ρυς, πλατύς, εύπλατης ; (of
a river) broad-flowing, εύρυρέων,
πλατύρροος ; (of land, cities, ώο.)
εύρύχορος ; (of the sea) εύρύπορος :
broad-backed, εύρύνωτος
Broadness, εύρος, n. πλάτος, η.
Broider, Broidery, see Embroider
Broil, ν εικός, n. θόρυβος, m.
Broil, v. φρίτγω
Broken, κεκλασμένος
Bronchocele, βρογχοκήλη, f.
Bronze, χαλκός, n.
Brooch, περόνη, f. ένετη, f.
Brood, τροφή, f. νεοσσία^.
Brood, v. νοσσεύω : brood over, think
on, πέσσω
Brook, ρέεθρον or ρεΊθρον, n. νάμα, n.
Brook, v. ανέχω, τλάω, υπομένω
Broom, κόρηθρον, n. σάρωθρον, n. σά-
ρος, m.
Broth, ζωμός, m.
Brothel, πορνεΐον, n.
Brother, αδελφός, m. κασίγνητος, m.\
brother-in-law, δαηρ, m. κηδεσ-
της, m.
Brotherly, αδελφός, αδελφικός, δμό-
Brow, οφρυς, f. [σπλα•γχνος
Browse, v. βόσκομαι, νέμομαι
343
BUI
Bruise, ύπώπιον, n.
Bruise, v. θλάω, τρίβω, ύπωπιάζω
Bruised, 'part, θλαστος
Brumal, χειμερινός
Brunt, to bear the, προκινδυνεύω
Brush, κόρηθρον, n.
Brush, v. κορέω, σαίρω ; (touch
slightly) ψαίρω
Brushwood, ϋλη, f.
Brutal, θηριώδης, άγριος
Brutalise, v. εζαγριαίνω, θηριόω
Brutality, θηριότης, f. θηριωδία, f.
αγριότης, f. βαρβαρισμός, m.
Brute, θηρ, m. θηρίον, n.
Brutish, (like a beast) θηριώδης,
κτηνώδης ; (irrational) άλογος,
αναίσθητος
Bubble, πομφό\υξ, f. πέμφιξ, f.
Bubble, v. πομφολύζω, πομφολυγέω,
παφλάζω, ζέω, βράσσω, άναζέω,
αναβλύζω : to make to bubble,
πομφολυγόω
Buck, ελαφος, m.
Bucket, υδρία, f. ύδρείον, n. άντλημα, n.
Buckle, περόνη, f. πόρπη, f.
Buckle, v. πορπάω, εμπορπάω, %
εμπερονάω
Buckler, άσπ\ς, f.
Bucolic, βουκολικός [/.
Bud, βλαστός, m. βλάστημα, n. κάλυξ,
Bud, v. βλσστάνω
Budding, βλάστησις, f.
Budget, θύλακος, m.
Buffalo, βούβαλος, m. [ώπιον, n.
Buffet, κόλαφος, m. πληγή, f. ύπ-
Buffet, v. κολαφίζω, ύπωπιάζω, pa-
πίζω
Buffoon, βωμολόχος, m. γελωτοποιός,
m. μ7μος, m. : to play the buffoon,
βωμολοχεύομαι, yελωτoπoιέω, κω-
μωδολοιχέω
Buffoonery, βωμολόχευμα, n. γ ελωτ ο-
πό ιία, f.
Bug, κόρις, m.
Bugbear, μορμω, /. μορμων, f. μορμο-
λυκεΐον, οι.
Buglehorn, σάλπιγξ, /.
Build, ν. οϊκοδομέω, κτίζω, ανίστημι,
τειχίζω, τεκταίνω, ορθόω, ναίω,
δέμω, κατασκευάζω : to build near,
παροικοδομέω : to build round,
περιοικοδομέω, περιβάλλομαι : to
build in, ένοικοδομέω, εϊσιδρύω : to
build again, ανοικοδομέω : to build
across, διοικοδομέω : to build ships,
ναυπηγέω
Builder, οϊκοδόμος, 7)1. τέκτων, r ni.
αρχιτέκτων, m.
BUI
Building, (an edifice) οικοδόμημα, n.
κτίσμα, n. δώμα, n. κατασκεύασμα,
n. (act of building) οικονομία, f
οικοδόμησις, f: art of building,
τεκτοσύνη, f. η οικοδομική, f.
Built : well built, εύδμητος, εϋκτί-
μενος : new-built, νεόκτιστος, νεό-
δμητος
Bulb, βόλβος, m.
Bulbous, βολβώδης
Bulge, V. ύπερτείνω, προέχω, πρόκει-
μαι, εξανέχω
Bulk, μέγεθος, n. oyKos,m. ττλατντης,/.
Bulky, με -yas, ογκηρος, ένοικος
Bull, ταύρος, m. : belonging to a bull,
τανρειος : like a bull, ταυρηδόν
Bullet, μολνβδϊς, f. μολύβδαινα, f.
Bullion, (silver ^ gold) άpyυρoς, m. χρυ-
σός, m.
Bullition, εψησις, f. ζεσις, f. ανάζε-
Bullock, μόσχος, m. [σις, f.
Bully, v. απειλεω
Bulrush, σχόϊνος, m.
Bulwark, επιτείχισμα, n. ερυμα, n.
προβολή, f. πρόβλημα, n. επαλξις, f.
3ump, (swelling) οίδημα, n. (thump,
bloiu) ράπισμα, n. τύμμα, n.
Bumpkin, α-γροιώτης, m. αγροικος, m.
Bunch, (pad, hump) τύλη, f. (bundle
of herbs, &c.) τροπαλϊς,^. : bunch
of grapes, βοτρυς, m. σταφυλϊς, f.
σταφυλή, f.
Bundle, δέσμη, f. α-γκαλϊς, f. φάκε-
Bung, βύσμα, n. [λος, m.
Bung up, v. βύω
Bungle, ατύχημα, n. [μαι
Bungle, v. παραχορδίζω, άμηχανοποιεο-
Bungler, αυτοσχεδιαστής, m. φλαυ-
ρουρΎος, m. φαυλουρΎος, m.
Bunglingly, adv. απείρως, ατεχνως
Buoy up, V. μετεωρίζω
Buoyant, ελαφρός, κουφός
Burden, φόρτων, οι. φόρτος, m. βάρος,
n. φόρημα, οι. 'άχθος, n, : ship's
burden, yόμoς, on. : beast of bur-
den, ύπoζύyιov, n. : bearing bur-
dens, σκευοφόρος, αχθοφόρος
Burden, v. yεμίζω, φορτίζω, βαρύνω
Burdensome, επαχθής, φορτικός, εμ-
βριθής
Burgess, δημότης, m. πολίτης, on.
Burglar, τοιχωρύχος, m.
Burglary, τοιχωρυχία, f. : to commit
burglary, τοιχωρυχεω
Burial, ταφή, f. τάφος, on. κηδεία, f.
κηδος, n. εκφορά, f.
Burial-place, τάφος, on. ταφή, f.
Buried, τυμβήρης, ύποκατώρυχος '.
344
BUS
buried with, σύνταφος: buried
together, όμόταφος
Burlesque, σκώμμα, n.
Burlesque, yελoΊoς, πα^ν ιώδης
Burlesque, v. σκώπτω, καταγελάω
Burly, παχύς, μεyaλόσωμoς
Burn, καυσαλίς, f.
Burn, v. καίω, κατακαίω, προσκαίω 9
πίμπρημι, εμπίμπρημι, φλ^ω, κατα-
φλ^ω : to burn from below, ύπο-
καίω, ύποπίμπρημι, ύφάπτω : to
burn down, κατακαίω, εκκαίω, κατα-
ψλεγω : to burn through, δια-
καίω : to burn together, συyκaίω,
συγκατακαίω, συμφλ^ω : to burn
around, άμφιδαίω: to burn off,
άποκαίω : to burn before, προκατα-
καίω : to burn or long for, ποθεω,
επιποθεω
Burner, καυτή ρ, on. εμπρηστής, on.
Burning, εμπρησις, f καυσις^.
Burning, φλεyυρbς, φλoyώδης, καυμα-
τώδης, περικαης ; (hot, like caustic)
καυστικός
Burnish, v. λαμπρύνω, λεαίνω, ξεω
Burnisher, λεαντηρ, οη.λαμπρυντης, on.
Burr, λοβός, on.
Burrow, ύπόρυyμa f n. φωλεός, on.
Burrow, v. ύπορύσσω, φωλεύω, τρυπάω
Bursar, ταμίας, m.
Burst, διάρρηξις, f. διεκβολη, f.
Burst, V. ρττγνυμι, καταρρ^νυμι, διαρ-
ρίτγνυμι, άναρρή^νυμι : burst forth,
εξορμάω, απορρέω, άνακοντίζω : to
burst in upon, εμπίπτω, εισπίπτω
Bursting out, άνάρρηξις, f
Burthen, see Burden
Bury, ν» θάπτω, καταθάπτω, κατ-
ορύσσω, περιστέλλω, εκφέρω, άναι-
ρευμαι, καταχώννυμι : to bury with
or near, συνθάπτω, συνκαταθάπτω
Bush, θάμνος, on. βάτος, f.
Bushel, μεδιμνος, on.
Bushy, (of a place, of animals, hair,
&c.) δασύς, λάσιος; (of a plant)
θαμνώδης
Busily, adv. ασχόλως, σπουδαίως
Business, (an affair) π pay μα, n.
ipyov? n. (employment) ασχολία,
f. (an occupation, trade) πρay-
ματεία, f. : to be one's business,
concern, μέλει, μετεστι
Buskin, κόθορνος, on. εμβάτης, m.
Bust, ay άλμα, n. εικών,£
Bustard, ώτϊς, f.
Bustle, ταραχή, f. τύρβη, f. θόρυβος, m.
Bustle, v. επε'ηω, σπεύδω, θοάζω
Busy, περίερyoς, άσχολος, σπουδαίος,
BUT
πολυπρά^γμων : not busy, άπράγ-
μων : a being busy, ασχολία, /.
ποΧυπραΎμοσύντ], f. : to be busy,
ασχολεομαι, σπουδάζω, ττρα'γματζύ-
ομαι : to be over busy, be a busy-
body, πολυπραγμονεα*, nepitpya-
ζομαι, άσχολίαν εχω
But, άλλα, αυτάρ, δε, τε καΐ, άρα,
ήτοι
Butcher, κρεοπώλης, on. άρταμος, m. :
to be a butcher, Kpeovpyeca, κρεω-
κοπεω
Butchery, (slaughter) σφα-γτ], f. φόνος,
m. ; (butcher's shop) κρεωπώλιον, n.
But-end, ουρίαχος, m.
Butt, κάδος, on.
Butt, V. κερατόω, κεροτυπεω [τύρινος
Butter, βούτυρον, οι. : of butter, βου-
Butterfly, ψύχη, /.
Buttermilk, ορρός, on.
Buttocks, yXovrol, m. pi. πυyάi, /. pi.
αφαιρώ ματ a, n.pl.
Button, περόνη,/.
Button, V. πορπάω, περονάω
Buttress, έρεισμα, n. ύπερεισμα, n.
επαλξις, f.
Buy, V. ώνεομαι, ^οράζομαι, πρίαμαι :
to buy up, συνωνεομαι : to buy
besides, προσωνεομαι
Buyer, ayopaarrjs, on. ώνητης, m.
Buying, ώνη, /. εμπολη, f.
Buzz, βόμβος, on. : with a buzz, βομ-
βηδον
Buzz, V. βομβεω
Buzzing, βόμβος, m. βόμβησις, f.
Buzzing, βομβητικος, βομβηεις
By, prep. w. gen. ύπο, προς, ύποί,
μετά, εκ ; w. gen. and ace. δια, πάρα,
προς, μετά; w. ace. κατά.
By, (by the side of) παρασταδ6ν
By and by, μικρω ύστερον, δια χρόνου,
αύτίκα
Byword, παροιμία, /.
α
Cabbage, κράμβη, f.
Cabin, καλύβη, /.
Cabinet, κιβώτιον, n. κίστη, f.
Cable, κάλως, m. πείσμα, n. δεσμός, m.
Cachectical, καχεκτικός
Cachexy, καχεξία, f.
Cackle, ν, κακκαβίζω
Cacodemon, κακοδαίμων, m.
Cactus, κάκτος, f.
Cadaverous, νεκρώδης
Cadence, ρυθμός, m. φθόyyoς i on.
345
CAL
Cadger, παληκάπηλος, on.
Cag, κάδος, on. πίθος, m.
Cage, οικίσκος, in.
Caitiff, κόβαλος, m.
Cajole, V. θελyω, θωπεύω, θεραπεύω
Cajoler, θελκτηρ, m.
Cajolery, θωπεία,/, θεραπεία,/.
Cake, πλακους, m. μάζα, /. φθόϊς, m.
άμυλος, m.
Calamitous, οίκτρος, λευyaλεoς, δυσ-
τυχής, λυyρbς, όϊζυρος, άθλιος
Calamitously, adv. δυστυχώς, οικτρώς,
λευyάλεως, κακώς
Calamity, συμφορά, /. δυστυχία, /.
κακόν, η. άτη, /. πάθημα, η. πημα, η.
Calculate, ν. λoyίζoμaι, άριθμεω, συλ-
λoyίζoμaι, μετρεω
Calculation, λoyισμbς, on. επιλο-
yισμbς, τη. αρίθμησις, /.
Calculator, XoyiaT^, m. αριθμητής, m.
Caldron, λεβης, on.
Calendar, ημερoλόyιov, n. εφημερις, /.
Calender, v. ξύω
Calends, νουμηνία. /.
Calf, μόσχος, c.
Calf-skin, μόσχειον, n. μοσχεη, /.
Calico, βύσσος, /.
Calid, θερμός, καυματηρος
Calidity, Calidness, θέρμη, / θερμό-
της, /. καύμα, n. καυσις, /.
Call, κλησις, /.
Call, ν. καλεω, φωνεω : to call to or
for, summon, προσκαλεω, παρακα-
λεω, επικαλεω, κικλησκω : to call
forth, elicit, εκκαλεω : to call back,
call away or aside, αποκαλεω : to call
or speak to, address, προσφωνεω,
προσεΊπον : to call by name, name,
speak of, προσφωνεω, προσείπον,
προσα^ορεύω, x κικλησκω : to call
back, recal, άνακαλεω : to call on,
encourage, άνακαλεω: to call aloud,
call out, άναβοάω, αναφωνεω : to
call to arms, πapayyελλω : to call
to witness, επιμαρτύρομαι
Called, part, κλητος, επικλητος
Calligraphy, καλληραφία, /.
Calling, κΧησις, /. (employment)
διατριβή, /.
Callosity, τύλος, m. κονδύλωμα, n.
Callous, (hard, knobby) τυλόεις; (in-
sensitive) άvάλyητoς : to make cal-
lous, τυλόω
Callow, cbrrVi άπτερος
Calm, ευδία, /. 7αλήι/77, /. νηνεμία. /
Calm, v. (still, quiet) ηρεμεω, ηρεμ'ιζω,
7αλ7^ιΧω ; (pacify, compose, 0/ the
mind, 0/ anger, &c.) πραύνω, παύω,
CAL
στορεννυμι, σβεννυμι : to become
calm, σβεννυμαι : to be calm or
tranquil, (of the air, sea, weather,
<&C.) εύδιάω, γαληνιάω, γαληνίζω ;
(of water, persons, ac.) καθίσταμαι
Calm, εϋδιος, νήνεμος, γαληνός, γαλη-
vcuos, ήρεμαως; (of the sea) άκυμος,
ακύμων
Calmly, adv. (quietly) ηρέμα, ηρεμαίως,
γαληνώς; (without passion, coolly)
ευκόλως [μία, /.
Calmness, 'γαλήνη, f. ευδία, f. νηνε-
Calorific, καυστικός
Calumniate, v. διαβάλλω, βλασφημεω,
συκοφαντ4ω
Calumniator, συκοφάντης, m. βλάσ-
φημος, m.
Calumnious, συκοφαντικός, διάβολος,
ψίθυρος, βάσκανος
Calumniously, adv. διαβόλως, συκο-
φαντικές
Calumny, διαβολή, f. συκοφαντία, f.
Calyx, κάλυξ, f. [βλασφημία, f.
Cambric, σινδών, f.
Camel, κάμηλος, c.
Camel-driver, καμηλίτης, m.
Camelopard, καμηλοπάρδαλις, f.
Camp, στρατόπεδον, n. σκηνή, f.
(pi.), κλισία, f. (pi.) : to pitch a
camp, στρατοπεδεύω : to shift
camp, μεταστρατοπεδεύομαι
Campaign, στρατεία^. στράτευμα, n.
Can, σκύφος, m. ώ n.
Can, v. δύναμαι, οίος τ' εϊμϊ
Canal, οχετός, m. οχετευμα, n. δι-
ώρυξ, f. διόρυγμα, n. : to conduct
water by a canal, όχετεύω : a con-
ducting by a canal, οχετεία, f.
Cancel, v. καθαιρεω, απαλείφω ; (to
strike or blot out) διαγράφω
Cancer, (tdcer, sore ; crab, sign of the
zodiac) καρκίνος, m.
Cancerous, καρκινώδης, άγριος
Candent, θερμός, φλεγυρός, πύρινος
Candid, (open, frank) απλόος ; (kind)
ευγνώμων ; (pure) καθαρός : to be
candid, απλοί'ζομ,αι
Candidate, αγωνιστής, m. : to be a
candidate, αγωνίζομαι
Candidly, adv. απλώς, αδόλως,
αφελώς
Candle, λύχνος, m. [71.
Candlestick, λυχνουχος, m. λυχνίον
Candour, απλότης^. ευγνωμοσύνη^.
Cane, κάλαμος, m. κάννα, f. νάρθηξ,
m. ράβδος, f : made of cane,
καλάμινος
Cane, v. ραβδίζω
346
CAP
Canine, κύνειος
Canister, κάνεον, n.
Canker, λειχην, m.
Cannibal, ανδροφάγος, m. ανθρωπο-
φάγος, m.
Canoe, σχεδία, f. σκαφίδιον, n.
Canon, κανών, m.
Canonical, κανονικός
Canopy, κωνωπεών, m.
Cant, v. θωπεύω
Cantharides, κανθαρϊς, f.
Canthus, κάνθος, m.
Canticle, μέλος, n. ψαλμός, m.
Canton, δήμος, m. φυλή, f χώρα, f.
Canton, Cantonise, v. διανέμω, δι-
αιρεω: to canton an army, διασκη-
νάω, -εω, -όω
Canvass, τ. μνηστεύομαι, παραγ-
γέλλω, σπουδαρχεω
Canvasser, σπουδάρχης, m.
Canvassing, παραγγελία, f. σπου-
Cap, κυνεη, f. κυνη, f επίκρανον, η.
Cap, ν. επικαλύπτω, περιστεγω
Capability, δύναμις^.
Capable, δυνατός, οΊός τε, ικανός
Capacious, μέγας, ευρύχωρος
Capaciousness, μεγεθος,η.εύρυχωρ ia,f.
Capacitate, ν. Ικανόω
Capacity, (ability) δύναμις, f. (un-
derstanding), νους, m.
Caparison, v. στέλλω, στολίζω, επι-
σκευάζω, σκευάζω, εντύνω
Cape, άκρα, f ακρωτήριον, η.
Caper, (both plant and berry) κάπ-
παρις, f.
Caper, v. σκιρτάω, σκαίρω
Capital, (principal sum, stock) κεφά-
λαιον, η. αρχαία, η. pi. αφορμή, f.
(chief city) άστυ, η. πόλις, /.
(summit of a pillar) επίκρανον, η,
κιόκρανον, η.
Capital, (excellent) εκπρεπης, δόκιμος :
(costing life) κεφαλικός : a capital
crime, αδίκημα φονικόν : a trial
for capital crime, θανάτου δίκη
Capitally : to punish capitally, κε-
φαλικώς κολάζειν : to be punished
capitally, θανάτω ζημιόομαι : to be
prosecuted for a capital crime,
θανάτου κρίνομαι
Capitular, κεφάλαιον, η.
Capitulate, V. δμολογεω, παρίσταμαι,
ενδίδωμι
Capitulation, ομολογία, f.
Caprice, μετάγνωσις, f. φαντασία, f.
Capricious, φανταστικός, παλίμβολος,
μετάβουλος, αβέβαιος
CAP
priciously, adv. αβεβαίως
Capricorn, αηόκερως, m.
Captain, λοχα-γος, m. ταξίαρχος, m.
άρχων, m. (of a ship) τριήραρχος, m. :
to be a captain, Χοχα~γέω, άρχω •
(of a ship) τριηραρχεω
Captaincy, Κοχα-γία, f
Caption, άπayωyη, f. άλωσις, f.
Captious, εριστικός, σοφιστικός
Captiously, adv. οριστικώς, απατηλώς
Captivate, V. τέρπω, θίΧ'γω, αίρεω
Captive, δεσμώτης, m.
Captive, adj. αιχμάλωτος, δοριάλωτος,
δορίληπτος, δορίκτητος : to take
captive, ληίζομαι : to be taken
captive, άλίσκομαι
Captivity, δουλεία, /. αιχμαλωσία, f.
Capture, άλωσις^. ληψί*,/. α'ίρεσις,/
Capture, V. λαμβάνω, αϊχμαλωτεύω :
easily captured, άλώσιμος. αλωτος
Car, άρμα, n. όχημα, n. άμαξα, f.
δίφρος, m. όχος, m.
Carat, κεράτιον, n.
Caravan, όχημα, n. άρμα, n. άμαξα, f.
Carbuncle, άνθραξ, m.
Carcase, σώμα, n. νεκυς, in. ερείπια
Card, v. ξαίνω, κνάπτω [?ι. pl„
Cardamom, καρδάμωμον, n.
Carder, ξάντης, m.
Cardinal, κράτ ιστός, αρχικός
Carding, ξάνσις, f. : trade of card-
ing, η ξαντικη
Care, μέριμνα, f φροντϊς, f. μελέτη, f
επιμέλεια, f. πρόνοια, f. ώρα, f.
μέλημα, Π, σπουδή, f. μερίμνημα, n.
κηδος, n. : without care, ακηίης
Care, ι\ (care for, take care of, attend
to) μελετάω, μελομαι, επιμελέομαι,
επιμελομαι, περιστέλλω, κομίζω ;
(care for, be anxious about) κηδομαι,
φροντίζω ; {take care, be cautious,
beware lest) όράω {μη), προσκοπέω
(μη), φρουρέω, φυλάσσομαι (μη),
προνοεομαι (u-ith gen. or Οτι, όπως,
or μη), σπουδάζω, διαφυλάσσω, επι-
τηδεύω (όπως) : to be a care, object
of thought or anxiety, μελω : one
must care, or take care, μελητεον,
επιμελητεον, φυλακτεον, προνοητεον,
φροντιστεον : one who takes care,
κηδεμων, c. μελεδωνος, C. μεριμ-
Career, δρόμος, m. [νητης, m.
Careful, επιμελής, επιστρεφης, περί-
φραξης, φρόνιμος, ακριβής, σπουδαίος
Carefully, adv. επιμελώς, σπουδαίως,
μεαελημενως, φρονίιστικως
Carefulness, επιτηδευσις, /. σπουδή, /.
επιμέλεια, f.
347
CAR
Careless, άμελης, άφρόντιστος, άλό»
^ιστος, άκηδης, όλ'ηωρος : to be
careless, αμελεω, μεθίημι, αποκηδεω
Carelessly, adv. άμελώς, οληώρως,
άφροντίστως [αεσιφροσύνη, f.
Carelessness, αμέλεια, f. αφυλαξία, f.
Caress, εφαψις, f. ασπασ^α, n. ασπασ-
μός, m.
Caress, V. ασπάζομαι, κορίζομαι
Caresser, εφάπτωρ, m.
Cargo, φόρτος, m. φορτίον, n. yόμoς, m.
Cai'ious, σαπρος
Carmine, φοίνιξ, φοινικόεις, ερυθρός ;
subst. φοίνιξ, m.
Carnage, φόνος, m. σφayη, f.
Carnal, σαρκικός
Carnally, adv. σαρκικώς, πονηρώς
Carnivorous, σaρκoφάyoς, σαρκοβόρος,
κρεoφάyoς : to be carnivorous,
σapκoφayεω, ζωoφayεω
Carol, μολπη, f. άσμα, n. μέλος, n.
Carol, V. άείδω, μελίζω, μέλπω, ύμνεω
Carousal, κώμος, m. συμπόσιον, n.
ευωχία,/.
Carouse, ν. κωμάζω, ευωχεομαι
Carpenter, ξυλoυρybς, m. τεκτων, m.
τεκτονικός, m.
Carpentry, ξυλoυρyίa, f. τεκτονική, f.
Carpet, τάπης, m. ταπϊς, f. δάπις, f.
Carriage, άμαξα, f. ζε^ος, m. άρμα, n. :
of a carriage, α,μαξηρης, αμαξικος
Carriage-builder, aμaξoυpybς, m.
Carriage-road, αμαξιτός, αμαξιτός
οδός
Carrier, φορευς, m. φopτηybς, m.
Carrot, σταφυλΊνος, c.
Carry, v. φέρω, φορεω, οχεω, βαστάζω,
κομίζω : to carry away, αποφέρω,
αποκομίζω, εκφέρω, εκφορεω, απο-
κομίζω, εκκομίζω, αφαιρεω, άπάyω :
to carry back, αναφέρω, κατάγω :
to carry down, καταφέρω : to carry
Out, εκφέρω, αναιρεομαι, εξάyω : to
carry across or over, διακομίζω,
διαφέρω, διαβιβάζω, διαπορθμεύω,
δίάγω : to carry round, περιφέρω,
περιάγω : to carry to, εισφέρω,
προσκομίζω, εισβιβάζω : to carry
up, άναρπάζω, άνακομίζω : to cany
away privily, ύπεκφερω, υπ εκκο-
μίζω : carried off or away, ληϊστος,
ανάρπαστος
Carrying, φορά, f. οχησις, f. άγωγη, /.
κομιδη, f. : carrying away, κατα-
κομιδη, f. άναίρεσις, f. εκκομιδη, f.
άπayωy^], f. εκφορά, f. : carrying
round, περιφορά,/.: carrying over,
διακομιδή, f πapayωyη, f.
CAR
Cart, άμαξα,/, όχημα, n.
Carter, ζενγηλάτης, on.
Carthage, Καρχηδων, f.
Carthaginian, Καρχηδόνιος
Cartilage, χόνδρος, m.
Cartilaginous, χονδρώδης
Carve, v. yXv(pco, κολάπτω, ^κολάπτω,
σμιλεύω ; (carve meat) δαιτρεύω,
κρεανομεω
Carved, σμιλευτός, ^γλυπτός : carved
work, σμίλευμα, n. δαίδαλμα, οι.
Carver, 'γλύπτης, m. 'γλυφευς, m.
Carving, ^λυψη, f.
Cascade, καταρράκτης, on.
Case, (chest) θήκη, f. κάψα, /. κάλυμ-
μα, οι. (condition) κατάστασις, f.
συμβαίνον, n. το συμβάν, τύχη, f.
συμφορά,/, (ingrammar) πτώσις,/.
Case, v. καλύπτω, επικαλύπτω
Cash, αρ•γύριον, n. κέρμα, n. χρήματα,
Qi.pl. [λα£, m.
Cashier, θησαυροφύλαξ, m. χρυσοφύ-
Cask, πίθος, m. κάδος, on.
Casket, κιβώτιον, n.
Casque, πήληξ, f. κόρυς, f.
Cassia, κασία,/.
Cassock, χιτων, on.
Cast, βολή, f.
Cast, v. βάλλω, ρίπτω, "ημι : to cast
away, εκβάλλω, αποβάλλω : to cast
about, περιβάλλω, (of the eyes)
διαφέρω, διαρρίπτω : to cast down,
καταβάλλω, (of the spirits) ταπεινόω,
κατημύω ; to be cast down, (of the
spirits) άδημονεω, καταθυμεω: to cast
up, (of the sea) πτύω, αποπτύω, (cal-
culate) λο*γίζομαι : to cast metal,
χοανεύω : cast, (of metal) χυτός :
cast up or out, εκβλητος
Castanet, κρόταλον, n.
Castigate, v. κολάζω
Castigation, κόλασις, f.
Casting, (of metal) χώνευσις, f. χω-
νεια, f. : casting away, αποβολή, f.
άπόρριψις, f. : casting up, (of ac-
counts) λοΎΐσμος, m.
Castle, φρούριον, n. πύρΎος, m.
Castor, Κάστωρ, m. [νουχίζω
Castrate, V. εκτεμνω, ορχοτομεω, ευ-
Castrater, εύνουχιστής, m.
Castration, εκτομή, f. ευνουχισμός, m.
Casual, τυχών, εντύχων, συμβάς, αυ-
τόματος [τομάτου
Casually, adv. αυτομάτως, εκ του αύ-
Casualty, συμφορά, f. τύχη, f.
Casuist, σοφιστής, m.
Casuistry, σοφιστεία, f.
Cat, αίλουρος, m.
348
CAU
Catalogue, κατάλο^Ός, m.
Catapult, καταπέλτης, m.
Cataract, καταρράκτης, m. (in the eye)
Catarrh, κατάρροος, m. [λεύκωμα, n.
Catarrhal, καταρροϊκος
Catastrophe, καταστροφή, f. συμφορά,
f. αποτυχία, f. ^
Catch, (a song) ξ,σμα, n. φδή, f.
Catch, V. λαμβάνω, περιλαμβάνω, iy-
καταλαμβάνω, μάρπτω ; (to light
upon, meet with, come up to as in a
race) κιχάνω ; {intercept, catch)
ύποτρεχω ; (detect) επιτυyχάvω,
αίρεω ; (ensnare, as game) αίρεω,
θηράω, εκθηράομαι, ατγρεύω ; (catch
in a net) σαγηνεύω : to be caught
(as game), be detected, άλίσκομαι :
easily caught, άλώσιμος, ευάλωτος:
hard to be caught, δυσθήρευτος
Catching, λήψις, f, κατάληψις, f.
ύπayωyή, f.
Catechise, v. κατηχίζω
Catechist, κατηχητής, m.
Categorical, κaτηyopικoς
Category, κατηγορία, /.
Cater, ν. οφωνέω
Caterer, υψώνης, m.
Caterpillar, τρωξ, m. κάμπη,/.
Cathartic, καθαρτικός
Cathedral, καθέδρα,/.
Catholic, καθολικός [θρέμμα, n.
Cattle, βόσκημα, n. πρόβατα, n. pi.
Cavalcade, διελασις, f.
Cavalier, ιππότης, m. ίππευς, m.
Cavalry, 'ίππος, f. το ίππικον, οι ιπ-
πείς, ίππεία, f. : a division of ca-
valry, φυλή, f. : to be a cavalry
soldier, ιππεύω : general of cavalry,
Ίππαρχος, m. : to be a general of
cavalry, ίππαρχεω : commander
of a division of cavalry, φύλαρ-
χος : to be commander of a di-
vision of cavalry, φυλαρχεω .
cavalry engagement, Ιππομαχία, f.
Cave, Cavern, άντρον, n. σπηλαων, οι.
σπεος, οι. αϋλιον, n.
Cavernous, άντρώδης
Cavil, λεπτoλoyίa, f.
Cavil, v. λεπτoλoyεω, φιλονεικεω, ερί-
ζω, άμφιλoyεω
Cavity, κευθος, n. κύτταρος, m. κόλ-
πος, m. yύaλov, n.
Caul, επίπλοον, 01.
Cauldron, λεβης, on.
Caulk, v. πακτόω
Cause, αιτία, f. αίτιον, οι. αρχή, /. ;
(the causing persooi, author) αίτιος,*'
τ έκτων, m. ήyεμωv, m. : in part the
CAU
cause, accomplice, μεταίτιος, συν-
aiTLOs : without cause, ava.iri.os,
μάταιος : for what cause ? δια. ri ;
for this cause, δια. τούτο, διότι,
προς ταύτα
ause, v. (occasion, bring about) τΊ-
θημι. φέρω, τεύχω, φυτεύω; (ivorlc,
effect) πράσσω, ipyάζoμaι, i^epyd-
ζομαι ; (produce) τίκτω, ποιέω,
γεννάω ; (to give, cause, afford)
παρέχω: to cause among, εντίκτ ω,
εμποιέω, εvεpyάζoμaι
auseless, αναίτιος, μάταιος
auselessly, adv. αναιτίως, μάτην,
auseway, ayvia,f. [προς ούδεν
austic, καυστικός
auterise, v. καυτηριάζω, καίω
'autery, καυσις, /.
Caution, πρόνοια, / ευλάβεια, / φυ-
λακή, /. [γβλλω
Caution, V. νουθετέω, παραινέω, παρο^•
Cautious, ευλαβής, φυλακτικός, προ-
νοητικός, πεφυλayμέvoς, πρόνοος :
to be cautious, εύλαβέομαι, εξευλα-
βέομαι, προμηθέομαι, φυλακην εχω
Cautiously, adv. εύλαβώς, διεσκεμ-
μένως [περίσκεψις, /.
Cautiousness, ευλάβεια, /. φυλακή,/.
Caw, ν. κρώζω, επικρώζω
Cawing, κρωyμbς, m.
!Cease, ν. παύομαι, καταπαύομαι, λήγω,
απολύω, λείπω, εκλείπω, απολείπω,
αποτρέπομαι, ανίημι, επέχω, αν έχω,
μεθίσταμαι, λωφάω ; (put a stop to)
παύω, αναπαύω, καταλύω, λήγω
Ceaseless, άπαυστος, συνεχής, μύριος,
ατρυτος, άλληκτος,ανήνυτος, ατέρμων
Ceaselessly, adv. συνεχώς, απαύστως,
εμμενες
Cedar, κέδρος, /. : of cedar, κέδρινος
Cede, ν. αποδίδωμι, εϊκω, λύω
Cefalonia, Κεφαλληνία, /. Ίϊάμος, /.
Ceiling, ορυφη, /. κaτaστέyaσμa, n.
^ στβγη, /.
Celebrate, ν. ^κωμιάζω, υμνέω, άείδω
(contr. αδω), επαινέω, πavηyυpίζω )
διαβοάω
Celebrated, Celebrious, ύμνητός,
ονομαστός, διαβόητος, κλεΊτυς, εύ•
κλεης
Celebration, πavηyυpισμός, m.
Celebrity, εύκλεία, f. ευδοξία, f. κλέος,
n. δόξα, f. κύδος, n.
Celerity, ωκύτης, /. ταχύτης, f.
Celestial, ουράνιος, επουράνιος: the
celestial ones, the gods, ούρανίωνες,
also ούρανίωνες θεοί
Celibacy, αγαμία, /. μοναυλία, /
CER
Cell, αποθήκη, f. κρύπτη, /. (of a
honeycomb) κύτταρο ς, m.
Cellar, οίνων, m.
Cement, χάλί£, c.
Cement, v. κολλάω
Cemetery, τάφη, f. κοιμητηριον, n.
Cenotaph, κενοτάφιον, n.
Γ<
Ιτιμητευω
Censer, θυμιατηριον,
Censor, τιμητής, m. : to be a censor,
Censorious, ψεκτικός, φιλαίτιος, επι-
τιμητικός, ψoyερoς, φιλόψoyoς,
φιλοτώθαστος : to be censorious,
φιλοτωθάζω : censorious person,
φιλεπιτιμητης, m.
Censorship, τιμητεία, /
Censurable, μεμπτός, κατάμεμπτος,
επιμώμητος, έπαίτιος, ψεκτος
Censure, μέμψις, /. αΙτία, /. ψόyoς, m.
Censure, V. μέμφομαι, καταμέμφομαι,
επιμεμφομαι, ψέ*/ω, επιτιμάω, αΐτιά-
ομαι, έπαιτιάομαι, έλέyχω
Censurer, επιτιμητης, m. ψεκτης, m.
Cent, (Lat. centum) εκατόν
Centaur, κένταυρος, m.
Centaury, (a plant) κενταυρϊς, f.
Centenary, εκατοντας, f. εκατοστός, f.
Centennial, εκατονταέτηρος, εκατον-
Centesimal, εκατοστός [ταετης
Centifolious, εκατοντάφυλλος
Centipede, ϊουλος, m.
Central, μεσόμφαλος, μέσος
Centre, ομφαλός, m. μεσομφάλιον, n.
κέντρον, n.
Centuple, εκατονταπλασίων
Centurion, εκατόνταρχος, εκατοντάρ-'
χης, m.\ to be a centurion, εκα-
τονταρχέω
Centurionship, εκατονταρχία, f.
Century, εκατονταετηρϊς, /. : of or
lasting a century, εκατονταετής,
εκατονταέτηρος
Cerastes, κεραστής, m. [τη, f.
Cerate, κηρωτόν, ». κηρωμα, n. κηρω-
Cerberus, Κέρβερος, m.
Cere, v. κηρόω
Cerebellum, πaρεyκεφaλ\ς, /.
Ceremonies, (religious') τελετα\,/.ρΙ.
Ceres, Αημητηρ,/. [τα ιερά, n. yl.
Certain, βέβαιος, σαφής, ασφαλής,
πιστός : certain one, τις, (thing) τι
Certainly, adv. ακριβώς, βεβαίως,
σάφα, σαφώς ; (indeed) μεν, μέντοι,
μην, ή μην
Certainty, βεβαιότης,/. ασφάλεια,/,
ακρίβεια, / σαφήνεια, /.
Certificate, yράμμa, n.
Certify, ν. βεβαιόω, μαρτύρομαι
Cerulean, yλaυ:ώs, κυάνεος
CES
Cessation, άνάπαυσις, /. πανσις, /.
διάλυσις, / ληξις, /.
Cession, άπόδοσις, /. ύποχωρησις, /.
Cestus, κεστός, m. ζώνη,/.
Cetaceous, κητώδη
Chafe, v. (to /ret, be angry) ayavaK-
τεω 9 δυσχεραίνω, χολόομαι ; (make
angry) κνίζω, εξορίνω, δάκνω, χαλε-
παίνω ; (warm by rubbing) θάλπω
Chaff, άχυρον, n. κάρφος, n. : heap of
chaff, άχυρμιά, /. άχυρων, m. :
to eat chaff, άχυροφα.'γΕω : to
strew with chaff, άχυρόω : without
chaff, άναχύρωτος
Chaff-bin, άχυροδόκη, /. ά,χυροθήκη, /.
Chaffer, v. ώνεομαι, άλλάσσομαι, μετ-
Chafferer, έμπορος, m. [αμείβω
Chaffy, άχυρώδης
Chafing-dish, πύραυνον, n.
Chagrin, άχθηδών, m. δυσθυμία, /.
δυσχέρεια, /. ανία, /. δάκνον, n.
άχθος, n.
Chagrin, ν. δάκνω, κνίζω, θυμοβορεω,
άνιάζω : to be chagrined, δυσχε-
ραίνω, βαρέως εχω or φέρω, δυσ-
χερώς εχω
Chain, δεσμός, m., pi. δεσμά, -μοί,
αλυσις, /. πέδη, /
Chain, ν. δεω, δεσμεύω, πεδάω
Chained, δέσμιος, δεσμώτης
Chair, έδρα, /. δίφρος, c θάκος, m.
θρόνος, m. καθέδρα, /
Chairman, (president ο/ an assembly)
πρόεδρος, m. επιστάτης, m. : to be
chairman, επιστατεω, προεδρεύω
Chaise, δίφρος, m. άρμα, n.
Chalice, κύλιξ, m. [γυψοω
Chalk, yύ\f/oς, /. : to chalk over,
Challenge, πρόκλησις, /.
Challenge, v. προκαλεομαι
Chalybeate, χαλυβδικός, χαλυβικός
Chamber, θάλαμος, m. οίκημα, n.
Chamber-pot, άμϊς, /. ούράνη, /. ούρη-
Chameleon, χαμαιλεων, m. [τρϊς, /.
Chamois, δορκάς,/.
Chamomile, χαμαίμηλον, n.
Champ, v. μασάομαι
Champaign, πεδιάς, 'άπεδος, ομαλός
Champignon, μύκης, m.
Champion, πρόμαχος, m. προστάτης,
m. αγωνιστής, m. : to champion,
προμάχομαι
Chance, τύχη, / (a chance, casualty)
σύμβαμα, n. : by chance, adv.
τυχόν, τυχόντως, εκ του αυτομάτου,
αυτομάτως, Trj τύχη, κατά τύχην,
κατά δαίμονα : to have a chance,
κινδυνεύω
350
CHA
Chancel, άδυτον, n.
Chancellor, άρχηραμματεός, m.
Chancre, έλκος, n.
Chandelier, λυχνουχος, m.
Change, μεταβολή, /. άλλαγτ/, /. μετ-
αλλαγή, /. άλλοίωσις, /. ετεροί
ωσις, /. : change of mind, μετά-
'γνωσις, /. μετάνοια, / μεταβουλία, /.
(ο/ /ortune) κίνημα, n. (ο/ the
wind) μετάρροια, /. : small change,
(money) κέρματα, η. pi.
Change, v. (exchange, remove, <£c.)
αμείβω, μεταμείβω, άλλάσσω, μετ-
αλλάσσω, παραλλάσσω, ανταλ-
λάσσω; (alter) μεθίστημι, μετα-
τίθημι, άλλΰΐόω, μετακινεω, μετα-
σκευάζω, μεταβάλλω, στρέφω,
μεταστρέφω ; (to change in /orm,
mind, opinion; also, 0/ condition,
circumstances, political changes,
&C.) μεταπίπτω, εκπίπτω, ετε-
ροιόομαι, μεταβαίνω : to change
one's mind, μετανοεω, μεταμελο-
μαι, μετα^υγνώσκω, μεταβάλλομαι,
μεταδοξάζω, ά^χίστροφα βουλεύο-
μαι, εξίσταμαι : to change money,
διακερματίζω, χρυσωνεω : to change
one's course, μετά^ω : to change
one's abode, μετοικεω
Changeable, ά-γχίστροφος, μετάβολος,
μεταβλητός, ευμετάβολος, αϊόλος,
ποικίλος, μετάτροπος : changeable
in mind, μετάβουλος, μεταμελη-
τικός
Changed, μεταλλακτός, διάστροφος
Changeling, υποβολιμαίος, m.
Channel, οχετός, m. αυλών, m.
Chant, μολπη, /.
Chant, ν. άείδω, αδω, υμνεω
Chanticleer, άλεκτρυών, m. αλέκτωρ,
Chaos, χάος, n. [?λ.
Chap, (crack in the hand) χειράς, /. :
to have chapped hands, χειριάω :
with chapped feet, χειροπόδης ;
(jaiu) *γένυς,/.
Chapel, ναίδιον, n. ναός, m. [μα, n.
Chaplet, στεφος, n. στεφάνη, /. στεμ-
Chapman, κάπηλος, m. ώνητης, m.
Chapter, κεφαλϊς, /.
Character, (mark, stamp, letter, cha-
racter 0/ a person or thing, cha-
racteristic, style 0/ an author)
χαρακτηρ, m. (letter) σήμα, n.
(nature, disposition) ήθος, n. τρό-
πος, m. op -γη, /. φυη, /. (reputa-
tion) δόξα, /. φήμη, / φάτις, /,
άκοη, / : good character, ευδοξία,
f. : bad character, κακοδοξία, /.
CHA
Characterise, v. χαρακτηρίζω
Characteristic, χαρακτηρ, m.
Characteristic, χαρακτηριστικά
Charcoal, άνθραξ, m. ανθρακία, f. : to
make charcoal, ανθρακΕύω
Charge, (expense, cost) τιμή, f. cbvos,
m. (trust, charge to overlook, office)
Επίστασις, /. (command) παράγ-
γΕλμα, n, έπίταγμα, n. (attack,
onset) δρόμος, m. έμβολη, f. (an
accusation) .κατηγορία, f. κατηγό-
ρημα, n. Εγκλημα, n. γραφή, f.
(thing committed to one's care)
φρούρημα, n. : to have the charge
of, έπιστατέω : who has the
charge of, επιστάτης, m, Επίσκο-
πος, m,
Charge, v. (entrust) επιτρέπω, ύπςρ-
τίθημι ; (command, enjoin) Εντέλ-
λομαι, 4πιτέλλω, προστάσσω, παρ-
αγγέλλω ; (accuse) κατηγορέω,
4γκαλέω; (make an attack on)
Επιτρέχω, ΕπΕΐμι 9 Εφορμάω, Εμ-
βάλλω, έλαύνω : to charge (as the
price or worth), τιμάω, απΕμπολάω
Chargeable, (blameable) αίτιος, έπι-
μΕμφης ; (expensive) δαπανηρός, πο-
λυτΕλης
Charger, (horse) 'ίππος, m. (large
dish) πίναξ, m. λοπάς, f.
Charily, adv. ακριβώς
Chariness, ακρίβΕΐα, f. προμηθία, f.
Chariot, άρμα, n. όχημα, n. δίφρος,
m. οχος, m.: covered \ chariot,
λαμπηνη, f. : four-horsed chariot,
τΕτραορία, f. : two-horsed chariot,
συνωρϊς, f. : of a chariot, αρμά-
τΕίος, αρματοΕίς : of a four-horsed
chariot, τΕτράορος, τέτρωρος : hav-
ing a beautiful chariot, Ευάρματος,
καλλίδιφρος: having a swift cha-
riot, ριμφάρματος : to drive a
chariot, αρματηλατέω, διφρηλατέω,
αρματΕυω : chariot-driving, αρμα-
τηλασία, f. διφρΕία, f.
Charioteer, ηνίοχος, m. αρματηλάτης,
m. διφρηλάτης, m. ύφηνίοχος, m.
ηνιοστρόφος, m. : to be a cha-
rioteer, ηνιοχέω, ηνιοστροφέω :
chariot-builder, αρματοπηγος, m.
αμαξουργος, m.\ chariot's track,
! αρματροχία, f. αματροχία, f
■ Charitable, (benevolent, liberal,
making allowance) φιλάνθρωπος,
4πι*ικης ; (merciful, compassion-
ate) ΕλΕημων, έλΕημονικος
Charitably, adv. ΕλΕτιμόνως, φίλο-
φρόνως, φιλανθρώπως, evuep&s
351
CHE
Charity, (benevolence, humanity, cle-
mency, liberality) φιλανθρωπία, f
Ευγνωμοσύνη, f. (alms) έλΕημο-
σννη, f.
Charlatan, αγύρτης, m.
Charles's Wain, άρκτος, f. άμαξα, f
Charm, φίλτρον, n. θΕλκτηριον, n.
έπαοϊδη, contr. Επωδή, f. φάρμακον,
n. θέλγητρον, n. κηλημα, n.
Charm, v. (appease, delight) θέλγω,
κηλέω; (bewitch, use charms) έπ-
αΕίδω, contr. 4παδω, φαρμακΕνω : to
charm away, έξΕπάδω [κηλητης, m.
Charmer, θΕλκτηρ, m. θέλκτωρ, m.
Charming, θΕλκτηριος, κηλητηριος,
Επωδός; (pleasing, delightful) χα-
Chart, πίναξ, m. χάρτης, m. [piEis
Chary, ακριβής
Chase, δίωξις, f. (hunting) θήρα, f.
Chase, v. διώκω, θηράω; (carve, en-
grave) γλύφω, έντέμνω, χαράσσω
Chasm, χάσμα, n.
Chaste, αγνός, καθαρός, παρθένΕίος
Chastely, adv. αγνώς, καθαρώς
Chasten, ν. σωφρονίζω, παιδΕυω
Chastise, ν. κολάζω, ιθύνω
Chastisement, κόλασις^. κόλασμα, n.
Chastiser, Ευθυνος, m. Ευθυντηρ, m.
παιδΕυτης, m.
Chastity, αγνΕΐα, f. παρθΕνία, f.
Chat, λαλιά, f. στώμυλμα, n.
Chat, v. στωμύλλομαι, λαλέω, κωτίλλω
Chattel, κτήμα, n. ουσία, f. χρήματα,
n.pl.
Chatter, v. λαλέω, στωμύλλομαι, κω-
τίλλω [λία, f.
Chattering, παγγλωσσία, f. στωμυ-
Chattering, adj. λάβρος, κωτίλος, λά-
λος, λάλιος, λαλητικος, στωμύλος,
τανύγλωσσος, αθυρόστομος [n. pi.
Chawdron, ίντΕρα, η. pi. σπλάγχνα,
Cheap, ΕυτΕλης, Ευωνος [προίκα
Cheaply, adv. ΕυτΕλώς, μικρού, αντί-
Cheapness, ΕυτέλΕΐα, /. Ευωνία, /.
Cheat, (rogue) φηλητης, m. απατΕων,
m. αποστΕρητης, m. (juggler, impos-
tor) γόης, m. φέναξ, m. (deceiver)
ηπΕροπΕυτης, νι. (a trick, deceit)
φηλωμα, n. φΕνάκισμα, n.
Cheat, v. ψΕνακίζω, αποστΕρέω, παρα-
κόπτω, φηλόω, παρακρούω : to help
to cheat, συναποστΕρέω : to be
cheated, θάλπομαι
Check, κώλυμα, n. Εμπόδισμα, n.
Εμπόδιον, n.
Check, v. έφίστημι, έρύκω, Εργω, Att.
ΕΪργω, Εχω, επέχω, ίσχω, καταπαύω,
κωλύω, καταλαμβάνω
CHE
Checker, Chequer, v. ποικίλλω
Cheek, παρειά,/, παρηϊον, η. πχρηϊς, f
γενεών, n. γενειάδες, /. pi. : rosy
cheek, ροδόμηλον, n. : with ros}*-
cheeks, μηλοπάρεως : with beau-
tiful cheeks, καλλιπάρηος, εύπάρειος
Cheek-pieces, (of a helmet or of a
horse's harness) φάλαρα, n. pi. πα-
ρηϊον, n. μετωπον, 71.
Cheer, (an encouragement) εγκελευ-
σμα, n. παρακελευσμα, n. (good
cheer, festivity) ευφροσύνη, f.
Cheer, v. {make cheerful) φαιδρύνω,
Ια'ινω, εύθυμεω; (incite, urge on)
θαρσύνω, παραθαρσύνω, κελεύω,
παρακελεύομαι, διακελεύομαι, παρα-
κάλεω, παραγγέλλω : to cheer up,
take courage, θαρσεω
Cheerful, εύθυμος, ίλαρος, φαιδρός,
'ίλαος : of cheerful countenance,
φαιδρωπος : to be cheerful, φαιδρό-
ομαι, εύθυμεω, φιλοφρονεομαι
Cheerfully, adv. φαιδρώς, Ιλαρώς,
αγαπητούς
Cheerfulness, ευθυμία, f. φαιδρότης,/
Cheering, παραμυθητικός, παρακελευ-
στικος
Cheering, παρακελευσις, f. παράκλη-
Cheerless, άχαρις, δύσχιμος [σις, /.
Cheerly, Cheery, Ιλαρός, φαιδρός,
ευτράπελος, τερπνός
Cheese, τυpbς, m. : new cheese, τρο-
φαλ\ς, f. τροφαλιον, n. : small
cheese, τυρίδιον, n. τυρίσκος, m. :
of cheese, cheesy, τυρόεις : to
make cheese, τυρεύω, τυρεω : to
make into cheese, τυρόω : the
making of cheese, τυρεία, f. τύ-
ρευσις,/
Cheese-basket, τυροβόλιον, n.
Cheese-cake, τυρακίνης, m. τυροκόσ-
κινον, n.
Cheesemonger, τυροπώλης, m. : to
sell cheese, τυροπωλεω
Cheese-scraper, τυρόκνηστις, f.
Chemistry, χημεία, f. χημευτικη, f.
χυμικη, f.
Cherish, v. τρέφω, θάλπω, ατιτάλλω
ποιμαίνω, πορσαίνω ; (of the feelings,
as anger, desire) φυλάσσω, τίθεμαι,
νέμω
Cherisher, τροφευς, m.
Cherry, κεράσιον, n.
Cherry-tree, κέρασος, f.
Chervil, σκάνδιξ^.
Chesnut, see Chestnut
Chess, πεσσός, m. : game at chess,
πεσσεία, /. πεσσευμα, n. : to play
CHI
at chess, πεσσεύω : chess-player,
πεσσευτης, m.
Chess-board, πεσσον, n. α/3α£, m.
Chess-men, πεσσοί, m. pi. πεσσεύ-
ματα, n. pi.
Chest, (box) κίστη, f. κιστις, f. λάρ-
va\,f. κιβωτός, f. κιβώτιον, n. θήκη,
f. κυψέλη, f. (chest of a man)
στερνον, n. στήθος, n. : broad-
chested, εύρύστερνος : deep-chested,
βαθύστερνος : narrow-chested, βα-
ρντονος [βοϊκον
Chestnut, κάστανα, n. pi. κάρυον Εύ-
Chestnut, (colour) adj. ξανθός
Chevalier, Ιππευς, m. Ιπποβάτης, m.
Cheveril, εριφος, m. ερίφιον, n.
Chew, v. μασάομαι, άναμασάομαι : to
chew the cud, μηρυκάομαι, μηρυ-
κάζω [σων, n.
Chicken, Chick, νεοσσός, m. νεόσ-
Chide, V. μέμφομαι, επιμεμφομαι
Chiding, μεμφις, f. κατάμεμψις, f.
μομφτ), f.
Chief, 'άρχων, m. προστάτης, m. άρισ-
τευς, m. κάρανος, m. αρχετης, m.
ταγός, m.; pi. τα, πρώτα, oi κορυ-
φαίοι
Chief, adj. πρώτος, κράτιστος, κεφα-
λαίος, άκρος, ύψιστος, αρχικός: to
be chief, προίσταμαι, προέχω : to
be chief among, περίειμι
Chiefly, adv. μάλιστα, μεγιστον
Chief-priest, αρχιερεύς, m.
Chieftain, κάρανος, m.
Chilblain, χείμετλον, n. χίμετλον, n. :
to have chilblains, χιμετλιάω
Child, πα7ς, c. τεκνον, n. βρέφος, n.
τεκος, n. νεοσσός, m. : a little
child, παίδαρων, n. παιδίον, n. : of
or belonging to children, παίδειος,
παιδικός : to beget children, τεκ-
νόω, τεκνοποιεω : begetting chil-
dren, τεκνοποώς: the begetting
of children, τεκνοποιία, f. παιδο-
ποάα, f. : abundance of children,
ευγονία, f. πολυπαιδία, f. : having
good children, εύτεκνος, εΰπαις :
the having good children, ςύπαιδία,
f. εύτεκνία,^: having many chil-
dren, πολύτεκνος : fond of chil-
dren, φιλόπαις, φιλότεκνος
Childbed, Childbirth, λοχεία, f. τό-
κος, m. ώδίί,/. λόχος, m. γονή,/ : of
or belonging to childbirth, λό-
χιος, λοχεως, λεχώ'ώς : to be in
childbed, ώδίνω : woman in child-
bed, λεχώ, f. λεχωϊς, f
Childhood, παιδεία, f. νηπιότης, /. :
CHI
from childhood, εκ ncuSbs, εκ ρεας,
εκ yaarpbs
Childish, ρηπιος, παιδικός, παίδειος :
to be childish, ρηπιάχω
Childishness, ρηπιότης, f.
Childless, ατεκρος, άπαις, άτοκος
Childlessness, απαξία, /.
Childlike, ρηπιώδης [/. plyos, n.
Chill, κρυμός, m. κρύος, n. ψυχρότης,
Chill, v. ψύχω, περιψύχω; (esp. of
fear or grief) παχνόω : to be
chilly, pLjoa) : to get a chill, μετά-
φρίσσω
Chill, Chilling, {esp. of the feelings,
of fear, war, &c.) Kpvepbs, κρυόεις,
δκρυόεις ; (cold) ψυχρός, piyios
Chilliness, Chillness, (of the air)
κρύος, n. κρυμός, m. (of the body)
κρυμύς, m.
Chilly, κρυμαλεος
Chimsera, χίμαιρα, f.
Chime : to chime in with, v. προσάδω
Chimerical, πλασματώδης, μυθώοης,
πλαστά [μερως
Chimerically, adv. πλαστώς, πεπλασ-
Chimney, καπροδόχη, f. κάπρη, f.
Chimney-board, τηλια, /. [οπή, /.
Chin, yevos, f. yeveiov, n. ανθερεωρ, m.
Chine, ρώτος, m. νώτα, n.pl.
Chink, χάσμα, n. κλειθρία, f. : full of
chinks, κλειθριώδης [ζω, ηχεω
Chink, ν, (jingle like money) κωδωρί-
Chinky, κλειθριώδης
Chip, Chipping, κάρφος, n. απόκομμα,
n. απόκρισμα, n.
Chip, v. αποκόπτω, αποτεμρω
Chiromancer, χειρομάντη, c.
Chiromancy, χειρομαντεία, f.
; Chirp, Chirrup, v. πιππίζω, τερετίζω,
λaλayεω, λαλεω
Ι Chirruping, τερέτισμα, n.
• Chirurgeon, χειρoυρybs, m.
Chirurgical, χειρoυpyικbs
t Chisel, TOpvos, in. σμίλη., f. yXfyapov,
n. y\apls, f.
Chit-chat, λαλιά, f. κωτιλια, /.
Chivalrous, ιππικός, yεvva'ιos
Chivalry, ίππεία, f. oi ιππε7ς
Choice, εξαίρετος, επίλεκτος, εκλεκ^ς,
εκκριτος [λεξίί, /.
Choice, α'ίρεσις, f. επίλογε, /. επί-
\ Choir, χόρος, m.
Choke, ν. πρ'^ω, αποπν'^ω, ατ/χω
Choked, πρικ^bς, πρηώδης
Choking, πρημύς, m. πρΊτγος, η.
Trp7£ts,f. πρ\ξ, /. o.yx6py\,f.
Choking, (both of throttling and, heat)
irpiyr)pbs % πρηόεις, πρηώδης
353
CHU
Choler, χολή, f. χόλος, m.
Choleric, 6ρyίλoς,χoλερικbς, οξύθυμος
Choose, V. εξαιρεω, αίρεομαι, e/cAeyw,
διαλύω, επιλύω, άττολεγω, κατα-
λύω, άποκρίρω, εκκρίρω : to choose
by lot, αποκληρόω : to choose be-
tween two persons or things by
show of hands, or open vote,
διαχειροτορεω ; (deem right to do)
άξιόω, δικαιόω
Chop, τεμαχος, n.
Chop, v. κόπτω, πελεκίζω : to chop off,
αποτεμρω
Chopper, κοπ\ς, f. πελεκυς, m.
Choral, χορικύς : choral song, χορ-
ωδία, f. : choral dance, χόρευμα, n. :
choral dancer, χορευτής, m.
Chord, χορδή, f.
Chorography, χωρoyρaφίa, f.
Chorus, χopbς, m. : to dance a round
or choral dance, dance in the
chorus, χορεύω : leader of the
chorus, χορηγέ, m. : to lead a
chorus, χορ^εω
Chosen, αίρεις, εξαίρετος, λεκτος ί
άπόλεκτος, εκλεκτός, εκκριτος
Chough, κορώρη, f.
Chrism, χρίσμα, n.
Christ, Χρίστος, m.
Christen, v. βαπτίζω
Christening, βάπτισμα, n.
Christian, χριστιavbς, m. : to be a
christian, χριστιαρίζω
Christian, adj. χριστιαρικος : like a
christian, χριστιαρικώς
Christianity, χριστιανισμός, m.
Christmas, τα yεpεθλιa του Κυρίου
Chromatic, χρωματικός
Chronic, χρόνιος
Chronicle, λόyoς, m. χρορικα, n. pi.
Chronicle, V. άpaypάφω, διαμρημορεύω
Chronicler, χpopoyράφoς, m.
Chronicles, χρονικά, n. pi. ιστορία, f.
Chronologer, χpopoλόyoς, m.
Chronological, χρopoλoyικbs
Chronology, χρopoλoyίa, f.
Chrysalis, χρυσαλλίς, f.
Chrysanthemum, χρυσάνθεμορ, π.
Chrysolite, χρυσόλιθος, f.
Chubbed, (stupid) αρα'ισθητος, αρόητος
Chuckle, v. καχάζω
Chump, στέλεχος, n.
Church, εκκλησία, f.
Churl, (a rustic) ^ρότης, m. aypw,
m. (niggard) Ιξος, m. yλίσχρωp,
m, φειδωλbς, m.
Churlish, (rude, uncultivated, harsh)
^7pics, aypoinos'j {avaricious, nig*
CHU
gardly) ανελεύθερος, γλισχρος, φει-
hooXbs
Churlishly, adv. άγροίκως
Churlishness, {rudeness, boorislmess)
αγροικία, / {stinginess) ανελευ-
θερία, / γλισχρότης^ /
Chyle, xvAbs, m.
Cicatrice, ουλή, /. ώτειλη, /
Cicatrised, ύπουλος
Cider, μηλίτης οίνος
Cincture, ζώνη, / ζωστηρ, m.
Cinder, τέφρα, f.
Cinerous, τεφρώδης
Cinnabar, κιννάβαρι, n.
Cinnamon, κιννάμωμον, n.
Cinquefoil, πεντάφυλλον, ».
Cion, κλάδος, m. κλαδίον,η.
Cipher, ψήφος, /.
Cipher, v. άριθμέω
Ciphering, αριθμητική,/, αριθμίς, m.
Circle, κύκλος, m. κύκλα, n. pi. : in a
circle, adv. κυκληδον, κυκλικώς,
κυκλόσε
Circle, v. {to encircle, move in a circle)
κυκλέω, κυκλόω, κυκλεύω, κυκλο-
φορέομαι ; {to form into a circle)
κυκλόω, κυκλοποιέω [περίοδος, /
Circuit, περιβολή, / περίβολος, m.
Circuit, v. κυκλέω, κυκλόω
Circuitous, κυκλοφορητικος
Circular, κύκλιος, κυκλικός, κυκλόει$,
κυκλοειδης : any circular body or
motion, κύκλος, m. : circular mo-
tion, κυκλοφορία, /
Circulate, v. περιρρέω
Circulation, περίβροος, m. περίβροη, /
Circumambulate, v. περιέρχομαι, άμφι-
βαίνω, περιβαίνω
Circumcise, ν. περιτέμνω
Circumcision, περιτομη, f.
Circumference, περιβολή, f. περι-
φέρεια, f. περίμετρον, n.
Circumflex, περισπωμένη, f. [ros
Circumfluent, Circumfluous, περίβρυ-
Circumfuse, v. άμφιχέω, περιχέω
Circumjacent, κυκλάς,/βιη.πρόσχωρος,
πρόσορος [^e£is, /•
Circumlocution, περίφρασις, f. περί-
Circumnavigate, v. περιπλέω
Circumnavigation, περίπλοος, m.
Circumscribe, v. περιγράφω, ορίζω,
Circumscribed, περί-γραπτος [διορίζω
Circumscription, περιγραφή, f. ορισ-
μός, m. διορισμός. m%
Circum-pect, ευλαβής, πρόνοος, προ-
νοητικός, περίσκεπτος : to be cir-
cumspect, εύλαβέομαι, προνοέω,
περισκοπέω
354
CLA
Circumspection, ευλάβεια, f. πρόνοια,
/ φυλακή, f. περίσκεψις, /
Circumspective, πρόνοος, επιμελής
Circumspectly, adv. περιεσκεμμένως,
πεφυλαγμένως, εύλαβώς
Circumstance, {event, fact) πράγμα,
n. {incident, chance) συμφορά, /
rb πίπτον : a person's circum-
stances, περίστασις,/ τα υπάρχοντα,
τά πράγματα : under the circum-
stances, εκ των υπαρχόντων or
ενόντων
Circumstanced, κείμενος [βης
Circumstantial, ((minute, exact) άκρι-
Circumstantiate, v. (to describe
exactly) άκριβολογέομαι, άκριβόω
Circumvallatioi), περιτείχισις, f. περι-
τειχισμος, m. αποτείχισμα, n.
Circumveut, V. περιέρχομαι, περι-
τρέχω, καταπολιτεύομαι [λος, m.
Circumvention, παράκρουσις, f. δό-
Circumvolution, περιφορά, f. περι-
στροφή,/
Circus, στάδιον. n. άγων, m.
Cistern, δεξαμενή, f. λάκκος, m.
Cistus, κίστος, m.
Citadel, ακρόπολις, f. άκρα,/.
Cital, Citation, κλησις, f. πρόσκλη-
σις, f. έγκλημα, n.
Cite, v. άνακαλέω, προσκαλέομαι, παρα-
καλάω, κλητεύω, άνίσταμαι
Citizen, πολίτης, m. πολίτις, f. πολιη-
της, m. άστδ$, m. άστίτης, m. άστη 9
/. : fellow-citizen, δημότης, m. συμ-
πολίτης, m.: to be a citizen, πολι-
τεύω, εμπολιτεύομαι : to be a fel-
low-citizen, συμπολιτεύομαι : the
rights of a citizen, πολιτεία,/
City, πόλις, f. άστυ, n. πόλισμα,
n. : mother city, capital, μητρό-
πολις, f. : great city, μεγαλόπολις ;
of a city, αστικός
Citron, κίτρον, n.
Citron tive, κιτρέα, f.
Civil, {relating to the state) πολιτι-
κός, άστί /cbs ; {intestine, of war,
discord, dsc) εμφύλιος, επιδημιος ;
. (polite) αστείος, ευμενής, εύχαρις
Civil lse y V. ημερόω, καταπραύνω, τιθασ-
σεύω
Civility, άστειότης, / ευμένεια, /.
Tb εϋχαρι: civilities {kindnesses),
τα χρηστά
Civilly, adv. χαριέντω^, ευμενώς
Clack, κτύπος, m. κόναβυς, m. ψό-
φος, m.
Clack, ν. κτυπέω, κοναβέω, ψοφέω;
(oj tlie tony at) στωμύλλω
CLA
Claim, αίτησις, f. αξίωσις, f hni-
ληψις^.
Claim, V. προσποιεομαι, αξιόω, αιτεω,
αντιλαμβάνομαι, αντέχομαι
Clammy, ιξώδης, υπό-)'λισχρος
Clamorous, κρακτικός, θορυβητικός,
περιβόητος, κραυγαστικός
Clamour, βοη, f κραυγή, f ϊαχη, /.
θόρυβος, πι. : to raise a clamour,
θορυβεω
Clamour, v. κράζω, άνακράζω, βοάω,
αϋτεω, ιάχω
Clan, φράτρα, f. φυλον, n.: clans-
man, φράτηρ, m. : chief of a
clan, φρατρίαρχος, πι.
Clancuiar, κρυπτός, κρύφιος, κρυ-
φαΊος, λαθραίος
Clandestine, κρυφαΊος, κρυπτός, κρύ-
φιος, λαθραίος, σκότιος
Clandestinely, adv. κρύβδην, κρυφτ},
κρυφηδόν, λάθρα, λαθραίως, κλοπή
Clan.ir, Clangour, κλαγγη, /. καναχη,
f. κόναβος, m.
Clan?, ν. κλάζω, κροτεω, κοναβεω,
καναχεω [τος, m.
Clauk, κλαγγη, /• ψόφος, πι. κρό-
Clankj-y. κλάζω, ψοφάω, κροτεω
Clap, κρότος, m. ψόφος, m. κτύπος,
πι. : clap of thunder, βρόντημα, n.
Clap, V. κροτεω, συγκροτεω, επικρο-
τεω, συγκρούω
Clapper, κρόταλον, η.
Clapping, κρότος, m. πλατάγημα, η.
Clarion, σάλπιγξ, /.
Clash, (a clatter, noise, as of
arms, &c.) κόμπος, πι. κτύπος, πι.
πατάγημα, n.
Clash, v. (to clatter, make a noise)
κομπεω, παταγεω, καναχεω; {to
bring or come into collision) συγ-
κρούω, κατακρούω, αράσσω ; (to be
op/>osed, disagree) εναντιόομαι,
διαφωνεω, δϊ'ισταμαι
Clashing, {clattering, din) πάταγος,
πι. κόναβος, m. αραγμός, m.
{striking together, collision) σύγ-
κρουσις, f.
Clasp, περόνη,/, πόρπη, f.
Clasp, v. (buckle) περονάω, πορπάω,
εμπορπάω ; (to grasp, embrace)
μάρπτω, διαλαμβάνω
Class, τάξις, f μέρος, n. μο?ρα, f.
Class, v. κατατάσσω
Clatter, κρότος, m. δουπος, πι. κτύ-
Clatter, v. δουπεω, κροτεω [πος, πι.
Clattering, πάταγος, m. αραγμός, πι.
Clattering, adj. παταγητικός
Clause, (a sentence) κώλον, n.
355
CLE
(clause of a law, stipulation) σύγ-
γραμμα, n.
Claw, ονυξ, in. χηλή, f.
Clay, πηλός, in. : potter's clay, άργι-
λος, f. : made of clay, πήλινος,
πηλόπλαστος
Clayey, πηλώδης, άργιλώδης
Clean, καθαρός, φανός
Clean, ν. καθαιρώ, εκκαθαιρω, δια- '
καθαιρώ: to be clean, καθαρεύω
Cleaning, κάθαρσις, f. διακάθαρσις, f.
Cleanliness, καθαριότης, f
Cleanly, καθάριος
Cleanness, καθαρότης, f.
Cleanse, v. καθαιρώ, αποκαθαίρω,
Cleanser, καθαρτης, in. [ρύπτω, σμάω
Cleansing, κάθαρσις, f. ρύψις, f.
Clear, (in all senses) λάμπρος ; (trans-
parent, bright) φαεννος, διάφανης,
λευκός, αγλαος ; (manifest, evident)
δήλος, φανερός, εναργής, .σαφής;
(as a sound or voice) λιγυς,
λιγυρός; (innocent) καθαρός-, (of the
weather or air) α'ίθριος, εϋδιος,
πολιός ; (net) άτβλ•^
Clear, v. (remove, purify) καθαιρώ, εκ-
καθαιρω ; (acquit) απολύω ; (eluci-
date) σαφηνίζω, διασαφηνίζω, δη-
λόω : to be clear, λαμπρύνομαι
Clearance, καθαρμός, in. (acquittal)
απόλυσις, f.
Clearly, adv. σαφώς, σάφα, φανερώς,
λαμπρώς, εναργώς, προδήλως ; (of
sound) λιγεως, λιγυρώς
Clearness, λαμπρότης,/. σαφήνεια, f.
Clearsighted, κριτικός, δικαστικός
Cleave, v. (to split) σχίζω, διασχίζω,
διατέμνω, διαρρηγνυμι ; (cling to)
αντέχομαι, προσκολλάομαι, προσ^
φύομαι
Cleaver, κοπ\ς, /.
Cleaving, σχίσις, f σχισμός, on.
Cleft, σχιστός, σχισθείς, διαρρώξ
Cleft, σχισμή, f. σχισμός, in. κλει-
θρία, f χάσμα, η. πτυχή, f. χηραμος,
πι. ρωγμή, /.
Clemency, επιείκεια, f οίκτος, πι.
έλεος, m. φιλανθρωπία, f. [μων
Clement, ελεήμων, επιεικής, οϊκτίρ-
Clemently, adv. φιλανθρώπως
Clench, ν. κατακάμπτω, καταπηγνύω
Clergy, κλήρος, πι.
Clerical, κληρικός
Clerk, γραμματεύς, πι.
Clever, δεξιός, σοφός, δεινός, ευ-
φυής, συνετός, επιδέξιος, κομψός
Cleverly, adv. κομψώς, εύφυώς, δεξιώς,
σοφώς, συνετώς
Q 2
CLE
Cleverness, σύνεσις, /. δεξιότης, /.
ayxivoia, f. σοφία, f. δεινότης, f
επιστήμη, f.
Clew, ayaOls, f.
Client, πελάτης, on.
Cliff, πέτρα, f. κρημνός, m. σπιλας, f.
Climacter, κλιμακτηρ, m.
Climacteric, κλιμακτηρικός
Climate, ουρανός, m. {clime) κλίμα, n.
Climax, κλίμαξ, f. εποικοδόμησις, f.
Climb, v. αναβαίνω, ανέρχομαι : to
climb over, υπερβαίνω, ύπερακρίζω
Clime, κλίμα, n.
Cling to, v. αντέχομαι, προσφύομαι,
προσκολλάομαι, έπιφύομαι, εχομαι
Clinging to, άνθεξις, f. πρόσφυση, f.
Clinging to, προσφυης
Clinical, κλινικός, κλινήρης
Clink, v. κροτέω, αραβέω
Clip, ν. κείρω, περικόπτω, πέκω
Clippings, περικόμματα, n. pi.
Cloak, χλαμυς, f. χλαίνα, /. χλανΧς, f.
αμπεχόνη, f. πέπλος, τη. φάρος, η.
τριβών, τη. (screen, pretext) προ-
κάλυμμα, η. πρόσχημα, η. παρα-
πέτασμα, η.
Cloak, v. (dissemble) παρακαλύπτω,
αποκρύπτομαι, περιβάλλω, συσκιάζω
Clock, ωρολόγιον, η. (^water-clock)
κλεψύδρα, /. : what o'clock is it 1
πηνίκα μάλιστα ;
Clod, βώλος, f. βωλαξ, f. βώλιον, n. :
full of clods, βωλάκιος, βωλοειδης
Clog, εμπόδισμα, n. έμπόδιον, n. :
clogs, καλοπέδιλα, n. pi.
Clog, V. εμποδίζω
Clogged, εμποδισμένος, εμφρακτος
Cloister, στοά, /.
Close, (close together, thick) πυκνός,
ταρφυς, σύ*γκωλος ; (of a fight)
στάδιος : close to, προσφυης
Close, v. (shut fast) κλείω, κατά•
κλείω, συyκλείω ; (make close,
pack close) πυκνόω, πυκάζω; (to
close, shut up, of a theatre,
Jiouse, shop, &c.) συy κλείω, πυκά-
ζω ; (to conclude, of a speech) κατα-
κλείω, συyκλείω ; (of doors) επι-
τίθημι, προστίθημι,πακτόω; (to close
the eyes) μύω, καταμύω ; (of the
eyes, wounds, &c.) συμμύω
Closely, adv. πυκινώς, στ€7α^ά>5
Closeness, πυκνότης, f.
Closet, μυχός, m.
Closing, σύyκλεισις, f. κατάκλεισις, f.
Clot, θρόμβος, m. πέλανος, m.
Clot, V. πτγγνυμι, τρέφω
Cloth, (linen cloth) λ\ς, f. λίνον, n.
356
COA
οθόνη, f. οθόνιον, n. (piece of cloth ,
sheet, sail, Qc.) φάρος, n.
Clothe, V. ενδύω, άμφιέννυμι, έπιέν-
νυμι, εννυμι, αμφιβάλλω, περιβάλλω,
αμπέχω
Clothed, ενδυτος, εσθη μένος
Clothes, Clothing, εσθης, f. ιμάτιον,
n. εϊμα, n. αμφιέσματα, n. pi. εσ-
θημα, n. στολή, f. εσθος, n.
Clotted, θρομβώδης, αμφίθρεπτος
Cloud, νεφέλη, f. νέφος, n.
Cloud, ν. έπινεφέω, συννεφέω, περι-
καλύπτω, επισκιάζω
Cloudless, ανέφελος
Cloudy, έπινέφελος, συννέφελος, νε-
φώδης, νεφελώδης
Clove, καρυόφυλλον, η.
Cloven, σχιστός : cloven-footed,
δισχιδής, δίχηλος
Clover, τρίφυλλον, η.
Clout, ράκος, η.
Clown, Προικός, m. ^ριώτης, τη.
Clownish, Προικός, ΰτγριος, απαίδευτος
Clownishly, adv. ατγροίκως, άπειρο-
κάλως [καλία, /.
Clownishness, hypoiKia, /. άπειρο-
Cloy, ν. κορέννυμι, ύπερκορέω
Cloyiess, ακόρεστος
Cloyment, κόρος, τη. πλησμονή, /.
Club, (thick stick) κορύνη, f. ρόπαλον,
n. βάκτρον, n. (a society)"' 'εταιρεία,
f. σύστασις, f. συντέλεια, f. συν-
ωμοσία, f.
Club, v. (join together, combine) συ-
στρέφομαι, ερανίζω [φόρος, m.
Club-bearer, κορυνητης, τη. κορυνη-
Clumsily, adv. σκαιώς, δυστραπέλως
Clumsiness, σκαιότης, f. παραφορό-
T7 I S > f' [άρρυθμος, αμήχανος
Clumsy, σκαιός, αισχρός, ^ύμναστος,
Cluster, δρ μαθός, τη. : cluster of
grapes, βότρυ$, τη. σταφυλή, f.
σταφυλϊς, f. : in clusters, βοτρυδόν
Clustering, βοτρυόεις, βοτρυώδης
Clutch, εισάφασμα, n.
Clutch, V. μάρπτω, έπιμαίομαι
Clutter, see Clatter [ένεμα, n.
Clyster, κλυστηρ, m. κλύσμα, n.
Coach, aρμάμaί^a,f. δίφρος, m.
Coach-builder, άρμaτoπηybς, τη. αμαξ-
oπηyός, τη.
Coach-building, aμaξoπηyίa, f. : to
build coaches, άμaξoπηyέω
Coachman, ηνίοχος, m. αρματηλάτης,
m. διφρηλάτης, m.
Coadjutant, συvερyός, m. επίκουρος, m.
Coadjutor, συvεpyάτης, m. συμπράκ-
τωρ, m. συλλήπτωρ, τη. πάρεδρος, τη.
COA
Coadjutrix, συνεργάτις, f. συλληπ-
τρια, /.
Coagulate, v. πηγνυμι, τρέφομαι
Coagulated, πηκτός
Coagulation, πηξις,^
Coal, άνθραξ, m. : a small coal, αν-
θράκων, n. : heap of coals, hot
coals, ανθρακία, f : like coal,
άνθρακοειδης, άνθρακόεις
Coal-cellar, ανθρακοθηκη, f.
Coalesce, v. δμογνωμονεω, δμόομαι,
συγκεράννυμι [σύσταση, f.
Coalition, συζυγία, f. σύζευξις, f.
Coal-merchant, ανθρακοπώλης, m.
Coal-scuttle, ανθράκων, n.
Coaly, ανθρακοειοης
Coaptation, συνάρμοση, f.
Coarse, τταχυς ; (of manners) άγροι-
κος, αφελής, απαίδευτος
Coarsely, adv. παχνλώς, παχεως ; (in
manner) αφελώς, αγροίκως
Coarseness, παχύτης, f. (of man-
ners) αγροικία, f. απαιδευσία, f
αμουσία, f.
Coast, ακτή, f. αιγιαλός, m. 6h, f.
παραλία, f. : of or on the coast,
παράλιος, πάραλος, παραθαλάσσιος,
επιθαλάσσιος, άγχίαλος, παράκτιος :
to coast along, παραπλέω
Coasting, παράπλοος^.
Coat, χιτών, m. [κωτίλλω
Coax, ν. θωπευω, σαίνω, ύποσαίνω,
Coaxer, 0ώψ, m. κόλα*, m.
Coaxing, θωπεία, f. κολακεία, f.
Cobble, ν, ράπτω [τευς, m.
Cobbler, ραφενς, m, ράπτης, m. σκυ-
Cobweb, άράχνιον, n. αράχνη, f.
Cock, αλέκτωρ, on. αλεκτρυών, m. ;
' (of a water-pipe) επιστόμιον, n.
σ'ιφων, m.
Cockchafer, μηλολόνθη, f
Cockcrow, αλεκΊ ομοφωνία, f.
Cockhorse, ίππ αλεκτρυών, m.
Cockle, κόγχη, f. κόγχος, m. : like a
cockle, κογχώδης
Cockle-shell, κογχυλών, n. : like a
cockle-shell, κογχυλιώδης
Cockroach, μυλακρϊς, f.
Coction, εψησις^. ζεσις, f.
Code, (of laws) νομοθεσία^.
Codicil, παράγραμμα, n.
Coefficient, συμπεριαγωγος, συνεργη-
Coequal, ίσος, ομαλός [τικος
Coerce, ν. αναγκάζω, είσαναγκάζω,
επαναγκάζω
Coercion, ανάγκη, f βία, f.
Coercive, αναγκαστικός, βιαστικός
Coessential, όμοφυης
357
COL
Coetaneous, ήλί|, όμήλιξ, ίσηλιξ
Coeval, ισημεριος
Coexist, ν. συνυπάρχω
Coexistence, συνύπαρξις, f.
Coexistent, συνύπαρχος
Coffer, κίστη, f λάρναξ, f κιβωτός, f.
Coffin, σόρος, m. νεκροθηκη, f
Cogency, ασφάλεια, f.
Cogent, αναγκαίος, ασφαλής
Cogently, adv. ασφαλώς
Cogitate, v. εννοεω, φρονεω
Cogitation, νόημα, n. φροντΧς, f.
Cognition, γνώσις, f. επίγνωσις, f.
σύνεσις, f.
Cognizable, εισαγώγιμος
Cognizance, επίγνωσις, f. κρίσις, f.
Cohabit, V. συνοικεω, συνναίω, σύνειμι
Cohabitation, συνοίκησις^. συνουσία^.
Coheir, συγκληρονόμος, c. δμόκληρος, C.
Coheiress, συγκληρονόμος, f.
Cohere, v. συναρμόζω, εφαρμόζω,
συμφύομαι. συγκολλάομαι
Coherence, εφαρμογή, f. εφάρμοσις,^
συναρμογή, f. [ακόλουθος
Coherent, εύσύνθετος, ευάρμοστος,
Coherently, adv. συγκόλλως
Cohesion, σύμφυσις, f. συνάφεια, f.
Cohesive, συναρμοστικος, κολλητικό?
Cohort, λόχος, m.
Coif, κεκρύφαλος, m. κρήδεμνον, n.
Coil, σπείρημα, n. σπείρα, f. eXtJ,/.
πλέκτη, f. : in coils, σπειρηδον
Coil, v. σπειράω, συστρεφω, άμφ-
ελίσσω ; inirans. ελίσσομαι
Coiled, αμφελικτος
Coiling, (of reptiles) σπειραχθης
Coin, νόμισμα, n. κόμμα, n. : counter-
feit coin, παραχάραγμα, n.
Coin, v. κόπτω, κατακόπτω, χαράσσω
Coincide, v. συντρέχω, συμβαίνω
Coincidence, συγκληρία^. συνδρομή, f.
Coined, επίσημος
Coiner, άργυροκόπος, m.
Coition, σύνοδος, f.
Colander, ηθμός, m.
Cold, ψύχος, n. κρύος, n. ρ7γος, n. ;
(a disorder) κορύζα, f.
Cold, ψυχρός, κρυερος, ρίγιος, κρυόεις :
to be cold, ριγόω, ψύχομαι : to
make cold, ψύχω
Coldly, adv. ψυχρώς
Coldness, ψυχρότης,£
Colic, στροφός, m.
Collapse, v. συμπίπτω
Collar, κλοιός, m. δεραιον, n. στρεπ-
Collar-bone, κλεϊς, /. [t5s, m.
Collate, v. παραναγιγνώσκω, παραβάλ-
λω, συμβάλλω
COL
Collateral, (side by side, parallel)
παράλληλος ; {indirect) πλάγιος,
λοξός
Collation, (comparison) παρανάγνω-
σις, f. (repast) δεΊπνον, η. έρανος, m.
Colleague, συνεργός, m. δ συνάρχων :
to be a colleague, συνάρχω
Colleague, v. συνίσταμαι, συμμίγ-
νυμαι, μίγνυμαι
Collect, v. συλλέγω, αγείρω, συν-
αγείρω, συνάγω, συμφορεω, συμ-
φερω, αθροίζω, συναθροίζω, συγκο-
μίζω: to collect (taxes), είσπράσσω:
to collect subscriptions or con-
tributions, ερανίζω ; (to come to-
gether) intrans. συντρέχω, άγεί-
ρομαι, συνέρχομαι, συνήκω ; (to re-
cover from Jright or anger, gain
command over one's thoughts) συν-
αγείρομαι εαυτόν, εμαυτόν, &c. % έν-
δον γίγνομαι, συναγείρομαι θυμόν
Collectanea, ανάλεκτα, η. pi. εκλεκ-
, τα, η. pi.
Collected, αθρόος, συναγυρτός, όμη-
γερής, άολλης ; (in mind) ένδον
εαυτοί ων
Collection, άθροισις, f, συλλογή, /.
συγκοαιδη, /. συναγωγή, f. (of
taxes) εϊσπραξις, /. πράξις, /. (of
subscriptions) έρανος, m.
Collectively, adv. συλλήβδην, αθρόως
Collector, άποδεκτηρ, m. πράκτωρ, m.
College, ακαδήμεια, f. [εκλογευς, m.
Collier, άνθρακευς, m,
Co I liquate, v. κατατήκω, εκτήκω
Collision, συμβολή, f σύγκρουσις, f.
Collocate, v. τίθημι, καθίζω, τάσσω
Collocation, θεσις, f. τάξις, f.
Collop, τόμος, m. ψωμός, m.
Colloquial, λεκτικός, ομιλητικός
Colloquy, λόγοι, m. pi. διατριβή, f.
Collusion, συνεργία, f. προστασία, f.
κακούργημα, n. πανουργία, f.
Collusive, απατητικος, δολερός
Collyrium, κολλύριον, n.
Colon, κώλον, n.
Colonial, αποίκιος
, Colonise, v. (to found) κτίζω, πολίζω,
ιδρύω ; (to settle loith inhabitants)
οϊκίζω, αποικίζω, κατοικίζω ; (to
inhabit) οϊκίζομαι, κατοικίζομαι,
ενοικίζομαι
Colonising, οί/ασυ,/. οϊκισμός, m. κατ-
οίκισις, f. κατ οικισμός, m.
Colonist, άποικος, m.
Colony, αποικία, f. άποικος, f.
Colophony, κολοφώνια^.
Colossal, κολοσσιαίος, κολοσσικός
358
COM
Colossus, κολοσσός, m.
Colour, χρώμα, n. χροία, f. χρως, m. :
of two colours, δίχροος : of the
same colour, δμόχροος : of various
colours, ποικίλος, ποικιλόχροος :
changing colour, άλλόχροος
Colour, v. βάπτω, χρυ'ΐζω, χρώζω,
χρωαατίζω
Colourable, ευπρόσωπος, ευπρεπής
Colouring, χρώσις, f. [λευκός
Colourless, άχροος, άχρωμάτιστος,
Colt, πώλος, C πωλίον, η.
Column, κίων, m. στήλη, /. στύλος,
m. (of men) στίφος, n. φάλαγξ, f.
κέρας, n.
Co-mate, ετα7ρος, m. κοινωνός, m.
Comb, κτεϊς, m.
Comb, v. κτενίζω
Combat, μάχη,^. συμβολή^, άμιλλα, f.
Combat, v. αγωνίζομαι, μάχομαι, μάρ-
ναμαι, συμφέρομαι, συρράσσω
Combataut, μαχητής^. αγωνιστης,Μ.
Combination, (union, confederacy)
σύστασις, f. συνωμοσία, f. (of
words, ideas, &c.) συμπλοκή, f.
(uniting, conjunction) σύζευξις, f.
σύναψις, f. σύνδεσις, f.
Combine, v. ζεύγνυμι, συνάπτω, συν-
Ίστημι, συστρεφω, συμπλέκω
Combustible, καύσιμος, καυστός : com-
bustible matter, ύπεκκαυμα, n.
Combustion, κανσις,^ εμπρησμός, m.
Come, ν. έρχομαι, επέρχομαι, παρέρ-
χομαι, πρόσειμι, εϊσειμι, πάρειμι,
ηκω, νεομαι, ίκνεομαι, αφικνεομαι : to
come forward, προΐσταμαι, παρα~
βαίνω : to come out, εξέρχομαι,
εξειμι, εκβαίνω : to come together,
συνέρχομαι, συμπαραγίγνομαι : to
come over (as a gloom, sadness,
&c.) εμπίπτω, ύπερχομαι, εϊσειμι,
υποδύομαι : to come round, περι-
ήκω, περιέρχομαι
Comedian, κωμωδός, m. τρυγωδος, m.
Comedy, κωμωδία, f. : to write come-
dies, κωμωδεω
Comeliness, κάλλος, n* ευπρέπεια, f.
εύμορφία, f.
Comely, καλός, ευπρεπής, εϋμορφος,
εύσχημων
Comely, adv. καλώς, εύπρεπώς, εύειδώς
Comet, κομήτης, m.
Comfort, (consolation) παραμυθία, f.
παραμύθιον, n. παρηγοριά, f. (ease)
ευπάθεια, f. ευμάρεια, f.
Comfort, v. παραμυθέομαι, παρηγορεο-
μαι, έπιμυθεομαι
Comfortable, (of condition) λιπαρός;
COM
(of people) εύκολος ; (consolatory)
παραμυθίας, παραμυθητικός
Comforter, παρήγορος, m. παραμυθη-
τής, m. [παραμυθητικό s
Comforting, παυσίπονος, παρήγορος,
Comfortless, (inconsolable) δυσπαρα-
μύθητος, άπαράμυθος
Comfrey, σύμφυτον, n.
Comic, κωμωδικος, κωμικός : comic
poet, κωμωδός, m. κωμωδοποιος, m.
κωμωδοποιητής, m. : comic actor,
κωμωδός, m.
Comical, γελοίος, γελαστός
Comically, adv. γελοίως
Coming, άφιξι s,f. ελευσις^.: a coming
forward, πάροδος, f. παράβασις, f. :
a coming in, είσοδος, f.
Comma, κόμμα, n.
Command, {injunction, order) εντολή,
f. επίταγμα, n. παράγγελμα, n.
κέλευσμα, n. μύθος, m. επιστολή,
f. εφετμή, f. πρόσταγμα, n. (act
or office of commanding) αρχή, f.
ηγεμονία, f. στρατηγία, f.
Command, v. (order) κελεύω, κελομαι,
εντέλλω, επαγγελλω, μυθεομαι ; (be
commander) Up χω, άγω, ήγεομαι,
ηγεμονεύω, στρατηγεω, κοσμεω, τα-
γεύω, κρατεω : to give the word of
command, παρεγγυάω, παραγγέλλω
Commanded, εγκελευστος, επίτακτος
Commander, ήγεμων, m. στρατηγός,
m. στρατάρχης, m. : a fellow-com-
mander, συστρατηγος, m. : a com-
mander of cavalry, 'ίππαρχος, m. :
commander of a thousand, χιλίαρ-
χος or -ης, m, : commander of ten
thousand, μυρίαρχος or -ης, m.
Commandment, εντολή, f. επίταγμα,
n. [μιμνήσκω
Commemorate, v. μνημονεύω, άνα-
Commemoration, άνάμνησις^.
Commence, v. άρχω, κατάρχω, 'ίστημι,
επιχειρεω, καταβάλλω
Commencement, αρχή, f. προοίμιον,
71. αφορμή, f. καταβολή, f.
Commt-nd, ν. επαινεω, αίνεω, εγκω-
μιάζω, ευλογεω [αξιέπαινος
Commendable, επαινετός, αινητος,
Commendation, έπαινος, m. αίνος, m.
εγκώμιον, η. επαίνεσις, /. ευλογία, /.
Commendatory, συστατικός, επαινε-
τικός
Commended, εύαίνητος, πολύαινος
Commender, επαινετής, m.
Commensurable, σύμμετρος
Commensurate, σύμμετρος, Ισόμοιρος
Commensurate, ν. συμμετρεω
359
COM
Commensuration, συμμετρησις, f.
Comment, παραγραφή, f. σχολών, n.
υπόμνημα, n. [ ματίζω
Comment, ν. παρασημαίνω, ύπομνη-
Commentary, υπομνηματισμός, m. :
commentaries, υπομνήματα, n. pi.
Commentator, σχολιαστής, m.
Commerce, συναλλαγή^, συνάλλαξις,
f. εμπορία, f. εμπόλησις, f. (friend-
ship) ομιλία, f. συνουσία, f. μΊξις, f.
Commerce, v. συναλλάσσω, συμμίγνυμι
Commercial, εμπορικός, εμπορευτι^ς
Commiuation, απειλή, f.
Commingle, v. συμμίγνυμι, μίγνυμι,
κεράννυμι, συγκεράνννμι
Commingled, συμμικτος \ f.
Commingling, σύμμιξις, f. σύγκρασις,
Comminute, ν. συντρίβω
Comminution, σύντριψις, f.
Commiserable, όϊζυρος, δειλός
Commiserate, v. ο'ικτείρω, κατοικτείρω,
οϊκτίζω, σπλαγχνίζομαι, ελεέω,
ελεαίρω [οίκτιρμος, m.
Commiseration, έλεος, n. οίκτος, m.
Commissary, επίτροπος, m.
Commission, επιτροπή^, επίστασις^.
(act of doing) πράξις, f. διάπραξις, f.
Commission, ν . επιτρέπω, εφίστημι
Commissioner, επιστάτης, m. επί'
τρόπος, m.
Commit, v. (entrust) επιτρέπω, πάρα-
δίδωμι, παρατίθημι: (do, perform)
πράσσω, ποιεω, εργάζομαι, δράω
Commix, ν. συμμίγνυμι, συγκεράννυμι
Commixture, σύμμιξις^. σύγκρασις,β
Commodious, επιτήδειος, σύμφορος,
σύμμετρος, εύκαιρος
Commodiously, adv. συμμετρως, συμ-
φόρως, ευκαίρως
Commodiousness, ευκαιρία, f. επιτη-
δειότης, f.
Commodity, σκεύος, n. χρήμα. n.
Common, σύμβοτος αγρός, m. νομή
κοινή, /.
Common, κοινός, κοινωνός, πάγκοινος,
όμοιος, ξυvbς, δήμ.ιος ; (usual) νόμι-
μος, συνήθης, είωθως [όχλος, m.
Commonalty, δήμος, m. πλήθος, n.
Commoner, δημότης, m. -τις, f.
Commonly, adv. (in common) κοινώς,
Koivfj; (usually) εϊωθότως, ως επίπαν
Commonwealth, το δημόσιον, το κοι-
vbv ; (republic) δημοκρατία, f.
Commotion, τάραχος, m. ταραχή, f.
κίνησις, f. ανακίνησις, f. θόρυβος, m.
Commune, v. διαλέγομαι, διαμυθολογεω
Communicable, μεθεκτος, κοινωνικός
Communicate, ν. κοινόω, ανακοινόω,
COM
επικοινωνία), συ*/κοινόομαι, συμμί-
•γνυμι
Communication, (information com-
municated) εϊσαγγελλόμενα, η. pi.
(intercourse, dealings) κοινώνημα,
η, & pi. κοινωνία, /. (society, inter-
course) ομιλία, f. εντευξις, f. (con-
versation) Xoyos, m. μΰθος, m.
(meeting, joining, junction) σύνοδος,
f. (connection by a passage or
channel) σύντρησις, f. : to have
' communication with, συγγ'νγνομαι
Communicative, διη~γητικος, μεταδο-
τικός [επιμιξία, f ομιλία, f.
Communion, κοινωνία. /. συνουσία, f.
Community, (common possession)
κοινωνία, f. κοινώνησις, f. κοινότης,
f. (the commonwealth) rb κοινον,
δήμος, m.
Commutable, μεταλλακτός
Commutation, μεταβολή, f. αλλα-γή,
f. μεταλλαΎη, f.
Commute, v. μεταβάλλω, μεθίστημι,
μεταλλάσσω
Compact, συνθήκη, f. συνθεσία, f.
σύνθημα, n. σύμβασις,/. συγγραφή,/.
Compact, πυκνός, πυκινος, ευπα'γης
Compact, ν. συμπή^γνυμι, συνάπτω
Compactly, adv. πυκινώς, πύκα
Compactness, πυκνότης, f.
Companion, εταφος, m. ετης, m.
παραστάτης, m. -τις, f. πάρεδρος, m.
σύννομος, C. όμόστολος, m. συνου-
σιαστής, m. [ρικός
Companionable, συνουσιαστικος, εται-
Company, (companionship) εταιρεία,
f. ομιλία, f. συνουσία, f. (assembly)
ομιλία, f. συνουσία, f. όμή-γυρις, f.
ίλη,/. θίασος, m. χεϊρ, f. (band, of
soldiers) λόχος, m. τάξις, f. (club,
company) συντέλεια, f. συμμορία, f.
Comparable, όμοιος, συμβλητός
Comparative, συyκpιτικbς
Comparatively, adv. συ*/κριτικως
Compare, v. παραβάλλω, αντιτίθημι,
παρίστημι, εικάζω, άπεικάζω, όμοιόω
Comparison, παραβολή, f. σΰ^γκρισις, f.
Compartment, μέρος, n. μερισμός, m.
Compass, περίοδος,/. : a pair of com-
passes, τόρνος, m. διαβήτης, m.
Compass, v. περαίνω, περιέρχομαι,
περιέχω, διαπράσσω
Compassion, οίκτος, m. οίκτιρμος, m.
έλεος, m. κατοίκτισις, f.
Compassionate, ελεήμων, οϊκτίρμων,
φιλοικτίρμων [ελεεω
Compassionate, ν. οικτίζω, οϊκτείρω,
Compassionately, adv. ελεημόνως
360
COM
Compatible, σύμφωνος, σύμφορος, αρ-
μόδιος, ικανός
Compatriot, πολίτης, m. πατριώτης, m.
Compeer, ηλιξ, c. ήλικιώτης, in.
Compeer, ν. παρισόομαι, Ισόομαι
Compel, ν. α,να'γκάζω, επανα*γκάζω,
προσαναγκάζω, βιάζω
Compendious, σύντομος, βραχύς
Compendiously, adv. συντόμως, βρα-
χέως
Compendium, συντομία^, σύνοψις^.
Compensate, ν. αντισηκόω, αντιρρεπω,
αμείβομαι
Compensation, αντισηκωσις, f. -κώμα,
η. αμοιβή, /. ποινή, f. : to make
compensation, τίμην τίνω, τίνω
αμοιβην : to exact compensation,
τίμην άρνυμαι
Compensatory, αντίρροπος, Ισόρροπος
Competence, Competency, (ability
to do, fitness for) δύναμις, f. ικανό-
της, f. (sufficiency, independence)
αυτάρκεια, f.
Competent, (able to do) δυνατός ; (fit,
qualified, adequate, suitable) ικανός,
αυτάρκης, αΊ-ιος : to be competent,
δύναμαι, άρκεω, Ικανός εϊμι [m.
Competition, α~γώνισις, f. ατγωνισμός,
Competitor, α.'γωνιστής, m. ανταγω-
νιστής, m. : to be a competitor,
α*γωνίζομαι, ανταγωνίζομαι
Compilation, συγγραφή, f.
Compile, v. συγγράφω
Compiler, συγγραφεύς, m.
Complacency, ηδονή, f. τέρψις, f. :
with complacency, ήδεως
Complacent, ηδύς, αρεσκος, ευπροσ-
ηΎορος, ευμενής
Complain, ν. επιμεμφομαι, ατγανακτεω,
μινυρίζω, μέμφομαι : to complain
loudly, δεινολοΎεομαι, αποικτίζομαι
Complaining, μεμπτικός, α~γανακτικος
Complaint, μομφή, f. επιμομφή, /.
(accusation) αίτια, f ε'γκλημα, η.
Complaisance, αρέσκεια, /. θωπεία, f.
επιείκεια, /.
Complaisant, άρεσκος, εύπειθής
Complaisantly, adv. αρεσκως, ευμενώς
Complement, πλήρωμα, η.
Complete, τέλειος, εντελής, πληρής
Complete, ν. τελεω, αποτελεω, εκτε-
λεω, πληρόω, αναπληρόω, εξερ*γάζο-
μαι, διαπράσσω
Completely, adv. πάνυ, πάντως, πά*γ-
χυ, παντελώς, 'όλως, τελεως
Completeness, τελειότης, /.
Completion, πλήρωσις, f. τελείωσις,^
απερΎασία, f
COM
Complex, συμπεπλε^γμένος, σύμπλοκος
Complexion, χρώμα, η. χροιά, /. :
having a good complexion, εϋχροος
Complexity, σύμπλεξις, f.
Compliance, πειθαρχία, f. ΰπειξις, f.
Compliant, εύπειστος, εύπειθης, υπή-
κοος
Complicate, V. συμπλέκω, επαλλάσσω
Complication, καταπλοκη, f. συμ-
πλοκή, f.
Compliment, θώπευμα, n. ηδυλο*γία, /.
Compliment, v. θωπευω, κολακεύω
Complimental, Complimentary, ηδυ-
λό'γος, χρηστολό^γος [συνωμοσία, f.
Complot, σύστασις, f. επίβουλη, f.
Complot, V. συνόμνυμι, συνεπιβουλεύω
Comply, ν. πείθομαι, υπακούω, ύπηρε-
τέω, χαρίζομαι, συ~γχαρίζομαι
Component, συνθετικός
Comportment, τρόπος, m. ηθεα, n. pi.
Compose, v. (put together) συντί-
θημι, συγγράψω, ποιεω ; (settle)
παύω, αναπαύω, εξευμενίζω [εϋδιος
Composed, (calm) εκηλος, ατρεμης,
Composer, συνθέτης,ηι. συγγραφεύς,™.
Composition, σύνθεσις,/. ποίησις, f.
Composure, ατρεμία, f. αταραξία, /.
ευδία, f.
Compound, σύ^κριμα, η. σύμμί'γμα, η.
Compound, σύνθετος, σύyκριτoς,
μικτός
Compound, V. συγκρίνω, συμμί•γνυμι,
συ'γκεράννυμι, κεράννυμι [/.
Compounding, σύ^κρισις,/. σύτγκρασις,
Comprehend, v. (understand) κατα-
λαμβάνω, εννοέω, ^ν^νώσκω, μαν-
θάνω ; (include) περιλαμβάνω, συμ-
περιλαμβάνω
C omprehensible, καταληπτός, εύμαθης
Comprehension, κατάληψις, /. yva-
Comprehensive, (understanding') κα-
ταληπτικος ; (capacious) χωρητικος
Comprehensively, adv. συλλήβδην,
συλληπτικώς [πυκνόω
Compress, ν. συμπιέζω, συνθλίβω,
Compressible, πιεστός
Compression, συμπίεσις,/. σύνθλιψις./.
Comprise, ν. συνέχω, συλλαμβάνω,
περιλαμβάνω, περιέχω
Compromise, σ\τγχώρησις, f.
Compromise, ν. συ^χωρέω
Compulsion, άνά-γκη,/. βία,/.
Compulsive, βίαιος [επάνα-γκες
Compulsorily, adv. βιαίως, ανα-γκαίως,
Compulsory, βίαιος, αναΎκαΊος
Compunction, μεταμέλεια, f.
Computable, εύαρ'ίθμητο ς, συλλονιστος
361
COX
Computation, λο-^ισμος, m. άρίθμη-
σις, f.
Compute, ν. λοΎ'ιζομαι, αριθμέω, μετρέω
Comrade, συστρατιώτης, m. παρα-
στάτης, m. παραβάτης, m.
Concatenate, ν. συνδέω
Concatenation, σύνδεσις, f.
Concave, κο7λος
Concavity, κοίλωμα, n. κοιλότης, f.
Conceal, v. κρύπτω, αποκρύπτω, κα-
λύπτω, συγκαλύπτω, αφανίζω, κλέπ-
τω, στέ^ω
Concealed, αποκεκρυμμένος, κρυπτός,
κατάσχετος
Concealment, κατάκρυψις, f. κρύψις,/.
Concede, ν. παραχωρέω, έκχωρέω χ
παρίημι, επιτρέπω
Conceit, αύθαδία, f. φρόνημα, η.
Conceited, δοκησίσοφος, αυθάδης
Conceivable, νοητός
Conceive, v. (be pregnant) κυέω, κύω τ
συλλαμβάνω ; (comprehend, ima-
gine) συλλαμβάνω, νοέω, περινοέω,
περιβάλλω τω νω
Concentrate, ν. συναθροίζω, συνα-γειρω
Conceptible, καταληπτικος
Conception, (pregnancy) κύησις, f.
σύλληψις,/. (thought, idea) νόημα,
n. νόησις, f. σύλληψις, f.
Concern, πράγμα, n.
Concern, v. προσηκω, τείνω, εχω : it
concerns, η" κει, διαφέρει : to be
concerned about, or busy witlv
αντιλαμβάνομαι, πάρειμι : to be
concerned or affected with sor-
row, άχθομαι, λυπέομαι
Concerning, περ\, αμφϊ, προς
Concert, συμφωνία, f. ομόνοια, /.
όμοφροσύνη,/. (a musical concert)
συναυλία, f. : in concert, εκ συν-
θήκης, αθρόος : to act in concert,
Koivfj ερΎάζομαι
Concert, v. κοινολο-γέομαι, συμβάλλω
Concession, συ^χώρησις,/.
Conciliate, v. προσποιέομαι, προσάγο-
μαι, ιλάσκομαι, προσκτάομαι, αρέσκω
Conciliation, προσα^ω'γη, f.
Conciliator, συναλλακτης, m. [k2>s
Conciliatory, προσαγωγά, ψυχαγωγ*-
Concise, σύντομος, βραχυλό'γος
Concisely, adv. βραχέως, συντόμως
Conciseness, βραχύτης,/. συντομία, f.
βpaχυλoyίa, f.
Conclave, συνέδρων, n. βουλή, f.
Conclude, v. (infer, decide) τεκμαίρο-
μαι, λοΎ'ιζομαι, συλλοΎΐζομαι ; (end,
finish) διεκπεραίνω, επιτελέω
Conclusion, σύ^κλεισις, f. τέλος, n,
Q 5
COST
Conclusive, συλλογιστικός, συμπερασ-
ματικός [τυρόω, συνάπτω, πλέκω
Concoct, ν. πάσσω ; (contrive) συν-
Concoction, πάψις, /. (contrivance)
εξεύρημα, η.
Concomitance, συνακολούθησις, f.
Concomitant, ακόλουθος, m. συνάμ-
πορυς, on.
Concomitant, συνακόλουθος
Concord, ομόνοια, f. δμοφροσύνη, f.
Concordant, όμογνώμων, όμόνους
Co υ course, σύνοδος, f. σύλλογος, m.
συνδρομή, f. σύστασις, f
Concrete, συμπηκτος, σύμφυτος
Concrete, v. πηγνυμι
Concretion, πήζις,/. σύμπηξις, f.
Concubinage, παλλακεία, f. παλλά-
κισμα, n. [εταίρα, f
Concubine, παλλακη, f. παλλακϊς, f.
Concupiscence, επιθυμία, f.
Concupiscent, ακόλαστος, άκρατης
Concur, v. (of things or events) συν-
τρέχω, συμβαίνω, συμπίπτω; (to
agree) όμολογάω, συμφωνάω, συγ-
χωράω
Concurrence, σύμπτωμα, n. (agree-
ment) ομόνοια, f.
Concurrent, σύνορομος
Concussion, ενοσις,/. σεισμός, m.
Condemn, v. καταγιγνώσκω, κατα-
ψηφίζομαι, καταδικάζω, κατακρίνω :
to condemn to death, θανατόω
Condemnation, κατάγνωσις, f. κατα-
χειροτονία, f. κατάκρισις, f.
Condemned, κατάκριτος, κατάδικος
Condensate, πυκνός, παχύς [πήγνυμι
Condensate, ν. πυκνόω, πιλάω, συμ-
Condense, πυκνός, παχύς
Condense, ν. πυκνόω, πιλάω
Condescend, ν. συγκαθίημι, συγκατα-
βαίνω, συγχωράω [διος
Condescending, συγκαταβατικος, pa-
Condescension, συγκατάβασις, f. χα-
ριστΐα, f. ραστώνη, f
Condign, άξιος, επάξιος, αξιοπρεπής
Condignly, adv. αξίως, επαξίως
Condiment άρτυμα, η, εμβαμμα, η.
Condition, (state of anything) κατά-
στασις, f (ability, rank, circum-
stance) στάσις, f • ραξις, f αξίωμα,
η. (of mind or body) πάθημα, n.
-πάθος, n. έξις, /. (a stipulation)
λόγος, m. : conditions, ρητά, n. pi.
διακείμενα, n. pi. : good condition,
ευεξία, f, : in good condition, εν-
τελής : on condition that, εφ' ω
Conditional, Conditionary, υποθετικός
Conditionally, adv. ύποθετικώς
362
CON"
Condole, v. συνάχθομαι, συμπενθεω,
συμπάσχω, συμπαθεω, συναλγεω
Condolence, συμπάθεια, f. συναλγη-
δών, f. ^λεω
Conduce, ν. συμφερω. συντείνω, ώφε-
Conducive, προσφερης, συμφέρων,
χρήσιμος
Conduct, (the conducting of) πομπή,
f κομιδη, f. (behaviour) τρόπος, m.
επιτήδευμα, n.
Conduct, v. ηγεομαι, πέμπω, παρα-
πέμπω, πορεύω, άγω, κομίζω, στέλλω
Conductor, ηγεμων, m. ηγητης, ηι.
πομπός, m.
Conduit, ύδραγωγείον, η. χαράδρα, f.
Cone, κώνος, ηι. [χειμάρροος, m.
Confabulate, ν. διαλαλάω, διαμυθολο-
Confectioner, οψοποώς, m. [γάομαι
Confederacy, συνωμοσία, f. συμμα-
χία, /•
Confederate, συνωμότης, m, σύμμα-
χος, m. επίκουρος, m.
Confederate, σύμμαχος, ομόσπονδος
Confederate, ν. συνόμνυμι [μαχία,/.
Confederation, συνωμοσία, f. συμ-
Confer, v. (bestow) δίδωμι ; (to bring
in or upon, as honour, shame, &c.)
εϊσφάρω, περιτίθημι, περιάπτω ; (dis-
course with) διαλάγομαι, συμβάλλο-
μαι, κοινολογάυμαι, συλλαλάω
Conference, κοινολογία, f
Confess, ν. όμολογάω, προσομολογάω,
συγγιγνώσκω [7 ι ' α > /•
Confession, ομολογία, f προσομολο-
Confide, V. πείθομαι, ττιστεύω, επι-
τραπώ, παραδίδωμι [πίστις, f.
Confidence, θάρσος, n. ευθαρσία, f.
Confident, θάρσυνος, ευθαρσής, πίσυ-
νος, πιστός', to be confident, πιο-
τόομαι, θαρσάω, εύθαρσάω
Confidential, πιστός, πιστικος
Confidently, adv. θαρσαλάως, ευθαρ-
σώς, αδεώς
Confiding, πιστός, πιστευτικδς
Confidingly, adv. πιστευτικώς
Confine, ν. είργνυμι, είργω or έργω,
καθείργνυμι, κλείω
Confinement, κάθειρξις, /. εϊργμος, m.
Confines, ορός, m. όρια, n. pi.
Confirm, v. βεβαιόω, κυρόω, κρατύνω
Confirmation, βεβαίωσις, f
Confirmative, Confirmatory, βε-
βαιωτικός [άφαιράω
Confiscate, V. δημεύω, δημοσιόω,
Confiscation, δήμευσις, f. αφαίρεσις^.
Conflagration, εμπρησις, f. πύρωσις^.
Conflict, συμβολή, f. άγων, m. α/ϋλ-
λα,/. μάχη,ί.
CON
Conflict, v. ανταγωνίζομαι, εναντιόο-
Conflicting, ενάντιος [μαι, ανθίσταμαι
Continence, σύρρευσις, /. συρροή, /
Confluent, σύρροος [σύρροια, /.
Conflux, συρροή,/, σύρροια, /
Conform, v. άκολουθέω, όμοιόομαι : to
be conformed to, συμμορφόομαι
Conformable, ακόλουθος, σύμμορφος,
σύμμετρος, όμοιοπρεπης
Conformably, adv. ακολούθως, οϊκείως,
προσηκόντως, εμμέτρως
Conformation, μορφή, /. μόρφωσις, /.
Conformed to, σύμιχορφος
Conformity, δμοιότης, /. συμμορφη, /
προσάρμοσις, /.
Confound, ν. συνταράσσω, διαταράσ-
σω, συγχώννυμι, συγκεράννυμι, δια-
σείω [βναντιόομαι
Confront, ν. αντιφερίζω, συμβάλλω.
Confuse, ν. ταράσσω, δια.ταράσσω,
κυκάω, συγκυκάω, συγχέω, φύρω
Confused, άτακτος, ταραχώδης, σύμ-
φυρτος
Confusedly, adv. ατάκτως, φύρδην,
άναμϊξ, τεταραγμένως
Confusion, αταξία, / σύγχυσις, /.
ταραχή, /. συντάραξις, /. : in con-
fusion, άτακτος, ταραχώδης; adv.
τεταραγμένως, χύδην : not in con-
fusion, άτάρακτος, ατάραχος
Confutation, έλεγχος, m. εξέλεγξις, /.
διάλυσις, τ.
Confute, ν. ελέγχω, διελέγχω : that
can be confuted, εύέλεγκτος, εύεξ-
έλεγκτος : not to be confuted, ανεξ-
έλεγκτος
Congeal, v. πηγνυμι, συμπηγνυμι
Congealed, -πηκτός
Congealing, πηξις. f.
Congenial, δμότροπος, όμόφρων
Conger, γόγγρος, m.
Congest, v. συμφορέω, συναθροίζω
Congestion, συμφίρησις,/.
Couglobulate, v. αθροίζω, συνελίσσω,
σφαιρόω [σφαιρόω
Conglomerate, ν. αθροίζω, συνελίσσω,
Conglomeration, άθροισμα, n. συμφό-
ρημα, η.
Conglutination, συγκόλλησις, /.
Congratulate, ν. συγχαίρω, μακαρίζω
Congratulation, μακαρισμος, m.
Congratulatory, συγχαρητικος, συγ-
χάρηκες
Congregate, ν. σύνειμι, συνέρχομαι,
συνηκω, αθροίζω, άγείρομαι, συνίσ-
ταμαι [πανηγυρις, /.
Con^i egation, εκκλησία, J. συνοδός, f.
Congress, πανηγυρις, / σύνοδος, /.
363
CON
Congruity, επιτηδειότης, /. συναρ-
μογή,/, [τρος
Congruous, αρμόδιος, συνηκων, εμμε-
Congruously, adv. εμμέτρως, ακο-
λούθως ίβης
Conic, Conical, κωνικός, στροβιλοει-
Conjectural, στοχαστικός
Conjecture, στοχασμός, m. στόχος, m.
υπόνοια, /. εικασία, /.
Conjecture, ν. τεκμαίρομαι, στοχάζο-
μαι, εικάζω, συμβάλλω
Conjectured, συμβεβλημένος
Conjecturer, ε'ικαστης, m. στοχασ-
τής, πι. [ζεύγνυμι, συνάπτω
Conjoin, ν. συναρμόζω, συζεύγνυμι,
Conjointly, adv. ομού, άμα, συνημμε-
Conjugal, γαμήλιος \νως
Conjugate, ν. συζεύγνυμι
Conjugation, συζυγία,/.
Conjunction, σύζευξις, /. σύναφις, /.
(part ο/ speech) σύνδεσμος, m.
Conjunctive, συναπτικος
Conjunctively, adv. δμου
Conjuncture, ακμή,/. [νεία,/.
Conjuration, μαγευτική, /. μαγγα-
Conjure, ν. μαγγανεύω, μαγεύω : to
conjure up the dead, ψυχαγωγέω
Conjure, v. (to call on earnestly, en-
treat) επιμαρτύρομαι, γουνάζομαι
Conjurer, μάγος, m. μαγγανευτης, m.
Connect, v. συνάπτω, συνείρω, συγ-
κολλάω, επιζεύγνυμί
Connection, (jun-tion) σύζευξις, /.
συμπλοκή, /. συναφή, /. (alliance
by marriage) κηδεία, j. κηδος, n.
(a relation by marriage) γαμβρός,
m. κηδεμών, m. κηδεστης, m.
Connivance, (acquiescence) συγχώρη-
σις, /. (overlooking ) περ.όοασις, /.
Connive, v. (overlook) περιοράω, aor.
περιείδον ; (be a party to) συγχωρεω
Connubial, γαμήλιος, γαμικος
Conquer, v. νικάω, κρατέω, επικρατέω,
δαμάω, ύπεραίρω, καταστρέφομαι : to
conquer in a naval battle, κατα-
ναυμαχεω : to be conquered, ησ-
σάυμαι, πλησσομαι [δαμάλης, m.
Conqueror, νικητής, m. νικομάχας, m.
Conquest, νίκη,/, επικράτησις, /.
Consanguineous, συγγενής
Consanguinity, συγγένεια, /. οϊκειό-
της, /. αγχιστεία, /
Conscience, συνείδησις, /. σύννοια, /.
Conscientious, δίκαιος, ευλαβής
Conscious, συνίστωρ: to be conscious,
σύνοιδα, συνίσημι j
Consciousness, σύννοια,/. [καθαγίζω
Consecrate, ν, ίερόω, καθιερόω, άγίζω,
CON
Consecrated, Ιερός, άγιος, άθικτος :
consecrated ground, τέμενος, n.
Consecration, καθιερωσις^. ανάθεσις^.
Consecutive, συνακόλουθος, διάδοχος
Consent, συγχώρησις, f. ομόνοια, /.
δμοφροσύνη, f.
Consent, v. συγχωρεω, επαινεω, συν-
αινεω, επινεύω, συνεπαινεω
Consentient, συγγνώμων, συνεπαινος
Consequence, (result, effect) ακολού-
θησις, f. ακολουθία, f. το επόμενον,
τό συνεπόμενον ; (importance) υγ-
kos, m. ροπή, f. : a thing of con-
sequence, πράγμα, n.
Consequent, ακόλουθος
Consequential, αυθάδης, υπερήφανος,
αλάζων
Consequently, adv. τω, επομένως
Conservation, σωτηρία, f.
Conservative, φυλακτικός, σωτήριος
Conserve, v. ταριχεύω
Consider, v. φρονεω, λογίζομαι, εκλο-
γίζομαι,νοεω, εννοεω, νωμάω, διαλέ-
γομαι, φροντίζω, σκοπέω, σκέπτομαι,
θεωρεω, ενθυμεομαι,δρμαίνω; (judge,
deem) νομίζω, κρίνω, ηγεομαι, ποιε-
ομαι, τίθημι : to consider before-
hand, προβουλεύω, προσκοπεω, προ-
σκέπτομαι, προνοεω
Considerable, σπουδαίος, λόγιμος,
αξιόσκεπτος, πολύς
Considerably, adv. πολλόν, πολλφ
Considerate, προμηθης, περιφρονεων,
εννοητικός [περιεσκεμμενως
Considerately, adv. φροντιστικως,
Consideration, λογισμός, m. σκεφις, f.
φροντϊς,/. επίσκεψις, f. ενθύμησις,/.
θεωρία, f εννόησις, f νώμησις, /.
Consign, ν. διαδίδωμι, παραδίδωμι
Consignment, παράδοσις, f.
Consist, ν. συνίσταμαι, σύγκειμαι
Consistency, Consistence, σύστασις,
f. στερεότης, f. [πων
Consistent, προσήκων, ακόλουθος, πρε-
Consistently, adv. επομένως
Consociation, κοινωνία, f. ομιλία, f.
Consolation, παραμυθία, f παραμύ-
θιον, n. παρηγοριά, f. κηλημα, n.
Consolatory, παραμυθητικός, παρήγο-
ρος, παρηγορικός [προσηγορεω
Console, ν. παραμυθεομαι, παρηγοράω,
Consoler, παρήγορος, m.
Consolidate, ν. στερεόω, πυκνόω
Consolidation, στερεωσις, f.
Consonance, συμφωνία, f. αρμονία, f.
Consonant, σύμφωνος [φωνούντως
Consonantly, adv. συμφώνως, συμ-
Consonants, άφωνα, n.pl.
364
CON
Consonous, σύμφωνος, όμοιόφωνος
Consort, άλοχος, f. σύγκοιτος, c. σύγ-
κοιτις, f. σύζυξ, c.
Consort with, v. δμιλεω, προσομιλεω,
συγγίγνομαι, θαμίζομαι [της, f.
Conspicuity, περιφάνεια, f. λαμπρό•
Conspicuous, λάμπρος, περιφανής, πε-
ρίβλεπτος, επιφανής, διαπρεπής : to
be conspicuous, πρεπω, εμπρεπω,
επιπρεπω, διαφαίνομαι, λάμπω
Conspicuously, adv. διαπρεπώς, επί"
φανώς, φανερώς
Conspicuousness, περιφάνεια, /.
Conspiracy, συνωμοσία, /.
Conspirator, συνωμότης, m. — pi. ol
συντεταγμένοι [συμπνεω
Conspire, ν. συνίσταμαι, συνόμνυμι,
Constable, ραβδούχος, m. φύλαξ, m.
Constancy, βεβαιότης, f. έμμονη, f.
Constant, βέβαιος, ακίνητος, έμμονος
Constantly, adv. πάντοτε, αε\, ενδε-
Constellation, σήμα, η. [λεχως
Consternation, κατάπληξις, f δέος, η.
φόβος, m. δεΐμα, η.
Constituent, ουσιώδης
Constituent, χειροτονητης, m.
Constitute, ν. καθίστημι
Constitution, κατάστασις, f. (frame
of body or mind) έξις, f. κατασκευή,
f. (of a state) πολιτεία, f σχήμα, n.
σύστασις, f : a good constitution,
(of men) ευεξία, f. (of states) ευνο-
μία, f : a bad constitution, (of men)
καχεξία, f. (of states) κακονομία, f. :
having a good constitution, (of
men) εύεκτικός, (of states) εϋνομος :
having a bad constitution, (of
men) καχεκτικός, (of states) κακό-
νομος : to have a constitution,
πολιτεύω [εγγενής
Constitutional, πολιτικός ; (innate)
Constrain, v. αναγκάζω, επ αναγκάζω,
προσαναγκάζω, βιάζω, καταβιάζομαι
Constraint, ανάγκη, /. βία, f
Construct, ν. συντίθημι, κατασκευάζω,
συμπηγνυμι [/.
Construction, σύνθεσις,/'. κατασκευή,
Construe, V. ερμηνεύω
Consubstantial, ομοούσιος
Consubstantiality, ομοούσια, f. δμο-
ουσιότης, f. [ύπατος, m.
Consul, πρόξενος, m. (Roman consul)
Consular, ύπατικός
Consulship, ύπατεία, f.
Consult, v. συμβουλεύομαι, επερωτάω,
ανακοινόω, κοινόομαι ; (consult an
oracle) χράομαι, χρήστη ρ ιάζομαι
Consultation, βούλευσις, /.
CON
Consume, v. φθίω, τρύχω, αναλίσκω,
τρίβω ; (by fire) καταφλέγω, νέμω
Consuming, άΐδηλος
Consummate, τέλειος, όλος
Consummate, v. απαρτίζω, συντελέω
Consummately, adv. απαρτϊ, άπαρτι-
ζόντως [οΊς, /. συντέλεια, /.
Consummation, άπάρτισις, /. τελείω-
Consumption, (consumi?ig) ανάλωσις,
/ (disease) φθίσις, /. φθοή, /.
Consumptive, φθισικός, φθινώδης : to
be consumptive, φθισιάω
Contact, συναφή, /. αφή, /. : to come
in contact with, συγγίγνομαι, άπτο-
μαι, μίγνυμαι
Contagion, λοιμός, m. λοιμία, f. φθο-
Contagious, λοιμικός [pa, /
Contain, v. χωράω, κατέχω, κεύθω,
στέγω [φθείρω, Κυμαίνομαι
Contaminate, ν. μια'ινω, μολύνω, συμ-
Contamination, μίασμα, η. μίανσις, /.
άγος, η.
Contemn, ν. καταφρονέω, ύπερφρονέω,
ολιγωρέω, άθερίζω, φαυλίζω [τη ρ, m.
Contemner, υπερόπτης, m. άτιμασ-
Contemplate, ν. θεωρέω, σκοπέω,
σκέπτομαι, άποσκοπέω, διασκέπτο-
μαι, επισκέπτομαι, φροντίζω
Contemplation, σκέψις, /. επίσκεψις,
/. θεώρησις, /. θεωρία, /.
Contemplative, θεωρητικός
Contemporary, σύγχρονος
Contemporary, ηλιξ, c
Contempt, καταφρόνησις, /. καταφρό-
νημα, η. ολιγωρία, /. υπεροψία, /.
Contemptible, άτιμος, απότιμος, μεμπ-
τός, ευκαταφρόνητος, φαύλος
Contemptibly, adv. καταβεβλημένως
Contemptuous, όλίγωρος, καταφρονη-
τικός [ταφρονητικώς
Contemptuously, adv. ολιγώρως, κα-
Contend, ν. ερίζω, αμιλλάομαι, αγω-
νίζομαι, διαγωνίζομαι, διαμάχομαι,
εριδαίνω
Content, αυτάρκεια, /.
Content, ν. αρέσκω, πληροφορέω, ήρα
φέρω : to be content, στέργω }
αρκέω, αγαπάω
Content, Contented, αυτάρκης
Contentedly, adv. αύτάρκως
Contentedness, αυτάρκεια, /.
Contention, ερις, /. νείκος, n. μάχη, /.
Contentious, φιλόνεικος, φίλερις, μα-
χητικός, φιλαπεχθημων : to be con-
tentious, φιλονεικέω
Contentious! y, adv. φιλονείκως, φιλ-
απεχθημόνως [απεχθημοσύνη, /.
Contentiousness, φιλονεικία, /. φιλ-
365
CON
Contentment, αυτάρκεια, f.
Conterminous, όμορος, μεθόριος
Contest, άμιλλα, f. άγων, m. άθλος, m.
αγώνισμα, n. [άθλέω, ερίζω
Contest, v. αγωνίζομαι, αμιλλάομαι,
Contestable, άμφιδηριτος, δύσκριτος,
αμφισβητήσιμος, αμφίλογος
Contexture, πλοκή, /. συμπλοκή, /.
Contiguity, γειτονία, / γειτνίασις, /.
Contiguous, πρόσχωρος, πλησιόχωρος,
πρόσοικος, Ομορος, πρόσουρος
Contiguously, adv. εγγύς, πλησίον
Continence, Continency, εγκράτεια,/,
σωφροσύνη, /.
Continent, ήπειρος,/.
Continent, εγκρατής, σώφρων : to be
continent, έγκρατεύομαι
Continental, ηπειρωτικός
Continently, adv. έγκρατώς, σωφρόνως
Contingency, συμφορά, /. σύμβαμα,
n. το τυχόν
Contingent, αυτόματος, δ τυχών, δ
εντυχων, τό συμβεβηκός
Contingently, adv. τυχηρώς, τυχόν
Continual, συνεχής, διατελης, ενδε~
λεχης [δελεχώς
Continually, adv. συνεχώς, άεϊ, έν-
Continuance, διαμονή, /.
Continuation, συνέχεια, /.
Continue, ν. διατελέω, διαγίγνομαι,
επιμένω, ανέχω
Continuity, συνέχεια,/. [jK°>
Contort, ν. συστρέφω, διαστρέφω, λυ-
Contortion, διαστροφή,/, λυγισμός,τη.
Contraband, εκθεσμος
Contract, συμβόλαιον, η. συγγραφή, /,
συνάλλαγμα, η. (contract /or work)
εργολαβία, / : to make a contract,
συγγράφομαι : to break a contract,
παρασυγγράφω
Contract, v. συναιρέω, συστέλλω, συν-
έλκω, συσπάω ; (as /riendship, mar-
riage, &c.) συνάγω, συνάπτω, συμ-
βάλλομαι ; (bargain /or work, <&c.)
εργολαβέω, μισθόομαι
Contraction, συστολή, /. συναγωγή, /.
Contractor, εργολάβος, m.
Contradict, v. άντείπον, αντιλέγω,
έναντιολογέω
Contradiction, άντιλογία, / ενάντιο•
λογία,/, εναντίωσις,/.
Contradictory, αντιλογικός, αντίλο-
γος, ενάντιος
Contrariety, έναντιότης, /. έναν-
τίωμα, η. έναντίωσις, /.
Contrarily, adv. έναντίως
Contrariwise, adv. άντην, 4ξ ivavHas
Contrary, ενάντιος, ύπεναντίος, άντίος :
CON
contrary to, παρά, άπο, πέρα, παρ)κ,
Εξω, ϊμπαλιν : on the contrary, αυ,
αύτΕ, τουναντίον, e£ εναντίας
Contrast, άνομοίωσις, / ανομοιότης, /.
Contra -t, v. άντΕπιδΕίκνυμι
Contravallation, άντιτΕίχισμα, η.
Contravene, v. ανθίσταμαι, άντιόομαι
Contravention, αντίσταση, /.
Contribute, V. Εισφέρω, συμβάλλομαι,
συμφέρω, έρανίζω
Contribution, ΕΪσφυρά, f. Ερανος, τη.
Contributory, συντΕλής
Contrite, μΕταμΕλητικος
Contrition, μΕτάνοια, /. μΕτάγνοια, /.
μΕταμέλΕΐα, f.
Contrivance, τέχνη, f. μηχανή, /.
πόρος, m. Εύρημα, n. έπίνοια, /.
σόφισμα, n.
Contrive, V. μηχανάομαι, ΤΕχνάομαι,
επινοέω, Ευρίσκω, Ο-βυρίσκω, συντί-
θημι, πορίζω, πράσσω, πλέκω
Contriver, Ευρέτης, m. μηχανιώτης,νι.
Control, κράτος, η. αρχή, /. : self-
control, έγκράτΕΐα, /.
Control, V. κατέχω, κρατέω, Επικρατέω
Controversial, αμφισβητητικος, άντι-
λογικος [λογία, /.
Controversy, αμφισβήτησα, /. άντι-
Controvert, ν. αντιλέγω, άμφισβητέω
Controvertible, αμφισβητήσιμος
Contumacious, αυθάδης, δυσπΕίθής,
στΕρΕυς [πΕίστως, αύθαδώς
Contumaciously, adv. στΕρρώς, ουσ-
Contumaciousness, Contumacy, αν-
θάοΈια, /. φιλονΕΐκία, /. άπΕίθΕΐα, /
Contumelious, υβριστικός, υβριστής,
νβριστος [ασΕλγώς
Contumeliously, adv. υβριστικώς,
Contumely, ύβρις, f. άσέλγΕία,/.
Contuse, ν. φλάω, συντρίβω
Contusion, σμώδιζ, /. θλάσμα, n.
Convalescence, άνωδυνία, f.
Convalescent, 'άνοσος
Convene, v. άγΕίρω, συναγΕίρω, συγ-
καλέω, συνάγω [ρία,/
Convenience, έπιτηδΕίότης, /. Ευκαι-
Convenient, έπιτήοΕίος, σύμφορος
Conveniently, adv. έπιτηδΕίως, συμ-
Convent. κοινόβιον, η. [φόρως
Convention, συνθήκη, /. σύνθημα, η.
Conventional, σύνθΕτος [σύμβασις, /.
Converge, ν. συντρέχω, συμμίγνυμαι
Conversant, έμπΕίρος, Εντριβής, ίσ-
τωρ, Είδώς
Conversation, λόγγος, πι. διάλογος, m.
λέσχη, /. οαριστυς, /. δμιιλ'ια, /.
Conversational, λΕκτικος, ομιλητικός
Converse, ομιλία, f. κοινωνία,/.
COO
Converse, ν. διαλέγομαι, συγγίγνομαι,
συμμίγνυμι, δμιλέω
Converse, ενάντιος, άντίθΕτος
Conversely, adv. αντΕστραμμένως
Conversion, αντιστροφή, /. μΕτα-
στροφή, /
Convert, προσήλυτος, m. [μΕταπΕίθω
Convert, ν. Επιστρέφω, αντιστρέφω,
Convertible. μΕταλλακτός
Convex, κυρτός
Convexity, κυρτότης, /.
Convey, ν. κομίζω, άγω, φορέω, φέρω,
αναφέρω : convey across, διακομίζω,
διαπορΕυω : convey away, Εκκομίζω
Conveyance, αγωγή, /. φορά,/.
Convict, ν. έξΕλέγχω, αν Ελέγχω, κατά-
δέω, καταλαμβάνω, αιρέω
Conviction, δικαίωσα, / άλωσις, /.
καταχΕίροτονία, /
Convicts, οι κατακρίσιμοι [άvEλέyχω
Convince, ν. πάθω, προσβιβάζω, αιρέω,
Convincing, ασφαλής, αναγκαίος
Convincingly, adv. ασφαλώς
Convivial, συμποσιακός, συμποτικός
Convocate, ν. συγκαλέω, συλλέγω
Convocation, Εκκλησία, /.
Convoke, ν. συγκαλέω, συλλέγω,
ay Είρω
Convoy, παραπομπος, m. (esp. pi.)
προπομπός, πι. (esp. pi.)
Convoy, v. πέμπω, παραπέμπω, προ-
πέμπω, παρακομίζω
Convoying, προπομπή, /. παραπομπή,/.
Convulse, ν. σπάω, σπαράσσω
Convulsion, σπάσμα, n. σπασμός, m.
σπαδων / σπαραγμός, πι.
Convulsive, σπασματώδης
Coo, ν. στένω
Cook, μάγΕίρος, πι. οψοποιος, m.
Cook, ν. πέσσω, οψοποιέομαι, μαγΕί•
Cooked, πΕπτος [ρΕυω
Cookery, μαγΕίρική, /. οψοποιητική, /.
σκΕυασία, / : cookery-book, οψαρ-
τυσία,/. ομολογία,/.
Cool, ψυχρός, ψυχ*ινος, αίθριος
Cool, ν. ψύχω, αποψύχω, καταψύχω
Cooling, ψύξις, /. κατάψυξις, /. πΕρι-
ψυγμος, m.
Cooling, ψυκτήριος, καταψυκτικός
Coolness, ψυχρότης,/. ψύχος, η.
Coop, οίκημα, η.
Coop, ν. κατΕίργω, κατακλΕίω
Co-operate, ν. συγ κατ Εργάζομαι, συμ-
πράσσω, συγκαταπράσσω, σνμπονέω,
συνΕργέω
Co-operation, συνΕργία,/.
Co-operative, συνΕργος, συνΕργητικός
Co-operator, συνΕργάτης, Til. συλλήπ-
coo
τωρ, m. συμπράκτωρ, m. συναγω-
νιστής, m.
Co-ordinate, ισοτελης
Coot, φαλαρϊς, f.
Co-partner, μέτοχος, m.
Cope, v. ερίζω, άμφισβητέω, προσπα-
λαίω, άντιπαλαίω, ανθίσταμαι
Copier, αναγραφείς, m. (imitator)
μιμητής, m.
Coping, γεΊσον, n. θριγκος, m. [VoAt/s
Copious, άφθονος, δαψιλης, βαθύς,
Copiously, adv. άλις, πολύ, πολλον,
δαψιλώς [πλήθος, n.
Copiousness, αφθονία, f. εύπορία, f.
Copper, χαλκός, m. : of copper, χάλ-
κεος : copper vessel, χαλκείον, n.
χάλκωμα, n. : copper coin, χαλ-
κοί^, m.
Copper-plate, χάλκωμα, n.
Coppersmith, χαλκούς, m.
Coppery, χαλκοειδης [or n. νέμος, n.
Coppice, Copse, δρυμός, m. δρίος, m.
Copulate, V. μίγνυμι, συμμίγνυμι,
σύνειμι, συνέρχομαι, συνουσιάζω
Copulation, συνουσία./, συνουσίασις,/.
Copy, [transcript) άντίγραφον, n. (of
a picture, ac.) άφομοίωμα, n.
(writing copy) ύπογραμμος, m.
Copy, v. (transcribe) εγγράφω, ανα-
γράφω ; (imitate) μιμέομαι, εκμι-
μεομαι; (to pourtray, of painters)
άφομοιόω [διαθρύπτομαι
Coquet, v. ακκίζομαι, θηλύνομαι, iv-
Coquetry, άκκισμος, m.
Coquette, λωγάς, f.
Coquettish, λαμυρος
Coral, κοράλλιον, n. κουράλιον, n.
Cord, σχο'ινος, c. σχοινίον, n. τόνος, m.
Cord, V. δέω σφίγγω [πλόκαμος, m.
Cordial, άσπάσιος, πρόθυμος
Cordiality, προθυμία, f. φιλαλληλία^.
Cordially, adv. άσπασίως, προθύμως,
ασμένως [ra.
Cordwainer, σκυτοτόμος, m. σκυτευς,
Coriaceous, σκύτινος
Coriander, κοοίαννον, n. κορίανον, n.
Corinth. Κόρινθος, t.
Corinthian, Κορίνθιος
Corinthiai s, "Έ,φυροι, m. pi.
Cork, φελλός, m.
Cork, ν, βύω
Cormorant, λάρος, m.
Corn, σίτος. m. σιτίον, n. (esp.pl.) :
of com, σιτηρος : scarcity of corn,
σιτόδεια, f.
Corn-dealer, σιτοπώλης, m.
Co.ner, γωνία, f άγκών, m.
Cornet, κέρας, n.
367
COS
Corn-field, ληϊον, n.
Corn-flower, κυανός, f. [γείσον, n.
Cornice, θρίγκος, m. θρίγκωμα, n.
Corollary, έπιφορά, f. προσθήκη, f.
Coronal, στέμμα, n. στέφανος, m.
Coronation, στεφάνωσις. f
Coronet, διάδημα, n. στεφανίσκος, m.
Corporal, δεκάδαρχος, m.
Corporal. Corporeal, σωματοειδης,
σωματικός
Corporation, δήμος, m. πολιτεία, f.
Corps, λόχος, m. σπείρα, f.
Corpse, σώμα, n. νεκρός, m. νέκυς, m.
Corpulence, πολυσαρκία,/ [πτώμα,η.
Corpulent, μεγαλόσωμος, πολύσαρκος
Correct, ορθός
Correct, v. έπανορθόω, διορθόω, εύθύνω,
Ιθύνω ; (of writing) μεταγράφω
Correction, επανόρθωσις. f. διόρθωσις,
f. ευθύνη, f. (chastisement) κόλασις,
f. κόλασμα, n. κολασμός, m. σωφρο•
νιστυς, f.
Corrective, επανορθωτικός, διορθωτικός
Correctly, adv. ορθώς, ορθά.
Correctness, όρθότης, f.
Corrector, επανορθωτης, m. σωφρο-
νιστής, m. ευθυνος, m.
Correspond, v. συμβαίνω, αρμόζω,
συναρμόζω, συνάδω, συμφέρω, 'έπομαι
Correspondence, ακολουθία, /. συμ-
μετρία, f
Con^pondent, Corresponding, συν•
ωδος, ακόλουθος, αρμόδιος, σύμμε-
τρος, σύνδρομος
Corroborate, ν. βεβαιόω, κρατύνω
Corroboration, επικύρωσις, f. βεβαί-
ωσις, f
Corrode, ν. σηπω, διατρώγω, δάκνω
Corroding, διάβορος
Corrosion, άνάβρωσις^.
Corrosive, άναβρωτικος, σηπτικός
Corrupt, (rotten) σαπρος ; (wrong,
unjust) άδικος ; (bribed) δωροδόκος
Corrupt, ν. φθείρω, διαφθείρω, παραλ-
λάσσω, (with bribes) καταδωροδοκέω
Corrupter, φθορευς, m. διαφθορευς, m.
Corruptible, φθαρτός, εύδιάφθορος
Corruption, φθορά, f. διαφθορά, f.
Corruptive, φθαρτικος
Corruptness, κακία, f. φθοράς.
Corsair, ληϊστηρ, m. πειρατής, m.
Corse, πτώμα, n.
Corslet, θώραξ, m. περιθωρακίδιον, n.
Coruscant. άστράπτων, λάμπρος, φα -
Coruscation, αστραπή, f. [εινος
Cosmetic, κοσμητικός
Cosmogony, κοσμογονία, f.
Cosmographer, κυσμογράφος } m.
COS
Cosmography, κοσμογραφία, f.
Cosmopolite, κοσμοπολίτης, m.
Cost, δαπάνη, f. δαπάνημα, n. ανάλωμα,
n. τιμή, f. τέλος, n.
Cost, v. γίγνομαι, καθίσταμαι
Costive, στεγνός [ματία, f.
Costliness, πολυτέλεια, f. πολυχρη-
Costly, πολυτςλης, δαπανηρός, πολυ-
δάπανος, πολυτίμητος [διον, n.
Cottage, καλύβη, f. επαυλις, f. οΐκί-
Cotton, ξύλυν, n. βύσσος, f. : of cot-
ton, ξύλινος, βύοσινος
Couch, λέχος, n. λέκτρον, n. κλισμος,
m. κλίνη, f. έπίκλιντρον, n. κοίτη, f.
Couch, v. κεΐμαι, κατάκειμαι
Couchant, κατακλίνων
Covenant, συνθήκη, f. συμβόλαιον, n.
συγγραφή, f δμoλoyίa, f. : to break
a covenant, παρασπονδέω
Covenant, v. δμολογέω, συγγράφω,
συμβάλλω, συντίθημι
Covenant-breaker, παράσπονδος
Cover, στέγασμα, n. κάλυμμα, n.
περικάλυμμα, n. περίβλημα, n. εΧ-
λυμα, n.
Cover, v. καλύπτω, κατακαλύπτω,
Επικαλύπτω, περικαλύπτω, στέγω,
στεγάζω, συστεγάζω, κρύπτω
Covered, στεγανός, καλυπτος, κατηρε-
φης [στέγασις, f.
Covering, εϊλημα, n. στέγασμα, n.
Coverlet, στρωματευς, m. ρηγος, n.
Covert, βησσα, f. δρίος, m. or n.
Covert, κρυπτός [φίως
Covertly, adv. κρύβδην, κρυφή, κρυ-
Covet, V. επιθυμέω, ποθέω, αντέχομαι,
Ιμείρω
Covetous, πλεονεκτικός, πλεονέκτης,
φιλάργυρος, φιλοχρήματος : to be
covetous, πλεονεκτέω, φιλοκερδέω :
covetous man, πλεονεκτης, m. φι-
λοχρηματιστης, m.
Covetously, adv. πλεονεκτικές, φιλο-
χρημάτως
Covetousness, πλεονεξία, f. φιλοκέρ-
δεια, f φιλοχρηματία, f.
Cough, βηζ, c.
Cough, v. βησσω
Coulter, υνις or υννις, f.
Council, συνέδρων, n. συνεδρία, f.
βουλή, f. αγορά, f. : to hold a coun-
cil, άγοράομαι, συμβουλεύω
Council-chamber, βουλευτηριον, n.
Counsel, βουλή, f. βούλευμα, n. μη•
τις, f. συμβουλή, f συμβούλια, f.
παραίνεσις,/. [ύποτίθημι, παραινεω
Counsel, V. βουλεύω, συμβουλεύω,
Counsellor, σύμβουλος, m. βουλευτής,
368
COU
m. πρόβουλος, m. σύνεδρος, m. : body
of counsellors, βουλευτηριον, n.
Count, λογισμός, m. αριθμός, m.
Count, v. άριθμεω, καταριθμεω, άπαριθ-
μεω, λυγίζομαι : to count up toge-
ther, συλλογίζομαι
Counted in or among, εναρίθμιος,
μεταρίθμιυς : easily counted, εύ-
αρίθμητος, αριθμητός [ρφις, f.
Countenance, πρόσωπον, n. α>ψ, /.
Countenance, v. αντιλαμβάνω, προ-
στατεω
Counter, (shop-table) τραπεζών, n.
(pebble used for reckoning) ψήφος,/,
Counter to, adj. ενάντιος ; adv. παρεκ,
αντ\ [χανάομαι
Counteract, v. αντιπράσσω, άντιμη-
Counterbalance, αντιρροπία, f.
Counterbalance, v. άντιβρέπω, clvtl-
σηκόω
Counterbalancing, άντισηκωσις, f.
Counterbalancing, αντίρροπος, αντί'
σταθμος [άμειψις, f. ανταμοιβή, f.
Counterchange, αντάλλαγμα, n. άντ-
Counterchange, ν. ανταλλάσσω, αντ-
αμείβω [τίμησις, f.
Counter-estimate, αντιτίμημα,η. αντι-
Counter-evidence, άντιμαρτύρησις, f.
Counterfeit, πλάσμα, n. μίμημα, n.
Counterfeit, κίβδηλος, υποβολιμαίος,
παράσημος, πλασματώδης, πλασ μα-
τιάς [ποιεομαι, πλάσσω
Counterfeit, ν. παραποιέομαι, προσ-
Countermand, ν. άντικελεύω
Countermine, ν. αντορύσσω
Counterpane, στρωματευς, Ίτι.ρηγος,η.
Counterpart, αντίστροφος [Ψ^>/•
Counterplea, αντιγραφή, /. αντίγρα-
Counterplead, ν. αντιλέγω, άντιλογεω
Counterplot, ν. αντιβουλεύω, αντί-
τεχνάζω
Counterpoise, αντιρροπία, /. [κόω
Counterpoise, ν. αντιρρεπω, άντιση-
Countersign, ν. παρασημαίνω
Countless, μύριος, ανάριθμος, αναρίθ-
μητος
Country, (as opposed to toiuns) άγρος,
m. χώρος, m. χώρα, f. (a region)
γη, f. χωρίον, n. χθων, f. (native
land) πατρίς, f. πάτρα, f. η πατρική :
of the country, rustic, άγροικος,
•ΑγρεΊος, αγρονόμος : of the country
or region, επιχώριος, εγχώριος : of
one's native country, πάτριος, πα-
τρφος, οΙκεΊος
Countryman, (rustic) άγροικος, m.
Άγριος, m. αγρότης, m. άγρώστης,
τπ.χωρίτης, m. (fellow-countryman)
cou
πατριώτι/ς, m. πολίτης, πι. συμπο-
λίτης, m.
Countrywoman, (rustic) aypoTis, f
ay ροιώτ ις, f. aypOT€ipa,f. (of the same
country) πατριώτις, f. πολιητις, f.
Couple, δύο, δύω
Couple, v. συνδυάζω, πapaζεύyvυμι
Couplet, δίστιχον, n.
Courage, ανδρεία, f. θάρσος, n. μένος,
Π. τόλμη, f. εύψυχία, f. αρετή, f.
εύτολμία, f. : of good courage,
ευθαρσής : to take courage, dap-
σεω, τολμάω, άναθαρσεω
Courageous, έμψυχος, άλκιμος, εϋτολ-
μος, ayadbs, θαρσαλεος, εύκάρδιος,
κρατερός [X^s, ευτόλμως
Courageously, adv. θαρσαλέως, εύψύ•
Courier, ayy αρος, πι. ημεροδρόμος, πι.
δρομευς, τα.
Course, δρόμος, m. δράμημα, η. οδός,
f. (of affairs, of the stars, ac.) φορά,
f. (of the sun) διέξοδος, f. (of an
arrow) πορεία, f. (of dinner) περί-
οδος, f. : of course, ανάγκη, πάνυ
μεν ούν
Course, ν. διώκω, θηράομαι
Courser, κελης, m.
Court, αύλη, f. (royal court) βασι-
λέων, n. (court of justice) δικασ-
τηριον, n. ayopa, f.
Court, v. (woo, sue for) μνηστεύω,
μνάομαι; (seek to please) θεραπεύω
Courteous, εύπροσϊ^ορος, χαρίεις, ασ-
Courteously, adv χαριεντως [τε7ος
Courteousness, εύπpoσηyopίa, f. επη-
τι*,/•
Courtesan, πόρνη, ^χαμαιτύπη, f. επι-
Courtesy, επητυς, f. [μισθϊς, f.
Courtier, μνηστηρ, πι.
Courtly, αυλικός, αύλειος
Courtship, μνηστεία, f. μνηστευμα, n.
Court-yard, αυλή,/.
Cousin, ανεψιός, πι. ανεψιά, f.
Cow, βους, /.
Coward, Cowardly, άνανδρος, δειλός,
άτολμος, κακός, φιλόψυχος, πονηρός :
to be a coward, φιλοψυχέω, ατολ-
μέω, τρεω
Coward, άσπιδαποβλης, πι.
Cowardice, ανανδρία, /. δειλία, f.
ατολμία, f. κακία, f.
Cowardly, adv. άνάνδρως [σω
Cower, ν. ύποπτησσω, πτησσω ) πτωσ-
Cowherd, βουκόλος, πι. βοηλάτης ί m.
βούτης, πι.
Cow-shed, βούσταθμον, η. βόαυλος, πι.
Coxcomb, Taws, πι.
Coy, αιδημων, αΙδοΤος
869
CKE
Coyness, αϊδημοσύνη, f [λεύω
Cozen, ν. παρακόπτω, καπηλεύω. συ -
Crab, καρκίνος, m. κάραβος, m. πά^γου-
ρος, πι. [θρωπός, σκυθρός
Crabbed, δύσκολος, στυyvbς, σκυ•
Crabbedly, adv. δυσκόλως [της, /.
Crabbedness, δυσκολία, /. σκυθρωπό-
Crack, ^μός, m. κλάσις, f. ρωyμη, f.
σχΚ", /•
Crack, ν. α^νυμι, ρ^νυμι
Crackle, ν . βρομεω, σφaρayεoμaι
Crackling, σφάρayoς, πι. βρόμος, πι.
Cradle, λίκνον, η.
Craft, δόλος, πι. δόλωσις, f. κερδο-
σύνη, f δολοπλοκία, f.
Craftily, adv. ποικίλως, κερδαλεως
Craftiness, δολοφροσύνη, f.
Craftsman, τεκτων, πι. δημιoυpybς, πι.
Crafty, δολερός, δόλιος, δολόεις, ποικί-
λος, ποικίλο βουλος, κερδαλεος, αί-
μύλος, δολιόφρων
Crag, κρημνός, πι. ραχία,/. [λιψ
Craggy, απόκρημνος, κρημνώδης, alyi-
Cram, ν. ύπερπληρόω, εμπληρόω, άνα-
μεστόω
Cramp, σπαδων, f. σπασμός, πι.
Cramp, ν. άντισπάω, σπάω
Crane, yέρavoς, m. (an engine) όνος, πι.
Cranny, χάσμα, n. σχίσμα, n.
Crash, κτύπος, πι. πάτayoς, πι. δοΰ-
πος, πι.
Crash, ν. σμaρayεω, κοναβεω, επικρο-
τεω, κτύπε ω
Crassitude, παχύτης.^
Crate, ταρσός, πι. τρασια, /.
Crave, ν. δέομαι, εξαιτέω, λιπαρεω
Crawfish, αστακός, πι.
Crawl, ν. έρπω, ερπύζω, Ιλυσπάομαι
Crawling, είλητικός, Ιλυσπαστικός
Craziness, άλη, /. οίστρος, πι. παρα-
κοπή, f. πλάνος φρενών, πι.
Crazy, άφρων, φρενοβλαβής, ηλεός,
μανιώδη5 : to be crazy, άφροντίσ-
τως εχω, παραπαίω
Creak, ν. κλάζω, κρίζω, συρίζω
Creaking, συρημός, πι. σύρηιια, η.
Crease, πτυχή, /. τττυ|,/. [κρ^η, /.
Crease, ν. πτύσσω
Create, ν. ποιεω, κτίζω
Created, 7 eI/7 ? T0 ^ ποιητος [σις, f.
Creation, yεvεσις, f. yεvvησις, f. κτί-
Creative, ποιητικός [κτίστης, m.
Creator, yεvv'ήτωp, πι. ποιητής, πι.
Creature, κτίσις, f. κτίσμα, n. φυ-
Credence, πίστις, f. [ τ ^, n.
Credibility, πιθανότης, f.
Credible, πιστός, πιθανός
Credibly, adv. πιστώς
CRE
Credit, πίστις, f δόξα, f.
Credit, v. πιστεύω, πίστιν δίδωμι
Creditable, αξιέπαινος
Creditor, χρηστής, m.
Credulity, ευπιστία, f.
Credulous, εϋπιστος, εύπειστος
Creek, κόλπος, m. μυχός, m.
Creep, v. έρπω, ερπύζω : creep out,
εξερπω, εξερπύζω : creep in, ύφερπω,
έπεισδύω : creep on, εφερπω :
creep up, άνερπω, παρερπω : creep
down, καθ έρπω
Creeping, ερψις, f. : creeping thing,
ερπετον, n.
Creeping, ερπυστικος; {of plants)
περιστεφης, περιαλλόκαυλος
Crescent, μηνίσκος, m. σεληνϊς, f.
Crescent-shaped, μηνοειδής, σελη-
ναΐος
Cress, κάρδαμον, n.
Crest, λόφος, m.
Crevice, χάσμα, n. κλειθρία, f.
Crew, υπηρεσία, f. πλήρωμα, n.
Crib, κάπη, f. φάτνη, f.
Crib, v. απαλείφω, κλέπτω
Crier, κήρυξ, m. καλήτωρ, m.
Crime, κακοιργία, f. κaκoύpyημa, n.
αμάρτημα, n.
Crimeless, αναίτιος, άβλαβης
Criminal, κακούργος, κακοποιός, αίτιος,
ττονηρος
Criminal, κακουρΎος,πι. άλείτης, m.
Criminally, adv. εγκληματικώς, κα-
κώς
Criminate, ν. ε^/καλεω, μέμφομαι
Crimination, διαβολή, f. ε-γκλημα, n.
Criminatory, κατη-γορικος
Crimson, φοίνιξ, m.
Cringe, v. θώπτω, σα'ινω, ύπερχομαι
Cringing, θωπικος, θωπευτικος
Crinkle, ρυτϊς, f.
Cripple, ν. σιφλόω, κυλλόω
Crippled, σιφλος, κυλλος
Crippling, κύλλωσις, /. πήρωσις, f.
Crisis, ακμή, /. ροπή, f καιρός, m.
Crisp, ν. ουλόω
Crisp, ουλυς
Crispness, ουλότης, /.
Criterion, κριτήριον, η.
Critic, κριτικός, m. επιτιμητης, m.
Critical, άκμαΊος, κριτικός
Criticise, ν κρίνω, επιτιμάω
Criticism, επιτίμησις, f
Croak, ν. κρώζω, κράζω
Croaking, κρω-γμος. m.
Crockery, τα κεραμικά
Crocodile, κροκόδειλος, m.
Crocus, κρόκος, fft,
370
CRU
Crook, οτγκιστρον, n.
Crook, v. ay κυλάω, σκολιόω, κάμπτω
Crooked, σκόλιος, ay κύλος, καμπύλος,
επικάμπυλος, yvaμπτός, πλάyιoς,
yaμψbς, στρεβλός
Crookedly, adv. σκολιώς [της, /.
Crookedness, σκολιότης, /. καμπύλο•
Crop, λήϊον, η. φορά, f. (of a bird)
πpηyopεώv, m.
Crof), v. καρπόομαι, δρεπομαι
Cross, σταυρός, m.
Cross, πλάyιoς,εyκάρσιos,λεχpιoς,λoξbς
Cross, v. περαιόομαι, διαπεράω, δια-
πορεύομαι, διαβάλλω, διαβαίνω, παρα-
βάλλω : to make to cross, πε-
ραιόω, διαβιβάζω ; to cross-ques-
tion, διερωτάω : to cross-examine,
άναποδίζω
Crosswise, ^καρσίως, φορμηδον, λεχρις
Crouch, ν. πτήσσω, καταπτήσσω, ύπο•
πτησσω, όκλάζω
Crow, κόραξ, m. κορώνη, f. : like a
crow, κορακώδης
Crow, v. κοκκύζω, φωνεω
Crow T d, όχλος, m. πλήθος, n. ομιλος 9
m. ομιλία, f. : noisy crowd, ομάδος, m.
κολοσυρτος, m. : in crowds, αθρόος,
πυκινος: in a crowd, adv. Ιλαδον,
όμιλαδον, ^εληδον
Crowd, v. trans, συν ε ίλεω ; intrans.
εϊλομαι, συνειλεομαι, δμιλεω
Crowded, (of assemblies, &c.) λαοσ-
σόος, πλειστόμβροτος
Crown, στέφανος, m. στεφάνωμα, n.
(crown of the head) κορυφή, /.
βρ^μα, n. [?ίζω, άναδεω
Crown, v. στεφανόω, στέφω, στεφα-
Crowned, στεφανηφόρος, περιστεφης
Cruciate, ν. στρεβλόω
Crucible, χόανος, m.
Crucified, εσταυρωμένος, σταυρωθείς
Crucifix, σταυρός, m.
Crucifixion, σταύρωσις, f.
Cruciform, σταυροειδής
Crucify, ν. σταυρόω, ανασταυράω, ανα-
Crude, ώμος, άωρος [σκυλοπίζω
Crudely, adv. ώμώς
Crudeness, ώμότης^.
Cruel, ώμος, σχετλιος, αμείλιχος,
πικρός, aypios : to be cruel, ay ριό-
ομαι
Cruelly, adv. ώμώς, πικρώς, aypia
Cruelty, ώμότης, f. πικρότης. /.
Cruet, λήκυθος, f. εμβάφιον, n.
Cruise, (voyage) διάπλοος, m, ναυστολία,
f. πορεία, f. (small vessel) φιάλη, f.
Cruise, v. διαπλεω, ναυτίλλομαι, ναυ>
στόλε ω
cnu
^rumb, ψωμος, m. ψ\ξ, c. (crumb of
bread) arrdpayos, or -χος, m.
Crumble, v. ψάω, καταψύχομαι.
Crumbling, ψαθυρος, ψαθαρος
Crush, v. συντρίβω, θρύπτω, φλάω
Crushing, θρύφις, f.
Crust, μυστίλη,/. [τος, τραχύς
Crusty, (crabbed) δύσκολος, δυσάρεσ-
Cry, κραυγή, f Ιαχή, f. oXokvyr}, f.
^λoλυyμbς, m, βόαμα, n. (war-cry)
άλαλη, f. (cry of birds) κλαγγή, /.
(child's cry) βληχη, f
Cry, v. κλάζω, άνακλάζω, κράζω, άνα-
κράζω, ολολύζω ; (especially of a
war-cry, or shout of joy) αλαλάζω,
επαλαλάζω, άναβοάω, οιαβοάω ; (as
a child) βληχάομαι ; (weep) δακρύω
Crying, δάκρυμα, n.
Crystal, κρύσταλλος, m.
Crystalline, κρυστάλλινος
Crystallise, v. κρυσταλλόω, πτγγνυμι
Crystallised, κρυσταλλόπηκτος
Cub, βρέφος, n. σκύμνος, m. νεοσσός, m.
Cub, v. τίκτω
Cube, κύβος, m.
Cubic, Cubical, κυβικός
Cubit, πηχυς, m. wydbv, /. (a cubit
long) πηχυα7ος, πηχύϊος
Cuckoo, κόκκυξ, m. (the cry) κόκκυ :
to cry cuckoo, κοκκύζω
Cucumber, σίκυος, m. σίκυς, m.
Cucumber-bed, σικυηλατον, n.
Cucumber-seed, σίκυον, n.
Cud, (ίο chew the cud) μηρυκάομαι,
μηρυκίζω, άναμηρυκάομαι Ιταλον, n.
Cudgel, ρόπαλον, n. κορδύλη, f σκύ-
Cudgel, υ. ραβδίζω [ράπισμα, n.
Cuff, κονδυλισμος, m. κόλαφος, m.
Cuff, V. κονδυλίζω, ραπίζω, κολαφίζω
Cuirass, θώραξ, f
Cuirassier, θωρηκτης, m.
Cuish, παραμηρίδιον, n.
Culinary, μay ειρικος
Culminate, v. μεσουρανέω
Culpable, αίτιος, μεμπτος
Culprit, άλείτης, m.
Cultivate, v. y^py^, εpyάζoμaι, εξερ-
^/άζομαι ; (improve, practise) άσκέω
Cultivation, yεωρyίa, f (training,
practice) 'άσκησις, f.
Cultivator, yεωρyoς, m. άροτηρ, m.
(of arts, &c.) ασκητής, m.
Culture, same as Cultivate
Culver, περιστερά,/.
Cumber, V. βαρύνω, εμποδίζω
Cumbersome, Cumbrous, βαρύς,
επαχθής, έμπόδιος
Cummin, κύμινον, n.
371
CUR
Cumulate, v. αθροίζω, συμφέρω, χών-
νυμι [m. σώρευσις, /.
Cumulation, άθροισις, f. άθροισμος,
Cunning, δόλος, m. κερδοσύνη, f.
πολυφροσύνη, f. μητις, f τέχνη, f. :
cunning trick, μηχανή, f. σόφισμα, n.
Cunning, δόλιος, δολόεις, δολιόφρων,
ποικίλος, ποικιλόμητις, αίμύλος, κερ-
δαλέος, σοφός, πολύπλοκος : to be
cunning, τεχνάζω, ποικίλλομαι
Cunningly, adv ποικίλως, σεσοφισ-
μένως, δολοφρόνως
Cup, κρατηρ, m κύλι'ξ, f. φιάλη, /.
κύαθος, m. εκπωμα, n : small cup,
κυλίκων, n. κυλίχνιον, n. κυλίσκιον,η.
Cupbearer, οινοχόος, m. : to be a
cupbearer, οινοχοέω
Cupboard, θήκη, f. σιπύη, f.
Cupidity, πλεονεξία, f. επιθυμία, f.
Cur, κυνίδ,ον, n.
Curable, ιάσιμος, ιατος, άκεστος
Curb, χαλινός, m. 7jvia,f.
Curb, v. έπιστομίζω, χαλινόω, κολούω
Curdle, V. τρέφω, συνίστημι, πτρ/νυ-
μι ; intrans. πτ^νυμαι, τυρόομαι,
Curdled, πηκτός [τρέφομαι
Cure, ϊαμα, η. Χασίς, f. Ιατρεία, f.
&κος, η. άκησμα, η.
Cure, ν. Ιάομαι, Ιατρεύω, άκέομαι,
θεραπεύω, άπαλθέομαι, ^ιάζω
Curer, ιατηρ, m. ιατρός, m. άκεστης,τη.
Curing, άκεσφόρος, παιώνιος, άλθηεις
Curiosity, (inquisitiveness) φιλοπευσ-
Curious, (inquisitive) φιλοπευθης,
φιλόπευστος, λιχνος, πεpίεpyoς
Curl, πλόκαμος, m. βόστρυχος, m.
κίκιννος, m. ΰστληξ, /.
Curl, ν. πλέκομαι, βοστρυχίζω
Curliness, ούλότης^.
Curly, ούλος : with curly hair, ούλό-
θριξ, ούλόκομος, ελικυβόστρυχος
Current, ρόος, m. ροη, /. [δημοτικός
Current, (general) ολικός; (popular)
Curry, ν. ψήχω, κτενίζω
Currycomb, ξυστρϊς, f. ψήκτρα, f.
Currying, φηζις, f
Curse, άρα, f κατάρα, f. [χομαι
Curse, v. καταράομαι. άράομαι, κατεύ-
Cursed, κατάρατος, άράϊος
Cursorary, ταχύς, άμελης, αμέριμνος
Cursorily, adv. πapέpyως, εν παρόδω
Cursory, ταχι /s, άμελης
Curt, σύντομος, απότομος, βραχύς \λω
Curtail, ν. κολούω, συντέμνω, συστέλ-
Curtailed, μείουρος, μύουρος, κολοβός
Curtain, καταπέτασμα, τι. παραπέ-
τασμα, η.
CUK
Curvature, καμπή, f. καμπυλότης, /.
Curve, αγκών, m. καμπή, /.
Curve, v. κάμπτω, κυρτόω
Curved, καμπύλος, κυρτός, ayKvXos
Cushion, τύλτ,, /. στοιβή, /.
Cuspated, ακαχμένος
Custody, φυλακή, /.
Custom, εθος, η, τρόπος, m. συνήθεια, /.
επιτήδευμα, n. νόμιμον, to. (tax)
τέλος, to.
Customary, νόμιμος, νομιζόμενος, εθας,
ειωθως : to be customary, νομίζομαι
Customer, ώνητής, m. [τήριον, n.
Custom-house, τελώνων, to. δεκατευ-
Cut, τομή, /. τμήμα, TO. τμήσις, /.
Cut, τμητος, τομα7ος, κούριμος : newly
Cut, νεότομος, νεότμητος, νεόκοπτος
Cut, ν. τέμνω, συντέμνω, κόπτω,
συγκόπτω, κείρω, πρίω : cut off,
άποτεμνω, αποκόπτω, ύποτέμνω,
άποκείρω; (intercept) απολαμβάνω,
νποτεμνω, αποκλείω : cut down,
εκκόπτω, επικόπτω, έκβά?Λω : cut
through, διακόπτω, διατέμνω : cut
round, περιτέμνω : cut in pieces,
(of an army, &c.) κατακόπτω, κατά-
κνάω : cut up, (as a cook) μιστΰλλω,
διαμιστύλλω, άρταμέω, κατακρεούρ-
γεω : cut the throat, δειροτομέω,
ανχενίζω : cut in two, διχοτομέω
Cutaneous, δερματικός
Cuticle, δερμάτων, n.
Cutlass, μάχαιρα, /. ξιφίδων, n. [m.
Cutler, σιδηροτέκτων, m. μαχαιροποώς,
Cutler's shop, σιδηρεων, n.
Cut-purse, βαλαντιοτόμος, m.
Cutting, τμησις, f. τομή, /. κοπή, /. :
cutting off, απότομη, /. αποκοπή, /.
(intercepting) απόληψις, / : cutting
in two, διατομή, /.: cutting of a
tree, κλήμα, n. χάραξ, m.
Cutting, τμητικος, τόμος
Cuttle-fish, σηπία, f. τευθϊς, f.
Cycle, κύκλος, m.
Cygnet, κύκνος, m.
Cylinder, κύλινδρος, m.
Cylindrical, κυλινδρικός, κυλινδροειδής
Cymbal, κύμβαλον, n.
Cynic, κυνικός [ουρά, /.
Cynosure (or Little Bear), Κυνόσ-
Cypress, κυπάρισσος, /. : cypress
grove, κυπαρίσσων, m.: made of
cypress, κυπαρίσσινος
Cyprus, Κύπρος,/. : of Cyprus, Κύπριος
Cyrene, Κυρήνη, /.
Cyrenean, Κυρηναως
Cyrus, Κύρος, m.
Cytisus, κύτισος, m.
372
DAK
D.
Dactyl, δάκτυλος, m.
Daffodil, άσφόδελος, m. [μάχαιρα, /.
Dagger, ε-γχειρίδιον, n. ξεφίδιον, n.
Daily, {by day) εφημέριος, μεθημερινος;
(every day) παρήμερος, καθημερινός,
μεθημερινος, πανήμερος ; adv. καθ*
ήμεραν, όσημέραι
Daintily, adv. κομψως, τρυφερώς
Daintiness, τρυφή, /. λιχνεία, /. κομ-
ψεία, / κομψότης, /.
Dainty, λίχνευμα, n.
Dainty, κομψός, λίχνος, τρυφερός : to
be dainty, κομψεύω
Dale, ά'γκος, n. νάπη, /.
Dalliance, δαριστυς, m. δαρισμος, m.
δάρισμα, w. οαρος, m. φλυαρία,/.
Dally, v. δαρίζω, φλυαρεω [-γέφυρα, /.
Dam, μήτηρ,/. (mole or bank) χώμα,η.
Dam, v. (obstruct) απο'γεφυρόω, επι-
χώννυμι
Damage, ζημία, /. κακόν, n. λύμη, /.
πημα, n. βλάβη, /. δήλη μα, TO. :
damages (in a laiusuit), οφλημα, to.
τίμημα, TO. βλάβος, to.
Damage, v. βλάπτω, κακόω, ζημιόω,
ελασσόω, σίνομαι
Dame, δέσποινα, /. [^ιηνώσκω
Damn, ν. κατακρίνω, καταράομαι, κατά-
Damnable, καταλήψιμος, κατάρατος
Damnation, κατά•γνωσις, /. κατάκρι-
Damned, κατάκριτος [σις, /.
Damp, ύ*γρότης, / πλάδος, η.
Damp, ί>Ύρος, παρδακος
Damp, v. iy ραίνω, τέ-γ^ω', (to dispirit)
παραιρέομαι : to be damp, πλαδάω
Dampness, ^ρότης, /. πλάδος, n.
Damsel, κόρη, /. παρθένος, /.
Dance, χόρος, m. χορεία, /. χόρευμα, to.
ορχημα, to. ορχησις, /. : war-dance,
πυρριχή,/ : stage-dance, κόρδαξ, m.
Dance, ν. χορεύω, έπιχορεύω, δρχέομαι,
κωμάζω, σχηματίζω
Dancer, δρχηστής, m. χορευτής, m. :
female dancer, δρχηστρϊς, /. χορεν-
τις, /
Dancing, χορεία, /. ορχησις, /.
Dancing-master, δρχηστοδιδάσκαλος,
m. χοροδιδάσκαλος, m.
Dancing-school, χορή'γιον, to.
Dandle, ν. πάλλω, Σκαλίζομαι
Dandy, καλλωπιστής, m.
Danger, κίνδυνος, m. ay ων, m. : with-
out danger, ακίνδυνος; adv. -ως:
to incur danger, κινδυνεύω, παρα-
κινδυνεύω, άναβρίπτω κίνδυνον
DAN
Dangerless, ακίνδυνος, ασφαλής
Dangerous, επικίνδυνος, δεινός, χαλε-
irbs, σφαλερος
Dangerously, adv. επικινδύνως
Dangle, v. εκκρεμάννυμι, εκκρεμαμαι }
εφάπτομαι
Dank, διάβροχος, ύ~/ρος, νότιος
Danube, Ίστρος, m.
Dapper, ελαφρός [τός
Dapple, ποικίλος, ποικιλοδερμων, στικ-
Dare, ν. τολμάω, αποτολμάω, τλάω,
κινδυνεύω : to be dared, τολμητός
Daring, τόλμη, f. εύτολμία, f. τόλμη-
σις, f
Daring, τολμηρός, τολμήεις, εΰτολμος :
daring everything, πάντολμος : not
daring, άτολμος
Daringly, adv. τολμηρώς, εύτόλμως
Dark, σκοταΊος, σκότιος, σκοτεινός,
κνεφαίος, μέλας, δνοφερος, όρφναΐος,
λυ*γαΊος ; (dark-coloured) κυάνεος,
κυανοειδής, κελαινος, πορφύρεος, πελ-
λός, μελά-γχιμος ; (of complexion)
μελά*γχροος, μελαΎχρως, μελανόχρο-
ος : to grow dark, συσκοτάζω
Darken, ν. αμαυρόω, σκοτόω, επισκο•
τέω, κνεφάζω, σκιάζω
Darkly, adv. σκοτεινώς
Darkness, σκότος, m. & n, σκοτία, f.
αχλυς, f ζόφος, m. κνεφας, η Λ
δνόφος, m.
Darksome, δνοφερος, ζοφόεις, ζοφώδης
Darling, μαλακίων, m. φιλοττάριον, η.
Darn, ν. ράπτω
Darnel, αΊρα, /. [η.
Dart, ακόντων, η. βέλος, η. βελεμνον,
Dart, ν. ακοντίζω, εξακοντίζω, βάλλω,
εξαφίημι ; intrans. άΐσσω
Darter, ακοντιστής, πι.
Dash, βολή, /.
Dash, ν. ρίπτω, βάλλω; dash toge-
ther, συ^κόπτω, συναράσσω ; in-
trans. παίω, κλύζω : dash against,
συμπίπτω
Dashing, ρόθιος : dashing against,
πρόσκρουσις,/. πρόσρηξις, f. \ dash-
ing together, σύγκρουσις,/.
Dastard, Dastardly, άνανδρος, κακός,
δειδημων, άτυχος
Date, χρόνος, πι. {a fruit) βάλανος,^
δάκτυλος, m.
Date, ν. αναφέρω εις
Dative, η δομική
Daub, ν. αλείφω, εμπλάσσω
Daughter, θυ Ί άτηρ, f παΓις, /.
Daughter-in-law, νυϊς, /.
Daunt, ν. φοβεω, εκφοβέω, εκπλήσσω
Dauntless, άφοβος, αδεής, άτρεστος
373
DEA
Dauntlessly, adv. άφόβως, άδεώς,
άτ ρε στ ως
Dauntlessness, αφοβία, f ατρεμία, f.
Dawn, όρθρος, m. περίορθρον, n. τί>
λυκαυΎες; at dawn, υρθριος, ορθρι-
νός, αμα ττ} ήμερα : to rise at dawn,
όρθρεύω [λάμπα?
Dawn, ν. ύπο φαίνω, ύπερφαίνομαι, εκ-
Day, ήμερα, f. ήμαρ, n. : all day, πάνη-
μαρ, πασαν ήμεραν, κατ ήμαρ : every
day, πανήμερος, εφήμερος , ήμάτιος,
μεθημερινος, όσημεραι, κα& εκάστην
ήμεραν, ανά πασαν ήμεραν : lasting
the whole day, πανημεριος, ημερή-
σιος : lasting a day, εφήμερος : last-
ing ten days, δεχήμερος : by day,
ήμερινος, μεθημεριος, ήμάτιος; adv.
κα& ήμεραν, μεθ' ήμεραν, ημέρας ; to-
day, σήμερον, τήμερα, καθ' ήμεραν :
the day before, ή προτεραία : the
next day, ή ύστεραία : on the third
day, τριταίος: on the tenth day,
δεκαταΊος : to spend the day, ήμε-
ρεύω
Daybreak, όρθρος, m. : at daybreak,
υπ' όρθρον, αμα ττ? ήμερα
Daylight, λνκη, /,
Daystar, φωσφόρος, πι.
Dazzle, ν. αμερδω
Deacon, διάκονος, πι.
Deaconry, διακονία, f.
Dead, νεκρός, νεκυς, θανάσιμος : the
dead, ol κεκμηκότες, οι κάτω : half-
dead, ήμιθνής : newly dead, νεοθνής
Deaden, v. άμενηνόω
Deadly, ολέθριος, όλοος, θανάσιμος,
θανατηφόρος, επιθάνατος
Deadly, adv. θανασίμως
Deadness, νάρκη, f. [κωφόομαι
Deaf, κωφός, ανήκοος : to be deaf,
Deafen, v. εκκωφόω
Deafness, κωφότης, f. [πεύκινος
Deal, πεύκη, f. : of deal, πευκήεις,
Deal, v. (distribute) νέμω, ταμιεύω ;
(traffic or have dealings with) ayo-
ράζω, χράομαι : easy to deal with,
ενσύμβολος : hard to deal with,
δυσύμβολος
Dealer, ά-γοραστής, πι. έμπορος, πι.
Dealing, εμπορία, f. : dealings, κοι-
νωρ'ηματα, n. pi. συναλλατ/ή, f.
Dear, (beloved) προσφιλής, φίλος, εύ-
φίλητος, κήδειος ; (in price) τίμιος,
έντιμος, πολυτελής : too dear, ύπερ-
τίμιος : to be dear or beloved,
χαρίζομαι
Dearly, adv. (with fondness) φίλως,
προσφιλώς; (in price) πολλού, τιμίως
ΒΕΑ
Dearness, πολυτέλεια, f. πολυχρημα-
Dearth, άφορία, f. αύχμος, m. [τία, f.
Death, θάνατος, m. μόρος, m. τελευτη,
f. όλεθρος, m. πότμος, m. κηρ, f. :
to put to death, θανατόω: at the
point of death, επιθάνατος : con-
demned to death, επιθανάτιος
Deathless, αθάνατος
Debar, v. εξείρ-γω, αποκλείω
Debark, v. εκβαίνω, αποβαίνω
Debarkation, απόβασις, f
Debase, v. διαφθείρω, κακόω, μειόω,
ταπεινόω ; (of money) κιβδηλεύω
Debasement, ταπείνωσις, f.
Debatable, άμφίλoyoς, άμφισβητητος,
αμφισβητήσιμος
Debate, αμφισβητησις, f. διάκρισις, f.
. hvTiXoyia, f. [αμφισβητεω
Debate, v. αμφιλ^ω, εκκλησιάζω,
Debauch, v. καταισχύνω, διαφθείρω,
μοιχεύω [μοιχευτης, m.
Debauchee, ακόλαστος, m. άσωτος, m.
Debauchery, ακολασία, f. ασωτία, f.
Debenture, σύμβολον, n. σνμβόλαιον,
Debile, ασθενής [n.
Debilitate, v. άσθενόω, κατάγνυμι
Debility, ασθένεια, f.
Debt, υφείλημα, οι. χρέος, n. : bad
debts, τα άπορα : to be in debt,
οφειλεω : in debt, ύπόχρεως : deep
in debt, ύπερχρεως
Debtor, οφειλέτης, m. οφειλετις, f.
χρήστης, m.
Decade, δεκάς, f.
Decalogue, δεκάλο*γος, m,
Decamp, V. ανασκευάζω, άναζεύ'γνυμι
Decapitate, V. κεφαλοτομεω, καρατο-
Decay, φθορά, f. μαρασμός, ί», [μέω
Decay, v. φθίνω, γηράσκω, μαραίνομαι
Decease, θάνατος, m. ή απόστασι?
βίου
Decease, ν. θνησκω, τελευτάω τον βίον
Deceased, τεθνεώς, αποθανών, κατοι-
χόμενος
deceit, απάτη, /. εξαπάτη, /. δόλος, m.
Deceitful, δόλιος, δολερός, απατηλός,
απατητικος, κίβδηλος
Deceitfully, adv. δολερώς, απατηλώς
Deceive, ν. απατάω, εξαπατάω, δολόω,
κλέπτω, διαψεύδω, παρακρούω
Deceiver, εξαπατητηρ, m, ψεύστης,ηι.
ηπεροπευτης, ίίι.
December, ΤΙοσειδεών, m.
Decemvir, δεκά$αρχος, m. [χία, f.
Decemvirate, δεκαρχία, f. δεκαδαρ-
Decency, κοσμιότης, f. σεμνότης 9 f.
ευπρέπεια, f. το πρέπον
Decennial, δεκαετηρος, δεκαετής
374
DEC
Decent, ευπρεπής, πρέπων, εύσχημων,
καθηκων [καθηκόντως
Decently, adv. εύπρεπώς, εύκόσμως,
Deception, απάτη, /. δόλος, m.
Deceptive, απατητικος, απατηλός,
δόλιος
Decide, ν. δια-γηνώσκω, διακρίνω, δι-
κάζω, εκδικάζω, κρίνω
Decidedly, adv. ισχυρώς
Decimal, δεκαταΐος
Decimate, ν. δεκατεύω
Decimation, δεκάτευσις, f.
Decipher, v. αναγηνώσκω [κρισις, f.
Decision, διά^γνωσις, f. κρίσις, f. διά-
Decisive, τέλειος, τεληεις, περαντικος
Decisively, adv. τελείως
Deck, (of a ship) κατάστρωμα, n,
σανίδωμα, n. [ εκστελλω, σχηματίζω
Deck, v. κοσμεω, κατακοσμέω, ασκεω,
Decked, εϋκοσμος, κατάφρακτος
Declaim, ν. ρητορεύω, τρα^'ωδέω
Declaimer, ρητορεύων, m.
Declamation, ρητορεία, f. αγώνισμα, n. .
λο*γοποιΐα, f.
Declamatory, ρητορικός [μύθος, m.
Declaration, φάσις, f. λό*γος, m,
Declarative, εξη'/ητικος, ερμηνευτικός
Declaratory, αποφαντικος, μηνυτικος
Declare, ν. άποφαίνω, εκφαίνω, άνα-
φαίνω, ay ορεύω, διayopεύω, εζεΊπον,
φημϊ, λέγω, σημαίνω, μαρτυρεω ;
(as an oracle) χράω; (war) κατ-
ayyελλω, προσεΊπον [απόκλισις, f.
Declension, κλίσις, f. παράλλαζις, f.
Declination, απόκλισις^.παράλλαίις f.
Decline, (a diseas ) τηκεδών, f.
Decline, v. κλίνω, εκκλίνω, αποκλίνω,
μεταπίπτω, παραλλάσσω ; (as an
invitation) επαινεω
Declivity, κλιτύς, f καταβαθμος, m.
Decoct, v. εψω
Decoction, εψημα, n.
Decompose, v. διαλύω
Decompound, v. διαλύω
Decorate, v. κοσμεω, άγάλλω [μα, n,
Decoration, κόσμος, m. ^καλλώπισ-
Decorous, ευπρεπής, εύσχημων, κόσ-
μιος, εΰκοσμος
Decorously, adv. εύκόσμως, εύτάκτως,
εύσχημόνως. πρεπόντως
Decorticate, ν. άπολεπω
Decorum, εύκοσμία, f κοσμιότης, f.
εύσχημοσύνη, f κόσμος, m.
Decoy, ν. παλεύω
Decrease, μείωμα, n.
Decrease, ν. μειόομαι, μινύθω
Decree, ψήφος, f. ψήφισμα, n. δόyμa 9
71. βουλή, f
DEC
Decree, V. ψηφίζω, τεκμαίρομαι, χειρο-
τονεω, κρίνω, δία'γί'γΐ'ωσκω
Decrepit, παλαιός, ύττερ-γηρως
Decrepitude, παλαιότης, /.
Decry, ν. διασύρω, βασκαίνω
Decurion, δεκαδάρχης, m
Decurrent, καταρρέων
Dedicate, ν. καθιερόω, άνατίθημι,
α~γίζω, καθα-γίζω, ίερόω
Dedication, καθιέρωσα, f άνάθεσις, f
Deduce, V. συλ\ο~γίζομαι, τεκμαίρομαι,
τεκμηριόω, τταρά'γω
Deducible, ovWoyiareos [βάνω
Deduct, ν, άφαιρεω, ύφαιρεω, άπολαμ-
Deduction, {inference) συ\λο~γισμος,
m. in'iAoyos, m. (abating) μείωσις,/
Deductive, avWoywriKOS
Deed, tpyov, n. πράξις, f. πρα~/μα, n. :
good deed, ayadoepyia, f : evil
deed, KaKovpy^a, n. [ομαι, οιομαι
Deem, v. ξύομαι, νομίζω, εχω, ποιέ-
Deep, (the sea) τα λαΊτμα θαλάσσης,
Deep, βαθύς [θάλασσα, f.
Deeply, adv. βαθέως
Deer, ελαφος, c. δόρκας, f. κεμάς, f.
Deface, ν, περικόπτω, αίκ'ιζω
Defamation, Ka^yopia, f βλασφημία,
f. διαβολή,/.
Defamatory, βλάσφημος, βάσκανος '
Defame, V. διαβάλλω, ατιμάζω, βλασ-'
φημεω, Ka^yopw [βλάσφημος, m,
Defamer, διάβολος, m. βάσκανος, m,
Default, e7riAeii|/is, /. πταίσμα, n.
Defeat, ησσα, f. συμφορά, f. τροπή, f_
Defeat, V. νικάω, δαμάω, χειρόω ;
(frustrate) διακρούω: to be defeated,
ελασσόομαι, ησσάομαι [ενδεές
Defect, αμάρτημα, n, έλλειμμα, n. τό
Defection, άπόστασις, f.
Defective, ελλι,.ης, ενδεής
Defence, προβολή, f. πρόβλημα, n.
αλκή, f. ερυμα, n, (vindication)
aπoλoy^a, f.
Defenceless, ερημ,ος, ανοπλος, άφρακτο*
Defend, V. άμννω, πρυισταμαι. άλεξω,
επαρκεω, ερύομαι ; (vindicate) άπο-
λoyεcμaι. υπεpaπoλoyεoμaι
Defendant, ό φείηων, δ κεκριμενος,
αντίδικος, c.
Defender, προστάτης, m. άλεξητηρ,
m. πρόβολος, m. άρωyός, m.
Defending, άλεζητηριος, άpωybς, προ-
στ στη ρ ιο ς
Defensible, εχυρός, ά^ιoλόyητos
Defensive, αμυντηριος
Defer, V. αναβάλλω, άποτίθεμαι, μέλλω
Deference, εντροπη. f. ευλάβεια,/
Deferring, αναβολή, /. μέλλησις, /.
375
DEL
Defiance, πρόκλησις, f. [έλλειμμα, n.
Deficiency, ένδεια, f άπόλειψις, f.
Deficient, ενδεής, ελλιπής : to be
deficient, επιλείπω, ελλείπω, λεί-
πυμαι ; impers. δε?, προσδει
Defile, μυχός, m. στενόπορον, η.
Defile, ν. μιαίνω, καταμιαίνω, αίσχύ'
νω, μολύνω, φύρω
Defiled, μολυνθείς, προστροπαίος
Defilement, μίασμα, η. μόλυνσις, f.
Define, ν. ορίζω, διορίζω, περηράφω,
διαιρεω
Definite, άφωρισ μένος, ακριβής, βέβαιος
Definition, ορισμός, m. όρος, ίιι. άφ-
όρισμα, η.
Definitive, θετικός, οριστικός
Deflection, εκκλισις, /.
Deflower, ν. διακορεύω, διακορέω,
καταισχύνω, φθείρω
Defluxion, κατάρροια, f
Deform, ν. αίσχύνω, καταικίζω
Deformed, άμορφοι, εμπηρος
Deformity, αμορφία, f. αίσχος, η.
Defraud, ν. άποστερεω, φηλόω, καπη•
λεύω [μ.
Defrauder, άποστερητης, in. φηλητης,
Defrauding, άποστερησις,/. άπαιολη,^
Defray, V. τελέω, λύω, διαλύω
Defunct, νεκρός, τεθνηκως
Defy, ν. προκαλεομαι
Degeneracy, παρατροπη, f.
Degenerate, ^ενης, δυσyεvης
Degenerate, ν. χειρών yίyvoμaι, εκ-
πίπτω (εις)
Degradation, ατιμία, /. αίσχος, η.
Degrade, ν. άτιμόω. αίσχύνω
Degree, τάξις, f αξίωμα, η. : by de-
grees, κατ ολίγοι
Deject, ι\ καταπλήσσω, ταπεινόω : to
be dejected, καταθυμεω, άδημυνεω
Dejected, άθυμος, κατηφής, δύσθυμος
Dejection, άθυμία, f. κατηφεια, f.
Deify, ν. άποθεόω [ταπεινότης, f.
Deign, ν. άξιόω
Deity, θεός, m. δαίμων, m. δαιμόνων, n.
Delay, διατριβή, f. αναβολή, f. όκνος,
m. μελλημα, n. μελλησις, f. μονή, f.
έδρα, f. : without delay, άνεδην,
άιιελλητϊ
Delay, v. πεδάω, κaτείρyω, διά^γω 9
επέχω ; intrans* διατρίβω, όκνεω,
μέλλω, χρονίζω, ^χρονίζω, μένω,
Delayer, μελλητης, m. [αναδύομαι
Delectable, χαρίεις, ηδύς, θυμηδης
Delectation, ήδος, η. τερψις, f.
Delegate,, πρεσβυς, m. πρόβουλος, m.
Delegate, ν. επιτρέπω, επιστελλω,
πέμπω
DEL
Delegation, πρεσβεία, /.
Deleterious, βλαβερός, ολέθριος
Deliberate, εύλόγιστος, προαιρετός
Deliberate, v. βουλώνω, διαβουλεύομαι,
μητιάω, χρηματίζω [λευμενωϊ
Deliberately, adv. εσκεμμένως, βεβου-
Deliberation, βουλή, f. βούλευσις, f.
γνώμη, f. λόγος, m. λογισμός, m.
Deliberative, βουλευτικός
Delicacy, τρυφη, f. αβράτης, f.
αβροσύνη, f. απαλότης, f. ' delica-
cies, θάλεα, n. pi. [αβρός, τερην
Delicate, λεπτός, απαλός, τρυφερός,
Delicately, adv. τρυφερώς, άβρώς : to
live delicately, τρυφάω
Delicateness, απαλάτης, f.
Delicious, γλυκύς, ηδύς, μείλιχος
Deliciously, adv. ηδέως
Delight, τέρφις, f. ευφροσύνη, f ηδονή,
f. χάρμα, n. χαρμάνη, f> χαρά,/.
ηδυπάθεια, f.
Delight, v. τέρπω, αρέσκω, ευφραίνω,
€παγλα'ίζω ; intrans. χαίρω, άγαλ-
λάομαι
Delighted, άσμενος, περίχαρης
Delightedly, adv. ασμένως
Delightful, τερπνός, ηδύς, ευτερπης ;
εραννός, κεχαρισμένος
Delightfully, adv. τερπνώς
Delineate, ν. περιγράφω, διαγράφω
Delineation, διαγραφή, f.
Delinquency, πλημμέλεια, f. σφάλμα,
n. αμάρτημα, n.
Delinquent, άλείτης, m.
Delirious, φρενιτικός, εκστατικός
Delirium, φρενϊτις, f. εκστασις, f.
Deliver, V. απαλλάσσω, λύω, απολύω,
εκλύω, εκσώζω, σώζω, σαόω, ρύομαι,
εξαφαιρεω ; (as a letter) διαδίδωμι,
αποδίδωμι, αποφέρω ; (of a midwife)
λοχεύω, μαιεΰομαι
Deliverance, λύσις, f. εκλυσις, /.
σωτηρία, f. απαλλαγή, f.
Deliverer, σωτηρ, m. λντηρ, m.
Delivery, λύσις, f. ελευθερωσις, /,
(of a ivoman) τόκος, m. μαίευσις, f.
Dell, βησσα,^ νάπη, f. αγκος, n.
Delude, v. απατάω, ύπέρχομαι, ύπυ•
τρέχω, βλάπτω
Deluder, φεύστης, m. φεναξ, on,
Delve, σκαπάνη, f. όρυγμα, οι.
Delve, v. σκάπτω, ορύσσω
Delver, σκαφευς, on. σκαπτηρ, on.
Deluge, κατακλυσμός, on. επίκλυσις, f.
Deluge, v. κατακλύζω
Delusion, άπάτ^, /.
Delusive, άπατητικός, άπαττ)λιος
Delusively, adv. ποικίλως
376
DEN
Demagogue, δημαγωγός, on.
Demand, αίτημα, n. αίτησις, f. άξί-
ωσις, f αξίωμα, n. επίταγμα, n.
Demand, v. αϊτεω, εξαιτεω, άξιόω :
(as a debt) εγκαλέω : demand
back, άπαιτεω : demand in return,
άνταιτέω, αντικελεύω, ανταξιάω
Demanded, αιτητός
Demean, v. (behave) εχομαι ; (conde-
scend) συγκαθίημι
Demeanour, τρόπος, on. σχήμα, n.
Dementation, μανία, f. παραφροσύνη, f.
Demerit, ανάξια, f.
Demesne, κλήρος, on. κληρονομιά, f.
Demi-god, ημίθεος, on.
Demigration, μετοικία, f μετοίκησιςφ
Demise, θάνατος, m.
Demise, V. καταλείπω
Democracy, δημοκρατία, f. : the de-
mocracy, ό δήμος, το πλήθος
Democratical, δημοκρατικός
Demolish, ν, καθαιρεω, εξαλείφω, δι-
αιρεω, περθω, εκπέρθω, εξαλαπάζω ν
άϊστόω
Demolished, ανάστατος, άΐστος
Demolition, καθαίρεσις. f.
Demon, δαίμων, m, δαιμόνων, n.
Demonstrable, άποδεικτός
Demonstrate, ν, δείκνυμι, αποδείκνυμι,
δηλόω, άποφαίνω
Demonstration, άπόδειξις, f. δείγμα, η.
Demonstrative, δεικτικός, αποδεικτικός
Demonstratively, adv. δεικτικώς
Demur, όκνος, m, διατριβή, f.
Demur, ν. οκνέω, διατρίβω ; (in law)
παραγράφομαι
Demure, θεμερώπις, σκυθρωπός, σεμ-
νός : to look demure, σεμνοπροσ-
ωπεω
Demurely, adv. σκυθρωπώς, σεμνώς [/.
Demurrer, παραγραφή, /. διαμαρτυρία,
Den, θαλάμη, f εϊλυός, on. άντρον, n.
Deniable, άρνήσιμος [φωλεός, m.
Denial, άρνησις, f. άπόφασις, f.
Denizen, πολίτης, m.
Denominate, v. ονομάζω, καλεω
Denomination, όνομα, n. επωνυμία, f.
Denote, v. σημαίνω, επισημαίνω
Denounce, v. καταγορεύω, προαγορεύω ;
(inform against) γράφομαι, απογρά-
φω, εκδείκνυμι
Dense, πυκνός, στιφρός, επήτριμος
Densely, adv. πυργηδόν, βύζην
Density, πυκνότης, /. [τρίμμα, η.
Dentifrice, όδοντόσμηγμα, η. όδοντό-
Denudate, Denude, ν. γυμνόω, φιλάω
Denunciation, παραγγελία^, φάσις,^
Deny, ν. άρνεομαι, άπαρνεομαι, άντεΐ-
DEP
irov, αντιλέγω, άπόφημι, άναίνομαι ;
(on oath) άπόμνυμι, εζόμνυμι
Depart, ν. άπειμι, απέρχομαι, απαίρω,
αφορμάω, άποχωρέω, μεταχωρέω,
αποβαίνω, άφίστημι, άποίχομαι, εξ-
ορμάω, μεθ'ισταμαι, απαλλάσσομαι
Departed, the, οι απο^ενόμενοι, οι
κατοιχόμενοι
Department, προαίρεσις, f μερϊς, f
Departure, έξοδος, f. άποχώρησις, f.
απαλλαγή, f.
Depend upon, v. ανάκειμαι, αρτάομαι,
εξαρτάομαι, περιίσταμαι, έπανακρε-
μάννυμαι [πίστις, f.
Dependance, πελατεία, f. (reliance)
Dependant, πελάτης, m. πελάτις, f
Dependent on, υπεύθυνος
Depict, v. γράφω, κατα'γράφω
Deplorable, οικτρός, άξιόθρηνος, κλαυ-
rbs, πολυδάκρυτος
Deplorably, adv. οϊκτρώς
Deplore, V. οδύρομαι, δακρύω, κλαίω,
θρηνέω, ολοφύρομαι. στενάχω
Deponent, μάρτυς, m.
Depopulate, ν. ερημόω, πορθέω, κενόω
Depopulated, έρημο?, κένανδρος
Deport, ν. εχομαι, προσφέρομαι
Deportment, τρόπος, on.
Depose, ν. εκβάλλω, παύω, καταπαύω,
καταλύω ; (attest) μαρτυρέω
Deposing, κατάλυσις, f κατάπαυα is, f.
Deposit, παρακαταθήκη, f. καταθήκη,/.
καταβολή,/, θεσις,/. παρακαταβολη,
f. (of earth) πρόσχωσις, f. πρόσχυ-
σις, f. πρόσχευμα, n.
Deposit, V. τίθημι, άποτίθημι, κατα-
τίθημι ; (of a river) προσχόω
Deposition, εκμαρτυρία, f.
Depra\ T ation, παρατροπη, f. διαφθορά,
f. φθορά, f. [τρέπω
Deprave, ν. φθείρω, διαφθείρω, παρα-
Depraved, κακός, μοχθηρός, φαύλος
Depravity, μοχθηρία, f κακία, f φαυ-
λότης, /. [προσκυνέω
Deprecate, ν. παραιτέομαι, απεύχομαι,
Deprecation, παραίτησις, f.
Depreciate, ν. φαυλίζω, διασύρω, κατα-
φρονέω, 6λι*γωρεω
Depreciation, μικpoλoyίa, f.
Depredate, ν. συλάω, αρπάζω, διαρπά-
ζω, ληστεύω
Depredation, ληστεία, f διαρπα^, /.
Depredator, ληστής, τα. κλέπτης, on.
Depress, ν. καταβρίθω, συστέλλω,
συνέχω \J.
Depression, κατάτασις, f. κατάθλψις,
Deprivation, στέρησις, f. παραίρεσις,^
Deprive, ν. στερέω, αποστερέω, άώαι*
377
DES
ρέω, έξαιρέω, ερημόω, άμέρδω, αμείρω '.
to be deprived of, εκπίπτω, τητά-
ομαι, μονόομαι, χηρεύω, συλάομαι
Depth, βάθος, η. βένθος, η. : depths
(of the earth or nether world), κευ-
θος, η. (in r pl.), κςυθμων, m. (in pi.)
Deputation, πρεσβεία, f.
Depute, v. πέμπω, άντικαθίστημι
Deputy, πρόβουλος, m. συγγραφεύς, m.
Derange, v. ταράσσω, συγχέω, εξίστημι,
τυρβάζω [p°-&s, /•
Derangement, σίτγχυσις, f. συντά-
Dereliction, απόλειψις, f. παράλειψις, f.
Deride, v. κατα-γελάω, έγγελάω, χλευ-
άζω
Derider, χλευαστής, on. 'γελαστής, on.
DerisioD, κατάγ^ελως, on. χλευασμός, m.
Derisive, χλευαστικός, κερτόμεος
Derivation, παρα'γω^η, f.
Derivative, παραΎω^ος
Derive, v. παράγω, ζορίζομαι; (of
words or names) παρωνυμίαζω
Derived, παρώνυμος
Derogate, v. ελασσόω, μειόω
Derogation, μείωσις, f. αφαίρεσις, f.
ελάσσωμα, n.
Derogatory, μειωτικός, αφαιρετικός
Descant, V. μακρη^ορέω, διαλέ'γομαι,
ύμνέω
Descend, v. καταβαίνω, κάτειμι, κατ-
έρχομαι, καταδύνω, ύποβαίνω : to
descend from, έκ^ί^νομαι
Descendant, 'γένος, n. -γένεθλον, n.
7ra?s, c. νέπους, c. εκ^γονος, m. έπί-
'γονος, m. : to be a descendant,
εκ'γΊ'^νομαι
Descended, εκ•γονος, απόγονος
Descent, κατάβασις, f. {birth, race)
'γένεσις, f. ανατολή, f (invasion)
άπόβασις, f. εϊσβολη, f
Describe, v. συγγράφω, δια•γράφω
Description, δια-γραφη, f.
Descriptive, περιη-γητικος
Descry, v. δράω, σκοπιάζω
Desecrate, v. μιαίνω, βεβηλόω
Desecration, μίανσις, f. βεβηλωσις, f.
Desert, έρημος, f. ερημιά, f. (merit)
Desert, V. λείπω, απολείπω, εκλείπω,
άπειμι ; (as a soldier) αύτομολέω,
άποδιδράσκω ; (as an ally) αποστρέ-
φομαι, αποστατέω
Desert, έρημος, άβατος
Deserter, αυτόμολος, m. φυ^άς, c.
αποστάτης, m. (from a ship) λειπό-
ναυς, on.
Desertion, απόλειψις, f. κατάλειψις, f.
(an a soldier) αύτομολία, f. απο-
DES
στρατεία,/. λιποστράτιον,η. (of one's
painty) άπόστασις, / αποτροπή,/.
Deserve, v. άξιος εϊμι, αξιόομαι
Deserved, άξιος, επάξιος
Deservedly, adv. άξίως, κατ αξίαν
Deserving, άξιος, επάξιος
Design, βούλευμα, η. ενθύμημα, η.
μήδεα, 7i.pl. μητις,/.
Design, ν. μηχανάομαι, ενθυμέομαι,
διανοέομαι, βουλεύομαι
Designate, ν. ονομάζω, αποδείκνυμι
Designation, όνομα, η. σημεων, η.
Designedly, adv. επίτηδες, εκ προνοίας
Designing, επίβουλος, ύποδόλιος
Desirable, ποθεινος, εύκτος, πολυεύ-
Χ^τος, ίμερόεις, ευκταίος, αξιόκτητος,
αιρετέος, επιθυμητός
Desire, πόθος, in. 'ίμερος, in. έρως, m.
επιθυμία, /. επιθύμησις, /. ορεξις, /.
°wh,/>
Desire, ν. ποθέω, εφίεμαι, ορε^νυμαι,
επιθυμέω, ^λίχομαι, λιλαίομαι
Desirous, πρόθυμος, επιθυμητικος, λε-
λιημενος
Desirously, adv. επιθιβμητικως
Desist, ν. μεθίσταμαι, λη-γω, παύομαι,
μεθίεμαι, αποτρέπομαι, επέχω
Desk, τράπεζα,/, άβάκιον, η.
Desolate, έρημος, κένανδρος, άβροτος ;
(sorrowful) λυπηρός, άθυμος
Desolate, ν. ερημόω, εξερημόω, δηόω,
Desolation, ερημιά, /. [χηρόω
Despair, άβι^ία, /. ανέλπιστον, η.
απόνοια, / [-γι-γνώσκω
Despair, ν. άθυμέω, απονοεομαι, απο-
Despairing, απονενοημένος
Despatch, σκυτάλη,/.
Despatch, v. (send away) αποστέλλω ;
(transact) διαπράσσω, διατελέω ;
(make away with, destroy utterly)
αφανίζω); (kill) κτείνω, αποκτείνω
Desperate, ανέλπιστος^ απονενοημέ-
νος, δύσελπις ; (rash, wicked) παν-
ούργος [μένως
Desperately, adv. αθύμως, απονενοη-
Desperation, ανελπιστία, /
Despicable, ευκαταφρόνητος, άτιμος,
καταβεβλημένος
Despicably, adv. καταβεβλημένως,
εύκαταφρονητικώς
Ώβ8ρΐΒβ,ν.καταφρονέω 9 ύπερφρονέω,6λι•
*γωρέω, ύπεροράω, παρ' ολίγον ποιού-
μαι, ολίΎώρως εχω, ουδαμοΰ νομίζω
Despised, ατίμητος, άτιμος, απόθεστος
Despiser, καταφρονητης, m. υπερόπ-
της, m.
Despite, άτιμασμος, in. κακουρ^Ία,/.
Despoil, ν. συλάω, σκυλεύω, ληίζομαι
378
DET
Despoliation, σκυλεία, f. σύλησις, /.
Despond, ν. άθυμέω, δυσθυμέω
Despondency, άθυμία, /. δυσθυμία, /.
Despondent, άθυμος
Desponding, άθυμος, δύσθυμος
Despondingly, adv. άθύμως
Despot, δεσπότης, m. τύραννος, in.
Despotic, δεσποτικός, δεσπόσυνος
Despotically, adv. δεσποτικώς
Despotism, δεσποτεία, /.
Dessert, τρωκτα, n. pi. τρωyάλιov, n.
επιφορηματα, n. pi.
Destination, τέρμα, n. προορισμός, m.
Destine, v. τάσσω, τίθημι, τεκμαίρο-
Destiny, μοίρα, /. [ μα ι
Destitute, ενδεής, επιδεης, έρημος,
κενός, άκληρος, άμοιρος : to be
destitute of, σπανίζω : to make
destitute, όρφανίζω [δεια, /.
Destitution, σπάνις, f απορία, /. εν-
Destroy, v. ολλυμι, άπόλλυμι, διόλ-
λυμι, φθείρω, διαφθείρω, πέρθω,
πορθέω, διαπέρθω, καθαιρέω, εξαιρέω,
αναλίσκω, εξαλείφω : to be de-
stroyed, φθίνω, καταφθίνω
Destroyer, καθαιρετης, m. πορθητής,
m. λυμαντηρ, m. δηλημων, in. άνα-
τροπευς, m.
Destruction, όλεθρος, m. φθορά, /.
διαφθορά,/, άτη, /. άνάστασις,/.
Destructive, ολέθριος, όλοος, οϋλιος,
άλιτηριος, πολυφθόρος
Desuetude, άηθεια, /.
Desultory, διάδρομος, άστατος
Detach, ν. χωρίζω, διαχωρίζω
Detachment, μέρος, η. λόχος, m.
Detail, διέξοδος, /. δι^ησις, /.
Detail, ν. διέξειμι, διεξέρχομαι
Detain, ν. εχω, κατέχω, 'ίσχω, κατ-
ίσχω, κατακωλύω
Detect, ν. λαμβάνω, φωράω, "γνωρίζω,
αίρέω, εφευρίσκω : to be detected,
αλίσκομαι, καθευρίσκομαι
Detected, επίληπτος, έπίδηλος
Detection, άνακάλυψις,/. ληψις, /,
Detention, κατοχή,/.
Deter, ν. εκπλήσσω, αποτρέπω
Deteriorate, ν. βλάπτω, ελασσόω
Deterioration, έλάττωσις, /.
Determent, έμπόδιον, η.
Determinate, τακτός, βέβαιος, ακριβής
Determination, διά^νωσις, /. βούλευ-
μα, 11. βουλή,/. Ορισμα, η.
Determine, v. (resolve, purpose) βου-
λεύω, βούλομαι, δοκέω, δίαγ^Τ"
νώσκω ; (fix) ορίζω, διορίζω ; (de-
cide) κρίνω, δικάζω [μαι
Detest, ν, έχθαίρω, μισέω, μυσάττο-
DET
Detestable, εχθρός, στυγερός, βδελυκ-
rhs, μισητέος, απεχθής, στυγητος
Detestably, adv. εχθρώς, στυγερώς
Detestation, εχθος, n. μίσος, n,
απέχθεια, f.
Dethrone, v. εκβάλλω, καταλύω
Detract from, v. μειόω, έλασσόω, δια-
βάλλω, καταλαλέω [καταλαλιά, f.
Detraction, μικρολογία, /. μείωσις, /.
Detractory, μειωτικός, αφαιρετικός
Detriment, ζημία, /.βλάβη, /. λύμη,/.
Detrimental, βλαβερός, επιζήμιος
Devastate, ν. πορθέω, τέμνω, δηλέομαι
Devastation, ερημωσις, /. τμτ,σις, /.
πόρθησις, /.
Develope, ν. αναδείκνυμι, δηλόω
Devest, ν, συλάω, άποδύω, εκδύω
Deviate, ν. πλανάομαι, αποπλανάομαι,
παρεκκλίνω, παρεκβαίνω
Deviation, πλάνη,/, παρέκβασις,/.
Device, μηχανή,/, ενθύμημα, /?. (em-
blem) σημεΐον, η. επίσημον, η. σημα,η.
Devil, διάβολος, m.
Devilish, διαβολικός
Devious, πλανοστιβης
Devise, ν. μηχανάομαι, περιμηχανά-
ομαι, ευρίσκω, εκφροντίζω, συνάπτω
Devoid, έρημος, κενός, επιδεης
Devolve, V. επιβάλλω, περάσταμαι,
υπάρχω
Devote, ν. ανατίθημι, καθιερόω : to
devote oneself to, προσέχω, επι-
δίδωμι, προ'ίημι, υπέχω
Devotee, ζηλωτής, m.
Devotion, ευσέβεια, /.
Devotional, θεοσεβης [βρώσκω
Devour, V. κατεσθίω, καταφάγω, βι-
Devoured, διαβόρος
Devouring, διαβόρος, πολυβόρος
Devout, ευσεβής
Devoutly, adv. εύσεβώς
Dew, δρόσος, /. ε ρ ση, /.
Dewy, δροσερός, ενδροσος, ευδροσος
Dexterity, δεζιότης, /. επιδεξιότης, /.
Dexterous, Se£tbs, επιδέξιος, ταχύχειρ
Dextral, δεξιός
Diabolical, διαβολικός
Diadem, στεφάνη, /. διάδημα, η,
Diagonal, διαγώνιος
Diagram, διάγραμμα, η.
Dial, στοιχεων, η.
Dialect, διάλεκτος, /. γλωσσά, /.
Dialectic, διαλεκτικός
Dialogue, διάλoyoς, m.
Diameter, διάμετρος, f.
Diamond, αδάμας, m.
Diana, "Αρτεμις, /. Λητωϊς, /.
Diaphanous, διάφανης, διαυγή
379
DIF
Diaphoretic, διαφορητικος
Diaphragm, διάφραγμα, n. ύπόζωμα,
n. φρην, f.
Diarrhoea, διάρροια, /.
Diary, εφημερΧς, /.
Diastole, διαστολή, /.
Dice-box, φιμος, m. πύργος, m.
Dice-player, κυβευτης, m.
Dice-playing, κυβεία, /. : to play at
dice, κυβεύω, αστραγαλίζω
Dictate, παράγγελμα, n. δίδαγμα, n.
Dictate, v. υποβάλλω, παραγγέλλω,
επιτάσσω, υπαγορεύω, εξηγέομαι
Dictation, ύπαγορία, /. ύπαγόρευσις,/.
Dictator, δικτάτωρ, m.
Dictatorship, δικτατωρεία, /.
Diction, λέ\ις, /. φάσις, /.
Dictionary, λεξικον, η.
Didactic, διδακτικός
Die, κύβος, m. αστράγαλος, m. : of or
belonging to dice, κυβευτικος
Die, s. & v. (stain, colour). See Dye
Die, V. θνησκω, αποθνήσκω, φθίνω or
φθίω, ΰλλυμαι, απόλλυμαι, τελευτάω,
διαφθείρομαι, άπογίγνομαι, μεθίημι
ψυχην : die for, προθνησκω, ύπερ-
αποθνησκω : die in, ενθνησκω, έν-
τελευτάω : to be dead, οίχομαι,
άποίχομαι, κεΊμαι
Diet, δίαιτα, /. τροφή, /.
Diet, ν. διαιτάω
Differ, ν. διαφέρω, διισταμαι, διαλλάσ-
σω, εναλλάσσω, ποικίλως εχω ; (in
opinion) άντιγνωμονέω, άντιδοκέω
Difference, το διάφορον, διάφορα, /.
διάστασις, /. άλλοιότης, /. άνομοι-
ότης, /.
Different, διάφορος, άλλοΤος, έτερος,
άντίος, ετερότροπος: at different
times, in different ways or places,
άλλοτε, άλλοθεν, άλλυδις
Differently, adv. διαφερόντως, ετερως,
ετέρηφι, δίχα. άλλοίως
Difficult, χαλεπός, δύσκολος, δυσχερής,
αργαλεος, άπορος, αμήχανος, δυσ-
κατάπρακτος ; (as a road) δύσβα-
τος, δύσπορος; very difficult, παγ-
χάλεπος, υπερμεγέθης ; (difficult to
learn or understand) δυσμαθης, δυσ-
καταμάθητος : δυσ- prefixed to a
icorcl gives it the signification of
difficult to do, as, δύσαρκτος, diffi-
cult to govern.
Difficulty, δυσχέρεια, /. δυσκολία, /.
απορία, /. αμηχανία, /. : diffi-
culties, τα άπορα, ανάγκη, /. :
greatest difficulties, τά αναγκαιό-
τατα. : to be in difficulty, άπορέω,
r2
DIF
αμηχανεω : with difficulty, μόλις,
χαλεπώς, γλισχρώς, μόγις : with
great difficulty, παγχαλέπως :
without difficulty, άμογητϊ
Diffidence, ατολμία, f. αισχύνη, /.
Diffident, άτολμος, αίδ^μων
Diffuse, μακρό s, πολυλόγος : to be
diffuse, μακρολογεω, μηκύνω
Diffuse, V. περιχεω, άμφιχεω, δια-
σπείρω, διασκεδάννυμι
Diffusely, adv. διακεχυμενως, πλατεως
Diffuseness, μακρολογία, / πολυλο-
Diffusion, διάχυσις, /. [γία, /
Dig, ν. ορύσσω, σκάπτω, λαχαίνω :
dig through, διορύσσω : dig up, εξ-
ορύσσω : dig around, περιορύσσω
Digest, v. (of the stojnach) πεσσω,
καταπέσσω, διαπεσσω, καθε\\ιω
Digested, σηπτος
Digestible, εύπεπτος, ευ κατ εργ αστός
Digesting, σηπτικός, σηπτηριος
Digestion, πεψις, /. κατεργασία, /. :
good digestion, ευπεψ'ια, /. : bad
digestion, δυσπεψία, /.
Digger, σκαπτηρ, m. σκαφεύς, m.
Digging, λάχτ?, /. : digging^ through,
διωρυχη, /. [άμφιεννυμι
Dight, V. επικοσμεω, παρασκευάζω,
Digit, δάκτυλος, m.
Dignified, σεμνός, έντιμος
Dignify, v. τιμάω, άξιόω
Dignity, τιμή, / αξία, /. αξίωμα, n.
σεμνότης, /.
Digress, v. παρατρεπομαι, παρεκβαίνω
Digression, παρεκβασις, / εκτροπή, f.
Dike, τάφρος, /.
Dilapidate, v. καταβάλλω, ερημόω
Dilapidation , ερημωσις, /. άνάστασις, /.
Dilate, V. εύρύνω, μηκύνω, μακρηγορεω
Dilatorily, adv. σχολγ, βραδέως,
όκνηρώς \jf)s, /
Dilatoriness, σχολαιότης, f. βραδύ-
Dilatory, βραδύς, οκνηρός
Dilemma, δίλημμα, n. απορία, f.
Diligence, σπουδή, f. επιμέλεια, /.
Diligent, σπουδαίος, επιμελής, φιλό-
πονος : to be diligent, φιλοπονεω
Diligently, adv. σπουδαίως, επιμελώς,
φιλοπόνως
Dilucid, φανερός, εμφανής
Dilucidate, ν. εμφανίζω, φανερόω
Dilute, ν. διίεμαι
Dim, αμαυρος, άμβλωπος, άδηλος
Dim, ν. άμαυρόω
Dimension, μετρον, η. μέτρημα, η.
Diminish, ν. μειόω, ελασσόω, άφαιρεω,
μινύθω [μινύθησις, /.
Diminution, μείωμα, η. αύωσις, /
380
DIS
Diminutive, μικρός
Diminutiveness, μικρότης, /.
Dimly, adv. αμαυρώς
Dimness, άμαυρότης, /.
Dimple, γελασΊνος, m.
Dim-sighted, άμβλωπος, άμβλυώπης :
to be dim-sighted, άμβλυωπεω
'Dim-sightedness, άμβλυωπία, /.
Din, κτύπος, m. κλαγγη, f. καναχη, f.
πάταγος, m. : with a din, κλαγγη-
δον
Dine, v. δειπνέω, δειπνοποιεομαι
Dingy, δυσόρφναιος [ριον, it.
Dining-room, τρίκλινος, m. εστιατό-
Dinner, δείπνον, n. : to give a dinner
Dint, εμβολή,/, πληγή,/, [to, δειπνίζω
Diocese, διοίκησις, f.
Dip, v. βάπτω : to dip in, εμβάπτω
Diphthong, δίφθογγος, f.
Diploma, δίπλωμα, n.
Dipping, βαφή, f. βάψις, f.
Dire, δεινός, αίνος, όκρυόεις
Direct, ευθύς, ορθός, ίθύς
Direct, ν. εύθύνω, ιθύνω, κυβερνάω,
τείνω, επιθύνω; (order) κελεύω
Direction, (course) όδος, /. (explana-
tion, order) δηλωσις, f. διδασκαλία,
f. εντολή,/.
Directly, adv. (in a straight line)
ευθύ, ευθύς, ιθύ ; (immediately) ευθύ,
ευθύς, ευθέως, αϋτικα
Directness, εύθύτης, f. [επιστάτηϊ, m.
Director, εύθυντης, m. επιμελητής, in.
Direful, δεινός, αίνος, όκρυόεις
Dirge, θρήνος, m. ίάλεμος, ιη.Ιλεγος, τη.
Dirk, μάχαιρα, /.
Dirt, ρύπος, m. λύμα, η. πηλός, m.
Dirtiness, ακαθαρσία, / άλουσία, /.
αύχμος, m. Γ Τ05 > άλουτος
Dirty, αυχμηρός, ρυπαρύς, ακάθαρ-
Dirty, ν. μιαίνω, μολύνω, φύρω : to be
dirty, ρυπάω, ρυπαίνομαι, αύχμεω
Disability, αμηχανία,/, ασθένεια, f.
Disable, ν. διαφθείρω, βλάπτω, κατα-
λύω [/.
Disadvantage, βλάβη,/, ζημία,/, λίμ,η,
Disadvantageous, άνεπιτηδειος, αν-
ωφελητος, ζημιώδης, αλυσιτελής
Disadvantageously, adv. κακώς, φαύ-
λως [tP l °s> δύσνοος
Disaffected, άπεστραμμενος, άλλο-
Disaffection, κακόνοια, /. έχθρα, /.
άλλοτρίωσις, /.
Disagree, ν. διίσταμαι, διαφερομαι,
διαφωνεω, διχογνωμονεω
Disagreeable, άτερπης, αχάριστος,
άχαρις, λυπηρός, αλγεινός, εργαλεος
Disagreeably, adv. άηδώς, λυπηρώς
DIS
Disagreeing, διάφορος, άσύμφωνος
Disagreement, διάφορα, f. διαφωνία, /
διχοστασία,/.
Disallow, v. άπειπον, fut. άπερώ,
anayopevou, άπαυδάω, εναντιόομαι
Disallowed, απόρρητον
Disannul, ν άποκυρόω. άναιρέω, απο-
δοκιμάζω, άκυρον ποιέω
Disappear, ν. αφανίζομαι, άφαντος
yiy νομαι, απορρέω, 'άφαντος βαίνω
Disappearance, άφάνισις, /.
Disappoint, ν. σφάλλω, άποσφάλλω :
to be disappointed, αποτυγχάνω,
ψεύδομαι, διαμαρτάνω
Disappointed, άπρακτος [τζνξις,/
Disappointment, σφάλμα, η. άπό-
Disapprobation, κατάμεμψις, / απο-
δοκιμασία, /.
Disapprove, ν. μέμφομαι, αποδοκι-
μάζω, κατα^ι^νώσκω
Disarm, ν. αφοπλίζω
Disarrange, ν. συyκλovέω, τυρβάζω
Disarranged, άσυσκεύαστος, άσύντακ-
τος [ταραχή, /.
Disarray, αταξία, / σύyχυσις, /
Disaster, συμφορά, /. κaκoπρayίa, f.
δυστύχημα, η. πταίσμα, η.
Disastrous, δυστυχής, δεινός, κακός
Disastrously, adv δυστυχώς, κακώς
Disavow, V. άρνέομαι, άπαρνέομαι,
άνα'ινομαι, άπειπον
Disavowal, άρνηοι%,/ άπάρνησις, f.
Disband, ν. άφίημ^ διαφίημι, καταλύω,
Disbanded, &φετο<: [διαλύω
Disbanding, κατάλυσι? / διάλυσις^.
άφεσις, /
Disbark, same as Disembark
Disbelief, απιστία, f
Disbelieve, v. άπιστέω
Disbeliever, άπιστος
Disburden, v. κουφίζω, αποφορτίζω
Disburse, v. αναλίσκω, καταναλίσκω,
Disbursement, άνάλωσις, /. δαπάνη, /.
Discard, υ. άφίημι, εκβάλλω, απορρίπτω
Discern, V. νοέω, α-,σθάνομαι, κατεϊδον,
δράω, δ^ηνώσκω
Discernible, δρατος, εμφανής, κάτ-
οπτος, φανερός δξύφρων. yvωμovικbς
Discernibly adv. φανερώς, επιφανώς,
Discerning, οξυδερκής [πεφασμένως
Discernment, σύιεσις, /. φρόνησις, /
Discharge, άφεσ.ς, /. κατάλυσις, /
διάλυσις, /. (of humours) κατάρρο-
ος, m.
Discharge, v. (dismiss) άποπευ,πω,
εκπέμπε, διολύω, σφίηιχ^ ; (as an
office, promise, dec.) επιτελέω ; (as a
DIS
debt) άποδίδωμι, επιτελέω, διαλύω ;
(as a culprit) άφίημι ; (as an obli-
gation or duty) άποτελέω ; (as (S
river) άvερεύyoμaι ; (as a sore) άπο-
πυϊσκω
Discharged, (as a servant) άπόμισθος
Disciple, μαθητής, m. δμιλητης, m.
Discipline, μάθησις, f. σύνταξις, /.
μελέτη, /. : good discipline, ευ-
ταξία, /. : bad discipline, άτα£ία, /.
Discipline, v. παιδεύω, σ^κροτέω,
κοσμέω, τάσσω
Disciplined, εύτακτος : to be disci-
plined, εύτακτέω
Disclaim, V. άρνέομαι, άπαρνέομαι^
άπεΊπον, άφίσταμαι, εξόμνυμι
Disclose, V. άνο'^νυμι, καλύπτω, δια-
καλύπτω, εκφαίνω, μηνύω, yvωpίζω,
κaτayyέλλω
Disclosure, άνακάλυψις, / φανέρωσις,
/. μήνυμα, η.
Discoloured, αίόλος
Discomfit, ν. ησσάω, νικάω
Discomfiture, ησσα,/.
Discomfort, όχλος, m. δυσχέρεια, /.
Discomfort, ν. επιλυπέω, ενοχλέω
Discommend, r. \pέyω, μέμφομαι
Discommendable, επί^poyoς, μωμητος
Discommode, ν. ενοχλέω, βλάπτω
Discommodious, άνεπιτηδειος, ασύμ-
φορος, άχρηστος
Discompose, ν. ταράσσω, εκπλήσσω
Discomposure, εκπληξις, /. ταραχή,/
τάρα^μα, 71.
Disconcert, ν. ταράσσω, εκπλήσσω
Disconsolate, δυσπαραμύθητος, άθυμος :
to be disconsolate, άδημονέω
Discontent, δυσκολία, f.
Discontented, δύσκολοι, μεμψίμοιρος :
to be discontented, δυσκολαίνω,
άχθομαι, άτγανακτέω [δυσκολία, /.
Discontentedness, Discontentment,
Discontinuance, Discontinuation,
άνάπαυσις, f. διάλειψις, f. παύλα, f.
Discontinue, v. παύομαι, λήγω, επέχω^
άφίημι
Discord, ερις, f. στάσις, /. διαφορά, f.
διαφωνία, / διχοστασία,/. (in
music) ασυμφωνία, f. άναρμοστία, f.
Discordance, διαφωνία,/, διχοστασία,/.
Discordant, ανάρμοστος, άσύμφωνος
Discordantly, adv. άναρμόστως, άμού-
σως
Discover, ν. ευρίσκω, εξευρίσκω, επι-
yιyvώσκω ; (detect) φωράω ; (reveal)
φαίνω, παρατ^υμνόω, ανακαλύπτω
Discoverable, εύρετος
Discoverer, εύρέτης, m. -τις, /
DIS
Discovery, εύρημα, n. ευρεσις, f. e|-
εύρημα, n.
Discountenance, v. άδοξέω, άποδοκι-
μάζω, καταισχύνω
Discourage, ν. άποσπεύδω, αποτρέπω,
εκπλήσσω, καταπλήσσω
Discouraged, άθυμος, δύσθυμος : to
be discouraged, άθυμέω, δυσθυμέω
Discouragement, κατάπληξε, /.
Discourse, λόγος, m. μύθος, m. διαλο-
γισμός, 7ϊί. [ράομαι
Discourse, V. διαλέγομαι, λέγω, άγο-
Discourteous, δυσπέμφελος
Discous, πλατύς, ομαλός
Discredit, όνειδος, η. άδοξία, /.
Discredit, ν. άπιστέω, άδοξέω
Discreet, φρόνιμος, σώφρων, συνετός :
to be discreet, σωφρονέω
Discreetly, adv. φρονίμως, σωφρόνως
Discrepancy, διαφορά, /. άνομοιότης, /.
έναντίωσις, f.
Discretion, σωφροσύνη, / φρόνησις, /.
Discriminate, v. διακρίνω, διαγιγνώσκω,
διαιρέω
Discrimination, σύνεσις,/. διάκρισις,/.
Discursory, λογικός, ένθυμηματικός
Discus, δίσκος, m. [διατρίβω
Discuss, ν. διαλέγομαι, επέρχομαι,
Discussion, διάλεκτος,/, πραγματεία./.
λογισμός, πι. διαλογισμός, πι.
Disdain, υπεροψία, / καταφρόντησις, /
Disdain, ν. άναξιόω, ύπερφρονέω, κατά-
φρονέω, ατιμάζω, αποστρέφομαι
Disdainful, υβριστικός, υπεροπτικός,
καταφρονητικός [γώρω?
Disdainfully, adv. υβριστικώς, όλι~
Disease, νόσος, /. νόσημα, η. ασθέ-
νεια, /. αρρώστια, /.
Diseased, νοσερός, νοσώδης : to be
diseased, νοσέω, άσθενέω, άρρωστε-*
Disembark, V. εκβαίνω* αποβαίνω
Disembarkation, άπόβασις, /.
Disembogue, %\ εκδίδω μ»
Disencumber, ν. κουφίζω
Disengage, ν, ανάλυα, άκαλλάσσω,
ελευθερόω, χωρίζω
Disengaged, άφετος, ελεύθερος : to be
disengaged, (at leisure) σχολάζω
Disentangle, v. λύω, εξελίσσω
Disenthral, v. ελευθερόω
Disesteem, ατιμία, /, άδοζία, / υπερ-
οψία, /.
Disesteem, v. ατιμάζω, άδοξεω, κατά-
φρονέω, όλιγωρέω, ύπεροράω
Disesteemed, αμίμητος, άδοξος, ύπέρ-
Disfavour, φθόνος, πι. [οπτος
Disfigure, ν. αισχύνω, κνυζόω, ρυπαίνω
Disfigurement, αίσχος, η.
382
DIS
Disfranchise, ν. άτιμόω, επιτιμίαν
άφαιρέομαι
Disgorge, ν. εξεμέω, εξεράω
Disgrace, 'όνειδος, n. αίσχος, n.
αισχύνη, /. λώβη, / μώμος, m.
Disgrace, ν. αϊσχύνω, καταισχύνω,
κατελέγχω
Disgraceful, αισχρός, ονείδιστος, επ-
ονείδιστος, αϊσχυντηλος, άσχημων '
Disgracefully, adv. αίσχρώς
Disguise, κρύψις, /.
Disguise, ν. κρύπτω, αποκρύπτω,
άμαλδύνω, καλύπτω \πι.
Disgust, άση, / βδελυγμία, /. κόρος,
Disgust, ν. άσάω : to be disgusted,
δυσχεραίνω, άσάομαι, άδην εχω 9
βδελύττομαι
Disgusting, βδελυρός, άσώδης
Dish, παροψϊς, /. λεκάνη, /. λοπάς, /.
πατάνη, /.
Dishearten, ν. καταπλήσσω, εκπλήσσω,
αθυμον ποιέω : to be disheartened,
άθυμέω
Disheartened, άθυμος, δύσθυμος
Disherit, V. άποκληρόω, αποκηρύσσω
Dishonest, άδικος, παλίνδικος, μοχ-
θηρός : to be dishonest, άδικέω:
dishonest action, αδίκημα, n.
Dishonesty, αδικία, /. μοχθηρία, /.
κιβδηλία, /.
Dishonour, ατιμία, / άδοξία, /.
Dishonour, ν. ατιμάζω, άτιμάω
Dishonourable, άτιμος, άτίμαστος,
άπότιμος, αισχρός [ακλεώς
Dishonourably, ad\\ αίσχρώς, άτίμως,
Dishonoured, άτιμος, ατίμητος [/.
Disinclination, αποτροπή, /. απέχθεια,
Disincline, ν. αποτρέπω, αποστρέφω,
άβουλέω
Disinclined, απρόθυμος-
Disingenuous, ανελεύθερος, διπλόος
Disinherit, ν. άποκληρόω, αποκηρύσσω
Disinherited, άποκήρυκτος, απόκληρος
Disinheriting, άποκλήρωσις, / άποκή-
ρυξις, / άπόρρησις, /.
Disinter, ν, ανορύσσω
Disinterested, αδέκαστος [κάστως
Disinterestedly, adv. ελευθερίως, άδε-
Disj oin, ν. διαζεύγνυμι, άπείργω, διείργω
Disjoint, V, εξαρθρόω
Disjointed, εξαρθρος
Disjunct, διαιρετός, σχιστός, διχοτόμος
Disjunction, διαίρεσις. /- διάζευξις, /.
Disjunctive, διαζευκτικός
Disjunctively, adv. διακεκριμένως
Disk, δίσκος, πι. [m.
Dislike, εχθος, n. απέχθεια, /. φθόνος,
Dislike, ν. επιφθονέω, στυγέω
DIS
Dislocate, v. εζαρθρόω, παραρθρεω,
διαστρέφω
Dislocated, εξαρθρος, παλίνορρος
Dislocation, εζάρθρημα, n. εζάρθρησις,
f. παράρθρησις, f.
Dislodge, v. εξελαύνω, άπελαύνω,
εξωθέω, παρωθεω, άνίστημι, εποικίζω,
απαλλάσσω
Disloyal, άπιστος, προδοτικός
Disloyally, adv. άπίστως
Disloyalty, απιστία., f. προδοσία, f.
Dismal, XevyaXeos, orvyvhs, αίανης
Dismally, adv. XtvyaKeois
Dismantle, V. ~γυμνόω. ανασκευάζω
Disniask, v. εκκαλύπτω, ανακαλύπτω
Dismay, φόβος, m. τάρβος, n. δέος, n,
κατάπληξις, f.
Dismay, v. φοβεω, ταράσσω, εκπλήσ-
σω, κατα,πλησσω
Dismayed, περίφοβος, περιθαμβης,
Disme, δεκάτη, f [εκφοβος
Dismember, ν. σπαράσσω, άμύσσω,
KaTaKpeovpyw, σχίζω, διαρταμεω
Dismiss, ν. άφίημι, εκπέμπω, απο-
πέμπω, διαλύω, μεθίημι, προίημι
Dismissal, άφεσις, f. άπόπεμψις, f
Dismount, ν. αποβαίνω, καταβαίνω /.
Disobedience, απείθεια,/, ονηκουστία,
Disobedient, άπειθης, άνυπηκοος : to
be disobedient, σ.πειθέω, άνη-
κουστεω
Disobey, ν. άπειθέω, άπιστ^ω, υπακούω
Disoblige, ν. βλάπτω, χαλεπαίνω,
προσκρούω [ απάνθρωπος
Disobliging, αχάριστος, χαλεπός,
Disorder, αταξία, /, άκοσμία, f. τα-
ραχτί, /• τάραξις, /. τύρβη,/. σύyχυ-
σις, f (disease) νόσος,/, (of a state)
νόσημα, n, [κλονεω
Disorder, ν. τυρβάζω, ταράσσω, ovy-
Disorderly, άτακτος, ταραχώδης, άσυν-
τακτός, άvaτετapayμεvos : to be
disorderly, άτακτεω, άκοσμεω
Disorderly, adv. ατάκτως, ταραχώδως,
τετapayμεvωs
Disorganise, ν. καταρρ^νυμι, συν-
τρίβω, κατακλάω
Disorganised, άσύντακτος, άτακτος
Disown, ν. άπεϊπον, άναίνομαι, άρνεο-
μαι, άπαζιόω
Dispand, ν. αναπτύσσω, άναπετάννυμι
Disparage, ν. διασύρω, κατασμικρύνω,
φαυλίζω [φρόνησις, f.
Disparagement, μικρoλoyίa, f. κατα-
Disparity, άνισότης, f. σνομοιότης,/.
Dispassionate, άπαθης
Dispassionately, adv. άπαθως
Dispatch, same as Despatch
333
DIS
Dispel, v. άποσκεδάννυμι, διασκεδάν-
νυμι, διωθεω, εκβάλλω, εξελαύνω,
άπελαύνω
Dispend, ν. δαπανάω, καταδαπανάω,
αναλίσκω, καταναλίσκω
Dispensation, (distribution) διανομή,
f. διάδοσις, f. μερισμός, in. {exemp-
tion) ατέλεια, f.
Dispense, V. νέμω, διαδίδωμι, ταμιεύω
Dispenser, ταμίας, in. νομευς, m.
Dispeople, v. κενόω, άνοικίζω, ερημόω,
εποικίζω
Disperse, ν. σκεδάννυμι, διασκεδάννυμι,
διασπείρω, διαχέω ; intrans* δια-
λύομαι, σκεδάννυμαι
Dispersed, σποράς ; adv. σποράδην
. Dispersion, σκέδασις, f
Dispirit, ν. άθυμον ποιεω, εκπλήσσω :
to be dispirited, άθυμεω
Dispirited, άθυμος, δύσθυμος
Dispiritedly, adv. διατεθρυμμενως
Dispiritedness, άθυμία, f. δυσθυμία, f.
Displace, v. εξίστημι, έξοικίζω
Display, επίδειξις, f. ό.πόδειξις, f.
Display, v. δείκνυμι, επιδείκνυμι, άπο-
δείκνυμι, φαίνω, εκφαίνω, οποφαίνω,
προτίθημ
Displease, ν. απαρέσκω : to be dis-
pleased, δυσαρεστεω, δυσφορεω,
δυσχεραίνω
Displeasing, άποθύμιος, άπάρεστος
Displeasure, δυσο.ρεστησις, f. θυμυς,
τα. opyrj, f.
Disport, παιδιά, f. άθυρμα, Π.
Disport, ν. παίζω, ψιάζω
Disposal, διάθεσις, f διαθήκη, f : at
the disposal of, ύπο, επί
Dispose, ν. διατίθημι, διατάσσω, συναρ-
μόζω, διασκευάζω : to be disposed,
διάκειμαι, φρονεω, εχω, πάσχω
Disposed, διaτετayμεvoς : well or
kindly disposed, ευφυής, εϋνοος 9
ευ φ ρω ν
Disposition, (arrangement) διάθεσις,/.
• διάταξις, f. (of the mind) φυη, f.
ήθος, ιι. όργη, f τρόπος, m. νόημα,
n. : good disposition, ευφυΐα, f. :
bad disposition, καχεξία, f. : of
the same disposition, δμότροπος,
όμοηθης
Dispossess, v. στερεω, άποστερεω, *αφ-
αιρεω, άμερδω
Dispossession, στερησις, .f άποστε-
ρησις, /. άφαίρεσις, f.
Disposure, διάθεσις,^ διαθήκη, /.
Dispraise, ψόγο*, in. μεμψις, f.
Dispraise, ν. ψεγω, μέμφομαι
Disprofit, ζημία, f. βλάβη, f.
DIS
Disprofit, v. βλάπτω, ζημιόω
Disproof, έλεγχο*, m. λύσις, /. απ-
ελεγμός, m. [/. αρρυθμία, /.
Disproportion, άμετρία,/. ασυμμετρία,
Disproportionate, ασύμμετρος, άμε-
τρος
Disproportionately, adv. άσυμμετρως
Disprove, v. ελέγχω, διελεγχω,
διαλύω
Disputable, άντίλεκτος, εριστός
Disputant, νεικεστηρ, m, εριστης, m.
φιλόνεικος, m.
Disputation, διάλεκτος, /. διάλεζις, /.
άντιλογία, /. άμφισβητησις, /.
Disputatious, άντιλογικός, εριστικός
Dispute, ερις, /. νεΤκος, η. άγων, m. :
verbal dispute, λογομαχία, f.
Dispute, v. αντιλέγω, άμφισβητεω,
διαμφισβητεω, διακρίνομαι, νεικεω,
αγωνίζομαι, ερίζω : dispute with,
άντεΐπον, ανταγωνίζομαι
Disputed, άμφίλογος, άμφισβητητος
Disputeless, αναμφισβήτητος, αν αμ-
φισβητήσιμος, ανέλεγκτος
Disqualification, κώλυμα, η.
Disqualify, ν. βλάπτω, διαφθείρω.
κωλύω
Disquiet, ταραχή, /. άχθος, η. σύγχυ-
σις, /. [οχλεω
Disquiet, ν. ταράσσω, συγχέω, θράσσω,
Disquietude, ταραχή, /. ανία,/, σύγ-
Disquisition, πραγματεία, /. [χυσις, /.
Disregard, αμέλεια, /. ολιγωρία, /.
Disregard, ν. άμελεω, παραμελεω,
ατιμάζω, περιοράω, παρέρχομαι
Disregardful, καταφρονητικός, άφρόν-
Disrelish, απέχθεια, /. [τίστο*
Disrelish, ν. άηδώς εχω, σικχαίνω
Disreputable, άδοξος, αδόκιμος, αϊσ-
Disreputably, adv. αϊσχρως [χρος
Disrepute, άδοζία, /. δυσφημία, /.
Disrespect, άλογία, /. ύπερηφανία, /,
Disrespectful, ολίγωρος, αναιδής
Disrespectfully, adv. όλιγώρως
Disrobe, ν. εκδύω, άποδύω
Disruption, διαρραγη, /. ρήγμα, n. [/.
Dissatisfaction, δυσαρεστησις,/. αηδία,
Dissatisfactory, δυσάρεστο*, άηδης
Dissatisfy, ν. απαρέσκω, δυσαρεστεω :
to be dissatisfied, απαρέσκομαι,
δυσφορεω, δυσχεραίνω
Dissect, ν. διατέμνω
Dissection, ανατομή, /.
Dissemblance, ειρωνεία,/, ύπόκρυψις,/.
Dissemble, ν. εϊρωνεύομαι, ύποστελ-
λομαι, αποκρύπτομαι
Dissembler, είρων, m.
Dissembling, ειρωνικός
384
DIS
Dissemblingly, adv. εϊρωνικώς
Disseminate, v. διασπείρω, διαδίδωμι
Dissemination, διασπορά, /.
Dissension, ερις, /. νεϊκος, n. διάστα-
σης, /. διχοστασία, f. [χοστασία,/.
Dissent, διάστασις, f. διαφορά, /. δι-
Dissent, ν. δάσταμαι, διχοστατεω, δι-
χογνωμονεω, διαφωνεω, άπάδω
Dissentious, εριστικός, φιλόνεικος
Dissertation, λόγος, m. σύγγραμμα, η.
πραγματεία, /.
Disservice, βλάβη, /. ζημία, /. λύμη, /.
Disserviceable, βλαβερός, ασύμφορος,
ανωφελής, άνεπιτήδειος
Dissever, ν. διαζεύγνυμι, διατέμνω,
διχοτομέω, διασχίζω
Dissevering, διάζευξις, /. διατομή, /
Dissimilar, ανόμοιος, ετερότροπος
Dissimilarity, άνομοιότης, /. διαφορά-
Dissimilarly, adv. άνομοίως [της, /.
Dissimulation, ειρωνεία,/, άπόκρυφις,/.
Dissipate, ν. σκεδάννυμι, διασκεδάννυ-
μι, εκχεω, αναλίσκω : to be dissi-
pated, άσωτευομαι
Dissipated, άκρατης, άσωτος
Dissipation, ασωτία, /.
Dissolvable, διαλυτός, τηκτός
Dissoluble, διαλυτός, τηκτός
Dissolve, ν. λύω, διαλύω, τήκω, κατά-
τήκω, χεω, διαχέω
Dissolvent, διαλυτικός, τηκτικός
Dissolver, διαλυτής, πι.
Dissolute, άσωτος, ασελγής, ακόλαστος
Dissolutely, adv. άσώτως, άνειμενως
Dissoluteness, ασωτία, /. ασέλγεια, /.
Dissolution, λύσις, /. διάλυσις, f.
κατάλυσις, / (death) όλεθρος, m.
Dissonance, ασυμφωνία, f. διαφωνία,/.
άπηχεια,/
Dissonant, άσύμφωνος, άμουσος, διά-
φωνος, άπηχης : to be dissonant,
διαφωνεω, άπηχεω
Dissuade, V. αποτρέπω, αποστρέφω,
μεταπείθω, παραπείθω, άπομυθεομαι
Dissuasion, αποτροπή,/.
Dissuasive, αποτρεπτικός
Dissyllable, δισυλλαβία, /. δισύλλα-
βον, η. : of two syllables, δισύλλαβος
DistaiF, ηλακάτη, /. : with golden
distaff, χρυσηλάκατος
Distance, άπόστασις, /. διάστασις, /.
διάστημα, n. : at a great distance,
δια πολλού : at a little distance,
δι 3 ολίγου : at an equal distance,
5i' ίσου
Distant, άπότροπος, τηλεπορος, τηλου-
ρός, έκτοπος, μακρός: to be distant,
άπεχω, διεχω, διίσταμαι
DIS
Distaste, απέχθεια, f. ναυσία,/. άση,/.
Distasteful, πικρός, αηδής, αδευκης,
βδελυρός, ναυσιώδης
Distemper, νόσος, f.
Distempered, voo~€pbs, νοσώδης : to
be distempered, νοσεω [πετάννυμι
Distend, v. τείνω, διατείνω, τανύω,
Distention, εκτασις,/. διάτασις,/.
Distich, δίστιχον,η. [στάζω, καταρρέω
Distil, ν. άπολείβω, καταλείβω, απο-
Distillation, απόσταζις, /.
Distinct, εμφανής, εναργής, πρόδηλος,
φανερός, σαφής, ευκρινής, διάσημος,
λάμπρος, διορισθείς; (of the voice)
λιγυς
Distinction, διορισμός, m. διαίρεσις,/.
διόρισις, f. (renoivn) ευδοξία, f. εύ-
δοκίμησις, f. : to make a distinc-
tion, διακρίνω
Distinctive, διοριστικός, διακριτικός
Distinctly, Distinctively, adv. εμφα-
νώς, εναργώς, ευκρινώς, διειλημμε-
νως ; (separately) διωρισμενως
Distinctness, ευκρίνεια, f. ενάργεια, f
λαμπρότης, fi
Distinguish, ν. διακρίνω, κρίνω, διαι-
ρεω, διορίζω, διαλαμβάνω, διαγιγνώσ-
κω ; (separate) διατμήγω, χωρίς
ποιεω : to be distinguished (or re-
nowned), ευδοκιμεω, ευδοξεω
Distinguishable, εϋαίρετος, διακριτι-
κός, διάδηλος
Distinguished, επιφανής, διαπρεπής
φανερός, εΰδοζος, ένδοξος, διακριτός,
επίσημος
Distinguishing, διά*γνωσις, /.
Distort, ν. διαστρέφω- παραστρεφω,
Distorted; διάστροφο* [στρεβλόω
Distortion δίαστροφή,/. διάστρεμμα, ?ζ.
Distract, ν. περισπάω, διασπάω, πάρα-
σπάω- ε&στημι, πτοεω, ταράσσω,
παράγω, δαίζω
Distracted, παράνοος, εκστατικός,
πλα~/κτός
Distraction, παράφορα, f περισπασ-
μός, m. ψυχής πλάνημα, η.
Distrain, ν. καταλαμβάνω
Distrained, καταληπτός
Distraint, κατάληψις, f.
Distress, πάθος, n. πάθημα, n. κακο-
πάθεισ, f. απορία, /. λυπρότης, f.
ταλαιπωρία, /. πόνος, m. αμηχανία, /.
ανία, f. θλίψις, /. στεΐνος, η.
Distress, ν. λυπεω, άνιάω, πονεω, πιέ-
ζω, αλ-γύνω, πημαίνω, κηδω : to be
distressed, πονεω, βαρύνομαι, άγω-
νιάω, κάμνω, θλίβομαι, κηδομα;. ;
(-perplexed) αμηχανεω, απορέω : to
385
DIV
be very much distressed, ύπερ-
α~γωνιάω
Distressed, πονηρός, λυπητικός, ανιαρός
Distressful, λυπρός,λυπητικός, ανιαρός
Distressing, λυπρός, λυπητικός, λυπη-
ρός, ανιαρός
Distribute, V. διανέμω, μερίζω, κατα-
μερίζω, διαδίδωμι, κατανέμω, νέμω,
διαιρεω, δαίομαι, διαμετρεω : to be
distributed (scattered), διασπείρο-
μαι ; (as an army in quarters) δια-
σπάομαι [διάδοσις, f.
Distribution, διανομή, f. νεμησις, f.
Distributor, νομευς, m. διανομευς, m.
District, χώρος, m. δήμος, m. τόπος, m.
Distrust, απιστία, f. δυσελπιστία, f.
Distrust, V. απιστεω, διαπιστεω, υπ-
Distrustful, άπιστος [οπτεύω
Disturb, ν. ταράσσω, συνταράσσω,
αναταράσσω, κινεω, διακινεω, κυκάω,
συΎκυκάω, 4νοχλεω, διαθορυβεω
Disturbance, ταραχή, /. τάραγμα, η.
άνακίνησις,/. οχλησις,/. κολωός,νι.:
to make a disturbance, κολωάω
Disturber, ταράκτης, m.
Disvalue, V. ατιμάζω, αμελεω, πσ.ρα-
μελεω, καταφρονεω
Disunion, διάστασις, f. διάλυσις, f.
Disunite, ν. διαλύω, απορρή*γνυμι, άπο-
ζεύγνυμι, διαζεύ*γνυμι, νοσφ'ιζω
Disuse, αηθεια, f. άπεθισμός, m. πα-
Disuse, ν. απεθίζω [λαιότης, /„
Disused, άηθης
Ditch, τάφρος, m. όρυγμα, η. τάφρευ-
μα, η. : to dig a ditch, ταφρεύω
Ditcher, ταφρώρυχος, m\ όρυκτηρ, m.
Dithyrambic, διθύραμβος, m.\ writer
of dithyrambics, διθυραμβοποιός,
m. διθυραμβοδιδάσκαλος, m.
Dithyrambic, διθυραμβικός, διθυραμ-
Ditto, πρυλεκτός [βώδης
Ditty, μέλος, n, άσμα, n. ωδη, f.
Dive, V. κολυμβάω, κατακολυμβάω,
κυβιστάω
Diver, κυβιστητηρ, m. κολυμβητής, on.
αρνευτηρ, m. (bird) κόλυμβος, m.
Diverge, V. παρεκβαίνω, παρατρεπομαι
Divers, πολύς, ποικίλος: at divers
times, πολλσχη, πολλαχου : in
divers places, πολλαχου, πολλα-
χόθι : from divers places, πολλα-
χόθεν : into divers places, πολλα-
χόσε : in divers manners or ways,
πολλαχν.
Diverse, διάφορος, αλλοΐος, ποικίλος
Diversely, adv. άλλοίως
Diversification, ποίκιλσις, f. ποικιλ-
Β. 5
DIV
μός, πι. μεταλλαγή/, παράλλαξις, f.
μεταβολή, f.
Diversified, ποικίλος
Diversify, ν. ποικίλλω, διαποικίλλω
Diversion, παιδιά, f άνεσις, f.
Diversity, ποίκιλμα, η. ποικιλία, f,
διάφορα, f πολυειδία, f. ανομοιότης,/,
Divert, v. {turn aside) παραστρεφω,
αποστρέφω, παρεκτρεπω ; (as atten-
tion) απάγω, μετακαλεω, εκτρέπω ;
(amuse) τέρπω, ευφραίνω : to be
diverted from one's purpose, δχα-
' τρέπομαι [χαρίεις
Diverting, τερπνός, ευτράπελος, ιλαρός,
Divertingly, adv. άρεστώς, τερπνώς,
κεχαρισμενως [/.
Divertisement, διατριβή, /. άνάπανσις,
Divest, ν. γυμνόω, εκδύω, φιλόω
Divesture, άπόδυσις, /. εκδυσις, /.
γύμνωσις, /.
Divide, ν. μερίζω, διαμερίζω, διαιρεω,
δαίομαι, διαλαμβάνω, διχάζω, δι'ί'στη-
μι : (to distribute among themselves)
διαλαμβάνω, νέμομαι, συγκατανε-
μομαι : to divide by lot, δίαλαγ-
χάνω, κατακληροδοτεω : to divide
into two, διχοτομεω, διχάζω : to be
divided, δίχα γίγνομαι ; (as a
river, &c.) περισχίζομαι,διασχίζομαι;
(as an army, in quarters) διασπάομαι
Divided, διαιρετός, διχοτόμος, σχιστός
Dividend, μέρος, n. μοΊρα, f.
Divider, μεριστής, m. διανομευς, m.
Dividual, διαιρετός, σχιστός
Divination, μαντεία, f. μάντευμα, n.
θειασμος, m. ίεροσκοπία, f. (by the
hands) χειρομαντεία, f. : art of
divination, ή μαντική : of divi-
nation, μαντικός, μαντήϊος
Divine, θεΊος, δαιμόνιος, δ?ος, θεσφατος,
θεσπέσιος, ζάθεος, άμβροτος, διογε-
νής : by Divine Providence, θεία
μοίρα, θεία τύχη
Divine, θεολόγος, m. ίεροφάντης, m.
Divine, ν. μαντεύομαι, θεσπίζω
Divinely, adv. θείως, θεοειδώς, δαιμο-
νίως [οϊωνοπόλος, m.
Diviner, μάντις, m. χpησμoλόyoς, m.
Divinity, θειότης, f. θείον, n.
Divisible, διαιρετός, μεριστός
Division, διαίρεσις, f. μερισμός, m.
διανομή, f. νομή, f. σχίσις, f. δια-
φυή, f. (portion) μοίρα, f. μέρος, n.
σχίσμα, n. (of an army) φυλή, f.
μοΐρα, f.
Divorce, απόπεμψις, f. διάλυσις, f.
απαλλαγή, /. : bill of divorce,
άποστασίου βιβλίον
386
DOM
Divorce, V. εκπέμπω, αποπέμπω, άφίημι
Diurnal, εφημέριος, μεθημερινός, ήμε-
pivbs, ημερήσιος
Diuturnity, χρονιότης, f.
Di vulge, v. μηνύω, εκφέρω, διακαλύπτω
Dizziness, ίλιγγος, m. σκοτοδινια, f.
σκότωμα, n.
Dizzy, σκοτώδης : to be dizzy, ιλιγ-
γιάω, σκοτοδινιάω, σκοτοδινεομαι
Do, ν. πράσσω, ποιεω, δράω, κατεργά-
ζομαι : to do well to, ευεργετεω :
to do an injury to, άδικεω
Docile, εύμαθής, ευαγωγός, ευήνιος
Docility, εύμάθεια, f. εύαγωγία, f.
Dock, νεώριον, n. ναυπήγιον, n.
Dock, v. προτεμνω, συντέμνω, κολούω
Doctor, (physician) ιατρός, m. θερα-
πευτής, m. (teacher) διδάσκαλος, m.
Doctrinal, διδασκαλικός [δίδαγμα, n.
Doctrine, διδασκαλία, /. διδαχή, f.
Document, 'γράμμα, n. 'γραμματέων, n,
βιβλίον, n.
Doe, κεμάς, f. δ£>ρ£,/. -δορκα,ς, f.
Doer, πράκτωρ, m. πρακτήρ, m. δρη-
στήρ, m. εργάτης, m. : evil doer,
κακούργος [αναβάλλω
Doff, v. άποδύω, εκδύω, απορρίπτω,
Dog, κνων, c. κυνίδιον, n. σκύλαξ, c.
κυνάριον, n. σκυλάκιον, n. : of a
dog, κύνειος, κύνεος : like a dog,
κυνικός, κυνώδης ; adv. κυνηδόν
Dog-faced, (impudent) κυνώπης, m.
Dog-fish, σκυλιά, n. ph. [-arts, /.
Dogged, στερεός, σκυθρωπός
Dogma, δόγμα, n.
Dogmatical, δογματικός
Dog^ose, κυνόσβατος, f. κυνόροδον, n.
Dog-star, Σείριος, m. Κυων, m.
Dog-tooth, κυνόδους, m.
Doing, εργμα, n. πράξις, f πράγμα, n.
Dole, v. διανέμω, νέμω, μερίζομαι, μετα-
δίδωμι, διαδίδωμι, διαιρεω
Doleful, (of people) πολυπενθής, πεν-
θήμων, πολύστονος ; (of things)
αλγεινός, λυγρός, πολύστυνος
Dolefully, adv. άλγεινώς
Doll, δαγυς, f. πλάγγων, m.
Dolorous, αλγεινός, ανιαρός, λυπηρός,
Dolphin, δελφϊς, m. [λυγρός
Domestic, οικε7ος, οϊκητήριος, εφ-
έστιος ; (reared in the house) οϊκυ-
γενής; (of animals) σύντροφος, τι-
θασός, κατοικίδιος ; adv. οίκοι, οίκο-
θεν : domestic affairs, οικία, f. τά
οικεΐα
Domestic, οϊκετης, m. [κτιλόω
Domesticate, ν. τιθασεύω, ήμερόω,
Domesticated, τιθασός, κτίλος
DOM
Domesticating, τιθάσευσις, f.
Domestication, τιθασεία, f.
Domicile, οίκητήριον, n. οίκημα, n.
Dominate, v. δεσπόζω, κυριεύω, κρα-
τάω, άρχω
Domination, 7)y εμονία, f. κράτος, n.
Domineer, v. δεσπόζω, άρχω
Dominical, κυριακος [της, f.
Dominion, κράτος, n. άρχη, f. κυριό-
Don, V. εννυμαι, ενδύομαι
Donation, δώρον, n, δώρημα, n. δόσις./.
Donor, δοτηρ, m. δότειρα, f. δωτηρ, m.
δώτης, m.
Doom, μοΐρα, f. μόρος, m. τύχη, f.
Doom, V. κατακρίνω
Doomsday, η εσχάτη ήμερα
Door, θύρα, f. θυρϊς, f. θύριον, ??.
θύρωμα, n. πύλη, f. : out of doors,
θύραθεν, θύρασι : to or out of the
door, θύραζε
Door-keeper, θυρωρός, m. πυλωρός, m.
Door-post, φλιά, /.
Dorian, Αώριος, Αωρϊς ; adv. Αωριστϊ
Dormant, λαθών, αφανής, κρυπτός :
to lie dormant, λανθάνω
Dormitory, εύναστηριον, n. κοιμητη-
ριον, n. κοιτών, m.
Dormouse, μύοξος, m. ελειος, m.
Dose, δάσμα, n.
Dot, στίγμα, n. κεραία, f.
Dot, v. στίζω
Dotage, παλαιότης, f. παραληρησις, f
Dotal, προίκειος
Dotard, τυφο^ερων, m.
Dote, V. ληρεω, παραληρεω : dote
upon, ύπερφιλεω, ύπεραΎαπάω
Doting upon, δυσερως
Dotingly, adv. δυσερώτως, δυσερω-
τικώς, ερωτικώς
Double, διπλόος, δίδυμος, δισσος, δι-
πλάσιος, δίπτυχος : double-edged,
άμφηκης, άμφίτομος, άμφιπληξ,
άμφιδεξιος : double-minded, δι-
πλόος : double-tongued, διχόμυ-
θος : double the quantity, δπτλά-
σιον όσον
Double, ν. διπλόω, αναδιπλόω, διπλα-
σιάζω ; {fold) πτύσσω ; (as a cape
or promontory) περιβάλλω, περιπλέω
Double-dealer, πανούργος, m* ψευσ-
της, m. φεναξ, m.
Double-dealing, πανούργενμα, n< παν-
ουργία, f. ειρωνεία, f ύπόκρισις, f,
Doubling, διπλασιασμός, m. άναδίπλω-
σις, f.
Doubly, adv. διπλασίως, δισσως
Doubt, απορία, f_ αμφιβολία, f. αμφι-
λογία, f. αμηχανία, f. απιστία, f.
3S7
DBA
αμφισβητησις, f. : to be in doubt,
iu απόροις ειμί, άπιστίαν εχ&
Doubt, ν. απορεω, άμφιγνοεω, διαπο-
ρεω, διστάζω, άμηχανεω, μερμηρίζω,
ενδοιάζω, άμφιλεγω
Doubtful, άπορος; {of people) αμή-
χανος, δίφροντις, άμφίβουλος ; (of
things) άμφίλογος, αμφίβολος, δύσ-
κριτος, αμφισβητήσιμος
Doubtfully, adv. αμφιβόλως, ενδοι-
αστώς, δυσκρίτως [της, /.
Doubtfulness, αμφιβολία, f αδηλό-
Doubtless, αναμφισβήτητος, άναμφί-
λογος : adv. αναμφισβητήτως, αν-
αμφιλόγως
Dove, περιστέρα^, πελεία^. φάσσα^
Dove-cote, περιστερεών, m.
Dove-like, περιστεροειδης
Dough, σταΐς, n. στεαρ, οι. : of dough,
σταίτινος, σταιτίτης
Doughty, άλκιμος, κρατερός, εμύ/υχος
Douse, ν. καταποντίζω, εμβάπτω
Dower, Dowery, προ'ιξ, f. φερνη, f. :
of a dowry, προίκειος : to give a
dowry, προικίζω, εδνόω
Dowered, φερνοφόρος
Dowerless, άπροικος, άνάεδνος
Down, χνόος, m. λάχνη, f άχνη, f.
ίουλος, m.
Down, adv. κάτω : to send down,
καθίημι : down to, is, εϊς
Downcast, κατηφής : to be down-
cast, κατηφεω
Downfal, πτώμα, n. σφάλμα, n. δια-
Downhill, πρανής [φθοράς.
Downright, adv. αντίκρυ, απλώς
Downs, πεδίον, n. ευρυχωρία, f.
Downwards, κατάντης ; adv. καταντά
Downy, χνοώδης, λαχνηεις : to be
downy, χνοάω, λαχνόομαι
Dowry, see Dower
Doxology, δοξολογία, f.
Doze, v. καταμύω
Dozen, δωδεκας, f.
Drachm, δραχμή, f.
Drag, αρπαγή, f.
Drag, v. έλκω, σύρω, σπάω : to drag
away, άφελκω, αποσπάω : to drag
out, εξελκω : to drag on, along, or
after, εφελκω, επισπάω : to drag
down, κατασπάω : to drag about,
περιελκω
Dragging, ελξις, /. δλκη, f
Draggle, v. έλκω, εφελκω, ελκυστάζω
Drag-net, σαγήνη, f. [δρακόντειος
Dragon, δράκων, m. : of a dragon,
Dragon-like, δρακοντώδης
Dragoon, Ίππευς, m. ίπποβάτης, rn.
DRA
Drain, ύδρορρόα, f. οχετός, m. δχέ-
τευμα, η. αμάρα, f. διαρροή, f. δι-
ώρνξ, f. παραγωγέ, /.
Drain, v. δχετεύω, άποχετεύω, ξηραίνω
Drake, πηνέλοψ, m.
Dram, δραχμή,/.
Drama, δράμα, n.
Dramatic, δραματι^ς
Dramatist, δραματοποιός, m.
Drastic, δραστήριος, δραστικός
Draught, (of drink) -κώμα, n. πόσις, f
(of fishes) βόλος, m. : a long
draught, (of drink) άμυστις, f. : at
a draught,* άμυστϊ
Draught-board, πέσσον, n. ψηφολο-
ye7ov, n.
Draught-player, πεσσευτής, m.
Draughts, (the game) πεσσεία, f. (the
pieces) πεσσοί, m. pi. : to play
at draughts, πεσσεύω
Draw, v. σπάω, έλκω, ερύω ; (water)
αρύω, A tt. άρύτω, αντλέω ; (blood)
σεύω ; {wine) αφύσσω, σιφωνίζω ;
(a bowstring) ψάλλω ; (as an artist)
'γράφω; (sketch, delineate, de-
scribe) yράφω, διαγράφω : draw
off or away, αποσπάω, εκσπάω,
υφέλκω, αφέλκω ; (of loater)
απαντλέω, εξαντλέω : draw out or
forth, εξέλκω, έζά^γω, εξερύω ; draw
across or through, διέλκω, διείρω,
διερύω : draw aside or to the side,
παρέλκω, παρασπάω : draw in, on,
or to, επισπάω, προσέλκω : draw
near, iyyi^ca, πρoσεyyίζω, προσβαί-
νω, προσέρχομαι : draw up, ava-
σπάω, ανιμάω, αν έλκω ; (of docu-
ments) συyy ράφω; (as an army)
τάσσω, παρατάσσω : draw down,
κατασπάω, καθ έλκω : draw round,
(as a ditch) περιελαύνω ; (an out-
line) περηράφω : draw back, ύπ-
είκω, ανασπάω : draw away from
under, ύποσπάω, ύπα^ω : draw or
bring upon, έπά^/ω : draw lots,
λαγχάζ /co, κληρόομαι
Drawers, διάζωμα, n.
Drawing, (act of dragging) ελκυσις, f.
(delineation) δ^ραφή,/. (pictitre)
ypaφή, f. : drawing out, εκτασις, f. :
drawing aside," aπayωyή, f : draw-
ing nigh, πρoσέyyισιs, f. προσπέλα-
σα, f
Drawn, ελκτός; (of a sword) yvμvbs;
(equal, in a game or contest) ισόρ-
ροπος, αμφήριστος : drawn tight,
σνσπαστος [τάρβος, n.
Dread, φόβος, m. δέος, n. δεϊμα, n.
388
DM
Dread, v. δείδω, τρέω, όββωδέω, φρίσ-
σω, φοβέομαι, εκπλήσσομαι
Dreaded, φοβητός
Dreadful, δεινός, φοβερός
Dreadfully, adv. δεινώς, φοβερώς
Dreadless, άτρομος, άφοβος, ατάρβητο ς
Dream, ονειρος, m. οναρ, η. ενύπνιον,
η. : of dreams, δνείρειος : in a
dream, οναρ : interpreter of
dreams, ονειροπόλος, m. όνειρο-
κρίτης, m.
Dream, v. δνειροπολέω, ονειρώσσω,
Dreariness, έρημία, f. [έννπνιάζω
Dreary, έρημος, στvyvbς, μέλας, αίανής
Dredge, ν. καταπάσσω [υποστάθμη, f
Dregs, Ιλύς, f. (of wine) τρυζ, f
Drench, v. καταβρέχω : to be drench-
ed, βρέχομαι
Dress, εσθής, f. εσθημα, n. εΐμα, n.
κόσμος, m. στολή, f σκευή, f.
Dress, V. αμφιέννυμι, εφέννυμι, ενδύω,
στέλλω, σκευάζω : to dress oneself,
ενδύω, εννυμαι, ενσκευάζομαι ; (dress
meat) άμφέπω, σκευάζω : to dress
up, περιστέλλω, περιπέσσω
Dressed, είμένος, άμφιεσ μένος : well
dressed, εϋπεπλος, εύείμων : badly
dressed, δυσε'ιματος, κακοείμων
Drift, (design, purport) σκόπος, m.
πρόθεσις, f. προαίρεσις, f. (of snov:)
νιφετος, m.
Drill, τρύπανον, n. τέρετρον, n.
Drill, v. τορέω, τρυπάω ; (as soldiers)
yυμvάζω
Drink, πότος, m. πώμα, n. ποτον, n.
πόσις, f. : strong drink, μέθυ, n.
μέθη, f
Drink, v. πίνω, καταπίνω, εκπίνω,
έλκω, λάπτω : to give to drink,
ποτίζω, πιπίσκω: to• drink much,
ύπερπίνω, πολυποτέω : to drink
little, δληοποτέω: to drink toge-
ther, συμπίνω : to drink water,
ύδροποτέω
Drinkable, πότιμος, πότος, ποτέος :
not drinkable, άποτος : agreeable
to drink, εΰποτος
Drinker, π(ίτ77ί, 7τι.-τί5,/.φίλο7Γ(ίτ77ί, m. :
fellow- drinker, συμπότης, m. : great
drinker, πολυπότης, m. : moderate
drinker, μετροπότης, m. : small
drinker, οληόποτος, m. : water-
drinker, ύδροπότης, m. : wine-
drinker, οϊνοπότης, m. 'Τις, f.
Drinking, ποτής, f πότος, m. πότημα,
n. : drinking together, συμπόσιον,
n. : drinking healths, πρόποσις, f :
drinking of wine, οινοποσία, f. :
DRI
drinking of water, ύδροποσία, f. :
fit for drinking, πότιμος, irorbs :
fond of drinking, πολύποτος, συμ-
ποτικός
Drinking-bout, πότος, m. συμπόσιον, η.
Drinking-cup, ποτηριον, n. ποτηρ, m.
Drink-offering, λοιβη, f
Drip, v. στάζω, σταλάω, μυδάω
Dripping, στaλayμbς, m. στάξις, f.
Dripping, (as water) στακ^ς ; {as
a wet garment) μυδαλεος, μυδα-
λόεις
Drive, v. ελαύνω, ay ω, tpyw : to drive
horses or a chariot, ηνιοχεω,
ηνιοχεύω, ίππηλατεω, διφρηλατεω χ
ελαστρεω : to drive a team,
ζξχτγηΚατζω : to drive away, απ-
ελάσω, εξελαύνω, ώθεω, απωθεω,
εξωθεω, εκκρούω, διώκω, εκβαλλω,
εκβιβάζω: to drive round, περι-
ελαύνω : to drive into or to-
wards, επελαύνω, π ροσ ελαύνω, εμ-
βάλλω : to drive together, συν-
ελαύνω
Drivel, κόρυζα, f σίαλον, n. (an idiot,
fool) σίαλος, m. Ιδιώτης, m.
Drivel, v. κορυζάω, σια?^οχοεω, ληρεω
Driveller, σίαλος, m. Ιδιώτης, m.
Driver, ελατηρ, m. (of horses or
chariots) ηνίοχος, m. κεντωρ, m.
ϊππηλάτης, m. (of a team) ζςυ~γηλά-
της, m. (of oxen) βοηλάτης, m.
Driving, Driving away, ελασις, f.
εξελασις^. εκκρουσις,}. {of horses or
a chariot) διφρεία, f. ηνιοχεία,./. ιπ-
πεία, /. : driving away, ελατηριος,
εκκρουστικος : fit for driving on,
ιππάσιμος, ΐππηλάσιος
Drizzle, v. ψακάζω
Drizzling, ψακάς, f i /ακάδιον, n.
Droll, yελωτoπoιbς, m. βωμολόχος, m.
Droll, yελo7oς [m,
Drollery, yελωτoπoua, f. χλευασμός,
Dromedary, κάμηλος, c.
Drone, κηφην, m.
Dronish, κηφηνώδης
Droop, v. μαραίνομαι, ημύω, κατημύω
Drooping, προπετης, προνωπης
Drop, στayώv, /. στά^μα, n. ψα /cas, /.
λίβας, f.pavh,f. : in drops, στάγδην
Drop, v. στάζω, σταλάω, καταστάζω,
αποστάζω, καταβάλλω, μεθίημι,χεω;
intrans. καταλείβομαι, καταψακάζω ;
(fall) πίπτω, καταπίπτω : to drop
into, ενστάζω, ενσταλάζω
Dropping, στaλayμbς, m.
Dropsical, ύδρωπικός [ύδρωπιάω
Dropsy, ΰδρωψ, m. : to have dropsy,
389
DUC
Dross, σκωρία, f.
Drossy, σκωριοειδης
Drove, ατγελη, f ποίμνη, f.
Drover, βοηλάτης, m. βουκόλος, m.
κεντωρ, m. [σία, f.
Drought, αυχμός, m. ανυδρία, J. ξηρα-
Drown, V. καταποντόω, καταποντίζω
Drowsily, adv. ραθΰμως, οκνηρως
Drowsiness, χάσμη, f ύπνωδία, f.
ληθapyίa, f.
Drowsy, ύπνώδης, υπνωτικός, ληθapyι•
k5s : to be drowsy, ύπνώσσω
Drub, τύμμα, n. [ζω
Drub, V. τυ7Γτω, παίω, μαστν^όω, ραττί-
Drubbing, ράπισμα, n.
Drudge, δούλος, m. άνδράποδον, n.
Drudge, v. δουλεύω
Drudgery, ΖύυΧεία, f.
Drug, φάρμακον, n. : of or pertaining
to drugs, φαρμακικύς : using of
drugs, φαρμακεία, f φαρμάκευσις, /.
Druggist, φαρμακευς, m. φαρμακοπώ-
λης, m. : to be a druggist, φαρμα-
κοπωλεω
Druggist's shop, φαρμακοπωλείον
Drum, τύμπανον, n. : to beat the
drum, τυμπανίζω [ T P l &} /•
Drummer, τυμπανιστής, m. τυμπανίσ-
Drunk, μέθυσος, μεθυστικός, ύποπεπω-
κώς, παροίνιος, πάροινος^ μεθυσθεϊς :
to make drunk, μεθύσκω, κατά-
μεθύσκω : to be drunk, μεθύω,
μεθύσκομαι, οϊνόομαι
Drunkard, φιλοπότης, m. οινόφλυξ, C.
μεθυστης, m. μεθύστρια, f
Drunken, μέθυσος, μεθυστικός, πάραι-
νος, υϊνοβαρης, ύποπεπωκώς
Drunkenness, ^€^77, f μεθυσις, f. οίνο-
φλυyίa, f. φιλοποσία, f.
Dry, ξηρbς, κaπυpbς, αυος, αύαλέΌς,
άζαλεος, αύχμώδης, άβροχος, άνυ-
δρος: very dry, ύπερξηρος: dry
land, η ξηρά, Tb ξηρον
Dry, ν. ξηραίνω, αύαίνω, σκελλω : to
be or become dry, ξηραίνομαι, κατα-
ξηραίνομαι, σκελλομαι: to dry up,
αποξηραίνω ίμο$> m - αυονη, f.
Dryness, ξηρότης, f. ξηρασία, f. αύχ-
Dual, δυαδικός, δυϊκος
Dubious, δύσκριτος, άπορος, αμφισβή-
τητος, αμφίβολος, άμφίλoyoς, άδη-
λος, μετέωρος [λως, ενδοιαστως
Dubiously, adv. δυσκρίτως, αμφιβο-
Dubitable, same as Dubious
Duck, νήσσα, f. βασκάς, f.
Duck, v. εμβάπτω, βάπτω
Ducking, βαφή, f.
Duckling, νησσάριον, n.
DUC
Duct, οχε^ς, m. [τος
Ductile, εύάγωγος, εύπλαστος, ευηλα-
Ductility, εύαγωγία, /. υπειξις, f.
Due, το προσήκον, μοίρα, f. οφείλημα,
η. (of money) rb γιγνόμενον ; (tri-
bute) εισφορά, f τέλος, η.
Due, καθηκων, προσήκων, αίσιος, μοί-
pios ; (of money) επιγενόμενος : to
be due, οφείλομαι
Duel, μονομαχία^.
Dug, μασ^ς, m. TnBbs, m.
Dug, opvKTbs
Dulcet, ηδύς, γλυκύς, σύμφωνος
Dull, αμβλύς, αναίσθητος, κωφbς : to
make dull, αμβλύνω, άπαμβλύνω :
to be dull, αμβλύνομαι
Dullness, άμβλύτης, f. κωφότης, f, (of
sight) άμβλυωγμός, m.
Duly, adv. ακριβώς, κατ αΊσαν
Dumb, κωφbς, άλαλος, άφωνος, άγλωσ-
σος : to make dumb, κωφάω : to
be or grow dumb, κωφάομαι
Dumbness, κωφότης, f. ενεότης, f.
Dun, φαιός
Dunce, δυσμαθης, άμαθης
Dung, κόπρος, m. σπατίλη, f. σκώρ, n.
, βόρβορος, m. ονθος, m. : sheep-
dung, σφύρας, f. : cow-dung, βόλι-
τος, m. -ov, n.
Dung, v. κοπρίζω
Dungeon, φυλακή, f. γοργύρη, f.
Dunghill, κοπριά^.
Dupe, εύαπάτητος, ευήθης, εϋπιστος
Dupe, v. απατάω, φενακίζω
Duplicate, άντίγραφον, n.
Duplicity, διπλόη, f.
Durability, βεβαιότης, f.
Durable, βέβαιος, χρόνιος, πολυχρό-
νιος, εμπεδος, έμμονος [βως
Durably, adv. βεβαίως, εμμενώς, εμπε-
Durance, φυλακή^.
Duration, διαμονή, f χρόνου μήκος
During, prep, δια, κατά, παρά
Dusk, κνέφας, η. ορφνη, f. δείλη, f. :
at dusk, περί δείλην
Dusky, δvoφεpbς, κνεφαΐος, δρφναΐος
Dust, κόνις, f κονία, f. κονιορτος, m,
σπoδbς, f. : cloud of dust, κονιορτος,
m. κονίσαλος, m.•
Dust, v. (to clear from) σαίρω; (to
sprinkle with) κονίω, κονιορτόω
Dusty, κόνιος, κονιορτώδης
Duteous, same as Dutiful
Dutiful, εύπειθης, αϊδοΊος, κατηκοος
Dutifully, adv. αϊδοίως
Dutifulness, αιδώς, f
Duty, οφειλή, f. μέρος, n. το καθήκον:
duties, προσήκοντα, n.pl. : it is my
390
EAR
duty, εμόν εστί, η κει or καθήκει
μοι, εμοϊ πρόσκειται : to do one's
duty, ποιεω or πράσσω τδ προσ-
ήκον, τα δέοντα or α προσήκει,
τά καθήκοντα άποτελεω or ποιεω:
to fail in one's duty, προδίδοναι τά
καθήκοντα
Dwarf, νάννος, m.
Dwarfish, ναννώδης, ναννοφυης
Dwell, ν. οϊκεω, ενοικεω, κατοικεω,
ναίω, ενναίω, ναιετάω, διαιτάομαι,
σκηνάομαι : to dwell near, παρ-
οικεω, προσοικεω: to dw T ell with,
συνοικεω, συνναίω
Dweller, οϊκητωρ, m. οϊκητης, m.
Dwelling, οϊκησις^. εναυλος^. αυλη^.
στέγη, f : a dwelling in, ενοίκησις,/'.:
a dwelling near, παροίκησις, f. :
a dwelling together, συνοικία, f. :
dwelling beyond, ύπεροικος : to
change dwelling, μετοικεω ) μετ-
οικίζω
Dwindle, v. φθίω or φθίνω
Dye, βαφή, f βάμμα, n. φάρμακον, n.
Dye, v. βάπτω, χρώζω
Dyed, βαπ^ς
Dyeing, βαφή, f χρώσις, f
Dyer, βαφευς, m.
Dynasty, δυναστεία, f
Dysentery, δυσεντερία, f
Dyspepsy, δυσπεψία, /.
Ε.
Each, έκαστος, εΐς έκαστος, έκαστος
τις: each of two, each singly,
εκάτερος : each other, αλλήλων :
from each side, εκάτερθε : each
time, εκάστοτε
Eager, πρόθυμος, μεμαώς, έντονος,
πρόφρων, σφoδpbς, σπουδαίος : to be
eager, προθυμεομαι, σπουδάζω, μαι-
μάω, δρμάομαι, εντείνω
Eagerly, adv. προθύμως, εντόνως, δρμη-
τικώς, σπουδαίως, προφρονεως
Eagerness, προθυμία, /. σπουδή, f
ορμή,/-
Eagle, άε^ς, m. : sea eagle, άλιάετος,
m. : black eagle, μελανάετος, m. :
like an eagle, άετώδης
Eaglet, άετιδευς, m.
Ear, ους (gen. ώ^ς), οι. ουας, n. (of
corn) στάχυς, m. άστάχυς, m. άθηρ,
m. άνθερι\, m.
Ear-ache, ώταλγία, f.
Earliness, πρωϊότης, f.
EAR
Early, πρώϊος (contr. πρφος), πρώιμος,
ορθριος, εφος : earlier, πρότερος
Early, adv. πρωί; ϊωθεν : earlier, πρό-
τερον
Earn, v. κτάομαι, £ρ-/άζομαι, εξερ^'ά-
ζομαι, άρνυμαι, κερδαίνω
Earnest, Earnest money, άρβαβών,
m. πρόδοσις, f. : to receive as an
earnest, προλαμβάνω
Earnest, σπουδαίος, σφοδρός, λιπαρής,
ατ€νηε, εκτενής: to be earnest,
σπουδάζω
Earnestly, adv. σπουδαίως, σφόδρα,
επιστρεφώς, διατεταμενως, φιλο-
τίμως
Earnestness, σπουδή,/, εκτενεια,/
Ear-ring, ελικτηρ, m. ελιξ, / ενώτιον,
η. άρτημα, η.
Earth, yrj, f. yala, /. χθων,/, πεδον, η.
βώλος, / η οικουμένη : of the earth,
χθόνιος, y -ηϊνος : in the earth,
7cubs, χαμηλός : living on the
earth, επιχθόνιος, εyyειoς : on the
earth, χαμαϊ : to the earth, χαμαζε,
πεδονδε : from the earth, χαμόθεν :
to earth up, προσχώννυμι, άντι-
προσαμάομαι
Earth-born, yiriysv^s
Earthen, κεράμιος, κεράμειος, κερά-
μινος, πήλινος, χύτρειος [κεραμϊς, /
Earthenware, κεράμιον,η. κέραμος, m.
Earthly, χθόνιος, εyyειoς, επί~/ειος,
επιχθόνιος
Earthquake, σεισμός, m. ρηκτης, τη.
Earthworm, σκώληξ, m.
Earthy, yηωδης
Ease, (rest, leisure) σχολή,/, ραστώνη,
f. (comfort) ευμάρεια, / (facility)
ευπορία, f. ευπετεια, f.
Ease, V. ελαφρίζω, ελαφρύνω, άπονεω
Easier, compar. ράων, ρηίτερος
Easiest, superl. ραστος, ρηιτατος
Easily, adv. ραδίως, άπόνως, εύπετώς,
ενπόρως, ακονιτϊ, ασπουδϊ, φαύλως :
more easily, ρηίτερον, paov: most
easily, ρηίτερα, ραστα
Easiness, (ease, convenience) ευμάρεια,
f. (of work) ευκοπία, f. (of disposi-
tion) ευκολία, f. vypOT -ης, f. πραό-
της,/
East, εως,/. ηώ?,/, ανατολή,/ : from
Easter, πάσχα, n. [the east, ηώθεν
Easterly, προσηφος
Eastern, ε$ος, ηόϊος
East-wind, Εύρος, m, άπηλιώτης, m.
Easy, pqfiios, ελαφρός, εύπορος, ευπε-
της, κουφός, φαύλος, 'άπονος, εϋπρακ-
το5, εύκατέρ~/αστος ; (of disposi-
391
EDI
tion) εύκολος; (of approadt) ευπρόσ-
οδος, ευπρόσιτος ; (to digest) εύπεπ-
τος ; (to he entreated) εύπειθης }
εΰπειστος, καταπειθης
Eat, v. εσθίω (jut. εδομαι, 2 aor. ^ayov,
inf. φayειv), βιβρώσκω, τpώyω, δαί-
νυμαι* σιΤεομαι : to eat up, κατ-
εσθίω (2 aor. inf. κaτaφayε?v), κατα-
βιβρώσκω, εκτρώyω : to eat greedily,
κάπτω : to eat immoderately,
ύπερεσθίω : to eat secretly, ύπο-
τpώyω [εδώδιμος
Eatable, τροικτός, τρώξιμος, βρώσιμος,
Eatables, τα εδώδιμα
Eaten, εδεστός : half-eaten, ημίβρωτος
Eater, εδεστης, m.
Eating, βρώσις, f. εσθησις, f.
Eating together or with, σύσσιτος
Eaves, yε1σov, n. [παλίρροια, f.
Ebb, άμπωτις, f. : ebb and flow,
Ebony, έβενος,/, εβενη, f.
Ebriety, μέθη,/ olvoφλυyίa,/
Ebullition, ζεσις, / ανάζεσις, /.
Ecclesiastic, εκκλησιαστής, m.
Ecclesiastical, εκκλησιαστικός
Echo, ηχω, /
Echo, V. αντηχεω
Echoing, αντηχησις, /
Echoing, άντίδουπος, άντίτυπος
Eclaircissement, φανερωσις, f. δήλω-
σις,/ ερμηνεία,/ ^ [μία,/
Eclat, λαμπρότης,/, ευδοξία, f. ευφη-
Eclectic, εκλεκτικός
Eclipse, εκλειψις, / μεταβολή ηλίου :
to be eclipsed, εκλείπω
Ecliptic, εκλειπτικος
Eclogue, i^oyr], /
Economical (frugal), φειδωλός; (of
management) οικονομικός : to be
economical, φείδομαι
Economy (frugality) t φειδώ, / φειδώ•
λία, / (management or disposition
0/ things) οικονομία, /
Ecstasy, εκστασις, /
Ecstatic, εκστατικός
Eddy, δίνη, f. δΐνος, m. στροφάληξ,
/ : with deep eddies, βαθυδίνης,
βαθυδιντ,εις
Eddy, v. δινεω, ελίσσομαι
Eddying, δινηεις, ελικυς
Edge {0/ an instrument), ακωκη, f.
ακμή, f. yεvυς, / στόμα, n. (of
a cliff, garment, Qc.) χεΊλος, n.
κράσπεδον, n. : to give an edge to,
στομόω
Edgeless, αμβλύς
Edible, εδεστος, εδώδιμος, τράξιμος
Edict, εντολή, /. πpόστayμa > n.
EDI
εφετμη, /. (decree, as of an assem-
bly) ψήφος,/. [/.
Edification, διδασκαλία, /. παίδευσις,
Edifice, οικοδόμημα, n. υϊκοδομη, f.
οίκημα, n. δώμα, οι. κτίσμα, οι.
Edify, v. παιδεύω, διδάσκω
Edile, άγορανόμος, on. αστυνόμος, m.
Edileship, αγορανομία, /. αστυνομία, /.
Edition, εκδοσις, /.
Educate, v. τρέφω, παιδεύω, εκπαιδεύω,
παιδαγωγεω, διδάσκω, άγω : to edu-
cate together, συμπαιδεύω
Education, τταιδςία, /. παίδευσις, /.
παιδαγωγία, /. τροφή, /. διδασκαλία,
/. μάθησις, f. [m.
Educator, διδάσκαλος, on. παιδευτης,
Educe, v. εξάγω
Eel, εγχελυς, /. εγχελειον, ox.
Efface, V. εξαλείφω, άποτρίβω, εκνίζω,
εκτήκω, απολύω, αναλαμβάνω : easy
to be effaced, ευεξάλειπτος
Effect, δύναμις, f. ενέργημα, οι. αποτέ-
λεσμα, n.
Effect, v. διαπράσσω, απεργάζομαι,
ποιεω, επιτελεω, άνύω
Effective, πρακτικός, ενεργός, ενεργής,
άνύσιμος, ανυστικός, δραστήριος
Effectively, adv. ενεργώς, άνυσίμως
Effectless, άπρακτος, ασθενής, αδύνα-
τος, άχρηστος
Effects, (goods) ουσία,/. [τικος
Effectual, ανύσιμος, τέλειος, ενεργη-
Effectually, adv. τελείως [πληρόω
Effectuate, ν. τελεω, πληρόω, άνα~
Effeminacy, μαλακία, /. άνανδρία, /.
θηλύτης, /. άβρότης, /.
Effeminate, άνανδρος, μαλακός, άβρος,
θήλυς : effeminate man, γύννις, on. :
to be effeminate, μαλακίζομαι, θη-
λύνομαι [κείως, μαλακώς
Effeminately, adv. άνό^ρως, γυναι-
Efficacious, δραστήριος, άνύσιμος,
'νυστικος
Efficaciously, adv. άνυσίμως, ενεργώς
Efficacy, δράσις, /. δύναμις, /. άρετη,/.
Efficiency, επιτηδειότης, /. δύναμις, /.
Efficient, επιτήδειος
Efficiently, adv. επιτηδείως
Effigy, εϊκών, / άγαλμα, η. είδος, η.
Effluvia, οσμή, /. οδμη,/.
Efflux, απόρροια,/. φ [πε?ρα, f.
Effort, επιχείρημα, οι. εγχείρημα, οι.
Effrontery, άναισχυντία, /. αναίδεια, /.
θράσος, οι. τολμτ,, /. [αίγλη, /.
Effulgence, αύγη, /. λαμπρότης, /.
Effulgent, λάμπρος, άyλabς
Effuse, ν. εκχεω, άποχεω, σπενδω .
Effusion, ρενμα, οι. εκχυσις,/.
392
ELE
Egg, ωον, n. : to lay eggs, ώοτοκεω
Egregious, επίσημος, εκπρεπης, υπέρ-
οχος, έξοχος
Egregiously, adv. εκπρεπώς, εξόχως,
EgreS3, έξοδος, /. [διαφερόντως
Egypt, Αίγυπτος, /.
Egyptian, Αιγύπτιος
Ejaculate, ν. άνακράζω, άναβοάω
Ejaculation, βόαμα, οι. ολολυγη, /.
Eject, ν. εκβάλλω, εξελαύνω
Ejection, εξελασις,/. εκβολή,/.
Eight, οκτώ : the number eight,
οκτάς, /. : eight times, δκτάκις :
eight times as much, οκταπλάσιος :
eight months old, οκτάμηνος :
eight years old, όκταετις
Eighteen, οκτωκαίδεκα : eighteen
years old, δκτωκαιδεκετης, -τις
Eighteenth^, οκτωκαιδεκατος
Eightfold, οκταπλάσιος
Eighth, όγδοος
Eight hundred, οκτακόσιοι
Eight hundredth, οκτακοσιοστος
Eightieth, όγδοηκοστος
Eight thousand, οκτακισχίλιοι
Eighty, όγδοηκοντα
Eighty thousand, οκτακισμύριοι
Either, εκάτερος, όπότερος ; (both)
Either, adv. fj. είτε [άμφότερος
Eke or Eek, V. άναπληρόω, χορηγεω,
εκδίδωμι
Eke, adv. προσέτι, χωρίς, ωσαύτως
Elaborate, ν. διαπονεομαι, δαιδάλλω
Elaborate, δαιδάλ€05, δαίδαλος, πολύ-
κμητος, άσκητος
Elaborately, adv. διαπεπονημενως
Elapse, ν. διέρχομαι, παραφερω, δια-
λείπω, οιαγίγνομαι
Elate, ν. ογκόω, επαίρω, φυσάω : to
be elated, επιγανρόομαι, γαυριάω,
μετεωρίζομαι
Elated, επαρθεϊς [ΰγκος, τα.
Elation, μετεωρισμός, on. φύσημα, η.
Elbow, άγκών, on. πηχυς, m.
Elder, (compar.) πρεσβύτερος : to be
elder, πρεσβεύω
Elder, πρεσβύτερος, on. : the elders,
οι πρέσβεις, οι γεραίτεροι
Elder-tree, άκτεα, /. [γεραίτατος
Eldest, πρεσβύτατος, πρεσβιστος,
Elect, V. χειροτονεω, διαχειροτυνεω,
προκρίνω, αϊρεομαι, ψηφίζομαι
Elected, αιρετός, διαψηφιστος
Election, αίρεσις, /. χειροτονία, /.
διαχειροτονία, /. εκλογή^ /.
Elective, αιρετός, εκλεκτικός
Elector, αιρετής, on. χειροτονητης, m.
Electre, η'λεκτρον, οι. ήλεκτρος, c
ELE
Electuary, εκλεικτον, η. εκλεημα, η.
Eleemosynary, ελεητικός
Elegance, χάρις, f. κόμψευμα, η.
ευκοσμία, f.
ElegaDt, κομψός, χαρίεις, φιλόκαλος,
ευπρεπής : very elegant, περίκομφος
Elegantly, adv. κομφώς, χαριεντως,
εκπρεπώς : to act or do elegantly,
κομφεύω, χαριεντίζομαι
Elegiac. 4\ey€7os
Elegy, i:\eyos, m. iAeyeiov, n.
Element, στοιχείον, η. στοιχείωμα, η. :
to teach the elements, στοιχειόω
Elementary, στοιχειωτικός, στοιχειω-
ματικος, στοιχειώδης : elementary
instruction, στοιχείωσις, f.
Elephant, ελεφας, m. : of an ele-
phant, ελεφάντινος : elephant-
driver, ελεφαντιστης, m.
Elephantine, ελεφάντινος
Elevate, v. αίρω, ύψόω, μετεωρίζω
Elevated, υψηλός [f.
Elevation, ύψωμα, n. υφός, n. υφωσις,
Eleven, ένδεκα : the number eleven,
ενδεκάς,/.: eleven times, ενδεκάκις
Eleventh, ενδέκατος, ενδεκαταΊος
Elf, δαιμόνων, n.
Elicit, v. εξάyω, ευρίσκω, εφελκομαι
Eligible, αιρετός
Elision, αποκοπή, f.
Ell, ωλενη,/.
Ellipsis, ελλειψις,/.
Elliptic, ελλειπτικός
Elm, πτελεα, f. : of elm, πτελεϊνος
Elm-grove, πτελεών, m. [μηνεία, f.
Elocution, διάλεκτος, f. λέξις, f. ερ-
Elogy, έπαινος, m. αίνος, m. εύλoyίa, f.
^κώμιον, n.
Elongate, V. μηκύνω, άπομηκύνω, τείνω
Elongation, επεκτασις,/. μηκυσμος,τη.
Elope, v. άπoφεύyω, απαλλάσσομαι
Elopement, αποφυγή, f. έξοδος, f.
άποχώρησις, f.
Eloquence, εύεπεια, f. ε^λωσσία, f.
πολυφραδμοσύνη, f. ατγορητυς, f.
Eloquent, εύεπής, ε^λωσσος, πολυ-
φραδης
Eloquently, adv. εύφραδεως
Else, adv. άλλως, ετερως
Elsewhere, adv. άλλη, άλλοθι, άλ-
λαχου, άλλαχόθι, ετερωθι ; (to an-
other place, elseivhither) άλλοσε,
αλλαχόσε, ετερωσε [αποσαφεω
Elucidate, ν. εξηyεoμaι, διασαφεω,
Elucidation, σαφηνισμος, m. δηλωσις,
f. εζ^ησις,/.
Elude, ν. διακρούομαι, εκκρούω, εκ-
φεύyω i| πεpιφεύyω, ύπεκκλίνω
393
ΕΜΒ
Elusion, αποφυγή, f. άπόφευξις, f.
Elysian, Ηλύσιος
Elysium, Ήλύσιον πεδίον
Emaciate, ν. Ισχναίνω, Ισχνόω, λεπ-
Emaciated, λεπτοί \τύνω
Emaciation, λεπτότης, f. ισχνασία, f.
Emanate, ν. απορρέω, εκρεω, εκπίπτω
Emanation, απορροή, f.
Emancipate, ν. ελευθερόω, άπελευ-
θερόω, παραλύω [ελευθερία, /.
Emancipation, άπελευθερωσις, f. α
Emasculate, ν. τέμνω, εκτεμνω
Embalm, ν. ταριχεύω
Embalmed, ταριχευτός
Embalmer, ταριχευτής, m.
Embalming, ταρίχευσις, f.
Embankment, χώμα, n. ΰχθος, m.
Embargo, κώλυμα, n.
Embark, v. επιβαίνω, εμβαίνω, είσ-
βαίνω, ava/3atVa>
Embarkation, εϊσβασις, f. εμβασις, f.
Embarrass, v. εμποδίζω^ παρεμποδίζω :
to be embarrassed, αμηχανεω
Embarrassment, αμηχανία, f. απορία,
f. εμπόδισμα, n. κώλυμα, n.
Embassy, Embassage, πρεσβεία, f. :
to go or send on an embassy,
πρεσβεύω
Embellish, v. άγάλλω, δαιδαλόω, ποι-
κίλλω, κοσμεω
Embellishment, άyaλμa, n. κόσμησις,
f. πρόσχημα, n.
Embers, μαρίλη, f. τέφρα, f.
Embezzle, v. ύφαιρεομαι, άποσυλάω,
κατέχομαι
Embezzlement, ύφαίρεσις, f.
Embitter, v. πικραίνω, τραχυνω
Emblazon, v. δαιδάλλω, επικοσμεω
Emblem, σήμα, n. σημείον, to. σύμ-
βολον, n.
Emblematical, συμβολικός, σημειώδη?
Embolden, v. θαρσύνω, επιθαρσύνω
Embosomed, κολπώδης
Embossing, άvayλυφη, f.
Embowel, v. σπλayχvεύω
Embrace, ασπασμός, m. άσπασμα, n.
περιπτυχη, f. περιβολή, f. περιβολή
χειρών
Embrace, v. ασπάζομαι, περιλαμβάνω,
περιπλέκομαι, ύπayκaλίζω, περιβάλ-
λω, αμφιβάλλω χεΐρας, προσάγομαι,
ατ/απάζω, περιέχομαι ; (as an
opinion) αιρεομαι ; (include, com-
prise) άμπεχω, προσπεριλαμβάνω
Embroider, ν. ποικίλλω
Embroidered, ποικίλος, δαιδαλεος,
δαίδαλος, κεστος, πολύκεστος
Embroiderer, ποικιλτης, m.
EMB
Embroidery, ποίκιλμα, η. ποικιλία, /.
Embroil, v. θορυβεω> συγχέω
Embryo, εμβρυον, η. κύημα, n.
Emburse, ν. τα xpia διαλύω, χρζω-
λυτεω
Emend, ν. κατορθόω, επανορθόω
Emendation, επανόρθωμα, n. ; (act of
emending) επανόρθωσα, /. κατόρ-
θωσις, /.
Emerald, σμάραγδος, C. [ανακύπτω
Emerge, ν. αναδύομαι, εξαναδύομαι,
Emergency, τό παρατνγχάνον or
Emersion, ανάδυση, /. [παρατυχόν
Emeiy, σμύρις, /.
Emetic, εμετικόν or εμετήριον φάρ-
μακον, συρμαία, /. : to give an
emetic, εμετηρίζω : to take an
emetic, συρμαϊζω
Emetic, εμετικός [ανάντη ς, m,
Emigrant, μέτοικος, άποικος, μετ-
Emigrate, v. ανοικίζομαι, μετοικίζομαι,
μετοικεω, εποικίζομαι, άποικεω, μετ-
ανίσταμαι, εκτοπίζω, ύπεξερχομαι
Emigration, μετοικία, / μετοίκησις, /.
αποίκησις, / εκτοπισμός, m.
Eminence, {distinction) επιφάνεια, f.
έξοχη, f. (height, hill) πάγος, m.
υψος, n.
Eminent, επίσημος, διαπρεπής, έξοχος,
επιφανής, υπέροχος : to be emi-
nent, προηκω, μεταπρεπω, διαπρέπω
Eminently, adv. διαπρεπώς, διακριδον,
εξόχως, έξοχα
Emissary, πομπός, m. προσαγγελευς, m.
Emission, πρόεσις, /. [ανίημι
Emit, V. ίημι, άφίημι, επαφίημι, ^ξίημι,
Emmet, κζ4ψ, α μυρμήκιον, η.
Emollient, μαλακτικός, μαλθακτηριος
Emolument, κέρδος, η. χρηματισμός,
m. λήμμα, η.
Emotion, πτόησις, /. πάθος, η.
Empale, ν. περιτειχίζω
Emperor, μόναρχος, m. αυτοκράτωρ, m.
Emphasis, εμφασις, /.
Emphatic, Emphatical, εμφατικός
Emphatically, adv. εαφατικώς, απλώς
Empire, αρχή, f. κράτος, n.
Empiric, εμπειρικό?, m.
Empiric, Empirical, εμπειρικό
Empiricism, εμπειρία, /.
Employ, v. χράομαι, προσάγω, ανίημι :
to be employed, διατρίβω, διατρι-
βών ποιεομαι (περί), αναστρέφομαι
Employed, ενεργός
Employer, εργοδότης, m. [εργασία,/.
Employment, ασχολία,/, διατριβή,/.
Emporium, εμποριον, η.
Empoverish, ν. πτωχίζω, εκκενόω
394
ENC
Empower, ν. εξουσίαν δίδωμι or παρ•
έχω, επιτρέπω
Empress, βασίλεια, /.
Emprise, τόλμημα, η. πείρας.
Emptiness, κενότης, /. κενεότης, /.
(ο/ mind) κενοφροσννη, /.
Empty, κενός, διάκενος; (of the
mind ) κενεόφρων : an empty space,
διάκενον, n.
Empty, v. κενόω, εκκενόω, λαπάζω
Emulate, V. ζηλόω, αμιλλάομαι
Emulation, άμιλλα, f. ζήλος, m.
Emulator, ζηλωτής, m.
Emulge, V. εξαμελγω, παράγω
Emulous, αμιλλητικός, ζηλωτής
Enable, ν* ενδυναμόω, παρατίθημι
Enact, ν. νομοθετεω, θεσμοποιεω, χει-
ροτονεω
Enactment, θεσμός, m. νομοθέτημα, η.
νόμισμα, η. ψήφισμα, η. [φιλεω, εράω
Enamoured : to be enamoured of,
Encamp, "v. στρατοπεδεύω, σκηνεω,
σκηνόω, σκηνάομαι, κατασκηνάω,
αύλίζομαι : to encamp in, εναυλίζο-
μαι, ενστρατοπεδεύω [πεδευσις, /.
Encamping, στρατοπεδεία, f. στρατό•
Encampment, στρατόπεδον, η.
Enchain, ν. δεω, δεσμεύω, πεδάω
Enchant, ν. θέλγω, κηλεω, κατακηλεω,
μαγεύω, επάδω [θελκτωρ, m. γόης, m.
Enchanter, μάγος, m. επωδός, c.
Enchantment, μαγεία, f. επωδή, f.
θελκτήριον, n. [κυκλεομαι, στεφανόω
Encircle, ν. κυκλόω, κυκλεω, περί-
Enclose, ν. ε'ίργω, κατείργω, περιείργω,
συγκλείω, περικαταλαμβάνω
Enclosed, περιειργασ μένος
Enclosure, ερκος, η. περίβολος, m,
αμφίβλημα, η.
Encomium, εγκώμιον, η.
Encompass, ν. περικλείω, περιβάλλω,
περιχεομαι, περιέρχομαι, εμπεριέχω,
εμπεριλαυ,βάνω
Encompassing, εμπερίληψις, /.
Encompassing, αμφίδρομος [άγων, m.
Encounter, σύνοδος, /. συμβολή, /.
Encounter, ν. συμβάλλω, συναντάω,
συμμίγνυαι: to encounter dangers,
εγχειρίζομαι κινδύνους
Encourage, ν. θαρσύυω or θρασύνω,
παραθαρσυνω, παρακαλεω, κελεύω,
επικελεύω, παρακελεύομαι, διακελεύ-
ομαι, κελομαι, παραμυθεομαι, οτρύνω
Encouragement, παρακελευσις, /.
παρακελευσμα, η. -μός, m. παρα-
μυθία, /. παράκληση, /.
Encourager, παρακλήτωρ, m. [σης
Encouraging, παρακελευστικός, εύθαρ-
ENC
Encroach, v. παραλύομαι
Encroachment, παράδυσις, f.
Encumber, v. βαρύνω, επιβαρέω, εμπο-
δίζω, Ύ^μίζω
Encumbrance, άχθος, η. βάρος, η.
έμπόδισμα, η.
Έηά,τζλοε, η.τελευτη^. τέρμα, η.πέρας,
71. διάλυσις, f. κατάλυσις, f. : at the
end, τέρμιος, τερμόνιος, τελευταίος
End, V. τελέω, τελευτάω, εκτελευ-
τάω, λύω, καταλύω, εκλύω, παύω,
εκπαύω, περαίνω ; inirans. αποτε-
λευτάω, περιέρχομαι, αποβαίνω
Endanger, ν. κινδυνεύω
Endear, ν. φιλοποιέω, χαρίζομαι
Endearment, φιλοποίησις, f. φίλο-
ποι'ία, /. (fondness, good-will) προσ-
φίλεια,./. εύμένεια, /. φιλοφροσύνη,/.
Endeavour, πείρα, f. επιχείρημα, η.
εγχείρημα, η, [χειρέω
Endeavour, ν. πειράω, επιχειρέω, iy-
Endict, see Indict
Endictment, see Indictment
Ending, τέλος, η. τελευτη, f.
Ending, (going to the end) τερ-
μιόεις ; (bringing to an end)
τελευταίος, τελεσφόρος
Endive, κόνυζα, f. πικρϊς, f.
Endless, άπειρος, απέραντος, άπειρέ-
σιος, ατέρμων, μύριος
Endorse, ν. επιγράφω, υπογράφω
Endorsement, επίγραμμα, η.
Endow, V. πλουτίζω, προικίζω
Endue, ν. πορίζω
Endurance, καρτερία, /. τλημοσύνη, f.
πάθησις, f. άνάσχεσις, /. άνοχη, f.
'Endure, V. τλάω, καρτερέω, υπομένω,
ανέχομαι, τολμάω, φέρω, υποφέρω,
διαφέρω, διακαρτερέω, αθλέω
Enduring, τλημων, τλητος, ταλαίπω-
ρος, τaλaερybς, σχέτλιος
Enemy, εχθρός, m. πολέμιος, m. άντι-
πολέμιος, m. ενάντιος, m. ύπεναντίος,
m. αντιστάτης, ηι. αντίπαλος, m.
Energetic, έvερybς, ενεργητικός, δρασ-
τήριος, δραστικός, εθελoυρybς, οτρη-
ρος, άοκνος [οτραλέως
Energetically, adv. eVep^ws, άόκνως,
Energy, ένδεια, f. άλκη, f. δρ μη, f.
Enervate, v. κατακλάω, κατά^/νυμι,
διαθρύπτω : to be enervated, μαλα-
κίζομαι, μαλθακίζομαι
Enervating, διάθρυψις, f. [άσθενέω
Enfeeble, v. άσθενόω : to be enfeebled,
Enforce, v. άvayκάζω, βιάζομαι
Enforcement, ανάγκη, f. βία, f.
Enfranchise, v. εϊσοικίζω, αφίημι, άπ-
ελευθερόω
395
ΕΧΟ
Enfranchisement, άφεσις, f. άπελευ-
θερωσις, /.
Engage, v. (promise) ύπισχνέομαι,
εγγυαω, κaτεyyυάω ; (in battle)
συμμηνυμι χεΤρας or "Αρη, συμβάλ-
λω ; (enter into an affair, business,
d'C.) άπτομαι, άνθάπτομαι, όμιλεω ;
(occupy, employ) επέχω : to be en-
gaged in, yίyvoμaι περί, είμϊ εν
Engagement, (promise) 677^77, /.
(in battle) συμβολή, f. σύνοδος, f.
(occupation) ασχολία, f. [φυτεύω
Engender, v. τίκτω, έντίκτω, yεvvάω,
Engine, μηχανή, f.
Engine-maker, μηχανοποώς, m.
Engrave, v. yλύφω, iy^ /λύφω, εντεμνω
Engraver, 7λυπττ7$, m. yλυφευς, m.
Engraving, yλυφη, f. άvayλυφ^], f.
Engraving tool, yλύφavov, n. yλυπ-
τηρ, m.
EDgross, v. (occupy u'holly) aypw :
to be engrossed by, ενέχομαι
Enhance, v. αυξάνω, μεyaλύvω
Enhancement, αϋξησις, f.
Enigma, αϊνημα, n.
Enigmatical, αΐνηματώδης, αΐνικτος
Enigmatically, adv. αϊνηματώδως,
αΐνικτηρίως
Enjoin, v. εντέλλομαι, τάσσω, επιτάσ-
σω, εφίεμαι, επισκηπτω, μυθέομαι,
^ορεύω
Enjoinment, έπίτayμa, n. εντολή, f.
Enj oy , v. απολαύω, καρπόομαι, ονίναμαι,
βάλλομαι, τέρπομαι [επαύρεσις, /.
Enjoyment, άπόλαυσις, /. ονησις, /.
Enkindle, ν. ά^απτω, άπτω, άνακαίω
Enlarge, V, αυξάνω, πλατύνω
Enlargement, αϋξησις, /.
Enlighten, ν. φωτίζω, διαφωτίζω, κατα-
λάμπω, επιλάμπω [^είρω
Enlist, ν. καταλύω, συλλέη>ω, αθροίζω,
Enliven, ν. φαιδρύνω, φαιδρόω, ιλαρόω
Enlivening, ιλαρός, φαιδρός
Enmity, εχθος, η. έχθρα, /. απέχθεια,
f. δυσμένεια, f.
Ennoble, ν. αυξάνω, ορθόω, λαμπρύνω
Enormity, υπερβολή, /. φαυλότης, f.
κaκoύpyημa, n.
Enormous, υπερμεγέθης, ύπέρμεyaς
(f. -μεyάλη, n. -μεya), υπέρμετρος,
ύπέρoyκoς, άμετρος [τρως
Enormously, adv. ύπερμέτρως, άμέ-
Enough, ικανός, διαρκής, εξαρκης : to
be enough, αρκέω, εξαρκέω; impers.
it is enough, άπόχρη, αρκούντως έχει
Enough, adv. άλις, αρκούντως, εξαρ-
κούντως, άδην, Ικανώς : more than,
enough, μάλλον του δέοντος
ENQ
Enquire, see Inquire
Enrage, v. ερεθίζω, ορ*γίζω, έξορ'γίζω,
παροξύνω, χοΧόω
Enrapture, V. ύπεραρέσκω, ενθουσιάζω,
τέρπω : to be enraptured, εκστατι-
κούς ^χειν, τέρπομαι, χαίρω, ύπερ-
χαίρω
Enraptured, περιχαρή, ύπερχαρης,
εκστατικός, ενθουσιαστικός
Enrich, ν. πλουτίζω, καταπλουτίζω
Enriching, πλουτηρος, πλουτοδότης,
ολβοφόρος
Enrobe, ν. ενδύω or ενδύνω, αμφιέννυμι
Enrol, ν. καταγράφω, 'γράφω, εγγράφω :
to enrol as a citizen, πολιτοΎραφέω
Enrolment, κατα-γραφη, f : enrolling
as a citizen, πολιτογραφία, f.
Ensample, παράδειγμα, οι.
Enshrine, v. ίερόω
Ensign, {standard or flag) σημείον,η.
έπίσημον, η. (standard-bearer) ση-
μειοφόρος, on.
Enslave, v. δουλόω, καταδουλόω, av-
δραποδίζω, εξανδραποδίζω
Enslaved, δουλόσυνος
Έ l Ώύ&vmg,avδpaπoδισμbs, m. δούλωσις,
f. καταδούλωσις, f.
Ensnare, v. δολοω, περιβάλλω, σαγη-
νεύω, εμπλέκω
Ensue, V. ακολουθέω, έπομαι
Ensurance, βεβαίωσις, f. άσφάλισις, f.
Ensure, ν. βεβαιόω, ασφαλίζω
Ensured, ασφαλές
Entangle, ν. περιπλέκω, συμποδίζω,
εμπλέκω, εμπαλάσσω : to be en-
tangled, εμπλέκομαι \σις, f.
Entanglement, περίπλοκη,/ έμπόοι-
Enter, V. εισέρχομαι, ύπέρχομαι, εμ-
βαίνω, εϊσειμι, εισδύω, ενδύω, παρ-
έρχομαι, εϊσβάλλω, εϊσελαύνω, ενέχο-
μαι : to enter secretly, υπεισέρχο-
μαι, ύπεισδύω, παρεμπίπτω
Enterprise, τόλμημα, οι. πείρα, /.
επιχείρημα, n. {spirit of enterpHse)
τόλμα, Ion. -η, f. εύτολμία, f.
Enterprising, τόλμη pbs, εϋτολμος,
τολμηεις, έ'γχειρητικός
Entertain, ν. δέχομαι, υποδέχομαι,
εισδέχομαι, ξενόομαι, ξενοδοχέω,
εύωχέω ; (amuse) τέρπω : to be en-
tertained, δαίνυμαι, επιξενόομαι
Entertainer, ξενοδόχος, on.
Entertainment, υποδοχή, f. ξενισ-
μός, m. ξένισις, f. ξενοδοχία, f.
(feast) δέΐπνον, n. συμπόσιον, οι.
(amusement) τέρψις, f
Enthral, v. καταδουλόω
Enthrone, v. θρονίζω, ενθρονίζω
396
ΕΝϋ
Enthusiasm, ενθουσιασμός, m. ένθουσί-
ασις, f. ζήλος, m. προθυμία^.
Enthusiast, ενθουσιαστής, on.
Enthusiastic, ενθουσιαστικός, πρόθυ-
μος : to be enthusiastic, ένθουσιάω,
προθυμέομαι [_μαι, ψυχα , )τω'γέω
Entice, ν. έφέλκομαι, δελεάζω, έπά*γο-
Enticement, δέλεαρ, οι. επα*γωγη, /.
Enticing, cnayujybs, εφολκος
Entire, όλος, πας, άπας, σύμπας, ατρι-
βης, διηνεκής, έκπλεος
Entirely, adv. 'όλως, πά'γχυ, λίαν,
αντικρυς, πάντα, δια τέλους, παν-
τελώς, πάμπαν
Entitle, ν. καλέω, ονομάζω \_φιάζω
Entomb, ν. θάπτω, καταθάπτω, έντα-
Entrails, σπλάγχνα, n. pi. έντερα, n.pl.
Entrance, είσοδος, /. εισβολή, /.
εμβολή, /. στόμα, η. (as an army)
εϊσδρομη, f. (space before the gates)
πρόπυλον, n. προπύλαιον, n. (narroio
entrance) στενωπός, f. ρωξ, f. (act
of entering) ενδυσις, f. εϊσδυσις, f.
(of an harbour) είσπλοος, on.: having
a narrow entrance, στενόπορος :
having a double entrance, δίστο-
μος, αμφίθυρος \υπέρχομαι
Entrap, ν. σαγηνεύω, περιβάλλω,
Entreat, ν. δέομαι, ικετεύω, εύχομαι,
προσεύχομαι, κατεύχομαι, λιτανεύω,
άντιβολέω, καθικετεύω ; (earnestly)
λιπαρέω : to obtain by entreaty,
παραιτέομαι
Entreaty, ίκετεία, f. ίκεσία 9 f. δέησις,
f. παραίτησις, f. αντιβολία, f.
Entrench, v. περιταφρεύω, περιτειχίζω
Entrenchment, πρόφρα-γμα, n. περι-
τειχισμός, on.
Entrust, oj. επιτρέπω, παραδίδωμι,
είσχειρίζω, πιστεύω
Entry, είσοδος, f. πρόσοδος, f.
Entwine, V. περιπλέκω, παραπλέκω
Envelop, v. καλύπτω, κατακαλύπτω,
επικαλύπτω, ενείλλω [ενείλημα, η.
Envelope, κάλυμμα, οι. εϊλημα, οι.
Enviable, ζηλωτος, έπίφθονος
Enviably, adv. έπιφθόνως [νος
Envious, φθονερός, έπίφθονος, βάσκα-
Enviously, adv. φθονερώς, επιφθόνως
Enviousness, φθονερία, /.
Environ, ν. περι'ίσταμαι, περικλείω,
εΎκυκλόω
Environs, προάστειον, η. περιοικϊς, f.
Enumerate, ν. αριθμέω, άπαριθμέω,
έξαριθμέω, καταλέγω, διέρχομαι
Enumeration, απαρίθμησις, f έξ-
αρίθμησις, /.
Enunciate, ν. αναγορεύω, αποφαίνω
ΕΝϋ
Enunciation, εϊσαγγελία,/ ενδειξις,/
Envoy, πρεσβυς, m.
Envy, φθόνος, m. ζήλος, m. βασκα-
νία, /. : free from envy, άφθονος
Envy, V. φθονεω, βασκαίνω, μεγαίρω,
Ephemera, εφημερον, n. [ζηλόω
Ephemeral, εφημέριος, εφήμερος, εφη-
Ephemeris, εφημερίς,/ [μερινος
Epic, εποποιϊκος : epic poetry, τα
επη, εποποιία, / : epic poet, επο-
ποιος, m. ραψωδοί, m.
Epicure, λίχνος, αδηφάγος,, χένθης, m.
προτενθης, m. : to be an^ epicure,
τενθεύω, προτενθίύω
Epicurean, λίχνος, αδηφάγος, ακό-
λαστος
Epidemic, επιδημιος, επίδημος : an
epidemic, επιδημία,/. : to be epi-
demic, επιδημεω
Epidermis, επιδερμ\ς, /.
Epigram, επίγραμμα, 71.
Epilepsy, επιληψία, / επίληψις, /
Epileptic, επιληπτικός
Epilogue, επίλογος, m.
Epiphany, επιφάνια, n. pi.
Episcopacy, επισκοπή, f.
Episcopal, επισκοπικός
Episode, επεισόδιον, n.
Episodic, επεισόδιος, επεισοδιώδης
Epistle, επιστολή, /
Epistolary, επιστολικός
Epitaph, επίγραμμα, n. επιτάφιον, n.
Epithalamium, επιθαλάμιον, n.
Epithet, επίθετον, n.
Epitome, επίτομη,/.
Epitomise, v. επιτεμνω
Epoch, χρόνος, m. εποχή, /.
Epode, επωδός, /.
Equability, όμαλότης, f. Ισότης, /.
Equable, ομαλός, ίσος
Equably, adv. δμαλώς, ίσως
Equal, ίσος, ομαλός, όμοιος, ισόρροπος,
αντίπαλος, εφάμιλλος ; (in age)
ηλιξ, δμήλιξ, συνομήλιξ, ισηλιξ; (in
number) Ίσοπληθης, Ισάριθμος; (in
value) αντάξιος; (in power or in-
fluence) ισόψηφος, Ισοκράτης, αντίρ-
ροπος; (in size or extent) ισομε-
γέθης, ισομετρητος; (in length)
ισομήκης; (in fighting) αξιόμαχος,
ισόπαλης : an equal in age, ηλι-
κιώτης, m*
Equal to, prep. αντ\
Equalisation, ανίσωσις,/. παρίσωσις,/.
Equalise, v. ϊσόω, εξισόω, ισάζω, δμα-
λίζω, δμοιόω, άνισόω
EquaUty, ισότης, / δμοιότης, / δμα~
λύτης, /.
397
ERY
Equally, adv. εξίσης, ομοίως, 'ίσως,
όμαλώς, εξ ίσου
Equanimity, επιείκεια, / ευγνωμο-
σύνη, / : with equanimity, ραδίως,
εύγνωμόνως
Equator, δ ισημερινός κύκλος
Equestrian, ιππικός, 'ίππειος : eques-
trian, s. ιππευς, m.
Equilateral, Ισόπλευρος
Equilibrate, ν. ισορροπεω
Equilibrium, Ισορροπία,/, δμαλότης, /.
Equinoctial, Ισημερινός, ισημερος
Equinox, ισημερία, /.
Equip, ν. σκευάζω, επισκευάζω, στέλλω,
εξαρτύω, εντύνω : to be equipped,
διασκευάζομαι, στολίζομαι, εξαρτά-
ομαι
Equipage, πομπή,/.
Equipment, σκευή, /. σκεύος, η.
στολή, /. κόσμος, m. εντεα, η. ρϊ.
Equipoise, ισορροπία, /. : to be in
equipoise, ισορροπεω
Equitable, επιεικής, ίσος, δίκαιος
Equitably, adv. επιεικώς, δικαίως
Equity, επιείκεια,/, δικαιοσύνη, /
Equivalent, αντάξιος, ίσος
Equivocal, ομώνυμος, αμφίλογος
Equivocally, adv. όμωνύμως, άμφι-
Equivocate, ν. άμφιλογεω [λόγως
Equivocation, αμφιλογία,/ δμωνυμία,/.
Era, χρόνος, m. εποχή, /.
Eradicate, ν. εκριζόω, αφαιρεω
Eradication, εκρίζωσις, / [λάπτω
Erase, ν. εξαλείφω, αφανίζω, εκκο-
Ere, adv. πρϊν, πρότερον
Erect, ορθός, όρθιος, ορθοστάτης; adv.
(standing erect) δρθοστάδην, -δον
Erect, ν. δρθόω, κατορθόω, ίστημι,
ανίστημι, ιδρύω
Erectness, δρθότης, /
Eremite, ερημίτης, m.
Erewhile, adv. έμπροσθεν, πρότερον
Err, ν. αμαρτάνω. εξαμαρτάνω, σφάλ-
λομαι, διαμαρτάνω, πλανάομαι, πλημ-
μελεω
Errand, επίσταλμα, η.
Errant, πλάνος, πλάνητος [αμαρτίνοος
Erring, πλάνος, πλάνητος ; (in mind)
Erroneous, πλημμελής, αγνοητικος,
ψευδής
Erroneously, adv. πλημμελώς, ψευδώς
Error, πλάνη, /. σφάλμα, η. αμάρ-
τημα, η. αμαρτία, /. αμαρτωλή, /.
αμπλάκημα, η.
Erst, 7ΓΟΤ€
Erudition, παιδεία, /. παίδευσις, /.
Eruption, εξάνθημα, η. άναφύσημα. η.
Erysipelas, ερυσίπελας, η.
ESC
Escape, φυγή, f. αποφυγή, /. κατα-
f άπόφευξις, f. ά.ττ αλλαγή /•
αποστροφή, f παράβασις, f.
Escape, ν. φεύγω, αποφεύγω, διάφευγε
υπεκφεύγω, άποδιδράσκω, εκδιδράσ-
κω, διαδύομαι, άλύσκω, άποφυγγάνω,
απαλλάσσομαι, διαπίπτω, διακρού•
ομαι; (as a danger) περαιώνομαι,
περισώζομαι : to escape notice,
λανθάνω, διαλανθάνω, παρέρχομαι :
to allow to escape, άφίημι : not to
be escaped, άφυκτος
Eschew, v. φεύγω, άλύσκω
Escort, (guidance) πομπή, f. προπομ-
πή, f. παραπομπή, f. (guide, con-
ductor) πομπός, m. προπομπός, m.
Escort, V. πέμπω, προπεμπω, παρα-
πέμπω, συμπροπεμπω, κομίζω, παρα-
κομίζω [παίος
Escorting, πόμπιμος, προπομπός, πομ-
Esculent, εδώδιμος, βρώσιμος
Especial, εξαίρετος
Especially, adv. μάλιστα
Espousals, νύμφευμα, η. νύμφευσις, f
μνηστευμα, η. εγγυή, f.
Espouse, ν. μνηστεύω, νυμφεύω, εγ-
yυάω•, (marry) γαμεω, νυμφεύω
Espy, ν. δράω, κατασκοπεω
Esquire, υπηρέτης, m. οπάων, m.
Essay, πείρα, f. εγχείρημα, n.
Essay, ν. πειράω
Essence, ουσία, f.
Essential, αναγκαίος, ουσιώδης : it is
essential, χρή, προσήκει
Essentially, adv. άναγκαίως, εξ ανάγκης
Establish, v. βεβαιόω, 'ίστημι, καθίσ-
τημι, τίθημι, κατασκευάζω, Ιδρύω;
(as laws) κυρόω : to be established,
κειμαι : to establish in, εγκαθίσ-
τημι : to establish together with,
συγκαθίστημι, συγκατασκευάζω
Established, κύριος
Establishment, (establishing) κατά-
στασις, f. βεβαίωσις, f 'ίδρυσις, f.
(as laws) θεσις, f (a house, &c.)
οικία, f.
Estate, ουσία,/, κλήρος, m. χωρίον, n.
Esteem, τιμή, f. αξίωμα, n. άξίωσις, f.
Esteem, V. τιμάω, άξιόω, εν τιμ -fj άγω :
to esteem lightly, ολιγωρεω, ολί-
γώρως εχω : to esteem highly,
τιμάω πλείστου, περί πλείστου
ποιεομαι : to esteem more, προ-
τιμάω, προκρίνω, τιμάομαι πλείονος
Estimable, τίμιος, πολυτίμητος, εν-
Estimate, τίμημα, η. [τιμος, ενδοξβς
Estimate, ν. τιμάω, κρίνω, σταθμάομαι,
μετρεω, αποτιμάω
EVE
Estimation, τίμησις, f τιμή, f. άξίω-
σις, f ά^ίω^α, n. : to be held in
estimation, τιμάομαι, δοξάζομαι : to
hold in no estimation, αποτιμάω :
to be held in no estimation, παρ'
ούδεν λογίζομαι
Estrange, v. άλλοτριόω, άπαλλοτριόω
Estrangement, άλλοτρίωσις, f. άλλο-
τριότης, f. άπαλλοτρίωσις, f.
Estuary, κόλπος, m.
Eternal, αθάνατος, ά'ί'διος, άενναος,
αιώνιος, διαιώνιος, αϊανής
Eternally, adv. άεϊ or αϊεϊ, εις αεί, εις
αϊώνα, αίανως
Eternity, αϊών, m. άϊδιότης,/.
Ether, αϊθήρ, c
Ethereal, αιθέριος
Ethical, ήθικος
Etymologically, adv. ετύμως
Etymology, ετυμολογία, f.
Etymon, ετυμον, οι.
Evacuate, ν. κενόω, εκκενόω, εκλείπω
Evacuation, κενωμα, n. κενωσις, f.
εκλειφις, f.
Evade, ν. διακρούω, διαδύω [εφήμερος
Evanescent, δλιγοχρόνιος, εξίτηλος,
Evangelical, ευαγγελικός
Evangelist, ευαγγελιστής, m.
Evaporate, ν. διαπνέομαι, εξατμίζω,
θυμιάομαι, άναθυμιάομαι, εξαερόομαι:
to make to evaporate, εξαερόω,
εξατμίζω : quickly evaporating,
θυμιατικος, εύξηραντος
Evaporation, θυμίασις, f. άναθυμίασις,
f. διαφύσησις, f. [πρόφασις, f.
Evasion, διάδυσις, f. διάκρουσις, f.
Evasive, άμφίλογος, αμφίλοξος, δια-
κρουστικος, αΙολομτ)της, σφαλερος
Eucharist, ευχαριστία, f
Eucrasy, ευκρασία,/. .
Eve, Even, see Evening
Even, Zeros', λείος, ομαλός; (of num-
bers) άρτιος: even times even,
άρτιάκις, adv. : to play at odd and
even, άρτιάζω
Even, adv. και, γε : even if, καν (for
καϊ εάν) : even as, καθάπερ ; not
even, ουδέ ου . . γε
Evenhanded, ίσος, επιεικής
Evening, εσπέρα, f δψία, /. δείλη, f.
δείλη δψία, f. έσπερος, on. : of even-
ing, έσπερος, εσπερίος, εσπερινός :
in the evening, προς εσπεραν : at
even, late, 6ψ€
Evenly, adv. δμαλως, ίσως, επιεικώς
Evenness, δμαλότης, f.
Event, συμφορά, f σύμπτωμα, n. συν-
τυχία, f. πράγμα, n. το τύγχανον,
EVE
σύμβασις, /. (result) διέξοδος, /. το
εκβάν; at all events, adv. μεντοι,
πάντως
Eventful, κύριος
Eventide, εσπέρα, /. οφία, /. δείλη, f.
Eventual, τέλειος, τελευταίος
Eventually, adv. τελείως, τελευταίον,
χρόνω, εν χρόνω
Ever, adv. (at any time) ποτέ, πώποτε,
πω ; (always, for ever, eternally)
άεϊ, εισαεϊ, els αιώνα, τον αιώνα, δια
τέλους : if ever, εϊ που, εϊποτε
Evergreen, α,είφυλλος, αειθαλής, άεί-
χλωρος
Everlasting, αίδιος, αθάνατος, αέναος,
αιώνιος, άπαυστος, άσβεστος
Everlastingly, adv. ες ά'Ί'διον, εις
αϊώνα, άθανάτως
Everliving, αείζωος, αθάνατος
Evermore, adv. εϊς αϊώνα, δια τέλους
Eversion, καταστροφή,/, άνάστασις,/.
ανατροπή, /. καθαίρεσις, /. απώλεια,
/. όλεθρος, Μ. [ανατρέπω, καταλύω
Evert, ν. καταστρέφω, καταβάλλω,
Every, πας, άπας, συμπάς, έκαστος :
every day, ανα πασαν ημεραν :
every third day, δια. τρίτης -ημέρας :
every third month, παρά μήνα
τρίτον: on or from every side,
εκασταχόθεν, πανταχόθεν : to every
side, εκασταχόσε : in every way,
πανταχώς, πανταχού, παντοδαπώς,
άπάζ/τ?] : by every means, πανταχη
Everywhere, adv. (in every place)
πανταχού, πανταχη, απανταχού,
πάντη, εκασταχου ; (to every place)
πανταχόσε, πανταχοΐ, πάντοσε
Evict, ν. παραιρεω, άφαιρεω, άμερδω
Evidence, μαρτύριον, η. μαρτυρία, /.
τεκμήριον, η. περιφάνεια, /. : to give
evidence, μαρτυρεω
• Evidence, ν. δείκνυμι, διασαφέω
Evident, δήλος, επίδηλος, πρόδηλος,
κατάδηλος, ενδηλος, φανερός, εμφα-
νής, καταφανής, περιφανής, εναρ~/ης,
λάμπρος, άοίσημος : to be evident,
φαίνομαι, διαφαίνομαι, δη?κόω : to
make evident, φαίνω, δηλυω
Evidently, adv. φανερώς, εμφανώς^
διαφανχς, περιφανώς, ενδηλως, δη-
λονοτϊ, ϊναρΎως
' Evil, κακόν, η. νόσος, /. πηιχα, η.
πτώμα, η. πονηρία, /.
' Evil, κακός, πονηρός, φλαυρος, φαύλος :
very evil, πά-γκακος, παμπόνηρος
Bvil intention, κακοβουλία, /.
Evilly, adv. κακώς [/. •
Svil-speaking, κακη~/ορία,/. δυσφημία,
399
EXC
Evince, V. εκφαίνω, άναφαίνω, ενδείκνυ-
ται [πανηγυρίζο?
Eulogise, V t εύλoyεω, αϊνεω, επαινεω,
Eulogy, εύλoyίa, /. έπαινος, m.
Eunuch, ευνούχος, m. εκτομίας, m.
Evoke, v. εκκαλεω, παρακαλεω, άνακα-
Evolve, ν. εξελίσσω [λεω, επιβοάω
Evolution, εξελ^μος, πι.
Euphony, εύφωνία, /. εύστομία, /.
Europe, Ευρώπη,/. Εύρωπία,/.
Ewe, oh, /. : ewe-lamb, αμνη, f.
Ewer, πρόχοος, /. προχόη, /. αρύτοΛνα,
/. αρυστηρ, πι.
Exact, ακριβής, άτρεκης, σκεθρος, γρα-
φικός : to make exact, ακριβόω
Exact, ν. πράσσω, εισπράσσω, εκπράσ-
σω, άπαιτεω, λαμβάνω
Exaction, είσπραξις, /.
Exactly, adv. ατρεκεως, ακριβώς
Exactness, ακρίβεια, /. άκρίβωσις, /.
Exactor, πράκτωρ, m. εϊσπράκτωρ, πι.
Exaggerate, ν. με-γαλύνω, δεινόω, αυξά-
νω, εξαίρω, πυρ'γόω
Exaggeration, υπερβολή,/, δείνωσις,/.
δεινολοΎΐα, /. [ύψοω, όρθόω
Exalt, ν. αυξάνω, αίρω, με^αλύνω,
Exaltation, οωξησις,/. ΰψωσις,/.
Examination, ελε-γχος, m. ανάκρισις,
/. εξετασις, /. εξετασμος, τα. άναζή-
τησις, /. βάσανος, /. κατασκοπη, /.
Examine, ν. εξετάζω, ανακρίνω, βασα-
νίζω, άναζητεω, διαζητεω, δοκιμάζω,
ερευνάω, διερευνάω, εξερευνάω, σ /co-
πεω, διασκοπεω, αναπυνθάνομαι : to
examine together with, συνεπισκο-
πεω, συνδοκιμάζω, συνθεάομαι : to
examine accurately or minutely,
ακριβόω, δίακριβόω
Examiner, εξεταστής, m. κατάσκοπος,
πι. δοκιμαστής, πι. βασανιστής, m.
Example, παράδει-γμα, n. ύπόδεί'γμα,
n. : by way of example, υποδειγμα-
τικός : to show or teach by ex-
ample, ύποδείκνυμι
Exasperate, v. παροξύνω, α•γριόω, εξ-
α^ριόω, ερεθίζω, οργίζω, θυμόω
Exasperation, παροξυσμός, ίίι. υργη, /.
Excavate, ν. ορύσσω, εκκοιλαίνω
Excavation, όρυγμα, η.
Exceed, ν. υπερβάλλω, υπερέχω, ύπερ-
α'ιρω, περίειμι, περιέρχομαι, περι-
Υ^νομαι, πλεονεκτεω, παρέρχομαι
Exceedingly, adv. ύπερβαλλόντως,
καθ* ύπερβολην, εξαιρετως, σφόδρα,
λίαν, περισσώς
Excel, ν. υπερέχω, προέχω, διαφέρω,
προφέρω, ύπερφερω, υπερβάλλω, περίι-
ειμι, περνγί'γνομαι, νικάω } αριστεύω
EXC
Excellence, άρετη, /. υπέροχη, f.
αριστεία, f. έξοχη, /.
Excellent, κάλος (compar. καλλίων,
superl. κάλλιστος), έξοχος, διάφορος,
δόκιμος,διακριτος, άριστος, εκπρεπης,
κλυτος, περισσός
Excellently, adv. διαφερόντως, άρισ-
τα, εκπρεπώς, περισσώς, εξόχως,
ύπέρευ
; Except, prep, πλην, χωρ\ς ν), οτι μη,
Ι αλλ 5 f), έκτος
Except, V. εξαιρέω, άφαιρέω, αφορίζω
Exception, εξαίρεσις, /. (as a law
term, παραγραφή, /.
Exceptionable, ελεγκτος [σότης, /.
Excess, υπερβολή, f. άμετρία, f. περισ-
Excessive, άμετρος, υπέρμετρος, σφο-
δρός, περισσός, πλείστος (superl.),
μέγιστος (superl.), υπέρογκος, υπερ-
μεγέθης, ισχυρός
Excessively, adv. σφόδρα, λίαν, άγαν,
διαφερόντως, Ισχυρώς, περισσοτέρως
Exchange, αλλαγή, /. διαλλαγη, /
μεταλλαγή, /. ενάλλαξις, /. αμοιβή,
/. : a giving in exchange, άνταπό-
δοσις, /.
Exchange, v. άλλάσσω, διαλλάσσω,
ανταλλάσσω, αμείβω, μεταμείβω,
μεταβάλλομαι, άνταποδίδωμι
Excision, εκτομη,/.
Excitation, εξόρμησις, /. άνέγερσις, /.
Excite, ν. εγείρω, ανεγείρω, ορμάω,
^ εξορμάω, παρορμάω, παροξύνω, κινεω,
άνίημι, ορνυμι, οροθύνω, εποτρύνω,
εξάγω, εκκαλέω : easily excited,
εύπαρόρμητος, ευκίνητος : to be ex-
cited, κινητέος
Excitement, παρόρμησις, f. εγερσις,/.
κίνησις, /. ορμημα, η. δρμη, /.
Exciting, κινητικός, κινητήριος, παρ-
οξυντικος, εγερτικος [άναφωνέω
Exclaim, ν. βοάω, άναβοάω, άνακράζω,
Exclamation, βόαμα, οι. άναβόησις, /.
άναβόαμα, η. άνακραύγασμα, οι.
Exclude, ν. είργω,έ ξείργω, έκκλείω,
αποκλείω, παρακλείω
Exclusion, άπόκλεισις, /.
Exclusively, adv. μόνον, οίον
Excogitate, ν. επινοέω, τεχνάω
Excogitation, επινόησις, /. έξεύρεσις,
/. επιτέχνησις,/. [ορίζω, είργω
Excommunicate, ν. εκκηρύσσω, άφ-
Excommunicated, εκκήρυκτος
Excommunication, έκκηρυγμος, on.
Excoriate, ν. άποδέρω, εκδέρω, άποδερ-
Excoriation, εκδορά,/. [ματόω
Excrement, περίσσωμα, οι. διαχώρημα,
τι. σκωρ, η.
400
ΕΧΗ
j Excrescence, ϊκφυσις, /. εκφυάς, /.
| Excruciate, ν. στρεβλόω, βασανίζω
Excruciating, περιώδυνος, πολυώδυνος<
\ Exculpate, ν. απολύω, διαλύω, άφίημι
I Exculpation, άφεσις, / απολογία, /. >
άπόλυσις, /. διάλυσις, /.
\ Excursion, έξοδος,/, εκδρομή,/.
Excursive, πλανώμενος, πλάνος, πλα-
Excusable, συγγνωστός [νητος
Excuse, απολογία, /. άπολόγημα, η.
σκηψις, / πρόφασις,/.
Excuse, ν. άπολογέομαι, προφασίζομαι,
προϊσχω, προβάλλομαι ; (pardon)
συγγιγνώσκω [τος
| Execrable, κατάρατος, μιαρος, άπόπτυσ-
j Execrably, adv. μιαρώς
Ι Execrate, ν. άράομαι, καταράομαι
ι Execration, κατάρα, /. άρα, /.
Execute, ν. τελέω, επιτελέω, πράσσω,
διαπράσσω, εργάζομαι, κατεργάζομαι,
ποιεω; (put to death) άποσφάζω,
άποκτείνω
Execution, πραξις, /. διάπραξις, /.
τελείωσις, /. (death) θάνατος, m.
Executioner, δημόκοινος, on. δήμιος, m.
Exemplar, άντίγραφον, οι. πρωτότυπον,
οι. άντίτυπον, οι. παράδειγμα, η.
Exemplary, παραδειγματικός, τέλειος,
άπόβλεπτος [μι
Exemplify, ν. ύποδείκνυμι, παραδείκνυ-
Exempt, ν. εκλύω, άφίημι
Exempt, άτβλή*, άθφος, άσύμβολος,
άνείσφορος [άθωωσις, /.
Exemption, ατέλεια, /. άνεισφορία, /.
Exercise, άσκησις, / γυμνάσια, /.
διατριβή, /. [ράομαι
Exercise, ν. άσκέω, γυμνάζω, άναπει-
Exert, ν. διατείνομαι, εντείνω, Ισχυρί-
ζομαι
Exertion, σύντασις, /. διάτασις, /.
σπουδή, /. συντονία, / : to use
every exertion, πάσαν προθυμίαν
(or άγωνίαν) εκτείνω
Exhalation, πνοή, / άναθυμίασις, /.
Exhale, V. άναθυμιάω, εξικμάζω
Exhaust, v. (to draw out or expend
totally) άντλεω, εξαντλεω ; (to en'
/eeble, luear out, ivaste) κατατρίβω,
εκκηραίνω, τείρω, τρύχω, κατατρύχω
Exhaustion, άπάντλησις, /. έκκένωσις,
/. εξάρυσις, /. τρύχωσις, /. κατά-
τριψις,/.
Exhibit, ν. δείκνυμι, άποδείκνυμι, φαί-
νω, προφαίνω, παρέχω, προφέρω
Exhibition, έπίδειξις, /. άπόδειξις, /. (α
spectacle) θέαμα, οι. [δρόω
Exhilarate, ν. ευφραίνω, ίλαρόω, φαι-
ί Exhilaration, ϊλαρότης,/. φαιδρότης,/.
EXH
Exhort, V. προτρέπω, παρακαλάω, κε-
λεύω, επικελεύω, διακελεύομαι, παρα-
κελεύομαι, ότρύνω
Exhortation, παράκλησις,/ κέλευσμα,
η. διακελευσμος, m. παρακελευσμος,
τη. παρακέλευσις, /. παραίνεσις, f
προτροπή, /.
Exhortatory, παρακελζυστικος
Exigency, ανάγκη, /. χρεώ, /. χρεία, /
στένοτης, f
Exiguous, ολίγο?, μικρός, λεπτός
Exile, ό φυγά?, ό φεύγων : band of
exiles, φυγή, f. (banishment) φυγή,
f. έξορισμος, m. : perpetual exile,
άειφυγία, f. : to be an exile, φεύγω,
ξενόομαι
Exile, V. φυγαδεύω, εξελαύνω, εξορίζω,
εκδιώκω [ταμαι
Exist, v. υπάρχω, ειμί, υπειμι, συνίσ-
Existence, υπαρξις, /. ουσία, f βίος,
m. ζωή, /. ^
Existent, ζωος, ζών, έμψυχος, εων
Exit, έξοδος, f απόβασις, f εκβασις, f
Excdus, έξοδος,/.
Exonerate, ν. απολύω, άφίημι, κουφίζω
Exoneration, απόλυα ις, f. αφεσις,/.
Exorable, παραιτητος, επήκοος
Exorbitance, υπερβολή, /. αμετρία, f
περισσότης, f [purabs
Exorbitant, υπέρμετρος, άμετρος, πε•
Exorbitantly, adv. αμέτρως
Exorcise, ν. εξορκίζω
Exorcism, εξορκισμός, m.
Exorcist, εξορκιστής, m.
Exordium, προοίμιον, n. φροίμιον, n.
Exotic, εξωτικός
Expand, V. αναπετάννυμι, έκπετάννυμι,
εκτείνω, αναπτύσσω, επιπλατΰνομαι
Expanse, χάσμα, n. ; ευρύτης, f μέγε-
θος, n.
Expansion, εκτασις, f. διάτασις, f.
Expansive, εύρυς, μέγας
Expatiate, ν, αποτείνω, μηκύνω, μακρό-
λογέω, μακρηγορέω
Expect, ν. προσδοκάω, περιμένω, ελπί*
ζω, προσδεχομαι, ελπομαι, δοκέω
Expectation, ελπ\ς 9 /. δόξα,/, προσ-
δοκία, /.
Expectorate, ν. επαναχρεμπτομαι.
Expectoration, επανάχρεμψις, /.
Expedience, Expediency, το συμφέ-
ρον, χρεία, /. ανάγκη, f. όφελος, η.
Expedient, πόρος, m. [ωφέλεια, f.
Expedient, χρήσιμος, σύμφορος, πρόσ-
φορος, αναγκαΊος : to be expedient,
συμφερω : impers. it is expedient,
Xprj, δε7, πρέπει [δείως, αναγκαίως
Expediently, adv. συμφερόντως, επιτψ
401
EXP
Expedite, v. ταχύνω, επισπεύδω
Expedition, (speed) ταχύτης, f σπου-
δή, f. (a warlike enterprise) στρα-
τεία, f. στόλος, m. στράτευμα, n.
επιστρατεία, f έξοδος, f. εξελασις,/.
(naval expedition) επίπλοος, m.
ναυστολία, f. : to make an expedi-
tion, στρατεύω] (against) επιστρα-
τεύω : to lead an expedition, στρα-
τηλατέω [pos, πρόχειρος, ταχύς
Expeditious, εύστροφος, έτοιμος, εϋπο-
Expeditiously, adv. προχείρως, ετοί-
μως, ραδίως, ταχέως
Expel, ν. έκβάλλω, ελαύνω, εξελαύνω,
απελαύνω, ώθέω, απωθέω]; (to vote
from an office or fellowship, reject)
άποχειροτονέω, αποψηφίζομαί
Expend, v. δαπανάω, αναλίσκω, κατ-
αναλίσκω
Expenditure, άνάλωσις, f. δαπάνη, f :
lavish expenditure, πολυτέλεια, f.
Expense, δαπάνη, f. ανάλωμα, n. :
great expense, πολυτέλεια, f
Expensive, πολυτελής, δαπανηρός, πο-
λυδάπανος [νηρώς
Expensively, adv. πολυτελώς, δαπα-
Expensiveness, πολυτέλεια, f. δα-
πάνη, f.
Experience, πείρα, f. εμπειρία, f.
Experience, v. πειράομαι, διαπειρά-
ομαι, αντλέω, γεύομαι ; to be ex-
perienced in, to have experience
of, πεΐραν λαμβάνω or εχω, εμπείρως
* χω .
Experienced, Experienced in, έμ-
πειρος, εμπειρικός, επιστήμων, εντρι-
βής : in an experienced manner,
εμπείρως [πρόπειρα, f.
Experiment, πείρα, f. διάπειρα, f.
Experiment, v. πειράω, απόπειραν
Experimental, πειραστικος [ποιέομαι
Expert, έμπειρος, σοφός, δεξιός, τεχ-
νικός, εϊδως : to be expert, σοφί-
ζομαι [μόνως, εμπείρως, τεχνικώς
Expertly, adv. επισταμένως, επιστη-
Expertness, εμπειρία, /. επιστήμη, /.
δεξιότης, f. σοφία, f Ιδρία, f
Expiate, ν. αφοσιόω, καθαιρώ, λύω,
αποτίνω [/. λύτρον, η.
Expiation, αφοσίωσις,/ αποκάθαρσις,
Expiatory, καθάρσιος, καθαρτήριος,
καθαρτικός [εκπνοή, /.
Expiration, (end) τελευτή, f. (death)
Expire, v. (breathe out, die) εκπνέω,
εκψύχω, ανίημι πνεύμα ; (to come to
an end, as a time, engagement, &c.)
διέρχομαι, εξέρχομαι, τελευτάω : to
have expired, εξήκω
EXP
Explain,?;. δηλόω, σαφηνίζω, εξηγεομαι,
ενδείκνυμαι, ερμηνεύω, "γνωρίζω, άπο-
φα'ινω
Explainer, εξηγητής, m.
Explanation, εξηγησις, /. δηλωσις, /.
ερμηνεία, /. εμφάνισις,/. άνάπτυξις, f.
Explanatory, εξηγητικος, αποδεικτικός
Explicate, v. εξηγεομαι, δηλόω, άπο-
φαίνω, αναπτύσσω [άνάπτυξις,/.
Explication, εξηγησις, / ερμηνεία, /
Explicit, σαφής, Topbs
Explicitly, adv. σαφώς, σάφα, τορώς
Explode, ν. εκκροτεω, εκκρούω
Exploit, έργον, n. αγώνισμα, n.
Explore, v. αναζητάω, ερευνάω
Explosion, κρότος, n. κτύπος, n.
Export, εμπόρευμα, n. άγόρασμα, n.
εξαγώγιμα, n. pi.
Export, v. εξάγω
Exportation, εξαγωγή,/, κατακομιδη,/.
Expose, V. εκτίθημι, προτίθημ.ι, παρα-
βάλλομαι, προβάλλω : to be ex-
posed, εκκειμαι [εύεπίθετος
Exposed, έκθετος, εκβολος ; (to attack)
Exposing, εκθεσις,/. [σάφησις, /.
Exposition, εξηγημα, n. -σις, /. οια-
Expositor, εξηγητής, m.
Expository, εξηγητικος
Expostulate, V. εγκαλεω, αντιλέγω,
αμφισβητεω, αιτιάομαι
Expostulation, έγκλημα, n. άντι-
λογία, /. αμφισβητησις, /.
Exposure, εκθεσις, /. άνακάλυψις, /.
Expound, V. εξηγεομαι, περιηγεομαι
Expounder, εξηγητής, m. περιηγητής,
Express, άγγαρος, m. [m.
Express, περιφανής, φανερός, δήλος,
τρανός [φωνεω, εκτυπόω
Express, ν. φθεγγομαι, άποφαίνω, προ-
Expressible, φατεος, φατος
Expression, λόγος, πι. ρησις,/. φράσις,/.
Expressive, άποφαντικος, δηλωτικός
Expressively, adv. άποφαντικώς
Expressly, adv. διαρρήδην, άντικρυς,
απλώς
Expulse, V. εξελαύνω, εκβάλλω, εξωθεω
Expulsion, εξελασις,/ εξοίκησις, /
Expunge, ν. εξαλείφω, απαλείφω,
διαγράφω, άποτρίβω
Expunging, εξάλειψις, /.
Exquisite, εξαίρετος, ακριβής
Exquisiteness, ακρίβεια, /
Extant : to be extant, περίειμι
Extemporaneous, αυτοσχέδιο*
Extemporary, αυτοσχεδιαστικός
Extempore, adv. αύτοσχεδιαστϊ : to
speak, act, or do extempore, αυτο-
σχεδιάζω, αποσχεδιάζω
402
EXU
Extend, v. τείνω, εκτείνω, αποτείνω^ '
διατείνω, τανύω, πλατύνω, διηκω
Extension, εκτασις,/
Extensive, μέγας, ευρύς
Extensively, adv. ευρέως
Extensiveness, μέγεθος, n.
Extent, μήκος, n. μέγεθος, n J
Extenuate, v. μειόω, φαυλίζω
Extenuation, μείωσις, f. φαυλισμος, m.
Exterior, εξώτερος, εξωτερικός; το εξω
Exterminate, ν. άπόλλυμι, εξόλλυμι
Extermination, εξώλεια, /. e|oAo- 1
θρευμα, n.
Exterminator, όλετηρ, m.
External, εξωτερικός, το εξω, το έκτο?
Externally, adv. εξωτικώς, eKTos
Extinct, άφαντος, εξίτηλος
Extinction, σβεσις,/. άπόσβεσις, f.
Extinguish, ν. σβεννυμι, άποσβεννυμι,
κατασβεννυμι, μαραίνω
Extinguisher, σβεστηρ, m.
Extirpate, ν. εκριζόω, εκθαμνίζω
Extirpation, εκρίζωσις, / αφάνεια, /.
Extol, V. επαινεω, αϊνεω, μεγαλύνω,
εξαίρω [εϊσπράσσω
Extort, ν. συναναγκάζω, συμβιάζω,
Extortion, είσπραξις, /.
Extract, εκλογή,/. [εκλέγω
Extract, ν. εκσπάω, εξελκύω ; (select)
Extraction, εξελκυσμος, m. (birth)
γένος, n, γενεά, /. : of good ex-
traction, ευγενής
Extraneous, αλλότριος
Extraordinarily, adv. ύπερφυώς, πε-
ρισσώς, θαυμαστώς [εκνόμιος
Extraordinary, ύπερφυης, περισσός,
Extravagance, άμετρία,/. υπερβολή,/,
(in expense) δαπάνη, /.
Extravagant, δαπανηρός, πολυδάπανος,
άσωτος, άμετρος
Extravagantly, adv. άμετρως, άσώτως
Extreme, το ϋστα^ον, το άκρον, τερμα,η.
Extreme, έσχατος, άκρο$ [δρα, λίαν
Extremely, adv. ύπερβαλλόντως, σφό-
Extremity, το εσχατον, pi. -τα ; (bor-
der, edge) εσχατιά, /. το πέρας ; (ο/ !
the body, ο/ a gable or pediment,
&C.) άκρωτηριον, n. ακμή, /.
Extricate, v. λύω^ εκλύω, διαλύω,
απαλλάσσω, ελευθερόω, εξελίσσω
Extrication, λύσις, /. εκλυσις, / απαλ-
λαγή, /. _ [κος
Extrinsic, Extrinsical, εξώτερος, ξενι-
Extrinsically, adv. έξωθεν, εξω, έκτος
Exuberance, περιουσία,/, πλησμονή,/,
πλήθος, η.
Exuberant, ύπερπληθης, εύπορος, εκ-
πλεος, θαλερός, περισσός, δαψιλης
ΕΧϋ
Exuberantly, adv. εύπόρως, λιπαράς,
περισσως, δαψιλως [συνεξικμάζω
Exudate, Exude, ν. έξιδρόω, εξιδίω,
Exudation, ίδρως, m. εξίδρωσπ, f.
Ίκμάς, /,
Exult, V. χαίρω, γαίω, yavpiaa,\ καταυ-
χ4ω, βάλλομαι, στ/αλλιάομαι : exult
over, επιχαίρω, εφηδομαι, εφυβρίζω,
καταχαίρω: exult in, επικυδιάω
Exultation, χαρά, f. ayaWiaais, f. :
exultation over, επίχαρμα, η. : ob-
ject ot exultation, επίχαρμα, η.
κατάχαρμα, η.
Exulting, yavpos, ya'wv, κυδιόων
Exultingly, adv. περιχαρως, άγαλλο-
μενως
Exustion, εμπρησις, f. εμπρησμός, m.
£ye, οφθαλμός, m. όμμα, οι. &ψ, /.
οψις, f. φάος, n. (of a needle) κύαρ,
n. ; pupil of the eye, yX -ηνη, f.
\oyas,f. : whites of the eyes,, λο-
ydoes, f. pi. \oyxaoss,f. pi. : black
eye, ύπώπιον, η. : with beautiful
eyes, £ υώπις, εξόφθαλμος : with
quickly -glanciug eyes, ελίκωψ,
ελικώπις : large-eyed, μ^αλόφθαΧ-
μος, βοώπις : small-eyed, μικρόμ-
ματος, μικρόφθαλμος : with dark
eyes, μελαν οφθαλμό ς, κυανώπις :
with prominent eyes, εξόφθαλμος :
with sunken eyes, κοιλόφθαλμος :
with one eye, μονωψ, μονόφθαΚμος
Eyeball, yληvη,f.
Eyebrow, όφρυς, f. : skin of the eye-
brows, επισκύνιον, η.
Eyelash, βλεφσρίς,/
Eyelid, βλεφαρον, η.
Eye-salve, κολλύριον, η.
Eyesight, οψις, f.
Eyesore, sore eyes, λημη, f. [rvp, m.
Eye-witness, αύτόπτη&, m. αύτόμαρ-
F.
7able, μύθος, m. μυθoλόyημa, 71. λ6yoς
m. : to tell fables, μυθoλoyεω
.^abric, ipyov, n. [ποιεω, τεύχω
fabricate, v. τεκταίνομαι, τεκτα'ινω,
fabulist, μυθοποιος, m. μυθoλόyoς, m.
λ(τγοποώς, m.
fabulous, μυθώδης, μυθικός
fabulously, adv. μυθικώς
7ace, πρόσωπον, n. μετωπον, n. ωψ, /. :
face to face, ένώπιος : before one's
face, αντιπρόσωπος ; adv. εναντίον,
ενωπτ}, έίσαντα [απαντάω
? ace, v. (as an enemy) επέχω , άντάω,
4^3
FAI
Facetious, ευτράπελος, αστείος, κομ-
ψός, yελoΊoς [εμμελώς
Facetiously, adv. κομψως, αστείων,
Facetiousness, αστειότης, f. άστειο-
Koyia, f. ευτραπελία, f.
Facile, ρόδιος, εύκολος, ευπειθης
Facilitate, ν. εύμαρίζω, παρασκευάζω
Facility, ενπορία, f. εύμαρία, f ευκο-
λία,/. ρaoιoυpyίa, f. [αλήθεια
Fact, ipyov, n. πράξις, f. : in fact, ttj
Faction, στάσις, f. προστασία, f. : to
distract by faction, be a mem-
ber of a faction, στασιάζω : to join
in faction, συστασιάζω : member
of a faction, στασιώτης, m. : oppo-
site faction, άντίστασις, f. : mem-
ber of the opposite faction, άντι-
στασιώτης, m. : to be of the oppo-
site faction, άντιστασιάζω
Factious, στασιώδης, στασιωτικος.
στασιαστικος
Factiously, adv. στασιαστικως
Factiousness, στασιωτεία, f.
Factitious, ποιητος, τεχναστος
Factor, έμπορος, m.
Factory, εμπόρων, n. ^αστηριον, n.
Faculty, δύναμις, f
Fade, V. άπανθεω, παρακμάζω, απο-
μαραίνομαι, εξανθεω
Fading, απάνθησις, f. [τος
Fading, εξίτηλος : unfading, άμάραν-
Fag, ν. μοχθεω, καταπονεω, απυκάμνω
Faggot, φρ^ανον, η. φάκελλος, τη.
Fail, v. (miss, be unsuccessful) σφάλ-
λομαι, άπoτυyχάvω, ατυχεω, διαμαρ-
τάνω, αμαρτάνω, πταίω ; (be defi-
cient, come short) λείπω, επιλείπω,
ελλείπω, μεταπίπτω ; ((miscarry)
αναπίπτω ; (omit) λείπω
Failing, επίλειψις, /. αμάρτημα, 71.
Failing, πλημμελής [πταίσμα, η.
Failure, σφάλμα, η. ατυχία, f δυστυ-
χία, f. δυστύχημα, η. πταίσμα, η.
Fain, φαιδρός, εύθυμος, ιλαρός] adv.
ασμένως, ραδίως, εύθύμως, ίλαρώς
Faint, άθυμος, ασθενής, μαλακός, άτολ-
μος ; (of light or sound) άφεyyης ;
(dim, indistinct, illegible) αμυδρός
Faint, V. λειποψυχεω, άθυμεω, άπο-
κάμνω
Faint-hearted, άθυμος, μαλακός, περι-
δεης, φοβερίς : to be faint-hearted,
άθυμεω, άτολμεω [ytita, /.
Faint-heartedness, λειποθυμία, f. άθυ-
Fainting, λειποψυχία, f. λειποθυμία, f. \
άθυμία, f.
Faintness, ασθένεια, f. άροωστία, f.
ακράτεια, f αδυναμία, f άθυμία, f.
s 2
FAI
Fair, ay opa, f πανί^υμς, f παντοπω-
λεΊον, η.
Fair, (of complexion) λευκός ; (beau-
tiful) κάλος, ευειδης ; (favourable,
of the wind) εύφορος, εύαης ; (rea-
sonable) evAoyos ; (just) δίκαιος,
elicbs
Fair, adv. επιεικώς, χρηστώς, ευμενώί,
πράως
Fairly, adv. (equitably, justly) ίσως,
δικαίως, ευ; (reasonably) ei/Aoycas;
(beautifully) καλώς
Fairness, (equity) επιείκεια, /. (beauty)
κάλλος, η. ευπρέπεια, f. εύμορφία, f.
Faith, πίστις, f.
Faithful, πιστός, εΰπιστος, αξιόπιστος,
βέβαιος : very faithful, πολΰπιστος
Faithfully, adv. πιστώς
Faithfulness, πιστότης, f.
Faithless, (unbelieving) άπιστος ; (per-
fidious) άπιστος, παράσπονδος
Faithlessness, (unbelief) απιστία, f.
(perfidy, treachery) απιστία, f. προ-
δοσία, f.
Falcon, ίέραξ, m. κίρκος, on.
Falconer, ίερακοβόσκος, m.
Fall, πτώσις, f. πτώ^α, n. ολίσθημα, n.
παράπτωσις, f.
Fall, V. πίπτω, καταπίπτω, αναπίπτω,
ολισθάνω, ερείπω ; (of price, the
wind, &c.) άνίημι, επανίημι : fall
into or on, εμπίπτω, επιπίπτω,
-περιπίπτω, επεισπίπτω ; (of rivers)
εισβάλλω, εισρέω, ενδίδωμι, διεξίημι :
fall down, καταπίπτω, καταρρέω :
fall down before, προσπίπτω, υπο-
πίπτω, προκαλινδεομαι : fall back,
αναπίπτω : fall off or off from,
άποπίπτω, εκπίπτω, απορρέω : fall
out, (happen) συμπίπτω, υπο-
πίπτω ; (quarrel) προσκρούω, fall
in with, meet, συμπίπτω, περι-
πίπτω, παραπίπτω, συyyίyvoμaι, συν-
τ^χάνω : fall together, συμπίπτω :
fall in (as a house), συμπίπτω : fall
upon, happen to, συμπίπτω : fall
to (bloivs), συμπίπτω : fall to (the
lot of), επιβάλλω, συμβαίνω, καταρ-
ρέω : to let fall, καθίημι, καταβάλλω
Fallacious, απατητικός, σοφιστικός,
σφαλερος, πapaλoyιστικbς
Fallaciously, adv. σοφιστικώς
Fallacy, σόφισμα, n. πaρaλoyισμbς, m.
Fallible, εύαπάτητος
Falling, πτώσις, f
Falling off, εκλειψις, f. απάνθησις, f.
Fallow, άρybς, εκηλος
Fallow land, νέος, c. νώ. f. \ plough-
404
FAN
ing of fallow land, νεατος, m. : to
plough fallow land, νεάω
Fallowed, νεατος
False, ψευδής ; (especially of money)
κίβδηλος, παράσημος
Falsehood, ψευδός, n. ψευδoλoyίa, f.
ψευσμα, n.
Falsely, adv. ψευδώς, εψευσμενως : to
speak falsely, ψεύδομαι, καταψεύδο-
μαι
False note, (in music) πλημμέλεια, f
False prophet, ψευδόμαντις, c.
False report, ψευδayyελίa, f.
False witness, ψευδόμαρτυς, m.
Falsify, v. ψεύδομαι, άλλοιόω, παρα-
τρεπω ; (of money) κιβδηλεύω
Falsity, ψευδός, n. άπατη, /.
Falter, v. ψελλίζω, πταίω
Fame, φήμη, f. κλέος, n. δόξα, f.
Fameless, άδοξος, άτιμος, αφανής
Familiar, κοινωνός, m. (demon) δαι-
μόνων, n.
Familiar, οικείος, συνήθης : to be fa
miliar with, χράομαι, είσοικειόομαι
πλησιάζω, συζεύyvυμaι
Familiarise, v. οικειόω, συνεθίζω
Familiarity, οικειότης, /. συνήθεια, f
Familiarly, adv. οίκείως, yvωρίμως
Family, (race) yεvoς, n. ^e^ea, /.
yεvεσις, f. ρίζα, f. (household) οίκος,
m. οικία, f. δόμος, m. : belonging
to a family, οικείος, yεvεθλιoς : of
good family, ε^ενης
Famine, λιμός, m. πείνα,/.
Famish, v. λιμayχε , Jύ, λιμayχovεω: to
be famished, λιμώσσω, λιμαίνω
Famished, λιμayχικbs, λιμηρος, λιμώ-
δης
Famous, εύδοξος, περιβόητος, ονόμασ-
ες, κλυτός, φavερbς, πολύκλειτος,
φαίδιμος, κυδάλιμος : to be famous,
εύδοκιμεω, εύδοξέω* λάμπω
Famously, adv. ενδόξως, κλυτώς
Fan, (winnoicing fan) πτύον, n. λίκ-
νον, n. λικμbς, m. λικμητηριον, n.
(fire fan, lady's fan) ριπϊς, f.
Fan, v. (winnow corn) λικμάω, λικνίζω;
(aflame, a person) ριπίζω, εκριπίζω
Fanatic, ενθεος, m. ενθουσιαστής, m.
Fanatic, ενθουσιαστικός, ενθεος
Fanaticism, ενθουσιασμός, m. ένθου-
σίασις, f. [fiaios
Fanciful, φανταστές, πλάνος, άβε-
Fancy, φαντασία, f φάντασμα, n. δόκη-
μα, n. δόξασμα, n. [δοιάζω
Fancy, ν. φαντάζομαι, φαντασιόομαι,
Fane, ναός, m. ιερόν, n.
Fang, οδούς, m. 6νυξ, m.
FAN
Fantastic, Fantastical, φανταστικός,
μετάβουλος, πλάνος
Fantasy, φαντασία, f.
Far, (distant) μάκρος, τηλουρός : to be
far off, άπόκειμαι, άποστατεω
Far, adv. μακράν, μακρω, πόρρω, πρόσω,
εκάς, τήλε, τηλου, άποσταδόν : far
off (to a great distance), εκποδών,
τηλόσε : far from, άνευθε, απάνευθε,
νόσφι : from far, αποθεν, πρόσωθεν,
τηλόθεν : by far, πολλω, πολύ,
μακρω : as far as, όσον re, όσον,
εφ' όσον, εως : as far as possible,
οποί προσωτάτω, μηκιστον : so far,
μέχρι τούτου, επί τόσον : it is far
from, πολλού δε? : far better,
μακρφ άμεινον
Fare, (hire) οδοιπόρων, n. ναυλον, n.
ναύλος, m. (provisions) δίαιτα, f.
Fare, v. πάσχω, πράσσω [τροφή, f.
Farewell, χαίρε, ερρωσο, υγίαιΡε
Farinaceous, άλευρώδης
Farm, χωρίον, n. χώρα, f. γεωργία, f.
Farm, v, (cultivate) γεωργεω, γεω-
πονεω ; (hire) ώνεομαι, νέμομαι
Farmer, γεωργέ, m.
Farm-house, επαυλις,/
Farming, "γεωργία, f.
Farm-yard, αυλιον, n.
Far-shooting, εκηβόλος
Farther, προσωτερω, προτερω, περαι-
τέρω ; (to a farther place) προτε-
ρωσε, επιπροτερωσε
Farther, V. προφέρω, επισπεύδω, προάγω
Farthest, έσχατος, ύστατος
Farthing, χαλκούς, m.
Fasces, ράβδοι, f. pi.
Fascinate, v. βασκαίνω, μαγγανεύω
Fascination, βασκανία, f. μαγγανεία,/.
Fashion, σχήμα, n. σχέσις,/. σκευή,/
τρόπος, m.
Fashion, v. σχηματίζω, πλάσσω, εικο-
νίζω : to fashion after or like,
συσχηματίζω
Fashioning, σχηματισμός, m.
Fast, νηστεία, /.
Fast, V. νηστεύω, άσιτεω
Fast, (quick) ταχί /s, ώκυς; (firm)
στεγανός, ασφαλής, στέρεος ; (fre-
quent) επασσντερος
Fast, adv. (quick) ταχέως, ώκα.; (as
to hold or bite fast) απρι\, νωλεμεως
Fasten, v. πηγνυμι, δεω, πεδάω, απτω,
εξάπτω, καθάπτω, κολλάω : to fasten
to, προσάπτω, προσπερονάω, προσ-
αρτάω, προσπασσαλεύω
Fastened, πηκτός, συναπτός, σύμπηκ-
τος , πασσαλευτος
405
FAU
Fastening, σύνδεσμος, m. πηκτόν, η.
γόμφος, m. συνοχή, f. οχευς, m. '.
act of fastening, πήξις, f. : fasten-
ing to, προσάρτησις, f.
Fastidious, υπεροπτικός
Fastidiously, adv. ύπεροπτικώς
Fastidiousness, ύβρις, f. κόρος, m.
Fasting, ασιτία, f. απαστία, f.
Fasting, άσιτος, άγευστος, νήστις
Fat, στεαρ, n. δήμος, m. λίπος, n.
πιμελη, f. πΐαρ, n.
Fat, παχύς, πίων, πίειρα φϊ)ΐ.),πιμελώ-
δης, λιπαρός : very fat, ύπερπαχυς :
to be fat, παχύνομαι : to be very
fat, υπερπαχύνομαι : to make fat,
παχύνω
Fatal, ολέθριος, θανατηφόρος, θανάσι-
μος, λοίγιος, ολοος [μως
Fatally, adv. καιρίως, ολεθρίως, θανασί-
Fate, μοΊρα, /. μόρος, m. αΊσα, f. κηρ,
f. πότμος, m. δαίμων, m. χρεών, η.
rb πεπρωμενον, η. : it is the fate, it
is fated, ε'ίμαρται, πεπρωται, χρεών
εστί : contrary to fate, ύπερμορον
Fated, μόρσιμος, θεσφατος, αϊσιμος,
μόριμος '. ill-fated, δυστυχής, δυσ~
δαίμων
Father, πατήρ, m. γονείς, τη. γεννί]-
τωρ, τη. γεννητης, πι. : a common
father, συγγεννητωρ, πι. : of or be-
longing to a father, πατρώος,
πάτριος, πατρικός, πατρώϊος : having
the same father, όμοπάτριος, δμοπά-
τωρ : sprung from a noble father,
ευπατρίδης, ευπάτωρ
Father-in-law, πενθερός, πι. κηδεστης,
Fatherless, άπάτωρ [m. εκυρος, πι.
Fatherly, πατρικός, πατρώος
Fathom, οργυια, f. : a fathom long,
Fathomless, άβυσσος [οργυιαΊος
Fatigue, κόπος, m. κάματος, πι.
Fatigue, v. ταλαιπωρεω, βαρύνω, λυ-
πεω, κόπτω, κατατρίβω : to be fa-
tigued, κάμνω, α,πειπον, πονάω,
απαγορεύω
Fatigued, υπερκοπος \δης, επίπονος
Fatiguing, κοπώδης, οϊζυρός, καματώ-
Fatness, παχύτης, /. λιπαρότης, f.
Fatted, σιτευτός, τρόφιμος
Fatten, ν. σιτεύω, παχύνω, πια'ινω,
χορτάζω [δης
Fattened, σιτευτός, σιτιστος, πιμελώ-
Fattening, σίτευσις, /. χορτασία, f.
χορτασμός, πι. [τηριος
Fattening, (calculated to fatten) πιαν-
Fatuity, ηλιθιότης,/ αναισθησία, f.
Fatuous, ηλίθιος, μωρός
Fault, αιτία, f. αμαρτία, f. aW'tua, n.
FAU
HdKOvpyia, f, αμάρτημα, n. σφάλμα,
οι. άμπλάκημα, n, πλημμέλημα,
n. : finding fault, επιτίμησα, f. :
through my fault, δι εμε
Faultily, adv. κακώς
Faultiness, πλημμέλεια, f.
Faultless, αναμάρτητος, αναίτιος, άμω-
μος, άμώμητος [μητως
Faultlessly, adv. αναμαρτητως, αμω-
Faulty, πονηρός, κακός, σφαλερός
Favour, χάρις, f. έννοια, /. ευμένεια, /.
(a good service) evepyeaia, f. : to do
a favour, χαρίζομαι, προστίθεμαι,
δίδωμι or φέρω χάριν or ευερyεσίav :
to return a favour, αντιδίδωμι χάριν
Favour, v. ευνοέω, ευμενέω, crvyKar-
αινέω, σνμφιλονεικέω, προστίθεμαι
Favourable, ευμενής, εννοος, φιλικός,
εναίσιος, δεξιός ; (of the tuind, a
voyage, &c.) ούριος, ευαης, εύφορος,
πλευστικός, επουρος: to be favour-
able, ευνοέω, ευμενέω, χργζω ; (of
the wind) ουρίζω, έπουρίζω
Favourer, σπουδαστής, m. βοηθός, m.
Favourite, φίλος, m. εταίρος, m. ετης,
m. εταίρα, f. φίλη, f.
Favourite, φίλος, στγαπητός
Fawn, νεβρος, m. : fawn-skin, νεβρίς^.
Fawn upon, v. σαίνω, προσσαίνω,
νποσαίνω, ύπαικάλλω, θωπεύω, κο-
λακεύω
Fawning, θωπεία, f. κολακεία, f
Fawning, θωπευτικός, κολακευτικός
Fawningly, adv. κολακευτικώς
Fealty, πειθαρχία, f. πιστότης, f.
Fear, φόβος, m. δέος, n. δεϊμα, n.
τάρβος, n. οκνος, m. φρίκη, f. κατά-
ττληξις,/.
Fear, ν. δείδω, φοβέομαι, όρρωδέω,
ταρβέω, δειμαίνω, τρομέω, δειλιάω,
άποδε-ιλιάω, πτήσσω, δκνέω, τρέμω;
(revere) σέβομαι, αϊδέομαι : to
fear for, περιδείδω, περιφοβέομαι,
αμφιτρομέω
Fearful, (terrible) δεινός, φοβερός,
φοβητικός, φρικώδης ; (timorous)
δειλός, δειλαως, φοβερός, φοβητικός ;
(very timorous) περιδεης, περίφοβος
Fearfully, adv. (terribly) δεινώς, φοβε-
ρώς ; (timorously) περιδεώς
Fearfulness, (terribleness) δεινότης,β
(timorousness) φόβος, m. δέος, n.
οειλίασις, f.
Fearless, αδεης, άφοβος, άτρομος, ανέκ-
πληκτος, ατάρβητος, άτρεστος
Fearlessly, adv. αδεώς, αφόβως, ατρέσ-
τως [εύτολμία, f
Fearlessness, αφοβία, f. ατρεμία, f.
406
FEE
Feasible, άνυστός, εφικτός
Feast, δαϊς, f. δαίτη, f. εορτή, f c συμ-
πασών, n. εστίασις, f« ευωχία, f.
θαλίαι, f. pi.
Feast, v. (entertain) δαίνυμι, εστιάω,
εύωχέω; {to feast oneself) εύωχέ-
ομαι, εστιάομαι, θοινάω, δαίνυμαι
Feasting, εστίασις, f. ευώχησις, f.
Feat, ipyov, n. πράξις, f.
Feather, πτερόν, n. πτίλον, n. : to
cast the feathers, πτερορροέω, or
-ρυέω [feathered, πτεροφυέω
Feather, v. πτερόω : to become
Feathered, πτερωτός, πτέρινος, πτι-
λωτός : with variegated feathers,
πτεροποίκιλος
Featherless, άπτερος, απτην, άπτιλος
Feathery, πτέρινος; (like feathers)
πτεpυyώδης ; adv. πτεpυyoειδώς
Feature, τύπος, m.
Febrile, πυρετώδης
February, (latter party 'Ανθεστηρίων ',m.
Feculence, Tpb^f.
Feculent, τρυyεpός, τρυyώδης
Fecund, πολυφόρος, εύφορος, ey καρπός
Fecundity, πoλυyovίa, f. πολυφορία, /.
Fed : well fed, εύτρεφης, εύβοτος 9
εϋχιλος, πολύτροφος : stall - fed,
τροφίας [σύνθετος
Federal, συμμαχικός, συνωμοτικός,
Fee, μισθός, m. αντιδωρεα,£
Fee, ν. μισθοδοτέω
Feeble, ασθενής, άρρωστος, άμενηνός,
αφαυρός, άβληχρός, άνευρος : to be
feeble, ασθενέω
Feebleness, ασθένεια, f.
Feebly, adv. ασθενώς
Feed, βόσκημα, n. νομός, m. τροφή, f.
Feed, v. τρέφω, νέμω, βόσκω, χορτάζω,
σιτίζω, φέρβω, ποιμα'ινω, πια'ινω '. to
feed upon, σιτέομαι, έπιβόσκομαι,
νέμομαι : to feed oxen, βουκολέω,
βουτροφέω
Feeder, νομευς, m. βάσκων, rn.
Feeding, σίτησις, f. νομή, f.
Feeding : feeding many, πολύβοσκος,
πολύφορβος
Feel, άφτ?,/. αίσθησις,£
Feel, v. (of the senses) αισθάνομαι,
πάσχω; (of the touch) άπτομαι,
έπιμαίομαι, ϋποψαλάσσω ; (feel for,
grope) ψηλαφάω, επιψηλαφάω
Feeler, επιβοσκϊς, f. προβοσκϊς, f.
κοτυληδών, f.
Feeling, αϊσθησις^. πάθος, n. : fellow-
feeling, συμπάθεια, f. : want of feel-
ing, αναισθησία, f. : capable of feel-
ing, αισθητικός, παθητικός : with-
FEE
out feeling, αναίσθητος : having the
same feelings as, δμοιοπαθης, όμο-
παθης
Feelingly, συμπαθής ; adv. παθητικούς
Feign, v. πλάσσω, σιμπλάσσω, προσ-
ποιέομαι [πλασμένος
Feigned, πλαστό*, προσποιητός, πε-
Feignedly, adv. πλαστώ*, προσποιητώς
Feint, πρόσχημα, η.
Felicitate, ν. μακαρίζω
Felicitation, μακαρ τμος, m. [μακάριος
Felicitous, ευδαίμων, όλβιος, μάκαρ,
Felicitously, adv, εύδαιμόνως
Felicity, ευδαιμονία, f. υλβος, m ευτυ-
χία, /. μακάρια, /.
Fell, ωμός, φονικός, οβινος, ά'γριος,
άμείλιχος
Fell, ν. τέμνω, κόπτω
Felloe, αψϊς, /. ϊτυς, /.
Fellow, εταίρος, τα. ετης, m. σννηλιξ,
C. : fellow-citizen, συμπολίτης, m. :
fellow-soldier, συστρατιώτης, m. :
fellow- workman, συνερ^ά.της, m.
συνεργός, m*
Fellowship, ομιλία,/, κοινωνία, f.
Felon, πανοΖψ-γος, c,
Felonious, φώριος
Felony ; φώριον, n.
Felt, πίλος, m. : made of felt, πιλητος
Female, 'γυνή, f. : female nature,
θηλύτης, f.
Female, of female sex, adj. θήλυς
(fern, θήλεια and θήλυς, neut. θήλυ),
θηλυΎ^νης, θηλύτοκος
Feminine, θηλυδριώδης, θηλύφρων,
θηλύνοος, ΎυναικεΊος ; (in grammar)
θήλυς, θηλυκός
Femoral, μηριαίο*
Fen, έλος, η. λίμνη, /. [m. αίμζσιά. f.
Fence, ερκος, n. φρά'/μα, n. φρα•γμος,
Fence, V. φράσσω, συμφράσσω, φρά -y-
νυμι, είρ~γω ; (with palisades) σταυ-
ρόω : to fence round, περιφράσσω,
συμπεριφράσσω, περισταυρόω
Fenced round, περίερκτος
Fennel, μάραθρον, ίι.
Fenny, λιμνώδης, λιμναίος, τελματιαΊος
Ferment, ν. ζυμόω
Fermentation, ζνμωσις, /.
Fern, πτερίς,/.
Ferocious, άγριος, ωμός, ά-γριωπος
Ferocity, ά-γριότης, /.
Ferret, ϊκτις, f
Ferry, πορθμός, πι. πορθμεϊον, η.
Ferry, ν. πορθμεύω
Ferry-boat, πορθμεϊον, η.
Ferry-man, πορθμευς, πι.
Fertile, εύφορος, πολύκαρπος, κάρπιμος,
407
FID"
λιπαρός, πολύσιτος, εριβώλαξ : to
be fertile, εύθηνέω [πον ποιέω
Fertilise, ν. καρπίζω, πιαίνω, εϋκαρ-
Fertility, ευφορία, f. πολυσιτία, f.
πολυκαρπία, f. γενναιότης, f.
Fervency, θερμότης, f. ζήλος, m. προ-
θυμία, f.
Fervent, θερμός, πρόθυμος, πρόφρων
Fervently, adv. προθύμως, προφρονεως,
επιθυμητικώς
Fervid, θερμός, πρόθυμος
Fervidness, Fervour, ζήλος, m. προ-
θυμία, f. θερμότης, f. [εορτώδης
Festal, εορταως, εόρτιος, εορταστικός,
Fester, έλκος, η. φλεγμονή, f.
Fester, ν. φλε~γμαίνω
Festival, εορτή, f. τελετή, /. πανη^υ-
ρις, f. : sacred festival, ίερομηνία,/. :
belonging to a festival, εορταστικός,
επικώμιος : to keep a festival,
εορτάζω
Festive, εορταστικός, πavηyυρικbς
Festivity, κώμος, m. πανή~/υρις, f.
πανη'γυρισμός, m. ; ευφροσύνη, f.
ά'γλαία, f.
Fetch, v. φέρω ; (as a price) ευρίσκω
Fetid, δυσώδης, κάκοσμος
Fetter, πέδη, f. δεσμός, m. δέσμωμα, n.
Fetter, v. πεδάω, δέω
Fettered, δέσμιος, δεσμώτης, -τις
Feud, ερις,/. νείκος, n.
Fever, πυρετός, m. : ardent fever,
καύσος, τα. καύμα, n. : low fever, πυ-
ρετον, n. : to be in a fever, πυρέσσω
Feverish, πυρετώδης, πυρεκτικος, καυ-
/αατώδτμ : feverish heat, πυρετός, τα.
καν μα, n. : to be feverish, πυρέσσω
Feverishness, πύρεζις, f.
Few, ολί^γος, παυρος, σπάνιος, βραχύς :
to be few, σπανίζω : a few times,
6λι•γάκις
Fewness, ολ^ότης, f.
Fib, ψευδός, n. ψευδολο'γία, f.
Fib, V. ψεύδομαι, ψευδολο'γέω
Fibre, νενρον, n. h, f.
Fibrous, Ινώδης
Fickle, αστάθμητος, αβέβαιος, παλίμ-
βολος, μετάβουλος, κουφόνοος
Fickleness, μεταβουλία,/. άβεβαιότης,
f. άστασία, f.
Fiction, πλάσμα, η. [τος
Fictitious, πλαστός, πλασματίας, ποιη-
Fictitiously, adv. πλαστώς
Fiddle, λύρα, f. κιθάρα, f.
Fiddle, ν. κιθαρίζω
Fiddler, κιθαριστής, m. κιθαρωδός, m.
Fiddle-string, νευρον, n. χορδή,/.
Fidelity, πιστότης, f. πίστις, f.
FID
Fidget, v. μετοκλάζω
Field, aypbs, on. άρουρα, f. yovvbs, m.
λήϊον, η. (meadow) λειμων, m.
Fieldfare, τρίχας, f. [εχθρός, on.
Fiend, δαιμόνων, η. δαίμων, c. δάϊος, m.
Fierce, aypios, δριμύς, τραχύς, yopybs,
ώμbs, μaλ€pbs : of fierce aspect,
yopyouty, yopyoonbs : to be fierce,
ψριόομαι, aypialvw : to make fierce,
ατ/ριόω
Fiercely, adv. aypitas, aypia, ώμώς :
to look fiercely, ταυρηδον or δεινώς
βλέπε ιν [πικρότης, f.
Fierceness, ατγριότης, f. ώμότης, f.
Fiery, irvpivbs, πύρο είδη ς, πορώδης,
διάπυρος : very fiery, ύπέρπυρος :
fiery-looking, πυρωπί>ς, πυριχρώς
Fife, abxbs, on. avpiyi;, f. δόναξ, on.
Fifer, αύλητηρ, on. αύλητρία, f.
Fifteen, πεντεκαίδεκα : fifteen years
old, πεντεκαϊδεκαέτης
Fifteenth, πεντεκαιδέκατος
Fifth, πέμπτος: on the fifth day,
πεμπταως : a fifth part, πεμπτημό-
ριον, n. Tb επίπεμπτον
Fiftieth, πεντηκοστός
Fifty, πεντήκοντα : fifty years old,
πεντηκονταέτης, tis (fern.) : body
of fifty men, πεντηκοστός, f. : com-
mander of fifty men, πεντηκοντηρ,
on. πεντηκοστηρ, m.
Fifty thousand, π εντακισ μύριοι
Fig, σΰκον, n. : little fig, συκίδιον, οι.
συκάριον, n. : wild fig, ερινε^, οι. :
dried fig, ϊσχας, f. Ισχάδιον, οι. :
like figs, συκώδης: to gather figs,
συκάζω : fig-leaf, Θρΐον, n. : seller
of figs, ισχαδοπώλης, on. -\is, f. :
fig-tree, συκη, /. : of a fig or fig-
tree, σύκινος : wild fig-tree, έριvεbς,
on.: of a wild fig-tree, έριvεbs, ipivbs
Fight, μάχη, f. πόλεμος, on. δηϊότης, f.
Bdis, f. άμιλλα, f. συμβολή, f. πρόσ-
μιξις, f. (by night) νυκτομαχία, f.
(of infantry) πεζομαχία, f. (of ca-
valry) ίππομαχία, f. : naval fight,
ναυμαχία, f.
Fight, V. μάχομαι, διαμάχομαι, ψωνί-
ζομαι, μάρναμαι, πολεμάω, avτayωvί-
ζομαι, συμβάλλω, μηνυμι "Αρη,
συνάπτω πόλεμον or μάχην, συμ-
βάλλω πόλεμον : to fight with the
fist, πυκτεύω : to fight together
with, συμμαχεω, συμμάχομαι, συν-
αγωνίζομαι : to fight against, αντι-
μάχομαι, καταπολεμέω : to fight
for, ύπερμαχέω, ύπερμάχομαι, προ-
μάχομαι, προπολεμέω : to fight in,
408
FIN
εvayωvίζoμaι, εμμάχομαι : to fighfi
by sea, ναυμαχέω, διαναυμαχέω
Fighter, μαχητής, m. πολεμιστής, m.
Fighting, μαχικος, μάχιμος, μαχημων
Figment, πλάσμα, n.
Figurative, μεταφορικός : figurative
speaking, εϊκovoλoyίa, f.
Figuratively, adv. μεταφορικώς
Figure, σχήμα, n. μορφή, f. τύπος, on.
πλάσμα, οι. εϊδωλον, ox.
Figure, v. αναπλάσσω ; (express fig ur ac-
tively) αινίσσομαι
Filament, νευρον, οι.
Filbert, λεπτοκάρυον, n.
Filch, v. πaρaτρώyω, ύφαιρέομαι, ύπα-
κλέπτω, υφαρπάζω
File, ρίνη^. (of men) στοίχος, m.
File, v. ρινάω or ρινέω : to file away,
εκρινέω : to file down, καταρρινάω
or -έω : to file off (as a line of
soldiers), παραβγώ
Filial, υίϊκος
Filings, ρινηματα, οι. pi.
Fill, v. πληρόω, άναπληρόω, πίμπλημι,
εμπίμπλημι, αναπίμπλημι, ^χέω :
fill up, (a number) προσπληρόω;
(a trench or hole) χώννυμι
Fillet, ταινία, f. αναδέσμη, f. διάδημα,
οι. άμπυξ, c. : to bind with a fillet,
ταινιόω, παραμπυκίζω
Filling, πληρωσις, f. άναπληρωσις, f.
(of a treoich, hole,
Filter, v. ηθέω, διηθεω, απηθέω, ύλίζω,
Filtered, ύλισ^ς [διυλίζω
Filth, ρύπος, m. -πα, οι. pi. λύμα, 71.
πίνος, on.
Filthily, adv. ρυπαρώς, σαπρώς
Filthiness, αυχμός, on. ακαθαρσία, f.
ρύπος, on. ρυπαρία, f.
Filthy, ρυπαρος, aύχμηpbς, πιναρος,
σaπpbς, ακάθαρτος : to be filthy,
ρυπάω, ρυπαίνομαι, αύχμεω, πινάω
Fin, π^εpύyιov, n.
Final, ύστατος, τελευταίος [τως
Finally, adv. τελεως, τελευταων, εσχά-
Finance, οίκονομία, f. (reveoiue) εισ-
φορά, f. φόρος, m. τέλος, n.
Financial, οίκονομικός
Financier, οϊκονόμος, on.
Finch, σπίζα, f. σπίνος, m.
Find, (thing fouoid out) εύρημα, n.
Find, V. ευρίσκω, εφευρίσκω, εξευρίσκω.
FIN
καταλαμβάνω : to find out, dis-
cover, ανευρίσκω, εξανευρίσκω :
found out, εύρετος
Finding, Finding out, εΰρεσις,/ άνευ-
ρεσις, f. εξεύρεσις, /.
Fine, ζημία,/, καταδίκη, f. τίμημα, n.
Επιβολή, f.
Fine, (of texture) λεπτός, λεπταλεος :
to make fine, λεπτύνω ; (of a town,
dress, &c.) σεμνός; (of people, dress,
things) κομψός, χαρίεις; (of weather)
εΰδιος, εύδιεινος, αίθριος : to be fine,
εύδιάω : fine weather, ευδία, f.
a-Mpriif
Fine, V. ζημιόω, τιμάω, ζημίαν επιβάλ-
λω, επΓγράφω, επάγω [ευ
Finely, ad%\ λεπτώς ; κομψώς, καλώς ;
Fineness, (of texture, &c.) λεπτότης,
f. (having fine particles) λεπτομέ-
ρεια, f. (of people, dress, language,
<&C.) κομψότης, f. κομψεία, f.
Finesse, τέχνημα, n. μηχάνημα, n.
Finger, δάκτυλος, m. : fore -finger,
λιχανος, m. : a finger long, broad,
&c., δακτυλιαως : rosy- fingered,
ροδοδάκτυλος : long-fingered, μακρο-
δάκτυλος
Finical, τρυφερός
Fining, τίμησις, f. τίμημα, n.
Finis, τέλος, n. τέρμα, n.
Finish, V. τελεω, τελευτάω, επιτελεω,
άποτελεω, διαπράσσω, εξερ'γάζομαι,
άνύω, διανύω, εκπονεω : to be highly
finished, άκριβόομαι, άπακριβόομαι
Finished, τελεος, τέλειος : highly
finished, άπηκριβωμενος
Finishing, τελείωσις, f. περάτωσις, f.
Finite, περατοειδης, ωρισμενος
Fir, πεύκη, f. ελάτη, f. : of fir, πεύκι-
νος, ελάτινος
Fire, πυρ, n. φλοξ, f. : conflagration,
εμπρησις, f : a setting fire to,
πύρωσις, f : without fire, άπυρος,
άπύρωτος : blazing with fire,
πυριφλεΎης, πυρίφλο*γος : breathing
fire, πνρίπνοος, πύρπνοος
Fire, v. (to set on fire) εμπυρεύω, απτω,
εκφλε*γω, άναπυρόω, συyκaίω ; (to
catch fire) εμπυρευομαι, άπτομαι,
άναλάμπω ; (to lay waste by fire),
πυρπολεω, εκπυρόω
Firebrand, δαίς, f. δαλος, m.
Fire-pan, εσχάρα, f. πυρεΐον, n.
Fire-place, εσχάρα, f.
Fire-wood, φρίτγανον, n.
Firkin, άμφορευς, m.
Firm, βέβαιος, Ισχυρός, στέρεος, ασ-
φαλής, εμπεδος, στιφρος : to make
409
FIV
firm, βεβαιόω, στερεόω : to be firm,
συνίσταμαι
Firmament, πόλος, rn. στερέωμα, n.
Firmly, adv. βεβαίως, ασφαλώς, στε-
ρεώς
Firmness, βεβαιότης, f. στερεότης, f.
First, πρώτος, πρώτιστος; adv. πρώτον,
πρώτα, πρώτιστα : at first, πρώτον,
την πρώτην, αρχήν : first of all,
πάμπρωτος : to be first, πρωτεύω :
to be, come, or do first, φθάνω
First-born, πρωτόγονος, πρωτοφυης
First-fruits, άπαρχάϊ, f. pi. άκροθίνια,
n. pi. : to offer first-fruits, άπάρ-
χομαι
Fish, Ιχθύς, m. : small fish, ϊχθύδιον,
n. : salt fish, τάριχος, m. & n. τέμα-
"χος, n. : cooked or broiled fish,
οψον, n. όψάριον, n. : like fish,
Ιχθυώδης : fish-bone, άκανθα, f.
Fish, V. αλιεύω, Ιχθυάω
Fisherman, άλιευς, m. γριπευς, m.
Fish-hook, ά^κιστρον, n. ά-γκίστριον,η.
Fishing, αλεία, f. : of fishing, αλιευ-
τικός [δρμιά, f.
Fishing-line, λίνον, η. μήρινθος, f.
Fishing-rod, ράβδος, f κάλαμος, m.
Fishmonger, ιχθυοπώλης, m. ~λις, f.
Fishy, Ιχθυώδης, ίχθυόεις
Fissure, ρωχμος, m. ρωγή, /. ρω~γμη, f.
Fist, κόνδυλος, m. πυΎμη, f. : to strike
with the fist, κονδυλίζω, πυκτεύω
Fistula, σύρΐΎζ, f.
Fistulous, συριγγώδης
Fit, περίοδος, f. πλάνος, m.
Fit, επιτήδειος, πρόσφορος, άξιος, προσ-
ήκων, εύάρμοστος, ευφυής, ικσ.νος,
επιεικής : unfit, ανάρμοστος, αναρ-
μόδιος; impers. it is fit, προσήκει,
εοικε, πρέπει, δε7 : to think fit,
άξιόω
Fit, ν. αρμόζω, εφαρμόζω, προσαρμόζω,
άρω : to fit together, συναρμόζω :
to fit out, στέλλω, εξαρτύνω
Fitly, adv. επιτηδείως, πρεπόντως,
α\ίως, εύαρμόστως, ίκανώς
Fitness, επιτηδειότης, f. ικανότης, /.
επιτήδεια, /.
Fitted, αρμοστος : easily fitted to-
gether, εύσυνάρμοστος : unfitted,
ανάρμοστος
Fitting, άρμοση, f. άρμοσις, f. (a fit-
ting, joint), αρμός, m.
Fitting αρμόνιος, αρμόδιος, σύμμετρος :
it is fitting, προσήκει, πρέπει,
δεΊ
Five, πέντε : the number five, πεμ-
πας, f. πεμπτας, f.
s 5
FIV
Five-fold, πενταπλάσιο s
Five hundred, πεντακόσιοι
Five hundredth, πεντακοσιοστος
Five thousand, πεντακισχίλιοι
Five times, πεντάκις [/.
Five years, πενταετηρ\ς, f. πενταετία,
Fix, v. πηγνυμι, έρείδω : to fix on or
to, προσάπτω, προσπήγνυμι, περιάπ-
τω : to fix in, εμπηγνυμι, ένερείδω :
to be fixed, {determined, esta-
blished) κεΊμαι, πρόκειμαι [ρητός
Fixed, πηκτός; {agreed upon) τακτός,
Flabbiness, πλάδος, n. χαλαρότης, f.
Flabby, μαδαροί, μανός, πλαδαροί : to
be flabby, πλαδάω
Flaccid, χαλαρός
Flaccidity, χαλαρότης, f. [μον, n.
Flag, σημεϊον, n. σημαία, f. επίση-
Flag, v. χαλάω, άναπίπτω, ένδίδωμι
Flagellation, μαστίγωσις, f.
Flagging, χάλασις, f. ασθένεια, f.
Flagitious, πανούργος, πονηρός [/.
Flagitiousness, πανουργία, f. πονηρία,
Flagon, λάγηνος^.
Flagrant, φλεγυρος
Flake, (of snoiv) βολή, f
Flaky, πεταλώδης [f. φανός, m.
Flambeau, dats,f. {contr. das), λάμπας,
Flame, φλοξ, f. φλoyμbs, m. φλέγμα,
n. σέλα*, n.
Flame, V. φλέγω, σελαγέω, άναλάμπω
Flaming, φλογερά, φλόγεος
Flamingo, φοινικόπτερος, m.
Flank, πτε'ρυ£, f. πτερύγωμα, n. λα-
πάρα, f κενεών, τη. λαγών, C. (of an
army) πλευρον, n. κέρας, n. τα
πλάγια
Flap, v. πτερνγίζω, πτερύσσομαι
Flash, αστραπή^, στεροπη, f.
Flash, V. άστ ράπτω, εκλάμπω, άπαυ-
γάζω, μαρμαίρω
Flashing, στέροψ
Flask, λήκυθος, f. άσκος, m.
Flat, ομαλός, λευρος, πλαταμώδης :
to be made flat, πλατόομαι
Flatness, δμαλότης, f. σιμότης, f.
(didness) άμβλύτης, f.
Flatten, v. όμαλίζω, δμαλύνω
FJatter, v. κολακεύω, θωπεύω
Flatterer, κόλαξ, m. θώψ, τη.
Flattering, κολακευτικός, θωπευτικος,
θωπικος, ηδυλόγος
Flattery, κολακεία, f. θωπεία, f.
θώπευμα, n. ηδυλογία, f.
Flatulent, πνευματώδης
Flaunt, v. ύπερηφανέω
Flavour, γεύμα, n. κνίσσα,/. [μα, n.
Flaw, αμάρτημα^ n. έλλειμμα. Π» πτάίσ-
410
FLO
Flax, λίνον, n. άμοργ\ς, f. : white
flax, λευκόλινον, n. [γινος
Flaxen, λίνεος (contr. λίνου?), άμόρ-
Flay, v. δέρω, έκδέρω, άποδέρω
Flea, ψυλλα, /. ψύλλος, πι.
Flee, ν. φεύγω, καταφεύγω, εκφεύγω,
ύποφεύγω, εκδιδράσκω [πόκος, πι.
Fleece, κώας, η. κώδιον, η. άωτον, η.
Fleecy, εΰποκος, εϋειρος, βαθύμαλλος
Fleet, στόλος, τη. στρατός ναυτικός, m.
Fleet, ταχι;*, ώκυς, κραιπνος [ζομαι
Fleet, V. ρέω, φεύγω, πέτομαι, άφανί*
Fleeting, εξίτηλος, πτηνος, φευκτικος
Fleetly, adv. ώκέως, κραιπνώς, ταχύ,
κατά πόδας
Fleetness, ταχύτης, f. ώκύτης, f.
Flesh, σαρξ, f. κρέας, n. : to tear
flesh, σαρκάζω : to eat flesh, σαρκο-
φαγέω
Fleshiness, πολυσαρκία, f.
Fleshly, σαρκικός
Fleshy, εϋσαρκος, πολύσαρκος, περί-
t σαρκός, σαρκώδης, σάρκινος
Flexibility, ευκαμψία, f.
Flexible, καμπτος, καμπτικος, εύκαμ-
πτος, εΰγναμπτος
Flexion, καμπή, f κάμψις, f.
Flicker, ν. αίθύσσομαι
Flight, φυγή, f. αποφυγή, f. καταφυγή,
f. δρασμος, m. φύζα, f. φύξις, f.
κατάφευξις, f. (as of birds) πτησις,
f. πότη, f. πώτημα, n. : to put to
flight, τρέπω, τροπην ποιέω, εγκλίνω
Flighty, ορμητικός, ύπόπτερος, προ-
Flimsiness, λεπτότης, f. [πετης
Flimsy, λεπτοί, λεπταλέος
Fling, ριπή, f βολή, f
Fling, ν. βάλλω, ρίπτω, ϊάπτω
Flint, πυρίτης (λίθος), τη.
Flippancy, άδολεσχία, f
Flippant, άδολέσχης, προπετης
Float, ν. επιπολάζω, επινέω, πλώω ;
(in the air) ηερέθομαι, ενευδιάω ; (of
oil on water) επιβρέω
Floating, πλωτοί, πλωάς
Flock, ποίμνη, f ποίμνιον, n. πώϋ, n. :
in a flock, αγεληδον
Flock, V. σύνειμι, συναγείρομαι, συρρέω
Flog, v. μαστιγόω, θωμίζω, ίμάσσω
Flogging, μαστίγωσις, f.
Flood, πλημμυρϊς, f. ρεύμα, n. επιρροή,
f. έπίκλυσις, f κατακλυσμός, m. '
Flood, v. κατακλύζω, επικλύζω
Floor, έδαφος, n. δάπεδον, n.
Floral, άνθινος, ανθηρός, ανθητικος,
άνθεσφόρος
Florid, ανθηρός, επιφλεγης
Flour, άλειαρ, η. άλευρον, η. σεμί-
FLO
δαλις, /. {especially of barley)
άλφηον, η.
Flourish, v. άνθέω, ακμάζω, εξανθέω,
βάλλω, εύθηνέω
Flourishing, θαλερός, εύθαλης, άκμαως
Flow, βοη, f. poos, m. ρεύμα, η.
Flow, V. ρέω, νάω, μύρω : to flow
down or away, καταρρέω, απορ-
ρέω, καταστάζω : to flow into or
towards, επιβρέω, είσρέω, προσ-
επιββέω, εμβάλλω : to flow out or
forth, εκρέω, εκπρορέω, απορρέω,
ύπεκρέω : to flow through, διαρρέω :
to flow by, παραρρέω : to flow
round, περιρρέω : to flow together,
συρρέω
Flower, άνθος, η. άνθη, f. άνθεμον, n.
(the prime) άωτος, m. -ov, n. άκμη^
f. : to gather flowers, άπανθίζω,
ανθο\ο~γέω : to strew with flowers,
ανθίζω : to feed on flowers, άνθο-
νομέω : bearing flowers, άνθηφόρος:
smelling like flowers, άνθοσμίας
Flower, v. άνθέω, εξανθέω
Flower-bed, άνδηρον, n.
Floweret, Flowret, άνθηλιον, n,
Flowery, ανθηρός, εύανθης, άνθεμώδης,
άνθεμόεις
Flowing, βενσις, f. βοη, f. : a flowing
down, καταββοη, f. : a flowing in,
εϊσροος, m, : a flowing round,
περφροη, f. : a flowing together,
σύβμευσις, f.
Flowing, pvrbs, ρευστικός, βοϊκός,
ναρός : flowing from, άπόββυτος :
flowing round, περίββυτος : flowing
near, ά-γχίβροος : flowing rapidly,
ώκυρόης, -pecs, ωκύπορος '. well or
beautiful flowing;, εϋροος, καλίρβοος,
καλλίιαος
Fluctuate, V. κυμαίνω, κυματόω, τα-
ράσσομα. ; (in mind) διάνδιχα
μερμηρί-ζω, άπορέω [εϋροια, τ.
Fluency, εύ^/λωσσία, /. εύέπεια, f.
Fluent, ε^λωσσος, εϋροος, εύπορος,
στωμύλος
Fluently, adv επιτροχάδην
Fluid, xrypov, n χύμα, n. χυμός, m.
Fluid, hypos, poiKos : to be fluid,
χτγροβροέω
Flurry, όρμη, f ορμημα, n.
Flush, ερευθος, n.
Flush, v. ερυθραίνω [ράσσω
Fluster, v. θορυβέω, συγκυκάω, τα-
Flute, αυλός, m. αύλίσκος,πι. δόναξ, m.:
to play the flute, αύλέω
Fluted, ραβδωτός [αύλητρϊς, f.
Flute-player, αύλητηρ, m. αυλητής, m.
411
FOM
Fluting, βάβδωσις, f.
Flutter, v. πέτομαι, άναπέτομαι, πτοέ-
ομαι [ρεύμα, n. διάρροια, f.
Flux, ροη, f. ρόος, m. (dysentery)
Fluxion, βευσις, f.
Fly, μυΊα, f. : fly-flap, μυιοσόβη, f.
Fly, v. πέτομαι, ποτάομαι : to fly
away, εκπέτομαι, άναπέτομαι : to
fly beside, near, by, or beyond,
παραπέτομαι : to fly to, προσπέτο-
μαι, επιπέτομαι : to fly through,
διαπέτομαι : to fly over, ύπερ-
πέτομαι : to fly up, άναπέτομαι : to
fly down, καταπέτομαι
Flying, πτημα, ft. πτησις, f. πότη, f.
Flying, πτηνός, πετεινός, πτητικός'.
high-flying, υψιπέτης
Foal, πώλος, c.
Foam, αφρός, m.
Foam, v. αφρίζω, παφΧάζω, εpεύyoμaι
Foaming, Foamy, αφρώδης, άφριόειδ
Fodder, χιλός, m. νομή, f. χόρτος, m.
Fodder, v. χιλεύω
Foe, εχθρός, m. πολέμιος, m.
Foetus, εμβρυον, n.
Fog, ομίχλη, f. άηρ, C.
Foggy, δμιχλοειδης [τωλη,/.
Foible, ασθένεια, f. αμάρτημα, n. άμαρ-
Foil, v. σφάλλω, παρασφάλλω, κατά•
βάλλω
Fold, (a double, crease) πτυχή, f.
πτυξ, f. κόλπος, m. έλιγμα, n.
(sheepfold) σταθμός, m. επαυλις, f.
αυλιον, n.
Fold, v. πτύσσω : to fold up, συμ-
πτύσσω : to fold round, περί-
πτύσσω
Folded, πτυκτός, στολιδωτός, πτυ-
χώδης : folded round, άμφέλικτος,
περιπτυχης [δικλίδες, /. pi.
Folding, πτύξις, f. : folding-doors,
Foliage, φυλλάς, f. πτερόν, n. χλόη, f. :
to change foliage, μεταβλαστάνω
Folk, όχλος, m. δήμος, m.
Follow, v. έπομαι, έφέπομαι, συνέπομαι,
συνεφέπομαι, άκολουθέω, παρακολου-
θέω, συνακολουθέω, επακολουθέω,
διώκω, μεταδιώκω, δπάζω, έφομαρτέω,
οπαδεύω : it follows, (in arguing)
συμβαίνει, συμπεραίνεται
Follower, ακόλουθος, m. οπαδός, m.
Following, άκολούθησις, f. δίωξις,/.
Following, ακόλουθος, οπαδός
Following, adv. μεταδρομάδην
Folly, άνοια, f. παράνοια, f. αφροσύνη,
f. μωρία, f. άσυνεσία, f. αβουλία, f.
άβελτερία, f. ευηθεια, f.
Foment, v. έπαντλέω, προπυριάω
FOM
Fomentation, χλίασμα, η. επάντλησις,
f. ύπεκκαυμα, η.
Fond, ερωτικός, φίλος, εύφιλης : very
j fond of, δυσερως : to be fond of,
στεργω, φιλεω
Fondle, v. ασπάζομαι, κορίζομα'ι, ύπο-
κορίζομαι, περιπτύσσω
Fondling, άσπασμα, η. μείλιγμα, η.
Fondly, adv. ερωτικώς, φ'ιλως [/.
Fondness, έρως, πι. φιλότης,/. στοργή
Font, βαπτιστηριον, η.
Food, σίτος, m. σιτίον, η. τροφή, f.
βρώσις, f. βρώμα, η. εδωδη, f. εΊδαρ,
η. : without food, άσιτος : to be
without food, ασιτεω
Fool, see Foolish : to play the fool,
φλυαρεω [υπερτολμος
Foolhardy, θαρσαλεος, ριψοκίνδυνος,
Foolish, ανόητος, άφρων, παράφρων,
ηλίθιος, μωρός, μάταιος, άβουλος,
ασύνετος, σκαιός, άνοος : to be
foolish, μωραίνω, παραφρονεω, παρα-
νοεω
Foolishly, adv. άνοητως, μωρώς, άφρό-
νως, άλογίστως, μάτην
Foolishness, μωρία, /. άνοια, f. αφρο-
σύνη, /. ατασθαλία, /.
Foot, πους, m. : a foot long, &c.
ποδιαως : on foot, πεζός, adv. πεζτ} :
to go on foot, πεζεύω, πεζοπορεω :
two-footed, δίπυυς : four-footed,
τετράπους : swift-footed, ποδώκης,
εϋπους : brazen-footed, χαλκόπους :
large - footed, μεγαλόπους : bare-
foot, νηλίπους, λευκόπους
Footman, ακόλουθος, m. σκευοφόρος, m.
Footpath, πάτος, m. τρίβος, [m.
στίβος, m.
Footstep, ίχνος, n. ίχνιον, n, στίβος, m.
Footstool, ύποπόδιον, n. σφελας, n.
ύπόβαθρον, n. [περί, επί, άντϊ, ένεκα
For, conj. yap, οτι ; prep, προ, προς,
Forage, προνομη, f. χιλός, m.
Forage, v. επισιτίζομαι, προνομεύω,
σιτολογέω
Forager, προνομευτης, m.
Foraging, επισιτισμός, m. προνομη, f.
προνομεία, f. σιτολογία, f.
Foraging, σιτoλόyoς [μαι
Forbear, v. άπεχομαι, ανέχομαι, φείδο-
Forbearance, άνοχη, f. μακροθυμία, f.
Forbearing, μακρόθυμος
Forbid, v. κωλύω, απείπον, είργω,
άπayopεύω, άπενεπω
Forbidden, απόρρητος
Force, βία, /. σθένος, n* δρμη, f. δύνα-
μη, /• Ισχύς, f ρώμη, f. (body of
men, forces) δύναμις, f. ισχύς, f. :
412
FOR
by force, βία, εκ βίας, κατ Ισχύν,
Χ^ρσϊν ^ [κάζω
Force, ν. βιάζομαι, αναγκάζω, επαναγ-
Forceps, λαβϊς, f καρκίνος, m.
Forcible, βίαιος, δυνατός, υβριμος ; (of
argument) άvayκa7oς, ασφαλής
Forcibly, adv. βιαίως, βία, προς βίαν;
(of argument) ασφαλώς, αναγκαίως
Ford, πόρος, m. διάβασις,^ τέναγος, n.
Ford, ν. διαβαίνω, περάω
Fordable, διάβατος
Fore, πρόσθιος, εμπρόσθιος
Forebode, ν. μαντεύομαι, ύσσομαι, νοεω 9
οίομαι (as θυμός οί'σατο μοϊ, my
heart foreboded it)
Forecast, πρόνοια, f. προμήθεια, f.
Forecast, V. προνοεω, προγιγνώσκω
Forefathers, πατέρες, in.pl. πρόγονοι,
Forefinger, λιχανός, m. [m. pi.
Forego, v. προ'ίεμαι, απολείπω, πάρα-
Forehead, μετωπον, n. [χωρεω
Foreign, ξένος, ξενικός, αλλότριος,
ύπερόριος, εξωτερικός, εξωτικός, αλ-
λόφυλος, βάρβαρος
Foreigner, ξένος, πι. επηλυς, C.
Forejudge, ν. προκρίνω [θάνομαι
Foreknow, ν. προγιγνώσκω, προαισ-
Foreknowing, προειδώς [θησις, /.
Foreknowledge, πρόγνωσις,^'. προαίσ^
Foreland, άκρα, f ακρωτηριον, η.
Foremost, πρώτος, πρώτιστος
Forensic, δικανικός
Foreordain, ν. προορίζω
Foreordaining, προορισμός, m.
Forerunner, πρόδρομος, m.
Foresee, ν. προοράω, προείδον, προ-
γιγνώσκω, προνοεω., προδερκομαι
Foreseeing, πρόοφις, f. προνόησις, /.
Foreshow, ν. προφαίνω, προσημαίνω,
προδείκνυμι
Foresight, πρόνοια, f. προμήθεια, /.
Foreskin, άκροποσθία, f.
Forest, ϋλη, f. ξύλοχος, f. δρυμός, m.
Forestall, ν. προαγοράζω, προλαμβάνω
Forester, ύληωρός, m. ύληκοίτης, m.
Foretaste, πρόγευμα, n.
Foretaste, v. προγεύομαι
Foretell, v. μαντεύομαι, προαγορεύω,
προλέγω, προθεσπίζω, πρόφημι
Foretelling, προαγόρευσις,^
Forethought, πρόνοια, f. προμήθεια, f.
Foretold, προφαντός, μαντευτός
Forewarn, ν. προαγγελλω, προειπον,
προδείκνυμι, νουθετεω
Forewarning, προάγγελσις, /. νουθε-
σία, f. νουθετησις, f.
Forfeit, ζημία, /.
Forfeit, ν. αποβάλλω, προ'ίεμαι
FOR
Forge, χαλκεών, m. χαλκηϊον, η.
Forge, V. χαλκεύω, προχαλκεύω, κόπ-
τω ; (to counterfeit) πλάσσω
Forgery, πλάσμα, η.
Forget, ν. λανθάνομαι, επιλανθάνοααι,
αμνημονέω, αμνηστεω : to cause to
forget, λανθάνω, έπιλανθάνω : to be
forgotten, έζολισθάνω
Forgetful, επιλησμων, δυσμνημόνευ-
τος, αμνημων
Forgetfulness, λήθη, f. επίλησις, f.
ληθος, n. λησμοσύνη, f. άμνημο-
σύνη, f.
Forgetting, λήθη, f. επίλησις, /.
Forgive, v. συγγι-γνώσκω, μεθίημι,
δίδωμι, αιδέομαι [αίδεσις, f.
Forgiveness, συγγνώμη, /. σύγγνοια,/.
Forgiving, συγγνώμων, ελεήμων, οικ-
τίρμων [εξίτηλος
Forgotten, άμνηστος, αμνημόνευτος,
Fork, δίκελλα, /. θρΊναξ, m.
Forked, δίξοος; (as lightning) άμφ-
ηκης : forked stick, σχαλίς, f.
Forlorn, ανέλπιστος, έρημος, μόνος,
οίοπόλος
Form, είδος, η.σχημα ) η. μορφή, f Ιδέα,
f. τύπος, m.
Form, ν. πλάσσω, συμπλάσσω, σχημα-
τίζω, συντίθημι, μορψόω ; (as a league)
συνίστημι : to form into one, ενόω :
to be formed, (as lines of soldiers)
τάσσομαι, συντάσσομαι
Formal, μεθοδικός, άτρεκης, περίεργος
Formality, ακρίβεια, f. άτρέκεια, f.
περίεργα, f
Formally, adv. μεθοδικώς [m.
Formation, πλάσις, f. σχηματισμός,
Former, πλάστης, m.
Former, πρότερος, δ, η, or το πρϊν,
δ, η, or το πάρος, δ επάνωθε, δ
πάροιθε : the former, ό μεν, the
latter, δ δε
Formerly, adv. πρότερον, πρϊν, πότε,
πάλαι., πάρος, πρόσθε, πάροιθε, προτοί
Formidable, φοβερός, δεινός, φρικτός
Formidably, adv. δεινώς, φοβερώς
Formless, άμορφος
Fornication, πορνεία, f : to commit
fornication, πορνεύω
Fornicator, πόρνος, m. \ίσταμαι
Forsike, V. καταλείπω, απολείπω, άφ-
Forsaken, απολειφθεϊς, μόνος
Forsooth, adv. ρά, άρα, δητα
Forswear, ν, (to deny upon oath)
άπόμνυμι, εξόμνυμι ; (to swear falsely)
επιορκεω
Fort, φρουρών, n. φυλακτηριον, n.
Forth, adv. πρόσθε ; (forth from) εξω
413
FOU
Forthwith, adi -.παραυτίκα, ευθύς, αΊψα,
Fortieth, τεσσαρακοστός [άφαρ
Fortification, ερυμα, n. τείχος, n. τεί-
χισμα, n. έπιτείχισμα, n. περιτεί-
χισμα, n. φρούριον, n. παράφρα^μα, n,
Fortified, ερυμνος
Fortify, ν. τειχίζω, περιτειχίζω, εκτει-
χίζω, φράσσω, αποφράσσω, όχυρόω
Fortifying, επιτείχισις, /. επιτειχισ-
μος, m. ^ ^ [f
Fortitude, ανδρεία^, εύψυχία, f άρετη,
Fortress, φρούριον, n.
Fortuitous, αυτόματος, τυχαίος
Fortuitously, adv. αυτομάτως
Fortunate, ευτυχής, ευδαίμων, ευημε-
ρος, εϋμοιρος : to be fortunate,
εύτυχεω, ευ πάσχω
Fortunately, adv. ευτυχώς, τυχηρώς
Fortune, τύχη, f. δαίμων, c δαιμόνων,
n. : good fortune, ευτυχία, /. ευτύ-
χημα, n. : bad fortune, δυστυχία, f.
δυστύχημα, n. ατυχία^, ατύχημα, η.
Fortune, (estate, portion) ουσία, f. τα
υπάρχοντα
Fortune-teller, μάντις, m. αγύρτης, m»
Forty, τεσσαράκοντα : forty years
old, τεσσαρακονταετής : period of
forty years, τεσσαρακοντάς, f.
Forum, ayopa, f.
Forward, (confident, hold) τολμηρός,
προπετης; (eager) πρόθυμος
Forward, v. (advance, aid) προφέρω?
προκόπτω ; (bring forward) προφέ-
ρω ; (step forward, move or put
forward) προβαίνω
Forward, adv. πρόσθε, πρόσω, πόρρω,
προτέρω, προτέρωσε ; forwards, προ-
βάδην, εις το πρόσθε : backwards
and forwards, πάλιν τε καϊ πρόσω
Forwardly, adv. προθύμως, σπουδαίως.
Forwardness, προθυμία, f.
Fosse, τάφρος, f. ορυημα, n.
Fossil, ορυκτός
Foster, ν. τρέφω, θεραπεύω, θάλπω
Foster-child, τρόφιμος, c. τροφός, c.
Foul, μιαρος, μυσαρός, ρυπαρος, δυσ-
ώδης : foul language, αϊσχρολο-γία,
f. : to use foul language, αισχρό-
λογεω, αισχροεπέω
Foul, V. μιαίνω, καταμιαίνω
Foully, adv. μιαρώς, αϊσχρώς
Foul-mouthed, αισχρολοΎος
Foulness, μιαρία, f. μυσαρία, f. ακα-
θαρσία, f. αϊσχρότης,^
Found, ν. κτίζω, ιδρύω, οϊκίζω, κατοι-
κίζω, θεμελιόω, βάλλομαι, καταβάλ-
λομαι ; (metal) χοανεύω or χωνεύω
Foundation, θεμέλιον, η. βάθρον, η.
FOU
έδαφος, η. πυθμην, m. πρεμνον, η.
κρηπϊς, f. ρίζα, /. ύπόθεσις, f : from
the foundation, πρόρριζος, αύτό-
πρεμνος ; adv. πρεμνοθε, πρόρριζον
Founder, κτίστης, m. οϊκιστης, m. άρ-
χη-γος, m. apxr]yiT7]s, m. (of metal)
χωνευτής, m. [καταδύομαι
Founder, v. καταδύω or -δύνω, & mid.
Founding, κτίσις,/. οϊκισις, f. 'ίδρυσις,
f (metal) χωνεία, f χώνευσις, f.
Foundling, εύρημα, n.
Foundry, χόανος, m. χωνευτηρων, n.
Fount, Fountain, πηyη, /.κρήνη, f.
πίδαξ, f.\ of a fountain, ^ya7os,
κρηναως
Four, τέσσαρες; (number four) τετράς:
in four ways,, τετραχώς, τετραχη :
in four parts, τετραχη : four years
old, τετραετής, τετραενης : space of
four years, τετραετία, f.
Four-cornered, τετράγωνος
Four-fold, τετραπλάσιος, τετραξος,
τετράμοιρος ; adv. τετραπλή, τετρα-
χώς, τετάρτως
Four-footed, τετράπους, τετραποδης,
τετραβάμων
Four-horsed, τετράορος, contr. τετρω•
ρος, τεθριππος
Four hundred, τετρακόσιοι
Four-hundredth, τετρακοσωστος
Four-score, ο*γΰοηκοντα
Fourteen, τεσσαρεσκαίδεκα (neut. τεσ-
σαρακαίδεκα)
Fourteenth, τεσσαρεσκαίδεκατος : on
the fourteenth day, τεσσαρεσκαι-
δεκαταΊος
Fourth, τέταρτος : fourth day, τε-
τράς, f. η τετάρτη : on the fourth
day, τεταρταΊος : the fourth time,
το τέταρτον : fourth part, τεταρ-
τημόριον, n.
Fourthly, adv. τετάρτως
Four thousand, τ ετρακισ χίλιοι
Four times, τετράκις
Four-wheeled, τετράκυκλος
Fowl, όρνις, c.
Fowler, ορνιθοθηρας, m. ορνιθευτης, m.
Fox, άλώπηξ, f. αλωπεκών, n. κερδω,
f : young fox, α,λωπεκιδενς, m. :
like a fox, 'άλωπος : to be as cun-
ning as a fox, άλωπεκίζω
Fox-dog, κυναλώπηξ,/
Fraction, κλάσμα, n. θραύσμα, οι.
μερ\ς, f απόκομμα, n.
Fractious, εριστικός, φίλερις
Fracture, ρη^γμα, n. κλάσις, f. σύν-
τριμμα, n. [μι
Fracture, ν. κατά^νυμι, θραύω, jyrjyvv-
414
FRE
Fragile, εΰκλαστος, εύθραυστος, εν-
θλαστος, κατακτος
Fragment, θραύσμα, η. κλάσμα, η.
κάταγμα, η. θρύμμα, η.
Fragrance, εύωδία, f εύοσμία, /.
Fragrant, ευώδης, εύοσμος
Frail, ασθενής, φθαρτός, πτώσιμος
Frailty, ασθένεια, f. ψαθυρότης, f.
Frame, (form, shape) δέμας, n.
Frame, v. συμπηηνυμι, π^τγνυμι, κατα-
σκευάζω, συντίθημι, τεκταίνομαι,
ποιεω, τεύχω
Framed, σύμπηκτος. πηκτός
Framing, σύμπηξις, f
Franchise, επιτιμία, f. ατέλεια, f.
διαχειροτονία, f. [contr. άπλοΰς
Frank, ελευθέριος, ελεύθερος, απλόος,
Frankincense, λίβανος,/ λιβανωτος,
c. : frankincense-tree, λίβανος, m. :
like frankincease, λιβανώδης
Frankly, adv. ελευθερίως, ελευθέρως ,
απλώς [εύήθεια, f.
Frankness, απλότης,/ ελευθερωτής,/
Frantic, μανικός, εκφρων, εμμανης,
μαινας, μανίας, πάραπληξ, παράνοος,
φοιτάς, ενθουσιαστικός : to be fran-
tic, μαίνομαι, βακχεύω
Fraternal, αδελφικός, αδελφός
Fraternity, φράτρα, f φρατρία, f.
Fratricide, αδελφοκτόνος, m.
Fraud, παράκρουσις, f. κλεμμα, n.
φενάκισμα, n. άπατη, /.
Fraudulent, κλέπτης, κάπηλος, φενα•
κικος, απατηλός
Fraudulently, adv. απατητικώς
Fray, νεΐκος, n. ερις, f.
Freckle, φάκος, m.
Freckled, φάκοψις
Free, ελεύθερος, ελευθέριος, άφετος ;
(independent) αυτόνομος, αυτεξού-
σιος ; (free from, without) ακήρατος,
έρημος, αμέτοχος, ορφανός ; (as free
will, by free choice) αυθαίρετος :
free from danger, ακίνδυνος : free
from disease, άνοσος [εξω
Free from, adv. &prep. (w. gen.) έκτος,
Free, V. ελευθερόω, απελευθερόω, λύω,
, εκλύω, παραλύω, αφαιρεομαι, ανίημι
Freebooter, ληστής, m. συλητωρ, τη,
αρπακτηρ, m.
Freedman, απελεύθερος, m. εξελεύ-
θέρος, m. : belonging to freedmen,
απελευθερικος, εξελευθερικος
Freedom, ελευθερία, f. (from any-
thing, as pain, &c.) ερημία, f:
freedom of speech, παρρησία, f. :
freedom from fear, or of access,
άδεια, f. -*
FEE
Freed- woman, απελεύθερα,/.
Freehold, κλήρος, m.
Freeholder, κληρονόμος, m.
Freeing, ελευθερωσις, /.
Freely, adv. ελευθέρως, ελευθερίως
άνεδην ; {confidently) άδεώς, μετά,
-παρρησίας : speaking freely, i\ev-
θερόστομος, παρρησιαστικος : to
speak freely, παρρησιάζομαι, ελευ-
θεροστομεω
Free-mindei, ελευθέριος, ελεύθερος
Freeness, ελευθερωτής, f.
Free-spirited, ελευθέριος
Free-will, rb αύτεξούσων
Freeze, v. πηγνυμι, επιπηγνυμι, κρυσ-
ταίνω ; intrans. πηγνυμαι, καταπηγ-
νυμαι : to be frozen, κρυσταλλό-
ομαι
Freezing, πη^ς, f.
Freezing, πηκτικος \n. ναυλον, n.
Freight, γόμος, τα. φόρτος, m. φόρτων.
Freight, ν. γεμίζω, φορτίζω
Frenzied, μανίας, μανιώδης, ενθου-
σιαστικός, ενθουσιώδης
Frenzy, μανία, f. ενθουσιασμός, m.
άλη, / φοϊτος, τα.
Frequency, πυκνότπς, f. πλήθος, η.
Frequent, πυκνός, πυκινος, συχνός
Frequent, ν. φοιτάω, φοιτίζω, προσ•
φοιτάω, θαμίζω, περιβάλλω, όμιλεω :
to be frequent, do or come fre-
quently, συχνάζω
Frequented, χρήσιμος, πολύξενος
Frequenting, φοίτησις, f.
Frequently, adv. -πολλάκις, -πολλά,
θαμά, θαμινά, συχνάκις, -πυκνώς :
that which is done frequently,
-πύκνωμα, n. σύχνασμα, n.
Fresh, (new) νέος, νεαρός, νεαλης,
χλωρός, -πρόσφατος, ανθηρός ; (not
fatigued or worn out) νέος, νεαλης,
ακμής, άκμητος ; (keen, cool, as the
wind) λάμπρος, ψυχρός : afresh,
adv. εκ νέου, εκ νέας
Freshen, ν. εμψυχόω, εμψύχω
freshly, adv. νέων, το νέον, νεωστϊ
^reshness, νεότης, / χλωρότης, /.
^ret, ν. κνίζω, άνιάω, λυπεω, άχθομαι
Fretful, δύσκολος, δυσχερής, δυσ-
άρεστος
T'retfulness, δυσχέρεια,/, δυσκολία,/.
friability, ψαθυρότης, /.
liable, ψαθυρος, θραυστος, εύθραυστος
'* >iar, μονάχος, τα. μοναστης, m.
friction, τρίψις, / τρίβος, c
ried, ταγηνιστος or τηγανιστός
Mend, φίλος, τη. επιτήδειος, m. αναγ-
καίος, τα. γμώριμος, m. γνωστός, τα.
415
< l ;
FRO
εταίρος, m. ξένος, τα. (vocative) my
friend, ώ 'τάν, ώ λώστε : fals^
friend, λυκόφιλος, τα. : having
many friends, -πολύφιλος : the
having many friends, -πολυφιλία, /.:
the having few friends, όλιγοφιλία,
/ : to make one's friend, οίκεώω
Friendless, άφιλος [/. εύμενεια, /.
Friendliness, . φιλοφροσύνη, /. εύνοια,
Friendly, φίλος, φίλιος, φιλικός, φι-
λόφρων, εϋνοος, ευμενής, -προσφιλής,
επιτήδειος, οίκεΐος, ενμενικος : to be
friendly, εύνοεω, εύμενεω, όμιλεω,
ηδεως εχω, οικειόομαι
Friendly, adv. φιλίως, -προσφιλώς,
φιλοφρόνως, ευμενώς, οϊκείως
Friendship, φιλία, /. φιλότης, /. οίκει-
ότης, /. εταιρεία, /. {hospitality)
ξενία, /. : false friendship, λυκο-
φιλία, /.
Fright, εκπληξις, /. φόβος, τα. δέος, η.
Frighten, ν. φοβεω, εκφοβεω, εκπλήσ-
σω, πτοεω, δειδίσσομαι, εκταράσσω,
δειματόω, μορμολύττομαι : to be
frightened, πτησσω, καταπτησσω,
άτΰζομαι, ταρβεω
Frightened, περίφοβος, φοβερός, περί-
θαμβής, εκφοβος
Frightful, φοβερός, δεινός, δειμαλεος
Frightfully, adv. δεινώς, φοβερώς
Frigid, ψυχρός
Frigidity, ψυχρότης, /.
Frigidly, adv. ψυχρώς
Fringe, θύσανοι, m. pi. κροσσοί, τα. pL
Fringe, ν. κροσσόω [σωτος
Fringed, θυσανόεις, θυσανωτος, κροσ-
Frisk, ν. σκιρτάω
Friskiness, σκίρτησις, /. προθυμία, /
Frisky, σκιρτητικος, γαύρος
Frith, πορθμός, τα.
Frivolity, Frivolousness, ληρος, νι.
ληρημα, η. ματαιότης, /.
Frivolous, μάταιος, εϊκαως, ληρώδης,
κενεόφρων, φλύαρος
Frivolously, adv. ματαίως, εϊκη
Fro, contr. ο/ From
Frock, ζω μα, n. εσθης, /. χλαΊνα, /.
Frog, βάτραχος, τα. (ο/ a hoo/) χελι-
Frolic, παίγνια, /. παιδιά, /. [βών, /.
Frolic, ν. παίζω
Frolicsome, παιγνιώδης, παιδικός, φίλο-
παίγμων, ακόλαστος
From, prep, άπο, εκ or εξ, ύπο, παρά,
μετά : -θεν is often added to words,
and gives the signification 0/ from,
as, from on high, ύψόθεν; from
without, έξωθεν, from whence,
όθεν
FRO
Front, μέτωπον, η. τό έμπροσθεν
Front, εμπρόσθιος : in front, άνταιος ;
adv. άντην : in front of, εισωπός ;
adv. πρόσθεν, έμπροσθεν, κατά πρόσ-
ωπον, άντα
Front, ν. ανθίσταμαι; (to meet, en-
counter) αντάω, απαντάω
Frontier, ορός, m. όρια, η. pi. μεθ-
όριον, η. : of the frontier, opios,
μεθόριος : beyond the frontier,
υπερόριος
Frontlet, άμπυξ, c. προμετωπίδων, η.
Frost, παΊ^τος, m. κρύος, η. κρυμός, m.
Frosty, παΎ^τώδης, παΎ^ρος, πα'γώδης,
Froth, αφρός, m. άχνη, f. [κρυερός
Frothy, αφρώδης
Froward, αυθάδης, λαμυρός, Ιταμός :
to be froward, αυθαδίζομαι
Frowardly, adv. αύθαδώς
Frowardness, αυθάδεια, f. toe\yeia, f.
κακοήθεια, f.
Frown, συνοφρύωμα, n.
Frown, v. οφρυάζω, συνοφρνόομαι, τάς
οφρύας συνά'γω, φαρκιδόω
Frozen, κρυσταλλόπηκτος, πα~γερος
Fructiferous, πολύκαρπος, εϋκαρποτ,
καρποφόρος
Fructify, ν. καρποφορέω [λιτοβόρος
Frugal, φειδωλός, ευτελής, λιτόβιος,
Frugality, ευτέλεια, /. φειδωλία, /.
φειδώ, /.
Frugally, adv. ^κρατως, εύτελώς, σω-
φρόνως
Fruit, καρπός, m. κάρπωμα, η. οπώρα,/. :
first-fruits, απαρχάΐ, f. pi. : to bear
fruit, φέρω, καρπόω, καρποφορέω,
εκκαρπίζομαι: to gather fruits,
καρπόομαι, οπωρίζω, καρπίζω : to
reap fruit from, καρπόω, καρπίζω
Fruitful, καρποφόρος, πολύκαρπος,
εϋκαρπος, πολυφόρος, εύφορος, πολύ-
'γονος, τρόφιμος ; (only of women)
εΰτεκνος, πολύτεκνος : to make
fruitful, καρπίζω
Fruitfulness, εύκαρπία,/. πολυφορία, f.
Fruition, απόλαυσις, f.
Fruitless, άκαρπος, άκάρπωτος, άπρακ-
τος, άχρηστος [άχρηστον
Fruitlessly, adv. μάτην, ματαίως,
Frustrate, ν. σφάλλω, εξανεμόω, δια-
κείρω, αλιόω, αφίστημι, ψεύδομαι :
to be frustrated, σφάλλομαι, απο-
σφάλλομαι
Frustration, σφάλμα, η.
Fry, ν. ταγτ\νίζω
Frying, τηγανισμός, m.
Frying-pan, τά^ηνον & τή^ανον, n.
Fuel, πυρεΊα, Ion, πυρίτια, η, pi.
416
FUR
Fugitive, φυΎα,ς, c. δραπέτης, m. -τις, f. :
to be a fugitive, φυΎαδεύω
Fugitive, adj. φυyάς
Fulfil, v. τελεω, τελειόω, επιτελέω,
τελευτάω, αποπίμπλημι, πληρόω,
αναπληρόω : to be fulfilled, τελευ-
τάω, εκπεραίνομαι
Fulfilled, Fulfilling, τέλεος or τέλειος,
τελεσφόρος [άναπλήρωσις, f.
Fulfilment, τελευτή, f. πλήρωσις,/.
Fulgency, σέλας, n. 011777, f. λαμ-
πρότης, f. [^λαός
Fulgent, Fulgid, φαεινός, λάμπρος,
Full, πλεος or πλεΐος, πλήρης, έμ-
πλεος or εμπλεως, ανάπλεος, μεστός,
άνάμεστος ; (complete) εντελής :
very full, περίπλεος & -πλεως : to
be full, yέμω, πληθύνω, πλήθω,
μεστόομαι : to be very or over
full, περιπίμπλαμαι, ύπερyεμω
Full, adv. όλως, παντελώς
Fuller, κναφευς, m. [τός, εμπλεως
Fully, adv. πάγχυ, τελείως, διαπαν-
Fulminate, ν. κεραυνόω, κεραυνοβολέω
Fulness, πλήρωμα, n. πλήρωσις, f.
Fume, κνίσα, f. καπνός, m. άϋτμή, /.
Fume, v. (smolce) άναθυμιάομαι, άτ-
μίζω; (to be in a rage) opyi^ai,
μενεαίνω
Fumigate, v. θυμιάω, ύπατμίζω, πυρόω
Fumigation, θυμίασις,/. ύπατμισμός,ηι,
Fun, παίδια, f. : in fun, παιδικώς
Function, εvέpyειa,f. δύναμις, fApyov,
n. τό καθήκον, μέρος, n. [δης
Fundamental, αρχικός, κύριος, ούσιώ*
Fundamentally, adv.. κυρίως, ουσιωδώς
Funeral, κήδος, n. τάφος, m. ταφή, f.
εκφορά, f. : funeral pile, πυρά, f.
πυραια, f. : funeral rites, κτέρεα,
n. pi. κτερίσματα, n. pi. εντά-
φια, n. pi.
Funereal, επιτάφιος, κήδειος, επικήδειος
Fungous, μυκήτινος
Funnel, χοάνη, f. χώνη, f.
Funny, yελo7oς, yελaστός
Fur, δορά, f. δέρμα, n. λάχνη, f. : fur
garment, σισύρα, f. καυνάκη,/.
Furies, Ευμενίδες, f. pi. Έριννύες, f.pl.
3εμνα\, f. pi.
Furious, μανικός, μάρyoς, εμμεμαώς,
λυσσώδης: to be furious, λυσσάω,
λυσσόομαι
Furiously, adv. επιρροίβδην, μανικως
Furl, v. στέλλω, συστέλλω
Furlong, στάδιον, n.
Furlough, δίοδος, f.
Furnace, κάμινος, f. Ίπνος, m.
Furnish, v. κατασκευάζω, σχηκατα-
FUR
σκευάζω, στέλλω : furnish with,
συναρτύρω [κατασκευή, /.
Furniture, σκεύη, η. pi. έπιπλα, η. pi.
Furrow, αύλαξ, / δλκος, m. 6-/μος, m.
Furrow, v. άλοκίζω [ώλαξ, /
Further, adv. πρόσω, -πόρρω, περαι-
τέρω, πέρα, προτέρω, προσωτέρω,
ΑΪί.πορρωτέρω [σπεύδω, έπισπουδάζω
Further, ν. οφέλλω, προφέρω, έπι-
Furtherance, όφελος, η.
Furthermore, adv. ετι, προσέτ*
Furthest, έσχατος ; adv. προσωτάτω,
Att. πορρωτάτω, πόρσιστα
Furtive, κρυπτός, λαθραίος
Furtively, adv. λάθρη, κρυπτάδια
Fury, μανία, / λύσσα, /.
Fuse, ν. χωνεύω, σνγχωνεύω
Fusible, χωνευτός
Fusion, χωνεία,/.
Futile, φαύλος, μάταιος, κενός
Futility, φαυλότης, /. ματαωτης, /
Future, μέλλων : to be future, μέλ-
λω : for the future, in future,
οπίσω, όπισθεν
Future, Futurity, τδ μέλλον, δ επιών
χρόνος, δ επίλοιπος χρόνος, αϊ ημέραι.
επίλοιπαι, το έσσόμενον
G.
Gabble, λαλαγ^, /. λαλάγημα, η.
λάλημα, η.
Gabble, ν. λαλα~/έω, λαλέω, στωμύλλω
Gable, αετός, τη. αέτωμα, η.
Gad-fly, οίστροι, m. : sting of a gad-
fly, οίστρημα, η.
Gag, πάσσαλος, m.
Gaiety, ίλαρότης, / φαιδρότης, f.
ευθυμία,/, φιλοφροσύνη, /. [ηδέως
Gaily, adv. ιλαρώς, φαιδρώς, εύφρόνως,
Gain, κέρδος, n. λήμμα, n. ονειαρ, n. :
gain or the acquiring of gain, χρη-
ματισμός, m. χρημάτισις, /. ε\ρ~γα-
σία, f. : unlooked-for gain, εύρημα,
n. : unjust gain, αισχροκέρδεια :
love of gain, φιλοκέρδεια : fond
of gain, φιλοκερδής : to be fond
of gain, φιλοκερδέω
Gain, v. κερδαίνω, λαμβάνω, κτάομαι,
οιατράσσοιιαι, ευρίσκω, εκφέρομαι,
αίρομαι; (a battle, contest, &c.)
νικάω ; (money) χρηματίζομαι ; (a
suit) αίρέω ; (to gain from another
unjustly) κατακερδαίνω, πλεονεκτέω:
gain over, {as an enemy) παρασκευ-
άζομαι, ττροσκτάομαι, επάγομαι,
•παρασπάομ,αι
417
GAR
' Gainful, κερδάλεος, κερδοφόρος
s Gainsay, ν. άντείπον, άντιλέ*γω, άρνε-
όμαι, έζαρνέομαι
\ Gait, βάδισμα, η. βάδισις, /
| Gaiter, κνημις, / περικνημιον, η.
ί Galaxy, 'γαλαξίας, m.
I Gale, άητης, m. άητη, /. ουρος, m.
πνευσις, /. αύρα, /-
Gall, χολή, /. χόλος, m.
Gall, ν. δάκνω, θλίβω
Gallant, εραστής, m. [άλκιμος
Gallant, εύς ώ ηϋς, ϊφθιμος, κρατερός,
Gallantly, adv. ανδρείως, γενναίως,
κρατερώς
Gallantry, άλκη,/. άρετη./ αριστεία,/.
Gallery, περίδρομος, m. περίστυλον, η.
Galley, άκατος, / κύμβη, f.
Gall-nut, κηκϊς, f.
Gallon, χόος, m.
Gallop, v. πάλλω, τρέχω
Gallows, σταυρός, m. [κατακυβεύω
Gamble, ν. κυβεύω : gamble away,
Gambler, κυβευτης, m.
Gambling, fond of, φιλόκυβος
Gambling-house, κυβευτηριον, n. σκι-
ράφειον, n.
Gambol, σκιρτηθμος, m. σκίρτησις,/.
Gambol, v. σκιρτάω
Game, (sport) παίδια, f. παιηνιον, n.
άθυρμα, n. (public game, contest)
άγώί>, m. άμιλλα, f. άθλον, n. (wild
animal, what is hunted) aypa, f.
ά-γρευμα, n. θηρ, m. : of the games,
αιώνιος : to contend in the games,
ψωνίζομαι, άθλεύω [m.
Gamester, κυβευτης, m. σκιραφευτης.
Gaming-house, κυβεΐον, n. σκιράφει-
Gaming-table, τηλία, f. [op, n.
Gammon, (of bacon) κωλη, f.
Gander, χην, m.
Gang, ίλη, f. φρατρία, f. ay έλη, f.
Gangrene, yayypaiva, f. : to have a
gangrene, yayypaιvόoμaι
Gangrene, v. σηπω : to be gangrened,
(mortify) σφακελίζω
Gangrenous, yayypaiviK^, yayypai-
νώδης [έξοδος,/
Gangway, αποβάθρα, f. πόρος, m. δι-
Gaol, δεσμωτηριον, n. είρκτη, /.
Gaoler, ε'^μοφύλαξ, m.
Gap, διάλειμμα, n. παράδρομον, n. : to
leave a gap, διαλείπω
Gape, v. χαίνω, άναχαίνω, χάσκω,
ύποχάσκω, χασμάομαι: to gape at,
χασκάζω
Gaping, χάσυ,α, n. χάσμη, /.
Garb, εσθης, j. σκευή, f.
Garbage, τραχηλιά, n. pi.
GAR
Garden, κήπος, m, ορχος, m, κηπίον, n. :
of a garden, κηπα7ο5 : garden-plant,
κηπευμα, n. [σιμός, κηπευτός
Garden, adj. (opposed to wild) κηπεύ-
Garden, v. κηπεύω, κηπουρέω
Gardener, κηπευς, m. κηπουρός, m.
κηποκόμος, m. φυτουργός, m. φυτη-
κόμος, m.
Gardening, κηπεία, f. κηπουργία, f.
φυτουργία,/. : belonging to garden-
ing, κηπουρικός
Gargle, άναγαργάριστον, n.
Gargle, v. γαργαρίζω, άναγαργαρίζω,
άνακογχυΧιάζω [Χιασμός, m.
Gargling, γαργαρισμός, m. άνακογχυ-
Garlaad, στέφανος, m. στέμμα, n.
στεφάνωμα, n. : wearing a garland,
στεφανηφόρος, στεφανίτης ; to deck
with, garlands, στεφανόω, στέφω
Garlic, σκόροδον, n. γεΧγϊς, f. άγΧις,
f. : to feed or prepare with garlic,
σκοροδίζω
Garment, ίμάτιον, n. έσθης, f. εσθη-
μα, n. εϊμα, n. πέπΧος, m. στοΧη, J.
άμπεχόνη, f.
Garner, αποθήκη, f. σιτοβοΧων, m.
Garnish, Garniture, κόσμος, m. κόμ-
μωμα, n. αγλάισμα, n.
Garnish, v. κοσμέω, άγΧαίζω, κομμόω
Garret, πύργος, m.
Garrison, φρουρά, f. φρούριον, n. φυ-
Χακη, f, {soldiers forming the gar-
rison) φρουροί, m. pi. φύΧακες, m. pi.
Garrison, ν, φρουρέω, φυΧάσσω; (to
keep guard) εμφρουρέω
Garrisoned, εμφρουρος
Garrulity, ΧαΧιά, f. πoXυXoyίa ) f.
Garrulous, ΧαΧητικός, ΧαΧος, ποΧυ-
ΧαΧος, πoXυXόyoς
Garter, περισκεΧΪς, f.
Gash, κοπή, f. τομή, f. &λο£, /.
Gasp, άσθμα, n. αναπνοή, f. [αναπνέω
Gasp, v. άσπαίρω, άσπαρίζω, ασθμαίνω,
Gate, πυΧη, f. πυΧωμα, n. : with
double gates, δίπυΧος : without
gates, απυΧωτος : to put gates,
πυΧόω
Gather, v. συXXέyω, συγκομίζω, συν-
άγω, αθροίζω, δρέπω ; to gather
fruit, όπωρίζω
Gathered, newly, νεόδρεπτος, νεοσπάς
Gatherer, συΧΧογευς, m.
Gathering, συΧΧογη, f. συγκομιδή, f. ;
(assembly) σύΧΧογος, m. 'άθροισμα, n.
Gaudily, adv. Χαμπρως, φαιδρώς,
άγΧαώς, πομπικώς
Gaudiness, αυγή, f. έπ'ιΧαμψις, f
Χαμπρότης, f. πομπε'ια, f.
418
GEX
Gaudy, Χαμπρός, πυμπικός, σιγαΧόεις,
αγΧαός, φαεινός, φωτεινός, φαίδιμος
Gauge, μέτρον, η.
Gauge, ν. μετρέω
Gauger, διατάκτης, m.
Gaunt, σκεΧετος
Gay, ιΧαρος, ΊΧαος, εύθυμος, φαιδρός
Gaze, άτενισμός, m. πρόσοψις, f.
Gaze, ν. ατενίζω, άθρέω : to gaze at or
on, ενατενίζω, εφοράω, περιβχέττω
Gazelle, δορκάς, f. δορκη, f.
Gear, σκεύη, n. pi.
Geld, V. εκτέμνω, όρχοτομέω
Gelding, χΧούνης, m. εκτομίας, m.
Gem, Χίθος, a.
Gemini, Διόσκουροι or Αιόσκοροι, m.pl.
Gender, γένος, n.
Genealogical, γενεαΧογικός
Genealogist, γενεαΧόγος, m.
Genealogy, γενεαΧογία, f.
General, στρατηγός, m. ηγεμων, m,
ηγητηρ, m. άρχων, m. άρχος, m.
ταγός, m. Χοχαγος, m, στρατάρχης,
m. : of a general, στρατηγικός : to
be a general, στρατηγέω, ταγεύω
General, συνήθης, εϊωθως, κοινός
Generality, οι ποΧΧο), αϊ ποΧΧα\, τα
πολλά ; τό ποΧυ, το ποΧΧον
Generally, in general, adv. κοινώς,
ες το πάν, οΧως, καθ' οΧον
Generalship, στρατηγία,/. ηγεμονία,/.
Generate, ν. τίκτω, τεκνόω, φύω
Generation, γενεά, f. γένος, η. γένε-
σις, /.
Generative, φυτουργός, ποιητικός
Generic, γενικός
Generosity, εΧευθεριότης, f. ποΧυδω-
ρία, f. ευγένεια, /. άρετη, f. φιΧαν-
θρωπία,/. [γενης, φιΧάνθρωπος
Generous, εΧευθέριος, δοτικός, ευ-
Generously, adv. φιΧανθρώπως, έΧευ-
Genesis, γένεσις, f. [θερίως
Genial, θαΧερός
Genitive, η γενική (πτωσπ)
Genius, (intellectual power) φρην,/.
δύναμις, f. (disposition) οργή, f.
ήθος, n. (a spirit) δαίμων, rn. δαιμό-
νων, n. : evil genius, κακοδαίμων, m.
Genteel, γενναίος, κόσμιος, άστεΊος,
αστικός, ευσχήμων, χαρίεις, ευπρε-
πής, κομψός
Genteelly, adv. γενναίως, άστειως,
άστικώς, κοσμίως, κομψώς, χαριεν-
τως, σεμνώς, ευαρμόστώς : very
genteelly, πάνυ κομψώς, παγκάΧως
Genteelness, άστειότης, /. ευπρέπεια,
f. χαριεντισμός, τη. χαριεντότης, /.
Gentian, γεντιανη, /.
GEN
Gentile, εθνι^ς
Gentility, γενναιότης, f. evyeveia, f.
κομψεία, f. κομψότης^. κοσμιότης,^
Gentle,7rpavs-,e?a,v,<£ πράος, άγανόφρων,
ήμερος, ayavhs, μαλακός, μείλιχος,
ήσυχος, λεΊος, yaKypbs ; (well-born)
γενναως, ευγενής : of gentle dispo-
sition, γλυκύθυμος, πραύμητις : to
make gentle, πραννω, ημερόω
Gentleness, πραότης, f. α~γανοφροσύνη,
f. ημερότης, f. γαλήνη, f. φιλοφρο-
σύνη, f.
Gently, adv. πραως, ησύχως, ημερως,
ήρεμα ώ ηρεμας, μειλιχίως ; (slowly)
^τ ρε μας
Genuine, γνήσιος, αύθιγενης, καθαρός
Genus, γένος, n.
Geographer, γεωγράφος, m.
Geographical, γεωγραφικός
Geography, γεαγραφία, f.
Geomancer, μάντις, m. οιωνιστης, m.
οίωνοσκόπος, m.
Geometer, γεωμετρης, m.
Geometrical, γεωμετρικός
Geometrically, adv. γεωμζτρικως
Geometrician, γεωμετρικός, m.
Geometry, γεωμετρία, f.
Germ, σπέρμα, n. βλαστός, m.
Germinate, v. βλαστάνω
Gesticulate, v. σχηματίζω, σχηματο-
ποιεομαι, μορφάζω ; (with the hands)
χειρονομεω
Gesticulating, χειρονόμος
Gesticulation, χειρονομία, f. σχημα-
τισμός, m. σχηματοποάα, f.
Gesture, σχήμα, n. σχεσις, f.
Get, V. κτάομαι, κατακτάομαι, λαμβάνω,
πορίζω, περιποιεω, κατεργάζομαι : to
get besides, προσλαμβάνω, προσκτά-
ομαι : to get possession of, κρατεω,
επικρατεω
Ghastliness, χλωρότης, f. ώχρότης, f,
ώχρος, m.
Ghastly, χλωρός, ώχρος
Ghost, ψυχή, f. (phantom, spectre)
φάσμα, n. φάντασμα, n. σκιά, f.
Giant, γίγας, m. Ύιτάν, m.
Gibbous, κυρτός, κυφος [ώδημα, n.
Gibe, σκωμμα, n. σκωμμάτιον, n. κωμ-
Gibe, V. σκάπτω, επισκώπτω, κερτομεω,
κωμωδεω, εμπαίζω
Giddiness, σκοτοδινία, f. σκοτοοίνη, /.
σκότωμα, η. ίλιγγος, m, δ7ρος, in.
Giddy, σκοτώδης, δινηεις, δινώδης : to
be giddy, ιλιγγιάω, σκοτοδινεω
Gift, οωρον, n δωρεά, f. δώρημα, n,
δόσις, f. δω^ίνη, /. (gift of honour)
yεpaς,n. ; tc receive gifts, δωροδοκεω
419
GLA
Gigantic, γιγαντείος, γιγαντω^ης ',
{very large) πελώριος
Giggle, v. κιχλίζω
Gild, V. χρυσόω, επιχρυσόω [σος
Gilded, χρυσω -Tbs, επίχρυσος, άμφίχρυ-
Gilder, χρυσωτης, m.
Gildiug, χρύσωσις, f.
Gills, βράγχια, n. pi. : like fishes'
gills, βραγχοειδης
Gilt, χρυσω^ς, επίχρυσος
Gimlet, τερετρον, n. τρΰπανον, n.
Gin, (snare) πάγη, f. παγϊς, f.
Ginger, ζιγγίβερις, f.
Gird, V. ζώννυμι, διαζώννυμι, περιζών-
νυμι, στέλλω, αναστέλλομαι, δια-
σκευάζω [ζώμα, η. μίτρα, f.
Girdle, ζώνη, f. ζωστηρ, m. ζώνιον, n.
Girl, παΊς, f. κόρη, f. παιδίσκη, f. παρ-
θένος, f. κόριον, n. κοράσιον, n. νεα-
ν\ς, f. ταλις, f.
Girlhood, παρθενεία, f. παρθενευμα, Π.
Girlish, κοριός, κορασιώδης, παρθενι-
Girth, λεπαδνον, n. [nbs, παρθένιος
Give, V. δίδωμι, δωρεομαι, παρέχω,
νέμω, τίθημι, κατατίθημι, παρίστημι,
υπέχω, χαρίζομαι, φέρω : to give
up, παραδίδωμι, άναδίδωμι, άποδ'ιδω-
μι, εκδίδωμι, άφίημι, μεθίημι, προ'ίη-
μι, άνατίθημι, εγχειρίζω, εξίσταμαι :
to give besides, επιδίδωμι, προσδί-
δωμι, προσεπιδίδωμι : to give back,
αποδίδωμι : to give in return, άντι-
δίδωμι : to give a part, μεταδίδωμι
Giver, δοτηρ, m. δωτηρ, m.
Giving, δόσις, f. : giving up, παράδο-
σις, f. άπόστασις^. : fond of giving,
φιλόδωρος, δωρητικος
Glacial, κρυμώδης, κρυσιαλλόπηκτος
Glad, άσμενος, περίχαρης, ηδύς, γη-
θόσυνος, ευφρων, φαιδρός, εύγηθης,
εύθυμος : to be glad, ηδομαι, χαίρω
Gladden, ν. τέρπω, ευφραίνω, φαιδρύνω
Glade, βήσσα,^
Gladiator, μονομάχος, m.
Gladiatorial, μονομαχικος
Gladly, adv. ασμένως, άσπασίως, ηδέως,
εύφρόνως, εύθύμως : to give gladly,
χαρίζομαι^ [/. ευθυμία, f. χαρά, f.
Gladness, τερφις, f. γηθοσύνη,^. ήδονη,
Glance, βλέμμα, n. βλεπησις, /. άμά-
ρυγμα, η. βολή οφθαλμών
Glance, ν. άμαρύσσω, άστ ράπτω, δεν-
δίλλω, ύπογλαύσσω ; (as an arrow
or light) άίσσω, contr. ασσω : to
glance off (as an arrow having
struck), πλάζομαι, άποπλάζομαι :
glance at, (mention slightly), πάρα-
GLA
Glancing, yXavKbs : glancing quickly,
ελίκωψ,ελικωπις,/βοη.,ελικοβλεφαρος
Gland, αδην, c.
Glandular, αδενώδης
Glare, αυγή, /. λάμπας, f. σέλας, οι.
Glare, V. μαρμαίρω, στίλβω, περιγλη-
νάομαι, παπταίνω, άπαυγάζω, λάμπω,
φέγγω
Glaring, λάμπρος, γλαυκιόων, μαρμά-
ρεος ; (barefaced) αναίσχυντος, αναι-
δής [κύαθος, on.
Glass, ϋαλος or ΰελος, f. : glass cup,
Glass, or made of glass, υάλινος, ύαλΟ€ΐς
Glassy, ναλόεις, υαλοειδής, ύαλεος
Gleam, αίγλη, f. σάλας, οι. αστραπή, f.
Gleam, v. φέγγω, ύπoyλaύσσω, ασ-
τράπτω, στίλβω
Gleaming, μαρμάρεος, λάμπρος, λαμ-
Glean, v. σταχυολογέω [πας, αιγλήεις
Gleaning, στaχυoλoyίa, /.
Gleaning, στaχυoλόyos
Glebe, χωρίον, n. τέμενος, n.
Glee, χαρά, f. Ιλαρότης, f. : full of
glee, ιλαρός, φαιδρός, περιχαρές : to
be full of glee, ίλαρύνομαι, φαιδρύ-
νομαι [βησσα, f.
Glen, άγκος, n. νάπος, n. νάπη, f.
Glide, v. όλισθάνω or -Βαίνω', to glide
into or towards, υποδύομαι, παραβ-
ρέω : to glide away, ύπεκδύομαι,
ύποβρέω : to glide by, παραδύομαι
Glimmer, v. ύπολάμπω
Glimmering, ύπολαμπης
Glisten, V. μαρμαίρω, άμαρύσσω, στίλ-
βω, άπaυyάζω [φλoγεpbς, φλόyeoς
Glistening, μαρμάρεος, μαρμαρόεις,
Glitter, ν. στίλβω [φλόγεος
Glittering, στίλβων, στιλπνός, φαζινος,
Globe, σφαίρα, f.
Globular, σφαιρικός, σφαιροειδης
Gloom, κνέφας, οι. σκότος, on. άχλυς, f.
Gloomily, adv. λυγρως, άμαυρώς
Gloominess, σκότος, οι. αμαυρότης, f.
Gloomy, ορφναΊος, δνοφ€ρος, κνεφαως ;
(melancholy) λυypbς, στυyvbς, δύσ-
φρων, aμaυρbς, κελαινώπης, συν-
I ^ νεφης
; Glorification, αϊνεσις,/. εγκώμιον, η.
\ Glorify, ν. δοξάζω, δοξολογέω, μεγα-
λύνω, κυδαίνω, ευλογέω, εγκωμιάζω
Glorious, ένδοξος, εύδοξος, ευδόκιμος,
κλε^ς, ευκλεης, φαίδιμος, έπικυδης
Gloriously, adv. εύκλεώς, ενδόξως,
εύδόξως [εΰκλεια,/. κΰδος, η.
Glory, δόξα, /. ευδοξία, f. κλέος, οι.
Glory, ν. αγάλλομαι, εύχομαι, αγλάιζο-
μαι, καυχάομαι, μεγαλαυχέομαι
Gloss, αύγη,/.
420
GO
Gloss over, v. καλλΰνω, ύποκορίζομαι
Glossy, λευκός, λαμπρές, φαε^ς
Glove, χειρϊς, f.
Glow, καύμα, οι. αϊθος, on. & οι.
Glow, ν. φλέγω, αϊθω ; (as the eye, the
sun, l.
Guarantee, v. 4yyυάω
Guard, φϋλαξ, m. φύλακος, νι. φυλακ-
τά)ρ, m. φρουρό*, on. φυλακϊς, f. (a
garrison, watch) φρουρών, n. φρού-
ρημα, n. φυλακή, f. φρουρά, /.
(guarding, watch) φ νλακη, j. : body-
GUA
guard, δορυφόροι, m. pi. δορυφόρημα,
τι. : to be a guard or body-guard,
δορυφορεω : advanced guard, προ-
φυλακές, πι. pi. πρόδρομοι, πι. pi. :
off one's guard, αφύλακτος : to be
off one's guard, αφυλακτεω
Guard, v. φυλάσσω, διαφυλάσσω,τηρεω :
to keep guard, φρουρεω : to guard
against, φυλάσσομαι, προφυλάσσο-
μαι, φρουρίομαι, τηρεομαι: to be
guarded against, περιοπτεο5, φυ-
λακτεος μή
Guarded, φρουρητός
Guardian ; επίτροπος, πι. επίσκοπος, m.
φύλαξ, πι. μεδεων, πι. μεδων, πι.:
to be a guardian, επιτροπεύω
Guardianship, επιτροπεία or -πια, /
επιτροπή, /. [ρησις, /.
Guarding, φυλακή, /. φύλαξις, / φρού-
Guarding, φυλακτήριος : fitted for
guarding, φυλακικός
Guard-ship, φρουρϊς, /.
Gudgeon, κωβιος, πι. [n. αμοιβή, /
Guerdon, μισθός, πι. yepay, n. άθλοι/,
Guess, Guessing, στοχασμός, πι. στό-
χασις, /. υπόνοια, /. εικασία, /.
Guess, V. στοχάζομαι, εικάζω, τοπάζω,
συμβάλλω, ύποτεκμαίρομαι : easy
to guess, εύσύμβλητος, εύσύμβολος
Guessing well, εύστοχος ; adv. -ως
Guest, ξένος, πι. συνεστως, πι. : pub-
lic guest, πρόξενος, πι. : to enter-
tain as a guest, ξενίζω, ξενοδοχεω
Guidance, πομπή, /. αγωγή, /. ύφ-
ή-γησις, /.
Guide, ήρεμων, m. άγωγδί, m. πομπός,
m. πομπευς, m. προτ)γητής, πι. εύ-
θυντήρ, πι.
Guide, v. ή^εομαι, εύθύνω, επευθύνω,
καθη-γεομαι, πομπεύω, ιθύνω, κυβερ-
νάω, στρέφω: to be guided by,
(obey, follow) ακούω, ακολουθεω,
διώκω
Guiding, πόμπιμος, πομπαΐος
Guile, δόλος, πι. πολυκερδεια,/. πανούρ-
Ύημα, n. ^ [πavoυρyoς
Guileful, απατηλός, δόλιος, δολερός,
Guilefully, adv. απατητικώς, δολίως,
δολερώς [άπειρόκακος
Guileless, άδολος, άκακος, εύήθης,
Guilelessly, adv. αδόλως, άκάκως
Guilelessness, ακακία, /. ευήθεια, /.
Guilt, κακόν, n. κακότης, / κακουργία,
/. αμαρτία, / αιτία, /. [ Τί ' α , /.
Guiltiness, αδικία,/, κακότης,/. αμαρ-
Guiltless, αναίτιος, αναμάρτητος, α-
βλαβής
Guilty, αίτιος, ενα*γής, προστρόπαιος :
ΗΑΒ
to find guilty, καταψηφίζομαι: to
be found guilty, αλίσκομαι
Guise, σχήμα, n. μορφή, /. είδος, n.
Guitar, κιθάρα,/.
Gulf, κόλπος, πι.
Gull, {bird) κήξ, /. καύαξ, πι. (/ool)
μωρός, πι. ανόητος, πι. ασύνετος, m.
Gull, V. παρακρούω, ήπεροπενω
Gullet, οισόφα*γος, πι.
Gully, φάρα -yl, /.
Gulp, βρόγχος, πι. [ροφεω, κάπτω
Gulp, v. λαφύσσω, καταβροχθίζω,
Gum, κόμμι, n. δάκρυον, n. φλοιός, m.
Gummy, κομμιώδης, κομμιδώδης,
γλοιώδης
Gurgle, ν. κελαρύζω, επι-γελάω
Gush out, ν. εκρεω, απορρέω, αναβλύζω,
πηγάζω, εκβλύω, πομφολύζω, εξορ-
μάω, άνακηκίω
Gushing out, άνάβλυσις, /. εκροή, /.
Gust, (ο/ wind) πνοή, /. μάψαυραι, /.
pi. (taste) γευσις, /.
Gut, εντερον, τι. έγκατα, n. pi. : great
gut, κώλον, η. : small guts, σπλάγ-
χνα, η. pi.
Gutter, σωλήν, πι. ύδρορρόα, /.
Guzzle, ν. καταπίνω, εκπίνω
Guzzler, φιλοπότης, πι.
Gymnasium, γυμνάσιον, η.
Gymnastic, "γυμνικός, 'γυμναστικός :
gymnastic exercises, γυμνάσια, οι.
pi. γυμναστική, /. : teacher of gym-
nastics, Ύυμναστής, m.: president
of the gymnastic exercises, γυμ-
νασίαρχος, πι.: to train in gym-
nastic exercises, γυμνάζω : to prac-
tise them, γυμνάζομαι
Η.
Habiliment, Ιματισμός, m. στολισμός,
πι. ένδυμα, n. εσθής, /. εσθημα, n. '
ιμάτιον, τι.
Habilitate, ν. συναρμόζω [κράτος, n.
Hability, δύναμις,/. ισχύς,/, εξουσία,/.
Habit, εθος, η. τρόπος, πι. έξις, /.
επιτήδευσις,/. επιτήδευμα, n. (dress)
στολή,/, εσθής,/. ένδυμα, η. ιμάτιον,
η. : of like habits, δμοήθης, συνήθης
Habitable, οίκητός, οικήσιμος : not
habitable, άνοίκητος
Habitant, οικητής, m. οικητωρ, πι.
εγχώριος, m. ένοικος, πι.
Habitation, οίκος, πι. οίκησις, /. οίκη*
μα, η. εδος, η. έδρα, /. εδεθλον, η.
Habitual, συνήθης, εϊωθώς
Habitually, adv. ειωθότως
τ
HAB
Habituate, v. εθίζω, προσεθίζω, συν-
εθίζω
Habituated, συνήθης, εϊωθώς, η 0ά?
Habitude, έξις, f. διάθεσις, f. ήθος, n.
τρόπος, m. επιτήδευσις, f.
Hack, v. κόπτω, κατακόπτω, πελεκίζω
Haft, κώπη, f.
Hag, φθίνυλλα, f. φαρμακις, f.
Haggard, ξηρός
Haggle, v. σπαράσσω
Hail, χάλαζα, f. : like hail, χαλαζήεις
Hail, v. χαλαζάω
Hail, interj. χαΐρς
Hair, θρ\ξ, f. κόμη, f. πλόκαμος, m,
χαίτη, f. ξθειρα, f. : of hair, τρίχι-
v νος : by the hair, κουρϊξ : with
beautiful hair, καλλίκομος, καλλι-
πλόκαμος, ενκομος : with auburn
or golden hair, χρυσοκόμης, ξανθό-
θριξ, ξανθός, χρυσοχαίτης : with
black hair, μελα'γχαίτης, μελάν-
θριξ : with white hair, πολώς, λευ-
κόθριξ: with red hair, πυρρόθριξ,
πυρρότριχος : with long hair, εϋθριξ,
καρηκομόων : with short hair, μι-
κρότριχος: with woolly hair, ουλό-
θριξ, ούλοκεφαλος : with straight
hair, εύθύθριξ, τετάνοθριξ : to cut
the hair, κείρω, αποκείρω
Hair-cloth, κιλίκιον, n.
Hairiness, τρίχωσις, f. δασύτης, f.
Hairy, τριχωτός, δασύς, λάσιος : very
hairy, ύπερδασυς : to be hairy,
δασύνομαι
Halberd, πέλεκυς,/.
Halcyon, αλκύων, f. αλκυονϊς, /. : hal-
cyon days, αλκυονίδες, f. pi. [νής
Hale, ύ"γιης, ρωμαλέος, ισχυρός, ευσθε-
Half, ήμισυς : the half, τ5 ήμισυ :
more than half, ύπερήμισυς : half-
r full, ημιδεης : half-done, ημίερΎος :
half- eaten, ήμίβρωτος : half an
hour, ημιώριον, n.
Hall, αυλή,/, παραστα,ς,/. άμφίθυρον,η.
Halloo, V. αϋτίω, ανακράζω
Hallow, ν. ανιερόω, α*/ίζω, αγιάζω,
α-γιστεύω, ίερόω, καθιερόω
Hallowed, ay ιος, ιερός, Οσιος
Hallucination, 'άλη, f. πλάνη, /. [/.
Halt, Halting, (a stopping) επίστασις,
Halt, Halting, (lame) χωλός ; (stand-
ing still) ϊπιστατικος
Halt, V. εφίστημι, αναπαύω ; -(be lame,
limp) χωλεύω, χωλαίνω
Halter, βρόχος, m. δεσμός, in. άρτάνη,
f. αιώρημα, n.
Halve, v. μεσοτομεω, διχοτομεω
Ham, κωλη,/. κωλην./. πέρνα, f.
426
HAN
Hamlet, κώμη, f. χωρίον, n.
Hammer, σφύρα, f. alpa, f. ραιστήρ,
m. τυπϊς, f.
Hammer, v. σφυρηλατεω, σφυροκοπάω,
σφυρόω : to hammer in, έπικρούω :
to hammer or weld together,
κροτεω, συ^κροτεω
Hammered, σφυρήλατος
Hammock, αιώρα, f.
Hamper, σπυρίς, f. κάλαθος, m.
Hamper, v. εμποδίζω, κωλύω
Hand, χεϊρ, f. (measure) παλαιστή, f. :
the right hand, δεξιά, f. : the left
hand, αριστερά, f. σκαια, f. : palm
of the hand, παλάμη, f. : at hand,
πρόχειρος, ετοΤμος ; adv. 4μπο-
δών, εν ποσϊ, προ ποδών : in the
hands or power of, χείριος, υπο-
χείριος : to take by the hand,
shake hands, δεξιόομαι : to take
in hand, ςπιχβιρεω, μεταχειρίζω : to
put into one's hands, εγχειρίζω :
to be at hand, υπάρχω : hand to
hand, εϊς χείρας, εν χερσϊ, αύτο-
σχεδίην, δμόσε
Hand, Hand down, ν. παραδίδωμι : to
hand round, περιφέρω
Handbreadth, παλαιστή, f.
Handful, δ pay μα, n. δpayμή,f.
Handicraft, χειρoυρyίa, f. χειρωναξία,
f. χειροτεχνία, f. βαναυσία, f. : be-
longing to handicraft, χειροτεχνι-
κός, βάναυσος [ναυσος, m.
Handicraftsman, χειροτέχνης, m. βά-
Handily, adv. δεξιάς, επιδεξίως
Handiness, δεξιότης, f. επιδεξιότης, f.
Handiwork, χειρoύρyημa, n.
Handle, κώπη, f. λαβή, f. αντιλαβή, f.
ουας, n. : with handle or handles,
κωπήζΐς, ώτώεις [χειρεω, άπτομαι
Handle, ν. χειρίζω, μεταχειρίζω, επι-
Handling, δpayμbς, m. (taking in>^
hand, management) μεταχείρισις, f.
Handmaid, θεράπαινα, f. δμωή, f. οίκε-
Ti S ,f. ^ f [m,
Handmill, χειρομύλη, f. χειρομύλων,
Handsome, κάλος, ευπρόσωπος, λάμ-
προς, ελικώπις, αξιοπρεπής
Handsomely, adv. καλώς, χαριεντως
Handy, δεξιός, επιδέξιος
Hang, Hang up, ν. κρεμάννυμι, σ.να-
κρεμάννυμι, κατακρεμάννυμι, αρτάω,
άναρτάω, αιωρεω, άνάπτω, επιτανύω :
to hang down, παρακρεμάννυμι : to
hang on or over, επαρτάω ; intrans.
to hang, κρεμάννυμαι, κρεμαμαι,
αίωρεομαι, αερεθομαι : to hang or
hang down, κατσ.κρεμαμαι, κατά-
HAN
κρ-ημναμαι, καταιωρεομαι : to hang
upon, εξάπτομαι, εζαρτάομαι : to
hang up, προσκρεμάννυμαι, προσκρε-
μαμαι : to hang over, (impend)
επαιωρεομ,αι, επαρτάομαι, επικρεμα-
μαί : to hang, (choice) άγχω, άπάγχω
Hanging, (strangling) αγχόνη,/.
Hanging, (suspended, hovering) κρε-
μαστός, αίώρητος
Hangman, δημόκοινος, m.
Hank, κλωστηρ, m.
Hanker after, v. γλίχομαι
Hansel, v. καινίζω, μεταχεφίζω : not
hanselled, new, αμεταχείριστος
Hap, τύχη, / κλήρος, m. το συμβε-
βηκός
Haphazard, τό αύτόματον, τύχη, /
συμφορά, /. κατά τύχην, εκ τύχης
Hapless, δυστυχής, δύσμορος, άτυχης,
κακόποτμος [ίσως αν
Haply, adv. τυχόν, ίσως, τάχ αν, τάχ
Happen, ν. τυγχάνω, συμβαίνω, παρα-
πίπτω, παραγίγνομαι, προστυγχάνω,
παρίσταμαι, αποβαίνω : to happen
to, befal, προσπίπτω, καταλαμβά-
νω : to happen at the same time,
συμπίπτω, συντυγχάνω, συμφερω :
to happen besides, επιγίγνομαι
Happily, adv. ευ, εύδαιμόνως, μακα-
ρίως, όλβίως, ευτυχώς
Happiness, όλβος, m. ευδαιμονία, /.
μακαριότης, /.
Happy, Ολβιος, ευδαίμων, μάκαρ, μακά-
ριος, ζηλωτός : very happy, παν-
όλβιος, τρισόλβιος, τρισμακάριος : to
be happy, εύδαιμονεω, εύημερεω : to
call or pronounce happy, μακαρί-
ζω, εύδαιμονίζω, ζηλόω
Harangue, δημηγορία, /
Harangue, v. δημηγυρεω, άγοράομαι,
αγορεύω
Harass, ν. λυπεω, βαρύνω, ελαύνω,
περιελαύνω, χαλέπτω
Harbinger, πρόδρομος, m.
Harbour, λιμην, m. όρμος, m. ναύσταθ-
μον, Π. \πάζω
Harbour, ν. δέχομαι, υποδέχομαι, σκε-
Hard, (firm, solid, stiff, stubborn)
στέρεος, στερρός, στεριφος, σκληρός,
σιδήρεος, άπόκροτος ; (severe, griev-
ous) χαλεπός, βαρύς, άργαλεος ; (di/
ficult) χαλεπός, δυσχερής
Hard, adv. (laboriously, diligently)
σπουδαίως, επιπόνως, λιπαρώς, επιμε-
λώς : hard by, γείτων, πρόσοικος,
πελας
Harden, ν. σκληρύνω, περισκληρύνω,
συνίστημι
427
ΗΑΚ
Hardhearted, σκληροκάρδιος, άτεγ-
κτος, σιδηρόφρων
Hardiness, Ισχύς,/ άλκη,/. κράτος, η.
Hardly, adv. σκληρώς; (scarcely)
μόλις, μόγις, χαλεπώς, σχολτ} [μος
Hardmouthed, σκληρόστομος, άστο-
Hardness, σκληρότης, / (difficulty,
severity) χαλεπότης,/. δυσχέρεια,/.
Hardship, κακόν, η. δυσχέρεια, /.
Hare, λαγώς, m. λαγωός, m. : of a
Hark, άκούετε [hare, λαγφος
Harlequin, φλύαξ, m.
Harlot, πόρνη, /. πορνίδιον, n. εταίρα,
/ χαμαιτύπη, /. [σίνος, n.
Harm, βλάβη, / κακόν, n. πημα, n.
Harm, ν, βλάπτω, πημαίνω, κηραίνω,
σίνομαι [άπήμων, άθφος
Harmless, άβλαβης, άσινης, άνατος,
Harmlessly, adv. άβλαβέως, άσινώς
Harmlessness, άβλάβεια, /.
Harmonic, Harmonical, αρμονικός,
σύμφωνος
Harmonious, λιγυς, λιγυρός, λιγύφω-
νος, αρμόνιος, εναρμόνιος, εϋμουσος;
(in harmony, agreeing) σύμφωνος,
εύάρμοστος, συνωδός, σύναυλος,
πρόσχορδος
Harmoniously, adv. μουσικώς
Harmonise, ν. συμφωνεω, προσάδω
Harmony, αρμονία, / συμφωνία, / :
in harmony with, συμφωνούντως
Harness, 'ιμάντες, m. pi. εντεα 'ίππεια,
n. pi.
Harness, v. ζεύγνυμι, ύποζεύγνυμι
Harp, κιθάρα,/ κίθαρις,/ φόρμιγξ,/.
μαγάδις,/ πηκτϊς, /. : to play the
harp, κιθαρίζω, φορμίζω, μαγαδίζω
Harper, κιθαρωδός, τα. κιθαριστής, m.
φορ μικτής, m.
Harpies, the, "Αρπυιαι, /. pi.
Harpoon, τριόδους, m.
Harpy, (a bird 0/ prey) άρπη, /
Harrow, v. βωλοκοπεω, βωλοτομεω
Harsh, χαλεπός, τραχύς, πικρός,
σκληρός [πικρώς
Harshly, adv. τραχεως, χαλεπώς,
Harshness, χαλεπότης, / πικρότης, / .
τραχυτης, /. άπηνεια, /. σκληρότης,
/. : harshness of voice, τραχυφω-
νία, /.
Hart, ελαφος, m.
Harvest, άμητος, m. θερισμός, m.
θέρος, n. συγκομιδή or κομιδη σίτου
or καρπού : wheat harvest, πυρα-
μητός, m. : to get in the harvest,
συγκομίζω
Harvest-home, τα συγκομιστηρια,
άλώα, n. pi.
12
HAR
Harvesting, άμητος, m. συγκομιδή, f.
Harvest-time, άμητος, on. θερισμός, m.
Hash, ματτύα, /.
Hash, v. κόπτω, συγκόπτω
Haste, σπουδή, /. επειξις, /. : with
haste, σπουδαίος, adv. -ως
Haste, Hasten, v. (to onake haste)
σπεύδω, & -ομαι, σπουδάζω, επι-
σπεύδω, επείγω, ώ -ομαι, ταχΰνω,
ορμάω, κατεπείγω, πετομαι, σπερχο-
μαι
Hasten, v. (urge on) σπεύδω, επι-
σπερχω, ότρύνω, επείγω, το.χύνω,
κατεπείγω
Hastily, adv. ταχέως, δια. σπουδής, προ-
πετώς, ϊταμώς, νεανικώς, εσσυμενως
Hastiness, ώκύτης, /. ταχύτης, /.
τάχος, ιι. [σπευστικός, ταχύβουλος
Hasty, κραιπνός, επισπερχης, Ιταμός,
Hat, πίλος, m. πιλίδιον, οι. [σεύω
Hatch, ν. εκλεπω, Εκκολάπτω, νεοσ-
Hatches, καταστρώματα, οι. pi.
Hatchet, πελεκυς, on. άξίνη, /.
Hatching, εκκόλαψις, /. εκλεπισις, /.
Hate, εχθος, οι. μίσος, w.
Hate, V. μισεω, εχθαίρω, εχθραίνω,
στυγεω : to be hated, απεχθάνομαι
Hateful, μισητός, εχθρός, απεχθής,
στυγερός, στυγητός, πικρός, εχθό-
δοπος, άποπτυστός, επίφθονος
Hatefully, adv. εχθρώς, στυγερώς
Hatred, μίσος, οι. εχθος, η. έχθρα, /.
απέχθεια, /.
Have, ν. εχω, κτάομαι, εστί, μετεστί
or ϋπεστί μοι, σοι, &c.
Haven, λιμην, on. όρμος, m.
Haughtily, adv. ύπερφιάλως, υπερη-
φάνως, μεγαλείως, μεγαλοφρόνως
Haughtiness, μεγαληνορία, ύπερηνορεη,
/. φρόνημα, η. ύψηλοφροσύνη, /.
ύπερηφανία,/. όγκος, on. αλαζονεία,/.
Haughty, υπερήφανος, υπερφίαλος,
μεγαλεΤος, σοβαρός, γαύρος, ύπερη-
νορεων, υψηλόφρων : to be haughty,
ύπερηφανεω, γαυριάω
Haul, ν. έλκω, δνεύω
Haunch, πυγη, / γλουτός, m.
Haunt, ήθος, n. εναυλος, m. επιστροφή,
Haunt, ν. φοιτάω, θαμίζω, πολεω [/.
Havoc, όλεθρος, m. κακουχία./, φθορά,/.
Hawk, ίεραξ, m. κίρκος, m.
Hay, χόρτος, on. κάρφη, /.
Hazard, κίνδυνος, m. [κυβεύω
Hazard, V. κινδυνεύω, παρακινδυνεύω,
Hazarding, παρακινδύνευσα,/, άποκιν-
δύνευσις, /.
Hazardous, επικίνδυνος, παρακίνδυνος
Haze, ομίχλη, /. αχλυς, /.
428
ΗΕΑ
Hazy, ομιχλώδης, άχλυόεις
He, εκεΊνος, δ, ούτος, οδε, αυτός
Head, κεφαλή, / κάρηνον, οι. κάρα, οι.
κορυφή,/, κωδία, /.
Head-ache, κεφαλαλγία,/. : to have
head-ache, κεφαλαλγεω : causing
also havinghead-ache, κεφαλαλγης
Head-dress, άμπυξ, /. κρηδεμνον, οι.
κεκρύφαλος, m.
Headland, άκρα, /. πρόβολος, m.
Headlong, πρηνης, προπετης, επι-
κλινής ; adv. προπετώς, προτρο-
πάδην
Headstrong, αυθάδης, αύθαδικός, προ-
πετης, αυτόβουλος [υγιάζω
Heal, V. Ιάομαι, Ιατρεύω, άκεομαι,
Healer, άκεστης, m. ιατρός, m.
Healing, άκεσμα, ιι. ύγίανσις, /.
Health, ύγίεια, /. ευεξία, /. : to drink
health, προπίνω
Healthily, adv. ύγιώς, ύγιεινώς
Healthy, ύγιης, υγιεινός, άνοσος : to
be healthy, υγιαίνω
Heap, σωρός, on. σώρευμα, οι. χώμα,
n. θημων, m. άθροισμα, n.
Heap, v. χώννυμι, συγχώννυμι, σωρεύω,
νεω, συννεω, επαμάομαι, αναβάλλω
Heaping up, σώρευσις, /. συμφόρησις,/.
Hear, ν. ακούω, επακούω, εξακούω,
κατακούω, άκροάομαι, αιω, κλύω ;
(to hear ο/ hear oieivs ο/, hear from
some one else) πυνθάνομαι, παραλαμ-
βάνω
Hearer, ακουστής, on. ακροατής, m.
Hearing, άκοη, /. άκουσις, /. άκρόασις,
/. : quick of hearing, ευήκοος,
οξυηκοος : within heariog, εϊς επ-
ηκοον, εν επηκόψ
Hearken, ν. ακούω, υπακούω
Hearsay, άκοη, / παρακοή, /.
Heart, καρδία, /. κεαρ, ?ι. κηρ, η. -ήτορ,
οι. : with all one's heart, εκ της
ψυχής, εκ της καρδίας [διος
Heartbreaking, θυμοβόρυς, ταραζικάρ-
Heartburn, όξυρεγμία, /. καρδιαλγία,/.
Hearth, εστία, /. εσχάρα, /. [εκ ψυχής
Heartily, adv. επιθυμητικώς, προθύμως,
Heartless, άθυμος, άκάρδιος ; (cruel)
Hearty, πρόφρων, εύθυμος [ωμόθυμος
Heat, θάλπος, οι. θέρμη, /. θερμότης, /.
καύμα, η. άλεα, /.
Heat, ν. θερμαίνω, θερω, θάλπω
Heath, ερείκη, /.
Heatheu, Heathenish, εθνικός
Heathen, τα έθνη
Heave, v. (lift, raise) αίρω, επαίρω,
άείρω; (throb, swell) οϊδεω, οΐδάνο-
μαι, πατάσσω
HEA
Heaven, ουρανός, m. πόλος, m. : from
heaven, ούρανόθεν : in heaven,
ουρανόθι
Heavenly, ουράνιος, επουράνιος . the
heavenly bodies, τα μετέωρα
Heavily, adv. βαρέως, βαρύ
Heaviness, βάρος, η. βαρύτης, /.
Heavy, βαρύς, επαχθής, εμβριθής : to
be heavy, βρίθω, επιβρίθω
Hebdomad, εβδομάς, /.
Hebrew, Έβραΐος ; (dialect) Έβραις,
/. : in Hebrew, ΈβραϊστΙ : to speak
Hebrew, Έβραΐζω
Hecatomb, εκατόμβη, f.
Hectic, εκτικος [/.
Hedge, ερκος, n. φραγμός, m. αίμασιά,
Hedge, v. φράσσω
Hedgehog, έχινος, m. [πρόνοια,/.
Heed, μελέτη,/, φυλακή, /.ευλάβεια,/.
Heed, ν, φυλάσσομαι, εύλαβέομαι,
φροντίζω, άλεγίζω, αλέγω : take
heed, ορα : one must take heed,
φυλακτέον, εύλαβητέον [κοος
Heedful, επιστρεφής, επιμελής, ύπη-
Heedless, αμελής, απερίσκεπτος, άν-
επίστρεπτος, άκηδής, άφροντις, άπρο-
νόητος, άωρος
Heedlessly, adv. άμελώς, αφροντίσ-
τως, άνειμένως, άπερισκέπτως, αβού-
λως
Heedlessness, αμέλεια, f. άκήδεια, f.
ανεπιστρεψία, /. αβουλία,/.
Heel, πτέρνα, /.
Heifer, πόρτις, / δάμαλις,/ αόσχος,/.
Height, ϋψος, η. μέγεθος, η. ύγηλό-
της, /. (a height, eminence) άκρα, /.
άκρον, οι. άκρώρεια, /. κάρηνον, η.
(acme, greatest degree) ακμή, /.
άκρον, οι. άνθος, n. : to be at the
height or highest degree, ακμάζω
Heighten, v. αίρω, άείρω, μεγαλύνω
Heinous, μιαρός, πονηρός, παμπόνηρος,
κακός, πάγκακος
Heinously, adv. πονηρώς, κακώς
Heinousness, πονηρία,/, φαυλότης, /.
πανουργία, /. κακότης, /.
Heir, κληρονόμος, m. : to be heir to,
Heiress, επίκληρος, / [κληρονομέω
Hell, αδης, m. τάρταρος, m.
Hellebore, ελλέβορος, m.
Hellespont, the, 'Ελλήσποντος, m.
Hellish, ταρτάρειος, στύγιος
Helm, υϊαξ, m. πηδάλιον, n.
Helmet, κόρυς, /. κράνος, n. πήληξ, /
τρυφάλεια, /.
Help, ωφελεία ώ -λία, /. ωφέλημα, η.
όφελος, η. βοήθεια, /„ επικουρία, /.
αρωΎή, /. έπάρκεσις, /.
429
ΗΕΤ
Help, ν. ωφελέω, έπωφελέω, επαρκέω,
επικουρέω, ύπηρετέω, βοηθέω, τιμω-
ράω, ύπουργέω, αρήγω, έπαρήγω,
υνίνημι, παρίσταμαι, συλλαμβάνω,
συμμσ,χέω
Helper, βοηθός, m. επίκουρος, m.
συναγωνιστής, m. παραστάτης, m.
-τις, /. συλληπτωρ, m.
Helpless, αμήχανος, άπορος, αβοήθητος,
άπάλαμνος [άβοηθησία, /.
Helplessness, αμηχανία, /. απορία, /.
Hem, κράσπεδον, η. άκρολίνιον, η.
Hem in, ν. ε'ίργω, κατείργω, περικλείω,
iy καταλαμβάνω
Hemisphere, ημισφαίριον, η.
Hemlock, κώνειον, η.
Hemp, κάνναβις, /.
Hempen, καννάβινος [/.
Hen, αλεκτορϊς,/. άλεκτρύων, /. όρνις,
Hence, ένθεν, ενθενδε, εντεύθεν, αυτό-
θεν
Henceforth, Henceforward, adv.
τουντευθεν, το λοιπόν, άπο του νυν,
όπισθεν, οπίσω, εξοπίσω, κατόπισθεν
Herald, κήρυξ, m.: to be a herald,
κηρύσσω
Herb, πόα, /. φύλλον, n. [ηρος
Herbaceous, βοτανώδης, ποιήεις, ποι-
Herbage, χλόη, χλόα, or χλοίη, /.
νομός, m. [m.
Hercules, Ήρακλέης, contr. 'Ηρακλής,
Herd, αγέλη, /. νομή, /. βουκόλιον, οι.
Herd, ν. συναγελάζω
Herdsman, βουκόλος, m. βοτήρ, on.
βοηλάτης, m. βούφορβος, m.
Here, adv. ένθάδε, ενταύθα, τήδε, αυ-
τόθι, ωδε, ταύτη, / : here and there,
ένθα καϊ ένθα
Hereafter, adv. αύθις, εϊσαυθις, αυτις,
εισοπ'ισω, ύστερον [νομικός
Hereditary, πατρώος, πατρικός, κληρο-
Heresy, α'ίρεσις./.
Heretical, αιρετικός
Heretofore, adv. έμπροσθεν, πρότερον
Heritage, κλήρος, m. κληρονομιά, /.
Hermit, ερημίτης, m.
Hero, ήρως, m. [ηρωικός
Heroic, Heroical, ήρώϊος, contr. ήρώος,
Heroine, ήρώϊς, /. ηρωίνη, /. ήρφνη, /.
Heron, ερωδιός, m. εύκερώδιος, m.
Hesitate, ν. οκνέω, κατοκνέω
Hesitating, οκνηρός
Hesitation, οκνος, m. παλιντροπία, /.
Heterodox, ετερόδοξος
Heterodoxy, ετεροδοξία,/. άλλοδοξία,/.
Heterogeneous, ετερογενής, ακατάλ-
ληλος, ανόμοιος, ανοιιοιοειδής, άνο
μοιομερής
HEW
Hew, v. πελεκάω, γλάφω
Hewing, πελέκησις, f.
Hewn, πελεκητός
Hexameter, ηρφος, on. ηρωϊκόν or
ηρφον (μέτρον), n. εζάμετρος, on.
Hexameter, έζάμετρος
Hiatus, χάσμα, n.
Hiccup, λυγξ, f. [φιος, κρυπτάδιος
Hid, Hidden, κρυπτός, κρυφαΐος, κρύ-
Hide, βύρσα, f. δέρμα, n. διφθέρα,/.
σκΰτος, τι.
Hide, v. κρύπτω, αποκρύπτω, κατα-
κρύπτω, κεύθω, καλύπτω, επικα-
λύπτω, στέγω
Hideous, μορμορωπός, βλοσυρός
Hiding-place, κεΰθος, η. κευθμων, τη.
Hie, ν. σπεύδω, επισπεύδω
Hierarch, ιεράρχης, τη.
Hierarchy, Ιεραρχία, f.
High, On high, adv. ϋφι, ύψου, ύψόθι,
ανω : from on high, 'άνωθεν, υψοθεν
High, υψηλοί, μετέωρος, άκρος, ηλί-
βατος, μετάρσιος, αϊπυς
High-born, γενναίος, ευγενής, άγαυός
Higher, υπέρτερος, ύψίων
Highest, ύψιστος, υπέρτατος, ανώτατος
Highly, adv. μβγα, λίαν, μεyάλως,
υπερηφάνως: more highly, μει ζό νως
High-minded, με-γαλόφρων, μεγάθυμος,
ϋψίφρων, υψηλόφρων
High-priest, άρχιερευς, on.
Highway, οδός,/, αμαξιτός^.
Highwayman, όδουρος, on. ληστής, on.
Hilarity, Ιλαρότης, f. γηθοσύνη, f.
X"pa> /•
Hill, λόφος, on. πάyoς, on. κρημνός, m.
άκρα, f. μαστός, on. βουνός, on.
ΎΎ]λοφος, on.
Hilly, ορεινός, κρημνώδης, βουνώδης
Hilt, κώπη, f. λαβή, f.
Himself, herself, itself, αυτός, αύτη,
αυτό : of himself, of herself, of
j itself, εαυτού, εαυτής, εαυτού; contr.
>■ αύτου, αυτής, αύτου; ου
< Hind, κεμάς, f. ελαφος, /.
Hind, ά~)>ρότης, τη.
1 Hinder, οπίσθιος
Hinder, ν. κωλύω, άποκωλύω, κατα-
κωλύω, εΧρΎω, εζε'^ω, αποκλείω,
εμποδίζω, εχω, επέχω, ενίσταμαι,
αποτρέπω
Hinderance, εμπόδισμα, η. κώλυμα, η.
Hinderer, κωλυτης, on. διακωλυτης, on.
Hindering, κάθειρξις, f. κώλυσις, f.
κωλύμη, /. [adv. εμποδων
Hindering, εμπόδιος, εμποδιστικός ;
Hindmost, Hindermost, ύστατος,
όπίστατος
430
HOL
Hinge, θαιρός, on. στροφευς, on. στρο-
φή, τη.
Hint, ν. ύποσημαίνω, αϊνίσσομαι, ύπαι-
Ηίρ, Ισχίον, η. ύποκώλιον. η. [νίσσομαι
Hippopotamus, 'ίππος ποτάμιος
Hire, μισθός, τη. μισθοφορά, f. : with-
out hire, άμισθος ; adv. -θϊ
Hire, ν. μισθόομαι, προσμισθόομαι,
συνωνέομαι
Hired, μίσθιος, μισθωτός, έμμισθος,
ύπόμισθος
Hireling, μισθοφόρος, τη. μισθάρνης, on.
Hirer, μισθωτής, on. μισθοδοτης, on.
Hiring, μίσθωσις,/.
His, hers, its, ος, η, tv ; εός, εη, εόν ;
σφέτερος «
Hiss, ν. συρίζω, συρίττω, σίζω, ροιζέω
Hissing, συριγμός, on. σιγμός, on.
^is,f. ροΊζος, c.
Historian, συγγραφεύς, on. λογογρά-
φος, on. λο*γοποιός, on, ιστορικός, on.
Historical, ιστορικός [7Ρ α Ψ^>/•
History, ιστορία, f. λόγος, on. συγ•
Hit, πληγή, /. βολή,/, βλήμα, η.
Hit, ν. τυπτω, τυγχάνω, βάλλω
Hither, adv. ένθάδε, δευρο,* ενταύθα,
'ωδε : come hither, δευρο
Hither, εγγύτερος, ενδότερος
Hithermost, εγγύτατος, ε*γ*γιστος
Hitherto, adv. μέχρι τούτου, μέχρι
του δευρο, δευρο
Hive, σίμβλος, τη. σμήνος, οι.
Hoard, θησαυρός, on. [ορύσσω
Hoard, ν. θησαυρίζω, άποτίθημι, κατ-
Hoarfrost, πάχνη, /. στίβη, /. δροσο-
Hoariness, πολιότης, /. [πάχνη, f.
Hoarse, βραγχός, κερχαλέος, βρα*γ-
χαλέος : to be hoarse, κέρχομαι,
βρα-γχιάω
Hoarseness, βράγχος, on. κέρχνος, on.
Hoary, πολιός, λευκός [μορμω, /.
Hobgoblin, μορμολυκεων, οι. μορμών,/.
Hoe, σκάλευθρον, οι. σκαλευς, on.
Hoe, ν. σκάλλω, σκαλεύω, εκσκαλεύω
Hoeing, σκάλσις, f.
Hog, συς, C. υς, c. χοίρος, on.
Hoist, ν. αίρω, άείρω, άναείρω
Hold, λαβή, f. άντιλαβη, /. : a laying
hold of, επίληψις, f. αντίληψις, f. :
hold of a ship, αντλία, f. άντλος,
on. κοίλη ναυς. f.
Hold, v. εχω, κατέχω, ενέχω; (con-
tain) χανδάνω : to hold before,
προέχω, προβάλλομαι : to hold
back, επέχω, κατέχω : to hold out,
(in various senses) δρέγνυμι, επέχω,
προτίθημι, ύποτείνω : to hold out
against, αντέχω, υπέχω : to hold
HOL
up, άνέχω, ανατείνω : to hold over,
υπερέχω, ύπερτείνω : to hold under,
υπέχω, ύποϊσχάνω : to hold toge-
ther, συνέχω : to lay hold of, άπτο-
μαι, άντιλαμβάνω, επιλαμβάνω
Hole, οπη, f, τρήμα, η. τρημη, f. τρύ-
πημα, n. : with many holes, πολύ-
τρητος, άμφιτρης : to make a hole,
διατετραίνω
Holiday, εορτή, f.
Holily, adv. όσίως. άγίως
Holiness, δσιότης, f. αγιότης, f.
Holla, v. γέγωνα (perf.), άναβοάω, ava-
φωνέω
Hollow, κόλπος, m. κευθος, n. κύτος, n.
κευθμών, m. κοίλωμα, n.
Hollow, κοίλος, εγκοιλος, γλαφυρός
Hollow, V. γλύφω, κοιλαίνω, κοιλόω
Hollowness, κοιλότης, f. [σεμνός
Holy, όσιος, άγιος, αγνός, ιερός, ευαγής,
Homage, θεραπεία, f. προσκύνησις, f.
σέβας, n. : to do homage, προσ-
κυνάω, σέβω
Home, οίκος, m. εστία, f. : of or be-
longing to home, οΙκεΊος : home,
to home, οίκαδε, οΊκόνδε : at home,
οίκοι, οίκοθι, ένδον ; adj. ενδημος,
οικόσιτος: from home, οίκοθεν;
adj. εκδημος, απόδημος : to be
from home, εκδημέω, αποδημεω
Homely, οΙκεΐος, απαίδευτος, λιτός
Homer, "Ομηρος, m.
Homeward, adv. οΐκόνδε, οίκαδε
Homicide, φόνος, m. ανδροκτασία, f.
(murderer) άνδροφόνος, m. φονευς, m.
Homily, ομιλία, f. [ομοιογενής
Homogeneous, ομογενής, συγγενής,
Hone, άκόνη, f. θηγάνη, f.
Honest, δίκαιος, επιεικής, απλόος, ευθύ-
πόρος, χρηστός
Honestly, adv. δικαίως, ένδίκως, ορθώς,
χρηστώς
Honesty, αλήθεια, /. χρηστότης, /.
απλότης, /.
Honey, μέλι, n. : of or like honey,
μελιτηριος, μελιτόεις : to make
honey, μελιτουργέω [μελίσσιον, n.
Honeycomb, κηρ'ιον, n. σχαδών, f.
Honied, μελιχρός ; (of words) μελί-
γλωσσος
Honour, τιμή,/, αξίωμα, n. άξίωσις, f.
αξία, f. δόξα, f. (an honour or credit
to) κόσμος, m. άγαλμα, n. στέφσ,νος. m.
Honour, v. τιμάω, τίω, σέβομαι, άγα-
μαι, άξιόω, γεραίρω, άγάλλω, κοσμεω :
to honour very greatly, προτιμάω,
εκτιμάω
Honourable, τίμιος, έντιμος, κάλος
431
HOS
Honourably, adv. καλώς, έντίμως,
εύκλεώς [solid hoof, μώνυξ
Εοοζ όπλη,/. χηλή, f ονυξ, m. : with
Hook, άγκιστρον, n.
Hook, ν. άγκιστρόω [(curved) αγκύλος
Hooked, άγκιστρωτός, άγκιστροειδης ;
Hook-nosed, γρυπός
Hoop, σφενδόνη, f. [κράζω
Hoot, ν. καταβοάω, επαναβοάω, άνα-
Ηορ, ν. άσκωλιάζω, σκωλοβατίζω
Hope, ελπ\ς,/.
Hope, ν. ελπίζω, ϊλπομαι
Hopeful, ευελπις, -πι
Hopeless, άνελπις, -πι, ανέλπιστος,
δόσελπις, -πι, δυσέλπιστος
Horde, αγέλη, /. τύρβη, f
Horizon, ορίζων, m.
Horn, κέρας, n. κεράτων, n.
Horned, κεραός, κερόεις, κεραστής,
-τϊς, κερατοφόρος : short -horned,
κολοβός, κολοβός κεράτων : one-
horned, μονοκέρατος, μονόκερως :
crumple -horned, ελιξ : black-
horned, μελάγκερως : golden-
horned, χρυσόκερως : fine-horned,
εύκέραος, contr. εϋκερως
Hornet, άνθρηνη, f.
Hornless, άκερως, άκερος, άκέρατος
Horny, κεράτινος, κερατώδης
Horologe, ώρολόγιον, η. [γλος
Horrible, φοβερός, αίνος, δεινός, εκπα-
Horribly, adv. δεινώς, φοβερώς
Horrid, δεινός, φρικτός, δασπλης
Horror, φόβος, τη. δέος, η. δεΊμα, η.
τάρβος, η. ορρωδία, f.
Horse, ίππος, c. πώλος, c. : riding-
horse, μόν ίππος, c. : little horse,
ίππάριον, η. : breeding horses, ίπ-
ποτρόφος : the breeding of horses,
ιπποτροφία, f. πωλεία, f. : with four
horses, τέθριππος, τετράορος : of a
horse, ϊππειος, 'ίππιος, ιππικός
Horseman, ίππευς, m. ιπποβάτης, m. :
to be a horseman, Ιππεύω, ίππά-
ζομαι
Horsemanship, ίππεία, f. Ιππική, f. :
suited for horsemanship, ίππάσι-
μος, ιππαστός
Horse-race, ιπποδρομία, f. [τικός
Hortatory, προτρεπτικός, παρακελευσ-
Horticulture, κηπεία, f [πολύξενος
Hospitable, ξένιος, φιλόξενος, εΰξενος,
Hospitably, adv. φιλοξένως
Hospital, νοσοκομεΐον, n. [νισμός, m.
Hospitality, ξενία, f. φιλοξενία, f. ξε-
Host, ξενοδόκος, on. πρόξενος, m. ξένος,
m. (body of men) φΰλον, n.
Hostage, όμηρος, m. παραθηκη, /.
HOS
Hostile, πολέμιος, δυσμενής, ενάντιος,
δύσνοος, εχθρός, παλίγκοτος, ανάρ-
σιος : to be hostile to, έναντίως
διάκειμαι, α,λλοτρίως εχω
Hostilely, adv. εχθρώς, δυσμενώς,
πολεμικώς, εναντίως
Hostility, δυσμένεια, f. έχθρα, f. : to
engage in hostilities, εχθραν συν-
άπτω, συμβάλλω or αίρομαι
Hot, θερμός : boiling hot, ζεστός :
red-hot, διάπυρος
Hotly, adv. περικαώς, περιζαμενώς
Hovel, καλύβη, f.
Hover, v. ποτάομαι : to hover over,
επιποτάομαι : to hover round,
περιποτάομαι
Hound, κύων, c. κΰων θηρευτής, C.
Hour, ώρα, f.
House, οίκος, on. οϊκία, f. οίκημα, n.
οίκησις, /. δώμα, n. δόμος, on. οικο-
δόμημα, n, εστία, /. μέλαθρον, n. :
ι of or belonging to a house, οϊκεΊος,
ι εφέστιος : in or at the house,
-Ι εφέστιος, ύπωρόφιος, ύπόστεγος : to
the house, οίκαδε, οΊκόνδε : from
the house, οίκοθεν : to be housed,
δωματόομαι
Housebreaker, τοιχώρυχος, m. : to be
a housebreaker, τοιχωρυχέω
Housebreaking, τοιχωρυχία, f.
Household, οικία, f. οικετεία, /.
εφέστιον, n.
Housekeeper, οικονόμος, on. ταμία,/,
οικοδεσπότης, m. : to be a house-
keeper, οίκονομεω, ταμιεύω, οίκουρέω
Housekeeping, οικονομία,/, ταμιεία,/.
ταμίευμα, n.
Houseless, άοικος, άνοικος, ανέστιος
How ? πώς, πη, πόθεν, τίνι τρόπω ;
how, (in which way ?) ποτέρως,
'όπως; how, (as, how fresh, stern,
good, &c.) οίον, οΐα, ως : how great 1
πόσος, όσος
Howbeit, όμως, πλην άλλα
However, (howsoever, in whatever
way) δπωσοΰν, δπωστιουν, οπωσ-
δήποτε, 'όπη αν ; (but, nevertheless)
όμως, πλην, μεντοι, εμπας
Howl, ν. ολολύζω, ύλακτεω
Howling, ολολυγη,/. 6λoλυyμbς, m.
Howsoever, δπωσουν, οπωσδήποτε
Hoy, σχεδία,/, κύμβη,/.
Hue, βαφή, / χροιά, /.
Hug, περιπτυχη, /.
Hug, ν. περιπλέκομαι, περιλαμβάνω,
περιβάλλω, προσπτύσσω
Huge, πελώριος, ύπέρμεγας, υπέρογκος,
ευμεγέθης, άπλατος
432
HUR
Hugely, adv. πέλωρα, μέγα, λίά:>
Hugeness, μέγεθος, η.
Hull, σκάφος, η.
Hum, Humming, βόμβος, τη.
Hum, ν. βομβεω [τήίποί
Human, ανθρώπινος, ανθρώπειος, βρο-
Humane, φιλάνθρωπος, εύκολος, οϊκ-
τίρμων
Humanely, adv. φιλανθρώπως
Humanise, ν. ημερόω, μειλίσσω
Humanity, φιλανθρωπία, /.
Humble, ταπεινός
Humble, ν. ταπεινόω, κολούω, στο-
ρέννυμι, κατακλίνω
Humble-oee, βομβύλιος, m.
Humbling, ταπείνωσις, /.
Humbly, adv. ταπεινώς
Humid, υγρός, νότιος, νοτερός
Humidity, ύγρότης,/. νοτϊς,/. Ικμας,/
Humiliation, ταπείνωσις, /
Humility, ταπεινότης, /. ταπείνωσις, /.
ταπεινοφροσύνη, /,
Humour, τρόπος, m. φύσις, /. : good-
humoured, εύκολος
Humour, ν. χαρίζομαι, ύπηρετέω
Hump, κυφος, η. κύρτωμα, η. (ο/ α
camel) υβος, m. [rbs, κυφος
Humped, Hump-backed, ύβός, κυρ-
Hundred, εκατόν; (the number) εκα-
τοντάς, /. εκατοστός, /. : two, three
hundred, διακόσιοι, τριακόσιοι, S^C. :
hundred times, εκατοντάκις
Hundred-fold, εκατοντ απλασίων
Hundred-handed, εκατόγχειρος
Hundredth, εκατοστός
Hunger, λιμός, m. πείνα, /. κεναγγ'ια,/.
Hunger, ν. πεινάω, λιμώσσω
Hungry, λιμώδης, λιμηρός, νηστις,
οξύπεινος
Hunt, Hunting, θήρα, / άγρα, /. κυνη-
γέσιον, η. θηρευμα, n. : of or be-
longing to hunting, θηρευτικίς,
κυνηγετικός : fond of hunting,
φιλοθήρας, φιλοκυνηγέτης
Hunt, v. θηρεύω, θηράω, άγρεύω, κυνη-
γετέω, ιχνεύω
Hunter, θηρευτής, m. θηρατης, m.
κυνηγέτης, on. αγρευτης, m.
Hunting-ground, κυνηγέσιον, οι.
Huntress, κυνηγέτις, / θηρητειρα, /.
Huntsman, θηρευτής, m. θηρατης, m.
άγρευτης, m. [p ot/ > n *
Hurdle, ταρσός, Att. ταρρός, m. γέρ-
Hurl, v. ρίπτω, βάλλω, άφίημι, πάλλω
Hurling, βολή,/.
Hurricane, λούλαψ,/.
Hurriedly, adv. προτροπάδην, έσσυ-
Hurry, σπουδή, /. [μένως
HUR
Hurry, V. επισπερχω, επείγω, σπεύδω,
επισπεύδω, ταχύνω', intrans. σπεύδω,
ταχύνω
Hurt, βλαβτ), f βλάβος, οι. πημα, οι.
πημονη, /. λύμη, f σίνος, Π.
Hurt, ν. βλάπτω, καταβλάπτω, σίνο-
μαι, πημαίνω, άάω, άτάω, δηλεομαι,
διαφθείρω
Hurtful, βλαβερός, επιζήμιος, ζημιώ-
δης, δηλημων
Hurtfully, adv. βλαβερώς
Hurtless, άβλαβης, άσινης
Husband, πόσις, on. άνηρ,οη. 'γαμέτης,
πι. νύμφιος, rn. άκοίτης, m. ευνητης,
on. σύνευνος, πι.
Husbandman, γεωργός, in. άρότης, on.
άροτηρ, on. άροτρεύς, in. εργάτης, on.
Husbandry, "γεωργία, f. άροτος, on.
Hush, v. πάνω ; (be silent)\ffiya
Husk, κέλυφος, n. λεμμα, n. λοπος. rn.
λεπύριον, n.
Husky, κερχνώδης, άχυρώδτ,ς
Hustle, v. συνωθεω
Hut, καλύβη, f. κλίσιον, n. κλισία, f.
Hyacinth, υάκινθος, c.
Hyacinthine, ύακίνθινος
Hyena, ύαινα, f. γλάνος, in.
Hymen, 'Ύμην, on. 'Ύμεναιος, on.
Hymn, ύμνος, on. : to sing a hymn,
Hyperbole, υπερβολή, f. [ύμνεω
Hyperborean, ύπερβόρεος
Hypocrisy, ύπόκρισις, f. εϊρωνεία, f.
Hypocrite, υποκριτής, on. είρων, m.
Hypocritical, υποκριτικός, ειρωνικός
Hypothesis, ύπόθεσις,/.
Hyrst, άλσος, n. θάμνος, m.
Hyssop, ϋσσωπος, f.
Hysterical, υστερικός
Hysterics, τα υστερικά
ι.
I, pron. εγώ, εγωγε
Jackal, θώς, m.
Jackdaw, κολοιος, ?n. κορώνη, f.
Jacket, χιτών, m.
Jade, v. καταπονάω, ενοχλεω, κοπόω :
to be jaded, κοπιάω, κάμνω
Jaded, ύπερκοπος
Iambic, ίαμβος, on. : iambic verse,
Iambic, Ιαμβεως, Ιαμβικός [Ιαμβεων,τι.
Jambs, (of a door) σταθμοί, m. pi.
παραστάδες, f. pi.
January, Γαμήλιων, rn.
Jar, (a vessel) αμφορείς, rn. πίθος, on.
κέραμος, in. κεράμων, n. (a quarrel)
ε ρις, f. νεικος, n.
433
JEW
Jar, v. (differ, disagree) διαφωνεω, δι-
ίσταμαι, διαφερομαι; (to make an
inharmonious sound) μυκάομαι ; (of
the strings of a musical instrument)
παρανευρίζομαι
Jarring, διάφορος, δύσφωνος
Jasper, ϊασπις, f.
Javelin, άκόντιον, n. παλτον, n. βέλος,
n. : to hurl the javelin, ακοντίζω :
hurling of the javelin, ακοντισμός,
τη. άκόντισις, f. : one who hulls
the javelin, ακοντιστής, on.
Jaundice, ίκτερος, rn.
Jaw, Jawbone, γνάθος, f. γενυς, f
Jay, κίσσα, f. [σιαγών, f
Ice, κρύσταλλος, on. πάγος, m.
Ichor, ιχωρ, rn.
Icy, κρυμώδης, κρυερος, παγετώδης
Ida, (mount) "Ιδα, f.
Idea, έννοια, f. διάνοια, f. νόημα, n.
φροντϊς, f. ιδέα, f.
Ideal, φανταστικός
Identical, αύτότατος
Identity, αύτότης, f. ταυτότης, f.
Idiom, ιδίωμα, n.
Idiotic, ανόητος, άνοος, άφρων
Idle, άεργος, contr. άργυς, μελεος,
ράθυμος : to be idle, άργεω, καθεύδω,
κάθημαι, ελινύω
Idleness, αργία, f άπραγία^. ραθυμία, f
Idly, adv. άργώς, σχολαίως, ραθύμως
Idol, είδωλον, η. είκών, f
Idolater, εϊδωλολάτρης, rn.
Idolatry, είλωλολατρεία, f.
Idolise, v. σέβομαι
Idyll, είδύλλιον, n.
Jealous, ύποπτος, ζηλότυπος, ζηλη-
μων : to be jealous, ζηλοτυπεω,
φιλονεικεω \_ζηλοσύνη, f.
Jealousy, ϋποπτον, n. ζηλοτυπία, f.
Jeer, Jeering, σκώμμα, οι. χλεύασμα,
οι. κερτομία, f. [τωθάζω, κερτομεω
Jeer, ν. σκώπτω, επισκώπτω, χλευάζω,
Jeerer, χλευαστής, m.
Jeering, adj. κερτόμιος, κερτομος
Jejune, ισχνός
Jelly, ζωμός, on. εμβαμμα, n.
Jeopardise, ν. κινδυνεύω
Jeopardy, κίνδυνος, on. [δημα, n.
Jest, σκώμμα, n. σκωμμάτιον, οι. κωμω-
Jest, ν. σκώπτω, επισκώπτω, χλευάζω,
χαριεντίζομαι : to jest with, προσ-
παίζω τινϊ [βωμολόχος, m.
Jester, γελωτοποιός, m. σκωπτόλης, on.
Jesus, ' Ιησούς, on.
Jet, γαγάτης, on.
Jew, ΊουδαΊος
Jewel, λίθος, f. κειμηλιον, οι.
Τ 5
JEW
Jewelled, διάλιθος
If, conj. el (with ind.) ; av, εάν, %v } εϊ
κε, αίκε (with subj.)
Ignite, v. άπτω, εμπίμπρημι
Ignition, εμπρησις, f. #
Ignoble, ayvks, ayeyrjs, ayevvyros,
dvayzvfys, αισχρός, άμαυρός, ανώνυμος
Ignobly, adv. ayevvous, άμαυρώς
Ignominious, αισχρός, άτιμος, επ-
ονείδιστος, άσχημων [άκλεώς
Ignominiously, adv. αϊσχρώς, άτίμως,
Ignominy, ατιμία, f αδοξία,/. αίσχος,
η. Ονειδος, η.
Ignorance, ayvoia, f. απειρία, f. άμα-
θία, f. άπαιδευσία, f.
Ignorant, απαίδευτος, αμαθής, ayvfo,
άπειρος, αν επιστήμων, αδαής, άνψ
κοος, άμουσος : to be ignorant,
ayvow, άμηχανέω, άμαθαίνω
Ignorantly, adv. άμαθώς, άπαιδεύτως
Jingle, ν. κωδωνίζω, άραβεω
Jingling, κωδωνόκροτος
Iliad, Ίλιάς,/.
Ilithyia, Εϊλείθυια, f.
Ill, κακός, πονηρός, φαύλος; (sick)
άρρωστος, ασθενής; adv. κακώς,
φαύλως : to speak ill of, βλασφη-
μεω, δυσφημεω, φλαΰρον εϊπον or
λ^ω : to be ill or sick, νοσέω
111, κακοπάθεια, f. τό κακόν
Ill-advised, άβουλος [άβουλεύτως
Ill-advisedly, adv. άβούλως, αβουλεϊ,
Illative, συλλoyιστικός
Illegal, άνομος, παράνομος, άθεμιστος
Illegality, παρανομία, f. ανομία, f.
αδικία, /.
Illegally, adv. παρανόμως, άνόμως : to
act or do illegally, παρανομεω
Illegible, αμυδρός
Illegitimacy, νοθεία, f.
Illegitimate, νόθος, μοιχίδιος, σκότιος
Ill-fortune, κακοδαιμονία, f. ατυχία, f.
δυστυχία, f. άμμορία, f.
Illiberal, ανελεύθερος, δουλοπρεπής
Illiberally, adv. αν ελευθέρως
Illicit, άνομος, άθεμιστος [ματος
Illiterate, απαίδευτος, άμουσος, άyράμ-
Illiterateness, απειρία, f. άπαιδευσία, f.
Ill-judged, άκριτος [άμαθία, /.
Ill-nature, δυσκολία, /. κακοήθεια, f.
δυσχέρεια, /. δύσνοια,/. [ήθης
Ill-natured, δυσχερής, δύσκολος, κακο-
Illness, νόσος, f νόσημα, η. αρρώστια,
/. ασθένεια, f.
Illogical, άσυλλόyιστoς
Ill-omened, δύσορνις, σκαιός, αριστε-
ρός ; (of words) δύσφημος, κακορ-
ρημων
434
ΙΜΙ
Ill-success, απραξία, f. ατυχία, /.
Ill-temper, δυσκολία, f. δυσχέρεια, f.
κακοήθεια, f χαλεπότης, f.
Ill-tempered, δύσκολος, δυσχερής, χα-
λεπός, κακοήθης
Ill-treat, ν. κακόω, υβρίζω, λυμαίνομαι,
' λωβάομαι, αϊκίζω : to be ill-treated,
κακώς πάσχω, δεινόν or δεινά πάσ-
χω, πάσχω
Ill-treated, λωβητός
Ill-treatment, ύβρις, /. αικία, /. λύμη,
f. λώβη, /. κάκωσις, f.
Illude, V. εμπαίζω
Illume, Illumine, Illuminate, v. κατ-
aυyάζω, επιλάμπω, περιaυyάζω, φω-
τίζω
Illumination, λυχνοκα'ια,/. α^ασμα,η.
Illusion, απάτη, f. εξαπάτη,/. έμπαι-γ-
μός, m. διάκρουσις, f. [δής, δολερός
Illusory, απατηλός, άπατητικός, ψευ-
Illustrate, ν. σαφηνίζω, καταλάμπω
Illustration, παραβολή, /. καλλώπισ-
μα, η. αί/γασγ,ια, η.
Illustrious, επιφανής, εϋδοξος, διαπρε-
πής, ένδοξος, διαφανής, εύκλεής,
^ακλεής, άοίδιμος : to be illus-
trious, π ρέπω, εμπρεπω, λαμπρύ-
νομαι [εκπρεπώς
Illustriously, adv. ευκλεώς, ευδόξως,
Illustriousness, εύκλεία, /. ευδοξία, /.
λαμπρότης, /.
Ill-will, φθόνος, m. δύσνοια,/. κακόνοια,
f. : to bear ill-will, φθονέω, κακό-
νοεω, άηδώς εχω or διάκειμαι, επι-
φθόνως εχω : bearing ill-will, δύσ-
νοος, κακόνοος, επίφθονος
Image, εΐκών, f. εϊδωλον, η. άγαλμα, η.
Imaginary, φανταστικός [ξόανορ, η.
Imagination, φαντασία, f. δόκησις, /.
Imagine, ν. διατυπόω, οίομαι, ήyεoμaι,
ύποτυπόομαι, ύπολαμβάνω
Imbecile, ασθενής, αδύνατος, άναλκις,
άφαυρός, άρρωστος
Imbecility, ασθένεια, f. αδυναμία, f.
λεπτότης, f. αρρώστια, f.
Imbibe, ν. εμπίνω
Imbody, ν. ενσωματόω
Imbrue, V. εμβρέχω, εμβάπτω, ενδεύω
Imbue, ν. χρώζω, παλάσσω
Imitable, μιμητός
Imitate, ν. μιμέομαι, άπομιμεομαι, εκ-
μιμεομαι, ζηλόω, απεικάζω
Imitated, μιμητός
Imitation, (act of imitating) μίμησις,
f. άντιμίμησις, f. ζήλωσις, f. άπεικα-
(Γΐα,/. (copy) μίμημα, οι. άπείκασμα, η.
Imitative, μιμητικός [tV? m • ■
Imitator, μιμητής, m. μίμος, m, ζηλω•<
DM
Immaculate, αμίαντος, ayvbs, ακήρατος
Immaterial, (trifling) κουφός, φλύαρος;
(incorporeal) άειδής
Immature, ωμός, άωρος
Immaturely, adv. άωρϊ
Immaturity, άωρία, /.
Immeasurable, άμετρος, αμέτρητος
Immeasurably, adv. άαέτρως, άμετρί
Immediate, άμεσος, εύθυς, οξύς
Immediately, adv. αντίκα, ευθύς, εύθυ,
εκ του εύθέος, ευθέως, παραυτίκα,
οξέως, αΊΦα, άφαρ
Immedicable, ανήκεστος, δυσίατος
Immense, άμετρος, υπερμεγέθης, αμέ-
τρητος, άπλετος, απέραντος
Immensely, adv. άμέτρως, ύπερφυώς,
άμηχάνως ως, θεσπεσίως
Immensity, άμετρία, /.
Immerge, Immerse, ν. βάπτω, εμ-
βάπτω, καταδύνω
Immersion, βαφή, /.
Immethodical, άτακτος, αδιάκριτος
Immethodically, adv. συ-γκεχυμένως,
χύδην, φύρδην [κείμενος
Imminent, ενεστώς, επερχόμενος, έπι-
Immix, Immingle, ν. μί'γνυμι, κεράν-
νυμι. &ής, άκρατος, υπερβάλλων
Immoderate, περισσός, άμετρος,' άσελ-
Immoderately, adv. λίαν, ay αν, ύπερ-
βαλλόντως, άσελyώς, αμέτρως
Immoderation, άμετρία, /.
Immodest, αναιδής, αναίσχυντος, θρα-
συς [τως
Immodestly, adv. άναιδώς, άναισχύν-
Immodesty, αναίδεια,/, άναισχυντία, /.
Immolate, ν. θύω
Immolation, θυσία, /. [φαύλος
Immoral, άσωτος, κακός, πονηρός,
Immorality, ασωτία, /. πονηρία, /.
Immortal, αθάνατος, άμβροτος, άφθι-
τος, άεηενής
Immortalise, ν. άθανατίζω
Immortality, αθανασία, /.
Immovable, ακίνητος, αμετακίνητος,
ασφαλής, εμπεδος, άμετάστατος : to
be immovable, άτρεμέω, άτρεμίζω,
άτρεμας έχω, άμετακινήτως εχω
Immovably, adv. δυσκινήτως, άμετα-
κινήτως, ασφαλώς, άτρεμας
Immunity, ατέλεια, /. [καθε'^ω
Immure, ν. ^κατοικοδομέω, εγκλείω,
Immutability, ευστάθεια, / άμεταβλη-
σ'ια, /. άμεταπτωσία, /. άτροπία, /
Immutable, άμετάστατος, άμετάπτω-
τος, αμετάβλητος, άμετάστροφος,
άτροπος, ακίνητος [άμεταστάτως
Immutably, adv. έμπέδως, άκινήτως,
Impair, ν. μειόω, μαραίνω, λυμαίνομαι
435
IMP
Impart, ν. κοινόω, άνακοινόω, κοινω-
νέω, μεταδίδωμι [αδέκαστος
Impartial, δίκαιος, επιεικής, ίσος, κοινός,
Impartiality, επιείκεια,/, δικαιοσύνη,/.
Impartially, adv. ίσως, δικαίως, επι-
εικώς
Impassable, άβατος, άνοδος, άπορος,
αδιάβατος, δύσβατος, δύσπορος
Impassioned, παθητικός
Impatient, απαθής, δύσλοφος : to be
impatient, bear with impatience,
δυσφορέω, δυσπαθέω
Impeach, v. ypάφoμaι, κaτηyopέω
Impeachment, ypaφή, /. iy κλήμα, n.
Impede, v. εμποδίζω, κωλύω, βλάπτω
Impediment, εμπόδισμα, n. κώλυμα, τι.
Impel, ν. έλαύνω, προτρέπω, διώκω
Impend, ν. εφίσταμαι, ενίσταμαι, επι-
κρέμαμαι, έπειμι, επίκειμαι [τώς
Impending, επιών, επερχόμενος, ενεσ-
Impenetrable, αδιάβατος, δυσεύρετος
Impenitent, αμετανόητος
Imperceptible, αναίσθητος, άσύνοπτος
Imperfect, ατελής, ημιτελής, ενδεής
Imperfection, ένδεια,/, ατέλεια,/.
Imperial, βασίλειος, βασιλικός, αυτο-
κρατορικός
Imperious, τυραννικός, δεσποτικός
Imperiously, adv. τυραννικώς, δεσπο-
τικώς
Imperishable, άφθιτος, άφθαρτος, άγη-
ρατος, άyήρaoς, contr. άyrιpως, αδιά-
φθορος, άπαυστος, αθάνατος
Impervious, αδιάβατος
Impetuosity, ορμή, /. σφοδρότης, /.
Impetuous, λάβρος, σφοδρός, θουρος,
θούριος, μάpyoς
Impetuously, adv. λάβρως, επικρα-
τέως, φοράδην
Impetus, ορμή./, έπιφορά./. [της,/.
Impiety, ασέβεια, / άνοσιότης,/. άθεό-
Impious, άσεβης, ανόσιος, άθεος, ανίερος
Impiously, adv. ασεβώς, άνοσίως, άνό-
μως : to act impiously, άσεβέω
Implacable, άσπονδος, άμείλιχος, αμεί-
λικτος, απαραίτητος, άσπειστος,
αδιάλλακτος
Implant, V . έμφύω, εμφυτεύω, ένφυσιόω
Implement, opyavov, n. σκεύος, n.
άθλημα, n.
Implicate, v. εμπλέκω, καταπλέκω ;
pass, προσέχομαι
Implication, εμπλεξις,/ καταπλοκή./.
Implicit, ακριβής, άτρεκής
Implicitly, adv. λίαν
Implore, ν. Ικετεύω, δέομαι, λίσσομαι,
άντιβολέω, ίκνέομαι, εύχομαι, yoυvά-
ζομαι, άντομαι
IMP
Imply, v. ει/σημαίνω
Impolicy, δυσβουλία, /. [αφύλακτο?
Impolitic, απρόσκοπτος, άπρονόητος,
Import, εϊσκομιδή, / εϊσα-γω-γή, /.
Import, v. άσάγω, εισφέρω, είσκομίζω,
προσάγω . [ροπή,/.
Importance, όγκος, m. δύναμις, /.
Important, μέγας, σπουδαίος, επάξιος,
επικαίριος, ευμεγέθης : more im-
portant, πρεσβύτερος, προυργιαίτερος
Importation, κομιδή, / εϊσκομιδή, /.
εισαγωγή, /. παραπομπή, /.
Imported, επακτος, επείσακτος, επι-
φοιτέων
Importunate, γλίσχρος, άκαιρος, λιπα-
ρής: to be importunate, λιπαρέω,
γλίχομαι [ρως
Importunately, adv. γλίσχρως, λιπα-
Importune, ν. προσλιπαρεω, εκλιπαρέω
Importunity, λιπαρία, /. προσλιπάρη-
σις, /. άκαιρία, /.
Impose, ν. 4πιτίθημι, άνατίθημι, προσ-
τίθημι, επιβάλλω, τάσσω, επιτάσσω,
επιτελεω : to be imposed, επίκειμαι
Imposed, επακτος, εφεστως
Imposition, φενακισμος, m. απάτη, /.
Impossibility, αμηχανία, f. αδυναμία,
/. απορία, /. [νος, άπρακτος
Impossible, 'άπορος, αδύνατος, αμήχα-
Impost, τέλος, η. δασμός, m. [m.
Impostor, 7017s, m. μιμητής, m. φεναξ,
Imposture, πλάσμα, n. παράκρουσις, /.
φενακισμος, m. [αμηχανία, /.
Impotence, ακράτεια, / αδυναμία, /.
Impotent, αδύνατος, ακρατής, ασθενής,
άρρωστος
Impotently, adv. άδυναστϊ, άκρατώς
Impoverish, ν. ελασσόω, λεπτύνω,
πτωχίζω [άπειθής
Impracticable, αμήχανος, άπορος,
Imprecate, ν. άράομαι, καταράομαι,
επαράομαι, κατεύχομαι
Imprecated, άρατος
Imprecation, άρα,/, κατάρα,/, ευχή,/.
Impregnable, άνάλωτος, άληπτος
Impregnate, ν. συμμίγνυμι
Impress, ν. τυπόω, εντυπόω, ενσημαίνω,
Impressed, έντυπος [χαράσσω
Impression, χαρακτήρ, m. τύπος, m.
Imprint, τυπόω, χαράσσω
Imprison, ν. είργω, δεω, καταοεω,
άποτίθημι or εμβάλλω είς δεσμω-
τήριον
Imprisonment, εϊργμος, πι. φρουρά, f.
Improbability, άπιθανότης, f. απιστία,
f. [τος
Improbable, άλογος, απίθανος, άπισ-
Improbity, δόλος, m. αίσχρότης, /.
436
ΙΝΑ
Improper, απρεπής, άκυρος, δυσπρεπής,
παράτροπος, ανεπιτήδειος
Improperly, adv. άπρεπεως, άσχημο-
νως, παρ 3 άϊσαν
Impropriety, άπρεπεια, f. άκυρία, /.
Improve, ν. βελτιόω, επιδίδωμι, αυ\ά.νω,
εΐμι επί το βελτιον
Improvement, βελτίωσις,/. αϋξησις,/.
Improvidence, αβουλία,/, αφροσύνη,/.
Improvident, άπρόσκεπτος, άλόγ ισ-
τός, άπρονόητος, άφραδής
Improvidently, adv. άλογίστως, άλό-
γως, απ ρο βουλευτώ ς, άφραδεως, άπρο-
νοήτως [άλογία, /.
Imprudence, αφροσύνη, /. αβουλία,/.
Imprudent, αλόγιστος, άλογος, άπρο-
νόητος, άβουλος, αφραδής
Imprudently, adv. άλογίστως, αφρα-
δεως, άλόγως, άπροβουλεύτως
Impudence, αναίδεια, /. αναισχυντία,
/. θράσος, η.
Impudent, αναιδής, αναίσχυντος, θρα-
συς, κυνώπης : to be impudent,
μναισχυντεω [τ ω ς
Impudently, adv. άναιδώς, άναισχύν-
ImpugD, ν. καθάπτομαι, προσβάλλω
Impulse, ορμή, /. εσις, /.
Impunity, άδεια, /. : with impunity,
χαίρων, ακόνδυλος; adv. νηποινϊ,
ανατεϊ, αζημίως
Impure, ακάθαρτος, άναγνος, μιαρος
Impurely, adv. άνάγνω^, άκαθάρτως
Impurity, ακαθαρσία, /. μιαρ'ια, /.
Imputation, αί'τία, /. μέμψις, /.
Impute, ν. άνατίθημι, επιφέρω, αναφέ-
ρω, καταιτιάομαι, καταλογίζομαι
In, εν, ενϊ, κατά, επί, ανά : to be in,
ενειμι
Inability, αδυναμία, /. αμηχανία, /.
Inaccessible, άβατος, δύσβατος, δυσ-
πρόσοδος, δυσπρόσβατος, δυσείσβο-
λυς, δυσεμβατος, δυσεμβολος
Inaccurate, ουκ ακριβής, πλημμελής,
φλαυρος
Inaction, έδρα, / ραθυμία, /.
Inactive, άεργος, άργος, μαλακός,
ράθυμος
Inactively, adv. άργως, ραθύμως
Inactivity, ραθυμία, /. αργία, /. έδρα, /.
Inadequacy, ένδεια, /.
Inadequate, ενδεής, αναγκαίος
Inadequately, adv. ενδεώς
Inadvertence, άλογιστία, / άφυλαξία,
/. αμέλεια, /
Inadvertent, αλόγιστος, απερίσκεπτος
αφύλακτος, αμελής [λάκτως
Inadvertently, adv. άλογίστως, άφν-
Inane, κενός
ΙΝΑ
Inanimate, άψυχος, άπνοος
Inanity, κενότης, f. [φελητος
Inapplicable, αχρείος, ανωφελής, άνω-
Inarticulate, άναρθρο*, άσημος
Inartificial, άτεχνος, άκατάσκευυς,
άκατασκεύαστος
Inartificially, adv. άτ4χνως
Inasmuch as, οία δη, ως δη, οσα
Inattention, αμβλεία, f. άνεπιστρεψία,
f. αφροσύνη, f. [αφρόντιστος
Inattentive, αμελής, ανεπίστρεπτος,
Inattentively, adv. άμελώς, ημελημε-
Inaudible, ανήκουστος [νως
Inauspicious, δυσοιώνιστος, δύσορνις,
πάρορνις ; (of words) δύσφημος,
κακορρημων
Inborn, έμφυτος
Inbred, έμφυτος, εγγινόμενος
Incalculable, άνάριθμος, αναρίθμητος
Incantation, επωδή, /.
Incapable, αδύνατος, ατελής
Incapacitate, ν. πηρόω, διαφθείρω
Incapacity, αμηχανία, f.
Incarcerate, ν. είργω, δεω
Incarnation, ενσωμάτωσις, f. έναν-
θρώπησις, f.
Incautious, αφύλακτος, απερίσκεπτος
Incautiously, adv. άπερισκεπτως, άφυ-
Incendiary, εμπρηστής, m. [λάκτως
Incense, θυμίαμα, η. θύος, η. : to burn
incense, θυμιάω
Incense, ν. οργίζω, όργαίνω, χολόοι,
Incensed, περίθυμος [παροξύνω, θυμόω
Incentive, δρμητηριον, η. ύπεκκαυμα,
/». κεντρον, η.
Incessant, συνεχής, άπαυστος, ενδε-
λ€χ^5ι άληκτος
Incessantly, adv. συνεχώς, ενδελεχως,
Inch, δάκτυλος, m. | [αε), εμμενεως
Incident, τύχη, f σύμπτωμα, η. συμ-
φορά, f. συντυχία, f. πάθος, η.
Incidental, τύχων, εμπίπτων
Incidentally, adv. τυχόντως, κατά,
τύχην, εν παραδρομή [ f.
Incision^ εντομή,/, επίτομη, f. εγκοπη,
Incite, ν. ορμάω, εξορμάω, ορνυμι,
επαίρω, εξάγω, παροξύνω, οτρύνω,
εξοτρύνω, επείγω, επισπερχω, εκ-
κσ.λέω
Incitement, όρίίητηριον,η. παρόρμησις,
f ύπεκκαυμα, η. δέλεαρ, η. οτρυν-
τυς, /.
Inciter, ότρυντης, m. παροξυντης, m.
Incivility, ακομψία, f. ακοσμία, /.
Inclemency, χαλεπόιη$, f. απηνεια,/.
Inclement, χαλεπός, πικρΰς
Inclination, εγκλισις,/. ροπή,/.
Incline, ν. κλίνω, εγ κλίνω, ρέπω ; (to
437
INC
he disposed) ρέπω, εγκλίνομαι, κλί-
νομαι, νεύω, επινεύω, φέρω : to in-
cline towards, επιρρεπω, επικλίνω
Inclined to, συγκλινης, επιρρεπής,
προπετης] [αριθμεω, συνεπιφέρω
Include, ν. συμπεριλαμβάνω, συγκατ-
Incoherence, ασυστασία, f. ασυμμε-
τρία, /. αναρμοστία, f. ασυμφωνία, f.
Incoherent, άσύνακτος, ανάρμοστος,
ασύναπτος, άσυμφυης
Incombustible, άκαυστος
Income, πρόσοδος, f. τα προσίοντα,
επικαρπία, f. λήμμα, η.
Incommensurable, Incommensurate,
ασύμμετρος, άσύμβλητος
Incommode, ν. ενοχλεω
Incommodious, ανεπιτηδειος, ανάρ-
μοστος, αλυσιτελής [το ς
Incomparable, ασύγκριτος, άσύμβλη-
Incompatible, ασυμφυης, άσύμφυλος,
άμικτος, άσύμφωνος
Incompetent, ηλίθιος, ανεπιτηδειος,
ενδεής, αδύνατος
Incomplete, ατελής, ημιτελής, ατε-
Incompleteness, ατέλεια, f. [λεστος
Incomprehensible, ασύλληπτος, α-
κατάληπτος, δυσκαταμάθητος, δυσ-
εύρετος, άσημος
Incomprehensibleness, ακαταληψία,/.
Inconceivable, αμήχανος, άσκοπος,
άνεπινόητος
Inconceivableness, άνεπινοησία, /.
Inconceivably, adv. άμηχάνως
Inconclusive, άσυλλόγιστος, συμ.-Ίε-
ραντος
Inconclusively, adv. άσυλλογίστο:-
Incongruous, ανάρμοστος, ακατάλ-
ληλος
Inconsiderable, βραχύς, άδοξος
Inconsiderableness, αδοξία, f.
Inconsiderate, άλογος, αλόγιστος,
άπρονόητος, άβουλος, απερίσκεπτος
Inconsiderately, adv. άσκεπτως, άβού-
λως, άπρυνοητως, άπερισκεπτως,
προπετώς, άβουλε!
Inconsiderateness, αβουλία, f. άπρο-
βουλ'ια, f. απρονοησία, f.
Inconsistence, ατοπία,/. εναντιότης,/.
Inconsistent, ασύμμετρος, άλλοΊος,
άσύμφωνος, διαφέρων, εναντίος, άτεκ-
μαρτος
Inconsistently, adv. ασυμφώνως
Inconsolable, απαραμύθητος
Inconstancy, άστασία, f. μετάνοια, f.
μεταβουλία, f.
Inconstant, μετάβουλος, παλίμβολος,
αβέβαιος, κουφόνοος
Inconstantly, adv. άβεβαίως
INC
Incontestable, ακατάβλητος, άναντί-
λεκτος, αναντίρρητος
Incontinence, ακράτεια, f. άκρασία, f.
Incontinent, άκρατης, ακόλαστος
Incontinently, adv. άκρατώς
Incontrovertible, ανέλεγκτος, άνεξ-
ελε*γκτος, δυσελε^γκτος, αναντίρρητος
Incontrovertibly, adv. άνεξελε~γκτως
Inconvenience, αχρηστία, f. άνεπιτη-
δειότης, f.
Inconvenience, v. ενοχλεω, παρενοχ-
λεω, βαρύνω, λυμαίνομαι
Inconvenient, απρόσφορος, άχρηστος,
ασύμφορος, άνεπιτήδειος, δύσχρηστος
Inconveniently, adv. άνεπιτηδείως,
άχρηστως, άκαίρως
Incorporate, ν. σωματόω, σωματοποιώ
Incorporeal, ασώματος
Incorrect, μάταιος, πλημμελές
Incorrectly, adv. μάτην, κακώς
Incorrigible, ανεπανόρθωτος, αδιόρ-
θωτος, απαραμύθητος, ανίατος
Incorrigibly, adv. άνιάτως
Incorruptible, αδιάφθορος, άφθαρτος
Incorruption, αφθαρσία, /. άφθορία,/.
άδιαφθορία, f. [αύξησις, /.
Increase, αϋξησις, f, επίδοσις, /. επ>
Increase, ν. αυξάνω, αϋξω, επαυξάνω,
οφελλω, άλδαίνω, άεξω ; intrans.
αυξάνομαι, επιδίδωμι, επειμι, όφελ-
λομαι
Incredibility, άπιθανότης, f r απιστία,
f. παραδοξία, f.
Incredible, άπιστος, απίθανος, αμή-
χανος, παράδοξος
Incredibly, adv. άπίστως, άμηχάνως
Incredulity, απιστία,/.
Incredulous, άπιστος, δύσπιστος
Incubation, επωασμός, m. [πτω
Inculcate, V. επάδω, παιδεύω, επισκή-
Inculpable, άμεμπτος, άνεπίληπτος,
αναίτιος, άμώμητος
Incumbent, επικείμενος : it is in-
cumbent, χρή
Incur, V. επά~γομαι, όφλισκάνω, οφείλω,
άντιλαμβάνω, αν ει/χι, παραβάλλομαι :
to incur danger, κινδυνεύω
Incurable, ανίατος, ανήκεστος, αθερά-
πευτος, δυσίατος
Incurably, adv. ανιάτως, άνηκεστως
Incursion, επιδρομή, /. καταδρομή, f.
εμβολή, /.
Incurvate, ν. κάμπτω, κυρτόω
Indebted, ύπόχρεως, οφειλόμενος
Indecency, απρέπεια, f. άκοσμία,./.
ασχημοσύνη, f. βδελνρία, f.
Indecent, απρεπής, άσχημων : to be
indecent, άκοσμέω, άσχημονεω
438
IND
Indecently, adv. άπρεπώς, ασχημόνως
Indecorous, απρεπής, άσχημων
Indecorously, adv. άπρεπώς, άσχη-
μόνως
Indeed, adv. μεν, δή, μήν, 'γε, ρά, ήτοι
Indefatigable, ακάματος, άοκνος, ακμής
Indefinite, αόριστος, αδιόριστος
Indefinitely, adv. αορίστως
Indefiniteness,άoριστία,/.άδίoptστια,/.
Indelible, άνεξάλειπτος, δυσεκνιπτος,
δευσοποιος
Indelicacy, άπαιδευσία, /. άμουσία, /.
άπρεπεια, f. ασχημοσύνη, /. άκοσ-
μία, f.
Indelicate, άμουσος, απαίδευτος, άκοσ-
μος, απρεπής, άσχημων
Indemnity, άδεια, f.
Indent, ν. 4γγλύφω, ε^χαράσσω
Independence, Independency, αυτο-
νομία, f. ελευθερία, f.
Independent, αυτόνομος, ελεύθερος,
αυτάρκης, αυτοκράτωρ, άναρκτος
Independently, adv. αύτονόμως, ελευ-
θέρως
Indescribable, άφατος, άθεσφατος,
αμήχανος
Indestructible, άνώλεθρος, άλυτος,
άφθαρτος, αδιάφθορος
Indeterminate, αόριστος
India, Ινδική, f.
Indian, "Ινδός, Ινδικός
Indicate, ν. σημαίνω, ύποσημαίνω,
επισημαίνω, μηνύω, δε'ικνυμι, εν-
δείκνυμι
Indication, ενδειξις, /. επισήαανσις, f B
σήμα, η. τεκμήριον, η.
Indicative mood, οριστική, f.
Indict, ν. Ίράφοιχαι, αντιγράφομαι,
ε*γκαλεω, εισα^ελλω, λατ/χάνω
Indicted, ε'γκλητος
Indictment, 'γραφή, f. άντι-γραφή, /.
εισayyελίa, f. ε'γκλημα, η. λήξις, f.
Indifference, αδιαφορία, f. ραθυμία, f.
ραδιουργία, f. ψυχρότης, f. ακήδεια./.
Indifferent, (careless, regardless)
άφρόντ ιστός, μαλακός, ψυχρός ;
(middling, passable) αδιάφορος
Indifferently, adv. ομοίως, άδιαφόρως
Indigence, πενία, /.χητεία, f. απορία,/.
Indigenous, αυτόχθων, παλα'ιχθων,
αύθι-γενής [ενδβής
Indigent, πενής, πτωχός, πενιχρός,
Indigestibility, άπεψία, /.
Indigestible, βαρύς, δύσπεπτος
Indigestion, δυσπεψία, f.
Indignant, νεμεσήμων, πικρός : to be
indignant, ά•γανακτεω, δυσφορέω,
νεμεσάω, δυσχεραίνω, χαλεπώς or
δεινως φέρω or εχω, δεινον ποιε-
ομαι [νάκτησις./.
Indignation, νεμεσις, f. bpyr], / aya-
Indignity, ύβρις, f. αϊκία, f.
Indiscreet, άβουλος, ανόητος, aXoyos
Indiscreetly, adv. άνοητως
Indiscretion, δυσβυυλία, f. αβουλία, f.
αφροσύνη, f. [σνμφυρτος
Indiscriminate, άκριτος, αδιάκριτος,
Indiscriminately, adv. αδιακρίτως,
συyκεχυμεvως
Indispensable, άvayκa7oς
Indisposed, (disordered) ασθενής ;
(unwilling) άεκων, contr. άκων
Indisposition, ασθένεια, f. νόσος, f.
Indisputable, αναμφισβήτητος, άναμ-
φίλoyoς
Indisputably, adv. αναμφισβητήτως
Indissoluble, άλυτος, άδιάλυτος
Indissolubly, adv. άλύτως, δυσεκλύτως
Indistinct, άκριτος, ασαφής, άσημος,
άφαν,ης, αμυδρός
Indistinctness, ασάφεια, /. ακρισία, f.
Individual, ιδιώτης, m.
Individually, adv. καθ' εκαστον
Indivisible, άμερης, αμέριστος, αδιαί-
ρετος, άτομος
Indocile, άμαθης, δυσμαθης
Indocility, αμάθεια, f. άνημερότης, f.
Indolence, apyia, f. ραθυμία, f. ρασ-
τώνη, f. άπονία, f.
Indolent, άρybς, ρά,θυμος, μαλακός,
κακός, άπονος : to be indolent,
ραθυμεω, ρaδιoυpyεω, μαλακίζομαι
Indolently, adv. ραθύμως, apyw
Indubitable, αναμφισβήτητος, άναμ-
φίλoyoς
Indubitably, adv. αναμφισβητήτως
Induce, v. αγω, παράγω, επάγω, επι•
σπάω, άναπείθω [δέλεαρ, η.
Inducement, πρόφασις, f. επayωyη, f.
Induction, επayωyr], f.
Inductive, επακτικος [ομαι, επιτρέπω
Indulge, ν. χαρίζομαι, άνίημι, ησσά-
Indulgence, αϊδεσις, f. χάρις, f.
Indulgent, συ^^νώμων, ήπιος
Indurate, σκληρός, σκιρρος
Indurate, ν. σκληρύνω, σκληροποιεω,
συνίστημι
Industrious, φιλόπονος, φΊλεpyoς,
ipyaTiKbs, εργάτη [δαίως
Industriously, adv. φιλοπόνως, σπου-
Industry, φιλερyίa ) f. φιλοπονία, /.
Inebriate, ν. μεθύσκω
Inebriety, μέθη, /. [άλάλητος
Ineffable, άφατος, άθεσφατος, άρρητος,
Ineffectual, Inefficacious, ατελής,
μάταιος, κενός ,άπρακτος, άvεvερyητoς
439
INF
Ineffectually, adv. μάτην, ματαίως,
άλλως
Inefficacy, άvεvερyησίa, f. απραξία, /.
Inelegance, άκομψία, f. άκοσμία, /.
Inelegant, άκόσμητος, άκομψος
Inelegantly, adv. άκόσμως, άκόμψως
Inept, ανάρμοστος, άπρεπης, άχρηστος
Inequality, άνισότης, /. άνομοιότης, f.
Inert, ράθυμος, άρybς, νωθρός, βληχρος
Inertly, adv. ραθύμως, άpyώς
Inertness, ραθυμία, f. apyia, f. νωθρό-
της, f.
Inestimable, πάντιμος, πολυτίμητος
Inevitable, άφυκτος, άδιάδραστος, ου
Inexcusable, άvaπoλόyητoς [φευκτος
Inexhaustible, ανεξάντλητος, άβυσσος
Inexorable, απαραίτητος, δυσπαρή*/ο•
ρος, άκηλητος
Inexpedient, ασύμφορος
Inexperience, απειρία, /. άηθεια, f.
άνεπιστημων, f.
Inexperienced, άπειρος, άδαημων, άπεί-
ρητος, άνεπιστημων
Inexplicable, ανερμήνευτος, δύσφρασ-
τος, άδιεζίτητος
Inexpressible, άφατος, άθεσφατος,
άδι^ητος, άφραστος [σβεστος
Inextinguishable, άσβεστος, άναπό-
Inextricable, αμήχανος, άλυτος, δύσ-
λυτος [αδιάπτωτος
Infallible, άνεζαπάτητος, ασφαλής,
Infamous, άτιμος, αίσχρος, κακόδοξος,
δυσκλεης, επίρρητος
Infamously, adv. αϊσχρώς, δυσκλεώς
Infamy, ατιμία, /. δύσκλεια, f. κακό-
δοξία, f. αίσχος, η.
Infancy, νηπιότης, f. νηπιεη, f.
Infant, βρέφος, n. νηπιον τεκνον, η.
Infantile, Infantine, νηπιος, νηπύτιος
Infantry, πεζοί, m. pi. τ5 πεζον, τ5
πεζικον
Infatuated, παράφρων, άνολβος
Infatuation, παράνοια, f.
Infect, ν. μιαίνω, μολύνω, διαφθείρω
Infection, μίασμα, η. λοιμός, τη. λοι-
μία,/.
Infectious, λοιμικος, νοσώδης, νοσηρός
Infelicity, δυσδαιμονία, f. δυστυχία, f.
άνολβία, f. [σταθμόομαι
Infer, ν. τεκμαίρομαι, συλλoyίζoμaι,
Inference, επίλoyoς, m. υποδοχή, f.
Inferior, ελάσσων, ησσων, δεύτερος,
ύστερος, καταδεης, υποδεέστερος :
to be inferior to, ησσάομαι, λεί-
πομαι, ύστερίζω, εϊκω, ελασσόομαι
Inferiority, το ελαττουσθαι, με'ιωμα, Π.
Infernal, χθόνιος, Ύαρτάρειος, νερτερος
Infest, v. (aspirates) ληστεύω
INF
Infidel, άπιστος
Infidelity, απιστία, /. [μύριος
Infinite, άπειρος, απέραντος, αμέτρητος,
Infinitely, adv. άπεράντως, μυρίω
Infinitive mood, ή απαρέμφατος
Infinitude, Infinity, απειρία, /. άμε-
τρ'ια, /. αοριστία, f.
Infirm, ασθενής, άρρωστος, αβληχρος
Infirmity, ασθένεια, /.
Inflame, V. φλέ*γω, άνάπτω, ζωπυρέω,
μαίνω, φλε'γμαίνω : to be inflamed,
φλέ*γομαι 9 μαίνομαι, καίομαι, παρα-
πίμπραμαι
Inflammable, καύσιμος
Inflammation, φλό~γωσις,/. φλέ-γμαν-
σις,/. [or] ς, καυστικός
Inflammatory, πυρίκαντος, φλεγματώ-
Inflate, ν. φυσάω, εμφυσάω
Inflation, εμφύσημα, οι.
Inflect, ν. κάμπτω, αναστρέφω
Inflexibility, ακαμψία, /.
Inflexible, ακίνητος, άκαμπτος, ά*γναμπ-
τος, αμετάστ ροφός
Inflict, ν. εμβάλλω, επιβάλλω, επι-
τίθημι, προστίθημι, προστρίβω,
επ ι ρ ρέπω
Infliction, πρόστριμμα, οι.
Influence, ροπή, /. ούναμις, /. εξουσία,
/. αξίωσις, /. κύρος, οι. βάρος, οι. :
to have influence, δύναμαι
Influx, επιρροή, /
Inform, v. εξαγγέλλω, εϊσαγγέλλω,
αναοιοάσκω, κατεΐπον : to inform
against, κατα^ορεύω, καταμηνύω,
ενδείκνυμι, φαίνω, συκοφαντέω, οια-
βάλλω
Information, μάθησις, /. {informa-
tion against) ένδειξις, /. έπαΎ^ελία,
/. μήνυμα, οι. [συκοφάντης, m.
Informer, μηνυτήρ, on. ενδείκτης, m.
Infraction, σύ^χυσις,/. παρανόμημα, n.
Infringe, v. παραβαίνω, παραθραύω,
συγχέω, παρανομέω [μία,/.
Infringement, παράβασις, /. παρανο-
Infuse, ν. ε'γχέω, εισχέω, εμπνέω,
εϊσίημι
Infused, ε*γχυτος [ματισμος, τη.
Infusion, εγχυσις,/. ε'γκυμα, οι. έ*γχυ-
Ingenious, ευμήχανος, τεχνικός, εύ-
πορος, μηχανικός, μηχανητικο ς, πολυ-
μήχανος
Ingeniously, adv. τεχνικώς
Ingenuity, πολυτεχνία, /. πολυμηχα-
via,f. δεξιότης, /.
Ingenuous, -γενναΊος ; (candid) ελευ-
θέριος, απλόος
Ingenuously, adv. έλευθερίως, γεν-
ναίως, επιεικώς
440
INK
Ingenuousness, ^ενναιότης, /. (can-
dour) απλότης,/. ελευθερωτής, f.
Inglorious, άτιμος, άδοξος, ακλεής,
δυσκλεης, ανώνυμος
Ingloriously, adv. άκλεώς, αδόξως
Ingloriousness, ακλε'ια, /. άδοξία, /.
Ingot, πλίνθος, /.
Ingratiate, ν. θεραπεύω [/.
Ingratitude, αχαριστία,/. α-γνωμοσύνη,
Ingress, είσοδος,/, πρόσοδος, /.
Inhabit, ν. οικέω, ένοικέω, κατοικέω,
ναίω, ναιετάω, ένναίω
Inhabitant, ένοικος, κάτοικος, οικήτωρ,
τη. οϊκητης, τη. ένναέτη$, on. -τις, /.
Inhabited, οϊκητος
Inhale, ν. πνέω, εμπνέω
Inharmonious, ανάρμοστος,δυσκέλαδος
Inherent, έμφυτος : to be inherent,
εμφύομαι, εΎ^ί-γνομαι
Inherit, ν. κληρονομέω, λα-γχάνω
Inheritance, κληρονομιά, /. κλήρος, πι.
Inheritor, κληρονόμος, τη.
Inhibit, ν. κωλύω, επέχω
Inhospitable, άξενος, εχθρόξενος
Inhospitality, άξενία, /
Inhuman, ώμος, απάνθρωπος, σχέτ-
λιος, αμείλιχος
Inhumanity, ώμότης, / απανθρωπιά./.
Inhumanly, adv. ώμώς, απανθρώπως
Inhume, ν. θάπτω, κατορύσσω
Inject, ν. εμβάλλω
Inimical, εχθρός, δύσνοος, δυσμενής
Inimitable, αμίμητος
Iniquitous, άδικος, κακουρΎος, παρά-
νομος, αϊσυλος, πά'/κακος
Iniquitously, adv. κακούρΎως, 7ταγ-
κάκως [κία, /.
Iniquity, κακότης,/. πονηρία, /. αδι-
Initiate, ν. μυέω : to be initiated,
τελέομαι, εποπτεύω [μύησις, f.
Initiation, τελετή, /. τελεσφορία, /.
Injudicious, άφρων, άβουλος
Injudiciously, adv. αφρόνως, αβούλως
Injudiciousness, αφροσύνη, /. αβου-
λία, /
Injunction, πρόσταγμα, οι. εντολή,/.
Injure, ν. βλάπτω, ζημιόω, αδικέω.
λυμαίνομαι, σίνομαι, κακόω, πημαίνω,
έλασσόω, αάω
Injur er, λυμαντήρ, m. λυμεών, τη.
Injurious, ζημιώδης, επιζήμιος, αλυσι-
τελής, άδικος, αεικής, ανεπιτήδειος,
ανωφελής, λυμαντήριος, βλαβερο$
Injury, βλαβή, /. βλάβος, η. ζημία, /.
λύμη, /. αϊκία, /. πήμα, η.
Injustice, αδικία, / αδίκημα, η. ανο-
μία, /. ανεπιείκεια, /.
Ink, μέλαν, η. μελαντηρία, /.
INK
Inkstand, μελανοδοχειον, η.
Inlaid, δαίδαλος, δαιδάλεος, κολλητοί,
ποικίλος
Inland, ^eaoyaios, μ^σοΎ^ιος
Inlay, ν. δαιδάλλω, κολλάω
Inlet, στόμα, η. πάροδος, /.
Inmate, ένοικος, m, ενναετης, m. -τις, /.
Inmost, ενδότατος, εσωτερικός, μύ-
χατος, μύχιος
Inn, κατάλυμα, η. KaTayoyiov, η.
πανδοκείον, η : ξενοδοκεΐον, η.
Innate, έμφυτος, iyyev -ης, σύμφυτος :
to be innate, εμφύομαι, Ι^ί^νομαι
Innavigable, άπλοος, απλωτός
Inner, ενδότερος
Innkeeper, πανδοκενς, τη. κάπηλος, ηι.
Innocence, ακακία,/, άβλαβία,/.
Innocent, αναίτιος, άβλαβης, άναμάρ-
τητος, άθφος, άκακος [βώς
Innocently, adv. άναμαρτητως, άβλα-
Innovate, ν. καινόω, επικαινόω, νεωτε-
Innovating, νεωτεροποώς \_ρΚ ω
Innovation, καινοτομία, /. καινούργια,
/. νεωτερισμός, m. νεωτεροποι'ία, /.
Innoxious, άκακος, άβλαβης
Innumerable, αναρίθμητος, άνάριθμος,
μνριο.ς, άλόyιστoς
Inoculate, ν. ενοφθαλμίζω
Inoculation, ενοφθαλμισμός, τη.
Inoffensive, άβλαβης, άναμάρτητος
Inoffensively, adv. άναμαρτητως,
Inopportune, άκαιρος [άβλαβώς
Inopportunely, ado. άκαίρως
Inordinate, άτακτος, άμετρος, υπέρ-
μετρος, αμέτρητος, περισσός
Inordinately, adv. ύπερμετρως, εσ-
χάτως, περιώσιον
Inordinateness, αταξία,/, υπερβολή,/.
άμετρία, /. περισσότης, /.
Inquest, εξετασις, /.
Inquietude, ay ρυπνία, /. ταραχή, /.
Inquire, ν. εξετάζω, ζητεω, ερομαι,
πυνθάνομαι, ερωτάω
Inquirer, εξεταστής, on. ζητητης, m.
Inquiry, εξετασις, /. ζήτησις, /. πύσ-
τις, /. Ιστορία, /
Inquisition, εξετασις, /. εξετασμος, m.
Inquisitive, ζητητικος, φιλειδημων
Inquisitor, εξεταστής, τη. μαστευτης,τη.
Inroad, καταδρομν, /. επιδρομή, /.
έμβολη, /.
Inroll, ν. συγ^/ράφω, κaτaypάφ
Insalubrious, νοσηρός, νοσώδης
Insane, μανικός, παράφρων, εκφρων,
φρενομανης
Insanity, μανία, /. λύσσα, /. πλάνος
φρενών
Insatiable, Insatiate, ακόρεστος,
441
INS
άπληστος, άπαυστος, απλήρωτος,
άναλτος, άατος [τία,/.
Insatiableness, Insatiability, άπλησ-
Insatiably, adv. άπληστως [φω
Inscribe, v. yράφω, επηράφω, avaypa-
Inscription, ypaφη, /. yράμμa, n.
επ'ηραμμα, τι. επ^ραφη, /.
Inscrutable, αφανής, αδιερεύνητος,
ανεξερεύνητος
Insect, εντομον, τι.
Insecure, επικίνδυνος
Insecurity, κίνδυνος, m.
Insensibility, αναισθησία,/, άναλ^'ησίέ;
/. απάθεια, /. αμβλύτης, /.
Insensible, αναίσθητος, άvάλyητos,
απαθής : to be insensible, άναισθη-
τεω
Insensibly, adv. άναισθητως
Inseparable, αδιάκριτος, αχώριστος
Insert, ν. εμβάλλω, επεμβάλλω, εντί-
θημι, παρείρω : to be inserted, £7-
κειμαι
Insertion, εμβολή, /. ενθεσις, / παρεν-
θεσις, /. παρεμβολή, /.
Inside, εντός, ένδον [διπλόος
Insidious, επίβουλος, δολερός, δόλιος,
Insidiously, adv. εξ επίβουλης
Insidiousnes3, επίβουλη, /.
Insight, (skill, knowledge) επιστήμη,/.
Insignia, επίσημον, τι. παράσημον, ίι.
Insignificance, σμικρότης, /.
Insignificant, άσημος, φαύλος, ευτελής
Insincere, κίβδηλος, άπιστος
Insincerity, ύπόκρισις, /. απιστία, /.
Insinuate, V. ύποδύω, ύπερχομαι, θερα-
πεύω
Insinuation, θεραπεία, /. ύποδρομη, /.
Insipid, μωρός, άyευστoς
Insist, ν. ισχυρίζομαι, ^κειμαι
Insolence, ύβρις, / τρυφη, /. ύπερη-
φανία, /.
Insolent, υβριστικός, ϋβριστος, άσελ-
yης, υπερήφανος : to be insolent,
υβρίζω, εξυβρίζω, άσελyaίvω : in-
solent person, υβριστής, m.
Insolently, adv. υβριστικώς, άσελyώς
Insoluble, άτηκτος, άλυτος
Insolvent, ύπερχρεως, άνεσκευασ μένος
Insomuch, adv. ώστε, τοσούτον
Inspect, ν. Ιπισκοπεω, εφοράω*
Inspection, κατ άσκοπη, /. επίσκεψις,
f. επισκοπή, /.
Inspector, έφορος, τη. επίσκοπος, m.
κατάσκοπος, τη. [ ένδον,
οϊκεΐος [γράφω, ενσείω (in pass.)
Interpolate, ν. παρεμβάλλω, παρεγ-
Interpolation, παρεμβολή,/, εμβολή,/.
Interpose, ν. εμβάλλω, παρεντίθημι,
μεσιτεύω, μετέρχομαι [ο~ις, /.
Interposition, παρεμβολή, /. παρενθε-
Interpret, ν. ερμηνεύω, κρίνω, υποκρί-
νομαι, διαλαμβάνω
Interpretation, ερμηνεία, /. ερμήνευ-
μα, η. διερμηνευσις, /
Interpreter, ερμηνευς, m. ερμηνευτής,
m. εξηγητής, m.
Interregnum, μεσοβασιλεία, /.
Interrogate, ν. ερομαι, ερωτάω, εξετάζω
Interrogation, ερώτημα, η. ερωτησις,/.
Interrogative, ερωτηματικός
Interrupt, ν. υποβάλλω, ύπολαμβάνω,
επιλαμβάνομαι, ύποκρούω, παρενοχ-
λεω
Interruption, παρενόχλησις, /.
Intersect, ν. διαλαμβάνω, διατέμνω,
διασχίζω, διχοτομεω
Intersperse, ν. διασπείρω, κατασκε-
δάννυμι, συγκεράννυμι
Interstice, διάστημα, η. το μεταξύ
Intertwine, ν. εμπλέκω, διαπλέκω, £πι-
πλεκω
Interval, διάστημα, η. διάλειμμα, η.
Intervene, ν διαλείπω, διέρχομαι, εγ-
γίγνομαι, διαγίγνομαι, διεχω
Interview, σύνοδος, /. εντευξις, /.
συνουσία, /.
443
INV
Interweave, ν. προσυφαίνω, ενυφαίνω,
εγκαταπλεκω, εμπλέκω
Intestate, αδιάθετος
Intestine, επιδημίας, εμφυλυς, εμφύλιος
Intestines, έντερα, ιι. pi. σπλάγχνα,
n.pl.
Intimacy, συνήθεια, /. οϊκειότης, /.
Intimate, οίκείος, συνήθης : to be in-
timate with, πλησιάζω, συγκεράννυ-
μαι, χράομαι [δείκνυμι
Intimate, ν. σημαίνω, ενσημαίνω, εν-
Intimately, adv. οϊκείως [δειξις, /.
Intimation, σήμα, η. σημασία, /. εν-
Intimidate, ν. φοβεω, εκφοβεω, εκ-
πλήσσω [θαμβής
Intimidated, περίφοβος, φοβερός, περι-
Intimidation, εκπληξις, /.
Into, prep, εις or ες
Intolerable, αφόρητος, δυσφορος, ουκ
or ουδαμώς ανασχετος, άτλητος,
δυσάνεκτος, ατόλμητος, δυσασχετος
Intolerably, adv. αφορήτως, ατλητως,
δυσοίστως, αβαστάκτως
Intoxicate, ν. μεθύσκω [οίνος
Intoxicated, μέθυσος, παροίνιος, /car-
Intoxication, μέθη, /. οίνοφλυγία, /.
Intractable, αμήχανος, δυσπρόσοιστος }
κεράσβολος
Intrench, ν. αποταφρεύω, περιταφρεύω
Intrenchment, τάφρος, / αποτάφρευ-
σις, /. [άτρομος, αταρβης, τολμηρός
Intrepid, άφοβος, αδεης, άτρεστος,
Intrepidity, αφοβία,/, ατρεμία, /.
Intrepidly, adv. αφόβως, αδεώς
Intricacy, περίπλοκη, /.
Intricate, πολύπλοκος, περιπεπλεγμέ-
νος, περίπλοκος [επιβούλευμα, Π.
Intrigue, παρασκευή, /. επίβουλη, /.
Intrigue, ν. πολυπραγμονέω, επιβου-
λεύω [λευτης, m.
Intriguer, πολυπράγμων, m. επιβου-
Intriguing, πολύπλοκος, επίβουλος
Intrinsic, εγγενής, ετυμος
Introduce, ν. εϊσάγω, επεισάγω, προσ-
άγω, εϊσηγεομαι, εισφέρομαι, επεισ-
φρεω
Introduction, εισαγωγή, /. προσαγω-
γή, /. (pre/ace) προοίμιον, η. πρό-
λογος, in.
Introductory, εισαγωγικός
Intrude, ν. εϊσωθεω
Intrust, see Entrust
Intwine, V. εμπλέκω, περιπλέκω
Invade, v. εισβάλλω, εμβάλλω, επειμι,
επέρχομαι, αποβαίνω, επιστρατεύω
Invalid, άκυρος
Invalidate, άκυριν ποιεω [ύπερτίμιος
Invaluable, πάντιμος, πολυτίμητος,
INV
Invariable, ακίνητος, άτροπος, άμετά-
στροφος \τως
Invariably, adv. άκινητως, άμετακινη-
Invasion, εϊσβολη, / εμβολή, /. επι-
δρομή,/, άπόβασις, /
Invective, όνειδος, n.
Inveigh against, v. εγκειμαι [λεάζω
Inveigle, v. παλεύω, ψυχαγωγώ, δε -
Invent, v. ευρίσκω, εξευρίσκω, κτίζω
Invention, εύρημα, n. ευρεσις, /
Inventive, εύπορος, εύμτ)χανος, μηχα-
Inventor, εύρετης, m. -tls, f. [νικός
Inventory, κατάλογος, τη. απογραφή, f.
Inversion, ανάστροφη, /
Invert, V. αναστρέφω, μεταστρέφω
Invest, v. (confer) περιβάλλω, περιτί-
θημι; (enclose, besiege) περικάθημαι,
πολιορκεω
Investigate, v. εξετάζω, αναζητεω,
ανακρίνω, σκοπεω, διασκοπεω, ερευ-
νάω, διεζερευνάω : to investigate
particularly, ακριβόω, διακριβόω,
μικρολογεομαι
Investigation, εξετασις, / ζήτησιε, /.
<37Τ7/μα, η. άναζητησις, /. άνάκρι-
σις, /
Inveterate, παλίγκοτος, παλίνορσος,
έγχρονισθεϊς : to become invete-
rate, εγχρονίζομαι, επιχρονίζω, εγ-
καταγηράσκω
Invidious, επίφθονος
Invidiously, adv. επιφθόνως
Invigorate, ν. επιρρώννυμι, κρατύνω,
αρθρόω
Invincible, άδμητος, άησσητος, άμα-
χος, δύσμαχος, ανίκητος, άθραυστος,
άληπτος, ανάλωτος, ανυπέρβλητος,
άσυλος, αάατος
Inviolability, ασυλία, /.
Inviolable, άσυλος, ασύλητος, αάατος
Inviolably, adv. ασυλεϊ [ακέραιος
Inviolate, ά/3λα/37?^ άβλαπτος, άσυλος,
Invisible, αόρατος, αφανής, άδηλος,
αόρατος
Invitation, κλησις, / πρόκλησις, /.
Invite, ν. καλεω, προσκαλεω, παρακαλεω
Inundate, ν. κατακλύζω, επικλύζω
Inundation, κατακλυσμός, τη. επίκλυ-
σις, /. επιρροή, / [επαγωγά, /•
Invocation, άνάκλησις,/ επίκλησις, /
Invoke, ν. επικαλεω, άνακαλεω, καλεω,
επιβοάομαι, αύδάω ; (the gods) θεο-
κλυτεω, επιθεάζω
Involve, ν. εμπλέκω, περιβάλλω, εγ-
κατειλεω : to be involved in, εμ-
πλέκομαι, συνίσταμαι, σύνειμι, συγ-
κζράννυμαι
Involved, εμπεπλεγμένος, συνεστως
444
JOY
Involuntary, ακούσιος, αεκούσιος,
αεκων, άκων
Involution, εγκύλισις, / εμπλοκή, /.
Inure, ν. εθίζω
Inured, συνήθης
Inutility, αχρηστία, /
Invulnerable, άτρωτος, άβρηκτος
Inward, ενδότερος
Inwards, εσω ώ είσω
Jocose, Jocular, γ€λο?ο$ 9 ευτράπελος,
γελωτοποιός
Jocosely, adv. ευτραπελως [m.
Jocoseness, γελωτοποαα, / χλευασμός,
Jocund, φαιδρός, ιλαρός: to be jo-
cund, φαιδρύνομαι, ίλαρόομαι
Jocundly, adv. ίλαρως
Jog, v. σείω, ανασείω, συσσείω
Jogging, σεισμός, m. τιναγμός, m.
Join, ν. αρμόζω, συναρμόζω, ζεύγνυμι,
συζεύγνυμι, συνάπτω, συνάγω ; in-
trans. συμβάλλω, συνάπτω, προσ-
χωρέω, συνίσταμαι
Joined, σύγκρατος, συναρηρως
Joining, ζευξις, / σύζευξις, /.
Joint, (of the body) άρθρον, οι. άρθρω-
σις, /. γίγγλυμος, in. συγκαμπη,/
(of stalks) συζυγία, f. γονάτων, n.
(in carpentry) γίγγλυμος, m. αρμοσ-
μα, n. αρμός, m. αρμονία,/. : to put
out of joint, εξαρθρόω
Joint, v. διαρθρόω, εξαρθρόω
Joint, adj. συζύγιος, σύζυγος
Jointed, έναρθρος
Jointly, adv. δμου
Joist, δόκος^ f. [παιγμός, m,
Joke, σκώμμα, n. σκωμμάτιον, n. εμ-
Joke, v. παίζω, εμπαίζω, διασκώπτομαι,
Jollily, adv. Ιλαρώς [επικερτομεω
Jollity, ευφροσύνη, f. ιλαρότης, /
Jolly, ιλαρός, φαιδρός, εύθυμος
Jolt, ν. τινάσσω, ανασείω, ύποσείω
Jolting, άνάσεισμα, η.
Ionia, Ιωνία, f.
Ionian, Ionic, Ιωνικός, Ίαόνιος
Ionians, "Ιωνες /• τήρψίί, /. χαρμάνη, /.
χάρμα, η. ηδονή, f. γηθοσύνη, /.
ευφροσύνη, /.
Joyful, ιλαρός, άσμενος, φαιδρός, εϋ-
φρων, εύγηθης, γηθόσυνος : to be
joyful, χαίρω
Joyfully, adv. ασμένως, φίλως
JOY
Joyless, άτερπής
Joyous, Ιλαρός, άσμενος, χαρμόφρων
Irascibility, όργιλότης, f. rb όξύθυμον
Irascible, όργίλος, οξύς, οξύθυμος
Ire, opy)), f. χόλος, m. θυμός, m. kotos,
m. μήνις, f. [ανιαρός, βαρύς
Irksome, επαχθής, δυσχερής, λυπηρός,
Irksonieness, δυσχέρεια, f. επάχθεια,
/.βαρύτης, f.
Iron, σίδηρος, m. : adj. σιδήρεος, σιδη-
ρίτης : iron instrument, σίδηρων, n,
Ironical, ειρωνικός
Ironically, adv. ειρωνικώς
Irony, εϊρωνεία, f.
Irrational, (of deeds or men) άλογος,
αλόγιστος; (of men) άνοος, contr.
άνους, άφρων
Irrationality, άλογία, f. άλογιστία, f.
Irrationally, adv. αλογίστως, άλόγως,
άφρόνως [δος, δυσδιάλυτος
Irreconcileable, αδιάλλακτος, άσπον-
Irreconcileably, adv. άκαταλλάκτως
Irrecoverable, ανήκεστος, άνεπισκεύ-
αστος [τος, ακατάβλητος
Irrefragable, ανέλεγκτος, ανεξελεγκ-
Irrefragably, adv. αναμφισβητήτως,
άναμφιλόγως
IiTegular, ανώμαλος, δύστακτος
Irregularity, ανωμαλία, f. ανώμαλο-
της, /. παρανομία, f.
Irregularly, adv. άνωμάλως
Irreligion, ασέβεια, f. άνοσιότης, f.
Irreligious, άσεβης, ανόσιος, άθεος :
to be irreligious, άσεβεω
Irreligiously, adv. άνυσίως [αμήχανος
Irremediable, ανήκεστος, δυσίατος,
Irremediably, adv. άνηκεστως, άνιάτως
Irreparable, άνεπισκεύαστος, ανήκεσ-
τος, άπρακτος, δυσίατος
Irreprehensible, άμεμπτος, άναμάρτη-
τος, αμώμητος, ανεξέλεγκτος
Irreproachable, άμεμπτος, αμώμητος,
ανεξέλεγκτος, άνέγκλητος, άνεπί-
ληπτος
Irreproachably, adv. αμεμπτως, άνα-
μαρτήτως, άνεπιλήπτως
Irresistible, άφυκτος, δυσπάλαιστος,
δυσπολεμητος, ανυπόστατος, άσχετος
Irresistibly, adv. άφύκτως, ασχέτως
Irresolute, άπορος, άμφίβουλος
Irresolution, απορία, /.
Irrespective, άπερίοπτος
Irresponsible, ανεύθυνος, άνυπεύθυνος
Irretrievable, ανεπισκεύαστος, ανήκεσ-
τος, άμετάτρεπτος
Irretrievably, adv. άνηκέστως
Irreversible, άνεξάλειπτος, άμετάστα-
τος, άμεττάρεπτος
445 '
JUM
Irrevocable, αμετάκλητος, ανήκεστος
Irrigate, ν. αρδεύω, άρδω [σις, f-
Irrigation, ύδρεία, f. ϋδρευσις, f άρδευ.
Irritability, όργιλότης, f. όξυθυμία, f.
Irritate, ν. ερεθίζω, οργίζω, παροξύνω,
κινεω, κνίζω, θήγω
Irritation, παροξυσμός, m. ερεθισμός, m.
Irruption, καταδρομή, f. επιδρομή, f.
Island, νήσος, f. νησ\ς, f. : a little
island, νησίδων, n. νησύδριον, n.
Islander, νησιώτης, m. νησιώτις, f.
Isosceles, Ισοσκελής
Issue, διέξοδος, f. τοεκβάν, τέλος, n.
(offspring) γόνος, m. εκγονα, n. pi.
Issue, v. εξέρχομαι, εκβαίνω, εξορμάω,
εκπίπτω
Isthmus, Ισθμός, m.
It (neuter of He), το, αυτό, εκείνο
Italian, Ίταλιώτης, m.
Italy, 'Ιταλία, f.
Itch, (disease) ψώρα, f. κνύος, n.
Itch, v. κνησιάω, κνήθομαι : to make
to itch, κνίζω [_ο~ις, /.
Itching, κνισμος ώ κνησμός, m. κνή-
Ithaca, Ιθάκη, f.
Itinerant, πλαγκτός, πλάνητος, όδοι-
πλανής, οδοιπόρος
Itself (neuter of Himself), αυτό
Judge, κριτής, m. δικαστής, m. βρα-
βευτής, m. δικαιοδότης, m.
Judge, v. κρίνω, δικάζω, προκρίνω :
(form an opinion) δοξάζω, στα^α-
ομαι, οΧομαι, διορίζω
Judgment, (judicial) κρίσις, f. δίκη,
f. (understanding) γνώμη, f νόος,
contr. νους, m. (opinion) γνώμη, f.
δόξα, f διάγνωσις, f.
Judgment-seat, κριτήριον, n.
Judicature, δικαστήριον, n.
Judicial, Judiciary, δικανικός, δικασ-
τικός
Judicious, γνωμονικός, φρόνιμος,
δεξιός, έμπειρος
Judiciously, adv. φρονίμως, σοφως
Jug, πρόχοος, f. προχοϊς,^.
Juggle, Juggling, γοητεία, f. γοήτευ-
μα, n. μαγγάνευμα, n. θαυματοποιια,/.
Juggle, ν. θαυματουργεω, γοητεύω,
μαγγανεύω [ποιος, m.
Juggler, γόης, m. μάγος, m. θαυματο-
Jugular vein, φλεψ σφαγίτις, f.
Juice, γάνος, m. χυλός, m. χυμός, m.
Juiceless, άχυμος
Juicy, εγχυμος. διάχυλος
July, Έκατομβαιών, m.
Jumble, v. συγχέω, συμμίγνυμι
Jump, άλμα, n. πήδημα, n.
Jump, v. πηδάω, θρώσκω, άλλομαι,
JUN
δρχεομαι : to jump over, διαπηδάω:
to juinp up, αναπηδάω
Junction, συνάψω, /. συναφή, f. σύ-
ζ^^ /f.
Juncture, καιρός, m. άκμη, f.
June, ^,κιροφοριών, m.
Junior, νεώτερος
Juniper, (tree) άρκευθος, f. κέδρος,/.
(berry) κεδρϊς, /. άρκευθϊς, f.
Juno, "Ηρα, /.
Ivory, ελεφας, m. : of ivory, ελεφάν-
TIVOS
Jupiter, Ζευς, m.
Jurisdiction, δικαιοδοσία, /.: to have
jurisdiction, κυριεύω
Jurisprudence, νόμος, m. νομική τέχνη
Juror, δικαστής, m.
Just, δίκαιος, επιεικής, έννομος, ένδι-
κος, αίσιμος, ίσος, δρθος, νόμιμος
Justice, δίκη, f. δικαιοσύνη, /. δικαιό•
της, /. επιείκεια, f. (judge) δικασ-
τής, m.\ court of justice, δικασ-
ττ]ριον, n.
Justifiable, δίκαιος, νόμιμος, επιεικής
Justification, δικαίωσις, f. δικαίωμα, n.
Justify, v. δικαιυω, δικάζω or -ομαι,
διαδικαιόω
Justly, adv. δικαίως, ενδίκως, συν
δίκη, κατά δίκην
Jut out, ν. προέχω, άνεχω, πρόκειμαι
Jutting out, προβλης, έξοχος
Juvenile, νεανικός, νεανΧς
Ivy, κισσός, πι. : of ivy, κίσσινος
κ.
Keel, τρόπις, f. τροπιδεΊον, οι. δλ~
κειον, η. στείρα, /.
Keen, δριμύς, οξύς; (of words, &c.)
κερτόμιος, κερτομος [σφόδρα
Keenly, adv. δριμύ, δριμεως, οξέως,
Keenness, δξύτης, /. δριμύτης, /.
Keep, ν. σώζω, διασώζω, φυλάσσω,
εχω ; (as cattle) τρέφω : to keep
off or away, ερ^ω, Att. εϊρyω, απ-
ερ^ω, απέχω, απωθεω ; (as rain)
στε*γω, αποστέργω : to keep in or
together, συνέχω, κατέχω : to keep
on, (continue doing) διατελεω, εχω,
δια'γί'γνομαι : to keep secret, στε^ω :
to keep company with, συνομιλεω,
εταιρίζω
Keeper, φύλαξ, m. φυλακτηρ,πι. : pri-
son-keeper, δεσμοφύλαξ, πι.
Keepsake, κειμηλιον, n. [t&s, m.
Kennel, (watercourse) αμάρα, f. δχε-
T^ept, part, σεσωσμενος, πεφυλα'γμενος
446
KIN
Kernel, πυρην, m. κόκκος, πι.
Kettle, λεβης, πι. χάλκειον, n.
Key, κλεϊς, Ion. κληϊς, f. κλειδίον, n. :
a false key, αντίκλεις,/.
Kibe, χίμετλον, n. [μος, πι.
Kick, Kicking, λάκτισμα, n. λακτισ-
Kick, v. λακτίζω : to kick off or
away, kick up, απολακτίζω : to
kick against, αντιλακτίζω
Kicker, λακτιστης, πι. [ερίφειος
Kid, εριφος, c. ερίφιον, n. : of a kid,
Kidnap, v. ανδραποδίζω
Kidnapper, ανδραποδιστης, πι.
Kidnapping, ανδραπόδισις, f. ανδρα-
ποδισμος, πι.
Kidney, νεφρός, m. : of the kidneys,
νεφρίτης, νεφρίδιος : like a kidney,
νεφροειδης, νεφρώδης
Kill, v. κτε'ινω, κατακτείνω, αποκτείνω,
φονεύω, φενω, καταφενω, θανατόω,
σφάζω, αποσφάζω, υλλυμι, απόλ-
λυμι, καθαιρεω, καιν ω
Killed, σφακτδς, πτώσιμος
Killer, φονεύς, πι. σφα-γευς, πι. δλε-
τηρ, πι.
Kin, συ^^ενεια, f. : nearness of kin,
ay χιστεία, f. : to be next of kin,
ντγχιστεύω
Kind, ^ενος, n. είδος, n.
Kind, εΰνοος, ευμενής, εύκολος, ήπιος,
φιλόφρων, πρόφρων, προσηνής, μεί-
λιχος
Kindle, V. εμπίπρημι, ανακαίω, απτω,
αϊθω, εναύω, δαίω
Kindliness, εύμενεια, /. φιλοφροσύνη,
f. εύνοια, f. μειλίχια, f. επιείκεια, /.
Kindly, adv. ευμενώς, φιλοφρόνως,
προφρόνως, ηπίως, ενδυκεως, ευκό-
λως, συν εύμενεια
Kindness, εύνοια, f. εύμενεια, f. μει•
λιχία, f. πρευμενεια, f. εύερyεσίa, f. :
a kindness, benefit, χάρις, f. εύερ-
γβσία, /. εύερyετημa, n. : to be
kind, do a kindness, χαρίζομαι,
φιλοφρονεομαι, εύεργετεω
Kindred, συyyεvειa,f.
Kindred, συγγενή, δμoyεvης, εγγενή,
οικείος, εμφυλος, σύμφυλος, δμαίμων
Kine, κτήνος, η.
King, αναξ, πι. βασιλεύς, m. μόναρ-
χος, ηι. τύραννος, ηι. ανάκτωρ, πι. :
•to be a king, βασιλεύω, τυραννεω
Kingdom, βασιλεία, f. μοναρχία, f.
τυρανν\ς, f.
King-fisher, άλκυων, f. αλκυονίς, f.
Kingly, βασίλειος, βασιλικός, τυραν-
νικός
Kinsfolk, Kinsmen, συyy ενε ια, f.
KIS
Kiss, φίλημα, n.
Kiss, v. φιλέω, καταφιλέω, κυνέω
Kitchen, όπτάνιον, οι. ίπνός, πι.
Kite, Ικτίνος, πι. τρίορχος, on.
Knack, τέχνη, f. δεξιότης, f.
Knapsack, πήρα, f. θύλακος, m. κω-
Knave, πανούργος, on. [ρυκϊς, f.
Knavery, πανουργία, f. κακούργημα, n.
Knavish, πανούργος, κακούργος, μοχ-
θηρός [φύρω
Knead, ν. μάσσω, διαμάσσω, φυράω,
Kneading-trough, κάρδοπος, f. μάκ-
Knee, γόνυ, οι. [τρα, f.
Kneel, ν. γονυπετέω, οκλάζω
Kneeling, γονυπετης
Knife, μάχαιρα, f. κωπϊς, f.
Knight, ιππευς, on. ιππότης, πι. : to
be a knight, Ιππεύω
Knit, V. πλέκω, συμπλέκω, εϊρω, εγείρω
Knob, τύλος, m.
Knock, πληγή, f.
Knock, v. κόπτω, κρούω, θυροκοπέω
Knocker, ρόπτρον, n.
Knock-kneed, γονύκροτος, βλαισός
Knot, άμμα, οι. σύναμμα, n.
Knot, v. συνδέω, απτω
Know, ν. γιγνώσκω, οϊδα, ϊσημι, σύν-
οιδα, καταμανθάνω, εξεπίσταμαι : to
know beforehand, προεπίσταμαι,
προγιγνώσκω, πρόυιδα
Knowing, ίστωρ, επιστήμων, ϊδρις
Knowledge, επιστήμη, f. σοφία, f.
ιστορία, f. γνώσις, /. γνώρισις, /.
μάθησις, /. : Λvant of knowledge,
απειρία, /. αμάθεια, /.
Known, γνωτος, γνωστός, γνώριμος :
to make known, γνωρίζω, δηλόω,
μηνύω, φανερόω
Knuckle, κόνδυλος, m.
Laborious, επίπονος, φιλόπονος, φίλερ-
γος, πολύμοχθος
Laboriously, adv. επιπόνως
Labour, πόνος, πι. κάματος, on. μόχθος,
on. μόγος, on. (childbirth) τόκος, on.
λοχεία, f. ωδ\ς, f. : without labour,
άπονος, άμυχθος ; adv. απόνως, άπο-
νητί, άμογητϊ
Labour, ν. πονέω, διαπονέω, εργάζομαι,
κάμνω, μοχθέω, πραγματεύομαι, δια-
τείνομαι, κατεργάζομαι
Labourer, εργάτης, m. θης, m. εριθος,ο.
Labyrinth, λαβύρινθος, on. : like a
labyrinth, λαβυρινθώδης
447
LAN
Lacerate, v. δρύπτομαι, σπαράσσω
άμύσσω, κνάπτω, δάπτω
Laceration, σπαραγμός, on. άμυγμός, πι.
Lack, ένδεια, f. απορία, /. σπάνις, f.
Lack, ν. δέω ώ δέομαι, σπανίζω, άπορέω
Laconia, η Αακωνικη, γαία Αακωνϊς, f.
Laconic, Αακωνικός, σύντομος
Laconically, adv. Αακωνικώς
Lad, μειράκιον, οι. μεψακύλλιον, οι.
μειρακίσκος, m.
Ladder, κλίμαξ, f. κλιμάκιον, οι. απο-
βάθρα, f. άναβάθρα, f.
Lade, V. γεμίζω
Lading, φόρτος, on. φορτίον, οι.
Lady, δέσποινα, f. άνασσα, f. γυνή, f.
Lag, V. βραδύνω, υπολείπομαι, αναδύομαι
Laic, λαϊκός
Lair, φωλεός, πι. εύνη,/. ξύλοχος, f.
Laity, λαός, πι. δήμος, πι.
Lake, λίμνη, f. λίμνιον, on. : like a
lake, λιμνώδης
Lamb, άμνος, on. άρνός, c. άρνίον, n.
αμνα,ς, f.\ of a lamb, άρνεος, αμ-
νεΐος : lamb's-skin, άρνακϊς, f.
Lambkin, άρνίον, n.
Lame, χωλός, κυλλός, γυιός
Lame, v. χωλόω, άποχωλεύω, άποχω-
λόω, γυιόω : to be lame, χωλεύω,
χωλαίνω
Lameness, χωλεία, f. χωλότης, f.
χώλωμα, n.
Lament, ν. κλαίω, κατακλαίω, όλοφύ-
ρομαι, άνολοφύρομαι, πενθέω, θρηνέω,
οδύρομαι, άνοδύρομαι, στένω, στενά-
ζω, στενάχω, δακρύω, καταδακρύω,
αιάζω, κόπτομαι
Lamentable, οϊκτρός, κλαυτος, πολύ-
κλαυτος, πολυδάκρυτος, οίμωκτός,
άξιόθρηνος [τως
Lamentably, adv. οίκτρώς, πολυδακρύ-
Lamentation, θρήνος, πι. πένθος, η.
όδυρμός, πι. οϊμωγη, f. στοναχη, /.
στόνος,πι. στεναγμός, πι. θρηνωδία, f.
οίκτος, πι. οϊκτισμός, πι. γόος, πι.
όλοφυρμός, on.
Lamenting, πολύκλαυτος, οϊκτρόγοος,
πανόδυρτος, στονόεις
Lamp, λαμπάς, /. λύχνος, πι. λύχνιον,
Lampoon, ίαμβος, πι. [οι. στίλβη, f.
Lampoon, ν. ίαμβίζω, σατυρίζω
Lamprey, μύραινα, f. σμύραινα, f.
Lance, λόγχη, f. δόρυ, n. έγχος, n.
Lance, v. σχάζω, κατασχάζω, λογχεύω
Lancet, σμίλη, f. σμιλίον, οι. φλεβοτό-
μον, 71.
Land, γη, f. 70"»? /. χάρος, πι. δάπε-
Βον, η. χθων, f. έδαφος, n. : dry
land, τό ξηρον, η ξηρά : arable
LAN
land, άρουρα, f. άρωμα, η. : grass
land, νομή, f. νομός, m.
Land, adj. επίγειος, ξηροβατικος
Land, v. εκβαίνω, έκβιβάζω, αποβαίνω,
αποβιβάζω : to bring to land, (of a
ship) κατ ay ω, εϊσελαύνω
Land-forces, το πεζον, το πβζίκον
Landholder, γεωμόρος, τη.
Landing, άπόβασις, f. εκβασις, f. κατ-
αγωγή, f.
Landing-place, εκβασις, f. άπόβασις,
f. κάταρσις, f.
Landlady, πανδοκευτρία, f. καπηλϊς, f.
Landlord, ξενοδόκος, m. κάπηλος, m.
Landmark, στήλη, f. ορός, m.
Landowner, γημόρος, m. γεωμόρος, m.
Lane, η στενωποί, λαύρα, f. [τος, f.
Language, γλώσσα, f. φώνη, f. διάλεκ-
Languid, άτονος, άρρωστος, χαλαρός,
vypbs, ασθενές [αρρώστια, f.
Languidness, ατονία, f. ασθένεια, f.
Languish, v. μαραίνομαι, χαλάω, άτονέω
Languishing, vypbs [λυσις, f.
Languor, ατονία, f. ασθένεια, f. εκ-
Lanigerous, μαλλοφόρος
Lank, apaibs, foxvbs
Lankness, Ισχνοττ)ς, f. [x°s> m •
Lantern, φανός, m. wvbs, m. λυχνου-
Lap, κόλπος, m.
Lap, v. λείχω
Lapidary, λιθοζόος, on. λιθoυρybς, m.
Lapse, ολίσθημα, n. ροη, f.
Larch-tree, λάριξ, c.
Large, μέγας, μaκρbς, ευμεγέθης, πλα-
τύς, πάμπολυς : very large, ύπέρογ-
κος : as large as, Ισομεγέθης, Ισομέ-
τ ρητό ς
Largely, adv. μ6yάλως
Largeness, μέγεθος, on. πλατύτης, f.
Largess, επίδοσις,/. δώρον, οι.
Lark, κόρυδος, on. κορύδαλλις, f.
Lascivious, ασελγής, μάχλος, λάγνος,
μάργος, μανδαλωτος
Lasciviously, adv. ασελγώς
Lasciviousness, ασέλγεια, f. μαχλοσύ-
νη, f. μapyoσύvη, f.
Lash, μάστιξ, f. ίμάσθλη, f.
Lash, v. μαστιγόω, μαστιάω, Ιμάσσω
Lass, κόρη, /. νεανϊς, f.
Lassitude, κόπος, on. κάματος, m.
Last, καλάπους, m.
Last, ύστατος, έσχατος, τελευταΊος :
the last of all, πανύστατος, παν έσ-
χατος : last, adv. ΰστατον : at last,
τελευταιον, τέλος, εις τέλος
Last, v. μένω, διαμένω, συμμένω, αντ-
έχω, διατελέω
Lasting, έμμονος, μόνιμος, χρόνιος,
448
LAW
•πολυχρόνιος, εμπεδος, βέβαιος, δια-
τελης [παραμόνιμον
Lastingly, adv. βεβαίως, έμπέδως,
Lastly, adv. τελευταΐον, το τελευταων
Latch, έπισπαστηρ, on. μoχλbς, on.
Late, όψιμος, ΰφιος, χρόνιος : late, too
late, adv. οψε : too late, μεθύστε•
pov : to be late or too late, ύστερέω,
ύστερίζω, όψίζω
Lately, adv. νεωστ), νέον, πρώην, άρτι,
άρτίως, εναγχος, πάλαι
Lateness, όψιότης, f.
Latent, κρυπτά, κρυφαΐος, απόκρυφος
Later, ύστερος, κατώτερος
Lateral, πλάγιος
Laterally, adv. εκ πλayίoυ, πλayίωs
Latest, έσχατος, ύστατος, τελευταίος
Lathe, τόρνος, on. [μαϊστί
Latin, 'Ρωμαίος : in Latin, adv. e Pw-
Latitude, εύρος, n. πλάτος, n.
Latitudinarian, ελεύθερος, αόριστος
Latona, Αητώ, f.
Latter, the, 6 δε [πρώην, άρτι
Latterly, adv. νεωστϊ, νέον, εναγχος,
Lattice, κιγκλ\ς, f.
Laud, V. αινέω, έπαινέω, εγκωμιάζω
Laudable, alverbs, επαινείς, αξιέπαινος
Laudably, adv. ευ, άξιεπαίνως
Laudatory, επαινετές
Laugh, y έλασμα, οι.
Laugh, Laugh at, v. yελάω, επιγελάω,
κaτayελάω, πpoσyελάω, καχάζω, άνα•
κayχάζω : to want to laugh, γέλα-
σε'ιω : inclined to laugh, 7€λαστί-
kos [μος
Laughable, yελo7os, γέλασες, γελάσι-
Laugher, γελαστής, m. γελασΊνος, m.
Laughing, Laughter, *γέλως, m. καχασ-
μbς, m. : to cause laughter, γελω-
τοποιέω : causing laughter, 76λω-
τοποώς
Lavish, v. αναλίσκω, έκχέω : to be
Lavish, άφειδης [lavish, άφειδέω
Lavishly, adv. αφειδώς, άφειδέως
Lavisbness, άφειδία, f.
Launch, v. καθέλκω, κατερύω
Laureate, δαφνηφόρος
Laurel, δάφνη, f. : of laurel, δάφνινος
Law, νόμος, m. θεσμbs, m. θέμις, f.
νόμιμον, n. κύρια, n.pl. σύγγραμμα, n. :
good system of laws, ευνομία, f. :
bad system of laws, κακονομία, f.
δυσνομία, f. : to enact laws, τίθημι
νόμον or θεσμύν, νομοθετέω, θεσμο-
π-οιέω : the making of laws, νομο-
θεσία, f. νομοθέτησις, f. : skilled in
law, δικανιώς : to go to law, δικά-
ζομαι, διαδικάζομαι
LAW
Lawful, έννομος, νόμιμος, δίκαιος,
θεμιτός, θέσμιος : it is lawful,
β|€σΤί, €£ΓΤί
Lawfully, adv. νομίμως
Lawfulness, νομιμότης, f. \ιη.
Lawgiver, νομοθέτης, m. νυμογράφος,
Lawless, άνομος, άδικος, άθέμιστος,
ίκθεσμος [νόμως
Lawlessly, adv. άνόμως, αδίκως, παρα-
Lawlessness, ανομία, /.
Lawsuit, δίκη, f διαδικασία, /.
Lawyer, νομικός, m. δικανικός, m.
Lax, άρρωστος, χάννος, 'έκλυτος, χα-
λαρός
Laxness, Laxity, ίκλυσις, f. χαυνό-
της, /. χαλαρότης, /.
Lay, ν, τίθημι, βάλλω, καθίζω, Ίστημι,
ιδρύω; (as a stake or wager) ύπο-
τίθημι; (hands on) εμβάλλω, επι-
βάλλω : to lay up or by, κατα-
τίθημι, άποτίθημι, προθησαυρίζω :
to lay on, έπιτίθημι, επιβάλλω, 4π-
ανατίθημι, επιφέρω : to lay before,
παρατίθημι, παρίστημι : to lay
aside, απορρίπτω : to lay down,
κατατίθημι, ύποτίθημι : to lay eggs,
ώοτοκέω, τίκτω : to be laid up
or by, κέιμαι, άπόκειμαι, άνάκειμαι :
to be laid down, κείμαι, ύπόκειμαι :
to be laid upon, έπίκειμαι
Lay, οίμη, f. οΊμος, m. στίχος, m.
στοίχος, n. (song, praises) οίμη, f.
κλέα, n. pi.
Layer, οΐμος, m. επιβολή, f. πτυξ, f.
Layman, λαϊκός, m. [ιδρωτϊ, άσπουδϊ
Lazily, adv. ραθύμως, άσυντόνως, ay-
Laziness, ραθυμία, f. ραστώνη, f.
άπονία, f. νωθρότης, f. apyia.f.
Lazy, αργός, ράθυμος, νωθρός, μαλακός,
κακός : to be lazy, ραθυμέω, ρα,δι-
ουργέω, νυστάζω, μαλακίζομαι, άργέω
Lead, ν. άγω, ηγέομαι, υφηγέομαι,
ηγεμονεύω, άρχω, πορεύω ; (of direc-
tion, as a road) φέρω ; (of life)
διάγω: to lead away, απάγω, παρ-
άγω, υπάγω, άπαίρω : to lead forth,
εξάγω : to lead to or into, εισάγω,
είσπορεύω, έμβιβάζω : to lead back,
κατάγω, ανάγω, έπανάγω : to lead
by or past, παράγω : to lead
across, διάγω, διαβιβάζω : to lead
round, περιάγω : to lead on, προ-
άγω, προβιβάζω : to lead on
against, επάγω, προσάγω, έφηγέ-
ομαί : to lead on, induce, άνά'γω,
επισπάω : to lead from, παρά'γω :
to lead out against, άντιπαράγω
Lead, μόλυβδος, m. ιιόλιβος, m.
449
LEA
Leaden, μολύβδινος : leaden ball or
bullet, μολυβδϊς, /. μολύβδαινα, f.
Leader, ηγεμών, in. προστάτης, m.
ηγητωρ, m. άρχος, m. εξαρχος, m.
άγος, in.
Leading, άγωγη, f. υπαγωγή, /. πομπή,
f. : a leading forth, εξαγωγή, f.
Leaf, φύλλον, n. πέταλον, n.
Leafless, άφυλλος, άπέτηλος
Leafy, εΰφυλλος, φυλλοφόρος, φυλλώ-
δης, πολύφυλλος, εύπέταλος
League, συνωμοσία, f. συνθήκη, f.
σπονδή, /. συμμαχία, /.
League together, ν. συνόμνυμι
Leak, ν. παραχαλάω, άντλον δέχομαι
Lean, ισχνός, άσαρκος, σκελετός, λεπ-
τός : to make lean, ισχναίνω
Lean, ν. κλίνω: to lean against, up-
on, or towards, επικλίνω, ερείδω,
προσκλίνω : to lean back, άνακλίνω:
to lean away from, αποκλίνω, άπ-
ερείδομαι
Leanness, ισχνοτης, f. λεπτότης, f>
άσαρκία, f.
Leap, άλμα, n. πήδημα, n. σκίρτημα,
n. πηδησις^.
Leap, V. πηδάω, σκιρτάω, άλλομαι,
θρώσκω : to leap away, άποπηδάω :
to leap down or from, έκπηδάω,
καταπηδάω, έξάλλομαι : to leap on
or into, είσπηδάω, έπιπηδάω, είσάλ-
λομαι, έπιθρώσκω : to leap up, ανα-
πηδάω, άνάλλομαι : to leap over,
διαπηδάω, διάλλομαι
Leaper, σκιρτητης, m.
Leaping, πηδησις, f. άλσις, f.
Learn, v. μανθάνω, έκμανθάνω, κατα-
μανθάνω, αισθάνομαι, διδάσκομαι,
κατανοέω, πυνθάνομαι : to learn
beforehand, προμανθάνω : to learn
besides, προσμανθάνω, επιμανθάνω
Learned, πολυμαθης, πολυίστωρ, παι•
δευτός, ελλόγιμος
Learner, μαθητής, m.
Learning, μάθησις, f. μάθημα, n. διδασ-
καλία, f. παίδευσις, f. : fond of
learning, φιλομαθής, μαθητικός : to
be fond of learning, φιλομαθέω :
fondness for learning, φιλομάθεια,
f. : quick in learning, εύμαθης
Learnt, easy to be, εύμαθης
Leash, αγκύλη, f. ιμάς, m.
Least, ελάχιστος, ηκιστος, μικρότατος,
ολίγιστος ; adv. ήκιστα, ελάχιστα :
not in the least, ουχ η"κιστα, ου
μέντοι : at least, ye, περ, άλλα
Leather, δέρμα, n. διφθέρα^, σκυτος,
n. χόριον, n. : anything made of
υ
LEA
leather, leathern garment, διφθέρα,
f. σπολαε,/.
Leathern, σκύτινος, δερμάτινος
Leave, εξουσία, f. συyyvώμη, /.
Leave, v. λείπω, καταλείπω, απολείπω,
προλείπω, άφίημι ; (only of a place)
απαλλάσσομαι, αμείβω, έρημόω : to
leave off, λήγω, άφίημι, επέχω,
παύομαι : to leave by will, διατ'ιθε-
μαι : to leave alone, μονόω ; (take
no heed of, alloiv, suffer) έάω :
leave me alone, ea με
Leaven, ζύμη, f.
Leaven, v. ζνμόω
Leavened, ζυμίτης, ζυμώδης, ζυμωτός
Leaving, άπόλειψις, f. κατάλειψις, f.
Leavings, τα λείψανα, λεΐμμα, n.
Lecherous, Xayvos, Xayvns, ακόλαστος,
Lecture, σχολή, f. [μάχλος, άσελyης
Leech, βδέλλα, f.
Leek, πράσον, n. >γϊ)τειον, n. γηθυον, n.
Lees, τρυξ, f υποστάθμη, f.
Leeward, υπήνεμος
Left, αριστερός, σκαιός, ευώνυμος, λαιός;
(remaining) λοιπός, επίλοιπος : on
the left, έπ αριστερά, εξ αριστεράς,
4ς αριστεραν, προς Χαιά χειρϊ
Left-band, αριστερά, f. σκαια, f,
Left-handed, αριστερός, σκαώς : to
be left-handed, άριστερεύω
Leg, σκεΧος, n c κνήμη, f. κώΧον, n.
Legacy, δόσις,^ λείψανον, n.
Legal, νόμιμος, δίκαιος
Legality, νομιμότης, f.
Legally, adv. νομίμως
Legate, πρέσβυς, m. πρεσβευτής, m.
Legend, μύθος, πι. μυθoXόyημa, n.
Legendary, μυθικός, μυθώδης
Legible, avάyvωστoς, ευανάγνωστος
Legislate, ί\ νομοθετέω
Legislation, νομοθεσία, f. voμoθέτησις.f.
Legislator, νομοθέτης, m. voμoypάφoς,
• Legitimacy, yvησιότης, f. [m.
Legitimate, yv -ησιος, νόμιμος
i Legitimately, adv. yvησίως
Leisure, σχολή, f. ησυχία, f. apyia, f. :
«. want of leisure, ασχολία, f. : to
have leisure, be at leisure, σχο-
λάζω
Leisurely, adj. σχολαΊος, ήσυχοι ;
adv. σχολαίως, σχολτ}
Lend, v. δανείζω, κίχρημι
Lending δανεισμός, m.
Length, μήκος, Π. μακρότης, f. μάκρος,
n. : at length, τέλος, ε'ίς τέλος,
£ρ χρόνω [μακροποιέω
I Lengthen, ν. μηκύνω, τείνω, εκτείνω,
Lengthening, μηκυσμός, πι.
450
LIB
Lenient, συyyvώμωv, προσηνής, πράος,
ήπιος
Lenity, συyyvώμη, f. ηπιότης, f. π pa-
Lentil, φακός, m. [ότης, f.
Leonine, λεόντειος, λεοντώδης
Leopard, πάρδαλις, f. λεόπαρδος, 7Π. :
leopard's- skin, παρδαλέη, f.
Leprosy, λέπρα, f. λεύκη, f.
Leprous, λεπρός
Less, ελάσσων, ησσων, μείων : adv,
ήσσον, έλασσον, μειόνως
Lessen, ν.μειόω, ελαττόω, μινύθω
Lessening, μινύθησις, /. έλάττωσις, /.
Lesson, μάθημα, η. μάθος, η. δίδayμa,
η. παίδευμα, η.
Lest, μη, 'ίνα μη, όπως μη, μηπου :
lest at any time, μηποτε
Let, ό. (allow, suffer) έάω, αφίημι,
α,νίημι ; (on hire) μισθόω, απομισθόω,
έκμισθόω : to let out, αποδίδωμι, έκ-
δίδωμι : to let down, καθίημι, συy-
καθίημι, £y καθίημι : to let alone, έάω,
αφίημι : to let in, είσδέχομαι
Lethargic, ληθapyoς, ληθaρyικbς
Lethargy, ληθapyoς, πι. ληθaρyίa, f.
Lethe, ληθη,β
Letter, (of the alphabet) ypάμμa, n~
(an epistle) επιστολή, f. y ράμμα, n.
Lettuce, θρίδαξ, f θριδακιν\ς, f.
Level, ισόπεδον, n. τό ίσον, τό απεδον ;
(instrument) σταφυλή, f.
Level, v. δμαλίζω, λεαίνω [Ισόπεδος
Level, ομαλός, ομαλής, ίσος, ΰ,πεδος,
Levelling, όμαλισμός, πι.
Levelness, δμαλότης, f.
Lever, μόχλος, πι.
Leveret, λά^γιον, n. λayώδιov, η.
Levity, έλαφρότης, f. έλαφρία,/. χαλί -
Levy, i^oyr),f. [φροσύνη,^
Levy, ν. αθροίζω, κaτaλέyω, συλλέyω,
ά^είρω ; (money) πράσσω
Levying, αθροισις, /. εκλογή, /. συλ-
λoyη, /• (of money) πράξις, f.
Lewd, λάyvoς, λάyvης. υβριστής, άσελ-
yfc, μάχλος, ακόλαστος
Lewdness, λayvείa, f. άσέλyειa, f.
μαχλοσύνη, f.
Lexicographer, λεξικoyράφoς, πι.
Lexicon, λεξικόν, n.
Liable, υπεύθυνος, ένοχος, υπόδικος :
to be liable, ενέχομαι
Liar, ψεύστης, m. ψευδής, m.
Libation, λοιβη, f. σπονδή, f. χοη, f.
έπιλοιβη, f : to make a libation,
σπένδω, λείβω, άποσπένδω
Libel, βλασφημία, f.
Libel, v. βλασφημέω
Libellous, βλάσφημος
LIB
Liberal, ελευθέριος, ελεύθερος, άφθονος,
εύδάπανος, φιλόδωρος
Liberality, ελευθερωτής, f. πολυδωρία,
f. φιλανθρωπία, f.
Liberally, adv. έλευθερίως, άφθόνωζ
Liberate, V. ελευθερόω^ λύω, εκλύω
Liberation, ελευθέρωσις,/. λύσις, f.
Liberator, ελευθερωτής, m.
Libertine, άσωτος, άσελ-γης
Libertinism, ασωτία, f. άσέλ^/εια, f.
Liberty, ελευθερία, f.
Library, βιβλιοθήκη, f.
Licence, έλευθέρωσις, f. εξουσία, f.
άδεια, f.
License, v. εάω
Licentious, άκρατης, ακόλαστος, άσω-
τος, άσελ~/Ύ]ς, άτακτος, μαρ~γος
Licentiously, adv. άκολάστως, άκρα-
τώς, ευχερώς
Licentiousness, άκολασ.α, f άκρασία,
f. ύβρις, /. ευχέρεια, f. μαρ-γότης, /.
άσέλ~γεια, f.
Lick, ν. λε'ιχω, λιχμάω : to lick up,
διαλείχω, άναλείχω : to lick round,
περιλείχω
Lictor, ραβδούχος, m. ραβδοφόρος, m.
Lid, πώμα, n. επίθημα, n.
Lie, ψευδός, n. ψευδολογα^. ψεύσμα, n.
Lie, v. κεϊμαι, κατάκειμαι, κατακλίνο-
μαι : to lie on or in, εγκειμαι, επί-
κειμαι, έ'γκατακλίνομαι : to lie with
or by, σύΎκειμαι, συ^ κατάκειμαι,
παρακλίνομαι : to lie under, ύπόκει-
μαι : to lie before, πρόκειμαι : to
lie near, πρόσκειμαι, παράκειμαι :
to lie down, κατάκειμαι, κατακλίνο-
μαι : to lie in wait for, εφεδρεύω,
ενεδρεύω : to lie hid, λανθάνω, κατα-
κρύπτομαι
Lie, V. ψεύδομαι, καταψεύδομ,αι, ψευδο-
λογεω
Lieutenant, νποστράτηΎος, m. ύπαρ-
χος, πι.
Life, βίος, m. ζωη, /. βιοτη, /. (-prin-
ciple of life) ψυχή, f. θυμός, m. (of
plants) το φυτικον ; (way or manner
of life) δίαιτα, f. διατριβή, f. διαίτη-
μα, n. βίος, m. : to be fond of life,
φιλοψυχέω
Life-giving, βιόδωρος, βιοδότης, φερέσ-
Life-guard, δορυφόρος, m. [βίος
Lifeless, αβίωτος, άψυχος, άπνοος
Lifelessly, adv. άβιώτως, δκνηρώς,
ψυχρώς
Lift, ν. αίρω, επαίρω, εξαίρω, άναίρω,
κομίζω, κουφίζω, ανακουφίζω, άνεχω ;
to lift up, επαίρω, ά,ναίρω ; (as the
voice) υρθιάζω, επορθιάζω
451
LDI
Ligament, Ligature, σύνδεσμος, m.
δεσμός, m. άμμα, 01.
Light, φάος. contr. φως, n. φέγγος, n.
αύ*γη, f. σέλας, n. : giving light,
φαεσφόρος, φωσφόρος, σελασφόρος
Light, v. άπτω, λάμπω, εναύω : to light
upon, meet with, επιπίπτω, επι-
βαίνω
Light, (of iceight) κουφός, ελαφρός ;
(bright) λάμπρος, λευκός, φαεννος ;
(unimportant) ράδιος; (easy, nimble,
active) κουφός; to make light of,
ραδίως φέρω, ραδίως ανέχομαι
Light-armed, ψιλός: light-armed sol-
dier, *γυμνης, m. πελτ αστής, m.
Lighten, v. (to make light, ease) κου-
φίζω, επικουφίζω, ελαφρίζω ; (flash)
αστραπτω, καταστράπτω
Light-footed, ώκύπους, ποδώκης
Light-hearted, ράθυμος
Lighthouse, φάρος, m.
Lightly, adv. κούφας, ελαφρώς
Light-minded, κούφος, κουφόνοος
Lightness, κουφότης, f. ελαφρότης, f.
Lightning, αστραπή, f. στεροπη, f.
Like, όμοιος, προσόυ,οιος, πρόσφερες,
εμφερης, προσεμφερης, ίσος, ίκελος,
είκελος, συγγενής, όμοσχήμων : near-
ly like, παρόμοιος : to be like, εοικα,
προσέοικα, ίνδάλλομαι, σνμφέρω : to
make like, δμοιόω, εξομοιόω, εικάζω,
προσεικάζω
Like, adv. ομοίως, δμοΐον, δμοΊα, δίκην,
ίσον, ίσα, είκόνα, eyy^? προσομοίως,
Ικέλως : like as, ώσεϊ, ώστε, οίόνπερ :
in like manner, ωσαύτως
Like, ν. στέρΎω, ασπάζομαι
Likelihood, πιθανόν, n. πιθανότης, f.
Likely, το εικός, εϊκώς, επίδοξος, πιθα-
νός, εΰπιστος : to be likely, εοικα
Likely, adv. εϊκότως : as is likely,
κατά το εϊκος, τω εικότι [προσεικάζω
Liken, ν. δμοιόω, εξομοιόω, εικάζω,
Likeness, δμοιότης, f. δμοιοσχημοσύνη,
f (image) είδωλον, it.
Likewise, adv. δμοίως, ωσαύτως
Lily, κρίνον, n. λείριον, n. : like a lily,
λειριόεις
Limb, άρθρον, n. μέλος, n. yv7ov, n.
κώλον, n. : limb by limb, μελεϊστϊ
Limb, ν, άρταμέω, διαρταμέω, διαρτάζω
Limber, εύκαμπης, εύκαμπτος, εϋ-
Lime, τίτανος, f. κονία, f. [στρεπτος
Lime or Linden-tree, φιλύρα, f.
Limit, ορός, m. οριον, n. τέρμα, w.
όρισμα, n. [κατακλείω, περιγράφω
Limit, v. ορίζω, περιορίζω, διορίζω,
Limitation, διορισμός, m.
U 2
LIM
Limited, περηραπτος, διωρισμενος
Limiting, διορισμός, ηι. διόρισις^.
Limner, ypacpevs, m.
Limp, v. σκάζω, επισκάζω, σκιμβάζω
Limpet, Χεπάς, f.
Limpid, diavyr}s, διαφανές
^ Linden-tree, φιΧύρα /f.: of the linden-
tree, (pikvpLVOS
Line, Ύραμμτ), f. (of writing) στίχος,
m. (row, file, of people, troops, trees,
&c.) στίχος, m. στοίχος, m. τάξις, f.
(cord, string, fishing-line) μ-ηρινθυς,
f. Xivov, n. [αΐμα, n.
Lineage, yei /ος, n. yεvεά, /. yeve6\ii, f.
Lineal, ευθύς, ίθυς
Linear, yρaμμικbς
Linen, Xivov, n. σινδων, f. Χ\ς, f βύσ-
σος, f. οθόνη, f.
Linen, adj. Χίνεος, βύσσινος
Linger, v. μέλλω, διατρίβω, ενδιατρίβω,
Lingering, μεΧΧησις, f. [βραδύνω
Link, δεσμός, m.
Link, V. συνάπτω, συζεύ^'ω
Lint, ράκος, n. Χ\ς, f.
Lintel, υπερθύρων, n.
Lion, Χεων, m. ΧΊς, m. : of a lion,
Χεόντεως : like a lion, Χεοντώδης :
lion's skin, Χεοντεη, contr. XeovTyj,f.
Lioness, Χεαινα, f.
Lip, χεΊΧος, n. χεΧύνη, f
Liquefaction, σύντηξις, f
Liquefy, v. συντήκω
Liquid, χυμός, m. χύμα, n. iypbv, n.
Liquid, ύyρbς, διζρος, πΧαδαρώδης: to
be liquid, bypoppow, ^ραίνομαι
Liquor, itypbv, n.
Lisp, V. τραυΧίζω, ψελλίζω
Lisping, τραυΧότης, f. ψεΧΧότης, /.
Lisping, ψελλοί, τραυΧος
List, κατάλογο*, m.
Listen, v. ακούω, επακούω, εισακούω,
υπακούω : listen to, {approve of,
accept) δέχομαι, υποδέχομαι
Listener, ακροατής, m. ακουστής, m.
Listening to, άκρόασις, f.
Listening to, κατ-ηκοος
Listless, άμεΧης, άφρόντ ιστός, μεθημων
Listlessly, adv. άφροντίστως, άμεΧητϊ
Listlessness, άμεΧεια, f. μεθημοσύνη,^".
Litany, Χιτανεία, f.
Literal, κύριος
Literary, \6y^
Literature, η μουσική
Litharge, Xιθάpyυpoς, f. [άμφισβητεω
Litigate, v. δικάζομαι, διαδικάζομαι,
Litigation, διαδικασία^. πρayμa.τείa,f.
Litigious, ψιΧόδικος, φιΧόνεικος : to
be litigious, φιΧοδικεω
452
LOA
Litter, φορεΊον, n. δίφρος, c. (straw)
υπόστρωμα, n. (refuse) σύρματα,
n. pi. συρφετός, m. (of animals)
τόκος, m.
Little, μικρός, οΧ'ηος, βραχύς, τυτθος,
παυρος : very little, πολλοστό* :
so little, τυννουτος, τύννος : how
little, οσσιχος : how little ] πόστο?
Little, adv. oXiyov, όλίγω, μικρόν,
σμικρώς, 9/κα, η"κιστα, άχνην : by
little and little, κατ oXiyov, ήκα :
however little, όσονουν : as little
as possible, ώ* Η\κιστα : to think
little of, εν σμικρφ ποιεομαι, πάρα
μικρόν ποιεω or ξέομαι
Little-minded, μικρόφρων, μικρόψυχος,
μικροπρεπης, μικpoXόyoς
Little-mindedness, μικpoXoyίa, f. μι-
κροψυχία, /.
Littleness, μικρότης, f oXiyOT -ης, f.
Live, ζών, ζωος, έμψυχος
Live, ν. βιόω, ζάω, ειμ\, βιοτεύω, πνέω,
διαπΧεκω, διαιτάομαι, διατρίβω, δια-
φέρω : to live through, pass one's
life, διαβιόω, διαζάω, διάγω β'ιον, δια-
γ'^νομαι : to live with, συνοικεω,
σύνειμι, όμιΧεω, σνμβιόω, συζάω,
συνδιατρίβω, συνδιά^γω : to live
near, παροικεω : to live far off,
άποικεω : to be lived, worth while
living, βιωτος, άξωβίωτος
Livelihood, βίος, τιι.βιοτη,£ βίοτεία,/.
Lively, ζωτικός, ψνχι^ς, άταλο*
Liver, ήπαρ, n. ηπάτων, n.
Livid, πεΧιδνος, πεΧιός : to be livid,
πεΧιδνόομαι, πεΧιαίνομαι
Lividness, πεΧιδρότψ
Living, ζωος, έμψυχος, εμπνοος, ζών :
living with, σύνοικος, σύννομος : a
living with, συνοίκησις, f. συνοικία,
f. : mode of living, διατριβή, f.
βιοτεία, f βιότευμα, n. : the living,
οι ενθαδε, οι άνωθε
Lizard, σαυρος, m. σαύρα, f. ασκαΧα-
βώτης, m. : like a lizard, σαυρο-
ειδης_
Lo, ίδου, rjv, ηνίδε
Load, άχθος, n. φορτ'ιον, n. βάρος, n.
Load, V. yεμίζω, επινηνεω, βαρύνω : to
be loaded, γε'μω, βρίθω, άχθομαι
Loaf, άρτος, m. [μεΧάμβωΧος
Loamy, μεXάyyaιoς, -γείο?, -γεω*,
Loan, δάνειον, n. δάνεισμα, n. εκδοσις^.
Loath, άκων, ακούσιος, άνεθεΧητος : to
be loath, ου θεΧω, ου βούΧομαι
Loathe, ν. μυσάττομαι, βδεΧύττοααι,
ναυσιάω
Loathing, ναυσία, /. βδεXυyμbs, m.
LOA
Loathsome, ναυσιώδης, άσώδης, μυ•
Lobe, λoβbς, m. [σαρος
Lobster, καρϊς, f. καρίδιον, n.
Local, ToiTLKbs
Location, τοποθεσία, f.
Lock, κλεϊς, f. (of hair) βόστρυχο s.
m. κουρά, f. μαλλος πλοκάμων
Lock, v. κλείω
Locust, άκρϊς, f. πάρνοψ, m. [ά^γομαι
Lodge, v. οίκεω, ναίω, συσκηνεω, κατ-
Loftily, adv. υψηλών
Loftiness, v\pos, n. ύψηλότης, /. (of
mind) μεyaλo^pυχίa, /.
Lofty, υψηλός, αίπυς, afacu/bs
Log, ξύλον, n. κopμbs, m. στέλεχος, n.
)ς : to look up at,
αναβλεπω : to look down at, καθο-
ράω, καταθεάομαι : to look forward,
453
LOV
προοράω : to look away, αφοράω :
to look askance at, ύποβλεπω,
παρεμβλεπω : to look straight at,
αντιβλεπω, διαβλέπω, αντιδερκομαι :
to look sideways at, παροράω, παρα-
βλέπω : look, ιδού, ιδε
Looking-glass, είσοπτρον, η. κάτ-
οπτρον, η.
Look-out, (spy) οπτηρ, m. (in a ship)
πρωράτης, m. πρωρευς, m. (look-out
place) σκοπιά, f. σκοπη, f. (looking-
out, watch) σκοπιά, f. σκοπη, f.
Loom, ίσ^ς, m.
Loop, ^κύλη, f άμμα, n.
Loose, v. λύω, απολύω, εκλύω, διαλύω,
χαλάω, άφίημι, ανίημι, καθίημι
Loose, χaλapbς, έκλυτος, άνετος
Loosely, adv. χαλαρώς, λελυμενως
Loosen, ν. λύω, χαλάω, ανίημι [σις, f
Loosing, λύσις, f. διάλυσις, f. χάλα-
Lop, ν. τέμνω, αποκόπτω, κείρω
Loquacious, λάλος, στωμύλος, πολύ-
λογος, πολύλαλος, άδολεσχης, φλυ-
apbς [λόyως
Loquaciously, adv. λαλητικως, πολύ-
Loquacity, λαλιά, /. στωμυλία, /. άδο-
λεσχία, f πoλυλoyίa, f. [m.
Lord, δεσπότης, m. κύριος, m. κοίρανος,
Lord-lieutenancy, νομαρχία, f.
Lord-lieutenant, νομάρχης, -χος, m.
Lordly, ay ερωχος, κύριος
Lose, V. αποβάλλω, μεταβάλλω, ολ-
λυμι, άπόλλυμι, εκπίπτω, άποτιτγ-
χάνω, άφίημι, στερομαι
Loss, ζημία, f απώλεια, f. βλάβη, f.
αποβολή^, χητος,τι.: without loss,
άζημιος : to be at a loss, άμηχανεω
Lot, κλήρος, m. λάχος, n. (by ballot) κύα-
μος,ηι.πάλος,τη. : to cast lots, choose
by lot, κληρόω, άποκληρόω, πάλλω :
to obtain by lot, λayχάvω, άπoλay-
χάνω : chosen by lot, κληρωτός, κυα-
μευ^ς : choosingby lot, κλήρωσις^.
Loth, ακούσιος, οκνος
Lotus, λωτός, m. : of lotus, λώτινος
Loud, ληυς, λιyυpbς, πολνηχης, βα-
ρυηχης, βαρύκτυπος, βαρύδουπος,
πολύκροτος, μεyaλόβpoμoς
Loudly, adv. λΓ/εως, Kiya, ληυρως,
Loudness, βαρύτης, f. [υρθιον, μακρά
Loud-voiced, ληύφωνος
Love, έρως, m. φιλία, /. φιλότης, /.
φίλησις, f ^άπησις, f στopyη, /,
'ίμερος, m. πόθος, lib. : object of
love, έρως, m. ερωτϊς, f ^άπημα, Π.
Love, ν. φιλεω, ^απάω, εράω, στερyω,
ασπάζομαι : to love very much,
ύπερφιλεω, ύπερayaπάω
LOV
Love-charm or potion, φίλτρον, η.
στε^ημα, η.
Loveliness, επαφροδισία, /.
Lovely, Loved, εράσμιος, επαφρόδιτος,
έρανος, εραστός, ερατεινός, ίμερόεις,
^απητός : much loved, πολυερασ-
τος, πολυτ)ρατος
Lover, εραστής, m. φιλητωρ, m.
Love-sick, πολύφιλτρος
Loving, φίλος ? (prone to love) φίλ-
ερως : loving well, εύφιλης : loving
violently, δύσερως [ανθρωπιά, /.
Loving-kindness, ελεημοσύνη, / φιλ-
Lovingly, adv. φιλίως, φίλως, ερωτικώς
Lounge, v. α"γοράζω
Lounger, ayopaios
Louse, φθεϊρ, c.
Lousy, φθειρώδης
Low, v. μνκάομαι [vulgar) φορτικώς
Low, adv. κάτω, ταπεινώς ; (mean,
Low, ταπεινός, χθαμαλός, βραχύς ;
(mean, vulgar) φορτικός, χαμηλός ;
(of a note in music) βαρύς ; (low-
horn) κακός, ^υσyεvης, άξενης
Lower, v. ύφίημι, ταπεινόω, καταφέρω,
χθαμαλόω
Lower, ενερτερος, νερτερος, κατώτερος
Lowest, κατώτατος, νεατος, έσχατος :
the lowest people, ol χείριστοι
Lowing, μυκηθμός, m. μνκημα, n.
Lowliness, ταπεινότης, /. ταπεινο-
φροσύνη, /.
Lowly, ταπεινός, ταπεινόφρων
Lowness, ταπεινότης,/. χθαμαλότης, /.
Low-spirited, άθυμος, δύσθυμος, τα-
Loyal, πιστός [πεινόφρων
Loyally, adv. πιστώς
Loyalty, πίστις, /. πιστότης, /.
Lucid, λάμπρος, φαεινός, φωτεινός,
ακριβής
Lucidly, adv. ακριβώς, λαμπρώς
Luck, τύχη, /. : good luck, ευτυχία,
/ : bad luck, δυστυχία, f. ατυχία, /.
Luckily, adv. ευτυχώς, αισίως
Luckiness, ευτυχία, /. [μος
Luckless, δυστυχής, άτυχης, δύσποτ-
Lucky, ευτυχής, ευδαίμων, αίσιος : to
be lucky, εύτυχεω
Lucrative, κερδαλεος, χρηματιστικός,
πολυκερδης
Lucre, κέρδος, η. κέρμα, η.
Ludicrous, <γελο7ος, yελaστbς : very
ludicrous, ύπερyέλoιoς
Ludicrously, adv. yελoίως
Lug, v. έλκω [σάγμα, η.
Luggage, σκεύη, n. pi. αποσκευή, /
Lugubrious, θρηνώδης, λυypbς
Lukewarm, χλιαρός, ψυχρός
454
LYI
Lull, v. κοιμάω, κοιμίζω, yaληvίζω 9
διayaληvίζω, ευνάω, είνάζω
Lumber, ypύτη,f.
Lumber-room, ypυτoδόκ'n, /.
Luminary, φάος, η. φωστηρ, m.
Luminous, φαεινός, φωτεινός, λάμ-
προς, εύφεyyης [m.
Lump, βώλος, m. τρύφος, n. θρόμβος,
Lunacy, μανία, f. παράνοια, f. φρενΐ-
τις, /. σεληνιασμος, m,
Lunar, σεληναίος, σεληνιακός
Lunatic, σεληνιακός, σεληνόβλητος,
παράφρων : to be lunatic, σελη-
νιάζομαι
Luncheon, άριστον, n. δειελίη, /
Lungs, πνεύμων, m, πλεύμων, m. :
inflammation of the lungs, περι-
πλευμονία, f.
Lupine, θερμός, m.
Lure, δέλεαρ, n.
Lure, v. δελεάζω
Lurk, v. λανθάνω, διαλανθάνω, φωλεύω,
καταδύομαι, ενεδρεύω
Lurking, φωλας [εϊλυός, m.
Lurking-place, φωλεός, m. ενέδρα, /.
Luscious, μελιηδης, yλυκεpbς
Lust, .λayvείa, f. επιθυμία, f. ασελ-
yειa, /. μαχλοσύνη, f. πασχητιασ-
μος, m. [μαι, ορεχθεω, ελδομαι
Lust, Lust after, ν. επιθυμεω, 6p4yo~
Lustful, λάyvoς, μάχλος, ακόλαστος,
άσελyης : to be lustful, πασχητιάω
Lustfulness, λayvείa, /. μαχλοσύνη,/.
Lustily, adv. κρατερώς, Ισχυρώς
Lustiness, ευρωστία, / Ισχύς, /.
Lustre, aby^, /. λαμπρότης, /. αηλη,
/. σέλας, n. λαμπηδών, /. : to shed
a lustre, στίλβω, λάμπω, διαλάμπω,
λαμπετάω
Lustrous, ^λαός, α^λ^εις, λαμ-
πpaυyης, λαμπετης
Lusty, κρατερός, Ισχυρός, ταλαύρινος,
εύρωστος
Lute, κιθάρα, /. λύρα, /. βάρβιτος, C.
-ον, η.
Luxuriance, εύβλαστία, /. ευφυία, /.
Luxuriant, εύβλαστης, ύπερβλαστης,
εύανθης, τρόφιμος : to be luxuriant,
νπερβλαστάνω, εύβλαστεω, τpayάω
Luxurious, τρυφερός, άσωτος, άσελyης,
χλιδανός, ύyρhς
Luxuriously, adv. τρυφερώς : to live
luxuriously, τρυφάω, εντρυφάω,
διατρυφάω, χλιδάω, χλιδαίνομαι,
εύτιαθεω, διαθρύπτομαι
Luxury, τρυφη,/. χλιδή,/, ευπάθεια, /.
Lying, Lying down, κλίσις, /. κατά-
κλισις, /. ; adj. κείμενος
LYI
Lying, (telling lies) ipevtioAOyos, ψευ-
δής, φεύστης, \j/€ufyyopos
Lydia, Λυδία, f.
Lydian, Λύδιος [ρώδης
Lymph, Ιχώρ. m. : like lymph, ιχω-
Lynx, \hy£, m.
Lyre, λύρα, f. κιθάρα, f. κίθαρις, f.
φόρμηξ, f. βάρβιτος, C. -ov, n. : to
play on the lyre, λυρίζω, κιθαρίζω,
φορμίζω, κιθαρωδεω : player on the
lyre, κιθαριστής, m. κιθαρωδός, m.
φορμικτης, m. [φδή,/.
Lyric, λυρικός : lyric poetry, λύρα, f.
M.
Mace, σκηπτρον, n. κορύνη,/. ρόπαλον,
n. [m. σκηπτούχος, m.
Mace-bearer, κορυνητης, m. ραβδούχος,
Macedon, Μακεδονία, f.
Macedonian, Μακεδών, c.
Macedonian, Μακεδονίας
Macerate, v. Ισχναίνω
Machinate, v. μηχανάομαι, τεχνάζω
Machination, μηχανή, f. τέχνη, f.
επιτεχνησις, f.
Machine, μηχανή, f. μηχάνημα, Μ.
Machinist, μηχανοποώς, m.
Mad, μανικός, μανιώδης, εμμανης, παρά-
φρων, μαινας, μανίας, μάρ-γυς, λυσ-
σαλέος : mad- woman, μαινάς, f. :
half-mad, ημιμανης : to be mad,
μαίνομαι, παραφρονεω, παρανοεω,
διαφθείρομαι, λυσσάω, δαιμονάω
Madden, drive mad, ν. μαίνω, εκμαίνω,
εξίστημι, εξίστημι φρενών, οϊστρεω
Maddening, λυσσώδης, φρενοπλη^γης,
μαινας, /.
Made, ποιητος, τυκτος, σύμπηκτος :
well-made, ευποίητος, εΰτυκτος,
εύπα-γης, εϋπηκτος : made by hand,
χειροποίητος : newly made, νεο-
τευχης, νεότευκτος, νευυρ'γος : to
be made, συνίσταμαι, yiy νομαι
Madly, adv. μανικώς, εκφρόνως, άνοη-
τως
Madness, μανία, /. λύσσα, f. παρά-
νοια, f. παραφροσύνη, f. κακοδαι-
μονία, f. πλάνος or φοΊτος φρενών
Magazine, αποθήκη, /. σκευοθηκη, /.
ταμιεων, η.
Maggot, εύλη, /.
Magian, Mάyoς, m. ; adj. Mayικbς
Magic, η μayευτικη, μayείa, f.
Magical, μayευτικbς, μάyoς
Magician, μά^γος, m. μayευτης ) m.
Magisterial, εξουσιαστικός
455
MAK
Magisterially, adv. εξουσιαστιχώς
Magistracy, αρχή, f. τέλος, n.
Magistrate, άρχων, m. : magistrates,
οι τα τέλη έχοντες, τα τέλη, οι εν
τέλει, οι άρχοντες
Magnanimity, μεyaλoφυχίa, f. μεya•
λόνοια, f. μεyaληvopio., f.
Magnanimous, μεyaλόφυχoς, μεyaλό-
φρων, μεyaλόθυμoς, μεyάθυμoς, με-
yaληvωp
Magnanimously, adv. μεyaλoφρόvως,
μεyaλoφύχως
Magnet, λίθος Mayvr,TU, f.
Magnificence, μεyaλoπpεπειa, f. μεya'
λoυpyίa, f. λαμπρότης, f.
Magnificent, μεyaλoπpεπης, μεyaλε7oς,
λάμπρος, ^λαος
Magnificently, adv. μεyaλoπρεπώς,
μεyaλείως, λαμπρώς, διαπρεπώς
Magnify, v. μεyaλύvω, αυξάνω, σεμ-
νύνω [-πλήθος, n.
Magnitude, μ^εθος, n. oyKos, m.
Maid, Maiden, -παρθένος, f. κόρη, f.
κόρων, n. κορίσκη, f. παις, f. : roaid-
servaut, θεράπαινα, f. δούλη, f.
δμωη, f. δμωϊς, f.
Maiden, παρθενως, παρθενειος ; (un-
married) άνανδρος, άδμης, άδμητος,
άζυξ, άλεκτρος
Maidenhood, παρθενία, f. παρθενεία,/.
Maidenly, παρθενιος, παρθενειος, "παρ-
θενικός
Majestic, μεyaλεioς, σεμνός
Majestically, adv. μεyaλείως, σεμνώς
Majesty, μεyaλειότης, f. σεμνότης, f. ,
σεμνωμα,η.
Mail, πανοπλία, f. όπλα, n. pi.
Maim, v. πηρόω, άναπηρόω, χωλεύω,
περικόπτω [χωλός
Maimed, κολοβός, πηρός, ανάπηρος,
Maiming, πηρωσις, /. πηρωμα, η.
Main, μ^ιστος, πρώτος, κεφαλαίος,
άκρος, ύψιστος [πόντος, m.
Main, (greater part) πλήθος, η. (ocean)
Mainland, ήπειρος, f.
Mainly, adv. το μ^ιστον, μάλιστα
Maintain, v. άνεχω, ισχυρίζομαι;
(nourish, support) βόσκω, τρέφω;
(assert boldly) διαβεβαιόομαι, άπο-
μαρτύρομαι [σίτησΐ5, /.
Maintenance, τροφή, /. εφόδων, η.
Major, μείζων
Majority, το πλήθος, το μείζον μέρος
οι πλείστοι
Make, ν. ποιεω, τεύχω, μηχανάομαι,
τεκταίνομαι, κτίζω, εpyάζoμaι, τεχ-
νάω, πράσσω; (appoint) 'ίστημι,
καθίστημι, τίθημι
MAK
Maker, ποιητές, m. τεκτων, m. δήμι-
ου pybs, m. [1/97 σις, /.
Making, ποίησις, f. ywcffis, /. ykv-
Malady, νόσος, /.
Malcontent, δύσκολος
Male, άρσην, άρρην, apcrevoyevris
Malediction ; apa, /. κάτευyμa, n.
Malefaction, Kaitovpyia, /.
Malefactor, κακούργος, m. κακοποιός, m.
Malevolence, κακόνοια, /. δύσνοια, /.
κακοθυμία, /. επίχαιρε κακία, /.
Malevolent, κακόνοος, κακόφρων, δύσ-
νοος, απεχθής
Malevolently, adv. κακοφρόνως
Malice, κακοήθεια, f. KaKovpyia, /.
κακόνοια,/. δύσνοια,/. απέχθεια, /.
μίσος, n.
Malicious, κακοήθης, κακόνοος, κακό-
φρων, KaKovpyiKos, δύσνοος
Maliciously, adv. κακούργως, κακοήθως
Maliciousness, κακοήθεια, /. κακόνοια,
/. δύσνοια, /.
Malignant, κακοήθης [γωί
Malignantly, adv. κακοήθως, κακούρ-
Malignity, κακοήθεια, /. κακότης, /.
Malleable, σφυρήλατος
Mallet, σφύρα, / ραιστήρ, m.
Mallow, μαλάχη, /. μολόχη, /.
Malt, βύνη,/.
Maltreat, v. λυμαίνομαι, συγκόπτω,
υβρίζω, αϊκίζω, παρανομεω
Mamma, μάμμα, /. μαμμία, /.
Mammon, πλούτος, m.
Man, άνθρωπος, m. ανήρ, m. βροτος, m.
φως, m. : little man, ανθρωπίσκος,
■ TTv. ανθρώπων, n. άνδρων, n. : old
man, γέρων, m. πρεσβυς, m. : of or
. belonging to man, ανθρώπειος, αν-
θρώπινος : like a man, ανθρωποειδής:
to become a man, ήβάω, αφηβάω,
εξανδρόομαι ; loving men, φιλάν-
θρωπος, φίλανδροε : hating men,
στ vy άνω ρ, αστεργάνωρ [ρόω
Man, v. (as a ship) πληρόω, προσπλη-
Manage, v. οικεω, διοικεω, οϊκονομεω,
πράσσω, διαπράσσω, διατίθημι, δια-
χειρίζω, μεταχειρίζω, ταμιεύω
Manageable, εύμεταχείριστος, εύπει-
θής, εϋαρκτος
Management, διοίκησις, /. διαχείρισις,
Ι /. οϊκονομία, /. ταμιεία, /.
Manager, ταμίας, m. επιμελητής, m.
οϊκονόμος, m επίτροπος, m.
Managing, οικονόμος, τελεσφόρος
Mancipate, ν. άνδραποδίζω*
Mancipation, άνδραποδισμος, m.
Mandate, πρόσταγμα, n. 4ντολή, /.
επίταξε- /.
'456
MAN
Mandatory, προστακτικός
Mandrake, μavδpayόpaς, m.
Mane, χαίτη, /. λοφία, /. φόβη, /.
Manes, δαίμονες, m. pi. οι νερτεροι
Manful, ανδρείος, ανδρικός, αγήνωρ,
κρατερός
Manfully, adv. ανδρικώς, κρατερώς
Manfulness, ανδρεία, /. άνδρότης, /,
άvδpayaθίa, /. άγηνορία, /.
Mange, ψώρα,/.
Manger, φάτνη,/, κάπη,/.
Mangle, ν. σπαράσσω, άμύσσω, κνάπτω
Mangling, σπapayμbς, m. άμυξις, /.
Mangy, ψωραλεος
Manhood, ανδρεία, /. ανδρότης 9 /.
(man's estate) ηλικία, /. εφηβεία, /.
Maniacal, μανικός, μανιώδης
Manifest, δήλος, επίδηλος, ενδηλος,
φανερός, εμφανής, περιφανής, έν*
apyής, λάμπρος : quite manifest,
εϋδηλος : to make manifest, φανε-
ρόω, δηλόω : to be manifest, φαί-
νομαι, επιπρεπω
Manifest, ν. δηλόω, φανερόω, αποδείκ-
νυμι [/. εκφανσις, / εξαγόρευσις, /.
Manifestation, δήλωσις, /. φανερωσις,
Manifestly, adv. φανερώς, εμφανώς,
διαφανώς, περιφανώς, εναργώς
Manifold, παντοίος, παντοδαπος, πολύ-
τροπος, πολυφυής
Manikin, ανθρώπων, η. ανθρωπίσκος, m.
Maniple, δράyμa, η.
Mankind, άνθρωποι, m. pi. το ανθρώ-
πινον γένος
Manliness, άνδρία, /. ανδρεία, /. αγη-
νορία,/. ανδραγαθία, /. ανδρότης, /.
Manly, ανδρείος, ανδρικός, ανδρώδης ;
adv. ανδρείως, ανδριστϊ : to make
manly, ανδρίζω
Manna, μάννα, /.
Manner, τρόπος, m. εθος, n. 'ήθος, n.
σχήμα, n. ρυθμός, m. : bad manners,
κακοήθεια, /. : in like manner,
ομοίως : in this manner, ούτως : in
the same manner, όμοιοτρόπως,
κατά τούτον τον τρόπον : in all
manner of ways, παντοίως, παν-
ταχή
Mannerly, αστείος, κομψός
Manoeuvre, τέχνη, /. τέχνασμα, n.
Mansion, οίκος, m. έδρα, / δώμα, n.
μ^αρον, n.
Mantle, χλαίνα, / χλανϊς, /. χλαμυς,
/ πέπλος, m. φάρος, η.
Manual, ^χειρίδων, η. : sign manual,
χειpόypaφov, η.
Manufacture, ερyaσίa, /. χειροτεχνία,
/. χειpoύpyημa, n. δημωυpyίa, /.
MAN
Manufacture, v. χ€ΐρονρ~/€ω, δημιουρ-
yέω, κατ^ρ'γάζομαι
Manufacturer, χειροτέχνης, m.
Manumission, απελευθέρωσα, f.
Manure, κόπρος,/.
Manure, v. κοπρίζω
Manuring, κοπρισμος, m. κόπρισις, /.
Manuscript, χειρό-γραφον, n. χειρο-
Ύράφημα, n. αυτό"γραφον, n.
Many, πολύς, συχνός : the many,
οι πολλοί : very many, ύπέρπολυς,
παμπληθης: so many, τόσος, τοσού-
τος : as maDV as, όσος, όπόσος,
οποστος, δσσάτιος, οσοσπερ ; (in
number) ισοπληθης, Ισάριθμος : as
many times as, όσαπλασίων : in
many ways, πολλαχη, πολλαχώς :
in as many ways, δσαχη. δσαχώς :
in many places, πολλαχου : to
many places, πολλαχόσε : many
times, πολλάκις
Map, πίναξ, m. 'γης περίοδος, f.
Maple, σφένδαμνος, f. [διαστρέφω
Mar, V. κολούω, βλάπτω, διαφθείρω,
Marble, μάρμαρος, m. μάρμαρον, n.
Marble, of marble, μαρμάρεος. μαρ-
μάρινος [march, σταθμός, m.
March, όδος, /. πορεία, f. : a day's
March, V. βαίνω, πορεύομαι, στρατεύω,
ελαννω : to march out, έξελαύνω,
εκστρατεύω, εξειμι, εζάyω : to march
against, επιστρατεύω, επελαύνω, αν-
τιπορεύομαι : to march out against,
επεζά-γω : to march through, διέρ-
χομαι.
Marching, πορεία, /.
Mare, 'ίππος,/. [τία, /.
Margin, κράσπεδον, n. χείλος, n. εσχα-
Marine, επιβάτης, m. ναυτικον, n. ναυ-
βάτης, m. ναύμαχος, m. [πόντιος
Mariue, θαλάσσιος, πελά•γιος, άλως,
Mariner, ί/αυτηί, m.
Maritime, πελάyως, πόντιος, άλως,
πάραλος; (ο/ places near the sea)
α-γχίαλος, επιθαλάσσως, πάραλος :
a maritime district, παραλία, /
Marjoram, άμάρακος, m. άμάρακον, n.
σάμψυχον, n.
Mark, σημεϊον, n. σήμα, n. σκοπός, m.
χαρακτηρ, m. τεκμηρων, n. τύπος, m.
Mark, v. σημαίνομαι, επισημαίνω, τεκ-
μαίρω, ορίζω, διαλαμβάνω
Market, αγορά, /. : belonging to or
frequenting the market, α-γορα7ος :
clerk of the market, a -γορανόμος, m.
Market place, ay ορά, /.
Marksman, στοχαστής, m.
Marriage, yajnos, m. νυμφεων, n. ευνη,
457
MAS
/. συνοίκησις, /. λέκτρον, n. κηδος, n.
ύμέναιος, m. : of or belonging to
marriage, yaμικoς, γαμήλιος, ευ-
ναΤος : marriage - feast, yάμoς, m.
yaμηλίa, /. : marriage-gifts, εδνα,
n. pi.
Marriageable, έπ'ηαμος, ωραως ya-
μείν : marriageable age, ηλικία, /.
Married, σύyyaμoς, σύζυξ : newly
married, vεόyaμoς,vεόζυyoς\ about
to be married, μελλόyaμoς
Marrow, μυελός, m.
Many, v. -yc^ueco, ΰτγομαι, νυμφεύω,
κηδεύω, ζεύyvυμι, συνάπτω yάμov ;
(give in marriage) yaμέoμaι, εκδί-
δωμι, συνοικίζω, διατίθημι, μνηστεύω :
giving in marriage, εκδοσις, /.
Mars, "Αρης, m. : of Mars, "Αρεως
Marsh, έλος, n. λίμ,νη, /. τέλμα, n,
ειαμενη, /. : growing in a marsh,
ελειος : to become a marsh, λιμ-
νόομαι [διακοσμέω
Marshal, v. τάσσω, διατάσσω, κοσμέω,
Marshy, λιμναίος, λιμνώδης, έλειος,
τελματώδης
Mart, εμπόρων, η.
Marten, ϊκτις, /.
Martial, "Αρεως, φιλόμαχος, πολεμικός
Martyr, μάρτυρ, m.
Marvel, θαύμα, η.
Marvel, ν. θαυμάζω
Marvellous, θαυμαστός, θαυμάσιος,
παράδοξος, ύπερφιη]ς, τερατώδης
Marvellously, adv. θαυμαστώς, θαυ-
μασίως, ύπερφυώς
Masculine, ανδρικός, ανδρείος, άρσην
Mask, πρόσωπον, η. προσωπίδων, η.
Mason, λατύπος, ηι. λαοτύπος, m.
Masonry, λιθοτομία, /.
Mass, 6yκoς, m. άθροισμα, η. (mass ο/
the people) όμιλος, m.
Massacre, φόνος, m. φονη, /.
Massacre, V. άπόλλυμι, κατακόπτω,
κατακτείνω, κατασφάζω, φονεύω
Massive, Massy, στέρεος, byκώδης,
παχύς, μέyaς
Massiveness, στερεότης, /. παχύτης, /
Mast, ιστός, m. ίστάρων 9 n. (acorns)
βάλανος, /.
Master, δεσπότης, m. κύριος, m. (α
teacher) παιδευτης, m. διδάσκαλος,
τα. : one's own master, αυτοκρά-
τωρ, m. : having power over, mas-
ter of, κρείσσων : of or belonging
to a master, δεσποτικός, δεσπόσυ-
νος : to be master of, κρατέω,
επικρατέω
Master, v. κρατέω, κρατύνω, κυριεύω
ϋ 5
MAS
Masterly, αγωνιστικός, έμπειρος, επισ-
τήμων ; adv. αγωνιστικώς, εμπείρως
Mastery, κράτος, n. δυναστεία, f.
Mastich, (the gum) μαστίχη, f.
(the tree) σχινος, f. (the berry)
o~Xwh, f.
Mastiff, Μολοσσικος κύων, to.
Mat, φορμος, to. ψίαθος, f.
Match, (contest) αγών, to. άμιλλα, f
{marriage) yάμos, to.
Match, v. συμφέρω, συμβάλλω, συν-
άγω : to be a match for, Ισόομαι,
παρισόομαι, Ισοφαρίζω
Match (for), δμοΊος, ίσος, εφάμιλλος,
ένάμιλλος, αξιόμαχος [ασύμμετρος
Matchless, ασύγκριτος, άσύμβλητος,
Match-maker, προμνήστρια, f προ-
μνηστρϊς,/.: to be a match-maker,
προμνάομαι
Mate, σύζυγος, c. γυνή, f εταίρος, to.
εταίρα, f. εταιρϊς, f. συνεργός, c.
Material, υλικός, ενυλος; (important)
σπουδαίος, αναγκαίος, επάξιος
Materially, adv. πολύ, μέγα, άγαν
Materials, ϋλη, f.
Maternal, μητρφος, μητρικός
Mathematician, μαθηματικός, to.
Mathematics, η μαθηματική, μαθή-
ματα, n, pi. [λοίας, m.
Matricide, μητροκτόνος, to. μητρα-
Matriculate, ν. συγγράφω, καταγράφω
Matrimonial, γαμήλιος, γαμικος
Matrimony, γάμος, to. γαμηλευμα, η.
νύμφευμα, η.
Matron, οικοδέσποινα, /. [ταρσόομαι
Matted, ταρσώδης : to be matted,
Matter, (material) ϋλη, f. (affair)
χρήμα, n. πράγμα, n. (discharge
from a sore) πυον, n. (subject
or matter of a discourse, ac.)
λόγος, to.
Mattock, δίκελλα,/. σμινύη^. σμινυς^.
Mattress, στιβας, f. τύλη, f
Mature, ακμαίος, πέπειρος, ωραίος
Mature, ν. πεπαίνω
Maturely, adv. ώραίως
Maturity, ωραιότης, f. 'ώρα, f ακμή, f.
ηλικία, f.
Maul, v. συγκόπτω, συντρίβω
Maw, στόμαχος, m. [μα, οι.
Maxim, γνώμη, f. αξίωμα, n. απόφθεγ-
Mayor, πολιανόμος, to.
Maze, λαβύρινθος, to.
Mazy, λαβυρινθώδης
Mead, οϊνόμελι, n, ύδρόμελι, n.
Mead, Meadow, λειμών, to. πίσος, n.
ποα, /. νεμος, n. : of or belonging
to a meadow, λειμώνιος, λειμώνιας :
458
MEC
with rich meadows, εΰλειμος, βα-
θυλείμων
Meagre, Ισχνός, αλιπης, άσαρκος
Meagreness, Ισχνότης, f. ασαρκία, /,
Meal, παιπάλη, f πάλη, f. άλευρον, n.
άλφιτον, n. κρίμνον, n. (a repast)
τράπεζα, f. δείπνον, n.
Mean, μέτρον, n. το μέσον, μεσότης, f.
Mean, ταπεινός, φαύλος, δόυλοπρεπης,
μικρολόγος; (of people only) αν-
ελεύθερος, γλισχρος, αδόκιμος, μι-
κρόψυχος
Mean, v. (intend to say) λέγω, έθέλω,
βούλομαι; (intend to do) μέλλω;
(imply, as words) νοέω, έννοέω,
σημαίνω, δύναμαι [μις, f νόος, TO.
Meaning, γνώμη, f. διάνοια, f δύνα-
Meanly, adv. ταπεινώς, ανελευθέρως,
γλισχρώς, φαύλως
Meanness, (only of people) φαυλότης,
f. ταπεινότης, f. άνελευθερία, f.
μικροψυχία, f.
Means, (property, substance) ουσία, f.
τα υπάρχοντα, χρήματα, n. pi.
(ability to do) πόρος, to. μηχανή, f.
αφορμή, f. : easy means, ευπορία,
f. : by all means, παντάπασι, εκ
παντός τρόπου, παντϊ τρόπω, παν-
τελώς : by no means, ουδαμώς,
μηδαμώς, μηδένα τρόπον : by every
means in ones power, πανταχη,
παντοδάπως [τόφρα
Meantime, μεταξύ, τέως, δια μέσου,
Measles, χαλάζα. f: to have the
measles, χαλαζάω
Measly, χαλαζώδης
Measurable, μετρητός, σταθμητος
Measure, μέτρον, n. : beyond mea-
sure, υπέρμετρος ; adv. ύπερμέτρως
Measure, v. μετρέω, διαμετρέω, ava-
μετρέω, καταμετρέω, στα^άω : to
measure out, (allot) έπιμετρέω
Measured, μετρητός, διαμετρητος,
σταθμητος
Measureless, άμετρος, αμέτρητος
Measurement, μέτρησις^. αναμέτρη-
Measurer, μετρητής, to. [σί?, /.
Measuring, μέτρησις,Α. συμμέ τρησις, f.
Meat, σίτος, to. έδεσμα, n. (flesh)
κρέας, n.
Mechanic, βάναυσος, to. βανανσουργος,
to. δημιουργός, to. χειροτέχνης, m.
Mechanic, Mechanical, μηχανικός,
βάναυσος, βαναυσικος
Mechanically, adv. μηχανικώς
Mechanics, η μηχανική
Mechanism, μηχάνησις, f.
Mechanist, μηχανοποιος, to.
MED
Meddle, V. προσάπτομαι, επιψαύω, πο-
Meddler, πολυπράγμων [λυπραγμονεω
Meddlesome, αλλοτριοπράγμων, πολυ-
πράγμων : not meddlesome, άπράγ-
μων [άλλοτρωπραγμοσύνη, f.
Meddlesomeness, πολυπραγμοσύνη, f.
Meddling, άλλοτριοπραγία, f.
Meddling, αλλοτριοπράγμων, πολυ-
πράγμων
Mediate, V. επιδιακρίνω, μεσιτεύω
Mediation, μεσιτεία, f. δίαιτα, f.
Mediator, μεσίτης, m. διαλλακτης,
Ία. μέσος δικαστής, m. μεσίδιος:
to be a mediator, μεσιτεύω
Mediator}", διαλλακτικός
Medical, Ιατρικός, φαρμακευτικός :
medical treatment, Ιατρεία, f.
φάρμαξις, f. φαρμακεία, f.
Medicament, φάρμακον, n.
Medicate, v. φαρμάσσω
Medicated, φαρμακίτης
Medicinal, φαρμακώδης
Medicine, φάρμακον, n. φαρμάκων, n.
ϊαμα, n. : the using of medicine,
φαρμάκευσις, f. φαρμακεία, f. : to
administer medicine, φαρμακεύω,
φαρμάσσω : the taking of medi-
cine, φαρμακοποσία, f. : to sell
medicine, φαρμακοπωλεω
Medicine, (the art) η Ιατρική, φαρμα-
κεία, f. ίατορία, f. : skilful in medi-
cine, Ιατρικός
Mediocrity, μέσον, n. τό μέτρων, με-
τριότης, f.
Meditate, v. φρονεω, φροντίζω, καλ-
χαίνω, βουλεύομαι, μελετάω, λογί-
ζομαι
Meditation, φροντ\ς, f. σύννοια, /.
Meditative, σύννοος, φροντιστικος
Mediterranean, μεσόγειος, -γαως
Medium, μετρον, n. τό μέσον, μεσό-
τηϊ, /.
Medlar, (tree) μεσπίλη, f. (fruit)
μεσπιλον, n. κοδύμαλον, n.
Medley, πολυμιγία, f. πολυμιξία, f.
Meed, γέρας, n. αθλον, n.
Meek, πραύς. πράος, μαλθακά, πρευ-
μενης, ελαφρός, ήμερος
Meekly, adv. πράως, ελαφρώς
Meekness, πραότης, f. πραϋτης, /.
ημερότης, /. αχολία, /.
Meet, ν. συνέρχομαι, απαντάω, ά^τάω,
συναντάω, αντιάζω, ύπαντιάζω, συμ-
πίπτω, συμβάλλω, συνίσταμαι, συν-
τρέχω, σύνειμι, συγγίγνομαι, τυγ-
χάνω, εντυγχάνω, επιτυγχάνω, συν-
τυγχάνω, παραπίπτω
Meeting, απάντησις, /. απάντημα, η.
459
ΜΕΝ
συνάντησις, f σύνοδος, f συμβολή,
/. συνοχή, /.
Meeting, αντίος, σύνδρομος, πρόστυχης
Meetnese, επιτηδειότης, /. [/.
Melancholy, δυσθυμία, f. μελαγχολία,
Melancholy, δύσθυμος, μελαγχολικός,
βαρύφρων, βαρύψυχος : to be me-
lancholy, δυσθυμεω, μελαγχολάω
Mellifluous, μελιχρός, μελιηδης, μελί-
γλωσσος, μελίπνοος
Mellow, πεπων, πεπειρος
Mellow, ν. πέσσω, π επαινώ
Mellowing, πεπανσιϊ, f.
Melodious, μελωδός, λιγύς, εύηχης,
εϋφωνος, ευ μέλη ς, καλλιβόας
Melodiously, adv. λίγα
Melody, μέλος, n. μελωδία, f.
Melt, ν. τήκω, κατατηκω, διατηκω,
μελδω; intrans. άποτηκομαι, χεομαι,
διαχέομαι, παραρρεω
Melted, τηκτός, χυτός : easily melted,
εϋτηκτος : that can be melted,
τηκτικος [βων, f.
Melting, τηξις, f. σύντηζις, f. τήκε-
Member, μέλος, n. κώλον, n. (of
society) πολίτης, m. ["O^f»/•
Membrane, ύμην, m. υμένων, ιι. μη-
Membraneous, ύμενοειδης, ύμενώδης
Memoir, απομνημόνευμα, n. λόγος, m.
Memorable, αείμνηστος, άξιόμνηστος,
αξιομνημόνευτος, αξιόλογος
Memorably, adv. άειμνηστως
Memorandum, υπόμνημα, n. μνημό-
συνον, n.
Memorial, μνήμα, n. μνημεΐον, n.
μνημόσυνον, n. υπόμνημα, n.
Memory, μνήμη, f. μνημοσύνη, f.
μνηστις, f. μνεία, f : of or belong-
ing to memory, μνημονικός : with
good memory, μνήμων, αναμνησ-
τικός
Menace, απειλή, f.
Menace, v. άπειλεω
Menacing, απειλητικός, άπειλητηρως
Mend, ν.άκεομαι, εξακεομαι, άναρράπτω
Mendacious, ψευδής, ψευδολόγος
Mendacity, ψευδολογία, f. φιλοψευδία,
Mender, ακεστης, m. [/.
Mendicant, πτωχός, m. δέκτης, m.
προσαίτης, r m.
Menial, (servant) διάκονος, C. θερά-
πων, πι. [θητικός
Menial, δούλως, δούλεως, δουλικός,
Mensurable, μετρητικός
Mensuration, μετρησις, f.
Mental, ψυχικός, λογικός
Mention, μνήμη, /. μνεία, f. υπόμνημα,
η. υπόμνησις, /. : worthy of men-
MEN
tion, worth mentioning, αξιόλογος,
αξιομνημόνευτος
Mention, V. μιμνησκομαι, έπιμιμνησ-
κομαι, ύπομιμνησκω, μνημονεύω,
παραφέρω [αγοραστικός
Mercantile, εμπορικός, εμπορευτικός,
Mercenary, μίσθωνε, μισθοφόρος ; (of
troops) ξένος, ξενικός
Merchandise, εμπόρευμα, οι. εμπορία,
/. εμπολη, /. ε μπ όλη μα, η. φορτίον, η.
Merchant, έμπορος, m. : to be a
merchant, εμπορεύομαι
Merchant-man, όλκάς, f. πλόϊον φορ-
τηγικόν, γαυλος, on.
Merciful, οϊκτίρμων, ελεήμων, φιλ-
οικτίρμων, έλεημονικός
Merciless, νηλεης, ανελέητος, άνελε-
ημων, άνοικτίρμων
Mercilessly, adv. νηλεώς, άνελεώς
Mercilessness, άνελεημοσύνη, /.
Mercury, Έρμης, on. (the star) 2τίλ•
βων, m. (quicksilver) υδράργυρος, on.
Mercy, οίκτος, on. έλεος, οι. έλεημο-
Merely, adv. μόνον [σύνη,/.
Meretricious, πορνιιώς
Meretriciously, adv. πορνικώς
Meridian, μεσημβρινός (κύκλος), m.
μεσημβρία, f.
Meridional, μεσημβρινός, μεσημέριος
Merit, αξία, f. [εϊμι
Merit, v. άξιόομαι, άξιος εϊμι, δίκαιος
Meritorious, άξιος [δρώς, τερπνώς
Merrily, adv. ίλαρώς, εύθύμως, φαι-
Merriment, ίλαρότης, /. [τερπνός
Merry, Ιλαρός, φαιδρός, περίχαρης,
Mesh, βρόχος, on. άψϊς, f.
Mess with, ν. συσσιτέω, συσκηνόω
Message, άγγελλία, /. άγγελμα, οι.
φήμη, f. : to send a message,
διαγγέλλω
Messenger, άγγελος, m. μετάγγελος,
on. πομπός, c.
Mess-mate, σύσσιτος, on. ομοτράπε-
ζος, m, σύσκηνος, m.
Metal, μεταλλον, οι. [μεταλλευτικός
Metallic, μεταλλικός, μεταλλίτης,
Metamorphose, ν. μεταμορφόω, μετα-
πλάσσω, μετασκευάζω
Metamorphosis, μεταμόρφωσις, f.
Metaphor, μεταφορά, f.
Metaphorical, μεταφορικός
Metaphorically, adv. μεταφορικώς
Metathesis, μετάθεσις, f.
Mete, v. μετρεω
Method, μέθοδος, f. τρόπος, on. οδός,/.
Metre, μετρον, οι.
Metrical, μετρικός, έμμετρος
Metropolis, μητρόπολις, f.
460
MIL
Mid-day, μεσημβρία, f. μέση ήμερα, f.
Mid-day, μεσημβρινός, μεσημέριος
Middle, το μέσον, μεσότης, f.
Middle, in the middle, μέσος, μεσά-
τος : more in the middle, μεσαί-
τερος : in the middle, adv. μέσον,
μεσηγυ, μεσσόθι : from the middle,
μεσόθεν : middlemost, μεσαίτατος
Middling, μέτριος, μέσος, μεσηεις
Midnight, μεσονύκτιον, οι. μέση νυξ,
f. : of or at midnight, μεσονύκτιος
Midriff, διάφραγμα, n. φρην, f.
Midst, το μέσον: in the midst, ava
Midst, μέσος, μεσαίτατος [μέσον
Midsummer, θέρος σταθερόν, οι.
Midway, μέσακτος, μέσος
Midwife, μαία, f. μαιεύτρια, f. άκεσ-
τρ)ς, f. : man-midwife, μαιευτης,
on. μαιητωρ, on.
Midwifery, μαιεία, f. μαίευσις, f.
Mien, σχήμα, n. οψις, f.
Might, βιά, f. κράτος, οι. δύναμις, f.
Mightily, adv. σφόδρα, κρατερώς,
εγκρατώς, ισχυρώς, ερρωμένως
Mighty, κρατερός, Ισχυρός, δυνατός,
παγκρατης, υπέροχος, ερισθενης, μέ-
γας : to be mighty, κρατέω, Ισχύω
Migrate, ν. μεταχωρέω, άνοικίζομαι,
αποικίζομαι, άνίσταμαι
Migration, μετοίκησις, /. μετανάστασις,
f. μεταχώρησις, /. αποικία, /.
Mild, πραυς, πράος, ήπιος, μαλακός }
μειλίχιος, ευμαρης, μέτριος, αγανός;
(of mild disposition) άγανόφρων,
πραύμητις
Mildew, ερυσίβη, /.
Mildewed, έρυσιβώδης
Mildly, adv. πράως, ηπίως, μειλιχίως,
άγανώς, μετρίως
Mildness, πραύτης, f πραότης, f ηπι-
ότης, f άγανοφροσύνη, f ευοργησία,
f. επιείκεια, f. [πολεμικός
Military, στρατιωτικός, στρατεύσιμος,
Milk, γάλα, n. : giving milk, γαλακ-
τοφόρος : giving much milk, πολυ-
γάλακτος
Milk, V. άμελγω, εξαμελγω, βδάλλω
Milk-fed, γαλακτοφάγος, γαλακτοθρέμ-
Milking, άμελξις, f. [μων
Milk- pail, άμόλγιον, η. αμολγευς, m.
πέλλα, /.
Milk-white, γαλακτικός, γαλαξήεις
Milky, γαλακτώδης, γαλακτοειδης,
γαλάκτινος, γαλακτικός : to be
milky or milk-white, γαλακτίζω
Milky-way, .γαλαξίας (κύκλος), τη. Λ τό
γάλα [χειρομύλη, /.
Mill, μύλη, f. μυλών, on. : hand-mill,
MIL
Millepede, σκολόπενδρα, f.
Miller, μύλωθρος, m. άλετρίς,/. άλφι-
ταμοιβός, m.
Millet, Ktyxpos, c. μελίνη,/.
Million, εκατόν μυριάδες
Mill-stone, μύλαξ, m. μύλη, f. μύλος,
m. μυλίας λίθος, on.
Mimic, μιμητής, m, μίμος, ΊΠ.
Mimic, V. μιμεομαι
Mimicry, μίμησις, f.
Minatory, απειλητικός
Mince, V. μυττωτεύω, καταμυττωτεύω
Mincemeat, /xuttcutos, on. -ov, οι. περί-
κομμα, n.
Mind, νόος, contr. νους, on. θυμός, on.
φρην, f. φρόνημα, n. ^νώμη, f.
διάνοια, f. φροντΧς, f. ψυχή, f. : of
one mind, ομόθυμος, ομο^νώμων : to
change one's mind, άπο-γι-γνώσκω :
to recall to mind, άναμιμνησκω :
calling to mind, ανάμνησις, f. : to
keep in mind, ενθυμεομαι : out of
mind, άμνηστος : to be troubled
in mind, δυσθυμεομαι, άχθομαι,
α~γωνιάω : never mind, αμελεί
Mind, v. άλ^ω, αλ^γίζω, υθομαι, μετα-
τρέπομαι, εντρεπομαι
Mindful, μνήμων, εΰμνηστος : mind-
ful of benefits, ευχάριστος : mind-
ful of injuries, μνησίκακος : to be
mindful of injuries, μνησικακεω
Mindfulness, μνημοσύνη, f.
Mine, εμός, εμη, εμόν
Mine, μεταλλον, οι. μεταλλειον, n.
{underground passage) υπόνομος,
on. : of a mine, μεταλλικός, μεταλ-
λευτικός
Mine, V. μεταλλεύω
Miner, μεταλλευς, m.
Mineral, μεταλλον, n. [λάς, f.
Minerva, Άθηνη, f. 'Αθηναία, f. Παλ-
Mingle, V. μ'^νυμι, αναμί-γνυμι, κεράν-
νυμι : to mingle with or together,
συμμί'γνυμι, συ^κεράννυμι ; intrans.
μί"γνυμαι, επιμί'γνυμαι
Mingled, σύμμικτος, συμμί'γης, σύμ-
φυρτος; adv. άναμ]ξ, σύμμι•γα, φύρ-
δην
Mingling, μΊξις, f. σύμμιξις, f
Mining, μεταλλεία, f.
Minister, διάκονος, m. πρόσπολος, c.
Minister, V. ύπηρετεω, επαρκέω, θερα-
πεύω, διακονεω
Ministration, υπηρεσία, f διακονία, f.
λειτουρΎΐα, f.
Ministry, υπηρεσία, f.
Minor, με'ιων, ησσων, ελάσσων
Minos, Μίνως, πι.
'461
MIS
Minstrel, αοιδός, on. ύμνητης, πι. κιθα-
ριστής, m. κιθαρωδός, m. αυλητής, on.
Minstrelsy, άοιδη, f. κιθαρωδία, f.
Mint, μίνθα, f καλαμίνθη, f. σισύμ-
Mint, ν. κόπτω [βριον, n.
Minute, μικρός, σμικρός, λεπτός;
(exact) ακριβής
Minutely, adv. ακριβώς
Minuteness, (smallness) μικρότης, f.
λεπτότης, f. (exactness) ακρίβεια, f.
Miracle, θαύμα, n. [ύπερφυης
Miraculous, θαυμαστός, θαυμάσιος,
Miraculously, adv. θαυμασίως, ύπερ-
Mire, βόρβορος, on. πηλός, on. [φυώς
Mirror, κάτοπτρον, n. εϊσοπτρον. n.
Mirth, ευφροσύνη, f. χαρά, f. ίλαρότης,
f. Ύηθος, n. [εύ^/ηθης
Mirthful, εϋφρων, περίχαρης, ιλαρός.
Miry, βορβορώδης
Misadventure, ατύχημα, n.
Misanthrope, μισάνθρωπος, c.
Misanthropy, μισανθρωπία, f
Misapply, V. μεταφέρω, παραιρεω
Misapprehend, v. παρα^ιηνώσκω, παρα-
νοεω
Misapprehension, παρασύνεσις, f.
Misbehave, v. άκοσμεω, pa^ioupy^ r
κακουρΎεω
Misbehaviour, άκοσμία,/. κακουρ*γία,/.
Miscalculate, v. παραλο~γίζομαι #
Miscalculation, παραλοΎΐσμός, on,
παράλοΎος, in.
Miscarriage, τρωσμός, on. εκτρωσις, f.
εξάμβλωμα, n. εξάμβλωσις, f. άμ-
βλωμα, n. άμβλωσις, f. ώμοτοκία, f.
(failure, mishap) ατυχία, f. ατύχη-
μα, n. άπότευΎμα, n. αποτυχία, f.
Miscarry, v. άμβλίσκω, εξαμβλόομαι,
εξαμβλώσκω, εκτιτρώσκω ; (fail":
άτυχεω, αποτυγχάνω [τευξις, /.
Miscarrying, εκτρωσις,/.( failure) από
Miscarrying, ώμοτόκος
Miscellaneous, σύμμικτος, πάμμικτος
Mischance, ατυχία, f. δυστυχία, f»
ατύχημα, η.
Mischief, κακοπάθεια, /. το κακόν
Mischievous, κακούρΎος, κακοπρά'γμω
Mischievously, adv. βλαβερώς, κα
κούρΎως
Misconceive, ν. παρανοεω, παρακούω
Misconduct, κακουχία, f. κακουρ^ία, /-
Misconstrue, ν. παρερμηνεύω
Miscount, ν. παραλοΎίζυμαι
Misdeed, κακούργημα, η. αμάρτημα, η.
Misdemeanour, πλημμέλεια, /. αμάρ-
τημα, n. [m. κυμινοπρίστης, m.
Miser, φιλάργυρος, m. αισχροκερδής
Miserable, οϊκτρός, τάλας, ταλαίπν-
MIS
pos, τλήμων, Avypos, ελεείς, μοχ~
θηρός, μoyεpbς, άθλιος, οϊζυρος, με-
λεος, XevyaXeos, άμορος, δυσδαίμων,
κακοπαθητικός
Miserably, adv. οϊκτρώς, ταλαιπώρως,
κακώς, Xvypcos, κακοπαθώς, άθλίως,
arvyepoos
Miserly, υαί, συμμ^νυμι, αναμ'^νυ-
μι, κεράννυμι, συyκεpάvvυμι, κυκάω,
φύρω
Mixed, μικτός, επίμικτος
Mixture, Mixing, μΐξΐϊ, /. επίμιζις, /.
κρασις, /. σύyκρaσις, /. κύκησις, /.
Moan, Moaning, στεvayμbς, on. στο-
ναχη, /. στ όνος, on. [μυκάομαι
Moan, ν. στενω, στενάζω, στενάχω,
Moat, 6ρυyμa, n. διωρυχη, /.
Mob, πλήθος, n. όχλος, on.
Mock, v. κaτayελάω, σκάπτω, χλευ-
άζω, προσπαίζω, κερτομεω
Mocker, χλευαστής, on. σκώπτης, on.
κaτayελaστηs, m.
Mockery, κaτάyελως, on. κατ ay έλασ-
μα, n. yελωs, on. χλευασμό», on.
Mocking, κερτόμιος, κερτομος
Mode, τρόπος, on. σχήμα, οι. προσ-
θήκη, /. [πος, m.
Model, παράδεημα, n. σχήμα, w. τυ-
Ivlodel, v. εκτυπόω, πλάσσω
Moderate, μέτριος, εϋμετρος, επιεικής,
μέσος, σύμμετρος, έμμετρος ; (only
ο/ men) σώφρων, σωφρονικος, σω-
φρονητικος : to be moderate, με-
τριάζω, σωφρονεω
Moderate, ν. μετριάζω, κοιμίζω, συ-
στέλλω, μειόω, σωφρονίζω
Moderately, adv. μετρίως, εμμετρως,
μεσως, σωφρόνως
Moderation, μετριότης, /. μεσάτης, /.
μέτρον, η. επιείκεια, /. εμμετρία, /.
σωφροσύνη, /.
Modern, καινός, σημερινός : the mo-
derns, οι σημερινοί, οι νυν
Modest, αϊδοως, αϊδημων, αϊσχυντηλος,
σώφρων ; (unpretending) ατυφος,
άκομπος, ακόμπαστος
Modestly, adv. σωφρόνως, ayv&s
Modesty, αιδώς, /. αϊδεσις, /. αίσχύνη,
/. το αϊσχυντηλον, σωφροσύνη, /.
Modify, ν. μετριάζω, μεταβάλλω,
Modulate, ν. αρμόζω, ρυθμίζω [μειόω
Modulation, αρμονία,/. ρυθμος τ m.
Moiety, το ήμισυ
Moist, ύypbς, νότιος, εφυδρος, διερος,
voτεpbς : to be moist, ύγοώσσω,
πλαδάω [τβγγω, άοδω, ίκμάζω
Moisten, ν. υγραίνω, νοτίζω, βρέχω,
Moisture, υypότης, / νοτϊς, /. ϊκμας,/.
Mole, σκάλοψ, on. άσπάλα£, m.
MOL
Molest, v. ταράσσω, όχλέω, ένοχλέω,
κηδω
Molestation, ταραχή, f. οχλησις, /.
Mollification, πράϋνσις, / μάλθαξις. f.
μάλαζις, /. [σω, μειλίσσω
Mollify, ν. πραύνω, μαλάσσω, μαλθάσ-
Moment, ροπή, /. (of time) άκαρες :
in a moment, εν ακαρεί
Momentary, παραύτικα, πρόσκαιρος
Momentous, σπουδαίος, μέγας, άξιο•
χρεως, έμβριθηϊ
Monarch, μόναρχος, m.
Monarchical, μοναρχικός
Monarchy, μοναρχία, /. [n.
Monastery, μονο.στηριον, n. κοινόβιον,
Monastic, μοναστικός
Money, apyvpiov, n. χρήματα, n. pi.
νόμισμα, n. : to make money, χρη-
ματίζομαι : to collect money, apyo-
ρολογέω
Money-changer, άργυραμοιβος, m.
Monied, πολυχρήματος
Monitor, παραινέτης, m.
Monitory, παραινετικός
Monk, μονάχος, m.
Monkey, πίθηκος, m.
Monody, μονωδία,/.
Monopolise, v. μονοπωλέω
Monopolist, μονοπώλης, m.
Monopoly, μονοπώλια,/, μονοπώλιον,η.
Monosyllabic, μονοσύλλαβος [η.
Monster, τέρας, οι. πέλωρ, η. κνώδαλον,
Monstrous, πελώριος, τεράστειος, τε-
ρατώδης [τικώς
Monstrously, adv. άλλοκότως, τερα-
Month, μην, m. : of two months,
δίμηνος : of three months, τρίμηνος
Monthly, έμμηνος, μηνιαίος
Monument, μνημεΐον, n. μνήμα, ill.
Mood, 00777,/. τρόπος, m.
Moon, σελήνη, / σεληναία, /. μήνη,
/. : waxing moon, αύξομένη : full
moon, τ) πανσέληνος : new moon,
νεομηνία, /. : of the moon, σελη-
vatos: of the full moon, πανσέληνος
Moonless, άσέληνος
Moonlight, σεληνόφως, n.
Moonlight, adj. σεληναΊος
Moor, έλος, n.
Moor, v. όρμίζω, όρμεω
Moot, V. διαλύομαι, άμφισβητέω
Mop, κόρημα, n.
Moral, ηθικός, δίκαιο$
Moralist, ηθοποώς, m.
Morality, ήθος, n.
Morally, adv. ηθικώς
Morals, τα ηθη
Morass, έλος, οι.
463
MOV
Morbid, νοσώδης, επίνοσος
More, πλείων ώ πλέων; adv. πλέων
ά πλέον, μάλλον, μειζόνως, πέρα,
περαιτέρω, διαφερόντως
Moreover, ετι, προσέτι, τοίννν, πόρρω
Morn, Morning, ηώς, Att. εως, /.
Morning, in or of the morning, έω-
θινος, ηφος, έωος, υρθριος, πρώϊος ;
adv. in the morning, εωθεν, εξ
εωθινου, ήρι, πpωt
Morning star, φωσφόρος, m.
Morose, δύσκολος, δυσάρεστος, χαλε-
πός, τραχύς, στυyvbς
Morosely, adv. δυσκόλως, χαλεπώς
Moroseness, δυσκολία, /. χαλεπότης,
/ δυσαρεστία. /. [επαύριον
Morrow, αύρίον, ιι. : to-morrow, adv.
Morsel, ψωμος, m. ψώμισμα, η. το
Mortal, βροτος, m. [άκαρες
Mortal, θνητός, θνητοειδης, βρότεος,
βροτος, βροτησ ιο ς, εφημέριος; {dead-
ly) θανάσιμος, καίριος
Mortality, το θνητον
Mortally, adv. θανασίμως, καιρίως
Mortar, Ολμος, τα. θυεία, /. ϊγδη,/.
Mortgage, άποτίμημα, η. υποθήκη, /.
Mortgage, ν. άποτιμάω, ύποτίθημι
Mortgaged, ύπώβολος
Mortgaging, άποτίμησις, /. [/.
Mortification, σφάκελος, in. σηπεδών,
Mortify, ν. σηπομαι, άποσηπομαι,
σφακελίζω ; (vex) λυπέω
Moss, μνίον, οι. βρύον, οι.
Mossy, μνιόεις
Most, πλείστος; adv. πλείστον, π?^Ίσ-
τα, το πλείστον, τα πλείστα, μάλιστα
Mostly, adv. τα μάλιστα, τα πολλά,
ως επί πολύ
Moth, σης, m.
Moth-eaten, σητόβρωτος
Mother, μητηρ, /. yεvvητειpa,/. τοκάς,
/. : step-mother, μητρυιά, /. εκυρα,
/. : of or belonging to a mother,
μητρώϊος, contr. μητρφος, μητρικός :
having the same mother, όμομη-
τριος, όμομητωρ, όμoyάστpιoς
Mother-in-law, πενθερά, /.
Motherly, μητρικός, μητρφος
Motion, κίνησις, /. κίνημα, n.
Motionless, ακίνητος
Motive, προαίρεσις, /. αίτια, /.
Move, ν. κινέω, κυκλέω, οχλίζω, νω-
μάω; intrans. εϊμι, άισσω, διακινέ-
ομαι : to move quickly, ελίσσω,
ερέσσω : to move gently, ύποκι-
νέω : to move together, συyκιvέω :
to move forward, προκινέω : to '-••
move, (by entreaty, άχ.) κάμπτω,
ΜΟΥ
κατακλάω : to move, (to pity, &c.)
προάγω \_ T0S i αμετακίνητος
Moveable, αγώγιμος, κινητός, εύκίνη-
Moveables, σκεύη, n. pi.
Movement, κίνησις, f. κίνημα, n.
Mover, κινητής, on. (of a motion)
εισηγητής, on.
Moving, κίνησις, f.
Mould, πλάθανον, n.
Mould, v. πλάσσω, αναπλάσσω, οργά-
ζω, τυπόω, εκμάσσω
Moulded, πλαστός: easy to be
moulded, εύπλαστος
Moulder, πλάστης, πι.
Moulder, v. μυδάω
Mouldiness, εύρώς, on. άζα, f.
Moulding, κύμα, οι.
Mouldy, εύρώεις, μυδαλεος
Moult, v. πτερορροεω
Mound, χώμα, οι. χόος, contr. χους,
m. κολώνη,/. κολωνος, on. 'όχθος, on.
ακττ), f. άκρα, f. : to raise a mound,
χώννυμι, συγχώννυμι
Mount, ορός, n. κολώνη, f.
Mount, V. αναβαίνω, υπερβαίνω, εμ•
βαίνω, επιβαίνω, επαναβαίνω, επειμι
Mountain, ορός, οι. κολώνη, /. : foot
of a mountain, υπώρεια, f. : of or
belonging to mountains, υρειος
Mountaineer, ορείτης, m. ορεινός, πι.
Mountainous, ορεινός, ορειος
Mountebank, αγύρτης, πι.
Mourn, V. πενθεω, άλγεω, οδύρομαι,
θρηνεω, γοάω, κατακλαίω
Mourner, θρηνητης, πι. γόης, πι.
Mournful, θρηνώδης, γοερός, γοώδης,
δυσθρήνητος, κηδειος, δύσθροος, στο-
νόεις
Mourning, πένθος, οι. κηδος, η. γόος,
on. θρήνος, m. : wearing mourning,
κυανόπεπλος, μελανείμων
Mouse, μυς, on.
Mouse-trap, μυάγρα, /.
Mouth, στο/^α, η. στόμιον, η. (of α
river) προχοη, /. εκβολή, f. : with
small mouth, μικρόστομος, σύστο-
μος : with large mouth, μεγαλό-
στομος : to open the mouth, χαίνω
Mouthful, μάστα£, /. ενθεσις, f.
Mow, V. αμάω, θερίζω, τέμνω : to
mow down, εκθερίζω
Mower, θεριστής, on.
Mowing, θερισις, f.
Much, πολύς, πολλος : very much,
νπέρπολυς : much, adv. πολύ, πολλά,
πολλον, πάμπολυ. μάλα, μέγα, λίαν,
άγαν : as much as, όσος ; adv.
* 'όσον : so much, τόσος, τοσούτος,
464
MUR
τόσοσδε; adv. τόσον, τόσω, τοσού-
το, τοσούτω : how much ? πόσος ;
(of price) πόσου : how much, όσος
Mucid, εύρώεις, εύρώδης, σαπρος
Mucidness, εύρώς, πι. σαπρότης, f.
Mud, πηλός, πι. βόρβορος, πι. Ιλύς, /.
άσις, /.
Muddy, βορβορώδης, πηλώδης, Ιλυόεις,
Ιλυώδης, θολώδης : to be muddy,
βορβορόομαι
Mug, ποτ'ηριον, Μ. κεράμιον, η. δεπας, η.
Muggy, ύγρος
Mulberry, μόρον, η.
Mulberry- tree, μορεα, f.
Mulct, ζημία, f. τίμημα, οι. προστίμη-
μα, η. τιμή, f.
Mulct, ν. τιμάω, ζημιόω
Mule, ημιόνος, c όρευς, πι. : of or be-
longing to mules, ημιόνειος, ημιονι-
κύς, όρικος [πι.
Muleteer, ημιονηλάτης, πι. ορεοκόμος,
Mullet, τρίγλα, /. λινευς, πι.
Multifarious, παντοίος, παντοδαπος,
πολύτροπος, πολυειδης
Multifariously, adv. παντοίως, παντο-
δαπώς, πολλαχώς [πολυειδη?
Multiform, παντ όμορφο ς, πολύμορφος,
Multiplication, πολλαπλασίωσις, f.
πολλαπλασιασμός, πι.
Multiplicity, πλήθος, η. πολυπληθία^.
Multiply, ν. πολλαπλασιόω, πολλα-
πλασιάζω ; intraois. πληθύω, -θύνω
Multitude, πλήθος, η. πληθυς, f. όμι-
λος, πι. Οχλος, on. : the multitude,
οι πολλοί, οι πλεονες, τ5 πολύ
Multitudinous, πολύς, αθρόος, πολλα-
πλάσιος
Mumble, ν.μορμύρω, γρύζω, μασταρύζω-
Mummery, γοητεία, f
Munch, ν. μασάομαι, επεγκάπτω
Municipal, πολιτικός
Municipality, κωμόπολις, f. [ρία, f.
Munificence, πολυδωρία, f. μεγαλοδω-
Munificeut, πολύδωρος, μεγαλόδωρος,
μεγαλοπρεπής [ψιλώς
Munificently, adv. μεγαλοπρεπώς, δα-
Munitiou, ερυμα, π. επιτείχισμα, οι.
περιτείχισις^. τείχος, η. εχύρωμα,η.
Mural, τειχικος
Murder, φόνος, πι. φονη, f σφαγή, f.
άνδροκτασία, f αυτοχειρία, f
Murder, ν. κτείνω, αποκτείνω, φονεύω,
μιαιφονεω, αναιρεω
Murderer, φυνευς, on. σφαγευς, πι.
αύτόχειρ, πι. αυθεντης, on.
Murderous, φοίνιος, φόνιος, φονικός,
μιαιφόνος, αύτόχειρ, ανδροφόνος, αν-
δροκτόνος
MUR
Murderously, adv. φονικως, αύτοφ<'-
ν ως
Murky, δνοφερός, αλάμπετος
Murmur, Θόρυβος, m. θρόος, contr.
θρόνε, m. γογγυσμός, m.
Murmur, V. θορυβεω, αναθορυβεω,
μορμύρω, γογγύζω, άναγρύζω, βρεμω,
τρύζω
Murrain, λοιμός, m. ψώρα, f.
Muscle, ts, f. μυς, m. μυών, m. (fish)
K hxn>f- χοψΊ-νη,ί- Η•™, ™" μναξ, m.
Muscular, μυώδης, νεόγυιος
Muse, Mo Οσα, /.
Muse, v. φροντίζω, μελετάω, λογίζομαι
Muses, Πιερίδες, f. pi. Έλικωνιάδες,
f. pi. : of or belonging to the
Muses, μούστος : fond of the
Muses, φιλόμουσος
Mushroom, μύκης, m. βωλίτης, m.
Music, μουσική, f. μέλος, n.
Musical, μουσικός
Musically, adv. μουσικώς, αδίκως
Musician, μουσικός, m.
Muslin, σινδών, f.
Must, γλεύκος, τι.
Must, χρη, del, οφείλω. Must is
often rendered by verbal adjectives
in -εον, as πρακτεον, it must be
done
Mustache, υπηνη, f. μύσταξ, m.
Mustard, σίναπι & -πυ, Ion. σίνηπι ώ
-πυ, n. ναπυ, n.
Muster, έξαρίθμησις, f. εξετασις, f.
Muster, V. εξετάζω, εξαριθμέομαι,
αριθμόν ποιεω
Muster-roll, κατάλογος, m. [σαπρός
Musty, εύρώεις, εύρώδης, μυδαλεος,
Mutability, άστασία,/. αλλοίωσις, f.
Mutable, ακατάστατος, εύμετάβολος,
ευμετάβλητος [αλλαγή, /.
Mutatioo, μεταβολή, /. μετάστασις, f.
Mute, άφωνος, κωφός, άλαλος, άφώ-
νητος, άναυδος
Mutely, adv. άφώνως, άφωνα
Muteness, αφωνία, /. κωφότης, f.
Mutilate, ν. περικόπτω, ακρωτηριάζω,
λωβάομαι, αποκόπτω, κολοβόω
Mutilation, κολόβωσα, f. κόλουσις, f.
περικοπή, /. λώβη. /.
Mutineer, στασιώτης, m.
Mutinous, στασιώδης, στασιωτικός
Mutiny, στάσις, f. διχοστασία, f.
Mutter, ν. γρύζω, άναγρύζω, μύζω,
Muttering, γογγυσμός, m. [τονθορύζω
Mutual, αμοιβαίος
Mutually, adv. αμοιβαίως, αλλήλοισι,
προς αλλήλους
Muzzle, κημος, m. καρδοπε'ιον, η.
465
NAR
Muzzle, ν. στομόω χ κημόω
My, εμος
Myriad, μυριάς, /.
Myrrh, σμύρνα, /.: of myrrh, σμυρνα'ιο*
Myrtle, μύρτος, f. μυρσίνη, f. : οί
myrtle, μύρσινος, μυρσινοειδης
Myrtle-berry, μύρτον, η. [??.
Myrtle-grove, μυρρινών, τη. μυρσινείον,
Myself, αυτός : of myself, εμαυτου,
-της, -του
Mysteries, μυστήρια, n. pi. μυστικά,
η. pi. : to initiate into mysteries,
μυεω : to be initiated, τελεομαι,
εποπτεύω
Mysterious, μυστικός, μυστηριώδης,
άρρητος
Mysteriously, adv. άρρητως
Mystery, μυστηριον, n.
Mystic, Mystical, μυστικός, μυστηρικός.
Mythic, μυθικός, μυθώδης
Mythological, μυθολογικός
Mythology, μυθολογία, f.
Ν.
Nag, ιππάριον, n. καβάλλης, m.
Naiad, να\ς or νηϊς, /. : the Naiads,
Ναϊάδες, f. pi.
Nail, ονυξ, m. (oj iron) ΐ)λος, m.
γόμφος, m. : fastened by nails,
πολύγομφος, γομφοπαγης
Nail, v. γομφόω, ηλόω : to nail to,.
προσηλόω, προσπασσαλεύω, πασσα-
λεύω
Naked, γυμνός, ψιλός, άνείμων
Nakedness, γυμνότης, /. ψιλότης, f.
Name, όνομα, n. επίκλησις, f. κλη-
σις, j. πρόσρημα, η. προσηγορία, /. :
by name, adv. όνομαστ), επίκλην
Name, V. ονομάζω, επονομάζω, υνο-
μαίνω, καλεω, προσαγορευω
Named, ονομαστός, επώνυμος : named
after, επώνυμος : similarly named,
ομώνυμο ς, συνώνυμος : falsely named,
ψευδώνυμος : rightly named, υρθώ-
νυμος
Nameless, ανώνυμος, νώνυμος
Namely, adv. δη, δηλαδή
Namesake, ομώνυμος, Ισώνυμος
Naming, ονομασία, f. ονοματοθεσία, f.
ονόματος θεσις,/.
Nap, λάχνη, /. κροκός, /.
Nape, ίνιον, η.
Napkin, χειρόμακτρον,η, εκιχαγε'ιον, η.
Narcissus, νάρκισσος, c
Narcotic, ναρκωτικός, ύπνικός
Nard, νάρδος, f.
Narrate, ν. δ^εομαι, εζηγέομαι. λ€~ ω
NAR
Narration, Narrative, δι^ησις, /.
αφ^ησις, /. αποδείξω, /.
Narrator, €^yy]Ti)s, m. δ^ητης, πι.
Narrow, arevbs, στενόπορος, στενό-
χωρης, στ^νωιν^, αραιός
Narrow, (strait) στεΐνος, n. στενός, n.
στεινωπος, /. τά στενά
Narrow, v. στείνω, στένω, στενόω,
συνάγω
Narrowly, adv. μό-γις, σχολγ, σπουδή
Narrowness, στενότης, / στεΊνος, n.
Nastiness, ακαθαρσία, / ρυπαρία, /
Nasty, ακάθαρτος, ρυπαρος, πιι /apbs
Natal, yev60\Los, yeu€0XiaKbs
Nation, έθνος, n. yevos, n. φΰλον, n. :
of the same nation, δμόδημος,
ομοεθνής
National, ενδημος, δημόσιος, εθνικός
Native, χωρίτης, πι. πατριώτης, πι.
Native, πατρώος, "πάτριος, επιχώριος,
^χώριος, αυτόχθων, εγγενή
Nativity, ^/ενεσις, /. yeveTy, / yovT],/.
Natural, έμφυτος, σύμφυτος, συyyεvης,
σύντροφος, φυσικός ; (not artificial)
αύτόφυτος, αυτοφυής, lθayεvης. αντό-
κτιστος [εϊκότως
Naturally, adv. φυσικώς, πεφυκότως,
Nature, φύσις, /. : by or according
to nature, την φύσιν, κατά φύσιν,
φύσει, εκ φύσεως : to be by nature,
φύομαι
Naval, ναυτικός, νήϊος
Naval battle, ναυμαχία, /. : to fight
a naval battle, ναυμαχεω
Nave, πλήμνη, f. χοΐνιξ, f. χνόη, f.
Navel, ομφαλός, πι.
Naught, ουδείς, άχρηστος, φαύλος : to
set at naught, φαυλίζω, εξουδενίζω
Naughtily, adv. κακώς, φαύλως, πο-
νηρώς
Naughtiness, κακότης,/. κακία,/, φαυ-
λότης, f.
Naughty, κακός, φαύλος, πονηρός
Navigable, πλωτός, πλώϊμος, πλώσιμος,
ναυσίπορος [λεω
Navigate, ν. πλέω, πλωτεύω, ναυστο-
Navigation, πλόος, πι. ναυτιλία,/.
Navigator, ναύτης, πι.
Nausea, ναυσία, /. άση, /.
Nauseate, ν. ναυσιάω, ασάομαι
Nauseous, ναυσιωδης, ασώδης
Nautical, ναυτικός ; (skilled in the
sea) θαλάσσιος
Nautilus, ναυτίλος, πι. [τό ναυτιιών
Navy, στόλος, m. arparbs vavriicbs, πι.
Nay, ού ουδαμώς
Near, πλησίος, παραπλήσιος, y^'iTuv,
aστυyεlτωv, ^χιτερμων, ύπόyυoς :
466
NEG
nearer, comp. ^χότερος, εyyύτερoς:
nearest, superl. εyyύτaτoς, Σχισ-
τός : to be near, πάρειμι, παρίστα-
μαι, παράκειμαι, πρόσκειμαι, υπάρχω '.
to bring near, πελάζω, επιπελάζω
Near, prep, πάρα, πρbς, άμφϊ; adv.
e7"y^j σύvεyyυς, πλησίον, σχεδ^,
αγχζ, πελας, ασσον, όμοΰ, παρα-
σταδ^ [ελάχιστον
Nearly, adv. oXiyou, μόνον ου, παρ 1
Nearness, εyyύτης, /. [θετός, άφελης
Neat, yλaφυpbς, εύθημων, κόμψος, εϋ~
Neatly, adv. yλaφυpώς, κομψώς
Neatness, εύθημοσύνη, / αφέλεια, /.
yλaφυpότης, /
Necessaries, τα επιτήδεια, τά δέοντα
Necessarily, adv. avayκaίως, επ-
avayKh [sary, χρη, δεΐ
Necessary, avcry/icuos : it is neces-
Necessitate, v. αι^κάζω, επavayκάζω
Necessitous, ενδεής, πτωχbς, άπορος
Necessity, ανάγκη, /. χρεία, / άναγ-
κάιον, n. [αύχην, πι.
Neck, τράχηλος, πι. δερη or δείρη, /.
Necklace, όρμος, πι. στρεπ^ς, πι.
ύποδερϊς, /. δεραιον, Π.
Necromancer, νεκρόμαντις, c ψυχ-
ayωybς, πι. [μαντεία, /.
Necromancy, νεκρομαντεία, /. νεκυο-
Nectar, νέκταρ, η.
Nectareous, Nectarine, νεκτάρεος
Need, χρεία, /. χρεώ, /. απορία, /.
ανάγκη, /.
Need, ν. δέομαι, προσδεομαι, χράομαι,
χρήζω or χρηίζω, απορεω : there is
need, δεΐ, χρη
Needful, avayKa^, επιτήδειος
Needfully, adv. άvayκaίως
Needle, ραφϊς, /. βελόνη./ ακεστρα,/.
Needless, περισσbς, περίεpyoς, αχρείος
Needlessly, adv. περισσώς, άχρηστως,
άλυσιτελώς
Needy, χρεΊος, πτωχbς, άπορος, ενδεής
Nefarious, πavoυρyoς, αθεμιστος, αν-
όσιος
Nefariously, adv. πavoύpyως, ανοσίως
Negation, άρνησις, / απόφασις, /.
Negative, αρνητικός, στερητικός ^
Negatively, adv. αρνητικώς [δεια,/.
Neglect, αμέλεια, /. ολιγωρία, /. ακη - -
Neglect, ν. αμελεω, παραμελεω, κατά-
μελεω, παρίημι, αφίημι, όληωρεω,
ύπεροράω, aXoyw
Neglected, άμελητος, αμελής, αθερά-
πευτος, ακηδεστος
Neglectful, άμελης, άκηδης, ολ'ηωρος
Neglectfully, adv. άμελώς, άμελητϊ,
δληώρως
NEG
Negligence, αμέλεια, f μεθημοσύνη, f.
ακήδεια, f ραθυμία, f [ράθυμος
Negligent, αμελής, μεθήμων, ακηδής,
Negligently, adv. άκηδεστως, αμελώς
Negotiate, ν. χρηματίζω, πράσσω,
διαπράσσομαι, πραγματεύομαι
Negotiation, χρηματισμός, m. πραγ-
ματεία, f. λόγγος, in. [m.
Negotiator,7rpe(Tj8ei's, in. χρηματιστής,
Negro, Αίθίοψ, πι. μελάμβροτος
Neigh, v. χρεμετίζω, χρεμετάω
Neighbour, *γείτων, c. πρόσοικος, c.
6 -πλησίον, πελάτης, πι. : neigh-
bours, περικτ'ιονες, in. ρ>1. περικτίται,
m. pi. άμφικτίονες, m. pi.
Neighbourhood, 'γειτονία, f. 'γειτό-
νήμα, n. 'γειτνίασις, f.
Neighbouring, ^ε'ιτων, όμορος, πρόσ-
χωρος, πρόσοικος, περίοικος, άστυ-
'γείτων : to be neighbouring, *γειτ-
νιάω. προσοικεω, παροικεω
Neighbourly, ευμενής, φιλόφρων
Neighing, χρεμετισμος, in. φρύα'γμα, ιι.
Neither, ούδε, οϋτε, μηδέ, μήτε
Neither, ουδέτερος, μηδετερος : in
neither way, ούδετερως, μηδετερως
Nephew, αδελφιδεος, -δους, πι.
Neptune, Ποσειδών, πι. Ένοσίχθων,
in. Έννοσί'γαιος, m : of Neptune,
Ποσειδώνιος
Nereids, Νηρείδες, f. pi.
Nerve, νευρον, n.
Nerveless, άνευρος, έκλυτος, ασθενής
Nervous, νευρώδης
Nest, νεοσσία, f. κάλια, f. λεχος, n. :
to build a nest, νεοσσεύω
Nestle, v. νεοσσεύω, νεοσσοποιεω
Nestling, νεοσσός, in. νεόσσιον, n.
Net, δίκτυον, n. ερκος, n. άρκυς /f.
πά*γη, f. πλέκτη, f. αμφίβληστρον,
n. σαγήνη, f. &Ύρευμα, n.
Nether, κατώτερος, ενερτερος : nether-
most, κατώτατος, ενερτατος
Nettle, ακαλήφη, f. κνίδη, f.
Nettle, v. κνίζω, ερεθίζω, κεντεω. θ-η~γω
Never, οΰποτε, ουδέποτε, μηδεποτε,
ούδεπώποτε
Nevertheless, adv. όμως, ομοίως, πλην,
εμπας, μεντοι, καϊ έπειτα
Neuter, Neutral, ουδέτερος, μέσος:
neuter gender, το ούδετερον : to
be neutral, μεσεύω, επαμφοτερίζω
Neutrality, το επαμφοτερίζειν
New, νέος, καινός, πρόσφατος, νεανίας
New-born, νεο'/ενης, νεό'/ονος, νεη-
Newly. adv. καινώς, νεως ['γενης
New-niade, νεοτευχής, νεότευκτος,
νεουργος. άρτίτομος
467
NIP
New-married, vεόyaμoς, νεοδμής, νεό-
δμητος
Newness, καινότης, f νεότης, f.
News, κλέος, n. κληδών, f τα εϊσ-
α-γ*γελλόμενα, ηχώ, f. άγγελμα, 11.
μΰθος, m.
Next, εyyύτaτoς, Σχιστός, άyχιστoς,
πλησιαίτατος, συνεχής ; (of time)
επιών, ύστερος : the next day,
ύστεραία, f. [μίνως, είτα
Next, adv. έξης, αύθις, δεύτερον, επο-
Nibble, ν. τpώyω, άπoτpώyω, παρα-
τpώyω, παρεσθίω
Nice, ακριβής, τρυφερός, λαρος, αστείος :
to be nice, τρυφάω, άσωτεύυμαι
Nicely, adv. ακριβώς
Nicety, ακρίβεια, f
Nick, εντομή, f. ^κοπή, f. : in the
nick of time, εϊς δέον, εϊς αρτίκολλον
Nick, ν. ^κόπτω, εντεμνω
Nickname, επίκλησις, f.
Nickname, ν. επικαλεω
Niece, αδελφιδεη, contr. -δη, f.
Niggard, φειδωλός, yλισχpoς, μικρό-
λόyoς [μικρoλoyίa, f.
Niggardliness, φειδώ, f. φειδωλία, f.
Nigh, yειτώv, πλησίος [προς
Nigh, adv. eVyi/s, σχεδόν ; prep, πάρα,
Night, νυξ, f. ορφνη, f. : of or belong-
ing to night, νυκτερινός, νύχιος,
εννυχος, εννύχιος : all night, πάν-
νυχος, παννύχιος; adv. πάννυχα,
παννύχιον : the same night, αυτό-
νυχϊ : by night, adv. νύκτωρ : to
pass the night, νυκτερεύω, νυχεύω,
αύλίζομαι
Nightingale, αηδών, f. φιλομήλα, f.
Nightly, νυκτερινός, εννύχιος
Xiglit-mare, εφιάλτης, πι. πννγαλίων,
Night-shade, στρύχνος, c. [m.
Night-watch, νυκτοφύλαξ, πι.
Nimble, ελαφρός, εύστροφος, ευκί-
νητος, δεξ^υιος [/. ευκινησία, f„
Nimbleness, ελαφρότης, f ευστροφία,
Nimbly, adv. ελαφρώς, ενκινήτως
Nine, εννέα; (the number) εννεας, f. :
nine times, Ιννάκις : lasting nine
years, ενναετής, εννεωρος : for nine
years, ενναετες : for nine days,
εννημαρ
Ninefold, εννεαπλάσιος
Nine-hundred, εννακόσιοι
Nineteen, εννεακαίδεκα
Nine thousand, εννεάχιλοι
Ninetieth, εννενηκοστος
Ninety, ενενήκοντα [εναταΊος
Ninth, ένατος : on the ninth day,
Nip, v. αποκνίζω ; (as frost) άποκαίω
NIP
Nipple, θηλή, f. τίτθιον, n.
Nit, κόνις, f.
Nitre, νίτρον or λίτρον, n.
No, ού, before a vowel ούκ, before
an aspirate ούχ, ούχϊ : by no
means, in no manner, οΰπως, ού-
δεν, ούδαμη, μηδααη, μηδέν, μηδαμώς
Nobility, εύyέvειa, /. -γενναιότ-ης, f.
Noble, yGvvouos, eb~y€vr\s, ayaQbs,
κάλος, δόκιμος, εσθλος, ατγηνωρ,
κρείων, ίφθιμος, επιφανής [ψύχος
Noble-minded, μεγάθυμος, μ^γαΧό-
Nobleness, eiryeveia, f. yeuuaio^s, f.
Nobles, ol άριστοι, οι βέλτιστοι, οι
δοκουντες
Nobly, adv. yzvvaiois, wyevoos, καλώς
Nobody, ουδείς, μηδεϊς, oxjtis
Nocturnal, νυκτερινός, νυκτέριος, εν-
Nod, νεύμα, n. \? υ Χ°$> ορφναΊος
Nod, v. νεύω, επινεύω, κατανεύω, νευ-
στάζω ; (in sleep) νυστάζω
Noise, κτύπος, τη. κέλαδος, τη. ψόφος,
τη. κλαγγή, /. βοτ), f. θόρυβος, τη.
θρόος, τη. θρύλος, τη. πάτayoς } τη.
δούπος, τη. βρόμος, τη. ΰτοβος, τη.
φλο'ισβοϊ, τη. : to make a noise,
κτυπέω, ψοφέω, κλάζω, iraTayeo),
θορυβέω, δουπέω
Noiseless, άψοφος, άθροος, άβρομος,
άψόφητος
Noiselessly, adv. αψοφητϊ
Noisome, δυσώδης, κάκυσμος
Noisy, ψοφώδης, κελαδεινος, βρόμιος
Nomenclature, ονομασία, /.
Nominal, όνοματώδης, ονομαστικός
Nominally, adv. ονομαστϊ
Nominate, ν. ονομάζω
Nomination, ονομασία, f. (appoint-
ment) κατάσταση, f.
Nominative case, η ονομαστική
Nonage, νηπιότης, f.
Ν ondescript, άvaπόyρaφoς
Ν one, ou5els, μηδεϊς, οϋτις, μητις
Nonsense, φλυαρία, f. ληρος, m. ϋθλος,
m. : to talk nonsense, φλυαρέω,
ληρέω, παραληρέω [πος, άλoyoς
Nonsensical, ληρώδης, φλύαρος, άτο-
Nook, μυχός, τη. yωvίa, f.
Noon. αεσημβρία, f. μεσούσα ημέρα, f. :
of or belonging to noon, μεσημε-
οινος, μεσημβρινός, μεσημέριος
Noose, βρόχος, τη. αμμα, η.
Nor, ούδε, ούτε, μηδέ, μήτε
North, άρκτος^, βορεας, τη.
North-east wind, καικίας, τη.
Northern, Northerly, βορραΤος, βό-
ρειος, αρκτιπος, άρκταος
North-wind, βορεας τη. βορράς, VI.
468
NUM
Nose, ρ\ς, /. μυκτηρ, τη. ρύ^γχος, η. :
hook-nosed, yρυπbς, έπ'^ρυπος :
snub-nosed, σιμός : to blow the
nose, άπομύσσομαι
Nostrils, ρίνες, f. pi. μυκτηρες, τη. pi.
Not, οι/, before a vowel ουκ, before
an aspirate ουχ, ούχϊ ; μη : not at
all, οϋτοι, ούδεν, μηδέν
Notable, επίσημος, δόκιμος, επιφανής,
άξ^όλoyoς, περιβόητος [δοκίμως
Notably, adv. περιβοητως, άξιoλόyως,
Notary, yρaμμaτεύς, τη. δημόσιος, τη.
Notch, εντμημα, η. εντομή, f.
Notch, ν. εντέμνω, ^κόπτω
Note, (in music) τόνος, m. (letter)
επιστολή, f.
Note, v. σημαίνομαι, διασημαίνομαι
Note-book, δέλτος^.
Noted, επίσημος, yvώpιμoς, εΰ^γνωστος
Nothing, ούδεν, μηδέν, οϋτι : nothing
else, μηδέν άλλο
Notice, επιστροφή, f.
Notice, ν. διασημαίνω, επιστρέφομαι
Notification, πapάyyελμa, n. σημειον,
Notify, ν. σημαίνω, yvωpίζω [τι.
Notion, yvώμη, f. νόημα, n.
Notoriety, κλέος, n. φήμη, f.
Notorious, yvώριμoς, επίσημος, περι-
βόητος, πρόδηλος
Notoriously, adv. περιβοητως, επισή-
μως, φανερώς
Notoriousness, κλέος, η. φήμη, f.
Notwithstanding, adv. όμως, ούδεν
"ήττον, άλλα. μην
Novel, κα^ς, άηθης
Novelty, καινότης, f. άηθεια, f.
Nought, ούδεν : to set at nought,
ούδαμού νομίζω
Novice, πρωτόπειρος, c.
Noun, όνομα, τι. [αέξω, αλδαίνω
Nourish, ν. τρέφω, ανατρέφω, βόσκω,
Nourishing, θρεπτικός, θρεπτηριος
Nourishment, τροφή, f. διατροφή, /.
Now, νυν, νυν\, ήδη, δη, άρτι, ενταύθα
Nowhere, ούδαμού, μηδαμού, μηδαμη :
from nowhere, ούδαμόθεν, μηδαμόθεν
Nowise, ούδεν, ουδαμώς, ούδαμού, οϋτοι,
μηδαμώς [πολυπήμων, a^pbs
Noxious, βλαβερές, λυyρbς, κακός,
Nudge, ν. νύσσω, έξ ι ayκωvίζω
Nudity, yυμvότης, f.
Null, άκυρος
Nullify, v. συyχέω, καθαιρέω, κατα-
λύω, εξαλείφω, άκυρον ποιέω
Numb, ναρκωδης
Numb, ναρκαν ποιέω, ναρκόω, σνμ-
^δάω : to be numb, ναρκάω
Number, αριθμός, m. άρίθμημα, n.
ΝϋΜ
πλήθος, η. : of the same number,
ισοπληθης, Ισάριθμος
Number, ν. άριθμεω
Numberless, άνάριθμος, αναρίθμητος
Numbing, νάρκωσα,/.
Numbing, σαρκώδης
Numbness, νάρκη, /. νάρκη μα, n.
Numerable, αριθμητός
Numerate, v. άριθμεω, λοΎ'ιζομαι
Numeration, άρίθμησις, /.
Numerical, αριθμητικός [ταρφυς
Numerous, πολύς, αθρόος, παμπληθης,
Nun, μονάστρια, /.
Nuptial, νυμφείος, νύμφιος, νυμφικός,
"γαμικος, η/αμηλιος [νυμφεία
Nuptials, "γάμος, m. τα ~γαμικα, τα
Nurse, τροφός, /. τιθηνη, /. τιτθη, f.
θρεπτειρα, /.
Nurse, ν. τιθηνεομαι, τιτθεύω, τρέφω
Nursing, τιθηνησις, /. ανατροφή, /
Nursling, θρέμμα, n. άνάθρεμμα, n.
τιθηνημα, η.
Nut, κάρυον, η. (tree) κάρυα,/.
Nut-cracker, καρυοκατάκτης, m.
Nutricious, τρόφιμος, τροφώδης. ευ-
τραφής, αϋξιμος
Nymph, νύμφη, /. : of nymphs, νυμ-
φαίος
ο.
Ο, & : Ο that ! είθε. αϊθε, εϊ yap
Oak, δρυς,/. φη~γος,/. : oak- forest, δρυ-
Oaken, δρύϊνος lf JL0S ) m •
Oar, ερετμός, m. κώπη, /. ελάτη, /.
πλάτη, / ταρσός, m. : having oars,
κωπηρης, επηρετμος
Oasis, οασις,/.
Oath, όρκος, m. ορκιον, n. ορκωμοσία,
/. 'όρκωμα, n. : of oaths, ορκιος : to
take an oath, ορκιον ποιεομαι or
δίδωμι, ορκον άποδίδωμι : to keep
an oath, εύορκεω, ορκω εμμένω,
ορκιον φυλάσσω : to break an oath,
ορκιον ψεύδομαι or συ^γχεω. ορκον
παραβαίνω or εκλείπω : to bind by
oath, δρκόω, πιστόω οοκοις : keep-
ing an oath, εϋορκος : bound by
oath, ένορκος
Oats, αίγίλωψ, m.
Obduracy, σκληρότης, /. απείθεια, /.
Obdurate, σκληρός, άμετάπειστος
Obdurately, adv. σκληρώς
Obedience, πειθαρχία, /. υπακοή, /.
εύπείθεια, /. πείθω, /.
Obedient, υπήκοος, εύπειθης, πείθαρ-
469
OBS
χος, κατήκοος, ευήκοος, πιθανός,
υπάκουος, εττιπειθης
Obediently, adv. ευπειθώς, ευηνίως
Obeisance, προσκύνησις. /. : to do
obeisance to, προσκυνεω
Obelisk, οβελίσκος, m. όβελός, m.
Obey, V. πείθομαι, πειθαρχεω, υπακούω,
ακούω, κατακούω, άκολουθεω, επακο-
λουθεω, εποααι
Object, σκοπός, m. πρ^μα, ?ι.
Object, ν. προφέρω, άντιλε-γω. άντι-
τίθημι, επιτιμάω ; {be unwilling)
αφίσταμαι, μελεδαίνω; (raise objec-
tions in arguing) ενίσταμαι, ύπαντάω
Objection, άντίληψις, /. ε-γκλημα, U.
αντιλο~γία, /. ενστασις, /.
Objectionable, προσαντης
Objector, άντίλοΎος, m.
Objurgate, ν. επιτιμάω
Objurgation, επίληψις,/ επιτίμησις,/.
Oblation, ανάθημα, n. προσφορά, /.
Obligation, ύπούρ^ημα, n. οφείλημα,
n. ένοχη, /. : to be under an obli-
gation, οφείλω, άντυφείλω
Oblige, v. (compel) άναΎκάζω, επανα-γ-
κάζω, βιάζω ; (gratify) εύερΎετεω
Obliging, ευχερής, ράδι,ος, φιλόφρων
Oblique, πλάγιος, λοξός, λέχριος, κάρ-
σιος, εΎκάρσιος [λεχρίς
Obliquely, adv. πλα-γίως, ε'γκαρσίως,
Obliquity, πλαγιότης, /. λοζότης, /.
Obliterate, ν. αφανίζω, εξαλείφω, εκ-
νίπτω \_m.
Obliteration, εξάλειψις, /. αφανισμός,
Oblivion, λήθη, /. [μηκης
Oblong, προμήκης, παραμηκης, ετερο-
Obloquy, όνειδος, η. βλασφημία, /.
δυσφημία, /.
Obnoxious, επίφθονος, ένοχος, υπεύ-
θυνος : to be obnoxious, ενέχω
Obolus, όβολος, m.
Obscene, αίσχρός, αϊσχρολό'γος, μια-
ρος, άπρεπης, άσελyης
Obscenely, adv. αϊσχρώς, μιαρώς
Obscenity, άπρεπεια, /. αϊσχρότης, /.
ασέλγεια, /. (ο/ language) αίσχρορ-
ρημοσύνη, /.
Obscure, αφανής, άμαυρός, άοηλος,
ασαφής, αμυδρός, άσημος, άζοξος,
δύσκριτος, σκότιος, απόκρυφος, σκο-
τεινός
Obscure, ν. επισκοτεω, μαυρόω, αμαυ-
ρόω, κνεφάζω, -ηλυγάζω
Obscurely, adv. αδήλως, ασαφώς, σκο-
τεινώς, δυσκρίτως
Obscurity, σκότος, η. αφάνεια, /.
ασάφεια, /. άδοξια, /. ατ/νωσία, J.
Τίλυγτ?, /. (ο/ birth) ά^ενεια, /.
OBS
Obsequies, τά κτέρεα, τά κτερίσματα
Obsequious, θεραπευτικός, κατήκοος,
f άρεσκος, ύπείκων
i Obsequiously, adv. θεραπευτικώς [/.
4 Obsequiousness, αρέσκεια^, θεραπεία,
I Observable, επιφανής, επίσημος
Observance, θεραπεία, /. έντροπη, f.
Observant, θεραπευτικές
Observation, τήρησις, f. παρατήρησις,
f. παραφυλακη, f. επιστροφή, f.
Observatory, σκοπη, f. σκοπιά, f.
Observe, v. τη ρέω, παρατηρέω, φυλάσ-
σω, ενοράω, κατοπτεύω, φράζομαι ;
(keep, obey) εμμένω, επιμένω, θερα-
πεύω [εξίτηλος
Obsolete, άκυρος, αρχαϊκός, παλαιός,
Obsoleteness, παλαιότης. /.
Obstacle, €χμα, η. κώλυμα, η. εμπό-
διον, η. εμπόδισμα, η. έναντίωμα, η.
Obstinacy, αύθάδεια, /. απείθεια, /.
φιλονεικία, f ουσαπαλλακτία, f.
δυστροπία, /. δυστραπελία, f. δυσ-
πείθεια, /.
Obstinate, αυθάδης, δυσπειθης, δύσ-
πειστος, δυσανάπειστος, δύστροπος,
άντίτυπος, ακίνητος, φιλόνεικος,
στερρός
Obstinately, adv. αύθαδώς, στερρώς
Obstreperous, άβρομος, θορυβώδης :
to be obstreperous, θορυβέω
Obstriction, συγγραφή^, κατεγγύη, f
Obstruct, ν. εμποδίζω, εμφράσσω,
κωλύω, ενίσταμαι
Obstruction, εμπόδισμα, η. κώλυμα, η.
εχμα, η. εμφραζις, /.
Obtain, ν. τυγχάνω, επιτυγχάνω,
λαγχάνω, ευρίσκω, κτάομαι, επι-
κτάομαι, κυρεω, επικυρέω : to obtain
by entreaty, παραιτέομαι, εξαιτέομαι
Obtainable, εύπόριστος, επιτευκτικος
Obtaining, επίτευξις, f.
Obtrude, ν. ώθέω, εϊσωθέω
Obtuse, αμβλύς, κωφός, αναίσθητος
Obtuseness, άμβλύτης, f.
' Obviate, ν. αποτρέπω, απαντάω
Obvious, φανερός, εναργής
Obviously, adv. φαν έρως, εναργώς
Obviousness, ενάργεια, f
Occasion, αφορμή, f. καιρός, m.
Occasion, ν. ποιέω, πράσσω, εργάζο-
μαι, εξεργάζομαι, γεννάω, τίκτω,
προσβάλλω [σχέδιος
Occasional, τυχών, παρατυχών, αυτο-
OccasLonally, adv. ενίοτε, εστίν οτε
Occult, κρυπτός, άδηλος
Occupation, ασχολία, f.
Occupy, ν. εχω, κατέχω, επέχω, νέμω;
{engage) άσχολέω; (take possession
470
OFF
of) καταλαμβάνω; (be busy, oc-
cupied in) εχω περί, καλινδεομαι
εν or περί, όμιλέω, είμΐ εν
Occur, ν. εισέρχομαι, επέρχομαι, είσ-
ειμι, επειμι, παρίσταμαι ; (happen)
γίγνομαι, συμπίπτω, παραπίπτω,
τυγχάνω
Occurrence, συντυχία, f. σύμπτωμα,
η. συμφορά, /. τ5 συμβαίνον
Ocean, ωκεανός, m. πέλαγος, η. : to
the ocean, ώκεανόνδε
Ochre, ώχρα, f. [φος, m.
Oculist, οφθαλμικός, m. οφθαλμόσο-
Odd, άνισος, περισσός; (unusual)
άήθης
Oddness, άήθεια, f. περισσότης, f.
Ode, ωδη, f. ύμνος, m. άσμα, n.
Odious, δυσώνυμος, μισητός, άζιόμισος,
απεχθής, δυσχερής
Odium, μΐσος, η. έχθρα, /. [τικος
Odoriferous, ευώδης, εΰοδμος, άρωμα-
Odorous, ευώδης, κηώεις, κηώδηβ,
αρωματικός
Odour, δδμη, /. οσμή, /.
Of, (concerning) περί, επϊ
Off, adv. άπο, εντεύθεν, ένθεν, εκποδών
Offal, τραχηλιά, n. ρΐ.
Offence, βλάβη, f. πρόσκρουσμα, η.
πρόσκομμα, η. προσκοπη, /. μήνιμα,
η. χρ^ος, η.
Offend, ν. βλάπτω, προσπταίω, προσ-
κρούω, προσίσταμαι, σκανδαλίζω,
λυπεω, άνιάω : to be offended with,
διαβάλλομαι, σκανδαλίζομαι, δυσανα-
σχετεω, δυσαρεστέω
Offender, παραβάτης, m. παράνομος, m.
Offensive, προσαντής, άργαλέος, άπο-
θύμιος, αχάριστος, άχάριτος, άτερπης
Offer, ν. προτείνω, παρέχω, προέχομαι,
προσφέρω, δίδωμι ; (as offerings)
άνατίθημι, θύω, ερδω ; (present
itself) inirans. παραπίπτω, παρα-
τυγχάνω
Offering, άι/άθ^α, η. θύμα, η. τιμή, /.
Off-hand, παραχρήμα, προχείρως, εξ
αύτοσχεδίης, e| ετοίμου, ευθύς
Office, τέλος, η. αρχή, f εξουσία, /.
χρέος, η. τιμή, f. τ5 προσηνον, τα
δέοντα
Officer, υπηρέτης, m.
Officiate, ν. διακονέω
Officious, πολυπράγμων, περίεργος : to
be officious, πολυπραγμονέω
Officiously, adv. περιέργως
Officiousness, περιεργία, f. πολυπραγ-
μοσύνη, f
Offscourings, περιψήματα, n. pi.
Offspring, γένος, n. γονή, f. γόνος, m.
\
OFT
ηένεθλον, η. tokos, τη. σπέρμα, η.
θάλος, η. ώδϊς, f. σπορά., /.
Of: el), adv. πολλάκις, πυκνά, θαμά, θα-
μπά, πολλά, π ολλαχου : very often,
πλειστάκις, μυριάκις : how often?
ποσάκις ; so often, τοσάκις, τοσαυ-
τάκις : as often as, οσάκις, δποσάκις
Oftener, πλεονάκις
Oh, ώ or ω, φευ, ίω
Oil, ελαιον, η. άλειφαρ, η, άλειφα, η.
Oil, ν. ελαιόω
Oiliness, λιπαρότης, /. λίπασμα, τι.
Oilman, ελαιοπώλης, τη. πώδης
Oily, ελαιηρός, ελαιηεις, ελαιώδης, λι-
Ointment, μύρον, τι. μύρωμα, τι. χρίσ-
μα, τι. αλοιφή, f. άλειφαρ, τι. : oint-
ment-box, αλάβαστρος, τη.
Old, y -ηραώς, "γεραιος, 'γέρων, πρεσβυς,
παλαιό ς, αρχαίο ς, πολιός, παλαιό'/υνος:
very ο id, πολυγηραος, παμπάλαιος :
old age, Ύνρας, τι. ηλικία,/.: a happy
old age, ευγηρία, f. : old man,
-γέρων, m. πρεσβύτης, m. πρεσβυς,
m. : old woman, Ύραυς,/. ypa7a, f
πρεσβυτις, f. : to grow old, yypa-
σκω, κατα•γηράσκω, άπο'/ηράσκω,
παρηβάω : to grow old together
with, συγγηράσκω, συ~γκατα•γη~
ράσκω : to be old, πρεσβεύω : not
growing old, άγηραος, άγηρως,
άγηρατος : growing old, γηρανσις,/.
Older, ^εραίτερος, πρεσβύτερος, προ-
τερ^ενης [χαιότροπος
Old-fashioned, αρχαίος, αρχαϊκός, άρ-
Oldness. παλαιότης, f.
Oligarchy, όληαρχία, f. : to have an
oligarchy, ολ^αρχεομαι
Oligarchical, ολ^αρχικός
Olive, (fruit) ελαία, f. (tree) ελαία, f.
ελαιος, m* ελαις. f. : wild olive,
κότινος, c. ελαιος, m.
Olympia, 'Ολυμπία, f. : at Olympia,
Olympiad, 'Ολυμπιάς, f. {^Ολυμπίασι
Olympian, Olympic, 'Ολύμπιος,
'Ολυμπιάς, fern. Όλυμπικός : Olym-
pian or Olympic games, 'Ολύμ-
πια, n. pi. 'Ολυμπιάς, f. Όλυμπικός
I ay ων : conqueror in the Olympic
games, 'Ολυμπιονίκης, m.
Olympus, "Ολυμπος, m. : of Olympus,
'Ολύμπιος, 'Ολυμπιάς
Omen, οιωνός, m. οϊώνισμα, n. φήμη,
f. όρνις, c. σύμβολος, m. σύμβολον,
n. σημειον, n. : of good omen,
δεξιός, αίσιος, ευσημος, ευώνυμος,
εύφημος : of bad omen, αριστερός,
σκαιός, δύσφημος, πάρορνις : ill-
omened, δυσοιώνιστος
471
ΟΡΙ
Omission, παράλειψις, f.
Omit, ν. παρίημι, παραλείπω, ελλείπω,
αφαιρεω, παραβαίνω, υπερβαίνω
Omnipotence, παντοκρατορία, /. παν-
ταρχία, f.
Omnipotent, πayκpaτης, πανταρχης,
πάναρχος, παντοκράτωρ, παντοδυ-
νάστης
Omnipotently, adv. παντοκρατορικώς
Omniscient, πάνσοφος, παντόσοφος,
On, επ\, εν, ύπερ, κατά [παμμητις
Once, adv. άπαξ, εισάπαξ : once for
all, καθάπαξ: at once, άμα, αυτόθε,
εξαυτης
One, είς, μία, εν ; (a certain one) τις :
the one, δ μεν, έτερος : every one,
πάς τις ; some one, εϊς τις
•Onerous, επαχθής, βαρύς, φορτικός
Oneself, αυτός
Onion, κρόμμυον, η.
Only, μόνος, οίος; adv. μόνον, μόνως :
only begotten, μovoyεvης : not
only, ού μόνον, μη Οτι
Onset, δρμη, f. εισβολή, /. σύρραξις, f.
Onward, adv. πρόσω, πόρρω
Onyx, ύνυξ, m.
Ooze, ν. στάζω, καταστάζω, σταλάω
Opal, δπάλλιος, m. [ζοφώδης
Opaque, επίσκιος, κατάσκιος, σκιερός,
Open, άκλειστος, ανοικτός : (manifest)
φανερός, εμφανής ; (of the air) κα-
θαρός : the open air, αϊθρία, f. : in
the open air, αίθριος
Open, v. άνο'^νυμι or άνο'^ω, οίτγνυμι,
διο'^νυμι, άνίημι, αναπτύσσω, δια-
πτύσσω, λύω, άναπετάννυμι ; (as
law term) εισάγω : to open a little,
παρο'νγνυμι, παρανο'^νυμι; (a body)
ανατέμνω, άνασχίζω ; intrans. (to be
open) διίσταμαι, χασμάομαι: to lay
open, make manifest, ανακαλύπτω,
εμφανίζω, φανερόω
Opening, άνοιξις,^.άνάπτυξις,/. (chasm)
χάσμα, n. (of a case at law) εϊσ-
ayωyr}, f.
Openly, adv. φανερώς, εμφανώς, ανα-
φανδόν, άντικρυς, άπροφασίστως,
άπαρακαλύπτως
Openness, παρρησία, f. άπλότης, /.
Operate, ν. ερyάζoμaι, εvεpyεω
Operation, ipyov, n. ένδεια, f.
Operative, ipy αστικός, εvερyός, ενερ-
γητικός
Opine, V. νομίζω, δοξάζω, ύπολαμβάνω
Opinion, δόξα, f. δόκησις, f. δόξασμα, n.
yvώμη,f. yv^a, τι. διάνοια, f. υπόνοια,
f. υνολη -tyis, f. : to be of opinion,
νομίζω, δοξάζω : it is my opinion^
OPI
δοκε7 μοι : to give one's opinion,
*γνώμην τίθεμαι, or αποφαίνομαι : of
the same opinion, όμογνώμων : to
be of the same opinion, δμογνω-
μονέω : a bad opinion of, καταγνω-
σις, f. : to have a bad opinion of,
καταγιγνώσκω
Opium, μηκώνιον, n. όπιον, n.
Opponent, ανταγωνιστής, m. δ ενάντιος
Opportune, καίριος, εύκαιρος, επιτή-
δειος
Opportunely, adv. εύκαίρως, καιρίως
Opportunity, Kaipbs, m. αφορμή, f.
ευκαιρία, f. ευμάρεια, f. : there is
an opportunity, παρέχει
Oppose, v. ανθίσταμαι, αντιτείνω,
άντιστατέω, ανταγωνίζομαι, εναν-
τιόομαι, άντιπράσσω, απαντάω ; (with
words) αντιλέγω: to be opposed to,
αντίκειμαι [τίος
Opposed to, προσαντής, άντίος, εναν-
Opposing, ενάντιος, αντίβιυς
Opposite, άντίος, ενάντιος, ύπεναντίος,
άντίπορος, άντίπρωρος, άντήρης : to
be or be placed opposite, αντι-
καθίσταμαι, άντικάθημαι
Opposite, in opposition, adv. άντα,
άντην, εναντα, εξ εναντίας, κατεναν-
τίον, αντίκρυ, κατάντικρυ, πέραν :
from the opposite side, πέραθεν,
περαιόθεν
Opposition, άντίθεσ is, f. άντίπραξις, f.
αντ'ιστασις, f. εναντίωσις, f. έναν•
τιότης, f.
Oppress, ν. πιέζω, βαρύνω, κατεπείγω,
τρίβω, καταδυναστεύω : to be op-
pressed, βιάζομαι, συνέχομαι, βα-
ρύνομαι
Oppression, βία, /. θλίψις, /. κατα-
πίεσα, /. επάχθεια, f. [βαρύς
Oppressive, βίαιος, επαχθής, υπέρβαρης,
Oppressor, υβριστής, m. τύραννος, m.
Opprobrious, όνείδειος, επονείδιστος
Opprobrium, όνειδος, η. [ή ευκτική
Optative, εύκτικός : optative mood,
Optical, οπτικός
Optics, τ] οπτική, τα οπτικά
Option, α'ίρεσις, f. εκλογή, /.
Optional, εθελούσιος
Opulence, πλούτος, m. εύπορία, /.
Opulent, πλούσιος, εύπορος, πολυχρή-
ματο$, άφνειός
Opulently, adv. εύπόρως
Or, τ), ήτοι, εΧτε
Oracle, μάντεων, n. μάντευμα, n. μαν-
τεία, f. χρησμός, m. χρηστήριον,
n. χρησμωδία, f. όμφή, f. φήμη,/.:
of an oracle, μαντεως, μαντικός,
472
OKI
χρησμωδός : to deliver an oracle,
χράω, μαντεύομαι, χρησμωδέω : to
consult an oracle, χράομαι, μαν-
τεύομαι, χρηστηριάζομαι
Oracular, μαντεΐος, μαντικός, χρησ-
μωδικος, χρηστήριος
Orally, adv. από στόματος
Oration, λόγος, m. μύθος, m.
Orator, ρήτωρ, m. δημηγόρος, m.
Oratorical, ρητορικός, δημηγορικός
Oratorically, adv. ρητορικώς
Oratory, ρητορεία, f. η ρητορική
Orb, κύκλος, m.
Orbicular, κυκλοτερής, σφαιρικός
Orbit, πόλος, m. περίοδος, f. φορά, f.
Orchard, ορχος, m. υρχατος, m. μη-
λών, m.
Orchestra, ορχήστρα, f.
Ordain, v. παραγγέλλω, επιτέλλω,
διατάσσω, αναιρέω
Ordained, τακτός, τεταγμένος
Ordain er, καταστάτης, m.
Order, τάξις, f. ευταξία, f. κόσμος, m.
κοσμιότης, f. εύκοσμία, f. εύθημο-
νύνη, f. ευνομία, f. (command)
πρόσταγμα, n. εφετμή, f. : a setting
in order, διακόσμησις, f. κατακόσ-
μησις, f. : to be in order, εύνομέ-
ομαι, εύτακτέω : in order, έξης,
εφεξής, επισταδόν : in order that,
so that, ένεκα, -κεν
Order, v. (command) κελεύω, διακε-
λεύομαι, παρακελεύομαι, προστάσσω,
επιτέλλω; (arrange) τάσσω, κοσ-
μέω, διακοσμέω, διασταθμάομαι
Orderly, εύτακτος, κόσμιος, ευνομος,
εύρυθμος; adv. εύτάκτως, εύκόσμως,
κοσμίως, εύρύθμως, τεταγμένως
Ordinance, πρόσταγμα, η. πρόσταξις,
f. επίταγμα, η, ψήφισμα, η.
Ordinarily, adv. ειωθότως, κοινώς
Ordinary, συνήθης, σύντροφος, μέτριος,
κοινός, επιπόλαιος, ομαλός
Ordination, κατάστασις, /.
Ordure, κόπρος, f. σκώρ, η. υνθος, m.
Ore, μέταλλον, η.
Organ, όργανον, η.
Organic, οργανικός
Organically, adv. όργανικώς
Organisation, σύνταξις, f.
Organise, ν. συντάσσω, πλάσσω
Orgies, όργια, η. pi. : to celebrate
orgies, οργιάζω
Orient, έφος, ήοΊος, ανατολικός
Oriental, ανατολικός
Orifice, πύλη, f. στόμα, η. χάσμα, η.
Origin, γένεσις, f. πηγή, f. αρχή, /.
σπέρμα, η. ρίζα, f. (cause) αιτία, f.
OKI
Original, πρωτογενής, -πρωτόγονος,
πρώτος
Originally, adv. πρώτον, πρώτα, εξ
αρχής, απ* άρχης
Originate, ν. άρχω, φύμι, γίγνομαι
Ornament, κόσμημα, n. κόσμος, m.
άγαλμα, n. πρόσχημα, n. καλλώ-
πισμα, n.
Ornament, ν. κοσμεω, περιστέλλω
Ornamental, άγλαός, ποικίλος
Ornamented, ποικίλος
Orphan, ορφανός, ορφανικός, άπάτωρ
Orphanhood, ορφάνια, f. ορφάνευμα, η.
Orthodox, ορθόδοξος
Orthodoxy, ορθοδοξία,/.
Orthography, ορθογραφία, /.
Osier, οΊσος, m. οισύα, /. λύγος, f.
Osprey, φηνη,/. άλιαίετος, m.
Ostensive, δεικτικος
Ostentation, υγκος, m. επίδειξις, f.
αλαζονεία, f. κομπασμός, m.
Ostentatious, φιλότιμος, υβρισμένος,
άλαζών, βάναυσος
Ostentatiously,acfo>. άλαζονικώς, υψηλά
Ostler, ιπποκόμος, m.
Ostracise, ν. όστρακίζω
Ostracism, όστρακισμός, m. τα όστρακα
Ostrich, στρουθός, c. μέγας στρουθός,
m. στρουθοκάμηλος, C.
Other, άλλος, έτερος: the other,
έτερος : from the other side,
ετερωθεν : the one, δ μεν, the
other, ό δε
Otherwise, adv. άλλως, ετερως
Otter, ενυδρις, f. σαθεριον, n.
Oval, ωοειδής, ώώδης [_7*ν$ } m >
Oven, κρίβανος, m. κρίβανον, n. πνι-
Over, ύπερ, επϊ : to be set over, εφ-
ίσταμαι, επιστατεω, επειμι
Overawe, ν. φοβεω, ταρβεω
Overbalance, ροπή,/.
Overbearing, ύπερβιος, υπερήφανος
Overbearingly, adv. ύπερβιον, υπερ-
ηφάνως
Overbold, ύπερτολμος, παράτολμος
Overburden, ν. ύπεργεμίζω, ύπερβαρεω
Overburdened, υπέρβαρης, ύπεραχθης
Overcast, επινεφελος, επίσκιος, συν-
Overcharge, ν. υπερτιμάω [νεφελος
Overcloud, ν. συννεφεω
Overclouded, περινεφελος, επινεφε-
λος, συννεφελος
Overcome, ν. νικάω, δαμάω, ύπερβάλ-
λομαι, καταστρέφομαι, υπάγω
Overflow, επίκλυσις, f. επίχυσις, /.
πλημμυρ)ς, f.
Overflow, ν. κατακλύζω, υπερβαίνω,
πλημμυρεω, πλημμυρώ, iπtκλύCω
473
OUG
Overflowing, κατακλυσμός, m. κατά-
Overflowing, πλημμυρός [κλυσις, /.
Overgrown, ύπερφυης
Overhang, ν. επικρεμαμαι
Overhanging, επηρεφης, κατηρεφης
Overhead, adv. άνω, ύπερ, ϋπερθε, καθ-
Overhear, ν. παρακούω [ύπερθε, επάνω
Overjoyed, ύπερχαρης, περίχαρης,
περιγηθης
Overladen, ύπεργομος, υπέρβαρης
Overlay, ν. επιτίθημι, καλύπτω, κατά•
καλύπτω
Overload, ν. ύπεργεμίζω, ύπερβαρεω
Overloaded, ύπεραχθης, υπέρβαρης,
Overlong, ύπερμηκης [ύπεργομος
Overlook, v. (superintend) εποπτεύω,
εφοράω, επισκοπάω ; (disregard,
neglect) περιοράω, ύπεροράω, παρα-
θεωρεω
Overmuch, ύπερπολυς, υπέρμετρος ;
adv. περιπολλόν, ύπερμέτρως, άγαν,
λίαν
Overplus, τό περισσόν, τό περίσσευον
Overpower, ν. νικάω, δαμάω, ύπερ-
βάλλομαι, υπάγω
Overreach, ν. παρέρχομαι, υποσκελίζω,
παρακόπτω, παρακρούω l T P*X&
Overrun, ν. καταθεω, κατατρέχω, επι- ,,
Oversee, V. επισκοπεω, εφοράω, επ-
οπτεύω [επόπτης, m.
Overseer, επίσκοπος, m. έφορος, m.
Overshadow, ν. σκιάζω, σκιάω, κατά-
σκιάζω, επισκιάζω
Overshadowed, κατάσκιος
Overshoot, ν. υπερβάλλω, υπερακοντίζω
Oversight, παρόραμα, η. πταίσμα, η.
σφάλμα, η. αμάρτημα, η. άβλεπ-
τημα, η.
Overspread, ν. επιτρέχω, ύπερχεω,
επιστρώννυμι, ύπερτείνω
Overstep, ν. προβαίνω, υπερβαίνω
Overtake, ν. λαμβάνω, καταλαμβάνω,
επικαταλαμβάνω, περιέρχομαι, άπ-
τομαι, αιρεω, μάρπτω, κιχάνω
Overthrow, άνάστασις, f. ανατροπή, f.
καταστροφή, /. καθαίρεσις, f.
Overthrow, ν. ανατρέπω, αναστρέφω,
καταστρέφω, καταβάλλω, καταλύω,
ερείπω, άλαπάζω
Overtop, ν. υπερέχω, υπερβάλλω
Overturn, ν. ανατρέπω, περιτρεπω,
αναστρέφω, καταστρέφω, καταλύω,
καθαιρεω [/•
Overturning, κατάλυσις, f. καθαίρεσρς,
Overvalue, ν. υπερτιμάω
Overwhelm, ν. καταχώννυμι, επι-
κλύζω, υπερβάλλω
Ought, ν. οφείλω : one ought, δε7, χρη
Χ
OUN
Ounce, obyyia or οίτγκία, f.
Our, ημέτερος, ημετέρειος, σφέτερος :
(of US two), νώΐτερος
Out, εκ or εξ, e|w, euros
Outbid, V. υπερβάλλω
Outcast, εκβολή,/, κάθαρμα,οι.
παρασιτικές
Parasol, σκιάδειον, ίι. Θολία, f.
Parcel, φάκελλος, in. άγκαλϊς, f.
σύνδεσμος, m.
Parcel, v. διανέμω, διαιρεω
Parch, v. φρύγω, ξηραίνω
Parched, ξηρbς, κατάξηρος, άνικμος
Parching, ξηρανσις, f.
Pardon, συyyvώμη, f. σύγγνοια, f.
Pardon, v. συγγιγνώσκω, δίδωμι
Pardonable, συyyvωστbς, συγγνώμων
Pardoning, συyyvώμωv, συyyvωμovικbς
Pare, v. περικόπτω, περιτεμνω : to
pare the nails, όνυχίζω
Parent, τοκευς, m. γονευς, m. γεννητης,
m. γενετής, m. : parents, oi γονείς,
ot γεννησαντες, οι τοκεΊς [/τις, f.
Parentage, γένος, n. γενεθλη, f. γενε-
Parental, πατρώο*, πατρώ'ΐος, πατρικός
Parenthesis, παρενθεσις, f.
Parhelion, παρήλιος, m.
Paring, άπόκνισμα, n. (of the nails)
Parish, παροικία^, [άπονύχισμα, n.
Parity, πάρισον, n. Ισότης, f.
Park, παράδεισος, m.
Parley, μύθος, in. διάλoyoς, m. λόγο?,
m. κoιvoλoyίa, f. εντευξις, f.
Parley, v. διαλύομαι, συγγίγνομαι,
διαμυθολογεομαι
Parliament, βουλή, /. σύγκλητος, f»
Parody, παρωδία, f.
Parole, πίστις,/.
Paroxysm, πapoξυσμbς > in.
Parricidal, πατροκτόνος, πατροφόνος
χ 2
PAR
Parricide, πατραλοίας, m. πατροκτόνος,
Parricide, (the act) -πατροκτονία,/, [m.
Parrot, ψίττακος, m. ψιττάκη,/.
Parsimonious, φειδωλός, ευτελής
Parsimoniously, adv. φειδωλώς, εν-
τελώς [reXeia, /.
Parsimoniousness, φειδωλία, /. eu-
Parsimony, φειδώ, /. φειδωλία, f.
Parsley, σελινον, n.
Parsnip, σταφυλΐνος, c.
Part, μέρος, η. μοΐρα, f. μερ]ς, /. μό-
ρων, οι. : for the most part, το
πλείστον μέρος, τα. πλείστα, επ\ το
πολύ
Part, v. {separate) διακρίνω, διείρ*γω,
άποκρίνω, διεχω, διαχωρίζω ; (di-
vide, distribute) διαιρεω, διαμοιράω,
μερίζω; intrans. διίσταμαι [νέω
Partake, ν. μετέχω, συμμετέχω, κοινω-
Partaker, μέτοχος, C. μερίτης, m. κοι-
νωνός, c
Partaking of, μέτοχος, ε^κληρος
Partial, άδικος, άνισος ; (friendly to-
wards) ευμενής
Partiality, χάρις, /. εύμενεια, /.
Partially, adv. άνίσως; (in part)
κατά, μέρος, μέρος τι
Participate, ν. μετέχω, κοινωνεω
Participation, κοινωνία, /. μετουσία, /.
μετοχή, / μετάληψις, /. μεθεξις, /.
Participle, μετοχή, /.
Particle, μόριον, n. άτομος, /.
Particoloured, ποικίλος [ακριβής
Particular, ϊδιος, μερικός ; ( precise)
Particularity, (precision) ακρίβεια, /.
Particularly, adv. εξαιρετως, μάλιστα
Partisan, στασιώτης, m. σπουδαστής,
Partition, διάφραγμα, n. σχίσις, /. [m.
Partition, V. νέμω, μερίζω
Partly, adv. μέρος τι, κατά. μέρος ; το
μεν ... , το δε ; τα μεν . . . , τα. δε
Partner, μέτοχος, c κοινωνός, c κοι-
νών, m. συνερΎος, c συλλήπτωρ, τη.
σύννομος, C. [ξυνωνία, /
Partnership, κοινωνία, / μετοχή, /.
Partridge, πέρδιξ, c
Parturition, τόκος, m. [αίρεσις, f.
Party, στάσις, / μερ\ς, /. παράταξις, f.
Pass, πόρος, m. στενωπός, f. τ6 στε-
νόν, τα. στενά, ή στενή, εισβολή / /.
εμβολή, / πορθμός, m.
Pass, Pass by, V. παρέρχομαι, πάρειμι,
παρελαύνω, παροίχομαι, παροδεύω,
παραβαίνω : to pass over or across,
περάω, περαιόομαι, διαπεράω, διεκ-
περάω, διαβαίνω, μεταβαίνω, υπερ-
βαίνω, διαβάλλω, υπερβάλλω, εξ~
αμείβω, διακομίζομαι, πορθμεύω, δια-
476
PAT
πορεύομαι : to pass over, (omit)
παραλείπω, υπερβαίνω, εάω : to pass,
(time, life, , καταψάω [τω
Patch, V. ράπτω, καταρράπτω, συρράπ-
Patched, κατάρραφος, ρακώδης
Patent, εναρΎής, φανερός, εμφανής,
καταφανής, δήλος
Paternal, πατρώος, πάτριος, πατρικός
Path, τρίβος, c ατραπός, /. πάτος, on.
στίβος, 7ΐι. οδός, /. πόρος, on.
Pathetic, παθητικός
Pathetically, adv. παθητικώς
Pathless, άπορος, άστιβής, άτριβής
Pathos, πάθος, η.
Patience, υπομονή, f. καρτερία
καρτερησις, / κσ.ρτερημα, η.
Patient, καρτερικός, καρτερός, τλήμων,
τλήθυμος, τλητός, ταλασίφρων : to
PAT
be patient, bear patiently, τλάω,
καρτερεω, υπομένω, ανέχομαι
Patiently, adv. καρτερικώς, καρτε-
ρούντως, τλημόνως
Patriarch, -πατριάρχη, on.
Patriarchal, πατριαρχικός
Patrician, εΰπατρις, ευπατρίδης, εύ-
πάτωρ, πατρίκιος
Patrimony, τά πατρώα, οι. ρϊ.
Patriot, πατριώτης, on.
Patriotic, φιλόπολις, φιλόπατρις
Patriotism, φιλοπατρία, /.
Patrol, οι περίπολοι
Patrol, ν. περιπολεω
Patron, προστάτης, on. πρόξενος, m.
δεσπότης επίκουρος : to be a pa-
tron, προξενέω, προστατεω
Patronage, προστασία, f. προστατεία,
f. επικουρία,/.
Patronise, ν. προξενεω, προστατεω
Pattern, δείγμα, οι. παράδει•γμα, οι.
αρχετυπον, οι. τύπος, on.
Paucity, όλνγότης, f.
Pave, V. στορεννυμι, εδαφίζω : to
pave the way, προοδοποιεω
Pavement, έδαφος, οι. δάπεδον. οι.
Paunch, ^αστηρ, f. υπο^άστριον, οι.
Pauper, πτωχός, on. προσαιτης, on.
Pauperism, πενία, f. πτώχεια, f. σπά-
*"*, /•
Pause, παυσις, f. ανάπαυσις, f.
Pause, v. παύομαι, καταπαύομαι, μεθ-
ίσταμαι, λήγω, λωφάω, μεθίεμαι
Paw, πους, on. ονυξ, on. χηλή, f.
Pawn, ενεχυρον, οι. αποτίμημα, οι.
υποθήκη, /. [ράζω
Pawn, ν. ύποτίθημι, άποτιμάω, ενεχυ-
Pawning, αποτίμησις, f.
Pay, μισθός, on. μισθοφόρο,, f. μίσθωμα,
οι. : receiving pay, μισθοφόρος
Pa}', V. τίνω, εκτίνω, αποτίνω, τελεω,
επιτελεω, αποτελεω, ύποτελεω, φέρω,
αποφέρω, κατατίθημι, καταβάλλω,
αποδίδωμι
Paymaster, μισθοδότης, on.
Payment, φορά, f. εκτισις, f. εκτισμα,
οι. άπόδοσις,/. διάλυσις, /.
Pea, πίσος, on. : made of peas, πισινός
Peace, ειρήνη, f. διάλυσις, f. ησυχία,
f. συναλλαΎη, f. : to make peace,
σπενδομαι, καταλύω, συναλλάσσομαι
Peaceable, ειρηνικός, ειρηναως, ήσυχος
Peaceably, adv. εϊρηνικώς, ειρηναίως
Peaceful, εϊρηνικος, εϊρηναΊος, ήμερος
Peacefully, adv. εϊρηνικώς, εϊρηναίως
Peacemaker, ειρηνοποιός, on. διαλλάκ-
Peach, μήλον Περσικον, οι. [της, on.
Peacock, ταώς & ταα^, m.
477
PEN
Peak, λόφος, on. κορυφή, f,
Pear, άπιον, οι. οχνη, f. φωκϊς, f. \
pear-tree, άπιος, f.
Pearl, μαργαρίτης, on. [α-)ψοιώτης, m.
Peasant, ά-γρότης, on. aypoucos, on.
Pebble, ψήφος, f. ψηφ\ς, f.
Pebbly, πολυψήφις
Peccant, φαύλος, κακός
Peck, v. δάκνω, πελεκάω
Pectoral, στηθικος
Peculation, κλυπη, f.
Peculiar, ίδιος, εξαίρετος, οϊκεΐος
Peculiarity, ίδιότης, f. Ιδίωμα, n.
Peculiarly, adv. Ιδίως, εκκριτον
Pecuniary, χρηματικός
Pedagogue, παιδα^ω^ος, on.
Pedestal, βάθρον, n. βάσις, f. στυλο-
βάτης, m. [πάτρια, f.
Pedigree, yεvεaλόyημa, οι. 'γενεά, f.
Peel, φλοιός, on. λεπϊς, f. λεπύριον, οι.
λεμμα, οι. λοπος, on. λοπϊς, f.
Peel, ν. λεπω, λεπίζω, άπολεπω, φλοίζω
Peeling, φλοϊσμος, on. λεμμα, οι. κε-
Peep, ν. παρακύπτω [λυφος, οι.
Peerless, ασύ^/κριτος, ασύμβλητος
Peevish, δύσκολος, δυσάρεστος, δυσ-
Peevishly, adv. δυσκόλως tx*p'hs
Peevishness, δυσκολία, f.
Peg, πάσσαλος, on. αρμός, on. ^γόμφος-,
Peg, v. πασσαλεύω [on.
Pelf, κέρδος, οι. πλούτος, on. χρήματα,
n. pi. [κίνος, on.
Pelican, πελεκάν ώ πελεκάς, on. πελε-
Pellucid, διάφανης, διaυyης
Peloponnesian, Πελοποννήσιος
Peloponnesus, Πελοπόννησος, f.
Pelt, ρινός, on. βύρσα, f.
Pelt, V. βάλλω, λιθοβολεω
Pen, δόναξ, on.
Penalty, ποινή, f. ζημία, f. επιτίμια,
01. ρϊ. τίμημα, οι. επιβολή, f. : to
impose a penalty, ζημίαν επιτίθημι
or προστίθημι, ζημίαν τάσσω or
ποιεω : to incur a penalty, ζημίαν
οφλισκάνω : to pay a penalty,
ζημίαν αποτίνω or εκτίνω, ζημίαν
λαμβάνω or φέρω
Pencil, ypaφε7ov, οι. yρaφ\ς, f.
Pendent, μετέωρος, εκκρεμής
Pendulous, κατήορος, μετέωρος
Penetrable, διϊτικος
Penetrate, ν. εϊσδννω or εισδύω, περαί-
νω, διαπεράω, διϊσχάνω
Penetration, εϊσδυσις, f. οξύτης,/. [f.
Peninsula, χερσόνησος ώ χερρόνησος,
Penitence, μετάνοια, f. μετά^γνοΐΛ, f.
μετάγνωσις, /. μετάμελος, on. μετα-
μέλεια, f.
PEN
Penitent, μεταμελητικός, μετανοητικός
Pennant, σημεων, n.
Penniless, αχρηματος, αχρημων, ανάρ-
yvpos, ακτημων, άχρυσος
Penny, οβολός, m.
Pennyroyal, ^λτηχων, f. [τιστικός
Pensive, σύννοος, contr. -νους, φρον-
Pensively, adv. φροντιστικώς
Pensiveness, σύννοια, f. φροντις, f.
περιφρονεων, f.
Pentagonal, πεντάγωνος
Pentateuch, πεντάτευχος, m.
Pentecost, η πεντηκοστή (ήμερα)
Penurious, (stingy, mean) yXiaxphs,
φειδωλό?; (deficient, poor) ενδεής,
άπορος, ύποδεης, σπανιστός
Penuriously, adv. yKiaxp&s
Penuriousness, yXiaxpoT-qs, f. ένδεια,
f. ευτέλεια, f. [f. απορία, f.
Penury, πενία,/, σπανιότης,/, σπάνιε,
Peony, παιωνία, f.
People, λαός, m. δήμος, m. πλήθος, n. •
of or belonging to the people,
δημόσιος, δήμιος, δημοτελης : the
whole people, πανδημία, f. : of or
helonging to the whole people,
πάνδημος, πανδήμιος : with the
whole people, πάνδημε! : a leader
of the people, δημayωybς, m. : to
lead the people, δημayωyεω
People, v t κτίζω, οϊκίζω
Pepper, πεπερι, n. : pepper -tree,
πεπερ\ς, f. πεπερι, n. : pepper-corn,
πεπεριον, n. πεπερϊς, f.
Peppered, πεπερίτης
Peradventure, adv. ίσως, τάχα, τυχόν
Perambulate, v. περιπατεω
Perambulation, περίπατος, m. περι-
πάτησις, f.
Perceivable, νοητός, αισθητός
Perceive, v. νοεω, κατανοεω, εννοεω,
αισθάνομαι, επαισθάνομαι, yιyvώσκω,
επηηνώσκω, μανθάνω, καταμανθά-
νω, δράω, συνίημι, καταλαμβάνω
Perceptible, νοητός, αισθητός, κατα-
ληπτός [τώς, φανερώς
Perceptibly, adv. καταληπτικώς, νοη-
Perception, αίσθησις, /. νόησις, /.
κατανόησις, f. κατάληψις, f. : of
quick perception, ευαίσθητος
Perceptive, αισθητικός, καταληπτικός,
νοητικός [forfoiuls) πεταυρον, n.
Perch, (fish) περκη, f. περκϊς, f. (roost
Perch, v. (roost, as birds) εύνάζομοί,
αύλιν εϊσειμι
Perchance, adv. %σως, τυχόν : if per-
chance, ει πολλάκις (w. indie),
iav or αν πολλάκις (ισ. subj.)
478
PER
Percipient, αισθητικός, νοητικός
Percussion, πληyη, f. πληξις, f.
Perdition, φθορά, f. φθόρος, m. ολ€-
θρος, m. εξώλεια, f. απώλεια, f.
Peregrination, εκδημία, f. αποδημία, f.
αποικία, f.
Peremptorily, adv. δυνατών, δεσποτι-
κούς, Ισχυρώς, άντικρυς [της, f.
Peremptoriness, αύθάδεια, f. Ισχυρό-
Peremptory, αυτοκράτωρ, Ισχυρός,
δυναστικές, δεσποτικός, δεσπόσυνος
Perennial, αέναος, αίδιος
Perfect, τελεος, τέλειος, εντελής, ακρι-
βής : to be perfect, άκριβόομαι,
απακριβόομαι
Perfect, ν. τελεω, τελειόω, επιτελεω,
επιτελειόω, συντελεω, εξερyάζoμaι }
διαπράσσω, ανύω
Perfecter, τελειώτης, m.
Perfecting, τελειοποιός, τελειωτικός
Perfection, τελειότης, f. τελείωσις, f,
τέλος, η. ακρίβεια, /.
Perfectly, adv. τελείως & τελεως,
παντελώς, εντελώς [/. τέλος, η.
Perfectness, τελειότης, f. τελείωσις,
Perfidious, άπιστος, δολερός, δόλιος,
διπλόος, επίβουλος [λως, επιβούλως
Perfidiously, adv. άπίστως, αύτομό-
Perfidy, απιστία, f. δόλος, m. προδο-
σία, f. επίβουλη, f. [ρω, διαπείρω
Perforate, ν. τρυπάω, διατρυπάω, πει-
Perforation, (act of boring) τρύπησις,
f. (hole) τρύπημα, οι.
Perform, v. πράσσω, ποιεω, τελεω,
εκτελ4ω, αποτελεω, επιτελεω, βργά-
ζομαι, κaτεpyάζoμaι, aπεpyάζoμaι,
διαπονεομαι tjpyov, η.
Performance, πράξις, f. πρατγμα, η.
Performer, πράκτωρ, m. πρακτηρ, m.
Perfume, μύρον, n. άρωμα, n.
Perfume, ν. μυρίζω
Perfumed, μυρόχριστος, μυρoφεyyης
Perfumer, μυροπώλης, m. μυρεψός, m. :
perfumer's shop, μυροπωλεΊον, n.
μύρον, n.
Perhaps, adv. ίσως, τυχόν, τάχα,
τάχ 3 αν, τάχ αν ίσως [κινδυνεύω
Peril, κίνδυνος, m. : to be in peril,
Perilous, κινδυνώδης, επικίνδυνος, σφα-
Perilously, adv. επικινδύνως [λερός
Period, περίοδος, f. ώρα, f. τέλος, n.
Periodical, περιοδικός, ώριος
Peripatetic, περιπατητικός: the peri-
patetics, οί περιπατητικοί, οί εκ του
περιπάτου
Periphrasis, περίφρασις, f.
Perish, ν. απόλλυμαι, ολλυμαι, διόλ-
λυμαι, εξόλλυμαι, φθείρομαι, φθίνω
PER
άποφθίνω, εβρω, διαφθείρομαι, οίχο-
μαι, διαπίπτω
Perishable, φθαρτός, επίκηρος
Perishing, απώλεια, f. όλεθρος, m.
διαφθορά, /. [μαι ορκια, ψευδορκέω
Perjure, ν. επιορκεω, ψεύδομαι, ψεύδο-
Perjured, επίορκος, xj /εύδορκος, ψευδ-
όρκιος [m.
Perjurer, φευδωμότης, ra. φεύδορκος,
Perjury, επιορκία, f. ψευδορκία,/.
Periwinkle, {fish) νηρείτης, m. άνα-
ρίτης, m. [εμμενες
Permanence, μονή, f. διαμονή, f. rb
Permanent, μόνιμος, παραμόνιμος,
διατελης, εμπεδος, βέβαιος, χρόνιος,
εμμενης
Permanently, adv. μονίμως, παραμόνι-
μον, διατελώς, βεβαίως, εμπεδως
Permission, ελευθερία, /. εξουσία, f.
συΎχώρησις, f. συγγνώμη, /.
Permit, ν. εάω, επιτρέπω, άφίημι,
εφίημι, παραχωρεω
Permutation, αλλαγή, /. διαλλα-γτ), /.
Pernicious, ολέθριος, βλαβερός, φθαρ-
τί /cbs, ατηρος, λυ~γρυς, δηλημων,
λωβητος
Perniciously, adv. λυ~γρώς, βλαβερώς
Perpendicular, ορθός
Perpetrate, ν. ποιεω, πράσσω, δια-
πράσσω, χειρουρ^εω, εργάζομαι
Perpetration, 7rpa|is, /. διάπραξις, f.
ποίησις, f.
Perpetual, αί'διος, αιώνιος, αέναος,
διηνεκής, άπαυστος, εμπεδος, διαιώ-
νιος, μόνιμος : to be perpetual,
παραμένω, μένω [/^s•, νωλεμεως
Perpetually, adv. αε\, διηνεκώς, νωλε-
Perpetuate, ν. εμπεδόω, βεβαιόω
Perpetuity, παραμονή, f. διαμονή, f.
αϊδιότης, f. βεβαιότης, f. μονιμότης,
/. μονια, /
Perplex, ν. πλάζω, παραπλάζω, πλα-
νάω, παραποδίζω, ες άπορίαν καθίσ-
τημι : to be perplexed, αμηχανεω,
απορεω, πλανάομαι
Perplexed, αμήχανος, άπορος
Perplexedly, adv. απόρως, πολυπλόκως
Perplexity, απορία, /. αμηχανία, f.
πλάνημα, η.
Perquisite, προσθήκη, f. πρόσθεμα, η.
Persecute, ν. ελαύνω, διώκω, κατα-
διώκω, πιέζω, βαρύνω, τρίβω
Persecution, δίω-γμα, η. διωκτυς, f.
δίωζις, f. διωyμbς, m, [ό διώκων
Persecutor, διωκτηρ, m. διώκτωρ, m.
Perseverance, καρτερία, f. παραμονή,
J. επίμονη, f. προσμονή, f. συνέχεια,
f. λιπαρία, /.
479
PER
Persevere, ν. καρτερεω, ^καρτερεω,
διακαρτερεω, διαμένω, παραμένω,
διατελεω, επιπονεω, λιπαρεω
Persevering, λιπαρής, συνεχής, παρα-
μόνιμος [κώς, παραμόνιμον
Perseveringly, adv. λιπαρώς, καρτέρι-
Persia, Περσϊς, /.
Persian, Πέρσης, m.
Persian, Περσικός, Περσ\ς
Persist, ν. Ισχυρίζομαι, διϊσχυρίζομαι,
καρτερεω, διακαρτερεω, εμμένω, δια-
μένω [είδος, η.
Person, σώμα, η. δέμας, η. φυη, /.
Personal, ίδιος
Personate, ν μιμεομαι, υποκρίνομαι
Personification, προσωποποίϊα, /.
Personify, ν. προσωποποιεω
Personifying, προσωποποώς
Perspicacious, όξυς, οξυδερκής, ayxivoos
Perspicacity, όξύτης, f. οξυδερκία, f.
Perspicuity, περιφάνεια, f. σαφήνεια,
f. τρανότης, f. φανερότης, f. λαμπρό'
Perspicuous, φανερός, δήλος, τρανής,
καταφανής, λάμπρος [τρανώς
Perspicuously,aeZu. φαν ε ρώς, λαμπρώς,
Perspiration, ίδρώς, /. εφίδρωσις, /. :
causing perspiration, Ιδρωτικος
Perspire, ν. ιδρόω
Persuade, ν. πείθω, αναπείθω, μετά-
πείθω, ενά-γω, προά~γω, ύπά-γω, επι-
σπάω, επαίρω, φυχayωyεω, avayi*
~γνώσκω [wi. σύμβουλος, m.
Persuader, πειστηρ, m. εϊση^/ητης,
Persuasibl*, εύπειθης, εΰπειστος, μετά-
πειστος
Persuasion, πειθώ, /. πείσις, f. παρ-
άγωγη, f. ψυχαΊωιία, /. (belief),
πίστις, f.
Persuasive, πειστικός, πιθανός, εύπει-
θης, αναπειστηριος, πpoσayωybς 1
συμβουλευτικός, φυχayωyικbς
Persuasively, adv. πιθανώς, πειστικώε
Persuasiveness, πειθώ, /. πιθανότης, /.
πιθavoυpyικη, f.
Pert, λαμυρος, λaβρbς, υβριστικός,
αναιδής
Pertain, ν. προ σήκω, υπάρχω
Pertinacious, αυθάδης, δύστροπος, δύσ-
πειστος
Pertinaciously, adv. αύθαδώς, στερρών
Pertinacity, αυθάδεια, f. δυσαπαλ-
λαξία, /.
Pertinent, καίριος, ετιτηδειος, ικανός
Pertinently, adv. καιρίως, επιτηδείως
Pertly, adv. λαβρώς, λαμυρώς, άναιδώε
Pertness, ύβρις, /. προπετεια /. αναί-
δεια, /.
PER
Perturbation, ταραχή, f. τάραξις, f.
ανακίνησίς, f.
Perturbed, θολερός
Pervade, V. διέρχομαι, διέρχομαι,
διέξειμι, διαπεράω
Perverse, διάστροφος, δύστροπος, τταρά'
τρόπος, δύσκολος- αμαρτίνοος, κακο-
ήθης
Perversely, adv. δυσκόλως
Perverseness, δυσκολία, f. παρατροπη,
f. κακοήθεια, f. [παραγωγή, /
Perversion, στροφή, f. διαστροφή, f
Perversity, διαστροφή, f. κακοήθεια, f.
Pervert, v. διαστρέφω, παραστρέφω,
παράγω, παρακλίνω
Perusal, ανάγνωσις, f.
Peruse, ν. αναγιγνώσκω, επιλύομαι
Pest, λοιμός, m. νόσος, f. [ένοχλέω
Pester, ν. λυπέω, ταράσσω, βλάπτω,
Pestilence, λοιμός, m. φθορά, f. φθόρος,
m. νόσος, /.
Pestilent, Pestilential, λοιμώδης, νο•-
σώδης, νοσηρός, νοσηματώδης
Pestle, ύπερος, m. δοίδυξ,τη.τριπτηρ,ιη.
Pet, τηλύγετος, m. τηλυγέτης, m.
Petal, πέταλον, οι.
Petition, αίτησις, /. παραίτησις, /.
Petition, ν. αϊτέω, παραιτέομαι, δέομαι
Ικετεύω [ικέτης, on.
Petitioner, αιτητης, m. παραιτητης, on.
Petitioning, παραίτησις, f. δέησις, f.
Petrifaction, λίθωσις, f. απολίθωσις
f. πέτρωμα, n.
Petrify, v. λιθόω, απολιθόω, πετρόω
Pettifogger, δικορράφος, m. πραγματο-
δίφης, m.
Pettiness, μικρότης, f. μικρoλoyίa, f.
Petty, μικρός, μικρολόγος, στενός
Petulance, ασέλγεια, f. ύβρις, f. προ-
πέτεια, f. ατασθαλία, f.
Petulant, ασελγής, προπετης, υβρισ-
τικός, ατάσθαλος
Petulantly, adv. ασελγώς, προπετώς
Phalanx, φάλαγξ, /.
Phantasm, φάντασμα, η.
Phantom, φάντασμα, η. φάσμα, οι.
Pharmaceutical, φαρμακευτικός
Pharmacy, φαρμακεία, f.
Pharynx, φάρυγξ, c.
Phasis, φάσις,/.
Pheasant, φασιανός, ηι. τατΰρας ά.
Phial, φιάλη, /. [-ος, πι.
Philanthropic, φιλάνθρωπος
Philanthropically, adv. φιλανθρώπως
Philanthropy, φιλανθρωπία, f.
Philip, Φίλιππος, m.
Philological, φιλόλογος
Philology φιλολογία, f.
480
PIE
Philomel, Φιλομήλα, f.
Philosopher, φιλόσοφος, m. σοφιστής,
m. φροντιστής, m.
Philosophic, Philosophical, φιλόσο-
Philosophise, v. φιλοσοφέω [φος
Philosophy, φιλοσοφία, f. σοφία, f.
Philter, φίλτρον, n.
Plebotomise, v. φλεβοτομέω
Phlebotomy, φλεβοτομία, f.
Phlegm, φλέγμα, n. λάπη, f.
Phlegmatic, φλεγματικός, φλεγ ματιάς
Phocean, Φωκευς, m.
Phocis, Φωκϊς,/.
Phoenicia, Φοινίκη, f.
Phoenician, Φοίνιξ, (fern.) Φοίνισσα,
Phoenix, φοίνιξ, m. [Φοίνικος
Phosphorus, φωσφόρος
Phrase, λέξις, f. φράσις, f.
Phrenetic, φρενιτικός
Phrenitis, φρενίτις, f. [τις, f.
Phrensy, μανία, f. φοίτος, on. φρεν?-
Phrygia, Φρυγία, f.
Phrygian, Φρύγιος ; subst. Φρυξ, c.
Physic, φάρμακον, n. φαρμάκων, n.
(the art of medicine) ιατρική (τέχ-
νη), f. ιατορία, f.
Physical, φυσικός
Physically, adv. φυσικώς [τηρ, on.
Physician, Ιατρός, on. Ιατηρ, on. ακεσ-
Physiognomist, 6 φυσιογνώμων : to
be a physiognomist, φυσιογνωμονέω
Physiognomy, φυσιογνωμονία, f.
Physiologist, φυσιολόγος, on.
Physiology, φυσιολογία, f.
Piazza, στοά,/.
Pick, Pick out, V. εκλέγω, καταλέγω,
απολέγω, εξαιρέω, κρίνω, προκρίνω,
εκκρίνω : (pluck, cull) δρέπω '. to
pick, (a hone) περιτρώγω
Pick-axe, σμινύη, f. άμη, f. σκαλις, f.
Picked, εξαίρετος, λεκτός, απόλεκτος,
εκλεκτός, εκκριτος
Pickle, άλμη, /. άλ/χαία, /. τάριχος, οι.
όξάλμη, f. γάρος, m.
Pickle, ν. ταριχεύω, αλμεύω
Pickled, αλμαως, αλμας, υξωτος
Pickpocket, βαλαντιοτόμυς, m. βα-
λαντιητόμος, on.
Pic-nic, έρανος, πι, σύνδειπνον, η.
Picture, γραφή, /. γράμμα, η. πίναξ,
Pie, αρτόκρεας, η. [m. πινάκων, η.
Piece, τρύφος, η. τέμαχος, οι. ψωμός,
m. θραύσμα, οι. μέρος, η. μόρων, οι.
Pied, ποικίλος, στικτός
Pier, χηλή, f. χώμα, 71.
Pierce, ν. τετ ραίνω, τρυπάω, πείρο,
περάω, εισδύω, τορέω, θα%ω. arov-
τίζω
PIE
Piercing, τορός, τρανής, πικρός, ύζυς,
κάτοξυς, διαπρύσιος
Piercingly, adv. διαπρύσων
Piety, ευσέβεια, / δσιότης, /. θεοσέ-
βεια, f. θεοφροσύνη, / θευύδεια, f.
Pig, χοΐρος, c. δελφαξ, c. υς, c. συς, c.
χοιρίδιον, n. δελφάκιον, n. : herd of
pigs, συοφορβείον, n. : of or belong-
ing to pigs, χοίρεος ώ χοίρειος,
ϋειος, σύειος : like a pig, συϊκός
Pigeon, περιστέρα, f. : wood-pigeon,
φάσσα, /.
Pigeon-house, περιστερεών, m.
Pigment, χρώμα, n.
Pig-sty, χοιροκομεΐον, n. συφος, m.
συφεος, m. σνφεώς, m.
Pike, ε*γχος, n. XOyxi], f. δόρυ, n.
Pilaster, στήλη,/, στύλος, ηι.στυλίσ-
κος, m. κίων, m. κιονίσκος, m.
Pile, (heap) σωρός, m. ΰγκος, m. χώμα,
η. (a stake) σταυρός, m. (funeral
pile) πυρά, f.
Pile, V. νεω, νηεω, νάσσω, συννεω,
άμάω, επαμάομαι, σωρεύω, χώννυμι,
συμφορεω
Pilfer, ν. υφαρπάζω, ύποκλεπτω, παρα-
κλεπτω
Pilgrim, ξένος, m.
Pilgrimage, αποδημία, /. παροικία, /.
Pillage, αρπα-γη, /. aρπayμbς, πι. διαρ-
πα^η, /. λεία, f.
Pillage, ν. αρπάζω, διαρπάζω, συλάω,
ληστεύω, ληίζω, λεηλατεω
Pillager, ληστής, m. συλήτωρ, m.
Pillaging, α,ρπα-γη,/. διαρπα*γη,/. σύλη-
σις,/
Pillar, στήλη,/, κίων, m. στύλος, m.
Pillory, κύφων, m. ξύλον, n. κλοιός, m.
Pillow, κώδιον, n. κωδάριον. η. προσ-
κεφάλαιον, η. ύποκεφάλαιον, η.
Pilot, κυβερνήτης, m. νανκληρος, m.
πρυμνήτης, m.
Pilot, ν. κυβερνάω, ναυκληρεω
Pimp, μαστροπός, c
Pimpernel, κόρχορος ώ κόρκορος, m.
Pimple, φλύκταινα./, φλυκτϊς,/. φλυκ-
ταινίς, /. χάλαζα, / : to have pim-
ples, χαλα^αω, χαλαζόομαι
Pin, περόνη, /. ενετή, /.
Pin, ν. περονάω
Pincers, θερμαστρίς, /. λαβ]ς, /
Pinch, ν. θλίβω, πιέζω, κνίζω
Pinching, θλΊψις, / πίεσις, /
Pine, ν. φθίνω or φθίω, τήκομαι, κατα-
τήκομαι, συντήκομαι, μαραίνομαι,
λείβομαι
Pine-tree, πίτυς, /. πεύκη, /. ελάτη, / :
of pine, πιτύϊνος, πεύκινος, ελάτινος
481
PIT
Pining, τηκεδων, /. τηξις, / σύντηξις,
/. μάρανσις, /.
Pinion, πτερόν, η. πτερυξ. /
Pink, λευκερυθρος
Pinnace, κελης, m. σκάφος, η. άκατος,
C. ακάτιο ν, η.
Pinnacle, άκρα, /. κορυφή, /.
Pioneer, όδοποιός, in. πρόοδος, m.
Pious, ευσεβής, όσιος, θεοσεβής, φιλό-
θεος, θεουδης, ά'γιος : to be pious,
εύσεβεω, θεοσεβεω, άγιστεύω
Piously, adv. όσίως, εύσεβώς
Pipe, (musical instrument) συρι-γξ, /.
αυλός, m. δόναξ, m. κάλαμος, m.
φυσητήριον, n. (tube) σωλήν, m.
Pipe, v. συρίζω, αύλεω
Piper, αυλητής, m. αύλητήρ, m. συρικ-
τής, m. συριστής, m.
Piping, συρι*γμος, m. αϋλησις, /.
Pique, V. προσκόπτω, λυπεω, άκοσμεω
Piracy, ληστεία, /.
Pirate, ληστής, m. ληϊστής, m. πειρα-
τής, m. (piratical vessel) ληστρϊς,
/. : band of pirates, ληστήρων, n.:
to be a pirate, ληστεύω, ληιζομαι
Piratical, ληστικος, ληστρικός, πειρα-
Piratically, adv. ληστικώς [τικος
Pish, intcrj. βο7, α\βο7
Pismire, μύρμηξ, m.
Pit, βάραθρον, n. φάραγξ, m. λάκκος, m.
Pitch, πίσσα, /. \ορυ-γμα, n.
Pitch, v. (cover with pitch) πισσόω,
καταπισσόω ; (throw, cast) ρίπτω,
βάλλω ; (place, fix) τίθημι, πή^νυμι
Pitch : to such a pitch, ες τοσούτον
Pitched, πίσσινος, πισσωτος
Pitcher, κέραμος, m. άμφορευς, m.
άμφιφορευς, m. κάλπις. /.
Pitch-fork, θρΊναζ, m. δίκελλα, /
Pitchy, πισσώδης
Piteous, ελεεινός, Att. ελεινος, οικτρός,
εποικτος, εποίκτιστος; (compassion-
ate) ελεήμων, φιλοκτίρμων
Piteously, adv. ελεινώς, οίκτρώς
Pitfall, όρκάνη, /.
Pitb, μήτρα, /. εντεριώνη, / ε^/κεφα-
λος, m. [στρογγυλός
Pithy, (ο/ icords and expressions)
Pitiable, ελεεινός, Att. ελεινος, οίκτρος,
εποίκτιστος
Pitiful, ελεεινός, Att ελεινός, οίκτρος,
εποίκτιστος, λυyρbς [ypcos
Pitifully, adv. ελεεινώς, οϊκτρώς, λυ-
Pitiless, νηλεής, ανηλεής, ανηλεητος,
ανοικτός, άνοικτίρμων
Pitilessly, adv. νηλεώς, ανηλεώς, αν-
οικτίστως, ανελεημόνως, ακηδεσ-^ς
χ 5
PIT
Pity, olKTbs, m. οϊκτιρμος, m. έλεος, n.
κατοίκτισις, f. ελεημοσύνη, f.
Pity, V. ελεέω, ελεαίρω. οικτείρω, κατ-
οικτείρω, οϊκτίζω, εποικτίζω
Pivot, στρόφιγξ, m.
Placable, εύκατάλλακτος, καταλλακ-
ν τικος, στρεπτος, παραιτητος, εύπαρα-
μνθητος
Placard, ν. αναγράφω
Place, τόπος, m. χώρος, m. χώρα, f.
χωρίον, 7i. : to give place, παραχω-
ρέω
Place, ν. Ίστημι, τίθημι, καθίστημι, καθ-
ίζω : to place by or near, παρα-
τίθημι, παρίστημι, παρακαθίζω : to
place in or on, επιτίθημι, εντίθημι,
εφίστημι, ^νίατημι : to place under,
ύποτίθημι: to place together, συν
τίθημι : to place or set over, εφ-
ίστημι> προιστημί' to place around,
περιίστημι : to be placed, κείμαι,
κάθημαί
Placed, 0erbs
Placid, μειλίχιος, μείλιχος, μαλθακός,
ayavbs, ευμενής, γαληναιος, γαληνός,
πράος, ήμερος, ήσυχος
Placidly, adv. αγανώς, μειλίχως, ησύ-
χως, μετρίως
Placidness, μειλίχια, f. πραότης, /,
ευμένεια, f. ημερότης / f.
Placing, θέσις, f,
Plague, λοιμός, m. φθορος, m. φθορά,
f. νόσος,/, λύμα, n. [θλίβω
Plague, ν. λυπέω, άνιάω, βασανίζω,
Plaice, ύαινα, f. ύαινϊς, f.
Plain, πεδίον, η. πέδον, η, Ισόπεδον, η.
γύαλον, η. το ίσον, πλάξ, f τό άπεδον :
mountain-plain, όροπέδιον, η.
Plain, λείος, αφελής; {clear, mani-
fest) δήλος, σαφής, εναργής, τρανής ;
(of the voice) τορος, τρανής ; (aid-
less, simple) λιτός, προ σε σταλμένο ς ;
(unembr oider ed) λεΊος
Plainly, adv. φανερώς, εμφανώς, άρι-
Plainness, αφέλεια, f. [φραδέως
Plain-spoken, εύθύyλωσσoς
Plaintiff, δ διώκων, διώκτης, m. αντί-
δικος, m.
Plaintive, θρηνώδης, αίλινος, κιvυpbς :
very plaintive, πάνδυρτος, παν-
όδυρτος
Plaintively, adv. αϊλινα
Plait, πλοκή, /. πλόκαμος, m. πλόκα-
νον, η. [πλοκίζω, χηλεύω
Plait, V. πλέκω, συμπλέκω, εμπλέκω,
Plaited, πλεκτός, σύμπλεκτος, χηλευ-
7 os : well-plaited, εΰπλεκτος, εΰ-
πλοκΰς
482
PLA
Plaiting, πλέξις, f πλοκή, /.
Plan, (scheme) βουλή, f. βούλευμα, n,
μητις, /. μηχανή, /. ενθύμημα, 71.
επίνοια, f. υπόθεσις, f. μήδος, η,
{model, draught) διάγραμμα, n.
Plan, ν. μηχανάομαι, βουλεύω, ενθυ-
μέομαι, μητιάω, μητίομαι, μηδομαι,
πράσσω, έπινοέω, εννοέω : to draw
a plan, διαγράφω
Plane, (in geometry) επίπεδος ; s. το
επίπεδον ; (carpenters plane) ξυήλη,
f. ρυκάνη, f.
Plane, v. ξύω, ζέω, ρυκανάω, λεαίνω
Planed, ξεστος, ξυστός
Planet, πλάνης, m. πλανήτης, m.
Plane-tree, πλάτανος, f. πλατάν ιστός,
Planing, ρυκάνησις, f. [/.
Plank, σανϊς, f. π'ιναξ, m* δόρυ, n.
Planned, βουλευτος
Plant, φυτον, n. φύτευμα, n. φυτευ-
τ -fjpiov, n. φυταλία, f.
Plant, v. φυτεύω, διαφυτεύω, ριζόω,
κτίζω, κατοικίζω, όρύσσω
Plantation, φυτευτήριον, η. φυταλία,
Planted, φυτευτός [/. φυτών, ra,
Planter, φυτευτής, πι.
Planting, φυτεία, f. φύτευσις, /.
Plash, πίτυλος, m.
Plash, ν. καχλάζω, πιτυλίζω
Plaster, κατάπλασμα, η. καταπλασ*
τυς, f. επίπλαγμα, η. εμπλαστρον, η,
-ος, f. (lime-plaster) κονίαμα, η.
κον'ια, f.
Plaster, ν. καταπλάσσω, επιπλάσσω,
εξαλείφω, συναλείφω ; (to plaster
with lime, whiten) κονιάω, λευκόω
Plastered, καταπλαστος, επίπλαστος ;
(ivith lime) κονιατος '
Plasterer, καταπλάστης, m. (with
lime) κονιάτης, m.
Plastering, κατάπλασις, f. επίπλασις }
f. (with lime) κονίασις, f.
Plate, πτυξ, f. πίναξ, m. πινακις, f,
πινακίδων, n. (plate or sheet of
metal, &c.) πτυξ, f. πέταλον, n.
ελασμος, m. έλασμα, η. (silver
goods) αργυρώματα, oi.pl.
Plate, v. (with silver) καταργυρόω
Platform, ϊκρια, n.pl. σαν\ς, f.
Platter, πίνα!•, m.
Plausibility, επιείκεια, f. ευπρέπεια, f.
πιθανότης, f. αξιοπιστία, f.
Plausible, πιθανός, ευπρεπής, επιεικής,
αξιόπιστος [εύπρεπώς
Plausibly, adv. πιθανώς, επιεικώς,
Play, παίδια, f. παίγνια, f. παΊγμα, n.
άθυρμα, n. (drama) δράμα, n.
Play, ν. παίζω, διαπαίζω, άθύρω; (on
PLA
an instrument) ψάλλω, κρεκω : to
play with, συμπαίζω
Player, παίκτης, m.
Playfellow, Playmate, συμπαιστης,
m. σνμπαίστωρ, Til. συμπαίκτη ρ , m.
συμπαίκτωρ, m. συμπαίστρια, J.
Playful, παηνιώδης, παιδί /cos - , παιδι-
Playfully, adv. παιδικώς [ώδης
Playfulness, κουροσύνη, f.
Playhouse, θεατρον, n.
Plaything, άθυρμα, n. iraiyviov, n.
Plea, SiKaioXoyia, f. απολογία, f. άπο-
λόγημα, n. πρόφασις, f.
Plead, Plead a cause, v. δικaιoλoyε-
ομαι, δικάζομαι, SiKoKoyecc, αγορεύω :
to plead for, συν^ορύω, ύπερδικεω,
άπoλoyεoμaι : to plead against,
κατηγορέω : to plead against or in
reply to, άντίδικεω, άντηράφομαι :
to plead as an excuse, προφασί-
ζομαι
Pleader, ρητωρ, m. diKaio\6yos, m.
συνήγορος, m.
Pleading, oiKaioXoyia, f. oiKoKoyia, f.
απολογία, /.
Pleasant, ηδύς, τερπνός, επιτερπης,
χαρίεις, άρεσκος, αρεστοί, εύχαρις,
ευχάριστος, επίχαρτος, καταθνμιος,
yλυκύς, θυμηδης, φίλος, προσφιλής
Pleasantly, adv. ηδεως, τερπνώς,
άρεσκόντως, ηδύ
Pleasantness, ηδονή, /. τερπνότης > f.
αρέσκεια, /. yλυκύτης, /. χαριεν-
τότης, /.
Pleasantry, ιλαρότης, f. φαίδρότης, /.
Please, V. αρέσκω, συναρεσκω, τέρπω,
ανδάνω, ευφραίνω, ονίνημι, ήρα φέρω,
ηδεως εχω : to be pleased, ηδομαι,
επιτερπομαι, εν ηδοντ} εχω, yάvυμaι :
impers. it pleases, αρέσκει, δοκεΊ
Pleasing, αρεστοί, άρεσκος, χαρίεις,
θυμηδης, καταθύμιος, τερπνός, επι-
τερπης
Pleasingly, adv. άρεσκόντως, άρεστώς
Pleasurable, τερπνός, εύτερπης, κατα-
θύμιος, χαρίεις, yλυκύθυμoς
Pleasure, ηδονή, /. τέρψις, f. χάρις, f.
χάρμα, η. ονησις, f. φιληδία, /. :
fond of pleasure, φιληδης
Plebeian, δημότης, m. Ιδιώτης, m.
Plebeian, δημοτικός, ατγοροίίος
Pledge, ενεχυρον, n. υποθήκη, f. εγ-
yύη, /. άρραβών, m.
Pledge, ν. ύποτίθημι, ενεχυράζομαι :
to take in pledge, to take a pledge
from, ενεχυράζω : to pledge one-
self, promise, εyyυάoμaι, πιστόομαι,
πίστιν δίδωμι : to give a Dledge or
483
PLU
warrant, πιστόομαι : to deposit a
pledge in the hands of a third
party, μεσεyyυάω
Pledging, ενεχυρασία, f. [pi.
Pleiades, Πλειάδες, Ion. Πληϊάδες, f.
Plenary, πλήρης, τέλειος, εντελής
Plenipotentiary, αυτοκράτωρ, τέλος
*Χ<*>ν [πληρωσις, /. τελειότης, f.
Plenitude, πλησμονή, f. πλήρωμα, τι.
Plenteously, adv. εύπόρως, άφθόνως
Plenteousness, περιουσία, f. εύπορία,
f. αφθονία,/, [δαψιλης, πολύς, άδινος
Plentiful, άφθονος, εύπορος, περισσός,
Plentifully, adv. άφθόνως, εύπόρως ί
δαψιλώς, περισσώς
Plentifulness, περιουσία, f. εύπορία, /.
Plenty, περιουσία, /. εύπορία, /. άφθο~
νια, /. : to have plenty, εύποβεω,
περιουσιάζω, περισσεύω
Pleonasm, πλεονασμός, r m»
Plethora, πληθώρη, f.
Plethoric, πληθωρικός
Pleurisy, πλευρΊτις, f.
Pleuritic, πλευριτικός, περιπλευριτικος
Pliability, ευκαμψία, f.
Pliable, καμπτος, καμπτικος, εύκαμ-
πης, εύστροφος, εχτγναμπτος
Pliant, καμπτος, καμπτικος, γ;αμπτος,
στρεπτύς, ύypbς, ελιξ
Plight, στάσις, /. κατάστασις, /.
Plight, ν. εyyυάoμaι, ύπισχνεομαι
Plot, επίβουλη, f. επιβούλευμα, η. επι*
βούλευσις, /. παρασκευή, /. συνω•
μοσία, f. σύστασις, f.
Plot, V. επιβουλεύω, μηχανάομαι, συν'
όμνυμι
Plotter, επιβουλευτης, m. συνωμότης,
Plotting, επίβουλος [πι.
Plough, άροτρον, η. [άροτριάω
Plough, V. άρόω, άλοκίζω, εύλάζω,
Ploughing, άροτος, τη. αροσις. /.
Ploughman, άροτηρ, m. άρότης, m.
άροτρεύς, m. [/.
Ploughshare, ϋνις or ΰννις, f. εύλάκα,
Plough-tail or handle, εχετλη, f.
Pluck, v. δρέπω, τίλλω, όλότττω : to
pluck out, εκτίλλω, παρατίλλω,
εκκοκίζω
Plucked, τιλτος
Plug, yόμφoς, m. κύνδαλος, m.
Plum, κοκκύ μήλον, r n.
Plum-tree, κοκκυμηλεα, f.
Plumage, πτερωσις, f. πτίλον, n.
Plumb-line, στάθμη, f.
Plume, λόφος, m.
Plummet, σταφυλή, f.
Plump, εϋσαρκος, παχύς, π'ιων
Plumpness, εύσαρκία, f.
PLU
Plunder, apway^, f. diap-iray^, f. ap-
πασμα, η. αρπαΎμα, η. \eia,f.\tfl's,f.
Plunder, v. αρπάζω, διαρπάζω, λη-
ί'ζομαι, ληστεύω, Χεηλατεω, συλάω,
διαφορεω, αλαττάζω
Plunderer, ληϊστης, m. ληστής, m.
συλήτωρ, m. αρπακτηρ, m.
Plundering, apwayr],/. aρπayμός, m.
ληστεία, f. σύλησις, f.
Plunge, v. δύνω or δύω, ποντίζω, κατα-
δύνω, καταποντίζω, βαπτίζω
Plural, πληθυντικός
Plurality, τδ πλήθος, το μείζον
Pluto, Πλούτων, m.
Plutus, Πλούτο y, m.
Ply, πτυχή, f. πλοκή, f
Ply, v. (as an oar) ελίσσω, νωμάω
Pneumatic, πνευματικός
Poacher, νυκτερευτης, m.
Poaching, νυκτερεία, f.
Pod, λοβός, m.
Poem, ποίημα, n. ποίησις, f.
Poet, ποιητής, m. αοιδός, m. : lyric
poet, ύμνοποϊός, m. μουσοπόλος, m.
ύμνοθετης, m. μελοποιός, m. : epic
poet, εποποιός, m.
Poetess, ποιήτρια, f.
Poetical, ποιητικός
Poetically, adv. ποιητικως
Poetry, ποίησις, f. : epic poetry,
εποποιία, f. έπος, οι.
Poignancy, δριμύτης, f πικρότης, f.
Poignant, δριμύς, πικρός, δηκτικός,
δακνώδης
Point, ακμή, f. ακη, f. ακίς, f. ακωκη,
f. 'άρδις, f. πληκτρον, n. : (a mathe-
matical point) στίγμα, /. (stop,
period) στημη, f. : a turning-
point, ροπή, f. : the point of death,
ροπή βίου : to the point, προς λόyov :
in many points, πλεοναχη : to be
on the point, (of seeing, doing, &c.)
επ ακμής ειμί
Point, v. ακονάω, οξύνω : to point out,
δείκνυμι, αποδείκνυμι, αποφαίνω,
φράζω [t^s, οξύς, 6ξύppυyχoς
Pointed, ακαχμενος, λoyχωτbς, αίχμη-
Pointedness, οξύτης,/.
Poise, ν. πάλλω, αναπάλλω, Ίστημι,
σταθμάομαι, ρέπω, διατείνομαι
Poison, φάρμακον, η. φαρμάκων, η.
Ιός, m.
Poison, ν. φαρμάσσω, καταφαρμάσσω
Poisoner, φαρμακευς, ηι. φαρμακός, m.
φαρμακευτης, m.
Poisonous, φαρμακώδης, Ιώδης
Poke, (as the fire) σκαλεύω
Poker, σκάλευθρον, n.
484
POO
Polar, αρκτικός, βόρειος
Pole, κόντος, m. κάμαξ, c. (of the
heavens) πόλος, m. (of a carriage)
ρυμος, m.
Pole-axe, κεστρα, f.
Pole-cat, 70X677, contr. yaλη,f.
Polemic, πολεμικός, πολέμιος
Police, the, οι περίπολοι
Policy, πολιτεία, f.
Polish, yλaφυρίa,f.
Polish, v. ξεω, ξύω, λεαίνω
Polished, ξεστός, εΰξοος, yλaφvρoς
.Polishing, £eW,/. λείωσις^.
Polite, αστείος, χαρίεις
Politely, adv. αστείως, χαριεντως
Politeness, αστειότης^. αστειοσύνη^.
Politic, φρόνιμος
Political, πολιτικός
Politician, δ πολιτικός [λιτικα,
Politics, η πολιτική (τέχνη), τα. πο-
Poll-tax, επικεφάλαιον, η.
Pollute, ν. μιαίνω, καταμιαίνω, μολύνω,
λυμαίνομαι, διαφθείρω, συμφθείρω
Polluted, μιαρός, μυσαρός, προστρό-
παιος, ^ay ιστός
Pollution, μίασμα, η. μίανσις, f μια-
ρία, f μύσος, η. &y° s > η •
Polygamy, πoλυyaμίa, f.
Polyglot, πoλύyλωσσoς
Polygonal, πολ^ωνος, πoλυyωvoειδης
Polypus, πολύπους, c. : like a polypus,
πολυποδώδης : of a polypus, πολυ-
πόδεως
Polysyllabic, πολυσύλλαβος
Pomegranate, ροια, f poa, f σίδη, f. :
pomegranate-rind, σίδιον, n.
Pommel, λαβή, f κώπη, f.
Pomp, πομπεία, f. πομπή, f πάρα-
σκευή, f. πρότασις, f. άγλοαα, /.
Pompous, σοβαρός, πομπικός, μεyaλo-
πρεπης, 6yκηpός, πavηyυpικός
Pompously, adv. πavηyυρικώς, σοβα-
ρώς, ^κηρώς, μεyaλoπpεπώς
Pompousness, πομπεία, f.
Pond, τΊφος, n. τέλμα, n.
Ponder, v. λoyίζoμaι, φρονεω, ενθυμε-
ομαι, σκοπεω
Ponderous, βαρύς, εμβριθής, βριθυς
Ponderously, adv. βαρέως
Ponderousness, βάρος, n. βαρύτης,£
βριθοσύνη, f
Poniard, ^χειρίδιον, n. μάχαιρα, f.
Pontiff, αρχιερευς, m. ιερεύς, m. ιεράρ-
χης, m.
Pontifical, αρχιερευτικός
Pontificate, ιερωσύνη, f.
Pony, ιππάριον, n. πωλίον, n.
Pool, λίμνη, f. τέλμα, n. τΊφος, n. : of
POO
or belonging to a pool, λιμναίος,
τελματιαΊος
Poop, πρύμνα, / πρύμνη, f.
Poor, πτωχό?, πένης, πενιχρός, κατα-
δεης, άχρηματος, άχρημων, ενδεής,
ακτημων, άχρυσος, ασθενής ; (ο/
land, barren) ξηρός, στείρος: to be
poor, πένομαι, πτωχεύω, απορεω,
δέομαι, καταδεεστερως εχω : poor
man, πένης, τη.
Poorly, adv. πενιχρώς, καταδεώς
Poplar, (black) αίγειρος, f. (white)
αχερωϊς, /
Poppy, μήκων,/.: poppy -juice, μηκώ-
νιον, ».: poppy-seed, μήκων,/. : of
poppy, μηκωνικός [m.
Populace, όχλος, m. το πλήθος, δήμος,
Popular, δημοτικός, ενδημος, επιζή-
μιος ; (beloved by the people) δήμο-
τερπης : popular leader, δημαγω-
γός, τη.
Popularity, χάρις, /
. Popularly, adv. δημοτικώς
Populate, v. οϊκίζω
Populous, πολυάνθρωπος, πολνανδρος :
to be populous, πολυανδρίω, πολυ-
ανθρωπεω [ανδρ'ια, /.
Populousness, πολυανθρωπία. /. πολυ-
Porch, πάστας,/, στοά,/, (ο/ a temple)
προνηϊον, η. πρόναος, τη.
Porcupine, ΰστριξ, c.
Pore, πόρος, on. σηραγξ,/.
Pork, κρέας χοίρειον, η.
Porous, σομφός, σομφώδης, πολύτρη-
τος, σηραγγώδης, χάννος
Porousness, σομφότης, /. χαυνότης, /.
Porpoise, φώκαινα, /. φώκος, m.
Porridge, φακή, /. πολφός, τη. πόλτος,
τη. αθάρα, / ετνος, η. λεκιθος, τη.
Port, λιμην, τη. όρμος, τη. : to bring
into port, όρμίζω, εφορμίζω, κατάγω
Portable, αγώγιμος, φορητός, εύφορος
Portal, πύλη, /. [δείκνυμι, προώαίνω
Portend, ν. οσσομαι, προσημαίνω, προ-
Portent, τέρας, τι. θαύμα, τι.
Portentous, τερατώδης, θαυμάσιος
Porter, θυρωρός, τη. πυλωρός, C. (ο/
burdens) φορευς, m. βαστ ακτής, τη.
φορτηγός, τη. φορτοβαστάκτης, τη.
Portico, στοά, /. πάστας, / παραστας,
/. πρόστωον, η.
Portion, μέρος, η. κλήρος, τη. λσ.χος,
η. ληξις, /. : marriage -portion,
προϊξ, /. εδνον, η.
Portion, v. (divide) μερίζω, δατεομαι,
διαμερίζω ; (a daughter) εδνόω, εδ-
νάομαι
Portliness, σεμνότης,/.
485
POU
Portly, σεμνός, αγαυρος
Portmanteau, δορος, τη:
Portrait, ζωγράφημα, η. πίναξ, m.
Portray, V. ζωγραφεω, εϊκάζω, εντυπό-
ομαι
Position, θεσις, /. θέμα, τι. τάξις, /.
Positive, (certain) θετικδς, απλόος ;
(obstinate in opinion) αυτοκράτωρ,
Ισχυρογνώμων, Ιδιογνώμων, αύτο-
γνώμων [ρηδην, διαρρήδην
Positively, adv. απλώς, άντικρυς, επιρ-
Positiveness, Ισχυρογνωμοσύνη, /
Possess, ν. εχω, κεκτημαι, πεπαμαι
Possessed, κτητος
Possession, κτησις, /. κτήμα, η. κτε-
ανον, η. έξις, /. : of or belonging to
possessions, κτησιος : to get pos-
session of, κρατεω, επικρατεω,
μάρπτω
Possessor, κττ)τωρ, m. δεσπότης, m.
δ κεκτημένος, δ έχων
Possibility, μηχανή. /. το δυνατόν
Possible, δυνατός, οϊός τε : it is pos-
sible, οϊόν τε εστίν, ενδέχεται, δυ-
νατόν εστί
Possibly, adv. ίσως
Post, (position) στάσις, / (pillar)
σταθμός, m. στήλη, /. : starting-
post, νύσσα, /.
Post, v. (station) τάσσω : to post up,
παραγράφω, προγράφω
Posterior, ύστερος
Posteriors, πυγαϊ, /. pi.
Posterity, οί εκγονοι, οι επίγονοι, οί
επιγιγνόμενοι, οί επόμενοι, οί έπειτα,
οί μεθύστεροί
Posthumous, οψίγονος
Postman, δρομοκήρυξ, m.
Postpone, ν. αναβάλλομαι, ύπερτίθε-
μαι, διαμελλω
Postulate, δμολόγημα, τι. αίττ,μα, τι.
Posture, σχήμα, η.
Pot, χύτρα, /. χυτρ\ς, /. χντρίδιον, τι,
κέραμος, τη. κεράμων, η.
Potable, π άτιμος [δη ς
Potash, λίτρον, τι. : of potash, λιτρώ-
Potation, πόσις, /. πόμα, τι.
Potency, δύναμις, /. ίσχυς, /.
Potent, Ισχυρός, δυνατός, κρατερός
Potentate, άρχων, τη. δυνάστης, τη.
Potential, δυνατός
Potsherd, όστρακον, τι.
Pottage, πόλτος, τα.
Potter, κεραμευς, τη. πλάστης, τιι. :
potter's earth, κέραμος, τιι. γη κερα-
μΊτις, /. : to be a potter, κεραμεύω
Pouch, πήρα, /. μάρσυπος, τιι. βαλάν-
τιον, τι.
POV
Poverty, πενία, f. χρεία, /. αμηχανία,
f. άχρηματίκ, f. άχρημοσύνη, f.
Poult, νεοσσός, m. ορνίθων, οι.
Poulterer, όρνιθοκάπηλος, on.
Poultice, μάλαγμα, n. κατάπλασμα, οι.
Pound, μνα, f. Κίτρα, f. : weighing or
worth a pound, μνααως, μναϊαΐος,
μναΤος [συντρίβω, ερείκω, λεαίνω
Pound, ν. άλοάω or δΛοιάω, τρίβω,
Pounded, κατερεικτος
Pour, ν. χεω, προχεω, καταχεω, λείβω,
σπενδω, κατασπενδω ; intrans. ρεω,
χεομαι : to pour in or into, εγχέω,
εϊσχεω : to pour over, επιχεω,
4πιπροχέω : to pour out, εκχεω :
to pour around, περιχεω, άμφιχεω :
to pour together, συγχέω, συλ-
λείβω
Pouring, χύσις, f. : pouring forth,
εκχυσις, f. διάχυσις, f. πρόχνσις, f,
Pout, V. μνχθίζω, προμυλλαίνω
Powder, κόνις, f. κονία, f.
Powder, v. κονιάω
Powdery, κονιορτώδης
Power, δνναμις, f. δύνασις, f. δυνασ-
τεία, f. Ισχύς, f. κράτος, οι. εξουσία,
f. ρώμη, f. αρχή, f. κύρος, οι. :
having power over, to do, &c.
κύριος, αυτοκράτωρ : it is in the
power of, εξεστι, πάρεστι
Powerful, δυνατός, δεινός, μέγας,
Ισχυρός, εγκρατής : to be power-
ful, δυναστεύω, δύναμαι, ισχύω,
επιπολάζω
Powerfully, adv. δυνατώς, Ισχυρώς,
εγκρατώς \ακράτωρ
Powerless, αδύνατος, ασθενής, άκυρος,
Practicable, πόριμος, έμπρακτος
Practical, πρακτικός
Practice, άσκησις, /. γυμνάσια, f. τρι-
βή, f. μελέτη, /. μελέτημα, οι. παρα-
σκευή, f. επιτήδευμα, οι. επιτηδευ-
σις, f. παιδεία, f. κυλίνδησις, f.
Practise, ν. άσκεω, επασκεω, μελετάω,
διαμελετάω, γυμνάζομαι, επιτηδεύω,
νομίζω, αναπειράομαι, ενεργάζομαι
Practised, άσκητος, μελετητος
Practiser, ασκητής, on. πρακτηρ, on.
Pragmatical, πραγματικός
Praise, έπαινος, on. αίνος, on. ευλογία,
f. ευφημία, f. εγκώμιον, 01. επαίνε-
Praise, ν. αινεω, επαινεω, εγκωμιάζω,
εύλογεω, εύφημέω, ύμνεω : to praise
too much, ύπερεπαινεω
Praised, αϊνητος, ύμνητος : much
praised, πολυαίνητυς
Praiser, επαινετής, on. εγκωμιαστής, m.
486
PRE
Praiseworthy, επαινετός, αξιέπαινος
Prance, v. γαυριάομαι, φριμάσσομαι,
μετεωρίζω, πηδάω
Prancing, μετέωρος, σοβαρός, όρθιος
Prank, παιδιά, /. παίγνιον, οι.
Prate, V. κωτίλλω, άδολεσχεω, στω-
μύλλω, ληρεω, φλυαρεω, λαλαγεω
Prater, άδολέσ•χ?75, on. κωτίλος, on.
Prating, στωμυλία, f. άδολεσχία, /,
φλυαρία, /. [πολυλόγος
Prating, κωτίλος, στωμύλος, φλύαρος.
Prattle, ν. κωτίλλω, στωμύλλω, άδο-
λεσχεω, φλυαρεω, ληρεω
Prattler, άδολεσχης, m. κωτίλος, m.
Prawn, καρ\ς, /. [στωμυληθρης, on.
Pray, ν. εύχομαι, προσεύχομαι, επεύ-
χομαι, λίσσομαι or λίτομαι, λιτα-
νεύω, άράομαι : to pray together,
συνεύχομαι, συνεπεύχομαι [εύκταΊος
Prayed, εύκτος : prayed for, εύκτος,
Prayer, εύχη, f. ευγμα, οι. επευχη, f.
κατευχη, f. κάτευγμα, οι. λιτή, f.
άρα, f. : of or belonging to prayer,
ευκταίος [γελίζομαι
Preach, v. κηρύσσω, προφητεύω, εύαγ-
Preacher, κήρυξ, m. ευαγγελιστής, on.
Preaching, κηρυξις, f.
Preamble, προοίμιον, οι. πρόλογος, m.
Precarious, επισφαλής, άκροσφαλης,
αβέβαιος, άπορος
Precaution, ευλάβεια, f. προμήθεια, f.
φροντϊς, f. επιμέλεια, f. μέριμνα, f.
Precede, ν. προέχω, προοίχομαι, προ-
τερεω, προαναφέρομαι ; {kajppeoi pre-
viously) προγίγνομαι
Precedence, προτέρημα, οι. πρωτειον,
οι. πρωτεία, f. προστασία, /. πρό-
στασις, f.
Precedent, παράδειγμα, n.
Precedent, πρότερος
Precept, παράγγελμα, οι. επίταγμα, οι,
άκουσμα, η. υποθήκη, /. δίδαγμα, οι.
Preceptor, διδάσκαλος, οτι.παιδευτης,ηι.
Precinct, τέμενος, οι. άλσος, οι.
Precious, τίμιος, ερίτιμος, έντιμος
Preciously, adv. τιμίως, εντίμως
Preciousness, τιμιότης, /.
Precipice, κρημνός, m.
Precipitate, προπετης, πρηνης, θερμό-
βουλος, εξαίσιος, μάταιος
Precipitate, ν. κρημνίζω, κατακρημ-
νίζω, ρίπτω ; (hasten) ταχύνω, σπεύ-
δω, ότρύνω
Precipitately, adv. προπετως, προτρο-
Precipitation, προπετεια, /. [πάδην
Precipitous, απόκρημνος, απότομος,
άπορρωξ, κρημνώδης
Precise, ακριβής, άτρεκης, σκεθρδ$
1
PRE
Precisely, adv. ακριβώς
Preciseness, Precision, ακρίβεια, /.
Preclude, v. αποκλείω, απο κωλύω
Precocious, προφερης, προθαλης
Preconceive, v. προαισθάνομαι
Preconception, προαίσθησις, f.
Preconsider, v. προσκοπεω, προνυέω,
προβουλεύω
Precursor, πρόδρομος, m.
Predatory, ληστικος
Predecessor, δ Kpoyeyovuis, irpoyovos
Predestinate, Predestine, v. -προορίζω,
προτάσσω, προερέω, επικλώθω
Predestined, προθέσμιος
Predeterminately, adv. προωρισμένως
Predetermination, πρόταξις, /. προ-
ορισμός, m. [προκρίνω
Predetermine, v. προτάσσω, προορίζω,
Predicament, κατ^ορία, f. {condi-
tion) συντυχία, f. [ρούμενον
Predicate, κατ^όρ-ημα, n. το κατη^ο-
Predicate, v. κατηγοράω
Predict, V. προλ^ω, προενέπω <0
προυννέπω, μαντεύομαι
Prediction, μάντεων, n. πρόρρησις, f.
Predispose, v. προβιβάζω
Predominance, υπέροχη, f. ύβερβολη,
/. επικράτεια, /. έπικράτησις, f.
Predominant, υπέροχος, επικρατης
Predominate, ι\ υπερέχω, υπερβάλλω,
επικρατέω [
Pre-eminence, υπέροχη, /. αριστεία, /.
υπερβολή, f.
Pre-eminent, υπέροχος, έξοχος, εκ-
πρεπης, περισσός [πώς, περισσώς
Pre-eminently, adv. εξόχως, εκπρε-
Pre-establish, ν. προκαθίστημι
Pre-exist, ν. προϋπάρχω, προ^ί^νομαι
Pre-existence, προύπαρξις, /.
Preface, πρόλoyoς, m. προοίμιον, n.
Preface, ν. προοιμιάζομαι, προλέγω
Prefect, προεστώς, m. επιστάτης, m.
επιμελητής, m. επίτροπος, m. τρέ-
μων, m. έπαρχος, m.
Prefecture, επαρχεία, f.
Prefer, v. προτιμάω, προαιρεομαι, ανθ-
αιρεομαι, αίρέομαι προ, αντί or
μάλλον, προκρίνω, προλαμβάνω, προ*
τίθημι
Preferable, αιρετός, προαιρετος
Preference, αίρεσις, /. προαίρεσις, f.
προτίμησις, /. πρόκρισις, /.
Preferment, πρoayωyη, /.
Preferred, προαίρετος
Prefix, ν. προτίθημι
Pregnancy, κύησις, /. σύλληψις, /.
Pregnant, ^κύμων, Zywos : to be
pregnant, κύω, κυέω
487
PRE
Prejudge, v. πρoκaτayιyvώσκω, προ-
κρίνω, προκαταδικάζω, προλαμβάνω
Prejudging, προκατά^νωσις, f.
Prej udgment,7rpo/cp ιμα, n. πρόκρισις,/.
Prejudice, πρόκρωις, f. (injury) βλα-
Prejudice, v. βλάπτω [βη, f.
Prejudicial, επιζήμιος, ανωφελής, βλα-
βερός, αλυσιτελής
Prelacy, επισκοπή, f.
Prelate, επίσκοπος, m.
Preliminary, προτελειος : prelimi-
nary contest, πρoayωv, m.
Prelude, προοίμιον, n. προαύλιον, n.
πpoayώv, m. τυ ενδόσιμον, αναβολή,/.
Prelude, V. αναβάλλομαι, προαναβάλ-
λομαι, ανακρούομαι
Premature, πρόωρος, άωρος : to be
premature, προακμάζω
Premeditate, V. προνοέω, προβουλεύω
Premeditation, πρόνοια,/, προβουλη,
/. βούλευσις, /.
Premier, πρώτος, αρχικός
Premise, πρότασις, /.
Premise, ν. ύποτίθημι, προοιμιάζομαι
Premium, μισθός, τα. yέρaς, η, αθλον,η.
Preoccupy, ν. προκαταλαμβάνω, προ-
κατέχω
Preordain, ν. προερέω, προτάσσω [/.
Preparation, παρασκευή,/, κατασκευή,
Preparatory, παρασκευαστικός
Prepare, ν. σκευάζω, παρασκευάζω,
κατασκευάζω, εζαρτύνω, ετοιμάζω,
στέλλω, μηχανάω, κοσμέω, εύτρε-
πίζω, προχειρίζομαι, εντύνω, πορ-
σύνω : to be prepared, διασκευά-
ζομαι, παρασκευάζομαι, παρατάσσο~
μαι
Prepared, έτοιμος, εύτρεπης, ευτυκτος
Present, δώρον, η. παροχή, /.
Present, ν. δίδωμι, δωρέομαι ; (hold
out, offer) επέχω, προά^γω
Preponderance, ροπή, /.
Preponderate, ν. ρέπω, κρατέω, νικάω,
βρίθω, ύπεpάyω
Preposition, πρόθεσις, /.
Prepossess, ν. προλαμβάνω
Preposterous, άτοπος
Preposterously, adv. ατόπως, άώρως
Preposterousness, άτοπία, /.
Prepuce, άκροποσθία, /.
Prerogative, yέρaς, η. προνομία, /.
προτέρημα, η.
Presage, θέσπισμα, η. προμάντευμα, η.
προαίσθησις, /. πpόyvωσις, /.
Presage, ν. θεσπίζω, μαντεύομαι, απο-
μαντεύομαι, οσσομαι
Presbyter, πρεσβύτερος, m.
Prescience, πpόyvωσις } /
PRE
Prescient, προγνωστικές, προειδως
Prescribe, V. εξηγεομαι, υπογράφω
Prescript, πρόγραμμα, η, προγραφή, /.
επίταξις, /. [οι.
Prescription, προγραφή,/, σύγγραμμα,
Presence, παρουσία, /. : presence of
mind, αγχίνοια, /. rb φρόνιμοι/, σύλ-
λογος ψυχής : in presence of, εν
οφθαλμοΊς, is οφθαλμούς
Present, ενεστώς, καθεστώς, πάρων,
παραπόδιος : the present, rb αύτίκα,
το πάρον : present circumstances,
τα παρόντα, τα παραχρήμα, τα υπάρ-
χοντα, τα παρεόντα πράγματα : to
be present, πάρειμι, πρόσειμι, παρα-
τυγχάνω, παραγίγνομαι, παρίσταμαι,
υπάρχω, παραστατεω, πρόκειμαι,
υπόκειμαι, επιπάρειμι, απαντάω, εν-
τυγχάνω
Presentation, παροχή, /.
Presentiment, προαίσθησις, /. : to
have a presentiment, προαισθάνομαι
Presently, adv. αύτίκα, παραυτίκα
Preservation, σωτηρία, / (act of pre-
serving) περιποίησις, /.
Preservative, φυλακτηριον, n. [icbs
Preservative, φυλακτηριος, φυλακτι-
Preserve, v. σώζω, διασώζω, φυλάσσω,
διαφυλάσσω, κατέχω
Preserver, σωτηρ, m. σώτειρα, /.
Preside, ν. επιστατεω, προστατεω,
προ'ίσταμαι, προκάθημαϊ
Presidency, προεδρία, /. πρυτανεία,/.
President, πρόεδρος, τη. επιστάτης,
τη. προστάτης, on. πρύτανις, on. : to
be president, προεδρεύω, πρυτανεύω
Press, ϊπος, c. τροπηϊον, τι.
Press, ν. πιέζω, προσπιεζω, επιπιεζω,
επείγω, συνέχω, σάττω, πιλόω, εμ-
πιλεω': to press upon, επίκειμαι,
εγκειμαι, πρόσκειμαι, επιβρίθω : to
press together, συμπιέζω, συνωθεω,
συμφράσσω, συ μπ ίλεω, συνθλίβω
Pressed, πίεσες
Pressing, Pressure, πίεσις, /. συμ-
πίεσης, /. πίλησις, /. πίλωσις, /.
Presume, ν. πλεονάζω, αλαζονεύομαι,
προσποιεομαι ; {suppose) οϊομαι, ει-
κάζω
Presumption, ύπερηφανία, /. αλαζο-
νεία, /. (supposition) ύπόθεσις, /.
Presumptuous, υπερήφανος, άλαζών,
ύβριστι^ς, ατάσθαλος, υπερφίαλος,
ύπεροπλος, ύπερηνορεων
Presumptuously, adv. υπερηφάνως,
ύπερφιάλως, μεγαλοφρόνως
Pretence, πρόφασις, / ειρωνεία, /.
σχήμα, η. προσποίημα, 91* όνομα, η.
488
ΡΕΙ
Pretend, ν. προσποιεομαι, προφασί-
ζομαι, σκηπτομαι, υποκρίνομαι, σχη-
ματίζομαι
Pretended, προσποιητός, επακ^ς
Pretendedly, adv. προσποιητως, πρό-
φασιν
Pretender, άλαλοι/, m. υποκριτής, on.
Pretending to, προσποιητικος
Pretension, προσποίησις, /. ύπόκρισις,
/. εϊρωνεία, /. σχημaτισμbs, τη.
Pretermit, ν. ελλείπω, παραλείπω
Preternatural, ύπερφυης, εκφυης
Preternaturally, adv. ύπερφυώς
Pretext,7rpo(£a(ris, /.σκηψις,/. πρόσχη-
Prettily, adv. καλώς, κομψώς [μα, η.
Prettiness, κάλλος, η. κομψότης, /
Pretty, κaλbς, κομ^ς : very pretty,
περικαλλης
Prevail, ν. κρατεω, επικρατεω, νικάω,
κατέχω, επέχω, επαρκεω, ρέπω : to
prevail over, περιγίγνομαι, περίειμι
Prevalence, επικράτεια,/, επικράτησις,
/. ύτιεροχη,/. υπερβολή,/.
Prevalent, υπέροχος, επικρατης
Prevaricate, ν. καθυφίημι, λεπτολογεω,
αμφιλογεομαι
Prevarication, λεπτολογία, /.
Prevent, ν. είργω, άπείργω, κωλύω,
παύω, εχω, εξιάομαι
Preventer, κωλυτης, on.
Prevention, κώλυσις,/.
Preventive, κωλυτι^ς, διακωλυτι^ς
Previous, πρότερος
Previously, adv. πρότερον, πρ\ν, τέως
Prey, άγρα, /. άγ ρεύμα, η. αρπάγη, /.
θτ\ρα, / ελωρ, η. ελώριον, η.
Prey upon, ν. δάπτω
Price, τιμή, /. τίμ.ημα, οι. ώνος, m. μισ-
θός, τη. : fair price, αξία, /. ισωνία,
/. : to raise the price, πλειστηρι-
άζω, ανατιμάω
Prick, στιγμή,/, νύγμα, η. κεντρον, τι.
Prick, ν. νύσσω, στίζω, κεντεω : to
prick up the ears, τά ώτα 6p0bv
'ίστημι, συνάγω τά ώτα
Pricking, στιγμbς, on. κεντησις, /.
Prickle, 'άκανθα, /
Prickly, ακανθώδης
Pride, φρόνημα, οι. όγκος, on. ύπερη-
φανία,/. μεγαλοφροσύνη,/, αυθάδεια,
/. όφρυς, / γαυρότης, /. : to pride
oneself on, τρυφάω, γαυριάω, γαυ-
ρόομαι, επαγάλλομαι, φιλοτιμέομαι,
καλλωπίζομαι
Priding oneself or exulting in, γαύρος
Priest, ιερεύς, τη. ίεροφάντης, on. πρό-
πολος, c. : chief-priest, άρχιερεύς,
on. : to be a priest, ιεράομαι
PRI
Priestess, ιέρεια, f. αρητειρα, f.
Priesthood, ιερατεία, /. ίερωσύνη, f.
Priestly, ιερατικός, ίεροφαντικός
Primacy, το πρωτεων
Primarily, adv. πρώτον
Primary, πρώτος, αρχικός
Prime, ακμή, f άωτος, in. ώ -ov, n. :
the prime of life, -ηλικία, f. ώρα, f. :
in the prime, ώραως, ώρικός, ακμαίος
Prime, πρώτος, εξαίρετος, πρόκριτος,
κύριος, τέλειος
Primeval, ωΎίτγιος, παμπάλαιος, πρω-
τογενής, πρωτότυπος
Primitive, αρχαίο?, πρωτότυπος, πρω-
τόγονος ; (in grammar) πρωτότυ-
πον, 71. [πρωτοτύπως
Primitively, adv. εξ αρχής, πρώτον,
Primogeniture, πρωτογένεια, f. πρω-
τοτόκια, η. pi. πρωτοτοκεΊα, η. ρί.
Primordial, αρχέγονος, πρωτο^γενης
Prince, άριστους, in. κρείων ώ κρεων,
ίίι. αρχηΎος, ηι. δυνάστης, in. άρχων,
on. άναξ, m. κοίρανος, in.
Princely, βασίλειο ς, άνακτόριος, αρ-
χικός, η*γεμονικός
Princes, oi άριστοι, οι πρώτοι
Princess, τύραννος, f. βασίλεια, /.
βασιλϊς, /.
Principal, πρόεδρος, in. επιστάτης, ίίι.
άρχων, m. {of money) το αρχαΐον,
το κεφάλαιον
Principal, πρώτος, με'γιστος, αρχικός,
κύριος, ηΎεμονικος
Principality, αρχή, /. τυραννϊς, /. κοι-
ρανία, f. δυναστεία, /.
Principally, adv. μάλιστα, τό με-γιστον
Principle, ύπόθεσις, f ορός, in. : first
principle, element, αρχή, f.
Print, τύπος, m. χαρακτηρ, in. ύπο-
Print, v. τυπόω ["γραφή, f.
Prior, πρότερος : to be prior to, προ-
τερεω [το πρωτειον
Priority, προτέρημα, n. προτερησις, f.
Prism, πρίσμα, n.
Prison, είρκτη, f. είρyμbς, in. φυλακή,
f. φρουρά, f. δεσμωτηριον, n. δεσμός,
m. (pi. -μο\ ώ -μα) οίκημα, n.
Prisoner, δεσμώτης, m. δεσμώτις, f. :
to take prisoner, ζωγρέω, ζωΎρία.
αϊρεω
Pristine, άρχαΊος, παλαιός
Privacy, ερημιά, f. ησυχία, f. μυχός,
in. Ιδιοτεία, f. λαθραιότης, f. : to
live in privacy, Ιδιωτεύω
Private, ίδιος, Ιδιωτικός : private
person, ιδιώτης, in.
Privately, adv. Ιδία, Ιδίως
Privation, στερησις, f. αποστερησις./.
489
PRO
Privative, στερητικός, άποστερητικός
Privilege, αγέρας, n. προνομία, f. προ-
τέρημα, n.
Privily, adv. κρύβδην, κρυφή, κρυφαίως,
λάθρη, Ιδία
Privy, κοπρών, in. Ιπνός, m. άφοδος,/.
άφεδρών, m.
Privy, κρύφιος, κρυφαΊος, κρυπτός,
απόρρητος, λαθραίος : to be privy
to, σύνοιδα, συνίσημι
Prize, 'γέρας, n. άθλον, n. άεθλον, n.
νικητηριον, n. αγώνισμα, κ.
Prize, ν. τιμάω, δοκιμάζω
Probability, εικός, n. πιθανύτης, f.
Probable, πιθανός
Probably, adv. είκότως, εοικότως
Probation, ελεyχoς, πι.
Probe, μήλη, f.
Probe, v. μηλόω
Probing, μηλωσις, f. [τότης, f.
Probity, δίκη, f. δικαιοσύνη, f. χρησ-
Problem, πρόβλημα, n.
Problematical, προβληματώδης, προ-
βληματικός, αμφίβολος
Proboscis, προβοσκίς, f.
Proceed, V. προβαίνω, προάγω, χωρεω,
προχωρεω, προέρχομαι, ύπά-γω, υρνυ-
μαι, ελαύνω, βαδίζω
Proceeding, (act of) προχώρησις, f.
(transaction) πραξις^. έργον, n.
Process, προχώρημα, n. προχώρησις^.
Procession, πομπή, f. έξοδος, f. πρόσ-
οδος, f. ελασις, f. προχώρησις, f.
Proclaim, v. κηρύσσω, επικηρύσσω,
ανακηρύσσω, αγγελλω, ανα•γγέλλω,
πaρa^γyελλω, κηρυκεύω, προα•γορεύω,
άvayopεύω, διαβοάω, ανεπω
Proclamation, κήρυγμα, η. άνακηρυξις,
/. άγ7 6λια > /• άνάρβησις, f άναγο•-
ρευσις, f
Proconsul, ανθύπατος, in. έπαρχος,
m. : to be proconsul, άνθυπατεύω
Proconsular, ανθύπατος, ανθυπατικός
Proconsulate, ανθυπατεία, f
Proconsulship, ανθυπατεία, /.
Procrastinate, v. αναβάλλομαι,
βάλλομαι, ύπερτίθεμαι
Procrastination, αναβολή, f.
θεσις, f. μελλησις, f.
Procreate, v. -γεννάω, παϊδοποιεω, παι•
δουρΎεω
Procreation, παιδοποι'ία, f πaιδoυρyίa,
f. παιδοΎονία, f. •γεννησις, f.
Procreative, παιδο*γόνος, παιδοποιος
Procreator, ~γεννητωρ, m. 'γεννητης, m.
γενετής, in. παιδοποιητης, in.
Procurable, κτητός [in.
Procurator, επίτροπος, in. επιμελητής,
υπερ-
υπερ-
PRO
Procure, v. κτάομαι, Ευρίσκω, εξευρίσκω,
πορίζω, προφέρω, παρασ κευάζω
Procurer, Procuress, προαγωγέ, μασ-
τροπός, c
Procuring, επίκτησις, /. ληψις, f προ-
αγωγέ ια, f
Prodigal, προετικος, δαπανηρός, άφει-
δης, άσωτος
Prodigality, δαπάνη, f ασωτία, f. ακο-
λασία, f [τω 9, προετικώς
Prodigally, adv. δαπανηρώς, άταμιεύ-
Prodigious, πελώριος, πελωρος, τερα-
τώδης, τεράστειος, τεράστιος
Prodigiously, adv. τερατικώς, πελοψα
Prodigy, πελωρον, η. φάσμα, η. τέρας, η.
Produce, καρπός, m. φορά, f γέν-
νημα, η.
Produce, ν. φύω, εκφύω, φέρω, προσ-
φέρω, τίκτω, εντίκτω, άναδίδωμι,
ανατέλλω, φυτεύω, γεννάω ; (bring
forward, adduce) παράγω, παραλαμ-
βάνω, αναβιβάζω
Producer, γεννητης, m. γεννητωρ, m.
Producing, γεννησις, f. -γέννημα, n.
Product, καρπός, m. φορά, f. -γέννη-
μα, n. [-γέννημα, n. φορά, f.
Production, γενεσις, f. γεννησις, f.
Productive, φόριμος, εύφορος, πολυ-
φόρος, παμφόρος, ενεργός, ποιητικός,
γόνιμος
Productiveness, πολνφορία, f φορά,
f πολυκαρπία, f
Proem, προοίμιον, n. [λωσις^.
Profanation, μίασμα, n. άγος, n. βεβη-
Profane, ανόσιος, άσεβης, βέβηλος,
όσιος, ανίερος : profane act, άνοσι-
ούργημα, n. άσεβημα, n.
Profane, ν. μιαίνω, καθαγίζω, βεβηλόω
Profanely, adv. άνοσίως : acting pro-
fanely, άvυσιovpybς : to act pro-
fanely, άνοσιουργεω, άοεβεω
Profaneness, άνοσωτης, f. άνοσιουρ-
γία, f. ασέβεια, f.
Profess, v. εξαγγέλλομαι, κατεπαγγελ-
λομαι, υπισχνεομαι, άποδείκνυμι,
προφαίνω
Professedly, adv. εκ τον προφανούς
Profession, επάγγελμα, n. (occupa-
tion) διατριβή, f.
Proffer, v. προτείνω, προτίθημι
Proficience, Proficiency, επιστήμη, f.
επιστημοσύνη, f προκοπή, f. eVt-
δοσις, f.
Proficient, δ επιστήμων, σοφιστής, m.
Proficient, επιστήμων, διδακτός, -no-
λυμ,αθης : to be proficieDt, προ-
κόπτομαι
Proficiently, adv. επιστημόνως
490
PRO
Profit, κέρδος, n. λυσιτέλεια, f. ωφέ-
λεια, f. επικαρπία, f. κάρπωσις, f.
το λυσιτελουν, πρόσοδος, f. : to
gain profit, κερδαίνω
Profit, v. ώφελεω, λυσιτελεω, συμ-
φερω : to profit by, απολαύω
Profitable, κερδαλεος, ωφέλιμος, λυσι-
τελής, σύμφορος : more profitable,
κερδίων : most profitable, κερδισ-
τος : to be profitable, συμφέρω,
λυσιτελεω [λυσιτελούντως
Profitably, adv. κερδαλεως, λυσιτελώς,
Profligacy, ασωτία, f. άκρασία, f.
ακολασία, f. ύβρις, f. ευχέρεια, f.
Profligate, άσωτος, άκρατης, ακόλασ-
τος, ακράτητος, ευχερής : to be
profligate, άκολασταίνω, άσωτεύ-
ομαι [ακολάστως
Profligately, adv. άσώτως, άκρατώς,
Profligateness, ασωτία, f. ακολασία,
/. άκρασία, f
Profluence, πρόοδος, f.
Profluent, προρρεων
Profound, βαθύς; (of mind) βαθύ-
φρων, βαθύβουλος ; (as sleep) άδινος,
πολύς
Profoundly, adv. βαθέως
Profundity, Profoundness, βάθος, n.
βαθύτης, f. (of wisdom) βαθυγνω-
μοσύνη, f.
Profuse, δα^Ονης, δαπανηρός, περισσός,
άφθονος, πολύς, άδινός, εκπλεος,
προετικος, άμφιλαφης
Profusely, adv. δαψιλώς, αφειδώς,
άδην, άλις, άφθόνως
Profuseness, άφειδία, f δαψίλεια, f
αφθονία^, περιουσία^, πλησμονή^.
Profusion, δα•ρίλεια, f περιουσία, /.
εύπορία^. πλήθος, η. πολυπληθεια, f.
Progenitor, πρόγονος, m. προπάτωρ, m.
Progeny, γένος, η. γέννημα, η. σπερ-
Prognostic, τό προγνωστικών [μα, η.
Prognosticate, ν. προθεσπίζω, μαντεύ-
Prognosticating, προγνωστικός [ομαι
Prognostication, πρόγνωσις, f μαν-
τεία, f μάντευμα, η.
Progress, προκοπτ], f πρόοδος, f προ-
χώρημα, η. [χωρεω
Progress, ν, προβαίνω, προάγω, προ-
Progression, πρόοδος^, προχώρησις^.
Progressive, προβαίνων
Prohibit, ν. κωλύω, άπεΊπον, απαγο-
ρεύω, εϊργω
Prohibited, απόρρητος, κωλυτός
Prohibition, κώλυσις, f άπόρρησις, f.
οπόρρημα, η. ατταγόρευμα, η. απ-
αγόρευσις, /. εϊργμός, ηι. [νοια,ΐ.
Project, μηχάνηυα > η, βουλή, f εν-
PRO
Project, v. (jut out) προέχω, εξέχω,
εξανέχω, εξίσταμαι, πρόκειμαι : to
project over, υπερέχω, ύπερτείνω ;
(to plan, scheme) προβάλλω, έννοέω,
μηχανάομαι
Projecting, προβλης, υπέροχος
Projection, έξοχη, / προβολή, /.
πρόβολος, m. πρόβλημα, 11. [της, τα.
Projector, μηχανοβράφος, m. έξη*γη-
Prolifie, "γόνιμος, πολύτοκος, πολυχόος,
πολΰ'γονος
Prolix, μάκρος, επιμήκης, εκτενής,
πολυλό^ος, μακρολοΎος : to be pro-
lix, μακρολο~γέω, μακρη*γορέω, μηκύνω
Prolixity, μήκος, η. μaκρoλoyίa, J.
πολυλογία, /. μακρηΎορία, /.
Prologue, πpόλoyo ς, in.
Prolong, ν. εκτείνω, παρατείνω, μη-
κΰνω, άπομηκύνω
Promenade, περίπατος, τα.
Promenade, ν. περιπατέω
Prominence, έξοχη, /. πρόβολος, in.
ποόβλημα, 11. προβολή, f.
Prominent, έξοχος, περιφανής, προ-
βλης, πρόβλητος, επιπόλαιος : to be
prominent, προβάλλομαι, προκόπ-
τω, προέχω, εξίσταμαι, πρόκειμαι
Promiscuous, σύμμικτος, συμμιγης
Promiscuously, adv. έπιμϊξ, συμμι-γα,
φύρδην, χύδην, αναμϊξ
Promise, ϋπόσχεσις, /. ύποσχεσία, /.
επάγγελμα, η. εγγυη, /. έγγύησις, /.
πίστις, /.
Promise, ν. ύπισχνέομαι, υφίσταμαι,
υποδέχομαι, επαγγέλλομαι, ύποτεί-
νω, εyyυάoμaι [προβόλαιον, 11.
Promontory, άκρα, /. άκρωτηριον, η.
Promote, ν. προβιβάζω, σπεύδω, αυξά-
νω, αίρω, προάγω, κινέω
Promotion, αϋξησις, / προβίβασις, /.
Prompt, έτοιμος, πρόθυμος, πρόχειρος,
άπροφάσιστος : to be prompt, προ-
θυμέομαι, όρμαίνω
Prompt, ν. ότρύνω, πapayyέλλω 1 παρα-
καλέω, παρορμάω, παροξύνω
Prompter, εlσηyητης, m. δτρυντηρ, in.
Promptitude, ετοιαότης, f. προθυμία,
/. όρ μη,/, [ότραλέως
Promptly, adv. προθύμως, ετοίμως,
Promptness, ετοιμότης, /. προθυμία,/,
όρμη, /. [βπαγγ^λω
Promulgate, ν. ανακηρύσσω, ατγορεύω,
Promulgation, ανακήρυξις, /. avayo-
ρευσις, /.
Prone, προπετης, έπίφορος, καταφερης,
ευκατάφορος, ευκίνητος : to be
prone, ρέπω επί, φύω επί or προς,
αποκλίνω εις or προς
491
PRO
1 Proneness, καταφέρεια, /. ευχέρεια, f.
Pronoun, αντωνυμία,/, [επιρρέπεια,/.
Pronounce, ν. έκφωνέω, φθέyyoμaι,
χράω, άποκλάζω
Pronunciation, εκφώνησις, /.
Proof, ελεyχoς, τη. τεκμηριον, η. ση•'
μείον, ιι. δεΊτγμα, η. μαρτύρων, η,
(trial) πείρα : to make proof of.
πεϊραν λαμβάνω
Prop, έρεισμα, τι. ύπέρεισμα, η. ίδιον, Ιδίωμα,
η. ίδιότης, /.
Prophecy, μαντεία, /. μαντείον, n t
προφητεία,/, θέσπισμα, η.θεοπρόπιον,
η. θεοπροπία, /. : the art of pro-
phecy, η μαντική, μαντοσύνη, /.
Prophesy, υ. θεοπροπέω, θεσπίζω,
θεσπιωδέω, χpησμoλoyέω, προφητεύω
Prophesying, μαντεία, /.
Prophet, μάντις, m. πρόμαντις, C,
χρησμoλόyoς, τα. προφήτης, τα. θεο-
πρόπος, τη. : a true prophet, άληθό-
μαντις, c. όρθόμαντις, c. : a false
prophet, ψευδόμαντις, c. ψευδοπρο-
φητης, in.
Prophetess, πρόμαντις, c. προφητις, /.
Prophetic, μαντεΊος, μαντικός, μάντις^
θεοπρόπος, θεσπέσιος, προφητικός
Prophetically, adv. μαντικώς, προφη-
τικώς
Propinquity, (kindred) οτγχιστεία, /.
κηδευμα, η.
Propitiate, ν. Ιλάσκομαι, ίλάομαι,
έξιλάσκομαι, μειλίσσω, εύμενίζομαί
Propitiation, ίλασμος,ιη. ίλαστήριον,η.
Propitiatory, ίλαστηριος, ϊλάσιμος,
μειλίχιος, μειλικτηριος
Propitious, 'ίλαος, Att. 'ίλεως, επιδέξιος,
άπημων, εϋπομπος, ευμενής
Propitiously, adv. ευμενώς
PRO
Proportion, συμμετρία, /. αναλογία, f,
ευρυθμία, / μετρον, η.
Proportionate, Proportional, σύμ-
μετρος, μέτριος, έμμετρος, avaXoyos,
ακόλουθος, άζιος, εύρυθμος, εϋμετρος
Proportionately, adv. συμμετρως,
ανα\ΟΎως, αξίως [σύμμετρος
Proportioned, εύρυθμος, εϋμετρος,
Proposal, ύπόθεσις, /. πρόθεσις, /.
Propose, V. τίθημι, προτίθημι, προ-
βάλλω, προσφέρω, ύποτίθεμαι, επ-
ά~γω, ε\στ)Ύεομαι, ύποτείνομαι ; (as α
law) εισφέρω : to be proposed,
πρόκειμαι, ύπόκειμαι
Proposer, είσ-ηγητης, on.
Proposing, προβολή, /.
Proposition, πρόθεσις, f. ύπόθεσις, f,
πρόβλημα, οι. πρότασις, /. εισηγη-
μα, οι. είσηγησις, /. λόyoς, m.
Propound, ν. ύποτείνομαι, προβάλλω
Propping, στηρ^μος, m.
Proprietor, κύριος, m. 6 κεκτημένος
η κεκτημένη
Propriety, κόσμος, on. εύκοσμία, /.
κοσμιότης, /. ευπρέπεια,/, αρμονία, /.
Prorogue, ν. αναβάλλω
Proscribe, ν. προΎράφω, άποσημαίνω
Proscription, προΎραφη, /.
Prose, λό^οι, 'ίδιοι λό'γοι, λόyoς ψιλός :
in prose, κaτaλoyάδηv, πεζή, ιδία :
writing prose, λoyoyράφoς
Prosecute, ν. εισάγω, ypάφoμaι, iy-
καλεω, επεξέρχομαι, διώκω, εlσay-
γελλω, δικάζομαι [δίωξις, /.
Prosecution, yρaφη, /. προβολή, /.
Prosecutor, ό διώκων, διώκτης, m.
κατ^ορος, m. 6 ypa'^ /άμενος
Proselyte, προσηλυτος
Proserpine, Περσεφόνεια, /.
Prosody, προσωδία, /.
Prospect, οψις, f. αποψις, f.
Prosper, v. (make to prosper) ορθόω,
δφελλω, άεξω, ούρίζω ; (to he pros-
perous) εύδαιμονεω, εύτυχεω, εύ-
πορεω, εύπpayεω, θάλλω, εύθηνεω,
κστορθόω, προχωρεω, ευ προχωρεω
Prosperity, ευτυχία, /. εύπρayίa, /.
εύπραξία, /. ευδαιμονία,/, 'όλβος, m.
ευημερία, /. [ούριος, εύημερος
Prosperous, ευτυχής, 'όλβιος, ευδαίμων,
Prosperously, adv. ευτυχώς, καλώς,
ευ, εύδαιμόνως, τυχηρώς, κατ ορθόν,
όλβ'ιως
Prostitute, πόρνη, /. εταίρα, /. : to be
a prostitute, πορνεύομαι, εταιρεω
Prostitute, V. πρoayωyεύω, καταπορ-
νείω [εταίρησις, /.
Prostitution, πορνεία, /. εταιρεία, /
492
PRO
Prostrate, ν. καταβάλλω, καταστρών-
νυμι : to prostrate oneself before,
προσκυνεω, προσπίπτω
Prostrate, προπετης, πρηνης [σις, /.
Prostration, πρόπτωσις, /. προσκύνη-
Protect, ν. αμύνω, προίσταμαι, στ^ω,
επιστατεω, ύπερστατεω, επισκοπεω
Protection, προστατεία, /. προστασία,
/. επικουρία, /. επικούρησις, /. επι-
κούρημα, η. ερκος, η.
Protector, προστάτης, m. επιστάτης,
m. επίκουρος, oil. σωτηρ, on. αμυν-
τηρ, on.
Protest, V. μαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι
Protestation, μαρτυρία, /. διαμαρτυ-
ρία,/, [διακρούομαι, αναβάλλω
Protract, ν. μηκύνω, έλκω, παρέλκω,
Protrude, ν. εξίσταμαι, προέχω, προεξ-
ίσταμαι
Protuberance, 6yκoς, m. οίδημα, οι.
άνοίδησις, /.
Proud, ύπεροπλος, υπερφίαλος, υπερή-
φανος, ύπερφρων, ύπερηνορεων, ύπερ-
ήί\νωρ, μεyaληvωp, ύψίφρων, μεyaλό-
φρων, σεμνός, μεyaλεως, γαύρος :
over -proud, ύπεραυχος : to be
proud, μ^α φρονεω, μεγαλοφρονεω,
ύπερφρονεω, δyκόoμaι, σεμνύνομαι,
θρύπτομαι : to be proud of, βάλ-
λομαι, ύπερφρονεω : to be over-
proud, ύπεραυχεω
Proudly, adv. υπερηφάνως, σεμνώς,
μεyaλoφpόvως, ύπερφιάλως, ύπέρ~
οπλον, ύπερφρονα
Prove, V. δείκνυμι, ενδείκνυμι, επιδείκ-
νυμι, δηλόω, Ka^yopw, ελ^χω,
εξελ^χω, απ ο φαίνω, μαρτυράω,
παρίστημι, αποσημαίνομαι ; (make
trial ο/, test) πειράω, πειράζω,
διαπειράομαι : able to be proved,
δεικτος, εύελεyκτoς : hard to be
proved, δυσαπόδεικτος [νομή, /.
Provender, χιλος, on. χόρτασμα, οι.
Proverb, παροιμία, /. λόyoς, on. έπος,
οι. : to be a proverb, παροιμιάζομαι
Proverbial, παροιμιακός, παροιμιώδης :
to render proverbial, παροιμιάζω
Provide, v. παρέχω, κατασκευάζω,
επαρκεω, πορίζω, εκπορίζω, πορσύνω,
διοικεω : to provide for or against
(as casualties), προοράω, προνοεω,
προσκοπεω, προφυλάσσομαι : able
to provide, πόριμος, ποριστικος :
well provided, πόριμος : easily
provided, εύπορος
Providence, πρόνοια, /. προμήθεια, /. :
by divine providence, θεία τύχ-ρ,
εκ θειας τύχης, θείως
PRO
Provident, προνοητικός, προορατικός,
φρόνιμος, προμηθης, πρόνοος
Providently, adv. εύλαβώς, εκ -προ-
νοίας \jt)s, m»
Provider, ποριστης, m. παρασκευασ-
Province, επαρχία, f. νόμος, m. {office)
τό καθήκον : commander of a pro-
vince, νομάρχης, m. νόμαρχος, m.
έπαρχος, m.
Provincial, επαρχικός
Provision, επιμέλεια, f. : provisions,
(food) σ7τος, m. σίτα, n. pi. σιτίον,
n. σιτία, n. pi. αίτησις, f. επισιτισ-
μός, m.
Provision, V. σιτοποιεω, σιτοδοτεω :
to be provisioned, σιτοδοτεομαι
Provocation, ερεθισμός, m. ερέθισμα,
n. παροξυσμός, m.
Provoke, v. ορ~γ'ιζω, έξορ^γίζω, ερεθίζω,
παροξύνω, ορ'γα'ινω, χολόω, ερεθω,
κινεω
Prow, πρώρα, f.
Prowess, άρετη, f. ανδρεία, f. εύψυχία,
f. ούναμις, f. ισχύς, f.
Prowl, ν. σκυλεύω
Prowler, σκυλευτης, m.
Proximate, &7%ί, εγγύς, σύνεγγυς,
πλησίον, πάρα
Proximity, ά'γχιστεία, /. ε^ύτης, /.
Prudence, φρόνησις, f. σωφροσύνη, f.
πρόνοια, f ευλάβεια, f. προμήθεια, f.
'γνώμη, f. ευβουλία, f.
Prudent, φρόνιμος, σώφρων, εϋβουλος,
πρόνοος, προνοητικός, ευλαβής, προ-
μηθης, σύννοος, φράδμων, πολυφράδ-
μων, συνετός, πυκνός, πυκινός, δαί-
φρων, ^ιης, εύλό^/ιστος
Prudently, adv. φρονίμως, σωφρόνως,
εύλαβώς, ευ^νωμόνως, διεσκεμμενως,
φρονούντως, εχόντως, προμηθικώς
Prune, ν. άποτεμνω, αποκόπτω, κλα-
δεύω
Primer, κλαδευτηρ, m. κλαστηρ, η.
Pruning-hook or knife, κλαδευτηριον,
n. κλαστηριον, n.
Prurience, κνησμα, n. κνισμός, m.
Prurient, κνησμώδης
Pry, v. παρακύπτω, ύπερκύπτω, ίχνεύω,
εξετάζω
Psalm, ψαλμός, m.
Psalmody, ψαλμωδία, /.
Psaltery, ψαλτήριον, n.
Ptisan, πτισάνη, f.
Puberty, ηλικία, f. εφηβία ; f. ηβη, f.
Public, δημόσιος, κοινός, δημοτικός,
δημοτελης, πάνδημος, δήμιος, πολι-
τικός : to make public, δημεύω,
δηαοσιόω, διαγγελλω
493
PUN
Publican, τελώνης, m. (innkeeper)
κάπηλος, m. ξενοδόχος, m.
Publication, κηρυξις, f. άνα^/όρευσις,
f. άνάρρησις, f. άνακηριξις, f.
Publicly, adv. koivtj, δημοσία.
Publish, v. ανακηρύσσω, εξαΎορεύω,
επαγγέλλομαι, φανερόω, δημεύω,
περιφέρω, διαδίδωμι ; (of a book)
εκδίδωμι, εκφέρω
Puerile, παιδαριώδης, παιδικός
Puerility, νηπιότης, f. νηπιεη, f.
Puff, πνεύμα, n. άημα, Ίΐ.
Puff, ν. φυσάω : puff up, (with pride)
χαυνόω, εκχαυνόω, επικουφίζω ;
(praise too highly) άναπλάσσω,
ιτυρτγόω
Pugilist, πύκτης, m. ά'γωνιστης, m.
Pugnacious, μαχητικός, οξύχειρ
Pugnaciously, adv. μαχητικώς
Puissance, δύναμις, f. σθένος, n.
i m -
Receiver, αποδέκτης, -τηρ, ία. ύποδο-
Receiving, ληψις, f. υποδοχή, /. κατα-
δ°χν> / '• receiving back, άντί-
ληψις, /.
Recent, νεαρός, καινός, νέος, ύπό*/υιος
& ύπόγυος, πρόσφατος
Recently, adv. νεωστϊ, πρώην, άρτι,
υπο'γυίως
Recentness, νεότης, / καινότης, /.
Receptacle, δοχη, /. δοχείον, η. εκ-
δοχεΐον, η. καταδοχη, /.
Reception, υποδοχή, /. επιδοχη, /
δεξις, / ληψις, /.
Recess, μυχός, m. δοχη, /. κευθος, n.
κευθμών, m. πτυχή,/.
Recession, αναχώρησα, /.
Recipe, πρό*γραμμα, n.
Reciprocal, αμοιβαίος, αμοιβός, κατάλ-
ληλος, παλίνδρομος, παλινδρομικός,
αντίπαλος
Reciprocally, adv. αμοιβαίως, αμοι-
βαδϊς, καταλλά-γδην
Reciprocate, ν. αμείβομαι
Reciprocation, αμοιβή, /.
Recital, Recitation, Reciting, άπ-
αΎΎελία, f. ανάγνωσις, f. ραψωδία,/.
Recite, ν. αναγιγνώσκω, απαγγέλλω,
αναλε^γω, καταλέγω, διατίθημι, επ-
αινεω, ραψωδεω
Reciter, ραψωδός, m.
Reck, ν. επιμελεομαι, αλεΎιζω, φροντίζω
Reckless, αφρόντιστος, αφροντϊς, ολί-
*γωρος, άμελης, ακηδης, αλόγιστος,
αεσίφρων, παράβολος, ραδιουρ^γός
Recklessly, adv. άμελώς, ακηδεστως,
αφροντίστως, ραδίως, ανειμενως, άλο-
γίστως, ολι*γώρως
Recklessness, αμέλεια, /. αλοΎΐστία,
/. ευχέρεια, /.αφροσύνη, /.
Reckon, ν. λoyΊζυμaι, αριθμεω ; (con-
sider, esteem) οΧομαι, δοκεω, η*γέομαι,
νομίζω : to reckon among, £y κρίνω,
^καταλογίζομαι : to reckon to-
gether, reckon up, συλλογίζομαι
Reckoner, λογιστής, m.
Reckoning, λογισμός, m. αρίθμησις, /.
Reclaim, v. (demand bach) απαιτεω,
απαιτίζω ; (reform) ανορθόω, επαν-
ορθόω, διορθόω
499
REC
Recline, ν. ανακλίνομαι, κατακλίνομαι,
κατάκειμαι, άνάκειμαι
Recluse, έρημος
Recognisance, €77^77, /
Recognise, ν. ^ι^νώσκω, avo.yiyvdi-
σκω, επνγνγνώσκω, yvωpίζω, avayvω'
ρίζω ^ ^ [σις,/
Recognition, ανά^γνωσις, /. avayvJopi*
Recoil, ν. άναχωρεω, αναχάζομαι,
αφίσταμαι
Recollect, V. μιμνησκομαι, αναμιμνη-
σκομαι, υπο μιμνησκομαι, μνημονεύω,
νοεω, εννοεομαι : easy to recollect,
ευμνημων, εύμνημόνευτος
Recollection, μνήμη, / ανάμνησις, /.
ύπόμνησις, /
Recommend, ν. επαινεω, αινεω, παρ-
αινεω, συνίστημι, προσσυνίστημι,
πapεyyυάω
Recommendation, (praise) έπαινος,
m. (advice) παραίνεσις, /. (intro-
duction) σύστασις, /
Recommendatory, συστατικός
Recompense, ν. αμείβομαι, ανταμεί-
βομαι, ανταποδίδωμι, αντιδωρευμαι,
άντιμετρεω, άποτίνω [ποινή, /.
Recompense, μισθός, m. αμοιβή, /.
Recompensing, ανταμοιβός
Reconcile, ν. καταλλάσσω, διαλλάσ-
σω, συναλλάσσω, συνίστημι, συνάγω,
διαλύω, συμβιβάζω
Reconcileable, καταλλακτικός
Reconciler, διαλλακτης, -τηρ, m. κατ-
αλλακτης, m. μεσίτης, τα.
Reconciliation, διaλλayη, /. καταλ-
^ayr), /. συvaλλayη, / διάλυσις, /.
Reconciling, διαλλακτηριος, καταλ-
λακτηριος
Recondite, απόκρυφος, άποκεκρυμμε-
νος, κρύφιος, λαθραίος
Reconnoitre, ν. διερευνάω, προερευνά-
ομαι, κατασκοπεω, σκοπεύω, προ-
σκεπτομαι, επιπωλεομαι
Reconnoitrer, σκοπός, m. κατάσκοπος,
m. πρόσκοπος, m. διερευνητης, m.
Reconnoitring, κατασκοπη, /. προ-
σκοπη, /.
Reconsider, ν. avaλoyίζoμaι, ά^α-
πολεω, άνασκοπεω, επιδ^^νώσκω
Reconsideration, avaλoyισμός, m.
ανασκοπη, /. ^oyy ραφή, /.
Record, yρaμμaτε7ov, n. avayρaφη, /
Record, v. avayράφω, διαμνημανεύω,
ίστορεω
Recorder, συyypaφευς, m.
Recover, v. (regain) ανακτάομαι, ανα-
λαμβάνω, απολαμβάνω, άνακομίζο-
μαι, κομίζομαι, ανασώζω ; (from
τ2
KEC
sickness, ώο.) αναπνέω, αναφέρω,
ραΐζω, άναζωπυρέομαι, άναρρώννυμαι,
ύγιάζομαι ; trans, (to cause ta recover,
revive) άνίστημι, ύ*/ιάζω, άναρρών-
νυμι : to recover one's self, εν
έμαυτφ γίγνομαι, έμαυτόν αναλαμ-
βάνω
Recovery, άνάληψις, f. άνάκτησις, f.
άνακομιδη, f. (from sickness) άνάρ-
βωσις, f. ανάπνευσες, f. αναψυχή, f.
Recount, V. καταλύομαι, δ^έομαι,
διέξειμι, έξαριθμέω [τάω
Recourse : to have recourse to, άπαν-
Recreate, v. αναπαύω, αναψνχω
Recreation, άνάπαυσις, f. αναψυχή, f.
διατριβή, f.
Recriminate, v. άντ^καλέω
Recrimination, άντ^κλημα, n.
Recruit, V. ανασκευάζω, άνορθόω ;
(procure, as soldiers) παρασκευάζω
Rectangular, όρθό*γωνος, bpdoyovios
Rectification, διόρθωσα, f.
Rectify, v. ορθόω, διορθόω, άνορθόω,
Rectilinear, εύθυΎραμμος [κατευθύνω
Rectitude, όρθότης, f.
Recumbent, κατακλινης
Recur, v. παλινδρομέω, αναστρέφω,
ανατρέχω, άναδίδωμι
Recurrence, παλινδρομία, f. παλίνδρο-
μη, f. [υποτροπικός
Recurring, παλίνδρομος, υπότροπος,
Red, φοίνιξ, m.
Red, ερυθρός, ερευθηεις ; (deep, dark,
or purple red, crimson) φοινίκεος,
contr. -κους, φοινικιους, φοίνιξ, φοι-
νικόεις; (yellowish red) πυρρός;
(dark or blood red) καρύκινος : a
red cloak or cloth, &c. φοινικϊς, f. :
red dye, σανδαράκη, f. : red-haired,
πυρρόθριξ, πυρρότριχος : red-footed,
έρυθρόπους : to make red, ερεύθω,
ερυθαίνω, φοινίσσω : to be red,
ερευθεω, ερευθόομαι : to become
red, ερυθραίνω, ερυθαίνομαι, ερευ-
θιάω
Reddish, υπέρυθρος, ύπόπυρρος, φοίνιξ
Redeem, ν. λυτρόομαι, λύομαι, διορθόω
Redeemer, λυτηρ, m. λυτρωτής, m.
Redemption, λύσις, f. λύτρωσες, /.
Redness, ερύθημα, ή. ερευθος, η. έρεύ-
θημα, 71. ερυθρότης, f. [μία,/.
Redolence, ευωδιά, f. εύοδμία, /. εύοσ-
Redolent, εϋοδμος, ευώδης
Redouble, ν. επιδιπλοίζω, αναδιπλόω,
διπλασιάζω
Redoubling, διπλασιασμός, on.
Redoubt, όχύρωμα, n. επιτείχισμα, n.
Redoubtable, δεινός, φοβερός, alvbs
500
REF
Redress, &kos, n. διόρθωσις, f.
Redress, v. άκέομαι, διορθόω
Reduce, v. (diminish) έλαττόω; (as
the spirits) ισχναίνω ; (subdue,
humble), ύπά*γω, ύποζεΰ^νυμι, προσ-
βιβάζω, καταστρέφω* καθαιρέω
Reduction, (diminution) έλάττωσις,
f. (bringing down, lowering) καθαί-
ρεσις, f. (of a city) καταστροφή, f.
καθαίρεσα, f.
Redundance, Redundancy, περισσό-
της, f. πλεονασμός, m. περιουσία, f.
Redundant, περισσός, πλεόναστος,
πλεοναστ ικος, περ'ιερΎος
Reduplicate, ν- αναδιπλόω, έπιδιπλόίζω
Reduplication, επιδίπλωσις, /.
Re-echo, ν. άντηχέω
Reed, κάλαμος, m. δόναξ, m. κάννα, f.
Reel, ν. σφάλλομαι, περιφέρομαι
Reeling, παράφορος
Re-enforce, ν. επικουρέω, βοηθέω
Re-enforcement, βοήθεια, /. επικουρία,
Re-enter, ν. πάλιν εισέρχομαι [/.
Reestablish, ν. άποκαθ'ιστημι, ορθόω,
i -τανορθόω, άνορθόω, έξορθόω, άπο-
κατ ορθόω, άποκαθ'ιστημι
Re establishment, άποκατάστασις, f.
διόρθωσις, f. παλιν'ιδρυσις, f.
Refel, ν. διελέ^χω, ανασκευάζω
Refer, V. αναφέρω, επαναφέρω, επιτρέ-
πω, ανά^ω, επανά'γω
Reference, επιτροπή, /. αναφορά, f.
επαναφορά, f.
Refine, ν, καθαιρώ ; (of metals) εψω ;
(to speak or argue over-nicely) κομ-
ψεύω, διακριβόω, λεπτολο^έω, λεπ-
τού ρΊέω
Refined, (of metals) άπεφθος; (of
language, arguments, the mind,
feelings, &c.) λεπτός; (of people)
φιλόκοΛος, μουσικός
Refinement, εύμουσία, f. μούσα, f.
κομψότης, f. λεπτοτης, f.
Refit, v. άκέομαι, ανασκευάζω, έπι•
σκευάζω, άνορθόω
Reflect, v. (consider) ένθυμέομαι, εν
νοέω, σκέπτομαι, σκοπέω ; (to throw
back, reflect, as light) άνακλάω :
to reflect light, άvτaυyέω, άντι-
φαίνω
Reflected, άνάκλαστος
Reflecting, (thoughtful) προνοητικός,
φροντιστικός ; (reflecting light, &c.)
άνταυΎης, εμφανής
Reflection, (consideration) λoyισμbς,
m. σκέψις, f. σκέμμα, n. επίνοια, f.
(of light, <&c.) άvτaύyειa, f. άντιφά-
νεια,Α. άνάκλασις^. άντανάκλασις,/
REF
Reflective, αντανακλαστικός : the re-
flective pronoun, η αντανακλασ-
τική αντωνυμία, /.
Reflex, παλίντροπος
Refluent, παλίρροος, άψόρ'ροος
Reflux, ανάρροια, /.
Reform, V. επανορθόω, μετερρυθμίζω,
νεωτερίζω, αντιμεθίστημι, άναπλάσ-
σω [°"^> /« νεωτερισμός, in.
Reformation, επανόρθωσα, /. διόρθω-
Reformer, νεωτεριστής, m. επανορ-
θωτης, m. διορθωτής, m.
Refract, ν. άνακλάω, αντανακλάω
Refraction, άνάκλασις, f. αντανακλά-
Refractoriness, απείθεια, f. [<τις, /.
Refractory, απειθης, δυσηνιος, αντί-
τυπος [ έχω
Refrain, ν. απέχομαι, άφίσταμαι, κατ-
Refresh, ν. αναψύχω, καταψύχω, ψύχω
Refresher, αναψυκτηρ, in.
Refreshing, ανάψυξις, /. f /cos
Refreshing, κατανυκτικός, αναψυκτι-
Refreshment, αναψυχή, /. άνάψυξις, /
ανάπαυσις, /. υνειαρ, n. [ψύχω
Refrigerate, V. αναψύχω, ψύχω, κατα-
Refrigeration, ανάψυξις, /. κατάψυξις,/.
Refuge, καταφυγή, /. αποφυγή, /.
αποστροφή, /. υποδοχή, f. φύξιμον,
n. αφορμή, /. κρησφύγετον, 11. : to
take or flee for refuge, φεύγω,
καταφεύγω
Refugee, φυγάς, c. : of or belonging
to a refugee, φυγαδικος
Refulgence, αίγλη, f. αυγή, /. λαμπρό-
της, /
Refulgent, φαεινός, λάμπρος, άγλαος,
Refusal, αποφασις. /. [αύγηεις
Refuse, κάθαρμα, n. αποκάθαρμα, n.
συρφετός, m.
Refuse, v. απόφημι, απείπον, άναίνο-
μαι, άπαναίνομαι, άνανεύω
Refutation, έλεγχος, m. άπέλεγξις, /.
απελεγμος, m.
Refute, ν. ελέγχω, διελεγχω, απ-
ελέγχω, αναιρέω, ανατρέπω, λύω,
διωθέω, άποτρίβω : calculated to
refute, αναιρετικός, ελεγχοειδης :
easy to be refuted, εύεξέλεγκτος,
εύέλεγκτος : not to be refuted,
ανεξέλεγκτος
Regain, v. ανακτάομαι, αναλαμβάνω
Regal, ανακτόριος, βασίλειος, βασιλικός
Regale, ν. εστιάομαι, ευωχεομαι, δαί-
Regality, βασιλεία, f. [νυμαι
Regard, ώρα, / επιστροφή, /. σπουδή,
/. φροντϊς, /.
Regard, ν. φροντίζω, φρονέω, περι-
οράομαι, σταθμάομαι, προτιμάω, εν-
501
REI
τρέπομαι, υθομαι, εποπτεύω, άλέγω,
άλεγίζω [7 0S "> ο,μζληε, άκηδης
Regardless, άσκοπος, άπερίοπτος, άλο-
Regardlessty, adv. απεριόπτως
Regency, μεσοβασιλεία, /. αρχή επι-
Regenerate, ν. αναγεννάω [τρόπαια, /.
Regeneration, παλιγγενεσία, /. : be-
louging to regeneration, παλιγ-
γενεσιος
Regent, επίτροπος, m. μεσοβασιλευς,
m. : to be regent, επιτροπεύω
Regicide, τυραννοκτόνος, in. τυραννο-
φόνος, m.
Regiment, τάγ^α, it. λόχος, m.
Regimental, ταγματικος
Region, χώρα, /. χώρος, m. χωρίον, ιι.
κλίμα, n. : belonging to a region,
εγχώριος, επιχώριος
Register, αναγραφή, f. απογραφή, /.
γραμματεϊον, n. διάγραμμα, ιι.
Register, v. αναγράφω, συγγράφω,
απογράφω, εγγράφω, επιγράφω, παρα-
γράφω [tered, άγραφος
Registered, άνάγραπτος : unregis-
Registerinsr, Registration, έγγραφη,
/.επιγραφή, f. [γενς, m.
Registrar, άναγραφευς, m. καταλο-
Regnant, βασιλεύων, έπικρατης
Regress, κάθοδος,/.
Regress, V. άναχωρέω, κομίζομαι, άζ/α-
κομίζομαι, μεταστρέφομαι, ανα-
στρέφω [ανάστροφη,/.
Regression, άναχώρησις, /. κάθοδος, /.
Regret, πόθος, in. ποθη, /. μετάνοια, /.
λύπη, /. [λυπεομαι
Regret, ν. ποθεω, μετανοεω, αλγεω,
Regretted, ποθεινος, ποθητός : much
regretted, περιπόθητος
Regular, κύριος, εύτακτος, τεταγμένος,
καθηκων, κανονικός, εγκύκλιος
Regularity, ευταξία, /. τάξις, f. κόσ-
μος, τα. ενκοσμία, /. ρυθμός, m.
ευρυθμία. /. [εύτάκτως
Regularly, adv. κοσμίως, τεταγμενως,
Regulate, ν. τάσσω, συντάσσω, δια-
τάσσω, διοικέω, κοσμεω, διακοσμεω,
νέμω, κανονίζω [m. διακόσμησις, J.
Regulation, τάξις, / κόσμος, m. νόμος χ
Regulator, κόσμος, τα. κοσμητης, m.
Rehearsal, άνάγνωσις,/. διδασκαλία,/.
Rehearse, ν. αναγιγνώσκω, ύπείπον
Reign, βασιλεία, /. ανακτορία, /. αρχή,
/. : in the reign of Cyrus, επι
Κύρου βασιλεύοντος
Reign, ν. βασιλεύω, κοιρανέω, άρχω,
τυραννεω ώ -νεύω, άνάσσω, κραίνω
Reimburse, ν. άποτίνω, ανταποδίδωμχ.
αμείβομαι, ανταμείβομαι
REI
Rein, ηνία, f. ίμα,ς, m. ρυτήρ, m.
Reinforce, υ. επικουρέω, βοηθέω
Reins, (kidneys) νεφρό), m. pi.
Reinstal, v. αποκαθίστημι
Reinstate, v. άποκαθίστημι
Reiterate, V. άναπολέω, επαναλαμβάνω
Reject, v. απορρίπτω, απωθέω, διωθέω,
παρωθέω, εκβάλλω, αποστρέφομαι,
αποδοκιμάζω, αναίνομαι; (by vote)
αποψηφίζομαι, αποχειροτονέω
Rejected, εκβλητος, εκβολος
Rejection, εκβολή, f. αποδοκιμασία, f.
ίίπωσις, f.
Rejoice, ν. χαίρω, *γάννμαι, Ύηθέω,
η"δομαι, α.'γάλλομαι, ευφραίνομαι : to
rejoice at, επιχαίρω, συνήδομάι : to
rejoice with, σνγχαίρω, συγγ-ηθέω :
to rejoice greatly, ϋπερχαίρω, ύπερ-
ήδομαι, εκχέομαι
Rejoin, ν. ύπολαμβάνω, αντιΧί^ω,
απαμείβομαι, αντ είπον
Rejoinder, ύπόληψις, /. αμοιβή, f.
άπόκρισις, /.
Rekindle, ν. άναζωπυρέω, ανακαίω,
α,νάπτω [?».
Relapse, υποτροπή, f. ύποτροπιασμος,
Relapse, ν. μεταπίπτω, υποτροπιάζω
Relate, V. διάζομαι, έζη^/έομαι, διέξειμι,
λέγω, καταΧ^ω, ayyέλλω, απα•γ-
*/€ΧΧω, μυθέομαι, μυβοΧοΎ^ω, απο-
φαίνω, απέρχομαι, διέρχομαι ; (to
refer or have reference to) φ 4 ρω,
προσήκω
Related, συ-γ^^ν^, προσήκων : to be
related to, ^χιστεύω, προσέχομαι
Relation, (narration) δι-ηγησις, f.
ςξ-ηγησιε, f. άφ-ί^ησις, f (kinsman,
relative) συyyεvής, α-γχιστευς, m.
δ προσήκων, pi. οι προσήκοντες, οι
avayKa 7 oi; (by marriage) κηδέμων,
m. κηδεστής, m. κηδευτής, m. : to be
a relation of, ατγχιστεΰω, προσ-
έχομαι ; (reference to) αναφορά, f.
Relationship, συγγένεια, f. τδ συ*γ~
yeves, α*γχιστεία, f οϊκειότης, f. το
οΙκεΊον, avayKaiorns, f. (by mar-
riage) κήδος. n. κήδευμα, n.
Relative, αναφορικός, προσήκων : re-
lative to, περί
Relax, v. χαλάω, παραχαΧάω, ανίημι,
ύφίημι, έπανίημ,ι, μεθίημι, παρίημι,
Χυω, εκλύω, διαΧυω
Relaxation, χάλασα, /. άνεσις, f.
άφεσις, /. λύσις, f διάλυσις, /.
Release, Releasing, άφεσις, f. λύσις, f.
διαπομπή, f. ελευθέρωσις, f.
Release, V. αφίημι, άνίημι, μεθίημι,
Χυω, άποΧυω, εκλύω, έλευθερόω
502
REM
Relent, V. μαΧακίζομαι, μαΧθακίζομαι,
κάμπτομαι, επικλάομαι, ^νάμπτομαι
Relentless, a\ey κτος, αμείλικτος, άμεί-
λιχος, ασυγ^νώμων, ώμος
Reliance, πίστις, f. πεποίθησις, f.
Relics, λείψανον, n. λεΊμμα, n.
Relict, χήρα, f.
Relief, κούφισις, f. κούφισμα, n. ανα-
κούφισα, f. αναψυχή, f. ανάλυσις, f.
διάλυσις, f. άνεσις, /. λώφησις, f.
ραστώνη, f (from pain) νωδυνία, f.
μείλημα, n.
Relieve, v. παύω, αναπαύω, κουφίζω,
ανακουφίζω, επιλύομαι, μαΧάσσω
Relieving, κουφιστι^ς, λυτήριος, λύ-
σιμος, παυστήριος : relieving pain,
λυσίπονος, παυσίπονος
Religion, ευσέβεια, f όσιότης, f δσία,
/. ευλάβεια, /.
Religious, 'όσιος, ευσεβής
Religiously, adv. δσίως, εύσεβώς
Relinquish, V. Χείπω, απολείπω, κατα-
λείπω, αφίημι, μεθίημι
Relinquishment, άπόλειψις, /. /caret-
Relish, ν. ευωχέομαι [λειψις, f.
Reluctance, έπίσχεσις, f.
Reluctant, απρόθυμος, άκων, ακούσιος
Reluctantly, adv. άπροθύμως, ακουσίως
Rely, Rely on, ν. πιστεύω, Ισχυρίζο-
μαι, ενισχυρίζομαι, επανέχω
Relying on, πίσυνος, θάρσυνος
Remain, ν. μένω, παραμένω, διαμένω,
επιμένω, καταμένω, διατρίβω ; Re-
main over, be left) Χείπομαι, υπολεί-
πομαι, περιΧείπομαι, περισσεύω,
περι^'ι^νομαι, περίεψι, υπόκειμαι,
ύπερβάΧΧω : to remain in, εμμένω,
ενδιατρίβω : to remain near, παρα-
μένω : to remain behind, υπομένω
Remainder, περίΧειμμα, n. το κατά-
Χοιπον, το λοιπόν, Χείψανον, η.
Remaining, μονή, f. διαμονή, /. κατά-
μονή, /.
Remaining, λοιπδ*, κατάλοιπος, επί-
λοιπος, υπόλοιπος \κατατγν^νώσκω
Remark, ν. αισθάνομαι, κατανοέω,
Remarkable, επίσημος, επιφανής,
επίδηλος, aξιόλoyoς, δόκιμος
Remarkably, adv. δοκίμως, έπιφανως*
άξιoλόyως
Remediable, Ιατος, Ιάσιμος
Remedy, &κος, η. άκεσμα, η. ϊασις, f.
ϊαμα, η. φάρμακον, η. αλέξημα, η.
μήχος, η.
Remedy, ν. ακέομαι, εξακέομαι, Ιάομαι
Remember, V. μιμνήσκομαι, μνημο-
νεύω, αναμιμνήσκομαι, επιμιμνήσκο-
μαι, διαμνημονεύω, έννοέομαι, σώζω,
BEM
διασώζω : to be remembered,
μνημονευτος, άνάμνηστος : easy to
remember, ευμνημόνευτος, eb μνή-
μων : hard to remember, δυσμνη-
μόνευτος : to be always remem-
bered, αείμνηστος [μνημόνευμα, n.
Remembrance, μνήμη,/, άνάμνησις, /.
Remind, v. μιμνήσκω, ύπομιμνήσκω,
άναμιμνήσκω, επ άναμιμνήσκω, δια-
μνημονεύω
Reminding, ύπόμν^σις, /
Reminiscence, ανάμνηση, /.
Remiss, ενδεής, απρόθυμος, αμβλύς,
άρρωστος, αμελής [ins, /.
Remission, άνεσις, /. άφεσις,/. διάλυ-
Remissly, adv. εκλελυμενως, άπροθύ-
μως, άμελώς
Remissness, αρρώστια, / αμέλεια, /.
Remit, V. άφίημι, άνίημι, άφαιρεω
Remnant, λείψανον, η. λεϊμμα, η.
υπόλειμμα, η. [καινόω
Remodel, ν. μεταποιεω, μεταρρυθμίζω,
Remonstrance, αϊτία,/. διαμαρτυρία,/.
άπόδειξις, /.
Remonstrate, ν. διαμαρτυρεω, άποδείκ-
νυμι, ελεηχω
Remorse, οίκτος, m. λύπη, / άχθος, η.
αδημονία,/. [δήε, αυθάδης
Remorseless, ανοικτός, άνελεής, άναι-
Remorselessly, adv. άκηδεστως
Remote, μάκρος, τηλουρος, έσχατος
Remoteness, άπόστασις, /.
Removable, περιαιρετος, μετακινητος,
μετακινητεος
Removal, κίνησις, /. μετακίνησις, /.
άναίρεσις, /.; intrans. άνάστασις, /.
μετάστασις, /. άπaλλayή, /. περιαί-
ρεσις, /. (from a house) διοίκισις, /.
Remove, V. άναιρεω, εκφέρω, μεταφέρω,
άνίστημι, μεθίστημι, άφίστημι, απαλ-
λάσσω, κινεω, μετακινεω, άνατίθημι,
εξοικίζω, μεθίημι; intrans. μετανί-
σταμαι : to remove privily, ύπεκτί-
θημι, ύπεξαιρεω, ύπεκκομίζω, υπεξά-γω
Remunerate, ν. αμείβομαι, άντιδωρε•
Remuneration, αμοιβή, /. [ομαι
Rencounter, συμβολή, /. σύνοδος, /.
Rend, ν. ρή^νυμι, καταρρή-γνυμι, κατ-
ερείκομαι, διασπάω, διασπαράσσω
Render, ν. άποδίδωμι, άνταποδίδωμι,
άναδίδωμι; (make) παρέχομαι, εκ-
πράσσω
Renegade, αποστάτης, m.
Renew, ν. άνανεόομαι, επανανεόομαι,
ανανεάζω, ανακαινίζω, νεόω, καινο-
ποιεω
Renewal, άνανεωσις, /. ανακαίνισα, /.
Rennet, πυετία, /. τάμισος, /.
503
REP
Renovate, ν. άνανεόομαι, καιν'ιζω, και-
νοποιεω, νεόω [/. νεόχμωσις, /.
Renovation, άνανεωσις, /. άνακαίνισις,
Renounce, ν. άπεΐπον, απορρίπτω,
αποκηρύσσω, αποβάλλω, εξανίσταμαι
Renown, κλέος, η. φήμη, /. δόξα, /.
ευδοξία, /.
Renowned, κλυτος, εύκλεής, ένδοξος,
εϋδοξος, φαίδιμος
Rent, (tear) λακίς, /. λάκισμα, οι.
σπάραγμα, η. (fissure) ρή-γμα, η.
(hire) φορά, /. άποφορά, /. τέλος, η.
μίσθωσις, /. (of a house) το ενοίκων
Renunciation, άπόβρησις, /. άποκή-
ρυξις, /.
Repair, or Repairs, επισκευή, /.
Repair, ν. επισκευάζω, ανασκευάζω,
άκεομαι, αναλαμβάνω, άνορθόω, άν~
ιάομαι
Repairer, επισκευαστής, m. άνασκευ-
Reparable, Ιάσιμος, Ιατος [αστής, m.
Reparation, άνάληψις, /.
Repast, δειπνον, n.
Repay, ν. αποδίδω μι, άνταποδίδωμι,
άντιδίδωμι, άποτίνω, αμείβομαι
Repayment, άμειψις, / άνταπόδοσις,
/ αμοιβή, /. [κατάλυσις, /.
Repeal, άκύρωσις, /. άποκύρωσις, /.
Repeal, ν. λύω, καταλύω, άποχειροτο-
νεω, άναιρεω, καθαιρεω, άκυρόω, &κυ-
ρον ποιεω, μετα^ι-γνώσκω, άφαιρε-
ομαι
Repeat, ν. επαναλαμβάνω, παλιλλο-
7«υ, διλο~γεω, άναπολεω, επαναπο-
λεω, αναστρέφω, επανέρχομαι
Repeatedly, adv. πολλάκις
Repeating, παλίλλο -yos
Repel, ν. άπωθεω, παρωθεω, διωθεω,
εΧρΎω, ανακρούω, άντιτυπεω, ερύκω,
άπερύκω, άλεξω
Repelled, άντίτυπος
Repelling, άντίτυπος, άντιτυπής
Repent, ν. μετανοεω, μετα•γ^νώσκω,
μεταμελομαι ; impers. μεταμελει
(οτι) [/. μετά^νοια, /.
Repentance, μετάνοια, /. μεταμέλεια,
Repentant, μεταμελητικος
Repercussion, άντιτυπία, /.
Repetition, παλιλλο-γία, /. διλoyίa, /.
δ ιπλασ ιολογία, / επιδιή-γησις, /.
Repine, ν. 'γογγύζω, &χθομαι, μεμψι-
μοιρεω
Replace, ν. άντιπαρεχω, ύφίστημι
Replant, ν. άναφυτεύω
Replenish, ν. άναπληρόω
Replete, μεστός, άνάμεστος, πλήρης
Repletion, πληθώρη, /. πλήρωσις, /.
Reply, άποκρισις, /. αμοιβή, /.
REP
Reply, v. αμείβομαι, απαμείβομαι 9
ύπολαμβάνω, αποκρίνομαι, άντεϊπον
Report, φήμη, /• ακοή, f. κληδων, f.
λόγος, m. (pans, f. : false report,
ψευδαγγελία, f. : good report, ευ-
δοξία, f. : of good report, ένδοξος,
εΰδοξος
Report, V. αγγελλω, απαγγέλλω, δι-
αγγελλω, εϊσαγγελλω, αναγγέλλω,
αναφέρω, απόφημι : to be reported,
διαθρυλλεομαι, άποφερομαι
Reporter, άγγελος, m.
Repose, ανάπαυσις, f. άν^'ς, f.
Repose, v. τίθημι, καθίστημι ; intrans.
(to rest) αναπαύομαι, ησυχάζω : to
repose trust in, πιστεύω επί
Repository, θήκη,/, αποθήκη,/.
Repossess, V. άνακτάομαι [μέμφομαι
Reprehend, v. αϊτιάομαι, επιτιμάω,
Reprehensible, επ'ιμεμπτος, μωμητος,
ελεγκτος, επαίτιος [/. επιτίμησα, f.
Reprehension, μεμφις, f. κατάμεμφις,
Represent, v. (exhibit, describe) απ ει-
κάζω, αποδείκνυμι, άποφαίνω, διηγε-
ομαι, ποιεω ; (make like, portray,
imitate) εϊκάζω, μιμεομαι, παραδείκ-
νυμι ; (as a representative) παρέχο-
μαι
Representation, (description) από-
δειξις, /. διηγησις, /. (imitation,
portraiture) μίμησις, f. απεικασία,
f. απείκασμα, n.
Repress, ν. πιέζω, καταπιέζω, κατέχω,
κατείργω, δαμάω, καταστέλλω
Repressing, επισχετικος
Repression, καταπίεσις, /. πίεσις, /.
Reprieve, ν. άι/α/3άλλω [κατοχή, f.
Reprimand, αϊτία, f. επιτίμησις, f.
μομφή, f. δμοκλη, f. [ψέγω
Reprimand, ν. νουθετεω, μέμφομαι,
Reproach, λοιδορία, f. λοιδόρησα, f.
όνειδος, n. έλεγχος, n. δμοκλη, f.
Reproach, v. όνειδίζω, εξονειδίζω, επι-
πλησσω, επιτιμάω, ελέγχω
Reproachful, δνείδειος, επονειδιστος,
όνειδιστικος, λοίδορος, κερτόμιος
Reprobate, πανούργο?, αδόκιμος
Reprobate, V. αποδοκιμάζω, μέμφομαι,
Ψ 6 7 ω [σία, f.
Reprobation, φόγος, m. αποδοκιμα-
Reproduce, ν. αναφύω, αναγεννάω
Reproduction, ανάφυσις, f.
Reproof, μομφή, f. επιτίμησις, f.
δμοκλη, f. ενιπη, f. [φομαι, ενίπτω
Reprove, ν. ελέγχω, επιτιμάω, μεμ-
Reptile, ερπετον, ^ΕοΙ. ορπετον, η.
Republic, πολιτεία, f. δημοκρατία, f.
Republican, δημοκρατικός
504
RES
Repudiate, ν. αποβάλλω, άφίσταμαι,
αποπέμπω, απωθεω
Repudiation, αποδοκιμασία, /.
Repugnance, εναντίωμα, η. άντίταξις,
f. αντίτασις, f.
Repugnant, ενάντιος, άπειθης
Repugnantly, adv. εναντίως
Repulse, εκκρουσις, f. παλίωξις, f.
Repulse, ν. αποκρούω, εκκρούω, απ-
ελαύνω, ώθεω, απαθεω, άλεξομαι, εκ-
κόπτω, απομάχομαι [ένδοξος, κάλος
Reputable, εύφημος, ευφημιος, εύκλεης,
Reputably, adv. εύφημως, εύκλεώς
Reputation, Repute, δόξα, f. φήμη, /.
φάτις, /. όνομα, n. : good reputa-
tion, ευδοξία, f. ευδοκίμησις, /. : to
have a good reputation, be in
repute, ευδοξεω, εύδοκιμεω, τιμά-
ομαι : bad reputation, δύσκλεια, f.
Request, αίτημα, n. αίτησις, f.
Request, V. αϊτεω, ερωτάω [καλεω
Require, v. άπαιτεω, εξαιτεω, πάρα-
Requisite, αναγκαίος, επιτήδειος
Requital, αμοιβή, f. ανταπόδοσις, f.
εκτισις, f. άντίδοσις, f.
Requite, ν. άνταποδίδωμι, αμείβομαι,
ανταμείβομαι, τίνω, εκτίνω, αμύνω,
αντιποιεω, αντιδράω, άλεξομαι : to
requite a benefit, άντευποιέω, άντ-
εύεργετεω
Requiting, άμειψις, f. ανταπόδοσις, f.
Requiting, ανταποδοτικός
Rereward, οπισθοφυλάκων, n.
Rescind, v. καθαιρεω, άναιρεω, άπογιγ-
νώσκω, άθετεω
Rescue, ν. σώζω, ρύομαι, ύπεξερύομαι
Research, εξετασις, f. έρευνα, f.
Resemblance, δμοιότης, f.
Resemble, ν. εικάζομαι, εοικα, είδομαί
Resent, ν. δυσφορεω, δυσφόρως άγω
or εχω, δυσχεραίνω
Resentful, επίκοτος, οργίλος, αγανακ-
Resentment, οργή, f. [τητικος
Reserve, ν. αποτίθημι, καταλείπομαι,
ανατ'ιθημι, ταμιεύω
Reserved, κρυψίνοος, στεγανός
Reside, ν. οικεω, αύλίζομαι, ναίω
Residence, οΧκησις, /. οίκημα, η. ενοί-
κησις, f.
Resident, οϊκήτωρ, m. οϊκητης, m.
Resident, ένοικος [υπόλειμμα, n.
Residue, περίλειμμα, n. Tb λοιπόν,
Resign, v. παραδίδωμι, μεθίημι, άφίημι,
Resignation, παράδοσις, f. [εξόμνυμι
Resin, ρητίνη, f.
Resinous, ρητινώδης
Resist, v. εναντιόομαι, ανθίσταμαι,
άνταίρω <ϋ ανταίρομαι, αντιτυπεω,
RES
αντιτείνω, αντέχω, ανταγωνίζομαι,
διαμάχομαι [/. αντιτυπία, /.
Resistance, αντίσταση, f εναντιότης,
Resistible, μαχητός, υποστατός
Resisting, άντιτυπης, αντίτυπος
Resistless, ανυπόστατος
Resolve, βουλή, /. {decree) δόγμα, η.
Resolve, v. (determine) διανοεομαι,
βούλομαι, μητιάομαι, ψηφίζομαι ;
(analyse) αναλύω, διαλύω, ανα-
πτύσσω [-γνωμών
Resolute, τολμηρός, Ισχυρός, Ισχυρό-
Resolutely, adv. Ιθυς, τολμηρώς
Resoluteness, βεβαιότης, f αταραξία,
f. τόλμη, /. Ισχυρο'γνωμοσύνη, f
Resolution, βουλή, f βεβαιότης, /.
(decree) day μα, n. ψήφισμα, n.
Resonant, αντίτυπος
Resort, ν. φυιτάω
Resound, v. αντηχεω, κατηχεω, επ-
ηχεω, κτυπάω, επικτυπέω, Ιάχω
Resounding, ηχηεις, αντίτυπος
Resource, αποστροφή, f.
Respect, αϊδως, f. εντροπη, f. τιμή, f.
προμήθεια, /. : to pay respect to,
εν προμηθία εχω, απονέμω τιμήν : in
every respect, πάντη, πανταχη, παν-
ταχώς : in respect of, περί, προς
Respect, ν. αϊσ χύνομαι, αιδεομαι, κατ-
αιδεομαι, ύπαιδεομαι, ταρβεω, άλεγω,
τιμάω
Respectable, έντιμος, ευσχήμων
Respectably, adv. εύσχημόνως
Respectful, αίδοΊος, αίδημων
Respectfully, adv. αιδοίως, αιδημόνως
Respiration, ανάπνευσις, /. αναπνοή,/.
Respire, ν. ά^απϊ /eco
Respite, αναφορά, /. άνάπαυσις, f. ανά•
πνευσις, /. διάπαυμα, η. παύλα, f.
ανάπαυλα, f.
Resplendence, λαμπρότης, f. αυγή,/.
αϊγλη, f. [vbs> άγλαο?
Resplendent, λάμπρος, φαεινός, φαεν-
Respond, ν. αμείβομαι, απαμείβομαι,
αποκρίνομαι, άντεΐπον
Response, απόκρισις, /. αμοιβή, f.
ύπόληψις, f. (of an oracle) χρησ-
μός, m. [υπαίτιος
Responsible, υπεύθυνος, υπόλογο*,
Responsive, αντίψαλμος, άντίφωνος
Rest, ησυχία, f. παύλα, f. ανάπαυλα, f.
ανάπαυσις, f. διάπαυμα, n. σχολή, f.
ί,ναψυχη, f. ανάπνευσις, f. ραστώνη,
f. : rest from, κατάπαυμα, n.
Rest, the, λοιπός, επίλοιπος, άλλος
Rest, v. intrans. παύομαι, αναπαύομαι,
διαπαύομαι, ησυχάζω, λωφάω, ελινύω;
(as from toil) ανέχω, σχολάζω ; act.
505
RET
παύω, αναπαύω, καταπαύω, αναψύχω
to rest or lean upon, επικλίνομαι,
ε~γκλίνομαι
Resting, κατάπαυσις, f.
Resting-place, εκτροπή,/ κατα-γώ^ιον^
n. καταγωγή, /. κατάλυσις, f.
Restitution, άποκατάστασις, f. άπόδο-
Restive, υβριστής [(Τις, f.
Restiveness, ύβρις, f. αύθάδεια, ~f.
Restless, ακοίμητος, ακατάστατος,
άϊδρυτος, ά-γρυπνος
Restlessly, adv. άκαταστάτως
Restoration, άποκατάστασις, f. άπυ-
δοσις, f άνακαίνισις, f. άϊ/αγωγ//, J.
Restorative, αποκαταστατικος, άνα-
ληπτικος, περιεστικος
Restore, v. (to give back) αποδίδωμι,
άναδίδωμι, αποφέρω ; (set to rights)
άνορθόω, άνίστημι. 'ίστημι ορθόν,
αναφέρω; (to their country) κατάγω,
άι/άγω, κατοικίζω, άποναίω
Restored, ανάδοτος
Restorer, αποδοτηρ, m.
Restrain, ν. 6Ϊργω, άνείρΎω, απείρΎω,
εχω ώ Ίσχω, κατέχω ώ κατίσχω,
άνεχω, επέχω ώ επίσχω, κρατεω.
παρακατεχω, αναστέλλω, κωλύω,
καταστέλλω, ερητύω
Restraint, κώλυσις. f. κάθειρξις, f. επο-
χη,/ : without restraint, άνειμενος,
adv. άνζιμενως
Restrict, ν. κατακλείω, συστέλλω,
καταστέλλω, κατέχω, καθείργω
Restriction, ορισμός, m. ορός, m.
καταστολή, f. κάθεξις, /. κάθειρξις,/
Result, το αποβάν, το εκβάν, τα άπο-
βαίνοντα, πράξις, f. διέξοδος, f ακο-
λουθία, /. [μα -L, ύποτέλλομαι
Result, ν. αποβαίνω, εκβαίνω, τελλο-
Resulting, ακόλουθος
Resume, ν. αναλαμβάνω
Resumption, ανάληψις, /.
Resurrection, ανάστασης,/. ε^ερσις,/.
Resuscitate, ν. άναβ,,ώσκομαι, αναβιό-
ομαι, eyeipco
Retail, V. καπηλεοω, παλιγκαπηλεύω
Retailer, παλΐ"γκάπηλος, m. προπώλης,
m. καπηλεντης, ν?ι. παντοπώλης, m.
Retain, ν. κατέχω, φυλάσσω
Retake, ν. αναλαμβάνω [άντιποιεω
Retaliate, ν. ανταμείβομαι, αντιδράω,
Retaliation, αμοιβή, /. άι/ταπόδοσί^, /.
Retard, ν. βραδύνω, εμποδίζω, πεδάω,
επέχω
Retention, κατοχή, /. κάθεξις, f.
Retentive, κάτοχος [οπαδοί, rn.pl.
Retinue, παραπομπή, f. ακολουθία, f
Retire, ν. άναχωρεω, παραχωρέω, χω*
τ 5
RET
ρέω, μεταχωρέω, μεθίσταμαι, αφ-
ίσταμαι, υπ εξέρχομαι, inre^ayw, υπ-
άγω, εϊκω, χάζομαι, αποχάζομαι
Retirement, άναχώρησις, /.
Retort, ύπόληψις, /. [ανταμείβομαι
Retort, ν. ύπολαμβάνω, μεταστρέφω,
Retrace, ν. ανατρέχω [αναδύομαι
Retract, ν. ανατίθεμαι, μετατίθεμαι,
Retreat, αναχώρησις^. αποχώρησις, f.
ανάκρουσα, /. απαΎωΎΤ], f ύπα~γω-
γη, f. κατάφευξις, f. ανάδυσις, f.
Retreat, ν. αναχωρέω, άποχωρέω, επ-
αναχωρέω, άναχάζομαι, ανατρέχω,
υ-ποφεύ'γω, &πειμι, ανάγω, ανακρού-
ομαι [αποκόπτω
Retrench, ν. συστέλλω, ελασσόω,
Retribution, αντ απ όδοσις, f τίσις, /.
νέμεσις, /. αμοιβή, /.
Retrieve, ν. αναλαμβίνω
Retrieving, ανάληψις, f. [άψοβρος
Retrograde, παλίνορσος, παλίσσυτος,
Return, κάθοδος, /. έφοδος,/, επάνο-
δος, /. αναχώρησα, f. έπαναχώρη-
σις, f. νόστος, m. κομιδη, f. απο-
κομιδή, f. *παναΊωγή, /. αφιξις, f
(restitution) απόδοσις, /. : in return
for, αντί
Return, ν. κατέρχομαι, επανέρχομαι,
νοστέω, &νειμι, κάτ€ΐμι, &πειμι,
επάνειμι, αναχωρέω, επαναχωρεω,
υποστρέφω, μεταστρέφομαι, ανα-
στρέφω, κομίζομαι, ανακομίζομαι ;
(give hack) αναδίδωμι, αποδίδωμι ;
(requite) αμείβομαι, άνταποδίδωμι :
to return from, άποχωρέω, άπονοσ-
τέω, αποκομίζομαι, αποτρέπομαι
Returning, παλίντροπος, υπότροπος,
άψοβρος, νόστιμος, παλίνορσος, παλίσ-
συτος ; adv. ύποτροπάδην, &ψοβρον
Reveal, ν. ανακαλύπτω, αποκαλύπτω,
έκκαλύπτω, διακαλύπτω, έκφαίνω,
άποφαίνω, μηνύω, αναπτύσσω
Revel, κώμος, m. θίασος, m. βάκχευ-
σις, f. [θιασεύω
Revel, ν. κωμάζω, παροινέω, βακχεύω,
Revelation, ανακάλυψις,/. αποκάλυψις,
f φανερωσις, f
Reveller, κωμαστης, m. θιασώτης, m.
Revelry, κώμος, m. [τιμώρημα, n.
Revenge, τιμωρία, f. έκδίκησις, f.
Revenge, v. τιμωρέομαι, αντιτιμωρέ-
ομαι, τίνομαι, αμύνομαι, εκδικέω
Revengeful, μνησίκακος, εικότος, τι-
μωρητικος
Revenger, τιμωρός, m. τιμωρητης, m.
εκδικος, m. αμύντωρ, m.
Revenue, πρόσοδος, f. πόρος, m. τέλος,
7ΐ. λήμμα, η. λήψις, f. τά προσιόντα
506
REV
Reverberate, ν. άντιτυπεω
Reverberation, αντιτυπία, f.
Revere, v. σέβομαι, σεβίζω, αίδομαι
<& αϊδέομαι, καταιδέομαι, επαιδέομαι
Reverence, αϊδώς, /. σέβας, η. θερα-
πεία, /. [βίζω, θεραπεύω, αϊσχύνομαι
Reverence, ν. αϊδέομαι, σέβομαι, σε-
Reverencer, θεραπευτής, m.
Reverend, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμ-
νός, αϊδοΐος, ιεροπρεπής [μων
Reverent, Reverential, αίδοΊος, αΐδή-
Reverentially, Reverently, adv. αϊδη-
μόνως
Reversal, αθέτησις, f. ακύρωσις, f.
Reverse, (of fortune) περιπέτεια, f.
Reverse, ενάντιος [μετατροπία, f.
Reverse, *'. εκτρέπω, περιτρέπω, μετα-
τρέπω, αναστρέφω ; (repeal) a^ereo?,
άκυρόω
Reveisely, adv. αναστρόφως
Reversion, περιτροπή, f. ανάστροφη, f.
Revert, v. επανέρχομαι, παλινδρομέω
Review, έξέτασις, f. [θεωρέω, εξετάζω
Review, v. επισκοπέω, ανασκοπέω,
Revile, v. λοιδορέω, διαλοιδορέυμαι,
προπηλακίζω, διασύρω, κακοβροθέω
Reviling, λοιδορία, f λοιδόρησις, /.
Reviling, λοίδορος
Revise, ν. επανορθόω, επισκοπέω
Revisit, ν. επαναθεάομαι
Revive, ν. αναβιόω, αναπνέω, έξανα-
πνέω, αναψύχομαι, άναβιώσκομαι,
αναζάω, αναζωπυρέω
Revification, αναβίωσις, /.
Revivify, ι>. αναβιόω, αναζωπυρέω
Revoke, ν. ανακαλέω, αθετέω, ακυρόω,
άκυρον ποιέω
Revolt, απόστασις, f έπανάστασις, f.
Revolt, ν, αφίσταμαι, μεθίσταμαι,
δι'ί'σταμαι, στασιάζω, άποστατέω : to
join in revolting, συναφίσταμαι,
συνεπανίσταμαι : to revolt against,
έπανίσταμαι : to cause to revolt,
αφίστημι, μεθίστημι
Revolter, αποστάτης, m.
Revolve, v. κυκλέω, ανακυκλέω, στρέ-
φομαι, στρέφω, ελίσσω, περ^ομαι,
αναστρέφω
Revoh T ing, κυκλα,ς, είλόμενος, κυλιν-
δόμενος, περιφερόμενος
Revolution, Revolving) περίοδος, f.
περιδρομη, f. διέξοδος, f. περιφορά, f.
κύκλος, m. ανακύκλησις^. έπανακύ-
κλησις, /. στροφή, f περιστροφή, f.
πεpιayωyη, f. (change in a state)
μετάστασις, f. μεταβολή, f. ανακύ-
κλωσις, f. κίνησις, f.
Revolutionise, v. νεωτερίζω
REW
Reward, μισθός, in. άθλοι/, η. τιμή, f.
αμοιβή, f. ποινή, f. άνταπόδοσις, f.
Reward, V. αμείβομαι, άνταποδίδωμι,
Rhapsody, Ραψωδία, f. [τιμάω
Rhetoric, η ρητορική, ρητορεία, f.
Rhetorical, ρητορικός
Rhetorically, adv. ρητορικώς
Rhetorician, ρητωρ, m. : to be a rhe-
torician, ρητορεύω
Rheum, βευμα, n. κατάρροος, rn.
Rheumatic, ρευματικός, ρευματώδης
Rheumatism, ρευματισμός, m.
Rhinoceros, ρινόκερως, m.
Rhodes, 'Ρόδο*, /.
Rhomb, ρόμβος, m.
Rhubarb, pa, n.
Rhyme, ρυθμός, m.
Rhythm, βυθμός, m.
Rhythmical, ρυθμικός, εύρυθμος : not
rhythmical, άρρυθμος
Rhythmically, adv. εύρύθμως : not
rhythmically, άρρύθμως
Rib, πλευρά, f. πλευρον, n. : rib of
beef, σχελϊς, f.
Ribald, ευτράπελος : to jeer with
ribald jests, πομπεύω
Ribaldry, ευτραπελία, f. πομπεία, f.
βωμολοχεύματα, n. pi.
Riband, ταινία,/.
Rice, όρυζα, f.
Rich, πλούσιος, άφνειός, άφνεός, παχύς,
βαθύς, πολύχρυσος, όλβιος, εύπορος,
πολυχρηματος, πολυκτημων, πολύ-
κληρος, πολυκτεανος, άφθονος, πόρι-
μος, πίων, λιπαρός : very rich,
ύπερπλουτος, ύπερπλούσιος, ζάπλου-
τος, εΰολβος : to be rich, πλουτεω :
to be very rich, ύπερπλουτεω
Riches, πλούτος, m. χρ-ήματα, n. pi.
όλβος, m. εύπορία, f άφενος, n.
Richly, adv. πλουσίως, εύ, άφθόνως
Rid, V. άφίημι, μεθίημι, απαλλάσσω ώ
-ομαι, αποπέμπομαι, κατατίθεμαι,
εξορίζω, εκκαθαίρω : easy to get rid
of, εύαπάλλακτος
Riddance, άπaλλayη, f. άπάλλαξις, -f.
άπόλυσις, f. άφεσις, f.
Riddle, αίνι-γμα, n. [ματώδης
Riddling, αινικτός, αϊνικτηριος, alviy-
Riddlingly, adv. αϊνικτηρίως, alviy μα-
τώδως : to speak riddlingly, αινίσ-
σομαι
Ride, v. ιππεύω, ιππάζομαι, ιππηλατεω,
ελαύνω : to ride on, εποχεομαι : to
ride towards or up to, προσιππεύω,
προσελαύνω : to ride round, 7rept-
ϊππεύω, περιελαύνω : to ride away,
άφιππεύω, άπελαύνω : to ride
£07
RIL
through, διελαύνω : to ride by
παριππεύω, παρελαύνω : to ride up
ύπελαύνω
Rider, ιππευς, m. ιππότης, m. Ιππευ-
της, m. αναβάτης, m. επιβάτης, m.
Ridge, λόφος, πι. λοφία, f. δειράς, f.
Ridicule, κaτάyελως, m.
Ridicule, v. yελάω, κaτayελάω, χλευά-
ζω, άποσκώπτω
Ridiculous, yελo7oς, κaτayελaστoς,
κaτayελάσιμoς : very ridiculous,
ύπερyέλoιoς, ύπερκaτayελaστoς
Ridiculously, adv. yελoίως, κaτayε•
λάστως
Riding, Ιππεία, f. ιππασία, f. οχησις,
f. ελασις, f. ελασία, f. : fit for
riding, (of a horse) Ιππαστης, ΐπ-
παστός; (of a country) Ίππάσιμος,
Ιππηλάσιος, ευτ]λατος : skilful in
riding, ιππικός
Rifle, v. διαρπάζω, συλάω, σκυλεύω
Rift, φάρayξ, f. σχίσμα, n. άyμός, m.
χάσμα, n.
Rift, V. σχίζω, διαβρ^νυμι, διαρραχίζω
Rigging, όπλα, n. pi. άρμενα, n. pi.
τεύχεα, n. pi.
Right, δίκη, f. θεμϊς, f. το δέον
Right, ορθός, δίκαιος, άξιος, άρτιος,
προσήκων, ώραΐος, θεμιστος ; (right
side) δεξιός, δεξίτερος : on the
right, to the right, δεξιός, επιδέξιος,
ενδεξιος ; adv. εν δεξιά, επιδέξια, εν-
δεξια, επιδέξια χειρός : to set right,
όρθόω, κατορθόω, εύθύνω, κατευθύνω '.
to be right, κρατεω, κυρεω, ορθόομαι :
it is right, χρη, οφείλει, δε?: to
think right, άξιόω, δικαιόω
Righteous, δίκαιος, ευσεβής, χρηστός,
θεμιστός
Righteously, adv. δικαίως, ενδίκως
Righteousness, δικαιοσύνη, f
Right-hand, δ€|ίά. /. δεξιά χε\ρ, f. : on
the right-hand, δεξιός, επιδέξιος;
adv. εν δεξιά, επιδέξια χειρός
Rightly, adv. ορθώς, δικαίως, άξίως,
ευ, κατ αΊσαν
Rigid, στερεός, στερρός, σκληρός,
δεινός, άκαμπτος, αυστηρός, πικρός
Rigidity, στερεότης, f σκληρότης, f
ακαμψία, f αύστηρότης, /. πικρία, f.
πικρότης. f [τηρώς
Rigidly, adv. στερρώς, σκληρώς, αύσ-
Rigorous, σκληρός, στερρός, πικρός,
χαλεπός [πικρώς, αυστηρώς
Rigorously, adv. σκληρώς, στερρώς.
Rigour, σκληρότης, f. πικρότης ί f.
στερρότης, f αύστηρότης, /.
Rill, ρεΊθρον, η. λιβάς,/.
RIM
Rim, χεΤλος, n. irvs, /.
Rind, φλοιός, m. λεπϊς, f. λέπισμα, η.
Ring, κρίκος ώ κίρκος, m. (for the
finger) δακτύλιος, m.
Ring, v. {in intrans. sense) αραβέω,
7)χέω, καναχέω, καναχίζω, κοναβέω,
κομπέω; (in act. sense) κωδωνίζω,
ανακωδωνίζω, κρούω
Ring-dove, φάσσα, Att. φάττα, f.
Ringing (sound), καναχη, f. κόμπος,
m. -ήχος, n. [m.
Ringleader, εξηγητές, m. στασίαρχος,
Ringlet, έλιγμα, n. βόστρυχος, m.
πλόκαμος, m. υστλιγξ, m.
Riot, θόρυβος, m. ταραχή,/, τύρβη, f.
στάσις, f. [tious) μάργος, ασελγή
Riotous, ταραχώδης, θορυβώδης ; (licen-
Riotously, adv. τεθορυβημένως
Rip, v. σχάζω, άνασπαράσσω, παρα-
σχίζω, οιαφύσσω
Ripe, πίπων, πέπειρος, ωραίος, αδρός,
ακμαίος : to be ripe, ακμάζω, πε-
παίνομαι
Ripen, ν. πεπαίνω, αδρύνω [της, f.
Ripeness, ακμή, f. ώραιότης, f. αδρό-
Ripening, πέπανσις, f. εκπεψις, f.
Ripening, πεπαντικος
Ripple, φρϊζ, f. φρίκη, f. βέλασμα, n.
Rise, V. ανίσταμαι, ύπανίσταμαι, επ-
ανίσταμαι, έξανίσταμαι, άζ/ατβλλω,
ορνυμαι, αναδύομαι, άνορούω, ανέχω
[ <& ανίσχω, ανέρχομαι, εγείρομαι ; (to
grow or spring up) βλαστάνω,
άναβλαστάνω : to rise out of,
ij -ανίημι, ύπεζαναβαίνω : to rise
above, υπερέχω : to rise against,
επ ανίσταμαι
Risible, γελάσιμος, γελοίος
Rising, επιτολη, f. ύπανάστασις, f.
επάνοδος, f. (of the sun) ανατολή, f.
ανάσχεσις, f. (of waters) πλησμη, f.
Rising, (sedition) στάσις,/.
Risk, κίνδυνος, m. κινδύνευμα, ou : at
one's own risk, επικινδύνως
Risk, V. κινδυνεύω, αποκινδυνεύω, επι-
κινδυνεύω, διακινδυνεύω, κυβεύω,
αναρρ'ιπτω, κίνδυνον αναβάλλω
Risking, αποκινδύνευσις, /. παρακιν-
δύνευσα, /.
Rite, θεσμbς, m. (a sacred rite) δσία,
f. όργια, n. pi. τελετάι, f. pi. : to
celebrate sacred rites, οργιάζω
Rival, ανταγωνιστής, m. ζηλωτής, m.
αντίπαλος, m. παλαιστής, m. αγωνισ-
τής, m. : rival in love, αντεραστης,
m. : the rival party, rb άντίπαλον
Rival, v. ζηλόω, φιλονεικέω, ανταγωνί-
ζομαι, ανθαμιλλάομαι
508
ROB
Rivalling, ενάμιλλος, εφάμιλλος; adv.
εναμίλλως
Rivalry, ζήλος, m. ζηλοτυπία, f. ερις,
f. αγωνισμος, m. φιλονεικία, f. φιλο-
τιμία, f. σπουδή, f. : in a spirit of
rivalry, φιλονείκως [ρώγας
Riven, σχιστός, διαρρωξ, έκπιεστος,
River, ποταμός, m. ρέεθρον, n. ρεΊθρον,
n. ρεύμα, τι. ρόος, m. ρέος, n. πόρος,
m. : of a river, ποτάμιος, ποταμη1:ς :
to a river, ποταμόνδε : near a river,
παραποτάμιος
Rivet, πάσσαλος, m. γόμφος, m.
Rivet, v. προσπασσαλεύω [νος, m.
Rivulet, ύδάτιον, n. οχετός, m. κρου-
Roach, βάτις,/
Road, δδος, f. δίοδος, f. κέλευθος,/.
κελευθα, n. pi. οίμη, f. οΊμος, m.
πόρος, m. τριμμος, m. : carriage-
road, αμαξιτός, f. : good road,
ημέρα δδος, f. : road to, είσοδος, f. :
road by, πάροδος, f. : of or on the
road, 'όδιος, ενόδιος: to make a
road, δδοποιέω
Roadstead, επιωγαΧ, f. pi.
Roam, v. διαφοιτάω, ηλάσκω, πλανά'
ομαι, αλάομαι : to roam through,
δίειμι
Roamer, πλανήτης, m. [βασμος, m.
Roaming, ρεμβίη, f. ρέμβος, m. ρεμ-
Roaming, ρεμβώδης, ρεμβος
Roar, βρυχη, f. βρύχημα, n. βρόμος,
in. ορυμαγδός, m. στόνος, m. δοΰπος,
m. πάταγος, m. φύσημα, n.
Roar, v. βρέμω, βρύχω, βρυχάομαι,
εκβρυχάομαι, αναβρυχάομαι, μυκά-
ομαι, επιβρέμω : to roar like the
sea, or a wounded man, ίάχω,
βοάω, μορμύρω, αναμορμύρω, στένω,
αϋω, πατα'γέω ; (as the wind) ηπύω,
μυκάομαι : to roar against (as the
sea against a rock) προσερεύ'γομαι,
σμαρα"γέω
Roaring, άητάστονος, βαρύκτυποϊ, έρι~
βρύχης, πολύφλοισβος, ρόθιος ; adv.
βρυχηδον
Roast, ν. όπτάω, φρύ•γω, φώζω, σταθεύω
Roasted, όπτος, όπταλέος, σταθευτος,
Roasting, υπτησις, /. [φρυκτος
Rob, V. ληστεύω, ληϊζομαι, συλάω,
απονοσφίζω, λωποδυτέω, λαφυρα"γω-
'γέω
Robber, ληστής, m. αρπαξ, m. λωπο-
δύτης, m. συλ^τειρα, f. : highway
robber, δδουρος, m.
Robbery, ληστεία^, αρπαξ,/ αρπάγη,
f. αρπαγμος, m. λεία, f. κλοπή, f.
κλωπεία, f.
ROB
Robe, πέπλος, ra. πάπλωμα, η. στο-
λή, f. στολίς, f. κόλπος, m. χλαί-
να, f. : robe of state, ξυστίς. f. :
purple robe, αλουργϊς, f πορφυρϊς,
f. : Persiau robe, κάνδυς, ra.
Robust, κρατύς, κρατερός, Ισχυρός,
ρωμαλέος, ακμαίος, εύσθενης
Robustness, σθένος, η. ισχυρότης, f.
ί? σ"Χ^, /■
Rock, πέτρος, in. πάτρα, f σκόπελος,
Μ. λαας, m. σπιλας, f. λέπας, η.
δειράς, f. : sunken rock, χοιρας, f.
'έρμα, η. έρεισμα, η. : hollow rock,
°%*7f•/•
Rock, v. σαλεύω, δονέω, πάλλω
Rocky, πετρώδης, πετραίος, πέτρινος,
κραναος, κραταίλεως
Rod, ράβδος, f νάρθηξ, πι. κανών, ra.
(ppvyavov, n. ραπϊς, f. (scourge)
μάστιξ, f. ράβδος, f (of office) βακ-
τηρία, f. : to beat with a rod, ραβ-
δίζω
Roe, προξ, c. προκας, f. δορξ, f. δορκας,
f. (of a fish) κέ -yxpoi, ra. pi. :
having roe, ώοφόρος
Rogation, δέησις, f. αίτησις, f.
Rogue, πανονρΎος, ra. μαστι^ίας, ra.
τριβών, m. κύφων, m.
Roguery, πονηρία, f. κακία, f. μοχθη-
ρά,/.
Roguish, μοχθηρός, πανου^ος
Roguishly, adv. μοχθηρώς, πανούρ^/ως
Roll, (of bread) κόλλιξ, m. κόλλαβος,
m. κολλύρα, f. (rauster-roll, cata-
logue) κατάλοΎος, m.
Roll, V. κυλίνδω ώ κυλινδέω, διακυλιν-
δέω, ελίσσω ώ είλίσσω, δινέω, άζ/α-
κυκλέω : to roll round, περιελίσσω,
περικυλινδέω, ελύω : to roll to-
gether, συνελίσσω, συΎκυκλέω : to
roll, iutrans. κυλινδέομαι or δομαι :
to roll down, κατακυλίνδομαι : to
roll on. προκυλίνδομαι
Roller, κύλινδρος, πι.
Rolling, ελι*γμος, m. κνλισις, f.
Roinau, 'ΡωμαΊος, 'Ρωμαϊκός
Romance, μύθος, ra. τερατολοΎ'ια, f.
Romancer, μυθολοΎος
Rome, 'Ρω μα, f.
Roof, όροφος, ra. οροφή, f. τέ"/ος, n.
στέητος, n. στέ~γασμα, n. στέγη, f.
Roof, v. ερέφω, στεyάζω, καταστε-γάζω
Roofed, στεγνός, στε-γανος, ύπόστε-
yoς : high-roofed, ύ\\ιόροφος, ύψερε-
φης
Roofless, α.νόροφο$
Rook, κορώνη, f
Room, οίκος, in. οίκημα, n. μέ -yapov, n.
509
ROU
δόμος, m. διαιτητηριον, 'a. \ inner
room, μυχός, ra.
Room, (space) χώρα, f. τόπος, m. :
plenty of room, ευρυχωρία, f.
Roomy, ευρύχωρος
Roost, πέταυρον, n. αύλις, f.
Roost, V. εύνάζομαι, αύλιν εϊσειμι
Root, ρίζα, f. πρεμνον, n. (of a raoun-
taia) πους, ra. θέμεθλα, n. pi. : with-
out roots, άρριζος, άρρίζωτος : by
the roots, (i.e. torn up or destroyed
utterly) πρόρριζος, αύτόπρεμνος ;
adv. πρύβριζον, πρόρριζα, πρέμνοθεν :
from the roots, ρίζηθεν, πρέμνοθεν
Root, v. ριζυομαι, ριζοβολέω : to root
out, εκριζόω, εξαιρέω
Rooting, ρίζωσις, f.
Rope, σχοινίον, n. σχοΊνος, c. σχοινϊς,
f σπάρτον, n. σπάρτη. f. σπάρτων,
n. κάλως, m. τόνος, ra. μηρινθος, f.
πλόκαμος, m. σειρά, f.
Rope-dance, σχοινοβατία, f.
Rope-dancer, σχοινοβάτης, m.
Rope-maker, σχοινοστρόφος, m.
Rope-seller, στυπειοπώλης, m. στύ-
παζ, in. σπαρτοπώλης, ra.
Rose, ρόδον, n. : of roses, ρόδεος,
ροδόεις, ρόδινος
Rose-bed, ροδών, ra. ροδωνιά, f.
Rose-bush, Rose-tree, ροδέα, contr,
ροδή, f ροδωνιά, f.
Rose-coloured, ροδόχροος. ροδόχρως
Rose-garden, ροδωνιά, f. ροδών, ra.
Rosemary, λιβανωτϊς, f.
Rostrum, βήμα, n. λίθος, m.
Rosy, ροδοειδης : rosy-cheek, ροδόμη-
λον, n. : rosy-armed, ροδόπηχυς :
rosy-faced, ροδωπος: rosy-fingered,
ροδοδάκτυλος
Rot, V. σηπω ώ σηπομαι, κατασηπομαι,
πύθομαι, καταπύθομαι
Rotation, ελνγμος, m. περίoδos, f
περιδρομη, f. περιστροφή, f. περι-
ayoyyr], f. : in rotation, iyw^os
Rotatory (motion), (κίνησις) περίτρο-
Rotten, σαπρος, σαθρός \_πος
Rottenness, σαπρότης, f. σαπρία, f.
σηπεδών, f.
Rotund, στρoyyύλoς, σφαιροειδης,
Rotunda, θόλος, f. [σφαφικος
Rotundity, στρoyyυλότης, f.
Rove, v. πλανάομαι, πλάζομαι, αλάομαί
Rover, πλανήτης, m, aA^Tr/s, m.
Rough, τραχύς, σκληρός, δασύς, στυ-
φελος. χαλεπός, στρυφνός
Roughen, ν. τραχύνω
Roughly, adv. τραχέως, χαλεπως ;
(not exactly) φαύλως, παχυλώς
ROU
Roughness, τραχύτης, f. δασύτης, f.
σκληρότης, f.
Round, κύκλος, m.
Round, στρογγυλός, σφαιροείδης, ευ-
κυκλος, κυκλοτερης, κύκλιος, εγ-
κύκλιος, τροχοειδης, εύτρόχαλος,
περιφερής, επιστρόγγυλος, γογγύλος,
περίτροχος, τροχαλος
Round, v. ((make round) τορνόω, τορ-
νεύω, γογγύλλω, γογγυλίζω, στρογ-
γύλλω, στρογγυλαίνω, σφαιρόω : to
go or move round, κυκλέω, κυκλόω,
περιπελομαι : to be round, σφαφό-
ομαι : to be bent round, κυκΧόομαι
Round, prep, άμφϊ, περί : to be or
lie round, περίκειμαι
Round, adv. κύκλω, κύκλοθεν, αμφ\ς
Rounded, σφαιρωτος, σφαιροειδης
Rounding, στρογγύλωσις, f.
Roundish, ύποστρόγγυλος
Roundly, adv. στρογγύλως
Roundness, στρογγυλότης, f. περι-
φέρεια, f.
Rouse, V. εγείρω, ανεγείρω, ορνυμι,
οτρύνω, δρμάω, ανίστημι, κινέω,
εκκινέω, θηγω, ερέθω, ερεθίζω, δρίνω,
•παρορμάω
Rousing, εγερσις, f. παρόρμησις, f.
ότρυντυς, f. οτρυνσις, f.
Rout, φυγή, f. τροπή, f.
Rout, V. σκεδάννυμι, κλίνω, τρέπω els
φυγην, διασπάω
Route, o5bs, /. δίοδος,/.
Routed, διεσπασμένος
Row, στίχος, n. στοίχος, m. χόρος, m. :
in a row, στοιχώδης ; adv. στοιχη-
δον, ενσχέρω : to set in a row,
στοιχίζω : to stand or go in a row,
στοιχέω \υπηρετέω
Row, V. ερέσσω, ελαύνω, κωπηλατέω,
Rower, ερέτης, m. υπηρέτης, m. :
body of rowers, υπηρεσία, f.
Rowing, είρεσία, f. κωπηΧασία, f.
Royal, βασιλικές, βασίλειος, τυραννι-
κός, αρχικός, τύραννος, βασιλη'ϊ'ς :
royal palace, city, or treasury,
βασίΧειον, n.
Royally, adv. βασιλικώς, τυραννικώς
Royalty, τυραννία, f. τυραννϊς, f.
Rub, v. τρίβω, τείρω : rub down,
ψήχω, αποτρίβω : rub away, εκ-
τρίβω, διατρίβω, τείρω : rub out,
εξαλείφω : rub in or on, έντρίβω,
εγχρώννυμι : rub together, συν-
τρίβω : rub against, επιτρίβω, προ σ-
τρίβω ; intrans. προσανατρίβομαι,
προσκνάομαι : rub off, αποτρίβω :
rub gently, ύποτρίρ
510
RUM
Rubbing, τριβή, f. τρίψις, f. : rub-
bing in, εντριψις, f. : rubbing down,
Rubbish, φορυτος, m. χληδος, m.
Ruby, ερυθρός
Rudder, πηδάλιον, n. οίαξ, f. οιηϊον, οι.
Ruddiness, ερυθρότης, f. πυρρότης, f.
Ruddy, επίπυρρος, πυρρός, ερυθρός
Rude, άγριος, Προικός, άμουσος, βάρ-
βαρος, σκαιος, απαίδευτος, αφελής,
άκομψος
Rudely, adv. άγροίκως, άκόμψως, ατάκ-
τως, άμούσως, αφελώς
Rudeness, αγροικία, f. αγριότης, f,
σκαιότης,/. άμουσία, f. άπαιδευσία./.
Rudiment, παίδευμα, n. στοιχείον, n.
εισαγωγή, f.
Rudimental, στοιχειωμάτικος
Rue, πηγανον, n. ρυτη, f. [μετανοέω
Rue, V. μετayιyvώσκω, μεταμελέω,
Ruffian, πανούργος, c. ληστής, m.
Ruffle, v. ταράσσω
Rug, ρηγος, n. ρεγος, n. στρώμα, n.
Rugged, τραχύς, χαλεπός, στυφεΧος,
Ruggedly, adv. τραχέως [κρημνώδης
Ruggedness, τραχύτης,/. χαΧεπότης,/.
Ruin, οΧεθρος, m. φθορά, f. διαφθορά,
f. εξώΧεια, f. Χοηος, m. λύμη, f.
Χύμα, n. &τη,/.
Ruin, Ruiner, Χυμεων, m. Χυμαντηρ, m.
Ruin, V. οΧΧυμι, απόΧΧυμι, διόΧΧυμι,
φθείρω, διαφθείρω, σφάΧΧω, λυμαίνο-
μαι, εξαναΧίσκω : to be ruined,
εβρω, επιτρίβομαι, πίπτω, διαπράσ-
σομαι
Ruined, εξώλης, ολέθριος : utterly
ruined, πανώΧεθρος, πανώλης,
εξώλης \βρ°$ί πανώλης, ατηρος
Ruinous, εξώλης, ολέθριος, πανώλε-
Ruinously, adv. ολεθρίως [ψιμος
Ruins, ερείπια, n. pi. : in ruins, ερεί-
Rule, αρχή, f. δυναστεία, f. κράτος, η.
ηγεμονία, f. (law) θεσμός, πι. (model,
standard) κανών, m. γνώμων, m.
(measure) στάθμη, f. κανών, m. γνω-
μών, m.
Rule, V. άρχω, βασιλεύω, κρατεω,
δεσπόζω, κοιρανέω, άνάσσω, ηγεομαι, '
ηγεμονεύω, προστατεω, δυναστεύω,
άγω
Ruler, άρχων, m. αρχηγός, m. αρχέ-
της, m. δυνάστης, m. ηγεμών, m.
μέδων ώ μεδεων, m. μεδέουσα, f.
κρείων, m. : the rulers, τα τελτ?, οι
εν τέλει, οι τα τέλη έχοντες
Rumble, ν. βορβορύζω, κορκορύζω,
ψοφέω [/. κορκορυγμος, m.
Rumbling, βορβορυγμος, m. κορκορυγη,
RUM
Ruminate, V. μηρυκάομαι, μηρυκάζω,
μηρυκίζω, άναμηρυκάομαι, αναμσ.σάο-
μαι; (in mind) φρονέω, αναπολέω
Rumination, μηρυκισμος, m.
Rummage, ν. διαζητέω
Rumour, φήμη, /. ακοή, /. \6yos, m.
κληδων,/. : to spread a rumour, δια-
σπείρω or διαδίδωμι Koyov, διαφημίζω
Rumour, V. διαφημίζω, θρυλέω
Rump, y\ovrbs, m. πυ^η, /. ορβοπύ-
yiov, n.
Run, δρόμος, m. δράμημα, n.
Run, v. τρέχω, θέω (fut. θεύσομαι),
τροχάζω ; (as a sore) καταστάζω,
ύποστάζω : to run with or together,
συντρέχω, συνθέω, συνδιαθέω, συν-
τροχάζω : to run away, off, or
Out, εκτρέχω, άποτρέχω, άποδι-
δράσκω, έκθέω, δραπετεύω : to run
to or towards, επιτρέχω, ύποτρέχω,
προστρέχω, ειστρέχω, προσθέω, επι~
θέω : to run after, μετατρέχω,
μεταθέω : to run after and catch,
ύποτρέχω : to run through or
over, διατρέχω : to run down,
κατατρέχω, καταθέω : to run
round, περιτρέχω, περιθέω, αμφι-
τρέχω : to run up, ανατρέχω : to
run by, past, near, or beside,
παρατρέχω, παραθέω : to run under,
ύποτρέχω : to run to and fro,
run about, διατρέχω, διαθέω, προ-
φορέομαι : to run a race, διαθέω,
σταδιοδρομέω [δρηστις, /
Runaway, δραπέτης, m. δραπέτη, f.
Runner, δρομεύς, m. : runner of
races, σταδιοδρόμης, m.
Running, δρόμος, m. : running about,
διαδρομή, /, περιδρομη, /. : running
up, ανάδρομη, f.
Running, δρομαΤος, δρομας : running
well, δρομικός, εύτρόχαλος : run-
ning round, περίδρομος: running
about, διάδρομος
Rupture, ρηξις, /.
Rupture, v. ρτ^νυμι, εκρ^νυμι
Rural, ^ρεΐος, α^/ρονόμος
Rush, σχοΊνος, m. δκόσχοινος, m.
δόναξ, m. βούτομον, n. -ος, m. :
bundle of rushes, σχοινιά, /. •.
made of rushes, σχοίνινος : abound-
ing in rushes, δονακοτρόφος, δονα-
κώδης, βαθύσχοινος
Rush, δρμη,/φορά, f. ροϊζος, C. ρύμη,/.
Rush, ν. ορμάω, α'ίσσω, contr. ασσω,
φέρομαι, όρούω, οΐμάω, σεύομαι : to
rush on, επαί'σσω, επεισπίπτω,
άπορούω, επόρνυμαι, ενάλλομαι: to
511
SAC
rwish in, είσπίπτω, ενίημι, εμβάλλω,
επεισπηδάω : to rush in with, συν
εισπίπτω : to rush out, εξαϊσσω,
έκσεΰομαι : to rush through, δι-
αί'σσω, contr. διάσσω, διαιθνσσω, δ/α-
σεύομαι : to rush by, παράϊσσω : to
rush forward or towards, εφορμάω,
προσορμάω, προσάίσσω, προσφέρομαι,
επισεύομαι : to rush after, μεταίσσω:
to rush under or from under,
υπαϊσσω, contr. ύπάσσω
Rushing, έπίσσυτος, εσσύμενος : rush-
ing back, παλίνορσος
Rushing, adv. εσσυμένως, φοράδη•; :
rushing together, συναϊ^δην
Rushing motion or sound, ροΊζος, c.
βοίζημα, n. ροΊβδος, m. ρύμη, f. ;
with rushing motion or sound,
ροιζηδα
Rushy, σχοινώδης, σχοινόεις
Rust, ιος, m. εύρώς, m.
Rustic, ^ροιώτης, m. ά"γροιωτις, f.
ατγρώστης, m. Πρώτης, πι. ^ρότης,
m. -τις, /. -τηρ, m. -τειρα, /. χωρί-
της, m.
Rustic, άypεΐoς, Προικός, ^ριος,
αρουραίος, βουκολικός, χωριτικος :
in a rustic fashion, χωριτικως
Rusticity, aypoiKia, f. ^ρ.ότης, f.
Rustle, V. ψιθυρίζω, ύποσυρίζω, ροιζέω,
ροιβδέω, ψοφέω
Rustle, Rustling,'po7£bs, c. ροΐβδος, m.
ψιθυρισμός, m. ψιθύρισμα, n.
Rusty, εύρώεις, Ιώδης : to be rusty,
Rut, τροχιά,/, τροχιλία,/. [Ιόομαι
Ruthless, ανοικτός, άνοικτίρμων, άν-
ελεήμων, απήνης
Ruthlessly, adv. ανελεημόνως
Rye, ζζία,/. ζεα, /.
S.
Sabbath, σάββατον, η.
Sable, μέλας, έρεμνός, σκοτεινός, yvo-
Sabre, άκινάκης, m. [φώδης
Sacerdotal, Ιερατικός
Sack, θύλακος, m. σάκκος, m. [/.
Sack, (ο/ a tovjn) αλωσις, / πόρθησις,
Sack, ν. πορθέω, διαπορθέω, έκπέρθω,
διαπέρθω, αλαπάζω, διαρπάζω
Sackbut, σαμβύκη, /.
Sackcloth, σάκκος, πι. [στασις, /.
Sacking, πόρθησις, /. αλωσις, /. ανά-
Sacred, ιερός, ^νος, ^ιος, όσιος,
απόρρητος, άβατος : sacred rites,
iεpoυpyίa, /. ^ιστείαι, / pi.
Sacredly, adv. ίερως, Ιερωστϊ
SAC
Sacredness, όσιότης, /. α-γιότηε, /.
Sacrifice, Θυσία, /. θύμα, η. θυτίφιον,
η. τα Ιερά, τα ίερόθυτα, preparatory
sacrifice, προτελεια, n.pl. πρόθυμα, η.
Sacrifice, ν. θύω, εκθύω, άποθύω, κατά-
θύω, σφάζω, ερδω, ρεζω, επιρρεζω,
εντεμνω, καθαΎ'ιζω, καθιερεύω, καθο-
σιόω : to sacrifice oxen, βουθυτεω :
to .sacrifice sheep, μηλοσφα-γέω
Sacrificer, θυτηρ, m. θυηπόλος, on.
Sacrificial, θυηπόλος
Sacrificing, θυηπολία, /
Sacrilege, ιεροσυλία, /. : to commit
sacrilege, ΐεροσυλεω
Sacrilegious, ιερόσυλος
Sad, ανιαρός, toyphs, άθυμος, aXyeivos,
Xwyaksos, στονόεις, δύσφρων, yoe-
pbs : to be sad, λυπεομαι, άθυμεω
Sadden, V. λυπεω, άνιάω, κηδω, πημαίνω
Saddle, εφίππων, n. [pas, λυπηρώς
Sadly, adv. λυγρώς, XwyaXeoos, άνια-
Sadness, λύπη, /. ανία, /. άθυμία, f.
άχθος, n. άχος, n. a\yos, n. αδημο-
νία, f.
Safe, ασφαλής, άβλαβης, ακίνδυνος,
σως, σόος, σώος, εχυρος, άπημων,
εϋσοος, βέβαιος, άσυλος, απόρθητος,
εύερκης [ασφαλές, ακινδύνως
Safely, adv. ασφαλώς, άσφαλεως,
Safety, σωτηρία, /. ασφάλεια, /. άβλά-
βεια, / βφαιότης, /.
Saffron, κρόκος, m.
Saffron, κρόκεος, κροκόεις, κροκωτος
Sagacious, φρόνιμος, συνετός, ay χίνοος,
οξύς, οξύφρων, στοχαστικός
Sagaciously, adv. φρονίμως, ατγχινόως,
στοχαστικώς [οξύτης, /.
Sagacity, άρχίνοια, /. σύνεσις, /.
Sage, ( plant) σφάκος, m. ορμινον, οι.
Sage, σοφός, σώφρων, φρόνιμος
Sagely, adv. σοφώς, σωφρόνως
Sageness, σοφία, /. σωφροσύνη, f.
Sail, Ιστίον, οι. : to set or spread the
sails, ιστία τείνω, έλκω, άναπετάν-
νυμι or αείρομαι : to furl sails,
ιστία στέλλομαι or καθαιρεω : under
sail, ύπόπτερος : with white sails,
λβυκόπτερος
Sail, v. πλέω, πλώω, πλώίζω, ναυτιλ-
λομαι, ναυστολεω : to set sail, αν-
άγω, i^avayo), πλοΊον άφίημι, αίρω
στυλον : to sail away or from,
αποπλέω, άπαίρω, μεθορμίζομαι : to
sail to, towards, or into, εισπλέω,
πρυσπλόν, επιπλέω, επεισπλεω, εμ-
πλεω, καταπλέω : to sail round,
περιπλέω : to sail by or near, παρα-
πλέω, παρανεομαι : to sail back,
512
SAL
άναπλεω, έπαναπλεω, καταπλέω :
to sail out, εκπλεω : to sail out
with, συνεκπλεω : to sail through,
διαπλεω ώ -πλώω, διεκπλεω : to sail
over, επιπλέω : to sail with, συμ-
πλέω : to sail down, καταπλέω : to
sail against, αντανάτ^ω, αντεκπλεω
Sailing, πλόος, contr. πλους, m. ναυ-
τιλία, / : sailing out, εκπλοος, m. :
sailing round,7re/3i7rAoo9,m. : sailing
into, εϊσπλοος, m. : sailing before,
πρόπλοος, m. : sailing against, e7rt-
πλοος, m. επίπλευσις, f. : sailing for
the first time, πρωτόπλοος, -πλους :
fit for sailing, πλόϊμος or πλώϊμος :
unfit for sailing, άπλοος : favour-
able for sailing, πλευστικος, adv.
-ώς
Sailor, ναύτης, m. ναυτίς,/. ναυβάτης,
on. ναυτίλος, m. ναύκληρος, m.
αλιευς, to. άλιτύπος, to. πλωτηρ, to. :
fellow-sailor, συνναύτης, to.
Saint, α^γιος
Sake : for the sake, ένεκα ώ ε'ίνεκα,
ένεκεν fy είνεκεν, χάριν, ύπερ, αιτία
Salad, φυλλάς,/. άβυρτάκη, /.
Salamander, σαλαμάνδρα, /.
Salary, μισθός, on. [πωλητεος
Sale, πράσις, f. πώλησις, /. : for sale,
Saleable, πράσιμος, πρατεος
Salesman, πρατηρ, m.
Saline, αλμυρός
Sallow, ιτεα, f. οϊσύα, f.
Sallow, ώχρος, χλωρός
Sally, πρόδρομη, f. εκδρομή,/, έξοδος, f.
επεκδρομη, f. εκβοηθεια, f.
Sally, V. εξορμάω, εκτρεχω, εκθέω,
εκπηδάω : to sally out against,
επεξειμι, άντεξειμι, αντεπεξειμι, επ-
εκθεω, επεκτρεχω [άλες
Salt, αλς, αλός, m. (commonly in pi.)
Salt, αλμυρός, α,λμώοης, αλμηεις, αλυ-
κος, άλυκώδης : made of salt,
αλινος [αλμυρίζω, αλμάω
Salt, ν. αλίζω, αλμεύω : to be salt,
Salt-cellar, άλίά, /.
Salted, a\uas, αλμαΊος : salted pro-
visions, άλμια, n. pi.
Saltish, αλμυρός, αλμώδης, α,λμυρώδης:
to be saltish, αλμυρίζω [της,/.
Saltness, άλμη, /. αλμυρϊς, /. αλμυρό-
Salt water, άλμη, /. αλμυρον ϋδωρ, n.
Salvage, σωτήρια, n. pi. σώστρα, n. pi.
Salvation, σωτηρία, /.
Salubrious, ύyιειvbς
Salubrity, τ6 uyxivbv
Salve, εμπλαστον, n. εμπλαστρον, n.
εμπλαστρος, /.
SAL
Salutary, υγιεινός, vy^pbs, σωτήριος
Salutation, ασπασμός, m. άσπασμα, n.
πρόσρησις, f. πρόσρημα, n.
Salute, v. ασπάζομαι, προσκυνεω, προσ-
αγορεύω χαίρειν
Same, δ αυτός, ή αυτή, το abrb; aorbs,
αύτη, ravrb ; όμοιος, όμοιος ως or
καϊ, όμος
Sameness, ταυτότης, f.
Sane tin cat ion. δσίωσις,/. aγιaσμbς, in.
Sanctify, v. όσιόω, αγιάζω
Sanction, έπαινος, m.
Sanction, v. αίνεω, 4παινεω, συναινεω
Sanctity, δσιότης, f. άγιότης, f.
Sanctuary, αγιαστήριον, n. άγιασμα, n.
Sand, ψάμμος, f. άμμος, f. ψάμαθος, f.
άμαθος, f. ψάμμη, f. : sand-bank in
the sea, σύρτις, f.
Saudal, πεδιλον, n. σάνδαλον, n. σαν-
δαλίσκος, in. \_μος, φαμαθώδης
Sandy, ^αμμώδης, ήμαθοπς, ύπόψαμ-
Sane, υγιής, φρενήρης, φρόνιμος, νοή-
μων, αρτίφρων : to be sane, υγιαίνω
Sanguinary, φυίνιος, φόνιος
Sanguine, εϋελπις, πρόθυμος, ορμητικός
Sap, 6πbς. in.
Sapphire, σάπφ€ΐρος, f.
Sarcasm, κερτομία, J. κερτόμησις, f.
σαρκασμός, m.
Sarcastic, κερτόμιος, κερτομος. σαρκασ-
Sardine stone, σάρδιον, n. [τικος
Sardine, {fish) σαργ7νος,τη.σαρδ7νος,ιη.
Sardonyx, σαρδόνυξ. m.
Sash, ζώνη,/, ζωστήρ, m.
Sate, v. κορεννυμι, ύπερκορεω, 4κπ'ιμ-
πλημι, άω ώ αδεω
Sated, Satiated, μεστός, πλήρης, όιά-
κορος, διαπεπλησμενος
Satiate, ν. κορεννυμι, ύπερκορεω, έκ-
πίμπλημι, άω ώ άδεω
Satiety, κόρος, πι. πλησμονή, f. πλη-
θώρη, f. πλήρωσις, /. άδος, n. : to
satiety, άδην
Satire, ίαμβοι, in. pi. [jSifw
Satirise, ν. κωμωδεω, διακωμωδεω, Ιαμ•
Satisfaction, ποινή, f. πλήρωσις, f. : to
make satisfaction, ποινήν άποτίνο-
μαι, ποινήν τίνω : to demand
satisfaction, αϊτεω δίκην : to exact
satisfaction, δίκην or ποινήν λαμ-
βάνω : to receive satisfaction, δίκην
εχω : to give entire satisfaction,
πληροφορ4ω
Satisfy, V. αρέσκω, πίμπλημι, 4μπίμ-
πλημι, αποπίμπλημι, πληρόω, άπο-
πληρόω, άρω, άρκεω, 4ξαρκεω
Satisfying, πλήρωσις, f. 4κπλήρωσις,/.
Satrao, σατράπης, m.
* 513
SCA
Satrapy, σατραπεία, f,
Saturn, Κρόνος, m. : of or belonging
to Saturn, Κρόνιος : son of Saturn,
Κρονίδης, m. Κρονίων, m.
Satyr, σάτυρος, m.
Savage, άyριoς, τραχύς, σχετλιος,
ανήμερος, άμικτος, απροσήγορος : to
be savage, αγριόομαι, 4ξαγριόομαι,
αγριαίνω, τραχννομαι : to make
savage, αγριαίνω, 4ξαγριαίνω
Savagely, adv. άγρια, ώμως
Savageness, άγριότης, f. ώμότης, f.
Sauce, ΰφον, ιι. ζωμός, m. ζωμίδιον, n.
εμβαμμα, n. κατάχυσμα. n.
Saucer, οξύβαφον, n. όξυβάφιον, n.
Saucily, adv. υβριστικώς
Sauciness, ύβρις. f.
Saucy, υβριστικός, ασελγής
Save, v. σώζω, διασώζω, ανζσώζω, περι-
σώζω : to save from, 4κσώζω, άπο-
σώζω, ρύομαι
Saving, σωτήριος, σωστικός
Saviour, σωτήρ, in. σώτειρα, f.
Savory, θύμβρα, f.
Savour, κνίσα, Ερ. κνίση, /. οδμή, f.
Savoury, κνισήεις, κνισωτός, πολύ-
κνισος
Sausage, άλλας, in. φύσκη, /. χόρδη,
/. χόρδευμα, 11.
Saw, πρίων, m. πριστήρ, m. : like a
saw, πριονοειδής, πριονώδης, πριο-
1/fcJTOS
Saw, V. πρίω, πρ'ιζω : to saw off, απο-
πρ'ιω : to saw through, διαπρίω
Sawing, πρίσις, f.
Sawn, πριστος
Sawyer, πρϊων, in. πριστήρ, m.
Say, v. φημί, φάσκω, λεyω, εϊπον : to
say besides, επιλέγω, 4πε7πον, ύπ-
εΐπον, προσείπον, επιφθέγγομαι
Saying, ρήμα, η. λόγος, in. μ,υθος, m.
φθεγμα, η. απόφθεγμα, η. φήμη, f.
ρημάτιον, 11. λε\ις, /.
Scab, ψώρα, f. [κουλεον, η.
Scabbard, κoλεbς, m. κολεον, Ερ.
Scabby, ψωραλεος, ψωρος, λεπρός : to
be scabby, ψωριάω
Scaffold, σανις, f. σανιδωμα, η.
Scale, {of a fish) λεπϊς, f. [of a ser-
pent) φολϊς, f. {scales, balance)
σταθμός, m. {pi. m. ώη.) πλάστιγξ,
f. τρυτάνη, f. τάλαντον, n.
Scale, v. {climb over) υπερβαίνω, υπέρ-
αίρω, υπερακρίζω
Scalene, σκαληνος
Scallop-shell, χηραμϊς, f. χηραμύς, f.
Scaly, λεπιδωτος, φολιδωτός
Scan, ν. διασκοπέω, ανακρίνω, άναζητεω
SCA
Scandal, σκάνδαλον, η. δυσφημία, f.
πρόσκομμα, n.
Scandalise, v. σκανδαλίζω
Scandalous, αισχρός, επονείδιστος
Scantily, adv. σπανίως, φαύλως
Scantiness, μανότης, f. σπάνις, f.
σπανιότης, f. σπάνη, f. φαυλότης, f.
ολιγότης, f.
Scanty, μανός, σπάνιος, σπανός, σπα-
νιστός, 6λίyoς, άπορος : to be
scanty, σπανίζω
Scape-goat, φάρμακος, c.
Scar, ούλη,/, [scarce, σπανίζω
Scarce, σπάνιος, σπανός, μανός: to be
Scarcely, adv. μόγις, μόλις, σχολτ},
χαλεπώς
Scarceness, Scarcity, σπάνις, f. σπα-
νιότης, f. μανότης, /. : scarcity of
food, σιτόδεια, /.
Scare, v. φοβεω, πτοεω, διαπτοεω,
δειδίσσομαι, σοβεω
Scarify, ν. σχάζω, σκαριφάομαι
Scarifying, άμυξις, f. σχάσις, f.
Scarlet, κόκκινος, κοκκινοβαφης
Scatter, ν. σκεδάννυμι, διασκεδάννυμι,
κατασκεδάννυμι, σπείρω, διασπείρω :
to be scattered, σκίδναμαι, άποσκίδ-
ναμαι, διασπάομαι
Scattered, σποράς, σκεδαστώ
Scattering, σκεδασις,/. διασκεδασις, /.
διάρριψις, /.
Scene, σκηνή, /. θυμέλη, /.
Scenic, σκηνικός
Scent, οσμή, /. οδμη, /. : having a
good scent, εΰρις : without scent,
άρις, άρινος
Sceptical, σκαπτικός, απορητικός: the
sceptics, οί σκεπτικοί, οι απορητικοϊ
Sceptre, σκηπτρον, n. ράβδος,/.
Schedule, γράμμα, n. γραμματέων, n.
σύνταγμα, n.
Scheme, σχήμα, n. βουλή, f.
Schemer, επιβουλευτης, m.
Schism, σχίσμα, n. [φοιτητής, m.
Scholar, μαθητής, πι. παίδευμα, v.
Scholarship, μάθησις, /. μάθημα, n.
πυλυμαθία, /. παιδεία, f. παίδευσις, f.
School, διδασκαλεΤον, n. σχολή, f.
Schoolboys, ol φοιτώντας
Schoolfellow, συμμαθητής, m. συμ-
φοιτητής, m. [δάσκαλος, m.
Schoolmaster, γραμματιστης, πι. δι-
Science, επιστήμη, /. μάθημα, 71. μάθη-
σις, /. μούσα, /. μουσική, f. [τήμων
Scientific, μαθητικός, μουσικός, επισ-
Scientifically, adv. επιστημόνως
Scimitar, δρεπανον, n. μάχαιρα, /.
κοπ\ς,/. αινάκης, m. αρπη, /.
514
sen
Scion, όζος, πι. κλάδος, πι. φίτυμα, n.
φ?τυ, n. [scissors, φαλίζω
Scissors, φαλϊς, f. : to cut with
Scoff, σκώμμα, n. εμπαιγμα, n.
Scoff, V. καταγελάω, σκάπτω, χλευάζω,
εμπαίζω, κερτομεω
Scoffer, σκαπτής, πι. χλευαστής, πι.
Scoffing, χλευασμός, πι. χλευασία, f.
Scold, v. νεικεω, εν'ιπτω, επιτιμάω,
καθάπτομαι
Scoop, ν. κοιλαίνω, εκκοιλαίνω, 'γλύφω
Scope, σκοπός, πι.
Scorbutic, φωραλεος [περιφλεύω
Scorch, ν. φλέγω, φρύγω, καυματίζω,
Scorching, σύγκαυσις, /. επίκαυσις, /.
Scorching, καυματώδης, σείριος, σει-
Score, είκοσι [ριόεις
Scorn, καταφρόνησις, /. υπεροψία, /.
ύπερφρόνησις, /. ύπερφροσύνη, /.
Scorn, ν. καταφρονεω, ύπεροράω, εκ-
φαυλίζω, ύπερφρονεω, φαυλίζω, ολι-
γωρεω
Scorned, ύπεροπτος [πι,
Scorner, καταφρονητης, m. υπερόπτης,
Scornful, καταφρονητικός, υπεροπτι-
κός, ύπερφρων, όλίγωρος
Scornfully, adv. καταφρονητικώς,
Scorpion, σκορπιός, πι. [όλιγώρως
Scoundrel, πανούργος, πι.
Scour, ν. άποκαθαίρω, άποτρίβω
Scourge, μάστιξ, /. [θωμίζω Ι
Scourge, ν. μαστιγόω, απομαστιγόω,
Scourger, μαστίκτωρ, πι.
Scourging, μαστίγωσις, /.
Scout, σκόπος, πι. κατάσκοπος, m.
Scowl, ν. ύποβλεπω [διερευνητης, πι.
Scrap, θραύσμα, η. κλάσμα, η. από-
Scrape, απορία, /. [τιλμα, 71.
Scrape, ν. ξύω, επιξύω, κνάω, ξεω,
κνίζω, κείρω : to scrape off, άποξύω,
άποκνάω, αποξεω
Scraped, ξυστός [γ\ς, f. ψήκτρα, f.
Scraper, ξυστρϊς, f. ξύστρα, /. στλεγ-
Scrapings, ψήγμα, n. κνησμα, n.
κνίσμα, n. [λω, αμύσσω
Scratch, ν. κνάω, κνίζω, κνήθω, ψαθάλ-
Scratching, κνησις, /.
Scream, βρυχηθμός, πι. εκφώνημα, η.
βρνχν, /• βρύχημα, η. κλαγγη, f.
Scream, ν. κλάζω, φθεγγομαι, διακρά-
ζω, κλαγγάζω
Screech, ν. κράζω, κραυγάζω
Screen, προκάλυμμα, η. πρόβλημα, η.
επηλυξ
Screen, ν. επηλυγάζω, σκιάζω, κατά-
σκιάζω, προισταμαι
Screw, κοχλίας, πι. ελιξ, /.
Scribble, ν. γράφω
Ι
SCR
Scribe, γραμματεύς, m.
Scrip, πήρα, / βαλάντιον, n.
Scripture, the, η γραφή
Scrofula, χοιράς, /.
Scroll, δελτος,/
Scruple, όκνος, m. απορία,/.
Scruple, v. όκνεω, απορεω
Scrupulous, οκνηρός
Scrutinise, V. εξετάζω, διερευνάω, άκρι-
βόω, διακριβόω, ανακρίνω, δοκιμάζω
Scrutiny, εξετασις, / άνάκρισις, /.
δοκιμασία, /.
Scuffle, νείκος, n. άμιλλα, / ταραχή,/,
διωθισμος, m.
Scuffle, ν. νεικεω, ερίζω, αγωνίζομαι
Sculk, ν. εμφωλεύω, ελλοχάω, λανθάνω
Scull, κρανίον, η.
Sculptor, γλυφευς, πι. γλυπτής, m.
λιθουργδς, πι.
Sculpture, γλυφή, /.
Sculpture, ν. γλύφω
Scum, γραυς, / επάνθισμα, η. κάθαρ-
Scurrility, κακολογία,/ [μα, η.
Scurrilous, κακολόγος
Scurvy, ψώρα, / λειχην, τη.
Scythe, δρεπάνη./ δρεπανον, η. άρττη,/.
Sea, θάλασσα, / πόντος, τη. πέλαγος,
η. αλς, / : of or belonging to the
sea, θαλάσσιος, πελάγιος, άλιος :
by or near the sea, παραθαλάσσιος,
επιθαλάσσιος, παράλιος, πάραλος,
αγχίαλος : to put to sea, ανάγω,
εξορμεω, απαίρω, αίρω στόλον : put-
ting to sea, ανάγωγη, / : to be
master at sea, ναυκρατεω, θαλασσο-
κρατεω
Sea-beaten, αμφίαλος, περίρρυτος, αμ-
φίρυτος, άμφιθάλασσος, αλίτυπος,
αλίκλυστος, αλίπληκτος
Sea-breeze, πόντιας αύρα, / [/.
Sea-coast, παραλία, / η πάραλος, ακτή,
Sea-fight, ναυμαχία, /
Sea-girt, περίρρυτος, άμφίρυτος, περί-
κλυστος, αλίκτυπος
Seal, (sea-cal/) φώκη, f. {stamp)
σφραγϊς,/ (the impression) σφράγισ-
μα, n. σφραγϊς, /. σημαντρον, n.
σημείον, n.
Seal, V. σφραγίζω, κατασφ ραγίζω, ση-
μαίνομαι, κατασημαίνω
Sealer, σφραγιστηρ, πι.
Seam, Ραφή, / ράμμα, η. συνάφεια, /
Seam, ν. ράπτω
Seaman, ναύτης, πι. ναυβάτης, πι.
Seamless, άρραφος
Sea-monster, μύραινα, /
Sear, ν. καίω, φρύγω
Search, ζητησις,/ έρευνα,/.
515
SEC
Search, ν. αναζητεω, εξετάζω, ερευνάω,
διερευνάω, εξερευνάω, μεταλλάω
Searcher, ^τηττ /s, πι.
Searing-iron, καυτηριον, η.
Sea-shore, αίγιαλος, πι. ακτή, /
Sea-sickness, ναυσία, / : to be sea-
sick, ναυσιάω
Season, ίίρα, / καιρός, πι. : of or be-
longing to the seasons, ώριος
Season, v. άρτύω, εξαρτύω, ηδύνω
Seasonable, ωραίος, καίριος, εύκαιρος,
επικαίριος, επίκαιρος, πρόσκαιρος,
έγκαιρος
Seasonableness, ωραιότης, / ευκαιρία,
/ εγκαιρία, /.
Seasonably, adv. ευκαίρως, £πικαίρως>
καιρίως, καιρφ, 4ν καιρώ, προς or είς
καιρόν
Seasoning, άρτυμα, η. ήδυσμα, η.
Seat, έδρα, / θακος, πι. θώκος, m. δί-
φρος, c θρόνος, πι. εδρασμα, η.
καθέδρα, / εδρανον, η.
Seat, ν. καθίζω, ιδρύω, 'ίζω
Sea-urchin, σπάταγος or σπάταγγος,
m. σπατάγγη, /
Sea-water, άλμη, /.
Sea-weed, φΰκος, η. φύκιον, η. βρύον,
η. : full of sea-weed, φυκώδης,
φυκιόεις, βρυώδης
Sea-wolf, λάβραξ. πι.
Sea-worthy, πλώϊμος or πλόϊμος : not
sea-worthy, άπλοος
Secede, ν. αφίσταμαι, μεθίσταμαι, απο-
χωρεω, άναχωρεω
Seceder, αποστάτης, πι.
Secession, απόστασις,/ άναχώρησις,/
Seclude, ν. αποκλείω [παραχώρησις,/.
Seclusion, μόνωσις, f. [0bs, πι.
Second, (assistant) συνεργός, c. βοψ
Second, δεύτερος, ύστερος : to be
second, δευτερεύω : in the second
place, δεύτερον, τ& δεύτερον : a
second time, δεύτερα, το δεύτερον :
second to, οπισθε, -θεν
Second, v. βοηθεω, συνεργεω, συνηγο-
ρεω, συνειπον
Secondary, δευτεραΧος, πάρεργος
Secondly, adv. δευτερως, δεύτερον
Secrecy, κρυφός, πι. κρυφιότης, /
Secret, απόρρητος, κρύφιος, κρυφαίος,
κρυπτός, απόκρυφος, λαθραίος, άδη-
λος, αφανής, άρρητος : to keep
secret, στεγω, σιωπάω, σιγγ εχω or
ύφαιρεομαι
Secret, απόρρητον [tvs, τη.
Secretary, γραμματεύς, πι. γραμματισ'
Secrete, ν. κρύπτω, αποκρύπτω, εγ•
Secretion, σύναγμα, η. [κρύπτω
SEC
Secretly, adv. λάθρη ώ λάθρα, λα-
θραίως, κρυφή, κρύβδην, κρυφίως,
άφανώς, εν απορρητω, λεληθότως,
ησυχή
Sect, α'ίρεσις,/.
Sectarian, αιρετικός
Section, τμτ/μα, n. [βαιος
Secure, ασφαλής, άδεης, εκηλος, βε-
Secure, v. ασφαλίζω, συνέχω
Securely, adv. ασφαλώς, βεβαίως
Security, ασφάλεια, f. άδεια, f. (a
■pledge) όμηρος, m. δμηρεία, f. όμή-
ρευμα, n. παρακαταθήκη, f. : to give
a security, όμηρεύω
Sedate, ήσυχος, εϋκηλος, καταστημα-
τικός
Sedately, adv. ησύχως
Sedateness, ησυχία, f.
Sedentary, εδραίος
Sediment, ύπόστημα, n. ύπόστασις, f.
Sedition, στάσις, f. διάστασις, f. : to
raise sedition, στασιάζω, διαστα-
σιάζω : raising of sedition, στασιασ-
μος, m. : a raiser of sedition, στα-
σιώτης, m. στασιαστής, m.
Seditious, στασιωτικος, στασιαστικος,
στασιώδης [σιαστικώς
Seditiously, adv. στασιωτικώς, στα-
Seduce, ν. εξαπατάω, παράγω
Seducer, φθορευς, fib. πλάνος, m. προσ-
Seduction, φθορά, f. [αγωγεύς, m.
Seductive, επαγωγός
Sedulity, σπουδή, f. επιμέλεια, f.
Sedulous, επιμελής, σπουδαΊος, σπου-
δαστικός, φιλόπονος, φίλεργος, ενερ-
γητικός [τικώς
Sedulously, adv. σπουδαίως, σπουδασ-
See, ν. ίφάω, καθοράω, προσοράω, δι-
οράω, ενοράω, εϊδον, προσεΐδον, είσ-
είδον, συνείδον, βλέπω, προσβλέπω,
αποβλέπω, δερκομαι,λεύσσω, θεάομαι.
See ! {behold !) ιδού, Ιδε
Seed, σπέρμα, οι. : seed-time, σπόρος,
m. σπορά, f. [φυτσφιον, η.
Seedling, σπερματισμος, ίίι. φυτας, /.
Seedsman, σπερματοπώλης, m.
Seeing, όφις, f. πρόσοφις, f. : seeing
all things, πανόπτης, παντόπτης,
πανδερκης : worth seeing, αξιοθέ-
ατος
Seek, v. ζητεω, δίζημαι, ερευνάω, μασ-
τεΰω, ματεύω, θηράω, θηρεύω
Seeker, C^t^t^s, m. μαστηρ, m. μασ-
τευτης, m. [μαστυς, f.
Seeking, ζητησις, f. άναζητησις, f.
Seem, v. δοκεω, φαίνομαι, εοικα, φαν-
Seeming, φαινόμενος [τάζομαι
Seemingly, adv. εοικότως
516
SEN
Seemliness, ευπρέπεια, f. το πρέπον
Seemly, ευπρεπής, πρέπων, πρεπώδης
Seen, θεατός, ορατός
Seer, μάντις, c προφήτης, m.
Seeth, ν. εφω, αναβράσσω, πνίγω
Seething, πνιγμός, m. πνΊξις,/.
Segment, τμήμα, η. απόκομμα, η.
Segregate, ν. αφορίζω, άποδιορίζω
Seize, ν. λαμβάνω, συλλαμβάνω, επι-
λαμβάνω, καταλαμβάνω, αίρεω, συν-
αιρεω, άπτομαι, εφάπτομαι, αρπάζω,
συναρπάζω, άφαρπάζω, μάρπτω
Seizure, Seizing, ληφις, f. επίληφις, f.
κατάληφις. f. (of disease) αντίλη-
φις, f. [νιάκις,παυράκι; adj. σπάνιος
Seldom, adv. ολιγάκις, σπανίως, σπα -
Select, V. εξαιρεω, εκλέγω, διαλέγω,
επιλύω, καταλέγω, κρίνω, εκκρίνω,
προκρίνω, απομερίζω, αποχωρίζω
Select, Selected, εξαίρετος, λεκτος,
επίλεκτος, εκλεκτός, εκκριτος
Selection, εκλεξις,/. εκλογή, f.
Self, αύτυς, αυτή, αυτό : very self^
αύτότατος : self-acting, αυτόματος :
self-evident, αύτόδηλος : self-
taught, αυτοδίδακτος : self- pro-
duced, αύτόποιος, αύτόκτιστος
Selfish, φίλαυτος
Selfishness, φιλαυτία, f. Ιδιοπραγία, f.
Self-will, αύθάδεια. f.
Self-willed, αυθάδης, αυτόβουλος, αύ~
θαδικος : to be self-willed, αυθαδί-
ζομαι
Sell, ν. πωλεω, πιπράσκω, απεμπολάω,
εμπολάω, διεμπολάω, εξαργυρίζω,
άποδίδωμι, αγοράζω, εκπιπράσκω
Seller, πώληι, m. πρατηρ, m.
Selling, πρασις, f. πωλη,/. πώλησις,/.
Selvage, κράσπεδον, η.
Semblance, όμοιότης, f. μορφή, /.
Semi-, (in composition) ημι-
Semi-circle, ημικύκλιον, n.
Semi-circular, ημικύκλιος, ημικύκλια
Seminal, σπερματικός [δης
Seminary, διδασκαλεΐον, n.
Semi-vowels, ημίφωνα, n. pi.
Senpiternal, αίδιος, αιώνιος
Senate, βουλή, f. η σύγκλητος (εκ-
κλησία), γερουσία, /. [m.
Senator, βουλευτής, m. γερουσιαστές,
Senatorial, γερούσιος, βουλευτικός
Send, Send forth, ν. πέμπω, προπεμπω,
προσπεμπω, στέλλω, αποστέλλω,
'ίημι,αφίημι, προίημι, εξίημι,ανίημι : to
send for, μεταπεμπομαι, ανακαλεω :
to send back, αναπέμπω, αποστέλλω :
to send away or out of, αποστέλλω,
αποπέμπω, εκπέμπω : to send be-
SEN
fore, προπέμπω, πρόίημι, προαπο-
στέλλω, προεισπέμπω : to send to or
into, είσπέμπω, ύποπέμπω : to send
up, αναπέμπω, αναβιβάζω : to Bend
b}^ through, παραπέμπω, διίημι :
to send down, καθίημι, καταπέμπω:
to send against, εφίημι, επιπέμπω,
επεξελαύνω : to send about, δία-
πέμπω, περιπέμπω : to send besides,
επιπέμπω, προσεκπέμπω, προσίημι,
προσαποστέλλω : to send with,
συμπέμπω, οπάζω : to send toge-
ther, συναποστέλλω, συνεκπέμπω,
συνίημι : to send in turn, αντιπέμ-
πω : to send word, έπιστέλλω,
επιτίθημι : to send round (a mes-
sage), πςριαγγζΚΧω
j Sending, πομπή, f. πέμψις, f. επίπεμ-
ψ is, f. : a sending away or out,
αποστολή, /. εκπομπή, / εκπεμψις,
f. : sending for, μετάπεμψις, /. :
sending round, διαπομπη, f.
Senior, πρεσβύτερος, yepairepos
Seniority, πρ^σβυ^ένεια, /.
Sensation, αϊσθησις, f. πάθος, n.
Sense, {perception by the senses or of
the mind) αίσθησις, /. αίσθημα, n.
{under standing ; meaning) voos, m.
νόημα, n. διάνοια, f. : in one's
senses, ίμερων : to be in one's
senses, φρονέω, εύφρονέω, σωφρονέω :
to come to one's senses, άναφρονέω
Senseless, ατγνώμων, άφρων, aXoyos,
ανόητος
Senselessly, adv. ατγνωμόνως, άφρόνως
Senselessness, οτ^νωμοσύνη, f. αφρο-
σύνη, /. άνοια, /. μωρία, /.
Sensible, αισθητός, ivvoos, εννους,
εμφρων [νίμως
Sensibly, adv. έμφρόνως, σοφώς, φρο-
Sensitive, ευπαθής, αίσθητικος : to be
sensitive, εύπαθέω
Sensual, φιλήδονος, φιληδης, σαρκικός,
άνδραποδώδης : sensual pleasures,
τα ανόητα
Sensuality, φιληδονία, f. φιληδία, /.
Sent, πέμπτος, πόμπιμος : sent for,
μετάπεμπτος
Sentence, λόyoς, m. βήμα, n. (judg-
ment) yvώμη, /. άπόφασις, f. κρίσις,
f. κατάκριμα, n. δίκη, /.
Sentence, v. τιμάω, κατακρίνω, κατα-
δικάζω
Sententious, yvωμικbς, yvωμoτύπoς,
απ οφθ ey ματ ικ6 ς
Sententiously, adv. γνωμικάε
Sentiment, yvώμη, /.
Sentinel, Sentrv, φύλαξ, m.rboovpbs,m.
517
SER
Separable, χώρισες, εύαπόλυτος
Separate, Separated, δίάστατο<τ, άπο-
μερισθεϊς
Separate, V. χωρίζω, διαχωρίζω, δια-
ζεύ^γνυμι, διακρίνω, εκκρίνω, διείpyω,
διασπάω, διέχω, ορίζω, διχάζω, δι-
ΐσταμαι, σχίζω : to separate from,
άποκρίνω. άπονοσφίζω, αποσχίζω,
αποχωρίζω, aπείpyω, απολύω
Separately, adv. δίχα, χωρίς, δ^ακε-
κριμένως
Separation, χωρισμbς, m. διαχώρισις,
/. διάλυσις,/. διάζευξις,/ διάκρισις,/.
Septennial, επταετής
Septentrional, αρκτικός
Sepulchral, εντάφιος, τυμβηρης, επι-
Sepulchre, τάφος, πι. [τύυιβιος
Sepulture, ταφή, /. ενταφιασμός, m.
Sequel, τέλος, n. [/. διάδοχη,/.
Sequence, ακολούθησις, /. ακολουθία,
Sequester, Sequestrate, v. άποστερέω,
άφαιρέω, στερέω, άποτίθημι
Sequestration, στέρήσις, /. άποστέ-
Serenade, ν. κωμάζω [ρησις, /.
Serene, ήσυχος, ησύχιος, άκυμος,
εύδιος, yaληvbς
Serenity, ησυχία,/, yaληvη, f. ευδία,/.
Serf, πενέστης, m. [jo -^ις, /.
Series, στίχες, /. ρϊ. συστοιχία, j.
Serious, σπουδαίος, σπουδαστές, σύν-
νοος, contr. σύννους, σεμνός
Seriously, adv. σπουδαίως, σπουδή,
άγελαστ}
Seriousness, σπουδή, / σπουδαιότης,
/. σύννοια, /. σεμνότης, /.
Serous, όρρώδης, ιχωράδης
Serpent, ΰφις,τα.έρπετ bv, η. δράκων, ?η.
εχιδνα, /. : water-serpent, ίδρος,
7)1. μύραινα, /.
Serrated, πριονω^ς
Servant, υπηρέτης, m. διάκονος, m.
θεράπων, m. δούλος, m. οικέτης, m.
θεραπελτης, •τηρ, m. δμως, m.
οπάων, m. : female servant, θερά-
παινα, /. δμωη, /. θεραπαινϊς, /.
δούλη, /. οικέτις, /. ύπηρέτις, /.
Serve, ν. δουλεύω, διακονέω, θεραπεύω,
νπηρετέω, λατρεύω ; (be ο/ service to,
assist) ωφελέω : to serve in the
army, στρατεύω
Service, θεραπεία, /. υπηρεσία, /.
διακονία, /. λατρεία, /. ύπoυρyίa ί /
(a benefit, kindness) ωφέλεια, /.
ωφέλημα, n. υπoύpyημa, n. ευεpyε'
τημα, n. θεράπευμα, n. ύπηρέτημα.
n. διακόνημα, n.
Serviceable, ύπoυpybς, ύπηρετι^ς
Serviceableness, ύπηρέτησις, f.
SER
Servile, δούλιος, δουλικός, δούλειος,
δουλοπρεπης
Servilely, adv. δουλικώς, άνελευθέρως
Servility, δουλοπρέπεια, f. άνελευθερία,
/. θεραπεία, /.
Servitude, δουλεία, /. λατρεία, /.
Serum, ορός, m. ιχώρ, m.
Session, σύνοδος,/.
Set, v. (place) τίθημι, καθίστημι, Ίστη-
μι, τάσσω, καθίζω ; (sink, as the
sun) δύω or δύνω, καταδύω, φθίνω,
καταφέρομαι ; (as bones) εξευκρινεω,
συνδιορθόω : to set upon, επιτίθημι :
to set before, προτίθημι, παρατί-
θηιχι, προσφέρω, παραφερω ; (station
before) προκαθίστημι : to set over,
εφίστημι, προϊστημι : to be set
over, επιστατέω : to set out (start),
εξορμάομαι, άπαίρω : to set against
one another, συμβάλλω, άνθίστημι,
συνίημι, προσβάλλω : to set at (as
a dog), ορνυμι επί, σεύω, επιρρύζω,
επισίζω : to set in order, καθίστημι,
τάσσω, διατάσσω, κατασκευάζω : to
set right, επανορθόω, διευθύνω : to
set at naught, απορρίπτω : to set
at liberty, ελευθερόω, εκλύω : to
set fire to, ύποκαίω, ύφάπτω, εμ-
ττυρεύω [sun) δύσις, f. δυσμη, /
Setting, (placing) θέσις, / (of the
Settle, v. καθίστημι, ιδρύω, καθιδρύω,
οίκίζω, κατοικίζω ; intrans. καθ-
ίσταμαι (& 2 aor. & per/, of
καθίστημι) οϊκεω, εποικέω, μετοικέω,
κατοικεω, ναίω ; (to settle down,
sink) %ζω, ιζάνω, ύπονοστεω
Settled, (agreed upon) τακτός, ρητός ;
(established) εδραΊος
Settlement, κατάσταση, f. αποικία, f.
Settler, άποικος, μέτοικος, έποικος
Settliog, κατάστασις, f. μετοίκησις, f.
Seven, επτά ; (the number) επτάς, f. :
seven times, επτάκις : lasting
seven years, seven years old, επ-
ταετής, επτετης : seven years,
επταετία, f. : seven days, εβδομάς,/
Seven-cornered, επτάγωνος
Sevenfold, επταπλάσιος, επτάπλοος
Seven hundred, επτακόσιοι
Seven hundredth, έπτακοσιοστος
Seventeen, επτακαίδεκα
Seventeenth, επτακαιδέκατος
Seventh, έβδομος, εβδόματος : on the
seventh day, εβδομαως
Seven thousand, επτακισχίλιοι
Seventieth, εβδομηκοστός
Seventy, εβδομήκοντα
Seventy thousand, επτακισμύριοι
518
SHA
Sever, ν, σχίζω, αποσχίζω, διασχίζω,
Several, πολύς [χωρίζω, διάτεμνα
Severally, καθ* εκαστον, χωρίς
Severe, χαλεπός, οξύς, πικρός, δριμύς,
δεινός, βαρύς, αυστηρός
Severely, adv. χαλεπώς, πικρως
Severity, χαλεπότης, /. πικρότης, f.
πικρία, f. δεινότης, f.
Sew, ν. ράπτω, συρράπτω [αμάρα, f
Sewer, (drain) λαύρα, f. οχετός, m.
Sewing, ραφή, f
Sewn, ραπτος
Sex, γένος, n. φύσις, f.
Sexennial, εξαετής
Shabbiness, (meanness) μικρολογία, f.
Shabby, (mean) φαύλος, μικρολό-γος
Shackle, πέδη, f
Shackle, v. πεδάω, συσφίγγω
Shade, (shadow ; also a ghost) σκιά,
f. σκίασμα, n. (cover) σκιάς, f.
Shade, v. σκιάζω, κατασκιάζω, συσκι-
άζω, επισκιάζω
Shaded, see Shady
Shading, ύποσκίασις, f.
Shading, σκιερός, κατάσκιος, επίσκιος
Shadow, σκιά,/ σκίασμα, n.
Shadowy, σκιοειδης, σκιώδης, σκιερός
Shady, Shaded, σκιερός, σκιόεις, πολύ'
σκιος, εϋσκιος, ύπόσκιος, σύσκιος,
σκιώδης, επίσκιος, κατάσκιος
Shaft, βέλος, n. (handle) καυλός, m.
ξυστόν, η. ράβδος, f. πελτη, f.
Shag, λάχνη, f.
Shagginess, δασύτης, f.
Shaggy, δασύς, λάσιος, λαχνήεις
Shake, τίναγμα, n. σείσμα, n.
Shake, ν. σείω, διασείω, συσσείω,
δονεω, τινάσσω, κραδαίνω, συγκρα-
δαίνω : to shake hands, δεξιόομαι,
άντιδεξιόομαι
Shaken about, διάσειστος
Shaker, τινάκτωρ, m. κινητηρ, m.
Shaking, σείσμα, n. σεισμός, m. τι-
ναγμός, m.
Shallop, σκάφη, f. σκάφος, n.
Shallow, τέναγος, n. βράχεα, n. pi.
Shallow, άβαθης; (of soil) λεπτόγεως;
(short, trifling) βραχύς
Shallowness, (shortness, deficiency)
βραχύτης, f.
Sham, προσποίηση/, ύπόκρισις, /.
Sham, προσποιητός ', S. υποκριτής, m.
Sham, V. προσποιέομαι, υποκρίνομαι
Shame, αισχύνη, / αιδώς, / ατιμία, /.
Shame, ν. αϊσχύνω : to be ashamed,
feel shame, αϊσχύνομαι, αϊδεομαι
Shameful, αισχρός
Shamefully, adv. αισχρώς
SUA
Shameless, αναιδής, αναίσχυντος : to
be shameless, άναισχυντέω
Shamelessly, adv. άναιδώς, άναισχύν-
τως, άναίδην, αναιδημόνως [τία, /.
Shamelessness, αναίδεια, f. άναισχυν-
Shape, μορφή, f μόρφωμα, n. είδος, n.
σχήμα, n. : of the same shape,
δμοιοσχημων, σύμμορφος [τοποιέω
Shape, v. μορφόω, σχηματίζω, σχημα-
Shapeless, άμορφος, δύσμορφος, δυσει-
δης
Shapelessness, αμορφία, f. δυσμορφία,
/. δυσείδεια. f
Shapely, εύειδης, εΰμορφος
Share, μέρος, n. μοίρα, f μερ\ς, f.
λάχος, ιι. κλήρος, m. : an equal
share, Ισομοιρία, f.\ to have an
equal share, Ισομοιρέω : a double
share, διμοιρία, f. : having a share,
μέτοχος, ε'γκληρος, επίκοινος
Share, v. μετέχω, λα^χάνω, μετά-
ΧαΎχάνω, κοινόομαι, κοινωνέω, συγ-
κοινωνέω, κατακοινωνέω, κατανέμο-
μαι, μερίζομαι, συμφέρω, συνδιαφέρω,
συναίρομαι, διαιρέομαι, μεταλαμβάνω,
συ ν επιλαμβάνομαι
Sharer, μέτοχος, c κοινωνός, c
Sharing, μέθεξις, f. [καρχαρίας, τα.
Shark, ζύ-γαινα, /. *γαλεος, m. λαμία, f
Sharp, οξύς, δριμύς, τόμος, κερτόμιος,
θηκτος, θοος, ξυρηκης, εχεπευκης ;
(of a hit) τραχύς : (in intellect)
οξύφρων
Sharpen, ν. οξύνω, άποξυνω, θη*γω, άκο-
νάω, παρακονάω : newly sharpened,
νεόθηκτος, νεοθηξ, νεηκονης
Sharply, adv. οξύ, οξέως, πικρώς
Sharpness, όξύτης, f. δριμύτης, f.
Sharp-sighted, οξυωπης, οξυωπος, οξυ-
δερκής, εΰσκοπος : to be sharp-
sighted, όξυδερκέω, οξύ βλέπω
Shatter, ν. συντρίβω, θραύω, ερείκω
Shave, ν. ξυρέω, κείρω : to shave off,
άποκείρω, αποξυράω, άποξέω
Shaving, κούρα, f. ξύρησις, f.
Shawl, πέπλος, m.
She, (fern, of He) η, εκείνη, αύτη
Sheaf, δράγμα, n. άμαλλα, f. κωμυς, f.
φάκελος, m.
Shear, v. κείρω, άποκείρω, πέκω
Shearer, νακοτίλτης, m.
Shearing, κούρα, f. πόκος, m.
Shears, ψαλ!$, /.
Sheath, κολεος, πι. θήκη, f.
Shed, καλύβη, f. οίκημα, n.
Shed, v. χέω, έκχέω, στάζω, λείβω,
εϊβω : to shed upon, καταχέω,
έπιστάζω, εμβάλλω
519
SHO
Sheen, λαμπρότης^. σέλας, n. airy•'?, f.
Sheep, οϊς, Att. oh, f. πρόβατον, η.
μήλον, η. : small sheep, προβάτων,
η. : of or belonging to sheep,
μηλειος, οϊεος, άρνειος : rich m
sheep, πολυπρόβατος, πολύμηλος
Sheapskin, άρνακϊς, f. μηλωτη, f.
Sheer, άκρατος, ειλικρινής
Sheet, φάρος ώ φάρος, n.
Shekel, σί-γλος or σίκλος, m.
Shell, οστρακον, n. κό-γχη, f. κο-γχύ-
λιον, n. (of an egg, &c.) λεπϊς, f. :
having a hard shell, σκληρόστρα-
κος : with rough shell, τραχύ-
όστρακος : with smooth shell, λει-
όστ ράκος [μα, n.
Shelter, σκέπας, n. σκέπη, f. σκέπασ-
Shelter, v. σκεπάζω, στέ^ω, προστέλλω
Shelving, κατάντης, κατακλινης
Shepherd, ποιμην, m. νομεύς, m.
βοτηρ, m. μηλοβότης, m. μηλοβο-
τηρ, τα. : of a shepherd, ποιμενικός,
ποιμνίτης, ποιμένιος, νόμιος, νομευ-
τικος : to be a shepherd, ποιμαίνω,
νομεύω
Shield, ασπίς, f. σάκος, n. πέλτη, f
Shield, V. άμύνω, επαμύνω, άλέξω,
προί'σταμαι, προστατέω
Shield-bearer, υπασπιστής, m.
Shift, V. μεταβιβάζω, μετατίθημι
Shin, κνήμη, f. αντικνημιον, η.
Shine, ν. λάμπω, διαλάμπω, ύπολάμ-
πω, άναλάμπω, έκλάμπω, έπιλάμπω,
καταλάμπω, μαρμαίρω, φαίνω, φάω,
λαμπετάω, αστράπτω, φέγγω, στίλ-
βω, άπaυyάζω
Shingle, κάχληξ, m. ραχία, f.
Shining, Shiny, λάμπρος, φαεινός,
φωτεινός, λαμπάς
Ship, ναύς, /. πλόων, n. : merchant-
ship, δλκάς, /. : of or belonging to
a ship, νηϊος : to build ships,
ναυπηηέω
Shipbuilding, ναυπηηία, f. η ναυπη-
yiKrj [shipowner, ναυκληρέω
Shipowner, ναύκληρος, m. : to be a
Shipwreck, ναυα^ία, f: to suffer
shipwreck, be shipwrecked, ναυα-
Shipwrecked, ναυαγός [~γέω
Shipwright or builder, ναυπη~γος, m.
Shirk, v. αποκάμπτω, αποτρέπομαι,
διαδύω^ αναδύομαι, αποδειλιάω
Shirt, χιτων, m.
Shiver, v. (shatter) συντρίβω, θραύω,
ερείκω; (tremble) φρίσσω, ρηόω,
ενρι^όω, φρικάζω
Shivering, φρίκη, /. φρ\ξ, f φρΐκος, 71.
Shoal, τένα*γος, η. βράχεα, J6.pl.
SHO
Shock, ορμή,/, σείσμα, η. σεισμός, m.
Shock, ν. σείω, σαλεύω
Shocking, δεινός, φρικώδη, άρρητος
Shoe, υπόδημα, n. ύπόδεσις, f. υποδη-
μάτων, n. έμβάς, f. άρβάλη, f. : to
mend shoes, νευρορραφέω : to put
on shoes, υποδύομαι, ύποδύω
Shoe, v. ύποδέω, υποδύομαι
Shoemaker, σκυτοτόμος, m. σκυτευς,
m.: to be a shoemaker, σκυτοτομέω,
σκυτεύω: of or belonging to a shoe-
maker, σκυτοτομικος, σκυτικος
Shoemaking, η σκυτικη, σκύτευσις,/.
Shoestring, ηνία,/.
Shoot, βλαστός, m. βλάστημα, n.
παραφυας } f. θαλλος, m. θάλος, n.
ορπηξ, m. φίτυ, οι.
Shoot, v. (germinate) βλαστάνω, βρύω\
(to discharge missiles) τοξεύω, κατα-
τοξεύω, βάλλω, ακοντίζω, ^ακοντί-
ζω, εισακοντίζω, τοξάζομαι, Ίημι,
άφίημι, μεθίημι, πρόίημι, Ιάλλω ; (to
shoot, as light, pain) α'ίσσω
Shooter, ακοντιστής, m. τοξευτης, m.
Shooting, βολή, f. ριπή, f. : shooting
far, έκηβόλος, εκατηβόλος, εκάερyoς
Shop, καπηλείον, n. πωλητήριον, n.
Shore, ακτή, f. αϊηηαλος, m. ηϊων, f.
θϊς, f. ρηΎμΙς, f. : rocky shore,
ραχία, f. : of or on the shore,
&κτιος, επάκτιος, αϊ'γιαλώδης
Short, βραχύς, σύντομος, μικρός, ολί-
γος : short of, ενδεής, Ελλιπής : in
short, εν βραχεί, εμβραχυ, εν όλίγω,
δι όλ'^ων, απλώς, όλως : lasting a
short time, όλιγοχρόνιος, βραχυ-
χρόνιος
Shorten, ν. συστέλλω, συντέμνω
Short-lived, Εφημέριος, Εφήμερος, εφ-
ημέρινος, βραχύβιος, ολι^'όβιος
Shortly, adv. συντόμως
Shortness, βραχύτης, f. όλι•γότης, f.
Short-sighted, μυώψ, μύωπος
Short-winded, βραχύπνοος, δνσπνοος
Shot, βολή, /. βλήμα, η.
Shot, τοξευτος
Shove, ν. ώθέω
Shovel, άμη, f.
Shoulder, ώμος, m. επωμις, f.
Shoulder-blade, ωμοπλάτη, f.
Shout, Shouting, βοη, f. άναβόησις, f.
ολολυΎη, j. ολολυ^μος, m. άϋτη, f.
άλαλη, f. ιαχή, f. ιυ~γμος, m. επι-
βόημα, n.
Shout, V. βοάω, άναβοάω, έμβοάω,
ολολύζω, επολολύζω, ανολολύζω,
αλαλάζω, αϋω, κλάζω, Ιάχω, άνιάχω,
φθεγγομαι, άνορθιάζω
520
SHU
Show, θέα, f. θέαμα, η. φάσμα, η.
Show, ν. δείκνυμι, άποδείκνυμι. έπιδείκ
νυμι, αναδείκνυμι, καταδείκνυμι, πάρα
δείκνυμι, φαίνω, προφαίνω, άναφαίνω
σημαίνω, εμφανίζω, διασαφέω, δη
λόω, παρέχω : to show beforehand
προδείκνυμι
Shower, υμβρος, m. ύετος, m. ψακάς,/.
Shower, ν. όμβρέω, ϋω, βρέχω
Showery, ύέτιος
Showy, λάμπρος, άγλαδί, ευπρεπής
Shred, ράκος, η.
Shrewd, ατ/χινόος, σοφός, συνετός
Shrewdly, adv. ά-γχινόως, σοφώς
Shrewdness, ά-γχίνοια, f, σύνεσις, f.
πυκνότης, f.
Shrew-mouse, μυyάλη, f.
Shriek, v. τρίζω, κλάζω, κωκύω
Shrill, λι*γυς, λ^υρος, λΐ'γύφωνος, λι-
'γύφθο*γ~γος, οξύς, οξύτονος
Shrilly, adv. λι-γέως, λΐ'γυρώς, οξέως
Shrillness, οξύτης, /. όξυφωνία, /.
Shrimp, καρϊς, f. Kpayykv, f. οζίς, f.
Shrine, ναός, At Ι. νεώς, m. άδυτον, 7i.
σηκος, m.
Shrink, Shrink from, v. οκνέω, κατοκ- \
νέω, άποκνέω, ύποστέλλομαι, χάζο-
μαι; (become contracted) συνίζω,
συνιζάνω
Shrinking, άπόκνησις, f.
Shrivel, ν. συντρέχω, συσπειράομαι :
to be shrivelled, ρυτιδόομαι, ρικνό-
ομαι
Shrivelled, ρικνός, έπίρρικνος
Shrivelling, ρίκνωσις, /.
Shroud, φάρος, η. σπείρον, η. \τω
Shroud, ν. επιέννυμι, στεγάζω, καλύπ-
Shrub, θάμνος, m. υλημα, η.
Shrubbery, άναδενδράς, f.
Shrubby, θαμνοειδης, θαμνώδης, φρυ-
^ανώδης, ύληματικος [καταρρ^έω
Shudder, ν. φρίσσω, άναφρίσσω, ρ^έω,
Shun, ν. άφίσταμαι, εξίσταμαι, εύλα-
βέομαι, εκκλίνω, παρεκκλίνω, εκ-
τρέπομαι, αποτρέπομαι, φείδομαι
Shunniug, εκκλισις, /. εκφυyη, f.
Shut, κλειστός : shut up, κατάκλεισ-
τος, ^κατάκλειστος, κατάφρακτος
Shut, ν. κλείω, ^κλείω, κατακλεία,
συyκλείω, συνέχω, θυρόω ; (as
a door ) προστίθημι, εππίθημι,
επισπάω ; (the eyes) μύω, καταμύω :
to shut out from, εXpyω ώ ερyω,
αποκλείω : to shut up or in, εϊρyω,
συvέpyω, έπικατακλείω ; (as a
house) d/ryco, πακτόω
Shutting, κλγσις, f. απόκλεισις, f.
Shuttle, κερκϊς, f. κανών, m.
SHY
Shy, ευλαβής : to be shy, δυσωπεομαι,
εύλαβεομαι
Shyness, ευλάβεια, f δυσωπία, f.
Sibyl, σίβυλλα, f.
Sicilian, Σικελός, Σικελικός [λιώτις,β
Sicilian Greek, Σικελιώτης, m. "Suce-
Sicily, Σικελία, f.
Sick, νοσερός : to be sick, νοσεω, ά-
σθενεω, αρρωστεω, αλ~γέω, νοσεύω,
ΐ'οσάζομαι ; (to vomit) εμεω
Sicken, v. (to make sick) νοσίζω ; (to
become sick) νοσάζομαι; (disgust)
ασάω
Sickle, ζά*γκλον, η. ζάγκλη, f. άρπη, f
δρεπανον, n. δρεπάνη, f.
Sickly, νοσώδης, επίνοσος, ασθενής,
άρρωστος, νοσηματώδης
Sickness, νόσος, f. νόσημα, η. αρρώσ-
τια, /. ασθένεια, /. πόνος, m. (vomit-
ing) εμεσις,/.
Side, πλευρόν, η. πλευρά, f : by the
side, πάρα, : on every side, πάντη,
πανταχη, πανταχού : from all sides,
πανταχόθεν
Sideboard, κυλικείον, η.
Sideways, πλά-γιος
Siege, πολιορκία, f. : to lay siege to,
πολιορκεω : to raise a siege, άτι--
ανίσταμαι : to take by siege, e/c-
πολιορκεω
Sieve, κόσκινον, η. κιναχύρα, f.
Sift, v. κοσκινεύω, λικμάω
Sigh, στέναγμα, η. στοναχη, f.
Sigh, ν. στενάζω, στεναχίζω, στενω,
αναφέρω [στοναχη, /.
Sighing, στεναΎμος, m. στόνος, m.
Sighing, στενακτικός
Sight, {the sense of sight and the ob-
ject seen) όψις, f. θεα,β. {object seen)
όραμα, η. θέαμα, η. (sense of sight)
ορασις, f. : in sight, εν οφθαλμοίς :
out of sight, e| οφθαλμών, εξ ομ-
μάτων : sharp-sighted, οξυδερκής :
to be sharp-sighted, οξυδερκεω
Sign, σήμα, η. σημεΐον, n. σημασία, f.
σνμβολον, n. τεκμηριον, n. τεκμαρ,
n. ύπόδει-γμα, n. : to give a sign,
σημαίνω, επισημαίνω
Sign, v. σημαίνομαι, ύπoyράφω
Signal, σημεΐον, n. : to make a signal,
σημαίνω, ύποσημαίνω, επισημαίνω,
αναδείκνυμι or αίρω σημεΐον
Signal, επίσημος
Signalise, ν. επισημαίνω, ενσημαίνω,
διάσημον or ενδοξον ποιεομαι
Signally, adv. επισήμως
Signature, ύπoyρaφη, f.
Signet, σφραγις, f. σημ,αντηρ, m.
521
SIN"
Significance, ροπή, f.
Significant, σημαντικός, σημειώδης,
εμφατικός [τικώς
Significantly, adv. σημαντικώς, εμφα-
Signification, σημείωσις, f δύναμις, f.
Signify, v. σημαίνω, επισημαίνω, επι-
Ύνωρίζω, δηλόω : to signify before-
hand, προσημαίνω, προσημειόω
Silence, σηη, f σιωπή, f. ησυχία, f.
αφωνία, f. : to keep silence, σι-γάω,
σιωπάω, κατασιηάω, αποσιωπάω,
κατασιωπάω
Silence, ν. κατασιωπάω, απαλλάσσω
Silent, σιωπηρός, σι*γηλος, άφωνος,
&φθoyyoς, άβακης, ήσυχος : to be
silent, σιωπάω, κατασιωπάω, σηάω,
κατασηάω, αβακεω [αλόγως
Silently, adv. σ?γα, (Tiyfj, άφώνως,
Silken, σηρικός [$, c.
Sonorous, ηχώδης, ψοφώδης
Soon, αντίκα, εύθυς, παραυτίκα, atya,
ταχύ, τάχα, ταχέα?? : as soon as,
άμα, επειδαν τάχιστα : as soon as
possible, ως τάχιστα, οττι τάχιστα,
rj or όσον τάχος : as soon as they
could, ως εΊχον τάχους
Sooner, adv. πρότερον, πάρος ; adj.
πρότερος, προτεραίτερος
Soot, άσβόλη, f. άσβολος, /. ψόλος,
m. αϊθαλος, m.
Soothe, v. θελ^/ω, πραννω, μειλίσσω
ώ -ομαι, ίλάσκομαι, καταψηχω,
σαίνω, ύποσα'ινω
Soother, θελκτηρ, m. θέλκτωρ, on.
Soothing, θελκτηριος, ήπιος, πραϋν-
τικός, προσηνής
Soothsayer, μάντις, m. οιωνοσκόπος,
on. οιωνιστης, τϊι. ο'ιωνοπόλος, on.
οϊωνόμαντις, C. χρησμολό'γος, on.
χρησμωδός, m.
Sooty, αϊθαλώδης, αιθαλόεις, αϊθάλεος,
Sop, μυστίλη, /. [λι-γνυώδηϊ
Sop, V. μυστιλάομαι
Sophism, σόφισμα, η.
Sophist, σοφιστής, on.
Sophistical, σοφιστικός, εριστικός
Sophistry, σοφιστεία, /. η σοφιστική :
to use sophistry, σοφίζομαι, σο-
φιστεύω
Soporiferous, Soporific, ύπνικός, κα-
ρωτικός [φαρμακευτης, m.
Sorcerer, φαρμακός, c. φαρμακευς, m.
Sorceress, φαρμακός,/. φαρμακευτρ'ια,/
φαρμακϊς, /.
Sorcery, φαρμακεία, /. φαρμάκευσις, /.
Sordid, ρυπαρός, πιναρός, μικρολό'γος,
^λισχρός, ανελεύθερος : to be sor-
did, ρυπαίνομαι
Sordidly, adv. μικρολοΎως, ρυπαρώς
Sordidness, ρυπαρία, /. ρυπαρότης, /.
Ύλισχρότης, f. μικρολογα, /.
Sore, έλκος, οι. ελκωμα, οι. ψώρα,/.
Sore, ελκώδης ; (burdensome, severe)
χαλεπός, δύσφορος
Sorely, adv. χαλεπώς, οοννηρώς : to
-wound sorely, ελκόω
Sorrel, όξαλϊς,/.
52j
SOU
Sorrow, αχός, n. λύπη, f. κΐβος, n.
ανία,/.
Sorrow, v. άχθομαι, ολοφύρομαι, ανιά-
ομαι, λυπεομαι
Sorrowful, λυπηρός, ανιαρός, στυγνός,
πενθηρης, πενθημων, πένθιμος, πολυ-
πενθης, πολύστονος, πικρός
Sorrowless, άλυπος
Sorry, (grieved, sorrowful) πένθιμος ;
(vile, luorthless) λυπρός, ουτιδανός,
φαύλος : to be sorry, λυπεομαι,
όδυνάομαι, μεταμελομαι
Sort, φύσις, /. είδος, οι. ^ενος, on. : of
the same sort, ομοεθνής, ομοειδής,
δμοιΟΎενης : of what sort, οίος,
όποΊος : of what sort ] ποίος ; of
all sorts, παντοίος, παντοδαπος
Sort, v. διατίθημι, διατάσσω
Sot, φιλοπότης, on. [δυνάστης, m.
Sovereign, βασιλεύς, m. τύραννος, m.
Sovereign, adj. μόναρχος, ύπατος,
υπέρτατος
Sovereignty, τυραννϊς, f. μοναρχία,/,
βασιλεία, / δυναστεία, /. ηγεμονία,
/• apXV, /
Sought, ζητητος: to be sought, ζη-
τητεος : to be sought diligently,
σπουδαστεος
Soul, ψυχή, /. ψυχάριον, n. θυμός, m. :
of or belonging to the soul, ψυ-
χικος
Sound, φθόγγος, m. κτύπος, m. ψόφος,
on.^ βρόμος, m. ηχη, /. Ιαχή, /.
δουπος, m. βοη,/. καναχη,/. κλα^η,
/. φωνή, /. ηχώ, /. αύδη, /. ακοή, /.
Sound, ύ'γιης, άρτιος, άνοσος, εξάντης,
ολόκληρος ; (ο/ sleep) νηδυμος :
safe and sound, άρτεμης
Sound, ν. ηχεω, ψοφεω, φθέγγομαι,
Ιάχω, κλάζω, κτυπεω, βρεμω, κονα-
βεω, καναχεω, σμαρα'γεω, φωνεω,
βομβεω : to sound a trumpet,
σαλπίζω
Sounding, ηχηεις, ηχώδης, κατηχης,
φωνηεις, βρόμιος, κελάδων : sound-
ing well, εύηχης : loud-sounding,
ύψηχης, βαρύφθογγος, βαρύκτυπος,
βαρύδουπος, βαρύβρομος
Soundly, adv. ύγιώς, κρατζρώς
Soundness, υΎ'ιεια, /. δλότης, 7/J. ολο-
κληρία, /. ασφάλεια, /.
Soup, ζωμός, on. ζώμευμα, η.
Sour, οξύς, όξινης, στρυφνοί, αυστηρός:
to be sour, οξύνομαι
Source, πηγί), /. κρουνός, m. αρχτ,, /.
Sourly, adv. όξεως, στρυφνών
Sourness, οξύτης, J. στροφνότης, f.
ανστηρότης, f.
sou
South, νότος, m. μεσημβρία, f. το με-
σημβρινον
South, Southern, νότιος, μεσημβρινός
South-east wind, εύρος, m.
Southernwood, άβρότονον, n.
South-south-east wind, εύρόνοτος, c.
South-south-west wind, λιβόνοτος, m.
South-west wind, λΐψ, m.
South w T ind, votos, m.
Sow, ύς, /. συς, f. Ύρομφαε, f.
Sow, V. σπείρα.', κατά, πάρω,σπερματόω
Sower, σπορευς, hi. [sowing, σπόριμος
Sowing, σπορά, f. σπόρος, m. : for
Sown, σπαρτός, σπορευτος : self-
sown, αυτόσπορος, αυτόματος : to
be sown, σπόριμος
Sow- thistle, σόyκoς ώ σό*/χος, m.
Space, χωρά, /. χώρημα, n. (vacant
space) διάκενον, n. διάλειμμα, n. :
plenty of space, ευρυχωρία, f. :
space between, τ6 διάστημα, το
μεταξύ [μεγαλοκευθν,ς
Spacious, εύρυς, ευρύχωρος, πλατύς,
Spaciousness, ευρυχωρία, /.
Spade, σμινϋη, /. δίκελλα, f. μάκελλα,
f. μακελη, /. άμη, /. σκαττά-
σκαφε7υν, οι.
Span, σπιθαμή, / δοχμη, /. : span
long, σπιθαμιαΊος
Spangle, ποίκιλμα, n.
Spar, κωπευς, on. σαν\ς, f.
Spar, V. διαπυκτεύω
Spare, V. φείδομαι, περιφείδομαι, άνίτ,υ.ι,
άφίημι, άπεχομαι : not to spurt-,
αφειδεω [/.
Sparing, φειδώ,/, φειδωλία,/. φειδωλή,
Sparing, φειδωλός, ευτελής
Sparingly, adv. φειδωλώς, φειδομενως,
ευτελώς, μετρίως : to live sparingly,
φείδομαι
Spark, σπινθηρ, m. σπινθο.ρ\ς, f. σπιν-
edpiyi- or -ριξ, f. φέψαλος, on. φεψά-
λυξ, m. [στίλβω
Sparkle, V. μαρμα'ρω, άμαρύσσω,
Sparkling, μαρμαρχτγη, /. αμαρυ-γη, f.
άμάρυΎμα, n. [μάρεος
Sparkling, στίλβων, στιλπνός, μαρ-
Sparrow, στρουθος, πι. στρουθίον, οι.
hedge-sparrow, αϊ-γιθος, on. ύπο-
λαίς, /.
Sparta, Σπάρτη, f. Αακεδαίμων, /.
Spartan, a, Σπαρτιάτης, on. -τις, /.
Λάκων, on. Αάκαινα, /.
Spartan, Αακεδαιμόνιος, Σπαρτιατις
Spasm, σπασμός, on. σπάσμα, οι. σπο-
δών, /. σπαραγμός, πι.
Spasmodic, σπασματώδης
Spawn, σπέρμα, n.
527
SPE
Spawn, v. σπείρω
Speak, v. λέγω, φημ\, εΊπον, εξεϊπον,
φράζω, φθεγγομαι, λαλεω, ά^/ορεύω,
διαλύομαι, ά-γοράζομαι, ερεω, μύθε-
ομαι, αύδάω, ^ε^ωνα : to speak at
great length, μακρολο^εω, μάκρη-
Ύορεω : to speak freely, ελεύθερο*
στομέω, εξελευθεροστομεω : to
speak in public, δημηΎορεω
Speaker, ρητωρ, on. ay ορητης, on. :
public speaker, δημηyόpoς, ία.
Speaking, λεξις, /. λόyoς, m. (at
great length) μaκρoλoyίa, f. μακρη-
yopia, /.
Speaking, φωνηεις : good at speaking,
ρητορικός, λεκτικός
Spear, δόρυ, n. ^χος, n. λό~/χη, /.
αι ΧΜ^? /• δοράτιον, n. ξυστυν, οι.:
armed with a spear, λoyχoφόpoς i
λoyχηρης, αιχμηεις : taken by the
spear, αιχμάλωτος, δοριάλωτος
Spearman, αίχμητης, on. αιχμοφόρος,τη.
Special, ίδιος, έξοχος, υπέροχος
Species, είδος, η. ιδέα,/. yεvoς, οι.
Specific, ειδικός, ίδιος, είδοποώς
Specifically, adv. ειδικώς
Specify, V. διορίζω, σημαίνω [πείρα, /.
Specimen, δε^μα, οι. επίδει^/μα, n.
Specious, ευπρόσωπος, εύσχημων,
εύόφθαλμος
Speciously, adv. εύσχημόνως
Speck, στίγμα, οι. σπιλος, on. σπίλω-
Speckle, ν. στίζω [μα, n. κηλις, f.
Speckled, αίόλος, ποικίλος
Spectacle, θεα, f. θέαμα, n. θεωρία, f.
θεώρημα, n. Οραμα, n. οψί*,/. ομμα,η.
Spectator, θεατής, m. θεωρός, m. κατ*
όπτης, ϊιΐ.
Spectre, φάσμα, η. φάντασμα, η.
Speculate, ν. θεωρεω, σκέπτομαι
Speculation, θεώρημα, η. σκέψις, f.
σκεμμα, η. θεώρησις, f.
Speculative, θεωρητικός, σκεπτικός
Speculatively, adv. θεωρητικώς, σκεπ-
τικώς
Speech, λόyoς, m. λεξις, f. φωνή, f.
φράσις, f. μύθος, m. ρησις, f. φθ^~
μα, η. έπος, η.
Speechless, άφωνος, άφθoyyoς, άναυδος
Speechlessness, αφωνία, f. αφασία, /.
Speed, σπουδή,/, ταχύτη^, /. ώκύτης,
/ : with all speed, πανσυδία, παν-
συδεί, πανσυδίην
Speed, ν. σπεύδω, σπουδάζω, σκιρτάω
Speedily, adv. τάχα, ταχύ, ταχέως ;
αίψα, σπουδτ)
Speediness, ώκύτης,/. ταχύτηε,ί.
Speedy, ταχύς, ώκυς, σπουδαίος, θοος
SPE
Spell, φίλτρον,η. επωδ^ή,/.γοίιτευμα,η.
Spend, v. αναλίσκω ώ αναλόω. κατανα-
λίσκω, άπαναλίσκω, τελεω, δαπανάω,
καταδαπανάω ; (as time) τρίβω, δια-
τρίβω, διάγω : to spend in or on,
(as time) ενδιατρίβω, επιδιατρίβω :
to spend besides, ττ ροσ αναλίσκω,
προστελέω, επαναλίσκω
Spending, ανάλωσις,/ (of time) τριβή,
/. διατριβή, /
Spendthrift:, χρηματοφθορικός, άσωτος
Sperm, σπέρμα, n.
Sphere, σφαίρα,/.
Spherical, σφαιροειδης, σφαιρικός,
σφαιρίτης : to make spherical,
σφαιρόω, σφαιροποιέω
Sphinx, σφϊγξ, /
Spice, άρωμα, n. θυώματα, n. pi.
Spice, V. αρωματίζω
Spicy, αρωματώδης
Spider, αράχνης, m. αράχνη, f. (gene-
rally venomous) φαλάγγιον : spider's
web, αράχνιον, n. αράχνη, / : of or
belonging to a spider, άραχνοΓιος
Spike, στύραξ, m. στνράκιον, n. σαυ-
ρωτηρ, m. σκόλοφ, m.
Spikenard, νάρδος, /.
Spill, v. εκχεω [ταλασιουργέω
Spin, v. νεω, νηθω, κλώθω; (wool)
Spinal, ραχίτης [νητρον, n.
Spindle, άτρακτος, c. κλωστηρ, m.
Spine, ράχις, / άκανθα, f.
Spinner, κλωστής, m. κλωστηρ, m. :
spinner of wool, τaλaσιoυpybς, c.
Spinning, νησις, f. κλώσις, f. (wool)
ταλασιουργία, /.ταλασία,/ : the art
of spinning, η νηστική : belonging
to spinning, νηστικός : belonging
to wool-spinning, ταλασιουργικός,
ταλάσειος
Spinster, παρθένος, /
Spiral, κοχλιώδης, σπειρώδης : any-
thing spiral or twisted spirally,
spiral staircase, κοχλίας, m. κοχ-
λίον, n.
Spire, σπείρα, f. σπείρημα, n. ελιξ, /.
Spirit, πνεύμα, n. ψυχή, / (courage)
φρόνημα, n. φρόνησις, f. μένος, n. :
nobleness of spirit, μεγαλοφροσύνη,
/ μεγαλογνωμοσύνη, f.
Spirited, θυμοειδης, εύθυμος, εΰφυχος,
μεγαλόφρων, νεανικός
Spiritedly, adv. μεγαλοφρόνως
Spiritless, άθυμος, ακέριος
Spiritual, πνευματικός
Spit, όβελός, m. οβελίσκος, m.
Spit, Spit out or up, v. πτύω, εκπτύω,
άποπτύω : to spit upon or at, κατά•
528
SPO
πτύω, προσπτύω, επιπτϋω ; (put
upon a spit) πείρω, αναπείρω
Spite, κότος, m. επίχαιρε κακία, /
Spiteful, εγκοτος, επιχαιρέκακος, κακό-
νοος, -νους
Spitefulness, κότος, m. εγκότησις, /
κακόνοια, / κακοφροσύνη, / απέχ-
θεια, / [λισμός, m.
Spitting, πτύσις, / πτυσμός, m. πτυα-
Spittle, πτύελον,η.πτύσμα,η. σίαλον,η.
Splash, λάταξ,/
Splash, ν. πλατυγίζω
Spleen, σπλην, m.
Splendid, λαμπρός, αγλαός, σιγαλόεις,
φαεινός, ευπρεπής, μεγαλοπρεπής,
αβρός, αϊγληεις, εναργής, δαφιλης :
to make splendid, λαμπρύνω : to
be splendid, λαμπρύνομαι, στϊλβω
Splendidly, adv. εύπρεπώς, μεγαλο-
πρεπώς, λαμπρώς, αγλαώς : most
splendidly, λαμπρότατα
Splendour, λαμπρότης, / το λαμπρόν,
ευπρέπεια, / άγλα'ια, / α'ίγλη, /.
επίλαμφις, / ευδοξία, / [σπληνιάω
Splenetic, σπληνικός : to be splenetic,
Splint, πλάστιγξ,/ νάρθηξ, m. σχίδη, f.
Splinter, σχίζα,/, σχίδαξ, / σχίδη, /
σχίδιον, η. σκινδάλαμος, m. αγη, /.
Splintery, σχιδακώδης
Split, σχισμή, /. σχίσμα, η.
Split, σχιστός : split into many,
πολύσχιστος, πολυσχιδής
Split, ν. σχίζω, διασχίζω
Splitting, σχίσις,/.
Spoil, σκυλον, η. ; spoils, σκύλα, η. pi.
σκύλευμα, η. λάφυρα, η. pi. εναρα,
n.pl.
Spoil, v. (injure) φθείρω, διαφθείρω,
βλάπτω; (plunder) συλάω, σκυ-
λεύω, εναρίζω, εξεναρίζω, αφαιρέομαι
Spoiler, συλητωρ, m. συλητης, m.
Spoke, κνημϊς, /.
Spoken, ρητός, λεκτός : that may be
spoken, ονομαστός, φατός : that
must be spoken, ρητέος, λεκτέος
Spoliation, αρπάγη,/ σύλησις,/. σκυ-
λεία, /
Spondee, σπονδεΐος (πους), m.
Sponge, σπόγγος, m. σπογγία, /.
σπογγίον, η.
Sponge, ν. σπογγίζω, περισπογγίζω
Sponginess, σομφότης, /
Spongy, σπογγώδης, σπογγοειδής,
σομφός, σομφώδης
Sponsor, εγγυητής, m. [αύτόρυτος
Spontaneous, εκούσιος, αυτόματος,
Spontaneously, adv. εκουσίως, εξ
εκούσιας, εκούσια, αυτομάτως
SPO
Spoon, κοχλιάριον, οι. τάρακτρον, η.
τορύνη,/.
Sport, παίδια, /. παηνιά, f. άθυρμα, 71.
παΐτγμα, οι. : to make sport of,
εντρυφάω, καταμειδιάω, εμπαίζω
Sport, ν. παίζω, εμπαίζω, κουρίζομαι,
άθύρω : to sport with, προσαθύρω,
σνμπαίζω, προσπαίζω
Sportive, φιλοπα'^μων, παιγνιώδης
Sportiveness, κουροσύνη, /. [on.
Sportsman, Kwriyer-qs, m. θηρευτής,
Spot ; κηλϊς, f. σπίλος, on. σπίλωμα,
n. στί'/μα, οι. φολϊς, f.
Spot, v. στίζω, σπιλόω, μιαίνω
Spotless, άσπιλος, αμίαντος, άμωμος
Spotted, στικτός, αίόλος, κατάστικτος,
ποικίλος ; (with black) μελανόστικτος
Spouse, σύνευνος, c. σνζν"γος, c. σύ-
ζυξ, c. συνευνετης, m. -τις, f.
Spout, σίφων, πι.
Spout up or forth, V. βλύω, αναβλύζω,
άνακηκίω, ανατρέχω, ανασεύομαι,
ανακοντίζω
Sprain, στρέμμα, οι.
Sprain, ν. σπάω, στρέφω
Sprat, μαινϊς, f μαινίδιον, οι.
Spray, άχνα, Ion. άχνη, /. άφρος, on.
Spread, ν. στορεννυμι ώ στρώννυμι,
άναπετάννυμ.1, εκπετάννυμι, τείνω, εκ-
τείνω; (esp. of a report) σπείρω, δια-
σπείρω, διαδίδωμι, διαθροεω, σκεδάν-
ννμι, κατασκεδάννυμι ; intrans. χω-
ρεω, διέρχομαι, διηκω, διαθεω, σκε-
δάννυμαι ; (as fame) διαφέρω : to
spread over or upon, ύπερτείνω,
επιπετάννυμι, επισκεδάννυμι : to
spread under, ύποστορεννυμι, υπο-
βάλλω : to spread around, άμ-
φιχεω, περιτείνω, περιπετάννυμι : to
spread on, (as a plaster) επι-
πάσσω, υπαλείφώ
Spread, στρωτός : spread on, (as a
plaster) επίπαστος [φυης
Spreading widely, άμφιλαφης, εύρυ-
Sprig, οάχος, f. κλαδίον, n. κλαδίσ-
κος, on.
Sprightliness, φαιδρότης,^ ίλαρότης^.
Sprightly, φαιδρός, ιλαρός, ελαφρός
Spring, εαρ, contr. ήρ, οι. : of or
belonging to spring, εαρινός : to
pass the spring, εαρίζω
Spring, (lea,p) άλμα, n. πήδημα, οι.
Spring, (fountain) πη-γη^. κρήνη, f.
κρουνός, on. νάμα, οι. : of or belong-
ing to a spring, κρηναϊος : spring
water, κρηναΐον ύδωρ, οι.
Spring, Spring up, v. (leap) πηδάο;,
ανχττηδάω, θρώσκω, άναθρώσκω, άλ-
529
SQU
λομαι ; (start up) υπανϊσταμαι : (as
water) αναβλύζω ; (as plaoits) βλασ-
τάνω, αναφύομαι : to spring upon,
εφάλλομαι, επιθρώσκω, παραπηδάω
Springs, a chariot on, αιώρα, f.
Sprinkle, v. σκεδάννυμι, κατασκεδάν-
νυμι, ραίνω, επιρραίνω, πάσσω, κατα-
πάσσω. επιπάσσω, παλύνω
Sprinkled, κατάπαστος, ραντος
Sprinkling, ραντισμος, m. παλαΎμος,οιι.
Sprout, βλαστός, m. βλάστημα, οι.
εκφυσις, f.
Sprout, ν. βλαστάνω, /θλαστεω
Sprouting, βλάστησις, f εκφυσις, /.
Spun, κλωστος, νητος
Spur, κεντρον, οι. μυώψ, on. : cock's
spur, πληκτρον, οι.
Spur, ν. κεντεω, κεντρίζω, νύσσω ;
(urge on, ioicite) ερεθίζω, οτρύνω
Spurious, νόθος, κίβδηλος, παράσημος
Spurn, ν. λακτίζω, απολακτίζω, απορ-
ρίπτω, ατιμάζω, οληωρέω, πλησσω
Spurt out, ν. ανακοντίζω, άνακηκίω,
βλνζω, αναβλύζω, άνασεύομαι, εκ-
πάλλομαι
Sputter, ν. άναπτύω
Spy, σκοπός, οοι. κατάσκοπος, on. οπ-
τηρ, on. κατόπτης, τα.
Soy, ν. κατασκοπεω, σκοπιάζομαι, δια-
σκοπιάομαι, κατοπτεύω
Spying, κατασκοπη, f.
Squabble, νεΊκος, οι. κολοώς, on.
Squabble, ν. νεικέω
Squadron, ϊλη, f. τάξις, f. τέλος, n.
Squalid, αυχμηρός, αύχμώδης, αύσ-
ταλέος : to be squalid, αύχμεω
Squalidity, αυχμός, on.
Squall, Squalling, κρaυyaσμbς, m.
κλαυθμυρισμός, on. (of wind) κατ-
aiyh, f. μαψαυραι, f. pi.
Squall, V. κpaυyάζω, κλαυθμυρίζω
Squander, v. αναλίσκω, καταναλίσκω,
εκχεω, άπόλλυμι, διασπείρω
Squanderer, άσωτος, m.
Square, ίσόπλευρον πλαίσιον, οι. πλαί-
σιον, οι. το τετρά^/ωνον
Square, τετράγωνος, εyyώvιoς \ (of
oiunibers) Ισόπλευρος, τετράγωνος,
επίπεδος
Square, ν. τετρayωvίζω
Squaring, τετρayωvισμbς, on. ■
Squat, ν. κατακλίνομαι
Squeak, ν. τρίζω, κρίζω
Squeamish, σικχος, τρυφερός [της, f.
Squeamishness, τρυφη, f. τρυφερό-
Squeeze, ν. θλίβω, πιέζω : to squeeze
together, συμπιέζω, συνθλίβω : to
squeeze out, εκπιεζω, εκχυλίζω
ζ 5
SQU
Squeezing, πίεσις, f. : squeezing out,
έκπίεσις^. έκπιεσμbς,πι. εκθλιύ/ις^.
Squill, σκίλλα, f. σχ'ινος, f.
Squint, Squinting, Ιλλος, m. 'ίλλωσις,
f. στραβισμόΞ, πι.
Squint, v. ίλλαίνω, Ιλλίζω, Ιλλωπίζω,
■ν ϊλλω, παραβλέπω, στραβίζω
Squinting, παραβλωψ, Ιλλώδης, στρα-
βbs, στpεβλbς
Squirrel, σκίουρος, πι.
Squirt, σωλην, πι.
Stab, ν. κεντάω, ουτάω, διαπείρω
Stability, μονία, f. βεβαιότης, f. κατά-
στασις, f. ευστάθεια, f.
Stable, σταθμός, πι. σηκός, πι. Ιππο-
στάσιυν, η. ίππόστασις, f. αυλών, η.
Stable, βέβαιος, στάσιμος, ευσταθής,
μόνιμος
Staff, βακτηρία, /, βακτηριον, η. βάκ•
τρον, η. ράβδος, f. σκίπων, πι. σκηπ-
τρον, τι.
Stag, έλαφος, m. : of stags, ελάφειος :
stag-hunting, έλαφηβολία, f.
Stage, σκηνή, f. : of the stage, σκη-
Stagger, ν, σφάλλομαι [νικός
Staggering, παράφορος
Stagnant, στάσιμος, λιμναίος
Stagnate, v t λιμνάζω
Stagnation, λψνασία, f.
Stain, κη\\ς, f. σπΊλος, πι. σπίλωμα, n.
μίασμα, n. μολυσμός, πι.
Stain, V. μιαίνω, μολύνω, κηλιδόω,
σπιλόω, παλάσσω, χραίνω, χρώζω
Stained, σπιλωτός [πι.
Stair, βαθμός, πι. βαθμίς, f αναβαθμός,
Staircase, κλΤμαξ, /.
Stake, σκόλοφ, πι. σταυρός, πι. χάραξ, C.
Stale, παλαώς, 'έωλος, σαπρός
Stalk, καυλός, m. καλάμη, f. ανθέριξ,
πι. : with one stalk, μονόκαυλος :
with many stalks, πολύκαυλος
Stall, μάνδρα, f. Ζπαυλις,/. στα0μ&5, m.
φάτνη, f, αΰλιον, 11.
Stall-fed, σηκίτης [υχευτης, πι.
Stallion, οχεΐον, η. όχεΐος Ίππος, πι.
Stammer, ν. ψελλίζω, βαμβαίνω, βατ-
ταρίζω, παφλάζω
Stammering, φελλότης, f. ψελλισμός,
Stammering, Ισχνόφωνος [m.
Stamp, {impression) τύπος, πι. χαρακ-
τηρ, m. κόμμα, n, {stamping of
feet) κόμπος, m.
Stamp, v. (impress) τυπόω, χαράσσω,
ε^γχαράσσω, κόπτω ; (ivith the foot)
στείβω, κροαίνω
Stand, βωμός, m. (standing -place)
στα^μ^5, πι. στάσις, f.
Stand, v. Ίσταμαι, καθίσταμαι : to
530
STA
make to stand, set, stop, 'ίστημι :
to stand firmly, ερείδομαι, έχω;
(in battle) υπομένω, παραμένω, υφ-
ίσταμαι : to stand by or near,
παρίσταμαι, προσίσταμαι, παραστα-
τέω : to stand off, away, or aloof
from, άφίσταμαι, εξίσταμαι : to
stand upon, εφίσταμαι, επεμβαίνω,
επιβαίνω : to stand up, άνίσταμαι,
επανίσταμαι, ύπανίσταμαι : to stand
against, ανθίσταμαι, αντιάω : to
stand together, συνίσταμαι
Standard, σημείον, n. σημαία, f. (rule,
criterion) ορός, πι.
Standard-bearer, σημειοφόρος
Standing, στάσις, f: standing aside,
έκστασις, f.
Standing, στάσιμος, στατός : stand-
ing firm or upright, στάδιος, στα-
δαΐος : standing before, προστά-
τη ρ to ς : standing by, adv. πάρα-
σταδ^ : standing round, περιστα-
δόν
Stanza, στίχος, m.
Star, αστήρ, πι. άστρον, n. : without
Starch, άμυλον, n. [stars, άναστρος
Stare, V. οπιπτεύω, εμβλέπω, ατενίζω
Starling, ψάρ, πι. [δη ς, άστρωπός
Starry, αστρφος, αστερόεις, αστεροει-
Start, όρμη, /. πήδημα, η.
Start, v. (set out) βαίνω, δρμάομαι,
αίρω : start up, ύπανίσταμαι, ανα-
πηδάω, εκπηδάω : to start aside
through fear, παρατρέω
Starting-place, βαλβίς, f. ϋσπληζ, f.
ύσπλαΎΪς, f. όρμηττ]ριον, n. αφε-
τηρία, f.
Startle ώ be startled, v. εκπλήσσω,
πτησσω, ταράσσω, ταρβέω, φοβεω
& φοβέομαι
Starvation, λιμός, m. λιμοκτονία, f.
Starve, ν. λιμοκτονέω, λιμαίνω
Starving, λιμοκτόνος* λιμοθνης
Statary, εδραίος, στάδιος, σταδαΊος
State, πόλις, f. πολιτεία, f. πολίτευμα,
η. το κοινόν, τό δημόσιον : belong-
ing to the state, πολιτικός
State, (condition) στάσις, f. κατά-
στασις, f έξις, /.
State, V. λέ'γω [πεια, f.
Stateliness, σεμνότης, f. με'γαλοπρέ-
Stately, σεμνός, μεηταλοπρεπης, ayav-
ρός, ύψαύχην, κυδρός, τρα"γικός
Statement, λόΎος, m. δι4)*γησις, /.
Statesman, πολιτικός, m.
Statics, η στατική
Station, στάσις, f. σταβ /xbs, m. τά£>ς,
f. φυλακή, f. : naval station, ναΰ-
STA
σταθμον, η. ναυκληριον, η. 'όρμος, m.
ναύλοχος, m.
Station, ν. τάσσω, τίθημι, χωρίζω,
ύφίστημι : to be stationed, Ιδρύ-
ομαι, ύποκάθημαι : to be stationed
opposite, αντικάθημαι, αντικαθέζομαι
Stationary, στάσιμος, σταδαΐος, απλα-
νής
Statuary, αγ αλματ οποίος, m. ερμο-
γλυφευς, m. άνδ ρ ιαντ οποίος, m.
πλάστης, m.
Statue, άγαλμα, n. άνδριας, m. βρέτας,
n. εικών, f. κολοσσός, m.
Stature, ηλικία, f. μέγεθος, n. δέμας, n.
Statute, θεσμός, m. νομοθέτημα, n.
Stay, Staying, μονή, f.
Stay, v. μένω, υπομένω, καταμένω,
επιμένω, κατέχομαι ; (act. to hold
hack, restrain) κατέχω
Steadfast, έμμονος, παράμονος, πάρα•
μόνιμος, μόνιμος, βέβαιος, ευσταθής,
εμπεδος, υποστατικός
Steadfastly, adv. εμμόνως, βεβαίως,
εμπέδως, παραμόνιμον, συνεστηκότως
Steadfastness, επίμονη, /. έμμονη, /.
παραμονή, f. μονιμότης, f
Steadily, adv στασίμως, ευσταθώς,
άταράκτως, συντόνως, καθεστηκότως
Steadiness, ευστάθεια, /. τ& στάσιμον,
βεβαιότης, f
Steady, ευσταθής, στάσιμος, ακίνητος,
μόνιμος, αμετ άστατος, ατάρακτος,
ατάραχος, ισχυρός, βέβαιος : to be
steady, ευσταθεα?
Steak, φλογϊς, /.
Steal, ν. κλέπτω, εκκλέπτω, ύφαιρέω,
κλωπεύω : to steal underhand,
filch, ύφαιρέω, ύποκλέπτω : to
steal or come over or upon, (of
the feelings, as sorrow) δύω ώ δύομαι,
υποδύομαι, είσδύω or -δύνω: to steal
in, παρεμπίπτω, παρεισδύομαι : to
steal away, escape, άφέρπω, δια-
κλέπτομαι ; to steal away from
another's company, ύποκλέπτω
εαυτόν
Stealer, κλέπτης, m.
Stealing, κλοπή, f. ύφαίρεσις, f.
Stealth, κλοπή, f κλέμμα, n. : by
stealth, λάθρη, λάθρα, λαθραίως,
κλοπή, ύπο μάλης : to take by
stealth, διακλέπτω, εκκλέπτω
Stealthy, adv. λαθραίος, λάθριος, κλω-
πικος, κλόπιος, κλοπιμαίος, κλόπιμος
Steam, ατμός, m. άτμ\ς, f
Steam, ν. άτμίζω, ατμιάω
Steaming, ατμώδης, άτμιδώδης
Steed, 'ίττπός, c πώλος, c
531
STI
Steel, χάλυψ, m. χάλυβος, m. άδάμας,
m.
Steel, adj. χαλυβΐικος, χαλυβικος,
αδαμάντινος
Steelyard, σταθμός, m. ζυγυν, n.
Steep, κρημνός, m. αίπος, n. κατωφέ-
ρεια, f.
Steep, κρημνώδης, προσάντης, κατάν-
της, επάντης, απορρώξ, απότομος,
υρθιος, α'ιγίλιψ, πρηνης, κατάκρημ-
νος, παράκρημνος, άνωφερης
Steep, ν. φύρω
Steer, μόσχος, m.
Steer, ν. κυβερνάω : to steer towards,
κατέχω ες, επιπροίημι
Steering, κυβέρνησις, f.
Steersman, κυβερνήτης, m. πρύμνη-
της, r m. πηδαλιούχος, m.
Stem, καυλός, m. στόλος, m.
Stem, v. κατέχω, κωλύω
Stench, όδμη,/. δυσωδία^. βρώμος,τα.
Step, βήμα, η. βάσις, f πάτος, τη.πρό-
βημα, η. 'ίχνος, η. ϊχνιον, η. (of α
stair or ladder) βαθμ\ς, f βάθρον,
η. κλιμακτηρ, ra. : with steps,
κλιμακόεις [τρωος, m. μητρυώς, m.
Stepfather, πατρυώς, πατρυος & πα-
Stepmother, μητρυιά^.
Sterile, στείρος, στερρός, άκαρπος, χέρ-
σος, ατρύγετος, δύσβωλος
Sterility, άκαρπία, f. στείρωσις, f
Stem, πρύμνα & πρύμνη, f
Stem, χαλεπός, σκληρός, ώμος, άγριος,
άμείλιχος, αμείλικτος, δεινός
Sternly, adv. χαλεπώς, άγρια, ύπόδρα
Sternness, χαλεπότης, f. δεινότης, f.
σκληρότης, /. φοβερότης, f. σκλη-
ρουχία, f
Stew, κασώριον, n. πορνεϊον, n.
Stew, ν. εψω, ε|εψω, πνίγω, αναβράσσω
Steward, ταμίας, m. επίτροπος, m.
επιστάτης, m. : to be a steward,
ταμιεύω, επιτροπεύω
Stewardship, ταμιεία, f.
Stewed, πνικτος
Stewing, πνιγμός, m. πνΐξις, f.
Stick, ράβδος^, δοκϊς, f. βακτηρία,]",
ξύλον, n. : dry sticks, φρύγανον, n.
κάρφος, n.
Stick, v. (act.) προσμάσσω, πηγνυμι,
προσφύω, περιφύω, περιστίζω : (in-
trans.) stick to, προσμάσσομαι,
εχομαι, προσέχομαι, αντέχομαι, περι-
φύομαι, προσφύομαι, πρόσκειμαι '. to
stick in, εμπηγνυμι
Sticky, γλισχρος, γλοιώδης
Stiff, στερρός, στέρεος, σκληρός
Stiffen, ν. πηγνυμι, σκληρόω, σκλη-
STI
ρννω, στερεόω ; (intrans. to become
stiff) π^νυμαι, ναρκάω
Stiffly, adv. στερρώς
Stiffhecked, σκληροτράχηλος
Stiffness, στ ερεότης, f. νάρκη, f.
Stifle, v. Trviyo), σβεννυμι
Stifled, πνικτος
Stifling, πνϊξις, f. πνημος, m. πν\ξ, f.
Stifling, πνιγηρός, πνιγώδης : a stifling
Stigma, στίγμα, n. [heat, πνίγος, n.
Stigmatise, v. στίζω [μης
Still, ήσυχος, ηρεμαΊος, εΰκηλος, ατρε-
Still, v. ησυχάζω, ηρεμίζω, ίλάσκομαι:
to be still, ηρεμέω, ηρεμίζομαι,
άτρεμέω
Still, adv. Κτί, εϊσετι [ατρεμα, -as
Still, Stilly, adv. ήρεμα, ηρεμαΐα,
Stilling, ηρέμησις,/.
Stillness, ησυχία, f ηρεμία, f. άτρε-
μία, f. το ατρεμες
Stimulate, v. ορμάω, -παρορμάω, παρ-
οξύνω, εγείρω, κεντρίζω, κινεω, οτρύ-
νω, έζοτρύνω, ζωπυρεω, αναζωπυρεω,
θτ}γω, εξάγω, κνίζω
Stimulating, παρορμητικός, παροξυν-
τικος, κινητικός [σις, f.
Stimulation, παρόρμησις, f. κεντρω-
Stimulus, κεντρον, n. παρόρμημα, οι.
Sting, κεντρον, η. κεντρημα, η. οίστρος,
τη. οϊστρημα,η. εγκεντρϊς^. : having
a sting, κεντρωτοϊ, εγκεντρος
Sting, ν. οίστρεω, κεντεω, κεντρόομαι,
κατακεντεω, δάκνω, νύσσω, ύπονύσσω
Stinginess, φειδώ, f φειδωλία, f. γλισ-
χρότης, f. κιμβεία, f. μικρολογία, /.
σκνιπότης, f. [μικρολόγος, σκνιπος
Stingy, φειδωλός, γλισχρος, ρυπαρος,
Stink, δυσωδία, f. κακωδία, f όδμη, f.
Stink, ν. οζω; (as a goat) τραγίζω,
κιναβράω [οζώδης
Stinking, δυσώδης, κάκοσμος, κακώδης,
Stint, φθόνος, m. κατοχή, f.
Stint, ν. φθονεω, ορίζω
Stipend, μισθός, τη. μισθοφόροι, f.
Stipendiary, μισθωτός, μισθοφόρος
Stipulate, ν. συντίθεμαι, συντάσσω,
συγγράφω
Stipulation, συνθήκη, f. συνθεσία, f.
σύνθεσις, f. σύνταξις, f. συντα'γη, /.
συγγραφή, f.
Stir, κίνημα, n. κίνησις, f.
Stir, ν. κινεω, ανακινεω, ύποκινεω,
κυκάω, τυρβάζω, τορύνω, ταράσσω
Stirrer, κινητής, τη. κινητηρ, m.
Stirring up, κύκησις, f.
Stitch, v. κασσύω, ράπτω, άκέομαι
Stock, πυθμην, m. ρίζα } f. πρςμνον, 11.
φίτροϊ, m. στέλεχος, η,
532
STO
Stocks, ποδοκάκη, f.
Stoic, Ί,τωϊκος
Stolen, κλοπαιος, κλεμμάδιος
Stomach, γαστηρ, /. κοιλία, /. νηδυς, f.
στόμαχος, m.
Stomacher, στρόφιον, n. μίτρα, f.
Stone, λίθος, m. λαας, m. πετρος, m.
λιθάς, m. λιθιδιον, n.\ a round
stone, δλοίτροχος, m. (fruit-stone)
πυρην, τη. γίγαρτον, η. κόκκων, τη. ;
(the disease) λίθος, m. λιθίαση, f.
λιθιδιον, η. : like stone, λιθοειδής,
λιθώδης : paved with stone, λιθό-
στρωτος : built of stone, λιθόδμη-
τος : throwing or pelting with
stones, λιθοβόλος, πετροβόλος : to
be turned into stone, λιθόομαι : to
have the stone, λιθιάω
Stone, of stone, λίθινος, λάϊνος, λαί-
νεος; (of fruit) πυρηνώδης
Stone, v. λεύω, καταλεύω, λιθάζω,
καταπετρόω, λιθοβολεω
Stone-cutter or mason, λιθοτόμος,
τη. λιθoυpybς, τη. λιθοδόμος, τη. λιθο-
λόyoς, τη.
Stone-quarry, λιθοτομία, f λατομία, f.
Stoner, λευστηρ, τη. [πετροβολία, f.
Stoning, λευσμος, τη. λιθοβολία, f.
Stony, λιθώδης, λίθαξ, λάϊνος, λαίνεος,
πετρώδης
Stool, θρανος, m. θρανίδιον, η. δίφρος, c. :
three-legged stool, σκόλυθρος, m.
σκολύθριον, η. : foot-stool, ύποπό-
διον, η. θρηνυς, τη.
Stoop, ν. κύπτω, ςγκύπτω, υποκύπτω,
κυπτάζω, κλίνομαι, νεύω : to stoop
forwards or over,• προσκύπτω, προ-
νεύω [στιγμή, f.
Stop, παραγραφή, f. : a full stop,
Stop, v. (act.) παύω, αναπαύω, άπο-
παύω, κωλύω, άποκωλύω, εχω, ϊσχω,
επέχω, καθιστή μι, επιλαμβάνω ; (put
an end to) αναλύω, σβεννυμι, άπο-
σβεννυμι : to stop up, αποκλείω,
εμφράσσω, βύω, 4μβύω : (intrans.)
stop, (stay, remain) μένω, a^a^ueV&j ;
(desist) παύομαι, άποπαύομαι, δια-
λείπω, 'ίσταμαι, ϊσχομαι
Stoppage, Stopping, επίσχεσις, f.
βμφραζις, f. εμφpayμa, n. (ceasing)
παυσις, f. άπόπαυσις, f. : stopping
up φίμωσις, f.
Storax, στύραζ, f.
Store, θησαυρός, m. θησαύρισμα, n.
(plenty) αφθονία, f. περιουσία, f. :
a laying by in store, θησαυρισμός,
m. άπόθεσις, f. [μιεύω
Store, V. θησαυρίζω, αποτίθημι, τα-
STO
Storehouse, ταμιεΐον, η. αποθήκη, f.
θησαυρός, TO. θησαύρισμα, n.
Storing up, άπόθεσις, f. θησαυρισμός,
Stork, neXapybs, on. [to.
Storm, θύελλα, f άελλα, f. λαΊλαψ, f
cuyls, f. Karaiyls, f. χεΐμα, n. χει-
μών, to. (especially hail-storm) χά-
λαζα, f. : to be caught in a storm,
χειμάζομαι
Storm, v. (assault) τειχομαχέω, άστυ-
δρομέω ; (rage) μαίνομαι, έκμαίνομαι
Storming, καταπολέμησα, f. τειχομα-
X ' La ' f'
Stormy, χειμέριος, δυσχείμερος, κυμα-
τίας, κυματοειδής, κυματόεις, κυ-
ματώδης, δυσήνεμος, λαιλαπώδης,
θυελλώδης : to be stormy, κυμαίνω,
κυματόομαι, χειμαίνω
Story, μύθος, on. λόγο?, on. απόλοΎος,
TO. έξή-γησις, f αφήγησις, f αφήγη-
μα, 01. μυθoλoyίa, f μυθoλόyημa. η.:
to tell stories, μυθoλoyέω : story
of a house, σέλμα, η. : upper
story, ύπερωον, οι. διήρες ύπερωον '.
three stories high, τριώροφος : four
stories high, τετρώροφος
Stove, λαμπτήρ, TO.
Stout, ερρωμένος, εύρωστος, aSpus,
στιβαρός, κρατερός, στιφρός, παχύς,
ακρατή*
Stout-hearted, κρατερόφρων
Stoutly, adv. κρατερώς, Ισχυρώς, ενρώ-
στως, στιβαρώς
Stoutness, ευρωστία, f παχύτης, f.
στιφρότης, f κράτος, οι. αλκή, /.
Straggle, ν, άποσκεδάννυμαι, άποσκ'ιδ-
ναιχαι, άλάομαι [νος
Straggling, διεσπαρμένος, διεσπασμέ-
Straight, ευθύς, ορθός, όρθιος, ίθυς,
εύθύωρος, εύθυφερής, ευθυντος ; adv.
εύθυς, εύθν, ευθέως, ορθώς, ίθυς, Ιθυ,
ίθεως [ιθύνω
Straighten, ν. εύθύνω, κατευθύνω,
Straightforward, εύθυς, εύθύπορος : see
Straight
Straightforward, adv. κατ εύθυ, την
ιθείαν, εκ της ιθείας, αμεταστρεπτεϊ :
to go straightforward, εύθυπορέω,
ιθύω, ορθοβατέω, εύθυωρέω : going
straightforward, εύθυπορία,/. εύθυ-
φορία, f [Ιθύτης, /.
Straightness, εύθύτης, f. ορθότης, f.
Straightway, εύθυς, παραυτίκα, αντί-
κρυ ς
Strain, v. (stretch, exert) τείνω, συν-
τείνω, εντείνομαι, διατείνομαι', (fil-
ter) ήθεω, σακκεω, σακκίζω
Strainer, ήθμος, to. σάκκος, to.
533
STR
Straining, (stretching, exerting) τόνος,
to. διάτασις, f. (filtering) ηθισις, f.
Strait, (narrow pass) πορθμός, to.
πόρος, TO. πύλαι, f. pi. στενωπός , /.
στεινος, n. (difficulty) στενός, n.
Strait, στενός, στενόχωρος
Straiten, v. στενό ω, στενοχωράω
Straitness, στενότης, f. στενοχώρια, /.
Straits, (difficulty, distress) στεΊνος, u.
στενός, n.
Strand, ακτή, f. θ\ς, to.
Strange, (unusual, wonderful) καινός,
άτοπος, ύπερφυής, έκτοπος, περισσός,
αλλόκοτος, νέος; (foreign) αλλό-
τριος, αλλόφυλος, αλλοδαποί, ξένος,
επηλυς [λοκότως, θαυμασίως, άήθως
Strangely, adv. ύπερφυώς, καινώς, άλ-
Strangeness, ατοπία, /. καινότης, /.
άλλοτριότης, f
Stranger, ξένος, to. επηλυς, επηλύτης,
TO. νέηλυς, έποικος, μέτοικος
Strangle, v. ay χω, αποπν'ν^ω, στ pay-
Strangulation, αγχόνη, f. [ζαλίζω
Strangury, στpayyoυρίa, /.: to suffer
from strangury, στρayyoυpιάω
Strap, Ίμας, to. ρυτήρ, TO. βυρσίνη, f.
Stratagem, στρaτήyημa, n. δόλος, m.
τέχνη, f απάτη, f. κλέμμα, n.
Straw, καλάμη, f. κάρφος, n.
Stray, v. πλανάομαι, αλάομαι, όοοι-
πλανέω, αμαρτάνω
Streak, ράβδος, f.
Streaked, ραβδωτός
Stream, ροή, f. ρεΐθρον, οι. ρόος, conir.
ρους, on. ρεύμα, οι. απόρροια^, νάμα,
η. λιβάς, f. χευμα., η. κρουνός, TO.
ρύαξ, on.
Stream, ν. ρέω, χέομαι, προχέομαι
Streamer, παράσημα, οι. σημεΊον, η.
Street, άγυίά, /. όδος, f. ρύμη^. λαύρα, /.
Strength, σθένος, η, κράτος, οι. ρώμη,
f ρώσις. /. ίσχυς, /. αλκή, /. δύνα-
μις,/.βία,/.
Strengthen, ν. ρώννυμι, επιρρώννυμι,
κρατύνω, επισχύω, άρθρόω, βεβαιοω
Strength ening, ρωστήριος
Strenuous, δραστήριος, ισχυρός, δεινός,
εγκρατής, ενεργής
Strenuously, adv. Ισχυρώς, σπουδαίως
Stress, βία, /.
Stretch, ν. τανύω, τείνω, κατατείνω,
διατείνω, εντείνω : to stretch forth,
6pέyvυμι ώ 6pέyoμaι, προτείνω
Stretched, τατος
Stretching, διάτασις, f. εκτασις, f.
εντασις, f τάνυσ.ς, f.
Strew, ν. στορέννυμι ώ στρώννυμι, χέω,
πάσσω : to strew upon, έπιστορέν-
.
STR
νυμι, επιπάσσω : to strew under,
ύποστορεννυμι, ύποπάσσω
Strewed, στρωτός [σκεθρος
Strict, ακριβής, χαλεπός, σύντονος,
Strictly, adv. ακριβώς, συντόνων
Strictness, ακρίβεια, f.
Stride, ορεγμα, n. : taking long
strides, μακροβάμων [όρεγνυμα^
Stride, v. βιβάω, διαβαίνω, ορίζομαι ώ
Strife, epis, f. νείκος, η.
Strike, v. τύπτω, παίω, πατάσσω,
πλησσω, καταπλήσσω, κρούω, κρο-
τεω, θείνω, κόπτω, βάλλω, προσ-
βάλλω ; (toith a stick) ραπίζω : to
strike against, προσκόπτω, προσ-
πταίω, προσεμβάλλω : to strike
down, καταβάλλω, ύποτύπτω
Striking, κρουσπ,/.: striking against,
επίκρουσις, f.
String, χορδή, f. νεύρα, f. νευρον, n.
μηρινθος, f : having many strings,
πολύχορδος
String, v. (of a boiv) τανίω, ερύομαι ;
(as beads) συνε'ιρω, ράπτω
Stringent, σύντονος
Stria ging, (of a bow) ταΐΊ>στ£/?, /.
Strip, v. άποδύω, εκδύω, -δύνω, γυμ-
νόω, άπογυμνόω, ψιλόω, περισπάω ;
(rob, as an enemy) συλάω : to strip
off, περιαιρεω [(streak) ράβδος, f.
Stripe, (blow) πληγή, f. ράπισμα, n.
Striped, ραβδωτός
Stripling, μειράκιον, n. μειρακίσκος,
τη. νεανίσκος, m. νεανίας, τη»
Strive, v. αγωνίζομαι, άγωνιάω, διατεί-
νομαι, επεντείνω, ερείδομαι, διαπο-
νίω, μάρναμαι, ίθύω : to strive for,
σπεύδω (els), σπουδάζω, επιτείνομαι :
to strive against, ανθίσταμαι, άντ-
ερείδω, αντιπαλαίω
Striving against, άντερεισις, f.
Stroke, πληγή, f. πλήγμα, n. πλήξις,
f. ράπισμα, n. κρουμα, n. (in writing)
γραμμή^, (as of a clock) κτύπος, m.
κρότος, m. [κατ αράζω
Stroke, V. κσταψάω, ψηλαφάω, επαφάω,
Stroll, v. πλανάομαι, πλάζομαι, περι-
Stroller, πλάνης, m. [νυστέω
Strong, ισχυρός, ερρωμενος, εύρωστος,
καρτερός or κρατερός, εγκρατής,
ρωμ,αλέος, ευσθενης, δυνατός ; (of
things) ενπαγης, εϋπηκτος, πυκινος,
στ εριφος ; (of a fortified place) ερυμ-
νος, εχυρος; (of smell) βαρύς; (if
wine) μαινόμενος : very strong,
ύπερ'ισχυρος : to be strong, ισχύω,
μώνννμαι, ρωμαλεομαι, ευσωματεω,
σθενω, εύσθενεω
524:
STU
Stronghold, ερυμα, οι. εχυρον, η.
Strongly, adv. κρατερώς, εγκρατώς,
ερρωμενως, ευρώστως ; (of places)
εχυρώς ^ ^ [/. δομή, /.
Structure, οϊκοδόμημα, η. οικοδόμησις,
Struggle, άμιλλα, f. πάλαισμα, η.
άθλημα, η. συμπλοκή, /. : without a
struggle, ασφάδαστος
Struggle, ν. αγωνίζομαι, διαμάχομαι,
αμιλλάομαι, άθλεω, άσπαίρω : to
struggle against, ανταγωνίζομαι,
παλαίω, αντιπαλαίω
Strung together, ραπτος
Strut, ν. σοβεω, διαβάσκω, ύπτιάζω
Stubble, καλάμη, /.
Stubborn, αυθάδης, σκληρός, δύστρο-
πος, αδαμάντινος, δύσπειστος
Stubbornly, adv. au^a5o)s, άδαμαντίνως
Stubbornness, αυθάδεια^. δυστροπία, f.
Stucco, κονίαμα, n.
Stud, ήλος, m. (of horses) 'ίππος, f.
Student, μαθητές, m. φιλόσοφος, m.
Studious, φιλομαθής ; (careful about)
επιμελής, σπουδαίος
Studiously, adv. επιμελώς, σπουδαίως,
συντόνως, επίτηδες
Study, Studiousness, επιτήδευσις, /«
επιμέλεια, f. φροντϊς, f. διατριβή, f.
(literary study) φιλοσοφία, f. (ob-
ject of Study) επιτήδευμα, n. επιμε-
λή μα, n. (room for study) φροντισ-
τηριον, n.
Study, v. (be careful about) σπεύδω,
μελετάω, επιμελεομαι, φροντίζω,
επιτηδεύω; (in a literary sense)
φιλοσοφεω
Stuff, V. πληρόω, άναπληρόω, ύπερπλη-
ρόω, αναμεστίω, σάττω [η.
Stuffing, στοιβη, /. (force-meat) θρΐον,
Stumble, Stumbling, σφάλμα, n,
πταίσμα, n. πρόσπταισμα, n. περί-
σφαλσις, f.
Stumble, ν. πταίω, σφάλλομαι: stum-
ble against, προσκρούω, προσπταίω,
προσκόπτω, περισφάλλομαι [η.
Stump, τομή, f. κορμός, m* στέλεχος,
Stumpy, στελεχώδης
Stun, v. (astound) εκπλήσσω, ταράσσω,
συνταράσσω, αναταράσσω
Stunted, κολοβός
Stupefaction, εκπληξις, f. θάμβος, η.
Stupendous, θαυμάσιος, άθεσφατος
Stupid, σκαώς, άμαθης, ασύνετος, φαύ-
λος, κωφός, μωρός, νωθης, άβελτε-
ρος, άπόπληκτος, αναίσθητος, άφυης,
βλά£, βλάχικος, άνοος : to be stupid,
βλακεύω, άμαθαίνω, μακκοάω, ύηνεω
Stupidity, άνοια, /. άγνοια, /. άγνω-
STU
μοσύνη, f. άμαθία, f. ασυνεσία, f.
σκαιότης, f. βλακεία, f. άβελτερία,
/. κωφότης,/. ^
Stupidly, adv. αναίσθητους, τετυφω-
μενως
Stupify, ν. τύφω, εκπλήσσω, μωραίνω
Stupor, αναισθησία, /. εκπληζις, /.
Sturdy, κρατερός, ισχυρός, εύρωστος,
ερρωμενος, στιπτος, eyKparrjs
Sturgeou, ελλοψ, /.
Stutter, ν. βατταρίζω, ψελλίζω
Sty, συφεος, τα. χοιροκο μείον, η.
Stygian, 'Zrvyios
Style, στνλοε, τα. Ύραφϊς, /. (of
speaking, &c.) λέξις, f.
Styx, the, 2τ&|, /. [/.
Suavity, (mildness) ηδονή, f. μειλίχια,
Subdivide, V. ύποδιαιρεω, κατακερμα-
Subdivision, ύποδιαίρεσις, f. [τίζω
Subdue, V. δαμάω, δαμάζω, νικάυι, ύπο-
χειρόω
Subduer, δμητηρ, τα. δμητειρα, f. δα-
μαντηρ, τα. δαμάλης, τα.
Subject, θέμα, η. ύπόθεσις,/, υποβολή,
f. το ύποκείμενον
Subject, ν. ύποτ'ιθημι, υποβάλλω, κατα-
δουλόω
Subject to, υποχείριος, υπήκοος, κατ-
4\κοος, κάτοχος, ΰποχος : to be sub-
ject to, ύπόκειμαι, ενέχομαι
Subjection, υπόταξα, /. ύποτα-γη, f.
Subjects, οι ύποτεταγμένοι
Subjoin, V. επιβάλλω, επιλύω, ΊΜψα-
φθεyyoμaι, παρατίθημι
Subjugate, ν. καταστρέφομαι, παρ-
ίσταμαι, ύποζεύ^γνυμι, ύποχειρόω, 5α-
μάω, νικάω [/,
Subjugation, καταστροφή,/, ύπόζευξις,
Subjunctive mood, ό υποτακτικός
Sublime, υψηλός, μετέωρος, ύψίπους,
μετάρσιος, άκρος
Sublimity, ΰψος, τι. ύψηλότης, /.
Submerge, ν. ποντίζω, καταποντίζω,
καταδύω
Submersion, καταποντισμος, m.
Submission, ϋπειξις, f. ύπόταζις, f,
πειθαρχία, f. ύπόπτωσις, f. χειρο-
ηθεια, /.
Submissive, ύπομενητικος, πειθήνιος,
θεραπευτικός, χειροηθης, ύφειμενος,
ύπείκων, υπήκοος
Submissively, adv. ύφειμενως, ταπει-
νώς, ύποπεπτωκότως
Submit, v. (act.) ύφίημι, ϋφίστημι: to
be submitted to, ύπόκειμαι ; intrans.
(to yield) εϊκω, ύπε'ικω, ύφίεμαι, προσ-
ίεμαι, υφίσταμαι, υπακούω, επιβάλ-
λομαι
535
SUB
! Subordinate, υπηρετικός, ύπoτετayμε•
νος, πάρερyoς ; (to another) υπάλ-
ληλος : a subordinate, υπηρέ-
της, τα.
I Subordination, υποταγή,/•
Suborn, ν. ύφίημι, ύποπεμπω, κατά- \
σκευάζομαι
Subornation, κατασκευή, f.
Suborned, ^κάθετος, κατ εσκευασ μένος
Subscribe, V. ύπoyράφoμaι, ύποσημαί-
νομαι, συyκaτaτίθημι
Subscription, ύπoypaφη,f. (collection)
συλλoyη, f.
Subsequent, ύστερος, επηηνόμενος
Subsequently, adv. ύστερον, έπειτα
Subservient, υπηρετικός : to be sub-
servient to, ύπηρετεω [ύφίεμαι
Subside, V. ύπονοστεω, ύποκαθίζω,
Subsidiary, επίκουρος, επικουρικές :
subsidiary troops, το επικουρικον,
επίκουροι, m.pl. επικουρία, f.
Subsidy, δασμός, τα.
Subsist, ν. υφίσταμαι, μένω, άι/τεχω
Subsistence, ζωη,/. βίος, τα. βίοτος, τα*
τροφή, /.
Substance, ουσία, f. ύπόστασις, f.
Substantial, ουσιώδης, σωματώδης
Substantially, adv. ουσιωδώς
Substantiate, ν. ούσιόω, διασαφεω
Substitute, ύπάλλayμa, n.
Substitute, ν, ύπαλλάσσω, υφίσταμαι,
υποβάλλω, ύποκαθίστημ,ι, αντικαθ-
ίστημι, αντεισά^γω, ανθαιρέομαι ;
(ia writing) αντ εyy ράφω, άντεπι-
ypάφω [στατος
Substituted, υποβολιμαίος, ύποκατώ-
Substitution, υποβολή,/. ύπαλλαγη } /.
ύποκατάστασις, f.
Subterfuge, τέχνη, f. παρεύρεσις, f,
Subterranean, καταχθόνιος, κaτάyειoς,
ύπόyειoς, ύποχθόνιος, υπόνομος: sub-
terranean canal, υπόνομος, τα. ύπο-
νομη,/. ύπόyaιov opυyμa, η.
Subtle, ποικίλος, λεπτός, λεπτoλόyoς,
ατ/χίνοος, ^κυλομητης, αιολομητης,
πavoύpyoς, δολόφρων, παλίντροπος :
to be subtle, σοφίζομαι, 'κβιιάΚλω,
λεπτoυpyεω
Subtlety, λεπτότης, f. στγχίνοια, f,
πavoυρyίa, f, ποικιλία, f. δολοφρο-
σύνη, J.
Subtly, adv. λεπτώς, ποικίλως, σε-
σοφισμενως : to speak subtly, λεπ-
τoλoyεώ [αιρεω, ύπά^ω
Subtract, ν. ύφαιρεω, αφαιρεω, περι-
Subtraction, αφαίρεσις, f. ύφαίρεσις, /,
Subversion, ανατροπή, f. κατάλυσις,/.
καθα'.ρεσις, /.
SUB
Subversive, ανατρεπτικός, καθαιρετικός
Subvert, v. ανατρέπω, καθαιρέω, κατα-
βάλλω
Suburb, προάστειον, η. προάστιυν, η.
Suburban, προάστειος
Succeed, v. (follow next) δέχομαι,
διαδέχομαι, επιγίγνομαι, ύπολαμβά-
νω, υφίσταμαι ; (be successful) τυγ-
χάνω, ευτυχέω, επιτυγχάνω, κατορ-
θόω, κατέχω, τελέω
Succeeding, διάδοχος
Success, ευπραξία, /. ευτυχία, f. Ευτύ-
χημα, n. εύπραγία, f. : ill success,
ατυχία, f. ατύχημα, οι. αποτυχία, /.
απραξία, f.
Successful, Ευτυχής, Επιτυχής, εϋποτ-
μος, Evpoos : to be successful, ευ-
τυχέω
Successfully, adv. Ευτυχώς, Επιτυχώς,
δεξιώς
Succession, διάδοχη, f. άναΖοχη, f.
Successive, εκδεκτικός, διάδοχος
Successively, adv. εκ διάδοχης, Εξής,
εφεξής [ο Επιών
Successor, διάδοχος, διάδέκτωρ, m.
Succinct, σύντομος
Succinctly, adv. συντόμως [γή, /•
Succour, βοήθεια, f. Επικουρία, f. άρω-
Succour, ν. βοηθάω, επικουρέω, συλ-
λαμβάνω, αμύνω, αρήγω [χυλός
Succulent, διάχυλος, εγχυλος, πολύ-
Succumb, ν. ΕΪκω, ύπείκω, ήσσάομαι,
ύποκστακλίνομαι
Such, τοιούτος, το7ος, τοιόσδΕ ; adv.
τοΊον, τοίως, τοιούτως ; (so great)
τόσος, τοσόσδΕ, τοσούτος : such, as,
τοΐος δποΊος, τοΊος οίος
Suck, ν. θηλάζω, θάομαι : to suck out,
εξαμέλγω, ιμάομαι, εκθηλάζω, εκμυ-
ζάω : to suck up, (as a ivhirlpool)
άναρροιβδέω, άναρροφέω
Sucker, βλαστός, on. βλάστημος, m.
βλάστη^, βλάστη μα, οι. παραφυάς,
f. παράφυσις, f. μόσχος, on. μοσχί-
οιον. οι,
Sucking, θηλασμός, m.
Sucking, γαλαθηνός, επιμάστιος, επι-
Sucking pig, δελφάκιον, οι. [τίτθιοε
Suckle, ν, θηλάζω [πίναιος
Sudden, αιφνίδιος, εξαιφνίδιος, εξα-
Suddenly, adv. Εξαίφνης, έξαπιναίως,
εξαπίνης, άφνω, εξ ύπογυίου
Suddenness, το αίφνίδιον, Επιδρομή, f.
Sudorific, ίδρωτικός
Sue, v. (at Ιαιυ) προσκαλέομαι, εγκα-
λέω ; (entreat) Εύχομαι
Suet, στέαρ, n.
Suffer, ν. πάσχω; (undergo) τλάω,
536
SUM
μοχθέω, κακοπαθέω ; (endure, allow)
ανέχομαι, έάω : to suffer pain,
άλγέω
Sufferance, υπομονή, f.
Suffering, πάθος, n. πάθημα, οι. πάθη,
f. ταλαιπωρία, f. κακοπάθΕΐα, f.
(the act of suffering), πάθησις, f.
Suffice, v. άρκέω, εξαρκέω, άπαρκέω,
άποχράω : it suffices, άπόχρη, κατά-
χρη, αρκεί, απαρκεΐ, αρκούντως έχει
Sufficiency, αυτάρκεια, f. Ικανότης, f
Sufficient, Ικανός (with προς, inf. or
dat.), αυτάρκης, διαρκής, εξαρκής,
άρκιος, αξιόχρεως
Sufficiently, adv. αποχρώντως, Ικα-
νώς, αρκούντως, άλις, έξαρκούντως
Suffocate, ν. πνίγω, αποπνίγω
Suffocating, πνιγηρός, πνιγώδης
Suffocation, πνΐγος, η. πνιγμός, on.
πνίγμα, οι. π νιξ, f πνΊξις, f.
Suffrage, ψήφος, η. χειροτονία, f
Suffuse, ν. ύποχέω
Suffusion, ύπόχυσις, f.
Sugar, σάκχαρ, οι. σάκχαρον, η.
Suggest, V. υποβάλλω, Εμβάλλω, ύπο-
τίθημι, ύποτείνω, υπάγομαι, ύπο-
μιμνησκω
Suggesting, υποβολή^.
Suggestion, υποθήκη, f ύποθημοσύνη,
f υποβολή, f
Suicidally, adv. αύτοφόνως, αύτο-
κτόνως
Suicide, αυτοχειρία, f : a suicide,
αύτοφόντης, .on. αύτόχειρ, αύθέν-
της, on.
Suit, (at law) δίκη, f. άγων, on.
Suit, v. αρμόζω, προσαρμόζω, εναρμόζω
Suitable, επιτήδειος, οϊκεΐος, αρμόδιος,
πρόσφορος, άρτιος, επιεικής, ευπρε-
πής, ακόλουθος, συνήθης, Ικανός
Suitableness, επιτηδειότης, f ικανό-
της, /.
Suitably, adv. επιτηδείως, προσηκόν-
τως, ευπρεπώς, εμμελώς
Suitor, μνηστηρ, on.
Sullen, σκυθρωπός, σκυθρος : to look
sullen, σκυθρωπάζω
Sullenly, adv. σκυθρωπώς
Sullenness, σκυθρωπότης, f. σκυθρω-
πασμος, on.
Sully, v. μολύνω, μιαίνω, μορύσσω
Sulphur, θείον, n.
Sulphureous, θειώδης [m.
Sultriness, καύμα, οι. αΊθος,η. καύσω ,
Sultry, θεpμbς, καυματώδης, καυσώδης
Sum, αριθμός, on. : sum total, τυ
κεφάλαιον, οι. κορυφή, f
Sum up, ν. κεφαλαιόω, συγκεφαλαιόω.
αναλο
SUM
αναλογίζομαι, εν κεφαλα'κν είπον,
ύπομνάομαι
Sumach-tree, ρους, c.
Summarily, adv. συντόμως
Summary, επιτομή, f.
Summary, σύντομος, βραχυλό -yos
Summer, θέρος, n. θερεία, f. : of
summer, θερινός : to pass the
summer, θερίζω
Summing up, συσκεφαλσίωσις, /•
Summit, κορυφή, f. άκρον, η. άκρα, f.
άκρώρεια, f. λόφος, m. [καλέομαι
Summon, v. καλέω, παρακαλέω, προσ-
Summoned, κλητος, σύγκλητος, επί-
Summoner, κλητήρ, πι. [κλητος
Summoning, Summons, κλήσις, f.
παράκλησις, f. μετάπεμψις, f.
Sumptuous, δαπανηρός, δαψιλής, πο-
λυδάπανος, πολυτελής
Sumptuously, adv. δαπανηρώς, δαψιλως
Sumptuousness, δαπάνη, /.δαψίλεια, /.
Sun, ήλιος, πι. ήλέκτωρ, πι. ύπερίων, πι.
Φοίβος, πι. : warmth of the sun,
ε'Ιλησις, f. ε'ίλη, f. : to be in the
sun, ήλιόομαι : to bask in the
sun, ηλιάζω [λαϊ, f. pi.
Sunbeams, ahya\, f. pi. ηλίου βο-
Sunburnt, ήλιόκαυστος, ήλιοκαής
Sundial, ωρολό*γιον, n. : the gnomon
of the sundial, or its shadow,
στοιχείον, n.
Sundry, παντοδαπος
Sunken, βύθιος
Sunless, ανήλιος, δυσήλιος
Sunlight, α'ί-γλη, f.
Sunny, ευήλιος, προσήλιος
Sunset, δυσμή, f. ηλίου δυσμή, f.
Sunshiny, ήλιοψανής [δορπέω
Sup, v. ροφέω ; (eat supper) δειπνέω,
Superabound, v. περισσεύω, ύπερπλε-
ονάζω
Superabundance, πολυπληθία, f. inrep-
°XV, /• περισσότης, f. περίσσεια, f.
Superabundant, περισσός, ύπερπλη-
θης : to be superabundant, περισ-
σεύω
Superabundantly, adv. ττερισσώς, πε-
Superannuated, εξωρος [ρισσα
Superb, με'γαλοπρεπής, μεγαλόσχημων
Superbly, adv. μεγαλοπρεπώς
Supercilious, υπεροπτικός, ύπέροφρυς,
ύπεραυχος, ύπέρφρων, καταφρονη-
τικος [καταφρονητικώς
Superciliously, adv. ύπεροπτικώς,
Superciliousness, υπεροψία, f.
Supereminence, εξοχή, f. υπεροχή, f.
Supereminent, έξοχος, υπέροχος
Superficial, επιπόλαιος, τυπώδης
537
SUP
Superfine, υπέρλεπτος
Superfluity, περιουσία^, περισσότης,
f. περίσσεια, f. πλ^ο\ασμος, m.
Superfluous, περισσός, περίεργος, πάρ-
epyos : to be superfluous, περισ-
σεύω
Superfluously, adv περισσώς
Superhuman, j -περφυής
Superinduce, v. cneiaayv
Superintend, v. εφίσταμαι, εφοράω,
επιστατέω, ετχισκοπέω, εποπτεύω,
επιμελέου,αι [μέλεια, /.
Superintendence, επιστασία, f. επι-
Superintendent, επιστάτης, m. επι-
μελητής, m. επόπτης, m.
Superior, Superior to, υπέρτερος,
υπέροχος, κρείσσων, καθυπέρτερος,
πρότερος : to be superior or supe-
rior to, περίειμι, προέχω, υπερέχω,
υπερβάλλω, πλεονεκτέω, περισώ-
νομαι
Superiority, πλεονεξία, f. περιουσία,
}. υπεροχή, f. υπερβολή, f.
Superlative, υπέρτατος, έξοχος, υπέρ-
οχος
Superlatively, adv. εξοχον, έξοχα
Supernatural, ύπερφυής
Supernaturally, adv. ύπερφυώς
Supernumerary, υπεράριθμος
Superscribe, ν. επ^ράφω άγραφη, f.
Superscription, επίγραμμα, n. επι-
Superstition, δεισιδαιμονία, f.
Superstitious, δεισιδαίμων
Superstitiously, adv. δεισιδαιμόνως
Supervene, v. προσεπν^ί^νομαι
Supervise, v. εποπτεύω, επισκοπέω
Supine, ύπτιος, απρόθυμος
Supinely, adv. απροθύμως
Supper, δόρπον, n. δεΊπνον, n. : after
supper, μεταδόρπιος
Supperless, άδειπνος
Supper-time, δορπηστος, m.
Supping up, ρόφησις, f.
Supplant, v. υποσκελίζω
Supple, ύσρος, ^ναμπτος, χαλαρός
Supplement, προσθήκη, f. πρόσθεμα, n.
Supplementary, πρόσθετος
Suppleness, ύ^ρότης, f.
Suppliant, ικέτης, m. ίκέτις, f. [τήριος
Suppliant, Supplicant, ικέσιος, Ικε-
Supplicate, v. ικετεύω, λιτανεύω,
ικνέομαι, λίσσομαι
Supplication, ίκετεία, f. Ικέτευμα, 71.
Ικεσία, f. προστροπή, f.
Supplies, τά επιτήδεια, παραπομπή, f.
Supply, παροχή, /. πλήρωμα, ιι. επάρ-
κεια, f. χορηγία, /.
Supply, ν. πορίζω, παρέχω, επαρκέω,
SUP
ςυπορέω, διακονέω, πορσύνω, χορη-
γέω
Support, (maintenance) τρυφη, f.
Support, η, έρεισμα, n. εχμα, it. στη-
P L 7& f- 'βρυμα, n.
Support, V. εχω, ανέχω,ύπομένω,έρείδω,
ύπερείδω, βαστάζω; (feed, main-
tain) τρέφω, διατρέφω
Supportable, ανεκτός, τλητος, φερτός
Suppose, V. οϊομαι, νομίζω, ύπολαμ-
βάνω, ηγέομαι, λογίζομαι, συννοέω
Supposition, ύπόθεσις, /. ύπόλημμα,
η. υποδοχή, /. υπόνοια, f.
Supposititious, υποβολιμαίος
Suppress, ν. ύποστελλομαι, καταστέλ-
λω, αφανίζω, αποκρύπτω, κλέπτω,
επιλανθάνομαι
Suppression, αφάνισα, f. απόκρυψις,/.
Suppurate, ν. διαπυέω, ύποπυΐσκομαι
Suppuration, διαπύησις, f. (a suppu-
ration) διαπύημα, η. : causing sup-
puration, διαπυητικος : to cause
suppuration, διαπυίσκω
Supremacy, πρωτείον, η. πρωτεία, f.
ηγεμονία, /. αρχή, f.
Supreme, ύπατος, υπέρτατος
Surcharge, ν. ύπεργεμίζω
Sure, βέβαιος, πιστός, ασφαλής
Surely, adv. δτ)τα, -ή, αμελεί, αληθώς,
ασφαλώς
Surety, (certainty) βεβαιότης, f. ασφά-
λεια, f. (a surety) εγγυητής, m.
εγγυος : to give surety, εγγυάομαι
Surf, ρόθιον, n.
Surface, επιπολη, f. rb επιπολης, επι-
φάνεια, f. : on the surface, επιπό-
λαιος; adv. επιπολης : to lie on the
surface, επιπολάζω : lying on or
rising to the surface, επιπόλασις,/.
επιπολασμος, m. [frit) κραιπάλη, f.
Surfeit, πλησμονή, f. (drunken sur-
Surge, κλύδων, m. ζάλη, f. ρόθιον, n.
Surgeon, χειρουργός, m. ιατρός, m.
Ιατηρ, m. : of or belonging to a
surgeon, χειρουργικός, Ιατρικός
Surgery, η χειρουργική, χειρουργία, f.
η Ιατρική, ιατρεία, f. Ιάτρευσις, J.
(a surgery) ιατρεων, η.
Surgical, χειρουργικός
Surliness, χαλεπότης, /. τραχύτης, /.
Surly, στυγνός, χαλεπός, τραχύς
Surmise, υποψία, f. υπόνοια, f.
Surmise, ν. ύποπτεύω, ύπονοέω, ύπο-
λαμβάνω, καταδοξάζω, ύπείδομαι,
ύποσκέπτομαι, ϋφοράομαι
Surmount, ν. υπερβάλλω, ύπεραίρω
Surname, επωνυμία,/, επίκλησις,/.
Surname, ν. επονομάζω, επικαλέω
538
SWA
Surnamed, επώνυμος
Surpass, ν. περίειμι, υπερβάλλω. ύπερ~
βαίνω, υπερέχω, ύπερφέρω, ύπερτείνω,
υπερπηδάω, περιέχω, κρατέω, νικάω
Surplus, το περισσον, τα περισσεύον-
Surplus, περιών [τα, τά περιόντα
Surprise, (amazement) κατάπληζις, f.
εμπληξία, f.
Surprise, v. (take unawares) επέρχο-
μαι, συσκευάζομαι; (astonish) κατα-
πλήσσω [παγλος
Surprising, θαυμαστός, θαυμάσιος, εκ-
Surrender, παράδοσις, f. εκδοσις, f.
Surrender, v. (give up) άποδίδωμι;
(yield) έκδίδωμι, ένδίδωμι, παραδίδωμι
Surrendered, ανάδοτος, έκδοτος
Surreptitious, κλοπαΊος
Surreptitiously, adv. κλοπή
Surround, v. (intrans.) κυκλόω, περι-
βάλλω, περιέχω, περιί'σταμαι, περι-
κλείω, περίειμι, άμφιβαίνω ; (act.)
φράσσω, περιίστημι, περιβάλλω, αμ-
φιβάλλω
Surrounded, περίστατος, περιφερής
Surrounding, κύκλωσις, /. περικύκλω-
σις,/. περίοδος, f. [περίβολος
Surrounding, περίδρομος, αμφίδρομος,
Survey, ν. εφοράω, περισκοπέω
Survive, ν. περιγίγνομαι, περιλείπομαι,
περίειμι, επιβιόω, επιζάω ώ -ζώω
Surviving, υπόλοιπος, περίλοιπυς, επί-
λοιπος, έφεδρος
Susceptibility, ευπάθεια, f.
Susceptible, ευπαθής : to be suscep-
tible, εύπαθέω
Suspect, V. ύποπτεύω, ϋφοράομαι, ύπο-
νοέω, ύποβλέπω, καταδοζάζω
Suspend, ν. αρτάω, κρεμάννυμι, άνα~
κρεμάννυμι
Suspense, αϊώρησις, /. : in suspense,
απηορος, μετέωρος : to be in sus-
pense, αιωρέομαι, πέτομαι, αναπτερό-
ομαι
Suspension, κρεμασμος, m. αϊώρα,/.
Suspicion, υποψία, f. υπόνοια, f. ύπο-
νόημα, οι. ενθύμια, f. : liable to
suspicion, ύποπτος : free from
suspicion, ανύποπτος, ανυπονόητος
Suspicious, ύποπτος, ύποπτης
Sustain, v. άνέχω, υπομένω, έρείδω,
ύπερείδω, υποφέρω, βαστάζω ; (feed)
τρέφω, διατρέφω
Sustenance, τροφή, /. διατροφή, /.
Suture, ραφή, f.
Swaddle, v. see Swathe [%. pi.
Swaddling-clothes, σπάργανον or -a,
Swagger, v. σαλακωνεύω, σαυλόομαι,
σαυλοπρωκτιάω
SWA
Swaggerer, σαλάκων, m.
Swaggering, σαλακωνεία, f.
Swallow, χελιδών, f.
Swallow, V. ροφεω, καταπίνω, καταββο-
φεω, κάπτω, άνακάπτω, καταβροχθί-
ζω, καταβρόξειε ώ άναβρόζειε (1 OOP.
opt. of obsolete -βρόχω or -βιβρώσ-
κω) : hard to swallow, δυσκατάποτος
Swallowing, κατάποσις, f. ρόφησις, f.
κάψις, f. άνάκαψις, f.
Swamp, έλος, n. λίμνη, f.
Swampj?•, λιμνώδης
Swan, κύκνος, m. : of or belonging
to a swan, κύκνειος
Swarm, σμήνος, n. εσμό?, m.
Swarthy, μ£\ά*γχροος, -χρως
Swathe, v. στναρ'γανάω, σπαρ*γανόω
Sway, Kpdros, n. δύναμις, f. : to hold
sway, κρατεω
Sway, v. κ ραίνω, νέμω, αμφεπω
Swear, V. ομνυμι, επόμνυμι. κατόμνυμι,
όρκων δίδωμι : to swear before, προ-
όμνυμι : to swear that one did
not, απόμνυμι, επόμνυμι : to swear
truly, εύορκεω : to swear falsely,
4πωρκεω, ψευδορκέω
Sweat, ίδρώς, m. : without sweat,
ανίδρωτος, άνιδρωτϊ, άνιδιτϊ
Sweat, v. ίδρόω, Ιδιω
Sweep, ν, κορεω, σαίρω
Sweet, y\vKvs, yλυκερbς, tj^vs, μελί-
ηδης, jXvkios ; {only of sounds or
voices) Xiyvpbs, \iyvs, ηδύπνοος,
ev(pQoyyos : to be sweet, yXvKai-
νομαι
Sweetbread, irayKpeas, n.
Sweeten, i\ yλυκάζω, καταμελιτόω
Sweetheart, ερωτύλος, m.
Sweetly, adv. ηδεως
Sweetmeats, Tpay -ηματα, n. pi. πεμ-
Sweetness, yXvKv-^s, f. [ματα, n. pi.
Swell, οίδμα, n. κλυδώνων, n.
Swell, v. οϊδεω, οΐδάνω, άνοιδεω, i£oy-
κόομαι ; {only of the sea) κυμαίνω,
κυματόομαι, κορύσσομαι, κλύζομαι
Swelling, οϊδησις^. {a swelling) οίδη-
μα, n. οΊδος, n. άνοίδησις, f. [ερωεω
Swerve, v. εκκλίνω, παρεκκλίνω, el-
Swift, ταχυ^, ώκυς, ταχύπορος, ώκύ-
πορος, ώκυπετης
Swift-footed, ποδωκης, ώκύπους, ταχύ-
πους, ποδαρκης, άελλόπους
Swiftly, adv. ταχέως, τάχα, ταχύ,
ώκα, δια τάχους
Swiftness, τάχος, η. ώκύτης, f ταχύ-
της, f. (of foot) ποδωκία, f. ταχι*
δρομεία, f. [ταχύπτερος
Swift-winged, ωκύπτερος, πτερόεις,
539
TAB
Stt'iin, V. νεω, νηχομαι, κολυμβάω : to
swim towards,, εισνεω, προσνε\ο
Swimmer, κολυμβητηρ, m.
Swimming-bath, κολυμβηθρα, f.
Swoon, λιποψυχία, f. [θνησκω
Swoon, v. λιποψυχεω, αποψύχω, εκ-
Sword, ξίφος, n. ξιφίδων, n. μσ,χαιρα,
f. μαχαιρών, η. αορ, n. : slain by
the sword, σιδηροκμης, ξιφοδήλητος
Sycophant, συκοφάντης, m.
Syllable, συλλαβή^.
Syllable, v. συλλαβίζω
Syllogise, v. συλλoyίζoμaι
Syllogism, συλλoyισμbς, m.
Syllogistical, συλλoyιστικbς
Sylvan, ύλώδης, ύληεις, δρυμώδης
Symbol, σύμβολον, n. ερμηνεία, f.
ερμήνευμα, n.
Symmetrical, σύμμετρος, εΰμορφο?
Symmetrically, adv. συμμετρως
Symmetry, συμμετρία, f ευμορόία, f.
Sympathetic, συμπαθής
Sympathise, v. συμπαθεω, συμπάσχω,
δμοωπαθεω; (ingi'ief) συνάχθομαι,
συvaλyεω, συμπενθεω ; (in joy)
συyχaίpω [παθης
Sympathising with, συμπαθής, δμοιο-
Sympathy, συμπάθεια, f.
Symphony, συμφωνία, f.
Symptom, σημείον, n.
Synagogue, συvayωyη, f.
Synalcepha, συναλοιφη, f.
Syncope, συyκoπη,f.
Synecdoche, συνεκδοχη, f.
Synod, σύνοδος, f.
Synonymous, συνώνυμος, ομώνυμος
Synonymously, adv. συνωνύμως
Synonyms, τα ομώνυμα
Synopsis, σύνοψις, f.
Syntax, σύνταξις, /.
Syracusan, Συρακούσιος, Συρακόσως
Syracuse, Συράκουσαι, f. pi.
Syria, Συρία, f.
Syrian, Σύριος [τηρ, m.
Syringe, συρηξ, f. σωλην, m. κλυσ-
System, σύστημα, n. μέθοδος, f.
Systematic, συστηματικός, τεχνικός,
μεθοδικός
Systematise, v. τεχvoλoyεω
Tabernacle, σκηνή, f. [πεζοί
Table, τράπεζα, f. : at table, έπιτρά-
Tablet, πίναξ, m. πινάκων, n. πινα-
κίδων, n. δελτος, f. σανϊς, f.
TAC
Tacit, Taciturn, σιωπηλός, σηηλος,
άφωνοι
Tacitly, adv. σιγρ, άλό-γως [σ/777,/.
Taciturnity, σιωπτ), f. τύ σιωπηλον,
Tackle, Tackling, τά σκεύη, οπλον,
n. τά εντεα
Tactics, τά τακτικά, η τακτική
Tadpole, yvpivos, m. βάτραχος yvpivos
Tail, ουρά, f. κέρκος, f. άλκαία, f.
όλκαία, f. (of a bird) ορροπύγιον,
n. (tail of a plough) εχετλη, f. : of
a tail, ούραωε
Tailed, κερκοφόρος
Tailor, ιμaτoυρyoς, m. ίματιοπώλης, m.
Tailoring, η l^arovpyiK.)]
Taint, μίασμα, n. μόλυνσις^.
Taint, v. μιαίνω, μολύνω
Take, v. αιρεω, λαμβάνω, λάζυμαι, συλ-
λαμβάνω, παραλαμβάνω, απολαμ-
βάνω: to take away, αφαιράω,
αναιρεω, παραιρεω, περιαιρεω, υφαρ-
πάζω : to take off, αποδύω, εκδύω,
ύπολύω : to take off of oneself,
απολύομαι, εκδύομαι, ύπολύομαι : to
take up, αναιρεω, ύπολαμβάνω : to
take up against, (of arms) olvt-
αιρεω : to take out, εξαιρεω, εκλαμ-
βάνω: to take hold of, επιλαμβά-
νομαι, μάρπτω, προσλάζυμαι : to
take upon oneself, αναλαμβάνω : to
be taken, αλίσκομαι
Taken, or that can be taken, άλω-
tos, αιρετός, αΐρεσιμος : easy to be
taken, αλώσιμος, εύληπτος, εύαίρετος
Taking, ληψις, f. άλωσις, f. αίρεσις, f.
taking away, παραίρεσις, f. αφαίρε-
σις, f [m. έπος, n.
Tale, μύθος, 'Μ. λόyoς, m. aπόλoyoς i
Talent, τάλαντον, n. : half a talent.
ημιτάλαντον, n. : worth a talent
ταλαντιαίος
Talent, (faculty) νόος, Att. contr,
νους, m. επίνοια, f. σύνεσις, f. δεξιό-
Tys,f
Talk, λαλία, f. λάλημα, n. λόyoς, m.
idle talk, ληρος, m. φλυαρία, f αδο-
λεσχία, f
Talk, v. λαλεω, διαλαλέω
Talkative, πoλυλόyoς, στωμύλος, λα-
λητικος, φιλόμυθος, λάβρος, πολύ-
μύθος
Talkativeness, πoλυλoyίa, f.
Tall, εύμηκης, περιμηκης, μάκρος, μέ-
yaς, υψηλός [της, f. υψηλότης, f
Tallness, μήκος, n. μ^εθος, n. μακρό-
Tallow, στίαρ, n. λίπος, n.
Tallowy, στεατώδης, λιπώδης
Talon, ΰνυξ, m.
540
TAW
Tamarisk, μυρίκη, f.
Tambourine, ρόμβος, m.
Tame, ήμερος, χειροηθης, τιθασος,
πράος, πραϋς [θασεύω
Tame, ν. δαμάω, δαμάζω, ημερόω, τι-
Tameable, τιθασευτικος
Tamed, δμητος, τιθασευτος : newly
tamed, νεοδμης
Tameness, ημερότης, f. χειροηθεια, f,
Tamer, δμητηρ, m. τιθασευτής, m.
Taming, δμησις, f. ημερωσις, f. τιθα-
σεία, f τιθάσευσις, f.
Tamper with, v. πειράω, διαπειράομαι
Tan, v. βυρσοδεψεω, σκυλοδεψεω
Tangible, θικτος, απτός
Tangled, πλεκτός
Tank, λάκκος, m. φρεαρ, n.
Tanner, βυρσευς, m. βυρσοδέψης, m.
Taper, ραδινός [σκυτοδεψης, m.
Tapestry, τάπης, m. Tct7ris,/. δάπις,^
κρεκάδια, n. pi.
Tar, πίσσα, f.
Tardily, adv. βραδέως
Tardiness, βραδύτης, f οκνος, m.
Tardy, βραδύς, οκνηρός : to be tardy,
βραδύνω
Target, πελτη, f. ytfpov, n.
Targeteer, πελτάστης, m.
Tarnish, v. άμαυρόω, αφανίζω, αμερδω
Tarnished, αμαυρος, δύσχρως
Tarry, ν. μένω, καταμενω, υπομένω
Tart, οξύς, δριμύς, στρυφνός
Tartness, δξύτης, f. δριμύτης, f.
στρυφνότης, /.
Task, άθλος, m. πρόβλημα, n. %pyov, η.
Tassel, θύσανος, m.
Taste, (the sense of taste) yευσις, f.
(apiece to taste) yευμa, n. {flavour)
χυμός, m.
Taste, v. yεύoμaι, aπoyεύoμaι : to give
a taste of, yεύω
Tasted, ^ευστος : untasted, αγευστο?
Tasteless, άχυμος
Tatter, Tattered garment, τρυχος, η.
τρυχίον, η. ράκος, η. ράκιον, η.
Tattered, τρυχηρος, ρακόεις
Tattle, ν. λaλayεω, φλυαρεω
Tattling, Tattler, λάλος, στωμύλάς,
πoλυλόyoς [tavern, καπηλεύω
Tavern, καπηλεΐον, n. : to keep a
Tavern-keeper, κάπηλος, m. καπηλις^.
Taught, part, διδακτός, παιδευτος
Taunt, Taunting, λοιδορία^. κερτομία,
f. κερτόμησις, f.
Taunt, V. κερτομεω, λοιδορεω
Taunting, κερτόμιος, κερτομος
Tawny, επίξανθος, πυρρός, πύρριχος,
ξουθος
TAX
Tax, τέλος, n. δασμός, m. φόρος, m.
φορά, f. σύνταξις, f.
Tax, V. δασμολο-γέω, τελωνέω, φόρον
τάσσω : to pay tax, τελέω, ψόρον
ύποτελέω, φόροι/ φέρω, σύνταξιν
τελέω or ύποτελέω : to tax with,
see Accuse of
Tax-gatherer or farmer of taxes,
τελώνης, m. [παιδα^/ω^γέω
Teach, v. διδάσκω, παιδεύω, έκδιδάσκω,
Teacher, διδάσκαλος, m. παιδευτης,νι.
Teaching, διδασκαλία, f. δίδαξις, f.
διδαχή, f. παιδεία, f. παίδευσα, f.
Team, ζεΰ~γος, n.
Tear, δάκρυον, η. δάκρυ, η. δάκρνμα, ??.
Tear, Tearing, σπαρα-γμος, m. σπά-
ραγμα, η. λακϊς, f.
Tear, ν. σπαράσσω, δρύπτω, σπάω,
διασπάω; (as a wild beast) δάπτω,
διαδάπτω ; (the hair) τίλλω
Tearful, πολύδακρυς, δακρυόεις, πολυ-
δάκρυτος
Tearless, άδακρυς, άδάκρυτος [Annoy
Tease, v. (as wool) ηνάπτω : see Vex,
Teat, θηλή,/, τιτθος, m. τίτθιον, n.
Technical, τεχνικός
Tedious, καματηρος, δϊζυρος, επίπονος
Teem, v. σπαρ^άω, ορ^άω
Teeth, v. οδοντιάω
Teething, όδοντίασις, f.
Tell, v. ειπον, έξειπον, είρω, λε^/ω,
καταλέγω, φημ\, φράζω, α~> ( "γέλλω,
εξαγγέλλω : to tell beforehand,
προεΊπον, προλέ*γω
Temerarious, θρασυς, προπετης
Temerity, θρασύτης, /. προπετεια, f.
τόλμα, /. [7ros, m. ήθος, n.
Temper, (disposition) opy -η, f. τρό-
Temper, v. κεράννυμι
Temperament, έξις, /. κρασις, f. :
good temperament, ευκρασία, f.
Temperance, ακράτεια, f. σωφροσύ-
νη, f-
Temperate, ^κρατης, σώφρων, μέ-
τριος : to be temperate, σωφρονέω,
εΎκρατεύομαι [τώς
Temperately, adv. σωφρόνως, ε*γκρα-
Temperature, κρασις, f. : good tem-
perature, ευκρασία, f.
Tempest, χειμών, m. θύελλα, f. λα?-
λαψ, /. άελλα, f.
Tempestuous, δυσχείμερος, θυελλώδης
Temple, ναός, Att. νεώς, m. το ίερον,
Ion. tpbv, εδος, n. : the space in
front of the temple, τέμενος, n.
προτεμένισμα, n. : having many
temples, πολύναος
Temple, (of the head) κρόταφος, m.
541
TEE,
Temporary, όλιγοχρόνιος, μονόχρονος
Tempt, V. πειράω, πειράζω
Temptation, πειρασμός, m.
Ten, δέκα; (the number) δεκας,/.: ten
times, δεκάκις : ten years old,
lasting ten years, δεκέτης, δεκέτις,
δεκαετής
Tenacious, Ύλισχρος, σύντονος
Tenacity, Ύλισχρότης, f. συντονία,/.
Tenant, μισθωτής, m.
Tenantless, έρημος
Tend, v. (take care of) κομίζω, θερα-
πεύω, αμφιπονέομαι, εθείρω, μελε-
δαίνω ; (tend toiuards) φέρω εις, τεί-
νω or συντείνω εις
Tendency, α~/ω-γη, f επίκλισις, /.
ροπή, f. προπετεια, f.
Tender, ναυς υπηρετική, f ύπηρετικον
(πλοΊον), η. [θεραπευτηρ, m.
Tender, (caretaker) θεραπευτής, m.
Tender, απαλός, τέρην, μαλακός, μαλ-
θακός, θήλυς, άταλος : to be tender,
μαλακιάω
Tender, ν. προτείνω, παρέχω
Tenderly, adv. μαλθακώς, μαλακως,
πραως, ηπίως
Tenderness, απαλότης, /.
Tendon, τένων, τα.
Tendril, ελιξ, f οστλι-γξ, c.
Tenet, δόξα, f. δό-γμα, n. [-πλους
Tenfold, δεκαπλάσιος, δεκάπλοος,
Tenor, τόνος, m. τρόπος, m.
Tension, τάσις, f. διάτασις^. τόνος, m.
Tent, σκηνή, f. σκήνωμα, n. κλισία, f :
to live in a tent, σκηνέω, σκηνόω
Tenth, a, δεκάτη, f. : to exact a
tenth, δεκατεύω
Tenth, δέκατος : a tenth, part, δέκα-
τημόριον, lb. : on the tenth day,
δεκαταΊος
Ten thousand, μύριοι, -αι, -α, οεκα-
χιλίοί [ριοπλάσιος
Ten thousandfold, μυριοπλασίων, μυ-
Ten thousandth, μυριοστος
Tepid, χλιαρός, λιαρος
Term, (bound, limit) τέρμα, n. ορός,
m. τα έσχατα ; (expression) όνομα, n.
Terminable, καταλύσιμος
Terminate, v. τελευτάω, τ ελέω, επι-
τελέω, παύω, λύω, διαλύω, καταλύω
Termination, τέλος, η. τέρμα, η. διά-
λυσις, /. κατάλυσις, f.
Terrestrial, χθόνιος, επιχθόνιος,έγγειος
Terrible, δεινός, φοβερός, σχέτλιος,
φρικώδης, εκπληκτικός, αίνος
Terribly, adv. δεινώς, αίνώς, φοβερώς,
Terrific, φοβερός, δεινός, ίκπα^λος
TER
Terrify, v. φοβεω, εκπλήσσω, ταρβεω
Territory, χωρίον, η. aypbs, on.
Terror, φόβος, on. δέος, η. δείμα, η.
τάρβος, οι. [τόμος, αγκύλος
Terse, στρογγυλός, γλαφυρός, σύν-
Test, πείρα, f. βάσανος, f. έλεγχος,
m. : by way of test, £π\ πείρα
Test, V. πε?ραν λαμβάνω, πείραν εχω,
βασανίζω, δοκιμάζω, παρατρίβω
Testaceous, οστρακηρος, οστρεϊνος
Testament, διαθήκη, f.
Testator, διαθετήρ, on.
Testicle, ΰρχις, m. ορχίδων, οι.
Testify, ν. μαρτυράω, εκμαρτυρεω, επι-
μαμτυρεω : to testify against, κατα-
μαρτυρώ : to testify besides, προσ-
μαρτυρεω, προσδιαμαρτυρεω
Testily, adv. δυσκόλως
Testimony, μαρτυρία, f. μαρτύρων, n.
€7ημαρτυρία, f. : false testimony,
ψευδομαρτυρία, f.
Testiness, χαλεπότης, f. δυσκολία, f.
Testy, χαλεπά, δύσκολος : to be
testy, χαλεπαίνω, δυσκολαίνω
Tetrarch, τετράρχης, on.
Tetrarchy, τετραρχία, f.
Texture, πλοκή, f. ύφη, f. ύφασμα, οι.
Than, ή
Thank, v. ευχαριστεω, χάριν οΊδα
Thankful, ευχάριστος, εύχάριτος
Thankfully, adv. ευχαρίστως
Thankfulness, ευχαριστία, f.
Thankless, αχάριστος, άχάριτος
Thanklessly, adv. αχαρίστως
Thanklessness, αχαριστία, f.
Thanks, χάρις, f. ευχαριστία, f. :
thank-offerings, χαριστήρια, n. pi.
That, pron. εκείνος, -η, -ο [that, ώστε
That, conj. οτι, Ίνα, οφρα, ως : so
Thaw, ν. τήκω, κατατήκω
The, δ, ή, το
Theatre, θεατρον, η.
Theatrical, θεατρικός
Theban, ΘηβαΊος
Thebes, Θήβαι, f. pi.
Theft, κλοπή, /. κλεμμα, 01. κλωπεία,
/.φωρά,/.
Their, σφετερος, ι ος, η, υν, Ερ. ώ Ion.
Theme, θέμα, οχ, [εος, εή, kbv
Then, Tore, είτα, τηνικαυτα, έπειτα,
ίνθα
Thence, εκείθεν, εντεύθεν, ένθεν
Theologian, θεoλόyoς, on.
Theological, θεoλoyικbς
Theology, θεoλoyίa, f.
Theorem, θεώρημα, οι.
Theory, θεωρία, f.
There, εκεί, ένθα, αυτού, αυτόθι, αυθί
542
ΤΗΟ
Therefore, ούν, ούκονν, άρα, τ£, τοι~
. yapoύv, τοίνυν, τούνεκεν, δια τούτο
Thereupon, έπειτα
They, ol, ούτοι, εκείνοι, σφείς (η. σφεα)
Thick, πυκνός, παχύς, δασύς, συχνός,
βαθύς, ταρφύς
Thicken, ν. παχύνω, πυχνόω
Thickening, πάχυνσις, f.
Thicket, λόχμη, f. θάμνος, on. £υλο-
χος, f. δρίος, on. or οι. [μίνα
Thickly, adv. πυκνώς, συχνώς, θα-
Thickness, πάχος, η. παχύτης, /.
πνκνότης, f. τάρφος, η.
Thief, φωρ, on. κλέπτης, on. κλώψ, on.
κλόπος, on. ληστής, on.
Thieve, ν. κλέπτω, κλωπεύω
Thievish, κλεπτικος, κλόπιος, κ?κωπι-
κος, επίκλοπος, κλοπιμαίος
Thievishly, adv. κλεπτικως [πικον
Thievishness, κλεπτοσύνη, /. τ£> κλω-
Thigh, μηρός, on. μήρα ώ υ,ήρια, n. pi.
ή μηριαία, επιγουνϊς, f.
Thin, λεπτός, Ισχνός, αραιός, λεπτα-
λεος : to make thin, Ισχναίνω,
παρισχναίνω, λεπτύνω, καταλεπτύνο*
Thine, σος, σή, σον
Thinly, adv. λεπτως
Thing, χρήμα, w. πράγμα, n. έργον, 01.
Think, V. φρονεω, νομίζω, οϊομαι,
ήγεομαι, δυκεω, νοεω, επινοεω,
διανοεομαι, ύπολαμβάνω, δοξάζω,
φράζομαι
Thinking, νοητικός, διανοητικός
Thinness, λεπτότης, f.
Third, τρίτος, τριταίος, τρίτατος : a
third, τριτημόριον, οι. τριττύς, f. :
two-thirds, δύο μο?ραι, δύο μέρη
Thirdly, adv. τρίτον or το τρίτον,
Thirst, δίψα, /. δίψος, οι. [τρίτως
Thirst, ν. διψάω
Thirsty, δίψίο*, διψαλεος, διψώδης,
διψητικος, πολυδίψιος
Thirteen, τρισκαίδεκα
Thirteenth, τρισκαιδεκατος
Thirtieth, τριακοστός
Thirty, τριάκοντα : thirty years old
or lasting thirty years, τριακοντα-
ετής, -τις, τριακοντούτης, -τις
This, ούτος, αυτή, τούτο ; οδε, ήδε, τόδε ;
Thistle, άκανθα, /. [όδϊ, ούτοσϊ
Thither, εκεΐσε, ένθα, ενταύθα, αύτόσε,
Thong, ίμα,ς, on. αγκύλη, f. [εκείθι
Thorn, άκανθα, f. ακάνθων, οι.: a
thorn-bush, άκανθα, f. ράχος, f.
Thorny, άκάνθινος, ακανθώδης, άκαν-
Thorough, όλος [θηρος
Thoroughfare, δίοδος, /. λεωφόρος
1Ή0
Thoroughly, adv. πανταχως, διαμπε-
ρές, διαπαντός, κατά πάντα
Thou, συ
Though, κα\, καίπερ
Thought, νόημα, n. διάνοια, f. δια-
νόημα, 11. διανόησις, f. έννοια, f.
φρόνημα, n. {concern) φροντις, f.
μελέτη, f. μέριμνα, f.
Thoughtful, φρόνιμος, φροντιστικός,
περιφρονεων, εννοητικός [τιστικώς
Thoughtfully, adv. φρονίμως, φρον-
Thoughtless, αφρόντιστος, αλόγιστος
Thoughtlessly, adv. άπροβούλως, άλο-
γίστως, αφροντίστως, μάτην
Thoughtlessness, άπροβουλία, f. ά-
φροντιστία, f αλογιστία, f.
Thousand, χίλιοι; (the number, body
of a thousand) χιλιάς, f. : ten
thousand, μύριοι ; (the number,
body of ten thousand) μυριάς, f.
μυριοστυς, f. : lasting ten thousand
years, μυριετης : ten thousand-
fold, μνριοπλασίων, μυριοπλάσιος :
ten thousand times, μυριάκις
Thousandth, χιλιοστός : ten thou-
sandth, μυριοστός : twenty thou-
sand, δισμύριοι
Thraldom, δουλοσύνη, f.
Thrash, see Thresh
Thread, νήμα, n. κρόκη, f fkavr,
κλωστηρ, in. λίνον, n. μίτος, m.
Threat, απειλή, f. απειλή μα, n.
Threaten, V. άπειλεω, διαπειλεω
Threatener, απειλητηρ, in.
Threatening, απειλητηριος, απειλητι-
κός
Throe, τρεις, (neut.) τρία', (the number)
τριάς, f : in three ways or parts,
τριχη, τρίχα, διάτριχα : by threes,
σύντρεις : three hundred, τρια-
κόσιοι : three thousand, τρισχίλιοι
Threefold, τριπλάσιος, τριπλόος
Thresh, V. αλοάω, απαλοάω, τρίβω
Thresher, αλωευς, m.
Threshing-floor, άλως, /. άλωη, f.
δΐνος, in. [n.
Threshold, ουδός, in. βηλός, in. βάθρον,
Thrice, τρϊς, τριάκις
Thrift, φειδώ, f.
Thrifty, φειδωλός
Thrill, φρίκη, f
Thrill, v. φρίσσω
Thrive, v. άνθεω, θάλλω, εύτροφεω
Thriving, εΰτροφος
Throat, σφαγή, f. τράχηλος, in., in
ρϊ. τράχηλα, n. λαιμός, m. φάρνγξ,
f. λάρυγξ, f : a sore throat, βρόγ-
χος, in.
543
THY
Throb, πηδησις, f. πήδημα, n. άναπή-
δησις, f. σφύξις, f. σφυγμός, m.
Throb, v. πηδάω, αλλομαι, σφύζω
Throbbing, σφυγμός, in.
Throbbing, σφυγμώδης
Throe, άχος, ιι.
Throne, θρόνος, in. [οΊς, f.
Throng, όχλος, in. κλόνος, in. σύστα-
Throng together, V. είλομαι, ανειλε-
ομαι, συν ειλεό μαι, κλονεομαι : to
throng to a place, επιρρεω, επιχε-
ομαι [πνίγω, αγχω
Throttle, ν. πνίγω, άποπνίγω, κατά-
Through, δίά ; (on account of) υπό :
quite through, διάμπαξ, διαμπερές,
δια τέλους
Throw, Throwing, βόλος, in. βολή. f.
βλήμα, n. ρίψις, f. : throwing out,
εκβολή, f.
Throw, v. ρίπτω, ριπτάζω, βάλλω,
'ίημι, προί'ημι, μεθίημι : to throw
away, απορρίπτω, αποβάλλω, αφίημι :
to throw at, εμβάλλω, εφίημι : to
throw down, καταβάλλω, ερείπω,
σφάλλω : to throw 7 in, ενίημι, εισ-
βάλλω : to through round, περι-
βάλλω or -ομαι, αμφιβάλλω, άμφι-
γεω : to throw up, αναβάλλω, avap-
ρίπτω : to tbrow upon, επιβάλλω :
to throw or shake off, αποσζ'ιομαι
Thrown, ριπτός, 7ταλτ^5
Thrush, κίχλη, f.
Thrust, πληγή, f.
Thrust, v. ώθεω, παίω : to thrust
out, εξωθεω : to thrust off, απωθεω :
to thrust through, διελαύνω, δια-
πείρω, διΐημι
Thrusting, ώθισμός, m. [m.
Thumb, μέγας δάκτυλος, in. αντίχειρ,
Thump, τύμμα, n.
Thump, V. κρούω, κόπτω, παίω
Thunder, βροντή, f. βρόντημα. n.
Thunder, v. βροντάω, καταβροντάω,
κτυπεω
Thunderbolt, κεραυνός, m. σκηπτός, πι.
Thundering, ύψιβρεμέτης, βαρυβρεμε-
της, βροντησικεραυνος, βαούκτυπος,
κεραυνοβρόντης
Thunderstorm, πρηστηρ, πι.
Thunderstruck, εμβρόντητος, κεραύ-
νιος, κεραυνοπληξ
Thus, ούτως, ούτω, ως, ωδε, τρδε, τύ)
Thwart, ν. εναντιόομαι, κωλύω, ζμπο~
δίζω, ερύομαι
Thy, σος, ση, σον
Thyme, θύμος, in. θύμον, n. : wild
thyme, ερπυλλος, πι.
Thyrsus, θύρσος, m. νάρθηξ, til•*
TIA
Tiara, πάρα, f. τιάρας, m.
Tick, κρότων, m. κυνοραίστης, m.
Ticket, σύμβολον, η.
Tickle, v. yapya\i(a), κνάω, κνίζω
Tickling, yapyaXia^bs, m. κνισμός, m.
Ticklish, 8vayapya?us, -ι [κνησις, f.
Tide, παλίρροια, f. : flood-tide, πλημ-
Tidily, adv. καθαρίως [μ υ ρϊ-$, /•
Tidiness, καθαριότης, f.
Tidings, ayyeXia, f.
Tidy, καθάριος
Tie, δεσμός, m. πλοκή, f. [προσδεω
Tie, v. δεω, απτω, σφίyyω : to tie to,
Tier, στίχος, m.
Tiger, Tiypis, c. \το ς
Tight, σύντονος, σύμπυκνος, επίσπασ-
Tighten, v. τείνω, εντείνω, επιτείνω,
συντείνω, επισπάω
Tightness, επίτασις, /.
Tile, κέραμος, m. κεραμϊς, f.
Till, μέχρι & μέχρις, εως, εως αν or κε,
εωσπερ, πριν, πρϊν δη, πρϊν r) or αν,
οφρα, οφρα αν, εΐσόκε, εϊσότε, άχρις
Till, ν. yεωpyεω, εpyάζoμaι, κaτεpyά-
ζομαι [γασία, /.
Tillage, yεωρyίa,f. εpyaσίa,f. επερ-
Tiller, yεωρyός, m. [ξύλινος
Timber, ξύλον, τι. ϋλη, f. : of timber,
Time, χρόνος, m. 'ώρα, f. καιρός, m.
(in music) ρυθμός, m. (leisure)
σχολή, f. : of or belonging to
time, χρόνιος : in time, καίριος ;
adv. καιρίως, εύκαίρως : in time,
(of music) εύρυθμος, ενρυθμος : in
the time of, υπό, επ\ : to spend
time, διατρίβω [ωραΊος
Timely, καίριος, επικαίριος, εύκαιρος,
Timely, adv. καιρίως, εύκαίρως
Timid, φοβερός, φοβητικός, μαλακός,
μαλθακός, δειλός, άτολμος
Timidity, φόβος, πι. δέος, η. υκνος, m.
δειλία, f. ατολμία, f.
Timorous, same as Timid
Tin, κασσίτερος, m. : made of tin,
κασσιτερινος : to cover with tin,
κασσιτερόω
Tincture, χρώμα, η.
Tinder, πυρεΊα, 7i.pl.
Tinge, v. τεyyω, χρώζω, χρωτίζω
Tingle, v. βομβεω
Tinkling, κωδωνόκροτος
Tint, v. χρωτίζω
Tiny, μικρός, μικκύλος, τυτθος
Tip, κορώνη, f. άκρα, f.
Tipple, V. πίνω, μεθύσκω
Tippler, φιλοπότης, m. μεθυστης, m.
Tippling, φιλοποσία, f. [μεθυπλανης
Tipsy, μέθυσος, μεθυπληξ, μεθυσφαλης,
5U
TOR
Tire, ν. κόπτω, καταπονεω : to be
tired, κάμνω, κοπιάω, πονεω [pbs
Tiresome, φορτικός, καματηρός, ύχλη-
Tithe, δεκάτη, f. επιδεκατος
Title, πρoσηyoρίa > f. πρόσρημα, 71.
Titmouse, σπιζίτης, m.
Το, εϊς or is, προς, επί, παρά
Toad, φρύνος, m. φρύνη,/.
To-day, σήμερον, τημερα
Toe, δάκτυλος, m. δακτυλίδιον, η.
Together, adv. άμα, όμοΰ, σύναμα,
όμιλαδον : together with, συν, ξυν :
to be together, σύνειμι, δμιλεω
Together, adj. αθρόος, υμός
Toil, πόνος, m.
Toil, ν. πονεω, μοχθεω, μoyεω
Toilsome, μoyεpbς
Token, σύμβολον, n. σημείον, n.
Tolerable, άνασχετός, ανεκτός, τλη-
τός, οϊστος, εύφορητός
Tolerably, adv. άνεκτώς
Tomb, τάφος, m. τύμβος, m. σήμα, n.
χώμα, n.
Tombstone, στήλη, f. μνήμα, n.
μνημείον, n. επίθημα, n.
To-morrow, αϋριον, η αΰριον, το αΰριον
Tone, τόνος, m.
Tongs, πυρά^ρα, f.
Tongue, yλώσσa, f.
Tongue-shaped, yλωσσoειδης
Tonsils, παρίσθμια, 7i.pl.
Too, Too much, ayav, λίαν, πλεόνως,
πέρα : too, (also) καϊ [n. I
Tool, opyavov, n. σκεύος, οι. ερyaλε7ov,
Tooth, οδούς, m. : grinder tooth,
tooth of a key, yoμφίoς, m. : canine
tooth, κυνόδους, m.
Toothache, 6δovτaλyίa, f. : to have
the toothache, όδονταλ^/εω
Toothless, ανόδους, νωδός
Toothpick, 6δovτoyλυφις, f.
Toothpowder, bδovτόσμηyμa, 7i. odov-
τότριμμα, 71.
Top, κορυφή, f. κάρα, τι. κράς, n. :
flat top, πλάξ, f. : of or belonging
to the top, κορυφαίος : on the top
of, εφύπερθε, επιπολης
Top, (a plaything) στρόβιλος, m.
ρόμβος, m. στρόμβος, m. βέμβιξ, f.
Topaz, τόπαζος, m.
Toper, φιλοπότης, m.
Topic, τόπος, m. θέμα, 71.
Topical, τοπικός
Topmost, ύπατος, υπέρτατος
Topographer, τoπoyράφoς, 7Π.
Topography, τoπoypaφίa, f.
Torch, δαί'ς, Att. δας, f. λαμπάς, f•
λαμπτηρ, 7ϊί. φανός, 7ΐι. πυρσός, m*.
TOR
Torment, V. λυπέω, δάκνω, κεντεω,
βασανίζω
Torpid, ναρκώδης : to be torpid,
ναρκάω, εξαργέω
Torpor, Torpidness, νάρκη,/.
Torrent, χειμάρροος, conir. χείμαρρους,
m. χαράδρα,/, ρύαξ, m. : the bed of
a torrent, εναυλος, m. χαράδρα, f.
Torrid, θερμός, άνικμος
Tortoise, χελώνη,/ χέλυς, f. : water-
tortoise, εμυς, f.
Tortoise-shell, χελωνειον or -viov, n.
Tortuous, ελικτος, αγκύλος
Torture, βάσανος, f. οδύνη, f.
Torture, v. βασανίζω, στρεβλόω, δια-
στρεβλόω, παρατείνω, τροχίζω, κεν-
τάω : to be put to the torture,
επί τον τρόχον αναβαίνω
Torturer, βασανιστής, m.
Toss, V. βάλλω, ρίπτω, ριπτάζω, άναρ-
ρίπτω : to toss about, συσκεδάν-
ννμι, αποδινεω ; intrans. σείομαι, σα-
λεύω, στροβέομαι, κυλίνδομαι, ερέχ-
θομαι
Tossing, ριπτασμος, m. σάλος, m.
Total, όλος, πας, πρόπας, σύμπας
Totally, adv. πάντως, παντελώς
Totter, ν. ημύω, άστατεω, σφάλλομαι
Tottering, σφαλερος, άστατος, αστα-
θής, αστάθμητος [η. ψηλάφημα, η.
Touch, αφη, f. επαφή, / είσάφασμα,
Touch, ν. άπτομαι, εφάπτομαι, προσ-
άπτομαι, ψαύω, μάρπτω, θιγγάνω,
επιχράω : to touch lightly, επιψαύω,
παρακάνω, παραφάσσω : to touch
(at a port), προσέχω, προσίσχω,
προσφέρομαι [f.
Touching, άψις, f. άφη, f. ψηλάφησις,
Touchstone, βάσανος, /. λίθος, f.
Tough, σκληρός
Toughness, σκληρότης, f.
Tour, περίοδος,/.
Tow, στύπη, f. στυπείον, n.
Tow, v. έλκω, εφελκω : to be towed,
άπο κάλω πλέω
Towards, προς, επί, εις or ες
Towel, χειρόμακτρον, n.
Tower, πύργος, m. πυργίδιον, n. τΰρ-
σις, /. : to fortify with towers,
πυργόω : watch-tower, περιωπή, f.
Town, πόλις, f. άστυ, n. πόλισμα, n. ;
town-hall, πρυτανείων, n. αρχεΐον,
τι. τ6 δημόσιον, ληϊτον, n. : town-
clerk or crier, δ δημόσιος
Toy, παίγνιον, n. άθυρμα, n.
Toy, v. παίζω
Tr*ce, or Track, ίχνος, n. ίχνιον, n.
περιγραφή, f. βάδος, m. [of any-
545
TRA
thing dragged along) δλκ6ς, τη.
συρμός, 7/?« z -πίσυρμα, η. (harness)
ρυτηρ, τα. λεπαδνο^, η.
Trace, or Track, V. •χνεύω, ανιχνεύω,
εζιχνεύω, έκμαστ(νω, αναζητέω,
εξετάζω, αναφέρω, ^ : νεαλογεω
TraciDg, Tracking, >χνε\α, /. ϊχνεν-
Trackless, άβατος, ο. στ ι8ος \σις, /.
Tract, (of land) χώρα, f.
Tractability, εύαγωγία, /.
Tractable, ευαγωγοτ, ευηνιος, κήρινοϊ
Trade, (commerce) εμπορία,/, χρημα-
τιστική,/, (occupation) πραγματεία,
f. εργασία, f. τέχνη./, χειρονργία, /.
χειρωναξ'ια, /. : of the same trade,
ομότεχνος : of or belonging to
trade, χρηματιστικός
Trade, v. εμπορεύομαι, Ιμπολάω, χρη-
ματίζομαι
Trader, έμπορος, m. χρηματιστής, m.
Tradition, παράδοσις, f.
Traditional, Traditionary, παραδόσι-
μος, παραδεδομένος
Traduce, ν. διαβάλλω, βλασφημέω,
συκοφαντεω, βασκαίνω [ξις, /.
Traffic, εμπορία, /. μεταβολή, /. πρα-
Traffic, ν. εμπορεύομαι, εμπολάω, μετα-
βάλλομαι, χρηματίζομαι
Trafficker, έμπορος, m. εμπολευς, m.
χρηματιστής, τα.
Tragedian, τραγωδοποϊος, m. τραγωδος,
m. τραγωδοδιδάσ κάλος, m.
Tragedy, τραγωδία, /. : to act a tra-
gedy, τραγωδέω
Tragic, τραγικός, τραγωδικος
Tragically, adv. τραγικώς
Trail, όλκος, m.
Trail, V. έλκω, εφελκω, σύρω
Train, παραπομπή, f. ακολουθία, f. (ο/
a garment) σύρμα, n. (of events)
η φορά πραγμάτων
Train, V. γυμνάζω, διδάσκω, διαπονέω,
άσκεω, εζασκεω, μελετάω, πωλοδαμ-
νέω, συγκροτέω
Trainer, παιδοτρίβης, m. γυμναστής, ν.ι.
Training, άσκησις, /. διαπόνημα, η. ;
art of training, η παιδοτριβικη, /.
Traitor, προδότης, m. προδότις, /.
Traitorous, προδοτικός
Trammel, άρκυς, /.
Trammel, ν. εμποδίζω
Tramp, (of feet) κόμπος, m. τύπος, m.
Trample, v. πατέω, καταπατέω, λακτί-
ζω, καθιππεύω, επεμβαίνω, αναβαίνω,
στείβω
Trampling, πατησμος, m. λάκτισμα, η.
Trance, ονειρον, η. εκστασις, /.
Tranquil, ήσυχος, ησυχαίος, εϋκηλθ5,
Α Λ
TRA.
αθόρυβος, γαληνός ; (of mind) άλυ-
πος, αλύπητος [γαληνίζω
Tranquillise, v. εξημερόω, μειλίσσω,
Tranquillity, ησυχία, f. ησυχιότης, f.
γαλήνη, f. ακινησία, f. ευδία, f.
αταραξία, f.
Tranquilly, adv. ησύχως, γαληνώς ;
(of mind) άλύπως [,αατί^ω
Transact, v. πράσσω, διαπράσσω, χρη-
Transacting, πραξις, f. διάπραξις, f.
Transaction, πράγμα, n. [υπερέχω
Transcend, v. υπερβάλλω, υπερβαίνω,
Transcendency, υπέροχη, f έξοχη, f.
Transcendent, έξοχος, υπέροχος
Transcribe, v. εκγράφω, απογράφω
Transcriber, μεταγραφευς, m..
Transcript, αντίγραφον, n.
Transcription, μεταγραφή, f.
Transfer, παραλλαγή, f.
Transfer, v. μεταφέρω, μετάγω, ανα-
φέρω, μεταλλάσσω, μεταβιβάζω, δι-
ορίζω ^ [/.
Transferring, μεταφορά, f μεταγωγή,
Transfiguration, μεταμόρφωσις, f.
Transfigure, ν. μεταπλάσσω, μετα-
μορφόω
Transfix, ν. διελαύνω, διαπείρω
Transform, ν. μετασκευάζω, μετα-
πλάσσω, μεταρρυθμίζω : to be trans-
formed, μεταμορφόομαι
Transformation, μεταμόρφωσις, f.
Transgress, V. παραβαίνω, παρανομεω
Transgression, παρανομία, f. παρανό-
μησις, f. παράβασις, f. ύπερβασία, f.
παράγωγη, f. αμάρτημα, n. [μος, m.
Transgressor, παραβάτης, m. παράνο-
Transient, εφήμερος, εφημέριος, πτη-
νός, εξίτηλος : to be transient, ρεω
Transition, πάροδος, f. διάβασις, f.
^Transitive, διαβατικός [μετάβασις, f.
Transitory, ολιγοχρόνιος, εφημέριος,
εφήμερος, άκυρος [μαι, διαπορθμεύω
Translate, ν. μεταφράζω, μεταγράφο-
Translator, μεταφραστής, m.
Transmarine, υπερπόντιος, διαπόντιος,
ύπερθαλάσσιος [μαι
Transmigrate, ν. μετοικίζω, μετανίστα-
Transmigration, μετανάστασις, f. μετ-
οικία, f. μετοίκησις, f [f.
Transmission, διαπομπη, f. παράδοσις,
Transmit, διαπεμπω, διαδίδωμι, παρα-
δίδωμι [μος
Transmitted, διαπόμπιμος, παραδόσι-
Transmutation, μεταβολή, /. μετάλ-
λαξις, /. μετάστασις, /.
Transmute, ν. μεταλλάσσω, μετα-
βάλλω [/. διάφανσις, /.
Transparency, διαφάνεια, f. διάφασις,
546
THE
Transparent, διάφανης, διαυγής : to
be transparent, φωτίζω, διαφαίνω
Transpire, v. (as a report) διέρχομαι
Transplant, v. μετακηπεύω, μεταφυ-
τεύω [ταφυτεία, f. μεταρσις, f.
Transplantation, Transplanting, με -
Transport, (ecstacy) εκστασις, f εν-
θουσιασμός, m. (ship of burden)
δλκάς, f άκατος, f. (for troops)
ιππαγωγος or στρατιώτις (ναυς), f.
Transport, v. διαβιβάζω, μετακομίζω,
διακομίζω, μεταφέρω ; (with joy) εξ-
ίστημι
Transportation, διακομιδή, f.
Transpose, v. μετατίθημι, μετακαθίζω,
μετατάσσω, μεθιδρύω [σι$, /.
Transposition, μετάθεσις, f μετάστα-
Transverse, λεχριος, εγκάρσιος, επι-
κάρσιος, πλάγιος
Transversely, adv. εναλλάξ, λεχρις
Trap, πάγη, f παγϊς, f. ποδάγρα, f
ποδ&στράβη, /. ΰσπληγξ, f.
Trap-door, καταπακτή θύρα
Trappings, φάλαρα, oi.pl.
Trash, γρύτη, /.
Travail, πόνος, m. κάματος, m. ώδ\ς, /.
Travail, v. (labour) κάμνω, πονεω ;
(ivith child) ωδίνω
Travel, ν. αποδημεω, εκδημεω, δδοιπο-
ρεω, οδεύω, χωρεω, κομίζομαι, βαδίζω,
εμπορεύομαι [αποδημητης, m.
Traveller, οδοιπόρος, m. όδίτης, τη.
Travelling, αποδημία, /. εκδημία, /.
όδοιπορία, f. : belonging to tra-
velling, οδοιπορικός, δδοιπόριος :
fond of travelling, φιλαπόδημος,
αποδημητικός
Traverse, v. διαπορεύομαι, διαπεράω
Treacherous, άπιστος, διπλόος, επί-
βουλος, δολερός, δολοποιός
Treacherously, adv. απιστώς, αύτομό-
λως, εξ επίβουλης
Treachery, δόλος, m. απιστία, /. προ-
δοσία, f. επίβουλη, /. ενέδρα, /. : ex-
posed to treachery, εύεπιβούλευτοε
Tread, στί[ίος, m. βήμα, n.
Tread, V. στείβω, βαίνω,- πατεω
Treason, προδοσία, f. συνωμοσία, f.
Treasure, θησαυρός, m. θησαύρισμα, n.
κειμηλιον, n. γάζα, f.
Trenp^re up, V. θησαυρίζω, αποτίθεμαι
Treasured up, κειμήλιος
Treasurer, χρυσοφύλαξ, m. θησαυρο-
φύλαξ, m. ταμίας, m.
Treasury, ταμιεΊον, n. θησαυρός, m.
θησαύρισμα, n. θησαυροφυλάκιον, n. :
the treasury, ακρόπολις, f. τό κοι-
νόν, βασιλέων, n. οπισθόδομος, m.
THE
Treat, v. (act towards) ποιεω, μετα-
χεωίζω, χράομαί, διατίθημι; (nego-
tiate) πράσσω, επικηρυκεύομαι : to
treat of, πραγματεύομαι, -πρα~γμα-
roAoyeou : to be treated, πάσχω
Treatise, πρα-γματ€ία, f. : to write a
treatise, π pay ματεύομαι
Treatment, μεταχείριση, f.
Treaty, σπονδή, f. (usually in pi.),
συνθήκη, f. σύμβασις, f. όμoλoyίa, f.
όρκων, n. σύνθεσις, f. : to make a
treaty, συμβαίνω, σπενδομαι, ορκια
τέμνω, σπονδάς τέμνω : contrary
to treaty, παράσπονδος : secured
by treaty, ύπόσπονδος: not joined
in the treaty, εκσπονδος
Treble, τριπλάσιος, τρισσός, τρίπλαξ,
τριπλόος
Treble, ν. τριπλασιάζω
Trebly, adv. τριπλάσιον, τρίχα, τριχη
Tree, δενδρον, n. δένδροέ, Τι. δενδρεον,
τι. : fruit-tree, άκρόδρυον, n. : like
a tree, Ισόδενδρος : belonging to a
tree, δενδρικός, δενδρίτης : full of
trees, δενδρηεις, πολυδενδρεος, δεν-
δρόκομος, εΰδενδρος : to cut tree?,
δενδροκοπεω, δενδροτομεω
Trefoil, τρίφυλλον, n.
Tremble, v. τρεω, τρέμω, τρομεω : to
tremble a little, ύποτρεω, ύποτρομεω
Trembling, τρόμος, τα.
Trembling, τρομερός, έντρομος
Tremendous, εκπayλoς
Tremor, τρόμος, m. [ρων
Tremulous, τρομώδης, τρομερός, τρη-
Trench, τάφρος, m. βόθρος, τα. διώρυξ,
f. βόθυνος, m. opυyμa, n. : to make
a trench, ταφρεύω : to surround
with a trench, περιταφρεύω
Trench, v. σκάπτω, όρύσσω
Trencher, πίναξ. m. σανίδων, n.
Trepidation, τρόμος, m. φόβος, m.
Trespass, παράβασις, f. ύπερβασία, f.
Trespass, v. παραβαίνω, υπερβαίνω
Trespasser, παραβάτης, m.
Tresses, βόστρυχος, m. πλόκαμος, m.
Triad, τριάς, f.
J Trial, (attempt) πείρα, f. απόπειρα, f.
διάπειρα, f. (proof) ελεyχoς, m.
βάσανος, f. πείρα, f. (judicial trial)
ay ων, m. κρίσις,/. δίκη, /. : to make
trial of, πειράω, άποπειράω, ~/εύομαι :
to come to trial, δια δίκης έρχομαι:
to stand a trial, δικάζομαι, διαδικά-
ζομαι, δίκην παρέχω, υπέχω δίκην
, Triangle, τρ'^ωνον, η.
Triangular, τρ'^ωνος, τρηωνοειδης
Tribe, φυλον, η. φυλή, /. φράτρα, /. :
547
TilO
of or belonging to a tribe, φυλετι-
κός : of the same tribe, ομόφυλος :
in tribes, καταφυλαδόν
Tribulation, ταλαιπωρία, f. πάθος, η.
πάθημα, οι. θλίψις, f. [κριτηρων, n.
Tribunal, άρχε ων, n. δικαστηρων, n.
Tribune, δήμαρχος, τα. : to be tri-
bune, δήμαρχε ω
Tribuneship, δημαρχία, f.
Tributary, υποτελής, δασμοφόρος
συντελης
Tribute, δασμός, m. φορά,/, φόρος, m.
τέλος, n. : to pay tribute, δασμο-
φορεω, ύποτελεω, συντελεω
Trick, τέχνη, f. τέχνασμα, n, στροφή,
f. δόλωσις, f. πάλαισμα, n. κατα-
σκευή, f. σόφισμα, n.
Trick, v. φενακίζω, απατάω
Tricks, Trickery, δόλος, τα. σκευωρία,
/. σκευώρημα, n. πavoυpyίa, J. πα-
ν ου py η μα, ΊΙ,
Trickle, ν. στάζω, σταλάα», άποστάζω >
ηθεομαι
Tricoloured, τρίχρως
Trident, τρίαινα, J. τριόδους, τα.
Triennial, τριετής, τρίενος, τριετηρΧς
Trifle, φλυαρία, /. ληρος, τα. ληρημα, η.
Trifle, ν. φλυαρεω, ληρεω, ύθλεω
Trifler, φλύαρος, τη.
Trifling, κουφός, ληρώδης, ρά5ιος
Trilateral, τρίπλευρος
Trim, κόσμος, τα. κόσμημα, η.
Trim, ν. στέλλω, κοσμεω, άyάλλω
Trimeter, τρίμετρος
Trinket, αθυρμάτων, η.
Trip, σφάλμα, η. πταίσμα, η.
Trip, ν. σφάλλω, υποσκελίζω, πταίω,
Tripartite, τρίμερης [πτερνίζω
Triple, τριπλόος, τρισσός, τρίπτυχος
Triply, adv. τρίχα, τριχη, τριχώς
Tripod, τρίπους, τα. τριπόδων, η.
Trireme, τριήρης, /. : to command a
trireme, τριηραρχεω
Trisyllabic, τρισύλλαβος
Trite, αρχαϊκός, κοινός, παλαιός
Trivial, μικρός, σμικρός, ράδιος
Triumph, ά7λα*ί'α, /. χάρμα, η.
Triumph, lead in triumph, v. θριαμ-
βεύω, πομπεύω
Triumphal, θριαμβικός : triumphal
procession, πομπή, f.
Trochee, τροχαίος, m. [λαδόν
Troop, λόχος, m. ϊλτη, f. : in troops,
Trophy, τροπαΐον, η.
Tropics, τά τροπικά
Trouble, όχλος, m. πόνος, in. μόχθος,
m. ταραχή, f. άχθος, η. άχθηδών, f.
πράγματα, n. pi. : to take trouble
A A 2
ΊΈΟ
about, σπουδών εχω, ποιέομαι or
τίθημι
Trouble, ν. ταράσσω, ενοχλέω, σν/χέω,
δχλέω : to be troubled in mind,
αδημονέω, θορυβέομαι, πορφύρω
Troublesome, βαρύς, οχληρός, χαλέ-
ι πός, δυσχερής, επαχθής, αηδής, λυ-
πηρός, οχλώδης, μοχθηρός, εργώδης,
μέρμερος, ταραχώδης
Troublesomeness, βαρύτης, /. ενόχ-
λησις, /.
Trough, (for cattle) πύελος, f. πίστρα,
f. πίστρον, n. : kneading-trough,
κάρδοπος, f.
Truant, δραπέτης, on. δραπετίδης, on.
Truce, σπονδή, f. (generally pi.),
επισπονδη, f. εκεχειρία, f. διαλλα-γη,
f. ανακωχή, f. ανοχαϊ, f. pi. : with-
out a truce, 'άσπονδος : under
truce, ύπόσπονδος : to make a
truce, σπένδομαι, σπονδάς τέμνω
Truculent, ωμός, σ,Ύριος
True, αληθής, αληθινός, αψευ^ης, ετν-
μος, ετεός, ορθός, άτρεκης
Truly, adv. αληθώς, άληθινώς, ορθώς,
δητα, τφ οντι, ή, ή ρα, άτρεκέως,
ετνμως
Trumpery, ρώπος, on. yp -υτη, f.
Trumpery, ρωπικός
Trumpet, σάλπι -y^, f. ; to sound a
trumpet, σαλπίζω
Trumpeter, σαλπιγκτής, on.
Truncheon, σκηπτρον, n.
Trunk, (of a tree) πρέμνον, οι. στέλε-
χος, οι. κορμός, on.
Truss, φάκελος, m. φορτίον,η. κώμυς,/.
Truss, v. φακελόω, σάττω
Trust, πίστις, f.
Trust, V. πιστεύω, πείθομαι, επιτρέπω
Trusting to, πίσυνος
Trustworthy, Trusty, πιστός, αξιό-
πιστος, εϋπιστος, βέβαιος, εχέγγυος
Truth, αλήθεια, /. άτρέκεια, /. άψεύ-
δεια, /. : the truth, τα οντά : the
plain truth, το σαφές, σαφήνεια, /. :
to speak the truth, αληθεύω, wpev-
δέω [ετητυμος
Truthful, αληθευτικός, φιλαλήθης,
Try, ν. πειράω, άποπειράω, διαπεφά-
ομαι, εκπειράομαι ; (test) δοκιμάζω,
^γεύομαι ; (judge) κρίνω
Tub, σκάφη, f. σκαφίς, /. πύελος, /.
Tube, σίφων, on. συρ^, /. σωλην, on.
Tuberous, φυματώδης
Tubular, σωληνοειδής, συριγγώδης
Tuck, ν. συστέλλω
Tuft, λόφος, m.
Tug, πεϊρα, f. ελξις, /.
548
TUR
Tug, ν. έλκω, εφέλκω
Tuition, παιδεία, f.
Tumble, ν. καταπίπτω, καταρρέω; (as
a tumbler) κυβιστάω
Tumbler, κυβιστητηρ, on.
Tumid, οΎκώδης, ΟΎκηρός, οιδαλεος
Tumour, φυμα, οι. φυμάτιον, η. σκΊρος,
m. οίδημα, οι. ΰ~γκος, on.
Tumult, θόρυβος, on. ταραχή, f. : to
raise a tumult, θορυβέω, ταράττω
Tumultuous, θορυβώδη$, ταραχώδης
Tumultuously, adv. ταραχώδως, τεθο-
ρυβημενως
Tune, μέλος, ?ι. : in tune, εν μέλει :
out of tune, παρά μέλος : in tune,
σύμφωνος, ομόφωνος : to be in tune,
συμφωνέω, δμοφωνέω : out of tune,
άντίφωνος, ανάρμοστος, άπωδός,
παράμουσος : to be out of tune,
διαφωνέω, άναρμοστέω
Tune, v. αρμόζω
Tuneful, λι-γυς, λι-γυρός, λΓ/ύφωνος,
μελωδός, μελίπνοος, μελίφωνος, ηχέ-
της
Tunefully, adv. λίγα, λι-γυρώς, λι•γέως
Tunic, χιτών, on. χιτωνίσκος, on. χιτώ-
νων, οι. \m. πηλαμυς, f.
Tunny-fish, θύννος, m. θύννη, f. ορκυς,
Turban, μίτρα,β
Turbid, θολερός, θολώδης
Turbulent, θορυβώδης, θορυβητικός,
θορυβοποΐός, λάβρος, ταραχώδης
Turgid, ΟΎκώδης, οΎκηρός, οιδαλέος
Turmoil, θόρυβος, on. ταραχή,^
Turn, τροπή, /. στροφή, /. κχμπη,/.
Turn, ν. στρέφω, τρέπω, μεταστρέφω,
κλίνω ; (as thought, attention) προσ-
έχω, παραβάλλω; (with a lathe)
τορνεύω, περιτορνεύω : to turn aside,
παρατρέπω, εκτρέπω, παραφέρω ' to
turn away, αποτρέπω, εναλλάσσω: to
turn round, πολέω, π^ριά-γω, περισ-
τρέφω : to turn back, αποστρέφω,
υποστρέφω : to turn up, αναστρέφω,
μεταβάλλω : intrans. turn, στρέφο-
μαι, επιστρέφομαι, τρέπομαι : to
turn away, εκκλίνω, αποτρέπομαι,
αποστρέφομαι : to turn back, έπανα-
στρέφω, -ομαι, υποστρέφω, -ομαι,
αποστρέφω : to turn aside, παρα.-
κλίνω, παραλλάσσω, παρατρέπομαι :
to turn round, περιστρέφομαι, μετα-
βάλλομαι : to turn out, (happen)
συμβαίνω, αποβαίνω, έκβαίνω, εξέρ-
χομαι, πίπτω, συμφέρομαι
Turncoat, αποστάτης, m.
Turned, στρεπτός ; (by a lainB) \^ρω-
τός, εντορνοζ, τροχήλατος
TUR
Turner, τορνευτής, m.
Turning, στροφή, f. τροπή, f. καμπή,
f. : turning round, επιστροφή, f.
ανάστροφη, f. περιτροπή, f. πόλησις,
f. : a turning-point, ροπή, f. . in
turn, κατά μέρος, εν μέρει, εκ διάδο-
χης, αμοιβαδις, εξ ύποληφεως
Turnip, yoyyv\\s, /. ^οΎ^ύΚη, f.
Turpentine, Turpentine-tree, τέρμιν-
θος, f. τερεβινθος, f. : made of tur-
pentine or of the turpentine-tree {
τερεβίνθινος, τερμίνθινος
Turpitude, αίσχος, n. άίσχρότης, /.
Turret, πύρ~/ος, m. πυρ^Ίον, n. πυρ-
Turtle-dove, τρυπών, f. [j'wkos, m.
Tusk, χαυλιόδων or χαυλιόδων όδους, m.
Tutelage, επιτροπεία, f. επιτροπή, f,
προστατεία, f. [στατηριοι
Tutelar, Tutelar}', επιτροπικέ, προ*
Tutor, παιδο^ωγοϊ, m. παιδευτης, m.
παιδοτρ'ιβης, m.
Twang, K\ayj7), f. ροΐζος, m. Ion. /.
Twang, v. κλάζω
Twelfth, δωδέκατος : on the twelfth
day, δωδεκατα'ιος : a twelfth part,
δωδεκατημόριον, n.
Twelve, δώδεκα, δυώδεκα, δυοκαίδεκα ;
(the number) δωδεκάς, f. : twelve
times, δωδεκάκις : lasting twelve
months, δωδεκάμηνος
Twentieth, εικοστός : twentieth, day
of the month, eiKas, f.
Twenty, ε'ίκοσι: the number twenty,
εικάς, f. : twenty thousand, δίσ-
μύριοι: twenty times, εϊκοσάκις :
lasting twenty years, twenty years
old, ε'ικοσαετηϊ, -t\s
Twenty-fifth, πεντεκαιεικοστός
Twenty-five, εικοσιπέντε
Twice, δϊς : twice as much or many,
Twig, κράδη, f. κλήμα, n. [διπλάσιος
Twin, δίδυμος, διδυμoyεvης, διδυμάων ;
bearing twins, διδυμοτόκος
Twme, V. πλέκω, συμπλέκω, ε\ρω
Twined, πλεκτός, συμπλεκτός
Twinge, κνισμα, n. τ'ιλμα, n.
Twinge, v. κνίζω, κνάω, τίλλω
Twining, πλεκτικός, συμπλεκτικός
Twinkle, ν. στίλβω, αμαρύσσω
Twinkling, μαρμαρυ-γη, f. aμapυyη ) f.
aμάpυyua, n. ριπή, f.
Twirl, V. δινεω, yυρόω
Twist, v. στρέφω, λυyιζω, πλέκω, παρ-
έλκω, yvάμπτω
Twisted, πλεκτός, ελιξ, ελικτος : well
twisted, εϋπλεκης, εϋπλεκτος, εύ-
στροφος, εύστρεπτος
Two, δύο ; (the number) δυάς, /. : two
549
val
by two, σύνδυο : in two parts or
ways, δίχα, διχη, διχόθαν : m two
places, δισσαχη
Two-edged, άμφίτομος, διχόστομοι.
δ'ιστομος, άμφίθηκτος
Two-fold, δίδυμος
Two hundred, διακόσιοι
Two-oared, άμφηρικός, άμφίφης
Two thousand, δισχιλωι
Tympanum, τύμπανον, n.
Type, τύπος, m.
Typical, τυπικός
Typify, v. προδείκνυμι
Tyrannical, τυραννικός
Tyrannically, adv. τυραννικως
Tyrannise, v. τυραννεύω, τυραννεω
Tyranny, τυραννις, f.
Tyrant, τύραννος, m.
Tyro, πρωτόπειρος, m.
U & V.
Vacancy, κενότης, f.
Vacant, κενός, διάκενος
Vacate, v. άπείπον, κενόω
Vacation, εκεχειρία, /. σχολή, f.
Vacillate, v. οκνέω
Vacillating, οκνηρός
Vacillation, όκνος, m.
Vacuity, κενότης, j.
Vacuum, κένωμα, n.
Vagabond, Vagrant, πλάνης, m. πλα-
νήτης, m. άλητ^, m.
Vagrant, πλάνος, πλάνητος, πλανη-
τικός, φοιταλέος
Vague, ασαφής, κωφός
Vain, μάταιος, κενό$, ηλίθιος, κουφός,
μαψ'ώιος, τηύσιος ; (conceited) χαύ-
νος : in vain, μάτην, ^αταία^, διά
κενής, άλλως, ηλιθίως
Vain-glorious, άλαζών, κενόδοξος
Vale, ά^/κος, η. αυλών, m.
Valiant, άλκιμος, κρατερός, άρειοζ
Valiantly, adv. κρατερώς
Valid, κύριος
Validity, κύρος, η.
Valley, άyκoς, η. αυλών, τα. νάπη. f.
Valorous, άλκιμος, άρειος
Valour, άρετη, f. θράσος or θάρσοι, η.
μένος, η. αλκή, /. εύφυχία, f.
Valuable, τίμιος, τιμαλφής, έντιμοι,
ένάρ&μος, αριθμητοί
Valuation, τίμησις,/.
Value, τιμή, f. τίμημα, η. άξια, /.
ώνος, m, : of great value, άξιος
πολλού : of no value, ούδενός άξιος
Value, v. τιμάω, άποτιμάω, εντιμάω,
VAN
άξιόω : to value highly, περ\ πολ-
λού ποιεομαι : to \ r alue more, περί
πλείονος ποιεομαι
Van, (of an army) ol προτεταημενοι,
ol πρωταγόϊ, οι αφηγούμενοι
Yanish, v. αφανίζομαι, άναπετομαι,
λιάζομαι
Yanity, κενότης, f. ματαιότης, f. (con-
ceitedness) αλαζονεία, f. κενοδοξία, f.
Yanquish, v. νικάω, κρατεω, επικρα-
τεω, δαμάζω, κατεργάζομαι, υπάγω
καταπολεμεω
Yanquisher, νικητής, m. δαμαντηρ, m,
Vapid, άλίβας, άθυμός
Yapor, ατμός, m. άτμϊς, /.
Variable, εύμετάβολος, ευμετάβλητος
ποικίλος, αϊόλος, πολύστροφος, ευ-
μεταθετός
Yariance, διάφορα, f. διάστασις, f.
διχοστασία, f. : at variance with
διάφορος : to be at variance with
διαφόρως εχω, διαφερομαι
Yariation, μεταλλαγή, f. μεταβολή, j
Yariegate, v. ποικίλλω, αιόλλω
Yariegated, ποικίλος, αϊόλος
Yariegating, Yariegation, ποικιλία, f.
ποίκιλσις, f. ποικιλμός, πι.
Variety, ποικιλία, f. πολνειδία, f. πο-
λυτροπία, f. [πός, πολυειδης
Various, ποικίλος, παντοίος, παντοδα-
Yariously, adv. παντοίως, παντοδαπώς
Vary, ν. ποικίλλω, μεταβάλλω, παραλ-
Vase, λεβης, m. [λάσσω
Vassal, υπήκοος, m. [μέγας, κητώεις
Vast, πελωρος, πελώριος, μέγας, ύπερ-
Vastly, adv. πολν, μεyάλως
Vat, ύποληνϊς, f. πίθος, m.
Vault, ψαλϊς, f. καμάρα, f. : vault of
heaven, κύκλος ουρανού, η νπουρανία
a\pls
Vault, v. καμαρόω ; (leap) άλλομαι
Vaulted, καμαρωτός
Vaunt, κόμπος, m. κόμπασμα, n. άλα-
ζόνευμα, n. αλαζονεία, f. καύχημα, n.
Vaunt, V. κομπεω, κομπάζω, άλαζονεύ-
ομαι, καυχάομαι, εύχομαι
Vaunting, αλαζονεία, f. καύχησις, f.
κομπασμός, m.
Udder, θηλή, f. ουθαρ, n.
Veal, κρέας μόσχειον, n.
Veer, ν. επιστρέφομαι, μεταστρέφω
Vegetables, λάχανον, n. όσπρια, η.χιϊ.
Vegetate, ν. θάλλω, βλαστάνω
Vegetation, βλάστησις, f.
Vegetative, βλαστικός, βλαστητικός
Vehemence, σφοδρότης, f. οξύτης, f.
δεινότης, f.
Vehement, σφοδρός, πολύς, δεινός
550
VER
Vehemently, adv. σφόδρα, άγαν, eV-
τεταμενως, Ισχυρώς
Vehicle, όχημα, η. οχος, η. άρμα, η.
Veil, κάλυμμα, η. προκάλυμμα, η.
Veil, ν. καλύπτω, περικαλύπτω, συν-
Vein, φλεψ,/. φλεβιον, η. [αμπεχω
Veined, φλεβώδης
Velocity, ταχύτης, f.
Venal, ώνιος, πράσιμος
Vend, ν. πιπράσκω, καπηλεύω, πωλεω
Vender, πρατηρ, m. πωλητής, m. κάπη-
λος, m.
Vendible, πράσιμος
Venerable, σεμνός, πότνια (fern.),
αίδοΊος, σεβάσμιος, αϊδεσιμος, γεράσ-
μιος, πρεσβυς
Venerably, adv. σεβασμίως, σεμνώς
Venerate, ν. σέβω, αιδεομαι
Veneration, αιδώς, f. σεβασμα, η.
αϊδεσις, /.
Venereal, αφροδίσιος, αφροδισιαστικός
Yenery, τα αφροδίσια, άφροδίτη, f.
Vengeance, τιμωρία, f. νεμεσις, f.
ποινή, f. δίκη, f.
Venial, συγγνωστός
Venom, Ιός, m. φάρμακον, n.
Venomous, ιώδης, Ιοβόλος, φαρμακώδης
Vent, διέξοδος, f. οπη, f.
Vent, V. διεξίημι
Venture, κίνδυνος, m. κινδύνευμα, n,
Venture, v. κινδυνεύω, τολμάω, avap-
ρίπτω κίνδυνον
Venturesome, Venturous, φιλοκίν-
δυνος, παρακινδυνευτικός [ρεια, f.
Venus, 'Αφροδίτη, f. Κύπρις,/. Κυθε-
Veracity, αλήθεια,/.
Verandah, σκιάς, f, αίθουσα, /.
Verbose, πολυλόγος, πολυμυθος, πο-
Verbosity, πολυλογία,/. [λνεπης
Verdant, χλωρός, χλοερός
Verdict, ψήφος, /. κρίμα, η. δικαίωμα, η,
Verdure, χλόη, /.
Verge, χεΊλος, η. χείλωμα,η. ρηγμις,/*
Verge, ν. τείνω, κατατείνω
Verify, ν. βεβαιόω, επαληθεύω
Verily, adv. αληθώς, μην, άμην, γ€
Verity, αλήθεια, /. άψεύδεια, f.
Vermilion, κιννάβαρι, n. : vermilion-
coloured, κινναβάρινος
Vernacular, εγχώριος, κοινός
Vernal, εαρινός
Versatile, πολύτροπος, ευτράπελος
Versatility, πολυτροπία, /. ποικιλία, β
Verse, e7ro 9, n. στίχος, m. [m.
Vertebre, σφόνδυλος, m. αστράγαλος,
Vertex, κορυφή, f. άκρα, f.
Vertigo, ίλιξ, f> σκότωμα, n. [μέγα
Very, adv. λίαν, μάλα, σφόδρα, πάνυ,'
Vessel, ayy os, n. ayy εϊο ν, η. τεύχος,
η. : brazen vessel, χαλκίον ώ χαλ-
κεΊον, η. χάλκωμα, η.
Vest, χιτών, πι. χιτώνων, η.
Vesta, Εστία, f.
Vestal, £ στ ias, /.
Vestibule, πρόθνρον, η. προπύλαων, η.
πρόπυλον, η. αϋλειον, οι.
Vestige, ίχνος, η. σημεων, η.
Vestment, Vesture, έσθης, /. εσθημα,
n. είμα, n. ιμάηον, n, ενδυσις, f.
ένδυμα, η.
Vetch, άφάκη, /. οροβος, πι.
Vex, ν. κηδω or κηδέω, δάκνω, κνίζω,
ενοχλέω, λυπέω : to be vexed, dya-
νακτέω, δυσφορέω, χαλεπαίνω
Vexation, ay ανάκτησ is, f. δυσχέρεια,/.
Vexatious, aviapos, λυπηρός, κερτομος,
θυμοφθόρος, θνμοβόρο$
Ugliness, αίσχος, n. δυσμορφία, f.
αμορφία, f.
Ugly, άμορφος, δύσμορφος, δυσειδης,
άειδης, άωρος, αισχρός
Vial, φιάλη, f.
Viands, σΐτος, m. 6\pov, n.
Vibrate, v. πάλλομαι, όρχέομαι, κρα-
Vibration, παλμδς, πι. [δαίνω, σείω
Vice, κακία, f. κάκη, /. κακότης, /.
πονηρία, /.
Vice-admiral, έπιστολευς, m„
Viceroy, ύπαρχος, m. επίτροπος, m.
Vicinity, yeiTovia, /. yeiTOv^is, /.
Vicious, KaKbs, φαύλος [yeiTviaais, /.
Viciously, adv. κακώς
Vicissitude, μεταβολή, f. αμοιβή, /.
εζάμειψις, f.
Victim, σφό^ιον, n. θύμα, n. Ιερείον, ».
τόμιον, n.
Victor, τριακτηρ, πι. νικητής, m.
Victorious, νικηφόρος, νικηεις, καλλί-
νικος, επικρατης, υπέρτερος
Victory, νίκη, /. νίκημα, η. νικηφορία,
/. : of victory, νικητήριος, έπινίκως
Victual, ν. επισιτ'ιζομαι
Victuals, σίτος, m. σϊτα, ιι. pi. οψον, η.
Vidette, σκοπός, m. διερευνητης, m.
Vie with, ν. ερίζω, παραβάλλω, ψω-
νίζομαι, αηωνιάω
View, inj/ts, /. εποψις, /. άποψις, /.
πρόσοψις^ /. όραμα, η, θέα, /. επί-
σκε^ις, /.
View, ?;. δράω, εφοράω, έπισκοπέω
Vigil, aypwrvia,f. φρουρά, /. φυλακή,/.
Vigilance, ευλάβεια, f. ay ρυπν'ια, /.
Vigilant, φυλακτικο3, ψρυπνος, ^ρη•
yopικbς
Vigorous, ακμαΊος, έρρωμένος, εύρωσ-
τος, κρατερός, Ισχυρός, ανθηρός, εϋ-
551
V1R
τόνος : to be vigorous, ακμάζω,
ευθηνέω ώ εύθενέω, σφρι^/άω
Vigorously, adv. εύτόνως, ισχυρώς
Vigour, άκμη,/. ρώμη, /. σθένος, η.
εύτονία, f.
Vile, φαύλος, αισχρός
Vilely, adv. φαύλως, αισχρώς
Vileness, φαυλότης. /. αίσχρότης, f.
Vilify, ν. διασύρω, έκφαυλίζω, εύτελίζω
Axilla, έπαυλις,/.
Village, κώμη,/.
Villager, κωμν,της, m.
Villain, πavoυpyoς, c. λεωpybs, m.
Villanous, πavoυpyoς, λεωpybς, κα-
κoυpyoς, πονηρός
Villanously, adv. πανουρ^/ως
Villany, πavoυpyίa, f. πανούργημα, n.
κακουρ^'ία, / πονηρία., j.
Vindicate, v. άπoλoyCoμaι ? αμύνομαι,
δικαιόω
Vindication, aπoλoyίa, f.
Vindictive, μνησίκακος, τιμωρητικος
Vine, άμπελος, /. αμπέλων, n. : of or
belonging to a vine, άμπέλινος,
άμπελόεις : vine-leaf, οϊναρον, n.
οίνάριον, n. : abounding in vines,
άμττελόεις
Vine-dresser, άμπελoυpybs, m. [/.
Vinegar, όξος, n. : vinegar-cruet, 6ξϊς,
Vineyard, αμπέλων, m. άμπελεων, m.
opxos, m.- οϊνόπεδον, ίι.
Vinous, o^pbs
Vintage, τpυyητbς, m. ~ to gather
the vintage, τρυyάω
Vintager, τρυyητηp, m :
Viol, κιθάρα, /. βάρβιτον, n. λύρα, /.
Violate, v. συyχέω, παρσ.βαίνω, παρα-
νομέω ; (a woman) φθείρω, διακορέω
Violation, σύyχυσις, /.
Violence, βία, f. βιαιότης, /. δρμη, /.
σφοδρότης, /, : act of violence,
ύβρις, / θανάσιμον χείρωμα, n.
Violent, βίαιος, υπερβως, κρατερός^
εξαίσιος, σφοδρός, βιαστικές, σύντο-
νος [σφόδρα, σφοδρώς, λαβρως
Violently, adv. βιαίως, βία, εκ βίας }
Violet, ϊον, οι. : violet-coloured, ιοειδης
Viper, έχίδνα, /'. εχις, m. εχίδνιον, η. ;
of a viper, εχιδναιος
Virgin, παρθένος, f. κόρη, /. : of or
belonging to a virgin, παρθεί ως,
παρθένεως : to be a virgin, παρθ**
νεύομαι
Virginity, παρθενία, /. παρθενευμα, n,
Virile, ανδρικός, ανδρείος
Virility, ανδρεία, /. avδρayaθίa, / at*
A r irtual, έvεpyης, αληθινός [5/>ot?js ? /,
Virtually, adv. ivεpyώs ί δυνάμει
vm
Virtue, apery, f. audpayaOia, f. τ5 κα-
Virtuous, ayaObs, χρηστός [λον
Virtuously, adv. ayaOws, χρηστώς, ευ
Virulence, κακοήθεια, f
Virulent, κακοήθη?, πικρός
Visage, πρόσωπον, n.
Viscous, y -λόιώδης, ιξώδης, κομμιώδης
Visible, ορατός, κάτοπτος, φανερός,
εμφανή$, evapyfy, ενοπτος \yS>s
Visibly, adv. φανερώς, εμφανώς, εναρ-
Vision, όφις, f. φάσμα, n. φάντασμα,
n. δόκημα, n. ορασις, f.
Visionary, μετέωρος
Visionary, μετεωροσκόπος, μετεωρο-
λόyoς, μετεωροσοφιστής, m. μετε-
ωρολεσχης, m.
Visit, ν. επισκοπέω, εφοδεύω, εφοράω,
εποίχομαι, φοιτάω, επιφοιτάω, πρόσ-
ειμι, επαναθεάομαι ; (ivith punish-
ment) εφικνεομαι, επέρχομαι
Visitation, σκηπτος, m.
Visiting, επΊσκεφις, f. φοίτησις, f.
Vital, ζωτικός, ζώσιμος, ζωθάλμιος
Vitiate, ν. φθείρω, διαφθείρω
Vitiation, φθορά, /. διαφθορά, /.
Vituperate, ν. ονειδίζω, ψ^ω, μέμφο-
μαι, επιτιμάω
Vituperation, όνειδος, η. ψόyoς, τη.
ςπιτίμησις, f μεμψις, j\
Vivacious, ζωτικός, εύθυμος, άταλος,
ψυχικός, ιλαρός
Vivacity, ευθυμία, f. οξύτης,/.
Vivid, οξύς, ζωτικός, θοος, ψυχικός
Vividly, adv. δξυ, οξέως, θοώς
Vividness, όξύτης, /.
Ulcer, έλκος, η.
Ulceration, ελκωσις,/.
Ulcerous, εμπυος
Ultimate, έσχατος
Ulysses, 'Οδυσσεύς, πι.
Umbrage, ατγανάκτησις, f.
Umbrageous, {shady) σκιόεις, σκιώδηι
Umbrella, σκιάδειον, ν. σκιάδιον, n.
Umpire, ατγωνοθέτης, m. α^ωνάρχης, m.
κριτής, m. ραβδούχος, m. βραβεύς,
m. 'ίστωρ, m.
Unabashed, αναίσχυντος
Unabated, 'άληκτος
Unable, αδύνατος, άκρατης : to be
unable, άδυνατεω
Unacceptable, αηδής, αχάριστος
Unaccompanied, μόνος
Unaccomplished, ατελής, ατελεύτη-
τος, άτελεστος, άνηνυστος, Αίΐ^άνή-
νυτος, άκραντος
Unaccustomed, άπειρος, άηθης
Unadorned, άκόσμητος
Unadvised, άνουθετητυς
552
UNC
Unadulterated, άκρατος, ακήρατος,
Unallotted, άκληρος [άκίβδηλο;
Unalloyed, άκίβδηλος
Unalterable, ακίνητος, άμετάστροφος
Unalterably, adv. άκινήτως, άμετα-
Unambitious, αφιλότιμος [κινήτως
Unanimity, ομόνοια, f δμοφροσύνη, f.
όμοδοξία, f [oμόλoyoς
Unanimous, δμoyvώμωv, δμόφρων,
Unapproachable, δυσπρόσβατος, δυσ-
είσβολος, δύσβατος, άδυτος, άβατος,
δυσπρόσοδος
Unarmed, yvpvbs, άοπλος, άνοπλος
Unarranged, άκόσμητος, άκοσμος
Unattainable, άπρόσικτος, άκίχητο$
Unattempted, άπείρητος, apyfc
Unavailable, άχρεΊος
Unavenged, ατιμώρητος, νήποινος
Unavoidable, άφυκτος, αμήχανος, δυσ-
απάλλακτος
Unawares, αφύλακτος, άφρακτος, λα-
θραίος, άπρονόητος ; adv. λάθρη, λα-
θραίως, άπερινοητως
Unbearable, άνάσχετος, άτλητος
Unbecoming, άπρεπης, άεικης, άεικε-
λιος [άεικεως
Unbecomingly, adv. άπρεπεως, άεικες >
Unbelief, απιστία, /.
Unbelieving, άπιστος
Unbending, άκαμπτος, άκαμπης
Unbidden, άκελευστος, αύτοκελευστο?
Unbind, ν. λύω
Unblameable, Unblamed, άμεμπτοβ*
άνεπίκλητος, άμώμητος [μεμπτω*
Unblameably, adv. άνεπικλήτω$, ά-
Unblemished, τέλεος, τέλειος, άσπιλοι
Unborn, άyεvητoς ώ άyεvvητoς, ayovos
Unbounded, άμετρος, αμέτρητος, άπβι-
ρεσιος
Unbridled, άχάλινος, άχαλίνωτοϊ
Unbroken, άθραυστος, άκλαστοϊ, άρ-
ρηκτος
Unburied, άταφος, άκηδεστος, άθαπτος
Unburnt, άκαυστος
Uncalled, άκλητος, αυτόκλητος
Uncared for, άκηδής, άκηδεστος
Unceasing, ενδελεχής, άφθιτος, άκρι-
τος, άληκτος, αδιάλειπτος, ακατά-
παυστος
Uncertain, αφανής, άδηλος, άμαυρο$,
μετέωρος ; (of people) άπορος, αμή-
χανος [αφανούς
Uncertainly, adv. άφανώς, εκ τον
Uncertainty, άδηλότης, /. αφάνεια^.
Unchangeable, ακίνητος, άμετάστατος,
άτροπος
Unchangeably, adv. άκινήτως
Unchaste, άναγνος, άσελyής
UNC
Ud chastely, adv. άνάγνως, ασελγώς
Unchastity, ασέλγεια, f. ακολασία, f.
λαγνεία, f.
Unchecked, άχσΛινος
Uncircuincised, άπερίτμητος
Uncircuniscribed, απερίγραπτος
Uncircumspect, απερίσκεπτος
Uncivil, τραχύς, σκαώς, άπειρόκαλυς
Uncle, θεΊος, m. : paternal uncle,
πάτρως, m. πατράδελφος, m. : ma-
ternal nncle, μητρώε, m. μητρά-
δελφος, rn.
Unclean, ακάθαρτος, μιαρος
Uncleanness, ακαθαρσία, f. μιαρία, f.
Unclose, v. άνοίγνυμι
Unclouded, άνέφελος
Uncoil, V. εξελίσσω
Uncoloured, άχρωστος
Uncombed, άκτένιστος, άπαράτιλτος
Uncommon, ύπερφυης, άηθης, εκνό-
Uncommonness, καινότης,/. [μιος
Unconcealed, άκρυπτος, άνέφελος
Unconcern, αμέλεια, J. άκηδεια, f.
ολιγωρία, f. [pos
Unconcerned, αμελής, άκηδης, υλίγω•
Unconcernedly, adv. ολιγώρως, εύκό-
Uncondemned, άκατάκριτος [λως
Unconnected, ασύνδετος, άσύναπτος
Unconquerable, ακαταμάχητος, ανί-
κητος, άδάματος, άησσητος
Unconscious of, άϊστος
Unconsecrated, βέβηλος
Unconsidered, άσκεπτος, άπρόσκεπτος
Unconstrained, αβίαστος
Uncontrolled, ακράτητος, ακόλαστος
Uncorrupted, άφθαρτος, αμίαντος
Uncover, ν. εκκαλύπτω, αποκαλύπτω,
άποστεγάζω
Uncovered, ακάλυπτος
Uncourteous, σ.γροικος [τως
Uncourteously, adv. άγροίκως, άχαρί-
Uncouth, Ιδιωτικός, άπειρόκαλος,
άγροικος
Uncouthly, adv. Ιδιωτικώς, άγρυίκως
Uncreated, άποίητος, άγέννητος
Unction, άλειψις,/. χρΊσις, /.
Unctuous, λιπώδης
Uncultivated, άργος, άγεώργητος,
άσπαρτος ; (of men. manners, ώο.)
άγριος, ά,γροικος, απαίδευτος
Uncurbed, άχάλινος
Uncut, άτμητος, άτομος
Undaunted, άδεης, άφοβος, άτάρβητος,
άνεκπληκτος, άτρεστος [άτρέστως
Undauntedlv, adv. άδεώς, άφόβως,
Undauntedness, αφοβία, /. άτρεμία,/.
Undecayed, άγηρατος, άγηραος
Undecided, άκριτος, αδιάκριτος
553
Undefended, άφρακτος, ερηαος
Undenled, αμίαντος, άχραντος. άκΊ Γ
οατος
Undefined, αόριστες [τος
Undeniable, ανεξέλεγκτος, άκατάβλη-
Under, ύπο, ενερθε, θεν : to be under,
υπειμι, νπόκεαι.αι, οφίσταμαι
Undergo, ν. υπέχω, υφίσταμαι, υπο-
δύομαι
Underground, χθόνιος, ύποχθόνιος,
καταχθόνιος, υπόγειος, κατάγειος
Underhand, «.ρυφαως ; adv. λάθρα,
κρύβδην [ύποτρώγω
Undermine, ν. ύπορύσσω, ύπορρέω,
Underneath, ύπένερθε, κάτι:, ύπο
Understand, ν. γιγνώσκω, μανθάνω,
έννοέω, συνίημι, λαμβάνω, ύπολαμ-
βάνω, συλλαμβάνω, κατέχω, κατά-
μανθάνω
Understanding, νόος, contr. νους, m.
γνώμη, f. σύνεσις, f. νόησις, f. φρό-
νημα, η.
undertake, ν. υποδέχομαι, ζ'ρομαι,
υφίσταμαι, παραλαμβάνω, τναδε-
χομαι, υποδύομαι
Undertaker, κτεριστης, πι.
Undertaking, εγχείρημα, η. επιχείρη-
μα, η. ανάδοχη, /.
Undervalue, ν. ολιγωρέω
Undeserved, ανάξιος [πάρα την άξίαν
Undeservedly, adv. άναξίως, υπέρ or
Undeserving, άνάξως, άπάξιος
Undetermined, άκριτος, αόριστος,
αδιόριστος, άκύρωτος
Undigested, άπεπτος [άκριτος
Undiscernible, αδιάκριτος, αόρατος,
Undisciplined, άτακτος, άσύντακτος
Undiscoverable, Undiscovered, ανεύ-
ρετος, άνεξεύρετος
Undisguised, άπροφάσιστος, άνέφελος,
άκρυπτος [τος, άπληκτος
Undismayed, άφοβος, άδεης, άτάρακ-
Undisputed, αναμφισβήτητος, άναμ-
φίλογος [άναμφιλόγως
Undisputedly, adv. αναμφισβητήτως,
Undistinguishable, άκριτος, άκριτό-
φυρτος [ρυβος, άθορύβητος
Undisturbed, έκηλος, άτάρακτος, άθό-
Undivided, αμέριστος, άσχιστος,
αδιαίρετος, άδαστος
Undo, ν. αναλύω, διαχέω ; (ruin)
ολλυμι, άπόλλυμι, διαφθείρω
Undone, άγένητος, άπρακτος, άνηνυ-
τος, άποίητος [φ'ιλογος
Undoubted, αναμφισβήτητος, άναμ-
Undoubtedly, adv. άναμφιλόγως, αν-
αμφισβητήτως
Undress, ν. άποδύω, εκδύω or έκδύνω
Α Α 5
UND
Undulate, v. κυμαίνω
Undulation, κύμανσις, f.
Uneducated, άδίδακτος, απαίδευτος
Unenclosed, άνερκτος [καντος
Unenvied, άφθονος, άφθόνητος, άβάσ-
Unequal, άνισος, ανώμαλος, ανόμοιος
Unequally, adv. άνίσως
Unerring, άναμάρτητος
Unerringly, adv. άναμαρτητως
Uneven, άμώμαλος, άνισος [της, /,
Unevenness, ανωμαλία, f. άνωμαλό-
Unexamined, ανεξέταστος, άνεξέλε*νκ-
τος, άνερεύνητος, άνεπίσκεπτος
Unexceptionable, άνεπιτίμητος, ανέ-
λεγκτος
Unexecuted, ατελεύτητος, άτελεστος
Unexpected, αδόκητος, παράλοΎος,
παράδοξος, ανέλπιστος
Unexpectedly, adv. άδοκήτως, αδόκη-
τα, παραλόγως, παραδόξως
Unexplained, άπεριήγητος
Unexplored, αδιερεύνητος
Unextinguishable, άσβεστοι
Unfading, αμάραντος
Unfailing, ασφαλής
Unfaithful, άπιστος
Unfaithfulness, απιστία, /
Unfathomable, άβυσσος [μων
Unfeeling, αναίσθητος, άπαθης, ayvoo-
Unfeigned, άπλαστος, άδολος, άκατά-
ψενστος [άτεχνως
Unfeignedly, adv. άπλάστως, άδόλως,
Unfelt, αναίσθητος
Unfettered, άδεσμος [λεύτητος
Unfinished, άτελεστος, ατελής, άτε-
Unfit, άνεπιτηδειος, άχρηστος
Unfitly, adv. άνεπιτηδείως, άχρήστως
Unfitness, άνεπιτηδειότης, j.
Unfledged, άπτήν, άπτερος
Unfold, ν. αναπτύσσω, άναπετάννυμι,
εξελίσσω
Unforeseen, άπρονόητος, απρόοπτος,
απροσδόκητος, άπρόσκεπτος
Unforgiving, άσυ^νώμων
Unforgotten, αείμνηστος
Unfortified, ατείχιστος, άφρακτος
Unfortunate, δυστυχής, άτυχης, άμοι-
ρος, δύστηνος, κακοδαίμων, άποτμ,ος,
KaKbs, πονηροί : to be unfortunate,
δυστυχεω, άτυχεω, αποτυγχάνω,
κακώς πάσχω, κακοδαιμονεω, κακώς
πράσσω
Unfortunately, adv. δυστυχώς, άτυ-
Unfrequent, σπάνιος [x<^s, κακώι
Unfrequented, άβατοϊ,άστιβής, έρημος
Unfriendly, άφιλος, άνεπιτηδειος, αηδής
Unfruitful, άκαρποι, άκάρπωτο$, ayovos
Unfruitf ulness, άκαρπία, /.
554.
UNI
Unfulfilled, άκραντος, άτελεστος
Unfurl, ν. πετάννυμι, άναπετάννυμι
Ungainly, σκαώς
Ungathered, άδρεπτος, άδρέπανος,
άσυyκόμιστoς
Ungenerous, ανελεύθερος
Ungentle, άμείλιχος
Ungirfc, άζωστος
Ungodliness, άθεότης, f. ασέβεια, /.
Ungodly, άθεος, άσεβης
Ungovernable, άχάλινος, ακράτητος,
λάβρος, άσχετος
Ungraceful, άχαρις, αχάριστος
Ungracefully, adv. άχαρίστως
Ungracious, άχαρις, -ι
Ungrateful, αχάριστος, άχάριτος,
a7i / ci / ucoi/ : to be ungrateful, άχα-
ριστεω
Ungratefully, adv. άχαρίστως
Unguarded, αφύλακτος, άφρούρητος,
άφρουρος
Unguardedly, adv. άφυλάκτως
Unguent, μύρον, n. μύρωμα, n.
Unhallowed, ανίερος
Unhappily, adv. δυστυχώς, ατυχώς
Unhappiness, δυσδαιμονία,/. άνολβία^.
Unhappy, άν όλβος, άνόλβιος, άτυχης,
άμορος & άμοιρος, δυσδαίμων
Unharmed, αβλαβής, άσυλος, άνατος,
άσκηθής
Unhealthy, νοσώδης, νοσηρός, νοση-
ματώδης ; (of a person) επίνοσος
Unheard of, ανήκουστος, άπυστος
Unhesitating, άπροφάσιστος, άοκνος
Unhesitatingly, adv. άπροφασίστως,
άόκνως
Unholy, ανόσιος, άνα^νος, ανίερος
Unhonoured, άτιμος, ατίμητος, άτι-
τος, άτίμαστος [άνάελπτος
Unhoped for, ανέλπιστος, άελπτος,
Unhurt, άβλαβης, άσινης, άπημων,
άπημαντος, άνατος
Uniform, σκευή, f.
Uniform, όμος, ομαλός
Uniformly, adv. δμου, δμοτόνως
Unimpeded, ανεμπόδιστος
Unimportant, φαύλος
Uninformed, άμαθης, απαίδευτος,
άπειρος, άϊδρις, άίστωρ
Uninhabitable, Uninhabited, άοίκη-
τος, δυσοίκητος, έρημος [αμύητος
Uninitiated, άτελεστος, βέβηλος,
Uninjured, αβλαβής, άνόλεθρος, ακέ-
ραιος, ορθός [άπειρος
Uninstructed, απαίδευτος, αμαθής,
Unintelligible, ασύνετο ς, δυσξύνετος,
δυσκαταμάθητος, δνσκριτος, ασαφής,
δΰσ'γνωστος
Unintentional, άεκων, contr. άκων,
ακούσιος, άπροαίρετος, άπροβούλευ-
ros
Unintentionally, adv. ακουσίως
Uninterrupted, συνεχή ς, εϋκηλος
Uninterruptedly, adv. συνεχώς, συν-
εχές, άδιασπάστως
Uninvestigated, ανεξέταστος
Uninvited, άκλητος
Union, συζυγία, /. σύζευξις, /. σύναψις,
/. σύγκλεισις, /. κράσις, J. κοινω-
^ via, /.
Unison, αρμονία, /.
Unit, ενάς, f. μονάς, f.
Unite, v. ζεΰγνυμι, συζεύγνυμι, μίγ-
νυμι, σνμαίγνυμι, συνίστημι, συ-
στρεφω, συνείργω-, ενόω, ενοποιεω ;
intrans. συγκεράννυμαι, όμόομαι ;
(in a league) συνίσταααι
United, σύζυξ, σύζυγος
Uniter, συναγωγευς, m.
Uniting, συναγωγος
Unity, ενάτης, f.
Universal, κοινός, π άγ κοινός, καθολικός
Universally, adv. κοινγ, κοινώς
Universe, τα Όλα. το όλον, το παν,
περιφορά, f.
Unjust, άδικος, παράνομος, σκόλιος :
to be unjust, άδικεω
Unjustly, adv. αδίκως, άδικα, παρά
δίκην [αώιλος
Unkind, άμείλιχος, αμείλικτος, πικρός,
Unkindness, πικρότης, /.
Unknowing, άί'στωρ, άϊδρις
Unknown, άγνωστος, άγνωτος } ανώνυ-
μος, άϊστος, λαθραίος, απόκρυφος ;
adv. λάθρη, λάθρα, κρύβδην, κρύφα
Unlarnented, άκλαυστος, άδάκρυρος,
άγοος, άνοίμωκτος
Unlawful, αθέμιτος, άθεμιστος, άθεμις,
άνομος, παράνομος
Unlawfully, adv. άνόμως, παρανόμως
Unlearn, ν. άπομανθάνω
Unlearned, άμαθης, απαίδευτος, άνεπ-
ιστημων, άμουσος [τωϊ, άμαθώς
Unlearnedly, adv. άμούσως, άπαιδεύ-
Unleavened, άζυμος
Unless, εΐ μη, πλην, πλην εάν, οτι μη
Unlettered, άμουσος
Unlike, ανόμοιος ; adv. άνομοίως : to
be unlike, άνομοιόομαι
Unlikely, απίθανος, άπεικώς, άπεοικώς
Unlikeness, άνομοιότης, f. άνομοίω-
(ris,f.
Unlimited, άπειρος, άπειρεσιος, άπεί-
ριτος, αόριστος
Unlock, ν. αναμοχλεύω, ανοίγω
Unloose, ν. λύω
555
UNR
' Unloved, αφίλητος, άφι7^ος
Lnlucky, άτυχης, δυστυχής, σκαώς
Lnmaiined, άπηρη5, άπηρος
Unmanageable, άπειθης, δύσχρηστος,
δυσμεταχείριστος
Unmanly, άνανδρος, θήλυς, άνηνωρ
Unmarried, άγαιχος, άγάμητος, άζυ'ξ,
ανύμφευτος, άδμης, άλεκτρος
Unmask, ν. αποκαλύπτω
Unmerciful, νηλεης, άνελεης, αν ελεή-
μων, ανοικτός, άνοικτίρμων
Unmercifully, adv. άνοίκτως, ay
ελεημόνως. νηλεώς
Unmerited, ανάξιος
Unmindful, άμνημων
Unmingled, Unmixed, άκρατος, ακή-
ρατος, άκεραστος, άμικτος, αμιγής,
άνεττίμικτος
Unmolested, άτάρακτος, ατάραχος,
αθόρυβος, άθορύβητος, άλυπος
Unmoor, ν. αίρω
Unmoved, ακίνητος, αμετακίνητος
Unnavigable, άπλοος. απλωτός
Unnecessary, περισσός, ουκ αναγκαίος
Unnerved, ασθενής, άρρωστος
Unnumbered, αναρίθμητος, άνάριθμος
Unpaid, άλυτος, άτιτος
Unparalleled, ασύγκριτος, άσύμβλητος
Unpardonable, ασυγχώρητος
Unpassable, άπορος, άβατος, άνοδος
Unperceived, αναίσθητος
Unphilosophical, άφιλόσοφος
Unpleasant, άτερπης, άχαρις, αχάρισ-
τος, άηδης, άργαλεος
Unpolished, άξεστος
Unpolite, άπειρόκαλος, άκομψος
Unpolluted, αμίαντος
Unpractised, άγύμναστος, άπειρος, άν-
άσκητος, άμελετητος
Unpremeditated, άπροβούλευτος
Unpremeditatedly, adv. άπροβουλεύ-
τως [σκεύαστος
Unprepared, άπαράσκευος, άπαρα-
Unprofitable, αλυσιτελής, ατελής, άτέ-
λεστος, άκερδης
Unprovided, άσκευης, άσκευος [τος
Unpunished, άζημιος, άθωος. άτιμώρη-
Unqualitied, άνεπιτηδειος, ουχ ικανός
Unquenchable, άσβεστος, άπαυστος
Unquestionable, αναμφισβήτητος, αν-
αμφίλογος [τως
Unquestionably, adv. άναμφισβητη-
Unquestioned, ανέλεγκτος, άβασάνισ-
TOS
Unravaged, ακέραιος, ακήρατος, απόρ-
θητος, άτμητος
Unravel, ν. αναπτύσσω, εξελίσσω,
σαφηνίζω
UNR
Unready, απρόθυμος, ανέτοιμος [τρος
Unreasonable, άλογος, άπεικώς, άμε-
Unreasonableness, άλογία, f. [κότως
Unreasonably, adv. άπεικότως, άπεοι-
Unreconciled, αδιάλλακτος
Unrecorded, αμνημόνευτος
Unrelenting, άνελεημων, ανοικτός,
Unremedied, ανίατος [δυσπαραίτητος
Unrepented, άμεταμέλητος, αμετανόη-
τος [αχαλίνωτος, άκρατος
Unrestrained, ακόλαστος, άχάλινυς,
Unrevenged, ατιμώρητος, άτιτος
Unrewarded, άμίσθωτος, άδω ρητός
Unrighteous, άδικος
Unripe, ώμος, άπέπεφος, άπέπαντος
Unripeness, ώμότης, /.
Unrivalled, άνανταγών ιστός
Unroll, ν. ανελίσσω
Unruffled, άκυμος, ακύμαντος
Unruly, όχλώδης, εζήνιος, ακόλαστος
Unsafe, επικίνδυνος, σφαλερος
Unsafely, adv. επικινδύνως
Unsaid, άρρητος [νητος
Unsearchable, άνερεύνητος, άνεξερεύ-
Unseasonable, άκαιρος, άωρος
Unseasonableness, άνωρία, /. άκαιρία,/.
Unseasonably, adv. άκαίρως, πάρα,
καιρόν
Unseemliness, άπρέπεια, f. άκοσμία, f.
Unseemly, άπρεπης, άεικέλιος, άεικης,
άκοσμος
Unseen, αόρατος, άοπτος, άειδης, άϊσ-
τος, λαθραίος [ασύμφορος
Unserviceable, άχρηστος, ανωφελής,
Unsettled, αστάθμητος, ακατάστατος,
αόριστος [λευτος
Unshaken, ακίνητος, άσε ιστός, άσά-
Unshorn, άκαρτος, άκουρος
Unshrinking, άοκνος [άμορφος
Unsightly, δυσειδης, άειδης, δύσμορφος,
Unskilful, άπειρος, άνεπιστημων,άϊδρις,
άτεχνος, άδαημων
Unskilfully, adv. άτέχνως
Unskilfulness, άτεχνία, f. άδαημονία,
/. απειρία, /. [άπροσόμιλος, άμικτος
Unsociable, άκοινώνητος, απρόσφορος,
Unsold, άπρατος
Unsound, σαθρός, ύπουλος
Unsown, άσπαρτος, άσπορος [αφειδεω
Unsparing, άφειδης : to be unsparing,
Unsparingly, adv. αφειδώς
Unspeakable, άρρητος, ανέκφραστος,
άφατος, άλογος
Unspotted, άστικτος, άσπίλωτος
Unstable, αστάθμητος, αβέβαιος [f.
Unsteadiness, άβεβαιότης, f. άστασία.
Unsteady, αβέβαιος, αστάθμητος
Unsubdued, άθραυστος, αδάμαστοι
556
UNY
Unsubstantial, κενός, μάταιος, ανούσιος
Unsuccessful, άπρακτος, δυσπραγης :
to be unsuccessful, αποτυγχάνω,
άπρακτεω [ανάρμοστος
Unsuitable, ασύμφορος, άνεπιτηδειος,
Unsuitably, adv. άσυμφόρως, άνεπιτη-
δείως, άναρμόστως
Unsure, σφαλερος, αβέβαιος
Unsuspected, ανύποπτος, άνυπονόητος
Untainted, αμίαντος
Untamed, άδμητος, αδάμαστος, άδάμα-
τος, άτιθάσσευτος
Untanned, άδέψητος, άψηκτος
Untasted, άγευστος [τος
Untaught, απαίδευτος, άμαθης, άδίδα.χ-
Unthankful, αχάριστος, άχαρις
Unthinking, άφρόντιστος
Untie, ν. λύω, χαλάω
Until, μέχρι & μέχρις, εως, εως αν,
εστε, άχρι, μέσφα
Untimely, άκαιρος, άωρος
Untiring, ακάματος, άμοχθος
Unto, εις or ες
Untold, άρρητος [ραιος, ακήρατος
Untouched, άθικτος, άψάλακτος, άκε-
Untoward, δυσχερής, δύσφορος
Untowardness, δυσχέρεια, /.
Untractable, άπειθης, δυσηνιος
Untrained, άγύμναστος, ανάγωγος
Untried, άπείρηιος, άκριτος
Untrodden, άστειπτος, άστιβης, άτρι-
Untrue, ψευδής [βης
Untruly, adv. ψευδώς
Untruth, ψευδός, n.
Untutored, απαίδευτος
Unveil, ν. ανακαλύπτω, εκκαλύπτω
Unusual, άηθης, αλλόκοτος
Unusually, adv. άηθως
Unutterable, άρρητος, άναύδητος
Unwarily, adv. άφυλάκτως [νος
Un warlike, άπόλεμ,ος, άναλκις, άλαπαδ-
Unwary, αφύλακτος [νιπτος
Unwashed, άλουτος, άνιπτος, άναπό-
Unwearied, ακάματος, άμοχθος, άκοπος
Unwept, άδακρυς, άδάκρυτος, άκλαυσ-
Unwholesome, νοσώδης [τος
Unwilling, άκων, ακούσιος, απρόθυμος
Unwillingly, adv. ακουσίως, άέκητι
Unwind, ν. εξελίσσω
Unwise, άσοφος, άφρων
Unwitnessed, αμάρτυρος
Unwonted, ά-ήθης
Unworthily, adv. άναξίως
Unworthy, ανάξιος, άπάξιος : to think
unworthy, άπαξιόω [τατος
Unwounded, άβλητος, άτρωτος, άνού-
Unwritten, άγραφος, άγραπτος
Unyoke, ν. άποζεύγνυμι, λύω } καταλύω
voc
Vocal, φωνηεις, εμφωνος
Vocation, (employment) π ραγ ματ εία,/.
Vocative case, η κλητική (πτώσις)
Vociferate, v. κράζω, βοάω, αλαλάζω
Vociferation, κραυγή,/, κραυγασμος,πι.
Vociferous, κραυγαστικος, πολύφημος
Voice, Φωνή, f. φώνημα, n. φθόγγος,
m. φθογγη, /. φθάγμα, n. φήμη, f.
Void, κενωμα, n. κενεών, πι.
Void, κενός, διάκενος, άκυρος, άβετος,
άπρακτος
Volatile, πτηνος, κουφονοος
Volcano, βύαξ, πι.
Volley, βολή, /.
Volubility, πολυλογία, /.
Voluble, επίτροχος, επιτρόχα?\ος, e£T-
στροφος, πολυλόγος
Volume, κύλινδρος, πι. τόμος, m.
Voluntarily, adv.. εθελοντϊ, εθελον-
σίως, εθελοντην, εθελοντηδον, εκου-
σίως, εκ εκούσιας
Voluntary, εκών, εκούσιος, αυτόματος,
εθελούσιος, αυθαίρετος, αβίαστος,
αυτεπάγγελτος \m. άπαράκλητος, πι.
Volunteer, εθελοντηρ, πι. εθελοντής,
Voluptuary, φιλήδονος [ηδονικός
Voluptuous, τρυφερός, φιλήδονος,
Voluptuously, adv. τρυφερώς : to
live voluptuously, τρυφάω
Voluptuousness, τρυφη,/. ασωτία, f.
Vomit, V. εμάω, εξεμάω
Vomiting, εμεσις, /. εμετός, πι.
Voracious, αδηφάγος, γάστρις, λάβρος,
λαίμαργος, πολυφάγυς, λαφύστιος
Voracity, πολυφαγία, / λαιμαργία, /.
λαφυγμος, m. άδηφαγία, /.
Vortex, δίνη, /. δΐνος, m.
Vote, ψήφος, f. ψήφισμα, n. γνώμη,
f. : electing by vote, διαχειροτο-
via, f. : to put to the vote, eVi-
ψηφίζω, επιχειροτονεω, ψηφον επ-
άγω : elected by vote, διαψηφιστος :
having an equal vote, Ισόψηφος,
δμόψηφος
Vote, v. ψηφίζομαι, διαψηφίζοααι.
χειροτονεω, ψηφοφορεω, ψηφον τί-
θεμαι, ψηφον φέρω : to vote
against, άποψηφίζομαι, καταψηφίζο-
μαι, άποχειροτονεω, καταχειροτονεω,
άντ ιχειροτονεω : to vote for, επι-
ψηφίζομαι, επιχειροτονεω : to elect
by vote, διαχειροτονεω
Voter, χειροτονητης, m.
Voting, διαψηφισις, /. ψηφοφορία, /.
Voting on the same side as, σύμ-
ψήφος, δμόψηφος -. voting against,
άντίψηφος
Motive, ευκταίος
557
USE
Vouch, V. μαρτυράω, μαρτύρομαι, επι-
μαρτυρεω, διαβεβαιόομαι
Voucher, μαρτύρων, n. μαρτύρημα, n.
Vouchsafe, ν. άξιόομαι, συγχωράω
Vow, ευχή, /. ευχωλ^ι, /. αρά, J.
Vow, ν. εύχομαι, άράομαι
Vowels, τα φωνήεντα, τα φωνουντα
Voyage, πλόος, contr. πλους, πι.
πορεία, /. στόλος, πι. ναυτιλία, /. :
prosperous voyage, εΰπλοια, f. :
voyage across, διάπλοος, contr.
-πλους, πι. : voyage round, περί-
πλοος, contr. 'πλους, πι. : coasting
voyage, παράπλοος, contr. -πλους,
πι. παρακομιδη, f.
Voyager, όδίτης, πι. έμπορος, m.
Up, άνα, άνω
Up ! (arise) άνα (for άνάστηθι)
Upbraid, ν. ονειδίζω, νεικεω
Uphold, ν. άνεχω
Upholsterer, κλινοποώς, κλινουργος
Upon, επί, ανά, εν, υπέρ, κατά
Upper, υπέρτερος, ανώτερος
Uppermost, ανώτατος
Upright, 6pθbς, 6ρθιος; (just) δίκαιος;
adv. άνασταδον, όρθοσταδον : to set
upright, όρθόω, άνορθόω
Uprightly, adv. ορθώς, δικαίως
Uprightness, ορθότης,/. δικαιοσύνη,/.
Uproar, θόρυβος, m. ταραχή, /.
Upset, ν. αναστρέφω, ανατρέπω, τι-
Upwards, adv. άνω [νάσσω
Urbane, αστείος, αστικός
Urbanely, adv. άστείως, άστικώς
Urbanity, άστειότης, /. ευτραπελία, J.
Urethra, ουρήθρα,/.
Urge, ν. επείγω, κατεπείγω, κελεύω,
ύρνυμι, επισπερχω, επισπεύδω, παρ-
Urgency, ανάγκη, f. [οξύνω
Urgent, αναγκαίος
Urine, ουρον, η.
Urn, καλπϊς, /. λεβης, πι. κύτος, η.
άμφορεύς, m. προχώτης, πι.
Usage, Use, εθος, οι.; use {ad-
vantage), χρησις, /. χρεία, /. ΰφελος,
η. ωφέλεια, /. προσφορά, /. λυσιτέ-
λεια, f.
Use, ν. χράομαι, καταχράομαι, δια-
χράομαι, τρέπω : to be used or ac-
customed, είωθα, νομίζω
Useful, χρήσιμος, ώφάλιμος, ώφελησι
μος, εύχρηστοι, ονησιμος, σύμφορο$
πρόσφορος, επίκαιρος, επιτήδειος : to
be useful, ώφελεω, συμφερω, λυσι
τελάω
Usefully, adv. συμφερόντως, χρησίμων
ώφελίμως, όνησίμως, επιτηδείως
λυσιτελούντως
USB
Usefulness, ωφέλεια, f, χρησις, f. το
συμφέρον, λυσιτέλεια, f. το χρησιμον
Useless, άχρηστος, άχρεΐος, ανωφελής,
άνωφέλητος, αλυσιτελής, κακός,
ασύμφορος, μάταιος
Uselessly, adv. άχρηστως, άνωφελητως
Uselessness, αχρηστία, /.
Usual, εϊωθώς, συνήθης, ηθάς, νόμιμος
Usually, adv. εϊωβότως
Usurer, τοκιστης, πι.
Usury, τόκος, πι. δανεισμός, m.
Utensil, σκεύος, η.
Utility, ωφέλεια, /. ωφέλημα, η. χρησ-
τότης, /. το συμφέρον, το χρησιμον
Utmost, έσχατος
Utter, 'όλος, τέλειος
Utter, V. φθέγγομαι, φωνέω, έκβάλλω,
προφωνέω, προ'ιημι, Ίημι, άφίημι,
Ιαχέω, εκφέ-ρω, ρίπτω
Utterance, φωνή, f. φθογγη, /.
Utterly, adv. σύμπαν, άρδην, πρόρ-
ριζον, πρύμνοθεν, παντελώς ; adj.
πρόρριζος, αύτόπρεμνος, προθέλυμνος
Uttermost, έσχατος, τελευταως
Vulcan, "Ηφαιστος, πι.
"Vulgar, ayopa -Ίος, φορτικός, Ιδιωτικός,
κοινός, βάναυσος [κοινότης, f.
Vulgarity, φόρτος, πι. φορτικότης, /.
Vulnerable, ρηκτος, τρωτοί
Vulture, yty, πι. αϊ*/υπώς, πι. τόρyoς,
m. : of a vulture, 'γύπινος : fre-
quented by vultures, γυπιας
Uxorious, φιλο'-γύναιος, yυvaικoφίλης,
'γυναικομανης
Uxoriousness, φιλoyυvίa, f.
w.
Wade, v. διαπορεύομαι, διανέω
Waft, v. ούρίζω : to waft towards,
έπου pi ζω
Wag, v. σα'ινω, διασαίνω, σείω, δια-
σείω, διακινέω
Wage war, v. πολεμέω, προσπολεμέω,
πόλεμον αίρομαι or τίθεμαι
Wager, περίδοσις, f.
Wager, ν. περιδίδομαι
Wages, μισθός, m. μισθοφόρο., f. μισ-
θοφορία, f. : receiving wages, μισ-
θοφόρος, έμμισθος
Waggon, άμαξα. /.άρμάμαξα, f. άπηνη,/.
Waggoner, άμαξευς, πι.
Wagtail, σεισoπυy\ς, f. σεισονρα, f.
Wail, v. ολοφνρομαι, θρηνέω, οδύρομαι,
κλαίω, οϊμώζω
Wailing, ολόφυρσις, f. όλοφυριώς, m.
στοναχη, f. κλαυθμος, m, κλαυμα, n.
55$
WAN
Wain, άμαξα, f. άπηνη, f. : Charles's
wain, άρκτος, f. άμίχξα, f.
Waist, ζώνη, f. διάζωμα, n. διάζωσμα,
n. i£bs, /.
Wait, V. μένω, αναμένω, επιμένω, περι-
μένω, προσμένω, επέχω, διατρίβω,
διαλείπω : to wait for, προσδέχομαι,
έκδέχομαι, φυλάσσω : to lie in
wait for, εφεδρεύω, λοχίζω, λοχάω,
ύποκάθημαι, υποδέχομαι, ερύομαι
Wake, ν. ^είρω, άvεyείρω, άνίστημι,
εζυπνίζω , [τικος
Wakeful, άϋπνος, άypυπvoς, άyρυπvη-
Wakefulness, άyρυπvίa, f. iyp7)yop-
σις, f.
Walk, Walking, περίπατος, m. βσδισ-
μος, m. βάδισμα, n. βάδισις, f,
πορεία, f.
Walk, v. βαδίζω, πατέω, δδοιπορέω,
πεζεύω, άτραπίζω : to walk about,
περιπατέω
Walker, βαδιστης, πι.
Walking, adj. πεζός, πεζοπόρος, πεδο-
στιβης, πεζευτικος, πορευτικός
Wall, τείχος, η. τειχίον, η. τείχισμα,
η. τοίχος, πι. : walls to blockade,
άποτείχισμα, η. : cross-wall, ύπο-
τείχισμα, η. : building of a wall,
τείχισις, f. τειχισμός, m. : rebuild-
ing of a wall, άνατειχισμός, m. ;
building of a wall across, ύπο*
τείχισις, /.
Wall, v. τειχίζω, τειχέω, διατειχίζω :
to wall round, περιτειχίζω, περι-
βάλλω τεΊχος, κυκλόω, περιέχω : to
wall off, άποτειχίζω : to wall
across, ύποτειχίζω.
Wallet, μάρσυπος, f. πτ)ρα, f. θύλακος,
m. διφθέρα, f. φάσκωλος, m. yύλιoς,
πι. δ ορός, πι.
Walling off, άποτείχισις, f. : a wall-
ing round, περιτείχισις, f.
Wallow, v. καλινδέομαι, κυλινδέομαι,
κυλίνδομαι, μολύνομαι
Wallowing, κυλίνδησις, f.
Walnut, (tree) καρύα, f. (fruit) κά-
ρυον, n. κάρυον ΤΙερσικόν, n. κάρυον
βασιλικον, n.
Wan, ωχρός, ενωχρος, λευκός, χλωρός
Wand, ράβδος, f. νάρθηξ, rn.
Wander, ν. πλανάομαι, πλάζομαι, άλά-
ομαι, κυλινδέομαι, άλαίνω, πλανύσσω,
φοιτάω, οινέομαι : to wander about,
ΤΓ^ριπλανάομαι, περιφοιτάω, αναστρέ-
φομαι : to wander through, δια•
φοιτάω, επιπλάζομαι : to wander
away from, &ποπλαι/άομαι ? T.zpw
πλάζομαι
WAff
Wanderer, πλανήτης, m. πλάνης.^ m.
αλήτης, m. [πλάνημα, n. &λη, f.
Wandering, πλάνη, f. πλάνο?, τα.
Wandering, πλάνος, πλάνητος, περί-
δρομος, πλαγκτος, νομάς, φοιτάς,
περίφοιτος, όδοιπλανης
Wane, ν. φθίνω
Waning, φθίσις, /. φθίνασμα, η.
Waning, φθινάς
Wanness, ωχρότης, /.
Want, ένδεια, /. σπάνις, f. σπανιότης,
/. απορία, /. πενία, f. χρεία, /. : in
want, ενδεές, επιδεης, άπορος
Want, ν. δέομαι, ενδεω, επιδεω, σπανί-
ζω, ύποσπανίζομαι, στερομαι, άπορεω,
χράομαι, αμηχανεω
Wanting, ενδεής, επιδεης, προσδεης,
ελλιπής : to be wanting, λείπω,
απολείπω, προσλείπω : there is
wanting, δε?, προσδε?, άποδει, επιδεΐ
Wanton, υβριστικός, υβριστής, νεανι-
κός, λαμυρος, άσελyης, ακόλαστος,
μάχΛος, άκρατης : to act wantonly,
νεανιεύομαι : a wanton act, ϋβρισμα,
οι. νεανίευμα, n. : a wanton man,
υβριστής, τα.
Wantonness, ύβρις, f. ασέβεια, f.
ακολασία, f. μαχλοσύνη,/. τρυφη,/.
War, πόλεμος, Ep. πτόλεμος, m. : of
or belonging to war, πολεμικός,
πολέμιος, πολεμιστηριος : to de-
clare war against, πόλεμον προσ-
τίθεμαι : to stir up war, πόλεμον
άείρω : to excite to war, εκπολεμεω
War, wage war, v. πολεμεω, προσπο-
λεμεω, διαπολεμεω, εκπολεμόομαι,
πόλεμον αίρομαι, στρατεύω, στρατη-
λατβω : to war against, προσπολε-
μεω, άντιπολεμεω, επιστρατεύω,
αντιστρατεύομαι
Warble, ν. μελίζω, μινυρίζω, μινύρομαι
Warbler, μινυρίστρια, f.
Warbling, μινύρισμα, n. μινυρισμος, m.
Warbling, μινυρος [cry, αλαλάζω
War-cry, άλαλη, f. : to raise a war-
Ward, φυλακή, f. (of a City) κώμη, f.
Ward, Ward off, v. εϊρ~γω, άπείρ-γω,
διείρΎω, άμύνω, άτιαμύνω, ερύκω,
άπερύκω, άρκεω, άλεζω, άπαλεξω
"Warden, επίτροπος, τα. φύλαζ, τα.
1 Wardrobe, ίματ ιοφυλάκιον, τι.
Warehouse, αποθήκη, f.
, Wares, πώλημα, η. τα ώνια
Warfare, στρατεία, f.
Warily, adv. εύλαβώς, διεσκεμμενως,
πεφυλα-γμένως
Wariness, ευλάβεια,/, περίσκεψις, /.
Warlike, πολεμικός, πολέμιος, φιλο-
£59
WAS
πόλεμος, μάχιμ,ος, δαίφρχν, apeics?
στράτιος
Warm, θερμός, χλιαρός, άλεεινος: to
be warm, άλεαίνω, θαλπιάω. θάλ-
πομαι [ίαίνω, άλεαίνω, χλιαίνω
Warm, ' ν. θερμαίνω, θ ε ρω, θάλπω,
Warmth, θέρμη, f. θερμότης, /. θερ-
μασία, f. θάλπος, τι. άλεα, /.
Warn, ν. νουθετεω, άναμνάω, προλε^ο),
φρενόω [νουθέτημα, 91.
Warning, νουθεσία, /. νουθέτησις, f,
Warning, νουθετικος, νουθετητικος
Warp, στημων, τα. στημόνων, τι. ητριον ?
τι. ιστός, τα.
Warp, ν. διαστρέφω, στρέφω, στρεβλόω
Warrant, επίτα-γμα, τι. κύρος, τι.
Warrant, ν. δικαιόω, εγγυάομαι, κατ-
εγγυάομαι [αίχμητης, τα.
Warrior, πολεμιστής, m. μαχητής, τα.
Wart, μυρμηκια, ΤΙ. pi. & μυρμηκίαι, f.
pi. άκροχορδων, τα. : to have warts,
μυρμηκιάω
Wary, προμηθης, ευλαβής, ευλαβητι-
κός, πρόνοος, προνοητικός, εύλό~γιστο$
Wash, ν. λούω, κλύζω, κατακλύζω,
προσκλύζω, πλύνω, καταπλύνω, νίζω 9
νίπτω : to wash away, κατακλύζω,
εκκλύζω, άπολούω, εκπλύνω, άπονίζω,
άπονίπτω
Washed round, περίκλυστος : newly
washed, νεόπλυτος, νεοπλυνης, νεόλ-
λουτος : well washed, εύπλυνης
Washerwoman, πλυντρϊς, f. [νιβον, n.
Wash-hand basin, άπόνιπτρον, τι. χερ-
Washing, πλύσις, f. κατάπλυσις, f.
λούσις, f. : washing away, άπόλου-
σις, f. εκνιψις, f.
Wasp, σφηξ, m. : wasp's nest, σφη-
κία, f. : cell of a wasp's nest, σφη-
κών, τι.
Waste, διατριβή, f. άνάλωμα, τι. (α
desert) ερημιά, f. ερημωσις, f.
Waste, Wasted, ανάστατος, έρημος
Waste, v. (consume lavishly) αναλίσκω,
άπαναλίσκω, καταναλίσκω, εκχεω,
διατρίβω, εκτηκω, τρύχω ; (cause ίο
waste away) φθίνω or φθίω, τήκω,
συντήκω, μαραίνω, κατισχναίνω ;
intrai is. φθίνω or φθίω, τήκομαι ; (to
lay waste, ravage) ερημόω, πορθεω,
διαπερθω, δγόω, δηιόω, άνάστατον
ποιέω, κόπτω, κεραίζω, άλαπάζω,
καθαιρεω
Wasteful, δαπανηρός, άφειδης, προετι-
/cbs, άσωτος [άταμιεύτως
Wasteful ly, adv. αφειδώς, άσώτως,
Waster, άναλωτης, m. (ravager) ποο•
θητης, τα. πορθήτωρ, m.
WAT
Watch, φυλακή, f. φρουρά, f.
Watch, Watcher, Watchman, φύλαξ,
m. φυλακτης, m. φύλακος, m. φρου-
pbs, m. σκοπός, in. : day -watch,
ημεροφύλαξ, m. ημεροσκόπος, in. :
night-watch, νυκτοφύλαξ, m.
Watch, v. φυλάσσω, παραφυλάσσω,
διαφυλάσσω, φρουρέω, τηρέω, διατη-
ρέω, θεάομαι, δοκεύω ; (keep awake)
εγείρομαι, εγρΊ)σσω, άγρυπνέω '. to
watch for, επιτηρέω, επιφυλάσσω,
εφεδρεύω, καραδυκέω
Watchful, άγρυπνος, εγρηγορικος : to
be watchful, εγρησσω [(m, /.
Watchfulness, αγρυπνία, f. εγρηγορ-
Watching, αγρυπνία, f. εγρηγορσις, f.
φυλακή, f.
Watching, εγρηγορόων (part.) ; adv.
έγρηγορτϊ
Watch-tower, σκοπιά.,/, σκοπτ],/. περι-
Watch-word, σύνθημα, n. [ωπη, /.
Water, ύδωρ, ιι. : having plenty of
water, well watered, εΰυδρος, εφ-
vdpos, πολύυδρος, επίρρυτος : sur-
rounded by water, περίρρυτος
Water, v. υγραίνω, ύδραίνω, άρδω, αρ-
δεύω, ποτίζω : to draw water,
ύδρευα?, άντλέω
Watercourse, ύδρορρόα,/. ύδραγωγία,/
Waterer, ύδρευς, m. ύδρευτης, in.
Watering, υδραία, f. ύδραγωγία, f.
ϋδρευσις, f. άρδεία, /. άρδευσις, f.
Watermill, υδρόμυλος, in. ύδραλέτης,ιη.
AVaterproof, στεγνός
Watery, ένυδρος, ύδρόεις, ύδρηλος,
ύδρώδης, ύδροποώς, ύδατόεις, υδάτι-
νος, ύδατώδης, υδαρής
Wattles, κάλλαια, η.ρΐ.
Wave, κύμα, ιι. κλύδων, in. κλυδώνων,
ιι. οΊδμα, ιι. : to rise in large waves,
κυμαίνω, κυματόομαι, κυματίζομαι
Wave, ν. σείω, άνασείω, κραδαίνω,
ανατινάσσω ; intrans. σείομαι, άίσ-
σομ,αι, περισείομαι, ηερέθομαι
Waver, ν. ταλαντεύομαι, ταλαντόομαι,
ν κινΰσσομαι; (in mind) πλανάομαι,
άπορέω, διστάζω
Wax, κηρος, m. : to model in wax,
κηροπλαστέω, κηροχυτέω [αυξάνω
Wax, ν. κηρόω, κατακηρόω; (grozo)
Waxen, made of wax, κηρινος, κηρό-
Waxwork, κτ]ρωμα, ιι. [πλαστό*
Way, όδος,/. κελευθος,/. κελευθα,η.ρΐ.
τρίβος, c. (manner) τρόπος, m. : in
the way, εμπόδως ; adv. εμποδών :
out of the way, εκποδών : to make
way for, give way to, ύπεξίσταμαι,
ύπεκχωρέω, ύπ εξέρχομαι
560
WEA
AVayfarer, οδοιπόρος, in. όδίτης, in.
Wayfaring, οδοιπόρος, οδοιπορικός
Waylay, v. εφεδρεύω, ενεδρεύω, λοχίζω,
λοχάω
Wayward, δύστροπος, δύσκολος
Waywardly, adv. δυσκόλως
AVay wardness, δυσκολία, f.
We, ημεΊς : we two, νωϊ, νω
Weak, ασθενές, άρρωστος, αδύνατος,
αμαλος, 'άναρθρος, άναλδης : to be
weak, άρρωστεω, άσθενέω, άδυνατέω,
χαλάω
Weaken, ν. άσθενόω, κατάγνυμι
Weakling, γύννις, m.
VYeakly, adv. ασθενώς, μαλακώς, άδυ-
ναστϊ
AVeakness, αρρώστια, f. ασθένεια, /.
αδυναμία, f. άδυνασία, f. μαλακία,/,
εκλυσις,/.: weakness of voice,
Ισχνοφωνία, f. λεπτοφωνία, f.
Weal, (mark of a stripe) σμώδιξ, f,
μωλωψ, m. (Jiappiness, prosperity)
ευδαιμονία, f. όλβος, m. εύεστω, f.
Wealth, πλούτος, m. ευπορία, f. χρή-
ματα, ιι. pi. χρημάτων περιουσία, f.
Wealthiness, πολυχρηματία, f. πολύ-
χρημοσύνη,/. χρημάτων περιουσία, f,
AVealthy, πλούσιος, πολύχρυσος, εύ-
πορος, πολυχρηματος, ύπερπλούσως,
βαθύπλουτος
AVean, ν. άπογαλακτίζω
AVeaned, άγάλακτος, άθηλος
Weaning, απογαλακτισμός, m.
AVeapon, βέλος, n. οπλον, ιι. εγχος, ιι.
σίδηρων, η.
AVear, ν. δύω & δύνω, ενδύω ώ ενδύνω,
εννυμαι, επιέννυμαϊ, άμφιέννυμαι,
άμφιβάλλομαι, άμπέχομαι : to wear
out or away, τρίβω, κατατρίβω,
τρύχω, κατατρύχω, τείρω : worn
out, άσκελης, άρημένος, περιτριβης τ
τετρυμένος : to be worn out (by
fatigue, &c), άπεΐπον, καταπονέομαι,
κακόομαι
AVeariness, κάματος, in. κόπος, m.
κοπία, f.
AVearisome, καματηρος, κοπώδης, οίζυ-
ρ>ος, κοπιαρος, μογερος
Weary, Wearied, κατάπονος, κατάκο-
πος : to be weary, κάμνω, άποκάμνω,
εκκάμνω, άπεΐπον, απαγορεύω : to
grow weary, κοπιάω, κοπιάζω
AVeary, ν. λυπεω, κατατρίβω, βαρύνω,
ταλαιπωρέω
AVeasel, γαλέη, contr. γαλή, f. αίλου-
ρος, c ϊκτις, /.
AVeather, (fair weather) ευδία, /.
ευημερία, f. αίθρια, f. αίθρη, f. '. foul
υ-
WEA
weather, δυσαερία, f. χειμων, m. :
changeable weather, μιζαιθρία, f.
μιξαίθριον, η.
Weather-beaten, ανεμοτρεφης, άνεμό-
φθορος
Weave, v. υφαίνω, πλέκω, εμπλέκω, Ισ-
Tovpyw, σπαθάω : to weave in,
ενυφαίνω : to weave together, συμ-
πλέκω, συνυφαίνω, διαπλέκω
Weaver, υφαντής, m. ύφάντρια, f. ερι-
θος, f. : belonging to a weaver or
weaving, υφαντικός
Weaving, πλέξις, f. εμπλεξις, f. ίσ-
τουρΎΐα, f. ύφη, f. υφανσις, f. συν-
ύφανσις, f.
Web, ύφη, f. ύφασμα, Π. πλοκή, f.
ιστός, m. : a spider's web, cobweb,
αράχνη, f.
Web-footed, στ^ανόπους
Wed, V. (of the man) ηαμίω, άγομαι,
νμεναιόω; (of the woman) y αμέ ομαι' ?
(of both) νυμφεύω ώ νυμφεύομαι
Wedding, Ύαμοε, m. τα νυμφεΊα
Wedge, σφην, m.
Wedge, v. σφηνόω
Wedge-shaped, σφηνοειδής
Wedging, σφηνωσις, f.
Wedlock, 'γάμος, m.
Weed, (sea-weed) φυκος, n. φύκιον, n.
Weed, v. ποάζω, βοτανίζω
Weeding, ποασμος, m. βοτανισμός, m.
Weedy, φυκώδης, φυκιόεις, βοτανώδης
Week, έβδομας, f.
Weekly, εβδομαίος, εβδομαδικος
Weep, V. δακρύω, εκδακρύω, καταδα-
ν κρύω, άποδακρύω, κλαίω, Att. κλάω,
άνακλαίω, επικλαίω, μύρομαι
Weeping, κλαύμα, η. κλαυθμος, τη.
'γόος, m. δάκρυμα, η.
Weeping, adj. δακρυχέων, δακρυόεις :
weeping much, πολύδακρυς, πολυ-
δάκρυτος, βαρύδακρυς : not weep-
ing, άδακρυς, αδάκρυτος
Weigh, ν. Ίστημι, έλκω, ταλαντεύω,
ταλαντόω ; intrans. (to be of such a
weight) έλκω, άγω : to weigh out,
άφίσταμαι, σταθμάομαι, επισταθμά-
ομαι, ταλαντεύω ι to weigh down,
βρίθω, βαρύνω, επιβαρέω : to be
weighed down, βρίθω, καταβρίθω,
βαρύθω
Weighed down, βεβαρημένος
Weighing, ταλάντωσις^. στάθμησις, /.
Weight, σταθμός, m. βάρος, n. βρίθος,
τι. δλκη, f. (importance) ροπή, f a
ο'γκος, πι.
Weight, Weightiness, βαρύτης, /»
βριθοσύνη, f. α^γκος, m.
561
WHE
Weighty, βαρύς, εμβριθής, βαρύσταβ-
μος, βριθυς, δλκηεις
Welcome, ασπασμός, m, άσπασμα, η.
Welcome, ασπαστος,ασπάσιος, κλητος.
αγαπητά [μαί, α^απάζω
Welcome, ν. ασπάζομαι, φιλέω, δέχο-
Welcome ! interj. χαίρε
Welcoming, δεχόμενος, δεξιούμενος
Welfare, εύεστώ, f ευδαιμονία, f.
ευημερία, /. ευτυχία, /. υλβος, m.
Well, φρέαρ, n. φρεάτιο., f. : to dig a
well, φρεωρυχέω
Well, ευ, καλώς, χρηστώϊ
Well ! ε^ε ; (in ansicer) εΊεν
Well-born, εϊηενης
West, εσπέρα^, περάτη^, ζόφος, m.
v\)t, f. δυσμη, f. δύσις, f. δύσις or
δυσμαϊ ηλίου [pios
Western, έσπερος, εσπέριος, επιζεφν-
West wind, ζέφυρος, m.
Wet, vorls, f. ίκμάς, f. {τγρότης, j.
Wet, ύγρος, νότιος, νοτερος, διερϊς,
μυδαλέος, διαμυδαλέος, τεyκτbς, εν-
vypos ; grainy) υμβριος, δύσομβρος :
wet through, διάβροχος, δ^ρος :
to be wet, μνδάω, βρέχομαι, νοτί-
ζομαι
Wet, ν. ^ραίνω, νοτίζω, δεύω, κάτω-
δεύω, διαίνω, βρέχω, διαβρέχω, τεγ-
yω, άρδω, μυδαίνω
Wetness, ^ρότης, /. νοτϊς, /.
Wetting, βρέξις, f τέyξις, /.
Whale, κήτος, n. φάλαινα, f. ι like a
whale, κητώδης [ποίος
AVhat? τί; of what sort, οίος, όποιος,
Whatever, Whatsoever, δποιονουν,
δποιοστισουν, δπ&ιος δη, δποιόσπερ
Wheat, πυρός, m. πυρίδιον, n. : wheat
flour, 'άλευρον, η. άλειαρ, η.
Wheat-bearing, πυροφόρος, πυρηφόρος
Wheaten, πύρινος, πύριμος, πυράμινος
Wheedle, ν. θωπεύω, εκθώπτω, ύπο-
σαίνω
Wheel, τροχός, m. αψ\ς, f. υχος, m.
κύκλος, m. κύκλωμα, η. άξων, m. :
magic wheel, foy£, f ρόμβος, πι.
Wheel, Wheel round, v. στρέφω,
συστρέφω. έλελίζω, ελίσσω, παραβγώ ;
intrans. επικάμπτω, αποκάμπτω,
κυκλόομαι, κύκλω περίειμι, στροφο-
διρέομαι
Wheeling, πaρayωyη, f. έπικαμπη, f.
περιδρομη, f. \oυpybς, πι.
Wheelwright, άpμaτoπηybς, m. άμαξ-
Whelp, σκύμνος, m. σκύμνων, οι. σκύ-
λα£, m.
When? πότε- AVhen, 'ότε, όταν*
έπότε, οπόταν, ως, ευτε
WHE
Whence, 'όθεν, οπόθεν, ένθεν ; interrog.
πόθεν ; adj. ποδαπός
Whenever, επειδαν
Where, ου, ένθα, οπού, οπη, οθι, 'ίνα,
ρ ; interrog. που, πη, πόθι : nowhere,
ούδαμου
Whereas, επεϊ, επειδή
Wherefore, δί' δ, δι* ου, διότι, διόπερ,
οΰνεκα, 'όθεν, f)
Wheresoever, οπού αν, οπουπερ, οπου-
περ αν, δποσαχη [δποσαχη
Wherever, οπουπερ, όπουοΰν, οπού αν,
Whet, V. θηγω, άκονάω, οξύνω
Whether, ει, είτε, εϊτ ουν : whether
(of the two) ? interrog. πότερος ;
adv. πότβρον, π ore pa (answered by
^) : whether (of two), δπότερος,
πότερος ; adv. δποτερως, δπότερον,
δπότερα
Whetstone, ακόνη, f. θηγάνη, f.
Whey, ορρός or ορός, m.
Which, os, η, b : which 1 interrog. τις :
which (of two) 1 πότερος : which
(of two), δπότερος : whichever way,
δποτερως, δπυτερωσοΰν
While, Whilst, 'έως, τέως, οφρα, με-
ταξύ, μέχρι, τόφρα: worth while,
προύργου
Whim, διανόημα, n. διάνοια, f.
Whimper, Whimpering, κνύζημα, n.
κνυζηθμός, m. μινυρισμός, m.
Whimper, v. κνυζάομαι, μινυρίζω
Whimpering, μινυρός
Whine, v. μινυρίζω, κνυζάομαι
Whining, μινυρισμός, m. κνυζηθμός, m.
Whining, μινυρός [κνύζημα, n.
Whinny, v. υβρίζω
Whip, μάστιξ, f. μάραινα, f. ιμας, m.
μάσθλης, m. σκΰτος, n.
Whip, v. /χαστί^ω, μαστιγόω
Whipping, μαστίγωσις, f. : deserving
whipping, μαστιγώσιμος
Whirl, δΐνος, m.
Whirl, v. δινέω, επιδινέω, δινεύω, ελίσ-
σω, ελελίζω, στρέφω, συστρεφω,
κυκλόω, στροβεω
Whirled, δινητός
Whirling, δίνη, /. δίνος, m. δίνευμα, οι.
άελλα, f στρόβος, on. στρόμβος, in.
Whirling motion, δίνησις, f. άελλα, f
Whirling, δινητός, δινηεις, δινώδης \_f.
Whirlpool, δίνη, f δΊνος, on. χάρυβδις,
Whirlwind, άελλα, f στρόβιλος, on.
δίνη, f. τυφως, on.
"Whisper, ψιθύρισμα, n>
Whisper, v. ψιθυρίζω, εντρυλλίζω,
ύπεΐπον
Whisperer, ψίθυρος, m. ψιθυριστής, m.
562
WIC
Whispering, ψιθύρισμα, n. ψιθυρισμός,
Whispering, ψίθυρος [on.
Whistle, σύριγζ^. νίγλαρος,οη. (sound)
σύριγμα, n. συριγμός, on.
Whistle, v. συρίζω, ύποσυρίζω
White, λευκός, πόλιος, αργός, άργηεις,
αργής, αργύρεος, λευκηρης, λευκό-
χρως, λευκοφαης : to be white,
λευκανθίζω, λευκαίνομαι, ύπολευκαί-
νομαι, πολιαίνομαι : quite white,
πάλλευκος : white-armed, λευκόπη-
χνς, λευκώλενος : white - crested,
λευκόλοφος: white-haired, λευκό-
θριξ : white-winged, λευκόπτερος
White of an egg, λευκόν, n.
Whiten, v. λευκόω, λευκαίνω
Whiteness, λευκότης, f.
Whitening, λεύκανσις, f.
White paint, ψίμυθος, m. ψιμύθιον, n.
Whitewash, κονίαμα, n.
Whitewash, V. κονιάω, λευκόω [νος
Whitewashed, κονιατός, εξαληλιμμε-
Whither? interrog. πο7, πί), πόσε;
(relative) Οποί, οπη, όπόσε, fj, 'όπηπερ,
ίνα, οϊ
Whithersoever, οποί αν, δπηουν
Whitish, παράλευκος
Whitlow, παρωνυχία, f.
Whiz, ροιζος, c. [ροιζεω
Whiz, ν. ροιζεω : whiz through, διαρ-
Who 1 ? interrog. τίς
Who, os, η, δ; δ, η, το; 'όστις,ητις,'ό,τι;
οστε ; οσπερ, ηπερ, 'όπερ [όστις δη
Whoever, 'όστις, ήτις, ο, τι ; 'όστις αν ;
Whole, Ολος, πας, συμπάς, άπας;
(sound, healthy) ύγιης, υγιεινός : on
the whole, είς το παν, επϊ παν
Wholeness, δλότης, /. (soundness,
health) ύγίεια^. [χρηστός
Wholesome, υγιεινός, ύγιης, ύγιηρός,
Wholly, adv. 'όλως, πάντως
Whore, πόρνη, f λαικάστρια, f κα-
σαλβας, /.
Whore, ν. πορνεύω, κασωρεύω, λαικάζω
Whoredom, πορνεία, /. μοιχεία, /.
Whoremonger, πόρνος, m.
Whosoever, Οστις, ήτις, ο, τι; όστις
αν : all whosoever, πας όστις
Why? τι, δια τί, 'ίνα τι: why, (on
what account) διότι, 'όθεν : why not 1
τί μη, τί γαρ, πώς γαρ ου, πώς δ' ου
Wick, θρυαλλϊς, f
Wicked, κακός, πονηρός, μοχθηρός,
φαύλος, κακούργος, πανούργος, άλι-
τηριος, μιαρός, άσωτος : wicked
deed, κακούργημα, n. πανούργημα, n.
Wickedly, adv. κακώς, πονηρώς, πα-
νούργως, παρανόμως
WIC
"Wickedness, κακία, /. κακότης, /.
κάκη, f. πονηρία, /. μοχθηρία, /.
κακονργία, /. πανουργία, f. φανλό-
rys,/.
Wicker, οϊσνϊνος, πλεκτός
Wickerwork, ττΚά^μα, n. πλέκος, n.
Wide, πλατνς, ενρνς, ενρνχωρής
Widely, adv. ενρν
Wide-mouthed, ενρνστομος
Widen, v. πΧατύνω, ενρννω
Wide-spread, evpvs
Widow, χήρα, f.
Widow, v. χηρόω
Widowed, χήρος, εννις, άνανδρος
Widowhood, χηρεία, /. χηροσννη, /.
Width, ενρος, n. πλάτος, n. ενρντης, f.
irXarv77]s, f. [νωυΛω
Wield, V. πάλλω, κρατννω, ανάσσω,
Wife, ηνντ], /. άλοχος, f. δάμαρ, f.
παράκοιτις, f. γαμέτη, f. σνζνξ, /.
σννεννέτις, /. \δης, opeivbs
Wild, aypLOs, ayporepos, aypias, θηριώ-
Wilderness, ερημία, /. έρημος, /.
Wildly, adv. ατγρίως, aypia
Wildness, ατγριότης, f.
AVile, απάτη /f. δόλος, m.
Wilful, ανθάδης, ανθαδικος, αυτόβου-
λος : to be wilful, αύθαδίζομαι
Wilfully, adv. ανθαδώς
Wilfulness, ανθάδειαη /. αυθαδία, /.
Will, (testament) διαθήκη,/, διάθεσις,
f. : to make a will, διατίθεμαι ;
(wish, determination) βονλή, f.
βονλημα, n. βονλησις, f. θέλημα, n.
λημα, n.
Will, v. βονλομαι, εθέλω
Willing, εκών, εκούσιος, πρόθυμος, θε-
λήμων, άσμενος : to be willing,
εθέλω, προθνμέομαι, άξιόω
Willingly, adv. εκοντ), ασμένως, εκον-
σίως, προθνμως, προφρονέως, ροδί""
Willingness, προθνμία, f.
Willow, Ιτέα, f. : of willow, ιτέϊνος
Win, v. κρατέω, νικσ,ω, κομίζω, αϊρομ.αι,
κερδαίνω
Wind, άνεμος, m. πνοή, f. πνενμα, n.
ανρα, f. άήτης, m. : fair wind, ουρος,
m. ovpia, f. : having a fair wind,
ovpios : east wind, ενρος, m. : west
wind, ζέφυρος, m. : north wind,
βορέας, m. : south wind, νότος, m.
Wind, v. ελίσσω, πλέκω, στρέφω ; (as
a road) κάμπτω : to wind round,
περιελίσσω
Winding, ελ^μος, m. καμπή,/.
Windlass, στρεβλή, /. Ονος, m. σ /cu-
Window, θνρϊς,/. [τάλη, /.
Windy, ανεμόεις, άνεμώδης, προσήνεμος
563
WIT
Wine, οίνος, m. μέθν, n. : to pour out
wine, οίνοχοέω : producing much
wine, πολνοινος, οΐνόπεδος, οϊνοπλη-
θής : without wine, άοινος
Wine-bibber, οινοπότης, m. -tls, /.
Wine-cellar, οϊνεών, Att. οίνων, m.
Wine-merchant, οίνοπωλής, m. οϊνέμ-
πορος, m. : to sell wine, οϊνοπωλέω
Wine-press, ληνός, c.
Wing, πτερον, n. πτέρνξ, /. πτίλον, n. :
wing of an army, κέρας, n. : right
wing, δεζιον κέρας : left wing, ενώ-
ννμον κέρας
Wing, v. πτερόω
Winged, πτηνος, πετεινός, πτερωτός,
πτεpvyωτbς, πτερόεις, πτεροφόρος
Wingless, άπτήν, άπτερος
Wink, V. μύω, επιμνω, καταμύω
Winnow, ν. λικμάω, αναλικμάω, βράσ'
σω, πτ'ισσω
Winnower, λικμητήρ, m. λικμητής, m.
Winnowing, λικμητος, m. : winnow-
in g-f an, πτνον, n.
Winter, χειμων, m. χεΐμα, n. : of
winter, χειμέριος, χειμερινός
Winter, V. χειμάζω, διαχειμάζω, επι-
Χ^ψάζω [/.
Wintering, χειμασία, /. παραχειμασία,
Wintry, χειμερινός, χειμέριος, δνσχεί-
μερος
Wipe, V. σμήχω, σμάομαι, διασμάω,
ψάω, 6μόpyvvμι : to wipe off or
away, έκσμάω, απομάσσω, εκμάσσω,
άποψάω, ε^oμόpyvvμι
Wisdom, σοφία, /. σννεσις, /. νόος,
contr. νονς, τη. επιστήμη,/.
AVise, σοφός, σώφρων, ενβονλος, σνν-
ετος, έμφρων, πvκvbς, επιστήμων,
βαθνς, επίφρων, νοήμων, δαίφρων :
to be wise, σοφίζομαι, σωφρονέω
'Wisely, adv. σοφώς, σωφρόνως, φρο~
}ονντως
AVish, ενχή, /. προθνμία, /. ελδωρ, Ερ.
έέλδωρ, η. έπιθνμία, /. : according
to one's wish, κατά νόον or νονν,
κατά yvώμηv
Wish, ν. βονλομαι, έθέλω, θέλω, εν-
χομαι, yλίχoμaι, ελδομαι
Wit, ayx'ivoia, /. ευτραπελία, /. ασ-
τειoλoyίa,/. κομψεία,/. κόμψενμα,η.
Witch, yorJTU,/. φαρμακϊς, /. φαρμα-
κεία, /.
Witchcraft, yoητείa, /. yoήτεvμa, n.
φαρμακεία, /. φαρμάκενσις, /.
With, σνν ώ ξνν, μετά, πάρα : together
with, όμον
Withdraw, ν. απάγω, ανά^ω, έπανά^γω,
νπά^/ω, vπεξάyω^, irdrans. άναχωρέω,
WIT
άποχωρεω, εξαναχωρεω, αφίσταμαι,
ύπά^γω, επανά^γω [/. αναχώρησις, /.
Withdrawal, Withdrawing, ύπα-γω-γη,
Wither, ν. μαραίνω, αύαίνω, εξαυαίνω,
ξηραίνω, κάρφω ; intrans. μαραίνομαι,
άπο μαραίνομαι, καταμαραίνομαι, συν-
αυαίνομαι, κατακάρφομαι
Withered, αυος, ξηρός
Withering, μάρανσις, f. αύόνη, f.
Withhold, ν. απέχω
Within, ένδον, εντός, εϊσω ώ εσω, ενδο-
θεν, εσωθεν : from within, ενδοθεν,
εσωθεν, εντοσθεν : to be within,
' ενειμι
Without, εξω, 'άνευ, έκτος, χωρίς, δίχα,
&τερ, νάσφι : from without, θύραθεν,
έξωθεν [υφίσταμαι
Withstand, V. ανθίσταμαι, υπομένω,
Witness, μάρτυς, on. μάρτυρος, m.
επιμάρτυς, on. επιμάρτυρυς, on. συνίσ-
τωρ, on. : fellow-witness, συμμάρτυς,
on. : a false witness, ψ ευδο μάρτυς,
m. {testimony) μαρτυρία, f. μαρτύ-
ρων, οι. : false witness, ψευδομαρ-
τυρία, f.
Witness, bear witness, v. μαρτυρεω,
επιμαρτυρεω, εκμαρτυρεω : to witness
against, καταμαρτυρεω : to bear
witness together with, συμμαρτυ-
ρεω, συνεπιμαρτυρεω : to bear false
witness, ψευδομαρτυρέω : to bear
false witness against, καταψευδο-
μαρτυρεω : to call witness, μαρτύ-
ρομαι, επιμαρτύρομαι, κλητεύω
Wittily, adv. κομψώς, εμμελώς
Wittingly, επιστημόνως
Witty, κομψός, αστείος, ευτράπελος,
εμμελής, ~/€λο7ος
Wizard, yόης, m - fulyos, on.
AVoe, λύπη,/, 'γόος, on. 'άχος, n. ταλαι-
Woeful, λυπηρός, 'γοερός [πωρία, f.
AVolf, λύκος, on. : she- wolf, λύκαινα, f.
λυκαινϊς, f. : ΛνοΙΓ s cub, λυΚιδευς,
on. : of or belonging to a wolf,
λύκειος
Wolfish, λυκώδης
AVoman, "γυνή, f. yovaiov, n. η θήλεια :
an old woman, ypa^, f. ypaia,
f. : of or belonging to women, 71;-
ναικείος, yυvaιoς : fond of women,
φιλoyύvης, φιλoyύvaιoς, φιλόyυvoς,
'γυναικομανης, yυvaικoφιλης : love
of women, φιλoyυvίa, f.
Womanish, yυvaικώδης, yύvavδρoς
Womb, μήτρα, f. νηδυς, f. yaστηp, f.
υστέρα, f.
Wonder, θαυ^α, οι. θάμβος, οι.
Wonder, Wonder at, v. θαυμάζω,
564
WOK,
αποθαυμάζω, θαυμαίνω, άγαμα/, θαμ-
βεω
Wonderful, Wondrous, θαυμαστός,
θαυμάσιος, εκπayλoς, θεσπέσιος
Wonderfully, adv. θαυμαστώς, θαυ*
μασίως, θεσπεσίως
Wont, to be, ν. φιλεω
Woo, v. μνάομαι, μνηστεύω
Wood, ξύλον, n. ϋλη, f. καλόν, οι.
{forest) υλη, f. δρυμός, πι. δρυ μα,
οι. pi.
Woodcock, cLTTayfc, on. a.TTayr)v, on,
σκολόπαξ, on. [m. δρυτόμος, on.
Woodcutter, ξυλοκοπάς, on. υλοτόμος.
Wooden, ξύλινος, ξυλικος
Woodman, ξυλοκόπος, on. υλοτόμος,
on. ύλoυρybς, on.
Woodpecker, πελεκάς, πελεκαν, or
πελεκάς, on. δρυοκολάπτης, on. δρυο-
κόπος, on.
Wood-work, ξύλωσις, f.
Woody, ύληεις, ύλώδης, δενδρόκομος,
δενδρήεις, εϋδενδρος
Wooed, μνηστός
Wooer, μνηστή ρ, on.
Woof, κρόκη, f. πηνη, f. ροδάνη, f.
Wooing, μνηστεία, f. μνηστυς, f. μνη-
στ ευ μα, οι.
Wool, είριον ώ εριον, οι. μαλλος, m.
λάχνη, f. πόκος, on.
Woollen, ερεονς, ειρίνεος [πόκος
Woolly, εριώδης, δασύμαλλος, είρο-
Word, ρήμα, η. έπος, η. λόyoς, on.
μύθος, on.
Wordy, πoλυλόyoς, πολυεπης
Work, ipyov, οι. εpyaσίa, f. πόνος, on,
τέχνη, f. (α work) τέχνημα, οι*
τέχνασμα, η.
Work, ν. €pyάζoμaι, κaτερyάζoμaι J
πονεω, εvεpyεω, κάμνω
Workman, τεχνίτης, on. δημιoυpyoς >
on. εpyάτης, on. τεκτών, on. χειρο-
τέχνης, on. : fellow-workman, σύν-
τεχνος, ομότεχνος
Workmanlike, τεκτονικός, εργαστικος
Workmanship, δημιoυpyίa, f. τέχνη,
f. τίχν-ημα, f.
Workshop, ^αστηριον, οι.
World, κόσμος, on. η οικουμένη
Worldly, επεχθόνιος, χθόνιος, επ'^ειος
Worm, σκώληξ, on. ελμις or ελμινς, /.
θρϊψ, on. : like a worm, σκωλη•
κώδης [δης, θριπτ]δεστος
Womi-eaten, σκωληκόβρωτος, θριπώ-
AVormwood, αψίνθιον, η.
Worry, ν. ΰάκνω, κνίζω [ρεωτερος
AVorse, χείρων, ησσων, χερείων, χε-
AVorship, θεραπεία, /. θεράπευμα, η* J
won
λατρεία, /. λάτρευμα, η. σέβας, η.
θρησκεία, /.
Worship, ν. σεβω ώ σέβομαι, προσ-
κυνάω, θεραπεύω, λατρεύω, θρησ-
κεύω
Worshipper, θεράπων, m. θεραπευτής,
m. προσκυνητής, m. θρησκευτης, m.
Worst, χείριστος, κάκιστος, έσχατος :
to be worsted, ελασσόομαι, κακί-
ζομαι
Worsted, κάταγμα, η. [άξιότης, f.
Worth, αξία, f. αξίωμα, η. άξίωσις, f.
Worth, α|ί05•, αντάξιος, επάξιος
Worthily, adv. άξίως, εταξίως
Worthless, φαύλος, ούδενος άξιος,
ούτιδανος, άχρεΊος, άχρηστος : to
be worthless, ουδέν είμι
Worthlessnes?, ούδενία,/. φαυλότης,/.
Worthy, άξιος, επάξιος, κατάξιος,
άξιόχρεως, τίμιος : to deem worthy,
αξιόω, καταξιόω
Woven, υφαντός, πλεκτός, σπαθητος :
finely woven, ευητριος, ευυφης
Would that ! είθε, εϊ yap, ως or εϊθ'
ώφελον
Wound, τραύμα, η. πληγή, /. ώτειλη,
/. τομή, /. έλκος, η.
Wound, ν. τιτρώσκω, τραυματίζω,
κατατραυματίζω, κεντεω, ακοντίζω,
ουτάω, ούτάζω, πλησσω, τύπτω,
τέμνω
Wounded, τρωτό?, ελκώδης : wounded
man, τραυματίας, m. [τεω
Wrangle, ν. νεικεω, ερίζω, άμφισβη-
Wrangler, εριστης, m.
Wrap, Wrap up, v. εϊλύω, ελύω, κατ-
ειλεω, καθελίσσω, εγκαλύπτω, συ-
στέλλομαι : to wrap up in, eVe /λ-
λω, ενειλεω : to wrap round,
περιελίσσω, περιείλω, καθελίσσω :
to wrap oneself in, ενελίσσομαι ;
to be wrapped in, ενελίσσομαι
Wrath, οργή, f. θυμός, m. χόλος, m.
χολή, f. μηνις, f. κότος, m.
Wrathful, θυμοπληθης, περίθυμος, χο-
λωτος, ζάκοτος, βαρύμηνις, κοτηεις,
οργίλος
Wrathfully, adv. οργίλως
Wreath, στέφανος, m. στβ^ιμα, n.
στεφάνη, f. στεφος, n. πλέκτη, /.
Wreathe, ν. στέφω, περιστεφω, πλέκω,
Wreathed, πλεκτός [άναπλεκω
Wreck, ναυάγιον, οι. (usually pi.),
ναυάγια, f. : to be wrecked, ναυ-
αγεω, φθείρομαι, εκπίπτω
Wrecked, ναυαγός, ναύφθορος
Wren, τροχίλος, m. ορχίλος, m.
Wrench, ν. στρεβλόω
565
YEA
Wrest, v. στρέφω
Wrestle, v. παλαίω
Wrestler, παλαιστής, on.
Wrestling, πάλη, f. πάλαισμα, οι.
Wretch, άλάστωρ, on.
Wretched, άθλιος, ταλαίπωρος, οϊζυρος,
άνολβος, κακοδαίμων
Wretchedly, adv. άθλίως, λυγρώς
Wretchedness, άθλιότης, f. οϊζυς, f.
Wriggle, ν. είλύομαι [δυσδαιμονία, /.
Wriggling, αΐόλος
Wring, ν. συμπιέζω
Wrinkle, ρυτϊς, f. φαρκίς, f.
Wrinkle, v. κάρφω, ρυσόω : to be
wrinkled, ρυσόομαι, ρυτιδόομαι
AVrinkled, ρυσος, ρυτιδώδης, στρεβλός,
Wrist, καρπός, on. [φαρκιδώδης
Λ\ rite, ν. γράφω, συγγράφω, κατα-
γράφω : to write in or on, εγγρά-
φω, επιγράφω : to write up or out,
αναγράφω : to write under, υπο-
γράφω : to write besides, προσ-
γράφω, παραγράφω: to write in
answer, αντιγράφω [συγγραφεύς, on.
Writer, γραμματεύς, on. γραφευς' m.
Writhe, V. λυγίζομαι
Writhing, λυγισμος, on.
Writing, γραφή, f. γράμμα, οι. συγ-
γραφή, f. σύγγραμμα, n.
Wrong, αδικία, f. αδίκημα, οι.
WroDg, v. άδικεω, βλάπτω, βιάζομαι,
κακουργεω, σίνομαι
Wrongful, άδικος, παράνομος
Wrongfully, adv. αδίκως, κακώς, εξ-
ημαρτημίνως
Wroth, θυμοπληθης, ζάκοτος, βαρύ-
μηνις, χολωτός : to be wroth, ορ-
γίζομαι, θυμόομαι
Wry, σκόλιος, διάστροφος* στρεβλός
Υ.
Yacht, κελης, /.
Yard, (court) αύλη, f. (sailyard)
κεραία, f. άρμενα, n. pi.
Yard, (measure) πηχυς, m.
Yarn, ηλάκατα, n. pi.
Yawn, Yawning, χάσμα, n. χάσμημα, n.
Yawn, v. χαίνω, άναχαίνω, διαχαίνω.
Yea, va\, μάλιστα [χάσκω, χασμάω
Year, έτος, οι. ενιαυτος, on. λυκάβας,
on. : of or belonging to a year,
ετειος, ενιαύσιος, επέτειος, ετήσιος,
επετησιος : last year, πέρυσι or
περυσιν : of or belonging to last
year, περυσινός : next year, εις
νεωτα : of two years, two years
old, διετής
YEA
Yearly, ενιαύσιος, επέτειος
Yell, Yelling, νλακη, f. κλαγγη, f.
Yell, v. ύλακτέω, ύλάω
Yellow, ^av6bs : light yellow, ωχρός,
XXwpbs, ύπόχλωρος
Yelp, v. ύλακτέω, ύλάω
Yes, ναί, μάλιστα
Yesterday, χθες, εχθές, χθιζον, rb
χθιζον, χθιζα ; adj. χθεσ^ς, χθιζός
Yet, en, πω: not yet, οϋπω, μηπω,
ούδέπω : and yet, και τοι
Yew, σμϊλαξ, f μιλαξ, f.
Yield, v. intrans. ε'ίκω, ύπείκω, σιτγ-
χωρέω, προσχωρέω, εκχωρέω, ύφίε-
μαι, παρίσταμαι, ύποκατακλίνομαι,
επιτρέπω, (act.) ενδ'ώωμι, ύποδίδωμι,
εφίημι, παρίημι
Yoke, Cvybu, η. ζε^ος, η. ζεύγλη, f.
Yoke, ν. ζεύγνυμι, νποζε^νυμι : to
yoke together, σ.υζευΎνυ.αι
Yolk, (of an egg) λέκιθος, f.
You, <τυ; pi. ύμεΊς', dual, σφώϊ, σφω:
of or belonging to you two, σφω-
Ίτερος : of you, of yourself σεαυ-
τον, *Hjs
Young, νέος, veapbs, νεανικός, νεανίας :
young man, νεανίας, m. νεανίσκος,
m. : young woman, νεανις, f. : to
act like a young man, νεανιεύομαι,
566
ZOO
νεανίζω : to be young, ηβάω, ν ε-
άζω : to grow young again, άνηβάω
Young, the, (of animals, &c.) τέκνον,
η. v€oσσbs, m. νεόσσιον, η. βρέφος,
η. εμβρυον, η.
Your, σbs, ση, σ^\ τεbs ; pi. υμέτερος,
σφέτερος ; dual, σφωϊτερος
Yourself, (self) αυτός : of yourself,
σεαυτου
Youth, Youthful vigour or spirit,
ηβη, f νεότης, f. ηλικία, f.
Youth, (young man) έφηβος, m. νεα-
νίσκος, m. νεανίας, m. μειρακίσκος,
m. μειράκιον, n. [μειρακιώδης
Youthful, νεανικός, νεαρός, νεανίας,
z.
Zeal, προθυμία, f ζηλυς, m. σπουδή, f.
Zealot, ζηλωτής, m.
Zealous, πρόθυμος, σπουδαίος, επι-
μελής, ζηλοτιώς : to be zealous,
προθυμεομαι, σπουδάζω
Zealously, adv. προθύμως, σπουδαίων,
Zephyr, ζέφυρος, m. [ενεργά ς
Zodiac, ζωδια^ς, m. ζωοφόρος, m.
Zone, ζώνη, f.
Zoophyte, ζωόφυτον, n.
THE END.
PRIZE MEDAL, INTERNATIONAL EXHIBITION, 1862, was
awarded to Messrs. VIRTUE for the " publication of
Weale's Series."
See JURORS' REPORTS,
CLASS XXIX.
CATALOGUE
RUDIMENTARY, SCIENTIFIC, EDUCATIONAL, AND
CLASSICAL WORKS,
FOR COLLEGES, HIGH AND ORDINARY SCHOOLS,
AND SELF-INSTRUCTION;
ALSO FOR
MECHANICS' INSTITUTIONS, FEES LIBEAEIES, &c. &c,
PUBLISHED BY
VIRTUE & CO., 26, IVY LANE,
PATEEXOSTEE ROW, LONDON.
«** THE ENTIRE SERIES IS FREELY ILLUSTRATED OIM WOOD
AND STONB WHERE REQUISITE.
The Public are respectfully informed that the. whole of the late
Mr. Weale's Publications, contained in the following Catalogue,
have heen purchased hy Virtue & Co., and that all future
Orders will he supplied by them at 26, Ivy Lane.
*** Additional Volumes, by Popular Authors, are in Preparation.
MISCELLANEOUS TREATISES
2. NATURAL PHILOSOPHY, by Charles Tomlinson. Is.
12. PNEUMATICS, by Charles Tomlinson. New Edition. Is. Gd.
20. PEESPECTIVE, by George Pyne. 2s.
27. PAINTING ; or, A GEAMMAR OF COLOURING, by G.
Field. 2s.
40. GLASS STAINING, by Dr. M. A. Gessert, with an Appendix
on the Art of Enamel Painting,. &c. Is.
2 SCIENTIFIC AND MECHANICAL WORKS.
41. PAINTING ON GLASS, from the German of Fromberg. Is.
50. LAW OF CONTEACTS FOR WORKS AND SERVICES,
by David Gibbons. Is. 6d.
66. CLAY LANDS AND LOAMY SOILS, by J. Donaldson. Is.
69. MUSIC, Treatise on, by C. C. Spencer. 2s.
71. ART OF PLAYING THE PIANOFORTE, by C. C. Spencer-
Is.
72. RECENT AND FOSSIL SHELLS (A Manual of the Mollusca),
by S. P. Woodward. With an Appendix by Ralph Tate. 6s. 6d.
In cloth boards, 7s. Qd. ; half morocco, 8s. 6d.
79**. PHOTOGRAPHY, The Stereoscope, &c., from the French
of D. Van Monckhoven, by W. H. Thornthwaite. Is. 6d.
96. ASTRONOMY, by the Rev. R. Main. Is.
107. METROPOLITAN BUILDINGS ACT, and THE METRO-
POLITAN ACT FOR REGULATING THE SUPPLY
OF GAS, with Notes, by D. Gibbons and R. Hesketh. 25. 6d.
108. METROPOLIS LOCAL MANAGEMENT ACTS. Is. 6d.
108*. METROPOLIS LOCAL MANAGEMENT AMENDMENT
ACT, 1862; with Notes and Index. Is.
109. NUISANCES REMOVAL AND DISEASES PREVENTION
AMENDMENT ACT. Is.
110. RECENT LEGISLATIVE ACTS applying to Contractors,
Merchants, and Tradesmen. Is.
112. DOMESTIC MEDICINE, by Dr. Ralph Gooding. 2s.
112*. A GUIDE TO HEALTH, by James Baircl. Is.
113. USE OF FIELD ARTILLERY ON SERVICE, by Taubert,
translated by Lieut.-Col. Η. H. Maxwell. Is. 6d.
113*. MEMOIR ON SWORDS, by Col. Marey, translated by Lieut.-
Col. Η. H. Maxwell. Is.
140. MODERN FARMING: Soils, Manures, and Crops, by R.
Scott Burn. 2s.
141. MODERN FARMING; Farming and Farming Economy,
Historical and Practical. 3s.
142. MODERN FARMING: Stock— Cattle, Sheep, and Horses.
2s. 6d.
145. MODERN FARMING : Management of the Dairy— Pigs-
Poultry. 2s.
146. MODERN FARMING : Utilisation of Town Sewage— Irriga-
tion — Reclamation of Waste Land. 2s. 6d.
Nos. 140, 141, 142, 145, and 146 bound in 2 vols., cloth boards, 14s.
150. A TREATISE ON LOGIC, PURE AND APPLIED, by
S. H. Emmens, Esq. Is. 6d.
LONDON: VIRTUE & CO., 26, IVY LANE.
SCIENTIFIC AND MECHANICAL WORKS. 3
151. A HANDY BOOK ON THE LAW OF FRIENDLY, IN-
DUSTRIAL AND PROVIDENT, BUILDING AND LOAN
SOCIETIES, by N. White. Is.
152. PRACTICAL HINTS FOR INVESTING MONEY: with
an Explanation of the Mode of Transacting Business on the
Stock Exchange, by Francis Playford, Sworn Broker. Is.
153. LOCKE ON THE CONDUCT OF THE HUMAN UNDER-
STANDING, Selections from, by S. H. Emmens. 2s.
154. GENERAL HINTS TO EMIGRANTS. 2s.
PHYSICAL SCIENCE.
1. CHEMISTRY, by Prof. Fownes, including Agricultural Che-
mistry, for the use of Farmers. Is.
3. GEOLOGY, by Major-Gen. Portlock. Is. 6d.
4. MINERALOGY, with a Treatise on Mineral Rocks or Aggre-
gates, by A. Ramsay. 2s.
7. ELECTRICITY, by Sir W. S. Harris. Is. Qd.
7*. GALVANISM, ANIMAL AND VOLTAIC ELECTRICITY,
by Sir W. S. Harris. Is. Qd.
8. MAGNETISM, Exposition of, by Sir W. S. Harris. 3s. 6tf.
133. METALLURGY OF COPPER, by Dr. R. H. Lamborn. 2s.
134. METALLURGY OF SILVER AND LEAD, by Dr. R. H.
Lamborn. 2s.
135. ELECTRO-METALLURGY, by A. Watt. Is. 6d.
138. HANDBOOK OF THE TELEGRAPH, by R. Bond. Is.
143. EXPERIMENTAL ESSAYS— On the Motion of Camphor
and Modern Theory of Dew, by C. Tomlinson. Is.
BUILDING AND ARCHITECTURE.
16. ARCHITECTURE, Orders of, by W. H. Leeds. Is.
17. Styles of, by T. Talbot Bury. Is. 6c?.
N.B. The Orders and Styles of Architecture in 1 vol., price 2s. 6d.
18. Principles of Design, by E. L. Garbett. 2s.
22. BUILDING, the Art of, by E. Dobson. Is. 6d.
23. BRICK AND TILE MAKING, by E. Dobson. 2s.
25. MASONRY AND STONE-CUTTING, by E. Dobson. 2s.
30. DRAINING AND SEWAGE OF TOWNS AND BUILD-
INGS, by G. D. Dempsey. 2s.
(With No. 29, Drainage of Land, 2 vols, in 1, 3s.)
LONDON: VIRTUE & CO., 26, IVY LANE.
SCIENTIFIC AND MECHANICAL WORKS.
35. BLASTING AND QUARRYING OF STONE, AND BLOW-
ING UP OF BRIDGES, by Lt.-Gen. Sir J. Burgojne. Is. 6d.
36. DICTIONARY OF TECHNICAL TERMS used by Architects,
Builders, Engineers, Surveyors, &c. 4s.
In cloth boards, 5s. ; half morocco, 65.
42. COTTAGE BUILDING, by C. B. Allen. 1*.
44. FOUNDATIONS & CONCRETE WORKS, by E.Dobson. ls.Gd.
45. LIMES, CEMENTS, MORTARS, CONCRETE, MASTICS,
&e., by G. R. Burnell. Is. 6d.
57. WARMING AND VENTILATION, by C. Tomlinson. 3s.
83**. CONSTRUCTION OF DOOR LOCKS, by C. Tomlinson.
Is. M.
111. ARCHES, PIERS, AND BUTTRESSES, by W. Bland. Is. Sd.
116. ACOUSTICS OF PUBLIC BUILDINGS, by Τ. R. Smith.
Is. 6d.
123. CARPENTRY AND JOINERY, founded on Robison and
Tredgold. Is. 6d.
123*. ILLUSTRATIVE PLATES to the preceding.
4to. 4s. Qd.
124. ROOFS FOR PUBLIC AND PRIVATE BUILDINGS,
founded on Robison, Price, and Tredgold. Is. 6d.
124*. IRON ROOFS of Recent Construction— Descriptive Plates.
4to. 4s. <5d.
127. ARCHITECTURAL MODELLING IN PAPER, Practical
Instructions, by T. A. Richardson, Architect. Is. 6d.
128. VITRUVIUS'S ARCHITECTURE, translated by J. Gwilt,
with Plates. 5s.
130. GRECIAN ARCHITECTURE, Principles of Beauty in, by
the Earl of Aberdeen. Is.
132. ERECTION OF DWELLING-HOUSES, with Specifications,
Quantities of Materials, &c, by S. H. Brooks, 27 Plates. 2s. Qd.
153. QUANTITIES AND MEASUREMENTS; How to Calcinate
and Take them in Bricklayers', Masons', Plasterers',
Plumbers', Painters', Paperhangers', Gilders', Smiths', Car-
penters', and Joiners' Work. With Rules for Abstracting,
&c. By A. C. Beaton. Is.
157. THE SLIDE RULE, AND HOW TO USE IT.
MACHINERY AND ENGINEERING.
33. CRANES AND MACHINERY FOR RAISING HEAVY
BODIES, the Art of Constructing, by J. Glynn. 1*.
34. STEAM ENGINE, by Dr. Lardner. Is.
LONDON: \ r IRTUE & CO., 2<3 ; IVY LANE.
SCIENTIFIC AND MECHANICAL WORKS. 5
43. TUBULAR AND IRON GIRDER BRIDGES, including the
Britannia and Conway Bridges, by G. D. Dempsey. Is. 6d.
47. LIGHTHOUSES, their Construction and Illumination, by Alan
Stevenson. 35.
59. STEAM BOILERS, their Construction and Management, by
R. Armstrong. With Additions by R. Mallet. Is. Qd.
02. RAILWAY CONSTRUCTION, by Sir M. Stephenson. Is. 6d
62*. RAILWAY CAPITAL AND DIVIDENDS, with Statistics
of Working, by E. D. Chattaway. Is.
(Vols. 62 and 62* bound in 1, Is. 6d.)
67. CLOCKS, WATCHES, AjTO BELLS, by Ε. B. Denison. Ss. 6d
78. STEAM AND LOCOMOTION, on the Principle of connecting
Science with Practice, by J. Sewell. 2s.
78*. THE LOCOMOTIVE ENGINE, by G. D. Dempsey. Is. 6d.
79*. ILLUSTRATIONS TO THE ABOVE. 4to. 4s. 6d.
98. MECHANISM AJSD MACHINE TOOLS, by T. Baker ; and
TOOLS AND MACHINERY, by J. Nasmyth. 2s. 6d.
1 14. MACHINERY, Construction and Working, by C. D. Abel. Is. 6d.
115. PLATES TO THE ABOVE. 4to. 7s. 6d.
139. STEAM ENGINE, Mathematical Theory of, by T.Baker. Is.
155. ENGINEER'S GUIDE TO THE ROYAL AND MER-
CANTILE NAVIES, by a Practical Engineer. Revised by
P. F. McCarthy. 3s.
CIVIL ENGINEERING, &c.
13. CIVIL ENGINEERING, by H. Law and G. R. Burnell. 4f bd.
29. DRAINING DISTRICTS AND LANDS, by G. D. Dempsev. Is.
(With No. 30, Drainage and Sewage op Towns, 2 vols, in i, 5s.)
31. WELL-SINKING, BORING, AND PUMP WORK, by J. G.
Swindell, revised by G. R. Burnell. Is.
46. ROAD-MAKING AND MAINTENANCE OF MAC
ADAMISED ROADS, by Gen. Sir J. Burgoyne. Is. Qd.
60. LAND AND ENGINEERING SURVEYING, by T.Baker. 2s.
LONDON: VIRTUE & CO., 26, IVY LANE.
SCIENTIFIC AND MECHANICAL WORKS.
63. AGRICULTURAL ENGINEERING-, BUILDINGS, MOTIVE
POWERS, MACHINERY OF THE STEADING, FIELD
MACHINES, AND IMPLEMENTS, by G. H. Andrews.
35.
77*. ECONOMY OF FUEL, byT. S. Prideaux. Is.
80*. EMBANKING LANDS FROM THE SEA, by J. Wiggins. 2s.
82. WATER POWER, as applied to Mills, &c, by J. Glynn. 2s.
82**. A TREATISE ON GAS WORKS, AND THE PRACTICE
OF MANUFACTURING AND DISTRIBUTING COAL
GAS, by S. Hughes, C.E. Ss.
82***. WATER-WORKS FOR THE SUPPLY OF CITIES
ΑΝΏ TOWNS, by S. Hughes, C.E. 3s.
117. SUBTERRANEOUS SURVEYING, AND THE MAG-
NETIC VARIATION OF THE NEEDLE, by T. Fen-
wick, with Additions by T. Baker. 2s. 6d.
118. CIVIL ENGINEERING OF NORTH AMERICA, by D.
Stevenson. 3s.
120. HYDRAULIC ENGINEERING, by G. R. Burnell. 35.
121. RIVERS AND TORRENTS, with the Method of Regulat-
their COURSE AND CHANNELS, NAVIGABLE CANALS,
&c., from the Italian of Paul Frisi. 2s. 6d.
125. COMBUSTION OF COAL, AND THE PREVENTION
OF SMOKE, by C. Wye Williams, M.I.C.E. 3s.
SHIP-BUILDING AND NAVIGATION.
51. NAVAL ARCHITECTURE, by J. Peake. 3s.
53*. SHIPS FOR OCEAN AND RIVER SERVICE, Construction
of, by Captain H. A. Sommerfeldt. Is.
53**. ATLAS OF 15 PLATES TO THE ABOVE, Drawn for
Practice. 4to. 7s. 6d.
54. MASTING, MAST-MAKING, and RIGGING OF SHIPS,
by R. Kipping. Is. 6d.
LONDON: VIRTUE & CO., 26, IVY LANE.
SCIENTIFIC AND MECHANICAL WORKS. 7
54*TlRON SHIP-BUILDING, by J. Grantham. 2s. Gd.
54**. ATLAS OF 24 PLATES to the preceding. 4to. 22s. Gd.
55. NAVIGATION ; the Sailor's Sea Book : How to Keep the Log
and Work it off, &c.; Law of Storms, and Explanation of
Terms, by J. Greenwood. 2s.
80. MARINE ENGINES, AND STEAM VESSELS, AND THE
SCEEW, by E. Murray. 2s. Gd.
83 Ins. SHIPS AND BOATS, Form of, by W. Bland. Is. Gd.
99. NAUTICAL ASTKONOMY AND NAVIGATION, by J. R.
Young. 2s.
100*. NAVIGATION TABLES, for Use with the above. Is. U.
106. SHIPS' ANCHORS for all SERVICES, by G. Cotsell. Is. Gd.
149. SAILS AND SAIL-MAKING, by R. Kipping, N.A. 2s. Gd.
155. ENGINEER'S GUIDE TO THE ROYAL AND MER-
CANTILE NAVIES. 3s.
ARITHMETIC AND MATHEMATICS.
6. MECHANICS, by Charles Tomlinson. 1*. Gd.
32. MATHEMATICAL INSTRUMENTS, THEIR CONSTRUC-
TION, USE, &c, by J. F. Heather. Is. Gd.
61*. READY RECKONER for the Admeasurement of Land, Tables
of Work at from 2s. Gd. to 205. per acre, and valuation of
Land from £1 to £1,000 per acre, by A. Aj*man. Is. Gd.
76. GEOMETRY, DESCRIPTIVE, with a Theory of Shadows and
Perspective, and a Description of the Principles and Practice
of Isometrical Projection, by J. F. Heather. 2s.
83. COMMERCIAL BOOK-KEEPING, by James Haddon. Is.
84. ARITHMETIC, with numerous Examples, by J. R.Young. ls.Gd.
84*. KEY TO THE ABOVE, by J. R. Young. Is. Gd.
85. EQUATIONAL ARITHMETIC: including Tables for the
Calculation of Simple Interest, with Logarithms for Com-
pound Interest, and Annuities, by W. Hipsley. In Two
Parts, price Is. each.
LONDON VIRTUE & CO., 26, IVY LANE.
8 SCIENTIFIC AND MECHANICAL WORKS.
86. ALGEBRA, by J. Haddon. 25.
86*. KEY AND COMPANION TO THE ABOVE, by J. R.
Young. Is. 6d.
88. THE ELEMENTS OF EUCLID, with Additional Proposi-
tions and Essay on Logic, by H. Law. 2s.
90. ANALYTICAL GEOMETRY AND CONIC SECTIONS, by
J. Hann. Is.
91. PLANE TRIGONOMETRY, by J. Hann. Is.
92. SPHERICAL TRIGONOMETRY, by J. Hann. Is.
Nos. 91 and 92 in 1 vol , price 25.
93. MENSURATION, by T. Baker. Is. U.
94. MATHEMATICAL TABLES, LOGARITHMS, with Tables of
Natural Sines, Cosines, and Tangents, by H. Law, C.E.
2s. 6d.
97. STATICS AND DYNAMICS, by T. Baker. Is.
101. DIFFERENTIAL CALCULUS, by W. S. B. Woolhouse. Is.
101*. WEIGHTS, MEASURES, AND MONEYS OF ALL
NATIONS ; with the Principles which determine the Rate
of Exchange, by W. S. B. "Woolhouse. Is. 6d.
102. INTEGRAL CALCULUS, RUDIMENTS, by H. Cox, B.A.
Is.
103. INTEGRAL CALCULUS, Examples of, by J. Hann. Is.
104. DIFFERENTIAL CALCULUS, Examples of, with Solutions
by J. Haddon. Is.
105. ALGEBRA, GEOMETRY, and TRIGONOMETRY, in
Easy Mnemonical Lessons, by the Rev. T. P. Kirkman.
Is. tid.
131. READY-RECKONER FOR MILLERS, FAEMERS, AND
MERCHANTS, showing the Value of any Quantity of Corn,
with the Approximate Values of Mill-stones and Mill Work.
Is.
136. RUDIMENTARY ARITHMETIC, by J. Haddon, edited by
A. Arman. Is. 6d.
137. KEY TO THE ABOVE, by A. Arman. Is. 6d.
147. STEPPING STONE TO ARITHMETIC, by Abraham
Arman, Schoolmaster, Thurleigh, Beds. Is.
148. KEY TO THE ABOVE, by A. Arman. Is.
XONDON: VIRTUE & CO., 26, IVY LANE.
NEW SEEIES OP EDUCATIONAL WORKS.
[This Series is kepi in three styles of binding — the prices of each
are given in columns at the end of the lines.']
£ e3
1. ENGLAND, History of, by VS. D. Hamilton
5. GREECE, History of, by W. D. Hamilton
and E. Levien
7. ROME, History of, by E. Levien
9. CHRONOLOGY OF CIVIL AND ECCLE-
siastical History, Literature, Art, and
Civilisation, from the earliest period to
the present time
11. ENGLISH GRAMMAR, by Hyde Clarke .
11* HANDBOOK OF COMPARATIVE PHI-
lology, by Hyde Clarke ....
12. ENGLISH DICTIONARY, above 100,000
words, or 50,000 more than in any existing
work. By Hyde Clarke ....
, with Grammar
14. GREEK GRAMMAR, by H. C. Hamilton .
15. DICTIONARY, by H. R. Hamil-
ton. Vol. 1. Greek — English .
17. Vol. 2. English — Greek
• Complete in 1 vol.
with Grammar
19. LATIN GRAMMAR, dj T. Goodwin, M.A.
20. - ■ DICTIONARY, by T. Goodwin,
Vol. 1. Latin — English .
Vol.2. English— Latin
M.A.
Complete in 1 vol.
with Grammar
s. d. ! s. d.
4 5
2 6
2 6
2 6
1
1
3 6
1
2
2
4
1
2
1 6
3 6
24. FRENCH GRAMMAR, by G. L. Strauss .[10
LONDON : VIRTUE & CO., 26, IVY LANE
3 6
4 6
5 6
5
6
4 G
5 6
s. d.
5 6
4
4
4
5
6
5 6
6 6
5
6
10
NEW SERIES OF EDUCATIONAL WORKS.
25.
26.
27.
98
FRENCH DICTIONARY, by A. Elwes.
Vol. 1. French — English ....
Yol. 2. English — French
Complete in 1 vol.
with Grammar
ITALIAN GRAMMAR, by A. Elwes .
TRIGLOT DICTIONARY, by
A. Elwes. Vol. L Italian — English —
30.
32.
34.
35.
39.
40.
41.
French
• Vol. 2. English — Italian — French
• Vol. 3. French— Italian— English
■ Complete in 1 vol.
with Grammar
SPANISH GRAMMAR, by A. Elwes
ENGLISH AND ENGLISH-
SPANISH DICTIONARY, by A. Elwes .
•, with Grammar
GERMAN GRAMMAR, by G. L. Strauss .
READER, from best Authors .
TRIGLOT DICTIONARY, by
N. E. S. A. Hamilton. Vol. 1. English-
German — French
42.
43.
■ Vol. 2. German — English — French
■ Vol. 3. French — English — German
- Complete in 1 vol. .
, with Grammar
44.
46.
46*
47.
HEBREW DICTIONARY, by Dr. Bresslau.
Vol. 1. Hebrew — English
with Grammar
Vol. 2. English— Hebrew
Complete, with Grammar, in 2 vols.
GRAMMAR, by Dr. Bresslau .
FRENCH AND ENGLISH PHRASE BOOK
48. COMPOSITION AND PUNCTUATION,
by J. Brenan ......
49. DERIVATIVE SPELLING BOOK, by J.
Rowbotham
αϊ
&
6Έ
a
O e3
P^ ο
^
Opq
s. d.
s. d.
1
1 6
2 6
3 6
4 6
1
2
2
2
7 6
8 6
1
40
5
6
1
1
1
1
1
3
4
5
6
7
3
12
1
1
1
1 6
1
LONDON: \ r IRTUE & CO., 26, IVY LANE.
GREEK AND LATIN CLASSICS. 11
GREEK AND LATIN CLASSICS,
With Explanatory Notes in English.
LATIN SERIES.
1. A NEW LATIN DELECTUS, with Vocabularies and
Notes, by H. Young Is,
2. C^SSAR, De Bello Gallico, by H. Young . . . 2s.
S. CORNELIUS NEPOS, by H. Young . . . . Is.
4. VIRGIL. The Bucolics, Georgics, &c, byW. Eushton,
M.A., and H. Young Is. 6d.
5. VIRGIL. ^Eneid, by H. Young . ... 2s.
6. HORACE. Odes, Epodes, and Carmen Seculare, by II.
Young . Is.
7. HORACE. Satires and Epistles, by W. B. Smith, Μ. Α., Is. Qd.
8. SALLUST. Catiline and Jugurthine War, by W. M.
Donne, B.A . Is. Qd.
9. TERENCE. Andria and Heautontimorumenos, by the
Rev. J. Davies, M.A Is. 6d.
10. TERENCE. Adelphi, Hecyra, and Phormio, by the Rev.
J. Davies, M.A 2s.
14. CICERO. De Amicitia, de Senectute, and Brutus ; Notes
by the Rev. "W. B. Smith, M.A. . . . . 2s,
16. LIVY. Books i., ii., by H. Young . Is. 6d.
16*.LIVY. Books iii., iv., v., by H. Young . . J . Is. 6d.
17. LIVY. Books xxi., xxii., by W. B. Smith, M.A. . Is. 6d.
19. CATULLUS, TIBULLUS, OVID, and PROPERTIUS,
Selections from, by W. Bodham Donne . . . . 2|
LIBRARY OF
CONGRESS