάν. WRANGLE. See to Con- tend. WRAP, συνειλεΐν. συνελίτ- τειν. To wrap up., ένελίττειν. περιελίττειν. εν-, περι-ειλεΐν. έγκαλύπτειν. άμφελυτρυΰν. WRAPPER, κάλυμμα, περι- κάλυμμα,περίπτυγμα,'έλυτρον, τό. WRATH, οργή, η. θυμός, ο. χολή, ή• μένος, τό, and μηνις, η (poet.). See Anger, Rage. WRATHFUL, θυμού μένος, ' μένη. όργισθείς, εϊσα. χαλεπός, 3. θυμοειδνς, ές. See Angry;. WREAK, e. g. one's ven- geance, Vid., and Revenge : — one's rage — , άφιέναι or άπο- I σκι'ιπτειν την όργην εις τίνα. εφιέυαι την όργήν τινι. WREATH, στέφανος, 6, and στέμμα, τό. στέφος, πλέγμα, τό (poet.). See Garland, Chap- let. A w. of snakes, πλεκτά- νη όφέων (JEschyl.) : — of smoke, πλ. καπνού (Aristoph.). WREATHE, στέφειν τινά or τι τινι. πλέκειν (pfoit, e. g. στέφανον). στεφανοΰν τίνα or τι τινι. See to Crown and Gar- land. Also πλεκτανούν and -av (to twine into wreaths or braids) : w.-d with snakes, πε- πλεκτανημένη δράκουσιν (JEs- chyl.). W RECK, S. ναυάγιον, τό, and ναυάγια, τά (ship-w.). έρεί- πιον, τό (w. of a ship, or remains of any other rui?i). t WRECK, v. ραίειν (Horn.), ρηγνύναιτηνναύν. *ίΙ Fig.] άνα- τρέπειν. See to Ruin. W.-d, ναυαγός, 6, »'; : to be W.-d, vav- αγείν, ναυάγια περιπίπτειν. όκέλλειν. ρήγνυσθαι. WREN (a kind of bird), τρο- χίλος and όρχ'ιλος, 6. βασίλισ- κος, ο. WRENCH, υ. 1 To twist forcibly round] συστρέφειν. λυ- γί"ζειν. στρεβλοΰν. 5eeto TwiST. ΤΙ To dislocate] παραρθρεΐν and -ούν. έξαρθρούν. διαστρέφειν. έξωθεΐν. έκβάλλειν. Thew.-ing of a limb, παράρθρησις, η. δια- στροφή, η. WRENCH, s. στρέμμα, τό (ρήγμα η στρέμμα, Dem., frac- ture or w.). See Strain and Sprain. WREST, βία αφ- or έξ-αιρεΐν or άπο-σπΰν, -στρέφειν τ'ι τίνος (to take with violence), στρέφειν, στρεβλοΰν (tivist, distort). To w. (= pervert the laws), κλιμα- κίζειν τους νόμους (Dinarch.) : to w. justice, στρεψοδικεΊν. WRESTLE, παλαίειν and διαπαλαίειν, άγωνίζεσθαι and διαγωνίζεσθαι. % Ρψ•] To w. for or after athg, to w. with a view of attaining an object, άγω- νίζεσθαι and άγωνιάν περί τί- νος, πονεϊν άμφ'ι τι. μοχθεϊν επί τινι. See Struggle. WRESTLER, παλαισττ,ς,ου, δ. Of or belonging to a w., πα- λαιστικός, 3: aw.'s trick or feat, πάλαισμα, τό: aw. and pugi- list, παγκρατιαστ»}?, ού, δ. WRESTLING, s. πάλη, v. To overcome, carry the prize in w., νικάν πάλην : to overcome or throw aby in w., καταπαλαί- ειν τινά : — by a twist of the leg, παρεμβολή βάλλειν, see to Trip : a trick in w., πάλαισμα, τό. κλΤμαξ, ακος, ν- πλίγμα, τό : clever or skilful in w., πα- λαιστικός, 3 : a w.-place, πα- WRE Χαίστρα, η : the art of w., πα- Χαιστική, ή. WRETCH, s. See 'Wretch- ed person :' as = wicked, κάκι- στος, μιαρός, 3: a detestable w., άλάστωρ, ορός, 6. WRETCHED, adj. U Bad, not well furnished\ κακός, πονη- ρός, φαύλος, 3. ^[ Poor, mise- rable] Υιό. άθλιος, 3. ταλαί- πωρος, 2, and σχέτλιος, 3. ά- and δυσ-τυχών, οΰσα, οΰν. δυσ- τυχής, ες, and -δαίμων, κακο- δαίμων, ο, η. ελεεινός, 3 {piti- able). To lead a w. life or ex- istence, άνιαρώς, Χυπηρώς ζην. WRETCHEDNESS. See Mi- sery. WRETCHLESS. See Reck- less. WRIGGLE {as a worm), εί- ΧυσπασθαιαηάΧυγίζεσθαι. W.- ing motion, ε'ιλύσπωμα, τό. W.- ing, adj., ε'ιλυσπαστικός, 3 : — subst., λυγισμός, 6. To w. one's rump in walking affectedly, σα- Χακωνεύειν. WRIGHT, in compounds, e. g. Ship-, WHEEL-wright, see those words. WRING. See to Wrench, Twist. To w. the neck {of a bird), συμπίεζε iv. ^ WRINKLE, s. ρυτίς, ίδος, η. ρύσημα, τό. Also φαρκίς, Ιδος, η (Soph.). WRINKLE, ν. ρυσοΰν. ρυτι- δοϋν {mly pass.), φαρκιδοΰν. Το w. one's brows, άνασπάν τό μέτ- ωπον. συστέλλειν τάς όφρϋς. See to KNIT. W.-d, ρυσός, ρι- κνός, ρυσωτός, 3. φαρκιδώδης, ες, see Shrivel : athg w.-d, ρυτί- δωμα, τό : w.-d-looking, ρυτι- δώδης, ες : with a w.-d brow, σύν- οφρυς, υος, 6, ν : W.-d of the hrows, also στρεβΧός, 3 {Leon. Tar.). W.-ing {the act of), ρυ- τίδ-, ρίκν ωσις, η. WRIST, καρπός, 6. W. joint, η κατά τον καρπόν διάρθρωσις. WRIT, κλήσις, πρόκλησις, η {a summons). To send aby or serve upon aby aw., καλεΐν, ε'ισκαλεϊν, άνακαλεΐσθαι (of tL• judge), κλη- τεύειν. ε'ισάγειυ. προσκαλεϊν and mid. {of the plaintiff and the officer). W. of arrest, see War- rant. Holy Writ, see Scrip- ture. WRITE, γράφειν (on athg, εν τινι and εις τι). A pillar that has something written on it, στή- λη εγγεγραμμένη {τι). στήΧη δια γραμμάτων λέγουσα, τι : to read and w. (= to be able to do so, to have been taught it), μεμαθηκέναι τά γράμματα : it ha9 heen written, it stands written, γέγραπται or ε'ίρη- ται : there is written over or on it, εγ-, επι-γέγραπται {i. e. it bears or has a superscription) : it is written (as it were) on his fore- head that — , ενδηΧος or φανερός εστί τις c. partcp. 11 To make known in writing] γράφιιν, συγ- (647) WRO γράφειν. συν-τιθέναΐ,-τάττειν: — in prose, καταλογάδην : — in verse, ποιεϊν : to w. in a florid style, άνθηρογραφεΐν : to w. well, χρησθαι Χέζει KaXfj : to w. to aby, εττιστέλλείΐ/ τινί. γράφειν τινί or προς τίνα. Χέ- γειν τινι δι' επιστολών : to w. in answer to aby, άντεπιστέΧ- Χειν τινί : one that w.'s a good deal, πολυγράφος, 2. To write DOWN, άπο-, άυα-, κατά-, συγ- γράφειν. κατασημαίνεσθαι {to take down by wnting). To w. OUT, a) to copy, έκγράφειν: β) to w. at full length, όΧογραφεΐν: written out at full length, ολο- γράμματος and όλόγραφος, 2. To w. under or beneath, and over, see Sub- and Super- scribe. WRITER, γραφεύς, also συγ- γραφεύς, έως, 6 {both = AUTHOR [vid.] and he that writes or copies out), γραμματεύς, έως, 6 {a pub- lic w. or scribe, vid., and no- tary). The w. of a letter, ό γράφας την επιστολήν. WRITING, το γράφειν. γρα- φή, V. γράμματα, τά {the thing put down in w.), but also γραφή orζυγγpaφή,ή. ζύγγραμμα,τό, and byptcpp. pass, of the verb : the w. subjoined, τά υπογεγραμμέ- να, see Subscribe: the title in w., Vid., and Superscription : the mode or style of w., γραφή, η. λέζις, η. 6 της Χέζεως τρό- πος : a mistake in w., γραφικόν αμάρτημα, τό. τό εν τω γρά- φειν πλημμέλημα : the art of W., γραφική {sc. τέχνη), η : a set copy for w., υπογραφή, η. ύπογραμμός, 6. Writing-master, γραφικός, b. γραφικής διδάσ- καλος, 6. W.-paper, γραφικός χάρτης, ό. γραφικόν βυβΧ'ιον, τό. W. - desk, άνάβαθρον τό γραφικόν. W. tablet, δέλτος, η. πίναζ, ακος, 6. πινακίς, σα- νίς, ίδος, η. γραμματεΐον, τό. W. -materials, γραφικά σκεύη, τά. WRITHE, λυγίζεσθαι {pass., to twist oneself [vid.] so as to avoid a blow, PL), σφαδάζειν {to w. or struggle with pain). ε'ιλυ- σπάσθαι {wriggle as a worm). WRONG, adj. and adv. ουκ ορθός, 3 {not right), άδικος, 2 {unjust), πλημμελής, ές {incor- rect), ουκ άΧηθής, ψευδής, ές {not true), ούχ 6 πρέπων, δέων, or προσήκων, η -ούσα, τό -ον. ον (ην, ο) ού δεΐ, έδει, κτλ. {not the proper or requisite). See Right ; where the phrases, by tL• addition of ου or μη will express wrong. At the w. time, ουκ εν καλώ or καιρώ or εις καλόν: to meet with thew. man, εντυγχά- νειν ούχ ω εβουλόμην, κτλ. '. the letter was delivered to the w. person, άπεδόθη ούχ ω 'έδει : to hear or understand w., παρακού- ειν: to iudgev;. ,παρα-κρίνειν or -γιγνώσκιιν : to relate athg w., YAR ουκ ορθώς or ού κατά τό ον λέ- γειν τι : to be w., ούδεν Χέγειν. σφάλΧεσθαι (pass.), see to be Mistaken. To be w. (= act wrongly), άδικεΐν : I am w. in doing athg, αδικώ ποιών τι : right or w., ε'Ίτε δικαίως (ορθώς) είτε μη : both right and w., και δίκαια και τάναντία. WRONG, S. αδικία, η. αδί- κημα, τό. έργον αδικον, τό. τό αδικον. See Injury, Injustice. To commit, be guilty of a w., see to Wrong: to be in the w., see to be Mistaken, to Err. σφάλ- λεσθαι. ούκ ορθώς, ούδεν λέ- γειν : to go W., παραλλάσσειυ του σκοπού : I own myself in the W., ομολογώ άδικήσας or άμαρ- τών. WRONG, ν. άδικεΊν τίνα, περί τίνα. To be w.-d, άδικεΐ- σθαι (pass.). See to Injure, to Harm. WRONGFUL, άδικος, άνο- μος, παράνομος, άθέμιστος, 2. βίαιος, 3 and 2. See Unjust. WRONGNESS. Orel, by neut. adjj. WROTH (to be), θυμούσθαι. μηνίειν (Horn.). See A NGR Υ and Wd ATTT FT7T WROUGHT, partcp. pass, of verbs to Work, and ποιητός, υφαντός (woven, opp. λεΊος, 3, plain, λεία και υφαντά, Thuc), ποικιλτός (embroidered), 3. W.- iron, σίδηρος σφυρωτός (3) or σφυρόκοπος (2), 6. WRY(crooW), σκόΧιος, στρε- βλός, and στράβαλος, 2. στρα- βός and στρα(γ)γός, 3. δι- εστραμμένος, 3, and διάστρο- φος, 2. See Crooked. To make w. faces, θυμβροφάγον βλέπειν (UL• one who is eating savory, Aristoph.). στρυφυόν βλέπειν : w.-nosed, στρεβλόρριν, 6, n : w.- necked, διεστραμμένος τον αυ- χένα. — Wry-neck (bird), 'ίυγζ (Ιυγξ), "ιυγγος, η (Lot. iynx tor- quilla). YACHT, ταχεία or ταχυ- ναυτοϋσα ναΰς or τριήρης, η. κέλης, ητος, 6. κελιίτιον, τό. YARD, αυλή, ή. A farmer's y. or farm-y., έπαύλιον, τό. YARD (as measure), very near- ly δύο πήχεις, οί: adj. δίπηχυς, w, fu* of the lesser or common cubit, weh is nearly 18 inches; whence also FOOT Eng. = (near- ly) third part of two (common) cubits, this being the exact value of the Olympic foot, ivhich is very nearly == ^ Eng. feet. TL• Ro- man foot = f| of the Olympic foot. The proportion of tL• Eng. foot to the longer cubit is nearly as 4 to 7. H Of a ship] Sail-y., YAR YES ΥΙΕ τέρθρον, τό (its end, yard-arm), also κεραία, ιστοκεραία, jj. εττί- κριον, τό (Horn.). YARN, i/quaTa, τά. ήλάκα- τα, τά (Horn.), τολύπευμα, τό. τολύπιι, ή. YARROW (or millfoil, herb), ΊΓταρκιικη, ή (Oiosc). YAWN, χαίνειν, and in best authors pres. and imperf. mly χάσκειν. χασμαν, but usu. as dep. mid. χασμάσθαι. Also σκορ- δινάσθαι (Aristoph.). See Gape. Y.-ing, χάσμη, ή: constantly y.- ing, χασμώδης, ες : to be so, χασμωδεϊν : a constant y.-ing, χασμωδία, ή (all later). Assubst., a y. or gape, χάσαημα, τό. Fig., a y.-ing hollow, χάσμα, τό, see Chasm, Gap, ggp to which add hiatus in verses, χασμωδία, h ■ to make verses that y. or have hiatus, χασμωδεΊν. YE See You. YEA. See Yes. To say yea to athg, φάναι είναι, συμφάναι, κατανεύειν, έπαινεϊν τι. YEAR, έτος, τό. ενιαυτός, ο (propr., cycle, revolution, or pe- riod). Every y., yearly, κατά έτος, άνά πάν έτος, εκάστου ετου^, καθ' εκαστον, and κατ ένιαυτόν (PI.) : also όσα έτη (quotannis) : y. by or after, y., £tos εις έτος, and επέτειος (poet. έττ ετήσιος), ενιαύσιος, 2 and 3 : also έτίίος, 3, and ετήσιος, 2 and 3: bearing every v., έπετειο- φόρος, and verb -εΐν (Theophr.) : every fifth y., δι έτους πέμ- πτου, and διά πέντε ετών : every other y., παρ' ενιαυτόν (tvJtence, bearing every other y., παρενιαυτοφόρος, 2, Theophr.) : twice every y., δις του ένιαυτοϋ : this y., of or in this y., σήτες (Att. ; esply in corned., τ?^τε?) : this y.'s, of this y., τήτινος or τητινός, 3. τητάνειος and τή- τειος, 2 (all Att. for the com. σ\\τ-) : a y. ago or last y., πέρυ- σι(ν), whence adj. περυσινός, 3, e. g. last y.'s archons, οι περυσι- νοί άρχοντες : also ένος or ενός, 3, e. g. last y.'s fruit, ε. καρπός, opp. to this y.'s, fresh, νέος (Theo- phr.) : last y.'s magistracies, έναι άρχαί (J)em.) : in (the course of) last y., εν τί} πέρυσιν ωρα (as we say, ' last season,' Dem.) ': wine of last year's vintage, πε- ρυσ'ιας and περσΰας οίνος, b (Theophr., Galen) : it is a year since — , ένιαυτός έστιν, εξ ου — : two years ago, the year be- fore last, προπέρυσιν and adj. προπερύσινος, 2, e. g. the fruit of the y. before last, π. καρπός (Theophr.) : also δεύτερον έτος τουτί : now many y.'s ago, πά- λαι πολλά ήδη έτη (PL) : he has been three y.'s dead, τέθνηκε τρίτον έτος τουτί : next y., for next y., νέωτα, εις νέωτα : in the following y., του έπιόντος έτους : in the future y., εις ώρας (Phit.): in or of the same y., (648) αυτοετης, ές (Aristot), with adv. -ετεί (Theophr.) : within a y., εντός έτους, μέχρι έτους : half y., quarter of a y., εξ, τρεΐς μήνες : to live through the y., διενιαυτίζειν: to go into banish- ment for a y., άπενιαυτεΐν and -ί'ζειν (with subst. άπενιαύτησις, η) : in his tenth y., δέκατου έτος άγων, ούσα: aged ten years, δέκα έτη έχων, ούσα, and δεκαετής, ές : lasting ten y.'s, δεκα-ετής, ές, or -έτης, ες, and -έτηρος, 2 : space of ten y.'s, δεκα-ετία and -ετηρίς, ίδος, η. ^* The adj. from έτος is -ετής, ές, and also -έτης, ες : the former mly refer- ring to age, the latter to duration, e. g. a ten y.'s war, δεκαετής πόλεμος : a period of forty y.'s, τεσσερακονταέτης χρόνος : but the distinction is not always ob- served ; the corresponding fern, is -έτις, ιδος. Lasting a y., επ- έτειος and -ετήσιος (poet.), 2 and 3, also έτειος, Β, and ετήσιος and ενιαύσιος, 2 and 3. ένιαυ- σιαϊος, 3 : new y., αρχόμενος 6 ένιαυτός : y.'s end, λήγων 6 ένιαυτός. Seasons of the y., οι ώραι (§§** for the names of the seasons see Lidd. Sc. s. v. ωρα). Just ten y.'s having passed, ιιύτό- δέκα ετών παρελθόντων (Thuc.) : fruitful, abundant y., ε ύετηρία, ή: to be in one's best y.'s, άκμαζε ιν την ήλικίαν. ^" For the ar- rangement of the Attic year see under Month. YEARLING, ενάενος and ενι- αύσιος, ο, ή. YEARLY. See' every Year,' and Annual. YEARN, ποθεΊν, έπιποθεΐν τι. Ιμείρεσθαί τίνος (poet.). See Long for. YELL, v. όλολύζειν. βοάν. YELL, s. όλολυγή, ή. YELLOW, ξανθός, 3 (gold- coloured, Lot. flavus), and πυρ- ρός, 3 (approaching to red, fire- coloured, Lot. fulvus). ξουθός, 3 (intermediate, ace. to Athen., be- tween the two preceding), μήλι- νος, 3 (bright yellow, like quinces), κνηκός, 3 (pale whitish y.). To dye, paint, or colour y., ξανθί- ζειν : y. colour, ξάνθισμα, τό. Yellowhammer (bird), χλωρίων, ωνος, ο, and χλωρίς, ίδος, ή. YELLOWISH, έπί- and ΰπό- ζανθος, 2. μηλινοειδής, ές. YELP, ύλακτεΐν. ύλαν. Y.- ing, partcp. and λακέρυζα (κύων), η (poet. αρ. Plat.). A y.-ing, ύλαγμός, 6. κλαγγή, ή. YEOMAN, ό τους Ιδίους αγρούς γεωργών. To do y.'s service, επικουρεϊν τινι. YERK (of ahorse), λακτίζειν, έκλακτίζειν. See to KlCK. YES, ναι. φημί (I say yes). εστί ταύτα (it is so) : and sir. πάνυ γε (yes, certainly, to be sure), πάνυ μεν ου ν (of course), μά- λιστα, μάλα γε, και μάλα, and by simple γε connected with some leading word of the answer: Am I to say atbg else? Yes, as much as you please, Έ,'ίπω τι δητα καλλο; όσονγε χρήζεις (Soph.). $fjp• Very often the uffirmat. ansiver is conveyed by repetition of the verb or another emphatic word, thus, You allow it? Yes (I do), 'Ομο- λογείς ; οαολογώ : often with μέντοι, Wouldn't it be great folly to be afraid ? Yes (great), Ούκ αν πολλή άλογία ε'ίη φο- βεΐσθαι; πολλή μέντοι: or with γάρ, Did you say it? Yes (I did), "Ελεγε? ; έλεγον γάρ: or άλλα, Do we grant this? Yes, beyond all question, Όμολογοΰ- μεν ταύτα ; άλλ' ΰπερφνώς ώς ομολογώ: or by έγωγε with the verb understood, Do you say so? do you think so? Yes, Αέγεις', έγωγε. Αοκεΐ σοι ; έμοιγε. YESTERDAY, χβές, εχθές. The day before y., πρώην : till y. or the day before (= till very lately), μέχρι ου πρώην τε και χθες (Hdt.) : γ. or the day before (=:the other day), (έ)χθές (τε) και πρώην orτpίτηv ήμέραν. πρώην και χθες : of or relating to y., χθεσινός, χθιΧ,ός, 3 (Ion. and poet. ; whence χθιζά τε και πρώ- ϊζα, the other day, Horn.), ό, ή, τό χθες (substantively) : the feast of y., τό χθες δεϊπνον. YET, conj. See Neverthe- less,Notwithstanding, How- ever, άλλα. άλλ' ουνγε. όμως, άλλ' όμως. και μήν. γε μήν. γε τοι. μέντοι. και τοι. ου μην (μέντοι or sts γάρ) άλλα. Τ[ Adv.] έτι (Lat. adhuc, prseterea, insuper). πω (up to this time; ^* always with neg. or with interrog. equivalent to a neg., not yet, never yet, ουπω, μήπω, ου [μη] πώ- ποτε, ουδέ [μηδέ] πω and ουδέ πώποτε, fyc. : did any ever yet attempt this? ε-ττεχείριισέ τις πω τούτοις ; Υ. more, έτι μάλ- λον. See Besides, Still. YEW (a tree), σμϊλαξ, ακος, and poet, σμϊλος, ή. Of the y. tree, of y. (wood), σμιλάκινος, 3. YIELD, v. TI (Trans.) To produce (in return for cultivation)] άπο-, προσ-φέρειν. παρέχειν. 1Ϊ To concede, resign, give up, surrender] Vid. εν-, ΰπο-διδόναι τινί τι, also εφ•, παρ-ιέναι τινί τι : whence, by om. of object, ^J (Intrans.) to give way] ένδιδό- ναι. ε'Ίκειν, υπ-, παρ-είκειν. ΰφ- ίεσθαι. To y. to aby's will or opinion, συγ-,παρα-χωρεΐν τινι : to y. to aby's wishes, χαρίζεσθαί τινι : to yield to aby's remon- strances or exhortation, πείθε- σθαί (pass.) τινι : to y. (be or feel inferior) to aby, ύπε'ικειυ τινί. ijTTO) εΊναί τίνος, ύποχω- ρεΊν τινι (make room) : not to y. (= be inferior) to any body in athg, ούδενός 'ήττονα εΊναί τι. ούδενός ύστερον εΊναί τινι : to y. (one's place) to aby, παραχωρεϊν YOK ■χωρίον τινί, also εϊκειν τινί. Yielding, ύπεικτικός, 3. συγ- χω(>ητικός,3. See Pliable. YOKE, s. 1 Propr.] ζυγόυ, τό (propr. and fig., e. g. ζ. δου- λείας). To put in or to the y., ύπάγειν εις τό ζυγόν. ζευγνύ- ναι, ύποζευγνύναι. Yoke-strap, ζυγόδεσμον, τό. ^J The beasts, $c, yoked togeUier or to athg] ζεύγος, τό. YOKE, v. ύπάγειυ εις τό ζυγόυ. ζευγνύναι, ύπο-, επι-, προσ-, συ-ζευγνύναι. Yoking (act of), ζεϊξις, ή. IT Fig., = to subjugate] Vid. YOLK, λέκιθος, η. 6 του ώοΰ κρόκος. YON, YONDER, εκεΐ (adv.). έκεΤί'ης. 3. See That, There. YORE (of). See Formerly, of Old. YOU. See Thou. YOUNG, νέος, νεαρός, 3. A y. man, νιος, νεανίσκος, νεανίας, ου, ό (^S?* both up to the age of 30 or 40 ; Kruger, Vit. Xen. p. 12), and as stripling, μειρά- κιον, τό. -παις, παιδός, ό : a y. girl, κόρη, παις, παιδός, νεανις, ιδος (poet.), ή : a y. wife, νεό- γαμος γυνή, ή: ay. bird, a y. chicken, νεοττός. 6 : a y. horse, πώλος, 6: ay. lion, σκύμνος, 6: the y. shoots of the vine (^=• add to that article), νεόποδες, οι (Geopon.) : always or lastingly y., άγήρως, αγήματος, 2 : to be- come or grow y. again, άνηβάν. ΤΙ The young (substantively)] τέκ- νον, τό. βρέφος, τό. τα εκγονα (pi.; g. tt.) : the y. of birds, &c, see above. ^ YOUNGSTER, παΐς,παιδός, 6. παιδάριον, μειράκιου, νεανι- σκάριον (Epictet.),TO. παιδίσκος, ο. YOUR, υμέτερος, 3, and poet. ΰμός, σφέτερος, 3. Of two, σφω- ΐτερος, 3 : of one, see Thy ; and by gen. of pronoun. YOUTH. IT In the abstract: the time of youth] νεότης, ητος, ή (g. t.). 'ήβη, ή (the beginning of youthful age, prpsfrom the seven- teenth to the twentieth year), ηλι- κία, ή, and άκαη της ηλικίας, ή (manly age ; see the remark under 'Young man'), παιδία, η (child- hood), όλιγοετία, η (fewness of years). Lasting y., τό άγήρων: from one's y., εκ παιδός, εκ παί- δων, εκ νέου, εκ νέας : from one's early y., ευθύς εκ παίδων : ΖΕΑ in one's y., during the time of one's y., νέος ων : to be in one's y., νεανισκεύεσθαι (dep. mid., X.) : the flower or prime of y., άκμη της ηλικίας, ή. ακμάζουσα ηλικία, ή. ωρα, η: in the flower, prime, or spring-time of y., ακμαί- ος, 3 (την ήλικίαν). ακμάζων, ούσα, ου. ανθών (οϋσα) εν ωρα : the fire or zeal of y., νεανική ορμή, ή : a friend or companion of one's y., ήλιζ, ομήλιξ, ικος, 6: the freshness of y., τό νεαρόν : the passion or heat of y., νεανικού πάθος, τό : he never felt, even in his age, any falling off of the power and energy of y., τό γήρας ούπώποτε γσθετο της νεότητος άσθενέστερον γιγνόμενον. 'WThe youth (as person)] νέος, νεανίσκος, νεανίας, ου, 6. μειράκιον, τό. παις, παιδός, 6, see YOUNGSTER. To be a y. (and act like one), νεανιεΰεσθαι. % In a collective sense : young men or young per- sons] οι νέοι. νεότης, ητος, η (the latter also = the age ofy.). The education or bringing up of y., η των νέων παιδεία. YOUTHFUL, νεανικός, παι- δικός, and νεαρός (poet.), 3. vto- πρεπής, ες (also like νεανικός, — extravagant, wild) : to make such y. promises, τοιούτον νεανι- εΰεσθαι (Dem.) : a y. (wanton) freak, νεανίευμα and -ίσκευμα, τό: γ. age, ηβη, ή. νεότης, ητος, πρώτη ηλικία, άκμη της ηλι- κίας, ή: to be of y. age, νεάζειν. νεανισκεύεσθαι. Ζ. ZANY, σάννας, ου, 6. See Jester, Buffoon. ZEAL, σπουδή and σπουδαι- ότης, ητος, προθυμία, ή, and τό πρόθυμου, επιμέλεια, ή. ορ- μή, ή. With ζ., μετά or δια or υπό σπουδής, σπουδή, κατά σπουδήυ. σπουδαίως : to carry on, transact, or set about athg with ζ., σπουδή πράττειν τι. σπούδαζε ιν περί τι or περί τί- νος: full of ζ., see Zealous: his ζ. cools, abates, μειοϋται ή προθυμία αύτοΰ. αποβάλλει (τις) την προθυμίαν. ύφίεται της σπουδής. ZEALOT, ζηλωτής, οΖ, 6 (Ν. ZOU Τ., but classic = a zealous imita- tor or follower of aby, ζ. τίνος, PL). ΖΈ,ΑΐαΟ\]Β,σπουδαΊος,3.πρό- θυΐΑΟς, 2. ε•7Γΐμελ»5ϊ, ές. δραστή- ριος, 3. Very ζ., περίσπουδος, 2 : to be a ζ. adherent or follower of aby, ζηλωτηυ, επιθυμητή ν εί- ναι τίνος ες τά μάλιστα : to be ζ., προθυμεϊσθαί τι. προθύμων εχειυ προς or περί τι. σπουδά- ζειν περί τι. σπουδή or σπου- δαίως or επιμελώς or προθύμων or αφειδώς or εκτενές πράτ- τειν τι. σπουδάζειν επί τινι : — for aby's interests, σπουδάζειν εις τά τίνος or υπέρ τίνος. ZEBRA, 6 ραβδωτός όνα- γρος. ZENITH, πόλος (with or with- out του ορίζοντος), 6. τό μέσον• ρανιον. At the ζ., μεσουράνιος, 2 : to be at — , μεσουρανεϊν. ^j' Fig. = highest point, summit] Vid. ZEPHYR, ζέφυρος, 6. ΖΕΤΙΟ,οΰ-δέν,-δενός,τό. άση- μου ση μείον, τό. See NOUGHT, Cypher, s. ZEST, ηδνσμα, προσόψημα, τό. See Relish, s. To give a z. to athg, ήδύνειν τι. ZINK, φευδάργυρος, b (Stra- bo). ZODIAC, ό κύκλος 6 των ζω- δίων, ζωοφόρος κύκλος, 6. ζω- διακός (sc. κύκλος), ό. Signs of the ζ., τά ζώδια. (^» In MSS. ζώον, ζώδιου, and their deriva- tives, often occur with iota subscript, ζώον, 8[C, retained by Dindorf and some edd.) ZONE, f Propr.] See Gir- dle. ^J Fig. (geogr. t.)] ζώνη, ή. κλίμα, τό. The Z.'s, εκτμή- ματα γής, τά (Aristot.). Torrid, temperate, frigid ζ., ζ. εμπυρος, μέση, κατεψυγμένη. ZOOPHYTE, ζωόφυτον, τό. ZOOGRAPHER, ζωογρά- φος, 6. Zoography, ζωογραφία, ή (ή περί των ζώων συγγραφή). Also zoology, ζωολογία, ή. Zoo- logist, ζωολόγος, 6 (all of modern coinage). The first and last Crcl. by 6 περί της των ζώων φύσεως διαλεγόμενος and ό ακριβώς ε'ι- δώς την τών ζώων φύσιν. Ζοο- logical, ζωολογικός, 3 (mod.) : zoological-garden, θηριοτροφεϊ- ον, τό, and παράδεισος, ό. ZOUNDS! βαβαίαξί παπαί- αξ ! πύππαζ, πύπαξ ! ω Ήοα- κλεϊς ! (619) ADDENDA ET CORRIGENDA. ACTION (in tvar) : he is said to have killed in this a. about eighty horse, λέγεται άποκτεΐ- ναι εν τούτω τω έργω περί όγ- δοηκοντα ιππέας (-3Γ.). ADMIT, add: to a. of being otherwise, ένδέχεσθαι άλλω: εχειν {Aristot.). ALKANET (ρΐαηή,αγχουσα, V (Hipp.). ALL, add: 'tis all one, all the same, έχει τ αυτόν (Eur.), ομοίου (sc. εστί) : 'tis all one to me, if I do not get you to believe these things: for why? that which is to be, will be, και τώνδ' ομοίου ε'ί τι μη πείθω' τι yap ; το μέλλον ηζει. ALSO, add: not only — , but also, is often expressed by άλλος in the second member, with the first meml)er affirmative, see un- der Only (addenda). ARBITER, add : διαιτητή, οΰ, 6 (umpire cftosen by two liti- gants to decide their cause), διάλ- λακτης, οΰ, 6 (one who reconciles parties: umpire ivlietlier in private or political causes). Poet, βρα- βεύς (δίκης). To be arbiter be- tween parties, διαιτάν τισι or τιι /as : — in a cause, κρίσιν ποι- ζϊσθαι περί τίνος, διακρίνειν τι. Dele πρόδικος and προδικία, wch are not a. and office of a., but ad- vocate, -acy, though δίκη πρόδι- κος, h, = a dispute submitted to or decided by arbitration, prop. judged beforehand. ASKANCE, add : to look a. at aby, κατ-ιλλαίι/ειι>, -ιλλώ- πτειν τινί. ASPARAGUS, αΛί; wild a., prps μυάκανθος, b, and -α, η, -ov, τό. AUTHORITY, add: to fol- low the a. of others, Crcl., e. g. fj αν έτεροι υφηγήσωνται, ταύ- τη πορεύεσθαι. BANDY-LEGGED, add: and φολκός, 3, ace. to Buttmann, Horn. II. 2, 217, see Squinting, in addenda. BAWL, add : λαρυγγ'ιζειν, and λ. τινά (to out-b. aby, Aris- toph.) : b.-ing, λαρυγγισμός, b (Flut.). BAWLER, λάρυγγα?, οΰ, b. (651) BAY, s. : to stand at b., επϊ σκάμματος είναι (Polyb.). BEGIN, add : to b. at the be- ginning (and go through with a thing), άφ' εστίας αρχεσθαι (prov., Aristoph. Vesp. 846) : but see Home, addenda. BEST, add: it is b. to hear often, ου χείρον πολλάκις άκου- ε ιν (PI.) : the b. thing is, to hear what he says, ούδεν οίον άκοΰσαι των λόγων αύτοΰ. BINDWEED, Ίασιώνη, τι (great b., convolvulus sepium, al.,sheepsbit). σκαμωνία, η (scam- mony). BLOW, v., add: to b. one's nose, Vid. BOH ! μορμώ ! BOLT, s., add: ζύγωθρον, τό (cross-bar of a door). B. or nail used in ship-building, τύλος, ό (Aristoph., Polyb.). BRAKE (plant), πτερις, ιδος, θηλυπτερίς, ίδος, η. BROOM-RAPE (plant), όρο- βάγχη, η (seemingly ace. toDiosc, but see under Dodder, addenda), prps αϊμόδωρου, τό. BROTHER, add: to adopt as a brother (or sister), call b. or sister, άδελφΐζειν (fraternize). BROTHERHOOD, add: &- δέλφιξις, r) (Hipp., and = close resemblance, fm άδελφίζεσϋαι, pass., = to be like, Id.). BUNGLE, BUNGLER : by Gr. prov. εν πίθω την κεραμείαυ (επιχειρεΐν) μαυθάνειυ(ΡΙ.Σα^ι. 187, de iis qui neglectis artium primordiis statim difficiliora ag- grediuntur) or πενταλιβίζειν αστραγάλους μη ειδότα. BUTCHER'S-BROOM : for μυάκανθος, δ (f-#* wch is proba- bly wild asparagus), substitute prps κεντρομυρσίνη (Theophr.) and χαμαιδάφνη (Diosc), η : also prps δάφνη άλεζάνδρεια (ruscus hypophyllum). CAMPION (plant), φλόξ, γός, η. CARE, v., add: I don't c. (in replies), sts αυτός γνώσει (PL, = εί έθέλεις ποίει' εμοί γαρ ου μέλει, Schol.). CAT'S-TAIL (plant), τύφη, η (typha). CELANDINE (plant), χελι- δόνιον, τό (swallow -wort, two kinds, χ. κυάνεου or γλαυκόν and χ. χλωρόν). CENTAURY (plant), κενταύ- ρων, τό. CHANCE, s., add: to try one's last c, του από γραμμής or άφ' ιεράς κινεΐυ λίθου (prov. fm game of draughts, prop, to move one's man from the middle line, γραμμή ιερά, of tlie board, Alcce. Theocr.). CHANNEL, s., add: to be connected by openings or c.'s, συυτετραίνεσθαι (pass.), e.g. σ. εις αλλήλους (PI.) : the organ of smell passes by a c. into the mouth, συντέτρηται η όσφρη- σις τω στόματι (Aristot.). COLLAR-BONE, substitute: κλείς, κλειδός, ace. κλείδα and κλεϊν '. and at end, I broke my c, τηυ κλεϊν συυετρίβηυ (An- doc): having broken his c, την κλεΐυ κατεαγώς (Don.). Also often pi., αϊ κλείδες : dim. κλει- διού, τό (clavicle). CONJUROR, add: it needs no c. to — , ούχ rj Υλαύκου γί μοι τέχνη δοκεΐ είναι διηγησα- σθαι α γ' εστίν (prov., PI. Phce- do, 108 D.). CONTEND, add: to c. in do- ing athg may also be expressed by the verb compounded with δια, e. g. to c. in singing, διάδειυ: — in* shouting with aby, διακεκρα- γέυαι τινί (Aristoph.). CONTINGENT, add: c. events, τά ενδεχόμενα, opp. to τά αναγκαία (Aristot.). COO (like a dove), add : λα- ρύνειν (Valck. Ammon., p. 231). CORK (tree), add: ϊφος or ίφός, δ (Theophr., but according to others = ivy). CRAB (fish), add: γραψαΐος^ δ (Diphil.). ρ^πάγουρος, αστα- κός, κάραβος, ό, see under Lob- ster. CROOKED (ofthelegs), σκαμ- βός, 3 (Geopon., bent asunder, Lat. varus, opp. to ραιβός). CUD -WEED (plant), prps ελειό- or ελί-χρυσος, b (a creep- ing plant with yellow flower or fruit, Alcman. Theocr.). DEA DEAD, add : the d. [euphe- mistically), οι πλείυνε? (Aristoph. Eccl. 1073. άττελεύσομαι παρά τυυ? πλείονα?, δ έστι, θανοΰ- μαι, Eustath.). DEGENERATE, v., line 1, after έξίστασθαι orfrf: τοΰ γί- νου? ο?• τοΰ ε'ίόΌυ? or — . Line 3, q/"ter τρόττοι/, ac?Gi εκπίπτειν (ει? αλλότριοι/ floOs). μεταΐτί- τττειι> (tf/iese imply the passing into another genus by deterioration). άγρωϋσθαι (agrestem fieri, of plants, opp. to ήμεροΰσθαι, Theo- phr.). άπ- and έζ-αγριοΰσβαι (both Theophr.). At end of art., add: every tree d.'s by becoming wild, άπαν το εζαγριούμενον tois καρποί? χι Tpov γίγνιταΐ. DENOUNCE, add: to d. aby, γράφεσβαί τινά τινο? : to d. athg as unlawful, γράφεσβαί τι (ivliere παρανόμων may be sup- plied). DIBS {boys' 1 game; Fr. jeu des omelets; Span, juega de tahas) : to play at d., πενταλίθοι? παί- "ζειν or πεντάλ ιθίζιιν (played by women with five αστράγαλοι, pebbles, potsherds, &c, Poll. 9. 126). DISAFFECTED, add: to render aby d. towards aby, τταηα- σπάσθαί τιΐ'ά τινο? (to detach allies, soldiers, S^c, from the side they have hitherto belonged to). DISH, v. (slatig) έγχυτρίζειν τινά (Aristoph.), DISPUTE, v., add : the dis- puted property (under litigation), τά γεγραημένα (Dem.). DITTANY (plant), δίκτα- μνον, το, and -μνο?, ή, also -μου and -μο?. Flavoured with d., δικταμνίτη? (e. g. ojvo?). DODDER, όροβάγχη and -βάκχη, h (Theophr., euscuta ; but ace. to Diosc. this seems to be rather broom-rape). Oftlie same hind are λειμόδωρον, τό (T/ieo- phr.). όσπρολεων, οντο?, 6 (Geo- pon.). λεόντειο? 7τόα, λεοντεία βοτάνη, ή, and λύκο?, 6. DOG-BRIAR, after κυνόσβα- το?, ή, add : somewhat different fm κυνόρροδον or κυνόροδον, τό (Theophr.). DOUBLE, add j d. -speaking or d.-tongued, διχόμυθο?, 2, e.g. δ. γλώσσα, διχόμυθον νόημα (Sυlo?ι),διχόμυθaXέγειv(tospeak ambiguously, Eur.). DOWN.s. (of thistles and other seeds), πάππο?, δ (also ^ lanugo, the first d. on the clieek). Seeds crowned with light d., παππο- σπίρματα, τά (Theophr.) : hence, downy ,παππ ώδη? , ε? (Theophr.). DRAW-BRIDGE, prps πτε- ρού, τό. DUMB (to be struck), add : prov. λύκον ίδεΐν (propr. to see a wolf, said of one of whom the wolf got the first look, PL, Theocr., Mcerim lupi videre priores, Virg.). DUMB-BELLS (to give an (652) FEA impetus in leaping), αλτήρες, ol. See Lidd. Sc, s. v. EARN, add: άρνυσθαι (mly poet-, but sts PL, e.g. μι-σθόν αρ- νυσθαι = μισβαρνεϊν). ELDER {tree) : add before ακτή, άκτέα (Hipp., sambucus nigra), contr., and at the end of article, dwarf-elder, χαμαιάκτη, ή (Theophr., sambucus ebulus, Linn.). ELUDE, add: παραλλάσ- σειν τινά or τι (Plut.). EYE, s., add: to cast the eyes down (be sad), κατωπιάν (Aris- tot.), poet. κατηφεϊν (όμμα), κατηφιάν (Plut.) : with downcast eyes, κατηφή?, έ?, with subst. κατήφεια. ή (poet., but also later prose, as Plut.). EXCHANGE, v. άμείβειν τι (with aby, πρό? τίνα). To e. athg for any other, άμείβειν τί τινο? or τι αντί τινο?. άντικαταλ- λάττεσβαί (sts act., but usu. mid.) τί τινο? or τι αντί τινο? or υπέρ τινο? (Isocr.), or καταλ- λάττεσθαί τι πρό? τι (e.g. μεί- ξω πρό? έλάττω, PL). Also simply (usu. mid., but sts act.) άλλάττεσθαί τί τινο? or αντί τινο? (e. g. κάλλο? αντί κάλ- λου?, PL). To e. (z=give in ex- change) toil for toil, 7τόΐ'ω πόνον άλλάττειν (Soph.): to exchange thoughts, άνακοινονμενόν τινι διδόναι τε καί δέχεσθαι λόγον: you will e. corpse for corpses (poet.), νέκυν νεκρών άμυιβόν άντιδου? εσει (Soph.). See to Change, Interchange, and to Barter. EXCUSE, s., add: athg gives aby an e. for not doing athg, πρό- φασιν έχει τινί τι μι) ποιεϊν τι (PL) : to have or use as an e., πρόφασιν εχειν τι (Χ.) : to keep making e.'s, προφάσει? ελκειν (Hdt.) : no e., no e.'s ! μή μοι πρόφασιν (Aristoph.). μή προ- φάσει?. EXPERIMENT, s.,add: The Lat. prov. experimentum facere in corpore vili may be expressed by εν JLupl έστω δ κίνδυνο?, PL Euthyd. 284, Β. επί των επι- σφαλεστερον και εν αλλότριοι? κινδυνευόντων, Schol. PL Lack. 187, Β. εν τω Καρι κινδυνεύο- μεν, Eur. CycL 650. FACTOR: the f. entering into a product, πλευρά, ή (side, viz. of a rectangle, Nemes.). FAR, under as f. as, towards end of art., add: as f. as con- cerns, oflen ένεκα, e. g. without the sun it would always be dark as f. as the other stars are con- cerned, άνευ τοΰ ήλιου, ένεκα τών ετέρων άστρων νυξ άν ήν άεί : as f. as money will do it, αργυρίου ένεκα. FEAST, s. : to come at the first of a feast, &c. (prov.), see Fray, addenda. GIL FENCE, υ._ (with the sword), διαξιφισμόν άσκεΤν (Plut.). FETLOCKS (of a horse), prps κυνήποδε?, οι (Χ.) : fetlock joint, κύων, κυνό?, δ : a horse with a fault in the f."s, κυνοβάτιι?, ου, δ. FIG. A f. for his courage ! ιχορμώ τοΰ θράσον? ! (Aristoph.) FISHERY, add: right of f., γρίπο?, δ (Oioq. L). FISHING-NKT, add: γρίπο? and γρίφο?, δ (or basket made of rushes). FIST, add : γρόνθο?, δ (lute ivord) . FLEA-BANE (plant), κόνυ- ζα, and contr. kv(iX,u, ή (inula, of two kinds, αρρην and θήλεια). Like f., κονκζήει?, εσσα, εν: fla- voured with f., κονυζίτη? (e. g. υΊνο?, δ). FLICKER, add: αίθύσσειν (of leaves, poet.). FLUTE, add : single f., μόν- αυλο? (κάλαμο?), δ: playing a solo on the f., μόΐ'αυλο9, δ, ή: to play it, μονανλεΐν: the solo, μον- uvkia, ή : fingering the f, γρόν- θων, δ. FOLD, s. (and byre or stable for cattle), add: μάνδρα, ή (Soph, and Plut.). FOMENTATION, add: δπ- έκκαυμα, τό. FOR, add to p. 254, col. 3, line 31 : Also in phrases like for aught aby or athg can or could do, often ένεκα, e.g. for aught the other heavenly bodies could do, without the sun it would be al- ways night, ανι υ τοΰ ήλ ίου, ένεκα τών έτερων άστρων νυζ άν ήν άεί. FRAIL, add: κλαδαρό?, 3 (Polyb., easily broken). FRATERNIZE, άδελφίζειι/ τινά (call aby brother), άδελφ'ι- ζεσθαι (puss., be us brothers, be like, Hipp.). FRAY, s., add: to come at the first of a feast and the last of a fray (Eng. prov.), the corresp. Gr. prov. in PL Gorg. init., πο- λέμου και μάχη? ο'ύτω (sc. ΰστε- ροΰντα) χρή μεταλαγχάνιιν. Άλλ' ή, τό λεγόμενον, κατόπιν ευρτή? ήκον,εν και υστεροΰιιεν, FRENCH and ENGLISH (game), sim. διελκυστίνδα and διά γραμμή? παίζειν (tivo par- ties pulling one another across a line, see Heindorf on Plat. The- cetet. 181 a). FRIPPERY, add: γελγη,τά (and the market where it is sold), γρυμαία, ή (= γρύτη, Themist., whence γρυμαιο- or γρύμεο-πώ- λη?, Luc., Lexiph.). GET, add: As = Lat. acci- pere, in speaking of loss, wounds, Sfc, get or receive may be ren- dered by λαμβάνειν (e. g. κακόν, Χ), προσίεσΰαι (e. g. ήτταν, X.). GILL, last line, for three read six. GUL GULLET, substitute: fin Horn. I to Aristot. στόμαχος, 6 {from \ Aristot. downwards, = orifice of STOMACH, vid.). φαρυγξ, υγος, 77 (later -υγγος, ό, prop, the joint opening of g. and windpipe, but Aristot. makes it the windpipe it- self), λάρυγζ, υγγος (rarely νγος), 77, is prop, upper part of tlie windpipe, but is loosely used to denote the swallow or g. {Eur., Aristoph.). οισοφάγος, 6 (Aris- tot.). λαιμός, 6 (throat and g., Horn., only of men, later also of animals, rare in prose), βρόγ- χος, ο (g. and windpipe, Hipp.). HARLOT, add: λαικάστρια, ■η (Aristoph.). HEAR, add: I h. or have h. (= Lot. accepi), άκηκοα and also άπείληφα (τ'ι παρά τίνος): also ακοή υΐδα, άκουσας οϊδα, ήσθη- μαι τη άκοΐ) (Thuc.). HEM, s., add: λίγνον,τό,αηά λέγνη, η (esply coloured h. of a garment). HOARSE, add: κλαγγώδης, ts (Hipp., of tlie voice, esply = uttering a tone that rises from fiat to sharp as in voi7iiting). HOLD, in last paragraph of the verb, for see the Gr. Lex., read see in the Gr. Lex. the de- rivatives of the several verbs above-given. HOME, add: to begin at h., όφ' Εστίας αρχεσθαι (prov., PL Cratyl. 401, Β., επι των εν δυνάμει γιγνομένων και πρώ- τους άδικούντων τους οικείους, επεί εθυς r\v τγ 'Εστία πρώτη των θεών θύειν, SchoL). HUM (or buzz as gnats), σφι- κάν. IF, add : if it be nothing else, if it only depends on that, if that be all, τούτου γε ένεκα : if all depended on psephisms, ένεκα γε ψηφί σμάτων. See Heindorf ad PL Charmid. 14. INUNDATE, -TION. See Flood and Overflow. LANGUISHING, κλαδαρός, 3 (late}•) : with swimming, 1. eye, κλαδαρόμματος, 2 (= languenti fractus ocello, Pers.). LEER, v. add: to 1. upon aby, κατιλλώτττειν τινί (Philem.). LEG, add : with the legs up (== lying on a couch), άναβάδην (Aristoph. Plat. 1123, but Toup ad 1., " upstairs, in the garret "). LOBSTER, add: τεττιζ εν- άλιος, δ (JElian). MAKE, v., add: to m. it one's endeavour, business, object, aim (Lat. id agere ut), έργον ποιεΐ- σθαι c. infin., or with όπως c. fut. indie. : sts έργον εχειν c. infin. τούτο σκοπείν or πράτ- τειν with όπως c. fut. indie. : and str. t. λιπιιρώς εχειν c. infin. Also πρυθυμεϊσθαι C infin., μη- (653) PAS χανασθαι c. infin. or όπως. πάν ποιεϊν c. όπως. MANDRAKE (plant), μαν- δραγόρας, ου, or -a, 6 (Atropa mandragora) : to be sent to sleep by it, υπό or εκ μανδραγόρα (ου) καθεύδειν : made of m., μαν- δραγορικόν, 3 : flavoured with m., μανδραγορίτης, ου, 6 (e.g. οΊνι>ς). MARK, s., add: it does not even come near the m., οϋδ' ϊκταρ βά\λει or ηκει (prov., PL Rep. ix. 575, C) : to over- leap the m., νπερ τα έσκαμμίνα αλλεσθαι (Plat., ivith ref. to tlie trench marked as the limit of the leap of the πίνταθλοι). MASTER, s., add: like m., like man (prov.), ai κύνες κατά την παροιμίαν ο'ίαιπίρ αϊ δέ- σποιναι γίγνονται (PL Pep. viii. 563, C, εστί δε η όλη' ο'ίαπερ η δέσποινα, τυία χά κύων, SchoL) . MEAL, add: no mill, no m. (prov.), see Mill, addenda. MEERSCHAUM, perhaps όστρακ'ιτης λίθος, ό (Diosc. and Plin.). MELT, v. »., add: γρύζειν (Aristot.). MENTION, v., add: not to ni. other evils, προς τοϊς άλλοις κακοΊς (besides — ). MILL, add : no m., no meal, φεύγων μύλον αλφιτα φεύγει (prov., Lat. qui vitat molam, vi- tat farinam). MINE, s., add in line 12 : to run out a gallery into one's neigh- bours 1 m., συντρησαι εις τά τών πλησίον (Dem.). MONASTERY, μοναστηριον, τό, and μάνδρα, ή (eccl.). MONASTIC, μοναστικός, μο- ναχικός, 3 (eccl.). See Solitary. MONK, μοναχός, μοναστής, ου, δ (eccl.). MONK'S-HOOD (plant), άκό- νιτον. τό (a variety). MORE : to the m., — the m. — , p. 401, col. 1, line 22, add, see under The. MULLEIN (plants φλόμος, ό (verbascum). NIGHT-SHADE, add: also θρύον, τό = στρύχνος μανικός (Diosc). ONLY, add: not only — , but also — , is often expressed by άλ- λος in the second member, e. g. not o. by the citizens but also by foreigners, υπό τών πολιτών και τών άλλων ζένων. OVER (= in excess), to p. 431, col. 1, line 7, add: to overdo the thing, περισσά μηχανάσθαι : to be over-busy, περισσά δρ!ι> : to be over-wise, περισσά φρυνεΐν. PARSLEY, add: bur-p., καύ- καλις, ιδος, ν : marsh-p., έλειο- σίλινον,τό (Theophr.). PASTERN (of a horse), μεσο- QUI κύνιον, τό. See Fetlocks in addenda. PELLITORY (plant), prps παρθίνιον, τό (Theophr., Pint.), also εΚξίνη, ή (Diosc). PENKNIFE, γλυφίς, ίδος, η, and γλύφανον, τό. PEOPLE, add : the people of Athens, the Athenian p., 6 <5?}nos δ τών Αθηναίων or δ τών 'Αθη- ναίων δήμος, ι^» in ορρ. to any other people ; but ivith implied opp. of other parties or indiviauals of the Ath. to the general body, δ δήμος τών Αθηναίων or τών Άθ. δ δηαος. PHANTOM, add: a fleeting, airy p., κίνυγμα, τό (jEschi/L). PHLEGM, add: λάπη,'ή (pi- tuita) : full of p., μεστός λάπης (DiphiL). PIC-NIC, add: to have a p., δειπνεϊν άπό συμβολών (Di- phil.). PIG, add: a little p. or porker, γρύλλος, or better γρύλος, δ (Ar- cad., Anecd. Bekker), and dim. γρυλλίων, όνος, δ. PIGEON, add: pigeon's milk, prov. of things tliat are not, imi- tate by Gr. prov., λύκου πτερά (a wolfs icings). PLAGUE, add: p. take him ! μη ώρασιν ϊκοιτο (Luc D. Me- retr. 10), and ellipt. δ μη lapuai Αημόστρατος, Demostratus, p. take him! or that plaguey Demos- tratus (Aristoph. Lysist. 391). PLEASE, add: also προσ- Ιεσθαι mid. c ace : nothing p.-d him, ούδεν προσ'ιετό μιν (Hdt.) : one thing p.'s me not, εν δ' ου προσίεταί με. PLEASURE, add at end of art. : also sts δικαίωσις, εως, rj, e. g. they altered the customary meaning of words at their own will and p., την δ' ε'ιωθυϊαν άζί- ωσιν τών ονομάτων άντηλλαξαν τύ) δικαιώσει (Thuc). 'PLEDGE, s., add: don't be in a hurry to give p.'s, εγγύη, παρά δ' άτη (Gr. prov., PL Charmid. 165, B.). PORT-CULLIS, prps πτε- ρόν, τό. POWER (as math, t.), add: a number raised to the seventh p., επτάγων, δ (Math. vett.). PRICKLY, add: to take a p. business in hand, όνόγυρον κι- νεϊν (prov.). PRIVET, prps θραύπαλος, b (ligu strum). PROSE, add: humble p., Ίδιοι λόγοι (opp. to poetry, PL) : in p., ιδία (opp. to ύπό -ποιητών, PL). PURBLIND, add: σιφλός, σιπαλός, 3 (AnthoL). QUARTER, s., add: I ask no q., ούδεν σου παρίεμαι (PL). QUIBBLE, add: σκανδάλη- θρον, τό (word-trap): quibbling, γλισχρολογία, and verb -εΐσθαι (straw-splitting, squabbling about trifles, Philo.). REA REAL : in line 2 dele άλιιθι- o*s, 3. REAR, v. (as a horse), add : όρθοπληγιάν (from adj. όρθο- ητλνξ, ηγος, Aristoph.). REST-HARROW (plant) , prps δνωνις (ανωνις), ιδος, ή, and όνοσμα,τό. όσμάς, άδος,ή• όνο- χειλές, τό, and -χειλίς, ίδος, jj. RUDIMENT, add : to want to practise an art without having learnt the first r.'s, εν τω πίΟω την κεραμε'ιαν μανθάνειν (to at- tempt to learn the potter's art in making a pitcher, Gr. prov., PL Gorg. 515). RUN out : to run out athg, e. g. a passage into athg, συντρη- σαί τι (as διέζοδον) εις τι. SAIL, s., add: to hoist all s., σιπάρους (and σιφ.) επαίρειν (— Lot. suppara summis velis an- nectere, Arr.). SCOLD, v. στοβεΐν and στο- βάζειν : s.-ing, adj., στόβος, b : svbst. στόβασμα, τό (all fin Et. M. and Hesych.). SCUM, add: s. of the people, άνθρωποι ζύγκλυδες, ol [promis- cuous croivd, colluvies homiuuni, Thuc., PL). SCURF, add: λεπίδων, τό. SECOND, add : a s. scheme or expedient, to be tried when the first fails, δεύτερος 7r\ous, ό (prov., PL, Aristot.). SELVAGE or SKIRT (of a garment), add : ωα, η. SLEEP, v., add: it (the tree) will be growing while you're sleeping (Scotch prov.), ε'ύδοντι THR κυρτός αίρει (Plut. Syll. 6, while the fislierman sleeps, his net catches for him). SPECULATION, add: to fail in any tempting s., χρυσοχοεΐν (prov., PL Rep. v. 450, B., as the Athenians failed in their at- tempts to extract gold from their silver ores). SPURGE, add : χαμαιβάλα- i/05, i7 (earth-nut, Oiosc). SQUINTING, add : φολκός, 3 (with distorted eyes, ace. to the usual rendg of the απ. λεγ. epi- thet of Thersites in Horn. II. 2, 217; but Buttmann Leant, s. v. makes it more prob. = Lat. val- gus, bandy-legged). SURE, adj., add : aby will be sure to — , see under Will, v. THIS, add: in consequence of t., for these reasons, έκ τούτων (but εκ τούτου = hereupon) : be- sides t., added to this (= more- over, praiterea), προς τούτοις, rarely προς τούτω (Hdt.) : this being so (rr therefore), προς tuu- to. THISTLE, add: prps ovoyv- ρος, 6. THROAT, add: φάρυγξ, υγος, η (the original form and gender retained in good Att., but from Aristot. downwards often -υγγος, ό), is prop, the joint- opening of gullet and windpipe, ή χώρα εις ην ανήκει τό τε του στομάχου και τό του λάρυγγος πέρας, Galen, = Lat. fauces, like wch it often stands fur throat ge- nerally, and even the outer throat, WRO neck ; but Aristot. makes it the windpipe, = λάρυγξ, αρτηρία, opp. to the gullet, = οισοφάγος. TONGUE, add: to give t. (as hounds), κλάζειν, κλαγγαίνειν (Xen.), and -άνειν. κλαγγεΐν (Theocr.). A double t., double- t.-d, see Double (addenda). TURN up, add: to regulate one's affairs according to what turns up, προς τά πιπτωκότα τίθεσθαι τά αυτοΰ πράγματα (prov.,fm dice, PL Rep. χ. 604, Β.). UMBRELLA (against rain), add: άντιβρόχιον,τό (mod.Gr.). WA GES (to receive, &c.),add: also μισΰόν δέχεσβαι, and sts μ. αρνυσθαι (PL). WELL, adv., add : it is w. or it is best to hear often, ου χείρον πολλάκις άκούειν (PL). WENCH, v., add: λαικάζειν (Aristoph.) : tt^ewce wencher,Aeu- καστής, οΰ, 6 (Id.). WILL, s., add: arbitrary w. and pleasure, sts δικαίωσις, η. See Pleasure (addenda). WILLOW, add: prps ελαί- αγνος or ελέαγνος, 6 (vitex ag- nus castus or salix viminalis? Theophr.). WINDPIPE. See Addenda to Throat and Gullet. WOLF : to the prov. add, ξυ- ρεϊν λέοντα (PL Rep. i. 341, C). WRONG, add: it would be very w. to — , Orel., e. g. δεινά αν ε'ίημεν ε'ιργασμένοι, εί — . THE END. (65i) gilbert and rivington, printers st. john'.s square London. THE FOLLOWING SCHOOL BOOKS (By the late Rev. Τ. K. ARNOLD) ARE PUBLISHED BY MESSRS. RIVINGTON, 3, WATERLOO PLACE, PALL MALL. Arranged under Numbers for Progressive Tuition. Keys to those works to which f is prefixed may be had by Schoolmasters and Tutors. LATIN. Edition. 1. t Henry's First Latin Book 11 ft Second Latin Book, and Practical Grammar 6 -j t First Verse Book 5 (.Companion to the First Verse Book (additional Exercises) 1 Historiae Antiquae Epitome 5 A First Classical Atlas (companion to the Histories Antiquse Epitome) 1 S.<( Eclogae Ovidianas, Part I. (From the Elegiac Poems) 8 Part II. (From the Metamorphoses) 1 ^Practical Introduction to Latin Prose Composition, Part 1 10 t Cornelius Nepos, with Critical Questions and Imitative Exercises S Virgilii ^Emeis, Lib. I — VI 1 Virgilii iENEis, with English Notes from Diibner 1 Horatii Opera, with English Notes from Diibner 1 Eclogae Horatianae. Pars I. (Carmina) 2 t Practical Introduction to Latin Verse Composition 3 Gradus ad Parnassum 1 Cicero, with English Notes. 5.< Part I. Selected Orations 1 Part II. Selected Epistles 1 Part III. The Tusculan Disputations. 1 Part IV. De Finibus (on the Supreme Good) 1 PartV. De Senectute 1 EclogjE Historic^:; or, Selections from the Roman Historians, Caesar, Sallust, Livy, Curtius, Tacitus ^ 1 Sallust: Jugurthine War 1 Tacitus. Parti. Annales, Books I. — VI 1 Part II. Annales, Books XI.— XVI 1 t Practical Introduction to Latin Prose Composition, Part II... 3 Latin Word-Building; with Etymological Vocabulary 1 t Longer Latin Exercises, Part 1 2 + Part II 1 iGrotefend's Materials for Translation into Latin „. 3 Ellisian Exercises (adapted to the Practical Introduction, Part I.) 1 Key to the Ellisian Exercises „ 1 GREEK. + The First Greek Book „ M 8 t The Second Greek Book 1 The Third Greek Book (from Xenophon's Cyropaedia) 1 The Fourth Greek Book (Xenophon's Anabasis, Books IV— VII.) 1 Practical Introduction to Greek Accidence 5 Greek Prose Composition. Parti 8 t Part II 1 Greek Construing 1 Greek Grammar (intended as a sufficient Grammar of reference for the higher forms) 2 Madvig's Greek Syntax (with an Appendix on the Particles) 1 Elementary Greek Grammar The same, with an Account of the Greek Dialects The Dialects separately Elementary Greek Reader, from Homer. By Dr. Ahrens Xenophon : Anabasis complete iHertlein) (a) The Olynthiac Orations... "J ... w „„ 1{ Α. λτ„*„„ a Demosthenes \ b) The Oration on the Crown 1 Ug Notes and \c) The Philippic Orations J Grammattcal References Price 3s Od. 4 2 1 4 7 6 2 6 5 6 6 4 12 6 7 5 5 6 12 4 5 5 6 5 6 2 6 4 3 6 6 5 8 4 6 4 4 7 6 3 fi 3 5 5 β 3 β 4 5 6 5 6 10 6 1 5 1 6 1 1 6 1 3 1 6 6 1 3 1 4 6 1 4 Sophocles REV. Τ. Κ. ARNOLD'S WORKS (continued). GREEK CLASSICS, with ENGLISH NOTES (.continued). Edition. iEscHiNES. — The Oration against Ctesiphon ] TTomvut ί α ) Complete Edition '. 1 ΤττΤβ 1 *) Lib • I— IV., with Critical Introduction 1 ILIAS (c) Lib. I— III., for Beginners 1 Homeric Lexicon, Greek and English (Crusius's) ] j The Ajax (Schneidewin) ] The Philoctetes (Schneidewin) 1 The GEdipus Tyrannus (Schneidewin) 1 I The GEdipus Coloneus (Schneidewin) 1 The Antigone (Schneidewin) 1 f The Hecuha 1 I The Hippolytus 1 Euripides > The Bacchae ,„■ 1 I The Iphigeniain Tauris 1 t.The Medea 1 Thucydides.— Book First ] Book Second 1 Herodotus. — Eclogae Herodoteae, Part I. (Schweighaeuser) 1 Eclogae Aristophanicae, Parti. "The Clouds" 1 Partll. "The Birds" 1 t The First Hebrew Book 1 The Second Hebrew Book (Genesis) 1 Copious and Critical English-Latin Lexicon, [by the Rev. Τ. K. Arnold and the Kev J. E. Riddle] 4 "A very slight inspection of it will show that it aims at a far higher standard of eccuracy and completeness than any of its English predecessors." — Extract from Preface. An Abridgment of the Above 1 Classical Examination Papers 1 Henry's English Grammar, for Beginners 1 English Grammar tor Classical Schools 5 Spelling turned Etymology, Part 1 1 , Part II. (Latin via English) 1 The First German Book 4 Key to the above 3 Second German Book; a Syntax and Etymological Vocabulary 1 Key to ditto 1 German Reading Book 2 German Vocabulary 1 The First French Book 3 Key to the above, by M. Delille 2 French Vocabulary 1 Zumpt's Annals of Ancient Chronology 1 HANDBOOKS. Roman Annuities...") iBoJESEin Grecian Antiquities J ( αο3Ε5Έ ") Ancient Geography and History.. Λ Mediaeval Geography and History > (Ρϋτζ) .. Modern Geography and History...) Latin Synonymes (Doederlein's). By the Rev. Η. H. Arnold Greek Synonymes (Pillon) Hebrew Antiquities. By the Rev. H. Browne Handbook of the Religion and Mythology of the Greeks. From the German of H. W Stoll {with Platen) The Athenian Stage. From the German of Witzschel THEOLOGICAL. The Christology of the Old Testament, and Commentary on the Mes- sianic Predictions of the Prophets. By Professor Hengstenberg 1 TheChurchman'sCompanion, containing Essays and Papers, some origi- nal, but mostly selected, chiefly on Religious subjects .„ 1 Short Helps to Devotion, arranged for every Day in the Year 1 Price, is. Od. 7 β 9 25 4 GOSPEL EXTRACTS FOR YOUNG CHILDREN. Ss. By the Rev. C. Arnold : BOY'S ARITHMETIC, Part I. Second Edition. Ss. Gd. Part II. 3s. 6d. By Professor Pifferi and Rev. B. W. Turner : The FIRST ITALIAN BOOK, on the plan of Henry's First Latin Book. 5s. A KEY to ditto. Is. 6d. JANUARY, 1859. NEW BOOKS IN THE COURSE OF PUBLICATION BY Messrs. RIVINGTON, WATERLOO PLACE, PALL MALL, LONDON. The HOLY BIBLE, containing the OLD and NEW TES- TAMENTS, arranged in HISTORICAL and CHRONOLOGICAL ORDER, so that the whole may be read as ONE CONNECTED HISTORY, in the Words of the Authorized Translation. With COPIOUS NOTES and INDEXES. By GEORGE TOWN- SEND, D.D., late Canon of Durham. Nbw Edition. (Now publishing in 1 2 Monthly Parts, commencing January \ , price 3s. 6d. each, containing all the Notes, and forming Two Volumes, Imperial 8vo.) II. The OUTCAST and the POOR of LONDON; or, the PRESENT DUTIES of the CHURCH towards the POOR: a Course of SERMONS preached at the Chapel Royal, Whitehall. By the Rev. FREDERICK iMEYRICK, M.A., Fellow and Tutor of Trinity College, Oxford ; late Select Preacher before the University of Oxford, and Whitehall Preacher. In crown 8vo. 7s. 6d. III. MARK DENNIS ; or, the Engine-Driver : a Tale of the Railway. In small 8vo. 3*. 6d. (Now ready.) IV. HOMILIES on the FORMER PART of the ACTS of the APOSTLES (Chap. I —X.) ; delivered at Quebec Chapel. By HENRY ALFORD, B.D., Dean of Canterbury. In 8vo. 8s. (Just published.) V. The FAIR EVANTHE; a Poem. In Five Cantos: and other Poems. By the Rev. JOHN PEAT, M.A., of St. Peter's College, Cambridge, Minister of the Weald, Seven Oaks, Kent. In small 8vo. 3s. fjd. (Now ready.) VI. A New ILLUSTRATED EDITION of SACRED ALLE- GORIES. Contents :— The Shadow of the Cross— The Distant Hills — The Old Man's Home; and the King's Messengers. By the Rev. WILLIAM ADAMS, MA, late Fellow of Merton College, Oxford. In small 4to. £l. Is. %* This New Edition contains numerous Engravings on Wood from Original Designs by C. W. Cope, R.A. ; I. C. Horsley, A.R.A.; Samuel Palmer; Birket Forster ; and George E. Hicks. BOOKS RECENTLY PUBLISHED VII. CLERGYMAN'S HOLIDAYS: or, Friendly Discussions, Historical, Scriptural, and Philosophical; touching St. Paul's Western Labours and Chronology ; Romanism and the Christian Church of Britain ; Scepticism ; Faith ; Future Life ; and the Hope of the Lord's Glorious Advent. By W. B. GALLOWAY, M.A. Incumbent of St. Mark's. St. Pancras. In small 8vo. 5s. (Now ready J VIII. SERMONS, VOL. II. ; preached in the Cathedral Church of Bangor. By CHRISTOPHER BETHELL, D.D., Lord Bishop of Bangor. In 8vo. 10s. 6d. Also, by the same Author {lately published), SERMONS preached in the Cathedral Churches of Chichester, Gloucester, and Bangor, and in Chapels Royal. 10s. 6c?. IX. PULPIT ORATORY; English Specimens, calculated to form Opinion, and facilitate Style. By the Rev. E. W. ATTWOOD, B.A. late Curate of St. Leonard's, Shoreditch. In 8vo. (In the press.) The GREEK TESTAMENT : with a Critically revised Text; Various Readings; Marginal References to Verbal and Idiomatic Usage; Prolegomena; and a CRITICAL and EXEGETICAL COM- MENTARY in English. By the Rev. HENRY ALFORD, B.D., Dean of Canterbury, and late Fellow of Trinity College, Cambridge. Vol. IV. In 8vo. (In preparation J Lately published, Vol. III. (containing GALATIANS to PHILEMON.) Second Edition. In 8vo. 185. XI. The Second Edition of the BIOGRAPHY of the EARLY CHURCH. By the Ven. ROBERT WILSON EVANS, B.D., Archdeacon of Westmoreland ; Author of " The Rectory of Vale- head." In 2 vols. Small 8vo. (Preparing for Publication.) XII. SERMONS. By the late JOSEPH ALLEN, D.D., Lord BISHOP of ELY. In 8vo. 9s. XIII. The DOCTRINE of the ATONEMENT deduced from Scrip- ture, and Vindicated from Misrepresentations and Objections, in Six Discourses, preached before the University of Dublin ; being the Donnellan Lecture for the Year 1857. By JOHN COTTER MAC- DONNELL, B.D., Vicar of Laracor, Diocese of Meath. In 8vo 7s. BY MESSRS. RIVINGTON. XIV. The Third Edition of the BOOK of PROVERBS, Ex- plained and Illustrated from Holy Scripture. By the Rev. Β. E. Nicholls, M.A., late Curate of St. John's, Walthamstow. Author of a " Help to the Reading of the Bible." In 12mo. 3s. 6d. (Now ready ) XV. An Account of a MEMORIAL to the late Rev. THOMAS BOWDLER, M.A., Prebendary of St. Paul's, erected in Sydenham Church; with Memoir, and a Description of the New Chancel. In 4to., 2s. 6d., or in Cloth, 4s. 6d. {Just published.) XVI. The GREEK TESTAMENT. With ENGLISH NOTES. Part III.: The EPISTLES of St. PAUL; with Preface, Introduction, and Notes. By CHR. WORDSWORTH, D.D., Canon of West- minster. In imperial 8vo. (In the Press.) Also, PART I.: The FOUR GOSPELS. £1 1*. Part II. j The ACTS of the APOSTLES. IQs. 6d. XVII. The Second Edition of the FIRST HEBREW BOOK; on the Plan of Henry's First Latin Book. By the Rev. THOMAS KERCHEVER ARNOLD, M.A., late Rector of Lyndon, and formerly Fellow of Trinity College, Cambridge. In 12mo. 7s. 6d. (Now ready.) XVIII. The ANNUAL REGISTER: or, a VIEW of the HISTORY and POLITICS of the YEAR 1857. 8vo. 185. (Just published.) XIX. A NEW METRICAL TRANSLATION of the PSALMS, from the Original Hebrew, compared with the Ancient Versions. Second Edition. In small 8vo. 8*. (Now ready.) Also, by the same Author, A METRICAL TRANSLATION of the SONG of SOLOMON, from the Original Hebrew. Crown 8 vo. 1*. 6c?. XX. The HISTORY of ENGLAND, from the EARLIEST TIMES to the PEACE of PARIS, 1856. By CHARLES DUKE YONGE. Inpost8vo. 12s. XXI, SERMONS, preached in a COUNTRY VILLAGE, By the Rev. THOMAS KERCHEVER ARNOLD, M.A., late Rector of Lyndon, and formerly Fellow of Trinity College, Cambridge. In post 8vo. 5*. 6d. BOOKS RECENTLY PUBLISHED XXII, SIVAN the SLEEPER ; a Tale of all Time. By the Rev. H. C. ADAMS, M.A., late Fellow of Magdalen College, Oxford ; Author of " The First of June." In small 8vo. 5s. 6c?. XXIII. QUEBEC CHAPEL SERMONS, VOL. VII. CON- CLUDING SERMONS. By HENRY ALFORD, B.D., Dean of Canterbury; late Minister of the Chapel. In small 8vo. 6s. Lately published, VOL. VI. On the PERSON and OFFICE of CHRIST. 5s. XXIV. A Second Edition of The FIRST of JUNE ; or, SCHOOL- BOY RIVALRY; a Second Tale of Charlton School. By the Rev. H. C. ADAMS, M.A., late Fellow of Magdalen College, Oxford; Editor of " The Cherry Stone?." In small 8vo. 3s. 6d. XXV. The MARTYR of the PONGAS ; a Memoir of the Rev. HAMBLE JAMES LEACOCK, first West Indian Missionary to WESTERN AFRICA. By the Rev. HENRY CASWALL, D.D., Vicar of Figheldean, Author of "America and the American Church," &c. &c. In small Svo. With Portrait. 5s. 6d. XXVI. The ACTS for Promoting the BUILDING and ENDOWING of CHURCHES and CHAPELS in Populous Parishes and Places, and forming New Parishes and Districts. Edited by JAMES THOMAS LAW, A.M., Chancellor of the Diocese of Lichfield. Fourth Edition. In Six Parts. 8vo. 9s. The object of this Work is to bring together into one view, under separate heads, for the convenience of the Clergy, all that relates to each branch of this important subject. XXVH. OCCASIONAL SERMONS, preached inWestminster Abbey, VOL. VI. Contents: On the Immaculate Conception. — The Chris- tian Sunday. — The Soldier's Return. — The Acts of the Apostles as applicable to the Present Times. — On Marriage with a Person Divorced. By CHR. WORDSWORTH, D.D., Canon of West- minster. In 8vo. 7s. XXVIII. The INSPIRATION of HOLY SCRIPTURE, its Nature and Proof; Eight Discourses preached before the University of Dublin. By WILLIAM LEE, D.D., Fellow and Tutor of Trinity College, and Professor of Ecclesiastical History in the University of Dublin. Second Edition, revised, with Index. In 8vo. 14*. BY MESSRS. RIVINGTON. XXIX. ADDRESSES, chiefly to YOUNG MEN. Contents: — On the Profitable Employment of Hours gained from Business. 2. Dr. Johnson. 3. Columbus. 4. Sir Walter Raleigh. 5. England and her Colonies. By the Rev. JAMES S. M. ANDERSON, M.A., Chaplain in Ordinary to the Queen, Rector of Tormarton, and Honorary Canon of Bristol Cathedral. Second Edition. In small 8vo. 45. 6d. (Now ready.) XXX. SERMONS preached before the QUEEN. By SAMUEL WILBERFORCE, D.D., Lord Bishop of Oxford. Sixth Edition. In 12mo. 6s. XXXI. DISCOURSES and ESSAYS on the UNITY of GOD'S WILL as revealed in SCRIPTURE. By JOHN WILLIAMS, A.M., Archdeacon of Cardigan. In 8vo. 10s. 6d. XXXII. CATECHESIS; or, CHRISTIAN INSTRUCTION pre- paratory to CONFIRMATION*, and FIRST COMMUNION. By the Right Rev. CHARLES WORDSWORTH, D.C L., Bishop of St. Andrew's, Dunkeld, and Dunblane. Third Edition. In small 8vo. 3$. 6d. XXXIII. ECHOES from EGYPT; or, the Type of Antichrist. Concluding with the Number of the Beast (Rev. xiii. 18). By the Rev. W. J. GROVES, M.A., sometime Vicar of Chewton Mendip, Somerset. In 8vo. 10s, 6d. XXXIV. The PARABLES of OUR LORD Explained and Exemplified, in Sunday School Dialogues. By TWO SISTERS. Edited by a Clergyman of the Church of England. In small 8vo. 3s. XXXV. The Fourth Edition of PARISH MUSINGS; or, Devo- tional Poems. By JOHN J. B. MONSELL, Vicar of Egham, Surrey, and Rural Dean. In 18mo. 2s. (Now ready.) XXXVI. The INSPIRATION of the HOLY SCRIPTURES. By EDWARD MEYRICK GOULBURN, D.C.L., D.D., Head Master of Rugby School, and Chaplain to the Lord Bishop of Oxford. In small 8vo. 3s. 6d. XXXVII. ESSAYS. By GELDART J. Ε RIADORE, B.A., Do- mestic Chpalain to the Duke of Bucckugh. In 12mo. 3s. XXXVIII. ECHOES from MANY MINDS ; a Collection of SACRED POETRY. Edited by LADY CHARLOTTE MARIA PEPYS. In 18mo. 2s. 6d. BOOKS RECENTLY PUBLISHED XXXTX. SERMONS on Texts from the GOSPELS and EPISTLES for Particular Sundays. By JOHN HAMPDEN GURNEY, M.A., Rector of St. Mary's, Marylebone. In small 8vo. 6s. XL. The FOUR GOSPELS and ACTS of the APOSTLES. With EXPLANATORY NOTES by LORD LYTTELTON. In post 8vo. 85. 6d. XLI. THEOPHILUS ANGLICANUS; or, INSTRUCTION con- cerning the CHURCH, and the Anglican Branch of it. For the Use of Schools, Colleges, and Candidates for Holy Orders. By CHR. WORDSWORTH, D.D., Canon of Westminster. Eighth Edition. In post Svo. 85. 6d. XLII. The WARNINGS of the HOLY WEEK ; being a COURSE of PAROCHIAL LECTURES for the WEEK before EASTER, and the EASTER FESTIVALS. By the Rev. WILLIAM ADAMS, M.A., late Fellow of Merton College; Author of "The Old Man's Home," and other W T orks. Fifth Edition. In small 8 vo. 45.6c?. XLIII. A MANUAL of ANCIENT HISTORY, from the remotest Times to the Overthrow of the Western Empire, a.d. 476. This Work, for the convenience of Schools, may be had in Two Parts (sold separately), viz. : VOL. I., containing, besides the History of India and the other Asiatic nations, a complete HISTORY of GREECE. 4s. VOL. II., containing a complete HISTORY of ROME. 4s. By Dr. LEONHARD SCHMITZ, F.R.S.E., Rector of the High School of Edinburgh. Third Edition. In post 8vo. 7s. 6d. XLIV. A MANUAL of ANCIENT GEOGRAPHY. By the SAME AUTHOR. In post 8vo. 6s. XLV. HYMNS and POEMS for the SICK and SUFFERING. In connexion with the Service for the VISITATION of the SICK. Selected from various Authors. Edited by the Rev. T. V. FOSBERY, M.A., Perpetual Curate of Sunningdale. Fourth Edition. In small 8vo. 6s. 6d. This Volume contains 233 separate pieces ; of which about 90 are by writers who lived prior to the 18th Century : the rest are modern, and some of these original. Amongst the names of the writers (between 70 and 80 in number) occur those of Sir J. Beaumont — Sir T. Browne — F. Davison — Elizabeth of Bohemia — P. Fletcher — G. Herbert — Dean Hickes — Bp. Ken — Norris — Quarles — Sandys— Bp. J. Taylor — Henry Vaughan — and Sir H. Wotton. And of modern writers: — Miss Ε. B. Barrett — The Bishop of Oxford— S. T. Coleridge— Sir R. Grant— Miss E. Taylor— W. Wordsworth — Rev. Messrs. Chandler — Keble — Lyte — Μ on sell— Moultrie — and Trench. XLVI. The COLONIAL CHURCH CHRONICLE and MIS- SIONARY JOURNAL for the YEAR 1857. In 8vo. 7s. *** This Journal contains numerous Original Articles, Correspondence, and Documents relating to the CHURCH in the COLONIES, Reviews and Notices of New Publications, and a Monthly Summary of Colonial, Foreign, and Home News. Continued in Monthly Numbers, price 6d. each. 2LVII. SERMONS and ADDRESSES delivered on Various Occasions. By JOHN KAYE, D.D., late Lord Bishop of Lincoln. Edited by his Son. In 8vo. 16*. XLV1II ESTHER, an Illustration of the Doctrine of a PARTICULAR PROVIDENCE; TWELVE LECTURES delivered at the BAR- NARD-HYDE LECTURE. To which are added SIX DIS- COURSES on the GENERAL DOCTRINE of PROVIDENCE. By the Rev. J. C. CROSTHWA1TE, M.A., Rector of St. Mary- at-Hill, London. In 12mo. 8*. XLIX. The Fourth Edition of the BISHOPRIC of SOULS. By the Ven. ROBERT WILSON EVANS, B.D., Archdeacon of West- moreland, formerly Fellow of Trinity College, Cambridge ; Author of the " Rectory of Valehead." In small 8vo. 5s. LETTERS from CANTERBURY, NEW ZEALAND. By ROBERT BATEMAN PAUL, M.A., Archdeacon of Waimea; formerly Fellow of Exeter College, Oxford. With a Map of the Province, including a considerable part of the Province of Nelson, by Edward Jollie, C.E. In small 8vo. 4s. 6d. LI. AGONISTES; or, PHILOSOPHICAL STRICTURES, sug- gested by Opinions, chiefly, of contemporary Waiters. By ALFRED LYALL, B.A., Rector of Harbledown, Kent. In this work the opinions of the following Authors (amongst others) are discussed, viz. Abp. Whately — Whewell — Chalmers — Grote — Lord Brougham — Sydney Smith — Jeffrey — Mill — Brown — Paley— Macaulay — Baden Powell — J. H. Newman— Mackintosh — and Sir W. Hamilton. In post 8vo. 7s. 6d. LII. GATHERED LIGHTS; illustrating the Meaning and Struc- ture of the LORD'S PRAYER : selected from Theological Writers. By the Rev. C. HOPE ROBERTSON, B.A., late Curate of St. John's Church, Bradford. In small 8vo. 4s. 6c?. RECENTLY PUBLISHED BY MESSRS. RIVINGTON. LIII. Λ SERIES of SERMONS on the EPISTLE and GOSPEL for each SUNDAY in the YEAR, and the HOLY DAYS of the CHURCH. By the Rev. ISAAC WILLIAMS, B.D., late Fellow of Trinity College, Oxford; Author of a " Harmony of the Gospels, with Reflections, in 8 vols." Second Edition. In 3 vols, small 8vo. 16s. 6d. * # * The Third Volume (on the SAINTS' DAYS and other HOLY DAYS) may be had separately. 5s. 6d. LIV. A Second Edition of the HISTORY of the CHURCH of ENGLAND in the COLONIES and FOREIGN DEPENDENCIES of the BRITISH EMPIRE. By the Rev. JAMES S. M. ANDER- SON, M.A., Preacher of Lincoln's Inn, and Rector of Tormarton. In 3 vols, small 8vo. £1 4s. LV. The WAY of HOLINESS in MARRIED LIFE; a Course of SERMONS preached in Lent in the Parish Church of New Windsor. By HENRY J. ELLISON, A.M., Vicar of Windsor, Prebendary of Lichfield, and Reader to the Queen at Windsor Castle. In small 8vo. 3s. LVI. EVANGELICAL LIFE ? as seen in the EXAMPLE of our LORD JESUS CHRIST. By JOHN JAMES, D.D., Canon of Peterborough, Author of a "Comment on the Collects," and other Works. Second Edition. In 12mo. 7s. 6d. LVII. The Fifth Edition of a MANUAL of the RUDIMENTS of THEOLOGY ; containing an Abridgment of Bp. Tomline's Elements ; an Analysis of Paley's Evidences ; a Summary of Pearson on the Creed ; and a Brief Exposition of the Thirty-nine Articles, chiefly from Burnet; Notices of Jewish Rites and Ceremonies, &c. By the Rev. J. B. SMITH, D.D., formerly of Christ's College, Cambridge; late Head Master of Horncastle Grammar School. In L2mo. 7s. 6d. LVIII. COMFORT for the AFFLICTED. Selected from various Authors. Edited by the Rev. C. E. KENNAWAY. With a Preface by S. WILBERFORCE, D.D., Lord Bishop of Oxford. Eighth Edition. In small 8vo. 55. LX. The CHERRY-STONES; or, the FORCE of CON- SCIENCE: a Tale for Youth. Partly from the MSS. of the Rev. WILLIAM ADAMS, Author of "The Shadow of the Cross," &c. Edited by the Rev. H. C. ADAMS. Fifth Edition. In small 8vo. 3«. 6c?. WORKS PUBLISHED BY MESSRS. RIVINGTON. RECENT PAMPHLETS AND TRACTS. A CHARGE delivered in November, 1858, to the Clergy of the Diocese of London, at his Primary Visitation, by ARCHIBALD CAMPBELL, LORD BISHOP of LONDON. Seventh Edition. In 8vo. 2s. II. The CHARGE of the RIGHT HON. the LORD BISHOP of BATH and WELLS, at his Second Visitation, in April, 1858. In 8vo. Is. III. The CHARGE of JOHN THOMAS, LORD BISHOP of NORWICH, to the Clergy and Churchwardens of the Diocese at his Primary Visitation, 1858. In 8vo. Second Edition. Is. IV. The LAW of CHURCH RATE, and the VOLUNTARY PRINCIPLE ; a CHARGE, delivered to the Clergy of the Archdeaconry of Maidstone, at the Ordinary Visitation, in May, 1858. By BENJAMIN HARRISON, M.A., Archdeacon of Maidstone. In 8vo. Is. v. A CHARGE delivered at his Third Visitation of the Archdeaconry of BUCKINGHAM, in June, 1858. By EDWARD BICKERSTETH, M.A., Archdeacon of Buckingham, and Vicar of Aylesbury. In 8vo. Is. VI. A CHARGE delivered to the Clergy of the Archdeaconry of BARN- STAPLE, at his Visitation, in June, 1858. By JOHN BARTHOLOMEW, M.A., Archdeacon of Barnstaple. In 8vo. Is. VII. GUIDE to the CHURCH SERVICES in LONDON. In 8vo. Is. VIII. TWO SERMONS on CONFESSION, preached in Quebec Chapel. By EDWARD MEYRICK GOULBURN, D.D., Prebendary of St. Paul's, and Chaplain in Ordinary to the Queen In small 8vo. Is. IX. A BRIEF INQUIRY into the LAW of the CHURCH of ENGLAND with respect to PRIVATE CONFESSION. By BENJAMIN SHAW, M.A., late Fellow of Trinity College, Cambridge. Second Edition. In 8vo. Is. X. THEORY and PRACTICE of ABSOLUTION. By E. W. ATTWOOD, B.A., late Curate of St. Leonard's, Shoreditch. In 8vo. Is. XI. The BOOK of CANTICLES ; or, the SONG of SOLOMON, according to the English Version. Revised and explained from the Original Hebrew. In Royal 8vo. Is. XII. SOCRATES. A LECTURE delivered to the Young Men's Christian Association, in Exeter Hall, on Tuesday, November 30, 1858. By EDWARD MEYRICK GOULBURN, D.D. Chaplain in Ordinary to the Queen, and one of the Prebendaries of St. Paul's. In small 8vo. Is. 6d. XIII. SUBSTANCE of a SPEECH respecting EPISCOPAL PATRONAGE in the DIOCESE of DURHAM, delivered in the House of Lords on the Report of the Ecclesiastical Commission Bill. By LORD RAVENS- WORTH. In 8vo. 6d. [Continued, Κ) WORKS PUBLISHED BY MESSRS. RIVINGTON. RECENT PAMPHLETS AND TRACTS (Continued). XIV. CHURCH-RATE REPEAL; a Letter to an Abolitionist. By AGRI- COLA. In 12mo. 6d. xv. THOUGHTS on the CONTROVERSY as to a PLURALITY of WORLDS. By F. W. CRONHELM. In 8vo. Is. XVI. HYMNS and HYMN-BOOKS, with a few words on Anthems : a Letter to the Rev. WILLIAM UPTON RICHARDS, M.A. from WILLIAM JOHN BLEW. In8vo. 3s. 6d. XVII. SHORT PRAYERS for PAROCHIAL SCHOOLS. Compiled for the Practising Schools of the Hockerill Training College. In 12mo. 2d. xviii. PAROCHIAL TAXATION of the CLERGY : the Tithe-Owner's Practical Remedy under the existing Law, corrected to the recent important judg- ment of the Court of Queen's Bench. By J. W. SHERINGHAM, M.A., Vicar of Strood, Rochester. Fourth Edition. In 8vo. Is. XIX. On the ADDITIONAL EVENING SERVICE at WESTMINSTER ABBEY ; being No. LI I. of OCCASIONAL SERMONS, preached on Sunday Evening, March 14, 1858. By CHR. WORDSWORTH, D.D., Canon of Westminster. In 8vo. Is. XX. EDUCATION : a SERMON, Preached at St. Andrew's Church, Rochford, Essex, August 15, 1858. By the Rev. Ε. E. BAYLEE SALISBURY, Curate of Thundersley. In 8vo. Is. XXI. THREE SERMONS preached at the SPECIAL EVENING SERVICES, at St. Margaret's, Westminster, by the Rev. WILLIAM CURETON, D.D., Rector of St. Margaret's ; the Rev. WILLIAM SCOTT, M.A., Incumbent of Christ's Church, Hoxton ; and the Rev. FREDERICK MAURICE, Μ. Α., Chaplain of the Hon. Society of Lincoln's Inn. In 12mo. Is. XXII. TWO SERMONS:— I. The Church of our Fathers ordinarily the Place where Men ought to Worship, after the Example of the Lord Christ, who, as his custom was, went into the Synagogue on the Sabbath Day. II. How Christians ought to Receive Christ Jesus the Lord, and to Walk in Him. By JOHN WOOD WARTER, B.D., Christ Church, Oxford; Vicar of West Tarring, Peculiar of Canterbury, in the Diocese of Chichester. In 12mo. 8d. XXIII. The PRESENCE of CHRIST, as manifested in the GOSPELS, the ACTS of the APOSTLES, the EPISTLES, and the REVELATION; FOUR SERMONS, preached before the University of Oxford. By the Rev. G. A. JACOB, D.D., Upper Grammar Master of Christ's Hospital. In 12mo. 3s. XXIV. The WORD, the WORK, and the PROMISE : a SERMON, preached in Westminster Abbey, on Ascension Day, at the Consecration of the Bishop of Calcutta. By CHARLES JOHN VAUGHAN, D.D., Head Master of Harrow School, and Chaplain in Ordinary to the Queen. In 8vo. Is. RECENTLY PUBLISHED BY MESSRS. RIVINGTON. 11 TRACTS ON CONFIRMATION, THE SACRAMENTS, THE CHURCH CATECHISM, AND OTHER SUBJECTS. The RITE of CONFIRMATION EX- PLAINED. By the Rev. D. J. EYRE, M.A., Sub-Dean of Sarum. or 3s. Gd. per dozen. Fourth Edition. Price 4d. II. QUESTIONS and ANSWERS on CON- FIRVIATION. By W. F. HOOK, D.D., Vicar of Leeds. Seventh Edition. Price 2d., or 15s. per 100. III. A PLAJN CATECHISM before CON- FIRMATION. By the Rev. CHARLES DODG- SON, M.A. Price 2d. IV. On the SACRAMENT of the LORD'S SUPPER. By the PLAIN MAN'S FRIEND. Eighth Edition. Price \d. V. A COMPANION to the LORD'S SUPPER. By the PLATN MAN'S FRIEND. New Edition. Price Sd. bound. VI. The HAPPY COMMUNICANT. By the Rev. JOHN JAMES, D.D., Author of a •' Comment on the Collects." Price 3d. VII. The BENEFIT of the SACRAMENT of the LORD'S SUPPER EXPLAINED. By ED- WARD BURTON, D.D., late Regius Professor of Divinity in the University of Oxford. New Edition. Price 2d., or 15s. per 100. VIII. An ORDER of PREPARATION for the HOLY COMMUNION. By the Rev. Α. Κ. B. GRANVILLE, M.A. InlSmo. Price 6 d. IX. INFANT BAPTISM, and the MODE of ADMINISTERING IT. By R. TWOPENY, B.D. Price 6d. X. PLAIN REMARKS on INFANT BAP- TISM and CONFIRMATION. By W. J. EDGE, M.A. Fourth Edition. Price 3d. ■ XI. The INFANT CHRISTIAN'S FIRST CATECHISM. By Mrs. PARRY, of Barbados. Sixth Edition. Price 3d., or 2s. Gd. per dozen. XII. IT IS WRITTEN; or, the CATE- CHISM TEACHING from SCRIPTURE; a Ma- nual in Question and Answer. By the Rev. C. J. HEATHCOTE, M.A., Incumbent of St. Thomas's, Stamford Hill. Third Edition Price (id., or 5s. per dozen. XIII. QUESTIONS and ANSWERS on CHRISTIAN DOCTRINE and DUTY. By a PARENT. Price 4d., or 3s. Gd. per dozen. XIV. HELP and COMFORT for the SICK POOR. By the Author of "Sickness: its Trials and Blessings." Second Edition. Price Is. XV. PRAYERS for the SICK and DYING. By the SAME AUTHOR. Price 2s. 6d. XVI. INSTRUCTIONS for the RELIEF of the SICK POOR in DISEASES of FREQUENT OCCURRENCE. By the late R. PEARSON, M.D. Third Edition. In 18mo. Price Is. Gd. XVII. The COTTAGER'S PRAYER BOOK. By the late Rev. JAMES BEAN, M.A., Author of " Family Worship." Price Gd. XVIII. The COTTAGE BEE-HIVE. Second Edition. Price 3d., or 2s. Gd. per dozen. XIX. An EXHORTATION to the LORD'S DAY. By the Rev. R. W. EVANS, M.A., Author of ' ' The Rectory of Valehead." Price Is. Gd. XX. DAILY PRAYERS for VILLAGE SCHOOLS. In 18mo. Price Gd., or 5s. per dozen. XXI. The FORM of SOLEMNIZATION of MATRIMONY ILLUSTRATED. By SAMUEL WTX, M.A., F.R.S., Vicar of St. Bartholomew- the- Less. In 18mo. Price Is. Gd. XXII. ADVICE to a PUBLIC SCHOOL BOY. By the Rev. F. POYNDER, M.A. Third Edition. In 18mo. Price Gd. XXIII. The HOLY BIBLE the ONE DE- SIGN of ONE ETERNAL MIND. By the Rev. DAVID LAING, M.A., Incumbent of Trinity, St. Pancras. Third Edition. Price Is. XXIV. BRIEF HISTORY of the BOOK of COMMON PRAYER. By the SAME AUTHOR. Price Is. XXV. An EXPLANATION of DR. WATTS' HYMNS, in Question and Answer. Fourth Edi- tion. Price 8d., or 7s. per dozen. XXVI. SIXTY GEMS from THOMAS A KEM- PIS. Price Gd. 12 RECENTLY PUBLISHED BY MESSRS. RIVINGTON. Becently published, in Eight Volumes, 8vo, price £4 4s., a New and Complete Edition of WORKS AND CORRESPONDENCE OF THE RIGHT HON. EDMUND BURKE. THIS EDITION CONTAINS 1. Mr. BUEKE'S COEBESPONDENCE between the year 1744 and his Decease in 1797, first published from the original MSS. in 1844, edited by Earl Fitzwilliam and Sir Eichard Bourke ; containing numerous Histo- rical and Biographical Notes, and several Original Letters from the leading Statesmen of the period, and forming an Autobiography of this celebrated "Writer. The most interesting portion of the Letters of Mr. Burke to Dr. French Laurence, published from the original MSS. by the late Archbishop of Cashel in 1827, is now incorporated in the COEEESPONDENCE : 2. The WOBKS of Mr. BTJEKE, as edited by his Literary Executors, and completed, by the publication of the 15th and 16th Volumes, in 1826, under the superintendence of the late Bishop of Eochester, Dr. Walker King. "The Writings of that eminent Man, whom posterity will regard as the most eloquent of Orators, and the most profound of the philosophic statesmen of modern times." The late Sir ROBERT PEEL. " The Speeches he made will be the subject of admiration for all succeeding generations." Lord JOHN RUSSELL. " Burke was one of the first thinkers, as well as one of the greatest Orators, of his time. He is without any parallel in any age or country, except perhaps Lord Bacon and Cicero, and his Works contain an ampler store of political and moral wisdom than can be found in any other writer whatever." Sir J. MACKINTOSH. " That great Master of Eloquence, Edmund Burke." Lord MACAULAY. " The compositions of Burke are master-pieces. Who can withstand the fascination and magic of his eloquence ? His imperial fancy has laid all nature under tribute, and has col- lected riches from every scene of the creation and every walk of art. He who can read his Works without pleasure must resign all pretensions to taste and sensibility." ROBERT HALL. " No one can doubt that enlightened men in all ages will hang over the Works of Mr. Burke.— He was a writer of the first class, and excelled in almost every kind of prose com- position. Mr. Fox might well avow, without a compliment, that he had learnt more from him than from all other men and authors." Lord BROUGHAM. * # # This, the only complete Edition now in circulation, includes the whole of the Contents of the former, 'published in 20 Vols. 8vo, at the price of £9 5s. WORKS PUBLISHED BY MESSRS. RIVINGTON. 13 CLASSICAL AND EDUCATIONAL WORKS, BY THE REV. T. KERCHEVER ARNOLD, M.A. LATE RECTOR OF LYNDON. AND FORMERLY FELLOW OF TRINITY COLLEGE, CAMBRIDGE. The Works under the several numbers may be studied at or about the same stage of a pupil's progress. KEYS {supplied to Tutors only) are published to those Works to which f is prefixed. LATIN. 1. f HENRY'S FIRST LATIN BOOK. Thirteenth Edition. 12mo. 3s. The object of this Work (which is founded on the principles of imitation and frequent repetition) is to enable the pupil to do exercises from the first day of his beginning his Accidence. It is recommended by the Oxford Diocesan Board of Education, as a useful work for Middle or Com- mercial Schools; and adopted at the National Society's Training College at Chelsea. 2. f A SECOND LATIN BOOK, and PRACTICAL GRAMMAR. Intended as a Sequel to Henry's First Latin Book. Seventh Edition. 12mo. 4s. f A FIRST VERSE BOOK, Part I.; intended as an easy Introduction to the Latin Hexameter and Pentameter. Sixth Edition. 12rao. 2s. A FIRST VERSE BOOK, Part II. ; containing additional Exercises. Is. 3. HISTORIC ANTIQUE EPITOME, from Cornelius Nepos, Justin, &c. With English Notes, Rulesfor Construing, Questions, Geographical Lists, &c. Sixth Edition. As. A FIRST CLASSICAL AT LAS, containing fifteen Maps, coloured in outline ; intended as a Companion to the Historian Antiquce Epitome. 8vo. Js. 6d. "These Maps are executed with great accuracy, and apparently quite free from that indistinctness and disproportion which are the great fault of all our small maps. We think Mr. Arnold suc- cessful here as always; and he has done his part to render geography, as it should be, an additional inducement for work." — Guardian. OVID.— ECLOGUE OVIDIANvE, with English Notes ; Part I. (from the Elegiac Poems.) Eighth Edition. 12mo. 2s. 6d. Part II. (from the Metamorphoses.) 5s. A PRACTICAL INTRODUCTION to LATJN PROSE COMPOSITION. Part I. Tenth Edition. 8vo. 6s. 6d. This Work is founded on the principles of imitation and frequent repetition. It is at once a Syntax, a Vocabulary, and an Exercise Book ; and considerable attention has been paid to the subject of Synonymes. It is now used at all, or nearly all, the public schools. 4- f CORNELIUS NEPOS, Part I. ; with Critical Questions and Answers, and an imi- tative Exercise on each Chapter. Third Edition. 12mo. 4s. VIRGIL.— The ^ENEID of VIRGIL, with English Notes from Dubner. 12mo. 6s. VIRGIL.-VIRGILII ^ENEIDOS Libri I.— VI. ; Addita est Interpretatio ex Adno- tationibus Heynii,Wunderlichii, Wagneri, Forb'geri,aliorum excerpta. 8vo. 12s. HORACE.— ECLOGUE HORATIAN^E, Pars I. ; CARMINA prope Omnia Continens. Addita est Familiaris Interpretatio ex Adnotationibus Mitscherlichii, Doeringii, Orellii, aliorum excerpta. Second Edition. 12mo. 5s. *** All the objectionable passages are omitted from this Edition. HORACE.— The Works of" HORACE, followed by English Introductions and Notes, abridged and adapted for School use, from the Edition of Fr. Dubner. In one Volume, 12mo. 7s. f A PRACTICAL INTRODUCTION to LATIN VERSE COMPOSITION. Contents: — 1. " Ideas" for Hexameter and Elegiac Verses. 2. Alcaics. 3. Sap- phics. 4. The other Horatian Metres. 5. Appendix of Poetical Phraseology, and Hints on Versification. 8vo. Third Edition. 5s. 6d. GRADUS AD PARNASSUM NOVUS ANTICLEPTICUS ; founded on. Quicherat's Thesaurus Ρ 'oeticus Lingua? Latince. 8vo. 12s. half-bound. "This Work is so superior to an ordinary Gradus as scarcely to come under the same category. The epithets and phrases are equally well chosen and well arranged."— Alherccum. ELLISIAN EXERCISES ; adapted to the " Practical Introduction to Latin Prose Composition." 3s. Gd. The KEY, 3s. 14 WORKS RECENTLY PUBLISHED 5. ECLOGUE HISTORIC^ ; or, Selections from the Roman Historians (Sallust, Livy, Curtius, Tacitus), with Latin Notes. 12mo. 4s. CICERO.— Selections from his ORATIONS, with English Notes, from the best and most recent sources. Contents : — The Fourth Book of the Impeachment of Verres, the Four Speeches against Catiline, and the Speech for the Poet Archias. 12mo. Second Edition. 4s. CICERO, Part II. ; containing Selections from his EPISTLES, arranged in the order of time, with accounts of the Consuls, events of each year, &c. With English Notes from the best Commentators, especially Matthiee. 12mo. 5s. CICERO, Part III. ; containing the TUSCULAN DISPUTATIONS (entire). With English Notes from Tischer, by the Rev. R. B. Paul, M.A. 5s. 6d. CICERO, Part IV. ; containing De FINIBUS MALORUM et BONORUM. (On the Supreme Good.) With a Preface, English Notes, &c, partly from Maclvig and others, by the Rev. James Beaven, D.D., late Professor of Theology in King's College, Toronto. 12mo. 5s. 6d. CICERO, Part V.; containing CATO MAJOR, sive De Senectute Dialogus; with English Notes from Sommerbrodt, by the Rev. Henry Browne, M.A., Canon of Chichester. 12mo. 2s. 6d. TACITUS, Part I. The first Six Books of the ANNALES of TACITUS, ab Excessu Divi Augusti. With English Notes, translated from the German of Dr. Karl Nipperdey, by the Rev. Henry Browne, M.A. 12mo. 6s. Part II. (Books XL— XVI.) 5s. SALLUST.— The HISTORY of the JUGURTHINE WAR, explained by Rudolf Jacobs. The Notes translated by the Rev. Henry Browne, M.A. 12mo. 3s. 6d. + A PRACTICAL INTRODUCTION to LATIN PROSE COMPOSITION, Part II.; containing the Doctrine of LATIN PARTICLES, with Vocabulary, an Antibar- barus, &c. Third Edition. 8vo. 8s. 6. LATIN WORD-BUILDING, with an Etymological Vocabulary; designed for the Third Latin Book ; to which are added, Outlines of Form-Building, and an Appendix of Questions. 12mo. 4s. 6d. f LONGER LATIN EXERCISES, Part I. Second Edition. 8vo. 4s. The object of this Work is to supply boys with an easy collection of short passages, as an Exercise-book for those who have gone once, at least, through the First Part of the Editor's " Practical Introduction to Latin Prose Composition." f LONGER LATIN EXERCISES, Part II. ; containing a Selection of Passages of greater length, in genuine idiomatic English, for Translation into Latin. 8vo. 4s. f MATERIALS for TRANSLATION into LATIN : selected and arranged by Augustus Grotefend. Translated from the German by the Rev. Η. H. Arnold, B.A., with Notes and Excursuses. Third Edition. 8vo. 7s. 6d. A COPIOUS and CRITICAL ENGLISH-LATIN LEXICON, by the Rev. Τ. K. Arnold and the Rev. J, E. Riddle. Fourth Edition. \l. 5s. An ABRIDGMENT of the above Work, for the Use of Schools. By the Rev. J. C. Ebden, late Fellow and Tutor of Trinity Hall, Cambridge. Square 12mo. 10s. 6d. bound. GKEEK. t The FIRST GREEK BOOK ; on the Plan of " Henry's First Latin Book." Third Edition. 12mo. 5s. fThe SECOND GREEK BOOK (on the same Plan) ; containingan Elementary Treatise on the Greek Particles and the Formation of Greek Derivatives. 12mo. 5s. 6d. The THIRD GREEK BOOK, containing Selections from Xenophon's Cyropsedia, with English Notes, and a Vocabulary. 12mo. 3s. Gd. The FOURTH GREEK BOOK, containing Xenophon's Anabasis, Books IV. to VII. , with English Notes. 12mo. 4s. A PRACTICAL INTRODUCTION to GREEK ACCIDENCE. With Easy Exer- cises and Vocabular}'. Sixth Edition. 8vo. 5s. 6d. f A PRACTICAL INTRODUCTION to GREEK PROSE COMPOSITION, Part I. Eighth Edition (reprinted from the Sixth). 8vo. 5s. 6d. *** The object of this Work is to enable the Student, as soon as he can decline and conjugate with tolerable facility, to translate simple sentences after given examples, and with given words; the principles trusted to being principally those of imitation and very frequent repeti- tion. It is at once a Syntax, a Vocabulary, and an Exercise Book. COMPANION to the above.— A PRACTICAL INTRODUCTION to GREEK CON- STRUING. 8vo. 6s. 6d. BY MESSRS. R1VINGT0N. 15 f A PRACTICAL INTRODUCTION to GREEK PROSE COMPOSITION, Part II. (On the PARTICLES.) 8vo. 6s. 6d. A GREEK GRAMMAR ; intended as a sufficient Grammar of Reference for Schools and Colleges. Second Edition. 8vo, half-bound. 10s. 6d. PROFESSOR MADVIG'S SYNTAX of the GREEK LANGUAGE, especially of the Attic Dialect ; Translated by the Rev. Henry Browne, M.A. Together with an Appendix on the Greek Particles, by the Translator. Square 8vo. 8s. 6d. An ELEMENTARY GREEK GRAMMAR. 12mo. 5s. ; or, with Dialects, 6s. Some Account of the GREEK DIALECTS, for the Use of Beginners ; being an Ap- pendix to "An Elementary Greek Grammar." 12mo. Is. 6d. An ELEMENTARY GREEK READER, from the ODYSSEY of HOMER. With Grammatical Introduction, Notes, and Glossary. From the German of Dr. Ahrens, Director of the Lyceum at Hanover. 12mo. 3s. HOMER for Beginners. — The First Three Books of the ILIAD, with English Notes ; forming a sufficient Commentary for young Students. Second Edit. 12mo. 3s. 6d. HOMER.— The ILIAD COMPLETE, with English Notes and Grammatical Refer- ences. In one thick volume, 12mo., half-bound. 12s. In this Edition, the Argument of each Book is divided into short Sections, which are prefixed to those portions of the Text, respectively, which they describe. The Notes (principally from Duhner) are at the foot of each page. At the end of the volume are useful Appendices. HOMER. — The ILIAD, Books I. to IV. ; with a Critical Introduction, and copious English Notes. Second Edition. 12mo. 7s. 6d. HOMER.— A Complete GREEK and ENGLISH LEXICON for the POEMS of HOMER, and the HOMERID^. Translated from the German of Crusius, by Professor Smith. New and Revised Edition. 9s. half bound. XENOPHON'S ANABASIS, explained by Dr. F. K. Hertlein. In Two Parts. (Part II. forming the "Fourth Greek Book.") Translated from the German, with additional Notes and Grammatical References, by the Rev. Henry Browne, M.A. 12mo. 6s. 6d. HERODOTUS.— ECLOGUE HERODOTE^E, Part I. ; from the Text of Schweighseu- ser. With English Notes. 12mo. 3s. 6d. THUCYDIDES, with copious English Notes, especially from Poppo and Kriiger, and Grammatical References. Book the First. 12mo. 5s. 6d. Book the Se- cond. 4s. 6d. DEMOSTHENES, with English Notes from the best and most recent sources, Sauppe, Doberenz, Jacobs, Dissen, Westermann, &c. The OLYNTHI AC ORATIONS. 12mo. Second Edition. 3s. The ORATION on the CROWN. 12mo. 4s. 6d. The PHILIPPIC ORATIONS. 12mo. 4s. .ESCHINES.— SPEECH AGAINST CTESIPHON. 12mo. 4s. The Text is that of Baiter and Sauppe; the Notes are by Professor Champlin, with additional Notes by President Woolsey and the Editor. SOPHOCLES, with English Notes, from Schneidewin. Part I. The AJAX. 3s. "1 „ „_ „ Part II. The PHILOCTETES. 3s./ By theRev • R. B. Paul, m.a. Part III. The CEDIPUS TYRANNUS. 4s. Ί PART IV. The CEDIPUS COLONEUS. 4s. By the Rev. Henry Browne, M.A. Part V. The ANTIGONE. 4s. J EURIPIDES, with English Notes, from Hartung, Dubner, Witzschrl Schone &c The HECUBA. 3s. The HIPPOLYTUS. 3s. TheBACCH^E. 3s. The MEDEA. 3s. The IPHIGEN1A IN TAURIS. 3s. ARISTOPHANES.— ECLOGUE ARISTOPHANIC^E, with English Notes, by Professor Felton. Part I. (The CLOUDS). 12mo. 3s. 6d. Part II. (The BIRDS). 3s. 6d. ' * # * In this Edition the objectionable passages are omitted. CLASSICAL EXAMINATION PAPERS. A Series of 93 Extracts from Greek, Roman, and English Classics, for Translation, with occasional Questions and Notes; each extract on a separate leaf. Price of the whole in a specimen packet, 4s., or 6 copies of any Separate Paper may be had for 3d. A COPIOUS PHRASEOLOGICAL ENGLISH-GREEK LEXICON, founded on a Work prepared by J. W. FRADERSDORFF, Ph. Dr. of the Taylor-Institu- tion, Oxford : revised, enlarged, and improved by HENRY BROWNE Μ A Vicar of Pevensey, and Prebendary of Chichester. 8vo. 21s. *** This work was projected, and a considerable portion of it prepared for the press, by the late Rev. Τ. K. ARNOLD. 16 ARNOLD'S EDUCATIONAL WORKS (Continued). HEBREW. The FIRST HEBREW BOOK; on the Plan of "Henry's First Latin Boole." 12mo. Second Edition. 7s. 6d. " The arrangement is excellent. The addition of English characters is very well calculated to assist the learner, and to incite those who, from the difficulty of reading fluently, are disinclined to become learners." — English Churchman. A KEY to the FIRST HEBREW BOOK. Edited by the Rev. Henry Browne, M.A. 3s. 6d. The SECOND HEBREW BOOK, containing the Book of Genesis ; together with a He- brew Syntax, and a Vocabulary and Grammatical Commentary. 9s. GERMAN. The FIRST GERMAN BOOK ; on the Plan of " Henry's First Latin Book." By the Rev. Τ. K. Arnold and Dr. Fradersdorff. Fourth Edition. 12mo. 5s. 6d. A KEY to the EXERCISES, by Dr. Fradersdorff. 2s. 6d. A READING COMPANION to the FIRST GERMAN BOOK ; containing Extracts from the best Authors, with a Vocabulary and Notes. 12mo. Second Edition. 4s. A HANDBOOK of GERMAN VOCABULARY. 4s. The SECOND GERMAN BOOK ; a Syntax, and Etymological Vocabulary, with copious Reading- Lessons and Exercises. Edited by Dr. Fradersdorff. 6s. Gd. A KEY to the ENGLISH EXERCISES in the above. Is. FRENCH. The FIRST FRENCH BOOK ; on the Plan of " Henry's First Latin Book." Fourth Edition. l2mo. 5s. Gd. A KEY to the EXERCISES, by M. Deltlle. 2s. 6d. A HANDBOOK of FRENCH VOCABULARY r . 4s. Gd. ENGLISH. HENRY'S ENGLISH GRAMMAR; a Manual for Beginners. 12mo. 3s.Gd. SPELLING turned ETYMOLOGY. 12mo. 2*. Gd. The PUPIL'S BOOK, (a Companion to the above.) Is. 3d. LATIN via ENGLISH ; being the Second Part of the above Work. 12mo. 4s. Gd. An ENGLISH GRAMMAR for CLASSICAL SCHOOLS; being a Practical Intro- duction to " English Prose Composition." Fifth Edition. 12mo. 4s. Gd. HANDBOOKS FOR THE CLASSICAL STUDENT (WITH QUESTIONS), under the General Superintendence and Editorship of the Rev. Τ. K. ARNOLD. "The leading characteristic of these Handbooks is their exceeding simplicity, the excellent order ■with which they are arranged, the completeness of their details, and the remarkable accuracy and elaborate erudition which they exhibit in every page." — Dublin Review. I. HANDBOOKS of HISTORY and GEOGRAPHY. From the German of Putz. Translated by the Rev. R. B. Paul. 1. ANCIENT HISTORY. Second Edition. Gs.Gd.} These Works have been already 2. MEDIAEVAL HISTORY. 4s. Gd. ) translated into the Swedish and 3. xMODERN HISTORY. 5s. Gd. ) J>utch languages. II. The ATHENIAN STAGE, from the German of Witzschkl. Translated by the Rev. R. B. Paul. 4i. III. 1. GRECIAN ANTIQUITIES.^ Second Edition. 3s. 6d. \ From the Swedish of Bojesen. Translated from 2. ROMAN ANTIQUITIES. ( Dr • Hoffa's German version by the Rev. R. B. Paul. Second Edition. 3s. 6d. The pupil will receive from these works a correct and tolerably complete picture of Grecian and Roman life: the political portions (the account of the national institutions and their effects) appear to be of great value; while the very moderate extent of each admits of its being tho- roughly mastered— of its being got up and retained. 3. HEBREW ANTIQUITIES. By the Rev. Henry Browne, M.A. 4s. This Work describes the manners and customs of the ancient Hebrews which were common to them with other nations, and the rites and ordinances which distinguished them as the chosen people Israel. IV. HANDBOOKS of SYNONYMES : 1. GREEK SYNONYMES. From the French of Pillon. 6s. Gd. 2. LATIN SYNONYMES, from the German of Doderlein. Translated by the Rev. Η. H. Arnold. Second Edition, is. V. HANDBOOK of GRECIAN MYTHOLOGY. From the German of Professor Stoil by the Rev R B.Paul. (With Outline Engravings of Ancient Statues.) 5s. VI. HANDBOOK of CHRONOLOGY.— ANNALES Veterum REGNORUM et POPULORUM, imprimis Romanorum, confecti a C. T. Zumptio. 5s. The BOY'S ARITHMETIC. By the Rev. CHARLES ARNOLD, M.A., Rector of Tinwell, and late Fellow of Caius College, Cambridge. Part I. Second Edition. 12mo. 3s. 6d. PART II. 3s. Qd. LONDON : RIVINGTONS, WATERLOO PLACE, PALL MALL. tub V, LIBRARY OF CONGRESS 003 037 543 9